Πρόλογος
Σ’ αυτό το άρθρο θα φιλοξενηθούν μερικά πρόσωπα της αρχαιότητας, που εμπλέκονται με τα Επιγράμματα και που, καθώς έχουνε πολλά στοιχεία, δεν χωρούσανε στα βιογραφικά των υπολοίπων. Φυσικά, στη ζωή τους δεν κάνανε μόνον Επιγράμματα, μάλιστα μερικοί δεν είναι καν βεβαιωμένο πως έχουνε κάνει. Αλλά αυτά θα τα δείτε στην ανάγνωση, εδώ τώρα θα ετοιμάσω μια λίστα με τα ονόματα που περιέχονται στο παρόν και καλήν ανάγνωση. Π. Χ.
1ος: Άρατος ο Σολεύς
2ος: Βακχυλίδης ο Κείος
3ος: Κλεόβουλος ο Ρόδιος
4ος: Πιττακός ο Μυτιληναίος
5ος: Φίλιππος ο Ε’ ο Βασιλεύς (Σημ: όχι ο πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου)
6ος: Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός
==============================================
Βιογραφικά
Ο Άρατος ο Σολεύς (310 π.Χ.-240 π.Χ.) ήταν Αλεξανδρινός ποιητής κι ίσως κι ιατρός. Καταγόταν από τους Σόλους της Κιλικίας (η οποία μετά ονομάστηκε Πομπηιούπολη) ή σύμφωνα με άλλους από τη Ταρσό αλλά μάλλον ότι εκεί έζησε για λίγο. Πατέρας του ήταν ο διαπρεπής τότε πολιτικός και στρατιωτικός Αθηνόδωρος. Μαθήτευσε κοντά στον Μενεκράτη στην Έφεσο (292 π.Χ.). Στη συνέχεια πήγε στη Κω και μαθήτευσε κοντά στο Φιλήτα. Εκεί γνώρισε τον Θεόκριτο κι άλλους ποιητές του καλούμενου βουκολικού κύκλου. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα κι έγινε μαθητής του περιπατητικού φιλόσοφου Πραξιφάνη, εκεί γνώρισε το Ζήνωνα τον στωικό φιλόσοφο, τον Μενέδημο τον ιδρυτή της Ερετριακής σχολής και τον Καλλίμαχο τον Κυρηναίο.
Ασχολήθηκε και με τα μαθηματικά και με την αστρονομία. Λέγεται μάλιστα πως σπούδασε κι ιατρός και στη φημισμένη κιόλας Ιατρική Σχολή της Κω. Ο φιλόσοφος Ζήνων, όταν κλήθηκε ως διδάσκαλος από τον φιλότεχνο βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά αλλά λόγω γήρατος δεν μπορούσε να μεταβεί, έστειλε τον Άρατο με τους μαθητές του Περσαίη και Φιλονίδη (276 π.Χ.). Τότε ο Άρατος έγραψε, για τους γάμους του Αντιγόνου με τη κόρη του Σέλευκου, Φίλα, το ποίημα Ύμνος στον Πάνα όπου εξυμνεί τη νίκη του Αντιγόνου κατά των Γαλατών στη μάχη της Λυσιμαχείας (277 π.Χ) κατά την οποία ο Παν έφερε στους Γαλάτες πανικό. Επίσης, εκτελώντας επιθυμία του Μακεδόνα βασιλιά, που λάτρευε τα μαθηματικά και την αστρονομία, να γράψει σε ποίημα, το έργο του Ευδόξου, Φαινόμενα, ο Άρατος έγραψε τα Φαινόμενα και Διοσημεία, αστρονομικό και μετεωρολογικό ποίημα που προκάλεσε το θαυμασμό των συγχρόνων του. Αυτό τονε καθιέρωσε και τον έκανε κι αναγνωρισμένο, χαρισματικό ποιητή.
“Εὐδοξότερον ποιήσεις τὸν Εὔδοξον ἐντείνας τὰ παρ’ αὐτῷ κείμενα μέτρῳ“.
“Τί πιο εύδοξο να κάμεις, από το να μεταφέρεις έμμετρα το έργο του Ευδόξου“.
Ο Άρατος εμπνευσμένος από επιστημονικές αναζητήσεις ιδίως σε αστρονομικές μελέτες βρήκε πλούσιο υλικό μυθοπλασίας στα ουράνια σώματα το οποίο κι επαύξησε με τη πολυμάθεια και την εφευρετικότητά του, επαινούμενος ως πολυμαθής και άριστος ποιητής. Την αναγνώριση της αξίας του μέχρι των τελευταίων ρωμαϊκών χρόνων και την εξέχουσα θέση του ανάμεσα στους ποιητές, καταδεικνύουν οι τρεις βιογραφίες και τα σχόλια που γίνανε στα Φαινόμενά του κι οι επαινετικοί κι υμνητικοί χαρακτηρισμοί άλλων ποιητών, αλλά κι οι μεταφράσεις και των λοιπών έργων του στη λατινική. Το ποίημα Φαινόμενα και Διοσημεία αποτελείται από 1154 δακτυλικούς 6μετρους στίχους, όπου περιγράφονται ποιητικά οι αστερισμοί κι ουράνια φαινόμενα με κατεσπαρμένους στο έργο ύμνους, θρύλους και μύθους. Το ποιημα έχει 3 μέρη: τη καταστερέωση όπου εξυμνούνται οι αστερισμοί, τους συνανατέλλοντες και συνδύοντες και τις διοσημείες, δηλαδή τις μετεωρολογικές προγνώσεις.. Ο Ίππαρχος το χωρίζει σε 3 μέρη πιο λεπτομερώς, ως εξής:
Στίχοι 1-450: Πραγματεύονται καταστερισμούς τα περὶ αστέρων & σχετικών μύθων.
Στίχοι 451-732: Περὶ συνανατολῶν και συγκαταδύσεων των ἀστερισμῶν.
Στίχοι 733-1154: Περί καιρικών ενδείξεων κι επισημάνσεων.
Οι νεώτεροι φιλόλογοι διαιρούνε το ποίημα σε 2 μέρη, τα κυρίως Φαινόμενα (στίχοι 1 -732) και τα Διοσημεῖα (στίχοι 733 – 1154). Πιστεύεται ακόμη ότι το 2ο μέρος δεν είναι έργο του Εὐδόξου αλλά του Θεοφράστου (Περὶ σημείων, ὑδάτων καὶ πνευμάτων καὶ χειμώνων καὶ εὐδιῶν). Το έργο αυτό μεταφράστηκε και στα Λατινικά κι υπήρξε αγαπημένο ανάγνωσμα, όχι μόνο των αλεξανδρινών και ρωμαϊκών χρόνων, αλλά και των βυζαντινών κι αναγεννησιακών. Αξίζει ν’ αναφέρω μερικούς από κείνους που το θαύμασαν: Μάξιμος ο Τύριος, Οβίδιος, Κικέρων, Λεωνίδας ο Ταραντίνος, ενώ το μελετήσανε και το σχολιάσανε μάλιστα, οι: Γεμῖνος Ῥόδιος, Ἵππαρχος, Ἀχιλλεὺς Τάτιος, Διόδωρος ὁ Ἀλεξανδρεὺς, Κλαύδιος Πτολεμαίος, Θέων ο Ἀλεξανδρεύς. Ο Οβίδιος εξύμνησε το έργο και τον ποιητή, λέγοντας πως ο Άρατος θα μείνει αιώνιος όπως ο ήλιος κι η σελήνη.
Είναι πιθανό ότι ο Απόστολος Παύλος είχε μελετήσει τα Φαινόμενα κι από την εισαγωγή του Άρατου είχε δανειστεί τη φράση: Τοῦ γὰρ καὶ γένος εἰμέν που χρησιμοποίησε στον Άρειο Πάγο στη προς Αθηναίους ομιλία του (Ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ’ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασιν· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν –Πράξεις 17:28). Τέλος, ο φημισμένος ποιητής της εποχής, Καλλίμαχος ο Κυρηναίος, του αφιέρωσεν επίγραμμα, όπου τονε παρομοιάζει με τον Ησίοδο:
“Ἡσιόδου τὸδ’ ἄεισμα καὶ ὁ τρόπος· οὐ τὸν ἀοιδόν ἔσχατον, ἀλλ’ ὀκνέω μὴ τὸ μελιχρότατον τῶν ἐπέων ὁ Σολεὺς ἐπεμάξατο. Χαίρετε, λεπταὶ ῥησιες, Ἀρήτου συμβόλον ἀγρυπνίης...”.
Μετά την αιφνίδια εισβολή του Πύρρου το 274 π.Χ. ο ποιητικός και φιλοσοφικός κύκλος της αυλής του Αντιγόνου διαλύθηκε κι ο Άρατος πήγε στη Συρία στην αυλή του βασιλιά Αντίοχου Α’ του Σωτήρα. Εκεί εξέδωσε τα διορθωτικά σχόλια στην Οδύσσεια του Ομήρου. Μετά την αποκατάστασή του στη Μακεδονία, ο Αντίγονος κάλεσε τον Άρατο κι αυτός επέστρεψε όπου κι αργότερα πέθανε (245 π.Χ.).
2 επιγράμματά του από τον Στέφανο του Μελεάγρου περιλαμβάνονται στη ΠΑ (ΧΙ 437 και ΧΙΙ 129).
Στα συγγράμματά του εκτός τα προαναφερθέντα, Διόρθωση Οδύσσειας Ομήρου, Φαινόμενα και Πάνας, περιλαμβάνονται και τα εξής:
* Ύμνοι και παίγνια.
* Συνθέσεις φαρμάκων.
* Επικήδεια, επιστολές, επιγράμματα, ηθοποιίες.
* Περί ανατολής ή ανατομής.
* Αστρολογία.
* Ιατρικές δυνάμεις.
* Περί ορνέων.
* Επικήδειος Κλεομβρότου
==================
Ο Βακχυλίδης (Ιουλίδα Κέας 518-452 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας συγγραφέας και λυρικός ποιητής, για το έργο του ελάχιστα ήτανε γνωστά ώσπου το 1896 βρέθηκε σε αιγυπτιακό τάφο από ιδιώτες ένας μεγάλος πάπυρος με εκατοντάδες στίχους του και προσέφερε όχι μόνο γνώσεις για τον ποιητή, αλλά και πάνω από 100 καινούργιες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που μέχρι τότε δεν είχαν μνημονευτεί σε λεξικά. Παρά τη ξεχωριστή του γραφή, ανάλαφρη και καλοδουλεμένη, με ιδιαίτερο λεξιλογικό πλούτο κι εικονοπλαστική, είχε τη τύχη και συνάμα την ατυχία να ‘ναι ανιψιός του Σιμωνίδη του Κείου και σύγχρονος του Πινδάρου. Ο μεν θείος του άνοιξε το δρόμο στη τέχνη και στις αυλές σημαντικών χορηγών, αλλά είχε και πλατιά σκιά. Ο Πίνδαρος από την άλλη, έδινε ορμή και κύρος στη ποίηση της εποχής του, όμως μαζί με το Σιμωνίδη έστεκαν πάντα σαν απειλητικά μέτρα προς σύγκριση γι΄αυτόν. Ακόμα και τώρα, αντί να κρίνεται γι’ αυτό καθαυτό το δημιουργικό του έργο, τον πλούτο και το διαφορετικό του ύφος, αδιάκοπα συγκρίνεται με τους κορυφαίους και κατά κανόνα αδικείται. Οι διαρκείς συγκρίσεις είχαν ως αποτέλεσμα η δουλειά του ναι μεν να αναγνωρίζεται, αλλά ως 2η. Υπήρξε πάντως ιδιαίτερα δημοφιλής κυρίως στους ελληνιστικούς και μεταχριστιανικούς χρόνους. Στον κανόνα των Αλεξανδρινών αναφέρεται μεταξύ των 9 αξιομνημόνευτων ποιητών: Αλκμάν, Βακχυλίδης, Σαπφώ, Αλκαίος, Στησίχορος, Ίβυκος, Ανακρέων, Σιμωνίδης και Πίνδαρος. Αναφέρονται όμορφες φράσεις του επίσης στα γραπτά πολλών, όπως στου Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, του Στράβωνα, του Στωβαίου, του Πλούταρχου, του Αθήναιου, του Ηφαιστίωνα, του Κλήμη της Αλεξάνδρειας -ο Αμμιανός Μαρκελίνος αναφέρει επίσης ότι “ο Βακχυλίδης άρεσε ιδιαίτερα στον Ιουλιανό” (Σημ: τον Παραβάτη).
Απόσπασμά Βακχυλίδη από έναν από τους Παπύρους της Οξυρρύγχου
Ήταν από τη Κέα κι η μητέρα του ήταν αδελφή του Σιμωνίδη. Ο πατέρας του λεγόταν Μαίδων ή Μείδυλος κι ο παππούς του, Βακχυλίδης κι εκείνος, ήτανε γνωστός αθλητής. Υπήρξεν εκπρόσωπος της χορικής ποίησης και θεωρείτο αναγνωρισμένος ήδη από το 476 π.Χ. αλλά μάλλον και πιο νωρίς. Έζησε το 518-452 π.Χ.. Πολύ νέος πήγε στη Θεσσαλία και συνάντησε τον Πίνδαρο στην αυλή των Αλευαδών. Από τότε άρχισε ένας συναγωνισμός ως κι ανταγωνισμός μεταξύ τους, που κράτησε 30 ολόκληρα χρόνια. Με το θείο του, Σιμωνίδη, φέρεται να ‘μεινε αρκετό καιρό στην αυλή του Ιέρωνα στη Σικελία απ’ όπου, άγνωστο γιατί, έφυγε για τη Πελοπόννησο ή ίσως κι αντιστρόφως -δεν είναι διόλου βέβαιο πού έμεινε και για πόσο ούτε πότε ακριβώς. Ο μόνος που αναφέρεται σε αυτό είναι ο Πλούταρχος (Περι φυγής) λέγοντας ότι πολλοί δημιούργησαν το έργο τους εξόριστοι και μεταξύ αυτών μνημονεύει και τον Βακχυλίδη που αναγκάστηκε να ζήσει για πολύ καιρό στη Πελοπόννησο. Ομως δεν έχουμε άλλες πηγές για το θέμα της εξορίας ούτε και για τους λόγους.
Επηρεάστηκε από το φίλαθλο πνεύμα της ιδιαιτέρας του πατρίδας που μετρούσε πολλές νίκες στους αγώνες δρόμου και στην πάλη, αλλά αναπόφευκτα και από τη μεγάλη σκιά του θείου του. Όταν γεννήθηκε, ο Σιμωνίδης ήταν ήδη προστατευόμενος του Ίππαρχου. Τον συνέστησε σε πλούσιες οικογένειες της Θεσσαλίας και στον τύραννο της Σικελίας Ιέρωνα. Γύρω στο 490 π.Χ. φέρεται να έχει αρχίσει να γράφει, αφού συνέθεσε ωδή για τη Δήλο αλλά κι εγκώμιο για ένα συμπόσιο στη Μακεδονία προς τιμή του νεαρού τότε πρίγκιπα Αλέξανδρου Α. Σύντομα άρχισε και ο ανταγωνισμός με τον Πίνδαρο, με αποκορύφωμα το 476 π.Χ. όταν και οι δύο συνέθεσαν Επινίκια για τη πρώτη νίκη του Ιέρωνα στους αγώνες της Ολυμπίας. Δεν είναι απίθανο να έγραψε την ωδή του με καθαρά δική του πρωτοβουλία, ενώ του Πίνδαρου ήταν παραγγελία. Πάντως ο ήδη αναγνωρισμένος Πίνδαρος στον επίνικο εκείνο είχε περιλάβει και νύξεις παραινετικές για μεγαλύτερη ανοχή εκ μέρους του τυράννου. Το 470 ο Ιέρωνας ζήτησε από τον Βακχυλίδη να συντάξει Επίνικο για τη νίκη του στα Πύθια, για την οποία συνέταξε αντίστοιχο και ο Πίνδαρος -αυτή τη φορά με ακόμα πιο έντονες συστάσεις για επίδειξη σύνεσης προς τον Ιέρωνα. Το 468 ο Ιέρωνας νίκησε στους αγώνες της Ολυμπίας αλλά αυτή τη φορά δεν ζήτησε από τον Πίνδαρο να γράψει τον επίνικο -απεναντίας το ζήτησε από τον Βακχυλιδη. Πιθανόν το αντικίνητρο του Ιέρωνα να μην ήταν αποκλειστικά η άσκηση κριτικής από τον βαθυστόχαστο Πίνδαρο, αλλά απλώς η προτίμησή του στην πιο γλαφυρή, κατανοητή, προσιτή και απλή γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Βακχυλίδης.
“Η σχέση του Βακχυλίδη με την Αρχαία Ελληνική Τέχνη, δεν είναι κάτι
που μπορεί κανείς να μην αναγνωρίσει”! Richard Claverhouse Jebb
Αλεξανδρινοί λόγιοι πάντως θεωρούν ότι ο ανταγωνισμός των δύο δημιουργών ήταν τόσο έντονος, ώστε μερικές στροφές του Πίνδαρου αποτελούσαν ουσιαστικά επιθέσεις εναντίον του Βακχυλίδη και του Σιμωνίδη. Οι νύξεις στις οποιες αναφέρονταν ήταν η φράση του Πίνδαρου “μεμαθημένη τέχνη” -ότι εννοούσε την χωρίς έμπνευση τέχνη του Βακχυλίδη. Θεωρούσαν ότι ο Βακχυλίδης του απάντησε μέσα από το επόμενο έργο του “έτερος εξ ετέρου σοφός το τε πάλαι, το τε νυν, ουδέ γαρ ράστον αρρήτων επέων πύλας εξευρείν”. Ο Πίνδαρος έδωσε συνέχεια στην επόμενη ωδή του με τη φράση “λάβρους κόρακας” που δεν μπορούν να σταθούν στο ύψος του αετού -θεωρήθηκε ότι αναφερόταν σε θείο και ανιψιό. Ο Βακχυλίδης ανταπάντησε γράφοντας ότι πετάει σαν αετός και “πτήσσουσι φόβω όρνιχες λιγύφθογγοι” -για τον Πίνδαρο. Οι φράσεις από μόνες τους δεν παραπέμπουν σε ανταλλαγή ύβρεων μέσω παιάνων και διθυράμβων και σε οιωνεί καλλιτεχνικό ανταγωνισμό, αλλά έτσι τις είδαν Αλεξανδρινοί αναλυτές που ίσως είχαν στη διάθεσή τους και άλλες πηγές πληροφόρησης τις οποίες εμείς δεν είχαμε ποτέ.
Είναι γνωστό ότι ήταν αρεστός ως ανάγνωσμα στην ελληνιστική εποχή αλλά και κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες -άρεσε και στον Ιουλιανό. Εντούτοις απ’ όλ’ αυτά τα έργα του που φέρονται να κυκλοφορούσαν ευρέως, στις μέρες μας έφτασαν μόλις 107 στίχοι του, οι περισσότεροι χάρη σε 9 αποσπάσματα που διέσωσε ο Στωβαίος. Το 1897 βρέθηκε αναπάντεχα σε μια μούμια της Αιγύπτου μεγάλο κομμάτι παπύρου από το οποίο συνετέθησαν κυρίως από Βρετανούς άλλες 1.382 αράδες του ποιητή. Προέκυψαν σχεδόν 6 ολοκληρωμένα έργα και πολλά αποσπασματικά. Ο ο πάπυρος αυτός είχε αρχικά πλάτος γύρω στα 25 cm και συνολικό μήκος γύρω στα 18 m κι είχε γραφεί την εποχή των Πτολεμαίων, ίσως το 50 π.Χ. Από παλιότερα ευρήματα κι από τον πάπυρο των Βρετανών διασώζονται τα εξής έργα του:
Τα Επινίκια ή Επίνικοι με σχεδόν πλήρη μορφή προς τον Ιέρωνα (Ἐπίνικος III ή 3ος, “Ἱέρωνι Συρακοσίῳ ἵπποις [Ὀλύ]μπια” 3.1 έως 3.98), ο επίσης προς τον Ιέρωνα (Επίνικος V ή 5ος “Τῷ αὐτῷ κέλητι Ὀλύμπια” 5.1 έως 5.20), και ο Επίνικος προς τον Αλεξίδαμο (Ἐπίνικος XI ή 11ος, “Ἀλεξιδάμῳ Μεταποντίνῳ παιδὶ παλαιστῇ Πύθια” 11.1 έως 11.126). Επίσης σώζονται οι Διθύραμβοι υπ’ αριθμό 2 ή ΙΙ προς Ηρακλή (“Ἡρακλῆς ἢ Δηϊάνειρα εἰς Δελφούς”, 2.1 έως 2.35), ο Διθύραμβος υπ’ αριθμόν 3 ή ΙΙΙ, “Ἠίθεοι ἢ Θησεὺς ‹Κηΐοις εἰς Δῆλον›” (3.1 έως 3.132) και προς τον Θησέα, ο Διθύραμβος υπ’ αριθμόν 4 ή IV “Θησεὺς ‹Ἀθηναίοις›” (4.1-4.60) και τέλος ο Παιάνας ειρήνης ή προς τον Απόλλωνα.
Ο Βακχυλίδης απευθύνεται στον Ιέρωνα ως στρατηγό (Συρακοσίων Ιπποδινήτων στραταγέ, Επίνικος 5, 1-2), ενώ σε άλλο σημείο υπαινίσσεται τη νίκη στην Ιμέρα (Επίνικος 5, 34-5): για τιμή της μαυρόμαλλης Νίκης και του χαλκόστερνου Άρη, του Δεινομένη αγέρωχα τέκνα κυανοπλοκάμου θ’ εκάτι Νίκας χαλκοστέρνου τ’ Άρηος).
Τόσο ο Πίνδαρος όσο και ο Βακχυλίδης τραγουδούν το γεγονός ότι οι τύραννοι είναι κατεξοχήν ευνοημένοι από τους θεούς και την τύχη. Τούτο είναι ένα προνόμιο που δεν υποβαθμίζει τη δική τους ικανότητα. Αντιθέτως, γίνεται αντικείμενο εμφανούς επαίνου:
Ολ. 1, 106-8: Ιέρωνα στις έγνοιες σου θεός σου παραστέκει (θεός ἐπίτροπος ἐών τεαῖσι μήδεται…Ὶέρων, μερίμναισι)
Πυθ. 1, 48-9: σαν αυτός κι οι δικοί του κέρδισαν δόξα, με θεού βοήθεια που Έλληνας άλλος ποτέ του δεν αξιώθη (ὰνίχ’ εὺρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν, οἵαν ούτις Ὲλλάνων δρέπει)
Π 3, 84: σε σένα κλήρος σου η ευτυχία εδόθη (τίν δέ μοῖρ’ εὐδαιμονίας ἕπεται)
Επίν. 3, 10: τρισευδαίμων ανήρ
Επίν. 4, 1-3: Τη Συρακούσα αγαπάει πολύ ο χρυσομάλλης Απόλλων και τον δίκαιο άρχοντα τιμά, τον Ιέρωνα (ἔτι Συρακοσίαν φιλειπόλιν ὸ χρυσοκόμας Ἀπόλλων, ἀστύθεμίν θ’ Ὶέρωνα γεραίρει)
Επίν. 4, 19-20: Το πιο καλό είναι να σ’ αγαπούν οι θεοί και σ’ όλες τις δόξες μερίδιο νάχεις (τί φέρτερον ἤ θεοῖσιν φίλον ἐόντα παντοδαπῶν λαγχάνειν ἀπό μοῖραν ἐσθλῶν;)
Επίν. 5, 50-3: ευτυχισμένος αυτός που ο θεός του έδωσε στην ευτυχία μεράδι και τη ζωή του περνά τη πλούσια με επίζηλη τύχη (ὄλβιος ὧιτινι θεός μοῖραν τε καλῶν ἒπορεν σύν τ’ἐπιζήλωι τύχαι ἀφνεόν βιοτάν διάγειν).
Η μορφή του Κροίσου συνδέεται επίσης με τον Ιέρωνα σε μια ωδή του Βακχυλίδη προς τιμήν του τυράννου για τη νίκη του σε αρματοδρομία στα Ολύμπια του 468 (Επίνικος 3). Η επιλογή του Κροίσου στη θέση του μυθικού παραδείγματος εξηγείται εύκολα: τόσο ο Κροίσος όσο και ο Ιέρων ήταν ισχυροί ηγεμόνες περιοχών που έτρεφαν άλογα (Ωδή 3, 23-4: δαμασίππου Λυδίας αρχαγέταν, Ωδή 5, 1- 2: Συρακοσίων ιπποδινήτων στραταγέ) και κυρίως είχαν αποκτήσει τεράστιο για τα ελληνικά δεδομένα πλούτο και έκαναν χρυσά αφιερώματα στον Δελφικό Απόλλωνα. Αυτό το χαρακτηριστικό, δηλαδή η σοφή και ευσεβής χρήση του πλούτου (ένα άλλωστε αγαπητό θέμα) τονίζεται ιδιαίτερα από τον ποιητή.
Ο Βακχυλίδης επεξεργάζεται επίσης μια παραλλαγή του παραδοσιακού μύθου, στην οποίαν υπογραμμίζεται η ανδρεία του βασιλιά. Μ’ αυτόν τον τρόπο το σθένος, η αίσθηση της δύναμης και η συνείδηση του Κροίσου μεταβιβάζονται (ή συνιστώνται;) στον Ιέρωνα, που καθίσταται ισότιμος του Κροίσου και στο ηθικό πεδίο. Το κεντρικό σημείο πάντως είναι η προστασία του Απόλλωνα προς τον νικημένο βασιλιά. Κατ’ ανάλογο τρόπο θα προστατευθεί ο Ιέρων, που είχε μόλις βιώσει μια προσωπική ήττα, την ασθένεια (αν και σε εποχή νίκης). Η υπενθύμιση του Βακχυλίδη σχετικά με την ανθρώπινη αδυναμία συνοδεύεται από αισιόδοξη απάντηση (σε αντίθεση με τον Πυθιόνικο 3 του Πίνδαρου). Επίν. 3, 96-98: Και με τη δόξα των έργων σου θα υμνούν και τη χάρη του αηδονιού του γλυκόλαλου, που γέννησε η Κέα (σύν δ’ ἀλαθείαι καλῶν καί μελιγλώσσου τις ὺμνήσει χάριν Κηίας ἀηδόνος.
Ασφαλώς παραγγελίες ποιημάτων δεν κάνουν μόνον οι τύραννοι. Όλα τα επινίκια άσματα (κι όχι μόνον) είναι παραγγελίες των ίδιων των αθλητών, των συγγενών τους ή και των πόλεων. Επίσης είναι αρκετά σύνηθες (αν και όχι απαραίτητο) να φιλοξενείται ο ποιητής από τον παραγγέλλοντα προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να προετοιμάσει ο ίδιος την παράσταση, να εξασκήσει τον Χορό και ενδεχομένως να τον συνοδεύσει με τη λύρα του (πράγμα που παραδίδεται για τον Πίνδαρο).
Φαίνεται πως εκείνος που εισάγει το είδος του επινίκιου χορικού άσματος είναι ο Σιμωνίδης ο Κείος, ωστόσο δεν έχουν σωθεί παρά μόνον ελάχιστα αποσπάσματα από τις επινίκιες ωδές του και τίποτε γραμμένο για τυράννους, παρότι ο ίδιος φιλοξενήθηκε συχνά σε βασιλικές αυλές τόσο στην κυρίως Ελλάδα όσο και στη Σικελία (έζησε στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών, όπου οδήγησε και τον ανιψιό του Βακχυλίδη, αλλά και του Θήρωνα στον Ακράγαντα, όπου και πέθανε).
Εν από τα αντιπροσωπευτικότερα έργα του είναι αυτός ακριβώς ο παιάνας για την ειρήνη, που δείχνει και το χαρακτηριστικό του ύφος. Καθώς δεν του άρεσε το δαιδαλώδες, το φαινομενικά ή κι όντως πιο βαθυστόχαστο, έδινε βάρος στην εικόνα και στην αίσθηση και οδηγούσε τον ακροατή ή αναγνώστη στο σχηματισμό μιας ζωντανής παράστασης με χρώματα, εικόνες και διαλεχτά επίθετα.
Τίκτει δέ τε θνατοῖσιν εἰρήνα μεγαλάνορα
πλοῦτον καὶ μελιγλώσσων ἀοιδᾶν ἄνθεα.
Δαιδαλέων τ᾽ ἐπὶ βωμῶν θεοῖσιν αἴθεσθαι
βοῶν ξανθᾷ φλογὶ μηρί᾽ εὐμάλλων τε μήλων
γυμνασίων τε νέοις αὐλῶν τε καὶ κώμων μέλειν.
ἐν δὲ σιδαροδέτοις πόρπαξιν αἰθᾶν ἀραχνᾶν ἱστοὶ πέλονται,
ἔγχεα τε λογχωτὰ ξίφεα τ᾽ ἀμφάκεα δάμναται εὐρώς.
χαλκεᾶν δ᾽ οὐκ ἔστι σαλπίγγων κτύπος,
οὐδὲ συλᾶται μελίφρων ὕπνος ἀπὸ βλεφάρων ἀῷος ὃς θάλπει κέαρ.
συμποσίων δ᾽ ἐρατῶν βρίθοντ᾽ ἀγυιαί, παιδικοί θ᾽ ὕμνοι φλέγονται.
Η Ειρήνη γεννά πλούτος και δύναμη
και τ’ άνθη δένουν άδωντας γλυκά.
Καιν’ οι φωτιές στους καλλοσκάλιστους βωμούς,
η ίσια τσίκνα απ’ τα σφάγια, στον ουρανό ανεβαίνει
κι οι νέοι σκέφτονται το πάλαιμα, το γλέντι, τον αυλό.
Στη σιδερένια λαβή της ασπίδας, ιστοπλέκουν αράχνες
και σπαθιά, λόγχες και δόρατα λυώνουνε στη σκουριά.
Και δεν ηχούν σάλπιγγες που κλέβουνε τον ύπνο χαράματα
απ’ τα βλέφαρα, που ευφραίνει τη καρδιά και γλυκαίνει το μυαλό.
Γιομίζουν οι στράτες με γιορτές ερωτικές και τυλίγονται όλοι
στις… φλόγες των φωνών από τα παιδικά τραγούδια.
==================================
ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΩΝΑ ΤΟ ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟ,
ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΡΜΑΤΟΔΡΟΜΙΑ, ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ
Τη Δήμητρα, της καρπερής της Σικελίας αφέντρα,
κι αυτή που γιούλια στα μαλλιά φορεί, την Περσεφόνη,
τραγούδα, Κλειώ γλυκόδωρη,
και τις γοργές του Ιέρωνα —γοργές κι ολυμπιοδρόμες—
φοράδες, που, με συνοδούς την ανυψώτρα Νίκη
και τη λαμπρή Αγλαΐα, κοντά στ᾽ Αλφειού το πλούσιο ρέμα
το κλωθογύριστο έτρεξαν· εκεί του Δεινομένη
έκαμαν τον αρχοντογιό να πάρει το στεφάνι.
Κι έκραξε ο λαός: Μακάριος
τούτος ο άντρας· απ᾽ το Δία
του ᾽λαχε εξουσία τρανή
πάνω σε Έλληνες, και ξέρει
βιος που υψώθηκε σαν πύργος
να μην κρύβει σε μαυρόπεπλο σκοτάδι.
Ναοί γεμάτοι, στις γιορτές και τις θυσίες· γεμάτες
ξένους παντού οι φιλόξενες οι δημοσιές· αστράφτει
λαμποκοπά το μάλαμα
των τριποδιών, που στήθηκαν, ψηλά και πλουμισμένα,
μπρος στο ναό, στην περιοχή του τρισμεγάλου τού άλσους,
ιερού του Φοίβου· αυτό οι Δελφοί το κυβερνούνε, δίπλα
στης Κασταλίας τα ρέματα. Το θεό, το θεό οι ανθρώποι
να σέβονται και να τιμούν· αυτό είναι ο πρώτος πλούτος.
Όταν κάποτε της Μοίρας
τη βουλή εκτελούσε ο Δίας
και στου περσικού στρατού
έπεσαν τα χέρια οι Σάρδεις,
το ρηγάρχη αυτής της χώρας,
της Λυδίας, που ξακουσμένα δάμαζε άτια,
προστάτεψε ο χρυσότοξος Απόλλωνας. Ο ρήγας
αυτός, ο Κροίσος, όταν πια στη μαύρη εκείνη μέρα
την αναπάντεχη έφτασε,
δε στάθηκε να σκλαβωθεί· πολλά σωριάζει ξύλα
στη χαλκοτείχιστή του αυλή και πάνω εκεί ανεβαίνει
με την πιστή γυναίκα του και τις ωριομαλλούσες
τις κόρες του, που ασίγαστα θρηνούσανε· σηκώνει
πάνω, προς τον ψηλό ουρανό, τα χέρια και φωνάζει:
Τρανοδύναμη θεότη,
τί έγινε η ευγνωμοσύνη
των θεών, και πού είν᾽ ο γιος
της Λητώς, ο αφέντης Φοίβος;
Πάει τ᾽ Αλυάττη το παλάτι,
και το αρίφνητό του βιος σε οχτρώνε χέρια·
οι Σάρδεις στάχτη θα είναι πια σε λίγο· κοκκινίζει
απ᾽ το αίμα ο χρυσορέματος ο Πακτωλός και πάει,
και μέσ᾽ απ᾽ τα καλόχτιστα
τα σπίτια αρπάζουν ντροπερά και σέρνουν τις γυναίκες.
Το πιο γλυκό είν᾽ ο θάνατος· εκείνο που ήταν πρώτα
φριχτό, τώρα είναι ποθητό. Τόσα είπε, και προστάζει
έναν από τους τρυφηλούς Λυδούς φωτιά να βάλει
στων ξύλων το σωρό. Γοερά φωνάξανε οι κοπέλες·
προς τη μάνα τους τα χέρια
τ᾽ άπλωναν· φριχτό, να βλέπεις
τη θανή σου φανερά.
Μα ενώ μάνιαζαν οι φλόγες,
μαύρο σύννεφο από πάνω
στήνει ο Δίας και την ξανθή τη φλόγα σβήνει.
Δεν είν᾽ απίστευτο, των θεών η πρόνοια ό,τι φέρνει·
ο Απόλλωνας, το γέννημα της Δήλου, πήρε τότε
το γέρο και τις κόρες του
τις σφιχταστράγαλες μακριά στους Υπερβόρειους Τόπους.
Γιατί ήταν θεοφοβούμενος· απ᾽ όλους τους ανθρώπους
τα πιο μεγάλα στην ιερή Πυθώ είχε στείλει δώρα.
Αλλ᾽ απ᾽ αυτούς που κατοικούν μες στην Ελλάδα ούτ᾽ ένας,
Ιέρωνα πολυδόξαστε, να πει δε θα τολμήσει
ότι πιότερο από σένα
στους Δελφούς χρυσό είχε στείλει.
Ταιριαστό ειναι να παινάς,
από φθόνο αγνός αν είσαι,
άντρα που οι θεοί αγαπούνε,
άντρα στα άτια και στον πόλεμο τρισάξιο,
που το βασιλοράβδι του το ᾽χει απ᾽ το θέσμιο Δία
και στις μενεξεδόμαλλες Μούσες δεν είναι ξένος.
Προσωρινή και σύντομη
του δόλιου ανθρώπου είν᾽ η ζωή· σαλεύουνε οι ελπίδες
του εφήμερου θνητού. Ο θεός ο Απόλλωνας μια μέρα
στο γιο του Φέρη μίλησε κι αυτά τα λόγια τού είπε:
Θνητός αφού είσαι, πρέπει δυο στο νου σου να έχεις γνώμες·
ότι αύριο για στερνή φορά το φως θα βλέπεις του ήλιου
κι ότι είναι γραφτό να ζήσεις
για πενήντα ακόμα χρόνια
μια βαθύπλουτη ζωή.
Έργα θεάρεστα να κάνεις
και να ευφραίνεις την ψυχή σου·
άλλη ωφέλεια πιο μεγάλη δεν υπάρχει.
Οι φρόνιμοι θα νιώσουνε τα λόγια μου· άχραντα είναι
τα ουράνια βάθη· το νερό του πέλαου δε σαπίζει·
και το χρυσάφι· τί εύφρανση!
Στον άνθρωπο όμως βολετό δεν είναι να ξεφύγει
τα γερατειά, και τον ανθό να ξαναβρεί της νιότης·
και μοναχά της αρετής ποτέ δε σβήνει η λάμψη
μαζί με το θνητό κορμί· τροφή τής δίνει η Μούσα.
Του πλούτου εσύ τα πιο λαμπρά στον κόσμο έδειξες άνθη,
Ιέρωνα. Η σιωπή δεν πάει
για έναν που καλά έχει πράξει.
Και, μαζί με τη λαμπρή
στέρεη δόξα σου, θα λένε
και για τ᾽ αηδονιού τη χάρη
του μελίγλωσσου, που η Τζια το ᾽χει γεννήσει.
ΕΠΙΝΙΚΟΣ V
ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΕΡΩΝΑ,
ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΕΣ, ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ
Καλότυχε [στρ. α]
των αλογοστροβίλιστων Συρακουσίων στρατάρχη,
όσο κανείς στον κόσμο τώρα,
σωστά θα νιώθεις ένα δώρο
γλυκιάς χαράς, δώρο Μουσών
μενεξεδοστεφάνωτων· λύσε απαλά απ᾽ τις έγνοιες
τη σκέψη σου, που ορθό φυλάει το δίκιο,
και γύρνα κατά δω το νου·
φίλος σου ξένος, δουλευτής
της Ουρανίας της χρυσομαν-
τιλούσας -κι οι βαθύζωνες
οι Χάριτες τον βοήθησαν- ύμνο ύφανε· τον στέλνει
απ᾽ το νησί του το ιερό στην ξακουστή σας πόλη,
και με λαλιά, απ᾽ τα στήθια του χυμένη, λαχταρά
τον Ιέρωνα να υμνήσει.
Κατάβαθα [αντ. α]
στον ουρανό, με καστανές γοργές ο αητός φτερούγες
χιμά, του Δία μαντατοφόρος, του Δία με την πλατιά εξουσία,
του αφέντη της βροντής· χιμά
μ᾽ εμπιστοσύνη στην τρανή του δύναμη· τα λάλα
τότε πουλιά ζαρώνουν απ᾽ το φόβο·
δεν του είναι μπόδιο της πλατιάς
στεριάς ψηλές βουνοκορφές
κι ούτε της αγαλήνευτης
θάλασσας τ᾽ άγρια κύματα·
μέσα στο ακαταμέτρητο ο αητός το χάος ορμάει,
του κεφαλιού και του λαιμού τα πούπουλα ανεμίζουν
με του Ζέφυρου τις πνοές, κι όπου φανεί, απ᾽ τη γη
τον ξεχωρίζουν όλοι.
Και μπροστά σ᾽ εμένα τώρα δώθε κείθε, [επωδ. α]
μύριοι δρόμοι είν᾽ ανοιχτοί, του Δεινομένη
γιοι αφεντάνθρωποι, να υμνώ
την αντρεία σας, που είναι σκέπη της η Νίκη
η σκοτεινοπλεξουδάτη,
μα και ο Άρης ο χαλκόστερνος· κι ο θεός
πάντ᾽ ακούραστα ας χαρίζει τ᾽ αγαθά του.
Το Φερένικο, ξανθό και θυελλοδρόμο,
να νικά η Αυγή τον είδε η χρυσοχέρα
στον πλατύ κοντά Αλφειό, και στην Πυθώ,
γη αγιασμένη.
Τ᾽ ορκίζομαι [στρ. β]
και με τα χέρια μου τη γη χτυπώντας το φωνάζω:
ποτέ σε ιπποδρομία, την ώρα
που το άτι αυτό στο τέρμα ορμούσε,
δεν του ᾽ρθε σκόνη απ᾽ άλογα
που να το ξεπερνούσανε· με του Βοριά τη φόρα
και κρατώντας γερά τον καβαλάρη
χιμά, και στο φιλόξενο
τον Ιέρωνα ζητωκραυγές
φέρνει καινούριας νίκης. Ω,
μακάριος κείνος ο θνητός
που ένας θεός πολλές τιμές, να τις ζηλεύουν όλοι,
του δίνει, και μαζί πολλά για τη ζωή του πλούτη.
Σε όλα καλότυχος, κανείς στον κόσμο· του Ηρακλή
ο απόλογος το δείχνει.
Ο ανίκητος [αντ. β]
του Δία του αστραπορίχτη γιος, ο καστροπολεμίτης,
στης Περσεφόνης, λένε, πήγε
της λιγναστράγαλης το σπίτι
κάποτε για τον Κέρβερο·
να φέρει της αζύγωτης Οχιάς το σκυλοδόντη
αυτόν βλαστό στο φως από τον Άδη·
εκεί, κοντά στου Κωκυτού
το ρέμα, τότε αντίκρισε
ψυχές ταλαίπωρων θνητών,
όμοιες με φύλλα που άνεμος
τα τρεμοσείνει εκεί ψηλά στις ξάστερες της Ίδης
προβατοβόσκητες κορφές· ανάμεσα στις άλλες
του ανδρόκαρδου Μελέαγρου ξεχώριζε η ψυχή,
γερού κονταροσείστη.
Ο Ηρακλής, ο θαυμαστός γιος της Αλκμήνης, [επωδ. β]
σαν τον είδε αστραφτερόν μες στ᾽ άρματά του,
τη στριγγόλαλη χορδή
στο δοξάρι, εκεί στ᾽ αγκρίφι του, στεριώνει,
ξεβουλώνει τη φαρέτρα
και σαΐτα χαλκομύτικη απ᾽ αυτή
βγάζει αμέσως· του Μελέαγρου όμως ο ίσκιος
πήγε, στάθηκε κατάντικρυ και του είπε,
γιατί γνώρισε ποιός ήταν: Γιε του Δία,
η ψυχή σου ας γαληνέψει, κι απ᾽ αυτού
μη σαλέψεις.
Το χέρι σου [στρ. γ]
στα κούφια, σε νεκρών ψυχές, βέλος τραχύ ας μη ρίχνει·
φόβος κανείς. Έτσι είπε ο ίσκιος.
Και τότε ο Αμφιτρυωνιάδης,
με θάμπωμα στο νου, ρωτά:
Σαν ποιός απ᾽ τους αθάνατους ή απ᾽ τους θνητούς εσένα,
τέτοιο βλαστάρι, σ᾽ έθρεψε; ποιά χώρα;
και ποιός σε σκότωσε; για πες·
και στη δική μου σίγουρα
την κεφαλή η καλλίζωνη
Ήρα θα στείλει το φονιά·
αλλά για τούτα γνοιάζεται, θαρρώ, η ξανθή Παλλάδα.
Και δάκρυσε ο Μελέαγρος κι έτσι είπε: Δύσκολο είναι
σ᾽ έναν επίγειον άνθρωπο του αθάνατου θεού
τη γνώμη να λυγίσει·
της Άρτεμης, [αντ. γ.]
θεάς ανθοστεφάνωτης, χιονόκορφης, σεβάσμιας,
αλλιώς, η οργή θα σταματούσε
με τόσες δέησες και θυσίες
γιδιών και κόκκινων βοδιών,
που ο αλογάρης πρόσφερνε πατέρας μου, ο Οινέας·
μα αλύγιστο ήταν της θεάς το πείσμα·
κάπρο με δύναμη φριχτή,
κάπρο στη μάχη αδίσταχτο
ξαπόστειλε η παρθένα θεά
στης Καλυδώνας τους πλατιούς
τους κάμπους· με μια δύναμη, που ξεχειλούσε, ορμώντας
τ᾽ αγρίμι ρήμαζε αμπελιών αράδες με το δόντι,
ξολόθρευε και πρόβατα κι ανθρώπους, αν κανείς
του λάχαινε στο δρόμο.
Με τον κάπρο πολεμήσαμε τα πρώτα [επωδ. γ]
της Ελλάδας παλικάρια για έξι μέρες
μ᾽ άγριο πείσμα· κι όταν πια
οι Αιτωλοί, με θεία βοήθεια, είδαν τη νίκη,
θάβαμε όσους του άγριου ζώου,
του βροντόφωνου, ξολόθρεψε η ορμή,
τον Αγκαίο και τον Αγέλαο· τούτος ήταν
πιο ακριβός για μένα απ᾽ όλα μου τ᾽ αδέρφια,
τ᾽ άξια αδέρφια μου, που η μάνα μου η Αλθαία
είχε κάμει μες στου Οινέα το ξακουστό
το παλάτι.
Μα αφάνισε [στρ. δ]
κι άλλους, και περισσότερους, μια μοίρα ολέθρου· ακόμα
η οργή δεν είχε μαλακώσει
της κυνηγήτρας θυγατέρας
ως τότε της Λητώς, κι εμείς
μάχη όλο πείσμα στήσαμε με τους αντρείους Κουρήτες
για το τομάρι το έξοχο του κάπρου·
στη μάχη σκότωσα πολλούς·
κοντά στους άλλους, δυο αδερφούς
της μάνας μου, τον Ίφικλο
και τον Αφάρητα· ο σκληρός
Άρης, σαν είναι πόλεμος, δεν ξεχωρίζει φίλους·
τα βέλη από τα χέρια μας τυφλά πετούν και πέφτουν
απάνω στους αντίπαλους, κι ο θάνατος θα βρει
όποιον ο θεός θελήσει.
Του Θέστιου [αντ. δ]
η κόρη ωστόσο, η μάνα μου, δεν τα λογάριασε έτσι·
βαθιά στη σκοτεινή ψυχή της
η κακορίζικη γυναίκα
ύφανε δίχως δισταγμό
τον όλεθρό μου· ένα δαυλό, που κάποτε είπε η Μοίρα
πως όσο αυτός, τόσο κι εγώ θα ζούσα,
τον παίρνει από την πλουμιστή
κασέλα της και στη φωτιά
τον ρίχνει. Εγώ ξαρμάτωνα
την ώρ᾽ αυτή τον Κλύμενο,
λεβέντη γιο του Δηίπυλου, νεαρό χωρίς ψεγάδι·
στα τείχη εμπρός τον είχα βρει· γιατί προς την Πλευρώνα,
την πόλη την καλόχτιστη, την πόλη την παλιά,
κυνηγημένοι φεύγαν.
Τότες ένιωσα η γλυκιά η ζωή να σβήνει [επωδ. δ]
και να φεύγει, αλίμονό μου, η δύναμή μου,
και με τη στερνή πνοή
δάκρυα μου ᾽ρθανε του δύστυχου στα μάτια
που έχανα τα εξαίσια νιάτα.
Για την τύχη του βαριόμοιρου αγοριού
ο Ηρακλής, αυτός ο ατρόμητος στη μάχη,
στην ψυχή του ένιωσε πόνο και για πρώτη
και στερνή φορά του δάκρυσαν τα μάτια,
όπως έχουνε να πουν· κι έτσι απαντά
και του λέει:
Το πιο καλό, [στρ. ε]
καθόλου να μη γεννηθείς κι ούτε να δεις τον ήλιο.
Μα απ᾽ το να κλαις γι᾽ αυτά τί βγαίνει;
για κείνο να μιλούμε που είναι
και βολετό να εκτελεστεί.
Είναι καμιά σου ανύπαντρη αδερφή, που να σου μοιάζει,
στου Οινέα του πολεμόχαρου το σπίτι;
Μ᾽ όλη μου θέλω την καρδιά
γυναίκα μου λαχταριστή
να γίνει· πες μου. Κι η ψυχή
του ατρόμητου στον πόλεμο
Μελέαγρου τότε απάντησε: Ναι, σπίτι μου έχω αφήσει
δροσερολαίμα κοπελιά· Δηιάνειρα τη λένε·
κι απ᾽ τη μαγεύτρα τη θεά, την Κύπρη τη χρυσή,
ανήξερη είναι ακόμα.
Χιονόκορφη [αντ. ε]
Καλλιόπη, το καλόφτιαχτο τ᾽ άρμα σου εδώ σταμάτα·
τον αρχηγό των θεών το Δία,
το γιο του Κρόνου τον Ολύμπιο,
ύμνησε τώρα, Μούσα εσύ·
και τον Αλφειό, που ακούραστα κυλάνε τα νερά του,
το δυνατό τον Πέλοπα, κι ακόμα
την Πίσα· δώθε ο ξακουστός
Φερένικος, αφού έτρεξε
και βγήκε πρώτος νικητής,
γύρισε στην ωριόπυργη
Συράκουσα, στον Ιέρωνα της ευτυχίας να φέρει
τον κλώνο. Αυτόν που πέτυχε —και με τα δυο μας χέρια
το φθόνο διώχνοντας μακριά— να τον παινούμε εμείς
για χάρη της αλήθειας.
Ένας άντρας, των γλυκών Μουσών εργάτης, [επωδ. ε]
ο Βοιωτός ο Ησίοδος, είπε αυτόν το λόγο:
Όποιον οι θεοί τιμούν,
τούτον κι οι άνθρωποι δοξάζουνε κατόπι.
Μου το λέει κι εμέ η καρδιά μου
στον Ιέρωνα να στείλω υμνητικό
λόγο, δίχως απ᾽ το δίκιο να λοξέψω·
γιατί κείθε οι θαλεροί κορμοί οι ακμαίοι
ξεπετιούνται. Ας τους φυλάει με ειρήνη πάντα
ο τρισμέγιστος πατέρας Δίας, χωρίς
να σαλεύουν.
ΕΠΙΝΙΚΟΣ XI
ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΙΔΗΜΟ, ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΑΠΟΝΤΙΟ,
ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΠΑΛΗ ΠΑΙΔΙΩΝ, ΣΤΟΥΣ ΠΥΘΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Δώρων γλυκών εσύ χαρίστρα, Νίκη, [στρ. α]
ο Δίας, που ᾽χει το θρόνο του στα ύψη,
των Ουρανίων πατέρας,
έχει υψηλό σ᾽ εσένα αξίωμα δώσει:
στο πλάι του στέκεις
στον πολύχρυσον Όλυμπο εκεί πάνω
και για θνητούς κι αθάνατους ορίζεις
ποιός το βραβείο θα πάρει της αντρείας·
κόρη της μαυροπλέξουδης
της Στύγας, που κρατάει ορθό
το δίκιο, ρίξε εδώ σ᾽ εμάς
καλόβουλο το βλέμμα σου.
Και τώρα είν᾽ έργο σου κι αυτό, που νέοι γεροδεμένοι
με κώμους και χαρές υμνούν στο Μεταπόντιο μέσα,
την πόλη τη θεοτίμητη, τον άξιο του Φαΐσκου
γιο, νικητή στους Πυθικούς αγώνες.
Ο θεός, που η βαθύζωνη στη Δήλο [αντ. α]
τον γέννησε Λητώ, το νέο εδέχτη
με βλέμμα καλοσύνης·
και πολλά λουλουδόπλεχτα στεφάνια,
για τη μεγάλη
τη νίκη αυτή στο πάλεμα, έχουν πέσει
γύρω στον Αλεξίδημο, στον κάμπο
πέρα της Κίρρας· την ημέρα εκείνη
δεν είδε ο ήλιος το παιδί
στη γη να πέφτει ούτε στιγμή.
Μα κι άλλο λόγο εγώ θα πω:
και στ᾽ αγιασμένα χώματα
του αγνού του Πέλοπα, κοντά στ᾽ Αλφειού τ᾽ ωραίο το ρέμα,
της γλαυκοπράσινης ελιάς, καλής φιλεύτρας για όλους,
θα ᾽βαζε στο κεφάλι του στεφάνι, και μ᾽ εκείνο
θα γύριζε στον τόπο του, στους κάμπους
που είναι τα πολλά γελάδια, [επωδ. α]
αν το δίκιο από τη στράτα
τη σωστή δεν είχε φύγει.
Όχι πως στην Ολυμπία με τα πλατιά
χοροστάσια κάποιος
είχε βάλει στο παιδί τρικλοποδιά·
κάποιος θεός ο αίτιος θα ᾽ναι
ή και γνώμες των ανθρώπων σφαλερές
το βραβείο μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια του το πήραν.
Όμως τώρα μιαν υπέρλαμπρη έχει δώσει
νίκη η Άρτεμη, η σαϊτεύτρα, η κυνηγήτρα,
η θεά που ᾽χει τη ρόκα τη χρυσή.
Είναι η Άρτεμη που κάποτε βωμό
πολυλάτρευτο της είχε στήσει ο Προίτος,
ο γιος του Άβαντα, κι οι κόρες του μαζί,
οι κοπέλες οι ωριοστόλιστες εκείνες.
Παλιότερα, απ᾽ το ωραίο του Προίτου σπίτι [στρ. β]
είχε αυτές τις κοπέλες φευγατίσει
η παντοδύναμη Ήρα
σε ζυγό τρέλας σφίγγοντας το νου τους·
γιατί σπρωγμένες
από παρθενική μια ορμή, στ᾽ άγιο άλσος
πήγαν της πορφυρόζωνης της Ήρας
και παινεύτηκαν ότι είχαν πατέρα
πιο πλούσιον κι από την ξανθή
συντρόφισσα του δυνατού
του Δία· εκείνη θύμωσε,
τους πήρε τα συλλοϊκά
και στην καρδιά τους έβαλε τρελή μια ορμή να φύγουν·
και γύριζαν μες στων βουνών τους λόγγους τότε οι κόρες
και ξεφωνίζαν άγρια. Το πατρικό τους σπίτι
στην Τίρυνθα ήταν· κείθε, από τους δρόμους
τους θεόχτιστους έφυγαν και πάνε. [αντ. β]
Ναι, χρόνια εννιά διαβήκανε από τότε
που ᾽χαν αφήσει το Άργος,
την πόλη τη θεοφίλητη, και ζούσαν
στην Τίρυνθα όλοι,
ο ζηλεμένος βασιλιάς κι εκείνοι
οι ημίθεοι που ᾽χαν μπρούτζινες ασπίδες,
που αδείλιαστοι ήταν στων μαχών τους βρόντους.
Γιατί είχαν πέσει οι δυο αδερφοί,
ο Προίτος κι ο Ακρίσιος,
απ᾽ αλαφρό ξεκίνημα
σ᾽ όχτρητ᾽ ακαταλάγιαστη·
και σπάραζε η συνερισιά πέρ᾽ απ᾽ το δίκιο μέτρο
και το λαό, και πέφτανε σε φονικές αμάχες,
κι εκείνους, του Άβαντα τους γιους, θερμά παρακαλούσαν,
η οδυνηρή πριν τους σφίξει ανάγκη,
να μοιράσουν τα χωράφια, [επωδ. β]
γη με το πολύ κριθάρι,
και την Τίρυνθα να χτίσει
ο πιο νέος. Αλλά κι ο Δίας, του Κρόνου ο γιος,
που πολύ τιμούσε
του Λυγκέα του αρματηλάτη τη γενιά
και του Δαναού, ποθούσε
το σταμάτημα της μαύρης συμφοράς.
Για τη νέα, μα φημισμένη εκείνη πόλη
οι πελώριοι πήγαν Κύκλωπες και τείχος
έξοχο έχτισαν· κι αφού άφησαν πια τ᾽ Άργος,
το τρανό κι αλογοβόσκητο, οι λαμπροί
ήρωες έμεναν στο νέο αυτό καστρί.
Απ᾽ την Τίρυνθα λοιπόν του Προίτου οι κόρες,
κοπελιές μαυρομαλλούσες, φύγαν πια
κι όλο αλήτευαν αλάργ᾽ απ᾽ την πατρίδα.
Του γονιού την καρδιά σπάραξε η λύπη, [στρ. γ]
παράξενη έγνοια μπήκε μες στο νου
και δίκοπο μαχαίρι
μελέτησε στο στήθος του να μπήξει·
μα οι δορυφόροι
με λόγια μαλακά τον συγκρατούσαν
ή και με το στανιό. Οι τρελές κοπέλες
αλήτευαν σωστούς δεκατρείς μήνες
στο λόγγο το βαθίσκιωτο,
και στην προβατοθρόφα γη
την Αρκαδία τριγύριζαν.
Έφτασε τέλος ο γονιός
κοντά στο Λούσο ποταμό· παίρνει νερό απ᾽ το ρέμα
τ᾽ όμορφο εκείνο, νίβεται, και προς του αρματοδρόμου
ήλιου τη λάμψη υψώνοντας τα χέρια δέηση κάνει·
τη γελαδόματη Άρτεμη ικετεύει,
κόρη κυράς κρεμεζομαντιλούσας, [αντ. γ]
απ᾽ την καταραμένη αυτή μανία,
που τα μυαλά ταράζει,
τα δύστυχα παιδιά του να λυτρώσει.
Και είκοσι βόδια
θυσία εγώ, θεά, θα σου προσφέρω,
κοκκίνηδες, και που άζευτα είναι ακόμα.
Η θυγατέρα του ύψιστου πατέρα,
η αγριμοφόνισσα θεά,
άκουσε αυτή την προσευχή·
κάνει της Ήρας την καρδιά
κι απ᾽ τη μανία την άθεη
τις νέες γιατρεύει· τότε αυτές, οι ανθοστεφανωμένες,
γρήγορα για την Άρτεμη μετόχι ξεχωρίζουν,
στήνουν βωμό, τον βάφουνε με αίμα πολλών προβάτων
και γυναικείους χορούς για κείνη ορίζουν.
Απ᾽ τον τόπο αυτόν κατόπι, [επωδ. γ]
ω χρυσή λαών αφέντρα,
σε μια πόλη αλογοθρόφα
πολεμόχαρους συνόδεψες Αχαιούς·
ναι, στο Μεταπόντιο
μένεις τώρα, κι η ευτυχία εδρεύει εκεί·
πλάι στα ωραία νερά του Κάσα
άλσος έκαμαν για σε λαχταριστό
οι λαμπροί αρχηγοί γυρνώντας απ᾽ την Τροία·
με τους γιους τους χαλκαρμάτωτους του Ατρέα
είχαν πάει κι αυτοί και πάτησαν το κάστρο
το καλόχτιστο του Πρίαμου με καιρό,
των μακάριων όταν τ᾽ όρισε η βουλή.
Όποιος δίκια και σωστά να κρίνει θέλει,
μες στο πέρασμα όλων θά βρει των καιρών
χίλιες μύριες των Αχαιών αντραγαθίες.
ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II
ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ΚΑΙ ΔΙΗΑΝΕΙΡΑ
Κι αν η ομορφόθρονη Μούσα Ουρανία [στρ.]
απ᾽ την Πιερία χρυσό
ένα πλεούμενο μου ᾽στειλε τώρα
έξοχους ύμνους γεμάτο,
όμως για σένανε, Πύθιε Απόλλωνα,
ύμνο δεν πρέπει να πω, δεν είν᾽ ώρα· γιατί
ή τη χαρά θα σου δίνει, θεέ, το κυνήγι αγριμιών
πέρα στα μέρη που ο Έβρος
ρέει ο πολύανθος ή ίσως του κύκνου,
του μακρολαίμη του κύκνου, η λαλιά, η όλη γλύκα, σ᾽ ευφραίνει.
Ώσπου λοιπόν να ξανάρθεις, Απόλλωνα, εδώ
αναζητώντας λουλούδια παιάνων
-πόσους παιάνες για σε τραγουδούνε [αντ.]
οι χορωδίες των Δελφών
στον κοσμοξάκουστο δίπλα ναό σου!-,
ένα τραγούδι θα πούμε
για του Αμφιτρύωνα το γιο τον ατρόμητο:
Την Οιχαλία μες στις φλόγες παράτησε αυτός
και στ᾽ ακρογιάλι κατέβηκε, ταύρους βαρύηχους εννιά
για να προσφέρει απ᾽ το κούρσος
στον πυκνοσύννεφο Δία τον Κηναίο,
δυο στο θεό που δαμάζει τη γη και το πέλαο ταράζει,
και στην παρθέν᾽ Αθηνά, που ᾽χει αψιές τις ματιές,
άζευτη ακόμα ορθοκέρα δαμάλα.
Τότε μια ακαταμάχητη [επωδ.]
θεότητα ύφανε βουλή,
βαθιά βουλή, δακρύων πηγή,
μες της Δηιάνειρας το νου,
σαν έμαθε το θλιβερό
μαντάτο πως του Δία ο γιος, ο ατρόμητος στη μάχη,
την Ιόλη τη χιονόκορφη
για ταίρι του μες στο λαμπρό θα ᾽στελνε σπίτι. Οϊμένα,
τέτοια βουλή μέσα στο νου
της άμοιρης, της δύστυχης!
Ζήλεια βαριά την έφαγε, και το σκουτί
που τα μελλούμενα έκρυβε μες στο σκοτάδι, απ᾽ τη στιγμή
που ολέθριο δώρο μαγικό
από το Νέσσο δέχτηκε
πλάι στου Λυκόρμα τα νερά, που είναι ζωσμένος ρόδα.
ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III
ΝΕΟΙ ΚΑΙ ΝΕΕΣ Ή Ο ΘΗΣΕΑΣ
Καράβι γαλοζόπλωρο [στρ. α]
με τον πολύν Θησέα
και δυο φορές επτά παιδιά
κρητικό σκίζει πέλαγος
και στα πανιά τα ωραία
στέλλει η Αθηνά πρύμο βοριά.
Μα την καρδιά του Μίνωος
οι πόθοι την κεντούσαν,
της Αφροδίτης τα κακά,
και τάνυσε το χέρι του
σε μια μαυροματούσαν
κι έπιασε μάγουλα λευκά.
Κι εφώναξε η Ερίβοια
του Κέκροπος το εγγόνι
που εφόρει θώρακα γιερό.
Είδ᾽ ο Θησέας· το βλέμμα του
γυρίζει και στυλώνει
κάτω απ᾽ τα φρύδια φλογερό.
Κι έγγιξε το φιλότιμο
κι η λύπη την καρδιά του
και Του Διός —είπε— γιε,
σκοπό δεν έχεις τίμιο
πια μες στον νου σου· κάτου
το βαρύ χέρι σου, αρχηγέ!
Η Μοίρα ό,τι μας έγραψε [αντ. α]
κι η Δίκη ό,τι έχει βάλει
θεϊκό για μας στη ζυγαριά,
την τύχη θα πληρώσομε
σαν έρθει· μα συ πάλι
τη γνώμη βάστα τη βαριά.
Γιατί αν εσέ του Φοίνικος
η θυγατέρ᾽ αγόρι
στην Ίδα σ᾽ έκαμε του Διός,
κι εμέν᾽ από θεό γέννησε
του Τροιζηνίου η κόρη·
του Ποσειδώνος είμαι γιος!
Της μάνας μου της έδωσαν
Νεράιδες κυματούσες
στη γέννα σκέπασμα λαμπρό·
θα ᾽ταν καλά, πολέμαρχε
της Κρήτης, να κρατούσες
τον τρόπο τούτο τον χοντρό.
Γιατί αν πειράξεις άβουλα
κανένα εσύ κοράσι,
δεν θέλω πια να διω το φως.
Στην δύναμη θα δείξομε
προτού ποιός θα περάσει,
τ᾽ ακόλουθ᾽ ας τα κρίνει ο θεός!
Τόσά ᾽πεν ο περήφανος [επωδ. α]
κι εθαύμασαν οι ξένοι
τα θάρρη του τα ζηλευτά.
Μα κι ο γαμπρός εχόλιασε
του Ήλιου· βουλή υφαίνει
πρωτάκουστη και λέγει αυτά:
Πατέρα παντοδύναμε,
Κρονίδη άκου μεγάλε
παιδί σου αν μ᾽ έχεις ποτέ πει,
σημάδι καλογνώριστον
από τα ουράνια βγάλε
τώρα πυρόμαλλη αστραπή.
Ει δε και σένα γέννησε
η Τροιζηνία αλήθεια
του Ποσειδώνος γνήσιο γιο,
αυτό το δαχτυλίδι μου
τ᾽ ολόχρυσο απ᾽ τα βύθια
της θάλασσας φέρ᾽ το να διω!
Άφοβα στου πατέρα σου
μες στα βασίλεια βούτα
το σώμα. Και τώρα κοντά
θα μάθεις αν τα λόγια μου
κι εμέν᾽ ακούσει τούτα
ο βασιλιάς όπου βροντά.
Άκουσ᾽ ο παντοδύναμος [στρ. β]
την άμετρην ευκή του
κι άφθαστη χάρισε τιμή
του αγαπημένου Μίνω του,
για να δουν το παιδί του,
άστραψε κιόλα στη στιγμή.
Το θαύμα ως είδε ο πάντολμος,
που πρόσμενε μ᾽ ελπίδα,
τα χέρια υψώνει να ευχηθεί
και λέει, Θησέα, το μήνυμα
του Διός είδες το· πήδα
στο νερό τώρα το βαθύ.
Κι ο κρατερός πατέρας σου
σ᾽ όλα της γης τα μάκρη
θα κάμει πώς να δοξαστείς.
Είπε· μ᾽ αυτού δε λύγισε
το θάρρος του· στην άκρη
εστάθηκε της κουπαστής,
και νά στο κύμα, π᾽ άνοιξε
για να τον περιλάβει.
Κι ο γιος εσάστισε του Διός
και διάταξε προσάνεμο
να μείνει το καράβι.
Μα η μοίρα τα ᾽φερεν αλλιώς.
Και το καράβι αρμένιζε [αντ. β]
με το βοριά την αύρα
και της Αθήνας τα παιδιά
πως πήδησε στη θάλασσα
δάκρυα εχύναν μαύρα
και κλαίαν την τύχη την βαριά.
Μα τον Θησέα συνόδευαν
δελφίνια στου πατρός του.
Στων θεών ήρθε την αυλή
κι εκεί άμα τες ηλιόμορφες
Νεράιδες είδ᾽ εμπρός του
πρώτα φοβήθηκε πολύ.
Από τ᾽ αφράτα μέλη των
ελάμπαν οι κοπέλες
καθώς το σέλας της φωτιάς
και στα μαλλιά των έπαιζαν
χρυσόπλοκες κορδέλες
κι εχόρευαν όλες μεμιάς.
Είδε και του πατέρα του
στο ξωτικό το σπίτι
την σύζυγο την τρυφερή
και με τ᾽ αβρά τα χέρια της
η δέσποιν᾽ Αμφιτρίτη
οξιά πορφύρα τού φορεί.
Και στη σγουρή την κόμη του [επωδ. β]
ρόδινο βάζει στέμμα
που ᾽χε απ᾽ του γάμου το πρωί
της Αφροδίτης χάρισμα·
ποτέ δεν είναι ψέμα
ό,τι θελήσουν οι θεοί!
Νά! πλάγι στο λεπτόπρυμνο
καράβι τώρα εφάνη.
Πώς έσκασε το Κρητικό,
από τη θάλασσ᾽ άβρεκτος
ως ήρθε με στεφάνι!
Τί θαύμα σ᾽ όλους, τί κακό!
Και νά σου κι οι πεντάμορφες
παρθένες οι Νεράιδες
μ᾽ άλλη χαρά μες στην ψυχή
εχόρευαν κι ανάκραζαν
ε τώρα, Μίνω, τά ειδες;
και τώρα η θάλασσ᾽ αντηχεί.
Κι από κοντά μελώδησαν
κι οι νιες κι οι νέοι εκείνοι
με τη φωνή τους την ψιλή.
Και τους χορούς μας, Δήλιε,
γιά δες με καλοσύνη
και τύχη δώσε μας καλή!
ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ IV
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΘΗΣΕΑ
Βασιλιά της ιερής της Αθήνας [στρ. α]
των τρυφεροζώητων Ιώνων αφέντη,
προλίγο ποιό σάλπισμα πόλεμου
η χαλκόστομη σάλπιγγα σήμανε;
Της χώρας μας μήπως
τα σύνορα πάτησε
κανένας εχτρός πολεμάρχος;
Ή μήπως κακούργοι απελάτες
χωρίς οι βοσκοί να το θέλουνε
σαλαγάνε κοπάδια προβάτων;
Ή τί την καρδιά σου πληγώνει;
Λέγε· επειδή και θαρρώ πως κανένας θνητός
δυνατά παλικάρια
δεν έχει βοηθούς του, όπως εσύ,
του Πανδίονα γιε και της Κρέουσας.
Μαντάτορας ήρθε προλίγο, πεζός αφού πέρασε [στρ. β]
το δρόμο το μακριόν απ᾽ τον Ισθμόν ώς εδώ·
και δηγάται κατορθώματ᾽ απίστευτα
αντρός δυνατού· τον ανίκητο
σκότωσε Σίνη, που από κάθε θνητό
δυνατότερος ήταν, τη φύτρα
του κοσμοσείστη Λυταίου, του γιου του Κρόνου·
το καπρί, το φονιά των ανθρώπων
στη βαθιά της Κρομμυόνας λαγκάδα
και τον άγριο το Σκίρωνα ξέκαμε·
του Κερκυόνα την παλαίστρα την έκλεισε,
κι ο Προκρούστης τη σκληρή τη βαριά
του Πολυπήμονα πέταξε,
επειδή παλικάρι πιο άξιο του βρήκε.
Ετούτα φοβάμαι ποιό τέλος θενά ᾽χουν.
Και ποιός λέει πως είναι και πούθε κρατάει [στρ. γ]
ο άντρας αυτός και τί ρούχα φορεί;
Στράτεμα σέρνει μαζί του πολύ
αρματωμένο για πόλεμο
ή μονάχος με δούλους του
πηγαίνει, καθώς στρατολάτης
τριγυρνώντας στα ξένα;
Κι είναι τόσο γερός και γενναίος
και τόλμη γεμάτος, που τέτοιους
άντρες δυνατούς καταπόνεσε;
Δίχως άλλο θεός τονε σπρώχνει
τιμωρίες να δώσει στους άδικους,
επειδή δεν είν᾽ εύκολο πάντα
να κάνει κανείς το κακό και να μη το πληρώσει.
Όλα το τέλος τους έχουν μες στου χρόνου το διάβα.
Λέει, πως τον συνοδεύουνε δυο άντρες μονάχα, [στρ. δ]
κι απ᾽ τους λαμπρούς του τους ώμους
σπαθί με λαβήν από φίλντισι κρέμεται·
και στα χέρια κρατάει δυο κοντάρια μικρά
γυαλιστερά, και φορεί στο ξανθό του κεφάλι
καλοφτιασμένη λακωνική περικεφαλαία.
και πουκάμισο μόρικο
τριγύρω απ᾽ τα στήθη, και μάλλινο
θεσσαλικό πανωφόρι·
κι ότι τα μάτια του αστράφτουν σαν κόκκινη
λημνιώτικη φλόγα· κι οτ᾽ είναι
παλικάρι αγένειο, και του Άρη
τα παιγνίδια τού αρέσουν
κι ο πόλεμος κι η χαλκόβροντη μάχη·
κι ότι γυρεύει να βρει τη λαμπρή την Αθήνα.
Ρητά:
Έτερος εξ ετέρου σοφός το τε πάλαι το τε νυν.
ο καθένας γίνεται σοφός από τον άλλο και παλιά και τώρα
(εξηγώντας γιατί χρησιμοποιεί φράσεις του Σιμωνίδη του Κείου κι όχι μόνο δικές του)
Άρκτου παρούσης, τα ίχνη μη ζήτει.
Όταν η αρκούδα είναι εδώ, μην ψάχνεις τα ίχνη της.=====================
Ο Κλεόβουλος ο Ρόδιος (625 π.Χ.-555 π.Χ.) ήτανε τύραννος της Λίνδου στο νησί της Ρόδου, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ποιητής κι ένας από τους7 σοφούς της αρχαιότητας. Το απόφθεγμά του παν μέτρον ἄριστον, συγκαταλέγεται στα γνωστότερα αρχαιοελληνικά ρητά.
Ήτανε γιος του Ευαγόρα από τη Λίνδο και ξεχώριζε για τη ρώμη και το κάλλος του. Ονομάζεται και Κλεόβουλος ο Λίνδιος διότι η Ρόδος στα παλιά χρόνια ήτανε χωρισμένη στις 3 αρχαίες πόλεις: Λίνδος, Κάμειρος κι Ιάλυσος των οποίων μέρη διασώζονται μέχρι και σήμερα. Κατά την επικρατέστερη άποψη, είχε Δωρική προέλευση, ο ίδιος δε, έλεγε πως έλκει τη καταγωγή του απευθείας από τον Ηρακλή. Έζησε την ίδια εποχή με το Σόλωνα, γεγονός που το επιβεβαιώνει επιστολή του που διασώθηκε κι απευθύνεται στον Αθηναίο νομοθέτη. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, όπου ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία. Ως ποιητής, συνέθεσε άσματα κι αινίγματα, που αριθμούσαν συνολικά ως 3.000 στίχους. Ο Διογένης Λαέρτιος στο έργο του Βίοι φιλοσόφων του αποδίδει το επιτύμβιο επίγραμμα του Μίδα.
Είμαι χάλκινη κόρη, στον τάφο του Μίδα εδώ.
Όσο φύλλα πρασινίζουν στα δέντρα κι όσο ρέει νερό,
όσο λάμπει ο ήλιος και φεγγάρι αργυρό,
όσο τρέχουν ποτάμια και τα κύματα αχούνε,
τόσο πάνω σε στο μνήμα, σ’ αυτούς που περνούνε,
θα λαλώ πως ο πολύκλαυστος Μίδας κείτεται ‘δώ.
Το επίγραμμα αυτό υπάρχει και στη ΠΑ (VII 153) επιγραφόμενο ΟΜΗΡΟΥ οι δε ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΛΙΝΔΙΟΥ. Πιθανότατα δεν ανήκει σε κανένα από τους δύο. Ο Waltz παρουσιάζει αναλυτικά το θέμα. Στον Κλεόβουλο αποδίδεται επίσης και επίγραμμα (αίνιγμα) στο βιβλίο ΧΙV της ΠΑ. H Σούιδα το αποδίδει στη παρακάτω αναφερόμενη κόρη του Κλεοβουλίνη.
Στη πολιτική του δράση αναφέρεται πως αναστήλωσε τον ναό της Αθηνάς, που κατά τον μύθο είχε χτίσει ο Δαναός στη Λίνδο. Παρότι οι αρχαίες πηγές τον αναφέρουν ως τύραννο, φαίνεται πως ανήκει στις περιπτώσεις που η διακυβέρνησή του ωφέλησε τη πόλη του. Η Λίνδος την εποχή του, γνώρισε τεράστια πολιτιστικήν ακμή κι έγινε κέντρο των τεχνών και του πολιτισμού. Ήταν αυτός που αναβίωσε τη λατρεία της Λίνδιας Αθηνάς κι έχτισε ένα θαυμάσιο ναό, στον χώρο του παλιού ναού της, που χρονολογείται από τη Μυκηναϊκή περίοδο. Από τα έμμετρα αινίγματα για τα οποία φημίζεται δε διασώθηκε παρά μόνο το ακόλουθο, η λύση του οποίου είναι το έτος, οι μήνες και οι μέρες:
Ένας ο πατέρας και τα παιδιά του δώδεκα. Καθένα από τα παιδιά έχει εξήντα θυγατέρες που έχουν όψη διαφορετική. Άλλες είναι άσπρες κι άλλες μαύρες κι ακόμη όλες είναι αθάνατες κι όλες πεθαίνουν.
Κυβέρνησε 40 χρόνια στη Λίνδο με σύνεση, ήταν άρχοντας αγαπητός στο λαό, γι’ αυτό τον εξέλεγαν συνέχεια. Φρόντιζε συνέχεια για την ανάπτυξη του τόπου του. Λέγεται μάλιστα, ότι απέστειλε ένα μήνυμα στον Σόλωνα, όταν εκείνος βρισκόταν σε εξορία, στο οποίο τονε καλούσε να επισκεφθεί τη δημοκρατική Λίνδο.
Απέκτησε μία κόρη, τη Κλεοβουλίνη, που συνέθετε αινίγματα σε 6μετρο στίχο, φημιζόμενα ως ισάξια εκείνων του πατέρα της. Πέθανε στη, σχετικά μεγάλη για την εποχή, ηλικία των 70 ετών περίπου και στον τάφο του υπήρχε η επιγραφή:
Ἄνδρα σοφὸν Κλεόβουλον ἀποφθίμενον καταπενθεῖ
ἥδε πάτρα Λίνδος πόντῳ ἀγαλλομένη.
Τον άνδρα τον σοφό κλαίει η πατρίδα του
η φωτισμένη ολόγυρα απ’ τη θάλασσα.
Στη γενέτειρά του υπάρχει τύμβος που ονομάζεται Τάφος του Κλεόβουλου. Ο αστεροειδής 4503 Κλεόβουλος, που ανακαλύφθηκε το 1989, πήρε το όνομά του από κείνον.
* Πρέπει να παντρεύεις τη κόρη σου, νεαρή σε ηλικία, ώριμη γυναίκα όμως στο μυαλό.
* Να ευεργετείς φίλο, να γίνει πιο στενός και να κάνεις τον εχθρό φίλο. Διότι πρέπει να φυλάγεσαι από φθόνο φίλων και μίσος εχθρών.
* Όταν βγαίνεις από το σπίτι, ν’ αναρωτιέσαι πρώτα τι θες να κάνεις κι όταν επιστρέφεις, αναρωτήσου τι έκανες.
* Μπρος σ’ άλλους μη φιλοφρονείς τη γυναίκα σου και μη λογομαχείς μαζί της. Το 1ο δείχνει απερισκεψία, το 2ο μανία.
* Μη κακομεταχειρίζεσαι αυτόν που σου φέρνει κρασί, διότι θα πούν ότι είναι το κρασί που σε κινεί.
* Να παντρεύεσαι άτομο από τη τάξη σου. Διότι αν πάρεις κάποιο άτομο ανώτερό σου, οι δικοί του θα γίνουν αφέντες σου.
* Παν μέτρον άριστον.
* Ό,τι εσύ μισείς σε άλλους μη το κάνεις.
* Μη περιγελάς αυτούς που τους χλευάζουν, διότι θα σε μισήσουν.
* Μη περηφανεύεσαι όταν ευτυχείς, αν δυστυχήσεις μη ξεφτιλίζεσαι. Δέξου τη μεταβολή της τύχης σου με γενναιότητα.
* Να μνημονεύεις τις ευεργεσίες που έχεις λάβει.
* Να σκέφτεσαι ό,τι αξίζει.
* Μη κάνεις τίποτα με τη βία.
* Να συγκρατείς τη γλώσσα σου.
* Να αντιστέκεσαι στις απολαύσεις.
* Να αποφεύγεις την αδικία.
* Μη γίνεσαι δυσάρεστος χωρίς λόγο.
* Να κρατάς σε καλή κατάσταση σώμα και ψυχή.
* Να προβλέπεις το μέλλον.
* Να σταματάς την έχθρα που έχεις με κάποιον.
* Να σέβεσαι τον πατέρα σου.
* Να προτιμάς ν’ ακούς, παρά να μιλάς.
* Καλλίτερα να μαθαίνεις έστω κι αργά, παρά να ‘σαι αμαθής.
* Από λόγια υπάρχουνε πλήθος. Αλλά ο καιρός θα δείξει.
Ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος με 2 επιγράμματά του αναφέρει τους 7 σοφούς:
Επτά Σοφών Κλεόβουλε, σε μεν τεκνώσατα Λίνδος
Αμφί δε Σισυφία χθών Περίανδρον έχει
Πιττακόν η Μιτυλήνα, Βίαντα δε δία Πριήνη,
Μίλητος δε Θαλήν, άκρον έρεισμα δίκας.
Ά Σπάρτα Χείλωνα, Σόλωνα δε Κεκροπίς αία.
Πάντας αριζάλου σωφροσύνας φύλακας.
Από τους Επτά σοφούς Κλεόβουλε,
εσένα μεν σε γέννησε η Λίνδος
Η Πατρίδα δε του Σισύφου,
έκαμε τον Περίανδρον.
Τον Πιττακόν τον γέννησε η Μυτιλήνη,
τον Βίαντα δε η περηφανής Πριήνη,
Η Μίλητος ομοίως τον Θαλήν,
τον μεγαλύτερο υπέρμαχο στη Δικαιοσύνη.
Η Σπάρτη έχει τον Χείλωνα,
τον Σόλωνα δε η γη του Κέκροπος.
Όλοι δε υπήρξατε Οι φύλακες
με υπέροχη σωφροσύνη.
Επτά σοφών ερέω κατ’ έπος πόλιν, ούνομα, φωνήν.
Μέτρον μεν Κλεόβουλος ο Λίνδιος είπεν άριστον.
Χίλων δ’ εν κοίλη Λακεδαίμονι. Γνώθι σεαυτόν.
Ός δε Κόρινθον έναιε, χόλου κρατέειν Περίανδρος.
Πιττακός ουδέν άγαν, ός εήν γένος εκ Μυτιλήνης.
Τέρμα δ’ οράν βιότοιο, Σόλων ιεραίς εν Αθήναις.
Τους πλέονας κακίους δε Βίας απέφηνε Πριηνεύς.
Εγγύην φεύγειν δε Θαλής Μιλήσιος ηύδα.
Θα μνημονεύσω σύντομα, το όνομα, την πατρίδα και από ένα γνωμικό των Επτά σοφών:
Ο μεν Κλεόβουλος ο Λίνδιος, είπεν ότι κάθε τι που γίνεται με μέτρο είναι το καλύτερο.
Ο Χείλων δε εις την κοίλην Λακεδαίμονα, το Γνώθι σαυτόν.
Ο Περίανδρος που εδόξασε την Κόρινθο, ότι πρέπει να συγκρατείς το θυμό σου.
Ο Πιτακός που καταγόταν από την Μυτιλήνη, να μην είσαι σε τίποτα υπερβολικός.
Ο Σόλων απ’ την ιερή Αθήνα, ότι πρέπει πάντοτε να βλέπεις που θα είναι το τέλος της ζωής σου.
Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι κακοί, είπε ο Βίας ο Πριηνεύς και
Να αποφεύγεις την εγγύηση, ο Θαλής ο Μιλήσιος.
—————————————–
Ο Πιττακός ο Μυτιληναίος ήτανε πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της Μυτιλήνης, ένας από τους 7 σοφούς της αρχαίας Ελλάδας και μνημονεύεται μαζί με τους Θαλή, Βία και Σόλωνα σε όλους τους σχετικούς καταλόγους.
Πατρίδα του αναφέρεται η Μυτιλήνη, ο δε Σουίδας θέτει τη γέννησή του κατά τη 33η Ολυμπιάδα, δηλαδή περί το 652 π.Χ.. Πατέρας του ήταν ο Υρράδιος από τη Θράκη που προερχόταν από τη μεσαία τάξη αλλά η μητέρα του από την αριστοκρατική, ενώ αναφέρεται ότι ανήλθε κοινωνικά όταν παντρεύτηκε γυναίκα από την οικογένεια των Πενθιλιδών, μια από τις ισχυρότερες τότε οικογένειες του νησιού. Φημιζότανε για τη πολιτική και κοινωνική σοφία του, τη σύνεση και τη χρηστότητά του, αλλά και την πολεμική ανδρεία του. Στον πολιτικό στίβο της πατρίδας του εισήλθε ενεργά το 612 π.Χ., όταν από κοινού με τους Επιμενίδη και Κίκκη, αδελφούς του ποιητή Αλκαίου, οι οποίοι ηγούνταν της αριστοκρατικής μερίδας, φόνευσε τον τύραννο Μέλαγχρο.
6 χρόνια μετά τον βρίσκουμε να οδηγεί τους συμπολίτες του στον πόλεμο κατά των Αθηναίων, με αντικείμενο την κατοχή του Σιγείου της Τρωάδος, παλαιά αποικία της Μυτιλήνης στην είσοδο του Ελλησπόντου. Διακρίθηκε στη μάχη, σκότωσε μάλιστα, στο πλαίσιο μονομαχίας, τον Φρύνωνα, στρατηγό των Αθηναίων, νικητή των Ολυμπίων και διάσημο για το θάρρος και την ανδρεία του. Οι Μυτιληναίοι τονε τίμησανε για τα κατορθώματά του, όμως εκείνος από τα εδάφη που του προσφέρθηκαν δέχτηκε μόνο την έκταση που σηματοδοτήθηκε από μια ρίψη του ακοντίου του. Κατόπιν, διέθεσε τη γη για ιερή χρήση η οποία έκτοτε αποκαλείται Πιττακού γη. Ο πόλεμος με τους Αθηναίους έληξε με παρέμβαση του Περιάνδρου, ο οποίος παραχώρησε τη διαφιλονικούμενη έκταση στους Αθηναίους. Οι εσωτερικές ταραχές στη Μυτιλήνη συνεχίστηκαν, υποδαυλισμένες από τη μερίδα των αριστοκρατών, με προεξάρχοντες τον Αλκαίο και τον αδελφό του, Αντιμενίδη. Όταν αυτοί εξορίστηκαν, η πόλη γνώρισε περίοδο σχετικής ηρεμίας, ώσπου οι φυγάδες επιχείρησαν να πετύχουν την επάνοδό τους με τη βία των όπλων. Ο δήμος, προκειμένου να αποκρούσει την απειλή, εξέλεξε ως αισυμνήτη* τον Πιττακό, στον οποίο παραχώρησε απόλυτη εξουσία. Ο μεγάλος άνδρας παρέμεινε στο θώκο 10 έτη (589-579) με τη παρέλευση των παραιτήθηκε απ’ την αρχή εκουσίως.
Στη διάρκεια της ηγεμονίας του δεν επιχείρησε να ανατρέψει το πολίτευμα, αλλά επιδόθηκε στη βελτίωση και την αναθεώρηση των νόμων. Σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, το πολιτικό του έργο αποτιμάται θετικά αφού χάρις σ’ αυτό η Μυτιλήνη απαλλάχθηκε από τον εμφύλιο πόλεμο, τον πόλεμο και την τυραννίδα. Αντίθετα, οι ολιγαρχικοί σκιαγραφούσαν τον Πιττακό ως τύραννο, ο δε Αλκαίος σε σχόλιό του χαρακτήρισε τον Πιττακό “κακοπάτριδα” κι εξέφρασε τη περιφρόνησή του για τον τρόπο με τον οποίο ο λαός τον εξέλεξε ως αισυμνήτη.
Πέθανε περί το 569 π.Χ., στα 70 κατά το Διογένη Λαέρτιο, 80 κατά τον Σουίδα κι 100 κατά το Λουκιανό. Του αποδίδονται πολλά, χαμένα όμως, ελεγειακά ποιήματα, καθώς και πολλά γνωμικά, όπως χαλεπόν εσθλόν έμμεναι και το γίγνωσκε καιρόν. Το 1ο αποτέλεσε θέμα ωδής του Σιμωνίδη. Του αποδίδεται επίσης κι ένα -ψευδεπίγραφο προφανώς- επίγραμμα της ΠΑ (ΧΙ 440).
* Αισυμνήτης στην Ελλάδα της αρχαϊκής εποχής, άρχοντας με απόλυτες εξουσίες, τον οποίο εξέλεγε ο λαός. Στην ομηρική Ιλιάδα τη συγκεκριμένη ιδιότητα έχουν νέοι αριστοκρατικής καταγωγής με δικαστικές αρμοδιότητες. Συναντάμε τον όρο και στην Οδύσσεια, ως αιρετούς αξιωματούχους, αποστολή των οποίων είναι η διοργάνωση και η εκτέλεση διαφόρων τελετών είτε αγώνων. Άτομα με αυτό το αξίωμα συναντάμε σε αιολικές πόλεις, όπως η Κύμη (είχαν την επιμέλεια των δημοσίων εθίμων). Ακόμη, στα Μέγαρα και στις πόλεις που αυτά είχαν ιδρύσει ως αποικίες, στη Μίλητο και τη Νάξο, όπου αισυμνήτης ήταν ο στεφανηφόρος επώνυμος άρχοντας, στην Τέω όπου είχε δικαστικές αρμοδιότητες. Ως πρώτος αισυμνήτης αναφέρεται ο Επιμένης στη Μίλητο, και κατόπιν ο Χαιρήμων στην Απολλωνία, ο Τυννώνδας στην Εύβοια, ο Φοιβίας στη Σάμο και ο Πιττακός ο Μυτιληναίος. Επίσης ο Σόλων στην Αθήνα.
Στον 7ο αι. π.Χ., οι αισυμνήτες απέκτησαν ευρύτατη πολιτική εξουσία. Μπορούσαν να δρουν χωρίς την υποχρέωση να λογοδοτούν στους πολίτες, η εξουσία όμως τους είχε δοθεί με τη συγκατάθεση των πολιτών, και δεν ήταν κληρονομική. Ο αισυμνήτης διαφέρει από τον τύραννο κατά το ότι ο δεύτερος υφαρπάζει την εξουσία, επιβάλλεται με τη βία. Ο τύραννος εκπροσωπεί την επαναστατική νομιμότητα, η οποία έρχεται σε ρήξη με τις κατεστημένες εξουσίες (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές). Ο αισυμνήτης είναι ο μετριοπαθής μεταρρυθμιστής, αποστολή του δεν είναι η εκ βάθρου ανατροπή του προηγούμενου καθεστώτος. Σημειωτέον ότι και οι δύο αυτοί φορείς εξουσίας εμφανίστηκαν σε μια περίοδο, όπου υπήρχαν κοινωνικές εντάσεις μεταξύ μεγάλων γαιοκτημόνων και μικροκαλλιεργητών, ενώ η άνθιση της βιοτεχνίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας αλλά και η επικράτηση των συναλλαγών πλέον με χρήμα αμφισβήτησαν τις έως τότε επικρατούσες ισορροπίες.=================
Ο Φίλιππος Ε’ o Βασιλεύς γεννήθηκε στη Πέλλα το 238 π.Χ., έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της εποχής του, που σφράγισαν την ιστορία όλου του Ελληνισμού στους επόμενους 5 αι., εφόσον απ’ αυτές άρχισε η επικυριαρχία της Ρώμης στην Ελληνική Ανατολή. Συμμάχησε με τους Καρχηδονίους κατά τον Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο (218-201), με στόχο να εκδιώξει τους Ρωμαίους από τα παράλια της Ιλλυρίας και διεξήγαγε εναντίον της Ρώμης και της Αιτωλικής Συμπολιτείας τον Α΄ Μακεδονικό πόλεμο (215-205). Στη συνέχεια συμμάχησε με τον Αντίοχο Γ΄ τον Μέγα της Συρίας εναντίον του Πτολεμαίου Ε΄ της Αιγύπτου.
Μετά τον απρόσμενο θάνατο του πατέρα του Δημητρίου Β’ Αιτωλικού το 229 π.Χ., ο Φίλιππος ήταν μόνον 9 κι άρα αδύνατον ν’ ανέβει στο θρόνο. Πιθανή διαμάχη για τη διαδοχή αποφεύχθηκε με την εκλογή ενός άλλου εγγονού του Δημητρίου Α΄ του Πολιορκητή: του γιου του Δημητρίου του Καλού (ετεροθαλούς αδελφού του Αντίγονου Β΄ Γονατά) του Αντίγονου Γ΄, που επονομάστηκε «ο Δώσων». Μετά το θάνατο του τελευταίου το 221 π.Χ., ο 17αχρονος πλέον Φίλιππος κληρονομεί μία Μακεδονία και πάλι ισχυρή, που ‘χει καταφέρει να επιβάλλει κυριαρχία στη Πελοπόννησο, μετά από πόλεμο ενάντια στη Σπάρτη του Κλεομένη Γ’.
Μετά την άνοδό του στο θρόνο, ορισμένες πόλεις επιθυμούν να εκμεταλλευτούν το νεαρό της ηλικίας του ώστε να αυξήσουνε τη δύναμή τους σε βάρος της Μακεδονίας και της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Οι Αιτωλοί λοιπόν εξαπολύουν μια σειρά από στρατιωτικές επιχειρήσεις ενάντια στη Φωκίδα και τη Βοιωτία. Ο Φίλιππος το επόμενο φθινόπωρο συγκέντρωσε τα μέλη της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων, που ‘χε δημιουργήσει ο προκάτοχός του, ο Αντίγονος, στη Κόρινθο, όπου κι αποφασίζεται να κηρυχθεί πόλεμος ενάντια στην Αιτωλική Συμπολιτεία. Ο Συμμαχικός Πόλεμος ξεκινά το 220 π.Χ. κι έλαβε τέλος το 217. Στη διάρκειά του ο Φίλιππος επέδειξε το ταλέντο του στη στρατηγική, γυρίζοντας τον πόλεμο προς όφελός του. Εισέβαλε στο έδαφος των Αιτωλών και κατέστρεψε την πρωτεύουσα της Συμπολιτείας, το Θέρμο (218 π.Χ.).
Μετά την υπογραφή της ειρήνης στη Ναύπακτο, ο Φίλιππος στράφηκε ενάντια στους Ιλλυριούς. Στη διάρκεια της εκστρατείας βρίσκει στο δρόμο του τους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους κοντά στην Απολλωνία, το 214 π.Χ. Ο Α’ Μακεδονικός Πόλεμος είναι πλέον αναπόφευκτος. Ο Φίλιππος συμμαχεί το 215 π.Χ. με τον Αννίβα, στρατηγό της Καρχηδόνας, που διεξάγει ήδη απ’ το 218 π.Χ. πόλεμο στην Ιταλία. Όπως ήταν λογικό, οι Ρωμαίοι βρίσκουν νέους συμμάχους: άμεσα τους Αιτωλούς, αλλά κι έμμεσα τον ηγεμόνα της Περγάμου, Άτταλο Α’ το Σωτήρα. Ο Φίλιππος ρίχνεται σε όλα τα μέτωπα, διοχετεύει όλη του την ενέργεια παίζοντας εξαιρετικά το ρόλο του προστάτη των συμμάχων του. Για άλλη μια φορά, η ειρήνη που υπογράφεται στη Φοινίκη το 205 π.Χ. είναι ευνοϊκή προς εκείνον.
Το 205-204 π.Χ. στην Αίγυπτο ανεβαίνει στο θρόνο ο Πτολεμαίος Ε’ Επιφανής, που ‘ναι ακόμη παιδί. Ο Φίλιππος, προκειμένου να ‘χει τα χέρια ελεύθερα, υπογράφει σύμφωνο μη επίθεσης με το βασιλιά των Σελευκιδών, τον Αντίοχο Γ’. Κατόπιν ξεκινά σειρά καινούριων επιχειρήσεων στο Αιγαίο, σχεδόν πειρατικής φύσεως. Το 202 π.Χ. διεξάγει εκστρατεία με στόχο τα Στενά. Τον επόμενο χρόνο, κατακτά τη Σάμο, που ανήκε στη Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Πολλά κράτη συνασπίζονται τότε εναντίον του, ανάμεσα τους η Ρόδος κι η Πέργαμος. 2 ναυμαχίες εκτυλίσσονται σ’ άγνωστες σήμερα ημερομηνίες. Στις θάλασσες της Χίου, η μάχη είναι αμφίρροπη, ωστόσο ο στόλος της Περγάμου υποχωρεί. Ακολουθεί σημαντική νίκη του Φιλίππου απέναντι στον στόλο της Ρόδου.
Όμως, στη Δύση, η απειλή αυτή τη φορά είναι καθορισμένη, καθώς οι Ρωμαίοι έχουν πλέον το βλέμμα τους στραμμένο στις ελληνικές υποθέσεις. Μετά τη πρόσκληση της Ρόδου και Περγάμου, η Σύγκλητος αποφασίζει ν’ αναμειχθεί αντιτιθέμενη στο Φίλιππο. Του αποστέλλει 2 τελεσίγραφα, το 1 το 200 π.Χ., το άλλο το 198 π.Χ. Η Ρώμη αυτοπαρουσιάζεται ως προστάτιδα δύναμη απέναντι στο Φίλιππο, που παρουσιάζεται ως ο κατακτητής. Οι επιχειρήσεις του ρωμαϊκού στρατού ξεκινούν το φθινόπωρο του 200 π.Χ., ξεκινώντας τον Β’ Μακεδονικό Πόλεμο. Την ίδια χρονιά ο Μακεδόνας βασιλιάς λεηλατεί την Άβυδο.
Τον Ιούνιο του 197 π.Χ., οι αντιμαχόμενοι στρατοί, ο μακεδονικός κι ο ρωμαϊκός συναντώνται στις Κυνός Κεφαλαί της Θεσσαλίας, σε υψίπεδο βόρεια των Φαρσάλων. Η ευελιξία της ρωμαϊκής τακτικής υπερισχύει του βάρους της μακεδονικής φάλαγγας. Ο Φίλιππος συνετρίβη από τον Τίτο Κόιντο Φλαμινίνο (Titus Quinctius Flamininus). Πρόκειται για τη 1η του ήττα, ήταν όμως καθοριστική. Οι όροι της ειρήνης που συμφωνήθηκαν είναι τέτοιοι που δείχνουνε πως η Μακεδονία βγαίνει από το παιχνίδι της επιρροής για πολύ καιρό. Έχασε όλες της τις κτήσεις εκτός Μακεδονίας, ανάμεσα στις οποίες κι η Θεσσαλία. Υποχρεώθηκε επίσης να πληρώσει πολεμική αποζημίωση και να αποστείλει το 2ο γιο, το Δημήτριο, στη Ρώμη για όμηρο. Το 196 π.Χ. ο Τίτος κηρύσσει όλες τις ελληνικές πόλεις ελεύθερες κι αυτόνομες, δημιουργώντας ένα κενό στην εξουσία, που τραβά το ενδιαφέρον του Αντίοχου Γ’, που τα επόμενα χρόνια θα εμπλακεί σε σειρά μαχών με στόχο να κυριαρχήσει στον ελλαδικό χώρο. Οι σύμμαχοι των Ρωμαίων, οι Αιτωλοί έδειξαν μεγάλη δυσαρέσκεια για τους όρους της ειρήνης, καθώς επιθυμούσαν την απομάκρυνση του Φιλίππου απ’ το θρόνο.
Τα επόμενα χρόνια γίνονται νέοι πόλεμοι των Ρωμαίων ενάντια στη Σπάρτη και τους Αιτωλούς, που αναζήτησαν συμμάχους ακόμη κι ανάμεσα στους Μακεδόνες. Ο Φίλιππος αρνήθηκε να βοηθήσει μιας και στο παρελθόν είχαν ζητήσει την αποπομπή του. Τελικά οι σύμμαχοι ηττώνται από τους Ρωμαίους, που όμως δεν κατέστρεψαν τη Σπάρτη, θέλοντας κάποιον να ελέγχει τα πράγματα στη Πελοπόννησο. Ο Φίλιππος από τη πλευρά του συμπεριφέρεται ως τέλειος σύμμαχος της Ρώμης. Συμμετέχει μάλιστα στην εκστρατεία των Ρωμαίων ενάντια στους Σελευκίδες και τον Αντίοχο Γ’ στη περίοδο (191-189 π.Χ.). Επιτράπηκε επίσης στο Δημήτριο να επιστρέψει στο σπίτι του. Μα ο πατέρας του, απογοητευμένος από τις φτωχές του ανταμοιβές από τις εκστρατείες κι ενοχλημένος από τη συνεχή εχθρότητα της Συγκλήτου στο πρόσωπό του, καταφέρνει σιγά-σιγά να κάνει τη Μακεδονία να ορθοποδήσει και πάλι, αναδιοργανώνοντας το στρατό και το κράτος, αυξάνοντας τα εισοδήματά του κι επιτρέποντας σε διάφορες πόλεις να κόψουν νόμισμα. Συμμαχεί με λαό κελτικής ή γερμανικής καταγωγής (αποτελεί αντικείμενο αμφιβολιών), τους Βάσταρνες κι αποφασίζει πολλές μετακινήσεις πληθυσμών.
Κάποια στιγμή αρνήθηκε να εκκενώσει κάποιες πόλεις στη Θράκη και τη Θεσσαλία για να αποδοθούν στον Ευμένη Β’, βασιλιά της Περγάμου. Εκείνος επειδή αδυνατούσε να διώξει με τη βία το Φίλιππο, παραπονέθηκε στους Ρωμαίους. Ο Φίλιππος συνέχισε ν’ αρνείται και μάλιστα κατέλαβε και 2 ουδέτερες πόλεις κοντά στη Πέργαμο. Παράλληλα έστειλε εκ νέου το Δημήτριο σε διπλωματική αποστολή στη Ρώμη με σκοπό να αλλάξει τη κατάσταση υπέρ της Μακεδονίας. Ο Δημήτριος έκανε ισχυρούς φίλους κι ήλπιζε να πετύχει τον αντικειμενικό σκοπό του με τη βοήθειά τους, ωστόσο οι ικανότητες του απεσταλμένου του Ευμένη τον παρεμπόδισαν.
Το τέλος της ζωής του Φιλίππου Ε΄ σημαδεύτηκε και από μια οικογενειακή τραγωδία, τη μόνη αναφορά ενδοοικογενειακής δολοφονίας που έχουμε για τους Αντιγονίδες. Ο Φίλιππος Ε΄ είχε αποκτήσει το μεγαλύτερο γιο του και κατοπινο διάδοχο, τον Περσέα, με τη Πολυκράτεια απ’ το Άργος. Από κάποια άλλη σύζυγο, της οποίας το όνομα μας είναι άγνωστο, είχε αποκτήσει 2 κόρες κι ένα γιο, τον Δημήτριο. Ο τελευταίος, όπως είδαμε, έζησε κάποια χρόνια στη Ρώμη με την ιδιότητα του ομήρου και τελικά επέστρεψε το 191 π.Χ. λόγω της τήρησης της συμμαχίας με τη Ρώμη από τον πατέρα του, Φίλιππο Ε΄. Από ο,τι φαίνεται ο Δημήτριος ήτανε δημοφιλής με τους Ρωμαίους πράγμα που ανησυχούσε το μεγαλύτερο αδελφό του και διάδοχο του θρόνου. Τελικά ο Περσέας παρουσίασε στο Φίλιππο Ε΄ κάποια έγγραφα που αποδείκνυαν πως ο Δημήτριος σκόπευε, σε συνεργασία με τους Ρωμαίους να πάρει στα χέρια του το θρόνο. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι αν τα έγγραφα ήταν πλαστά ή γνήσια, ωστόσο στάθηκαν η αιτία ο Δημήτριος να εκτελεστεί από τον πατέρα του, που παρέμεινε συντετριμμένος για το γεγονός. Πεθαίνει το 179 π.Χ. στην Αμφίπολη κι αφήνει το θρόνο του στον Περσέα. Με αυτόν τον τελευταίο ολοκληρώνεται η Δυναστεία των Αντιγονιδών, καθώς αποτέλεσε και τον τελευταίο βασιλιά της Μακεδονίας.
Στον Φίλιππο Ε’ ο Paton αποδίδει το XVI 26B επίγραμμα της ΕΑ (από τη ΠλΑν), απάντηση στο VII 247 επίγραμμα του Αλκαίου του Μεσσήνιου.======================
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός (329-25 Γενάρη 390 μ.Χ.) γνωστός κι ως Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος και Γρηγόριος της Ναζιανζού, ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως τον 4ο αι. μ.Χ. Θεωρείται ευρέως ως ο πιο ταλαντούχος ρήτορας μεταξύ των Πατέρων της Εκκλησίας. Ως κλασικά εκπαιδευμένος ομιλητής και φιλόσοφος του Ελληνισμού, κατάφερε να συνδυάσει τον Ελληνισμό με την πρώτη εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Γρηγόριος είχε σημαντικό αντίκτυπο στη διαμόρφωση της Τριαδικής θεολογίας τόσο μεταξύ των ελληνόφωνων και λατινοφώνων θεολόγων και έγινε γνωστός ως «Τριαδικός Θεολόγος». Τα περισσότερα από τα έργα του επηρεάζουν τους σύγχρονους θεολόγους, ειδικά όσον αφορά τα τρία Πρόσωπα της Αγίας Τριάδας. Επίσης ήταν φίλος με δύο αδέρφια, το Βασίλειο και τον Ιωάννη. Είναι άγιος και της Ανατολικής και της Δυτικής Χριστιανικής Εκκλησίας. Στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία θεωρείται σαν ένας από τους Δασκάλους της Εκκλησίας – στην Ανατολική Ορθόδοξη και στη Δυτική Καθολική Εκκλησία είναι γνωστός ως ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, μαζί με το Βασίλειο τον Μέγα και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο.
Γεννήθηκε στο χωριό Αριανζός κοντά στη Ναζιανζό της νοτιοδυτικής Καππαδοκίας. Οι γονείς του, Γρηγόριος ο Πρεσβύτερος και Νόννα, ήταν πλούσιοι γαιοκτήμονες. Η Νόννα έστρεψε το σύζυγο της στο Χριστιανισμό, ο οποίος βαπτίστηκε το 325 μ.Χ, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 328 ή 329 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ναζιανζού. Ο νεαρός Γρηγόριος και ο αδερφός του, Καισάριος Ναζιανζηνός, τον πρώτο καιρό ήταν μαθητές του θείου τους, Αμφιλόχιου. Ο Γρηγόριος σπούδασε ρητορική και φιλοσοφία στη Ναζιανζό, στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια και στην Αθήνα. Στην Αθήνα συνάντησε και έγινε φίλος με το Βασίλειο τον Μέγα και τον Ιουλιανό. Στην Αθήνα, δάσκαλοι του ήταν οι γνωστοί ρήτορες Ιμέριος και Προαιρέσιος.
Το 361, επέστρεψε στη Ναζιανζό και χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατέρα του, ο οποίος τον ήθελε για να τον βοηθήσει να φροντίζει τους τοπικούς Χριστιανούς. Ο νεαρός Γρηγόριος, ο οποίος ήθελε να γίνει μοναχός, αγανάκτησε με την πρόταση του πατέρα του να επιλέξει μεταξύ του Ιερατείου και της ζωής του μοναχού, αποκαλώντας την ως πράξη τυραννίας. Αφού έφυγε από το σπίτι, συνάντησε τον Βασίλειο στην Αννεσόη, και έκτοτε ζούσαν ως ασκητές. Ωστόσο, ο Βασίλειος τον προέτρεψε να επιστρέψει στην πατρίδα του και να βοηθήσει τον πατέρα του, κάτι που ο Γρηγόριος έκανε τον επόμενο χρόνο. Όταν έφθασε στη Ναζιανζό, ο Γρηγόριος βρήκε τη χριστιανική κοινότητα χωρισμένη λόγω των θεολογικών διαφορών και τον πατέρα του να κατηγορείται για συμμετοχή σε αίρεση από τους τοπικούς μοναχούς. Ο Γρηγόριος κατάφερε να ενώσει τους τοπικούς Χριστιανούς χάρη στις διπλωματικές και τις ρητορικές του ικανότητες.
Την ίδια ώρα, ο Αυτοκράτορας Ιουλιανός δήλωσε δημοσίως πώς ήταν κατά του Χριστιανισμού. Ως απάντηση, ο Γρηγόριος έγραψε τις Ύβρεις κατά του Ιουλιανού, μεταξύ του 362 και του 363. Στις Ύβρεις καταγράφει πώς ο Χριστιανισμός θα ξεπεράσει τους ηγέτες όπως ο Ιουλιανός με αγάπη κι υπομονή. Αυτή η διαδικασία, όπως περιέγραψε ο Γρηγόριος, είναι η δημόσια εκδήλωση της θέωσης, που οδηγεί σε πνευματική ανύψωση και μυστική ένωση με το Θεό. Ο Ιουλιανός έδιωξε τον Γρηγόριο κι άλλους χριστιανούς, το 362, αλλά πέθανε ένα χρόνο αργότερα σε εκστρατεία κατά των Περσών. Με το θάνατο του, ο Γρηγόριος κι οι χριστιανοί της Ανατολής δεν ήταν κάτω από τον κίνδυνο του διωγμού, καθώς ο νέος Αυτοκράτορας, Ιοβιανός, ήταν πιστός στον Χριστιανισμό. Ο Γρηγόριος πέρασε τα επόμενα χρόνια καταπολεμώντας τον Αρειανισμό, ο οποίος απειλούσε να διαιρέσει την Καππαδοκία. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων, ο Γρηγόριος παρενέβη εξ ονόματος του Βασιλείου με τον Επίσκοπο Ευσέβιο της Καισαρείας. Για τους δύο φίλους ξεκίνησε μια περίοδος κλειστής συνεργασίας καθώς συμμετείχαν σε ένα ρητορικό διαγωνισμό της εκκλησίας της Καισαρείας, ο οποίος κατακρημνίστηκε από την άφιξη θεολόγων του Αρειανισμού. Στις επόμενες δημόσιες, υπό την προεδρεία των πρακτόρων του Αυτοκράτορα Ουάλη, ο Γρηγόριος και ο Βασίλειος αναδείχθηκαν θριαμβευτές. Αυτή η επιτυχία βεβαίωσε πώς το μέλλον του Γρηγορίου και του Βασιλείου ήταν να αναλάβουν τη διοίκηση της εκκλησίας. Ο Βασίλειος, το 370, εκλέχτηκε Επίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος χειροτονήθηκε Επίσκοπος στα Σάσιμα, το 372, από το Βασίλειο. Αυτή η έδρα δημιουργήθηκε από τον Βασίλειο με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του στη διαμάχη του με τον Άνθιμο των Τυάνων. Οι φιλοδοξίες του πατέρα του να τον δει στην ιεραρχία της εκκλησίας και η επιμονή του Βασιλείου έπεισαν τον Γρηγόριο να δεχθεί τη θέση του Επισκόπου. Περιγράφοντας τη νέα επισκοπή του, ο Γρηγόριος δήλωσε: «Ήταν τελείως τρομακτική, άνευ υδάτων, βλάστησης και χωρίς φίλους… αυτή ήταν η δική μου Εκκλησία των Σασίμων!» Προσπάθησε να διαχειριστεί τη νέα επισκοπή του, κάνοντας παράπονα στον Βασίλειο, καθώς ο Γρηγόριος προτιμούσε να ζήσει στοχαστική ζωή. Στα τέλη του 372, επέστρεψε στη Ναζιανζό για να βοηθήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του στη διαχείριση της επισκοπής του. Αυτό τέντωσε τη σχέση του με τον Βασίλειο, ο οποίος ήθελε τον Γρηγόριο στα Σάσιμα. Ο Γρηγόριος απάντησε πώς δεν θέλει να συνεχίσει να παίζει τον ρόλο της μαριονέτας για να προωθήσει τα ενδιαφέροντα του Βασιλείου. Έστρεψε την προσοχή του στα καθήκοντα του ως βοηθός του Επισκόπου της Ναζιανζού.
Το 374, μετά τον θάνατο των γονιών του, ο Γρηγόριος συνέχισε να διοικεί την επισκοπή της Ναζιανζού αλλά αρνήθηκε να λάβει τον τίτλο του Επισκόπου. Αφού έδωσε την περιουσία του στους φτωχούς, ο Γρηγόριος ζούσε λιτά. Από τα τέλη του 375 και για 3 χρόνια ο Γρηγόριος ζούσε στο μοναστήρι της Σελεύκειας. Κατά το τέλος του 379, ο Βασίλειος πεθαίνει. Παρά το γεγονός ότι η υγεία του δεν του επέτρεψε να παραστεί στη κηδεία, ο Γρηγόριος έγραψε μια επιστολή στον αδερφό του Βασιλείου, Γρηγόριο της Νύσσης, που συμπεριλαμβάνονταν 12 ποιήματα αφιερωμένα στον Βασίλειο.
Ο Αυτοκράτορας Ουάλης πέθανε το 378. Ο διάδοχος του, Θεοδόσιος Α’, και ήταν καλό νέο για αυτούς που θέλησαν να εκκαθαρίσουν τη Πόλη από τον Αρειανισμό. Το εξόριστο κόμμα των κατοίκων της Νικαίας επέστρεψε βαθμιαία στην πόλη. Από το νεκρικό του κρεβάτι, ο Βασίλειος υπενθύμισε τις ικανότητες του Γρηγορίου και τον συνέστησε να υπερασπιστεί την Τριαδική παράδοση στη Πόλη. Το 379, η Σύνοδος της Αντιοχείας κι ο τοπικός Αρχιεπίσκοπος, Μελέτιος, ζήτησαν τον Γρηγόριο να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να εκκαθαρίσει την πόλη από την ορθοδοξία της Νικαίας. Παρά τους δισταγμούς του, ο Γρηγόριος δέχθηκε. Η εξαδέλφη του, Θεοδοσία, του πρόσφερε μια έπαυλη για κατοικία – αμέσως ο Γρηγόριος μετέτρεψε την έπαυλη σε εκκλησία, την οποία ονόμασε «Αναστασία» («σκηνή για την ανάσταση της πίστης»). Εκεί είχε εκδώσει 5 ομιλίες για την Αγία Τριάδα.
Κοιτάξτε αυτά τα γεγονότα: Ο Χριστός γεννιέται, το Άγιο Πνεύμα είναι ο Πρόδρομος του. Ο Χριστός βαπτίζεται, το Άγιο Πνεύμα το μαρτυρεί… Ο Χριστός κάνει θαύματα, το Άγιο Πνεύμα τα συνοδεύει. Ο Χριστός σταυρώνεται, το Άγιο Πνεύμα παίρνει τη θέση του. Τι θαυμαστά πράγματα σκοπεύει να κάνει ο Θεός και δεν είναι δυνατόν για Αυτόν…
Οι ομιλίες του Γρηγορίου έτυχαν καλής υποδοχής και πολλοί πιστοί πήγαιναν στην «Αναστασία» για να τον ακούσουν. Φοβούμενοι τη δημοτικότητα του Γρηγορίου, οι υποστηρικτές του Αρειανισμού αποφάσισαν να επιτεθούν. Το Πάσχα του 379, οι οπαδοί προέβησαν σε βιαιοπραγίες μέσα στην εκκλησία, σκοτώνοντας έναν επίσκοπο και τραυματίζοντας τον Γρηγόριο. Όταν ξέφυγε από τον όχλο, ο Γρηγόριος προδόθηκε από ένα φίλο του, τον φιλόσοφο Μάξιμο τον Κυνικό. Ο Μάξιμος, που ‘χε μυστική συμμαχία με τον Πέτρο, επίσκοπο της Αλεξανδρείας, προσπάθησε να πάρει τη θέση του Γρηγορίου και να χειροτονηθεί ο ίδιος Επίσκοπος της Πόλης. Σοκαρισμένος, ο Γρηγόριος αποφάσισε να παραιτηθεί από τη θέση, αλλά οι πιστοί τον ανάγκασαν να μείνει και έδιωξαν τον Μάξιμο. Στη Πόλη, οι ιερείς του Αρειανισμού κατέλαβαν τις πιο σημαντικές εκκλησίες. Όταν όμως Αυτοκράτορας έγινε ο Θεοδόσιος (380), όλα πήγαν υπέρ του Γρηγορίου. Ο Αυτοκράτορας ήταν αποφασισμένος να εξαλείψει τον Αρειανισμό, έδιωξε τον Επίσκοπο Δημόφιλο και τη θέση του έλαβε ο Γρηγόριος.
Ο Θεοδόσιος θέλησε να ενώσει την αυτοκρατορία με τον Χριστιανισμό, και αποφάσισε να συγκαλέσει Οικουμενική Σύνοδο για να συζητήσουν τα θέματα πίστης και πειθαρχίας. Ο Γρηγόριος συμφώνησε μαζί του, καθώς ήθελε να ενώσει την αυτοκρατορία χάρη στον Χριστιανισμό. Την άνοιξη του 381, συγκάλεσαν τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο στη Πόλη, στην οποία συμμετείχαν 150 Επίσκοποι της Ανατολής. Μετά το θάνατο του προεδρεύοντος επισκόπου, Μελέτιου της Αντιοχείας, ο Γρηγόριος έγινε πρόεδρος (ηγέτης) του Συνεδρίου. Ελπίζοντας να ενώσει τη Δύση και την Ανατολή, ο Γρηγόριος πρότεινε την αναγνώριση του Παυλίνου ως Πατριάρχη της Αντιοχείας. Οι Αιγύπτιοι κι οι Μακεδόνες επίσκοποι, που υποστήριζαν τον Μάξιμο, έφθασαν αργά στη Σύνοδο, δεν υποστήριξαν την άποψη του Γρηγορίου και θεωρούσαν πώς κέρδισε τη θέση του με νοθεία. Καταπονημένος και φοβούμενος πώς θα ‘χανε την εμπιστοσύνη του Αυτοκράτορα και των επισκόπων, ο Γρηγόριος, αντί να επιμείνει στη θέση του, αποφάσισε να παραιτηθεί:
Αφήστε να είμαι σαν τον Προφήτη Ιωνά! Ήμουν υπεύθυνος για την καταιγίδα, αλλά θα θυσιαστώ για να σώσω το πλοίο. Δεν ήθελα να αναλάβω τον θρόνο και με χαρά θα τον αφήσω.
Σόκαρε το Συμβούλιο με την απόφαση του να παραιτηθεί και ζητούσε απεγνωσμένα από τον Αυτοκράτορα να δεχθεί την παραίτηση του. Ο Αυτοκράτορας, συγκινημένος από την ομιλία του Γρηγορίου, τον χειροκρότησε και δέχθηκε την παραίτηση του. Το Συμβούλιο ζήτησε από τον Γρηγόριο να παραστεί ακόμα μια φορά για την αποχαιρετιστήρια τελετή. Επιστρέφοντας στην Καππαδοκία, ο Γρηγόριος έγινε ξανά Επίσκοπος της Ναζιανζού. Πέρασε τα επόμενα χρόνια παλεύοντας με τους αιρετικούς του Αρειανισμού και με την αρρώστια του. Άρχισε να γράφει το De Vita Sua, το αυτοβιογραφικό του ποίημα. Στα τέλη του 383, η υγεία του Γρηγορίου χειροτέρευσε και τη θέση του ανέλαβε ο Ευλάλιος. Αφού πέρασε μερικά χρόνια ειρήνης στο οικογενειακό του κτήμα, ο Γρηγόριος πέθανε στις 25 Ιανουαρίου 390.
Σε όλη τη ζωή του ο Γρηγόριος αντιμετώπισε διάφορες άκαμπτες επιλογές. Αν θα έπρεπε να ακολουθήσει τις μελέτες ως ρήτορας ή φιλόσοφος; Η ζωή του μοναχού θα ήταν καλύτερη από αυτή του δημόσιου προσώπου; Έπρεπε να ακολουθήσει τη ζωή που ήθελε ή τη ζωή που ήθελαν ο πατέρας του και ο Βασίλειος; Ο Γρηγόριος καταγράφει πώς αυτές οι διαφορές τον βασάνιζαν. Ο Άγιος Γρηγόριος είναι κυρίως γνωστός για τη συνεισφορά του στον τομέα της Πνευματολογίας, της θεολογίας σχετικά με το Άγιο Πνεύμα. Ο Γρηγόριος ήταν ο 1ος, που προσπάθησε να εξηγήσει, με τον τρόπο της πομπής, τις σχέσεις του Πνεύματος και της Θεότητας: «Το Άγιο Πνεύμα είναι πραγματικό Πνεύμα, το οποίο έρχεται από τον Πατέρα…» Αν και δεν εξήγησε τελείως την έννοια, θα διαμόρφωνε τις μετέπειτα σκέψεις για το Άγιο Πνεύμα. Τόνισε ότι ο Χριστός δεν έπαυσε να είναι Θεός όταν έγινε άνδρας και ότι δεν έχασε κανένα θείο χαρακτηριστικό του όταν πήρε την ανθρώπινη μορφή. Διακήρυξε επίσης την αιωνιότητα του Αγίου Πνεύματος, λέγοντας ότι οι ενέργειες του Πνεύματος ήταν κρυμμένες στη Παλαιά Διαθήκη αλλά έγιναν γνωστές μετά την Ανάληψη του Χριστού και την Πεντηκοστή.
Σε αντίθεση με τη θεωρία του Νεο-Αρειανισμού ότι ο Υιός ήταν ανόμοιος του Πατρός και τη θεωρία του Ημι-Αρειανισμού ότι ο Υιός ήταν ομοιούσιος του Πατρός, ο Γρηγόριος υποστήριξε το δόγμα της ομοουσίας. Οι Πατέρες της Καππαδοκίας υποστήριξαν πώς η φύση του Θεού είναι άγνωστη στον άνθρωπο – εξήγησαν την έννοια της υποστάσεως και πώς ο Χριστός ήταν η εικόνα του Θεού. Μερικά θεολογικά έργα του Γρηγορίου υποστήριζαν, όπως και ο φίλος του Γρηγόριος Νύσσης, την αποκατάσταση, σύμφωνα με την οποία ο Θεός θα έφερνε όλα τα δημιουργήματα του σε αρμονία στο Ουράνιο Βασίλειο. Αυτό οδήγησε τους θεολόγους του 19ου αι., Φίλιπ Σχαφ και Ζ. Β. Χάνσον, να περιγράψουν τη θεολογία του Γρηγορίου καθολική. Αρκετοί σύγχρονοι θεολόγοι, όπως ο Τζον Σαχς, δήλωσαν πώς ο Γρηγόριος έβλεπε μπροστά από την αποκατάσταση, αλλά με συντηρητικό τρόπο. Ωστόσο, δεν είναι τελείως αποδεκτό ότι ο Γρηγόριος πραγματοποίησε το δόγμα της αποκατάστασης.
Ήταν γνωστός όχι μόνο ως θεολόγος, αλλά κι ως άνθρωπος των γραμμάτων, καθώς επίσης και ως ποιητής, αφού έγραψε αρκετά ποίηματα με θεολογικά και ηθικά θέματα. Ολόκληρο το όγδοο βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας απαρτίζεται από επιγράμματά του, 254 τον αριθμό, ενώ ακόμη δύο επιγράμματά του (Ι 51 και 92) περιλαμβάνονται στο πρώτο βιβλίο. Ο μεγαλύτερος ανιψιός του Γρηγορίου, Νικόδουλος επεξεργάστηκε κι εξέδωσε πολλά από τα έργα του. Ο εξάδελφός του, Ευλάλιος, δημοσίευσε αρκετά έργα του Γρηγορίου το 391. Το 400 ο Ρουφίνιος άρχισε να μεταφράζει τα έργα του Γρηγορίου στα λατινικά. Τα έργα του θεωρήθηκαν έγκυρα στη Σύνοδο της Εφέσου το 431. Το 451, έλαβε το όνομα Θεολόγος, στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας -ένα τίτλο που κατείχαν κι ο Απόστολος Ιωάννης κι ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Οι συνεισφορές του Γρηγορίου στη Τριαδική θεολογία επηρέασαν και τις Δυτικές εκκλησίες. Ο Πωλ Τίλλιχ θεωρεί πώς ο Γρηγόριος ο Θεολόγος δημιούργησε τη φόρμουλα για το δόγμα της Αγίας Τριάδας.
Μετά τον θάνατο του, ο Άγιος Γρηγόριος τάφηκε στη Ναζιανζό. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν, το 950, στην Εκκλησία των Άγιων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Ένα μέρος των λειψάνων ελήφθησαν από την Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας, το 1204, και μεταφέρθηκαν στη Ρώμη. Στις 27 Νοεμβρίου 2004, τα λείψανα του Γρηγορίου και του Ιωάννη Χρυσόστομου επιστράφηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Γύρω στα 12 χλμ έξω από την πόλη τής Καβάλας, βρίσκεται ένα πανέμορφο παραθαλάσσιο χωριό η Νέα Καρβάλη, και είναι δημιούργημα εδώ και ογδόντα έξι χρόνων ξεριζωμένων ανθρώπων από τα βάθη τής Μικράς Ασίας. Στην μέση τού χωριού βρίσκεται η εκκλησία τού Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου. Επέλεξαν δε να κτίσουν την νέα τους εκκλησία στο κέντρο τού χωριού για να δίνουν ισομερώς την ίδια προστασία στα Ιερά λείψανα των Αγίων. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός γεννήθηκε στά βάθη τής Μικράς Ασίας, στήν κωμόπολη Ναζιανζό ή Ανζιανζό τής Καππαδοκίας, το 329 μ.Χ., από τον πατέρα του Γρηγόριο πού ήταν επίσκοπος στην Ναζιανζό και την υπέροχη μητέρα του Νόννα η οποία τού έδωσε τα μέγιστα για την θρησκευτική και πνευματική του οντότητα. Έκανε θρησκευτικές και φιλοσοφικές σπουδές επί σειρά ετών στην Καισάρεια, στην Αλεξάνδρεια τής Αιγύπτου, και στην Αθήνα. Από αυτές τις πόλεις τρεις μεγάλες φιλίες αναπτύχθηκαν, με τον Άγιο Αντώνιο, τον Άγιο Αθανάσιο, και στην Αθήνα με τον Βασίλειο τον Μέγα, όπου διατήρησε στενούς φιλικούς δεσμούς στο υπόλοιπο τού βίου τους. Λάτρεις και οι δυο τής ήρεμης ζωής ζούσαν ασκητικά στον Πόντο. Ο Άγιος Γρηγόριος διατέλεσε το Ιερατικό αξίωμα τού Πατριάρχη Κων/πόλεως και συντέλεσε τα μέγιστα για την εξόντωση τών αιρετικών τής εποχής. Άφησε στην Χριστιανοσύνη πολλά πνευματικά έργα, επιστολές, συγγράμματα, και ποιήματα. Έφυγε από τον βίον τούτον το 390 μ.Χ. Η Αγία μνήμη του τιμάται στις 25 Ιανουαρίου και στις 30 Ιανουαρίου των τριών Ιεραρχών.
Το ποιητικό έργο του είναι πολύ μεγάλο. Έχουνε σωθεί 407 ποιήματά του (περίπου 17000 στίχοι), σχεδόν όλα τους γραμμένα προς το τέλος της ζωής του. Τα ποιήματα ποικίλουν στο περιεχόμενο, τη μετρική και την έκταση. Χωρίζονται σε 3 βασικές κατηγορίες: Έπη, επιτάφια ποιήματα και διάφορα επιγράμματα. Εξαιρετικά σημαντικά είναι τα 254 επιγράμματά του που όλα σχετίζονται είτε με νεκρούς είτε με ζητήματα που προέκυψαν από τον θάνατο αγαπημένων προσώπων. Τα 10 επιγράμματα που αναφέρονται στον Μ. Βασίλειο αναδεικνύουν τη στενή φιλία των δύο ιεραρχών. Το ποιητικό λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος σε αυτά τα επιγράμματα παραπέμπουνε κατ’ ευθείαν στην αρχαιοελληνική γραμματεία (στον Όμηρο, στους αρχαίους τραγικούς Αισχύλο, Σοφοκλή, Ευριπίδη, στον Ηρόδοτο, στον Πίνδαρο κ.ά). Τα ποιήματά του διαπνέονται από μια τάση ενδοσκόπησης αλλά κι απαισιοδοξίας.
Γνωμικά τετράστιχα
Να μη διδάσκεις ή να διδάσκεις με τον τρόπο σου.
Μη με το ένα χέρι τραβάς και απωθείς με το άλλο.
Θα χρειαστείς λιγότερα λόγια πράττοντας όσα πρέπει.
Ο ζωγράφος διδάσκει πιο πολύ με τις ζωγραφιές του.
Κυνήγα τη δόξα, όχι την όποια κι όχι υπερβολικά.
Ανώτερος να είσαι απ’το να φαίνεσαι. Αν είσαι δίχως μέτρο
μην κυνηγάς την κούφια, μήτε τη νεανική.
Τι κερδίζει ο πίθηκος αν περνά για λιοντάρι.
Αν καλοταξιδεύεις, μην πεις μεγάλο λόγο προτού δέσεις.
Κοντά στο λιμάνι βούλιαξε καλοτάξιδο πλεούμενο
κι άλλοι σώθηκαν περνώντας μεγάλη τρικυμία.
Να, μια ασφάλεια: μην περιγελάς τις τύχες των άλλων.
Τίποτα μή θεωρείς ισάξιο με τον πιστό φίλο,
που δεν τον έφερε το ποτήρι κι η ταραχή του καιρού·
αλλά αυτός δεν χαρίζει παρά μόνο ότι μας συμφέρει.
Αναγνώριζε όρια της έχθρας, όχι όμως της φιλίας.
Επιγράμματα
Για τη μητέρα του Νόννα
Πώς λύθηκαν τα ωραία γόνατα της Νόννης; Πώς κλείστηκαν τα χείλη;
Πώς από τα μάτια δεν τρέχουν δάκρυα; Άλλοι τώρα βογγούν στον
τάφο, ενώ η Αγία Τράπεζα δεν έχει τους καρπούς των γενναιόδωρων
χεριών σου. Το μέρος έχει ερημώσει από την αγνή παρουσία σου
καί οι ιερείς δεν θα τοποθετούν το τρεμουλιαστό χέρι τους στο κεφάλι σου.
Χήρες κι ορφανά, τι θα κάνετε; Οι παρθένες κι οι καλοπαντρεμένες,
κόψτε τα μαλλιά σας. Σε αυτές πάντοτε, με χαρά έφερνε
κάθε είδους βοήθεια όταν ζούσε, μέχρις ότου
άφησε το ρυτιδιασμένο σώμα της στο ναό.
Για τον φίλο του Βασίλειο
Παλαιότερα είχα τη πεποίθηση ότι το σώμα ζει ξέχωρα
από τη ψυχή παρά εγώ χωρίς εσένα, Βασίλειε,
αγαπημένε υπηρέτη του Χριστού. Εγώ όμως άντεξα καί
παρέμεινα. Γιατί καθυστερούμε; Δε θα με τοποθετήσεις άραγε,
σηκώνοντάς με στον ουρανό, στον χορό των μακαρίων ανθρώπων;
Μη με εγκαταλείψεις, μη, στον τάφο σου ορκίζομαι. Δεν θα
σε λησμονήσω ποτέ, ακόμη κι αν το θέλω.
Αυτός είναι ο λόγος του Γρηγορίου.
Ένας είναι ο Θεός που από ψηλά κυβερνά. Έναν άξιο ιαρχιερέα
γνώρισε η γενιά μας: εσένα Βασίλειε, βροντόφωνο αγγελιοφόρο
της αλήθειας, φωτεινό οφθαλμό των Χριστιανών, που λάμπει με τα
κάλλη της ψυχής, δόξα μεγάλη του Πόντου καί της Καππαδοκίας.
Σε ικετεύω ακόμη καί τώρα, να σταθείς για χάρη του κόσμου,
φέρνοντας τα δώρα σου.
Αχ κουβέντες, αχ κοινό σπίτι φιλίας, αχ αγαπημένη
Αθήνα, αχ συμφωνίες του θεάρεστου βίου στα ξένα!
Μάθετε πως ο Βασίλειος πήγε στον ουρανό, όπως
επιθυμούσε, ενώ ο Γρηγόριος παραμένει στη γη
κρατώντας το στόμα του φιμωμένο.
Ο Άγιος Γρηγόριος, όπως προανεφέρθηκε, γεννήθηκε κι έζησε μεγάλο μέρος τού βίου του στην περιοχή τής Καππαδοκίας. Εκεί, όταν απεβίωσε στο χωριό Γκέλβερι (ή Καρβάλη ή Καρβάλλα ), κτίσθηκε προς τιμήν του, από μετανάστες τού Γκέλβερι, Ορθόδοξη Χριστιανική εκκλησία. Το καμπαναριό τής εκκλησίας δώρισαν κάτοικοι τής Οδησσού, και το ξυλόγλυπτο τέμπλο της το έκανε δώρο στην εκκλησία ο Τσάρος Νικόλαος Α΄. Εκεί φυλασσόταν στο χωριό Γκέλβερι από το 390 μ.Χ. το Ιερό σκήνωμα τού Αγίου, μαζί και τα άγια λείψανα τού πατέρα του Γρηγορίου Μητροπολίτου Ναζιανζού, ως το 1923-1924. Εκείνα τα δυσοίωνα χρόνια τής Μικρασιατικής καταστροφής, με την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι ξεριζωμένοι Γκελβεριώτες έσωσαν από τον Ναό τους όλα τα τιμαλφή, όμορφες εικόνες, ασημένια καντήλια, και τα Άγια λείψανα των Αγίων και τα μετέφεραν με καράβι στην νέα τους πατρίδα, στην Ελλάδα στην περιοχή τής Καβάλας, στη Νέα Καρβάλη.
Προς τιμήν τού Αγίου και μεγάλου Ιεράρχη χτίσθηκε εδώ Ναός, ο οποίος είναι ιδίου αρχιτεκτονικού ρυθμού, όπως τού Γκέλβερι τής Μικράς Ασίας. Ο Ναός είναι αφιερωμένος στον διαπρεπή λόγιο Γρηγόριο Θεολόγο ή Ναζιανζηνό και από το 1924 φυλάσσεται εδώ το σεπτό σκήνωμα του. Κάθε χρόνο παραμονή τής εορτής του στις 24 Ιανουαρίου γίνεται Μέγας Εσπερινός, και στην συνέχεια Αγρυπνία. Ανήμερα τής εορτής του στις 25 Ιανουαρίου το πρωί τελείται Θεία λειτουργία και γίνεται περιφορά τού σεπτού σκηνώματος στα δρομάκια τού χωριού. Στην συνέχεια παραμένει για το Ιερό προσκύνημα στον πρόναο τής εκκλησίας ώσπου να περάσει και ο τελευταίος πιστός. Σύμφωνα με το Ρωμαϊκό Καθολικό Ημερολόγιο των Αγίων, η μνήμη του Γρηγορίου της Ναζιανζού γιορτάζεται στις 2 Ιανουαρίου. Παλαιότερα, η μνήμη του Γρηγορίου εορτάζονται στις 9 Μαΐου. Η Ανατολική Ορθόδοξη κι η Ανατολική Καθολική Εκκλησία γιορτάζουν 2 μέρες τη μνήμη του Άγιου Γρηγορίου: στις 25 Ιανουαρίου (ατομική εορτή του Γρηγορίου) και στις 30 Ιανουαρίου (εορτή των Τριών Ιεραρχών). Η Εκκλησία της Αγγλίας γιορτάζει τη μνήμη του Γρηγορίου και του Μεγάλου Βασιλείου στις 2 Ιανουαρίου, ενώ η Επισκοπική Εκκλησία τον τιμά στις 9 Μαρτίου.
Ὁ ποιμενικὸς αὐλὸς τῆς Θεολογίας σου,
τὰς τῶν ῥητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας·
ὡς γὰρ τὰ βάθη Τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι,
καὶ τὰ κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι.
Ἀλλὰ πρέσβευε Χριστῷ Τῷ Θεῷ, Πάτερ Γρηγόριε,
σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.