Sulpicia Η Ρωμαία: Ελεγειακή Ποιήτρια (μέσα 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.)

Βιογραφικό

     Η Σουλπικία ήτανε Ρωμαία ελεγειακή ποιήτρια του 1ου αι. π.Χ. της μόνης από τις οποίες διατηρούνται ορισμένες συνθέσεις. Έγραψε ερωτικές ελεγείες (είναι κι άλλη Ρωμαία ποιήτρια μ’ αυτό τ’ όνομα, που ‘ζησε στα έτη του Δομιτιανού. Έχει σωθεί σατιρικό της ποίημα Περί του εδίκτου του Δομιτιανού). Πρόκειται για 6 σύντομα ποιήματα, που βρίσκονται με τ’ όνομά της στο 3ο βιβλίο του Corpus Tibullianum (3.13-3.18). Οι ερευνητές εξετάζουνε τη γυναικεία ή μη, φύση της ποίησής της και τον ιδιαίτερο ρόλο της στα πλαίσια της ανδροκρατούμενης ρωμαϊκής ερωτικής ελεγείας.
     Ο έρωτας κι οι ποικίλες εκφάνσεις του ποτέ δεν έπαψαν να βρίσκονται στο επίκεντρο του δημόσιου κι ιδιωτικού βίου της Ρώμης. Διόλου τυχαία άλλωστε, η λέξη ROMA αναγραμματίζεται σε AMOR (έρωτας). Οι Ρωμαίοι ποιητές, στη προσπάθειά τους να φανούν αντάξιοι συνεχιστές των Ελλήνων προκατόχων τους, καλλιεργήσανε συστηματικά και διευρύνανε το πεδίο της ερωτικής γραφής κατακτώντας νέους εκφραστικούς τρόπους, εξερευνώντας νέες θεματικές και προχωρώντας σε τολμηρά νέα εγχειρήματα. Η λατινική ερωτική ποίηση είναι γεμάτη πολυχρωμία, εκπλήξεις, ανατροπές κι αντινομίες. Τη διακρίνει φαντασία, ευαισθησία, τόλμη, ειρωνεία κι όχι σπάνια, καυστικό χιούμορ. Είναι ένας χώρος αναρίθμητων αποχρώσεων, όπου τα πιο λεπτά σκιρτήματα μιας ερωτευμένης καρδιάς μπορούν να συνυπάρχουν με την εκδικητική μανία ενός προδομένου έρωτα.
     Η Sulpicia πιστεύεται από μερικούς ότι ήταν η ποιήτρια των 6 σύντομων ποιημάτων (ή αν θέλετε, 6 σύντομων επιστολών, περίπου 40 γραμμές όλα κι όλα) που περιλαμβάνονται στο σώμα της ποίησης του Tibullus. Έτσι θα ‘τανε μια από τους ελάχιστους θηλυκούς ποιητές της ρωμαϊκής λογοτεχνίας (ή τουλάχιστον η μόνη που μας σώθηκε). Άλλοι, ωστόσο, υποστήριξαν ότι τα ποιήματα δεν είναι δικά της αλλά γράφονται στη persona της από έναν άλλο ποιητή, πιθανόν τον Τίβουλλο. Αν η ταυτοποίηση πάντως είναι σωστή, έζησε στην εποχή του Αυγούστου κι ήτανε κόρη του ρήτορα Σέρβιου Σουλπίκιου Ρούφου -που ήτανε φίλος του Κικέρωνα, όστις τον επικαλείται σε γραπτά του- μητέρα της η Βαλέρια, θείος και κηδεμόνας της ήταν ο Μεσσάλα Κορβίνους (Μάρκο Βαλέριο Μεσσάλλα Κορβίνους, 64 π.Χ. – 8 μ.Χ., στο λογοτεχνικό κύκλο που καθιέρωσε γύρω στο 30 π.Χ.  που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τον Tibullo, τον Ovidio και το Ligdamo, ανήκει κι η ποιήτρια. Όπως φαίνεται στο στίχο propinque 6, ο Μεσσάλλα είναι και συγγενής της, καθώς λέγεται πως ήταν αδελφός της μητέρας της), ένας σημαντικός μέντορας-προστάτης της λογοτεχνίας.
     Σ’ έν απόλυτα ανδροκρατούμενο λογοτεχνικό είδος, όπως η ρωμαϊκή ερωτική ελεγεία, οι 6 μικρές ελεγείες της Σουλπικίας προσφέρουνε στον αναγνώστη (αρχαίο και σύγχρονο) μια μοναδική ευκαιρία ν’ ακούσει τη γυναικεία φωνή αδιαμεσολάβητη, απαλλαγμένη από έμφυλες προκαταλήψεις και παραμορφώσεις. Οι στίχοι της διακρίνονται για την ευαισθησία, το συναισθηματισμό, την εκφραστική τους δύναμη αλλά και τη καλλιτεχνική τους ποιότητα. Μπορεί η έκταση των ποιημάτων της να είναι μικρή, σχεδόν επιγραμματική, όμως αυτό δεν είναι ένδειξη αδυναμίας, αλλά μάλλον αποτέλεσμα πειραματισμού. Η ώριμη πραγμάτευση γνωστών μοτίβων της ρωμαϊκής ελεγείας σε συνδυασμό με τα εκφραστικά μέσα ποιητικής που χρησιμοποιεί, τοποθετούνε τη Σουλπικία εντός του χώρου της ελεγείας. Η εκτεταμένη χρήση υπόταξης, οι έντονες νοηματικές συστροφές, η υφολογική σκοτεινότητα, η προτίμηση για απαρέμφατα, οι περίτεχνοι υποθετικοί λόγοι, αλλά κι η ευρεία χρήση υποτακτικής αποτελούνε κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της ποίησής της.
     Όλα αυτά, βέβαια, δεν εγγυώνται το de facto γυναικείο χαρακτήρα του λόγου της. Το αν καταφέρνει ν’ αρθρώσει το δικό της γυναικείο λόγο μες στο έργο της δεν οφείλεται τόσο στο βιολογικό της φύλο όσο στην ικανότητά της να υπερβεί τις έμφυλες συμβάσεις και τους αποκλεισμούς του είδους που γράφει κι έτσι να προσφέρει τελικά μια διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων, μιαν εναλλακτική ματιά στη γυναικεία ψυχή. Όπως αποδεικνύεται, η συμμόρφωσή της προς τους κανόνες και τις ειδολογικές συμβάσεις της ελεγείας δεν ακυρώνει αναγκαστικά τη προσπάθειά της να εκφράσει τον δικό της γυναικείο λόγο σε σχέση με τον διαμεσολαβημένο γυναικείο λόγο, όπως αυτός απαντά στα κείμενα των ανδρών ελεγειακών ποιητών. Η Σουλπικία τολμά, έστω και διστακτικά και τελικά καταφέρνει, να δώσει φωνή στη δική της ευαισθησία. Τελικά, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η Keith, οι ελεγείες της καταφέρνουν να προσφέρουν, “μιαν οξεία ευαισθησία αναφορικά με τον παραβατικό ρόλο της γυναικείας σεξουαλικότητας στη ρωμαϊκή κοινωνία και λογοτεχνία, ενώ ταυτόχρονα αρθρώνουν μ’ επιδέξιο τρόπο μια λιγώτερο περιοριστική όψη του γυναικείου πάθους“.

     Τα ποιήματα είναι 6 σύντομα ελεγειακά που απευθύνονται σ’ εραστή που ονομάζεται Cerinthus. Ο Κήρυνθος ήτανε κατά πάσα πιθανότητα ψευδώνυμο, στο στυλ της εποχής (όπως η Λεσβία του Catullus κι η Cynthia του Propertius). Ο Κήρινθος θεωρήθηκε μερικές φορές ότι αναφέρεται στον Κορνούτο τον οποίον απευθύνει ο Τίβουλλος σε 2 από τις ελεγείες του, πιθανότατα έναν αριστοκράτη Caecilius Cornutus. Η ομοιότητα μεταξύ του ελληνικού κέρατο και του λατινικού cornu είναι μεταξύ των επιχειρημάτων που παρατίθενται υπέρ αυτής της αναγνώρισης. Η πρόσφατη κριτική, ωστόσο, έχει απομακρυνθεί από τη προσπάθεια προσδιορισμού του Cerinthus με ιστορικό στοιχείο υπέρ της σημειώσεως των λογοτεχνικών συνεπειών του ψευδώνυμου.
     Για πολύ καιρό, πολλοί ακαδημαϊκοί θεωρούσανε τη Sulpicia σαν ερασιτέχνιδα ποιήτρια αξιοσημείωτη πιότερο για το φύλο της. Η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε από τον Santirocco σ’ έν άρθρο που δημοσιεύθηκε το 1979 και στη συνέχεια διερευνήθηκε πληρέστερα η λογοτεχνική αξία αυτής της συλλογής. Ορισμένοι επικριτές αμφισβητήσανε την άποψη ότι τα ποιήματα που αποδίδονται σ’ αυτήν είχανε γραφτεί από γυναίκα. Ο Χάμπαρντ υποδεικνύει ότι το περιεχόμενο των ποιημάτων είναι υπερβολικά ριψοκίνδυνο για μιαν αριστοκράτισσα στη Ρώμη, ενώ οι Habinek & Holzberg υπονοούν ότι τα ποιήματα είναι υπερβολικά περίπλοκα για να ‘χουνε γραφεί από γυναίκα. Σε μια επισκόπηση της κριτικής της γι’ αυτήν, ο Alison Keith περιγράφει τη λογική του άρθρου του Hubbard ως βασανιστική κι επισημαίνει τα προβλήματα στις προσπάθειες του Holzberg & Habinek να εξαφανίσουνε τη γυναικεία πατρότητα. Αντίθετα, η Hallett υποστηρίζει ότι αυξάνει τον αριθμό των ποιημάτων που της αποδίδονται για να συμπεριλάβει τα ποιήματα 8-12 από το Corpus Tibullianum, τα οποία προηγουμένως αποδόθηκαν σε φίλο της.
     Ανήκοντας στην αριστοκρατική τάξη, μπόρεσε να παρακολουθήσει τους αποκλειστικούς κύκλους της υψηλής κοινωνίας και πιθανότατα να ενταχθεί στον πνευματικό κύκλο του θείου Messalla, που με το θάνατο του πατέρα, έγινε κηδεμόνας της. Τα έργα της περιέχονται στο Corpus Tibullianum, μες στον κύκλο της Sulpicia, που συγκεντρώνει συνολικά 5 ελεγείες, εκτός από 6 ακόμα κομμάτια που ονομάζονται ελεγείδια. Η ίδια η ύπαρξη της είναι ωστόσο πολυσυζητημένη: δεν είναι πράγματι σαφές αν είναι όντως υπαρκτό πρόσωπο, ή η γυναίκα που τραγουδά, είναι λογοτεχνικός χαρακτήρας ή αντιστοιχεί στη φωνή ενός άλλου ποιητή που πραγματικά υπήρχε. Οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούνε σχετικά με τη πραγματικήν ύπαρξή της.
     Έτσι φτάνουνε στο 3ο βιβλίο του Corpus Tibullianum που ονομάζεται Παράρτημα Tibulliana, 6 σύντομες ελεγείες της, τα αποκαλούμενα Elegidia, που σημειώνονυαι από τους αριθμούς III.13 έως III.18 και περιλαμβάνουνε συνολικά 40 στίχους. Η Hallett της απέδωσε επίσης και τα 5 ποιήματα (III.8 έως III.12, για συνολικά 114 στίχους) του λεγόμενου κύκλου του Amicus Sulpiciae που περιέχεται στο ίδιο βιβλίο του Corpus, ενώ ο Holt Parker θεωρούσε πως είναι από αυτήν και τα ποιήματα III.9 και III.11 του προαναφερθέντος κύκλου του Amicus Sulpiciae, τις 2 ελεγείες που ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι είναι δικές της επίσης. Στη 2η ελεγία, ο ανώνυμος συγγραφέας εμφανίζεται ως Σουλπικία, ορμώμενος από το πάθος για κυνήγι που καλλιεργείται από τον αγαπημένο Κήρυνθο. Κι όμως, για να μείνει μαζί του, η Σουλπικία θα τον ακολουθούσε στα βουνά και στο δάσος, ακολουθώντας τον με τα ελάφια και τους αγριόχοιρους, αρκεί μόνο να το ‘θελε κι αυτός ή να της το ζητούσε,
     Η κριτική έθεσε το ζήτημα της ταυτότητας του Κήρυνθου. Η ελληνική διατύπωση του ονόματος υποδηλώνει ότι πρόκειται για ψευδώνυμο, σύμφωνα με τη χρήση των λατινοειδών ποιητών για την ελληνική επωνυμία των αγαπημένων. Συγκεκριμένα, από το ελληνικό κέρας, το κόρνο, στο λατινικό κορνούτο, θεωρήθηκε ότι ο εραστής της Σουλπικίας ήτανε γνωστός μ’ έναν φίλο του Cornutus στον οποίο η ποιήτρια απευθύνεται στις 2 ελεγείες ΙΙ.2 και ΙΙ.3. Δεδομένου πως αυτός ο φίλος του Tibullus είναι παντρεμμένος, υπήρξαν εκείνοι που έχουνε δει το δέσιμο της Sulpicia και του Κήρυνθου να καταλήγει σε γάμο -ή ίσως σ’ ένα παράνομο έρωτα.
     Από την άλλη πλευρά, το ξένο όνομα του εραστή, έκανε επίσης να πιστέψουνε σαν εκδοχή το να ήτανε σκλάβος του Messalla, αλλά η επιλογή του ψευδώνυμο με βάση τις λογοτεχνικές συμβάσεις είναι πιο πειστική:

το πιο σημαντικό πράγμα πίσω από το όνομα Cerinthus δεν είναι η ταυτότητα του ανθρώπου, αλλά η επιλογή της να σεβαστεί πάση θυσία τις ποιητικέ; συμβάσεις της αγάπης. Συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο εραστής ποιητής είναι άνδρας κι ως επί το πλείστον, το άτομο με ψευδώνυμο είναι γυναίκα. Τώρα που μια γυναίκα, είναι ποιήτρια, αντιστρέφει τη κατάσταση. Θα μπορούσε να ελαχιστοποιήσει αυτό το γεγονός χρησιμοποιώντας ένα ελληνικό όνομα για τον εραστή της: ότι επέλεξε διαφορετικά δείχνει εύγλωττα την επιθυμία να συμμορφωθεί με τη λογοτεχνική πρακτική της ποίησης της ρωμαϊκής αγάπης με τα στάδια και τα ψευδώνυμά της, ακόμα κι αν σήμαινε την ανατροπή στους παραδοσιακούς σεξουαλικούς ρόλους“.

Στις αμφισβητούμενες πριν ελέγείες, ο ανώνυμος φίλος της ζητά από το Φοίβο, το θεό της ιατρικής, να θεραπεύσει τη κοπέλα που αρρώστησε, καθησυχάζει κι ηρεμεί τον νεαρό Cerinto, πως δεν πρέπει να φοβάται: “Δεν υπάρχει τίποτα για να κάνεις“.
     Στη 1η ελεγεία (III.13), δηλώνει ερωτευμένη και δεν είναι πλατωνική αγάπη, είναι απόλυτη αγάπη και δε θέλει να τη κρατήσει κρυμμένη.  Στη 2η, πιστεύει ότι αναγκάζεται να περάσει τα γενέθλιά της στη δροσερή ύπαιθρο του Arezzo, μακρυά από τη Ρώμη και τον Κήρυνθο. Έτσι, ο δάσκαλος Messalla ήθελε κι η Sulpicia ετοιμάζεται να αφήσει όλη της τη ψυχή και την αγάπη της στη πόλη. Στην αμέσως επόμενη το ταξίδι έχει ακυρωθεί και του γνωστοιποιεί τα ευχάριστα νέα. Υπάρχουν σύννεφα στη σχέση με τον Cerinto: Αναρωτιεται τάχα μη προτιμά καμμιάν άλλη κλπ ξεχνώντας εκείνος πως είναι κόρη του Σέρβιου και γι’ αυτό υπάρχουν εκείνοι που ανησυχούν, ότι η Σουλπικία έφτασε να προσφέρει τον εαυτό της σ’ έναν άνθρωπο τόσον αηδιαστικό και παρακατιανό όσον ο Κήρινθος. Στην επόμενη είναι άρρωστη κι έχει την εντύπωση πως εκείνος δεν ενδιαφέρεται και πολύ. Θα ‘θελε να γίνει γρήγορα καλά μόνον αν είναι βέβαιη ότι κι αυτός το θέλει. Αλλ’ ίσως δεν είναι απαραίτητο να ιαθεί αν εκείνος παραμείνει τόσον ανυπόφορα απόμακρος στην ασθένειά της. Η τελευταία σύντομη ελεγεία είναι μια δήλωση αγάπης και πάθους.
     Από αυτούς τους στίχους γνωρίζουμε πως ήταν αποφασισμένη και χειραφετημένη γυναίκα “μια από κείνες τις γυναίκες που κείνη την εποχή είχαν αρχίσει να ζούνε σύμφωνα με ένα νέο μοντέλο, απορρίπτοντας τους κανόνες. Μεταξύ αυτών, η Σουλπικιία είχεν ίσως πιότερο θάρρος από τις άλλες. Σίγουρα, είχε περισσότερες πιθανότητες να επιλέξει κι είχε περισσότερη προστασία […] κι, ευτυχώς για μας, δεν είχε μόνο τη δυνατότητα να γράψει για τον εαυτό του, αλλά και τη καλή τύχη να μη διαγραφεί από τη παγκόσμια μνήμη“. Οι κριτικοί αναρωτηθήκανε γιατί οι συνθέσεις της συμπεριληφθήκανε στο ποιητικό σώμα του Tίβουλλου. 1ος λόγος είναι ότι “οι γυναίκες δε διαθετανε κανάλια να δημοσιοποιήσουνε και να διαδώσουνε τα γραπτά τους“, ενώ ο 2ος συνίσταται στο γεγονός ότι οι συλλογές που ‘πρεπε να παραδοθούνε δεν περνάγανε στη σταχυολόγηση από γυναικεία γραπτά, επειδή κρινόντουσαν ότι ήτανε κατώτερης ποιότητας. Τα Elegidia θεωρούνται από καιρό ως ερασιτεχνικό έργο, αλλά η επανεκτίμησή τους, που ήδη ξεκίνησε ο Ezra Pound, συνεχίζεται ακόμα από το 2ο μισό του 20ού αι..
     Το 1ο σχόλιο στο Corpus of Tibullo χρονολογείται από το 1475 κι είναι από τον Ουμανιστή Berardino Cillenio (~1450-76), μέλος της Ρωμαϊκής Ακαδημίας Pomponio Leto. Οι σημειώσεις αφιερωμένες στα Elegidia είναι σπάνιες και κανείς απ’ αυτούς δε λαμβάνει υπόψη τη πιθανότητα αυτά τα ποιήματα ν’ ανήκουνε σε διαφορετικό χέρι από του Tibullo, πόσω μάλλον ότι ήτανε γυναίκας: σκέφτονται μάλλον μιαν εκδήλωση ομοφυλοφιλίας του Λατίνου ποιητή .Έν άλλο ιστορικό σχόλιο είναι αυτό του Ioseph Scaliger (1540-1609), που προτάθηκε από τους Castigationes στο Catullum, Propertium, Tibullum, που δημοσιεύθηκε το 1577. Πιστεύει πως η Sulpicia είναι όνομα μιας γυναίκας αγαπημένης από το Valerio Messalla, αλλά αποκλείει πως είναι κείνη που τα ‘γραψε: μάλλον πιστεύει ότι ο Τίβουλλος ήθελε να κρυφτεί σε γυναικείο όνομα για να δώσει λογοτεχνική έκφραση σε μια γυναικεία φωνή και κρίνει τα 6 Ελεγείδια ως “γλυκειά και πολύ λεπτή δουλειά, άξια της μούσας του Τίβουλλου“.
     Το 1755 η 1η έκδοση του Corpus Tibullianum δημοσιεύθηκε από το Γερμανό φιλόλογο Christian Gottlob Heyne (1729-1812), που αναγνώρισε τη Sulpicia ως τον πραγματικό συγγραφέα των 6 ποιημάτων κι οι κρίσεις του είναι κολακευτικές. Ακόμα κι ο Otto Friedrich Gruppe (1804-1876), στην έκδοση του Die Römische Elegie, που δημοσιεύτηκε το 1838, θεωρεί πως η Σουλπικία υπήρξε πραγματικά κι έγραψε όχι 6 αλλά 5 ελεγείες: το Tandem venit amor -το σκανδαλώδες elegy III.13- δεν μπορεί να είναι δικό της, λέει, αλλά του Tibullo. Η καλλιτεχνική αξία αυτών των 5 ποιημάτων, ωστόσο, είναι πολύ μέτρια και το κέρδος μας οφείλεται πιότερο απ’ τ’ ότι είμαστε σε θέση να διαβάσουμε τα “ερωτικά γράμματα μιας γοητευτικής Ρωμαίας κορασίδας της εποχής του Αυγούστου, ακριβώς στη μορφή στην οποία τα ‘γραψε“. Για τον Gruppe αντιπροσωπεύουνε την απόδειξη μιας αυθεντικής γυναικείας γραφής, επειδή, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η τυπική μορφή στην οποία μια γυναίκα εκφράζει τα συναισθήματά της:

Η έκφραση είναι αδέξια, η φόρμα μπορεί συχνά να συσταθεί μόνο με δυσκολία […] Παρατηρούμε ορισμένο αριθμό διαλόγων, τον υπολογοτεχνικό χαρακτήρα πολλών εκφράσεων, την ασάφεια της μορφής […] Σε προσεκτική έρευνα, ο κριτικός θ’ αναγνωρίσει εύκολα εδώ μια θηλυκή λατινική, αδιαπέραστη από την ανάλυση που διεξάγεται με αυστηρή γλωσσική μέθοδο, αλλά η οποία βρίσκει φυσικές κι απλές φράσεις για να εκφράζει ιδέες της καθημερινής ζωής χωρίς μια συνειδητή και καλλιτεχνική στιλιστική επεξεργασία, στην οποία το νόημα αυξάνεται κι ενισχύεται από ελεύθερο στιχοπλοκικό ad sensum“.

     Είναι άξιο να σημειωθεί πως σε σύγχρονο σχόλιο ο φιλόλογος Ludolph Dissen υποστηρίζει το ακριβώς αντίθετο του Gruppe: οι ελεγείες είναι της υψηλώτερης ποιότητας κι αυθεντικών δημιουργιών του Tibullo κι ο διαφορετικός τους χαρακτήρας σε σχέση με τις άλλες είναι το αποτέλεσμα μιας αρχικής έρευνας, καλλιτεχνική δουλειά του ποιητή χωρίς δίχρωμο πνεύμα, ως εκ τούτου, και χωρίς γυναικεία γραφή. Για τον Kirby Smith, συντάκτη ενός σχολίου για το Corpus Tibullianum το 1913, τα ποιήματα της Sulpicia, σ’ αντίθεση με κείνα του Tibullo, τα οποία έχουνε σχεδιαστεί για δημοσίευση κι έχουνε στηθεί σύμφωνα με την αρχή του ars ascend artem, είναι απλά “επιστολές” που απευθύνονται στον εραστή ή σημειώσεις που παρατεθήκανε σ’ ένα ημερολόγιο, έκφραση μιας πραγματικά ζωντανής σχέσης κι επομένως ποίηση που προέρχεται από τον αυθορμητισμό της ψυχής κι από την αμεσότητα της ύπαρξης. Έτσι, η ελεγεία III.13 είναι ένα “απόσπασμα από το δικό της ημερολόγιο και προφανώς γράφτηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση της αγάπης, αφού βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση μεγάλης ψυχικής διέγερσης. Πρέπει ακόμα να απομακρυνθεί από τις αναπόφευκτες δευτερεύουσες σκέψεις σε μια τέτοια σχέση”.

Σχολιασμός προ των ελεγειών:

    Η Σουλπικία ξεκινά το ποίημα, και ταυτόχρονα ολόκληρο τον σύντομο κύκλο των 6 ελεγειών, με μια θαρραλέα και τολμηρή προγραμματική δημόσια διακήρυξη του έρωτά της. Αγαπά ιδιαίτερα τα απαρέμφατα (κυρίως του παρακειμένου)· στο ποίημα. έχει επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της σχέσης της. Συναντάμε συνολικά 5 απαρέμφατα, από τα οποία μόνον 1 δεν είναι στον παρακείμενο. Η χρήση ενδυματολογικής μεταφοράς, για να δηλωθεί το αντιθετικό ζεύγος απόκρυψη-αποκάλυψη της αλήθειας, είναι αξιοσημείωτη. Το ενδιαφέρον για το καλό της όνομα (fama) απηχεί ανάλογες κοινωνικές ανησυχίες των γυναικών στη Ρώμη. Η συνδυασμένη αναφορά στον pudor με τη fama ανακαλεί τις εναγώνιες προσπάθειες της βιργιλιανής Διδούς στο 4ο βιβλίο της Αινειάδας, όπου η βασίλισσα της Καρχηδόνας προσπαθεί απεγνωσμένα να συμβιβάσει τον ερωτικό της παροξυσμό για τον Αινεία με τους ηθικούς περιορισμούς που της επιβάλλει ο pudor. Μάλιστα, στη περίπτωση της Διδούς η Fama/fama παίζει καταλυτικό ρόλο στη καταστροφή της. Επιπλέον, με δεδομένο το ποιητικό status της Σουλπικίας, ο όρος fama, πέρα από “καλη φήμη”, σε μεταλογοτεχνικό επίπεδο σημαίνει και λογοτεχνική φήμη. Σ’ αυτή τη περίπτωση, έχουμε δώ τη παρουσία μιας από τις πιο θεμελιακές συμβάσεις της ρωμαϊκής ερωτικής ελεγείας, της συμπλοκής του ερωτικώς ζην με το ελεγειακώς γράφειν. Ρudor, δηλαδή αιδημοσύνη, ντροπή, αποτελούσε απαραίτητη αρετή για κάθε αξιοσέβαστη Ρωμαία γυναίκα.
     Ο εραστής μένει ανώνυμος σ’ όλο το ποίημα μετριάζοντας έτσι κάπως τη προγραμματική και γεμάτη αυτοπεποίθηση, διακήρυξη της ποιήτριας σχετικά με την αποκάλυψη της ερωτικής της σχέσης. Το illum λειτουργώντας ως αντικείμενο 2 ρημάτων (attulitdeposuit) αντικατοπτρίζει σε συντακτικό επίπεδο τον παθητικό ρόλο του αγαπημένου. Το επίθετο Κυθέρεια αποτελεί στερεοτυπικό επίθετο της Αφροδίτης. Σύμφωνα με την εκδοχή του Ησίοδου (Θεογ. 188-200), η Αφροδίτη γεννήθηκε στα ανοιχτά των Κυθήρων από τον αφρό της θάλασσας, τον οποίο δημιουργήσανε τα γεννητικά όργανα του ευνουχισμένου Ουρανού. Αναφέρεται στις Μούσες χρησιμοποιώντας λατινικό όρο Camenae αντί για ελληνικό Musae. Ο διασκελισμός ενδεχομένως να οπτικοποιεί τη μεταφορά και τοποθέτηση του αγαπημένου στην αγκαλιά της. Ίδιο αποτέλεσμα φαίνεται να ‘χει κι η πλαισίωση του υπόλοιπου τμήματος του στίχου από τον εμπρόθετο in… i snumgaudia: όρος του ελεγειακού λεξιλογίου που ‘χει σεξουαλικές συνυποδηλώσεις συνήθως κι υπαινίσσεται ερωτική συνεύρεση. dicetur: το ρήμα εμφατικά τοποθετημένο στην αρχή κι αμέσως μετά το narret  του προηγούμενου στίχου υπογραμμίζει τη κυκλοφορία διαδόσεων (όπως και στην αναφορά στο καλό της όνομα στον στίχο 2). Η αναφορά στο κουτσομπολιό μπορεί να συσχετιστεί και με την αδιαφορία του Κάτουλλου απέναντι στους γέροντες, που κριτικάρουνε τη σχέση του με τη Λεσβία (Κάτουλ. 5.1-3).
     Ο αγαπημένος της ονοματίζεται εδώ 1η φορά. Πρόκειται ασφαλώς για λογοτεχνικό ψευδώνυμο, κατά τη συνήθη πρακτική των Ρωμαίων ελεγειακών. Ο ετυμολογικός συσχετισμός του ονόματος Cerinthus (Κήρυνθος) με το κερί και μέσω αυτού με τις μέλισσες και το μέλι, προσφέρει στο όνομα αυτό ποιητολογικές συνδηλώσεις. Το μοτίβο του μελιού ή ενός στόματος γεμάτου μέλι αποτελούσε ιδιαίτερα δημοφιλές μοτίβο της αρχαίας ελληνικής αλλά και της λατινικής λογοτεχνίας για να δηλωθεί η ρητορική και ποιητική ευγλωττία. Επιδιώκει να δώσει συνοχή κι ενότητα στο δίπτυχο μέσα από ένα δίκτυο καλά προσεγμένων λεξιλογικών επαναλήψεων. Η Ρώμη της προσφέρει το σκηνικό για τον παθιασμένο της έρωτα, όπως συμβαίνει και με τον Προπέρτιο και τον Οβίδιο. Η σύγχυση φρένων ως αποτέλεσμα ερωτικής απογοήτευσης αποτελεί συνηθισμένο μοτίβο της ερωτικής ποίησης, που χρησιμοποιεί εδώ σαν απειλή προς τον αγαπημένο της. togae: η λέξη χρησιμοποιείται μετωνυμικά, για να δηλώσει τη πόρνη, εξαιτίας του ενδύματος (toga) που φορούσαν οι γυναίκες αυτής της κατηγορίας. Αντίθετα οι αξιοσέβαστες Ρωμαίες matronae φορούσανε τη παραδοσιακή stola.
     Αποκαλύπτει τη ταυτότητά της. Ο Σέρβιος, που τον αναφέρει ως πατέρα της, είναι κατά πάσα πιθανότητα ο συνονόματος γιος του Σέρβιου Σουλπίκιου, φίλου του Κικέρωνα, που νυμφεύτηκε τη Βαλέρια, την αδελφή του Μεσσάλλα, επομένως ήταν ανιψιά του. Εκμεταλλεύεται το ευρύτατα διαδεδομένο στη ρωμαϊκή ελεγεία μοτίβο του έρωτα ως αρρώστιας. Η αναφορά στον πυρετό (calor) αποδεικνύεται εξαιρετικά εύστοχη, αν λάβει κανείς υπόψη του την ετυμολογική διασύνδεση του ονόματος του αγαπημένου με το κερί. Η χρήση συναισθηματικών αναφωνήσεων κι η έκφραση αυτόλύπησης αποτελούσε χαρακτηριστικό του λόγου των γυναικών.
     Το τελευταίο ποίημα αποτελεί εξαίρετο δείγμα του ποιητικού ύφους της, που δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση για τον μακροπερίοδο λόγο και την εκτεταμένη χρήση υπόταξης. Όλο το ποίημα είναι μία περίοδος, που περιλαμβάνει μία λαβυρινθώδη συναρμογή δευτερευουσών προτάσεων. Από το ρήμα της κύριας πρότασης, που ‘ναι στην υποτακτική (Ne… sim 1) εξαρτώνται με τη σειρά: παραβολική πρόταση (aeque… ac… dies 1-2), υποθετική πρόταση (si… iuventa 3), αναφορική προσδιοριστική πρόταση (cuius me… magis 4) κι αναφορική ουσιαστική πρόταση (quod… reliqui 5). Να προσεχτεί, επίσης, ότι κάθε στίχος είναι και πρόταση. Τέλος, παρατηρούμε ότι κάθε 5μετρο στη προτελευταία του θέση έχει απαρέμφατο (fuissepaenituissedissimulare). Ωστόσο, η εκτεταμένη χρήση υποταγμένου λόγου δε θα πρέπει να θεωρηθεί ένδειξη ερασιτεχνισμού, αλλά μάλλον απόδειξη επιδέξιου χειρισμού των ποιητικών τρόπων με στόχο την έκφραση 2 και 3 σκέψεων μες στην ίδια περίοδο.

Τα Ποιήματα

Ι.
Επιτέλους ήρθ’ ο έρωτας κοντά μου,
που θα ντρεπόμουν πιότερο να κρύψω,
παρά σε κάποιον να αποκαλύψω.
Η Κύπρις απ’ τις Μούσες μ’ ηττημένη
τον εναπόθεσε στην αγκαλιά μου.
Κείνη εκπλήρωσε τις υποσχέσεις της.
Ας σχολιάζει τη δική μου ευτυχία
όποιος δε γνώρισε ολοδική του.
Δε θα ‘θελα’ να στείλω σφραγισμένη τη γραφή του,
μη τη διαβάσει άλλος κανείς πριν απ’ αυτόν.
Μα πολύ χαίρομαι που έχω κάνει λάθος,
διο με κουράζουνε της καλής φήμης προσωπεία.
Ας μαθευτεί: Άξια γυναίκα μ’ άξιον άντρα έχει πάθος.

ΙΙ.
Πλησιάζει η γενέθλια γιορτή μου, φέτος μισητή.
Πρέπει χωρίς τον Κήρυνθο, στην ανιαρή εξοχή
να τη περάσω μόνη κι έρημη, θλιμμένα.
Τί ‘ναι γλυκύτερο απ’ τη πόλη; Και πώς πάει σε μένα,
τ’ Αρέτσο παγωμένος ποταμός και κατοικιά εξοχική μου;
Μεσσάλλα κηδεμόνα μου, που ανησυχείς πολύ για ‘μέ,
ηρέμησε. Δεν είναι πάντα ωραία τα ταξίδια, αγαπητέ.
Ψυχή κι αισθήματα θ’ αφήσω ‘δω, αν φύγω μακρυά,
αν και στους ορισμούς σου δε μετρά γνώμη δική μου.

ΙΙΙ.
Τα ‘μαθες; Πέταξε και πάει τ’ αθέλητο ταξίδι
κι η θλίψη απ’ τη καρδιά του κοριτσιού σου.
Στη Ρώμη θα ‘ναι τώρα στα γενέθλιά του.
Ας εορτάσετε μαζί τη μέρα της χαράς του,
δώρο απρόσμενο του πεπρωμένου του δικού σου.

ΙV.
Σ’ ευχαριστεί τόσο πολύ που ξεμακραίνεις
και δεν σε νοιάζει αν κάνω καμμιά τρέλλα;
Σε νοιάζουν πόρνες; γύναια που παίρνεις
κι όχι εγώ, του Σέρβιου η κοπέλλα.
Ανησυχούν όσοι θα λυπηθούν πολύ για μένα
αν μάθουνε πως αγαπώ κατώτερό μου: εσένα!

V.
Κήρυνθε, νοιάζεσαι το κορίτσι σου στ’ αλήθεια,
τώρα που πυρετός με καίει στο σώμα και στα στήθεια;
Α! Δε θα ευχόμουνα την άθλια να νικήσω νόσο
παρά αν ήξερα πως ήθελες κι εσύ το ίδιο τόσο.
Και πώς θα μ’ ωφελούσε να νικούσα με χαρά,
αν εσύ την υποφέρεις με απρόθυμη καρδιά;

VI.
Να μη γίνομαι δική σου, φως μου, με τη φλογερήν
κι ίδια έγνοια, όπως ήμουν μόλις λίγες μέρες πριν.
Αν στο παρελθόν μου διέπραξα μι’ ανοησία
που γι’ αυτήνε μετανιώνω, μολογώ με παρρησία,
είναι για εχθές τη νύχτα που σ’ αφήκα μοναχό,
γιατί θέλησα να κρύψω, αχ!, το πάθος το κρυφό!

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *