Σαχλίκης Στέφανος: Ταλαντούχος Κατεργάρης Ποιητής

Βιογραφικό

    Ο κρητικός σατιρικός ποιητής ή καλύτερα στιχουργός, που έζησε στο δεύτερο μισό του 14ου αι. στην πόλη και στο διαμέρισμα του Χάνδακα στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, Στέφανος Σαχλίκης είναι 1ος εκπρόσωπος της κρητικής λογοτεχνίας που έγραψε τα έργα του σε δημώδη γλώσσα και θεωρείται από πολλούς μελετητές «πατέρας της κρητικής λογοτεχνίας» (Καπλάνης 2011, 1). Είναι, επίσης 1ος νεοέλληνας ποιητής που χρησιμοποίησε ομοιοκαταληξία. Η σημαντικότερη ειδολογική συμβολή του είναι η συγγραφή της πρώτης γνωστής ποιητικής αυτοβιογραφίας στα νέα ελληνικά με τίτλο «Αφήγησις Παράξενος Του Ταπεινού Σαχλίκη». Πρόκειται, βέβαια, για πρώιμο πειραματισμό που ίσως βασίζεται σε δυτικά πρότυπα.
     Για τη ζωή του μπορούμε να αντλήσουμε λίγες πληροφορίες από έγγραφα της εποχής κι από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία των έργων του. Γεννήθηκε στον Χάνδακα (παλαιότερη ονομασία του Ηρακλείου) γύρω στο 1331 από εύπορη φεουδαρχική ελληνική οικογένεια. Ο πατέρας του Ιωάννης (Τζανάκης) Σαχλίκης είχε αναπτύξει εμπορική, οικονομική και πολιτική δραστηριότητα, όμως είχε αρκετά χρέη (van Gemert 1980, 36-40). Η μητέρα του Μαρία Σαχλίκενα πέθανε λίγο πριν από τον Οκτώβρη του 1334, όταν δηλαδή ο Στέφανος ήταν σε πολύ μικρή ηλικία. Μετά τη μεγάλη επιδημία πανώλης που έπληξε ολάκερη την Ευρώπη από το 1348 μέχρι το 1351 κι από την οποία έχασε τον πατέρα και την αδερφή του Ελένη, επέζησεν κι ήταν απ’ τους που βρέθηκαν ξαφνικά πλούσιοι σ’ ένα κόσμο που ‘χε χάσει τον προσανατολισμό του, και που η μόνη του σιγουριά ήταν ο φρικαλέος θάνατος. Απέμεινε μοναδικός κληρονόμος της σημαντικής οικογενειακής περιουσίας, μέγα μέρος της οποίας κατασπατάλησε, κάνοντας άσωτη ζωή με τις πόρνες (πολιτικές) του Κάστρου κι ίσως παίζοντας τυχερά παιχνίδια (van Gemert 1980, 43-44).

Ο κύρης και η μάνα μου, εκείνοι οπού με εκάμαν
κατάχερα εκ το στόμα μου ουδέν έλειψε το γάλα,
και εις μιάν οι άτυχοι γονείς εις το σχολείον με εβάλαν
στα γράμματα μ’ εβάλασιν, φρόνεσιν να μανθάνω…
και έμαθα τα γράμματα, ώστε ενηλικώθην
κι επρόκοπτα εις την παίδευσιν ώσπου εμεγαλώθην.
Αμήν απείν εγένομουν χρονών δεκατεσσάρων…
ήρχισα τον δάσκαλον να τον αποχωρίζω
και τα στενά του Κάστρου μας τριγύρω να γυρίζω.
Αργά και πότε το χαρτί επιάνα να διαβάζω,
αμή ήθελα να περπατώ δια να περιδιαβάζω…
τα καλαμάρια, τα χαρτιά όλα τα λακτοπάτουν…
κι εφαίνετό μου το σκολειόν ωσάν κακόν θηρίον.
Ολίγα γράμματα έμαθα και τότε τα εξαφήκα,
και εις το σκολειόν των πολιτικών εγύρεψα και εμπήκα.

     Σύμφωνα με τα λιγοστά στοιχεία που είναι γνωστά για τη ζωή του ανήκε στην τάξη των αρχοντορωμαίων. Ήδη από τα 14 του παράτησε το σχολείο κι άρχισε να συχνάζει στα καταγώγια και τα χαμαιτυπεία του Κάστρου, προτιμώντας να κάνει παρέα με πειρατές, απατεώνες, πόρνες (πολιτικές) και με εγκληματίες, παρά τις νουθεσίες των κηδεμόνων και των δασκάλων του. Θα γοητευθεί από την έντονη νυχτερινή ζωή της πρωτεύουσας και οι κύριες ενασχολήσεις του θα αποτελέσουν τα τυχερά παιχνίδια (ζάρια), η οινοποσία και η συντροφιά με τις πόρνες.
     Από το 1356 και για τα επόμενα 4 χρόνια, συγκαταλεγόταν ανάμεσα στα μέλη του Μείζονος Συμβουλίου του Χάνδακα, όμως το 1361 η επανεκλογή του απορρίφθηκε για 1η φορά, ενώ την επόμενη χρονιά η απόρριψη ήταν οριστική. Έζησε έτσι ασύδοτα σπαταλώντας ολάκερη τη περιουσία. Κατόπιν μετανιωμένος αποτραβήχτηκε από τη δράση στην ηρεμία της υπαίθρου. Μην αντέχοντας όμως τη πληκτική ζωή, ξαναγυρνά στο Χάνδακα, κάνει το δικηγόρο, πλουτίζει, για να ξαναρχίσει τη παλιά αμαρτωλή ζωή και να καταλήξει πάλι στη φυλακή, γύρω στα 1370,  για διάστημα μισού ή ενός χρόνου, ύστερα από καταγγελία της ερωμένης του πόρνης Κουταγιώτενας (van Gemert 1980, 48). Το έργο του επηρεάστηκε άμεσα από τη φυλάκισή του, αφού είναι πιθανό πως εκεί έγραψε τα 1α του ποιήματα. Από τη φυλακή ιστορεί τις ερωτικές του περιπέτειες, και συμβουλεύει τους νέους να μη πάθουν τα όσα έπαθεν αυτός. Ιδιαίτερες συμβουλές απευθύνει στον Φραντζισκή, το γιο κά­ποιου φίλου του. 3 πράγματα του λέει πρέπει ν’ αποφεύγει: «της νύχτας τα γυρίσματα, τα ζάρια, και τις πολιτικές (πόρνες)». Από το 1371 και για την επόμενη 10ετία έζησε στην επαρχία, στο χωριό Πενταμόδι, όπου του ‘χεν απομείνει οικογενειακό φέουδο.
     Μετά το 1382 ο Σαχλίκης επέστρεψε στο Χάνδακα, όπου άσκησε (μάλλον ανεπιτυχώς) το επάγγελμα του δικηγόρου. Παρ’ όλα τα έσοδα που πρέπει να ‘χε από τα κτήματα και από τη δικηγορία, δεν κατορθώνει να τα βγάλει πέρα οικονομικά. Κατά τα χρόνια 1390-91 τα χρέη του τον πλακώνουν. Αυτή τη φορά για τον οικονομικό του ξεπεσμό δεν έφταιγαν οι «πολιτικές», δηλαδή οι αγοραίες γυναίκες του Κάστρου, αλλά πιθανότατα αιτία στάθηκαν τα τυχερά παιχνίδια -ζάρια (van Gemert 1980, 55-58). Οι πληροφορίες από έγγραφα για το πρόσωπό του σταματάνε στο Δεκέμβρη 1391. Δεν αποκλείεται να έζησε μερικά χρόνια ακόμη, η οικονομική του κατάσταση, πάντως, δεν βελτιώθηκε. Πέθανε πιθανότατα γύρω στα 1403.

     Η ακατάσχετη τάση του να γευθεί όλες τις απολαύσεις της ζωής που του πρόσφερε η πόλη, που μας την ζωντανεύει τόσο γραφικά και παραστατικά με τους στίχους του, δεν ήταν ίσως παρά μια αντίδραση στην αγωνιώδη αβεβαιότητα των καιρών, στο διαρκώς παρόν δέος του θανάτου, που σημάδευαν τον ψυχισμό των ανθρώπων που επέζησαν από το μεγάλο θανατικό.
     Ο Κρητικός στιχουργός είναι ο πιο απερίφραστα περιγραφικός, ο θριαμβευτικότερα άσεμνος, ο χωρίς καμιά φραστική αναστολή καταγραφέας της ευθυμίας, της ανεμελιάς και της ελευθεριότητας του καιρού του και του τόπου του, σε τόνους πολύ πιο εκκωφαντικούς από οποιονδήποτε χρονικογράφο που περιγράφει και στιγματίζει τα ήθη της εποχής εκείνης στην Ευρώπη. Η σάτιρα του Σαχλίκη εκπορεύεται από προσωπικές πικρές εμπειρίες και κατευθύνεται, διεισδυτικά αλλά εγωιστικά, ενάντια σε κοινωνικές ομάδες ή πρόσωπα που τον δυσκόλεψαν ή του κατέστρεψαν τη ζωή ή, που για διάφορους λόγους, του είχαν δημιουργήσει προσωπικές αντιπάθειες.
     Στα έργα του «κηρύττει την ηθική με την αυτάρεσκη περιγραφή της ίδιας του της ανηθικότητας», λέει με πνευματώδη τρόπο ο Hesseling. Αποφεύγει ακόμη τις παρεμβολές βιβλικών κι άλλων αποφθεγματικών φράσεων, που καταφεύγουν κατά κόρον άλλοι ηθικοδιδακτικοί ποιητές, γεγονός που κάνει τα έργα τους ελάχιστα ελκυστικά. Χαρακτηριστικό της απήχησης που είχαν τα ποιήματά του στην εποχή τους, είναι πως είχαν γίνει τραγούδια.   Στα έργα του Σαχλίκη βλέπουμε ένα διάχυτο μίσος κατά των γυναικών και μάλιστα των πορνών, που φαίνεται να θεωρεί υπεύθυνες για το κατάντημά του. Ιδιαίτερα τα βάζει με τη Κουταγιώταινα (στο “Βουλή των πολιτικών”), για την οποία εκφράζεται με μεγάλη αισχρότητα:

Γαμιέται η Κουταγιώταινα κι ο σκύλος της γαυγίζει
και κλαίσι τα παιδάκια της κι εκείνη χαχανίζει.


     Το ίδιο πρόσωπο φαίνεται να κρύβεται και κάτω από την Ποθοτσουτσουνιά (στο “Αρχιμαυλίστρες”), στην οποία ο ποιητής απευ­θύνει εν είδη επωδού την ερώτηση:

 Ειπέ με Ποθοτσουτσουνιά, μαυλίζεις ή γαμιέσαι;

     Αλλού τη βάζει και καμαρώνει για τα προσόντα της:

 Εγώ ‘μαι η Ποθοτσουτσουνιά, εγώ ‘μαι η ψωλοπόθα,
 εγώ ‘μαι απάνω εις όλες σας, εγώ ‘μαι εδά κερά σας.

     Η περίπτωση του Σαχλίκη παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνον επειδή ήταν ο πρώτος επώνυμος Νεοέλληνας στιχουργός που είχε την πρωτοβουλία να εισαγάγει την ομοιοκαταληξία στον ελληνικό στίχο, αλλά και επειδή ήταν χωρίς άλλο και ένας ευφυής και πρωτότυπος δημιουργός, γνώστης της βυζαντινής και της δυτικής λογοτεχνίας του καιρού του και ικανός να αναδιαμορφώνει προς το ευρηματικότερο, να διευρύνει και να εμπλουτίζει ό,τι δανειζόταν.
     Οπωσδήποτε δε πρωτοτυπεί εκφράζοντας τέ­τοιο μίσος ενάντια στις γυναίκες, παρόλο που οι προσωπικές του εμπειρίες και ταλαιπωρίες τον δικαιολογούν απόλυτα, αλλά βρίσκε­ται στα πλαίσια μια γενικότερης ποιητικής παράδοσης της εποχής, μιας παράδοσης μισογυνισμού, όχι ειδικά Κρητικής, αλλά πανευρωπαϊκής, που έχει τις ρίζες της στο μεσαίωνα, κι αποτελεί μια χολωμένη αντίθεση στους αυλικούς έρωτες των ιπποτικών μυθιστοριών, όπου η γυναίκα σχεδόν θεοποιείται.
   Οι ποιητικές συμβάσεις με τις οποίες εκφράστηκε αυτός ο μισογυνισμός ήσαν κατά βάση τρεις.  Η 1η ήταν ένας μακρύς κατάλογος με αποφθεγματικές ρήσεις κατά των γυναικών, από τον Όμηρο, τους αρχαίους και τη Παλαιά Διαθήκη, μέχρι τον τελευ­ταίο (ξένο) κερατωμένο βασιλιά. Η 2η ήτανε συμβου­λές σε νέο που πρόκειται να παντρευτεί κι η 3η ένας διάλογος ανάμεσα σ’ έναν υπερασπιστή και σ’ ένα πολέμιο των γυναικών.   Επιρροές από το Σαχλίκη κι από ιταλικά πρότυπα έχει το ποίημα «Έπαινος των γυναικών» με 735 οκτασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους, μία χλευαστική περιγραφή των ηθικών ελαττωμάτων των γυναικών αρχίζοντας από τις ανύπαντρες, προχωρώντας στις παντρεμένες και τελειώνοντας στις χήρες.

Πολλὰ ἐχαροκόπησα ἐγὼ καὶ ἐκείνη ἀντάμα·
ἦταν αὐθέντρια καὶ κυρὰ καὶ δέσποινα καὶ ντάμα.
Πολλὰ παραδιαβάσαμεν ἀντάμα ἐμεῖς οἱ δύο:
ἀκόμη ὡς καὶ τὴν σήμερον τὰ γένια μου μαδίω.
Διὰ ἐκείνην τὴν πολιτικὴν στὴν φυλακὴν μ’ ἐβάλαν
καὶ ἀπείτις μ’ ἐρημάξασιν, τότε κοντὰ μ’ ἐβγάλαν.
Καὶ τά ‘γραψα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὲς ἀρχιμαυλίστρες
καὶ τὰ παιδία τοῦ σκολειοῦ πολλὰ τὰ τραγουδοῦσαν.
Καὶ ἀπεὶν ἐλευθερώθηκαν, ἡ Τύχη μου ἡ καμένη,
ὡς ἦτον νὰ μὲ πολεμᾶ πάντοτε μαθημένη,
λέγει μου:«Ἀγώμε εἰς τὸ χωριόν, νὰ κάμης τὲς δουλειὲς σου,
καὶ ἄφες τοῦ Κάστρου τὰ στενά, ἄφες τὲς πελελιές σου».

     Μίμηση του Σαχλίκη και στο θέμα ακόμη είναι κι ένα άλλο ποίημα ανώνυμου στιχουργού, ο Θρήνος του Φαλίδου του πτωχού σε 280 επτασύλλαβους ή οκτασύλλαβους τροχαϊκούς στίχους, που αποτελούν την αυτοβιογραφία ενός ευγενούς νέου, ο οποίος κατασπατάλησε την περιουσία του σε ασωτίες και βρέθηκε στο τέλος χρεοκοπημένος.
     Η χρονολογική σειρά των έργων του δεν είναι απόλυτα βέβαιη. Πάντως, το συγγραφικό του έργο μπορεί να διαιρεθεί σε 2 περιόδους. 1η είναι η περίοδος της φυλακής και περιλαμβάνει σειρά διδακτικών ποιημάτων (Περί φίλων, Περί φυλακής) και την ομάδα των ποιημάτων για τις «πολιτικές» (Καταλόγιν της Πόθας ή Έπαινος της Ποθοτζουστουνιάς, Η βουλή των πολιτικών, Η γκιόστρα των πολιτικών). Η 2η περίοδος τοποθετείται στα μέσα της 10ετίας του 1380 και περιλαμβάνει 2 έργα σε ομοιοκατάληκτα δίστιχα (Αφήγησις παράξενος του ταπεινού Σαχλίκη & Συμβουλές στον Φραντζισκή).
     Ο Σαχλίκης προόριζε τα στιχουργήματά του, που κυκλοφορούσαν σε χειρόγραφη μορφή, να διαβάζονται κατά μόνας κι όχι να απαγγέλλονται από έν άτομο μπρος σε ακροατήριο, όπως συνέβαινε συχνά κείνη την εποχή. Συνεπώς, υπήρχε αναμφίβολα γραπτή παράδοση των στιχουργημάτων του. Ωστόσο, ο χυδαιολογικός και σκανδαλοθηρικός χαρακτήρας ορισμένων απ’ αυτά και το διδακτικό περιεχόμενο των υπολοίπων τα καθιστούσαν κείμενα ελκυστικά και πρόσφορα για απομνημόνευση κι απαγγελία. Δημιουργήθηκε, λοιπόν μια παράλληλη, προφορική διάδοσή τους ήδη από την αρχή (Παναγιωτάκης 1987, 15-16).
     Τα στιχουργήματά του παραδίδονται σε 3 χειρόγραφα (P, N, M) που χρονολογούνται τον 16ο αι.. Στο μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στη σύνθεση των έργων και στις σωζόμενες καταγραφές τους, είναι πολύ πιθανό ότι τα χειρόγραφα με το αλώβητο κείμενό του είχαν χαθεί κι έκτοτε τα στιχουργήματα αυτά παραδίδονταν προφορικά, καταγεγραμμένα σε διάφορες απομνημονευμένες και, γι’ αυτό, ελλιπείς και φθαρμένες μορφές (Παναγιωτάκης 1987, 19-20).
     Όπως προανεφέρθη, προς το τέλος της ζωής του, γύρω στα 1385-1390, γράφει αυτοβιογραφικό ποίημα με τον τίτλο Αφήγησις Παράξενος Του Ταπεινού Σαχλίκη, όπου ιστορεί με πικρία τα παθήματα της ζωής του και κατηγορεί τη τύχη για τις συμφορές του. Το κείμενο, που αποτελείται από 412 στίχους, σώζεται μόνο στο χειρόγραφο της Νεάπολης και περιέχει, εκτός από τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία, και διδακτικές περικοπές για τους χωρικούς και τους «αβουγαδούρους» (δικηγόρους). Η ομοιοκαταληξία μάς βοηθά να επισημάνουμε ευκολότερα τις παραλείψεις στίχων, όχι όμως και τις παραλείψεις διστίχων ή μεγαλύτερων ενοτήτων, που είναι βέβαιο ότι έχουν εκπέσει σε διάφορα σημεία του στιχουργήματος αυτού (Παναγιωτάκης 1987, 20).



     Στην αυτοβιογραφία του παραπονιέται για τη κακή του τύχη και για τα χρέη του, για τα οποία την ευθύνη φέρουν οι «άνομοι Εβραίοι» και μας διηγείται πώς οδηγήθηκε στη καταστροφή εξαιτίας των «πολιτικών» κι ιδιαίτερα της Κουταγιώτενας. Στη συνέχεια, δίνει μια γλαφυρή εικόνα της ζωής του των χρόνων 1374-1375 ώς το 1382 στο πληκτικό χωριό, όπου είχε αποσυρθεί. Η μόνη παρέα που θα μπορούσε να ‘χει κεί είναι οι χωριάτες. Με αυτούς, όμως, δεν είχε τίποτε κοινό και τους περιγράφει ως άξεστους, κουρελήδες, φωνακλάδες, μπεκρήδες και μαχαιροβγάλτες.
     Στη περιγραφή αυτή με τις πολλές της υπερβολές μιλά καθαρά ο εκπρόσωπος της νέας -της αστικής- τάξης, που έχει χάσει την επαφή με την ύπαιθρο και τους ανθρώπους της (van Gemert 1980, 51). Στο τελευταίο μέρος του ποιήματος, καταγράφει τη σταδιοδρομία του ως κανονικού δικηγόρου (advocatus), που η αρχή της συμπίπτει μάλλον με την επιστροφή του στο Χάνδακα (1382). Από τα λόγια του μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι φτωχοί δε ξεχρέωναν την αμοιβή των δικηγόρων, ενώ οι υπόλοιποι πλήρωναν ένα ορισμένο ποσό ή σε είδος (κανίσκια). Για τους κανονικούς δικηγόρους πρέπει να ήταν πολύ πιο εύκολο και λιγότερο επικίνδυνο να παραβιάσουν τα «καπιτουλάριά» τους (δηλαδή τα δημόσια κατάστιχα).
     Πάντως, δείγματα ή αποδείξεις κατάχρησης του αξιώματος του δικηγόρου από τη πλευρά του Σαχλίκη δεν έχουν βρεθεί. Βέβαια, ενώ στον στίχο 342 περιγράφει το ενάρετο παρελθόν του ως δικηγόρου («εγώ έπαιρνα ολιγότερον παρού επαίρναν άλλοι»), στους αμέσως επόμενους στίχους περιλαμβάνει και τον εαυτό του ανάμεσα στους παραστρατημένους «αβουγαδούρους» («όλους ας μας πνίξουσι, και κανείς απ’ όλους μας φόβον Θεού ουδέν έχει»). Terminus post quem για τη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του είναι το 1383-1384, αφού άσκησε δηλαδή ένα ορισμένο διάστημα τη δικηγορία (van Gemert 1980, 51-55).
     Αυτό λοιπόν το ποίημα εκδόθηκε 1η φορά το 1896 από τον S. Papadimitriou, στον οποίο οφείλεται κι ο καθιερωμένος τίτλος του. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα αυτή υπήρξε η μοναδική κριτική έκδοση  του έργου, το οποίο δημοσιεύτηκε ξανά μόλις το 2003 από τον Cristiano Luciani. Μάλιστα, ο ιταλός μελετητής, πέρα από τις διαφορές που εισήγαγε στο ίδιο το κείμενο, πρότεινε ως σωστότερο τον τίτλο «Περί Χωριατών & Αβουκάτων», σε αντιστοιχία με τους τίτλους ποιημάτων του από τη 1η συγγραφική του περίοδο (Περί φίλων και Περί φυλακής), παραλλάσσοντας ελαφρώς τον τίτλο «Περί Χωριατών & Δικηγόρων», που ‘χε προτείνει νωρίτερα ο Hinterberger (1998, 187). Εξάλλου, πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε καλαίσθητη χρηστική έκδοση  του συνόλου της ποιητικής παραγωγής του Σαχλίκη, ιδιαίτερα διαφωτιστική για τη γοητευτική ζωή και το πρωτοποριακό του έργο (Μαυρομάτης & Παναγιωτάκης 2015).



     Την εποχή που γράφει ο Σαχλίκης η Κρήτη είναι ήδη 150 και πλέον χρόνια τμήμα της βενετικής επικράτειας και σχεδόν όλες οι καινοτομίες της ποίησής του έχουν το ανάλογό τους στην ιταλική λογοτεχνία του 14ου αιώνα. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί τη σημασία τους:

   Το έργο του Σαχλίκη είναι συντριπτικά αναγεννησιακό και σε γλωσσικό-μορφολογικό και σε θεματικό-ειδολογικό επίπεδο. Αυτό από μόνο του ίσως είναι αρκετό για να αναδείξει τον Σαχλίκη ως τον πρώτο επώνυμο συγγραφέα της νεοελληνικής λογοτεχνίας: αν δεχόμαστε ότι η Αναγέννηση είναι η πρώτη περίοδος των νεότερων ευρωπαϊκών λογοτεχνιών, τότε αναγκαστικά, στη νεοελληνική περίπτωση, εγκαινιάζεται με τη ποίηση του Σαχλίκη. (Καπλάνης 2011, 6-7).

     Ο Σαχλίκης συνομιλεί με την ιταλική σατιρική ποίηση της εποχής, ειδικότερα φαίνεται να έχει επηρεαστεί από τα σατιρικά έργα του Francesco di Vanozzo (van Gemert 1997, 66). Θεματικά, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η ποίησή του συνεχίζει σε κάποιο βαθμό, αλλά εμπλουτίζει κι επεκτείνει τη ματιά κάποιων πρωτοπόρων ποιητών του 12ου αι. (ΓλυκάςΠτωχοπρόδρομος), που πρώτοι έστρεψαν το βλέμμα τους στη καθημερινότητα των απλών ανθρώπων της εποχής τους. Η διαφορά όμως, είναι ότι ο κρητικός ποιητής στρέφει το βλέμμα του και σε άλλες, λιγότερο «καθωσπρέπει», κατηγορίες ανθρώπων: πέρα από τις κεντρικές ηρωίδες πολλών ποιημάτων του, τις «πολιτικές» του Χάνδακα, εμφανίζονται ζαράκηδες, τοκογλύφοι, χωριάτες, αστοί, ξένοι μισθοφόροι κ.ά., με ρεαλιστικές λεπτομέρειες για τη ζωή και τη καθημερινότητά τους, συχνά με καυστική σατιρική διάθεση. Ο κόσμος της ποίησής του είναι πολύχρωμος, πολύβουος και τα ποιήματά του αποτελούν πλούσια πηγή για τη μελέτη της διαμόρφωσης τόσο των ταξικών και των έμφυλων ταυτοτήτων όσο και για την έννοια του κοινωνικού περιθωρίου (Καπλάνης 2011, 5-6).
     Όλα τα ποιήματά του είναι γραμμένα σε 15σύλλαβο, με μία σημαντική καινοτομία: είναι ο 1ος έλληνας ποιητής που χρησιμοποιεί ομοιοκαταληξία -που πρωτοεμφανίζεται στη Βουλή των πολιτικών- με διαφορά ίσως αιώνα από τους επόμενους. Στο παρακάτω έργο εφαρμόζει τη πολύστιχη ομοιοκαταληξία, κυρίως 4 διαδοχικών στίχων, ενώ στα μεταγενέστερα έργα του χρησιμοποιεί το ομοιοκατάληκτο 2στιχο, που σιγά-σιγά θα καθιερωθεί ως κυρίαρχη μορφή ομοιοκαταληξίας στην ελληνική ποίηση (Λεντάρη 2007, 1981-1982). Υπάρχουν, πάντως, σαφείς ενδείξεις ότι έγραφε και με ομοιοκαταληξία και χωρίς, παράλληλα κι αδιακρίτως.
     Η γλώσσα του Σαχλίκη είναι εντυπωσιακά “νεοελληνική”, με κάποια κρητική χροιά. Ο ποιητής δε διστάζει να βάλει τους ήρωές του να μιλάνε στη γλώσσα τους, γεγονός που αυξάνει την αληθοφάνεια των λεγομένων και δημιουργεί συχνά κωμικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η αθυροστομία του, που συμβάλλει στη παρουσίαση μιας ρεαλιστικής εικόνας της κοινωνίας και του κοινωνικού περιθωρίου ειδικότερα.
     Παρόλο που το συνολικό έργο του Σαχλίκη δεν έχει ούτε την αναγνώριση ούτε το εκτόπισμα του έργου των σύγχρονων ιταλών ομοτέχνων του (ΠετράρχηςΒοκάκιος), παραμένει για τη γραμματεία μας ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς μεταφέρει στα νεοελληνικά γράμματα την Αναγέννηση τόσο σε γλωσσικό ή μορφολογικό όσο και σε θεματικό ή ειδολογικό επίπεδο (Καπλάνης 2011, 4), αποτυπώνοντας μια γλαφυρή εικόνα της κρητικής κοινωνίας του 14ου αι..

=============================

      Αφήγησις Παράξενος Του Ταπεινού Σαχλίκη

     Ποίημα του 14ου αιώνα, αποτελούμενο από 412 15σύλλαβους στίχους, όπου ο κρητικός σατιρικός ποιητής Στέφανος Σαχλίκης εξιστορεί, σε ομοιοκατάληκτα 2στιχα, με πικρία τα παθήματα της ζωής του. Θεωρείται η 1η γνωστή ποιητική αυτοβιογραφία στα νέα ελληνικά. Εκτός από τα καθαρά αυτοβιογραφικά στοιχεία, το έργο περιέχει και διδακτικές περικοπές.



     (Σημ.: Οι τελίτσες σημαίνουν πως λείπει μέρος του ποιήματος)


     Ο ποιητής παραπονιέται για την κακή του τύχη και ξεκινά να απαριθμεί τα βάσανά του. 

Σαχλίκη ἐσὲν ἡ μοῖρά σου, τά σου ἔχει καμωμένα ,
………………………………………….
πολλὰ κακὰ καὶ ἀπλήρωτα  καὶ ἀριφνιμὸν  δὲν ἔχουν,

καὶ τοῦτο ἔνε  φανερόν, οἱ πάντες τὸ κατέχουν∙

ἄμε  καρτέρει , βάσταζε, παρηγοροῦ καὶ θάρρει

καὶ γίνου πρὸς τὸ δίκαιόν σου ὑπομονῆς λιθάρι

καὶ ἐκείνη ὅσα σε ἥρπασεν , δύναται νά σου [τὰ] στρέψῃ

τόσα καὶ πλειότερα  καλά, καὶ νά σε θεραπεύσῃ ∙

δύναται ἡ τύχη τὸν τροχόν, πάλιν νὰ τὸν γυρίσῃ

καὶ εἰς τὰ κακὰ τὰ σ’ ἔκαμε, νά σε παρηγορήσῃ.

Καὶ μετὰ τοῦτον τὸν σκοπόν ἐβάστουν  τὴν πικρίαν

καὶ ἀνάμενα  τὴν τύχην μου νὰ πέμπῃ ἰατρείαν ∙

καὶ κείνη ἡ τύχη μου ἡ κακή, ἡ μοῖρά μου ἡ θλιμμένη ,

ὡς  εἶχεν ὄρεξιν καλήν , νὰ συχνοαναστενάζω

[ὡς εἶχε πάντα προθυμιάν , διὰ νά με τσιγαρίζῃ ]

νὰ θλίβωμαι καὶ νὰ πονῶ καὶ πάντα νὰ φωνιάζω ,

οὐδὲν ἠθέλησέ ποτε ἡ τύχη νά ἀλλάξῃ,

οὐ διὰ κακόν οὐδὲ καλόν, διὰ νά με καταλλάξῃ ∙

ἀμμ’  ἤθελε νά με κρατῇ τὲς θλίψες φορτωμένον,

πάντα ἄτυχον νὰ μὲ θωρῇ  καὶ πάντα πονεμένον.

Λοιπὸν ἐξαγανάκτησα  τῆς θλίψης τὸ γομάριν

καὶ οὐδὲν ἠμπόρουν νὰ βαστῶ τοῦ πόνου τὴν ἀνάγκην ∙

ἐπιάσα τὸ κονδύλι μου χαρτὶν καὶ καλαμάριν,

νὰ γράψω διὰ τὴν θλῖψίν μου, τὸ δολερὸν  γομάριν.

Λοιπὸν ὅποιος ὀρέγεται , νὰ μάθῃ διὰ τὴν μοῖραν,

τὸ πῶς παίζει  τὸν ἄτυχον, ὡσὰν παιγνιώτης λύραν,

ἄς ἔλθῃ ν’ ἀναγνώσῃ ἐδῶ τοῦτο τὸ καταλόγι,

τὸ κάτζα  καὶ στιχόπλεξα  καὶ μοιάζει μοιρολόγι∙

διατί ἒν τιμὴ καὶ προκοπὴ καὶ φρόνησις τὸ γράμμα .

Ὁ κύρης καὶ ἡ μάννα μου, ἐκεῖνοι ὁποῦ με ἐκάμαν ,

κατάχερα  ἐκ τὸ στόμα μου οὐδὲν ἔλειψε τὸ γάλα,

καὶ εἰς μιὰν  οἱ ἄτυχοι γονεῖς εἰς τὸ σκολεῖον με ἐβάλαν ∙

εἰς τὰ γράμματα με βάλασιν, φρόνεσιν νὰ μανθάνω,

………………………………………….

καὶ ἔμαθα τὰ γράμματα, ὥστε  ἐνηλικώθην

καὶ πρόκοπτα  εἰς τὴν παίδευσιν , ὥστε ὅπου ἐμεγαλώθην.

Ἀμμὴ  ἀπὴν ἐγένομουν χρονῶν δεκατεσσάρων─

Χριστέ, νὰ με εἴχασιν ὑπᾷ  κανίσκιν  εἰς τὸν Χάρον!─

διατί ἤρχισεν ἡ μοῖρά μου, εἰς μιὰν νὰ μ’ ἐμποδίζῃ

…………………………………………..

καὶ ἤρχισα τὸν διδάσκαλον νὰ τὸν ἀποχωρίζω

καὶ τὰ στενὰ  τοῦ κάστρου μας τριγύρου νὰ γυρίζω .

Ἀργὰ καὶ πότε  τὸ χαρτὶν ἐπιάνα νὰ διαβάζω,

ἀμμὴ ἤθελα νὰ περπατῶ διὰ νὰ περιδιαβάζω.

…………………………………………..

καὶ ὁμοῦ  μετ’ ἄλλες συντροφιὲς ἤθελα νὰ γυρίζω.

Τὰ καλαμάρια, τὰ χαρτιά, ὅλα τὰ λακτοπάτουν ,

…………………………………………..

Ἐρμήνευσέ με νὰ ἀγαπῶ πολλὰ  τὴν ἁμαρτία,

καὶ ἀφῆκα ὁ κακορρίζικος  γράμματα καὶ χαρτία∙

ἐξύπνησέ με  ἡ τύχη μου εἰς τὸ πολιτικαρεῖον ,

καὶ φαίνετό μου τὸ σκολειὸν ὡσὰν κακὸν θηρίον.

Ὁποῦ [γὰρ] ἦσαν γάμοι καὶ χοροί, ἤθελα νὰ χορεύω,

μαυλίστριες καὶ πολιτικὲς ἤθελα νὰ γυρεύω∙

ὅλες τὲς ἔμαθα καλά, ὅλες ἐγνώρισά τες,

καὶ ἐξέδραμα  καὶ γύρεψα καὶ παραδιάβασά  τες.

Ὀρέγομουν νὰ περπατῶ μὲ τοὺς τραγουδιστάδες,

μὲ τοὺς παιγνιώτας τοὺς καλούς, τοὺς παραδιαβαστάδες .

Ὀλίγα γράμματα ἔμαθα καὶ τότε τὰ ἐξαφῆκα ,

καὶ εἰς τὸ σκολειὸν τῶν πολιτικῶν ἐγύρεψα  καὶ ἐμπῆκα.

Ἀφῆκα πᾶσαν φρόνεσιν καὶ παίδευσιν καὶ τάξι(ν) ,

καὶ συμβουλὴν δὲν ἤθελα, τινὰς νὰ μὲ διατάξῃ ∙

ἀμμή ἐγενόμην μάστορας , τοὺς ἄλλους νὰ διατάσσω,

καὶ οὐδὲν ἠμπόρουν τὰ καλὰ  ποτὲ νὰ τὰ χορτάσω.   

Ἀπὸ μαυλίστριες, [καὶ] πολιτικὲς εἶπα ποτὲ νὰ μὴ ἔβγω ,

καὶ ἄλλους ἐκεῖ μὴ ἐμποροῦν, ἤξευρα νὰ παιδεύγω ∙

νὰ περπατῶ εἰς τὰ σκοτεινὰ  τὴν νύκταν ἐτρωγόμην,

…………………………………………….

Ὡς  νυκτερίδα ἐγύριζα εἰς τὸ ξώπορτον τοῦ Κάστρου,

καὶ ὑπήγαινα νὰ κοιμηθῶ μὲ τῆς ἡμέρας τὸ ἄστρο(ν).

Οἱ συντροφιές, τὰ γιώματα καὶ οἱ δεῖπνοι κάθ’ ἡμέραν,

καὶ τὰ μεγάλα ἀνήφορα κατήφορα μὲ φέραν ∙

διατί οὐδὲν εἶχα ἐνθύμησιν , εἰς τὸ σπίτιν νὰ γυρίσω,

……………………………………………..

ἀμμὴ ὀρεγόμην καὶ ἤθελα πάντα καλὰ νὰ ζήσω,

καὶ τὸ ἐδικόν μου πάντοτε διὰ νὰ τὸ χαρίσω.

Οὐδέν σε βάνω  βασιλεά, οὐδὲ ἄρχοντα οὐδὲ ρῆγα ,

ποῦ νὰ ξοδιάζῃ  περισσὰ  καὶ νὰ σοδιάζῃ  ὀλίγα,

νὰ μηδὲν  ἔλθῃ εἰς πτωχιὰν καὶ νὰ μηδὲν ρημάξῃ,

ν’ ἀγανακτήσῃ πάντοτε , νὰ βαρυαναστενάξῃ.

Ἀφῆκα πᾶσα χάριτα , καὶ πᾶσα καλωσύνη,

……………………………………………..

Ἐξέπεσα  καὶ πτώχαινα κ’ ἔχασα τὸ ἐδικόν μου,

καὶ τότε σκόπησα  καλὰ τὸν πελελὸν  σκοπόν μου.

Ἐπούλησα τὰ σπίτια μου καὶ ἐπούλησα τοὺς τόπους ,

ὁποῦ με ἀφῆκαν  οἱ γονεῖς μὲ τοὺς πολλοὺς τοὺς κόπους.

Καὶ τότε ἡ τύχη μου ἡ κακή, μάθε τὸ τί μ’ ἐποῖκε ∙

ἀπὴν  καὶ ἐπῆρε τὰ πολλὰ καὶ τὰ μισὰ με ἀφῆκε,

τότε ἤρχισεν ἡ τύχη μου, τάχα νὰ [με] συμβουλεύῃ

κλεπτᾶτα  νὰ με συγελᾷ , καὶ νά με ἀζυγανεύῃ .

Καὶ λέγει ἡ τύχη μου ἡ κακή, Ἐδὰ  ἔβγαλες τὰ χρέη ,

ἔλειψαν  ἀπὸ πάνω σου οἱ ἄνομοι ἑβραῖοι∙

τρῶγε καὶ πῖνε τολοιπόν , τρῶγε καὶ χαροκόπα ,

καὶ πῶς νὰ κροῦς καλὸν καιρόν , ἡμέρα νύκτα σκόπα.

Λοιπόν ἐξεδιάγερνα  εἰς τὴν ἀρχαίαν  μου τάξι(ν)

καὶ ὁποῦ  νὰ κάμῃ , τὰ ἔκαμα, ὀλίγα νὰ ὑποτάξῃ …..

Ὀρέγομουν νὰ περπατῶ, καὶ νὰ περιδιαβάζω ,

πᾶσα καλὴν χαροκοπιὰν ἤθελα νὰ διαβάζω ∙

ἠγάπουν τὸ μαυλισταρειόν , τὸ μέγα μοναστῆριν,

…………………………………………….

καὶ ὡς τὸ ἤθελεν ἡ τύχη μου, ἡ ἄτυχός μου μοῖρα,

ηὗρα  τὴν Κουταγιώταιναν, τὴν πομπωμένην  χήρα,

ὁποῦ ……….. νὰ τὴν ἰδῶ, εἰς τὸ πολιτικαρεῖον,

………………… καὶ νὰ τῆς κροῦν τὴν λύραν.

Πολλὰ ἐχαροκόπησα ἐγὼ καὶ ἐκείνη ἀντάμα ,

ἦτον αὐθέντρια καὶ κυρὰ καὶ δέσποινα καὶ ντάμα∙

πολλὰ παραδιαβάσαμεν ἀντάμα ἐμεῖς οἱ δύο,

ἀκόμη ὡς καὶ τὴν σήμερον τὰ γένειά μου μαδίω .

Διά ἐκείνην τὴν πολιτικὴν εἰς τὴν φυλακήν με βάλαν,

καὶ ἀπήτις  με ρημάξασιν, τότε κοντὰ  με ἐβγάλαν∙

καὶ τἄγραψα εἰς τὴν φυλακὴν διὰ τὲς ἀρχαῖς μαυλίστριες…

καὶ τὰ παιδία τοῦ σκολειοῦ, πολλὰ τὰ τραγουδοῦσαν.

καὶ ἀπὴν ἐλευθερώθηκεν  ἡ τύχη μου ἡ καμμένη ,

ὡς ἦτον νὰ με πολεμᾷ πάντοτε μαθημένη,

λέγει μου, Ἀγώμε  εἰς τὸ χωριόν, νὰ κάμῃς τὲς δουλειές σου,

καὶ ἄφες  τοῦ Κάστρου τὰ στενά, ἄφες τὲς πελελιές σου∙

νὰ λείπῃς ἐκ τὲς ἔξοδες , καὶ ἐκ τὲς ἐντυμασίες ,

νὰ μή σε τρῶν  πολυτικές, νὰ μηδὲ μαυλισίες.

Λεῖπε ἀπὸ τόσην ἔξοδον, καὶ γίνου νοικοκύρης,

ἄν ζήσῃς, νὰ περισσευθῇς  καὶ πάλι νὰ διαγείρῃς ∙

ὅντα  τυχαίνῃ, γύρευσε, σπούδαζε  νὰ σοδιάζῃς,

καὶ θέλεις ἔχειν  εἰς καιρόν , ἄν πρέπει, νὰ ξοδιάζῃς.

Ἐπάμπωσέ με ἡ τύχη μου, εἶπέ μοι, γεῖρε , φύγε,

καὶ ἀπὸ τὸ Κάστρον με ἔβγαλεν, εἰς τὸ χωριόν με πῆγε.

Ἐπήν  με πῆγε εἰς τὸ χωριόν, καὶ ἀπὴν ἐσυνεπῆρα,

δὲν μ’ ἔμαθεν ἡ τύχη μου, ἡ δολερή μου μοῖρα,

ν’ ἀποκρατήσω  κτήματα, νὰ περνῶ μὲ ζευγάριν ,

ἀμμὴ ἔμαθέν με κυνηγόν, μὲ σκύλους μὲ ζαγάριν .

Δὲν ἦτον εἰς τὸ σπίτι μου βωδιοῦ ἤ προβάτου τρίχα∙

οὐδὲ μιτᾶτον ἔκαμα, ἀλλ’ οὐδὲ ἁλῶνιν εἶχα.

………………………………………………….

καὶ ἐγὼ σκύλους ἐλήτευγα , καὶ ἔσυρνα τὰ ζαγάρια.

Ὅλοι ἐκατευοδώνασιν  τὰ λοῦρα καὶ τὰ ’νία ,

καὶ ἐγὼ εἰς τὰ ὄρη ἐγύριζα καὶ εἰς τὰ ψηλά βουνία.

     Κατά την παραμονή του στο χωριό, ο Σαχλίκης ασχολείται αποκλειστικά με το κυνήγι εκτρέφοντας σκύλους, τη στιγμή που όλοι οι χωρικοί ασχολούνται με την παραγωγή γεωργικών προϊόντων. Αυτή του η επιλογή δεν του επιτρέπει να ορθοποδήσει οικονομικά.

Καὶ ἀπὴν  ἐδιάβησαν  καιροὶ  καὶ εἶδα καλὰ τὸ πρᾶγμα ,

[ἄν ἒν  ζημία  ὁ κόπος σου, πληθύνεις  τὴν πτωχιάν σου.]

λέγει μου πάλι ἡ τύχη μου, Σαχλίκη κακομοίρη,

ἄτυχε, κακορρίζικε  καὶ κακονοικοκύρη ,

τί σε βγατίζουν οἱ λαγοί, τί σε φελοῦν  οἱ σκύλοι,

οἱ λαγωνάροι , τοὺς  κρατεῖς , ὁποὖν καλοί σου φίλοι˙

καβαλλικεύεις  τὸ πουρνό , εἰς τοὺς λαγοὺς ἐβγαίνεις ,

καὶ κάτω εἰς τὰ καματερά , ἤ εἰς τὰ βουνιὰ  ὑπαγαίνεις˙

καὶ ὅταν διαγέρνῃς  τὸ βραδύν, πολλἆσαι  κουρασμένος.

Ἄρχον τινὰ οὐδὲν θεωρεῖς , ἄνθρωπον νἄχῃ χρῆσι ,

ἤ φρόνιμον  ἤ εὐγενῆν πάντα νά σου συντύχῃ .

Ζευγάδες  εἶναι καὶ βοσκοί, ἀγελαδοὶ καὶ σκάπτες ,

βούκολοι καὶ χοιροβοσκοὶ καὶ μετ’ ἐκεῖνοι  ράπτες.

Οὐδὲν κατέχουν  νὰ σταθοῦν ποτέ των εἰς ὁμάδιν ,

………………………………………………………

Ἔχουσιν τέτοια φρόνεσιν, ἔχουσιν τέτοιαν τάξι ,

καὶ θεωρῶντά τους κανεὶς νὰ πέσῃ νὰ πλαντάξῃ .

Ταχιὰ  ταχιὰ σηκώνονται εἰς τὴν δουλειὰν νὰ πᾶσιν,

καὶ ἀπὸ ταχιὰ βαστοῦν ψωμίν, ὁλήμερα  νὰ φᾶσιν.

Καὶ ὅντε  μαζωθοῦν  ἀργά, ἔρχονται κουρασμένοι,

καὶ ἀπὸ τὸν κόπον τῆς δουλειᾶς πολλὰ τσιγαρισμένοι .

Καθεὶς ἀπομαζώνεται ἀπέσω  εἰς τὸ κελλίν του,

καὶ ἔχει μὲ τὴν γυναῖκά του ὅλην τὴν συμβουλήν  του.

Καὶ ἄν ἔλθη σκόλη καὶ ἑορτή καὶ ἐσμίξουσιν  ὁμάδιν,

στοχάσου  παραξόρδινον  καὶ φοβερόν σημάδιν !

Ἄλλος φορεῖ τὸ σκούλλινον βαμμένον κουρτσουβάδιν ˙

ἄλλος [φορεῖ] φουστάνι δίμιτον , ἄσπρον ἐξ ἐβαμπάκι .

Φοροῦν στιβάνια τραγικά  ὡσὰν εἴν μαθημένοι,

παπούτζια καὶ γουνέλλες των, φοροῦν καμαρωμένοι˙

καὶ ἄλλος φορεῖ ὁλότελα ἐξεχαρβαλωμένα,

καὶ ὁποὖνε  πλούσιος τάχατες, ἔνε καλιγωμένα .

Καὶ ὅλην τους τὴν παρηγοριάν, ἔχουν εἰς τὴν ταβέρναν ,

κόπελον  ἔχουσιν ὀρθὸν καὶ λέγουσίν τον, κέρνα.

Καὶ ἐκεῖνοι ἐβγάνουν τὰ κρασιὰ καὶ κάθονται καὶ πίνουν

καὶ νὰ εἶπες  οἱ παντέρημοι , [ὅτι] εἰς τὴν κοπριὰ  τὸ χύνουν.

Καὶ ἀπότες  πιοῦσιν περισσὸν  καὶ ἀπὴν καλοκαρδίσουν

μοῖρά τους ρίκτει εἰς ὄρχησμα , μοῖρα νὰ τραγουδήσουν.

Καὶ μοῖρα πίνουν, κάθουνται πάντα καὶ τραγῳδοῦσιν,

καὶ νὰ εἶπες οἱ παντέρημοι κοράκοι  κηλαδοῦσι.

Καὶ ἀφότις  πιοῦσιν περισσὰ καὶ γίνονται μεθοῦκλι

γίνονται ὡσὰν  τὸν μεθυστήν , τὸν πελελὸν  τὸν κούκλη .

Καὶ ἐκεῖνος ποῦ ἔχει δύναμιν, τάχατες νὰ μαλώσῃ,

ἐκεῖνοι ὅπου ἔχουν δύναμιν, τάχατε ὁπου ὠφελῶσι ,

ἀρχίζουν τὴν ἀθιβολὴν  καὶ πληρωμὸν  οὐκ ἔχουν,

καὶ λέγουν καὶ ἀποκρίνονται , τὸ τί λέν, δὲν κατέχουν.

     Ο ποιητής περιγράφει τους καβγάδες μεταξύ των χωρικών για διάφορες αιτίες ως αποτέλεσμα της οινοποσίας, που πολύ συχνά τους φέρνει στο σημείο να «έρθουν στα χέρια».

Καὶ δίχως νἄχουσι ἀφορμήν, ὡσὰν καὶ ἀθιβολέψουν ,

ἀρχίζουν εἰς τὸ μάλωμα καὶ ὥστε νὰ ξετελέψουν ,

ἄλλος βαστᾷ τὴν χεῖρά του, καὶ πρὸς τὸ σπίτιν τρέχει,

……………………………………………………

Καὶ ὅπου ἔνε  κακορρίζικος  καὶ βάνουν τον εἰς τὴν μέση,

κροῦσιν  καὶ ξανακροῦσίν τον, ὥστε  νὰ δοῦν νὰ πέσῃ.

Καὶ μερικοὺς ὁλότελα  εἰς τὴν ὥραν  τοὺς σκοτώνουν,

καὶ νἆπες  ὅτι ὁποῦ  ἔχουσιν ἀθιβολὴν  μαλώνουν;……..

καὶ οἱ ἄλλοι μεσιτεύουσιν  ἤ χώρια τους μαλώνουν.

Ἀμμ’  ὅντε  πιοῦσι τὸ κρασίν, ὡσὰν ἒν μαθημένοι

μὲ πελατίκια καὶ ραβδιὰ καὶ ξεμαχαιρωμένοι ,

πληγώνονται καὶ χάνονται, διατί οὐδὲν κατέχουν ,

καὶ ὅπου ἠμπορεῖ ὀλιγώτερα , ὅλοι εἰς ἐκεῖνον τρέχουν.

Ἀπὴν  διαβῇ  τὸ κάμωμα , αὐτοὺς ἂν ἐρωτήσῃς,

τεἶντα  ’χαν καὶ μαλώνασιν, πολλὰ  ν’ ἀγανακτήσῃς˙

διατί δὲν εἶχαν ἀφορμήν, ὑπόθεσιν  καμμίαν

…………………………………………………….

Τέτοια εἶνε τῶν χωριατῶν οἱ συντροφιὲς καὶ ἡ τάξις

καὶ ἐσὺ Χριστέ, ὅπου δύνεσαι, ἐσὺ νὰ τοὺς πατάξῃς.

Πίνει ὁ χωριάτης τὰ κρασιὰ τὰ δυνατὰ καὶ ἀκράτα ˙

καὶ ἔχει το διὰ καμάριν του, τῆς μεθυσιᾶς τὴν στράτα .

Ἄν ἔρθωμε εἰς τὸν παπᾶν, εἰς τὸν κουράτουράν του,

οὐδὲ ἔχει νοῦ ἐκ  τὴν μεθυσιάν, οὐδεὶς εἰς τὴν φοράν του .

Ἀμμή ἀγαποῦσι τὰ κρασιὰ καὶ ἔχουν το διὰ τιμὴν τους ,

καὶ μερικοὶ διὰ τὸ κρασὶν χάνουσιν τὸ ἐδικόν τους  ……

Καὶ ἔρχονται οἱ κακότυχοι καὶ γίνονται ρημάδιν,

καὶ τότε ἀπομαζώνονται  μοῖρα  εἰς τὸ λειβάδιν .

ἄλλοι ἀγαποῦν τὸ πάλαιμα , ἄλλοι νὰ τραγῳδοῦσιν,

ἄλλοι νὰ παίζουν τὲς λακτὲς καὶ νὰ συρνομαδοῦσιν ˙

καὶ νὰ μηδὲν σοῦ φαίνονται, ἀμμὴ ληστάδες εἶναι,

καὶ τραγουδοῦν οἱ ἄτυχοι, ὡσὰν κελαδοῦν οἱ χῆνες.

Τεἶντα καλὸν θωρεῖς  λοιπόν, εἶντα παρηγορία

καὶ κάθεσαι συνέπαρτος  εἰς τοῦτα τὰ χωρία;

Ἄμε  εἰς τὸ Κάστρον διάγειρε , [καὶ] κατάταξαι  εἰς τὴν χώραν,

νὰ λείψῃς , κακορρίζικε, ἐκ τῆς πτωχιᾶς τὴν ψώραν .

Ἔπαρε  φίτζιον ἄτυχε, ὡσὰν τὸ πῆραν καὶ ἄλλοι,

καὶ ἂν τὸ κρατήσῃς φρόνιμα , εἰς τιμήν σε θέλουν βάλει .

Ἐφάνη μου ὅτι ἡ τύχη μου καλὴν πόρταν μου ἀνοίγει,

νὰ πάρω φίτζιον νὰ κρατῶ, νὰ λείψω ἐκ τὸ κυνῆγι.

Λοιπὸν ἐξαναγκάστηκα καὶ ἦλθα εἰς τὸ Κάστρον  πάλιν,

ηὗρα τὸν δοῦκα φίλον μου, τοῦ Κάστρου τὸ κεφάλιν ˙

καὶ ἐκεῖνός με ἐσυμβούλευσεν καὶ βάνει με ἀβουκᾶτο ,

καὶ ὡσὰν καλὸν μοῦ ἐφάνηκεν καὶ ἐγὼ ὑποδέκτηκά  το.—

Τὸ φίτζιον, μοῦ εἶπεν, ἔπαρε, ὡς διὰ νὰ σὲ τιμήσῃ,

καὶ ἐξάδραμε  καὶ κράτει το καὶ θέλει σὲ πλουτίσει˙

δὲν ἒν διὰ βλάβος  τῆς ψυχῆς ἀμμὴ δι’ ὄφελόν σου,

…………………………………………………………

Τὸ φίτζιον ἐπαράλαβα μὲ πᾶσαν προθυμίαν

καὶ ἐνέργουν  το τιμητικά , διχῶς ἀναμελείαν .

………………………………………………………

καὶ φίλος καὶ ἀπαράδεκτος  εἰς ὅλους ἐγενόμην.

Καὶ ἀρχήν ἀρχήν  τὸ φίτζιόν μου μὲ πᾶσαν καλωσύνην

τὸ ἔκαμα  καὶ ἐπλήρουν μου μὲ πᾶσαν δικαιοσύνην.

Καὶ ἄφηνα ἐκ τὸ πλήρωμα πολλῶν πτωχῶν ἀνθρώπων,

καὶ ἐξέτρεχα καὶ ἐβόηθουν τους μὲ πᾶσαν δίκαιον  τρόπον.

Καὶ δίδασί μου πλήρωμα  καὶ ἐγὼ ἀπηλόγιαζά το ,

καὶ εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖ ἐλογάριαζά  το.

Καὶ ἐλέγασι οἱ συντρόφοι μου, Διατί οὐδὲν ἐπαίρνεις,

ἀμμὴ κολάζεσαι  εὔκαιρα  καὶ δωρεὰν  κοπιάζεις.

Καὶ ὡς διὰ τὸ πλήρωμα καὶ σὺ, ὡσὰν  τὸ παίρνουν ὅλοι,

καὶ ξέτρεχε τὸ φίτζιόν σου καθημερνὴ καὶ σκόλη .

Τὸ φίτζιον τὸ ἐπαρέλαβες, ἄν θέλεις νὰ κερδαίνῃς ,

πάσχε  καὶ πλούσιους καὶ πτωχοὺς πάντας ναὶ τοὺς ἐγδέρνῃς .

Ἔπαιρνε ἀπ’ ὅλους πλήρωμα, κάμε καλὸν σακκοῦλιν ,

καὶ πάντα ἀπὸ τὰ κανίσχιά σου πέμπε εἰς τὸν φόρον πούλιε .

Διὰ τὸν ἐμαυτόν σου μάζωνε , καὶ καλὸν θέλει σ’ ἔβγει,

καὶ ὅπου σε θέλει δωριανά , δίχνε  τον καὶ νὰ φεύγῃ.

Ἀπ’ ὅλους ζήτα καὶ ἔπαιρνε πάντα τὸ πλήρωμά σου

……………………………………………………….

Ἐπὴν  δὲν εἶσαι κανενός, Σαχλίκη, κρατημένος ,

ὅντε  δουλεύεις  ἄνθρωπον, ἄς εἶσαι πληρωμένος.—

Καὶ ἐγὼ διατί ’μουν ’ς τὴν ἀρχὴν, εἰς τὸ φίτζιόν μου ἐμπασμένος

ἀλλὰ (ἀκόμη) εἰς τὴν κλεψιάν, οὐδὲν ἤμουν μαθημένος,

ἐκεῖ ἔστεκα καὶ ἐθεώρουν  τους, ὡσὰν  λυσσάρους σκύλους,

νὰ γδέρνουσι καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ συγγενεῖς καὶ φίλους.

Ἐθώρουν [τους] καὶ διὰ λόγου τους  εἶχα ἐντροπὴν μεγάλη,

καὶ νᾆπες, [ὅτι] ἔκλεψά τινος καὶ ἡ ποῖνά  με προβάλλει .

Καὶ ὡσὰν (ἀρχὴν) ἐμπῇ κανείς, νὰ πᾷ νὰ ταξιδεύσῃ,

καὶ μὲ ἄλλους νάπτες  γέροντες ἐσμίσῃ  καὶ διαμέψῃ ,

οἱ νάπτες τρῶν καὶ πίνουσιν, γελοῦν καὶ τραγουδοῦσι,

καὶ εἰς τὸ καράβιν τρέχουσιν, ἐδῶ καὶ ἐκεῖ πηδοῦσι,

καὶ ἐκεῖνοι ὅπου εἴνιε  ἀμάθητοι κοίτονται  σκοτισμένοι ,

ξερνοῦν καὶ πάλιν θέτουσιν  ὡσὰν ἀρρωστημένοι,

ἐδίτης  ὡς πρωτίτερα ἐλέγα καὶ ὡμιλοῦσαν ……………

καὶ ἐγὼ ἔστεκα καὶ ἐθεώρουν τους, ὡσὰν ξένον παραμύθιν .

Ἐντρέπομου  νὰ τοὺς θωρῶ, ἀνθρώπους νὰ πειράζουν

καὶ ἐκεῖνοι τὰ μαζώνασιν , ὡσὰν κλέπτες νὰ μεράζουν  …….

[καὶ ἐκεῖνοι τὰ μαζώνασιν] καὶ ἐγὼ ἐθεώρουν κ’ ἔσχουν .

Καὶ ἀρχὴν ἀρχὴν ἠθέλησα τὸ φίτζιον νὰ τὸ ἀφήσω

καὶ ἔλεγα, εἰς τόσην ἀδικιὰν κέρδος οὐκ ἐψηφίσω .

Καὶ πάλιν ἐξαδιάγερνα  καὶ λέγω πρὸς ἐμέναν:

Ἂς τὸ κρατῶ  τὸ φίτζιόν μου, καλὰ καὶ ἐμπιστεμμένα.

     Ο ποιητής περιγράφει την ανέντιμη συμπεριφορά των δικηγόρων απέναντι στους φτωχούς πελάτες τους, παρομοιάζοντας τη στάση τους με αυτή των ναυτών.

Λοιπὸν ἐγένουμου καὶ ἐγώ, τέτοιος ὡσὰν τοὺς ἄλλους

καὶ κάρφωσα εἰς τὰ μάτιά μου διὰ τὰ δόσια  πάλους .

Ἔδεσα καὶ τὴν γλῶσσά μου μὲ κανισχίου λητάριν

καὶ τὰ αὐτιά μου ἐστούππωσα  μὲ τοῦ κέρδους τὸ λιθάριν .

Ὁμολογῶ τὸ κρίμα  μου λέγω καὶ τὴν αἰτιάν  μου,

πολλοὶ ἂς τὴν ξεύρουν φανερὰ καὶ ἐμὲν τὴν ἁμαρτιάν μου.

Ἀλήθεια ὡσὰν κατέχουσιν , ὅσοι καὶ μὲ γνωρίσαν, ……..

ἐγὼ ἔπαιρνα ὀλιγώτερον, παροὺ  ἐπαίρναν ἄλλοι˙

ἀμμὴ  ὅλους ἂς μᾶς πνίξουσιν μὲ τρίχινον τζαβάλι ˙

ὅτι κανεὶς ἀπ’ ὅλους μας φόβον Θεοῦ οὐδὲν ἔχει,

καὶ πάντα ἔξοδον  δύναται, γυρεύει καὶ ἐξετρέχει˙

νὰ τζαφαλώνῃ  καὶ ν’ ἁρπᾷ , νὰ πάσχῃ  νὰ κερδαίνῃ,

……………………………………………………..

καὶ νὰ τὸ εἰπῶ κοντολογιά , ὅλοι οἱ ἀβουγαδοῦροι

ὅλοι μου ἐφάνησαν ἐμέν, παγκλέπτες  καὶ γαδάροι .

Ἄκουσε (πάλι?) νὰ σοῦ εἰπῶ, τὸ τί βουλὴν κρατοῦσι ,

καὶ εἰς τί νοῦν , εἰς ποῖον σκοπόν, καὶ στράταν  περπατοῦσιν.

Εἰς τὴν ἀρχὴν εἰς μιὰν ὀμνεῖ , νὰ κάμῃ  ἐμπιστευμένα

εἰς τὸ καπιτουλάριν του, τὰ  ἔχει ἡ αὐθεντιὰ ὀρθωμένα .

Καὶ νὰ εἶπες [ὅτι] ὅρκον ἔκαμε, ὅ,τι ἔνε ἐκεῖ γραμμένο

νὰ μηδὲν  κάμῃ τίποτες, ὡσὰν ἐκεῖ λεομένο˙

ἀμμὴ ὅλον τὸ ἐξανάστροφον  νὰ κάμῃ, νὰ κερδήσῃ,

πιστεύει καὶ τὴν αὐθεντιάν, τὸν ὅρκον νὰ γελάσῃ .

Δουλειάν, κανίσκι ἢ ἐγγαρειά , οὐδὲν ἔνε κρατημένος

νὰ ἐπάρῃ ἀπὸ ἄνθρωπόν τινα, καὶ ἤτις  ἔνε ὀμοσμένος .

Ἀλλὰ ποτὲ δὲν ὁμιλεῖ διχῶς καλὸν κανίσκι.

ἄν ἔνε καὶ θωρῇ ἄνθρωπον νὰ πέπτῃ  νὰ ἀποθνήσκῃ.

Καὶ ἄν ὁμιλήσῃ μιὰ φορά, ἀλλὰ νὰ δευτερώσῃ

διχῶς καλὸν κανίσκευμα , διχῶς νὰ τὸν πληρώσῃ;—

Ἄν ἒν καὶ συγγενεύγει τον, νὰ εἶπες δὲν τὸν γνωρίζει,

καὶ ὡσὰν  σιμώσῃ  πρὸς αὐτόν, αὐτὸς ἀποχωρίζει .

Ἄν τοῦ μιλῇς δὲν σοῦ μιλεῖ, καὶ οὐδὲν σου ἀπηλογᾶται ,

εὑρίσκει χώρια  ’θιβολήν , ἀλλοῦ τὴν διηγᾶται.

Ὅ,τι τοῦ εἰπῇς οὐδέν σου ἀκούει, νἆπες, ὅτι ἐβουβώθη

οὐδὲν ἔχει ὀμμάτια νά σε δῇ, νἆπες ὅτι ἐτυφλώθη.

Ἂν ἔνε καὶ ἀκούσῃ σου, ὅταν στραφῇ καὶ δῇ σε,

……………………………………………………….

Καὶ σκοτεινὸν ἀνάβλεμμα , νὰ δείχνῃ μανισμένος ,

ὡσὰν νὰ τοῦ ἔκαμνες κακόν, νὰ σοὖτον  ὠργισμένος.

λέγει του, καλὲ ἄνθρωπε, ἔλα εἰς ὥραν ἄλλη

καὶ τούτην τὴν ὑπόθεσιν θέλεις τὴν ἀνθιβάλει ˙

δὲν ἒν καιρὸς  νὰ αὐκραστῶ ἐδᾶ  τὴν ὁμιλιάν  σου,

ἄμε  καὶ ἀλλότες  διάγειρε , νὰ ὀρθώσω  τὴν δουλειάν σου.

Ἄν ἒν  καὶ κανισκέψῃ  τον, εἰς τὸ δευτέρωμάν  του

πρόθυμα καὶ ὀρεκτικὰ  ὑπάγει εἰς τὸ κρίσιμόν του.

Ἀπὸ μακρεὰ τὸν χαιρετᾷ, καὶ γλυκοσυντηρᾷ  τον,

εἰς μιὰν  τοῦ ἀκούει πρόθυμα καὶ καθαρὰ  τηρᾷ  τον,

καὶ καλοσυμβουλεύει  τον, γλυκοπαρηγορᾷ  τον.

Εἰς τὴν κρίσιν  τὸν ὑποκρατεῖ , μὲ ὅλην τὴν δύναμίν του

εἰς δίκαιόν του καὶ ἄδικον καὶ βλέπει τὴν τιμήν του.

ΣΑΤΙΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

1ον Ο Ζαριστής ( απόσπασμα )

Δεύτερον συμβουλεύω σε τα ζάρια να μισήσεις
και δι’ αυτά την χείρα σου ποτέ να μη τη σείσης.
Οργίσου των των αζαριών, από τον νουν σου ας έβγουν,
ότι όπ’ αγαπούν αυτά της ατυχιάς δουλεύγουν.
Δεν έχει νουν ο ζαριστής, γυρίζει σκοτισμένος,
δεν έχει χρήσιν ή τιμήν, αμμ’ είναι ντροπιασμένος.
Αλλού ερημιάν επεθυμά, αλλού θε να πτωχάνη,
τα ξένα ρούχα ‘ρέγεται, και τα δικά του χάνει.
Ο ζαριστής ορέγεται πάντα να ζητιανεύγη,
και μ’ αδικιάν ψηλοκοπά πάντα να μηχανεύγη,
ο ζαριστής αγανακτά, θυμώνεται, μανίζει,
την πίστιν του και τον Χριστόν και τους αγιούς υβρίζει.

Ο ζαριστής ουδέν ψηφά, αν εν και ομόση ψόμαν,
υμνεί και πάντ’ αφιορκά το δολερόν του στόμαν,
κι επεθυμά <ο> κακότυχος με ξένα να πλουτίση,
κι εκείνος από την πτωχειάν πολλά θα ‘γανακτήση.
Όταν δεν έχη ο ζαριστής, τα ρούχα του μαχεύγει,
και παίζει τα, και χρεώνεται, κι από την χώρα φεύγει.
Αμμή όταν κάτση άτυχος και παίξη το δικόν του,
τα ρούχα και δηνέρια του, κι όλον το σπιτικόν του,
δίχω να φα, δίχως να πιή, κάθεται χορτασμένος,
με την χολήν του παιγνιδιού είναι θεραπαϋμένος,
και μερονύκτιν κάθεται, νά ‘πες ότι εν’ δεμένος,
νά ‘πες ότι εκαρφώσαν τον και στέκει καρφωμένος.

Όταν κερδέση ο ζαριστής ‘ς τον άνεμον σκορπίζει,
κι,ουδέν πιστεύει ο άτυχος, ουδέ ποτέ του ελπίζει,
ότι τα κέρδεσεν γοργόν, εγρήγορα τα χάνει,
και γίνεται παντέρημος. Τέλεια να πτωχάνη
θέλεις ιδεί τον ζαριστήν κι αν εν και έχη χρήσιν,
κι αν έχη πέρπυρα πολλά, κι έχη λογάριν βρύσιν.
Τρία κομματσούλια κόκκαλα νά ‘χουν κουκούδια μαύρα,
τον βάνουσιν τον ζαριστήν εις την ιστιάν και λαύρα,
κυλεί τα <ο> κακορρίζικος κι αδύνατα τ’ αμπώθει,
και γίνεται παντέρημος κι εκείνος δεν το γνώθει.

Κυλεί τα ζάρια ο ζαριστής και ‘δρώνει σαν να σκάφτη,
χάνει ψυχήν και το κορμίν και τα παιδιά του βλάφτει.
Όταν κερδαίνει ο ζαριστής, πολλοί τον συντροφιάζουν,
αμμή όταν χάνη αφίνουν τον, κι ουδέν τον ανεμνειάζουν.
Κι όταν κερδέση μιάν φοράν, χάνει απ’ οπίσω δέκα,
και των παιδιών του οργίζεται και δέρνει την γυναίκα,
και γδύνεται κακότυχος ν’ αναπαυτή ‘ς το στρώμαν,
νά ΄πες ότι εστρώσαν του άγκαθας με το χώμαν.
Ο ζαριστής ορέγεται να κάτση ‘ς το παιγνίδιν,
τα κοκκαλάκια να κυλή ‘ς το μαγληνόν σανίδιν.

”Κερδαίνω”, ”χάνω”, μοναχά εν όλη του η ομιλία,
και φαίνεταί του νόστιμος η τέτοιανα δουλεία.
Και καίεται κακότυχος κι εκείνος δεν το γνώθει,
κι αφού τονε ρημάξουσι ετότες μεταγνώθει.
Πολλοί από βιάν του παιγνιδιού απήγασιν κι εκλέψαν,
κι ευρήκασιν κι επιάσαν τους, ‘ς την φούρκαν τους επέψαν.

Θέλεις να δης ‘ς τον ζαριστήν ένα καλόν σημάδιν;
Οπό ‘ναι πλέα μάστορας, ένεν και πλέα ρημάδιν.
Κυλεί τα ζάρια ο ζαριστής και τάβλες παίζει ομάδιν;
Ετότες γίνεται πτωχός, τέλεια ερημάδιν.
Ο μάστορας ο ζαριστής θέλει να προφητεύη,
και μ’ αδικιάν ψηλοκοπά πάντα να μηχανεύη.
Τες εσοδιές και πραγματειές όσες κι αν έχει τρω τες,
και τα παιδιά του πιάνουσιν των Χριστιανών τες πόρτες.
Ο μάστορας ο ζαριστής πιστεύει να ευγατίση,
και με το κέρδος το κακόν ελπίζει να πλουτήση.
Κ’ εκείνος μα την μούζαν του, και την κακήν του μοίραν
τα ρούχα του ‘νεν άτσαλα και γέμουσιν την ψείραν.

Ο λογισμός του παιγνιδιού ωσάν εχθρός τον βιάζει,
το πράγμαν και τα ρούχα του <‘ς> άδηλα τα ξοδιάζη,
κι αγανακτά την μοίραν του και κλαί το ριζικόν του,
το πως εκάτσεν άτυχος, κι έχασε το δικόν του,
κι ανεθυμάται τες βολές οπού τον επτωχάναν,
και λέγει : ”Εξυγανεύσαν με και δι’ αυτό εχάνα,
αν είχαν έλθει ένδεκα ‘ς την εδική μου χέραν,
εκέρδαινα τα πέρπυρα κ’ είχα καλήν ημέραν.
Επτά ‘θελα και δώδεκα κ’ ηλθε μου τέρνον κι άσσο,
τα ζάρια μού λεγαν κακόν, κι ανάκειτο να χάσω,
από δεκάξη το κρατεί, ‘ς την ώκα πάντ’ αλλ’ άσσο,
έχασα τα δηνέρια μου, και πάλιν ας γελάσω”.

Κ’ εκείνον οπού εκέρδεσε, εκείνον πάλι ψέγουν,
ουδέν κατέχει τες βολές των αζαριών, να λέγουν,
άσχημα σει την χέραν του, ρίκτει τα σαν ψημένος
,κι ουδέν κατέχει τίβοτας, δεν ένε μαθημένος.
Και τότε λέγουσιν γι’ αυτόν, ”άφες να ρθή και εις άλλη”,
κ’ εκείνος εγλυκάθηκε κι απ’ εκατόν να βάλη,
όσα κι αν μας εκέρδεσε διπλά τα θέλει χάσει,
έρημον να τον κάμωμεν, κι όλα να τα ξεράση.
Και νά’ βρουν πρωτοζαριστήν και να τονε μπερδέσουν,
να τούσε βγάλη το ταβλίν κι εμπρός του να το θέσουν.
Έχασαν τα δηνέρια των,τα ρούχα των μαχεύσαν,
κι από τα ζάρια εγέρθησαν έρημοι και μισσεύσαν,
κι αν χάσουν δεν παιδεύουνται, θάλουν να κδικαιωθούσιν,
και πάλιν να διαγείρουσιν κ’ εις το τάβλι να ελθούσιν,
θωρώντα να κερδήσουσιν έχασαν ότι είχαν,
και ει τι τους απόμεινεν ουδέν αξίζει τρίχαν.

Ο ζαριστής καθημερνώς διά κέρδος έχει θάρρος,
κ’ εκείνος απ’ την πτωχειάν έχει μεγάλο βάρος.
Το κέρδος όπου πεθυμά, ουδεν το πιτυχαίνει,
και πάντοτε εις τον χαϊμόν καθημερνως πτωχαίνει,
πιστεύει να ΄ναι φρόνιμος κ’ εκείνος εν βουβάλι,
το νουν του και το πράγμαν του ‘ς τα ζάρια να το βάλη.
Με τ’ αύριον με το σήμερον θαρρεί για να πλουτήση
<μα> σπίτια από τα ζάρια ποτέ δεν θέλει κτίσει,
άμμε να έχη τίποτες πράγμα να το πουλήση,
το σπίτιν του, το έχειν του, όλον να το ποντίση.
Είδες το ψάριν πως αρπά ‘ς το πέλαγος την ψίχα,
άμμ’ αποπίσω πίπτουν το τ’ αγκίστρι με την τρίχα.

Έτσι το κάμνει ο ζαριστής, όταν κερδέση ολίγον,
ύστερον παίρνει ”τρώγουσα” και πόνον με το ρίγον.
Όταν πιστεύση ο ζαριστής, και κάτσεν εντυμένος,
εγέρθηκεν ολόγυμνος και παραπονεμένος,
εις το παιγνίδιν του θαρρεί, ‘ς τον άνεμον ελπίζει, 
κ’ εις ταύκαιρα κ’ εις τ’ άδηλα το πράγμαν του σκορπίζει,
όσο που χάνει ο άτυχος, πλιότερα πεισματώνει,
κι αν αμαχεύση ρούχα του, πλέον δεν τα γλυτώνει.
Ο ζαριστής εσμίγεται με σύντροφον, με φίλον,
και να κερδέση πεθυμά κι αράσσει σαν τον σκύλον.
Ειδωλολάτρης γίνεται, να ζάρια να εορτάζη,
και ν’ ατιμάζη τον Θεόν, τον δαίμονα να κράζη,
κι αν έχει κύριν και γονεόν, εχάσε την ευχή του,
έχασε και το πράγμαν του, χάνει και την ψυχήν του.
Θωρείς, υιέ μου Φρατζισκή, τα κάμνει το παιγνίδιν,
τα κοκκαλάκια τα μικρά ‘ς το μαγληνόν σανίδιν.

Λοιπόν, παιδί μου, έπρεπεν να τ’ απολησμονήσης,
αν θέλης την καλήν ζωήν να την αποκερδίσης.
Άφες και τες πολιτικές, μίσησε και τα ζάρια,
της νύκτας τα γυρίσματα, την πελελήν αγγάρεια.

2ον Η Πολιτική (πόρνη) (απόσπασμα)

Κρυφά γαμιέται η πολιτική, εδώ και κει όπου θέλει,
και φαίνεται της νόστιμον σαν ζάχαρη και μέλι.
Μετά χαράς η πολιτική θέλει κρυφό γαμήσι,
ώστε ν’ αποδιαντραπή, ώστε ν’ αποκινήση,
και όποιος την κρατεί κρυφά, βιάζεται να του παίρνη,
ρούχα και μπότες και φελλούς και ψούνια να της φέρνη.
και πριν να την αφήσει αυτός, άλλον γυρεύει νάβρη·
και παίρνει τούτον σήμερον και εκείνον έχει αύρι.
Η πολιτική τον κόπελον τον θέλει να γελάση,
την όψιν και την γνώμην της όλη της την αλλάσσει.
φιλεί, περιλαμπάνει τον, στα στήθη τον μαλάσσει
και κάμνει τον ολόχαρον, και κάμνει να γελάση,
και λέγει του: «Ομμάτια μου, ψυχή μου και καρδιά μου,
απαντοχή, ελπίδα μου, θάρρος, παρηγοριά μου»,
και δείχνει και ζηλεύει του ότι άλλην καύχαν έχει,
και ως δια να δείχνη ότι αγαπά, ψόματα τον ελέγχει·
και αλί τον εύρη πελελόν και βάλη τον σ’ αγάπη
και από πολλής του πελελιάς εκείνος εξετράπη,
και τρω τον και ρημάσσουν τον και χάνουν την ζωήν του·
ο που πιστεύει πολιτικής χάνει και την τιμήν του.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *