Πρόλογος
Σε τούτο το άρθρο, θα γίνει ιστορική αναφορά γενικά στις έννοιες “ρητορική & ρητορεία” όχι όμως εμπεριστατωμένα, καθώς ήδη είναι μακροσκελές, αλλά έτσι συνεκτικά, ξεκινώντας από τη γένεσή της μέχρι τα ύστερα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και θα σταματήσει, ακουμπώντας πάνω στο βιογραφικό, τη πορεία και το θάνατο του Κικέρωνα, του μεγάλου αυτού Ρωμαίου, Φιλόσοφου, Πολιτικού, Ρήτορα και Συγγραφέα και λίγα ελάχιστα λόγια μετά. σαν ένδειξη συνέχειας. Είμαι περήφανος που το παρουσιάζω στο Στέκι, καθώς έλειπε και το ‘χα στοχεύσει από καιρό κι ελπίζω να τύχει κι αυτό τη θερμή υποδοχή που του αρμόζει. Π. Χ.
ΡΗΤΟΡΙΚΉ & ΡΗΤΟΡΕΙΑ
από τις αρχές μέχpι και τον Κικέρωνα
εισαγωγή-γενικά
O όρος ρητορική (ενν. τέχνη) (θηλ. γέν. του αρχαιοελληνικού επιθέτου ρητορικός, -ή, -όν < ουσ. ὁ ῥήτωρ) σημαίνει τη «τέχνη του λόγου», δηλαδή τη μέθοδο και τη τεχνική της σύνθεσης λόγων που έχουνε τη δύναμη να πείσουνε το κοινό. Η φράση ρητορική τέχνη απαντά 1η φορά στο Γοργία του Πλάτωνα. Μια τέχνη πρέπει βέβαια να μπορεί να διδαχθεί, νοείται, μ’ άλλα λόγια, ως διδακτή, στην περίπτωση όμως της ρητορικής η συγκεκριμένη ιδιότητα αποτέλεσε κιόλας στην αρχαιότητα αντικείμενο σοβαρής αμφισβήτησης.
Συχνά ο όρος ρητορική συγχέεται με τον όρο ρητορεία. Οι διαφορές όμως είναι ευκρινείς: ρητορεία σημαίνει καταρχήν τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα ελληνικά την ευγλωττία του ρήτορα, την «έμφυτη ή επίκτητη ικανότητά του να διαμορφώνει τον προφορικό του λόγο με τρόπο ευχάριστο και πειστικό» ή δηλώνει (με ειρωνική διάθεση), στα νέα ελληνικά, το στομφώδη τρόπο έκφρασης του ομιλητή/συγγραφέα (βλ. π.χ. τη φράση «Άσε τις ρητορείες!», που σημαίνει: «Άσε τις μεγαλοστομίες!», «Άσε τις πομπώδεις και κούφιες νοήματος εκφράσεις!») κιόλας εδώ διαφαίνεται μια από τις συνήθεις μομφές κατά της τέχνης του λόγου (ότι δηλαδή οδηγεί στην υπερβολική προσήλωση στη μορφή, στο ύφος του λόγου κι επιχειρεί με τεχνάσματα να κερδίσει τις εντυπώσεις του κοινού και να το προσεταιριστεί αποπροσανατολίζοντάς το). Επιπλέον, στο ειδικό πλαίσιο της γραμματολογίας, ο όρος σημαίνει περιεκτικά τους ρήτορες (τα ονόματα κι όσα γνωρίζουμε για τον βίο και τη δράση τους) και τους σωζόμενους λόγους τους. Ενώ λοιπόν ο όρος ρητορική αναφέρεται στη τέχνη, στο σύνολο δηλαδή των κανόνων και των αρχών που διέπουνε τη σύνθεση του λόγου, ο όρος ρητορεία δηλώνει καταρχήν τη ποικιλόμορφη εφαρμογή αυτής της τέχνης, τους λόγους των εκπροσώπων της, ενώ αναφέρεται και σ’ αυτούς τους ίδιους τους ρήτορες. Βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η μετωνυμική χρήση επιτρέπει επί της ουσίας τη σύγχυση των δύο όρων: ο αφηρημένος όρος («ρητορική») χρησιμοποιείται με τη σημασία του αντίστοιχου συγκεκριμένου («ρητορεία»). Σε κάθε περίπτωση, θεωρία και πράξη αποτελούν 2 όψεις του ίδιου νομίσματος· η απόσπαση λοιπόν της μιας από την άλλη κι η απομόνωσή τους, όπου αυτή είναι δυνατή, γίνεται επί της ουσίας μόνο για λόγους συστηματοποίησης και μεθόδου. Οι Ρωμαίοι, από τη μια άνθρωποι μεθοδικοί και πρακτικοί κι από την άλλη ιδιαίτερα καλοί μαθητές των Ελλήνων, διακρίνανε καλά τους ρητοροδιδάσκαλους από τους ρήτορες, τους καθαρούς ομιλητές: για τους 1ους, τους dicendi magistri, (διδάσκαλοι ρητορικής) επιφυλάξανε κατά κανόνα το όνομα rhetores (rhetor, από το αρχαιοελλ. ῥήτωρ- πιθανόν γιατί οι 1οι δάσκαλοι της ρητορικής στη Ρώμη, μες στον 2ο αι. π.Χ., ήταν Έλληνες), ενώ τους 2ους τους ονόμασαν oratores (orator, λατ. ρ. orare: μιλώ, σύμφωνα με την αρχαία του σημασία). Άλλωστε απόδοση της ελληνικής φράσης ῥητορικὴ (τέχνη) αποτελεί η λατινική ars rhetorica -η συνώνυμη φράση ars oratoria είναι ως προς τα συστατικά της αμιγώς λατινική. Σ’ αυτές τις ονομασίες παραπέμπουν αντίστοιχοι όροι διάφορων σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών (αγγλ. rhetoric, oratory, γαλλ. rhétorique, oratoire, γερμ. Rhetorik, ιταλ. retorica, oratoria).
Η Ρητορική αποδεικνύει τη δύναμη του λόγου και κρατά σπαθί στο χέρι της. Ετυμολογικά η λέξη Ρητορική προέρχεται από το ρω=ρ*, ρήσις: η μέθοδος, ή η τέχνη της σύνθεσης λόγων. Η λέξη τέχνη στην αρχαιότητα δήλωνε επιδεξιότητα για εκτέλεση κάποιας δραστηριότητας για τη δημιουργία έργου σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. (π.χ γραμματική, ρητορική, ναυπηγική, αρχιτεκτονική τέχνη, γλυπτική, ζωγραφική, κ.ά.). Ρητορεία: είναι o λόγος που εκφωνείται. Περικλείει ένα είδος μυστηρίου που μπορεί να μαγέψει το ακροατήριο ακαριαία. Ο εκφωνημένος λόγος χρειάζεται ενθουσιασμό. (εν-θεό-ποιούμε).
«Ο λόγος είναι ένας μεγάλος αφέντης, ο οποίος με ένα πολύ μικρό και αδιόρατο σώμα πραγματοποιεί πολύ θεϊκά έργα (…)», έγραφε ο σοφιστής και δάσκαλος της ρητορικής Γοργίας. Κι ο Ισοκράτης έγραφε «Ο λόγος μας βοήθησε να πραγματοποιήσουμε σχεδόν όλα τα πράγματα που επινοήσαμε. Αυτός έκανε τους νόμους για τη δικαιοσύνη και την αδικία, την τιμή και την ατιμία. Με αυτόν αντικρούομε τους κακούς και επαινούμε τους καλούς. Με αυτόν εκπαιδεύουμε τους αδαείς και ελέγχουμε τους σοφούς (…)». Λόγος είναι οτιδήποτε γράφεται ή λέγεται. Αλλά για να γίνεται ο λόγος της «πειθούς δημιουργός» πρέπει να διαθέτει λογισμό. Δηλαδή θέμα, τάξη, επιχείρημα. Στη τέχνη του λόγου, κυρίως του δημόσιου λόγου, της ρητορικής τέχνης, αφορά αυτό. Είναι ευχάριστο να εκφράζει κανείς προφορικά τις σκέψεις του άνετα κι όμορφα. Όταν ο λόγος είναι καθαρός, διαθέτει χάρη και απλότητα, έχει ταλέντο, διεισδύει στη ψυχολογία του ακροατηρίου και καθιστά το μήνυμα ευδιάκριτο.
Η Ρητορική προέρχεται από την ανάγκη του Ανθρώπου για επικοινωνία, με σκοπό τη διάδοση ιδεών και πληροφοριών, την εμψύχωση, τη διαπαιδαγώγιση και τη ψυχαγωγία. H ενασχόληση με την Ρητορική μας δίνει μία ιδέα του μεγαλείου που κατέχουμε. Είμαστε οι μνήμες από τους προγόνους μας που τους απασχόλησε η Αλήθεια για τις Ιδέες και για το Ιδεώδες. Ο Άνθρωπος παρατηρεί τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Αυτή η εξέταση τον βοηθά να αυτοπροσδιοριστεί και να τοποθετηθεί σε αυτό που λέγεται Ζωή. Το μέσο που διαθέτει είναι το Αίσθημα, η Σκέψη, το Συναίσθημα και ο Λόγος. Ο Λόγος είναι ο κυριότερος τρόπος έκφρασης του ανθρώπου, άρα και ο πιο σημαντικός. Η Ρητορεία είναι καλή όταν εκφράζει την Αλήθεια και το Δίκαιο στον ακροατή. Ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας κι ο Πλούταρχος ήταν λάτρεις της Ρητορικής και πολεμιστές της κούφιας Ρητορείας και του ψεύδους.
Στην Αρχαιότητα υπήρχαν 3 βασικά μαθήματα κλασσικής παιδείας: η Γραμματική, η Λογική κι η Ρητορική. Στους Αρχαίους Έλληνες η Ρητορική χρησίμευε για να τους προετοιμάσει κατάλληλα ώστε να μπορούν να ασχοληθούν με τα κοινά. Γνώριζαν ότι το να μιλήσει κανείς δημόσια είχε δυσκολίες. Η Ρητορική διδάσκει ευγλωττία, συλλογισμούς κι επιχειρήματα. Η ευγλωττία η οποία πέρα από ένα κληρονομημένο ταλέντο, είναι έν αγαθό που μπορεί κανείς να το αποκτήσει εύκολα, αρκεί να το επιθυμεί να το καλλιεργήσει. Η ευγλωττία είναι ένα εργαλείο χρήσιμο, εκφραστικό καθώς και πανίσχυρο γλωσσικό. Ο Ρήτορας χρειάζεται να εκπαιδευτεί στην ικανότητα της κρίσης, της διάκρισης και της ορθής επιχειρηματολογίας. Ο Ρήτορας είναι σε θέση να μιλήσει για διάφορα θέματα μπρος σε κοινό. Έχοντας ξεπεράσει τις δυσκολίες έκθεσης του εαυτού του, η αυτοπεποίθηση του κι η αυτοεκτίμηση του από τη κατοχή και τη χρήση αυτών των τεχνικών και των δεξιοτήτων είναι μεγάλη. Οι Σοφιστές δε, ήταν οι επαγγελματίες της εποχής που αναλάμβαναν να διδάξουν ρητορεία ιδιωτικά, έναντι μεγάλης αμοιβής.
Από τον Όμηρο έχουμε δείγματα φυσικής πρακτικής ρητορείας. Για τον Ησίοδο ο ωραίος λόγος θεωρείται δώρο των Μουσών. Η Πολύμνια ήταν η Μούσα της Ρητορικής. Ο Κόραξ κι ο Τεισίας από τη Σικελία (Συρακούσες 467 π.Χ.) ήταν οι 1οι που συνέταξαν έν εγχειρίδιο Ρητορικής και δίδασκαν αυτή τη τέχνη. Παρατίθενται 10 ονόματα αττικών ρητόρων: Αντιφών, Ανδροκίδης, Λυσίας, Ισαίος, Ισοκράτης, Υπερείδης, Λυκούργος, Αισχίνης, Δημοσθένης, Δείναρχος. Ο Σωκράτης εξάσκησε τη Ρητορική χρησιμοποιώντας το Ρητορικό Ερώτημα με σκοπό να αιφνιδιάσει, να προβληματίσει τον συνομιλητή του ως προς το ορθό, το Δίκαιο, το αληθές, το καλό και το χρήσιμο, με σκοπό το γενικό καλό. Ο τρόπος αυτός ανέτρεπε την θέση που είχε αρχικά ο συνομιλητής κι από τη συζήτηση άφηνε να φανεί η Αλήθεια των Ιδεών, των γεγονότων και των πράξεων. Η μέθοδος αυτή ονομάστηκε η Μαιευτική του Σωκράτη. H Ρητορική έχει κάνει μεγάλη διαδρομή ανά τους αιώνες. Έχει φτάσει και στις ημέρες μας ως μία διαχρονική Αξία. Η διδασκαλία της Ρητορικής είναι μία πνευματική-νοητική εξάσκηση. Όσο την εξασκεί κανείς τόσο καλύτερος γίνεται. Ωφελείται ο άνθρωπος ο οποίος την εντάσσει στην καθημερινότητα του.
Αν η αρχαία ελληνική ρητορεία μπορεί να διακριθεί με σαφήνεια από την αντίστοιχη ρωμαϊκή με βάση και μόνο το κριτήριο της γλώσσας, δεν ισχύει το ίδιο για την αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή θεωρία για τη σύνθεση του λόγου· κι αυτό, γιατί το ευκρινές αποτύπωμα της αρχαίας ελληνικής ρητορικής, όπως αυτή αναπτύχθηκε και διαμορφώθηκε προς το τέλος του 4ου αι. π.Χ., για να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνόφωνης εκπαίδευσης των νέων σε ολόκληρη την εκπολιτισμένη έκταση της λεκάνης της Μεσογείου, έχει διασωθεί μόνο στα ρητορικά συγγράμματα της ρωμαϊκής αρχαιότητας. Έχουμε λοιπόν λόγους ιστορικούς και μεθοδολογικούς να αναγνωρίζουμε την ελληνική ρητορική ως τμήμα του όλου που συνθέτουν η ελληνική κι η ρωμαϊκή ρητορική παράδοση μαζί, και να μελετούμε τη ρωμαϊκή ρητορική και ρητορεία, όχι μόνο στο όνομα της ιδιαίτερης κι αυτόνομης επιστημονικής κι αισθητικής αξίας τους, αλλά και για ν’ ανασυνθέσουμε και να κατανοήσουμε κατά το δυνατόν σε βάθος τα αντίστοιχα δημιουργήματα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος.
Λόγος δυνάστης μέγας ἐστίν, γράφει ο Γοργίας (περ. 480-380 π.Χ.), ένας από τους 1ους σοφιστές, στο Ἑλένης ἐγκώμιον. Ο λόγος δυναστεύει τους πάντες και τα πάντα: μπορεί να σταματήσει το φόβο, να σβήσει τη λύπη, να προκαλέσει χαρά, να ενισχύσει τη συμπάθεια. Απέναντί του φαντάζουμε ανυπεράσπιστοι. Αν λοιπόν η Ελένη μαγεύτηκε από τον λόγο του Πάρη, υποστηρίζει ο ρήτορας, τότε δεν μπορεί παρά να της αναγνωρίσει κανείς σοβαρά ελαφρυντικά. Ακολουθώντας το πνεύμα του Γοργία ο μαθητής του ο Ισοκράτης (436-338 π.Χ.) λέει περίπου τα εξής για τον ρητορικό λόγο σε μια από τις πρώτες παραγράφους του Πανηγυρικού: «οι λόγοι έχουν από τη φύση τους τη δύναμη να μιλήσουν με ποικίλους τρόπους για τα ίδια πράγματα, να κάνουνε τα σπουδαία μικρά και να δώσουνε διαστάσεις μεγάλες στα μικρά κι ασήμαντα, να παρουσιάσουνε τα παλιά με τρόπο καινοτόμο και να μιλήσουν με αρχαιοπρέπεια για όσα γίνανε πρόσφατα». Αν θα θέλαμε να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενο του αποσπάσματος με όρους της εποχής μας, θα λέγαμε πως ο έντεχνος λόγος έχει τη δύναμη να συνθέσει μιαν «εικονική» πραγματικότητα στον αντίποδα κείνης που θα χαρακτήριζε κανείς ως κατεξοχήν αντιληπτή με τη νόηση και τις αισθήσεις, άρα, ως (εν ευρεία εννοία) «αληθινή». Η ρητορική θα μπορούσε, επομένως, να θεωρηθεί όχι απλά κι αφηρημένα ως τέχνη της πειθούς, αλλά, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, ως τέχνη της δημαγωγίας, της παραπλάνησης και της απάτης.
Η σκέψη για το περιεχόμενο και τον σκοπό της τέχνης του λόγου, που γεννιέται αυτόματα κάθε φορά που το (σκεπτόμενο) κοινό καλείται να ακολουθήσει τη θέση του ρήτορα, να αναλογιστεί με άλλα λόγια για την αλήθεια της, τη δικαιοσύνη και τη σκοπιμότητά της, οδηγεί αυτόματα σε μια σειρά από ερωτήματα: από πού εκπορεύεται η εκπληκτική δύναμη επιρροής του τεχνικά άρτιου λόγου; Ποιά ακριβώς είναι η φύση της; Είναι η δύναμη του λόγου διδακτή; Είναι με άλλα λόγια τέχνη η ρητορική και ποιό ακριβώς είναι το αντικείμενό της; Ποιά η συμμετοχή και η συμβολή της στον αγώνα του ανθρώπου για την κατάκτηση της γνώσης; Ποιές οι ηθικές διαστάσεις και τα όριά της; Ποιές οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές της;
Στην Αθήνα των κλασσικών χρόνων, σε μια πόλη-κράτος βαθιά σκεπτόμενων, στη πλειονότητά τους, πολιτών, όπου οι δεινοί ρήτορες προκαλούνε για μεγάλο χρονικό διάστημα ενθουσιώδες παραλήρημα στο κοινό, είναι διάχυτη κι η δυσπιστία προς τη ρητορεία και τη τέχνη της, όπως αποδεικνύουνε τραγικοί και κωμικοί χαρακτήρες του αττικού δράματος που αμφισβητούνε τα παραπλανητικά και στρυφνά σοφιστικά τεχνάσματα. Η μεγαλύτερη όμως αμφισβήτηση της αξίας της ρητορικής διδασκαλίας των σοφιστών έρχεται από τους φιλοσόφους, ιδιαίτερα από τον Πλάτωνα. Μπορούμε να φανταστούμε αυτή την αντιπαράθεση (σοφιστών και φιλοσόφων) σαν ένα παράδειγμα ἀντιλογίας (λεκτικής αντιπαράθεσης στο πλαίσιο μιας αντιδικίας). Σε αυτή την έντονη διαμάχη οι φιλόσοφοι αξιοποιούνε τα μέσα της ρητορικής, τις περισσότερες φορές, είναι αλήθεια, όχι για να τη πολεμήσουν αλλά για ν’ ανασυντάξουνε τους στόχους και τις μεθόδους της με σκοπό, όπως πιστεύουν, να προστατέψουνε τους πάντες και την ίδια αυτή την τέχνη, από τον κίνδυνο να γίνει αντικείμενο κατάχρησης και μέσο παραπλάνησης και να την αναδείξουν, εν τέλει, σε χρήσιμο όργανο για την ανεύρεση, τη διερεύνηση και τη κατάδειξη της αλήθειας. Αιώνες μετά τον Πλάτωνα, στην αρχαία Ρώμη, ο πρώτος «κρατικοδίαιτος» καθηγητής της ρητορικής, ο Κοϊντιλιανός (περ. 35-100 μ.Χ.), θα σχολιάσει με αυστηρότητα τη παράδοξη ασυνέπεια κάποιων εχθρών της τέχνης του λόγου (Institutio oratoria 2.16.1): «ορισμένοι πολεμούν τη ρητορική αξιοποιώντας τις δυνάμεις της κι αυτό είναι που τους εκθέτει περισσότερο». Άλλωστε, όπως θα σημειώσει πολλές 100άδες χρόνια μετά ο θεωρητικός της γλώσσας και της λογοτεχνίας και διανοητής της σημειωτικής Roland Barthes (1915-1980), ο κόσμος μας είναι απίστευτα γεμάτος από αρχαία ρητορική. Θα έχει βεβαίως μεσολαβήσει το μεσουράνημα της ρητορικής στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα των ανθρωπιστών και μετά από αυτό η αμφισβήτηση και πάλι της συγκεκριμένης τέχνης από σημαντικούς διαφωτιστές ως μέσου για την έκφραση και διατύπωση της εμπειρικής γνώσης. Μες σε αυτή την ιστορική πορεία το δόγμα για την αδιάρρηκτη σύζευξη αρετής κι ευγλωττίας (vir bonus dicendi peritus – ἀνὴρ ἀγαθός τε καὶ εὔγλωττος), θέση με καταβολές στην αρχαία Ελλάδα και θερμή προβολή στην αρχαία Ρώμη, θέτει διαχρονικά, παρά τη δική του ιστορική ταυτότητα, το ύψιστο όριο ασφαλείας για τη χρήση της τέχνης του λόγου: η ρητορική είναι καλή κι επωφελής μόνο όταν συνδυάζεται με την ηθική ακεραιότητα.
Το αργότερο από το τελευταίο 1/4 του 5ου αι. π.Χ. και μετά, οι σοφιστές διδάσκουν -κατά κανόνα αντί εντυπωσιακά υψηλού τιμήματος- πώς μπορεί να χειριστεί κανείς τον λόγο αποτελεσματικά, να προσεταιριστεί με άλλα λόγια το κοινό του με τη πειθώ. Απώτερος στόχος της διδασκαλίας είναι μια επιφανής σταδιοδρομία στη δικανική «αρένα» ή/και, κυρίως, στη πολιτική σκηνή. Ο τεχνικά άρτιος λόγος αναδεικνύεται σε ισχυρό κι εντυπωσιακό εργαλείο των πολιτών, που ζητούν να λύσουνε τις διαφορές μεταξύ τους, να ρυθμίσουνε τις σχέσεις τους με τη πολιτεία και ν’ αναδείξουνε τις οφειλές και τη προσφορά τους προς αυτή, αλλά και να οριοθετήσουνε τη συνύπαρξή τους με άλλες πολιτικές κοινότητες. Έτσι ως αντικείμενο της σοφιστικής διδασκαλίας η ρητορική, θα διεισδύσει γρήγορα στα διάφορα επίπεδα της κοινωνικής ζωής των αρχαίων Ελλήνων και των ποικίλων εκφάνσεών της. Αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς ότι στην αρχαία δημοκρατική Αθήνα κάθε χρόνο 6.000 άρρενες πολίτες κληρώνονταν για να στελεχώσουν τα δικαστήρια της πόλης, αντιλαμβάνεται τη τεράστια επιρροή που θα μπορούσαν να ασκήσουν οι λόγοι που εκφωνούνταν στο πλαίσιο των δικανικών αντιπαραθέσεων στις συνειδήσεις, στο πνεύμα, στη ψυχή και στην ομιλία των ακροατών τους, εν τέλει στο σύνολο της πολιτικής κοινότητας και τις ποικίλες δραστηριότητές της.
Η ρητορική αποκτά μάλιστα τη δυναμική μιας «εισαγωγής στον δημόσιο βίο», μια που οι σοφιστές επαγγέλλονται πως προσφέρουνε στους μαθητές τους γνώσεις όχι μόνο για το πώς να κατευθύνουνε και να επηρεάσουνε τους συμπολίτες τους με το λόγο, αλλά και για το πώς να κατακτήσουνε τη πολιτική αρετή, στην οποία οι ίδιοι αποδίδουνε περιεχόμενο πραγματιστικό, ατομικό κι ωφελιμιστικό, καθώς την αντιλαμβάνονται ως κατάκτηση της κορφής της πολιτικής κοινότητας κι επικράτηση πάνω στο σύνολο των υπόλοιπων πολιτών. Ως αντίβαρο στις θέσεις των σοφιστών γεννιέται μέσα στον 4ο αι. π.Χ. η ιδέα μιας περισσότερο «φιλοσοφικής» και λιγότερο πραγματιστικής ρητορικής. Τέθηκαν με αυτόν τον τρόπο οι προϋποθέσεις για να επιβιώσει η ρητορική και μετά τη κατάρρευση των μορφών πολιτικής οργάνωσης που τη γέννησαν. Σε συνδυασμό με τη φιλοσοφία -η σύζευξη εγγυάται τη προστασία της ρητορικής τέχνης από την κατάχρησή της ως μέσου δημαγωγίας- η τέχνη του λόγου γίνεται κιόλας στην αρχαιότητα η βάση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος που αναδεικνύεται σ’ ένα από τα πιο πολύπλευρα και πλούσια σε επιδράσεις στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού -η επιρροή του φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Οι καταβολές του βρίσκονται κιόλας στα έργα του μεγαλύτερου πολέμιου της σοφιστικής ρητορικής, του Πλάτωνα (428/7-348/7 π.Χ.), που αναζητά τη γνήσια ρητορική, τον οδηγό προς την αλήθεια και τη δικαιοσύνη και στα κείμενα του μαθητή του του Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), που αναλύει το λόγο περισσότερο με διάθεση επιστημονική παρά από ενδιαφέρον για τη πράξη. Το συγκεκριμένο όμως πρόγραμμα εδραιώνεται ουσιαστικά από τον Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) -με τη «φιλοσοφία» του, όπως χαρακτήριζε τη ρητορική του διδασκαλία, έδωσε κατευθύνσεις που αφορούσαν το χαρακτήρα και την ηθική διάπλαση του ατόμου- και φτάνει στη πλήρη ανάπτυξή του στη Ρώμη με τον Κικέρωνα (106-43 π.Χ.) και τον Κοϊντιλιανό (περ. 35-100 μ.Χ.). Βασική ιδέα αυτού του προγράμματος είναι ότι το να μάθει κάποιος να μιλά καλά σημαίνει στη πραγματικότητα να γνωρίζει να σκέφτεται και να ζει ορθά.
Προς τα τέλη λοιπόν του 4ου αι., όταν πια εξαιτίας της κατάρρευσης της πόλης-κράτους το πολιτικό σκηνικό που γέννησε τη ρητορική παύει να υπάρχει, η τέχνη του λόγου, που βεβαίως εξακολουθεί να γοητεύει με τα παράγωγά της στο χώρο της πολιτικής και των δικαστηρίων, γίνεται από τη μια ο ακρογωνιαίος λίθος της εκπαίδευσης των εκλεκτών, ενώ προσφέρει από την άλλη τις κατηγορίες, τις έννοιες και τους όρους για τη συστηματική μελέτη της καθαρής λογοτεχνίας. Άλλωστε στο πλαίσιο της ρητορικής βρίσκουνε τη θέση τους κρίσιμες παρατηρήσεις για ειδικά θέματα που αφορούνε στη γλώσσα, στη γραμματική, στη κριτική, στη μουσική, στη παράσταση ενώπιον του κοινού, στη ψυχολογία. Εύγλωττα δείγματα ρητορείας αλλά και κείμενα καθαρώς λογοτεχνικά αξιοποιούνται εξάλλου συστηματικά στο πλαίσιο της ρητορικής διδασκαλίας, για να συζητηθεί η εξωραϊστική σκευή του προφορικού και του γραπτού λόγου. Έτσι γεννιέται στην ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα ένα πρώτο δείγμα αισθητικής του λόγου, μια πρώιμη θεωρία της λογοτεχνίας.
Στο ρητορικό του σύγγραμμα De Inventione (1.2.2-3) ο Κικέρωνας (106-43 π.Χ.) αφηγείται μιαν ενδιαφέρουσα ιστορία: Οι πρώτοι άνθρωποι ζούσανε σε συνθήκες πρωτόγονες, στηρίζονταν στη φυσική τους δύναμη και περιπλανιόνταν στους αγρούς κατά τον τρόπο των άγριων θηρίων χωρίς καμμία αντίληψη του μέτρου ή του καθήκοντος. Κάποτε ένας σπουδαίος, σοφός κι ευφραδής άνδρας κατάφερε μιλώντας τους να τους στρέψει σε ένα χρήσιμο κι αξιοπρεπή τρόπο κοινωνικής συμβίωσης βγάζοντάς τους από τις παλιές τους συνήθειες. Ο μύθος που μας αφηγείται μιλά για κείνον που 1ος ανακάλυψε τη δύναμη του λόγου να πείθει και να κατευθύνει. Προβάλλει εξάλλου με τον συμβολισμό του την αξία του συνδυασμού της ευγλωττίας με τη σοφία. Για τους Έλληνες, μόνον ένας θεός θα μπορούσε να προσφέρει αυτή τη δύναμη κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ερμή -καθόλου τυχαία, αν λάβει κανείς υπόψη πως ο συγκεκριμένος θεός ήταν έμπορος, κλέφτης, πονηρός λογοπλόκος, κομιστής ειδήσεων αλλά και των ψυχών στο Κάτω Κόσμο, στη ζωή πέρα από τον θάνατο.
Τα πρώτα κομψοτεχνήματα έντεχνου λόγου στα ελληνικά τα συναντάμε κιόλας στη ποίηση της αρχαϊκής περιόδου (8ος αι.-τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο Νέστορας, «ο γλυκομίλητος αγορητής […], που πιο γλυκά από μέλι ανάβρυζαν τα λόγια του απ’ το στόμα» (Ἰλιάς Α 248-249, μτφρ. Φ. Ι. Κακριδή) κι ο πολύτροπος Οδυσσέας, είναι εμβληματικές μορφές ομιλητών στη ποίηση του Ομήρου, δεν είναι όμως οι μόνες ομηρικές φιγούρες που προσφέρουν με τα λόγια τους δείγματα έντεχνου λόγου. Η Ιλιάδα αποτελείται σχεδόν κατά το 1/2 από λόγους, ενώ η Οδύσσεια κατά τα 2/3. Αποδεικνύεται έτσι με σαφήνεια πως η ομιλία για την εξυπηρέτηση πρακτικών στόχων (όπως η προτροπή για ανάληψη συγκεκριμένης δράσης ή η απόδοση ευθυνών) ήτανε διαδεδομένη στη ζωή των Ελλήνων των αρχαϊκών χρόνων, συνθήκη απολύτως αναμενόμενη, αν λάβει κανείς υπόψη ότι στις ελληνικές πόλεις της συγκεκριμένης περιόδου υπήρχανε κιόλας οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσμοί που ευνοούσαν ή επέβαλλαν την εκφώνηση λόγου. Άλλωστε στα ομηρικά έπη βρίσκουν εφαρμογή πολλά από όσα συστηματοποιεί αργότερα η τέχνη μέσα από κανόνες (όπως για παράδειγμα ένα πλήθος ρητορικών σχημάτων και τρόπων).
Κάποιοι ρητοροδιδάσκαλοι βλέπαν μάλιστα στον Όμηρο τον ευρετή της ρητορικής. Kι είναι αλήθεια πως στα ομηρικά έπη δεν εντοπίζουμε απλά τα 1α δείγματα ρητορείας, αλλά και τα 1α, αν κι ισχνά, δείγματα στοχασμού για τη δύναμη του προφορικού λόγου, όπως και διδασκαλίας της σύνθεσής του. Στη ραψωδία Γ’ της Ιλιάδας, π. χ., ο Αντήνορας περιγράφει τον τρόπο ομιλίας του Μενέλαου και του Οδυσσέα, όταν ήλθαν για 1η φορά ως πρεσβευτές στη Τροία, επιμένοντας μάλιστα στην εντύπωση που προκαλέσαν στο κοινό (Γ 212-224), ενώ στη ραψωδία Ι’, ο παιδαγωγός του Αχιλλέα, ο Φοίνικας, ισχυρίζεται, ως μέλος της πρεσβείας στο θυμωμένο ήρωα, πως είχε από τον Πηλέα εντολή να διδάξει τον νεαρό Αχιλλέα όχι μόνο να δρα αλλά και να μιλά.
Δεν είναι όμως ο Όμηρος ο μόνος ποιητής της αρχαϊκής περιόδου που αναγνωρίζει τη δύναμη του λόγου: για τον Ησίοδο (Θεογονία 83-87) όποιος δικάζει, στο όνομα του υψηλού αξιώματός του στην κοινότητα, είναι ευλογημένος από τις Μούσες, αφού έχει τη δύναμη να πείσει με τον λόγο του για τις δίκαιες αποφάσεις του. Εξάλλου στον ομηρικό Ύμνο στον Ερμή (Εἰς Ἑρμῆν 322-396, πιθ. 6ος αι. π.Χ.) έχουμε την αρχαιότερη σωζόμενη στην αρχαία ελληνική γραμματεία σκηνή που θυμίζει δίκη, καθώς εδώ διασταυρώνουνε τους λόγους τους ενώπιον του Δία, που αναλαμβάνει ρόλο κριτή, ο Απόλλωνας κι ο Ερμής: ο 1ος κατηγορεί το 2ο για τη κλοπή των βοδιών του· ο κατηγορούμενος προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια του κριτή.
Βεβαίως, τίποτε δεν μας δεσμεύει να υποθέσουμε ότι κιόλας στους αρχαϊκούς χρόνους η σύνθεση λόγου διδάσκεται με τρόπο συστηματικό. Άλλωστε οι συνθήκες που θα καταστήσουνε το λόγο, εργαλείο εντυπωσιακά αποτελεσματικό για τη δικαίωση και τη κοινωνική και πολιτική καταξίωση του ατόμου, ανεξάρτητα από τη κοινωνική του προέλευση ή/και το μερίδιό του στην αρετή, δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμη. Μπορεί λοιπόν ο Θερσίτης της Ιλιάδας να μιλά με οξύτητα, νεύρο κι ορμή -ο χαρακτηρισμός του ως λιγέως ἀγορητοῦ (Ἰλιάς Β 246), ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι διαποτίζεται από το υπονομευτικό πνεύμα της ειρωνείας, τον φέρνει κοντά στον ευφραδή Νέστορα- ωστόσο, παραμένει μια απολύτως αντιηρωϊκή μορφή, που κάθε άλλο παρά καταφέρνει να κερδίσει την εκτίμηση των συμπολεμιστών του.
Με τούτα και τ’ άλλα αφήνουμε πίσω μας τον Ελληνικό χώρο, κάμποσο πίσω, εκεί κοντά στο 300 π. Χ., για να πιάσουμε λιμάνι στη δημιουργημένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, σύντομα, ώστε να πλησιάσουμε και το στόχο του άρθρου. Η δημοκρατία (res publica) εγκαθιδρύεται στη Ρώμη στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., μετά το διωγμό του τελευταίου Ετρούσκου βασιλιά, του Ταρκύνιου του Υπερήφανου (Tarquinius Superbus). Η θανάτωση του τελευταίου μεγάλου υπερασπιστή της, του ρήτορα και φιλοσόφου Κικέρωνα (43 π.Χ.), σημαίνει το τέλος της περιόδου της ρωμαϊκής res publica.
Μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.) και την επικράτηση των Μακεδόνων οι ελληνικές πόλεις παύουν να είναι ανεξάρτητες. Μαζί με την αυτονομία τους σβήνει κι η πολιτική των λαϊκών συνελεύσεων, όπου οι εύγλωττοι ομιλητές είχανε την ευκαιρία ν’ αναδείξουνε τη ρητορική τους δύναμη. Βεβαίως, η ρητορεία ακολουθεί τον δρόμο της στις ελεύθερες πόλεις της Ανατολής. Αλλά και στην ίδια την Αθήνα αρχίζει να εκδηλώνεται προς το τέλος του 4ου αι. μια τάση προς το παθητικό και το ανθηρό ύφος, που παραπέμπει στην «ασιανική» ρητορεία, τη ρητορεία που αναπτύσσεται από τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. στις ελεύθερες πόλεις της Μ. Ασίας και των παραλίων της. Άλλωστε ο δημόσιος λόγος δεν παύει να εκφωνείται: η ρητορεία είχε με βεβαιότητα την ιδιαίτερα σημαντική θέση της στις διπλωματικές αποστολές, τις οποίες αναλαμβάνανε συχνά φιλόσοφοι, ενώ τις δικανικές υποθέσεις υποστηρίζανε κατά κανόνα εξασκημένοι ομιλητές, που ήτανε σε θέση ασφαλώς ολοένα και περισσότερο, καθώς προχωρούμε μέσα στον 4ο αι., να εμβαθύνουνε σε θέματα ύφους του λόγου και χρήσης των επιχειρημάτων.
Το μεγαλύτερο μέρος της ρητορείας και των ρητορικών συγγραμμάτων αυτής της περιόδου (323-31/30 π.Χ.) δεν έχει διασωθεί. Οι σχετικές πληροφορίες αντλούνται από αποσπάσματα, την έμμεση παράδοση και τα λατινικά κείμενα του Κικέρωνα, του επιφανέστερου ρήτορα της Ρώμης, και του Κοϊντιλιανού (35-96; μ.Χ.), του σημαντικότερου ρητοροδιδάσκαλου της ρωμαϊκής αρχαιότητας. Μπορούμε πάντως να πούμε με βεβαιότητα ότι η εύρεση των επιχειρημάτων και το ύφος είναι τα ἔργα του ρήτορα που απολαμβάνουνε κατά την ελληνιστική περίοδο τη μεγαλύτερη προσοχή και τη συστηματικότερη πραγμάτευση. Επιπλέον, η ρητορική αποκτά τώρα μια νέα λειτουργία: γίνεται πια «το σημαντικότερο όργανο μιας μέσης γενικής παιδείας». Η διδασκαλία της, που περιλαμβάνει μελέτη των κλασικών και πρακτικήν εξάσκηση στο ύφος και την επιχειρηματολογία, εγγυάται υψηλό επίπεδο χρήσης των ελληνικών στο γραπτό και τον προφορικό λόγο.
Εξάλλου το σύστημα της ρητορικής τέχνης, που κατά τους ελληνιστικούς χρόνους αναπτύσσεται κι εμπλουτίζεται στο σύνολό του, υπηρετεί τη σύνθεση λόγου με λογοτεχνικές αξιώσεις, ενώ προσφέρει μια υποτυπώδη «θεωρία της λογοτεχνίας». Το έργο Περὶ ἑρμηνείας, ενδεχομένως του Δημητρίου από το Φάληρον, τα συγγράμματα ρητορικής του Διονύσιου από την Αλικαρνασσό, ή το έργο Περὶ Ὕψους, που αποδίδεται σε κάποιον Διονύσιο ή σε κάποιον Λογγίνο ή και στο Διονύσιο Λογγίνο, είναι ταυτόχρονα και συγγράμματα κριτικής του λόγου. Έτσι η σύνδεση της ποιητικής με τη ρητορική, που ενυπάρχει κιόλας στα ομώνυμα αριστοτελικά συγγράμματα, βαθαίνει κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και προβάλλει με μεγαλύτερη σαφήνεια. Άλλωστε η ρητορική διδασκαλία (μες από τη θεωρία της αλλά και τις εφαρμογές της) συνδιαμορφώνει τις τάσεις στη λογοτεχνική παραγωγή. Επιδράσεις δέχεται η ιστοριογραφία, η μυθιστορία, η νουβέλα, η επιστολογραφία αλλά κι η ποίηση. Οι τάσεις αυτές εκδηλώνονται γενικά σε πρώιμη μορφή από τον 1ο αι. π.Χ. (στο ελληνόφωνο περιβάλλον κατά περίπτωση κιόλας από τον 2ο) και παίρνουνε διαστάσεις μες στους αυτοκρατορικούς χρόνους.
Ιδιαίτερον ενδιαφέρον παρουσιάζει το ερώτημα αν προϋποθέτει ο τύπος του ρητορικού προγυμνάσματος που είναι γνωστός ως διήγημα το ελληνιστικό ερωτικό μυθιστόρημα ως ήδη διαμορφωμένη λογοτεχνική μορφή ή αν, αντίστροφα, το συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος γεννήθηκε κάτω από την επίδραση και του διηγήματος. Σε κάθε περίπτωση, το διήγημα παρουσιάζει ιδιαίτερη συγγένεια με την ύστερη ερωτική κι ιστορική τραγωδία όπως και με τη νέα κωμωδία. Ίσως λοιπόν ο χαρακτηρισμός του μυθιστορήματος της ύστερης εποχής ως δράματος ή δραματικού (ενν. διηγήματος) ν’ αποτυπώνει ακριβώς τη προέλευση του μυθιστορήματος από τη συγκεκριμένη ρητορική άσκηση. Έν ακόμη χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι ότι τα κέντρα ρητορείας και ρητορικής θεωρίας εντοπίζονται πια εκτός Αθηνών: στην Ανατολή η Ρόδος κι οι πόλεις της Μ. Ασίας, στη Δύση η Ρώμη, αναλαμβάνουνε πρωταγωνιστικό ρόλο και γίνονται τόποι εκδήλωσης κι ανάπτυξης νέων τάσεων, ιδιαίτερα σημαντικών για την ιστορία της ρητορικής, όπως αυτών του ασιανισμού και του αττικισμού.
Ο συγκεκριμένος κανόνας ακολουθεί το πνεύμα και των άλλων κανόνων που συνέταξαν οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι εξυπηρετεί την ανάγκη να οριστούνε συγκεκριμένα πρότυπα ύφους, που ‘χουν όλα τους κοινό χαρακτηριστικό πως εκπροσωπούν υποδειγματικά, κατά την άποψη του συντάκτη αυτού του καταλόγου, την αττική ρητορεία. Η επιλογή αυτή ανταποκρίνεται λοιπόν στις αξιώσεις της κίνησης του αττικισμού -στο πλαίσιό της διακρίνονται έξοχοι εκπρόσωποι της αττικής πεζογραφίας μ’ έργα που προβάλλονται ως υψηλά πρότυπα ύφους, άξια μίμησης. Ενδέχεται μάλιστα η εισήγηση αυτών των 10 ονομάτων ως των κορυφαίων αττικών ρητόρων να οφείλεται στη Ῥητορικὴ τέχνη του Απολλόδωρου από τη Πέργαμο (1ος αι. π.Χ.), έργο που δεν έχει διασωθεί. Κατά μιαν άλλην άποψην ήταν ο Καικίλιος από τη Καλή Ακτή, ένας από τους κύριους εκπροσώπους της 2ης φάσης του αττικισμού κατά τον 1ο αι. π.Χ, ο συντάκτης κι εισηγητής του κανόνα -πιθανότατα με το έργο του Περὶ τοῦ χαρακτῆρος τῶν δέκα ῥητόρων. Πιθανόν σε αυτό το έργο να ‘χε ενσωματώσει τις έρευνές του γύρω από τον βίο των συγκεκριμένων ρητόρων, τη γνησιότητα και την αισθητική αξία των λόγων τους. Ίσως μάλιστα το έργο αυτό ν’ αποτέλεσε τη πηγή του Διονύσιου του Αλικαρνασσέα και του συντάκτη των ψευδοπλουτάρχειων Βίων τῶν δέκα ῥητόρων.
Μέχρι και τον 2ο αι. π.Χ. δεν φαίνεται να υπάρχει θεωρία λόγου ή συστηματική εκπαίδευση των ρητόρων στη Ρώμη -είναι χαρακτηριστικό πως οι έλληνες φιλόσοφοι και ρητοροδιδάσκαλοι διώκονται από τη πόλη το 161 π.Χ., πράγμα που εμμέσως αποδεικνύει ότι μπορούσαν να ασκήσουν μεγάλη επιρροή στο ρωμαϊκό πλήθος. Ωστόσο, ο Κικέρωνας στο έργο του Brutus ανάγει τις ρίζες της ρωμαϊκής ρητορείας στη πρώιμη περίοδο της Δημοκρατίας. Για κείνον οι 1οι μεγάλοι πολιτικοί είναι και μεγάλοι ρήτορες. Σε αυτούς ανήκουν ο Κάτων ο Τιμητής, ο Λαίλιος, οι Τιβέριος & Γάιος Γράκχος, ο Κράσσος κι ο Αντώνιος. Άλλωστε στα μέσα του 2ου αι. στη Ρώμη διδάσκουν ως ιδιώτες έλληνες δάσκαλοι της γραμματικής και της ρητορικής.
Ο Κάτων (234-149 π.Χ.) είναι ο 1ος Ρωμαίος που δημοσιεύει ο ίδιος τους λόγους του. Η βασική του αρχή είναι: rem tene, verba sequentur («μείνε προσηλωμένος στο θέμα, τα λόγια θα ακολουθήσουν») πρόκειται για τυπικό δείγμα αυστηρής ρωμαϊκής στάσης που προκρίνει την αυτοσυγκράτηση και τη λιτότητα απέναντι στην πολυτέλεια κάθε μορφής. Κιόλας πριν από τον Κάτωνα ο Άππιος Κλαύδιος μιλά στη Σύγκλητο ενάντια στη σύναψη ειρήνης με τον Πύρρο, τον βασιλιά της Ηπείρου (280/279 π.Χ.). Ο λόγος του, που δημοσιεύεται, αποτελεί πρόδρομο των κατωνικών λόγων. Ωστόσο, κατά τον Κικέρωνα, ο 1ος ρωμαίος ρήτορας που θα μπορούσε να συγκριθεί με τους αττικούς ήταν ο Μ. Αιμίλιος Λέπιδος, ο επονομαζόμενος Πορκίνας (M. Aemilius Lepidus Porcina, ύπατος το 137 π.Χ., Κικέρων, Brutus 25.95-96).
Η ελληνική επίδραση είναι ευδιάκριτη και στη ρωμαϊκή ρητορεία -ο ρωμαϊκός πολιτισμός φέρει κιόλας από τις απαρχές του τη σφραγίδα του ελληνικού πνεύματος- ακόμη και στη περίπτωση ενός ορκισμένου εχθρού των ξένων επιρροών, όπως είναι ο Κάτωνας· άλλωστε οι ηγεμόνες της οικουμένης επιθυμούν να εφαρμόσουν ό,τι έχουν μάθει από τους έλληνες οικοδιδασκάλους τους. Το αρχαιότερο βεβαίως είδος (γένος) δημόσιου λόγου στη Ρώμη είναι το ἐπιδεικτικόν (genus demonstrativum): οι laudationes funebres, οι επικήδειοι λόγοι, όπως και λόγοι πανηγυρικοί, για παράδειγμα ο λόγος που εκφώνησε ο Αιμίλιος Παύλος μετά το θριάμβό του (για τη νίκη του επί του μακεδόνα βασιλιά Περσέα στη Πύδνα) στα 167 π.Χ. (Λίβιος, Ab urbe condita 45.41). Παράλληλα ανθεί η δικανική κι η πολιτική ρητορεία. Οι πάτρωνες είναι υποχρεωμένοι να αναλάβουν αμισθί την υπεράσπιση των πελατών τους σε δίκες -η διαφορά από το ελληνικό έθος, να αγορεύουν δηλαδή στο πλαίσιο της διαδικασίας οι ίδιοι οι διάδικοι, είναι χαρακτηριστική· οι Συγκλητικοί διατυπώνουν τις θέσεις τους στις συνελεύσεις του Σώματος (dicere sententiam in senatu)· η λαϊκή συνέλευση (contio) προσφέρει το πλαίσιο για την εκφώνηση συμβουλευτικών λόγων· λόγους απευθύνουν οι στρατηγοί στους στρατιώτες τους (allocutio). Βεβαίως, στον «κύκλο των Σκιπιώνων» (μέσα του 2ου αι. π.Χ.), ένα σύνολο ισχυρών πολιτικών και των προστατευόμενων διανοουμένων τους, που συνδέονται μεταξύ τους στ’ όνομα του κοινού πνευματικού στόχου, να καλλιεργήσουνε και να προωθήσουνε την ελληνική παιδεία στη Ρώμη, το βάρος πέφτει ολοένα και περισσότερο στη θεωρία, την καθαρή ρητορική. Οι πολιτικές συνθήκες ευνοούνε την ανάπτυξη της πολιτικής ρητορείας: οι λόγοι των δημάρχων μπορούν να ασκήσουν ιδιαίτερα μεγάλη επιρροή. Οι δύο Γράκχοι (Τιβέριος & Γάιος) έχουν μικρασιατική ρητορική παιδεία, αλλά ο λόγος τους διακρίνεται από την απλή κι εύστοχην έκφραση. Στους ύστερους χρόνους της Δημοκρατίας και μέσα σε συνθήκες κρίσης η ρητορεία γνωρίζει στο Λάτιο μεγάλην άνθηση. Η ζωή και το έργο του Μάρκου Τ(ο)ύλλιου Κικέρωνα, του μεγαλύτερου ρήτορα της αρχαίας Ρώμης (κι ο μεγαλύτερος ρήτορας της αρχαιότητας μετά τον ‘Ελληνα Δημοσθένη), αντικατοπτρίζουν ακριβώς αυτές τις συνθήκες.
Μες στο 1ο μισό του 5ου αι. π.Χ. στις ελληνικές αποικίες της Σικελίας ξεσπούνε πολιτικές αναταραχές που οδηγούνε σ’ ανατροπή της τυραννίας: το 471 π.Χ. η δυναστεία του Θήρωνα στον Ακράγαντα φτάνει στο τέλος της, ενώ το 463 π.Χ. ο Ιέρωνας χάνει την εξουσία του στις Συρακούσες. Οι πολίτες είναι πια ελεύθεροι να διεκδικήσουνε σε μια σειρά από δίκες τις περιουσίες που είχανε καταπατήσει οι τύραννοι των πόλεων. Οι Έλληνες είχαν ανέκαθεν έμφυτη προδιάθεση προς το λόγο κι ενδιαφέρον για την επικοινωνία μέσα από συζητήσεις -ο Όμηρος είναι αδιάψευστος μάρτυρας- τώρα όμως διαμορφώνονται κι οι πολιτικές συνθήκες που ευνοούνε την εκφορά δημόσιου λόγου και την ανάδειξη των ικανών ρητόρων σε πρόσωπα με πολιτική και κοινωνική δύναμη.
Η γέννηση της τέχνης του λόγου συνδέεται κατά την παράδοση με ονόματα Σικελών: του φιλόσοφου Εμπεδοκλή από τον Ακράγαντα, του Κόρακα και του Τ(ε)ισία από τις Συρακούσες -τους 2 τελευταίους συνδέει σχέση δασκάλου-μαθητή. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο (8.57) ο Αριστοτέλης ανέφερε στον διάλογό του Σοφιστής ότι ευρετής της ρητορικής ήταν ο Εμπεδοκλής. Τα ονόματα πάλι του Κόρακα και του Τ(ε)ισία συσχετίζονται με τη συγγραφή ενός εγχειριδίου διδασκαλίας της ρητορικής (Κικέρων, Brutus 12.46). Κατά τη μαρτυρία του Πλάτωνα (Φαῖδρος 273a6-273c9) και του Αριστοτέλη (Ῥητορική 2.14.1402a17-23) -ο 1ος κάνει λόγο για τον Τ(ε)ισία, ο 2ος για τον Κόρακα- φαίνεται πως ασχολήθηκαν με την απόδειξη βάσει ενδείξεων ή τον συλλογισμό που στηρίζεται στο πιθανόν, το εἰκός. Άλλωστε οι ανεκδοτολογικού τύπου ιστορίες για τις οικονομικές οφειλές του Τ(ε)ισία στον δάσκαλό του αποδεικνύουν πως οι τεχνήεντες συλλογισμοί, οι λεγόμενες «σοφιστείες» (τα φαινόμενα εἰκότα, αλλά όχι αληθή συμπεράσματα), συνιστούσαν από την αρχή σημαντικό κεφάλαιο της αρχαίας ρητορικής. Στον Κόρακα αποδίδεται εξάλλου και η επινόηση της διαίρεσης του λόγου σε επτά μέρη: προοίμιον, προκατασκευή, προκατάστασις, κατάστασις, ἀγῶνες, παρέκβασις, ἐπίλογος. Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Εμπεδοκλής θεωρείται δάσκαλος του Γοργία, ενώ ο Τ(ε)ισίας του Λυσία και του Ισοκράτη. Αναρωτιέται βέβαια κανείς πώς θα πρέπει να φανταστούμε τη διδασκαλία της τέχνης του λόγου σε αυτή τη πρώιμη εποχή. Το πιθανότερο είναι πως αυτοί οι πρόδρομοι ρητοροδιδάσκαλοι διατύπωναν με βάση την εμπειρική παρατήρηση γενικούς κανόνες· πάνω τους θα στηριζόταν αργότερα η συστηματική διδασκαλία της ρητορικής τέχνης.
Μπορεί η ρητορική να γεννήθηκε στη Σικελία, γνώρισε όμως ιδιαίτερην άνθιση στην Αθήνα. Η πόλη περνά τον 5ο και τον 4ο αι. μες από διάφορες ιστορικές και πολιτικές περιπέτειες: σε συμμαχία με τους Σπαρτιάτες καταφέρνει να κατατροπώσει τους Πέρσες επιδρομείς. Αποκτά έτσι δύναμη πάνω στους συμμάχους της. Στο τέλος συγκρούεται με τη Σπάρτη. Μετά την ήττα στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, την εγκαθίδρυση του ολιγαρχικού καθεστώτος και, τέλος, τη κατάρρευσή του, έχουμε την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η συμβουλευτική ρητορεία, που ενεργοποιείται κάθε τόσο και την οποία αναλαμβάνουν πρόσωπα που θα πρέπει να στηριχθούν στην προσωπική τους ικανότητα κι ευχέρεια κι όχι σε κοινωνικούς μηχανισμούς για να πείσουνε το κοινό τους, εξελίσσεται σε υψηλή τέχνη. Άνθηση όμως γνωρίζουν και τα 2 άλλα είδη λόγων: οι δικανικοί κι οι πανηγυρικοί. Σε αυτή την κυριαρχία του λόγου στη ζωή της πόλης παραπέμπει αυτόματα τον αναγνώστη η σκηνή από τον Γοργία του Πλάτωνα, όπου ο Σωκράτης ρωτά τον ομώνυμο δάσκαλο της ρητορικής ποιό είναι το μεγαλύτερο αγαθό που κατά τους δικούς του ισχυρισμούς προσφέρει ο ίδιος στους ανθρώπους, κι εκείνος του απαντά με ενθουσιασμό: Ὅπερ ἐστίν, ὦ Σώκρατες, τῇ ἀληθείᾳ μέγιστον ἀγαθὸν καὶ αἴτιον ἅμα μὲν ἐλευθερίας αὐτοῖς τοῖς ἀνθρώποις, ἅμα δὲ τοῦ ἄλλων ἄρχειν ἐν τῇ αὑτοῦ πόλει ἑκάστῳ. («Αυτό, Σωκράτη, που είναι πράγματι το μεγαλύτερο αγαθό και ταυτόχρονα η αιτία και για την ελευθερία των ίδιων των ανθρώπων και για την εξουσία του καθενός πάνω στους άλλους στο πλαίσιο της πόλης του».). Στο μυαλό του ο Γοργίας έχει, όπως εξηγεί στη συνέχεια, τη πειθώ, τη δύναμη και την ευχέρεια να προσεταιρίζεται κανείς με το λόγο του το κοινό του στο δικαστήριο, στο βουλευτήριο, στην εκκλησία του Δήμου ή σε όποια άλλη συνέλευση των πολιτών.
Μέχρι την εποχή που εκδηλώνεται στον ελλαδικό χώρο η εκπαιδευτική επανάσταση που είναι γνωστή ως «σοφιστική κίνηση», η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει άλλους παιδαγωγούς από τους προπονητές αγώνων, τους αρχιτεχνίτες εργαστηρίων και τους απλούς δασκάλους του αλφάβητου. Από τα μέσα όμως του 5ου αι. π.Χ. αναπτύσσεται -κυρίως στην Αθήνα, που μετά τους Περσικούς Πολέμους αναδεικνύεται σε κυρίαρχη ελληνική δύναμη- μια νέα εκπαιδευτική τάση με πρωταγωνιστές άνδρες ευφυείς κι εύγλωττους, τους σοφιστές. Η σοφιστική κίνηση στηρίζεται βέβαια σε μια πλούσια πνευματική παράδοση, κυρίως αυτή των προσωκρατικών φιλοσόφων, με την οποία βρίσκεται σε κριτικό διάλογο. Οι καινοτομίες των σοφιστών κι οι πρωτότυπες θέσεις τους γεννιούνται μες από αυτή τη γόνιμη αντιπαράθεση. Είναι αλήθεια πως ό,τι γνωρίζουμε για το κίνημα των σοφιστών το οφείλουμε σε ελάχιστα αποσπάσματα και κυρίως σε δοξογραφικές καταγραφές, στοιχεία που έχουν μάλλον περιορισμένο κύρος, για να μπορεί κανείς να τ’ αντιτάξει στις γοητευτικές, αλλά μάλλον παραπλανητικές, σατιρικές εικόνες της αρχαίας κωμωδίας και στην αρνητική εντύπωση που προκαλεί η επικριτική παρουσίαση αυτών των ανδρών από τον Πλάτωνα. Πάντως, στις δημηγορίες του Θουκυδίδη, που απεικονίζουνε τα είδη των επιχειρημάτων που ήταν σε χρήση τον 5ο αι., αποτυπώνονται πιθανόν κι οι τεχνικές των σοφιστών. Είναι όμως πολύ δύσκολο, αν είναι γενικά δυνατό, να σχηματίσουμε μιαν ιστορικά ακριβή εικόνα για τη συγκεκριμένη πνευματική κίνηση.
Μπορεί ο σύγχρονος όρος σοφιστής να έχει, κυρίως στον προφορικό λόγο και στη σκιά της αντίληψής του από τον Πλάτωνα, αρνητική σημασία, αφού χαρακτηρίζει μειωτικά εκείνον που χρησιμοποιεί λογικά παιχνίδια που παγιδεύουν τον συνομιλητή σε αναληθή συμπεράσματα (σοφιστείες), στην αρχαιότητα όμως ο ίδιος όρος σημαίνει καταρχήν αυτόν που κατέχει σε βάθος τη σοφία ή μια τέχνη, επομένως τον επιδέξιο κι ευφυή άνθρωπο· επιπλέον, τον συνετό πολιτικό. Ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί τον όρο για μάντεις (2.49), ο Πίνδαρος για ποιητές (Ἴσθμια 5.36), κάποιοι δραματικοί ποιητές για μουσικούς (βλ. π.χ. Ευρυπίδη, Ρῆσος 924). Ωστόσο, από την εποχή του Πλάτωνα και μετά, ο όρος σημαίνει τον δάσκαλο της ρητορικής, της γραμματικής, της πολιτικής, κάποτε όμως και των μαθηματικών, της μουσικής και της αστρονομίας, όπως και των φυσικών επιστημών, που αμείβεται κατά κανόνα αδρά για τις παραδόσεις του (Ξενοφών, Ἀπομνημονεύματα 1.6.13). Παιδεύειν ἀνθρώπους είναι εξάλλου ο ορισμός που δίνει στο έργο των σοφιστών, κατά τον Πλάτωνα, ο Πρωταγόρας, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του κινήματος (Πρωταγόρας 317b4-5). Ο σοφιστής οφείλει μάλιστα να είναι σε θέση να μιλά για το καθετί με τρόπο πειστικό και αποτελεσματικό, συνθήκη που προϋποθέτει εντυπωσιακή ευρυμάθεια ακόμη και σε τομείς που απέχουν από τη ρητορική ή την εριστική -ο Ιππίας ο Ηλείος, για παράδειγμα, φημιζόταν για την πολυπραγμοσύνη του και την ιδιαίτερη αγάπη του για τις μαθηματικές τέχνες, την αριθμητική, τη γεωμετρία, την αστρονομία.
Η σοφιστική κίνηση γεννήθηκε μαζί με τη ρητορική. Κι οι δύο συνδέονται χρονικά κι αιτιατά με συνθήκες επαναστατικών αλλαγών: η ρητορική με την ανατροπή του πολιτικού καθεστώτος της τυραννίας· η σοφιστική κίνηση με τον κλονισμό των πολιτικών κι ιδεολογικών δομών της αριστοκρατίας κι επιπλέον με την ισχυρήν αμφισβήτηση των παραδοσιακών κοινωνικών και θρησκευτικών αντιλήψεων. Απέναντι στον πολιτισμό, στη γλώσσα, στη θρησκεία, στο κράτος, στην ηθική, στο δίκαιο, στη κοινωνία, οι σοφιστές υιοθετούνε στάση κριτική. Έτσι προωθούν μες στον 5ο αι. π.Χ. τη σκέψη για ηθικές και πολιτικές έννοιες που απασχολούν αυτή την εποχή τους διανοητές -όπως προκύπτει από την ιστοριογραφία του Θουκυδίδη αλλά και τους διαλόγους του Πλάτωνα-, με τρόπο πρωτόγνωρο. Παράλληλα υπηρετούνε τις νέες ανάγκες: υπόσχονται -ως μεταλαμπαδευτές μιας ανώτερης παιδείας- ότι μπορούν να διδάξουν όποιον το επιθυμεί -και, φυσικά, είναι σε θέση να εξασφαλίσει τα δίδακτρα των μαθημάτων, συχνά ιδιαιτέρως υψηλά- πώς να αναδειχθεί, αξιοποιώντας τους πολιτικούς θεσμούς και στηριγμένος στις πνευματικές του δυνάμεις, σε άνδρα που διαθέτει πολιτικήν ἀρετήν, σε άριστο πολίτη δηλαδή, που είναι σε θέση να διοικεί με τον καλύτερο τρόπο τα του οίκου του και τα της πόλεως.
Οι σοφιστές εκπαιδεύανε τους μαθητές τους στη σύνθεση λόγου παρέχοντάς τους προς μίμησην υποδειγματικές ομιλίες. Για να προβάλλουνε τη τέχνη τους και να γίνουνε γνωστοί, μετακινούνταν από τόπο σε τόπο κι έδιναν διαλέξεις (ἐπιδείξεις) είτε στις πόλεις όπου αποφάσιζαν να εγκατασταθούν είτε σε κάποιο πανελλήνιο ιερό. Σε αυτά τα μέρη συνέρρεαν Έλληνες από διάφορες περιοχές στο πλαίσιο των εορτών που διοργανώνονταν εκεί. Οι λόγοι των σοφιστών είχανε το χαρακτήρα επιμελημένων ή αυτοσχέδιων ομιλιών. Οι ομιλητές μιλούσαν με ύφος ειδικού, παίρνοντας επίσημη στάση. Εκφωνούσανε τους λόγους τους από ψηλό βάθρο, φορώντας μάλιστα τα θριαμβικά ρούχα των ραψωδών. Η εμφάνιση αυτή είναι βέβαιο ότι εντυπωσίαζε τους νέους κι ερέθιζε τις φιλοδοξίες τους -αντίδραση απολύτως ευπρόσδεκτη γι’ αυτούς τους πρώτους «εμπόρους» της γνώσης. Στις εξειδικευμένες εκτενείς διαλέξεις τους αναπτύσσανε το θέμα τους με βάση γενικές κρίσεις και τα δεδομένα της εμπειρίας. Αξιοποιούσαν μάλιστα ρητορικά σχήματα και χρησιμοποιούσανε λεξιλόγιο αρκετά εξεζητημένο. Τα λογικά άλματα κάθε άλλο παρά αποκλείονταν, όπως άλλωστε κι η χρήση όρων κι εννοιών που φαίνεται να συγγενεύουνε σημασιολογικά σα να πρόκειται για συνώνυμα, δεν έχουν όμως στη πραγματικότητα ακριβώς το ίδιο λογικό εύρος. Στις μεθόδους των σοφιστών συγκαταλέγονταν εξάλλου ο μύθος κι η ερμηνεία ποιημάτων. Ο μύθος βέβαια, που χρησιμοποιείται κιόλας στον Όμηρο για να ενισχύσει τη πειθώ του λόγου (Ἰλιάς, Ι 529-600, μύθος του Μελέαγρου· Ω 602-618, μύθος της Νιόβης), αναμφίβολα μέσο τέρψης του αναγνώστη-ακροατή, παρουσιάζει σοβαρά μειονεκτήματα ως όργανο λογικής διερεύνησης ενός ζητήματος, αφού στηρίζεται στην εμπειρία και στην απλούστευση. Ωστόσο, είναι βέβαιο πως οι σοφιστές καταβάλανε σοβαρή προσπάθεια, για να περιορίσουν αυτές τις αδυναμίες. Ο ποιητικός λόγος εξάλλου, λόγος συγκινησιακός, συχνά μεταφορικός κι ως εκ τούτου σκοτεινός, δεν μπορεί να θεωρηθεί το πλέον αξιόπιστο μέσο αναζήτησης της αλήθειας.
Από τον 4ο αι. π.Χ. οι μέχρι τότε μετακινούμενοι σοφιστές ιδρύουνε σχολές με σταθερή έδρα, μεταξύ των οποίων αναπτύσσεται σκληρός ανταγωνισμός. Οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι αυτής της πνευματικής κίνησης είναι ο Γοργίας ο Λεοντίνος, ο Θρασύμαχος ο Χαλκηδόνιος, ο Πρόδικος ο Κείος, ο Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, ο Ιππίας ο Ηλείος (Κικέρων, Brutus 8.30, Κοϊντιλιανός, Institutio oratoria 3.1.8-13). Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχουν οι Γοργίας και Πρωταγόρας. Η σύγκρουση της φιλοσοφίας με τη σοφιστική είναι αναπόφευκτη, αφού κι οι δύο γεννιούνται σε εποχή κρίσης κι ανακατατάξεων, έχουνε κοινούς στόχους και παραλήπτες -επικαλούμενες τον ορθό λόγο υπόσχονται να προσφέρουν κατευθύνσεις για έναν ευτυχισμένο βίο-, αλλά προτείνουν για την επίτευξή τους διαφορετικούς δρόμους: οι σοφιστές είναι σκεπτικιστές και σχετικιστές· διδάσκουνε πώς μπορεί να επιβιώσει κανείς μες σ’ έναν ωκεανό διαφορετικών αντιλήψεων. Οι φιλόσοφοι θέτουν τη λογική στην υπηρεσία του συνόλου κι όχι του ατόμου· με αυτό το πνεύμα φιλοδοξούν να στήσουν ένα στέρεο σύστημα διαχρονικών αξιών που να μπορεί να αντικαταστήσει την προηγούμενη παράδοση.
Δεν είναι όμως μόνο η ενασχόληση των σοφιστών με θέματα φιλοσοφικά αλλά, κυρίως, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνε στη διδασκαλία τους, ο λόγος που προκαλεί την έντονη αντίδραση και κριτική των φιλοσόφων. Για τον Πλάτωνα η ἐριστική είναι μια λεκτική αντιπαράθεση εν είδη παιδιάς, ξένη προς την αναζήτηση της αλήθειας (Πολιτεία 7.539b1-c3, Σοφιστής 231e1-233c11, 268c8-d5). Με ανάλογη επιφύλαξη αντιμετωπίζει ο Αριστοτέλης την αρχή τον ἥττω λόγον μείζω ποιεῖν, που κυριαρχεί στη ρητορική και την ἐριστική κι υποστηρίζει το πιθανόν, εν τέλει το ψέμα (Ῥητορική2.1402a24-28). Ενώ λοιπόν η διαλεκτική των σοφιστών, ως μέθοδος αντιπαράθεσης με τον συνομιλητή, επικεντρώνει το ενδιαφέρον στη δύναμη πειθούς των επιχειρημάτων, η διαλεκτική των φιλοσόφων ασχολείται με την ακρίβεια και την αλήθεια των συλλογισμών. Η λογική αποβλέπει στην ανεύρεση του αληθούς, η ρητορική στην πειστική διατύπωση του πιθανού. Ωστόσο, ακόμη κι ο πιο άσπονδος πολέμιος της σοφιστικής ρητορικής, ο Πλάτωνας, δε θα παραγνωρίσει τη προοπτική σύνταξης μιας γνήσιας τέχνης του λόγου, μιας ιδανικής, αληθούς κι ουσιαστικά χρήσιμης ρητορικής.
Αυτή ήτανε πάνω-κάτω η κατάσταση, μέχρι την εποχή που γεννήθηκε ο Κικέρωνας, γι’ αυτό θα προχωρήσω με κείνον.
ΜΑΡΚΟΥΣ ΤΟΥΛΙΟΥΣ ΤΣΙΤΣΕΡΟ

Ο Μάρκος Τ(ο)ύλλιος Κικέρωνας (Marcus Tullius Cicero, 106-43 π.Χ.) γνωστός κι ως Κικέρων, ήτανε Ρωμαίος φιλόσοφος, πολιτικός, δικηγόρος, ρήτορας, ύπατος και συνταγματολόγος. Δεν ήταν, ασφαλώς, το ισχυρότερο πολιτικό πνεύμα της Ρώμης, υπήρξεν όμως αναντίρρητα ο μεγαλύτερος ρήτοράς της , ανελίχθηκε σε πολλά ύπατα αξιώματα της ρωμαϊκής δημοκρατίας, κατά τη διάρκεια της ζωής του κι επιπλέον, ήταν αριστοτέχνης του λατινικού λόγου με μοναδική και καθοριστική για τους μεταγενέστερους εκφραστική δύναμη. Επίσης. χάρη στο οξύ πνεύμα του, την εξαιρετική του μόρφωση και το αναμφισβήτητο ρητορικό του ταλέντο κέρδισε το κάθε τι κι όχι συνεπεία συμμαχιών ή άλλων εμμέσων και πλαγίων τρόπων. Συμμετείχε ή παρακολούθησε από πολύ κοντά όλα τα μείζονα πολιτικά γεγονότα του 1ου αιώνα π.Χ. Από την προνομιακή οπτική του γωνία μπόρεσε να αντιληφθεί και να αποτιμήσει τις δυνάμεις που κινούσαν τον δημόσιο βίο της εποχής του. Μέσα από το πλούσιο έργο του, που περιλαμβάνει ρητορικούς λόγους, φιλοσοφικές και πολιτικές πραγματείες, υποστήριξε το ιδανικό της humanitas, στο οποίο περιλαμβάνονται όλες οι ανθρωπιστικές αξίες του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου, όπως η παιδεία, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η ευπρέπεια και η σύνεση.
Το φιλοσοφικό έργο του, έχοντας αφομοιώσει τις αρχαίες ελληνικές κι ελληνιστικές επιρροές, εν συνεχεία αναπτύσσεται αυτόνομα ως απόκριση στα ρωμαϊκά πράγματα της εποχής του. Εκκινώντας από τη θεωρία, στρέφεται γρήγορα στην πραγματικότητα, υποστηρίζοντας τις θέσεις και τις προτάσεις του συγγραφέα μέσα από αναγνωρίσιμα παραδείγματα. Παντρεύτηκε 2 φορές κι απέκτησε 2 παιδιά από τη 1η του σύζυγο, τον Μάρκο και τη Τυλλία. Αποτέλεσε το πρότυπο της λατινικής πρόζας για τις επόμενες γενιές, δημιούργησε τους επιστημονικούς και φιλοσοφικούς όρους που λείπαν από τη γλώσσα του, απλοποίησε και διέδωσε τις βασικές αρχές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας στην Ευρώπη κι επηρέασε τον τρόπο σκέψης της ανά τους αιώνες. Είναι ακόμη ο συγγραφέας μιας σειράς εξαιρετικά σημαντικών φιλοσοφικών και ρητορικών συγγραμμάτων· σε αυτά οφείλουμε εν πολλοίς και τη γνώση μας για τα επιτεύγματα των σκοτεινών για μας αλλά εξαιρετικά γόνιμων (από την άποψη της προόδου σε θέματα ρητορικής θεωρίας) ελληνιστικών χρόνων. Συνολικά έγραψε 107 λόγους, θεωρητικά συγγράμματα για τη ρητορική τέχνη, φιλοσοφικές πραγματείες, 774 επιστολές, ποιήματα, ιστορικά έργα κι 1 γεωγραφικό σύγγραμμα! Μιλούσε δε, άπταιστα ελληνικά κι ασχολήθηκε και με μεταφράσεις.
Γεννήθηκε στις 3 Γενάρη 106 π.Χ. στο Αρπίvο (80 χλμ. νοτιοανατολικά της Ρώμης) και καταγόταν από άσημη οικογένεια ιππέων, στην έπαυλη της οικογένειάς εκεί. Για τη μητέρα του Ελβία, λένε πως ήτανε κι ευγενικής καταγωγής και πως διήγαγε τον βίο της καλώς. Για τον πατέρα αντίθετα, οι απόψεις διίστανται. Άλλοι λένε πως γεννήθηκε κι ανατράφηκε σε πλυσταριό κι άλλοι ότι κρατά από το γένος του Τύλλου Άττιου, που βασίλεψε λαμπρά των Ουολούσκων (ιταλικό φύλο που αρχικά πολέμησε σθεναρά τους Ρωμαίους κι αργότερα έγινε υποτελές σε αυτούς). Ο 1ος που πήρε το όνομα Κικέρων, φαίνεται πως ήταν άξιος λόγου άντρας γιατί ονομασίες βάσει των καρπών που καλλιεργούσαν στις αρχές οι παλιοί Ρωμαίοι, τις δίνανε σε δυνατούς κι άξιους άρχοντες -κίκερ στα λατινικά σημαίνει ρεβύθι, συνεπώς δόθηκε το όνομα τιμητικά μεν, αλλά και γιατί είχεν ένα χώρισμα στη μύτη του, όπως ο καρπός του ρεβυθιού. Ο Πλούταρχος στους Βίους του γι’ αυτόν, αναφέρει: “Λένε πως γεννήθηκε εύκολα κι ανώδυνα από τη μητέρα του κατά τη 3η μέρα των Καλανδών (3 Γενάρη, τη μέρα δηλαδή που οι άρχοντες εύχονται και τελούνε θυσίες υπέρ του εκάστοτε ηγεμόνα τους) και πως η τροφός του, είδε όραμα τάχα και προφήτεψε, πως αυτός που θα γεννηθεί θα φέρει πολλά καλά στους Ρωμαίους. Αλλά αυτά“, προσέθεσεν ο Πλούταρχος, “αν κι ήταν αρχικά, λόγια και φλύαρες φήμες, τελικά με τη πάροδο των ετών βγήκαν αληθινά“.
Πέρασε τη παιδική του ηλικία μέσα σε μια συντηρητική, σχετικά εύπορη οικοyένεια. Ο πατέρας του είχε πάρει στο σπίτι τον Έλληνα διδάσκαλο Διόδοτο, ο οποίος ήταν οπαδός της Στωικής φιλοσοφίας. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη γρήγορη ωρίμανση του νεαρού Κικέρωνα. Αργότερα σπούδασε στη Ρώμη κοντά στον Λεύκιο Αίλιο (Πραικονίνο Στίλωνα) και συνδέθηκε με τους 2 συνονόματους, περίφημους, νομικούς που είχαν το όνομα Scaevola, πρώτα με τον οιωνοσκόπο και μετά με τον ποντίφηκα. Κοντά στον οιωνοσκόπο γνώρισε και τον Titus Pomponius Atlicus, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία για όλη του τη ζωή. Σα νέος ήτανε φιλομαθέστατος και γεμάτος φιλοδοξία να παίξει ένα ρόλο στο δnμόσιο βίο. Την ισχυρότερη επίδραση πάνω στη ρητορική του παιδεία είχεν ο Απολλώνιος Μόλων από τη Ρόδο -ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες της Σχολής της Ρόδου.
Από νωρίς ασχολήθηκε με φιλοσοφικές σπουδές, άκουσε τον επικούρειο Φαίδρο και το Φίλωνα (το Λαρισαίο ακαδημαϊκόν αρχηγό της αποκαλούμενης 4ης ακαδημίας) που είχαν έρθει στη Ρώμη κι αργότερα στnv Αθήνα τον Αντίοχο τον Ασκαλωvίτη και στη Ρόδο τον στωικό Ποσειδώνιο. Κατά το έθος των ρωμαϊκών οικογενειών που ανήκαν ή είχανε σχέσεις με τους κύκλους της αριστοκρατίας, μαθήτευσε δίπλα σε επιφανείς άνδρες της εποχής του, στους διασημότερους ρήτορες του 1ου μισού του τελευταίου προχριστιανικού αιώνα, τον Λεύκιο Λικίνιο Κράσσο (Lucius Licinius Crassus, ύπατο το 95 π.Χ.) και τον Μάρκο Αντώνιο (Marcus Antonius, ύπατο το 99 π.Χ.), όπως και δίπλα στους κορυφαίους νομομαθείς Μούκιο Σκαιβόλα τον Οιωνοσκόπο (Mucius Scaevola Augur) και Μούκιο Σκαιβόλα τον Ποντίφηκα (Mucius Scaevola Pontifex). Παράλληλα παρακολουθούσε τις αγορεύσεις των μεγάλων ρητόρων της εποχής.
Η μαθητεία δίπλα σε μεγάλους ρήτορες συνδυάζεται μ’ ένα ταραχώδη πολιτικό βίο. Το 81 π.Χ. κάνει το δυναμικό «ντεμπούτο» του ως δικηγόρος υπεράσπισης του Σέξτου Ρώσκιου (Pro S. Roscio) -η υπόθεση αυτή, που έχει δημόσιο χαρακτήρα (causa publica), τον φέρνει αντιμέτωπο με υποστηρικτές του πανίσχυρου Σύλλα. Τον κατηγορήσανε ψεύτικα για πατροκτονία, προφανώς λόγω της πολιτικής του αντίθεσης με to κόμμα του Σύλλα. Ο λόγος του Κικέρωνα είχε μεγάλη επιτυχία κι ο πελάτης του απαλλάχτηκε, αλλά ο ίδιος έπρεπε ν’ απομακρυνθεί για κάμποσο διάστημα κι έτσι ξεκίνησε τα ταξίδια στην Ελλάδα -Αθήνα & Ρόδο- και στη Μ. Ασία (79-77). Εκεί βρήκε την ευκαιρία να συνεχίσει σπουδές στην Αθήνα, όπου ακούει φιλοσόφους (κυρίως το Φίλωνα) και στη Ρόδο, όπου μαθητεύει δίπλα στον ρητοροδιδάσκαλο Απολλώνιο τον Μόλωνα, που τονε βοηθά ν’ αναπτύξει μια σωτήρια για την υγεία του τεχνική εκφώνησης του λόγου.
Από το 76 και μετά, όταν επιστρέφει στη Ρώμη, τονε βρίσκουμε δικηγόρο ν’ αναλαμβάνει σημαντικές δικανικές υποθέσεις. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν οι καταγγελτικοί λόγοι εναντίον του συγκλητικού Βέρρη, που ως διοικητής-πραίτωρας της Σικελίας είχε βρει την ευκαιρία να καταλεηλατήσει το νησί κι όταν πήγε ο Κικέρων εκεί το 75 σαν αγορανόμος-ταμίας, βρήκε μπόλικο υλικό. Πέτυχε με λαμπρό λόγο τη καταδίκη του κι οι επιτυχίες του τονε κάνανε 1ο ρήτορα της Ρώμης. Πέραν από τις φιλοδοξίες του ως ρήτορα ήταν κι οι πολιτικές του βλέψεις του με αναφορά στην υπόθεση του Βέρρη κι έτσι για vα εδραιώσει και σταθεροποιήσει τη φήμη του δημοσιεύει τα: Divinatio (απόφαση γtα την εκλογή του δημόσιου κατηγόρου στην υπόθεση), Actio prima (ο λόγος της κατηγορίας), Actio secunda (όπως ονομάστηκαν οι 5 μη εκφωνηθέντες λόγοι) και το De signis (που αφορά τα έργα τέχνης που άρπαξε από ιδιωτικές συλλογές και ναούς) εναντίον του Βέρρη. Η δίκη αυτή έλαβε χώρα γύρω στο 70 π.Χ..
Το 67 εκλέχτηκε πραίτωρας κι απέκτησε και το κτήμα στο Τούσκουλο. Ως πραίτωρας τάχθηκε με το μέρος του Πομπnίου για να εnεκταθεί η αρχηγία του σε όλη την Ασία. Την εποχή αυτή άρχισε κι η συνωμοσία του Κατιλίνα και το 63 π.Χ. την αποκαλύπτει ως ύπατος. Το 58 π.Χ. αν και μετά τις αποκαλύψεις ονομάστηκε, patriae pater “πατέρας της πατρίδας“, βάσει νόμου που εισηγείται ο προσωπικός του εχθρός Κλώδιος (Publius Clodius) ως δήμαρχος απειλείται με κατηγορία για παράνομη δράση και με καταδίκη, γιατί οδήγησε στην εκτέλεση τους συνωμότες χωρίς να προηγηθεί δίκη. Εγκαταλείπει ο ίδιος τη Ρώμη πριν από τη σχετική ψηφοφορία και ζει για 15 μήνες αυτοεξόριστος. Μετά την επιστροφή του προσεγγίζει τον Πομπήιο. Στον εμφύλιο μεταξύ Καίσαρα και Πομπηίου, που θα ξεσπάσει σε λίγο και μετά από μια περίοδο δισταγμών. Δεν θα λάβει όμως μέρος σε καμία επιχείρηση κι ο Καίσαρας θα τον αμνηστεύσει με το πέρας του πολέμου.
Από το πλήθος των λόγων που συνέταξε κι εκφώνησε μας έχουν παραδοθεί οι 47. Οι λόγοι μοιράζονται σε 10 περιόδους: Το ταξίδι στην Ανατολή (79-77 π.Χ.) χωρίζει τη 1η από τη 2η. Η 3η αρχίζει με τους λόγους εναντίον του Βέρρη (70 π.Χ.)· η πραιτωρία κι η υπατεία σφραγίζουνε τη 4η και τη 5η περίοδο. Η εξορία (58-57 π.Χ.) αποτελεί τον πυρήνα της 6ης και της 7ης περιόδου· η 8η αντιστοιχεί στους χρόνους της ωριμότητας (55-52 π.Χ.). Αυτή η χρονολογική κατάταξη κλείνει με τους Καισαρικούς και τους Φιλιππικούς λόγους, που αποτελούν αντίστοιχα την 9η και τη 10η ενότητα. Τα ρητορικά συγγράμματα του Κικέρωνα χωρίζονται σε 3 μεγαλύτερες περιόδους δημιουργίας: τη πρώιμη, τη μεσαία και την όψιμη. Στη 1η ανήκει το πρωτόλειο έργο De inventione (81-80 π.Χ.· Περί ευρέσεως). Αφορά το 1ο μέρος της ρητορικής τέχνης, την εύρεση του υλικού. Άσκησε μεγάλη επιρροή ως διδακτικό εγχειρίδιο μέχρι τον Μεσαίωνα. Ωστόσο, ο ίδιος είχε τη φιλοδοξία να το αντικαταστήσει με το μεταγενέστερο, πολύ πιο μεθοδικό κι ώριμο έργο του, το De oratore (Περί του ρήτορος). Τα προοίμια του έργου αναδεικνύουν ό,τι ο ίδιος είχε αντιληφθεί ως έργο του βίου του: να ενώσει τη φιλοσοφία με τη ρητορική, έχοντας ως πρότυπά του προηγούμενους ρωμαίους ρήτορες, τον Κάτωνα, τους Γράκχους, το Σκιπίωνα, το Λαίλιο. Η συγγένεια με το ανώνυμο έργο Rhetorica ad Herennium ή Auctor ad Herennium (Ρητορική προς τον Ερέννιο), που πραγματεύεται τη ρητορική τέχνη στο σύνολό της, είναι προφανής και πιθανόν οφείλεται στην αξιοποίηση μιας κοινής πηγής.
Το 55 π.Χ. είναι η χρονιά του De oratore. To έργο, που έχει κατά βάση διαλογική μορφή κι εκτείνεται σε 3 βιβλία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως παρακαταθήκη του Κράσσου, του σπουδαίου δασκάλου του συγγραφέα, στους μεταγενέστερους. Ο δραματικός χρόνος του υποτιθέμενου διαλόγου είναι το 91 π.Χ. Στο 1ο βιβλίο ο Κράσσος παρουσιάζει τις προϋποθέσεις για το επάγγελμα του ρήτορα: η φυσική προδιάθεση θα πρέπει να συνδυάζεται με άσκηση κι ευρεία μόρφωση (De oratore 1.113-200). O ιδεώδης ρήτορας είναι μια ιδανική προσωπικότητα που γνωρίζει φιλοσοφία, νομικά, ιστορία, ποίηση και διακρίνεται από εξαιρετική ρητορική ευχέρεια. Πρόκειται για μια έξοχη σύνθεση του φιλοσόφου, του πολιτικού και του ρήτορα σε ένα πρόσωπο (De oratore 1.34, 1.48, 1.158-159, 1.201-202). Ο Αντώνιος υποστηρίζει την αντίθετη θέση, ότι αρκεί η ρητορική σκευή για τη σύνθεση ενός αποτελεσματικού λόγου (1.204-265). Ο έπαινος του τέλειου ρήτορα επανέρχεται στο 2ο βιβλίο (2.33-38). Ο Αντώνιος παρουσιάζει αμέσως μετά την εύρεση (inventio), τη διάταξη (dispositio) και τη μνήμη (memoria). Η παρουσίασή του διακόπτεται από την εκτενή παρέκβαση για το αστείο, που αναλαμβάνει ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρας Στράβων (2.217-290). Στο 3ο βιβλίο ο Κράσσος πραγματεύεται το ύφος (elocutio) και την εκφώνηση του λόγου (actio). Στο συγκεκριμένο σύγγραμμα ο Κικέρωνας επιδίδεται στην εξύμνηση της ρητορικής: είναι η υψίστη τέχνη, αφού όλες οι άλλες εξαρτώνται απ’ αυτή, καθώς σε κάθε τέχνη σημασία έχει η μετάδοση γνώσης με τη χρήση του λόγου (1.51, 1.59, 1.61, 1.65, 1.72). Σε κάθε ειρηνικό κι ελεύθερο κράτος η σημασία της είναι εξαιρετική (2.33). Προσφέρει ακόμη τη μεγαλύτερη ηδονή στο αυτί και στη καρδιά (2.34). Είναι απαραίτητη για την εκπαίδευση του λαού κι εν τέλει είναι αυτή που θα φέρει τη τιμωρία στους αχρείους και τη σωτηρία στους αγαθούς και τους αθώους (2.35).
Ο Κικέρωνας στρέφεται εδώ, όπως κι ο Πλάτωνας, εναντίον εκείνων που περιορίζουνε τη ρητορική σε μια «τεχνική» εκπαίδευση, που αφορά τύπους και φόρμες για τα τμήματα του λόγου χωρίς να μεταφέρει γνώσεις για τους νόμους, τους θεσμούς και τη πολιτεία, τη δικαιοσύνη, τα ήθη και τη διαμόρφωσή τους, τα πάθη, τους νόμους που διέπουνε το θυμικό των ανθρώπων, τους τρόπους με τους οποίους ο λόγος μπορεί να κατευθύνει τον νου και τη ψυχή τους, τις αρχές για το πώς μπορεί κανείς να ζήσει με αξιοπρέπεια που προσδίδει κύρος (De oratore 1.85-87). Από μια άποψη όμως θα μπορούσε κάποιος να δει τη θεωρία του ως μια επιστροφή στο σοφιστικό παιδαγωγικό ιδεώδες. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος του είναι μια επανένωση της ρητορικής με τη φιλοσοφία, το χωρισμό των οποίων αποδίδει στο Σωκράτη -για τους σοφιστές η ενότητα ήταν αυτονόητη (De oratore 3.60, 3.72). Αν μάλιστα ο Πλάτωνας υποτάσσει τη ρητορική στη φιλοσοφία, ο Κικέρωνας υποβιβάζει τη φιλοσοφία σε υπηρέτρια της ρητορικής.
Οι Partitiones oratoriae (Διαιρέσεις της ρητορικής) είναι διδακτικό εγχειρίδιο που ο Κικέρωνας συνέγραψε πιθανότατα το 54 π.Χ. Το έργο ακολουθεί τον τύπο της κατηχήσεως, είναι δηλαδή γραμμένο με τη μορφή των ερωταποκρίσεων, όπου όμως, αντίθετα προς τα αναμενόμενα, τις ερωτήσεις θέτει ο μαθητής κι απαντά σε αυτές ο δάσκαλος. Το έργο αρθρώνεται, με την εξαίρεση του προοιμίου (1-2), σε τρία μέρη: στο 1ο γίνεται λόγος για τα έργα του ρήτορα (de vi oratoris, 3-26), στο 2ο για τα μέρη του ίδιου του λόγου (orationis praecepta, 27-60), στο 3ο παρουσιάζεται η διδασκαλία για το θέμα του λόγου (de quaestione, 61-138). Ακολουθεί ο επίλογος (139-140). Στα επόμενα 3 χρόνια το ενδιαφέρον του συγγραφέα στρέφεται σε συγγράμματα πολιτικής θεωρίας και θεωρίας του δικαίου. Στο διάστημα 54-51 π.Χ. συντάσσει το De re publica (Περί της πολιτείας), όπου καταθέτει τη πεμπτουσία της πολιτικής του θεωρίας. Ο Κικέρωνας προσφέρει εδώ μια ιδανική εικόνα της ρωμαϊκής πολιτείας. Η ισχυρή παντοκράτειρα Ρώμη παρουσιάζεται ως έκφραση και δραστική ιστορική πραγμάτωση της δικαιοσύνης και της ύψιστης ευτυχίας που οι θεοί όρισαν ως προορισμό των ανθρώπων. Σε παράλληλο πιθανόν διάστημα ο Κικέρωνας συντάσσει το έργο του De legibus (Περί των νόμων) ακολουθώντας ρητά τους Νόμους του Πλάτωνα ως πρότυπο. Έχουμε εδώ μια 1η μετά τη Δωδεκάδελτο κωδικοποίηση των διαφόρων μορφών του ρωμαϊκού δικαίου.
Το 46 π.Χ., μετά τις ταραχές και τις προσωπικές περιπέτειες που του επιφύλαξε η περίοδος του εμφυλίου μεταξύ Καίσαρα και Πομπήιου, συντάσσει το έργο Brutus (Βρούτος). Πρόκειται για μια ιστορία της ρωμαϊκής ρητορείας. Ο συγγραφέας διακρίνει 5 περιόδους: μετά τους αρχαιότερους ρωμαίους ρήτορες (της 1ης περιόδου, 52-60) ακολουθούν ο Κάτων ο Πρεσβύτερος κι οι σύγχρονοί του (61-96)· η 3η περίοδος σηματοδοτείται από τη ρητορεία των Γράκχων (96-126). Ακολουθεί η γενιά του Κράσσου και του Αντωνίου (127-228) και τέλος ο ίδιος ο Κικέρωνας, ο Ορτήνσιος κι οι σύγχρονοί τους (228-329). Εδώ αναφέρεται στη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το ρωμαϊκό πολίτευμα, όπου πια δεν υπάρχει ελεύθερη έκφραση. Μάλιστα με απόλυτη αυτοπεποίθηση παρουσιάζει τους δικούς του λόγους ως το σημείο ακμής της ρητορείας στο ελεύθερο ρωμαϊκό κράτος.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς συντάσσεται ο Orator (Ο Ρήτορας) με θέμα το ύφος του ρητορικού λόγου και τη σημασία του ρυθμού στον πεζό λόγο. Ο συγγραφέας αποκρούει εδώ τις επιθέσεις των αττικιστών για το δικό του ρητορικό ύφος κι υποστηρίζει ότι ο τέλειος ρήτορας θα πρέπει να έχει φιλοσοφική παιδεία και να χειρίζεται και τις 3 μορφές ύφους: genus tenue (ἰσχνόν), genus medium (μέσον), genus grande (μεγαλοπρεπές). Η πολεμική εναντίον των ακραίων αττικιστών συνεχίζεται και στο έργο De optimo genere oratorum (Περί του αρίστου είδους ρητόρων, που συντάσσεται ίσως το 46 π.Χ.) -εδώ προβάλλεται ως πρότυπο ύφους ο Δημοσθένης κι όχι ο Λυσίας· πρόκειται για μια εισαγωγή στις μεταφράσεις του λόγου του Δημοσθένη Περὶ τοῦ στεφάνου και στον αντίστοιχο λόγο του Αισχίνη. Το 44 π.Χ. συντάσσει, κατά τη διάρκεια, όπως αναφέρει, ενός ταξιδιού, τα Topica, ακόμη ένα έργο με θέμα την εύρεση των αποδείξεων. Στα ρητορικά συγγράμματα θα μπορούσε να ενταχθεί και το έργο Paradoxa Stoicorum (46 π.Χ.), που ο συγγραφέας το χαρακτηρίζει parvum opusculum (μικρό εργάκι) και το απευθύνει στο Μ. Βρούτο. Εδώ πραγματεύεται ρητορικά θέσεις των Στωικών που έρχονται σε αντίθεση με τη γενική αντίληψη (contra opinionem omnium: prooem. 4).
To 46 και το 45 είναι για τον Κικέρωνα χρονιές προσωπικών κι οικογενειακών περιπετειών, με αποκορύφωμα τον θάνατο της κόρης του Τ(ο)υλλίας. Αναζητά παρηγοριά στη φιλοσοφία και συντάσσει μια προσωπική παραμυθία για την απώλεια του αγαπημένου προσώπου. Μετά τη δολοφονία του Καίσαρα στις Ειδούς του Μαρτίου (15 Μαρτίου) του 44 π.Χ., αγωνίστηκε να δοθεί αμνηστία στους δολοφόνους του κι αφοσιώνεται ως υποστηρικτής της ρωμαϊκής Δημοκρατίας στον αγώνα εναντίον του Αντωνίου. Οι Φιλιππικοί του λόγοι (Philippicae), τους οποίους συντάσσει ακολουθώντας ως πρότυπο τους Κατὰ Φιλίππου λόγους του Δημοσθένη, διακρίνονται για την ιδιαίτερα αυστηρή τους γλώσσα. Την αντιπαράθεση αυτή όμως τη πλήρωσε με τη ζωή του. Ο Αντώνιος σε συνεργασία με τον Οκταβιανό θα συμπεριλάβει το όνομα του αντιπάλου του, του λαμπρότερου ρήτορα της Ρώμης, στις προγραφές (proscriptiones). Το 43 π.Χ. στις 7 Δεκέμβρη, ο Κικέρωνας αποκεφαλίζεται από τους διώκτες του. Το κεφάλι και τα χέρια του εκτίθενται με εντολή του Αντωνίου στο Ρωμαϊκό Φόρουμ (Forum Romanum). Πάλιν ο Πλούταρχος μας λέει πως πριν τη δολοφονία του Καίσαρα κι όταν πια η προσωπίδα του Αντωνίου είχε πέσει κι είχε πια φανεί η προδοσία, ο Καίσαρ είπε για τον Κικέρωνα πως ήτανε “λόγιος άντρας και φιλόπατρις“.
Η Θεωρία του Κικέρωνα: Ο πτωχός, εργάζεται. Ο πλούσιος, τον εκμεταλλεύεται. Ο στρατιώτης, προστατεύει και τους δυο. Ο φορολογούμενος, πληρώνει και για τους τρεις. Ο απατεώνας, εκμεταλλεύεται και τους τέσσερεις. Ο μεθύστακας, πίνει στην υγεία και των πέντε. Ο τραπεζίτης, εξαπατάει και τους έξι. Ο δικηγόρος, αγορεύει ξεγελώντας και τους επτά. Ο γιατρός, σκοτώνει και τους οκτώ. Ο νεκροθάφτης, θάβει και τους εννέα. Ο πολιτικός, ζει σε βάρος και των δέκα. Επιβεβαίωση: Ο κόσμος δεν έχει αλλάξει εδώ και δυό χιλιάδες χρόνια !… Γι αυτό κι ο Πόπλιος Οβίδιος έγραψε: Bene qui latuit,bene vixit δηλαδή όποιος κάνει το κορόιδο ζει ωραία!
Στη ζωή μου πολλές φορές μου δόθηκε η κατάλληλη ευκαιρία να πεθάνω και μακάρι να μου είχε συμβεί αυτό. Είχα κερδίσει όλα όσα ήθελα, είχα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μου απέναντι στη ζωή, το μόνο που μου απέμενε ήταν ο αγώνας ενάντια στη μοίρα…
Ο έρωτας κι η λογική μοιάζουν με τον ήλιο και το φεγγάρι. Όταν ανατέλλει το ένα, δύει το άλλο.
Συχνά η πέννα είναι ισχυρότερη από το ξίφος, οι λέξεις χωρίς ουσία είναι κενές κι η μίμησις είναι η πιο ειλικρινής μορφή κολακείας.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: Συνωμοσία Κατιλίνα
Ο Λούκιος Σέργιος Κατιλίνας (Lucius Sergius Catilina) γεννήθηκε το 108 π.Χ κι ήταν γόνος μιας εκ των παλαιοτέρων οικογενειών πατρικίων της Ρώμης η οποία είχε αρνηθεί τα κοινωνικά και οικονομικά προνόμια που απέρρεαν από το αξίωμα. Θεωρήθηκε ως ο κινητήριος μοχλός της ιστορικής «συνωμοσίας» η οποία φέρει το όνομά του, βάσει της οποίας απεπειράθη να ανατρέψει το πολιτειακό καθεστώς της Ρώμης και συγκεκριμένα την πολιτική δύναμη της αριστοκρατικής συγκλήτου. Αναφέρεται ως υποστηρικτής του Σύλλα και περιγράφεται ως άπληστος και σκληρός. Κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε την σύζυγο και τον υιό του προκειμένου να παντρευτεί την όμορφη και πλούσια Ορέστιλα Αυρηλία. Επίσης υπήρχαν υποψίες ότι είχε διαπράξει μοιχεία με τη Φάβια η οποία ήταν Εστιάδα Παρθένα (ιέρειες της αρχαίας Ρώμης) κι ετεροθαλής αδελφή της Τερέντιας, συζύγου του Κικέρωνα.
Η στρατιωτική διαδρομή του είναι εντυπωσιακή, το 77 π.Χ ήταν κυαίστωρ (δημόσιο αξίωμα με αρμοδιότητα την εφαρμογή των νόμων = αστυνομικός διευθυντής) το 68 π.Χ πραίτωρ και το 67 π.Χ κυβερνήτης της Αφρικής. Το 64 π.Χ θέτει υποψηφιότητα για Ύπατος όμως κατατίθεται μομφή εναντίον του από τον Clodius Pulcher η οποία έχει ως αποτέλεσμα να αποκλεισθεί η υποψήφιότητά του και να γίνει αφορμή για την πρώτη συνωμοσία, κατά την οποία σύμφωνα με φήμες συνέπραξε με νέους όλων των τάξεων, συμπεριλαμβανομένου του Κράσσου και του Ιουλίου Καίσαρα προκειμένου οι νεοεκλεγέντες Ύπατοι να δολοφονηθούν την 1η Ιανουαρίου 65 π.Χ. Όμως το σχέδιο αποτυγχάνει λόγω της ανυπομονησίας του να δώσει το σήμα. Αργότερα ο Κατιλίνας αθωώθηκε στη δίκη για εκβίαση συνωμοσίας.
Μετά το συμβάν το σχέδιό του άλλαξε. Η πόλη επρόκειτο να πυρποληθεί και εκείνοι που αντιτάχθηκαν στην επανάσταση να εκτελεσθούν. Όλα τα χρέη θα ακυρώνονταν και οι εύποροι πολίτες θα προγράφονταν. Μεταξύ των συνωμοτών ήταν πολλοί άνδρες που κατείχαν υψηλές θέσεις και ασκούσαν μεγάλη επιρροή. Όπλα και χρήματα συγκεντρώθηκαν, στρατολογήθηκαν στρατιώτες και ζητήθηκε η βοήθεια των δούλων. Αλλά οι ελπίδες του Κατιλίνα διαψεύσθηκαν καθώς δεν κατάφερε να εκλεγεί Ύπατος (64 π.Χ) για 2η φορά. Επιπλέον έγινε σύντομα αντιληπτό ότι εις απ’ τους νεοεκλεγέντες Υπάτους -Κικέρων- ήταν μυστηριωδώς σε θέση να γνωρίζει τα σχέδια των συνωμοτών. Στη πραγματικότητα, τον ενημέρωνε με κάθε λεπτομέρεια, η Φούλβια, ερωμένη του Κούριου, ενός από τους συνωμότες, που σύντομα πείσθηκε να γίνει κι αυτός πληροφοριοδότης. Ο άλλος νεοεκλεγείς Ύπατος, Γάϊος Αντώνιος, στην υποστήριξη του οποίου ήλπιζε ο Κατιλίνας, δεν ακολούθησε λόγω του Κικέρωνα, ο οποίος προκειμένου να κερδίσει την εύνοιά του παραιτήθηκε από την επαρχία της Μακεδονίας υπέρ του, με αποτέλεσμα να τον προσεταιρισθεί.
Πριν την επόμενη συνεδρία εκλογής Υπάτων ο Κικέρων προειδοποίησε για τον ελοχεύοντα κίνδυνο από τυχόν εκλογή του Κατιλίνα, ώστε για μία ακόμη φορά απερρίφθη η υποψηφιότητά του (63 π.Χ) κι επιπλέον δόθηκε απόλυτη εξουσία στους Υπάτους. Η μόνη λύση πλέον για τον Κατιλίνα ήταν ο πόλεμος. Οι προετοιμασίες είχαν ήδη καθοριστεί σε όλη την Ιταλία και κυρίως στην Ετρουρία, όπου το βασικό σώμα των επαναστατών είχε τεθεί από τον εκατόνταρχο Γάϊο Μάλλιο, έναν από τους βετεράνους πολεμιστές του Σύλλα. Το σχέδιο όμως που προέβλεπε την δολοφονία του Κικέρωνα στο σπίτι του το πρωί της 7 Νοεμβρίου ματαιώθηκε.
Εκείνη τη χρονική περίοδο ο Κικέρων αγορεύοντας στη Σύγκλητο, επιτέθηκε έντονα στον Κατιλίνα (πρώτη αγόρευση κατά του Κατιλίνα όπου ελέγχθη και το περίφημο o tempora o mores) κατηγορώντας ότι συγκέντρωσε και κατέφυγε με τον στρατό του στην Ετρουρία. Την επομένη συνεδρία ο Κικέρων τρομοκράτησε ακόμη περισσότερο με μια δεύτερη αγόρευση, βάσει της οποίας ο Κατιλίνας κι ο Μάλλιος ανακηρύχθηκαν «δημόσιοι εχθροί» και προς τούτο ο Ύπατος Γάϊος Αντώνιος (πρώην φίλος του Κατιλίνα) εστάλη με στρατό εναντίον τους.
Εν τω μεταξύ, η απερισκεψία των συνωμοτών στη Ρώμη συνετέλεσε στη καταστροφή τους. Το επεισόδιο έχει ως εξής: Ορισμένοι αντιπρόσωποι της Αλλοβριγίας (Γαλατική επαρχία) οι οποίοι είχαν μεταβεί στη Ρώμη για διευθέτηση τοπικών ζητημάτων, προσεγγίσθηκαν από τον Πούμπλιο Λέντουλους Σούρα, τον αρχηγό των συνωμοτών, ο οποίος προσπάθησε να τους στρατολογήσει. Μετά από σκέψη, οι αντιπρόσωποι αποφάσισαν να γίνουν πληροφοριοδότες και το σχέδιο προδόθηκε στον Κικέρωνα, στην κατοχή του οποίου περιήλθαν τα αποδεικτικά στοιχεία που ενέπλεκαν τον Λέντουλους και άλλους. Συνελήφθησαν και στις 5 Δεκέμβρη καταδικάστηκαν σε θάνατο δια στραγγαλισμού στα υπόγεια του Καπιτωλίου στις φυλακές Tullianum.
Αυτήν τη πράξη (που ήταν αντίθετος ο Ιούλιος Καίσαρας ενώ υποστήριζε ο Cato Titicensis κι εμμέσως ο Κικέρων) κατήγγειλαν αρκετοί ως παραβίαση του συντάγματος, με το αιτιολογικό ότι η σύγκλητος δεν είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου σε ένα Ρωμαίο πολίτη.
Δεν παύει όμως να ήταν ένα συντριπτικό πλήγμα στα σχέδια του Κατιλίνα, ο οποίος στις αρχές του 62 π.Χ, έβλεπε τις λεγεώνες του ελλιπώς οπλισμένες και μειωμένες λόγω λιποταξίας, αλλά κι εγκλωβισμένες μεταξύ των αντίστοιχων λεγεώνων του Μέτελλου Κέλερ και Γάϊου Αντωνίου. Στη μάχη που διακινδύνευσε κοντά στη Πιστόρια με τις δυνάμεις του τελευταίου, ηττήθηκε μετά από απέλπιδα προσπάθεια κατά την οποία ο ίδιος μαχόμενος γενναία επιτέθηκε 1ος στις τάξεις του εχθρού, με αποτέλεσμα να βρει τον θάνατο το 62 π.Χ.
Αποκαλύπτοντας τη συνωμοσία του Κατιλίνα εκφώνησε εναντίον του 4 από τους καλλίτερους λόγους του, πετυχαίνοντας τη καταδίκη του συνωμότη και των συνενόχων του. Αργότερα έπεσε σε δυσμένεια κι εξορίστηκε για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη.
ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ
Λόγοι
Από τους συνολικά 107 λόγους του, μόνο 57 σώζονται σήμερα.
Πρώιμη καριέρα (πριν από τη εξορία του)
(66 π.Χ.) Pro Lege Manilia ή De Imperio Cn. Pompei (Υπέρ Μανίλιου Νόμου ή Περί αυτοκρατορίας του Γναίου Πομπηίου)
(63 π.Χ.) De Lege Agraria contra Rullum (Περί Νόμου Αγροτικού κατά Ρύλλου)
(63 π.Χ.) In Catilinam (Κατά Κατιλίνα)
(59 π.Χ.) Pro Flacco (Υπέρ Φλάκκου)
Όψιμη καριέρα
(52 π.Χ.) Pro Milone (Υπέρ Μίλωνα)
(46 π.Χ.) Pro Marcello (Υπέρ Μαρκέλλου)
(46 π.Χ.) Pro Ligario (Υπέρ Λιγάριου)
(46 π.Χ.) Pro rege Deiotaro (Υπέρ βασιλέως Δηιοτάρου)
(44 π.Χ.) Philippicae (Φιλιππικοί κατά Μάρκου Αντωνίου)
(οι λόγοι Pro Marcello, Pro Ligario και Pro rege Deiotaro λέγονται και «Λόγοι Καισάριοι»).
Φιλοσοφία
Ρητορική
(84 π.Χ.) De inventione (Περί ανακάλυψης)
(55 π.Χ.) De oratore (Περί ρήτορος)
(54 π.Χ.) De partitiones oratoriae (Περί υποδιαιρέσεων ρητορικής)
(52 π.Χ.) De optimo genere oratorum (Περί καλύτερου τύπου ρητόρων)
(46 π.Χ.) Brutus (Βρούτος)
(46 π.Χ.) Orator ad M. Brutum (Ο Ρήτωρ, στον Μ. Βρούτο)
(44 π.Χ.) Topica (Τόπικα)
(?? π.Χ.) Rhetorica ad Herennium (Ρητoρικά στον Ερέννιο)
Άλλα φιλοσοφικά έργα
(51 π.Χ.) De Republica (Περί δημοκρατίας)
(45 π.Χ.) Hortensius (Ορτένσιος)
(45 π.Χ.) Lucullus ή Academica priora (Λούκουλλος η Πρότερα ακαδημαϊκά)
(45 π.Χ.) Academica posteriora (Ακαδημαϊκά αργότερα)
(45 π.Χ.) De finibus bonorum et malorum (Περί ορίων, καλών και κακών). Η πηγή του «Lorem ipsum»
(45 π.Χ.) Tusculanæ quaestiones (Ερωτήσεις Τυσκυλανές)
(45 π.Χ.) De natura deorum (Περί φύσεως θεών)
(45 π.Χ.) De divinatione (Περί μαντικής)
(45 π.Χ.) De fato (Περί μοίρας)
(44 π.Χ.) Cato Maior de senectute (Κάτων ο Πρεσβύτερος περί γήρατος)
(44 π.Χ.) Laelius de amicitia (Λαίλιος περί φιλίας)[13]
(44 π.Χ.) De officiis (Περί καθηκόντων)
(?? π.Χ.) Paradoxa stoicorum (Στωικά παράδοξα)
(?? π.Χ.) De legibus (Περί νόμων)
(?? π.Χ.) De consulatu suo (Περί της υπατείας του)
(?? π.Χ.) De temporibus suis (Περί της εποχής του)
(?? π.Χ.) Commentariolum petitionis (Εγχειρίδιο προεκλογικής εκστρατείας)
Επιστολές
(68 π.Χ.-43 π.Χ.) Epistulae ad Atticum (Επιστολές στον Αττικό)
(59 π.Χ.-54 π.Χ.) Epistulae ad Quintum fratrem (Επιστολές στον Κόιντο (τον αδελφό του))
(43 π.Χ.) Epistulae ad Brutum (Επιστολές στον Βρούτο)
(62 π.Χ.-43 π.Χ.) Epistulae ad familiares (Επιστολές στους συγγενείς του)===============
Επιστολές Προς Πομπώνιο
1η.
Πόσο λυπούμαι που τούτες τις μέρες του Μαΐου, δεν βρίσκεσαι μαζί μας εδώ στο Τούσκουλο, όπου τώρα και δύο εβδομάδες ξεκουράζομαι από το συμφερτό της αγοράς και τους κούφιους λόγους της Συγκλήτου. Από προχτές το πρωί φιλοξενώ τους κοινούς μας φίλους και συμπότες, τον Μάρκελλο, τον Καϊκο, τον Ελουίλιο, τη Λίβυα, για μένα πάντα νέα, και μιαν άγνωστη σου, την πρασινομάτα την Κόριννα, που μου κουβάλησε ο Οβίδιος. Τον θυμάσαι τον Οβίδιο, τον ανοικονόμητο Οβίδιο. Διασκεδάσαμε με τους καινούργιους του έρωτες, όπως φυσικά θέλει να μας τους ζωγραφίζει στα τελευταία του ελεγεία.
Μνημονεύανε συχνά το όνομα σου οι καλοί μας φίλοι και αναθυμότανε τα παλιά μας συμπόσια στην έπαυλη σου στην Όστια. Αλλά πόσο θα είσαι μακριά από όλα τούτα τα ελαφρά, αφοσιωμένος τώρα, στα νέα σου καθήκοντα, εκεί, κάτω από τον ασυνέφιαοτον ουρανό της Αχαΐας. Και όμως εγώ βρίσκομαι πολύ κοντά σου και σε σκέπτομαι πολύ, προπαντός όταν μένω μόνος, άγρυπνος τις νύχτες, κατά το συνήθειο μου.
Βεβαία δεν μπορούσες να αρνηθής την τιμή που σου έκανε ο Αύγουστος. Είσαι νέος και πολλοί μεγαλύτεροι σου πόσα και πόσα δε θα πέρασαν για να κερδίσουν μιαν εύνοια, που εσένα στην πρόσφερε η τύχη, σχεδόν χωρίς να την περιμένης – μιαν εύνοια όμως, που σέρνει πίσω της και κίνδυνους, φθόνους, δυσμένειες και ποιος ξέρει τι άλλα δεινά. Από τις ανησυχίες μου αυτές κινημένος, είπα, τώρα που έχω καιρό να σου γράψω ό,τι είχε η πείρα μου θησαυρίσει την εποχή που κι εγώ αγωνιζόμουνα στο ίδιο στίβο. Ίσως και σε βοηθήσω στο έργο σου εκεί κάτω, ίσως μπορέσω να σε αποτρέψω από τίποτε λάθη ή και από κάποιες στην αρχήν αδιόρατες αδεξιότητες, που όμως υπομονεύουν κάποτε ένα πολύμηνο έργο. Συχώρεσε στα χρόνια μου το θάρρος να σου γίνω απρόσκλητος Μέντορας, αν και ίσως διόλου να μην το χρειάζεσαι. Μα είπα, και λίγα αν είναι όσα μπορείς να ωφελήθής από τους λόγους μου, καλά θα είναι και αυτά, μια που θα είναι με τόση αγάπη δοσμένα. Άφησε λοιπόν τον παλιόν ανθύπατο της επαρχίας σου να σου προσφέρη, κατά το λόγο του Αχιλλέα, “δώρον ολίγον τε φίλον τε”. (Σ.Μ. Η φράσις είναι γραμμένη Ελληνικά στο πρωτότυπο).
Κερδίσαμε, αγαπητέ Ατίλιε, τον κόσμο με τις λεγεώνες μας, αλλά θα μπορέσομε να τον κρατήσομε μονάχα με την πολιτική τάξη που θα του προσφέρομε. Διώξαμε τον πόλεμο στις παρυφές της γης. Από τον Περσικό κόλπο ως τη Μαυριτανία, από τη γη των Αιθιόπων ως την Καληδονία αδιατάραχτη βασιλεύει ή ρωμαϊκή ειρήνη. Δύσκολο φαίνεται να εξήγηση κανείς. πως μια πόλη έφθασε να κυβερνά την οικουμένη. Μέσα στους λόγους όμως που θα αναφέρονταν για μια τέτοια εξήγηση, θα έπρεπε να ήταν πρώτος ετούτος, καταλάβαμε καθαρά και έγκαιρα πως υποτάσσοντας ξένους λαούς, αναλαμβάναμε μιαν ευθύνη για την ευημερία τους. Τούτη ή συνείδηση της ευθύνης διακρίνει τους βάρβαρους κατακτητές από τους κοσμοκράτορες. Μονάχα ο Αλέξανδρος πριν από εμάς είχε την συνείδηση τούτης της ευθύνης. Ευτυχώς για τη δόξα της Ρώμης πέθανε νέος, γιατί αλλιώς θα ήτανε οι Έλληνες σήμερα οι άρχοντες του κόσμου. Αλίμονο στους λαούς όταν τις πορσπάθειές τους τις ενσαρκώνουν μονάχα σε μεμονωμένα άτομα, που περνούν και όχι σε ανθρώπινες κοινότητες, σε θεσμούς, που αντέχουν στη ροή των πραγμάτων και σηκώνουν άνετα τον όγκο των πολύχρονων έργων.
Έχομε τη σοφία να μη θέλομε να είμαστε δυσβάσταχτοι εκμεταλλευτές των λαών, που υποτάχτηκαν στην εξουσία μας. Καταλάβαμε πως μια τέτοια εκμετάλλευση καταντάει ζημιά και ανησυχία δαπανηρή, όταν ξεπερνάει το πρεπούμενο μέτρο. Και μάλιστα όσο πιο εκτείνεται η εξουσία όσο πιο αραιώνουν οι φρουρές και αυξάνει η δυσαναλογία του αριθμού των αρχόντων και των αρχομένων, τόσο η εκμετάλλευση πρέπει να γίνεται πιο ανεπαίσθητη, ένας ελαφρύς τόκος που οι λαοί μας πληρώνουν για την τάξη και την ειρήνη που τους εξασφαλίζουμε.
Αλλά δεν φτάνει να τους χαρίζωμε ειρήνη και τάξη, γιατί αυτά είναι αρνητικά στοιχεία, είναι όροι, δεν αποτελούν την ουσία της ευδαιμονίας των ανθρώπων. Πρέπει να προάγωμε την υλική ευημερία των λαών μας, πρέπει με την υπερέχουσα τεχνική μας να τους κατασκευάζωμε υδραγωγεία και αιωνόβιους δρόμους λιμάνια, γιοφύρια και άλλα έργα που κάνουν τη ζωή των ανθρώπων πιο άνετη και πιο εύκολη. Θα έπρεπε ακόμη και της φιλοσοφίας και της ποίησης τα δώρα να σκορπούσαμε στις χώρες που κυβερνούμε. Το μέγα όμως τούτο έργο είμαστε άξιοι να το κάμωμε μόνο στις δυτικές επαρχίες, γιατί εκεί που βρίσκεσαι εσύ, οι έλληνες το επιτελούν ακόμη σήμερα καλλίτερα από μας. Ας επαναλάβωμε και εμείς τη δυσάρεστην ομολογία του Οράτιου Φλόκους GRAECIA CARTA, FERUM VICTOREM CEPIT, ET ARTES INTULIT AGRESTI LATIO (Η Ελλάς ηττηθείσα κατέκτησε τον νικητή και εισήγαγε στο αγροίκο Λάτιο τη παιδεία).
Αλλά δεν αρκεί να δίνη πολλά η Ρώμη στους λαούς του κόσμου, πρέπει να ξέρει και να ανέχεται πολλά, να συμβιβάζεται με λογής αξιώσεις, λογικές και παράλογες, να συμμορφώνεται σε κάθε τόπο με ότι ο τόπος αυτός πιστεύει και επιδιώκει, πρέπει να απαγορεύη, μόνο όταν η απαγόρευση επιβάλλεται από μίαν αδήριτην πολιτικήν ανάγκη, πρέπει να αναγνωρίζει όλες τις ελευθερίες που μπορεί να συνυπάρξουν με τους γενικούς σκοπούς της πολιτικής της. Τούτου του μέτρου ο καθορισμός κάθε φορά χρειάζεται και πείρα και τέχνη και ανοχή περισσή. Και όποιος στρατηγός, όποιος ανθύπατος, σαν και σένα, στις αχανείς εκτάσεις που εποπτεύετε, δεν βρη τούτο το μέτρο, κινδυνεύει σ’ εκείνην την περιοχή να μείωση την αίγλη και το μεγαλείο της δημοκρατίας μας, και να ζημιώση ένα έργο, που οικοδόμησαν η μετριοπάθεια κι η σύνεση γενεών, DAT. XIV KALENDAS ΜΑΙΑ5, DE TUSCULO. (Τούσκουλο 14 Μάη).
2η.
Μάθε, φίλτατε μου Ατίλιε, πως όσοι θέλουν να είναι κοσμοκράτορες, πρέπει να έχουν νοοτροπία πατρικίων και όχι νοοτροπία ιππέων. (Σ.Μ. Οι ιππείς αποτελούσανε τη δεύτερη κοινωνική τάξη στην αρχαία Ρώμη, ύστερα από τους πατρικίους. Ήταν οι εύποροι, που δεν ήταν αριστοκράτες). Μερικοί από τους δικούς μας, προστατευμένοι από την τρομερή σκιά των αετών μας, κομίζουν τον τελευταίο καιρό εκεί στις επαρχίες μια βουλιμία εμπορίας και εκμετάλλευσης που είναι ασυμβίβαστη με το λειτούργημα της παγκόσμιας ηγεσίας. Αυτοί οι άνθρωποι άρχισαν να αποτελούν την “Αχίλλειον πτέρναν” της πολιτικής μας οργάνωσης. Και σου προλέγω πως άμα αυτοί γίνουν περισσότεροι από τους άλλους, εκείνους που σκέπτονται σαν πατρίκιοι, τότε θα αρχίση τελειωτικά η κατάπτωση της Ρώμης, θα ζή η Ρώμη τότε πια από τις θησαυρισμένες δυνάμεις του μεγάλου παρελθόντος, το παρόν δεν θα της πορίζη νέα ζωή.
Θα μπορούσε να συγχώρηση κανείς μια τέτοια νοοτροπία σε ένα λαό στη μεγάλη τέχνη της ηγεσίας. Είναι ευνόητη σε αυτόν η ροπή, μια που έγινε κυρίαρχος, να θέλει να απόλαυση τα υλικά αγαθά που μπορεί να του προσπορίση η κυριαρχία του.
Αν όμως προορισμός και πρόθεση ενός τέτοιου Λαού είναι να κράτηση για χρόνους πολλούς το θρόνο της κοσμοκρατορίας, τότε θα προσάρμοση με γρήγορο ρυθμό το ήθος του στον σκοπό του και μέσα στα σμήνη των πολιτικών πρακτόρων, που αναγκαστικά θα ξαποστέλνει σε όλη την οικουμένη, θα επικρατούν πάντα εκείνοι που σκέπτονται και πράττουν σα πατρίκιοι.
Δεν θέλω με αυτά να πω πως ένας κυρίαρχος λαός θα δίνη και δεν θα παίρνη. Είμαι και εγώ ρωμαίος, Ατίλιε Νάβιε. Τέχνη μας είναι να παίρνωμε, αλλά όχι όπως ο αρχηγός της οικογένειας παίρνει ότι κερδίζουν οι δικοί του. (Σημ.: Στο λατινικό κείμενο γίνεται χρήση του νομικού όρου SUI. Κατ’ αρχήν ότι κέρδιζαν οι SUI ανήκε, σύμφωνα με το κλασικό ρωμαϊκό δίκαιο, στον αρχηγό της οικογενείας). Οι σοφοί της πολιτικής τέχνης, έλληνες και δικοί μας, μας διδάσκουν πως μπορεί και πρέπει να ωφελούνται οι κοσμοκράτορες, με ποια μέθοδο και ως ποιο σημείο και από ποιο σημείο και πέρα αδικούν και αδικώντας βλάπτουν και αυτούς που κυβερνάν, αλλά προπαντός τον εαυτό τους.
(Σημ.: Ο επιστολογράφος από δω και πέρα, σε σειρά από επιστολές, αναλύει το πολιτικό ήθος τον Ελλήνων. Είναι φανερό πως ο Ατίλιος Νάβιος διοικεί περιοχές μι ελληνικούς πληθυσμούς και ο Μενένιος Άπιος στον καιρό του είχε κάνει το ίδιο).
Ο Έλληνας είναι πιο εγωιστής από μας και συνεπώς και από όλα τα έθνη του κόσμου. Το άτομο του είναι “πάντων χρημάτων μέτρον” κατά το ρητό του Πρωταγόρα. Αδέσμευτο, αυθαίρετο, και ατίθασο, αλλά και αληθινά ελεύθερο ορθώνεται το εγώ των Ελλήνων. Χάρις σε αυτό σκεφθήκανε πηγαία, πρώτοι αυτοί, όσα εμείς αναγκαζόμαστε σήμερά να σκεφτούμε σύμφωνα με τη σκέψη τους. Χάρις σε αυτό βλέπουν με τα μάτια εκείνων που είδαν πριν από αυτούς. Χάρις σε αυτό η σχέση τους με το σύμπαν, με τα πράματα και τους ανθρώπους δεν μπαγιατεύει, αλλά είναι πάντα νέα, δροσερή και το κάθε τι, χάρις σ’ αυτό το εγώ αντιχτυπάει σαν πρωτοφανέρωτο στην ψυχή τους. Είναι όμως και του καλού και του κάκου πηγή τούτο το χάρισμα. Το ίδιο εγώ που οικοδομεί τα ιδανικά πολιτικά συστήματα αυτό διαλύει και τις πραγματικές πολιτείες των ανθρώπων. Κι ήρθανε οι κοιροί όπου ο ελληνικός εγωισμός ξέχασε την τέχνη που οικοδομεί τους ιδανικούς κόσμους, αλλά δεν ξέχασε την τέχνη που γκρεμίζει τις πραγματικές πολιτείες. Και εμείς τους συναντήσαμε , καλέ Ατίλιε σε τέτοιους καιρούς και γι αυτό η κρίση μας γι αυτούς συμβαίνει να είναι τόσο αυστηρή , που κάποτε καταντάει άδικη.
Αλλά και πως να μην είναι; Η μοίρα μας έταξε νομοθέτες του κόσμου και το ελληνικό άτομο περιφρονεί το νόμο. Δεν παραδέχεται άλλη κρίση δικαίου παρά την ατομική του, που δυστυχώς στηρίζεται σε ατομικά κριτήρια. Απορείς πως η πατρίδα των πιο μεγάλων νομοθετών έχει τόση λίγη πίστη στο νόμο. Και όμως από τέτοιες αντιθέσεις πλέκεται η ψυχή των ανθρώπων και η πορεία της ζωής των. Σπάνια οι έλληνες πείθονται «τοις κείνων ρήμασι». Πείθονται μόνο στα ρήματα τα δικά τους και ή αλλάζουν τους νόμους κάθε λίγο, ανάλογα με τα κέφια της στιγμής ή όταν μπορούν να τους αλλάξουν τους αντιμετωπίζουν σαν εχθρικές δυνάμεις και τότε μεταχειρίζονται εναντίον του ή τη βία ή το δόλο. Α! τόσο τη χαίρεται ο έλληνας την εύστροφη καταδολίευση τους, τους σοφιστικούς διαλογισμούς που μεταβάλλουν τους νόμους σε ράκη.
Ο Έλληνας έχει πιο αδύναμη μνήμη από μας και γι αυτό έχει λιγότερη συνέχεια στον πολιτικό του βίο. Είναι ανυπόμονος και κάθε λίγο, μόλις δυσκολέψουν τα πράγματα, αποφασίζει ριζικές μεταρρυθμίσεις. Θες να σαγηνέψεις την εκκλησία του δήμου σε μια Πόλη ελληνική; Πες τους: Σας υπόσχομαι αλλαγή. Πες τους: θα θεσπίσω νόμους. Αυτό αρκεί. Με αυτό χοντραίνει η ανυπομονησία του, το αψίκορο πάθος του. Τι φαεινές συλλήψεις θα βρεις μέσα σε αυτά τα ελληνικά δημιουργήματα της ιδιοτροπίας της στιγμής. Εμείς δειλά-δειλά και μόνο με το χέρι του πραίτορα τολμήσαμε, διολισθαίνοντας μέσα στους αιώνες, να ξεφύγουμε από τους άκαμπτους κλοιούς της Δωδεκαδέλτου μας, και πάλι διατιμώντας όλους τους τόπους, όλα τα εξωτερικά περιβλήματα. Τούτη η υποκρισία των μορφών, όταν η ουσία αλλάζει, δείχνει πόση είναι η ταπεινοφροσύνη μας μπρος σε κάθε τι που είναι θεσμός και έθος και παράδοση, πόσο το παρελθόν και η συνέχεια του βαρύνουν στην πορεία μας και πόσο δίκαια αντέχουμε αιώνες εκεί που οι έλληνες εκάμφθηκαν σε δεκαετηρίδες.
Μέσα στους πιο πολλούς έλληνες, άμα σκαλίσεις λίγο θα βρεις έναν ισχνόν, υπερόπτη Κοριολανό, έναν άσημον εκδικητικόν Αλκιβιάδη, ένα εγώ μεγαλύτερο από την πατρίδα. Όχι βέβαια σε όλους , αλλιώς δεν υπήρχαν σήμερα ελληνικές πόλεις. Αλλά όποιος διοικεί, σαν και σένα, ένα λαό, πρέπει να γνωρίζη τις άρχουσες ροπές, που δεν φτάνουν βέβαια ως τη φανερή ακρότητα του ωραίου Αθηναίου ή του δικού μας Γάϊου Μάρκου, αλλά που τείνουν προς τα εκεί. Οι πολλοί, από χίλιους δύο λόγους, γιατί είναι πιο μικροί και πιο αδύνατοι, σταματούν μεσοδρομίς. Μα και με αυτούς το κακό γίνεται. Οι Έλληνες λίγα πράγματα σέβονται και σπάνια όλοι τους τα ίδια. Και προς καλού και προς κακού στέκουν απάνω από τα πράγματα.. Για να κρίνουν αν ένας νόμος είναι δίκαιος, θα τον μετρήσουν με το μέτρο της προσωπικής των περίπτωσης, ακόμα και όταν υπεύθυνα τον κρίνουν στην εκκλησία ή στο δικαστήριο. Ο έλληνας ζητεί από το νόμο δικαιοσύνη για την δική του προσωπική περίπτωση.
Αν τύχει και ο νόμος δίκαιος στην ολότητά του, και δεν ταιριάζει σε λίγες περιπτώσεις, όπως η δική του, δεν μπορεί αυτό να το παραδεχθεί. Και εν τούτοις τετρακόσια χρόνια τώρα το διακήρυξε ο μεγάλος τούς Πλάτων, πως τέτοια είναι η μοίρα και η φύση των νόμων, πως άλλο νόμος και άλλο δικαιοσύνη, το διακήρυξε και ο Σταγερίτης, χωρίζοντας το δίκαιο από το επιεικές. Αλλά δεν τ’ ακούει αυτά ο έλληνας. Δεν δέχεται να θυσιάσει τη δική του περίπτωση, το δικό του εγώ σ΄ ένα νόμο σκόπιμο και δίκαιο στη γενικότητα του. Έτσι είναι οι πολλοί στις πόλεις που πρόκειται τώρα να διοικήσεις, έτσι διαφορετικοί, αν όχι από μας, όμως από τους πατέρες μας, που θεμελίωσαν το μεγαλείο της παλιάς, της αληθινής μας δημοκρατίας).
Ποτέ ο άρχων δεν πρέπει να περιφρονή τον αρχόμενο, όσο άξιος και αν είναι αυτός, και όσο ανάξιοι οι αρχόμενοι. Πρέπει να σκύβη, να μελετά και να γνωρίζη το λαό του. Προ παντός όταν έχει να κάνη με τους δυσκολονόητους έλληνες. Για αυτό μη με βαρεθής, που θέλω να σου τους δείξω από πολλές πλευρές και που τις πολλές τούτες πλευρές πάω να τις αναγκάσω σε μια πρώτη ρίζα.
Όσο περνούν οι αιώνες τόσο κι εμείς και οι λαοί που κυβερνούμε περισσότερο ατομιστές, ως που μια μέρα να μαραθούμε όλοι μαζί μέσα στη μόνωση των μικρών εαυτών μας. Νομίζω πως οι έλληνες απάνω στους οποίους εσύ τώρα άρχεις είναι πρωτοπόροι σε αυτόν θανάσιμο κατήφορο.
Δεν σου έκανε κιόλας εντύπωση καλέ μου Νάβιε η αδιαφορία του έλληνα για το συμπολίτη του; Όχι πως δεν θα του δανείση μια χύτρα να μαγειρέψει, όχι πως αν τύχη μια αρρώστια δεν θα τον γιατροπορέψη, όχι πως δεν του αρέσει να ανακατεύεται στις δουλειές του γείτονα, γιο να του δείξη μάλιστα την αξιοσύνη του και την υπεροχή του, σε τέτοιες περιπτώσεις βοηθάει ο έλληνας περισσότερο από κάθε άλλον.
Βοηθάει πρόθυμα και τον ξένο, με την ιδέα μάλιστα, που χάρις στους μεγάλους στωικούς, πάντα τον κατέχει, μιας πανανθρώπινης κοινωνίας, Του αρέσει να δίνη στον ασθενέστερο στον αβοήθητο, είναι και αυτό ένας τρόπος υπεροχής.
Λέγοντας πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, κάτι άλλο θέλω να πω. Αλλά μου πέφτει δύσκολο να στο εξηγήσω. Θα αρχίσω με παραδείγματα, που αν προσέξης, ανάλογα θα δης και εσύ ο ίδιος πολλά με τα μάτια σου. Ακόμη υπάρχουνε ποιητές πολλοί και τεχνίτες στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Πλησίασε τους, καθώς είναι χρέος σου, και πες μου αν άκουσες κανέναν απ’ αυτούς ποτέ να επαινή τον ομότεχνο του. Δεν χάνει τον καιρό του σε επαίνους των άλλων ο έλληνας. Δεν χαίρεται τον έπαινο. Χαίρετε όμως τον ψόγο και γι αυτόν βρίσκει πάντα καιρό.
Για την κατανόηση, την αληθινή, αυτήν που βγαίνει από τη συμπάθεια γι αυτό που κατανοείς, δεν θέλει τίποτα να θυσιάση. Το κίνητρο της δικαιοσύνης δεν τον κινεί για να επαινέση ότι αξίζει τον έπαινο. Όχι που δεν θα ήθελε να είναι δίκαιος, αλλά δεν αντιλαμβάνεται καν την αδικία που κάνει στον άλλο. Αλλού κοιτάζει, θαυμάζει ότι είναι δικός του κόσμος, κάθε άλλον τον υποτιμά. Όταν ένας πολίτης άξιος δεν αναγνωρίζεται κατά την αξία του, λέει ο έλληνας: αφού δεν αναγνωρίζομαι εγώ ο αξιότερος του, τι πειράζει αν αυτός δεν αναγνωρίζεται; Ο εγωκεντρισμός αφαιρεί από τον Έλληνας τη δυνατότητα να είναι δίκαιος. Και αυτό εννοούσα λέγοντας, πως ο έλληνας αδιαφορεί για τον πλησίον του, το πάθος του εγωισμού τον εμποδίζει να ασχολείται με τον άλλο, να συνεργάζεται μαζί του. Και φυσικά από την έλλειψη τούτης της αλληλεγγύης ματαιώνονται στις ελληνικές κοινωνίες οι κοινές προσπάθειες. Η δράση του έλληνα κατακερματίζεται σε ατομικές ενέργειες, που συχνά αλληλοεξουδετερώνονται και συγκρούονται.
Κάποτε και τους νεκρούς ακόμα, όπου θα’ λέγε κανείς πως φθόνος δεν χωρεί, τους αφήνουν ατίμητους οι έλληνες, γιατί δεν βρίσκουν μέσα τους, τη διάθεση να θυσιάσουν κάτι από το νου και στην καρδιά τους για ένα τέτοιο έργο δικαιοσύνης. Μόνο ο ηδονισμός του μίσους μπορεί να τους κάνει τυμβωρύχους. Το εγώ -το τρομερό αυτό εγώ- το πάντα γυρισμένο προς τον εαυτό του, για να υψωθή, ταπεινώνει και τους νεκρούς και εκδικείται ακόμη και για την περασμένη τους δόξα. Μόνο όταν δημιουργηθούν συμφέροντα που συμβαίνει να είναι κοινά σε πολλά άτομα μαζί, βλέπεις την συναδέλφωση και την αλληλεγγύη, πολύ σπάνια για την προάσπιση κοινών ιδανικών. Κοινά ιδανικά σχεδόν δεν υπάρχουν. Στον καθένα έλληνα τα ιδανικά είναι ατομικά. (Γι αυτό οι πολιτικές των φατρίες είναι φατρίες συμφερόντων και το ιδανικό τον κάθε ηγέτη είναι ο εαυτός του).
Νάβιε, ο Κάτωνας από καιρό έχει πεθάνει και πέθανε μαζί του η παλιά μας δημοκρατία. Τώρα βαδίζαμε και εμείς τον δρόμο των Ελλήνων ως που και οι δικοί μας εγωισμοί, κάθε μέρα ωμότεροι και βιαιότεροι, να σκεπάσουν με την πλημμυρίδα τους τη Σύγκλητο και την αγορά και ολόκληρη την αθάνατη πόλη. Το κοινό μίσος και το κοινό συμφέρον συνδέουν τους ανθρώπους, προ παντός τους Έλληνες και τους ανατολικούς λαούς της Μικρασίας που οι Έλληνες στα στερνά τους πολίτισαναν και τους δίδαξαν και μαζί τους αποχάλασαν. Όπου λείπει το κοινό μίσος και το κοινό συμφέρον υπάρχει συνήθως το κενό, η αδιαφορία του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο.
Μου έλεγε κάποτε κάποιος από την Αλικαρνασσό: “Δούλεψα όλη μου τη ζωή σκληρά και ανυστερόβουλα για την πόλη μου και θαρρώ πως δούλεψα ωφέλιμα και νόμιμα αλλά δεν σκέφθηκα να απλώσω έντεχνα τη φήμη μου στο δήμο. Και έτσι είμαι καταδικασμένος, αν όχι στην αφάνεια, όμως στην εξίσωση μου με ένα σωρό μέτριους και ασήμαντους. Και πρέπει να περιμένω το βραδύ το χρόνο και το θάνατο, που απάγει προς την ανωνυμία όλος τους πρόσκαιρους, ως το ξεχώρισμα και ως μια αργοπορημένη δικαίωση που ίσως μου ανήκει. Εδώ και δυο βδομάδες σου έγραφα για τον φυγόκεντρον εγωισμό των ελλήνων. Δεν θυμάμαι όμως αν σου έγραψα το χειρότερο. Κινημένος από την ίδιον αυτήν εγωπάθεια, τη ρίζα αυτήν κάθε ελληνικού κακού, -ας βοηθήσουν οι θεοί να μη γίνει και των δικών μας δεινών η μολυσμένη πηγή (ο έλληνας δε συχωρνάει στο συμπολίτη του καμμιά προκοπή. Όποιος τον ξεπεράσει, ο έλληνας τον φθονεί με πάθος και αν είναι στο χέρι του να τον γκρεμίση από εκεί που ανέβηκε, θα το κάνη).
Μα το πιο σπουδαίο, για να καταλάβης τον έλληνα, είναι να σπουδάσης, τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνει τον φθόνο του, τον τρόπο που εφεύρε για να γκρεμίζη καλλίτερα. Είναι ένας τρόπος πιο κομψός από το δικό μας, γέννημα σοφιστικής ευστροφίας και διανοητικής δεξιοτεχνίας. Δεν του αρέσει η χοντροκομμένη δολοφονία στους διαδρόμους του Παλατιού, αλλά η λεπτοκαμωμένη συκοφαντία, ένα είδους αναίμακτου ηθικού φόνου, ενός φόνου διακριτικότερου και ευτελέστερου, που αφήνει του δολοφονημένου τη σάρκα σχεδόν ανέπαφη, να περιφερή την ατίμωση και τη γύμνια της στους δρόμους και στις πλατείες. Γιατί κι η συκοφαντία, αγαπητέ μου, την έχουν αναγάγει σε τέχνη αυτό. Οι θαυμάσιοι, οι φιλότεχνοι έλληνες οι πρώτοι δημιουργοί του καλού και του κακού λόγου.
Το να επινόησης ένα ψέμα για κάποιον και να το διαλαλήσεις, αυτό είναι κοινότυπο και άτεχνο. Σε πιάνει ο άλλος από το αυτί και σε αποδείχνει εύκολα συκοφάντη και σε εξευτελίζει. Η τέχνη είναι να συκοφαντής χωρίς να ενσωματώνεις πουθενά ολόκληρη τη συκοφαντία, μόνο να την αφήνεις να τη συνάγουν οι άλλοι από τα συμφραζόμενα και έτσι ασυνείδητα να υποβάλλεται σε όποιον την ακούει. Η τέχνη είναι να βρίσκης το διφορούμενο λόγο, που άμα σε ρωτήσουν γιατί τον είπες, να μπορής να πης πως τον είπες με την καλή σημασία, και πάλι εκείνος που τον ακούει να αισθάνεται πως πρέπει να τον εννοήσει με την κακή του σημασία. Η τέχνη είναι να δημιουργής την ψεύτικη εντύπωση με την όλη ομιλία, χωρίς κανένας λόγος μόνος του χωριστά να είναι ψεύτικος, τόσο που να αναρωτιέται ο καλόπιστος όταν ανακάλυψη την αντίφαση, είναι άραγε αυτό συκοφαντία ή παρεξήγηση; Υποβλητικός, σεμνότυφος, ντυμένος την ευπρέπεια, πρέπει να είναι ο συκοφαντικός λόγος και να μη διαρκή περισσότερο από ότι θα κούραζε τον ακροατή και όμως με τις πρεπούμενες διακοπές, αν είναι επίμονος, έτσι που να του εντυπώνεται χωρίς ο ίδιος να μπορεί να το καταλάβη πως αυτό του συνέβηκε. Δεν στηρίζεται σε ανύπαρκτα γεγονότα η περίτεχνη συκοφαντία, αλλά διαλέγει κάποιο ασήμαντο, το βγάζει από τη σειρά του, το φουσκώνει, το βάζει σε άλλη σειρά και έτσι το κάνει να αποδίδει μιαν εντελώς διαφορετικιά από την αρχικήν εντύπωση. Τόσο αλλάζει, χωρίς να το αλλάζει το ίδιο. Που είναι η σϋκοφαντία; ΄΄ρωτάει ο συκοφάντης. Και πας να πής, δεν είναι πουθενά, και όμως είναι ολόκληρη εκεί, άπιαστη αλλά ορατή. Χίλια μήλα έχει η μηλιά και έχει ένα μόνο χαλασμένο. Άμα όμως όλο γι αυτό μιλάς βλέπει ο άλλος μπροστά του μια μηλιά σκουληκιασμένη. Και όμως οι λέξεις που αρθρώθηκαν δε περιέχουνε ψευτιά καμιά. Το ψέμα είναι πέρα από τις λέξεις, στο νόημα το φευγαλέο. Κάποτε ούτε το ένα μήλο δεν έχει σάπιο, αλλά έχει κάτι που δεν αρέσει στο δήμο, το πλήθος. Τότε αυτόν που θες να φθείρεις, τον παρουσιάζεις μονάχα από αυτό το κάτι που δεν αρέσει. Ψέμα; Πουθενά, επιδέξιες αποσπάσεις από τον ολότητα της πραγματικότητας, τονισμός μιας λέξης που δεν ήταν τονισμένη, μια ανεπαίσθητη αλλοίωση του φωτισμού, κάτι αληθινά ελάχιστο, που δεν τολμάς καν να το πεις διαστροφή. Διότι πραγματικά δεν είναι διαστροφή, δεν είναι ψέμα, είναι όμως συκοφαντία.
Αυτό Είναι το αγχέμαχο όπλο με το οποίο πολεμάει ο έλληνας τον έλληνα, ο ηγέτης τον ηγέτη, ποιητής τον ποιητή, αλλά και ανάξιος τον άξιο, ο ουσιαστικά αδύνατος τον ουσιαστικά δυνατό. Αν και ξένος θα δοκιμάσης την αιχμή τούτου του όπλου και εσύ όπως τη δοκιμάσεις και εγώ. Θα απορήσης σε τι κοινωνική περιωπή βάζουν οι έλληνες τους δεξιοτέχνες της συκοφαντίας, πως τους φοβούνται οι πολλοί και αγαθοί, πως τους υπολήπτονται, οι χρησιμοθήρες και πως γλυκομίλητα τους χαιρετούν όταν τους συναντήσουν στις στοές και στην αγορά. Είχα γνωρίσει έναν τέτοιο δεξιοτέχνη της συκοφαντίας στην Αθήνα εδώ και είκοσι χρόνια. Ήταν απ’ αυτούς που ονόμαζαν τον παλιό καιρό “λακωνίζοντας”, νοσταλγός κάθε αρχαίου, αρνητής κάθε νέου, έντιμος πολίτης που ασκούσε έντιμα το επάγγελμα του συκοφάντη. Οι πιο διαλεχτοί συμπολίτες του δοκίμασαν το κεντρί του. Συκοφαντούσε με υπομονή, με ηδονή, με ευσυνειδησία. Συκοφαντούσε σύμφωνα με τη φύση του, όπως το φίδι δαγκάνει, όπως η δράκαινα δηλητηριάζει, όπως ο ταύρος κερατίζει. Λίγοι τον περιφρονούσαν, περισσότεροι τον φοβότανε και σε πολλούς άρεσε. Αρέσει, για να πούμε την αλήθεια, στους περισσότερους έλληνες, αλλά φευ και σε κάμποσους πια από τους δικούς μας η πετυχημένη, η έντεχνα σκαρωμένη συκοφαντία. Σχηματίζεται γύρω της μια συμπαθούσα κοινή γνώμη από όλες τις συγκλίνουσες μοχθηρίες, τις ζήλιες, τις αρρωστημένες καχυποψίες, από όλες τις κουρασμένες, τις τραυματισμένες ψυχές. Και έτσι κρυσταλλώνεται, γύρω από τον αρχικόν ιοβόλο λόγο, ένα στέρεο σάρκωμα, ένας όγκος που στον καθέναν επιβάλλεται και τον φοβάται ο καθένας και αποφεύγει να τον αγγίξει.
Κι όμως, τον καιρό που βρισκόμουνα στην Αθήνα δυό-τρεις άνθρωποι, που -δίκαια ή άδικα δεν ξέρω- τους λογιάζουνε πολλοί για απόβλητους και ξεστρατισμένους, τολμήσανε να αντισταθούν σε τούτον τον δεξιοτέχνη και να του κόψουν για καιρό τη λαλιά.
Ένας από αυτούς μέρα μεσημέρι, στη μέση της αγοράς, τον χαστούκισε έτσι δυνατά που έπεσε χάμω και κύλησε μέσα στις σκόνες. Ένας άλλος, καθώς διάβαινε μπρος από τον Αρειο Πάγο ο συκοφάντης, με το ειρωνικό μειδίαμα της οίησης στα πικρά του χείλη, ανέβηκε σε μια ψηλή πέτρα απάνω και στον κόσμο που ήταν μαζεμένος την ώρα εκείνη φώναξε : Αϊ! Αθηναίοι, τούτος ο υπερόπτης που περνά εκεί δα, παρουσιάσθηκε κατήγορος του ανθρώπου που έσωσε την τιμή και τη ζωή του παιδιού του”. Αν ήταν αλήθεια αυτά που είπε δεν ξέρω. Θυμάμαι μόνο πως ο δεξιοτέχνης χλώμιασε και αποτραβήχτηκε, χωρίς να πη τσιμουδιά και ούτε αργότερα τόλμησε ποτέ να του απαντήσει. Τέτοιοι άνθρωποι κατορθώσανε να φιμώσουν το απύλωτο στόμα της συκοφαντίας, μόνο τέτοιοι και με τέτοιους τρόπους, καλέ ου Νάβιε. Οι καλοί, ας τους πούμε καλούς, είχαν ξεχάσει πως η αρετή αγωνίζεται. Όλα, βλέπεις ήταν άτονα ή χαλασμένα στο ιοστέφανο Άστυ. Ψάχνω τώρα να θυμηθώ τα ονόματα αυτών των ανθρώπων, αλλά δεν το κατορθώνω. Τι σημασία άλλωστε έχουν τα ονόματα; Όλους αυτούς τώρα πια, συκοφάντες και συκοφαντημένους τους σκεπάζουν τα χαμομήλια και οι παπαρούνες του Κεραμεικού. CURA UT VALEAS. (Πρόσεχε τον εαυτό σου και να ‘σαι καλά).
…το, ανυπόταχτο σε κάθε πειθαρχία, η περιφρόνηση των άλλων και ο φθόνος, η αρρωστημένη διογκωση της ατομικότητας, σπρώχνουν σχεδόν τον κάθε έλληνα να θεωρεί τον εαυτό του πρώτο μέσα στους άλλους. Αδιαφορώντας για όλους και για όλα, παραβλέποντας ότι γίνηκε πριν και ότι γίνεται γύρω του, αρχίζει κάθε φορά από την αρχή και δεν αμφιβάλει πως πορέυεται πρώτος στο δρόμο το σωστό.
Ταλαιπωρεί από αιώνες την ελληνική ζωή η υπέρμετρη εμπιστοσύνη του έλληνα στην προσωπική του γνώμη και στις προσωπικές του δυνατότητες. Παρά να υποβάλη τη σκέψη του στη βάσανο μιας ομαδικής συζήτησης, προτιμάει να ριψοκινδυνεύσει με μόνες τις προσωπικές του δυνάμεις. Πρόσεξε τις συσκέψεις των ηγετών των πολιτικών τους μερίδων με τους δήθεν φίλους των και θα δης ότι οι περισσότερες είναι προσχήματα. Ο ηγέτης λέει την γνώμη του, βελτιώνει τη διατύπωση της με τις πολλές επαναλήψεις , χωρίς ούτε να περιμένει, ούτε να θέλει καμία αντιγνωμία.. Και οι φίλοι του το ξέρουν αυτό καλά και συχνάζουν σε αυτές τις συσκέψεις ή για να μάθουν τα νέα της ημέρας για να βρουν ευκαιρία να κολακεύσουν τον ηγέτη. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Έλληνας πολιτικός ανακυκλώνεται μόνος του μέσα στις δικές του σκέψεις, γιατί πιστεύει πως αυτές αρκούν για το έργο του, ή το χειρότερο, γιατί η χρησιμοποίηση και των άλλων στην εκτέλεση του, θα περιόριζε την κυριότητα του απάνω στο έργο, θα το έκανε περισσότερο τέχνη, αλλά λιγότερο δικό του, και εκείνο που προέχει για τον έλληνα δεν είναι το πρώτο. αλλά το δεύτερο. Έτσι σε πρώτη μοίρα έρχεται η τιμή του εγώ και δε δεύτερη η αξία του έργου. Αυτή είναι η αδυναμία του πολιτικού ήθους που θα παρατήρησης στους έλληνες δημόσιους άνδρες που κατά τα άλλα και πιο υψηλόφρονες είναι και πιο αδέκαστοι και σχεδόν όλοι οι πιο φτωχοί από τους συγχρόνους δικούς μας. Οι παλιοί όμως ρωμαίοι, αυτοί κατείχαν την αρετή της μετριοφροσύνης που απουσιάζει και απουσίαζε πάντα από την ελληνική πολιτική ζωή και γι αυτό τότε κατορθώσανε αν και σε τόσα καθυστερημένοι, να πάρουν την κοσμοκρατορία από τα χέρια των ελλήνων.
Έ Γιατί βλέπεις, ταύτη η μοιραία για την τύχη των ελλήνων εγωπάθεια, φέρνει και ένα άλλο χειρότερο δεινό: όπου βασιλεύει, τα έργα σχεδιάζονται πάντα μέσα στα στενά όρια της ατομικότητας, σύντομα και βιαστικά, για να συντελεστούν όλα, πριν το πρόσωπο έκλείψη. Η πολιτική όμως που θεμελιώνει τις μεγάλες πολιτείες δεν σηκώνει ούτε βιασύνη ούτε συντομία. Σχεδιάζεται σε έκταση αιώνων. Δεν προσδένεται σε άτομα, αλλά σε ομάδες προσώπων, σε διαδοχικές γενεές. Στην εκτύλιξη της εξαφανίζεται το εφήμερο άτομο και παίρνουν την πρώτη θέση, διαρκέστερες υποστάσεις, οικογένειες, πολιτικές μερίδες ή κοινωνικές τάξεις. Τα εδραία πολιτικά έργα μέσα στην Ιστορία είναι υπερπροσωπικά, Και δυστυχώς οι έλληνες μόνο σε προσωπικά έργα επιδίδονται με ζήλο. Γι αυτό η δεν φθάνουν ως την τελειώσει ενός άξιου πολιτικού έργου ή όταν φθασουν, φέρνει μέσα του, το έργο τους το ίδιό, το σπέρμα της φθοράς. Και αυτό είναι δίκαιο. .Γιατί σκοπός των ελλήνων είναι η πρόσκαιρη λάμψη του πρόσκαιρου ατόμου, όχι η μόνιμη απρόσωπη ευόδωση του έργου του ίδιου.
Έπρεπε εξαιρετικά ευνοϊκές περιστάσεις να συντρέξουν με την μεγαλοφυία του Αλέξανδρου του Μακεδόνα, για να αποκτίσουν για λίγα χρόνια οι έλληνες μια κυρίαρχη πολιτική θεση στην οικουμένη. Αλλά και εκείνο το έργο στηριγμένο ο’ ένα πρόσωπο, όχι σε μιαν κοινότητα ανθρώπων, ούτε σε μια πολύχρονη παράδοση, μόλις εξαφανίστηκε ο δημιουργός, διαλύθηκε μέσα στα χέρια των ίδιων εκείνων ανθρώπων, που όταν ο Αλέξανδρος ζούσε, στάθηκαν οι απαραίτητοι συντελεστές του. Αλλά το έργο, βλέπεις, δεν ήταν δικό τους. Δεν τους είχε κάνει ο αυταρχικός ηγέτης κοινωνούς στην τιμή του έργου, αλλά θήτες του γίγαντα εγωισμού του.
Έλαβα προχτές το πρώτο σου γράμμα, που διασκέδασε πολλές μου ανησυχίες. Φοβόμουνα αλήθεια, πως οι παραινέσεις μου θα σου φαίνονταν σα συστάσεις κηδεμόνα που θέλει σε κάθε βήμα να καθοδηγή τον κηδεμονευόμενο. Αλλά κατάλαβες την αληθινή πρόθεση μου και έτσι που μου γράφεις μου δημιουργείς σχεδόν την υποχρέωση να μην κλείσω ακόμη τον κύκλο των στοχασμών μου, για τον τρόπο που πρέπει να διακυβερνώνται οι ελληνικές πόλεις, θα συνεχίσω λοιπόν, καλέ και ευγενικέ μου φίλε, τις παραινέσεις μου και θα σε παρακαλέσω να μην ξεχνάς πως μη όντας καλλιτέχνης του καλάμου, διατυπώνομαι συνήθως αδέξια, πρόχειρα, και όχι με την κυριολεξία που θα ήθελα. Γι αυτό είσαι δικαιολογημένος που με παρεξήγησες σε μερικά σημεία. Ποτέ, μα ποτέ δε θέλησα να σου πω , ότι λείπει η πολιτική σκέψη στην Ελλάδα. Απεναντίας, πιστεύω πως αφθονεί περισσότερο μάλιστα από ότι φαντάζεται όποιος βλέπει τα πράγματα απ’ έξω. Μόνο που δεν μας είναι αισθητή η παρουσία της γιατί οι άνδρες που την κατέχουν φθείρονται ο ένας από τον άλλο σε μια αδιάκοπη, πεισματική και ότι πιο συχνά μάταιη σύγκρουση. Αν λείπει κάτι των ελλήνων πολιτικών δεν είναι ούτε η δύναμη της σκέψης ούτε η αγωνιστική διάθεση. Στον χαρακτήρα, στο ήθος φωλιάζει η αρρώστια. Φωλιάζει στην άρνηση τους να δεχθούν να εξαφανίσουν το άτομο τους, για την ευόδωση ενός ομαδικού έργου. Λεν κρίνουν ποτέ με δικαιοσύνη τον συναγωνιστή τους και γι αυτό δεν υποτάσσονται ποτέ στην υπεροχή του. Δεν έχουν την υπομονή, μέσα στον κύκλο των ισοτίμων, να περιμένουν με την τάξη του κλήρου ή της ηλικίας τη σειρά τους. Έτσι, διασταθμίζοντας τη δύναμη του και τις αρετές του σε περιττούς αγώνες κατάντησε ο ελληνικός λαός με την υψηλότερη και την πλουσιώτερη στη θεωρία πολιτική σκέψη, να μείνη τόσο πίσω από μας στις πρακτικές πολιτικές του επιδόσεις.
…(τα) δεινά, όσα υποφέρανε ως τα σήμερα οι έλληνες, μα θαρρώ και όσα θα υποφέρουν στο μέλλον μιας και έχουν κύρια και πρώτη πηγή, την φιλοπρωτία, τη νόμιμη θυγατέρα του τρομερού των εγωισμού.
Μου γράφεις πως αυτό συμβαίνει και άλλου και προς παντός σ’ εμάς. Η διαφορά, καλέ μου φίλε, έγκειται στο μέτρο και στην ένταση της φιλοπρωτίας. Βέβαια και εμείς σήμερα δεν υστερούμε. Αλλά την εποχή που θεμελιώνονταν το μεγαλείο της Ρώμης δεν είχαν υπερβεί οι δικοί μας το πρεπούμενο μέτρο, υποτάσσονταν στο κοινό νόμο και στους γενικούς σκοπούς της πολιτείας. Ενώ οι Έλληνες το ξεπέρασαν, πριν προφτάσουν να στεριώσουν τη δύναμη τους καθώς είναι χρέος μου, για μας τους ρωμαίους, δεν ξέρω αν μεταξύ των ρωμαίων και σήμερα ακόμα, υπάρχουν τόσοι φανατικοί και αδίστακτοι στο κυνήγημα των τιμών, όσοι υπήρξανε μεταξύ των ελλήνων στους ενδοξότερους των αιώνες.
Μήπως όμως υπερβάλλω, καλέ μου φίλε; Μήπως βλέπει το θαυμαστό γένος των ελλήνων τα μάτια της γεροντικής κακίας; Μα είναι χρόνια τώρα που με το λυχνάρι και με του ήλιου το φως διαβάζω Αριστοφάνη, Δημοσθένη, Ευριπίδη, Θεόφραστο, Επίκουρο, Ζήνωνα, Χρύσιππο και όλο και βεβαιώνομαι περισσότερο πως δεν είμαι μόνος στον τρόπο που τους κρίνω. Όχι, καλέ μου φίλε, δεν βλέπω πως είμαι άδικος, όταν λέγω πως πρόθεση τους συνήθως δεν είναι να ξεπεράσουν σε αξιότητα ή και σε καλή φήμη τον αντίπαλο τους, αλλά να τον κατεβάσουν στα μάτια του κόσμου κάτω από τη δική τους θέση, όποια καν αν είναι. Την αρχαίαν “ύβριν” των (Σημ.: η λέξη στο πρωτότυπο είναι γραμμένη στα ελληνικά στοιχεία) την κατεβάσανε στο χαμηλότερο επίπεδο. Κάποτε με τούτην την ισοπέδωση προς τα κάτω νομίζουν πως επαναφέρουν το πολίτευμα τους στην ορθή του βάση. Μάταια ξεχώρισε ο μεγάλος Σταγειρίτης τη δημοκρατία (Σημ.: την παρεκβατική δημοκρατία, δηλ. την οχλοκρατία) από την “πολίτευμα” (Σ.Μ. την ορθή δημοκρατία). Η θέληση τους για ισότητα, άμα την ανάλυσης, θα δεις ότι δεν απορρέει από την αγάπη της δικαιοσύνης, αλλά από τον φθόνο της υπέρτερης αξίας “Μια που εγώ, λέει ο έλληνας, δεν είμαι .άξιος να ανέβώ ψηλότερα από σένα, τότε τουλάχιστον και εσύ να μην ανεβείς απόμενα ψηλότερα. Συμβιβάζομαι με την ισότητα”.
Συμβιβάζεται με την ισότητα ο έλληνας, γιατί τι άλλο είναι παρά συμβιβασμός να πιστεύεις ανομολόγητα πως αξίζεις την πρώτη θέση και να δέχεσαι μιαν ίση με των άλλων. Μέσα του λοιπόν δεν αδικεί τόσο ο έλληνας, όσο πλανάται. Γεννήθηκε με την ψευδαίσθηση της υπεροχής. Και ύστερα θα συνάντησης και μεταξύ των ελλήνων την άλλη ψευδαίσθηση που τους κάνει να υπερτερούνε την μιαν αρετή που έχουν και να υποτιμούνε τις άλλες που τους λείπουν. Είδα δειλούς που φαντάζονταν πως μπορούν να ξεπεράσουν όλους μονάχα με την εξυπνάδα τους και ανδρείους που πίστευαν πως φτάνει για να ξεπεράσουν όλους η ανδρεία τους. Είδα έξυπνους που φαντάζονταν πως δεν χρειάζεται για να γίνουν πρώτοι ούτε επιστήμη, ούτε αρετή. Είδα και κάτι σοφούς που ήθελαν να σταθούν απάνω και από τους έξυπνους και από τους ανδρείους με μόνη την επιστήμη και τη σοφία. Πόσο αλήθεια άμαθοι της ζωής μπορεί να είναι αυτοί οι αφεντάδες της γνώσης! Τι κακό μας έκανε αυτός ο Πλάτων!
Πόσους δασκάλους πήρε στο λαιμό του που νομίζανε πως είναι “άνδρες βασιλικοί” (Σημ.: με ελληνικά στοιχεία στο πρωτότυπο). Μα είδα τέλος αγαπητέ μου Νάβιε, και κάτι ενάρετους, που δεν το χώνευαν να μην είναι πρώτοι στην πολιτεία, αφού ήταν πρώτοι στην αρετή. Και βέβαια δεν στασίαζαν όπως οι βάναυσοι και κακοί, αλλά ή αποσύρονταν σιωπηλοί και απογοητευμένοι στους αγρούς των, αφήνοντας το δήμο στα χέρια των δημαγωγούν και των συκοφαντών, ή δηλητηριάζανε την αποτυχίας των, ωσάν οι ηγεσίες των πολιτειών να μην ήταν μοίρα υποταγμένες στις ιδιοτροπίες της τύχης και του χρόνου και σε λογής άλλους συνδυασμούς δυνάμεων, που συνεχώς τις απομακρύνουν απ’ την ιδεατή τους μορφή και τις παραδίδουν στα χέρια των ανάξιων ή των μέτριων. Τέτοια είναι τα πάθη και οι αδυναμίες που φθείρουν τους ηγέτες των ελληνικών πόλεων.
Όσο για τους οπαδούς των ηγετών αυτών, έχουν και αυτοί την ιδιοτυπία τους στον μακάριον εκείνον τόπο. Είναι οπαδοί, πραγματικοί οπαδοί, μόνο όσοι έχασαν οριστικά την ελπίδα να γίνουν και αυτοί ηγέτες. Έτσι θα παρατήρησης πως πιστοί οπαδοί είναι μόνο οι γεροντότεροι από τον ηγέτη τους. Ελάχιστοι είναι οπαδοί από πίστη ιδεολογική ή από πίστη στον ηγέτη, οι πολλοί είναι πειθαναγκασμένοι από τα πράγματα, γιατί ατύχησαν, γιατί βαρέθηκαν ή λιποψύχησαν. Γι αυτό είναι και όλοι προσωρινοί, άπιστοι, ενεδρεύοντες οπαδοί, ως που να πέραση η κακή ώρα.
Μα και αυτοί που μένουν και όσο μένουν οπαδοί, προσπαθούν συνεχώς να αναποδογυρίσουν την τάξη της ηγεσίας και να διευθύνουν από το παρασκήνιο τον ηγέτη. Γι αυτό και βλέπεις τόσο συχνά να είναι περιζήτητοι οι μέτριοι ηγέτες, που προσφέρονται ευκολώτερα στην παρασκηνιακήν ηγεσία των οπαδών τους. Σε πολλές περιπτώσεις δεν έχει σημασία να ξέρης ποιος είναι ο ονομαστικός ηγέτης μιας πολιτικής μερίδας, αλλά ποιοι εκ των του αφανούς τον διευθύνουν. Βλέπεις, είναι μερικοί άνθρωποι που δεν είναι προικισμένοι με τα χαρίσματα με τα οποία αποκτάς τα φαινόμενα της ηγεσίας, αλλά μόνο με εκείνα που χρειάζονται για την ουσία της, για την άσκηση της εξουσίας, είναι αναγκασμένοι λοιπόν οι τέτοιοι να περιοριστούν στο ρόλο του υποβολέα και να αφήνουν τους άλλους, που κατέχουν τα φαινόμενα, να χαριεντίζονται απάνω στη σκηνή.
——————
Είναι επιστολές του Κικέρωνα προς τον Τίτο Πομπώνιο τον επιλεγόμενο Αττικό, γραμμένη το 60 π.Χ., και γράφτηκε πριν 2100 χρόνια περίπου.