Απουλήιος Λεύκιος: Μεταμορφώσεις & Μαγεία

Βιογραφικό

Ο Λεύκιος Απουλήιος, ο επιλεγόμενος Πλατωνικός και Σοφιστής, υπήρξε φιλόσοφος, ποιητής και ρήτορας. Γεννημένος από πλούσιους γονείς στη Μαδαύρα -το Μ ‘Νταουρούς της σημερινής Αλγερίας- σ’ έδαφος όπου με βάση τα σημερινά δεδομένα θα ήταν Αλγερινός. Τμήμα του βασίλειου του Σύφαξ αρχικά, η Μαδαύρα δόθηκε στους Ρωμαίους από τον σύμμαχό τους Μασινίσα. Έτσι έγινε μία από τις ρωμαϊκές βορειοαφρικανικές αποικίες κι αναπτύχθηκε κάτω από τη κυριαρχία των Αντωνίνων. Ο πατέρας του Απουλήιου ήταν ο ένας εκ των δύο αρχόντων της πόλης, το μεγαλύτερο δικαστικό αξίωμα στη Μαδαύρα. Μετά το θάνατο του πατέρα του, έγινε στη θέση του άρχων, κληρονομώντας ταυτόχρονα τμήμα της πατρικής περιουσίας, που ανερχότανε στο διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 2 εκατομμυρίων σηστερσίων.
     Ο Απουλήιος είναι γνωστός στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό περισσότερο από το διάσημο έργο του Μεταμορφώσεις ή Ο Χρυσός Γάιδαρος, όπως έγινε γνωστό από την εποχή του Αυγουστίνου. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι ταξίδεψε πολύ ως νέος και μορφώθηκε στη Καρχηδόνα, την Ελλάδα και τη Ρώμη. Στη Καρχηδόνα, παιδί ακόμη, διδάχθηκε τη γραμματική και τη ρητορική. Τις σπουδές του τελειοποίησε στην Αθήνα, που ήρθε για να μάθει την ελληνική γλώσσα, αλλά στη πορεία του χρόνου, μελετώντας φιλολογία, ρητορική, ποίηση και φιλοσοφία, απ’ ό,τι φαίνεται κέρδισε το δικαίωμα ν’ αποκαλείται πλατωνικός φιλόσοφος. Η Ρώμη μάλλον δεν του άρεσε καθόλου, είτε γιατί ήταν ιδιαίτερα πολυπληθής και πολύβουη ή γιατί δεν είχε σωστούς διδάσκαλους. Παρόλο που η Μαδαύρα ήταν ευημερούσα ρωμαϊκή αποικία, ο ίδιος αποκαλούσε τον εαυτό του μισό Νουμιδό και μισό Γαιτουλιανό, καθώς η γενέτειρά του βρισκόταν ανάμεσα στα σύνορα των δύο βασιλείων, της Νουμιδίας και της Γαιτουλίας.

     Καθώς οι ερευνητές θεωρούν τον Χρυσό Γάιδαρο, ένα από τα έργα του, τουλάχιστον εν μέρει αυτοβιογραφικό, υποθέτουμε ότι το πλήρες όνομά του ήταν Λεύκιος Απουλήιος ή Αππουλήιος, το όνομα του πατέρα του Θησέας και το όνομα της μητέρας του Σάλβια. Αν συνεχίσουμε την υπόθεση, γνωρίζουμε, επίσης, ότι η μητέρα του καταγόταν από θεσσαλική οικογένεια κι ότι ήταν απόγονος του επιφανούς Πλουτάρχου. Άλλες πιθανές πληροφορίες που μπορεί ν’ αντλήσει κανείς από το έξοχο διήγημα είναι ότι δε γνώριζε τα Λατινικά ως ότου έφτασε στη Ρώμη. Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι πως ήτανε δίγλωσσος από τη παιδική του ηλικία. Γόνος πλούσιας οικογένειας, πρέπει να γνώριζε τουλάχιστον τα Λατινικά και τα τοπικά Καρχηδονιακά, μια σημιτική διάλεκτο, αν κι ο ίδιος ισχυρίζεται πως μητρική του γλώσσα ήτανε τα Ελληνικά.
     Επιχείρησε αρκετά ταξίδια στην Ανατολή, προκειμένου να σιγάσει το πάθος και τη δίψα του για γνώση και την αληθινή θρησκεία. Γι’ αυτό το σκοπό -όντας στην Ελλάδα- ζήτησε και κατόρθωσε να μυηθεί στη θρησκευτική διδασκαλία και τα ελληνικά μυστήρια. Αργότερα το ίδιο έκανε και στη Ρώμη, όπου έμεινε αρκετό καιρό εργαζόμενος ως συνήγορος. Εκεί το 153 μ.Χ. έγραψε και τις Μεταμορφώσεις του. Απ’ ό,τι φαίνεται κατόρθωσε σε λίγο σχετικά χρονικό διάστημα να ξοδέψει στα ταξίδια του τη πατρική περιουσία, αφού έπρεπε να πουλήσει και τα ρούχα του ακόμη για να μυηθεί στα μυστήρια της Ίσιδας και του Οσίριδος. Αργότερα επέστρεψε στη πατρίδα του και νυμφεύθηκε μια πλούσια χήρα την Αιμιλία Πουντεντίλα από την Οία, μια από τις 3 πόλεις της αφρικανικής Τρίπολης.

     Ο Σινίκιος Ποντιανός, ένας νεαρός φίλος του από τη σχολή των Αθηνών, προσκάλεσε τον Απουλήιο να επισκεφθεί τη μητέρα του, μια πλούσια χήρα που ονομαζόταν Αιμιλία Πουντεντίλα. Είχε προσβληθεί μάλλον από χρόνια κατάθλιψη κι οι γιατροί της είχανε συστήσει ως θεραπεία το γάμο. Ο Ποντιανός ήθελε ο νέος σύζυγος της μητέρας του να είναι άνθρωπος της δικής του επιλογής κι επέμενε να γίνει ο Απουλήιος πατριός του. Η Αιμιλία δεν ήταν ούτε νέα ούτε όμορφη, αλλά ήταν ενάρετη, ευγενής και πολύ πλούσια. Με τη σειρά του ο Απουλήιος είχε ξοδέψει το μεγαλύτερο κομμάτι της πατρικής κληρονομιάς σε ταξίδια και μελέτες ή δώρα σε δάσκαλους και φίλους. Αποφάσισε, λοιπόν, να νυμφευθεί τη χήρα. Όμως, πριν το γάμο, ο Ποντιανός είχε νυμφευτεί τη κόρη κάποιου Ρουφίνου, που πιότερο εποφθαλμιούσε το μερίδιο της περιουσίας που θα κληρονομούσε από την εύπορη χήρα. Φυσικό ήτανε λοιπόν ν’ αντιτίθεται στο γάμο τους. Ο Ρουφίνος άσκησε τέτοια επιρροή στον Ποντιανό, ώστε ο παλιός συμμαθητής άλλαξε γνώμη κι αντιτέθηκε με τη σειρά του στο γάμο. Η Αιμιλία όμως, επέμενε στην απόφασή της να παντρευτεί τον Απουλήιο, παρά τις διαμαρτυρίες του γιου της και του πεθερού του. Λίγο μετά το γάμο ο Ποντιανός πέθανε και στη θέση του ο Ρουφίνος βρήκε συμπαραστάτη στα σχέδια του να καταστρέψει τον Απουλήιο τον θείο του γαμβρού του Αιμιλιανό.
     Ισχυρίστηκαν ότι ο Απουλήιος ήταν μάγος, πως είχε δηλητηριάσει τον Ποντιανό κι ότι είχε χρησιμοποιήσει σκοτεινές τέχνες για να κερδίσει την εύνοια της Αιμιλίας. Και σαν να μη φτάναν οι χαρακτηρισμοί, τονε σύρανε στα δικαστήρια με τη κατηγορία της μαγείας. Το δικαστήρια έγινε στη Σαβράτα το 168 μ.Χ. ενώπιον του Κλαύδιου Μάξιμου ανθύπατου επί αυτοκράτορος Αντωνίνου του Ευσεβούς. Βέβαια, τούτο το δικαστήριο έγινε κι η αιτία να γραφεί η Απολογία του ή pro se de magia liber, όπως είναι ο ακριβέστερος τίτλος του βιβλίου. Απ’ ό,τι φαίνεται ο Απουλήιος δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα για την έκβαση της δίκης και ρίχτηκε μ’ ενθουσιασμό στην όλη υπόθεση, που την έβλεπε ως ευκαιρία επίδειξης της γνώσης και της ρητορικής του τέχνης.

    Όταν o Απουλήιος κλήθηκε σε δίκη για μαγεία το έτος 158, σε διάφορα σημεία της απολογίας του αναφέρθηκε στις παραδόσεις της μαγείας στις ελληνικές και ρωμαϊκές κοινωνίες, ως να ήταν κάποιο ένα απόμακρο φαινόμενο. Εκείνο στο οποίο δεν αναφέρθηκε, κατά την άποψή μας, ήταν το γεγονός ότι η μαγεία στην εποχή του υπήρξε -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των σύγχρονων ερευνητών- τμήμα της καθημερινής ζωής, κάτι που αναπόφευκτα αντιμετώπιζαν όλοι όσοι παρευρίσκονταν στην δίκη, από τον δικαστή Κλαύδιο Μάξιμο ως τους σκλάβους που παρουσιάστηκαν ως μάρτυρες. Αν και είναι σχετικά λίγα τα στοιχεία περί των μαγικών πρακτικών στην ρωμαϊκή βόρεια Αφρική, ωστόσο αυτά που έχουν έρθει στο φως είναι αρκετά για να πιστοποιήσουν την άποψή μας. Και μόνον το γεγονός ότι ο Απουλήιος -όντας υψηλό στέλεχος της ρωμαϊκής κοινωνίας- κατηγορήθηκε για μαγεία, αρκεί για να κατανοήσουμε την ανησυχία που προκαλούσε η μαγεία ως φαινόμενο, που θα μπορούσε να εκδηλωθεί εξίσου και να επηρεάσει οποιαδήποτε κοινωνική τάξη.
    Σ’ όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία η μαγεία κι οι μάγοι ήταν ορατά τμήματα της κοινωνίας. Σ’ όλες τις εκφάνσεις της ζωής ήτανε πολύ πιθανό ν’ αντιμετωπίσει κανείς περιπτώσεις μαγείας. Στις αγορές, στα δημόσια λουτρά, στον ιππόδρομο τριγυρνούσαν αστρολόγοι, οιωνοσκόποι, βοτανοθεραπευτές και μάντεις, έτοιμοι να πουλήσουνε τη πραμάτεια τους, να ψάλλουνε τις επικλήσεις τους και να επιλύσουν οποιοδήποτε ορατό κι αόρατο πρόβλημα. Μες στα δάση, σε κατάλληλα διασκευασμένα κτήρια ή ακόμη εντός των τειχών του οίκου, η μαγεία ήταν παρούσα. Όποιος ήθελε μπορούσε ν’ αναθέσει σ’ ένα γραφέα της χάραξη μιας μολύβδινης πινακίδας, ενός κατάδεσμου και να τη χρησιμοποιήσει για τους σκοπούς του ή να αναθέσει το έργο σε κάποιον μάγο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι αρκετά σπίτια είχαν χαραγμένο σε λίθο ή σε μωσαϊκά το genius loci, το πνεύμα φύλακα του τόπου της οικίας.

    Βέβαια, η μαγεία δεν μπορεί να ήτανε διαρκώς στα μυαλά των ανθρώπων εκείνης της εποχής, την ίδια στιγμή όμως δεν ήταν και κάτι απόμακρο. Ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των αρχαϊκών κοινωνιών και των κοινωνιών της κλασσικής, της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής περιόδου. Στη πραγματικότητα η πίστη στη μαγεία συνέχισε αδιάλειπτα το δρόμο της στο μεσαίωνα, παρ’ όλη την επίθεση που δέχθηκε από τον χριστιανικό κόσμο. Ο πλούτος των αρχαιολογικών ευρημάτων δείχνει μάλιστα πως η ταυτότητα των μάγων ήτανε γνωστή, αλλά αυτό δεν αποκλείει την άσκηση της μαγείας κατ’ οίκον από ανθρώπους που κατείχαν μαγικά εγχειρίδια και προσπαθούσαν με μαγικούς τρόπους να επιλύσουν τα προβλήματά τους.
     Φαίνεται ότι η ενασχόληση με τη μαγεία δεν αφορούσε μόνο σε ατομικά προβλήματα, αλλά και σε κρατικές υποθέσεις. Το έτος 175 ο Αβίδιος Κάσιος ξεσήκωσε την Ανατολή ενάντια στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο. Το γεγονός φαίνεται πως απασχόλησε αρκετούς αξιωματούχους και ανάμεσά τους και τον Σεπτίμιο Σεβήρο, ο οποίος ανησυχώντας για το μέλλον ζήτησε της βοήθεια ενός αστρολόγου, (mathematicus), που ζούσε σε μια πόλη των ρωμαϊκών επαρχιών της βόρειας Αφρικής. Ο αστρολόγος, καταστρώνοντας το ωροσκόπιο και βλέποντας ένα λαμπρό μέλλον, δεν πίστεψε πως αφορούσε στον Σεπτίμιο Σεβήρο. Του ζήτησε λοιπόν ν’ αποκαλύψει για ποιο πρόσωπο είχε ζητήσει τη πρόβλεψη. Όταν Ο Σεβήρος του ορκίστηκε ότι το ωροσκόπιο αφορούσε κείνον, ο αστρολόγος του αποκάλυψε τα μελλούμενα.
    Ο διασημότερος ίσως από τους χριστιανούς πατέρες της βόρειας Αφρικής, ο Αγ. Αυγουστίνος, συμβουλευόταν αστρολόγους, αλλά αρνήθηκε να εμπλακεί σε οποιεσδήποτε μαγικές πρακτικές. Στο αυτοβιογραφικό του έργο Confessions, αναφέρει πως κάποτε τον πλησίασε ένας μάγος για να του προσφέρει επ’ αμοιβή τη βοήθειά του για κάποιο διαγωνισμό απαγγελίας, που επρόκειτο να συμμετάσχει ο κατοπινός άγιος. Ο Αυγουστίνος αρνήθηκε τη βοήθεια του μάγου, που πιθανώς προτίθετο να κατασκευάσει ένα κατάδεσμο, προκειμένου να δέσει τη γλώσσα των ανταγωνιστών του και να τονε βοηθήσει να κερδίσει τον διαγωνισμό. Αλλού ο Αυγουστίνος περιγράφει και τη συνάντησή του με μάντεις και διορατικούς. Παρ’ όλο που καταγράφει το γεγονός ότι οι δυνάμεις τους τον εντυπωσιάσανε, ποτέ δεν αναζήτησε τις υπηρεσίες τους.

     Το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικοί χρήστες της μαγείας δημιουργεί ένα ζήτημα για το πώς χρησιμοποιούμε τη φαινομενικά απλή λέξη μάγος, που στη σημερινή εποχή μάλλον χρησιμοποιείται σαν κατηγορία, παρά για να επιδείξει τις ικανότητες ή τις δυνατότητες ενός ανθρώπου να ολοκληρώνει και να υλοποιεί αυτά που ‘χει στο νου. Ο επαγγελματίας εκείνης της εποχής που ‘βγαινε στην αγορά σε αναζήτηση πελατείας, σίγουρα μπορούσε ν’ αποκληθεί μάγος. Εκείνος, όμως, που χρησιμοποιούσε τη μαγεία βλαπτική ή φυλακτήρια, είτε για να παραπλανήσει κάποιον ή για να προστατευθεί στη διάρκεια μιας δίκης μπορεί ν’ αποκληθεί μάγος; Μάλλον όχι. Ο συγκεκριμένος είναι ένας χρήστης της μαγείας, που ακολουθεί πιθανώς τις οδηγίες κάποιου μαγικού εγχειρίδιου από κείνα που ήτανε δημοφιλή στην αρχαιότητα.
     Συγκρινόμενη μ’ άλλες περιοχές της Μεσογείου, ειδικά την Αίγυπτο, η βόρεια Αφρική στη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου δεν φαίνεται να ‘ναι το επίκεντρο ιδιαίτερων μαγικών δραστηριοτήτων. Δεν υπάρχουν αρκετές αναφορές από τους ρωμαίους συγγραφείς για τη βόρεια Αφρική σαν κέντρο μαγείας, όπως υπάρχουνε για την Αίγυπτο, για παράδειγμα. Ωστόσο, είναι αρκετές οι αρχαιολογικές και φιλολογικές μαρτυρίες για να μας δείξουνε πως η μαγεία ήτανε παρούσα και μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτά τα στοιχεία για να αναδημιουργήσουμε εν μέρει το ρόλο της μαγείας στη κοινωνία της ρωμαϊκής βόρειας Αφρικής στην εποχή του Απουλήιου.
     Aν κι υπάρχει έλλειψη πληθώρας φιλολογικών αναφορών για τη μαγεία στη ρωμαϊκή βόρεια Αφρική, τα αρχαιολογικά ευρήματα είναι τέτοια που επιβεβαιώνουνε πως η μαγεία χρησιμοποιείτο σε αρκετές περιστάσεις. Τα στοιχεία βέβαια είναι λίγο μονόπλευρα, αφού οι κατάδεσμοι, συνήθως χαραγμένοι σε μέταλλο, επεβίωσαν, ενώ τα φυλακτήρια και τα τάλισμαν -γραμμένα σε χαρτί- καταστράφηκαν με τη πάροδο του χρόνου. Ωστόσο, οι κατάδεσμοι και τα φυλακτήρια που ανασκάφτηκαν ως τώρα, μας παρέχουν αρκετές πληροφορίες για τους σκοπούς και το ρόλο που ‘παιξε η μαγεία για τη ρωμαϊκή κοινωνία της Β. Αφρικής.

     Πάνω από 100 κατάδεσμοι έχουν ήδη δημοσιευθεί κι είναι ουσιαστικά η πηγή απ’ όπου μπορούμε ν’ αντλήσουμε πληροφορίες. Όσον αφορά στο κοινωνικό status αυτών που μετέρχονταν τέτοιου είδους μέσων, φαίνεται πως είναι κείνο των συνηθισμένων ανθρώπων, αν κρίνουμε απ’ τα ονόματα που εμφανίζονται στα κείμενα. Η πλειοψηφία των καταδέσμων έρχεται από τη Καρχηδόνα και χρονολογούνται συνήθως από τον 3ο αι. αν κι αρκετοί βρέθηκαν επίσης στο Hadrumetum (το σημερινό Σούσε), λιμάνι περίπου 85 χλμ. νότια της Καρχηδόνας. Ένα μικρό τμήμα τους αποκαλύφθηκε σε άλλες ρωμαϊκές πόλεις της ίδιας εποχής. Το κείμενά τους είναι ενδεικτικά των διαφόρων τύπων. Τα κείμενά τους είναι ενδεικτικά των μαγικών δεσμών που απαντώνται συνήθως σε μολύβδινες πινακίδες. Από τους 120 περίπου κατάδεσμους που δημοσιεύτηκαν από τη περιοχή της βόρειας Αφρικής, οι περισσότεροι σχετίζονται με ανταγωνισμό αθλητών -κυρίως αρματοδρομίες- κι αγώνες μονομάχων. Οι υπόλοιποι χρησιμοποιήθηκαν για ερωτική μαγεία ή για το δέσιμο της γλώσσας του αντίδικου ενώπιον του δικαστηρίου, καθώς και για επαγγελματικό ανταγωνισμό.
     Η μαγεία, για τους σύγχρονους διανοητές είναι πιθανώς έννοια απροσδιόριστη. Στη πραγματικότητα κανείς απ’ τους ορισμούς που έχουνε κατατεθεί ως σήμερα δεν έτυχε παγκόσμιας αποδοχής, αν και κάποιοι απ’ όλους προσεγγίζουνε πιότερο στην αλήθεια. Ο λόγος τούτης της σύγχυσης είναι η επίμονη προσπάθεια των ακαδημαϊκών να διαχωρίσουνε τη μαγεία από τη θρησκεία κι από την επιστήμη. Ωστόσο, η μαγεία εξαιτίας του μεγάλου χρονικού της βάθους είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη θρησκεία και με την επιστήμη. Αυτό που στους πρωτόγονους λαούς ήτανε γνωστό ως μαγεία ούτως ή άλλως βρήκε τρόπο να παγιωθεί ως θρησκεία, ως νόμος, ως επιστήμη. Βέβαια, τούτη η διασύνδεση ανάμεσα στο νόμο και την επικράτεια της μαγείας δεν είναι καινοφανής και δεν παρουσιάζεται μόνο στη ρωμαϊκή επικράτεια της εποχής του Απουλήιου. Οι καταβολές της είναι πανάρχαιες κι οι ρίζες της αντλούνται από τη σχέση της κοινότητας ή του ατόμου με την ιδέα του tabu, του απαγορευμένου, που ούτως ή άλλως αποτελεί και το ουσιαστικό περίβλημα, που μέσα του αναπτύσσεται η ιδέα του νόμου.

     Ένας επιπλέον παράγοντας που υπεισέρχεται εδώ είναι η χρήση της γλώσσας κι οι ψυχοειδείς μηχανισμοί που τη καθιστούν ένα δυναμικό εργαλείο, που μέσω του πετυχαίνεται η συμπαθητική μαγεία στις πρωτόγονες κοινωνίες, έτσι όπως τη περιγράφει ο Frazer στο έργο του Ο Χρυσός Κλώνος. Ο πρωτόγονος άνθρωπος που πίστευε στη δύναμη της συμπαθητικής μαγείας και προσπαθούσε να γονιμοποιήσει την γη, θάβοντας σύμβολα γονιμότητας, χρησιμοποιούσε ανάλογα σύμβολα για να εξαναγκάσει τ’ άλλα μέλη της κοινότητας σε δράση προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Οι καταπασσαλεύσεις ή οι κατάδεσμοι, οι μαγικοί πάπυροι στην Αίγυπτο και την Ελλάδα ή οι ρωμαϊκοί defixiones, είναι απλά τα μέσα για την άσκηση αυτού του είδους της μαγείας.
    Η ανθρωπολογική έρευνα στην επικράτεια του μύθου και της πρώιμης θρησκευτικής συνείδησης υποδεικνύει πως η μαγεία είναι έν απ’ τα θεμέλια που πάνω πάτησε ο άνθρωπος κι άρχισε ν’ αναπτύσσει κάποιες από τις ξεχωριστές του διανοητικές ικανότητες, σε μια προσπάθεια να ελέγξει το άμεσο κι έμμεσο περιβάλλον του ψυχολογικά, κοινωνικά και φυσικά. Διατηρούμενο ανά τους αιώνες, σε διαφορετικές εποχές, το ποτάμι της μαγείας άλλαξε τη κοίτη του, δίχως όμως ν’ αλλάξει το περιεχόμενό του. Είναι φυσικό λοιπόν το γεγονός ότι είναι παρούσα στην εποχή του Απουλήιου, όντας μάλιστα δικαιοπρακτικός παράγων. Αντίθετα από τους Έλληνες που δεν διέθεταν συγκεκριμένους νόμους, το ρωμαϊκό δίκαιο προέβλεπε τη κατηγορία της μαγείας και μπορούσε να σύρει άνδρες επιφανείς, όπως ο Απουλήιος ν’ απολογηθούν ενώπιον του δικαστηρίου. Τούτη η αντίφαση ανάμεσα στην ενσωμάτωση της μαγείας στη ρωμαϊκή κοινωνία από τη μια και τη ποινικοποίησή της από την άλλη, είναι πιθανώς η ισχυρότερη απόδειξη για τη δύναμή της, στην εποχή που δραστηριοποιήθηκε ο Λεύκιος Απουλήιος, ο αποκαλούμενος Πλατωνικός και Σοφιστής.

     Η κύρια κατηγορία της γοητείας κατά της Αιμιλίας ήταν μάλλον γελοία κι ο Απουλήιος απάντησε εύκολα: “Εκπλήσεσθε για το γεγονός ότι μια γυναίκα παντρεύεται μετά από 13 χρόνια χηρείας, αλλά η πραγματική απορία είναι γιατί έμεινε ανύπανδρη τόσο καιρό. Προσποιείστε λέγοντας ότι μόνον η μαγεία θα μπορούσε να ωθήσει μια χήρα στα χρόνια της να παντρευτεί έναν νέο άνδρα, αλλά αυτή είναι ακριβώς η περίπτωση για την οποία η μαγεία θα ήτανε περιττή“. Προφανώς ο Απουλήιος αθωώθηκε, αλλά την ίδια στιγμή χάθηκαν και τα ίχνη του. Ήλθε και πάλι στο προσκήνιο αργότερα στη Καρχηδόνα, έλαβε το ανώτατο ιερατικό αξίωμα sacerdos provinciae, ιδρύοντας μάλιστα κι αγώνες (iudi sacerdotates).
     Πολυγραφότατος ως συγγραφέας και διάσημος ως ρήτωρ, ο Απουλήιος εμφανιζότανε συχνά δημόσια, με αποτέλεσμα να εγερθούν αγάλματα προς τιμή του στη Καρχηδόνα και σε άλλες πόλεις. Εκτός από ιερέας του Ασκληπιού, του θεού της Ιατρικής, έγινε κι ιερέας της Ίσιδας και του Όσιρι εξαιτίας της μεγάλης του αγάπης προς την αιγυπτιακή θεά, ορατή στο έργο του Χρυσός Γάιδαρος. Ο Λακτάντιος γράφει ότι οι πρώιμοι παγανιστές διανοητές θεωρούσαν τον Απουλήιο μέγα θαυματουργό και του αποδίδανε θαύματα ίσα ή μεγαλύτερα από κείνα του Χριστού. Μια γενιά αργότερα ο Αυγουστίνος απορούσε αν ο Χρυσός Γάιδαρος αναφερόταν σε πραγματικά γεγονότα ή ήταν απλά ένα παραμύθι.
     Από τα πολλά έργα του Απουλήιου μόνο 4 θεωρούνται αδιαμφισβήτητα δικά του: το De Magia [Περί της Μαγείας] (επίσης γνωστό ως Απολογία) και το διάσημο διήγημά του Asinus Aureus (Ο Χρυσός Γάιδαρος ή Μεταμορφώσεις, βιβλία 11). Επίσης θεωρείται δικό του το De deo Socratis, (Ο Θεός του Σωκράτη), που δέχθηκε την επίθεση του Αγ. Αυγουστίνου και το Florida  Ανθηρά), ανθολογία των λόγων που εκφώνησε περιερχόμενος τις διάφορες πόλεις. 2 άλλα έργα που η απόδοσή τους στον Απουλήιο αμφισβητείται είναι τα De Dogma Platonis [Περί του Δόγματος του Πλάτωνος] και De Mundo Liber (Περί Κόσμου), μια μετάφραση της ελληνικής πραγματείας Περì Κόσμου που αποδίδεται στον Αριστοτέλη. Έργα που λέγεται ότι γράφτηκαν από τον Απουλήιο, αλλά δε διασώζονται είναι τα De arboribus (Περί των δένδρων), De medicinalibus (Περί των φαρμακών); De proverbiis (Περί των παροιμιών), De republica (Περί της δημοκρατίας); Epitome historiarum (Επιτομή ιστοριών), Eroticus (Ερωτικός), Hermagoras, (Ερμαγόρας), Ludicra (Παίγνια), Phaedo, μετάφραση του πλατωνικού διαλόγου περί της αθανασίας της ψυχής και Quaestiones conviviales (Ζητήματα εορταστικά).

     Οι Μεταμορφώσεις του Απουλήιου υπήρξανε, την εποχή που γράφτηκαν, αυτό που σήμερα θα περιγράφαμε ως παγκόσμιο μπεστ σέλερ. Αγαπήθηκαν πολύ, απ’ άκρη σ’ άκρη στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στον υπόλοιπο γνωστό κόσμο που μιλούσε τη λατινική. Κι αυτή η απήχηση που είχαν αποδίδεται στ’ ότι προσφέρανε διασκέδαση, χάρη στη σκαμπρόζικη πτυχή τους και στ’ ότι γίνονταν συναρπαστικές χάρη στη σβελτάδα της περιπετειώδους δράσης τους και χάρη στον απίθανο χαρακτήρα των συνθηκών που παγιδεύεται ο κεντρικός ήρωάς τους. Ήτανε κι είναι ανάγνωσμα που τηρεί την υπόσχεση που ξεκινά ο συγγραφέας του: “[…] αγαπητέ μου αναγνώστη, θα σου διηγηθώ μιαν ολόκληρη σειρά από διάφορα παραμύθια και θα χαϊδέψω το ευγενικό σου αυτί με έναν ευχάριστο ψίθυρο […] και στο εγγυώμαι, φίλε μου, πως δεν θα πλήξεις. Μα αντίθετα θα νιώσεις έκπληξη και θαυμασμό, μαθαίνοντας πως ανθρώπινα όντα άλλαξαν φύση και κατάσταση για να πάρουν μία άλλη μορφή και έπειτα πως απόκτησαν ξανά την αρχική μορφή τους“.
     Θεωρείται ότι απεβίωσε γύρω στο 170 μ.Χ., επειδή από τότε χάνονται οι αναφορές σ’ αυτόν. Ωστόσο, υπάρχει πιθανότητα να ‘ζησε τουλάχιστον 10 χρόνια ακόμη. Επίσης, θεωρείται πως έγραψε τις Μεταμορφώσεις γύρω στο 160 μ.Χ., δηλαδή όταν ήτανε περίπου 35 ετών. Σύμφωνα μ’ άλλες χρονολογήσεις, όμως, το έργο του αυτό τοποθετείται μεταξύ 180 και 190 μ.Χ. Όποια κι αν είναι τελικά η ακριβής χρονολογία της συγγραφής του, άρα δεν πρόκειται για νεανικό έργο του, παρ’ ότι κυριαρχεί η αντίληψη ότι ταυτίζεται ποικιλοτρόπως με τον νεαρό ήρωά του κι οι Μεταμορφώσεις του είναι έργο αυτοβιογραφικό. Ο 2ος τίτλος του έργου, (Ο χρυσός γάιδαρος), προστέθηκε μεταγενέστερα από φιλολόγους, επειδή θεωρούσαν ότι οι ιστορίες που κουβαλά ο μεταμορφωμένος σε γάιδαρο, Λεύκιος είναι πραγματικό χρυσωρυχείο ιδεών, διδαγμάτων κι ηθογραφιών.
     Ο Απουλήιος υπήρξε όμορφος, αν κρίνει κανείς από τη μορφή του που διασώζεται σε μετάλλιο της εποχής κι αγαπητός στον κόσμο, χάρη στην απήχηση του έργου του, που ήτανε τέτοια ώστε στην αρχαία Καρχηδόνα, τη “πόλη της ακολασίας”, να του έχουνε στήσει αδριάντα, ενόσω εκείνος ακόμα ζούσε. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια κι ως εκ τούτου σπούδασε αρχικά ρητορική στη Καρχηδόνα, που ήτανε το σπουδαιότερο κέντρο λατινικών σπουδών στη βόρεια Αφρική κι αργότερα ελληνική γλώσσα, λογοτεχνία και φιλοσοφία στην Αθήνα, που εξακολουθούσε να ‘ναι από τα σημαντικότερα πνευματικά κέντρα στη Μεσόγειο.

     Διαβάζοντας τις Μεταμορφώσεις σήμερα, θα χρειαστεί να προσπαθήσει για να συλλάβει το εύρος και το βάθος της δεισιδαιμονίας που κυριαρχούσε την εποχή που γράφτηκαν. Αυτό είναι και το μόνο ουσιαστικό χάσμα μεταξύ του τότε και του σήμερα. Κι είναι ένα χάσμα που δημιουργείται κυρίως από τη δική μας προκατάληψη ότι η ελληνική αρχαιότητα ορίζεται ολοκληρωτικά από τη πνευματική λάμψη της φιλοσοφίας και της ποίησης. Ενώ αυτό συμβαίνει μόνο κατά το ήμισυ, δεδομένου ότι το άλλο μισό της ορίζεται από δεισιδαιμονικό παραλογισμό.
     Το κείμενο ξεκινά με την άφιξη του νεαρού Λούκιου στη Θεσσαλία, που θεωρoύνταν η πρωτεύουσα της μαγείας και συγκεκριμένα στη πόλη Υπάτη. Εκεί φιλοξενείται σε σπίτι φίλου, φίλου του, που δεν γνωρίζει προσωπικά και που σύζυγός του είναι η φιλήδονη μάγισσα Παμφίλη, που αξιοποιεί την υπηρέτριά της Φωτίδα ως βοηθό στην άγρια τέχνη της. Ο Λεύκιος έχει μεγάλη περιέργεια για τη μαγική δύναμη και γνώση της Παμφίλης και ζητά από τη Φωτίδα να τονε βοηθήσει να μεταμορφωθεί σε πουλί, όπως, κρυφοκοιτάζοντας, είχε δει τη κυρία της να κατορθώνει. Η Φωτίδα, όμως, του προμηθεύει τη λάθος αλοιφή μεταμόρφωσης κι έτσι, αντί για πουλί, γίνεται γάιδαρος. Αυτά συμβαίνουνε στον 1ο από τους 11 τόμους των Μεταμορφώσεων. Έτσι, στους υπόλοιπους 10 ο αναγνώστης παρακολουθεί τη περιπλάνηση και τα πάθη του γάιδαρου-Λούκιου, μέχρις ότου στο τέλος ανακτήσει την ανθρώπινη μορφή, χάρη στη θαυματουργή παρέμβαση της Ίσιδος, της υπέρτατης όλων των θεών.
     Έτσι, η διάρθρωση αυτόνομων επεισοδίων που συμβαίνουν στη τεθλασμένη περιπλάνηση του πρωταγωνιστή, ώστε να προκύψει η σύνθεση του έργου, χαρίζει στις Μεταμορφώσεις έναν βαθμό συγγένειας με την Οδύσσεια. Ο Απουλήιος όμως φροντίζει να τηρεί κι αποστάσεις σεβασμού από αυτή, διευκρινίζοντας μες στο κείμενό του πως: “Ο θείος Όμηρος, ο παλιός Έλληνας ποιητής, είχε δίκιο περιγράφοντας στους στίχους του έναν ήρωα σοφό και λέγοντας πως τις πιο σπουδαίες του αρετές τις είχε αποκτήσει ταξιδεύοντας σε πολλές πολιτείες και γνωρίζοντας τα ήθη των ανθρώπων. Πράγματι κι εγώ σε τούτη τη γαϊδουρινή μου μεταμόρφωση χρωστώ τις τόσες μου εμπειρίες που αν ίσως δεν με κατέστησαν σοφό, με μάθαν όμως πολλά“.

     Το απόσπασμα αυτό φανερώνει πως στις Μεταμορφώσεις όλα συμβαίνουνε σ’ έναν -ανεπαίσθητο μερικές φορές- τόνο αυτοσαρκασμού, που ‘ναι παρών σε κάθε στιγμή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης του περιπλανώμενου γαϊδάρου. Πρόκειται για τον αυτοσαρκασμό που ανιχνεύεται σε αυτό που διατυπώνεται ως εξής για τον Απουλήιο:

[είναι] ένας άνθρωπος αναθρεμμένος με τη κλασσική παιδεία [που] αφηγείται τις ιστορίες του περιγράφοντας σκληρά και κυνικά τη πραγματικότητα κι αδιαφορώντας για τους κανόνες της Ποιητικής. Η πραγματικότητα προβάλλει μπρος του στυγνή κι αμείλικτη και δίχως έλεος, δίχως αξίες κι ηθικά στηρίγματα, παράλογη, εφιαλτική: εδώ πια δε χωρά μήτε η τραγωδία μήτε η κωμωδία. Ένας καινούργιος δρόμος ανοίγεται: η περιγραφή η πιο πιστή, η πιο κυνική, η πιο φυσική -ο ρεαλισμός. “Άφησε, σε παρακαλώ, αυτό τον τραγικό τόνο, μην αστειεύεσαι και μίλα με φυσικότητα”, όπως ευθέως θέτει το ζήτημα μέσα στο κείμενό του ο συγγραφέας. Γιατί είναι γεγονός ότι ο Απουλήιος έζησε σ’ ένα κόσμο όπου κι οι θεοί δεν κάνουνε τίποτα χωρίς συμφέρον [… και] ο φτωχός που δεν βαστά στο χέρι του οβολό δεν μπορεί ούτε να πεθάνει. […] Είναι ο κόσμος της ελληνιστικής αρχαιότητας, ένας κόσμος που ζει τις δύσκολες μέρες της παρακμής ενός μεγάλου πολιτισμού, ο κόσμος της Pax Romana. Κι ο τόπος όπου λαβαίνουν χώρα τα δρώμενα δεν είναι άλλος από την Ελλάδα“.

     Μοιραία, λοιπόν, ο σημερινός αναγνώστης του αρχαίου αυτού κειμένου μένει έκθαμβος κάθε φορά που συνειδητοποιεί ότι όσα διαβάζει στέκουν ως αλληγορία της σημερινής παγκόσμιας συνθήκης που καθορίζουν οι γενικευμένες μετακινήσεις πληθυσμών, όποιου λόγου κι αιτίας κι αν είναι αυτές (δηλαδή, όχι μόνο εξαιτίας του μεταναστευτικού φαινομένου, αλλά κι επειδή, για παράδειγμα, ένας Βορειοευρωπαίος συνταξιούχος αποφασίζει να ζήσει στη Μάνη ή στη νότια Πορτογαλία).

Η εκδοχή του Μίλο Μανάρα

     Οι Μεταμορφώσεις του Απουλήιου στέκουν επίσης ως αλληγορία της “ό,τι να ‘ναι” ανάμειξης δοξασιών που παρατηρούμε σήμερα παντού γύρω μας. Και, γενικότερα, ως αλληγορία του ομογενοποιημένου και μακράς διαρκείας πολιτισμικού χυλού στον οποίο μουλιάζουμε χάρη στην Pax Internetica (ή και Pax Googleiana -γιατί όχι;) κι όπου η μόνη αξία που ‘ναι αληθινά σεβαστή απ’ όλους, χωρίς ίχνος προσποίησης κι ως εκ τούτου έχει ουσιαστική ισχύ, είναι το χρήμα.
     Και δεν σταματούν εδώ οι αναλογίες της εποχής μας με τον 2ο αι. μ.Χ., οπότε γράφτηκαν οι Μεταμορφώσεις. Μας ενώνουν ακόμη η γενικευμένη αίσθηση αστάθειας των πάντων κι οι άγνωστες κι απροσδόκητες απειλές που εμφανίζονται χωρίς προειδοποίηση. Και, γενικότερα, ό,τι εντείνει την αίσθηση ανασφάλειας και την αμηχανία που προκαλεί στη ψυχή, η οποία με τη σειρά της κάνει τον άνθρωπο να στρέφεται σ’ οτιδήποτε ο ίδιος αποφασίζει ότι συνιστά θεότητα. Ή σε ό,τι, τέλος πάντων, μαγικό θα μπορούσε κατεπειγόντως να επιστρατευτεί για να επιτελέσει (λειτουργώντας έστω κι ως ζωτικό ψέμα) το ρόλο ηθικού υποστηρίγματος της ύπαρξης.

     Βρισκόμαστε ξανά εκεί, σ’ ένα 2ο αι. μ. Χ., γι’ αυτό και ο σημερινός αναγνώστης ταυτίζεται τόσο εύκολα με τον μεταμορφωμένο Λούκιο που, ως -σχεδόν αναξιοπαθών- γάιδαρος, βρίσκεται καθηλωμένος σε μια θέση παρατηρητή, από την οποία διακρίνει μεν το πρόβλημα, αλλά δεν μπορεί να ενεργήσει ώστε να πάρει τη κατάσταση στα χέρια του και να διαμορφώσει προς όφελός του αυτά που συμβαίνουνε γύρω του και μοιάζουν να εκπορεύονται από την ανησυχητική περιθωριακή ζώνη όπου το πιθανό και το απίθανο ταυτίζονται. Το κύριο πιάτο που τελικά σερβίρει με τις Μεταμορφώσεις του ο Απουλήιος είναι η ανθρώπινη κτηνωδία, όπως αυτή αποκαλύπτεται εξαιτίας της φθοράς του πολιτισμικού πέπλου που μέχρι τότε ίσως να τη συγκάλυπτε. Ο αναγνώστης γελά και διασκεδάζει μ’ ένα ρεσιτάλ απροκάλυπτης βίας και σκληρότητας. Σ’ αυτό το ρεσιτάλ η εγκληματικότητα κάθε είδους, η κατάχρηση εξουσίας, ο φόνος ως κύριο μέσο αυτοάμυνας ή απλής εκδίκησης, ο φθόνος, η αυτοδικία, η προδοσία και κάθε άλλου είδους ξεπάστρεμα του άλλου συνυπάρχουν ως φυσιολογικό σύστημα ζωής κι ύπαρξης. Και το σύστημα αυτό φαντάζει πάγιο κι αναπόφευκτο.
     Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Λεύκιος, στριμωγμένος μέσα στη μορφή γαϊδάρου, επιπλέει στη ροή των γεγονότων κι επιβιώνει εντελώς τυχαία. Παρατηρεί αλά Κουέντιν Ταραντίνο κατασπαραγμό γύρω του, με τη στωικότητα και την αντοχή των πρωταγωνιστικών χαρακτήρων στις ταινίες των αδελφών Κοέν. Άραγε, μήπως είναι παραπλανητική μια τέτοια σύγκριση; Μήπως θα ‘πρεπε ν’ αποφεύγεται σε κάθε περίπτωση ο αναχρονισμός της και να προσδιορίζονται οι Ταραντίνο και Κοέν από τον Απουλήιο;

     Αλλά τί σημασία έχει αυτή η ερώτηση, όταν αυτό που προέχει είναι πως η γραμμική εξέλιξη του χρόνου απαλείφεται, επειδή μοιάζει σαν να ήταν στάσιμος επί περίπου 2 χιλιετίες, από τη στιγμή που διαπιστώνει κάποιος ότι τόσο στην εποχή του Απουλήιου όσο και στη δική μας, ο άνθρωπος αντέχει τον τόσο παραλογισμό που τον περιβάλλει επειδή σιωπηρά συμβιβάζεται με την ύπαρξή του και τελικά τον αφομοιώνει. Κι όπως είναι αναμενόμενο, μέσα στο πλαίσιο συμβιβασμού του ανθρώπου με τον παραλογισμό, η κτηνώδης φύση του αναπνέει με περισσότερη άνεση. Η δεισιδαιμονία, η μαγεία κι ο ακραίος ηδονισμός βρίσκουν επίσης τη θέση τους. Γι’ αυτό κι οι μάγισσες των Μεταμορφώσεων, όπως είναι οι τρομερές αδελφές Μερόη και Πανθεία, δεν έχουνε κανένα τακτ ανάλογο με κείνο των κακών στις ιστορίες του Χάρι Πότερ, για παράδειγμα.
     Αντίθετα, με κάθε ευκαιρία τραβούν από το μανίκι τους τον άσσο της ψυχρής, αδίστακτης, σουρρεαλιστικής ωμότητας: “[…] με μια λέξη [της] μεταμόρφωσε σε κάστορα έναν εραστή της, που την είχε απατήσει με μια γυναίκα -γιατί το ζώο αυτό, όταν κινδυνεύει να το πιάσουν κυνηγοί, κόβει τα γεννητικά του όργανα κι εκείνη αυτό επιθυμούσε να του συμβεί“. Ή, “για να εκδικηθεί ένα δικηγόρο που είχε δημηγορήσει εναντίον της τον μεταμόρφωσε σε κριάρι. Και μ’ όλο που ‘ναι κριάρι, δικηγορεί ακόμη“. Ή ακόμα: “Τη γυναίκα ενός ερωμένου της επειδή είπε εναντίον της, όταν κόντευε να γεννήσει, της έσφιξε τη μήτρα και της εμπόδισε τη γέννα. Έτσι η καημένη μένει διαρκώς έγκυος κι οκτώ χρόνια τώρα η κοιλιά της όλο φουσκώνει. Και νομίζεις πως θα γεννήσει ελέφαντα“.

     Κατά τ’ άλλα, η ψυχολογική βία είναι κι αυτή παρούσα στις Μεταμορφώσεις με σπουδαίο παράδειγμα τη συνομωσία ολόκληρης της Υπάτης εναντίον του Λούκιου, που γίνεται το ετήσιο θύμα εις βάρος του οποίου γελούν όλοι οι κάτοικοι μαζί, στον εορτασμό του Θεού του Γέλιου. Οι Μεταμορφώσεις περιέχουνε και μια λοξοδρόμηση από τη κύρια ιστορία, η οποία παρατίθεται ως παρηγορητική αφήγηση από ένα δευτερεύον πρόσωπο του έργου προς ένα άλλο δευτερεύον πρόσωπο. Πρόκειται για μια από τις σημαντικότερες κι εκτενέστερες καταγραφές του ρωμαϊκού μύθου του Έρωτα και της Ψυχής. Κι έχει βασιστεί σε αυτήν η πολύ σημαντική ανάλυση του πίνακα του Ιταλού ζωγράφου Jacopo Zucchi με τίτλο Η Ψυχή συλλαμβάνει εξαπίνης τον Έρωτα (1589) από το Γάλλο ψυχίατρο και ψυχαναλυτή Ζακ Λακάν, με στόχο να περιγράψει τον διχασμό που συμβαίνει στο ψυχικό όργανο που το κεραυνοβολεί ο έρωτας.
     Πίστευε άραγε πραγματικά στην έννοια το θείου ο Απουλήιος ή μήπως η αμφισβήτηση που περιέχει η κάποιες φορές συγκαλυμμένη ειρωνεία του προς ολόκληρη τη πραγματικότητα που βίωνε στρεφότανε τελικά και κατά της πίστης σ’ οτιδήποτε το μεταφυσικό; Θεωρούσε, άραγε, ότι ο Δίας είχε πραγματική δύναμη όταν έγραφε γι’ αυτόν ότι διέταξε τον Ερμή ν’ ανακοινώσει στους θεούς ότι θα επέβαλε χρηματικό πρόστιμο σ’ όποιον απ’ αυτούς δεν υπάκουε στη πρόσκλησή του για γενική συνέλευση; Μήπως αρνιότανε την ίδια Ίσιδα, η οποία έσωσε τον ήρωά του τον Λούκιο, λύνοντας τα μάγια που τον είχανε μεταμορφώσει σε γάιδαρο, όταν παραδέχεται ότι θα γινόταν πρόθυμα ιερέας της, αν γνώριζε ότι θα μπορούσε να αντεπεξέλθει στο χρηματικό κόστος της μύησής του; Μήπως ο Απουλήιος ήτανε τελικά ένας Νίτσε του 2ου αι μ. Χ. όχι επειδή υποστήριζε τον θάνατο το Θεού, αλλά επειδή τονε θεωρούσε πουλημένο;

     Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που ο σημερινός αναγνώστης των Μεταμορφώσεων μπορεί να αισθανθεί ότι παραμένουν σε εκκρεμότητα κι αποζητούνε τις απαντήσεις τους. Αλλά κι αν πάλι κανέν απ’ αυτά δεν τον απασχολήσει, θα εξακολουθεί ν’ αναπολεί τις Μεταμορφώσεις με χαμόγελο, για τη διασκέδαση και τις εκπλήξεις που του χάρισαν, -ακριβώς όπως του το ‘χε προαναγγείλει στην εισαγωγή του, ο συγγραφέας τους!

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *