Πικατόρος Ιωάννης: Κρης Ταξιδεμένος Ποιητής (~16ος αι. μ.Χ.)

Βιογραφικό

     Ο Ιωάννης Πικατόρος ήταν Έλληνας ποιητής που γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης, πιθανώς στις αρχές του 16ου αι. Δεν έχουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του κι έτσι θα αρκεστούμε στα λίγα. (Σημ: Να υπενθυμίσω πως το Γλωσσάρι είναι εδώ!)
     Έγραψε το Ρίμα Θρηνητική Εις Τον Πικρόν Κι Ακόρεστον Άδην από 563 ομοιοκατάληκτους στίχους, στο οποίο περιγράφει τη φανταστική ιστορία του. Οι περισσότεροι κρητικοί ποιητές είναι φειδωλοί σε πληροφορίες για την καταγωγή τους, όχι όμως αυτός. Καμαρώνοντας μετά τον τίτλο του ποιήματός του δηλώνει: Ποίημα κυρ-Ιωάννου Πικατόρου εκ πόλεως Ρηθύμνης. Τη πατρίδα του δεν την ονομάζει Ρέθυμνο όπως τη λέει ο Σαχλίκης κι όλοι οι σύγχονοί του, -όπως φανταζόμαστε-  αλλά Ρήθυμνα, όπως οι αρχαίοι πρόγονοί του. Εκτός αυτού, δεν τη λέει χώρα ή κάστρο, ονομασία που χρησιμοποιείται για όλες τις πόλεις, αλλά πόλις, όπως η Κωνσταντινούπολη κι άλλες μεγάλες πόλεις. Κάπως υπερβολικό ίσως για μια κωμόπολη όπως το Ρέθυμνο εκείνη την εποχή, 5.000 ψυχών, πολύ μικρότερη από τα Χανιά και το Χάνδακα, η 3η πόλη, το 3ο διοικητικό κέντρο, μάλλον και το 3ο λιμάνι. Άνθρωπος με επίγνωση της ιστορίας και της σημασίας της πόλης, μιας από τις φημισμένες εκατόν πόλεις της Κρήτης; Όχι. Δε συγκρίνει και δεν επαινεί όπως ο Ντελλαπόρτας τη πατρίδα του στα Ερωτήματά του, (στ. 1205-06). Είναι απλώς μορφωμένος άνθρωπος. Το αρχαϊστικό όνομα της πόλης μπορεί να εξηγείται από τη χρήση του στους κύκλους των μορφωμένων (κωδικογράφων κι άλλων λογίων) που κατάγονταν από το Ρέθυμνο ή δρούσαν εκεί και χρησιμοποιούσαν στα γραπτά τους αυτή τη μορφή του ονόματος.
      Για τον εαυτό του περιορίζεται στην ένδειξη κυρ. Δε δηλώνει περήφανα πως είναι ευγενέστατος άρχων, όπως ο μισέρ ή ο κυρ-Μαρίνος ο Φαλιέρος. Σίγουρα δεν θα ανήκει στους βενετούς ευγενείς του νησιού. Είναι πολύ δύσκολο να εξακριβώσει κανείς αν αυτός ή η οικογένειά του ανήκουνε στους κρητικούς ευγενείς ή τους 2ης κατηγορίας ευγενείς του νησιού. Άλλα επώνυμα λογοτεχνικά έργα 15ου αι. που να δηλώνουνε και το όνομα του ποιητή δε σώζονται ή δε δίνουνε σίγουρα στοιχεία. Τα συμβολαιογραφικά έγγραφα του 15ου αι. τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούν αδιακρίτως για αστούς-πολίτες (cittadini) κι ευγενείς το ser. Το ίδιο το έργο, δεν παρέχει στοιχεία για τον ίδιο, πέραν του ότι τα ελληνικά του είναι θαυμάσια και χρησιμοποιεί με άνεση το 15σύλλαβο στίχο. Αυτά κι η σχέση του έργου του με τον Απόκοπο του Μπεργαδή, όποιας μορφής κι αν είναι (σχέση εξάρτησης ή αντίδρασης), μας οδηγεί στο να το χρονολογήσουμε περί το 15ο αι.
     Μια περίληψη πρώτα και μετά βλέπουμε τυχόν στοιχεία. Ένας μαύρος υποτίθεται πως τον πέταξε στον φάρυγγα ενός φοβερού δράκοντα. Φτάνοντας στο εσωτερικό του θηρίου, ανακαλύπτει ότι βρίσκεται στον Άδη. Μπρος στη πύλη κάθεται ένας τρικέφαλος όφις. Ο Χάρος καταφθάνει καβάλα πάνω στο άλογο και τον ρωτά γιατί ήρθε στον Άδη. Ο θνητός απαντά πως ήρθε για να δει και να γνωρίσει το θρόνο, τα μέγαρα, τις χώρες και τους δεσμώτες του Χάρου. Ο Χάρος τονε παίρνει λοιπόν μαζί του και τονε γυρίζει παντού στον Άδη. Το πνεύμα του ποιήματος, τελικά, που είναι αρκετά δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, επειδή ακριβώς όπως κι η άλλη κατάβαση στον Κάτω Κόσμο του Απόκοπου, δυστυχώς, έχει χάσει το τέλος του, είναι αρκετά απαισιόδοξο. Ως προς αυτό ταιριάζει πιότερο με τον πεσιμισμό των έργων του τέλους του 15ου αι.

      Ο Άδης του είναι ο νεοελληνικός, όπου όλοι οι νεκροί, καλοί και κακοί, βρίσκονται μαζί στην ίδια υποχθόνια ή ‘υποάδεια’ φυλακή του Χάρου. Ο Χάρος στο αρχικό ποίημα δεν είναι ο κυνηγός, όπως τον ερμήνευαν μέχρι τώρα οι μελετητές, αλλά ένας καβαλλάρης φονιάς με βαρύ οπλισμό. Δεν είναι όμως αυτεξούσιος. Την εξουσία του του την έδωσε ο Θεός, πους ορίζει τα πάντα. Είναι μια ιδέα που εκφράζεται συχνά απ’ εδώ και πέρα. Η συζήτηση για τη προέλευση του Χάρου καβαλάρη (Θραξ ιππότης, Ετρούσκικος Χάρουν ή δυτικός καβαλλάρης) δεν έχει καταλήξει ακόμα σε οριστικά συμπεράσματα. Ένα στοιχείο που δείχνει κάποια οικειότητα με τον αρχαιοελληνικό Άδη είναι ο 3κέφαλος φύλακας της εισόδου κι εξόδου από τον Άδη. Ο ποιητής δεν αναφέρει το όνομα του Κέρβερου και δεν τον παρουσιάζει ως σκύλο. Γι’ αυτόν είναι φίδι ή δράκος. Ο ρόλος του φύλακα όμως και το παρουσιαστικό του είναι αυτά του αρχαίου Κέρβερου. Το ότι αυτό το στοιχείο του δράκοντα φύλακα της πόρτας του Άδη δεν ήτανε ξένο προς τη λαϊκή παράδοση αποδεικνύεται κι απ’ το γεγονός ότι ακριβώς αυτή η περιγραφή ενσωματώθηκε στο κρητικό μοιρολόι που διασώζει στίχους του Πικατόρου και του Χορτάτση.
    Ο ποιητής επομένως είναι γέννημα-θρέμμα Ρεθύμνου, καλός γνώστης της ελληνικής γλώσσας του περιβάλλοντός του, του παραδοσιακού ελληνικού μέτρου και της σχετικά πρόσφατης ομοιοκαταληξίας. Ξέρει τις νεοελληνικές δοξασίες για το Χάρο και τον Κάτω Κόσμο. Προδίδει όμως με το στοιχείο του (ανώνυμου) Κέρβερου, που ‘χει μεταμορφωθεί σε φίδι-δράκο και κάποια οικειότητα με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Από την άλλη, η παρουσία δυτικών εικαστικών και λογοτεχνικών μοτίβων στο έργο του δείχνει την εξοικείωσή του με ορισμένες όψεις των καθολικών δοξασιών σχετικά με τη μεταθανάτια τύχη των ανθρώπων.
    Η ταύτιση του Πικατόρου, του ποιητή, με υπαρκτό πρόσωπο ήταν μέχρι πρόσφατα αδύνατη. Το ίδιο ίσχυε και για τον Μπεργαδή. Δε διαθέταμε αρχειακό υλικό για το Ρέθυμνο. Οι 1ες γραπτές μαρτυρίες για την οικογένεια Πικατόρου στο Ρέθυμνο χρονολογούνταν από το 1570 και μετά.10 Η οικογένεια τότε ανήκε στους κρητικούς ευγενείς. Πρόσφατα ο van Gemert εντόπισε στα Κρατικά Αρχεία της Βενετίας ένα μικρό φάκελο νοταριακών πράξεων του συμβολαιογράφου Zuane Longo, που στα χρόνια 1487-1490 είχε έδρα το Ρέθυμνο. Στις πράξεις αυτές εμφανίζονται ορισμένα μέλη της οικογένειας Πικατόρου (Picator / de Picatoribus, Peccator): ο κρητικός ευγενής Νικόλαος, μία φορά μαζί με τον πατέρα του Pantaleo, ο καθολικός επίσκοπος Μήλου Ιάκωβος και κάποιος ser Johannes.
      Αυτός ο Ioannes Picator / de Picatoribus απαντάται στο πρωτόκολλο του Longo από τις αρχές του 1487. Κινείται στους κύκλους των κρητικών κι άλλων ευγενών, μαζί με τους οποίους υπογράφει πράξεις ως μάρτυρας. Από το 1489 εμφανίζεται ως θετός γιος του τότε ήδη πρώην επισκόπου Μήλου. Οι πολύ λίγες πράξεις που σώζονται τον παρουσιάζουν ως πληρεξούσιο του θετού του πατέρα να εκτελεί αποστολές στο Χάνδακα και στα Χανιά. Η ανατροφή του στο ελληνικό περιβάλλον της Δυτικής Κρήτης, οι επαφές του με τους ντόπιους ευγενείς στο Ρέθυμνο και με τους αντιπροσώπους της ηγεσίας της καθολικής εκκλησίας στη Κρήτη και στη Μήλο, πρέπει να του χαρίσανε μόρφωση με διπλό προσανατολισμό, την Ανατολή και τη Δύση. Δε διαθέτουμε στοιχεία για να διαπιστώσουμε αν ο Ιάκωβος υιοθέτησε το παιδί πριν από τη χειροτονία του ως επισκόπου. Σύμφωνα με το (καθολικό) εκκλησιαστικό δίκαιο, η υιοθεσία μάλλον δεν επιτρέπεται σε (ανώτερο) κληρικό. Αυτός είναι ο κανόνας. Η πραγματικότητα του τέλους του 15ου αιώνα παρουσιάζει, ακόμα και στους ανώτερους κύκλους, πολλές αποκλίσεις. Ο πάπας Ιννοκέντιος Η’ (1484-1492) είχε ένα γιο και μία κόρη κι ο διάδοχός του, ο Αλέξανδρος ΣΤ’, είχε 4 παιδιά.
      Τα στοιχεία αυτά, πολύ πενιχρά, είναι δυστυχώς τα μόνα που διαθέτουμε κι είναι εξαιρετικά απίθανο να βρεθούνε ποτέ άλλα. Με βάση αυτά, ο van Gemert πιθανολογεί πως ο Ιωάννης θα γεννήθηκε γύρω στα 1465-1470, μες στη περίοδο της απαισιοδοξίας μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, την επέλαση των Οθωμανών και τις συνεχείς φυσικές καταστροφές. Γενικά το περιβάλλον αυτού του Ιωάννη Πικατόρου συμπίπτει σε αρκετά σημεία με τα στοιχεία που διαθέτουμε για τον ποιητή: ονοματεπώνυμο, μόρφωση, γνωριμίες κι έξω από το χώρο του Ρεθύμνου. Παράλληλα με τον Πικατόρο, ο van Gemert μεταθέτει και τον Μπεργαδή προς το 2ο μισό του 15ου αι. και προτείνει να ταυτιστεί με κάποιον Petrus Bergadhin, έναν 2ης γενιάς βενετοκρητικό ευγενή, κάτοικο Χάνδακα και μικρό φεουδάρχη, που έχει εξελληνίσει το επώνυμό του ήδη από Bragadin(o)/Bregadin(o) σε Bergadhin/Μπεργαδής. Είναι ο μόνος Bergadhin που μαρτυρείται τον 15ο αι. στο Χάνδακα και στο Ρέθυμνο. Ο κλάδος του Ρεθύμνου διατηρούσε το βενετικό τύπο του επώνυμου Bragadin(o). Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε γι’ αυτόν χρονολογούνται από το 1463 μέχρι και το 1495. Το 1502 έχει πια πεθάνει. Πρέπει να ήτανε περίπου 20 χρόνια μεγαλύτερος από τον Ιωάννη Πικατόρο που βρίσκεται στα πρωτόκολλα του Zuane Longo. Παρόλο που ούτε η μια ταύτιση ούτε η άλλη είναι σίγουρη, τείνουμε κι εμείς να τη θεωρήσουμε πιθανή. Έστω με κάποιαν επιφύλαξη δεχόμαστε τη χρονολόγηση και των 2 έργων στο 2ο μισό του 15ου αι., τον Απόκοπο αρχαιότερο και τη Ρίμα Θρηνητική νεώτερο. Ο Vejleskov θεωρεί και τις 2 υποθέσεις πολύ αδύνατες και τις απορρίπτει. Φαίνεται πως παραμερίζει εύκολα το επιχείρημα για τη μέχρι τότε άγνωστη μορφή του επιθέτου Μπεργαδής.
     Ας επιστρέψουμε λιγάκι στο έργο. Παρατηρούμε 2 πράγματα: πρώτον δεν προσφωνεί πουθενά το κοινό του, όπως άλλοι σύγχρονοί του και δεύτερον, ο Χάρος δε ζητά από τον άνθρωπο επισκέπτη να μεταδώσει τις εμπειρίες και παρατηρήσεις του στους (αμαρτωλούς) Χριστιανούς, όπως επίσης σε άλλα σύγχρονα έργα, πχ. στο ανώνυμο ποίημα, τη Παλαιά και Νέα Διαθήκη. Ο επισκέπτης ο ίδιος δικαιολογεί την επίσκεψή του, πιεσμένος από τη ξαφνική συνάντηση με τον Χάρο, με τη προσωπική επιθυμία να δει το βασίλειό του. Το κοινό που είχε υπόψη του ο Πικατόρος πρέπει να ήταν ελληνόφωνο ή τουλάχιστον και ελληνόφωνο, εξοικειωμένο με τις (νεο)ελληνικές δοξασίες για τον Άδη και το Χάρο. Το γεγονός ότι ο ποιητής, εκτός απ’ αυτά, δεν αναφέρει ούτε το όνομα του φύλακα-φιδιού πρέπει να σημαίνει πως το κοινό του μάλλον δεν είχε κλασσική μόρφωση. Για τον επισκέπτη δεν είναι αυτονόητο ότι όλοι οι θνητοί περνούν από την ίδια γέφυρα καταλήγοντας στην ίδια φυλακή, όπου κοιμούνται τον ύπνο της λησμονιάς χωρίς να θυμούνται κανένα και χωρίς άλλοι να τους θυμίζουνε την αμαρτωλή τους ζωή. Πρέπει να υποθέσουμε λοιπόν πως το κοινό του δεν ήταν ορθόδοξο. Ο ορθόδοξος δε θα παραξενευόταν από τον Άδη, τον κοινό για όλους.
      Για καθολικούς κι ουνίτες η απόρριψη του καθαρτηρίου πυρός (κι έμμεσα και της υπαρκτής Κόλασης και του ουράνιου Παραδείσου) πρέπει να ‘ταν μεγάλη έκπληξη, ιδίως μετά τη Σύνοδο της Φερράρα-Φλωρεντίας και τις οξύτατες διαμάχες που ακολουθήσανε. Το 1ο θέμα που τέθηκε εκεί, θέμα που δίχαζε ακόμα και τους ορθόδοξους μεταξύ τους, ήταν αυτό του Καθαρτηρίου.
      Ο Πικατόρος δεν υπαινίσσεται ούτε τη καθολική άποψη του καθαρτηρίου πυρός, ούτε τη συμβιβαστική λύση κάποιας ενδιάμεσης καθαρτικής φάσης, που έγινε τελικά δεκτή. Η παράσταση που δίνει είναι τελείως ανεξάρτητη από τις θεολογικο-φιλοσοφικές συζητήσεις για την ύπαρξη ή μη του Καθαρτηρίου. Ο Ιωάννης Πικατόρος, αν ο ποιητής είναι πράγματι ο θετός γιος του ρωμαιοκαθολικού επισκόπου Μήλου, μπορεί να κινούνταν στους κύκλους των βενετών και κρητικών ευγενών, η εικόνα που παρουσιάζει ωστόσο είναι αυτή της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, εμπλουτισμένη με ορισμένα (φρικιαστικά) δυτικά στοιχεία. Τη προέλευση και τη σημασία τους πρέπει να τις καταλάβαινε, τόσον ο ίδιος όσο και το κοινό του, πολύ καλά. Το ίδιο ισχύει εν μέρει και για τον Μπεργαδή. Κι αυτός αποφεύγει να υπαινιχθεί τις αποφάσεις της Συνόδου της ένωσης. Κι αυτός παρουσιάζει μια μορφή του ενιαίου ελληνικού Άδη, αν και πολύ αφαιρετικά. Οι δικοί του νεκροί δεν κοιμούνται και δε  ξεχνούν. Αυτό που θυμούνται όμως δεν είναι οι αμαρτίες τους, αλλά οι χαρές της ζωής. Κι αυτή είναι μια από τις διαφορές του κοινής περίπου έμπνευσης κι αφετηρίας έργου των.
______________________________

                Ρίμα Θρηνητική Εις Τον Πικρόν Κι Ακόρεστον Άδην

ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΙΚΡΟΝ ΚΑΙ ΑΚΟΡΕΣΤΟΝ ΑΔΗΝ
ΠΟΙΗΜΑ ΚΥΡ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΙΚΑΤΟΡΟΥ
ΕΚ ΠΟΛΕΩΣ ΡΗΘΥΜΝΗΣ

Ὡς πρικαμένος μὲ χολήν, διατὶ πολλὰ ἐγρύπνου’,              1
ἤθεκα ν᾿ ἀποκοιμηθῶ, νὰ πάρω ἀέραν ὕπνου.                   2
Ἐφάνιστή μου κείτοντα εἰς ὑπνοφαντασιά μου                 3
-ἐπόνειν τὸ κεφάλι μου κι ἔκλαιγεν ἡ καρδιά μου-,           4
ἐφάνιστή μου νὰ περνῶ σ᾿ ἕνα λεφτὸ λαγκάδι                   5
καὶ μέσα ἔγεμε θεριά, ἀμέτρητο κουράδι.
Μέσα στὸ μέσον τῶν θεριῶν δράκον μεγάλον εἶδα
καὶ μέσα ἀπὸ τὸ στόμα του φαρμάκιν ἐξεπήδα
καὶ μέσα ἀπὸ τὸ κοῦφος του λόγχες φωτιᾶς ἐβγαῖναν,
σπίθες ὁμάδι μὲ καπνὸν κι ἔρχονταν πρὸς ἐμέναν.           10
Κι ὁ δράκος τοῦτος ἔστεκε, ὡς λέοντας ἐμουγκᾶτον
καὶ φαίνεταί μου τάχατες κι ἐμέναν ἀπονᾶτον.
Κι ἐγὼ πολλὰ ἐφοβήθηκα κι ἀρχίζω νὰ τρομάσσω,
μήπως ἀπὸ τὸ στόμα του μὲ θάνατον περάσω.
Καὶ πάραυτα μετὰ σπουδῆς ὀμπρὸς ὀπίσω ἐστράφη·       15
μέσα στὸ λεφτολάγκαδον ἐπήδα σὰν τὸ λάφι.
Κι ἐγὼ ὅσο ἠμπόρουν ἔφευγα ἐκ τὸ θεριὸν ἐκεῖνο,
ὀγιὰ νὰ φύγω νὰ κρυφθῶ ἐκ τὸ κακὸν ἐκεῖνο.
Κι ἀπ᾿ αὖτο ν᾿ ἀπολυτρωθῶ, νὰ φύγω δὲν ἠμπόρουν
κι ἐκεῖνο τὸ κακὸ θεριὸ φάγει με θέλει, ἐθώρουν:           20
ἦτον τὸ μάτι του σ᾿ ἐμέν, ἀρχίζει νὰ τὸ στένη
κι ἐκίνησε νὰ πηλαλῆ, ἀπάνω μου νὰ βγαίνη.
Κι ἐσκόπησά το πάραυτα τὸ πὼς ἐχθρὸν τὸν ἔχω
κι εἶπα: «Πριχοῦ ἔρθη ἀπάνω μου, ἂς πηλαλῶ, νὰ τρέχω».

Λοιπὸν ὁ νοῦς μου ἐγέμισε στὸ φύγει νὰ κινήσω·            25
καὶ τὸ κινήσει, πάραυτα κι ὁ δράκος ἐξοπίσω!
Καὶ μὲ θυμὸν μ᾿ ἐζύγωνε κι ἐδῶ κι ἐκεῖ μὲ πάγει
κι ὡσὰν ἐχθρὸς ἐβούλετον νὰ σώση νὰ μὲ φάγη.
Κι ἐγὼ φοβώντας δυνατὰ νὰ μὴ μὲ καταφθάση,
ὅσον ἠμπόρουν ἔφευγα κι ἔτρεχα, μὴ μὲ πιάση.              30
Καὶ πηαίνοντας μοῦ ἐφάνηκε νὰ δῶ νερό, λιμνιώνα,
καὶ ποταμὸν ἀπέρατον καὶ δάσος καλαμιώνα,
κι ἔτρεχεν αἷμα καὶ νερό, θολὸν καὶ βουρκωμένον,
καὶ μέσα ἐτρέχασιν θεριά, κεφάλια ᾿ποθαμένων.
Καὶ ἐκ τὸν φόβο τοῦ θεριοῦ στὸν ποταμὸν ἐμπῆκα         35
καὶ μὲ μεγάλο κίντυνο ἀντίπερά του ἐβγῆκα. /
Καὶ τὸ περάσει καὶ σταθῆ στὸν ποταμὸν ἐκεῖθες,
φωνὴ μὀφάνη κι ἤκουσα: «Ἄθλιε, πόθεν ἦλθες,
ὁπὄν᾿ τὸ σπίτι τοῦ θεριοῦ, ἡ κατοικιὰ τοῦ δράκου
καὶ τὄμπα κι ἔβγα τῆς αὐλῆς τοῦ Χάρου τοῦ κοράκου;» 40
Καὶ στένομαι ν᾿ ἀφικραστῶ τίς ἦτον ὁπὀμίλει
κι εἶδα τὸν δράκο κι ἔστεκε στοῦ ποταμοῦ τ᾿ ἀχείλι
καὶ μπαίνει μέσα στὸ νερὸ κι ἔρχετον ὅθεν ἤμουν
κι ἔπασχεν, ὡς μοῦ φαίνεται, νὰ πάρη τὴν δοχή μου.
Λοιπὸν τὸ δεῖν το, πάραυτα τὸν δρόμο πάλι ἐπῆρα.         45

Καὶ τόσα ὁποὺ ᾿κουράστηκα, ὄψια τῆς γῆς καθίζω·
τὰ γόνατά μου ἐτρέμασι ᾿κ τὴν στράτα τὴν γυρίζω.
Κι ὁ ἵδρωτάς μου ἐκίνησε, τὰ γόνατά μου ἐτρέμαν
κι ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισα τὸ ποῦ νὰ κάμω στέμα
καὶ νά ᾿βρω τόπο νὰ βολῆ νὰ πᾶ ν᾿ ἀποκουμπήσω           50
κι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θεριοῦ νὰ φύγω νὰ γλυτώσω.
Κι ἐφάνιστή μου τάχατες νὰ δῶ ᾿να μέγα σπήλιο
εἰς ἕνα σκίσμα φαραγγιοῦ, μαῦρο καὶ δίχως ἥλιο.
Κι ὁ νοῦς μου τὸ ἐγέμωσε νὰ φύγω ἀπὸ τὸν κάμπο,
νὰ πηλαλήσω δυνατὰ στὸ σπήλιο μέσα νά ᾿μπω.              55
Λοιπὸν στὸ σπήλιον ἔδραμα, στὸν σκοτεινὸ τὸν τόπο,
δρομαχισμένος δυνατὰ καὶ μὲ μεγάλο κόπο.
Καὶ τό ᾿μπει μέσα καὶ σταθῆ, εἶδα ἕναν μαυροφόρο
καὶ θὲ νὰ στρέψω, πάραυτα κι ὁ δράκος ἔν᾿ στὸν πόρο!
Κι εὐθύς τὸ στόμα του ἄνοιξε, μαῦρον καπνὸν ἐβγάνει    60
κι ὁ μαυροφόρος μ᾿ ἅρπαξε, στὸ στόμα του μὲ βάνει.
Κι ἐφάνη μου, ἐγκρεμνίστηκα στῆς μαύρης γῆς τὸν πάτο
κι ἐβούλησα κι ἐδιάβηκα στὸν Ἅδην ἀποκάτω.
Κι ηὗρα τὲς πόρτες σφαλιστὲς καὶ τὰ κλειδιὰ παρμένα
καὶ μετὰ μαῦρα φλάμπουρα ἀπέξω τεντωμένα.                 65
Κι εἶδα τὸν Χάρο κι ἔμπαινε κι ἔβγαινε θυμωμένος,
σὰν μακελάρης καὶ φονιὰς τὰ χέρια ματωμένος,
μαῦρον ἐκαβαλίκευε, ἐβάστα καὶ κοντάρι
κι ἐκράτειεν εἰς τὴν χέραν του σαγίτα καὶ δοξάρι·
κι εἶχε θωριὰν ἀγριόθωρη, μαύρη κι ἀλλοτριωμένη          70
κι ἡ φορεσιά του χάλκινη καὶ καταματωμένη.

Τὸ δεῖν τον, ἐφοβήθηκα κι εἶπα: «Ἂς διαγείρω πίσω
κι ἂς κάμω τρόπο κι ὀρδινιὰ τὴν στράτα νὰ γυρίσω.
Τίς ξεύρει πῶς νὰ τοῦ φανῆ, μήπως διὰ μὲν μανίση
καὶ μὲ θυμὸν καὶ χόλητα ἀπάνω μου κινήση                      75
καὶ πῆ μου: “Τί ᾿θελες ἐδῶ;” Τί ἀπόκριση νὰ δώσω
καὶ ἴντα πρόφαση νὰ βρῶ τὸν Χάρο νὰ μερώσω;»
Λοιπὸν δι᾿ αὐτὴν τὴν ἀφορμὴν ἐσπούδασα νὰ στρέψω
κι ὀμπρὸς ὀπίσω νὰ στραφῶ, νὰ πάγω νὰ μισέψω.
Εἰσμιὸν στὴν πόρταν ἔραξα / κι ηὗρα την σφαλισμένη,     80
περατωμένη δυνατὰ καὶ κατακλειδωμένη.
Κι ὀμπρὸς στὴν πόρταν ἤτονε, εἰς τὸ μπασεβγασίδι,
ὄφης τρικεφαλόστομος δεμένος μ᾿ ἁλυσίδι·
κι ὡσὰν πορτάρης ἔβλεπε πόρτα κι αὐλὲς ὁμάδι,
μήπως καὶ λάθη τον τινὰς κι ἔβγη ἔξω ἀπὸ τὸν Ἅδη.          85
Καὶ τὸ στραφῆν καὶ τὸ νὰ ἰδῆ, ἐταύρισε τὸ φίδι
καὶ σὰν τὸν σκύλον ἔσυρε νὰ κόψη τ᾿ ἁλυσίδι
κι ἔδρασσε νά ᾿ρθη ἀπάνω μου, νὰ φθάση νὰ μὲ πνίξη,
ὡσὰν θερίο πού ᾿τονε ὡς γιὰ νὰ μὲ ξεσκίση.
Τό ᾿να του στόμαν ἔβγανε φωτιά, καπνὸ κι ἀπύρι,              90
τ᾿ ἄλλο φαρμάκιν ἔγεμε τῆς πόρτας τὸ προθύρι
καὶ τ᾿ ἄλλον αἷμαν ἔρρεγε κι ἀκνίδα μὲ τὸν βρόμο.
Ἔποικεν ὄχλητα πολλὴ καὶ σύγχυση καὶ τρόμο
κι ὁ Ἅδης ἐταράχθηκε κι οἱ πόρτες ἐσαβάξαν
κι ἀπὸ τὸν φόβον τὸν πολὺν τὰ μέλη μου ἐτρομάξαν.          95

Κι ἀκούει ὁ Χάρος τὴν ὄχλησιν ὁπού ᾿χεν ὁ πορτάρης
κι ἦρθε στὴν πόρτα τρέχοντας στὸν μαῦρο καβαλάρης.
Κι ἀπομακριὰς ἐφώναξε: «Ποιὸς ἐκ τὸν Ἅδη βγαίνει;»
καὶ «Ποιὸς στοῦ Χάρου τὴν αὐλὴν ἀποτρομᾶ καὶ μπαίνει;»
Καὶ τάχα τότες ἔσωσε κι ἐσυναπάντησέ μου·                      100
λέγει μου: «Τί ᾿θελες ἐδῶ στὸν Ἅδην, ἀδελφέ μου;
Καὶ ποιὸς ἐδῶ σ᾿ ἐκάλεσε ᾿γούμενον ἢ κελάρη
κι ἴντα δουλειὰ στὸ σπίτι μου ἤθελες, παλικάρι;
Ἔχεις ἐγνώραν ἐδεπά, φίλον σου συντοπίτη,
ἢ συγγενὴ καὶ γείτονα στοῦ Χάροντος τὸ σπίτι; 105
Ποιὸς δρόμος σ᾿ ἔφερεν ἐδῶ, ποιὰ στράτα, παλικάρι,
κι ἦρθες στὸν Ἅδην ἄβουλα δίχωστα τοῦ πορτάρη;
Ποιά ᾿ν᾿ ἡ ὁδός σου; Πόθεν πᾶς; Τί θέλεις; Τί γυρεύεις;
Βλέπω τὸν δρόμον ἔσφαλες! Καὶ πόθεν ταξιδεύεις;
Στὸν Ἅδην ἐταξίδεψες κι ὁ Χάρος ἔπιασέ σε                       110
κι ὁ δράκος ποὺ σ᾿ ἐζύγωνε, βλέπω, ἐκυνήγησέ σε.
Εἰς ἄβυσσον ἐξέπεσες, στὸν Ἅδην ἐκατέβης.
Ἔχεις ἐλπίδα – λέγει μου – στὸν κόσμο πλέον ν᾿ ἀνέβης;»
Καὶ τάχα τότ᾿ ἐστράφηκα κι ὀμπρός του γονατίζω
καὶ μὲ τὸν φόβον τὸν πολὺν νὰ τοῦ συντύχω ἀρχίζω.
Κι ἐσύντυχά του ἀφεντικά, λέγω του: «Ἂν ἔν᾿ κι ὁρίζεις,
τί ᾿τον ὁ δρόμος μου ἐδεπά, ἄκουσε, νὰ γνωρίζης.
Ἦλθα νὰ δῶ τὸν τόπο σου, νὰ δῶ τὴν ἐπαρχιά σου,
νὰ ἰδῶ ποῦ στέκει τὸ θρονί, Χάρο, τῆς βασιλειᾶς σου,
νὰ δῶ τὰ κάστρη τὰ κρατεῖς, τὲς χῶρες τὲς κουρσεύεις,       120
τὴν ἀφεντιὰ τὴν ἔλαβες πῶς τὴν καθοδηγεύεις,
κι αὐτοὺς τοὺς παίρνεις ἐκ τὴν γῆν καὶ ρίκτεις καὶ σκοτώνεις,
τοὺς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντες πῶς τοὺς περιμαζώνεις
εἰς ἴντα τόπο καταντοῦν, ᾿ς ποιὰ φυλακὴ τοὺς βάνεις
καὶ δὲν θυμοῦνται νὰ στραφοῦν καὶ στὴν ὁδὸ νὰ μποῦσιν
τοὺς φίλους, τὴν ἐγνώραν τους πάλι νὰ ᾿ρθοῦν νὰ δοῦσιν.

Φιλοτιμᾶς τους τάχατες, σὲ κοῦρτες τούσε βάνεις
κι εἰς γάμους καὶ ξεφάντωσες κι εἰς λυγερὲς τοὺς βγάνεις;
Ἄλλες στολὲς καὶ φορεσιὲς εὑρήκασιν κι ἐβάλαν
κι ἀπὸ τὸν νοῦν τους πάντοτε τοὺς φίλους τους ἐβγάλαν;     130
Ἐλησμονῆσαν τάχατες; Θυμοῦνται νὰ διαγείρουν
ἢ φλακισμένους τοὺς κρατεῖς καὶ βλέπεις τους τριγύρου;»
Λέει μου: «Ἂν ἦλθες γιὰ νὰ δῆς τοῦ Χάροντος τὰ κάστρη,
δεῖ θέλεις χῶρες σκοτεινές, ποὺ δὲν τοὺς φέγγουν τ᾿ ἄστρη,
καὶ τόπους ἀνεγνώριστους, χωρὶς αὐλὲς καὶ στράτες,
καὶ μονοπάτια ἀπέρατα, ποὺ δὲν περνοῦν διαβάτες.
καὶ πόρτες πάντα σφαλιστὲς καὶ σφικτοκλειδωμένες.
Καὶ ξεῦρε ὅσοι ἔρθουν ἐδεπὰ τοῦ κόσμου δὲν θυμοῦνται,
εἰς ἕναν τόπο κείτονται κι ἀγνώριστοι κοιμοῦνται.
Χαρὲς ἐδῶ δὲν γίνονται, στολὲς οὐδὲν θυμοῦνται,                140
μᾶλλον τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦν λύουν καὶ καταλυοῦνται.
Καὶ ταπεινὰ πορεύονται κι ἀλάλητα δοικοῦνται
κι ἀλλήλως των οἱ ταπεινοὶ δείχνουν καὶ δὲν λυποῦνται.
Γνώριμοι δὲν γνωρίζονται καὶ φίλοι οὐδὲν θυμοῦνται,
οὐδὲ γειτόνοι κι ἐδικοὶ ποιοὶ εἶν᾿ ἀναρωτοῦνται.
Οὐδὲ κοράσια μὲ τοὺς νέους ἀφήνω ν᾿ ἀγαποῦνται
καὶ νὰ περιλαμβάνουνται, ἀλλήλως νὰ φιλοῦνται.
Καὶ χρόνοι ἐδῶ δὲν περπατοῦν, μῆνες οὐδὲν θυμοῦνται,
οὐδὲ στοῦ Χάρου τὴν αὐλὴν ὧρες οὐδὲν μετροῦνται.

Τὸν οὐρανὸν δὲν βλέπουσιν μὲ τ᾿ ἄστρη νὰ φωτίση,
οὐδὲ τὸν ἥλιον ὅταν πᾶ, λέγω, νὰ βασιλεύση,                       150
ἀμ᾿ εἶναι πάντα σκοτεινοί, μαῦροι καὶ ἀλλοτριωμένοι
καὶ μὲ τὴν θλίψη κάθονται ὅλοι πολλὰ θλιμμένοι.
Ταξίδια ἐδῶ δὲν γίνονται νὰ δέχουνται τινάδες,
οὐδὲ καράβια μπαίνουσιν μὲ τοὺς πραγματευτάδες.
Καὶ τάχα κάτεργα ἐδεπὰ πιστεύεις νὰ γυρίζουν
κι οἱ ναῦτες τους νὰ τραγουδοῦν καὶ νὰ χαροκοπίζουν;
Ἢ νά ᾿βρης χῶρες νά ᾿χουσιν ἀφεντικὰ παλάτια
ἢ κάστρη πυργογύριστα μ᾿ αὐλὲς καὶ μονοπάτια,
ἢ φόρους μὲ τὲς ἔπαρσες καὶ μὲ πραγματευτάδες,                160
νὰ πραγματεύωνται ἄρχοντες, νὰ βάνουν πωλητάδες;
Ἐδῶ ᾿ς θρονιὰ δὲν κάθουνται νὰ κρίνουσιν κριτάδες,
οὐδὲ ραβδιὰ βασιλικὰ κρατοῦσιν οἱ ρηγάδες.

Ἀφέντες δὲν γνωρίζονται ἀπὸ τοὺς δουλευτάδες,
οἱ σκλάβες καὶ ὑποχεριὲς μέσα ἀπὸ τὲς κυράδες.
Πολέμοι ἐδῶ δὲν γίνονται, στρατιὲς οὐδὲν στρατεύουν,
οὐδὲ φουσάτα κάμνουσιν, οὐδὲ ἄρματα γυρεύουν.
Κι ἂν ἔν᾿ καὶ θέλεις καὶ ποθεῖς, φίλε, νὰ δῆς τὸν Ἅδη,
θέλω σὲ πάρει, ἅμα θές, τώρα μ᾿ ἐμὲν ὁμάδι,
νὰ δῆς, νὰ μάθης τὰ κρατῶ καὶ τά ᾿χω μετὰ μένα                 170
καὶ τὰ κορμιὰ τὰ τίμια ποῦ τά ᾿χω ᾿ποθεμένα».
Λέγω του: «Ἂν θέλεις τὸ λοιπόν, ἅμαν ὁρίζεις νά ᾿λθω,
στὸν ὁρισμό σου νά ᾿λθω ᾿δά, νὰ δῶ κι ἐγὼ νὰ μάθω.
Μὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ: νὰ μὴ μὲ ἀναχωρίσης
καὶ ᾿ς τόπον ἀγριογνώριμον μόνον μηδὲν μ᾿ ἀφήσης».
Λοιπόν, καθὼς μοῦ ᾿φάνηκε, εἶπε μου τόπο νά ᾿βρω
νὰ καβαλκεύσω πίσω του ξεκάπουλα στὸν μαῦρο,
καὶ διὰ νὰ μὴν τὸν φοβηθῶ ἔχωνε τ᾿ ἄρματά του.
Λοιπὸν μὲ θάρρος, ἄφοβα ἐσίμωσα κοντά του
κι ὀμπρὸς ὀπίσω ἐγύρισε κι ἔκλινε τὸ κοντάρι                     180
κι ἀπόσκυψε κι ἐπῆρε με στὸν μαῦρο καβαλάρη.

Ἀπείτις ᾿καβαλκεύσαμε, λέει μου: «Σφικτὰ μὲ κράτει»,
κι ἐκέντησε τὸν μαῦρο του κι ἄρχισε κι ἐπερπάτει.
Λοιπὸν ἐτότες πάραυτα ἐπιάσαμε τὸν δρόμο
κι ἐπερπατοῦμαν σκοτεινά, στὸν φόβο καὶ στὸν τρόμο.
Κι ὀμπρὸς κι ὀπίσω ἐγύριζα καὶ πάντα σκότος ᾿θώρουν
καὶ τίποτες ὀγιὰ νὰ ἰδῶ ἄλλον οὐδὲν ἠμπόρουν.
Κι ἀπείτις ὥρα ἐδιάβηκε, ἀκούω νερὰ ἐβροντοῦσαν
καὶ τάχα κάτω ἐτρέχασιν κι εἰς τ᾿ ἄβυσσα ἐκτυποῦσαν.
Λέγω του: «Χάρο, τί ἔν᾿ αὐτὸ ὁποὺ βροντοκτυπάει              190
καὶ τί ἔν᾿ τ᾿ ἀκούγω κι ἔρχεται καὶ πόθεν κατεβαίνει;»
Ἀπιλογήθη κι εἶπε μου: «Ποτάμι ἔν᾿ καὶ τρέχει,
τὸ ποιὸ ποτάμι οὐδὲ εἷς ἀξιώθη νὰ κατέχη.
Τὸ βάθος του ἔναι ἀμέτρητο, τὸ πλάτος του ἔναι μέγα
κι ὅλες οἱ βρύσες τρέχουσιν στὴν ἐδικήν του φλέγα.
Καὶ τὰ θηριὰ τριγύρου του φόβος καὶ μιὰ τρομάρα
καὶ δράκοντες κι ἐβγαίνουσιν στὸ χεῖλος μιὰ τρομάρα.
Καὶ βλέπε, ἀπεὶν σιμώσωμε, μὴ φοβηθῆς τὸ βύθος
καὶ τοῦ νεροῦ τὸν βροντισμὸν καὶ τῶν θεριῶν τὸ πλῆθος».
Καὶ τάχα τότες ᾿σώσαμεν εἰς τοῦ νεροῦ τὸν τόπο                  200
κι ὅλα τὰ μοῦ ᾿πεν εἶδα τα κι ἦσαν εἰς ὅμοιον τρόπο.
Κι ἀνάμεσα τοῦ ποταμοῦ ἤτονε μιὰ καμάρα
ψηλή, στενὴ κι ἀπέρατη, φόβος καὶ μιὰ τρομάρα.

Λέει μου: «Αὐτὴν τὴν γέφυρα μέλλεται νὰ διαβοῦμε
καὶ μὲ μεγάλο κίντυνο κάτεχε νὰ περνοῦμε».
Καὶ τάχα ἀπάνω ἀνέβημαν κι ἀγάλια ἐπερπατοῦμαν
κι ἀντήρητα ἐδιαβαίναμε κι ἀκόπιαστα ἐπερνοῦμαν.
Κι ἀπείτις ἐκατέβημαν ἐκ τὴν καμάρα κάτω,
ἤρχισε πάλι πρὸς ἐμὲν ὁ Χάρος κι ἐδηγᾶτον.
Λέγει μου: «Τίς ἀξιώθηκε νὰ μπῆ στὸν Ἅδη μέσα,
νὰ μὴν εἰποῦν κι ἀπόθανε καὶ τὰ μαλλιά του ἐπέσαν;
Καὶ τίς αὐτὴν τὴν γέφυραν ἐπέρασε κι ἐμπῆκε
καὶ πάλι τὴν ἐστράφηκε κι ἐγύρισε κι ἐβγῆκε;»
Λέγει μου: «Ἤξευρε κι αὐτοῦ περνοῦν οἱ μισεμένοι,
οἱ ποιοὶ ἐκ τὸν κόσμο λείπουσιν κι ἐδῶ εἶναι πλακωμένοι.
Κι αὐτὴν τὴν στράτα γδέχουνται νὰ κάμουν ὁποὺ ζοῦσιν
κι ὁμάδι μὲ τὸν Χάροντα ὅλοι ἀπ᾿ ἐδῶ περνοῦσιν.
Λοιπὸν νὰ φύγη ποιὸς μπορεῖ ᾿κ τὸν ποταμὸν ὁπού ᾿δες;
Διαταῦτος φρόνιμα σκοπεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐτοῦτο:
Δι᾿ αὐτὸν ὁ κόσμος, τ᾿ ἀγαθὰ κι οἱ ἔπαρσες λιγαίνουν            220
κι ὡσὰν λουλούδι ψύγουνται καὶ ὡς ἀθὸς διαβαίνουν.
Κι ἂν ἔζησεν ὁ ἄνθρωπος, χίλιων χρονῶν νὰ ᾿γίνη,
ὡσὰν ἐψὲς τοῦ ᾿φάνησαν κι ἦσαν οἱ χρόνοι ἐκεῖνοι.
Καὶ λέγει μέσα του ὁ ἐλεεινός: “Τὸν βιόν μου ποῦ ν᾿ ἀφήσω;”
κι ὥστε νὰ νιώση ἐδιάβηκε κι ὅλα τ᾿ ἀφήνει ὀπίσω.

Ωσὰν κερὶν ἐφάνισε κι ὡς χόρτος ἐμαράνθη
κι ὡσὰν ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς ἐπαραπάρθη.
Κι ὁμοιάζει τοῦ πραγματευτῆ ὁποὺ δοικᾶ στὸ φόρος,
ὁποὺ ἀγοράζει καὶ πουλεῖ τῆς πραγματειᾶς τὸ δῶρος.
Διατὶ κι ὁ κόσμος φόρος ἔν᾿ κι ἡμεῖς πραγματευτάδες
κι ὁποὺ ἀγοράση ἀγόρασε τοῦ κόσμου τὲς πραγμάτειες.
Λοιπὸν ὁποὺ πραγματευτῆ τὲς πραγματειὲς ἐκεῖνες,
χαρὰ στὸν ὁποὺ ἀγόρασε μισθοὺς κι ἐλεημο / σύνες.
Χαρὰ λοιπὸν στὸν ἄνθρωπον ὁποὺ στὸ σπίτι τού ᾿σαν
ξένα, πτωχὰ κι ἀμάλωτα κι ἀπὸ τὸν βιόν του ἐζοῦσαν.
Διατὶ ὁ ᾿λεεινὸς ὁ ἄνθρωπος μόνον αὐτὸ εὑρίσκει
κι αὐτὸ κερδαίνει καὶ βαστᾶ δι᾿ ἀκριβὸ κανίσκι.
Κι αὐτὸν ὁ Χάρος δὲν ἁρπᾶ, ὁ Χάροντας τιμᾶ τον
καὶ μὲ φωτιὰ τὴν γέφυραν ἀντίπερα περνᾶ τον.
Λοιπὸν εἰς τέτοιες πραγματειὲς τὸ βιοτικό του ἂς βάνη            240
καὶ μὴ φοβᾶται θάνατον, καλὰ κι ἂν ἀποθάνη».
Λέγει μου πάλι δεύτερον: «Τὰ σοῦ ᾿πα ἐγροίκησές μου
καὶ τάχατες τὰ λόγια μου, φίλε, ἀφικράστηκές μου;»
Λέγω του: «Τά ᾿πες ἤκουσα καὶ λόγος δὲν χωρίζει,
καὶ λάθος δὲν εὑρίσκεται, ἀμ᾿ ἔναι σὰν τ᾿ ὁρίζεις.
Μιὰ τώρα χάρη σοῦ ζητῶ, Χάρο, καὶ κάμε μού την:
δεῖξε μου αὐτοὺς ὁποὺ περνοῦν τὴν γέφυραν ἐτούτην».

Λέγει μου: «Ἔλα τὸ λοιπόν, μετὰ χαρᾶς νὰ πᾶμε»,
κι ἀπὸ τὴν βιὰν ὁ μαῦρος του οὐδὲν ἐπήδα χάμαι.
Καὶ τάχατε, ὡς μοῦ ᾿φάνηκε – λέγω σου ὅσον εἶδα –
απὸ τὸν δρόμον τὸν πολύν, μαῦρα λαγκάδια ἐπήδα.
Κι ἀπότις ἐπεράσαμεν ἀμέτρητο κομμάτι,
τότες τὸν δρόμον ἔπαυσε καὶ σιγανὰ ἐπερπάτει.
Καὶ τάχα ἐκεῖ ἐστάθημαν κι ἀκούγω κλάημα μέγαν
μὲ βροῦχος καὶ μὲ θρηνισμὸν κι “ὀγόι σ᾿ ἐμὲν” ἐλέγαν.
Σὰ νά ᾿χεν εἶσται τάχατες ξόδι βαρὺν ἐκλαῖγαν.
Λέγω του: «Τί ἔναι, Χάροντα, ὁ ἀλαλαγμὸς ἐκεῖνος,
καὶ ποίους ἔσφαξαν ἐδῶ καὶ βγαίνει τέτοιο θρῆνος;»
Λέει μου: «Αὐτὸς ὁ θρηνισμὸς ἐβγαίνει ἐκ τὸ φουσάτο
τ᾿ ἀρίφνητο κι ἐξάκουστο ἀπὄναι ἐδῶ ἀποκάτω·                       260
κι ἐπὰ κοντά ᾿χω τὴν φλακὴ πὄν᾿ τῶν νεκρῶν τὸ πλῆθος,
ὁποὺ σκεπάζει ἡ πόρτα της μὲ μαυρισμένο λίθος.
Λοιπὸν u954 κατέβα, πέζευσε νὰ μπῆς νὰ δῆς τὸ θρῆνος».
Καὶ τὸ πεζεύσει, πάραυτα ἐπέζευσε κι ἐκεῖνος.
Κι ὀμπρὸς ἐκεῖ ἐστάθημαν κι ἦτον δεντρὸ μεγάλο
καὶ ἔδεσε τὸν μαῦρο του νὰ μὴν σαλεύση ζάλο.
Κι ὡσὰν παρέκει τοῦ δεντροῦ εἶδα θεριὸν ἀσπίδα
κι ἦτον εἰς πλάκαν κέρκελος, δεμένος μ᾿ ἁλυσίδα.
Καὶ τάχα ἐκεῖ ἐσιμώσαμε καὶ μπήγει τὸ κοντάρι
καὶ τὸ κιρκέλιν ἔπιασε, σηκώνει τὸ λιθάρι
και λέγει: «Σίμωσε κοντὰ νὰ δῆς τὴν ἄγρια κοίτη,
τὴν φυλακὴ τὴν σκοτεινὴ καὶ τῶν νεκρῶν τὸ σπίτι».
Κι ἀπὸ τὴν χέρα μ᾿ ἔπιασε κι εἶπα του: «Ὀμπρὸς ἐσύ ᾿πα»,
κι ἐγὼ ξοπίσω ἐκλούθουν του στὴν μαυρισμένη τρύπα.

Σκάλαν ἐκατεβαίναμε, εἶχε στενὰ σκαλέρια,
ἀγάλι ἀγάλι ἐπηαίναμε κρατώντα ἀπὸ τὰ χέρια.
Κι ἀπεὶν ἐκατεβήκαμεν ἀπὸ τὴν σκάλα κάτω
κι ἐστήσαμε τὰ πόδια μας στῆς φυλακῆς τὸν πάτο,
ἀπὸ τὴν χέρα μ᾿ ἄφηκε καὶ τὴν ζωσιάν του πιάνει
κι ἀπὸ τὸ πλάι του ἔβγαλε κλειδιά, ὡσὰν μοῦ ἐφάνη.               280
Καὶ τάχα πόρταν ἤνοιγε κι εἶπε μου νὰ σιμώσω
κι ἅμα τ᾿ ἀνοίξει, πάραυτα ἐμπήκαμεν ἀπόσω.
Κι ἐκ᾿ εἶδα ἀφέντες, ἄρχοντες, στρατιῶτες καὶ ρηγάδες
καὶ βασιλῆδες φοβεροὺς κι ὄμορφους ἀμιράδες
καὶ παλικάρια καὶ παιδιά, κοράσια ἀναπλεμένα
κι εἶχαν εἰς τοὺς σφονδύλους τους σκουλήκια φωλεμένα.
Καὶ κείτονται τὰ ταπεινὰ σὰν πρόβατα σφαμένα
κι ἔχουν τὰ χέρια σταυρωτά, τὰ μάτια καλυμμένα.
Κι ἐγὼ πολλὰ ἐλυπήθηκα κι ἀρχίζω νὰ φωνάζω
καὶ μὲ τὴν γλώσσα δυνατὰ τὸν Χάρο ν᾿ ἀτιμάζω.

Λέγω του: «Χάρε δολερὲ καὶ μυριασβολωμένε,
ἐχθρὲ τ᾿ ἀθρώπου τοῦ ᾿λεεινοῦ, πάντοτες βουλισμένε,
καὶ δὲν λυπᾶσαι τοὺς καλοὺς ἄντρες τοὺς ἀντρειωμένους,
τοὺς ἄρχοντες, τὲς λυγερὲς καὶ νέους κανακεμένους;
Νὰ τοὺς ἁρπάζης μὲ σφαγὴ ᾿κ τὰ χέρια τῶν τινάδων,
διὰ τὲς θλίψες καὶ πικριὲς καὶ πόνους τῶν μανάδων.
Ἄσι τους, μαῦρε Χάροντα, νὰ πολεμοῦν τὰ κάστρη,
τὲς νύκτες νὰ στρατεύουσιν, νὰ φέγγουσιν μὲ τ᾿ ἄστρη
κι ἄς τους νὰ βλέπουν εἰς τὴν γῆν τὸν ἥλιο καὶ φεγγάρι
καὶ μὴν ρουφᾶς τὸ αἷμα τους ὡσὰν ξερὸ σφογγάρι.                  300
Μὰ παῖρνε ἐκ τοὺς ἄτυχους καὶ γέροντες ἐκτάφια,
κουτσούς, τυφλούς, παράλυτους, ρίκτε τους ᾿ς μαῦρα θάφια
καὶ τοὺς στρατιῶτες τοὺς καλοὺς μηδὲν τοὺς κονταρεύης,
τοὺς ἀντρειωμένους, Χάροντα, μηδὲν τούσε δοξεύης».
Κι ὁ Χάρος τάχα, ὡς ἔδειξεν, ἄρχισε κι ἐλυπᾶτον
κι ἐκούνειε τὸ κεφάλι του κι αὐτὸ ἀπιλογᾶτον:
«Ἂν ἤτονε νὰ ᾿πήγαινε στὸν Ἅδην ἄλλος γι᾿ ἄλλον,
πολλοὶ νὰ μοῦ ᾿παν: “Χάροντα, ἄς τον αὐτὸν καὶ νά ἄλλον”.
Μὰ ξεῦρε τοῦ / το ἀπὸ μὲν κι ἔχε το πάντα θάρρος,
πὼς δὲν χαρίζει προτιμὲς στὸν θάνατον ὁ Χάρος.                      310
Βλέπεις ἐτοῦτο τὸ βαστῶ τὸ σιδερὸ δοξάρι
καὶ τὲς σαΐτες τὲς βαριὲςκαὶ τὸ μακρὺ κοντάρι;
{Τοῦτα δοξεύουν ἄρχοντες, ἀφέντες καὶ κριτάδες.}

Τοὺς δυνατοὺς πληγώνουσιν, τοὺς ἄπιαστους σκοτώνουν
καὶ τοὺς ψηλοπερήφανους δοξεύουσιν †τοῦ τόνου†.
{Καὶ ξεχωρίζει ἀδελφούς, πατέρες ᾿κ τὰ παιδιά των
καὶ πλουτισμένους ἄρχοντες ἀπὸ τὰ γονικά των·
καὶ τὲς μανάδες θλίβει τες, τὲς ὕπανδρες χηρεύει,
βάνει τους μαῦρες φορεσιὲς κι ὅλες τὲς κουτρουλεύει.}
Ἐγὼ τὰ κάστρη πολεμῶ καὶ μόνος τὰ κουρσεύω                        320
κι ὡς πρόβατα τοὺς ἄντρες τους σφάζω τους καὶ μισεύω·
καὶ λέοντες ἀμέρωτους δίχως σπαθὶ τοὺς παίρνω
καὶ δίχως ὄχλο σύγχυσης μέσα ᾿δεπὰ τοὺς φέρνω.
{Κι ὅποτε σώσω, πολεμῶ, γεμίζω τὸ δοξάρι,
καβαλικεύω τὸ φαρὶν καὶ παίρνω τὸ κοντάρι·
καὶ ἀπάνωθέν τους στένομαι, δοξεύω τὲς καρδιές τους
καὶ μὲ τὴν λόγχη τὴν πικριὰ ἐβγάνω τὲς ψυχές τους.}
Ἐδῶ στὸν Ἅδη τὸν πικρὸ κι ἀπολησμονημένο
κι εἰς τὸ φουσάτο τὸ ἄμετρο καὶ πολυπληγωμένο
δένω τους μὲ τὴν ἅλυσον, καλοὺς κακοὺς ὁμάδι,                        330
καὶ καταλεῖ τους τὸ πλακὶ καθημερνὸ στὸν Ἅδη.
Καὶ μένουσιν εἰς τὸν βυθόν, στοῦ δράκοντος τὸ στόμα,
στὴν στράτα τὴν ἀγιάγερτο, στὸ μαυρισμένο στρῶμα,
ἐκεῖ ὁποὺ ᾿θέκασιν πολλοὶ καὶ δὲν μποροῦν νὰ γέρθουν,
᾿κ τὸν Ἅδη τὸν ἀχόρταγο στὴν γῆν ἀπάνω νὰ ἔρθουν».
Καὶ τάχα τότε ἐκίνησα τὸν Χάρο ν᾿ ἀγενίζω
κι ἀνάταξά τον ἄχρηστα καὶ τ᾿ ὄνομά του βρίζω.

Λέγω του: «Λάβρα καὶ φωτιά, Χάροντα, νὰ σὲ κάψη
κι ὁ Βασιλεὺς τοῦ οὐρανοῦ μαγάρι νὰ σὲ πάψη!»
Καὶ τάχατε ἀποκρίθηκε: «Διατί μὲ ἀγενίζεις                                340
καὶ τί σοῦ φταίγω, ἄνθρωπε, κι ἀναίσχυντα μὲ βρίζεις;»
Κι εἶπα του: «Τάχα δὲν μπορεῖς νὰ κάμης ὀγιὰ φίλους,
νὰ μάχεσαι μὲ τοὺς κακούς, ποὺ διάγουν σὰν τοὺς σκύλους;»
Λέγει μου: «Ξεῦρε, φίλε μου, κι ὁ κόσμος μύλος ἔναι
καὶ νοικοκύρης τὸν κρατεῖ κι ἀργὸς ποτὲ δὲν ἔναι·
κι ἄνωθεν ἔναι ὁ μυλωνάς, ὁ Θεὸς αὐτὸς γροικᾶται·
κι ἅμα τ᾿ ὁρίσει, πάραυτα ὁ μύλος ᾿ς μιὸν κινᾶται
κι ἄλλους ἀλέθει καὶ μασεῖ καὶ βάνει τους στὸν Ἅδη
κι ἄλλους σηκώνει ἐκ τὸν βυθὸν στοῦ κόσμου τὸ λαγκάδι».
Λέγω του πάλι: «Χάροντα, ρωτῶ σε μ᾿ ἄξιο θάρρος,                  350
παρακαλῶ σε τὸ λοιπόν, μηδὲν τὸ πάρης βάρος:
τούτους τοὺς παίρνεις ἐκ τὴν γῆν καὶ βάνεις εἰς τὸν Ἅδη
καὶ τοὺς λαλεῖς ὡς πρόβατα καὶ μακελειοῦ κουράδι,
τάχα σ᾿ αὐτοὺς ὁ μυλωνὰς ὁπού ᾿πες – ἐνθυμᾶσαι; – ,
αὐτὸς σὲ πέμπει πρὸς ἐμᾶς καὶ ὁριστὰ κινᾶσαι
κι ἐσὲ δεσπότην στέλλει σε δίχως αἰτιὰν καὶ τρόπον
ἢ ἐσὺ ἀτός σου ἐχθρεύεσαι τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων;»

Λέει μου: «Τί ἔναι τὸ ρωτᾶς, τί ἔναι αὐτὸ τὸ λέγεις
Δὲν τὸ κατέχεις, ἄνθρωπε, -μὰ πρὸς ἐμένα κλαίγεις-
καὶ ἄβουλα τοῦ αὐθεντὸς τίποτας δὲν κινᾶται,                             360
οὐδὲ ἄνθρωπος, οὐδὲ θεριό, οὐδὲ πουλὶ γεννᾶται;
Δὲν πέφτει φύλλον εἰς τὴν γῆν ἐκ τὸ δεντρὸν ἀπάν
ἀνόριστα τοῦ ἀφεντός, καθὼς καταλαμβάνω.
Μᾶλλον αὐτὸς μὲ ἀνόρθωσε ποτὲ νὰ μὴν καθίζω,
νὰ καλικεύω τὸ φαρίν, τὸν κόσμο νὰ γυρίζω.
Καὶ καταξιᾶς μοῦ τ᾿ ἄφηκε τ᾿ ἀθρωπινὸ κουράδι
καὶ δίδω τους τὸν θάνατο καὶ βάνω τους στὸν Ἅδη.
Δίχως αὐτεῖνον τίποτες δὲν δύνομαι νὰ κάμω,
οὐδ᾿ ἐξουσιάζω τίποτας: ἕνα κουκκάκιν ἄμμο».
Κι ἀκούγοντα τὰ μοῦ ᾿λεγε πικρὰ ἄρχισα νὰ κλαίγω                    370
καὶ πάλι τότε ἐκίνησα τοῦ Χάροντα νὰ λέγω:
«Νὰ μὴν ἠμπόρεσε τινὰς ν᾿ ἀράξη σὰν τὸ σκύλο
καὶ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια σου νὰ ξεγλυτώση φίλο,
ἢ μὲ χρυσάφιν ἄμετρο νά ᾿στρεψεν εἷς υἱόν του,
γὴ συγγενὴν ἢ κύρην του ἢ μάνα ἢ ἀδελφόν του,
ἢ νά ᾿καμε παράταξη καὶ γάμο, νὰ σ᾿ ἐπῆρε
κι εἰς τὸν χορὸ νὰ σ᾿ ἔμπασε, νὰ σοῦ ᾿πε: “Χάρο, σύρε”;
Τάχα μὲ παραδιάβασες, λέγω, νὰ σοῦ μιλήση,
τοὺς συγγενοὺς καὶ φίλους του μπορεςς νὰ λησμονήσης;»

«Δὲν τὸ ἠξεύρεις κι ὁ Θεὸς καρδιογνώστης ἔναι                          380
κι ἄνω στὰ ὕψη τοῦ οὐρανοῦ λάθος αὐτὸς δὲν ἔναι!
Κι ἅμαν ὁρίση, νὰ μοῦ πῆ: “Χάρο, στὸν κόσμον ἄμε
κι ὅποιον σοῦ δείξω σκότωσε καὶ ρίξε τονε χάμαι”,
πῶς ἠμπορῶ νὰ παραβγῶ, σφάλω τῆς ἐντολῆς του,
ἂν ἔν᾿ κι ἐμὲν ἀνόρθωσε νὰ κάμνω τὲς δουλειές του;»
Λέγω του πάλι δεύτερον: «Ἔδε ᾿πιτί / μιο τοῦτο
κι ἔδε μυστήριο φοβερὸ καὶ θαύμασμα ὁπού ᾿τον!
Λοιπὸν ρωτῶ σε, πές μου το, Χάρο, ἂν ἔν᾿ κι ὁρίζεις
κι ἅμα τὸ ξεύρεις, ἄρχισε νὰ τὸ διαχωρίζης:
τίς ἡ αἰτία ἤτονε κι ὁ ἄνθρωπος ἐγένη,                                         390
†ἅμαν† βαστᾶ τὸν θάνατο κι †ἅμαν† στὸν Ἅδη μπαίνει;
Παρακαλῶ σε, πέ μου το, διατὶ ἔχωσαν τὸν τρόπο:
διὰ τί ἀφορμὴ γυρεύετε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων;»
Καὶ τάχα αὐτὸ τὸ ρώτημα ἐστάθη κι ἤκουσέ μου
κι ὡς θεολόγος δάσκαλος ἀρχίνα κι ἔλεγέ μου:                            395

«Ἀρχήν ὅντεν ἐκτίστησαν οἱ δυὸ ἀδελφοὶ φωστῆρες,
ἥλιος, φεγγάρι, οὐρανός, ὁ κόσμος κι οἱ ἀστέρες,
οἱ οὐρανοὶ ἐδοξάστησαν, ᾿κ τὸν Θεὸν ἡ γῆς ἐκτίστη,
τὸ πνεῦμα ἐκατέβηκε κάτω στὴν γῆν ποὺ ᾿κτίστη
κι ἔκαμε κι ἐδιαχώρισε μέρα λαμπρὴ καὶ σκότος                         400
κι ἅψεν ἡ μέρα μὲ τὸ φῶς καὶ τ᾿ ἄστρη μὲ τὸ σκότος·
κι ἔκαμε κάμπους καὶ βουνὰ καὶ ὀρεινὰ λαγκάδια,
θάλασσα μὲ τοὺς ποταμοὺς καὶ δροσερὰ λιβάδια
καὶ δέντρη δροσοφύτευτα, κλωνάρια νὰ βαστοῦσι,
ν᾿ ἀθοῦν καὶ νὰ μυρίζουσιν καὶ πάντα νὰ καρποῦσι·                    405
κι ἐκαρποβλάστησε τὴν γῆν πάσα λογῆς χορτάρι
καὶ πάσα ἑνὸς ἐχάρισε τὴν ἐδικήν του χάρη·
κι ἔκαμεν ὄρνεα καὶ πουλιὰ στὰ νέφη νὰ πετοῦσι,
νὰ τρῶν ἐκ τὸν καρπὸν τῆς γῆς καὶ νὰ παιδοκομοῦσι·
κι ἔκαμε τὰ θεριὰ τῆς γῆς, τὰ ψάρια τῆς ἀβύσσου.                       410

{Τὰ νέφη ἐδῶκε τοῦ οὐρανοῦ, μὲ τὸν βορέα νὰ τρέχουν,
νέφη νὰ ρίκτουν τὰ νερά, ὄψια τῆς γῆς νὰ βρέχουν.}
Εἶδεν ὁ Θεὸς ὅ,τι ἔκαμε κι ἦσαν καλοκτισμένα,
ἀνορθωμένα δυνατὰ καὶ τέλεια ὀρθωμένα.
Πάραυτα ἐδιάβην ἡ βουλὴ τῆς ὕψιστηςΤριάδος,                           415
Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος, ἀχώριστης ὁμάδος,
κι εἶπαν νὰ κάμουν ἄνθρωπον νά ᾿χη ψυχὴ καὶ σῶμα,
νά ᾿χη ψυχὴ τοῦ οὐρανοῦ καὶ σάρκα ἀπὸ τὸ χῶμα·
καὶ νά ᾿ναι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γέννημα ἐδικόν τως
καὶ κατ᾿ εἰκόναν ἴδιαν κι εἰς ὁμοιότητάν τως·                                420
νὰ γένη αὐθέντης τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ κράτος ἐδικό του,
καὶ τῶν ἀγγέλων βασιλεὺς καὶ δόξα τοῦ πατρός του.
Κι ὁ Πλάστης τότε ἐκέλευσε κι ἦρθε στὸν κόσμο κάτω
κι ἐπιάσε χῶμα καὶ νερὸ ἀπὸ τῆς γῆς τὸν πάτο·
κι ἐκ τὸν πηλόν των ἔκαμε τὸν πρῶτο τῶν ἀνθρώπων.                   425

{Ἀτός του τὸν ἐποίησε, εὐλόγησε κι ἔγινέ τον.}
Λοιπὸν ἀπεὶν τὸν ἄνθρωπον ἔπλασε κι ἔκαμέ τον,
θέτει τὸν ὄψια τῆς γῆς ἐκεῖ κι ἐκοίμησέ τον·
κι ἐκ / τὴν δεξιάν του τὴν πλευρὰ ἕνα πλευρὸν ἐβγάνει
καὶ τὴν γυναίκαν ἔπλασε κι ἐκ τῶν ὀστέων του βάνει                     430
κι εἶπεν: “Ἐγείρεσθε ἐκ τῆς γῆς”, κι ἐγέρθησαν κι ἐστέκαν·
κι εἶπε τὸν ἄνθρωπον Ἀδὰμ καὶ Εὔα τὴν γυναίκα.
Κι Ἀδὰμ πάραυτα ἐλάλησε: “Ὀστοῦν ἐκ τὰ ὀστά μου
καὶ σάρκα ἐκ τὴν σάρκα μου κι αἷμα ἐκ τὴν καρδιά μου”.
Καὶ πάραυτα ἐσμίξασιν μὲ παρρησιὰ μεγάλη                                   435
κι ἔλαμπαν εἰς τὴν ὀμορφιά, ὡς τοῦ ἡλιοῦ τὰ κάλλη.
Κι εὐλόγησέ τους εἰς τὴν γῆν τὸ σπέρμα τους νὰ μένη,
στὴν οἰκουμένη πάντοτες ν᾿ αὐξαίνη, νὰ πληθαίνη·
καὶ μέσα στὴν παράδεισον ἀτός του ἔβαλέν τους
κι ὅλη τοὺς τὴν ἐχάρισε κι ἀφέντες ἔκαμέν τους·                             440
κι εἶπεν τους: “Ὅλα τὰ δεντρὰ κι ἡ αὐλὴ τῆς παραδείσου
ἂς ἔν᾿ τῆς Εὔας σήμερον κι ἐσέν, Ἀδάμ, δική σου”.

Ἕνα δεντρὸ τῶν ἔδειξε κι εἶπεν των: “Τοῦτο θέλω
᾿ς τοῦτο νὰ μὴν ἁπλώσετε, γιατὶ ἐγὼ τὸ θέλω.
Κι ἂν ἔν᾿ κι ἐσεῖς θελήσετε εἰς τὸ δεντρὸ νὰ πᾶτε,                           445
ἀπάνω μ του ν᾿ ἀγγίσετε κι ἐκ τὸν καρπὸ νὰ φᾶτε,                           446
θάνατον θέλετε ντυθῆ καὶ πέσειν εἰς τὸν Ἅδη                                   447
καὶ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ θέλετε δεῖν ὁμάδι”.                                     448
…………………………….Τέλος λείπει………………

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *