Πολύ λίγα πράγματα συμβαίνουν στο σωστό χρόνο,
και τα υπόλοιπα δεν συμβαίνουν καθόλου.
Βιογραφικό

Ο Ηρόδοτος (το όνομά του ετυμολογείται από την Ήρα και το δίδω και σημαίνει από την Ήρα δόθηκε) ήτανε γόνος πλούσιας και διακεκριμένης οικογένειας, απ`τις πιο καλές του τόπου του. Διέθετε μεγάλη περιέργεια, παρατηρητικότητα, λεπτό πνεύμα, καλλιεργημένο, διεισδυτικότητα και πλήρη αμεροληψία στις ιστορικές του κρίσεις. Ταξίδεψε πάρα πολύ στον κόσμο, βλέποντας και παρατηρώντας τους ανθρώπους και τα διάφορα πολιτικο-κοινωνικά φαινόμενα της εποχής. Γι’ αυτό δε κι αναφέρεται από πολλούς πως υπήρξε συνάμα 1ος δημοσιογράφος του κόσμου. Παράλληλα θεωρείται κι ιδρυτής της γεωγραφίας, επίσης από τους πιο μεγάλους αρχαίους περιηγητές. Για τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Γενικά δεν υπάρχουν πολλά καταγεγραμμένα στοιχεία της ζωής του. Οι ερευνητές έχουν αντλήσει τον μεγαλύτερο όγκο του έργου του από προσωπικές του μαρτυρίες μέσα από τα έργα του.
Γεννήθηκε γύρω στο 485 π.Χ., στην Αλικαρνασσό (σημ. Μπόντρουμ, Τουρκία, εξ ου κι αποκαλούμενος Αλικαρνασσεύς) δωρική αποικία στα Ν.Δ. παράλια της Μ. Ασίας, στη περιοχή που ονομαζότανε Καρία, απέναντι από τη Κω. Οι κάτοικοι της Αλικαρνασσού είχαν αναπτύξει πολλές σχέσεις με τους ντόπιους Κάρες. Προερχόταν από φιλομαθή κι εύπορη οικογένεια, από τις πιο επιφανείς της πόλης κι ανατράφηκε σε περιβάλλον σεβασμού του Ομήρου και παλαιών θρύλων. Ο πατέρας του ήταν ο Λύξης, η μητέρα του Δρυώ κι αδελφός του ο Θεόδωρος. Ο σημαντικότερος όμως συγγενής του ήταν ο θείος του (ή εξάδελφός του), επικός ποιητής και τερατοσκόπος (ερμηνευτής θαυμάτων), Πανύασις. Από τ’ όνομα του πατέρα και του θείου του, που είναι καρικά, και της μητέρας κι αδελφού του, που είναι καθαρά ελληνικά, φαίνεται ότι η καταγωγή του από πατέρα ήτανε καρική κι από μητέρα καθαρά ελληνική.
Όταν στη πατρίδα του έγινε τύραννος ο Λύγδαμης, άνθρωπος του Πέρση βασιλιά, που ήταν υποτελής, γιος ή εγγονός της Αρτεμισίας, η οποία πολέμησε στο πλευρό του Ξέρξη, ο Ηρόδοτος ήταν νεαρός τότε, λίγο πριν από τα 20, όμως ασχολούμενος με τα πολιτικά πήρε μέρος στην αποτυχημένη συνωμοσία για την ανατροπή του, με αποτέλεσμα να εξοριστεί το 468 ή το 467 π.Χ. μαζί με την οικογένειά του στη Σάμο ενώ ο θείος του έχασε τη ζωή του. Από τη Σάμο γύρισε στην Αλικαρνασσό μετά την ανατροπή του Λύγδαμη το 455-4 π.Χ., αλλά μετά από λίγο υποχρεώθηκε να ξαναφύγει από τη πατρίδα. Από τότε άρχισε σα περιηγητής κι εξερευνητής, πιθανόν στα 455-443 π.Χ. να επισκέπτεται, θεωρίας ένεκεν, προκειμένου να μελετήσει διάφορα μέρη του τότε γνωστού κόσμου, μεταξύ άλλων τη χώρα των Κόλχων μέχρι τη Σκυθία, το εσωτερικό της Μ. Ασίας και τον Πόντο μέχρι Κριμαία, Κύπρο και τις περιοχές της Συρίας, τη Βαβυλωνία, την Αίγυπτο, που την ονομάζει δώρο του Νείλου, τη Κυρηναϊκή και βεβαίως όλη την Ελλάδα στην οποία περιγράφει κι ένα παραλίμνιο οικισμό στη Μακεδονία.
Έμεινε αρκετά χρόνια στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε φιλικά με τους μεγάλους άνδρες της εποχής εκείνης, τον Περικλή και το Σοφοκλή. Όμως καθώς δεν ήταν γεννημένος Αθηναίος, δεν μπορούσε να γίνει Αθηναίος πολίτης με πλήρη δικαιώματα. Έτσι όταν η Αθήνα οργάνωσε μια αποικία στους Θουρίους της νότιας Ιταλίας το 444 π.Χ., ο Ηρόδοτος πήρε μέρος, φεύγοντας έτσι από την Αθήνα. Μαζί με τον Πρωταγόρα ίδρυσαν περί το 443 π.Χ., την αποικία των Θουρίων στη Κάτω Ιταλία -ίδρυση που εντασσότανε στα πλαίσια της πανελλήνιας πολιτικής του Περικλή. Στην αποικία αυτή, που ιδρύθηκε κοντά στη κατεστραμμένη Σύβαρι, πέρασε τα περισσότερα χρόνια της υπόλοιπης ζωής του, γι’ αυτό κι ονομάστηκε από τους Λατίνους, Θούριος. Ταξίδεψε σε πολλά μέρη, επισκέφθηκε και περιέγραψε λαούς που κατοικούσανε σε περιοχές του τότε γνωστού κόσμου. Από τα βιβλία του αντλούνται περιγραφές για τους Αιγύπτιους, τους Σκύθες κ.ά. Από τα συμφραζόμενά του στο 2ο βιβλίο του, όπου συμπεραίνεται ότι πριν την Αίγυπτο πέρασε από τη Μεσοποταμία (μας δίνει πληροφορίες για τη λίμνη Μοίρη), φαίνεται να επισκέφθηκε την Αίγυπτο το 449 π.Χ. Τα έργα του όμως αναφέρουν και πληροφορίες για τη Σκυθία. Ο ίδιος μάλιστα διηγείται τη συνομιλία του με τον Σκύθη Τύμνη. Από τον Ελλανίκο μαθαίνουμε πως έζησε κάποιο διάστημα στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας, Αλέξανδρου Α’.
Οι εμπορικές σχέσεις που είχε συνάψει η Σάμος με τη Κυρήνη (τη σημερινή Λιβύη), τον ωθήσανε να την επισκεφτεί περίπου το 460 π.Χ.. Απ’ αυτό το ταξίδι διασώζεται ο μύθος των Βαττιάδων Βασιλέων. Ωστόσο, το ταξίδι που βοήθησε το συγγραφέα ν’ αναπτύξει το πνεύμα του ήταν αυτό στην Αθήνα, όπου θα συγγράψει και θα κάνει γνωστό το μεγαλύτερο μέρος του έργου του. Υπολογίζεται ότι το έτος 440 π.Χ. θ’ αναχωρήσει για τη Δύση και τη Μεγάλη Ελλάδα. Άλλα σημαντικότερα ταξίδια του είναι: Οι Σάρδεις που τις επισκέφτηκε για περισσότερες από μια φορά, η Έφεσος κι η Σμύρνη. Ταξίδεψε με πλοίο από τα δυτικά στα ανατολικά του Πόντου για να καταλήξει στη Κολχίδα. Σ’ άλλο του ταξίδι περιγράφει την ανατολική ακτή της Θράκης. Έφτασε σίγουρα στις όχθες του Ευφράτη κι από κει στη Βαβυλώνα και στα Σούσα. Επίσης έχει επισκεφθεί και περιγράψει τα νησιά του Αιγαίου: Σκιάθο, Δήλο, Πάρο, Εύβοια, Σαλαμίνα, Αίγινα & Κύθηρα. Απ’ τη κύρια Ελλάδα περιηγείται τη Στερεά και φτάνει μέχρι Τέμπη, καθώς και στη Πελοπόννησο δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις περιοχές των μαχών των μηδικών πολέμων. Εικάζεται ότι πέρασε από τη Ζάκυνθο στο δρόμο για τους Θουρίους, ενώ σίγουρα πάλι επισκέφτηκε τη Κέρκυρα, τη Δωδώνη, την Αμβρακία, τη Σικελία και τις πόλεις τις Κάτω Ιταλίας Μεταπόντιον και Κρότωνα.
Ο Ηρόδοτος δίνει πολλές πληροφορίες για τις κλιματολογικές συνθήκες και τις μορφές διοίκησης των λαών που συναντά. Γοητεύεται ιδιαίτερα από το κλίμα και τον πολιτισμό των Αιγυπτίων, και τους κατατάσσει σ’ επίπεδο ανώτερο από των Ελλήνων. Αντίθετα, θεωρεί τον Περσικό και τον Βαβυλωνιακό πολιτισμό υποδεέστερους αλλά ενδιαφέροντες, άλλωστε θα χρησιμοποιήσει τους καταλόγους των βασιλέων της Βαβυλώνας σα χρονολογικό σύστημα στην ιστορία του. Είναι ο 1ος που διαχωρίζει την Ευρώπη από την Ασία, στα μάτια του όμως ο Πόντος κι η Σκυθία, που σήμερα ανήκουνε στην Ασία, είναι αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης. Μάλιστα, θεωρεί ύβρη τις εκστρατείες των Περσών κατά των κατοίκων των περιοχών αυτών. Δεν έδωσε τίτλο στο έργο του, στο προοίμιό του χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό Ιστορίης Απόδεξις. Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι μελετητές, τ’ ονόμασαν Ηροδότου Μούσαι, το χωρίσανε σ’ 9 βιβλία και δώσανε σε καθένα τ’ όνομα μούσας. Θέμα και κύριος άξων του έργου του είναι οι πόλεμοι Ελλήνων & Περσών που αρχίζουνε το 494 π.Χ. με τη κατάπνιξη της Ιωνικής Επανάστασης και τελειώνουνε το 479 π.Χ. με τη κατάληψη του περσικού φρουρίου της Σηστού, στη Θρακική χερσόνησο του Ελλήσποντου, απ’ τους Έλληνες.
Αναμφισβήτητα ήταν ένας από τους πιο πολυταξιδεμένους αρχαίους συγγραφείς, αφού επισκέφθηκε όλο σχεδόν το γνωστό (στους Έλληνες) κόσμο της εποχής. Μάλλον όμως δεν θα μάθουμε ποτέ πού ακριβώς πήγε και πότε. Χαρακτηρίστηκε 1η φορά από τον Κικέρωνα ως ο Πατέρας της Ιστορίας. Στο έργο του φαίνεται επίσης να ασχολήθηκε με τη γεωλογία, τη βοτανική, τη χημεία και την ιατρική. Αναφέρεται ιδιαίτερα από τον Ιωάννη Στοβαίο. Πέρα από τη σπουδαιότητα του Ηροδότου ως ιστορικού, λίγα είναι γνωστά για την προσωπική του ζωή. Θεωρείται ως ο πατέρας της ιστορίας κι ένας από τους μεγαλύτερους κι οξυδερκέστερους ιστορικούς ολόκληρου του κόσμου.
Το 445 π.Χ. ήλθε στην Αθήνα, όπου γνώρισε τον Περικλή και με τη συνδρομή του, διάβασε δημόσια την ιστορία του, παίρνοντας -κατά μια παράδοση- γι` αυτό σαν αμοιβή του δέκα τάλαντα. Οι περσικοί πόλεμοι δεν είχανε τελειώσει, όταν γεννήθηκε ο Ηρόδοτος στην Αλικαρνασσό, η βασίλισσα της οποίας, Αρτεμισία, πήρε μέρος με τα πλοία της στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, στο πλευρό του Ξέρξη. Εγγονός της ήταν ο Λύγδαμης, ο τύραννος εξαιτίας του οποίου σκοτώθηκε ο θείος του Ηροδότου κι ο ίδιος κατέφυγε στη Σάμο. Σ’ αυτό το κλίμα έμαθε την αξία της ελευθερίας κι ένιωσε το βάρος της τυραννίας. Όπως όλα τα παιδιά της εποχής του -κι αιώνες μετά από την εποχή του- μεγάλωσε με τα ομηρικά έπη, τα οποία μάλιστα λόγω του θείου του Πανύαση γνώρισε πολύ καλά, όπως φαίνεται από το έργο του. Η επίδραση του Πανύαση υποθέτουμε πως ήτανε καθοριστική, όχι μόνο για τη μόρφωσή του, αλλά και για τις πολιτικές του ιδέες. Στο έργο του παραθέτει πολλούς χρησμούς, στους οποίους δείχνει μεγάλο σεβασμό, δίνει ιδιαίτερη σημασία στο μυθικό ήρωα Ηρακλή και στους απογόνους του, ενώ είναι φανερή η άριστη γνώση της επικής ποίησης. Όλα αυτά υπαινίσσονται τη παρουσία Πανύαση, που έγραψε μεταξύ άλλων κι ένα έργο για τον Ηρακλή.
Στη Σάμο ήρθε σε στενότερη επαφή με το ιωνικό πνεύμα, που γνώριζε κι από την Αλικαρνασσό, που, αν και δωρική στην ίδρυσή της, ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Ιωνίας. Η ιωνική παιδεία -η γνώση της ιωνικής διαλέκτου, ο ορθολογισμός κι ο εμπειρισμός*– αναμφισβήτητα συμπληρώθηκε στη Σάμο, ενώ καλλιεργήθηκε η αγάπη του για τα ταξίδια κι οξύνθηκε το φιλοπερίεργο πνεύμα του. Φαίνεται πως εντυπωσιάστηκε από τα μεγάλα έργα με τα οποία είχε κοσμήσει τη Σάμο ο τύραννος Πολυκράτης, αφού στο έργο του εκφράζει συχνά το θαυμασμό του και τα συγκρίνει με τα μνημεία της Αιγύπτου. Παρατηρώντας τα, ο νεαρός Ηρόδοτος έμαθε να προσέχει τις λεπτομέρειες, να σημειώνει διαστάσεις, να περιγράφει με ακρίβεια.
________________________
* ορθολογισμός: με τον όρο του Ηροδότου εννοούμε ότι ο ιστορικός εκφράζει τη δυσπιστία του σε παράδοξες ή αντιφατικές πληροφορίες, ότι αναζητεί τις αιτίες (γεγονότων, καταστάσεων, συμπεριφορών) όχι σε μύθους αλλά κυρίως σε γεγονότα που μπορούν να υποβληθούν σε κριτικό έλεγχο, να ελεγχθούν με τη λογική.
εμπειρισμός: η μεθοδολογία του Ηροδότου είναι στη βάση της εμπειρική, γιατί ο ιστορικός στηρίζεται πιο πολύ στην αυτοψία (ελέγχει με αυτοψία τις πληροφορίες του, βλέπει και ακούει ο ίδιος, κρίνει με την εμπειρία) ή κι όταν δεν μπορεί να ελέγξει με αυτοψία τις πληροφορίες του, τις συγκρίνει με την εμπειρία.
________________________
Όταν αποφάσισε να γράψει τα θαυμαστά έργα Ελλήνων και βαρβάρων και για το πώς πολέμησαν, υπήρχεν ήδη παράδοση ιστοριογραφική, την οποία είχε γνωρίσει. Οι πρώτοι εκείνοι ιστοριογράφοι ονομάζονται λογογράφοι, γιατί γράφουνε πεζό λόγο (που ονομαζότανε λόγος σε αντιδιαστολή με τον ποιητικό λόγο που ονομαζόταν έπος), όμως τα έργα τους δεν είναι ακριβώς ιστορικά. Είναι περιγραφές ταξιδιών με περιεχόμενο εθνογραφικό, γεωγραφικό κι ιστορικό. Οι πρώτοι λογογράφοι εμφανιστήκανε στην Ιωνία, όχι τυχαία, αλλά γιατί εκεί η κοινωνία είχε προοδεύσει. Είχε αναπτυχθεί το κριτικό κι ερευνητικό πνεύμα που θέλει ν’ απαλλαγεί από τη κυριαρχία του μύθου, να καταλάβει τον κόσμο με τη λογική, να ερμηνεύσει το παρελθόν και να διατηρήσει στη μνήμη ό,τι αξίζει από αυτό, είχανε δημιουργηθεί δηλαδή οι προϋποθέσεις για την εμφάνιση της ιστοριογραφίας. Ως τότε οι άνθρωποι στήριζαν τις γνώσεις τους για το παρελθόν στην επική ποίηση, στην οποία μπορούν να εντοπιστούν ιστορικά γεγονότα, αλλά καλυμμένα κάτω από τους μύθους. Άλλωστε ο πεζός λόγος (στον οποίο ανήκει κι η ιστοριογραφία) εμφανίστηκε μετά τον ποιητικό, γιατί πρώτα προϋποθέτει ανεπτυγμένο σύστημα γραφής. Η ιστοριογραφία γεννήθηκε στην Ιωνία, η γλώσσα της είναι η ιωνική διάλεκτος, ακόμα κι η λέξη ιστορία (ἱστορίη), που σημαίνει έρευνα, γνώση, πρωτοεμφανίστηκε στην Ιωνία.
Ο αρχαιότερος λογογράφος είναι ο Κάδμος από τη Μίλητο, που έζησε κάπου στον 6ο αι., αλλά ο πιο αξιόλογος είναι ο Εκαταίος (μέσα 6ου αι.) που πρόσφερε πολλά στην έρευνα των πηγών και στο σύστημα χρονολόγησης με γενιές (κάθε γενιά ισοδυναμεί με 40 χρόνια). Το έργο του γνώριζεν ο Ηρόδοτος, επηρεάστηκε απ’ αυτό και χρησιμοποίησε πολλές από τις πληροφορίες του. Από τους άλλους λογογράφους έχουνε διασωθεί λίγα αποσπάσματα, κάποιοι τίτλοι κι ονόματα (Ξάνθος ο Λυδός, Χάρων ο Λαμψακηνός, Διονύσιος ο Μιλήσιος, Φερεκύδης ο Αθηναίος). Θεωρείται όμως ότι κι αυτοί συνέβαλαν στη εξέλιξη της ιστοριογραφίας.
Πολλά βέβαια θα διδάχτηκε από τα ταξίδια του, στα οποία στράφηκε θεωρίης εἵνεκεν, δηλαδή για μόρφωση -αν και δεν αποκλείεται να ανέπτυξε σ’ αυτά και κάποιαν εμπορική δραστηριότητα, αλλά αυτό είναι δευτερεύον. Το σημαντικώτερο είναι ότι γνώρισε τόπους και λαούς, θαυμαστά μνημεία, ήθη κι έθιμα παράδοξα. Με τη περιέργεια που τονε διέκρινε, ρωτούσε συνεχώς για καθετί που του έκανε εντύπωση, μετρούσε τις διαστάσεις των οικοδομημάτων και κρατούσε σημειώσεις. Έτσι απέκτησε τεράστια εμπειρία και συγκέντρωσε πολύτιμο υλικό, που μας το παρέδωσε με την ιστορία του. Βέβαια στην εποχή του τα ταξίδια ήταν δύσκολα, επιπλέον δεν εξασφάλιζε πάντοτε την άδεια να επισκεφθεί όποια μέρη ήθελε σε χώρα και δε γνώριζε ξένες γλώσσες, γι’ αυτό χρησιμοποιούσε διερμηνέα. Περισσότερο επηρεάστηκε από την Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα, το 445 π.Χ., όπου γνώρισε τον Περικλή και με τη συνδρομή του, διάβασε δημόσια την ιστορία του, παίρνοντας -κατά μια παράδοση- γι`αυτό σαν αμοιβή του 10 τάλαντα.
Η πόλη βρισκόταν τότε στο χρυσό αιώνα της κι ήτανε κέντρο μεγάλης πνευματικής κίνησης, μητρόπολη του ελληνισμού, πραγματικό σχολείο της Ελλάδος. Εκεί συμπλήρωσε τη μόρφωσή του, γνωρίστηκε με έξοχες πνευματικές προσωπικότητες· ανέπτυξε φιλικούς δεσμούς με το Σοφοκλή, που τον επηρέασε στο έργο του και επηρεάστηκε από αυτόν, με τον Πρωταγόρα και τον Περικλή. Έτσι συμμετείχε με τον Πρωταγόρα, τον αρχιτέκτονα Ιππόδαμο κι ίσως και τον Εμπεδοκλή, στην ίδρυση των Θουρίων, στην Ιταλία, όπου γνώρισε τη διδασκαλία των Πυθαγορείων, με την οποία είχε έρθει σε επαφή ήδη από τον καιρό της Σάμου. Στην Αθήνα γνωρίστηκε καλλίτερα και με την ιπποκρατική σχολή, που άκμαζε στη Κω και τη Κνίδο. Ίσως σ’ αυτό να οφείλεται το ενδιαφέρον του για τις ιατρικές ιδέες, που είναι φανερό στο έργο του.
Ο Ηρόδοτος έγραψε μια παγκόσμια ιστορία. Δεν έδωσε τίτλο στο έργο του, στο προοίμιό του χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό Ἱστορίης ἀπόδεξις. Οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι το ονόμασαν Ἡροδότου Μοῦσαι. Σκοπός του έργου του ήταν να καταγραφεί η μεγάλη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Πέρσες, στη πραγματικά γιγαντιαία αναμέτρηση των περσικών πολέμων. Κι όπως ο ίδιος γράφει για να μη λησμονηθούν με τη πάροδο του χρόνου τα έργα των ανθρώπων και μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων. Στα πρώτα 4 βιβλία παρουσιάζει το σχηματισμό και την αύξηση της περσικής δύναμης, στο 5ο κι 6ο τις πρώτες συγκρούσεις των Περσών με τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδας, στο τελευταίο μέρος του 6ου και σε ολόκληρα τα 2ο επόμενα περιγράφει τις 2 μεγάλες εκστρατείες των Περσών που κατέληξαν, στη μάχη του Μαραθώνα και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας αντίστοιχα. Τέλος στο 9ο, αναφέρεται στις άλλες πολεμικές δραστηριότητες των Ελλήνων εκείνης της εποχής.
Το ηροδότειο έργο αποτελεί επιτομή (σύνοψη) της ιστορίας του αρχαίου κόσμου και, συγχρόνως, επισκόπηση (γεωγραφική, εθνογραφική, πολιτική και πολιτιστική) της αρχαιότητας. Κύριο θέμα είναι η σύγκρουση που έφερε αντιμέτωπους τους Έλληνες και τους βαρβάρους. Κεντρική γραμμή παραμένει η αντίθεση Ευρώπης και Ασίας, του ελληνικού και του ασιατικού κόσμου. Η ελληνοπερσική σύρραξη, όμως, αρχίζει από το Ε’ βιβλίο. Στα 4 πρώτα βιβλία παρουσιάζεται η διαμόρφωση και η αύξηση της περσικής δύναμης, έπειτα (Ε’ βιβλίο) οι πρώτες συγκρούσεις με τους Έλληνες της μητροπολιτικής Ελλάδας και, στα 4 τελευταία, εξιστορούνται οι 2 μεγάλες εκστρατείες των Περσών κι οι νίκες των Ελλήνων.
Θέμα και κύριος άξονας του έργου του, όπως ανεφέρθη, ήταν οι πόλεμοι Ελλήνων-Περσών, που αρχίζουνε το 494 π.Χ. με τη κατάπνιξη της Ιωνικής Επανάστασης και τελειώνουνε το 479 π.Χ. με τη κατάληψη του περσικού φρουρίου της Σηστού από τους Έλληνες. Πιστεύει πως η σύγκρουση αυτή μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί μόνο στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης των 2 κόσμων που αντιπροσωπεύουν, Ευρώπης-Ασίας, γι’ αυτό κι εντάσσει τη σύγκρουση στο πλαίσιο αυτό. Έτσι αρχίζει την εξιστόρησή του από το 560 π.Χ., όταν ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος υποτάσσει τις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, εγκαινιάζοντας τη σύγκρουση αυτή. Με τη σειρά του ο Κροίσος θα υποταγεί στο βασιλιά Κύρο (Κύρος ο Μέγας), ιδρυτή του περσικού κράτους, που εφαρμόζει επεκτατική πολιτική. Ο Ηρόδοτος οργανώνει το υλικό του κατά τη διαδοχή των Περσών βασιλέων (Κύρος, Καμβύσης, Δαρείος, Ξέρξης) παρακολουθώντας τις κατακτήσεις τους. Πριν από κάθε αφήγηση μιας κατάκτησης όμως μας μιλά για τους λαούς που υποτάσσουν οι Πέρσες βασιλείς. Για παράδειγμα στο 5ο βιβλίο βασικό θέμα είναι η ιωνική επανάσταση, περιλαμβάνονται όμως πολλές αφηγήσεις για γειτονικούς λαούς και χώρες, τη Φρυγία, τη Καρία, τον Ελλήσποντο και τη Κύπρο. Οι αφηγήσεις αυτές, που ονομάζονται παρεκβάσεις, γιατί βγάζουνε τον Ηρόδοτο έξω από το βασικό άξονα του έργου του, μας δίνουνε συναρπαστικές ιστορίες, στοιχεία πολύτιμα κάποτε για πολλούς λαούς, για τα ήθη και τα έθιμά τους, την ιστορία τους, τη χώρα και τα μνημεία του πολιτισμού τους.
Πίνακας που καταγράφει γεγονότα από το 560 μέχρι το 429.
Το έργο του, κάπου 1000 σελίδες ενός σύγχρονου βιβλίου, σώθηκε ολόκληρο, αλλά δεν γνώρισε τη μεγάλη διάδοση που είχαν άλλα έργα. Αντίθετα επικρίθηκε συχνά ήδη από την αρχαιότητα. Ο Πλούταρχος από τη Θήβα έγραψε ολόκληρο βιβλίο για τη “κακοήθεια” του Ηροδότου, γιατί στο έργο του αποδοκιμάζει τις πόλεις που σπεύσαν να πάρουν το μέρος των Περσών -και πρώτα τη Θήβα. Αλλά και στη νεώτερη εποχή, ιδίως το 19ο αι., ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι η πολυμορφία του έργου του δεν επιτρέπει να τονε χαρακτηρίσουμε ιστορικό. Ακόμα, καθώς μερικά από τα γραφόμενά του φαίνονταν απίστευτα, θεώρησαν ότι είναι παραμυθάς κι όχι ιστορικός. Όμως η αρχαιολογική κι ιστορική έρευνα απέδειξε ότι ο Ηρόδοτος είχε δίκιο σε πολλές περιπτώσεις που νόμιζαν ότι γράφει παραμύθια. Βέβαια το έργο του περιέχει ανακρίβειες και λάθη, αλλά τα περισσότερα είναι δικαιολογημένα, αν σκεφτούμε πως αναφέρεται σε χώρες μακρινές, για τις οποίες δεν είχε πάντοτε γραπτές πηγές, ούτε κι ήξερε τη γλώσσα τους. Δικαιολογημένα ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων τον ονόμασε πατέρα της ιστορίας, ήταν ο 1ος που κατανόησε την αξία που ‘χει η ιστορία για τον άνθρωπο και διέσωσε στην ανθρώπινη μνήμη γεγονότα κοσμοϊστορικής σημασίας. Μάλιστα σήμερα που η ιστορία συμπεριλαμβάνει και τη καθημερινή ζωή του ανθρώπου το έργο του Ηρόδοτου είναι πολύ πιο σύγχρονο απ’ ό,τι το έργο άλλων ιστορικών.
Δηλαδή 2 είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του έργου του: α) ότι δεν ακολουθεί αυστηρά το βασικό θέμα του, αλλά κάνει παρεκβάσεις ή παρενθήκες (οι όροι ανήκουνε στον ίδιο), που μόνον έμμεσα συνδέονται μ αυτό και β) ότι το υλικό της Ἱστορίης δεν είναι μόνο ιστορικό. Οι παρεκβάσεις έχουνε περιεχόμενο γεωγραφικό, εθνογραφικό, λαογραφικό (λόγοι) είτε είναι ιστορίες, συνήθως δραματικές ή άλλοτε ευτράπελες (νουβέλες, ανέκδοτα). Πολλές από τις ιστορίες αυτές είναι πραγματικά λογοτεχνικά αριστουργήματα. Κατά συνέπεια το έργο του χαρακτηρίζεται από ποικιλία. Στα χαρακτηριστικά αυτά φαίνεται η επίδραση από τα ομηρικά έπη, από το ιωνικό πνεύμα και τους Ίωνες λογογράφους, ιδίως από τον Εκαταίο.
Βασική αντίληψη στο έργο του είναι ότι η παραβίαση του μέτρου από τον άνθρωπο (ή η υπερβολή, κόρος) τον οδηγεί στην ύβρη (αλαζονεία, υπέρβαση του μέτρου) κι αυτό προκαλεί την οργή του θεού (νέμεση) κι επιφέρει τη καταστροφή (άτη), τη τιμωρία του υβριστή (τίση). Στην εκδήλωση της ύβρης δεν συναντάμε πάντοτε όλα αυτά τα στάδια, ούτε σταθερά με τη σειρά αυτή, π.χ. η άτη μπορεί να είναι τύφλωση του νου ή καταστροφή του υβριστή, η νέμεση να σημαίνει τη θεϊκή οργή ή τη τιμωρία. Το θείο φθονεί την ανθρώπινη ευτυχία, όταν μάλιστα ο ευτυχισμένος άνθρωπος υπερηφανεύεται γι’ αυτή. Τα ανθρώπινα πράγματα παρουσιάζουν αστάθεια· κανείς δεν είναι ευτυχισμένος για πάντα, ούτε άνθρωπος ούτε πόλη- λαός. Η πορεία καθενός διαγράφει την καμπύλη που ακολουθεί το τόξο, γράφοντας σχηματικά έναν κύκλο (κυκλική αντίληψη της ιστορίας και της ανθρώπινης μοίρας). Στο έργο του Ηροδότου αναδεικνύονται αξίες όπως το μέτρο -αξία ελληνική, που στέκεται απέναντι στην ανατολική υπερβολή και αναδεικνύεται ρυθμιστής των πράξεων Ελλήνων και Περσών -κι η ελευθερία, ο Ηρόδοτος κρίνει μάλιστα τα πολιτεύματα ανάλογα με το βαθμό που τη διασφαλίζουνε: τάσσεται υπέρ της δημοκρατίας, που προασπίζει την ελευθερία, και στρέφεται κατά της τυραννίας, που τη καταργεί.
Γνώρισε πολλούς λαούς, έμαθε να σέβεται τον άλλο, το ξένο, τη θρησκεία και τα έθιμά του. Ταξιδεύοντας διαπίστωσε την οικουμενικότητα της θρησκείας, γεγονός που ενίσχυσε τη πίστη του. Ήτανε προσηλωμένος στις παλαιές ηθικές δοξασίες και τη παλαιά θρησκευτική πίστη. Στο έργο του πολλές φορές παραθέτει χρησμούς, που τους σέβεται, όνειρα και θαύματα. Γι’ αυτό, αν κι ακολουθεί τον ιωνικό ορθολογισμό, επιδιώκοντας να κρίνει με τη λογική τα πράγματα και τις αιτίες των γεγονότων, πολλές φορές δέχεται εξηγήσεις που βρίσκονται έξω από το πεδίο της λογικής. Σταθερή του επιδίωξη είναι η ανακάλυψη της αλήθειας, για την οποία βασίζεται πιότερο στην αυτοψία, στη προσωπική του έρευνα και μόνον όταν δεν του αρκεί αυτό στηρίζεται στους άλλους, για να πάρει πληροφορίες. Ελέγχει με τη λογική και την εμπειρία τις πληροφορίες και τις πηγές του. Πολλές φορές ακούει απίστευτα πράγματα, τα παραθέτει όμως και τα αφήνει στην κρίση μας -είτε λέγοντας ότι δεν τα πιστεύει, είτε πληροφορώντας μας απλώς ότι έτσι τα είπανε.
Τα σημαντικότερα ταξίδια του Ηροδότου είναι: Οι Σάρδεις που τις επισκέφτηκε για περισσότερες από μια φορά, η Έφεσος κι η Σμύρνη. Ταξίδεψε με πλοίο από τα δυτικά στα ανατολικά του Πόντου για να καταλήξει στη Κολχίδα. Σε άλλο του ταξίδι περιγράφει την ανατολική ακτή της Θράκης. Έφτασε σίγουρα ως στις όχθες του Ευφράτη κι από κει στη Βαβυλώνα και τα Σούσα. Επίσης έχει επισκεφτεί και περιγράψει τα νησιά του Αιγαίου: Σκιάθο, Δήλο, Πάρο, Εύβοια, Σαλαμίνα, Κύθηρα κι Αίγινα. Από τη κύρια Ελλάδα περιηγείται στη Στερεά και φτάνει μέχρι τα Τέμπη, καθώς και στη Πελοπόννησο δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις περιοχές των μαχών των μηδικών πολέμων. Εικάζεται ότι πέρασε απ’ τη Ζάκυνθο στο δρόμο για τους Θουρίους, ενώ σίγουρα επισκέφτηκε τη Κέρκυρα, τη Δωδώνη, την Αμβρακία, τη Σικελία και τις πόλεις τις Κάτω Ιταλίας, Μεταπόντιον και Κρότωνα.
Δίνει πολλές πληροφορίες για τις κλιματολογικές συνθήκες και τις μορφές διοίκησης των λαών που συναντά. Γοητεύεται ιδιαίτερα από το κλίμα και τον πολιτισμό των Αιγυπτίων, τους οποίους κατατάσσει σε επίπεδο ανώτερο από το Έλληνες. Αντίθετα, θεωρεί τον Περσικό και Βαβυλωνιακό πολιτισμό υποδεέστερους αλλά ενδιαφέροντες, άλλωστε θα χρησιμοποιήσει τους καταλόγους των βασιλέων της Βαβυλώνας σα χρονολογικό σύστημα στην ιστορία του. Ο Ηρόδοτος είναι ο 1ος που διαχωρίζει την Ευρώπη απ’ την Ασία, στα μάτια του όμως ο Πόντος κι η Σκυθία, που σήμερα ανήκουνε στην Ασία, είναι αναπόσπαστο μέρος της Ευρώπης. Μάλιστα, θεωρεί ύβρη τις εκστρατείες των Περσών κατά των κατοίκων των περιοχών αυτών.
Στην εποχή του δεν υπήρχε χρονολογικό σύστημα ενιαίο, ούτε στον ελληνικό χώρο ούτε στις διάφορες χώρες που επισκέφθηκε και για τις οποίες έγραψε. Χρονολογεί βασικά κατά γενιές, υπολογίζοντας τρεις γενιές ανά αιώνα· ακολουθεί τη σειρά διαδοχής των Περσών βασιλέων, αναφέροντας π.χ. ότι βρισκόμαστε στο πρώτο έτος βασιλείας του τάδε βασιλιά· αναφέρεται σε εποχές του έτους, σε Ολυμπιάδες και στον επώνυμο άρχοντα της Αθήνας· δίνει χρονικούς προσδιορισμούς στο διάστημα μιας ημέρας, αν πρόκειται να αφηγηθεί κάτι σημαντικό, όπως είναι για παράδειγμα η μάχη των Θερμοπυλών.
Για τα τελευταία χρόνια αλλά και γενικά για τη ζωή του υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Οι ερευνητές έχουν αντλήσει τον μεγαλύτερο όγκο του έργου του από προσωπικές του μαρτυρίες μέσα από τα έργα του. Για το τέλος του υπάρχουνε διάφορες παραδόσεις: ότι επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και πέθανε ή ότι έζησε ως το τέλος της ζωής του στους Θουρίους γράφοντας την Ἱστορίη. Η παράδοση ότι πέθανε στη Μακεδονία δεν φαίνεται πιθανή. Ο Ηρόδοτος τελικά μάλλον πέθανε στην Ιταλική πόλη Θούριοι, που ήτανε τότε αποικία των Αθηναίων, το 410 π.Χ. περίπου σε ηλικία 74 ετών.
Ονομαστήκανε προς τιμή του:
Ο αστεροειδής 3092 Ηρόδοτος (3092 Herodotus), που ανακαλύφθηκε το 1960.
Ο κρατήρας Ηρόδοτος στην ορατή από τη Γη πλευρά της Σελήνης
Ο αθλητικός σύλλογος Ηρόδοτος στη Νέα Αλικαρνασσό Κρήτης.
ΡΗΤΆ:
Από όλες τις στεναχώριες του ανθρώπου η πιο πικρή είναι να ξέρεις πολλά και να μην έχεις καμμιά επιρροή.
Κανείς δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να προτιμά τον πόλεμο από την ειρήνη. Στην ειρήνη, οι γιοι θάβουν τους πατεράδες τους. Στον πόλεμο, οι πατεράδες θάβουν τους γιους.
Όχι μόνο λόγια κι έργα πράττε.
Το χρήμα αποβαίνει δυνάστης.
Δεν υπάρχουν απρόσιτες τιμές για τον άνθρωπο, που οπλίζεται με υπομονή.
Οι άφρονες σπανίως χαίρουν της εύνοιας των Θεών.
Τα αυτιά πιστεύουν πιο δύσκολα από τα μάτια.
Ο Θεός δεν επιτρέπει σε κανέναν, εκτός από τον ίδιο, να έχει μεγαλεπήβολες ιδέες.
Μάθε ότι οι περιστάσεις κυβερνούν τους ανθρώπους κι όχι οι άνθρωποι τις περιστάσεις.
Οι θεοί αρέσκονται να ταπεινώνουν όσους υπερέχουν.
Οι Πέρσες ήταν πολλοί, αλλά λίγοι ήταν ανδρείοι.
Όπου χρειάζεται εξυπνάδα, η βία δεν είναι καθόλου χρήσιμη.
Το να βιάζουμε τα πράγματα οδηγεί σε σφάλματα.
Εγώ οφείλω να πω αυτά που ‘μου είπανε, χωρίς να ‘χω καμμιάν απολύτως υποχρέωση να τα πιστέψω.
Είναι καλλίτερα να σε φθονούν παρά να σε λυπούνται.
Όταν βυθίζεται το κρασί επιπλέουν τα λόγια.
Η ανθρώπινη ευδαιμονία ποτέ δεν μένει στο ίδιο μέρος για πολύ.
Λένε πως ο Άμασις ήταν ηλίθιος και μπεκρής και του άρεσε να κοροϊδεύει, και δεν ήταν καθόλου σοβαρός.
Ο βασιλιάς έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον κοινό άνθρωπο και το χέρι του φτάνει πολύ μακρυά.
Καθώς αυξάνεται το σώμα αυξάνεται και το μυαλό, όταν γερνά δε το σώμα, γερνά και αυτό μαζί.
Πολύ λίγα πράγματα συμβαίνουν στο σωστό χρόνο και τα υπόλοιπα δεν συμβαίνουν καθόλου.
Πρέπει να σκεφτόμαστε πολύ αργά και διεξοδικά και να δρούμε με αστραπιαία ταχύτητα.
Οι τύχες των ανθρώπων βρίσκονται επάνω σε έναν τροχό που καθώς γυρίζει φέρνει την ευημερία σε διαφορετικό άνθρωπο κάθε φορά.
Δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι μπορεί να τα ξέρουν όλα.
Οι ελεύθεροι λαοί οφείλουν να μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις εναντίον σ’ όποιον απειλεί την ελευθερία τους, σ’ όποιον καταπατά τα εδάφη τους.
Όσο κι αν η ζωή είναι μικρή, κανείς απ’ όλους δεν υπήρξε αδιάκοπα τόσο ευτυχισμένος, που να μη πεθύμησε πολλές φορές κι όχι μόνο μία, το θάνατο παρά τη ζωή. Οι συμφορές κι οι νόσοι κάνουν να φαίνεται η ζωή σαν να ‘χει μεγάλη διάρκεια, ενώ έχει μικρή. Έτσι όταν η ζωή γίνεται βάρος, ο θάνατος είναι το καλλίτερο καταφύγιο για τους ανθρώπους.
Στις μεγάλες αμαρτίες, οι Θεοί επιβάλλουν και μεγάλες τιμωρίες.
========================
Χρησιμοποιώντας ως βάση του έργου που ο ίδιος ονόμασε Ιστορίης Απόδεξις, δηλαδή έκθεση της ιστορικής έρευνας, την αυτοψία, την έρευνα και τη κριτική, ο Ηρόδοτος πλησίασε 1ος την ιστορία, χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί αντικειμενικός. Παρά το γεγονός αυτό, το έργο του συνολικά είναι μια αξιόπιστη πηγή, η μόνη συνεχής και πλήρης που είναι διαθέσιμη για μια τόσο σημαντική εποχή της ιστορίας. Διέσωσε στην ανθρώπινη μνήμη κοσμοϊστορικής σημασίας γεγονότα και δικαίωσε τον χαρακτηρισμό που του έδωσε ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρωνας, πατέρα της ιστορίας, αφού ήταν ο 1ος που κατανόησε την αξία που έχει για τον άνθρωπο, ποια γεγονότα μπορούν να θεωρηθούν ιστορικά και κατέβαλε αξιόλογη προσπάθεια για αμερόληπτη και αντικειμενική έκθεση των γεγονότων. Παράλληλα μπορεί να θεωρηθεί πατέρας της δημοσιογραφίας, της γεωγραφίας και πρόδρομος όλων των περιηγητών.
Μια περιληπτική ματιά στο έργο του, λιγάκι πιο λεπτομερής από την άνω παρουσίαση, θα παρατεθεί παρακάτω και μετά θα μπει κι έν απόσπασμα από το 1ο βιβλίο του, τη Κλειώ: Για τη συγγραφή του έργου του χρησιμοποίησε τα έργα των λογογράφων, τα αρχεία των πόλεων και κάθε άλλη επίσημη αναγραφή και τέλος συλλογές χρησμών. Κύρια όμως πηγή του έργου του αποτέλεσαν οι προφορικές παραδόσεις και οι προσωπικές αναζητήσεις. Πολλές φορές κατονομάζει την πηγή των πληροφοριών του, όπως γίνεται με το Θέρσανδρο τον Ορχομένιο, τον Τύμνη το Σκύθη κ.ά. Τα 4 πρώτα βιβλία απομακρύνονται από την ιστορία και θεωρούνται περισσότερο πολιτικές πληροφορίες, μύθοι και ανέκδοτα. Μεγαλύτερη συνοχή έχουν τα 5 λοιπά.
Οπωσδήποτε το έργο του δεν περιορίζεται μόνο στην αφήγηση μαχών, αλλά αναλύει ήθη, έθιμα, θρησκευτικές δοξασίες και θεωρίες για τη διακυβέρνηση μιας πολιτείας, παράλληλα προβάλλει δε τη σημασία της ελευθερίας των πολιτών στα πλαίσια του νόμου για τη σωστή λειτουργία του πολιτεύματος. Η γλώσσα του Ηροδότου είναι η νέα ιωνική που προήλθε από την επίδραση της ομηρικής γλώσσας, με την προσθήκη αττικών και δωρικών τύπων.
Πρόκειται για ένα αρχείο της ιστορίας σχετικά με τους πολέμους μεταξύ Ελλήνων και Περσών, συμπεριλαμβανομένων πλούσιων γεωγραφικών και εθνογραφικών πληροφοριών. Παρόλο που κάποιες από τις ιστορίες του ήταν ευφάνταστες κι άλλες ανακριβείς, ο ίδιος αναφέρει πως κατέγραφε μόνο ότι του λέγανε κι ήτανε συνήθως σωστός στις πληροφορίες του.
* Στο Α’ βιβλίο, Κλειώ, κάνει γενική αναφορά στα αίτια της σύγκρουσης Ασίας κι Ευρώπης, θεωρώντας Ευρώπη τον ελλαδικό χώρο. Έπειτα παραθέτει μυθικές αναφορές, αρχίζοντας με τα όσα του είχανε πει Πέρσες λόγιοι και Φοίνικες ιερείς. Ο ίδιος δεν παίρνει θέση σ’ αυτά τα μυθικά στοιχεία. Μετά ασχολείται με την ιστορία του βασιλείου της Λυδίας, από τον Κανδαύλη και το Γύγη ως τον Κροίσο. Ενώ στέκεται ιδιαίτερα στις επιθέσεις του Κροίσου κατά των ελληνικών πόλεων της Δυτικής Μικράς Ασίας. Ακολουθεί η συζήτηση του Κροίσου με τον Σόλωνα, η ιστορία του Άτυος και του Αδράστου, οι στενές σχέσεις του Κροίσου με το Μαντείο των Δελφών κι ακολουθούνe τα στοιχεία για τους Πελασγούς, για τον Πεισίστρατο και τους Πεισιστρατίδες, για τη Σπάρτη και τους πολέμους της με τη Τεγέα και τη συμμαχία Κροίσου-Σπάρτης. Μετά περιγράφει την εκστρατεία του Κροίσου κατά των Περσών, τη παρουσία εκεί του Θαλή του Μιλησίου, την εκτροπή του Άλυ ποταμού, την ήττα του Κροίσου και την αιχμαλωσία του, καθώς και τη κατάληψη των Σάρδεων και την υποταγή της Λυδίας στους Πέρσες. Ακόμη αναφέρει την ιστορία των Μήδων που αποτίναξαν το ζυγό των Ασσυρίων και τη κατάλυση του Μηδικού βασιλείου. Επίσης δίνονται οι σχέσεις των Ελλήνων με τον Κύρο και περιγράφεται η υποταγή της Ιωνίας, της Καρίας, της Λυκίας και της Βορειοδυτικής Μικράς Ασίας στους Πέρσες. Και τέλος, αναφέρεται στην ιστορία των Βαβυλωνίων, των Ασσυρίων, με τη χώρα των Μασσαγετών, τους λαούς γύρω απ’ τη Κασπία θάλασσα και πώς σκοτώθηκε ο Κύρος ο Πρεσβύτερος.
* Στο Β’ βιβλίο, Ευτέρπη, αρχίζει με την εκστρατεία του Καμβύση στην Αίγυπτο που συνεχίζεται και στο Γ’ βιβλίο. Σ’ αυτό το βιβλίο, δίνει λεπτομερείς κι εντυπωσιακές πληροφορίες για την Αίγυπτο, τα ιερά της, τη θρησκεία της, τα ήθη κι έθιμα της, καθώς και για την ιστορία της και τις σχέσεις Ελλήνων κι Αιγυπτίων.
* Στο Γ’ βιβλίο, Θάλεια, ξαναγυρίζει στην αρχή, στην εκστρατεία του Καμβύση εναντίον του Άμαση και στα αίτια που τη προκαλέσανε. Περιγράφει την μάχη του Πηλουσίου, τη κατάκτηση της Αιγύπτου, την υποταγή της Κυρήνης και της Λιβύης, την εκστρατεία κατά των Αιθιόπων και των Αμμωνίων και τη κατάκτηση της Κύπρου. Επίσης περιγράφει την εκστρατεία των Λακεδαιμονίων και Κορινθίων κατά της Σάμου, την εξέγερση του Ψευδοσμέρδη, την ανταρσία των Μάγων, το θάνατο του Καμβύση και την ανάδειξη του Δαρείου σε βασιλιά των Περσών. Παρεμβάλλει τη περιήγηση της Ινδικής και πληροφορίες για τους Άραβες, τους Αιθίοπες και τους κατοίκους της Βόρειας Ευρώπης. Τέλος, περιγράφει την υποταγή της Σάμου στους Πέρσες, την εξέγερση των Βαβυλωνίων και τη κατάληψη της Βαβυλώνας.
* Στο Δ’ βιβλίο, Μελπομένη, δίνονται 2 εκστρατείες του Δαρείου, μια κατά των Σκυθών κι η άλλη κατά της Λιβύης. Ακόμη δίνει εντυπωσιακά στοιχεία για τις χώρες και τους λαούς, παραθέτει το μύθο για τις Αμαζόνες, τη κατάκτηση της Θράκης, την εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών και τη τελική υποχώρηση του. Έπειτα καταγράφει την ιστορία της Λιβύης, τη περιήγηση της Λιβύης και την εκστρατεία κατά της Λιβύης.
* Στο Έ’ βιβλίο, Τερψιχόρη, αναφέρει την υποταγή της Θράκης και των γύρω περιοχών (Τρωάδα, Λήμνος, Ίμβρος, κτλ.) στους Πέρσες. Εδώ παρεμβάλλει και την ιστορία του Ιστιαίου που θα παίξει σημαντικό ρόλο στην εξέγερση των Ιώνων και συνεχίζει με την αποστολή πρεσβείας στη Μακεδονία για να ζητήσει γη κι ύδωρ. Τέλος αναφέρει την εξέγερση των Ιώνων και τη περιγραφή των επιχειρήσεων κατά την επανάσταση των Ιώνων σ’ όλη της την έκταση, παρεμβάλλοντας την ιστορία των Δωρικών φυλών της Σπάρτης και την ιστορία των Αθηνών.
* Στο ΣΤ’ βιβλίο, Ερατώ, συνεχίζεται η εξιστόρηση της επανάστασης των Ιώνων, με παράθεση των επιθετικών ενεργειών του Δαρείου πριν από την Μάχη του Μαραθώνα. Ακόμη δίνεται η 1η εκστρατεία κατά της Ελλάδας που τελειώνει με τη Μάχη του Μαραθώνα. Μέσα σ’ αυτή την εκστρατεία, περιγράφονται πράγματα που γίνανε στην Ελλάδα, όπως η προσφορά των Αιγινητών για υποταγή στο Δαρείο κι η παρέμβαση Σπαρτιατών και Αθηναίων, που ανατρέψανε τη κατάσταση στην Αίγινα, η δράση του βασιλιά της Σπάρτης, Κλεομένη Α’, η στάση του Μαντείου των Δελφών, η καταστροφή της Ερέτριας και κλείνει με την αποχώρηση των Περσών και τη τύχη των Ερετριέων αιχμάλωτων καθώς και του νικητή του Μαραθώνα, Μιλτιάδη.
* Στο Ζ’ βιβλίο, Πολυμνία, λέει για το θάνατο του Δαρείου και την άνοδο στο θρόνο του Ξέρξη, του οποίου την ιστορία και τη δράση θα συνεχίσει και στα υπόλοιπα βιβλία. Περιγράφεται η συγκέντρωση του περσικού στρατού στη Θεσσαλία, η ζεύξη του Ελλησπόντου, η απαρίθμηση του στρατού και του ναυτικού του Ξέρξη, η αποστολή πρεσβειών από τις ελληνικές πόλεις στο Άργος, στη Σικελία, στη Κέρκυρα και στη Κρήτη με σκοπό να συγκροτηθεί Πανελλαδικό μέτωπο εναντίον των Περσών. Και κλείνει με περιγραφή της Μάχης των Θερμοπυλών.
* Στο Η’ βιβλίο, Ουρανία, συγκεντρώνει τη προσοχή του στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αναφέρει τη ναυμαχία του Αρτεμισίου και τις κινήσεις των Περσών στη Βοιωτία και την Αθήνα. Ενώ στη συνέχεια, δίνει τα συμβούλια των Ελλήνων, την εκκένωση της Αθήνας και την απόπειρα των Περσών κατά των Δελφών. Έπειτα δίνει τα αποτελέσματα της νίκης της Σαλαμίνας και την αποχώρηση του περσικού στόλου και του περσικού στρατού στη Θεσσαλία. Μετά, επανέρχεται στις επιχειρήσεις ξηράς και τη προετοιμασία για τη μεγάλη Μάχη των Πλαταιών. Στο τέλος γίνεται λόγος για τη Μακεδονική δυναστεία και το ρόλο του Αλεξάνδρου Α’.
* Στο Θ’ βιβλίο, Καλλιόπη, ασχολείται με την εκστρατεία του Μαρδονίου στην Αττική, τη κινητοποίηση των Σπαρτιατών που φτάνουνε για ενίσχυση των Αθηναίων και τα προκαταρκτικά της μεγάλης Μάχης των Πλαταιών, η ίδια η μάχη κι οι συνέπειες της νίκης των Ελλήνων. Τέλος, δίνεται ο επιθετικός πια πόλεμος των Ελλήνων και τελειώνει με τη κατάληψη της Σηστού από τους Αθηναίους.
Η μέθοδος του Ηρόδοτου είναι κριτική (παρατήρηση-κρίση-έρευνα). Παραθέτει ό,τι ακούει, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι τα πιστεύει· καταβάλλει, όμως, αξιόλογη προσπάθεια για αμερόληπτη, αντικειμενική και νηφάλια έκθεση των γεγονότων. Για το σκοπό αυτόν ο ιστορικός συνηθίζει να αναφέρει και τα λόγια επωνύμων (λέγεται ή λέγουσιν ή λέγει). Υπογραμμίζει, συνήθως, το πιθανό, αλλά παράλληλα παραθέτει και τις διάφορες εκδοχές, στις οποίες ασκεί κριτικό έλεγχο.
Η ιωνική διάλεκτος, μεικτή και ποικίλη, με μερικούς αττικούς και δωρικούς τύπους, αλλά και ομηρικές λέξεις και εκφράσεις, είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο ιστορικός ακολουθώντας τη συνήθεια των λογογράφων. Ο λόγος του, γλαφυρός και παραστατικός, αποτελείται από μικρές προτάσεις οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους κατά παράταξη, όπως ο λόγος των απλοϊκών ανθρώπων. Χαρακτηριστικό μορφολογικό στοιχείο της ηροδότειας συγγραφής είναι η δραματοποίηση της αφήγησης. Το ύφος της διακρίνεται για την περιγραφική απλότητα και την απέριττη λιτότητα. Η πολιτική σκέψη εκφράζεται με ιδέες απλές και δυνατές, όπως η έννοια της ελληνικής ενότητας, η πίστη στο ιδεώδες της ελευθερίας, η αίσθηση της αντίθεσης ανάμεσα στον κόσμο της απόλυτης εξουσίας και τον κόσμο της ελευθερίας, η πειθαρχία, με εκούσια συναίνεση, και η υπακοή στους νόμους, που πηγάζει από την ελεύθερη βούληση των Ελλήνων. Οι νόμοι, γραπτοί και άγραφοι, “τὰ πάντων ἀνθρώπων νόμιμα»”, αποτελούν ρυθμιστικούς κανόνες στις σχέσεις των μελών μιας κοινότητας.
Τα ιστορικά γεγονότα είναι για τον Ηρόδοτο αφορμή για στοχασμό. Κινητήρια αρχή είναι η εκδίκηση για τις αδικίες των ανθρώπων. Τα ανθρώπινα πράγματα είναι πολύ αβέβαια και εύθραυστα. Η ροή τους προσδιορίζεται από τη μοίρα (τὴν πεπρωμένην μοίραν), γνήσια αρχαϊκό στοιχείο, που δεν είναι τυφλή δύναμη, αλλά καθορίζεται από το θεό. Ο κόσμος του Ηρόδοτου, όπως και του Αισχύλου, κυβερνάται από τους θεούς. Ο άνθρωπος είναι εξολοκλήρου υπεύθυνος για τις πράξεις του· πρέπει, συνεπώς, να είναι δίκαιος και ευσεβής, να μένει ταπεινός. Η πίστη αυτή του Ηρόδοτου στη δυνατότητα του ανθρώπου να αποφασίζει και να ενεργεί, με δική του ευθύνη, επιλέγοντας αυτόβουλα (ἑκών) το σωστό, ανοίγει το δρόμο προς την επιστημονική ιστοριογραφία. Η ανθρώπινη ευδαιμονία είναι ασταθής. Η υπέρμετρη ευτυχία των θνητών γεννά την ύβρη, προκαλεί τη νέμεση, την αγανάκτηση δηλαδή των θεών για το υπέρμετρο κι επιφέρει αναπόφευκτα την καταστροφή (άτη)-τιμωρία (τίσιν). Ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι αλαζόνας και να προκαλεί με την πλεονεξία του, γιατί οι θεοί είναι φθονεροί απέναντι στην ανθρώπινη ευτυχία.
Φιλέει γὰρ ὁ θεὸς τὰ ὑπερέχοντα πάντα κολούειν.
Γιατί ο θεός αρέσκεται να χτυπάει κατακέφαλα όσα υπερυψώνονται. (Bιβλ. Z, 10)
Ο ιστορικός ασκεί κριτικό έλεγχο, απόρροια του ιωνικού ορθολογισμού, όσον αφορά την εγκυρότητα των διάφορων πληροφοριών και διατυπώνει επιφυλάξεις, αμφιβολίες ή διαφωνίες. Παράλληλα όμως με την προσπάθεια λογικής εξήγησης των γεγονότων, επικαλείται και υπερφυσικές δυνάμεις (μοίρα, θεούς). Οι Θεοί κάνουν αισθητή τη παρουσία τους στους ανθρώπους με χρησμούς, όνειρα, οιωνούς, τέρατα και σημεία κι άλλα θεϊκά σημάδια, στοιχεία ρυθμιστικά ή και καθοριστικά της ανθρώπινης δράσης, που ο Ηρόδοτος δεν αμφισβητεί την αξιοπιστία τους.
Ο ιστορικός αποδίδει την ευθύνη της επέμβασης των θεών στην αδυναμία των ανθρώπων ν’ αντιληφθούν το σωστό, να παραδεχθούν τα όριά τους και να ρυθμίσουν ανάλογα τη δράση τους. Ο θεϊκός φθόνος -“τὸ θεῖον φθονερὸν καὶ ταραχῶδες” (που τα φέρνει όλα άνω κάτω, Βιβλ. Α, 32)- που συγγενεύει με τη θεοδικία του Αισχύλου, επενεργεί καταστροφικά στα ανθρώπινα πράγματα και δεν αφήνει τους ανθρώπους να είναι ευτυχισμένοι. Άξιος να ονομάζεται ευτυχισμένος (ὄλβιος) είναι όποιος έχει καλό τέλος στη ζωή του. Εξαίρει την ιδέα της ελευθερίας· πολύ εχθρικός προς τη τυραννία, σ’ ολόκληρο το έργο καταδικάζει απερίφραστα το δεσποτισμό, επειδή ακριβώς αναιρεί κάθε μορφή ελευθερίας. Γενικά, το ηροδότειο έργο διακρίνεται για το επιστημονικό ενδιαφέρον, τα ηθικά διδάγματα, τον βαθύ ανθρωπισμό, τον άμεσο κι οικείο τόνο του.
Η ακρίβεια του έργου του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί από την αρχαιότητα. Εν τούτοις, αρχαιολογικές κι ανθρωπολογικές ανακαλύψεις τον 20ό αι. έχουν κατά πολύ επαναφέρει την αυθεντικότητα κι ακρίβεια των λεγομένων του. Συχνά παρουσιάζει διαφορετικές απόψεις για κάποιο θέμα, για να καταλήξει να πει ποια άποψη υποστηρίζει ο ίδιος και για ποιο λόγο.
Επειδή ο Δυτικός πολιτισμός έχει θεμελιωθεί σε αρχές που έχουν τις βάσεις τους στην αρχαία Ελλάδα (π.χ.: ορθολογισμός, αμφισβήτηση του κύρους της αυθεντίας, απαγκίστρωση απ’ τις δεισιδαιμονίες, αντικειμενική εξέταση του φυσικού κόσμου, ισότητα των πολιτών, κ.ά.), και καθώς αυτές οι αρχές πήραν μορφή κι αποκρυσταλλώθηκαν στην Ελλάδα κυρίως στη κλασσική περίοδο (τον χρυσούν αιώνα που ακολούθησε την αποτυχημένη Περσική εισβολή), δεν είναι παράλογο να υποθέσει κανείς πως ο Δυτικός Ευρωπαϊκός πολιτισμός θα μπορούσε να ‘χε ακολουθήσει διαφορετική διαδρομή αν οι Πέρσες είχαν επιτύχει τους στόχους τους τότε, κατά τον 5ο αι. π.Χ. Συγκεκριμένα, αναρωτιέται κανείς τί θα ήταν ο Διαφωτισμός κατά τον 17ο –18ο αι., χωρίς τις ρίζες του στη κλασσική εποχή: θ’ ανακαλύπτονταν οι παραπάνω αρχές τελείως ξαφνικά τότε, εκ του μηδενός; Θα ήταν ίδια η πορεία της επιστήμης χωρίς την επιρροή της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς-της; Όλα αυτά είναι ενδιαφέροντα ερωτήματα που παρακινούν τους ανθρώπους ν’ αποκτήσουν μια πιο στενή επαφή και γνώση των γεγονότων που περιγράφει ο Ηρόδοτος.========================
Βιβλίο: 1ο Κλειώ
(απόσπ.)
πρόλογος: Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ τις έρευνές του, για να μη ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους, να σβήσουν άδοξα. ιδιαίτερα γίνεται λόγος για την αιτία που αυτοί πολέμησαν μεταξύ τους.
[1.1.1] Οι γραμματισμένοι Πέρσες βρίσκουν τους Φοίνικες αίτιους της έχθρας. λεν δηλαδή πως αυτοί, φτασμένοι από τη θάλασσα που ονομάζεται Ερυθρά σε τούτη εδώ τη θάλασσα, αφού κατοίκισαν το χώρο που και τώρα κατοικούν, άρχισαν αμέσως με μακρινά ταξίδια, μεταφέρνοντας εμπορεύματα αιγυπτιακά και ασσυριακά, να πιάνουν και σε άλλα λιμάνια και προπαντός στο Άργος.
[1.1.2] Το Άργος εκείνα τα χρόνια σε όλα ξεχώριζε ανάμεσα στις πόλεις της χώρας που τώρα ονομάζεται Ελλάδα. Πως έφτασαν λέει σ’ αυτό το Άργος οι Φοίνικες και ξεπουλούσαν το φορτίο τους.
[1.1.3] Όμως την πέμπτη ή την έκτη μέρα αφότου έφτασαν και όταν σχεδόν τα είχαν όλα ξεπουλήσει, πως κατέβηκαν στη θάλασσα κι άλλες πολλές κοπέλες κι ανάμεσά τους η θυγατέρα του βασιλιά. το όνομά της ήταν το ίδιο που λεν και οι Έλληνες, Ιώ του Ινάχου.
[1.1.4] Πως αυτές στάθηκαν στην πρύμη του καραβιού κι αγόραζαν από τις πραμάτειες ό,τι τραβούσε η καρδιά τους πιο πολύ, και οι Φοίνικες συνεννοημένοι όρμησαν πάνω τους. Πως βέβαια οι πιο πολλές ξέφυγαν, όμως την Ιώ μαζί με άλλες την άρπαξαν, τη βάλαν στο καράβι και γρήγορα άνοιξαν πανιά για την Αίγυπτο.
[1.2.1] Έτσι διηγούνται οι Πέρσες πως η Ιώ έφτασε στην Αίγυπτο, όχι όπως οι Έλληνες, και πως αυτό έγινε η αρχή για τα αδικήματα που ακολούθησαν. Μετά από αυτά, λένε οι Πέρσες, κάποιοι από τους Έλληνες (γιατί δεν ξέρουν να πουν το όνομά τους) πάτησαν πόδι στην Τύρο της Φοινίκης και άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά την Ευρώπη. Μπορεί και να ‘ταν Κρήτες. Πως έτσι έγιναν ίσα κι ίσα, όμως μετά οι Έλληνες έγιναν αίτιοι της δεύτερη αδικίας.
[1.2.2] Γιατί μ’ ένα μακρύ καράβι ανέβηκαν τον Φάση ποταμό στην Αία της Κολχίδας, κι αποκεί, σαν αποτέλειωσαν τις άλλες υποθέσεις τους για τις οποίες πήγαν, άρπαξαν τη θυγατέρα του βασιλιά τη Μήδεια.
[1.2.3] Πως έστειλε ο Κόλχος στην Ελλάδα κήρυκα και ζητούσε ικανοποίηση για την αρπαγή, και ζητούσε πίσω την κόρη του. όμως αυτοί απαντούσαν ότι ούτε εκείνοι δεν τους είχαν δώσει ικανοποίηση για την αρπαγή της Αργίτισσας Ιούς. ούτε λοιπόν κι αυτοί θα του τη δώσουν.
[1.3.1] Στην επόμενη γενιά ύστερα από αυτά, λένε πως ο Αλέξανδρος που τα έμαθε, θέλησε να αποχτήσει γυναίκα από την Ελλάδα με αρπαγή, ξέροντας πως έτσι κι αλλιώς δε θα δώσει λόγο, αφού και κείνοι δεν έδωσαν.
[1.3.2] Έτσι λοιπόν, σαν άρπαξε την Ελένη, οι Έλληνες πήραν απόφαση να στείλουν κήρυκες και να ζητούν την Ελένη πίσω, και να ζητούν ικανοποίηση για την αρπαγή. Όμως εκείνοι στα επιχειρήματά τους αντίφερναν την αρπαγή της Μήδειας, ότι ούτε οι ίδιοι δεν τους έδωσαν ικανοποίηση ούτε τους την έδωσαν πίσω, μόλο που τη ζητούσαν, κι ήθελαν τώρα να πάρουν ικανοποίηση από τους άλλους.
[1.4.1] Πως ώς εδώ μόνο αρπαγές γυναικών έγιναν και από τις δύο μεριές, όμως αποκεί και πέρα οι Έλληνες βέβαια έπεσαν σε μεγάλο σφάλμα. γιατί πρωτύτερα αυτοί άρχισαν να εκστρατεύουν στην Ασία απ’ ό,τι εκείνοι στην Ευρώπη.
[1.4.2] Πως το να αρπάζει κανείς γυναίκες είναι βέβαια έργο αδίκων ανθρώπων, όμως, μια κι έγινε η αρπαγή, να θες καλά και σώνει εκδίκηση, αυτό το κάνουν οι ανόητοι. να μη σε νοιάζει γι’ αυτές που σου άρπαξαν, αυτό είναι γνώρισμα των φρονίμων. γιατί ολοφάνερα, αν δεν το ήθελαν οι ίδιες, δε θα άφηναν να τις αρπάξουν.
[1.4.3] Αυτοί οι Ασιάτες, λεν οι Πέρσες, όταν τους άρπαξαν γυναίκες, δεν το πήραν στα σοβαρά, ενώ οι Έλληνες για μια γυναίκα σπαρτιάτισσα ξεσήκωσαν ολόκληρη εκστρατεία, ήρθαν στην Ασία και αφάνισαν τη δύναμη του Πριάμου.
[1.4.4] Πως από τότε πια θεωρούν ότι οι Έλληνες τους είναι εχθροί. Γιατί την Ασία και τα βάρβαρα έθνη που την κατοικούν, οι Πέρσες τα θεωρούν δικά τους, ενώ την Ευρώπη και τους Έλληνες τα έβλεπαν πάντα σαν κάτι ξεχωριστό.
[1.5.1] Έτσι λεν οι Πέρσες πως έγιναν τα πράγματα, και στην άλωση του Ιλίου βρίσκουν την αιτία της έχθρας τους προς του Έλληνες.
[1.5.2] Για την Ιώ δε συμφωνούν με τους Πέρσες οι Φοίνικες. γιατί δεν την άρπαξαν αυτοί, λένε, και δεν την έφεραν στην Αίγυπτο, αλλά ότι στο Άργος έσμιξε με τον καπετάνιο του καραβιού και, όταν κατάλαβε πως ήταν έγκυος, από ντροπή για τους γονείς της -έτσι λοιπόν από μόνη της έφυγε με τα καράβια των Φοινίκων, για να μη προδοθεί.
[1.5.3] Αυτά λεν οι Πέρσες κι οι Φοίνικες. Εγώ όμως δεν έρχομαι να μιλήσω γι’ αυτά, αν έγιναν έτσι ή κάπως αλλιώς, αλλά εκείνον που ο ίδιος ξέρω ότι πρώτος άρχισε τα άδικα έργα στους Έλληνες, αυτόν πρώτα θα παρουσιάσω και θα προχωρήσω στη συνέχεια της ιστορίας μου σταματώντας το ίδιο σε μικρές και μεγάλες πόλεις ανθρώπων.
[1.5.4] Γιατί όσες ήταν μεγάλες παλιότερα, οι πιο πολλές τους έχουν γίνει μικρές, κι όσες στα χρόνια μου ήταν μεγάλες, πριν ήταν μικρές. Την ανθρώπινη λοιπόν ευδαιμονία ξέροντάς την, πως δε στέκει αμετακίνητη, θα μνημονεύσω το ίδιο και τις δύο.
[1.6.1] Ο Κροίσος ήταν Λυδός στη καταγωγή, γιος του Αλυάττη και τύραννος των εθνών εκείνων που μένουν στη μέσα μεριά του Άλη ποταμού, που από τα μεσημβρινά τρέχει ανάμεσα στους Σύριους και τους Παφλαγόνες και χύνεται βορεινά στον καλούμενο Εύξεινο πόντο.
[1.6.2] Αυτός ο Κροίσος πρώτος, όσο ξέρουμε, από τους βαρβάρους, άλλους από τους Έλληνες τους έκανε φόρου υποτελείς και άλλους τούς κέρδισε με το μέρος του ως φίλους. Έκανε φόρου υποτελείς τους Ίωνες και τους Αιολείς και τους Δωριείς της Μικράς Ασίας, κέρδισε με το μέρος του ως φίλους τους Λακεδαιμόνιους.
[1.6.3] Πριν από την αρχή του Κροίσου όλοι οι Έλληνες ήταν ελεύθεροι. Γιατί των Κιμμερίων ο στρατός που έφτασε στην Ιωνία, όντας αρχαιότερος από του Κροίσου, δεν προχώρησε στην καθυπόταξη των πόλεων, αλλά έκανε επιδρομή και αρπαγές.
[1.7.1] Η ηγεμονία, που ήταν πρώτα των Ηρακλειδών, πέρασε στα χέρια της γενιάς του Κροίσου, στους Μερμνάδες, έτσι:
[1.7.2] Ήταν ο Κανδαύλης, που οι Έλληνες τον λεν Μυρσίλο, τύραννος των Σαρδίων και απόγονος του Αλκαίου, γιου του Ηρακλή. Γιατί ο Άγρων, γιος του Νίνου γιου του Βήλου γιου του Αλκαίου, έγινε πρώτος Ηρακλείδης βασιλιάς των Σαρδίων. ο Κανδαύλης, ο γιος του Μύρσου, τελευταίος.
[1.7.3] Όσοι βασίλευσαν στη χώρα αυτή πριν από τον Άγρωνα ήταν απόγονοι του Λυδού, γιου του Άτη, από όπου πήρε ο λύδιος λαός ολόκληρος το όνομά του, αυτός που πρώτα ονομαζόταν Μηίων.
[1.7.4] Από αυτούς και με τη συγκατάθεσή τους πήραν την αρχή, στηριγμένοι σε χρησμό, οι Ηρακλείδες, που κρατούσε η γενιά τους από μια δούλη του Ιαρδάνου κι από τον Ηρακλή και που βασίλευσαν είκοσι δύο γενιές, πεντακόσια πέντε χρόνια, κάθε γιος κληρονομώντας την αρχή από τον πατέρα του, ώς τον Κανδαύλη, το γιο του Μύρσου.
[1.8.1] Αυτός λοιπόν ο Κανδαύλης ερωτεύθηκε τη γυναίκα του, και ερωτευμένος μαζί της πίστευε πως η γυναίκα του είναι πολύ πιο όμορφη από όλες τις άλλες. Από μια τέτοια πίστη -γιατί ήταν ένας από τους δορυφόρους του ο Γύγης, ο γιος του Δασκύλου, που είχε κερδίσει την εύνοιά του- σ’ αυτόν λοιπόν το Γύγη εμπιστευόταν ο Κανδαύλης τις σπουδαιότερες υποθέσεις του, και του παινούσε ξεχωριστά και την ομορφιά της γυναίκας του.
[1.8.2] Δεν πέρασε πολύς καιρός -γιατί ήταν γραμμένο του Κανδαύλη να κακοπάθει- κι έλεγε μια μέρα του Γύγη τέτοια λόγια: «Γύγη, επειδή δε νομίζω πως πείθεσαι σε όσα σου λέω για την ομορφιά της γυναίκας μου (στα αυτιά συμβαίνει οι άνθρωποι να πιστεύουν λιγότερο απ’ ό,τι στα μάτια), δέξου να τη δεις εκείνη γυμνή».
[1.8.3] Αυτός όμως αναφώνησε κι είπε: «Κύριέ μου, τί λόγο αρρωστημένο μού λες, παρακινώντας με, την κυρά μου να την δω γυμνή; Μα από τη στιγμή που μια γυναίκα βγάζει το ρούχο της, αφήνει ακάλυπτη και την ντροπή της.
[1.8.4] Από τα παλιά χρόνια βρήκαν οι άνθρωποι γνώμες σοφές, που πρέπει να μας διδάσκουν. μια από αυτές είναι και τούτη: να κοιτάζει καθένας τη δουλειά του. Εγώ δέχομαι πως εκείνη είναι από όλες τις γυναίκες η πιο όμορφη και σου ζητώ να μη ζητάς πράγματα άνομα».
[1.9.1] Έτσι μιλώντας πάσχιζε να το αποφύγει, από φόβο μήπως τον βρει κάποιο κακό. Όμως εκείνος του απαντούσε μ’ αυτά τα λόγια: «Θάρρος, Γύγη, και μη φοβάσαι ούτε μένα, πως ίσως θέλοντας να σε δοκιμάσω κάνω μια τέτοια πρόταση, ούτε τη γυναίκα μου, μήπως από κείνη σε βρει κάποιο κακό. γιατί εγώ θα σε βάλω μέσα στο δωμάτιο που κοιμόμαστε, πίσω από το ανοιχτό θυρόφυλλο. αμέσως μετά από μένα θα έρθει και η γυναίκα μου για ύπνο. Βρίσκεται κοντά στην είσοδο ένα θρονί. πάνω σ’ αυτό βγάζοντας ένα προς ένα τα ρούχα της θα τα αποθέσει, και θα μπορέσεις με όλη σου την ησυχία να τη θαυμάσεις. Όταν από το θρονί προχωρήσει προς το κρεβάτι κι έτσι βρεθείς πίσω από τη πλάτη της, κοίτα μόνος σου από κεί και πέρα να μη σε δει που θα γλιστράς από τη πόρτα».
[1.10.1] Ο Γύγης λοιπόν, μια και δε γινόταν να το ξεφύγει, δέχτηκε. Κι ο Κανδαύλης, όταν είδε πως είναι ώρα για ύπνο, έμπασε το Γύγη στο δωμάτιο κι ύστερα αμέσως παρουσιάστηκε κι η γυναίκα του. Την ώρα που μπήκε κι απόθετε τα ρούχα της, τη θαύμαζε ο Γύγης.
[1.10.2] Μόλις ωστόσο βρέθηκε πίσω από τη πλάτη της, καθώς προχωρούσε η γυναίκα στο κρεβάτι, γλίστρησε να βγει έξω. Μα η γυναίκα τον είδε καλά την ώρα που ξεγλιστρούσε. Ένιωσε τί της είχε κάνει ο άνδρας της, όμως ούτε φώναξε, μ’ όλη της την ντροπή, ούτε έδειξε πως το κατάλαβε, έχοντας στο νου της να εκδικηθεί τον Κανδαύλη.
[1.10.3] Γιατί στους Λυδούς, όπως επίσης και στους άλλους βαρβάρους, είναι μεγάλη ντροπή ακόμη κι έναν άντρα να τον δουν γυμνό.
[1.11.1] Τότε λοιπόν η βασίλισσα δίχως να δείξει το παραμικρό κράτησε τη ψυχραιμία της. Όμως ευθύς ως ξημέρωσε, εξασφάλισε τη συμπαράσταση κείνων των υπηρετών που τους ήξερε να της είναι πολύ πιστοί κι έστειλε να φωνάξουν το Γύγη. Κι αυτός δίχως να του περάσει από το μυαλό ότι η βασίλισσα ξέρει τα πράγματα, ήρθε στη πρόσκλησή της. Γιατί συνήθιζε και πριν, κάθε φορά που εκείνη τον καλούσε, να έρχεται κοντά της.
[1.11.2] Μόλις ο Γύγης έφτασε, του μίλησε η γυναίκα έτσι: «Τώρα σου ανοίγονται δύο δρόμοι, Γύγη, και σου δίνω το δικαίωμα να πάρεις όποιον από τους δύο θέλεις: ή σκότωσε τον Κανδαύλη και πάρε εμένα και τη βασιλεία των Λυδών, ή ο ίδιος αμέσως τώρα πρέπει να πεθάνεις, για να μη γίνει και δεις του λοιπού με τη τυφλή σου υπακοή στον Κανδαύλη όσα δε σου επιτρέπεται.
[1.11.3] Αλλά ή εκείνος που τα μηχανεύτηκε αυτά πρέπει να αφανιστεί, ή εσύ που εμένα με είδες γυμνή κάνοντας μια πράξη άπρεπη». Ο Γύγης στην αρχή τα έχασε με τα λόγια της, ύστερα τη παρακαλούσε να μη τον φέρει στην ανάγκη να κάνει μια τέτοια εκλογή.
[1.11.4] Όμως παρόλα αυτά δεν την έπειθε κι έβλεπε ότι η ανάγκη πραγματικά τον πίεζε να διαλέξει: ή να σκοτώσει τον κύριό του ή να αφήσει να τον σκοτώσουν αυτόν οι άλλοι -διαλέγει να ζήσει ο ίδιος. Τότε λοιπόν πρόσθεσε την ακόλουθη ερώτηση: «Μια και με αναγκάζεις να σκοτώσω τον αφέντη μου, κι ας μην το θέλω, πες μου να ακούσω με ποιό τρόπο θα του επιτεθούμε».
[1.11.5] Και εκείνη πήρε το λόγο και είπε: «Από το ίδιο μέρος θά ‘ρθει το χτύπημα, από όπου και κείνος με έδειξε γυμνή. πάνω στον ύπνο θα τον βρει».
[1.12.1] Όταν κατέστρωσαν το σχέδιο, σα νύχτωσε (γιατί δε γινόταν πια ο Γύγης να ξεφύγει ούτε κι υπήρχε τρόπος να απαλλαγεί, αλλά έπρεπε ή τον εαυτό του να αφανίσει ή τον Κανδαύλη), ακολουθούσε στον κοιτώνα τη γυναίκα και κείνη του έδωσε ένα μαχαίρι και τον έκρυψε πίσω από το ίδιο θυρόφυλλο.
[1.12.2] Μετά, την ώρα που ο Κανδαύλης κοιμόταν, βγήκε πίσω από τη πόρτα και τον σκότωσε κι έτσι πήρε και τη γυναίκα και τη βασιλεία του ο Γύγης. Τον θυμήθηκε κι ο Αρχίλοχος ο Πάριος, που έζησε στα ίδια χρόνια, σ’ ένα του στίχο.
[1.13.1] Κέρδισε ο Γύγης τη βασιλεία κι έγινε κρατερός με δελφικό χρησμό. Γιατί έτσι που οι Λυδοί πήραν βαριά το πάθος του Κανδαύλη και σήκωσαν τα όπλα, ήρθαν τελικά σε συμβιβασμό οι στασιαστές του Γύγη και οι υπόλοιποι Λυδοί με τον όρο, αν το μαντείο δεχτεί να γίνει αυτός βασιλιάς των Λυδών, τότε να βασιλεύσει, αλλιώτικα να δώσει πίσω στους Ηρακλείδες την αρχή.
[1.13.2] Το μαντείο δέχτηκε κι έτσι βασίλευσε ο Γύγης. Τόσο μονάχα πρόσθεσε η Πυθία. ότι θα πέσει η εκδίκηση των Ηρακλειδών στον πέμπτο απόγονο του Γύγη. Όμως στο λόγο αυτόν ούτε οι Λυδοί ούτε οι βασιλιάδες τους δεν έδωσαν σημασία, παρά μόνο όταν εκπληρώθηκε.
[1.14.1] Έτσι πήραν στα χέρια τους οι Μερμνάδες τη τυραννίδα παραμερίζοντας τους Ηρακλείδες. Όταν ο Γύγης έγινε βασιλιάς, έστειλε πολλά αφιερώματα στους Δελφούς. προκειμένου για αφιερώματα από ασήμι, υπάρχουν πάρα πολλά δικά του στους Δελφούς. έξω όμως από ασήμι αφιέρωσε κι άλλο πολύ χρυσάφι και μάλιστα -κάτι που αξίζει να το θυμάται κανείς- έξι κρατήρες χρυσοί βρίσκονται εκεί, αφιερώματα δικά του.
[1.14.2] είναι στημένοι στο θησαυρό των Κορινθίων και ζυγίζουν τριάντα τάλαντα. Στην πραγματικότητα ο θησαυρός δεν είναι του δήμου των Κορινθίων, αλλά του Κυψέλου, γιου του Ηετίωνα. Αυτός ο Γύγης πρώτος από τους βαρβάρους, όσο ξέρουμε, αφιέρωσε αναθήματα στους Δελφούς μετά το Μίδα, το γιο του Γορδία, το βασιλιά της Φρυγίας.
[1.14.3] Γιατί βέβαια αφιέρωσε κι ο Μίδας τον βασιλικό του θρόνο, που πάνω του καθισμένος δίκαζε μπροστά στο λαό -έργο αξιοθέατο. Βρίσκεται και αυτός ο θρόνος όπου κι οι κρατήρες του Γύγη. Τα χρυσά αυτά κα ασημένια αναθήματα του Γύγη στους Δελφούς τα λεν Γυγάδα από το όνομα του αναθέτη.
[1.14.4] Κίνησε κι αυτός επίσης στρατό, όταν πήρε την αρχή στα χέρια του, εναντίον της Μιλήτου και της Σμύρνης, και κυρίεψε την πόλη της Κολοφώνος. Αλλά επειδή άλλο έργο σπουδαίο δεν έγινε στα χρόνια της βασιλείας του, που κράτησε τριάντα οχτώ χρόνια, θα τον αφήσουμε με αυτά τα λίγα που διηγηθήκαμε.
[1.15.1] Θα μιλήσω τώρα για τον Άρδη, τον γιο του Γύγη που βασίλευσε μετά το Γύγη. Αυτός πήρε τη Πριήνη και μπήκε στη Μίλητο και στα χρόνια που ήταν τύραννος στις Σάρδεις, οι Κιμμέριοι, που τους ξεσήκωσαν από τα μέρη τους οι νομάδες Σκύθες, ήλθαν στην Ασία και κυρίεψαν τις Σάρδεις εκτός από την ακρόπολη.
[1.16.1] Τον Άρδη που βασίλευσε σαράντα εννέα χρόνια τον διαδέχθηκε ο Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, που βασίλευσε δώδεκα χρόνια, τον Σαδυάττη πάλι ο Αλυάττης.
[1.16.2] Αυτός πολέμησε με τον Κυαξάρη, τον απόγονο του Δηιόκη, και με τους Μήδους του, έδιωξε τους Κιμμέριους από την Ασία, κυρίεψε τη Σμύρνη, εποικισμένη από τους Κολοφώνιους, και έκανε εισβολή στις Κλαζομενές. Ωστόσο αποκεί δεν ξεμπέρδεψε όπως το ήθελε, παρά αφού έπαθε μεγάλες καταστροφές.
[1.17.1] Έκανε κι άλλα έργα, όσο βρισκόταν στην αρχή ο Αλυάττης, αξιομνημόνευτα, τα εξής: πολέμησε με τους Μιλησίους συνεχίζοντας τον πόλεμο του πατέρα του. Έκανε επιδρομές και πολιορκούσε τη Μίλητο με τον ακόλουθο τρόπο: Όταν τα γεννήματα στα χωράφια ήταν μεστωμένα, τότε έκανε εισβολή με το στρατό του. Κινούσε το στρατό του με συνοδεία από φλογέρες, κιθάρες και αυλούς ψιλόφωνους και βαθύφωνους.
[1.17.2] Και όταν έφτανε στη χώρα των Μιλησίων, τις αγροκατοικίες τους ούτε τις γκρέμιζε ούτε τους έβαζε φωτιά ούτε έσπαζε τις πόρτες, παρά τα άφηνε όλα στη θέση τους· όμως αφού χαλούσε τα δένδρα και τα γεννήματα της γης, έφευγε πίσω.
[1.17.3] Γιατί οι Μιλήσιοι κρατούσαν τη θάλασσα, και έτσι ο στρατός δεν είχε νόημα να προχωρήσει σε πολιορκία. Τις αγροκατοικίες τους δεν τις κατάστρεφε ο λυδός βασιλιάς γι᾽ αυτόν το λόγο· για να έχουν οι Μιλήσιοι καταφύγιο, και κινώντας αποκεί να μπορούν να σπέρνουν και να δουλεύουν τη γη τους, ενώ αυτός από τη δουλειά τους να έχει κάτι να αφανίζει, κάθε που θα έκαμε εισβολή.
[1.18.1] Με αυτή την τακτική κράτησε ο πόλεμος ένδεκα χρόνια, και μέσα σε αυτά δέχτηκαν οι Μιλήσιοι δύο μεγάλα χτυπήματα, ένα στο Λιμενείο στη μάχη που έγινε στην ίδια τους τη χώρα, και ένα στην πεδιάδα του Μαιάνδρου.
[1.18.2] Τα έξι από τα ένδεκα χρόνια αρχηγός των Λυδών ήταν ο Σαδυάττης, ο γιος του Άρδη, αυτός που και τότε κινούσε το στρατό του εναντίον της χώρας των Μιλησίων· γιατί αυτός ήταν που άνοιξε κιόλας τον πόλεμο. Τα υπόλοιπα πέντε χρόνια, που ακολούθησαν τα έξι του Σαδυάττη, πολεμούσε ο Αλυάττης, που πήρε, όπως προηγουμένως το είπα, τον πόλεμο από τον πατέρα του και τον συνέχισε με επιμονή.
[1.18.3] Κανείς ανάμεσα στους Ίωνες δεν παραστάθηκε των Μιλησίων, για να τους ξαλαφρώσει από το βάρος του πολέμου· μόνον οι Χίοι. Αυτοί ανταποδίδοντας τα ίσα τούς βοήθησαν. Γιατί και οι Μιλήσιοι άλλοτε βοήθησαν τους Χίους να βαστάξουν τον πόλεμο που έκαναν με τους Ερυθραίους.
[1.19.1] Στον δωδέκατο χρόνο και ενώ ο στρατός έκαιε τα σπαρτά, συνέπεσε να γίνει το εξής· ευθύς ως άναψαν τα σπαρτά, ο αέρας που φυσούσε δυνατά μετάδωσε τη φωτιά στο ναό της Αθηνάς που τη λεν Ασσησίη, πήρε φωτιά ο ναός και αποκάηκε.
[1.19.2] Στην αρχή κανείς δεν έδωσε σημασία στο γεγονός, αργότερα όμως, όταν ο στρατός γύρισε πίσω στις Σάρδεις, έπεσε άρρωστος ο Αλυάττης. Κι επειδή η αρρώστια του τραβούσε σε μάκρος, στέλνει στους Δελφούς ανθρώπους του, είτε με τη συμβουλή κάποιου, ή και μόνος του το αποφάσισε να στείλει και να ρωτήσει το θεό για την αρρώστια του.
[1.19.3] Σ᾽ αυτούς που έφτασαν στους Δελφούς αρνήθηκε η Πυθία να χρησμοδοτήσει, προτού ξαναχτίσουν το ναό της Αθηνάς που έκαψαν στην Ασσησό της χώρας των Μιλησίων.
[1.20.1] Το άκουσα στους Δελφούς ο ίδιος και ξέρω πως έτσι έγινε το πράγμα. Σ᾽ αυτά οι Μιλήσιοι προσθέτουν πως ο Περίανδρος, ο γιος του Κυψέλου, φίλος στενός του Θρασύβουλου, του τότε τυράννου της Μιλήτου, σαν έμαθε το χρησμό που προοριζόταν για τον Αλυάττη, έστειλε αγγελιοφόρο να του τον μαρτυρήσει, για να είναι σε θέση ο Θρασύβουλος, ξέροντάς τον από πριν, να πάρει αποφάσεις σύμφωνες με την περίσταση.
[1.21.1] Ο Αλυάττης από μέρους του, μόλις του ήρθε το μήνυμα από τους Δελφούς, αμέσως έστειλε κήρυκα στη Μίλητο, γιατί ήθελε να κάνει ανακωχή με το Θρασύβουλο και τους Μιλήσιους, όσο καιρό θα του χρειαζόταν να ξαναχτίσει το ναό. Ο απεσταλμένος τραβούσε για τη Μίλητο, ενώ ο Θρασύβουλος, καλά πληροφορημένος για όλα και ξέροντας τί είχε στο νου του να κάνει ο Αλυάττης, νά τί μηχανεύεται.
[1.21.2] Όσο σιτάρι υπήρχε στην πόλη, δικό του και των άλλων πολιτών, όλο αυτό το μάζεψε στην αγορά και παράγγειλε στους Μιλησίους, όταν αυτός θα δώσει το σύνθημα, τότε όλοι να το ρίξουν στο πιοτό και στο γλέντι παρέες παρέες.
[1.22.1] Αυτό το έκανε και έδωσε τέτοια παραγγελία ο Θρασύβουλος από σκοπού· έτσι όπως θα έβλεπε ο κήρυκας από τις Σάρδεις σωρό μεγάλο το σιτάρι στην αγορά και τους ανθρώπους να γλεντούν, να πάει να τα πει στον Αλυάττη.
[1.22.2] Έτσι κι έγινε· γιατί σαν τα είδε κείνα ο κήρυκας κι είπε του Θρασύβουλου τις παραγγελίες του Λυδού, γύρισε πίσω στις Σάρδεις και, όπως πληροφορούμαι, η συμφιλίωση έγινε όχι για άλλον λόγο παρά γι’ αυτόν:
[1.22.3]περιμένοντας δηλαδή ο Αλυάττης να βρει στη Μίλητο μεγάλη πείνα, και το λαό ριγμένο στην πιο μεγάλη εξαθλίωση, άκουσε τον κήρυκα που γύρισε από τη Μίλητο να του λέει τα αντίθετα απ’ ό,τι ο ίδιος περίμενε με βεβαιότητα.
[1.22.4] Ύστερα κι η συμφιλίωσή τους έγινε με τον όρο να είναι φίλοι μεταξύ τους και σύμμαχοι, και δύο ναούς αντί για έναν έχτισε της Αθηνάς ο Αλυάττης στην Ασσησό κι ο ίδιος σηκώθηκε από την αρρώστια του. Ο πόλεμος λοιπόν του Αλυάττη με τους Μιλήσιους και το Θρασύβουλο αυτό το τέλος πήρε.
[1.23.1] Ο Περίανδρος ήταν γιος του Κύψελου, αυτός που μήνυσε στο Θρασύβουλο το χρησμό. Ήταν ο Περίανδρος τύραννος στην Κόρινθο. Του συνέβη λεν οι Κορίνθιοι (και συμφωνούν μαζί τους και οι Μυτιληναίοι) να δει στη ζωή του ένα πολύ μεγάλο θαύμα: τον Αρίονα τον Μηθυμναίο, που πάνω σε ένα δελφίνι βγήκε στο Ταίναρο, αυτόν που ήταν κιθαρωδός, ο καλύτερος από τους σύγχρονούς του, και τον διθύραμβο πρώτος από όλους, όσο ξέρουμε, και σύνθεσε και ονόμασε και δίδαξε στην Κόρινθο.
[1.24.1] Αυτός ο Αρίων λένε, αφού καιρό πολύ έζησε στην αυλή του Περιάνδρου, πως του ήρθε η επιθυμία να ταξιδέψει στην Ιταλία και τη Σικελία και σαν μάζεψε πλούτη μεγάλα, θέλησε να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο.
[1.24.2] Πως ξεκίνησε από τον Τάραντα κι έτσι που σε κανένα δεν είχε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από όση στους Κορίνθιους, ναύλωσε ένα καράβι με πλήρωμα Κορίνθιους. Πως στην ανοιχτή θάλασσα αυτοί επιβουλεύτηκαν να πετάξουν τον Αρίονα στο πέλαγος και να κρατήσουν τα λεφτά του. Πως εκείνος το κατάλαβε και τους παρακαλούσε να του χαρίσουν τη ζωή και τα λεφτά τούς τα έδινε.
[1.24.3] Όμως δεν τους έπειθε μ᾽ αυτά, αλλά οι ναύτες τον έσπρωχναν ή να σκοτωθεί μόνος, αν ήθελε να ταφεί σε χώμα, ή να πηδήσει στη θάλασσα το γρηγορότερο.
[1.24.4] Πως έτσι που βρέθηκε ο Αρίων σε αδιέξοδο, τους παρακάλεσε, μια και πήραν τέτοια απόφαση, να τον αφήσουν με όλη του τη στολή να σταθεί στο κατάστρωμα της πρύμης και να τραγουδήσει· μετά το τραγούδι δεχόταν να θανατωθεί.
[1.24.5] Πως τους άρεσε αυτών η ιδέα να έχουν την ευκαιρία να ακούσουν τον καλύτερο τραγουδιστή ανάμεσα στους ανθρώπους κι έτσι τραβήχτηκαν από τη πρύμη στη μέση του καραβιού. Και πως εκείνος φόρεσε όλη του τη στολή, πήρε στα χέρια του τη κιθάρα, στάθηκε στο κατάστρωμα και τραγούδησε ώς το τέλος τον όρθιον νόμον· με το τέλος του τραγουδιού ρίχτηκε στη θάλασσα έτσι όπως ήταν, με όλη του τη σκευή.
[1.24.6] Πως αυτοί συνέχισαν το ταξίδι τους για την Κόρινθο, όμως εκείνον, λένε, ένα δελφίνι τον σήκωσε στη ράχη του και τον έβγαλε στο Ταίναρο. Πως ύστερα από την απόβασή του τράβηξε για την Κόρινθο έτσι ντυμένος που ήταν, και σαν έφτασε, τα διηγήθηκε όλα καταλεπτώς.
[1.24.7] Πως ο Περίανδρος, επειδή δεν τον πίστεψε, φύλαξε τον Αρίονα και δεν τον άφηνε να πάει πουθενά, όμως ταυτόχρονα περίμενε και τους ναυτικούς. Πως μόλις αυτοί έφτασαν, τους φώναξε και τους ρωτούσε να του πουν τί ήξεραν για τον Αρίονα. Και όπως εκείνοι ισχυρίστηκαν πως είναι σώος κάπου στην Ιταλία και ότι πολύ καλά τον άφησαν στον Τάραντα, βγήκε μπροστά τους ο Αρίων έτσι όπως ήταν, όταν πήδησε από το καράβι. Πως αυτοί τα έχασαν και δε μπορούσαν πια να το αρνηθούν και παραδέχτηκαν το κρίμα τους.
[1.24.8] Αυτά λεν οι Κορίνθιοι κι οι Λέσβιοι και του Αρίονα υπάρχει χάλκινο άγαλμα, όχι μεγάλο, στο Ταίναρο: σε δελφίνι επάνω ένας άνθρωπος.
[1.25.1] Ο Αλυάττης ο Λυδός, αφού κράτησε και τέλειωσε τον πόλεμο με τους Μιλησίους, αργότερα πεθαίνει· η βασιλεία του βάστηξε πενήντα επτά χρόνια.
[1.25.2] Αφιέρωσε, όταν γλίτωσε από την αρρώστια του, (δεύτερος αυτός από την ίδια βασιλική οικογένεια) στους Δελφούς έναν κρατήρα ασημένιο μεγάλο, με βάση σιδερένια κολλητή, το πιο αξιοθέατο ανάθημα από όλα των Δελφών, έργο του Γλαύκου από τη Χίο, που πρώτος αυτός από όλους τους ανθρώπους βρήκε τον τρόπο για να συγκολλά το σίδερο.
[1.26.1] Μετά το θάνατό του, τον Αλυάττη τον διαδέχθηκε στη βασιλεία ο Κροίσος, γιος του Αλυάττη, σε ηλικία τριάντα πέντε χρόνων. Αυτός πρώτους από τους Έλληνες χτύπησε του Εφεσίους.
[1.26.2] Τότε λοιπόν οι Εφέσιοι, στενεμένοι από τη πολιορκία, αφιέρωσαν τη πόλη τους στην Άρτεμη, δένοντας ένα σχοινί από το ναό ώς το τείχος. Η απόσταση από την παλιά πόλη, που την πολιορκούσαν τότε, ώς το ναό είναι επτά στάδια.
[1.26.3] Πρώτα λοιπόν αυτούς χτύπησε ο Κροίσος κι ύστερα με τη σειρά μια μια τις πόλεις των Ιώνων και των Αιολέων, τη καθεμιά με διαφορετικό πρόσχημα· σε όσες μπορούσε να βρει μεγαλύτερα φταιξίματα, τις κατηγορούσε για μεγαλύτερα, τις άλλες τις κατηγορούσε για μικρότερα.
[1.27.1] Κι όταν πια οι Έλληνες της Μικράς Ασίας τού υποτάχτηκαν κι έγιναν φόρου υποτελείς, έβαλε στο νου του παραπέρα να κάνει καράβια και να χτυπήσει τους νησιώτες.
[1.27.2] Όμως ενώ ήταν όλα έτοιμα και τα καράβια στα σκαριά, άλλοι λεν πως έφτασε στις Σάρδεις ο Βίας από την Πριήνη, άλλοι ο Πιττακός από τη Μυτιλήνη. Στην ερώτηση του Κροίσου αν υπήρχε τίποτε νεότερο από την Ελλάδα, αυτός με την εξής απάντηση σταμάτησε τη ναυπήγηση:
[1.27.3] «Βασιλιά μου, οι νησιώτες ετοιμάζουν δέκα χιλιάδες ιππικό, έχοντας στο νου τους να βαδίσουν εναντίον των Σάρδεων και καταπάνω σου». Ο Κροίσος τότε πιστεύοντας πως του έλεγε ο άλλος την αλήθεια είπε: «Μακάρι μια τέτοια σκέψη να βάλουν οι θεοί στο νου των νησιωτών, να έρθουνε να χτυπήσουν τη φύτρα των Λυδών με ιππικό».
[1.27.4] Κι αυτός πήρε το λόγο κι είπε: «Βασιλιά μου, πρόθυμα μου έδειξες πως εύχεσαι να πιάσεις το ιππικό των νησιωτών στην ξηρά, κι είναι σωστή η σκέψη σου. Όμως και οι νησιώτες τί άλλο περιμένεις πως εύχονται παρά, αφότου έμαθαν ότι εσύ ετοιμάζεις καράβια για να τους χτυπήσεις, παρακαλούνε τους θεούς να πιάσουν τους Λυδούς στη θάλασσα και έτσι να σε εκδικηθούνε για χάρη των Ελλήνων που κατοικούν τις ακτές και που εσύ τους σκλάβωσες;»
[1.27.5] Πολύ του άρεσε του Κροίσου ο συλλογισμός και, μια και βρήκε τη γνώμη ό,τι χρειαζόταν για την περίσταση, πείστηκε και σταμάτησε τη ναυπήγηση. Κι έτσι έκλεισε η φιλία με τους νησιώτες Ίωνες.
[1.28.1] Μετά από καιρό και όταν όλοι σχεδόν που κατοικούν στη μέσα μεριά του Άλη ποταμού έγιναν υποχείριοί του· γιατί έξω από τους Κίλικες και τους Λυκίους υποδούλωσε κι είχε στη διάθεσή του κι όλους τους άλλους λαούς ο Κροίσος· κι αυτοί είναι οι Λυδοί, οι Φρύγες, οι Μυσοί, οι Μαριανδυνοί, οι Χάλυβες, Παφλαγόνες, Θράκες Θυνοί και Βιθυνοί, Κάρες, Ίωνες, Δωριείς, Αιολείς κι οι Πάμφυλοι.
[1.29.1] Είχαν λοιπόν όλοι αυτοί υποταχτεί και ο Κροίσος τούς είχε προσαρτήσει στο λυδικό βασίλειο, όταν φτάνουν στην πλούσια τότε κι ακμάζουσα πόλη των Σάρδεων κι άλλοι, όλοι οι σοφοί της Ελλάδος που ζούσαν τα χρόνια κείνα, όπως ο καθένας τους έφτανε κι ανάμεσά τους ο Σόλων ο Αθηναίος· αυτός μετά τους νόμους που έβαλε στους Αθηναίους, γιατί του το είχαν ζητήσει, αποδήμησε για δέκα χρόνια, με την πρόθεση να δει και να γνωρίσει τον κόσμο και γιατί ήθελε βέβαια να μη βρεθεί στην ανάγκη να λύσει κάποιον από τους νόμους που έβαλε.
[1.29.2] Μόνοι τους δεν είχαν το δικαίωμα να το κάνουν αυτό οι Αθηναίοι, επειδή ήταν δεμένοι με όρκο μεγάλο, δέκα χρόνια να κρατήσουν τους νόμους που θα τους έβαζε ο Σόλων.
[1.30.1] Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο και γιατί ήθελε να γνωρίσει τον κόσμο, αποδήμησε ο Σόλων και έφτασε και στην Αίγυπτο, στην αυλή του Άμαση, κι ύστερα στις Σάρδεις, στην αυλή του Κροίσου. Σαν έφτασε, τον φιλοξένησε στα βασιλικά του ανάκτορα ο Κροίσος· κι ύστερα τη τρίτη ή τη τετάρτη μέρα με προσταγή του Κροίσου, υπηρέτες γυρνούσαν το Σόλωνα να δει τους θησαυρούς και του έδειχναν πόσο ήσαν όλα μεγάλα και πλούσια.
[1.30.2] Τον άφησε ο Κροίσος να τα δει όλα και να τα εξετάσει, κι όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή, του έκανε την ερώτηση: «Ξένε, ώς εμάς έχει φτάσει η μεγάλη σου φήμη για τη σοφία και τα ταξίδια σου, πως η αγάπη σου για γνώση σε έσπρωξε να επισκεφτείς χώρες πολλές, για να τις σπουδάσεις. Έτσι λοιπόν τώρα ξύπνησε μέσα μου η επιθυμία να σε ρωτήσω αν είδες κάποιον άνθρωπο κιόλας που να είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους».
[1.30.3] Εκείνος έκανε την ερώτηση με την ιδέα πως είναι ο ίδιος ο πιο ευτυχισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Όμως ο Σόλων χωρίς καμμιά κολακεία και με απόλυτη ειλικρίνεια απαντά: «Βασιλιά μου, τον Τέλλο τον Αθηναίο».
[1.30.4] Σάστισε ο Κροίσος με την απάντηση και ρώτησε ανυπόμονα: «Κι από πού κρίνεις τον Τέλλο πως είναι ο πιο ευτυχισμένος;» Και κείνος αποκρίθηκε: «Ο Τέλλος πρώτα πρώτα μέσα σε μια μπορεμένη πόλη, είχε παιδιά καλά και άξια κι είδε από όλα αυτά εγγόνια, κι όλα να ζουν· κι ύστερα από μια ζωή γεμάτη αγαθά, με τα δικά μας μέτρα, το τέλος της ζωής του ήρθε όλο λάμψη:
[1.30.5] σε μια μάχη των Αθηναίων με τους γείτονές τους στην Ελευσίνα, όρμησε στον εχθρό, τον έτρεψε σε φυγή και βρήκε πάνω εκεί τον πιο ωραίο θάνατο. Οι Αθηναίοι τον έθαψαν με δημόσια δαπάνη και του έκαναν μεγάλες τιμές».
[1.31.1] Έτσι μιλώντας για τον Τέλλο ερέθισε ο Σόλων τον Κροίσο με όσα είπε για την ευτυχία του, ώστε εκείνος τώρα ρωτούσε ποιόν έβρισκε ο Σόλων δεύτερο στη σειρά μετά τον Τέλλο, πιστεύοντας ακράδαντα πως τη δεύτερη θέση θα την έπαιρνε βέβαια ο ίδιος. Όμως ο Σόλων αποκρίθηκε: «Τον Κλέοβι και τον Βίτωνα.
[1.31.2] Αυτοί, που ήταν από αργίτικη γενιά κι αγαθά αρκετά είχαν κι επιπλέον σωματική δύναμη τέτοιας λογής· κι οι δύο είχαν κερδίσει βραβεία σε αγώνες και λένε μάλιστα γι’ αυτούς την ακόλουθη ιστορία: Πως σε μια γιορτή που έκαναν οι Αργίτες προς τιμή της Ήρας, έπρεπε η μητέρα τους να πάει οπωσδήποτε με ζεμένο αμάξι στο ιερό, όμως τα βόδια δεν έφταναν στην ώρα τους από το χωράφι· καθώς ο χρόνος δεν τους έπαιρνε να περιμένουν, μπήκαν οι ίδιοι οι νέοι κάτω από το ζυγό και έσερναν το αμάξι, ενώ πάνω του πήγαινε η μητέρα τους. Κι αφού έσυραν το φορτίο τους σαράντα πέντε στάδια, έφτασαν στο ιερό.
[1.31.3] Το κατόρθωμά τους, που το είδε όλος ο μαζεμένος κόσμος στο πανηγύρι, το επισφράγισε λαμπρά το τέλος της ζωής τους κι έδειξε στη περίσταση αυτή ο θεός πόσο είναι για τον άνθρωπο καλύτερο να πεθαίνει παρά να ζει. Γιατί οι Αργείοι τούς περικύκλωσαν και μακάριζαν τα παλικάρια για τη ρώμη τους, ενώ οι Αργίτισσες μακάριζαν τη μάνα τους, που της έτυχαν τέτοια παιδιά.
[1.31.4] Κι η μητέρα τους γεμάτη χαρά για το έργο και τους επαίνους των παιδιών της, στάθηκε αντίκρυ στο άγαλμα της θεάς και ευχόταν για τον Κλέοβι και το Βίτωνα, τα παιδιά της, που τόσο πολύ την τίμησαν, να τους δώσει η θεά ό,τι καλύτερο μπορεί να τύχει σε άνθρωπο.
[1.31.5] Ύστερα από αυτή την ευχή έκαναν θυσίες κι έφαγαν, και σαν κοιμήθηκαν τα παλικάρια στο ίδιο το ιερό, δεν μεταξύπνησαν πια, αλλά η ζωή τους τέλειωσε έτσι. Κι οι Αργείοι τούς έφτιαξαν αγάλματα και τα αφιέρωσαν στους Δελφούς, να τους τιμήσουν που στάθηκαν άριστοι άνδρες».
[1.32.1] Ο Σόλων έτσι έδωσε σ᾽ αυτούς το δεύτερο βραβείο της ευδαιμονίας κι ο Κροίσος οργισμένος είπε: «Ε ξένε, και η δική μας λοιπόν ευδαιμονία τόσο μηδαμινή είναι για σένα, που τη καταφρόνησες έτσι, ώστε ούτε με ιδιώτες δεν μας θεώρησες άξιους να συγκριθούμε;» Και κείνος είπε: «Κροίσε, εμένα λοιπόν που ξέρω καλά ότι ο θεός είναι όλος φθόνο και του αρέσει να φέρνει τα άνω κάτω, με ρωτάς για τα ανθρώπινα πράγματα.
[1.32.2] Στο μάκρος της ζωής του έχει κανείς πολλά να δει που δε θα τα ᾽θελε, και πολλά να πάθει. Ώς τα εβδομήντα χρόνια ανεβάζω το όριο της ζωής του ανθρώπου.
[1.32.3] Τα εβδομήντα αυτά χρόνια δίνουν είκοσι πέντε χιλιάδες διακόσιες εβδομήντα μέρες, αν δε λογαριαστεί ο εμβόλιμος μήνας. Αν όμως κάθε δεύτερο έτος χρειαστεί να μακρύνει κατά ένα μήνα, για να συμπέσει ο κύκλος των εποχών με το τέλος του, καθώς αυτές θα αρχίζουν κανονικά, στα εβδομήντα χρόνια οι εμβόλιμοι μήνες γίνονται τριάντα πέντε κι οι μέρες από τους μήνες αυτούς χίλιες πενήντα.
[1.32.4] Από όλες αυτές τις μέρες των εβδομήντα χρόνων, που είναι είκοσι έξι χιλιάδες διακόσιες πενήντα, ούτε μια τους δεν φέρνει κάτι όμοιο με την άλλη. Με αυτούς τους όρους, Κροίσε, ο άνθρωπος είναι έρμαιο της τύχης.
[1.32.5] Σ᾽ εμένα βέβαια εσύ φανερώνεσαι να έχεις πολλά πλούτη και να είσαι βασιλιάς πολλών ανθρώπων. Όμως εκείνο που ρωτάς ακόμη δεν είμαι σε θέση να το πω, πριν μάθω πως είχες καλά τέλη. Γιατί δεν είναι ασφαλώς πιο ευτυχισμένος ο πολύ πλούσιος από εκείνον που έχει το καθημερινό του, εκτός κι αν του μείνει η τύχη πιστή και τελειώσει τη ζωή του μέσα σε όλα τα αγαθά του. Γιατί υπάρχουν ζάπλουτοι άνθρωποι, δυστυχισμένοι όμως, και άλλοι με μετρημένα αγαθά, αλλά ευτυχείς.
[1.32.6] Ο πολύ πλούσιος, δύστυχος όμως, σε δύο σημεία μόνον ξεπερνά τον ευτυχισμένο, ενώ αυτός τον πλούσιο και δυστυχισμένο σε πολλά. Ο πρώτος έχει πιο πολλά μέσα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του και για να σηκώσει μια συμφορά μεγάλη που τον βρήκε, περισσότερη δύναμη. Όμως ο άλλος τον ξεπερνά στα ακόλουθα σημεία: τη συμφορά και τις επιθυμίες του δεν έχει όμοια δύναμη να τις βαστάξει, από αυτά όμως τον προστατεύει η ευτυχία· ούτε σακάτης είναι ούτε άρρωστος ούτε συφοριασμένος, αλλά καλότεκνος, ωραίος.
[1.32.7] Και αν πλάι σ᾽ αυτά τύχει να έχει και καλά τέλη στη ζωή του, ε αυτός είναι εκείνος που ζητάς, ο άξιος να ονομάζεται ευτυχισμένος. Πριν όμως πεθάνει κάποιος, πρέπει να διστάζει κανείς και να μη τον λέει ευτυχισμένο, αλλά πως του χαμογελά η τύχη.
[1.32.8] Γιατί όλα αυτά που είπαμε, να βρεθούν συγκεντρωμένα σε έναν άνθρωπο είναι αδύνατο, όπως καμμιά χώρα δεν είναι αυτάρκης παράγοντας ό,τι της χρειάζεται, αλλά άλλα αγαθά τα έχει κι άλλα της λείπουν· εκείνη που θα τύχει να έχει τα πιο πολλά αγαθά, αυτή είναι κι η καλύτερη. Έτσι και του ανθρώπου η ύπαρξη, μία προς μία, καμμία δεν είναι αυτάρκης. Γιατί το ένα το έχει, το άλλο της λείπει.
[1.32.9] Και όποιος τύχει, όσο ζει, να έχει τα πιο πολλά αγαθά, κι ύστερα να βρει και καλά τέλη στη ζωή του, αυτός για μένα, βασιλιά, αξίζει να φέρνει τον τίτλο αυτόν. Πρέπει λοιπόν σε κάθε πράγμα να εξετάζουμε το τέλος του, πού θα βγει. Γιατί πολλούς βέβαια ο θεός τούς άφησε για λίγο να γευθούν την ευτυχία, κι ύστερα τους γκρέμισε κάτω συθέμελα».
[1.33.1] Μ᾽ αυτά τα λόγια του δεν έδωσε ο Σόλων καμμιά χαρά στον Κροίσο κι αυτός, επειδή διόλου δεν τον υπολόγισε, τον έδιωξε, πεπεισμένος πως πρόκειται γι’ αστοιχείωτο, που τ’ αγαθά που είχε μπροστά στα μάτια του δεν τα ψηφούσε κι έλεγε να βλέπουμε το κάθε πράγμα πού τελειώνει.
[1.34.1] Είχε φύγει ο Σόλων και μετά έπεσε πάνω στον Κροίσο βαριά η θεϊκή οργή, επειδή, υποθέτω, πίστεψε πως είναι από όλους τους ανθρώπους ο πιο ευτυχισμένος. Δεν άργησε να ᾽ρθει στον ύπνο του το όνειρο, που του φανέρωσε την αλήθεια για τις συμφορές που έμελλε να βρουν το γιο του.
[1.34.2] Είχε δύο γιους ο Κροίσος, που ο ένας τους ήταν άχρηστος, καθότι κωφάλαλος, ο άλλος όμως ξεχώριζε από τους συνομήλικούς του πολύ, σε όλα πρώτος. Λεγόταν Άτης. Αυτόν λοιπόν τον Άτη φανερώνει το όνειρο στον Κροίσο πως θα τον χάσει, χτυπημένο από σιδερένια αιχμή.
[1.34.3] Κι αυτός σαν ξύπνησε και συλλογίστηκε το πράγμα, γεμάτος τρόμο από το όνειρο, βιάζεται να παντρέψει το παιδί του κι ενώ ο γιος του πρώτα συνήθιζε να είναι αρχηγός των Λυδών στις εκστρατείες, τώρα πια με κανέναν τρόπο δεν τον άφηνε να φύγει από κοντά του για έναν τέτοιο σκοπό και τα ακόντια και τα δόρατα κι όλα τα τέτοια που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι στον πόλεμο, τα σήκωσε από τα διαμερίσματα των ανδρών και τα στοίβαξε στις αποθήκες, μήπως κανένα αποκεί που κρεμόταν πέσει πάνω στο παιδί του.
[1.35.1] Καταγινόταν ο Κροίσος με το γάμο του παιδιού του, όταν φτάνει στις Σάρδεις άνθρωπος συφοριασμένος, με μολεμένα τα χέρια του από αίμα, φρυγικής καταγωγής, από γενιά βασιλική. Σαν έφτασε αυτός στο παλάτι του Κροίσου, παρακαλούσε να εξαγνιστεί με καθαρμό σύμφωνα με τα ντόπια έθιμα κι ο Κροίσος τον εξάγνισε.
[1.35.2] Είναι παραπλήσιος ο καθαρμός στους Λυδούς και τους Έλληνες. Αφού ο Κροίσος έκανε τα νόμιμα του καθαρμού, τότε μόνο τον ρώτησε από πού και ποιός ήταν λέγοντάς του:
[1.35.3] «Άνθρωπέ μου, ποιός είσαι και από ποιό μέρος της Φρυγίας μάς ήρθες στο παλάτι; Ποιόν άνδρα ή γυναίκα σκότωσες;» Και αυτός απάντησε: «Βασιλιά μου, είμαι ο γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, το όνομά μου είναι Άδραστος κι επειδή σκότωσα τον αδελφό μου άθελά μου, βρίσκομαι εδώ εξορισμένος από τον πατέρα μου και στερημένος από όλα».
[1.35.4] Και ο Κροίσος τού αποκρινόταν με αυτά τα λόγια: «Φίλων τυχαίνει να είσαι φύτρα και ήρθες σε φίλους, όπου δε θα σου λείψει τίποτε, αν μείνεις κοντά μας. Αν μπορέσεις να πάρεις τη συμφορά σου όσο πιο λαφριά γίνεται, θα βγεις πολύ ωφελημένος».
[1.36.1] Ο Άδραστος από τότε ζούσε στην αυλή του Κροίσου. Όμως την ίδια εποχή παρουσιάζεται στον Όλυμπο της Μυσίας μέγα θεριό, ένας κάπρος. Ξεκινώντας από το βουνό αυτό κατάστρεφε τα σπαρτά των Μυσών, και μολονότι πολλές φορές οι Μυσοί βγήκαν να τον χτυπήσουν, δεν κατάφεραν να του κάνουν κανένα κακό, αυτός τους αφάνιζε.
[1.36.2] Τέλος ήρθαν στον Κροίσο αγγελιοφόροι των Μυσών και νά τί του έλεγαν: «Βασιλιά, μεγάλο πράγμα, ένας κάπρος φάνηκε στη χώρα μας, που καταστρέφει τα σπαρτά μας. Κάναμε καθετί να τον σκοτώσουμε, μα δεν μπορέσαμε. Γι᾽ αυτό σε παρακαλούμε να μας δώσεις το γιο σου και συνοδεία από διαλεχτά παλικάρια και σκυλιά, για να μπορέσουμε να απαλλάξουμε τη χώρα μας από το θεριό».
[1.36.3] Εκείνοι γι᾽ αυτά παρακαλούσαν, όμως ο Κροίσος, φέρνοντας στο μυαλό του το όνειρο, τους απαντούσε: «Για το παιδί μου μην πείτε λόγο πια, γιατί είναι αδύνατο να το στείλω μαζί σας· είναι νιόπαντρος κι έχει τις έγνοιες του τώρα. Όμως θα σας δώσω ξεχωριστά παλικάρια της Λυδίας και όλα τα κυνηγητικά μου σκυλιά για συνοδεία, και θα προστάξω σε όσους θα έρθουν να δείξουν όλον τους το ζήλο και να σας βοηθήσουν να απαλλάξετε τη χώρα από το θεριό».
[1.37.1] Αυτή ήταν η απάντηση του Κροίσου, και οι Μυσοί φαίνονταν ευχαριστημένοι, όταν ξαφνικά έρχεται μέσα ο γιος του Κροίσου, που είχε ακούσει τί ζητούσαν οι Μυσοί. Και όπως ο Κροίσος αρνιόταν να στείλει το γιο του μαζί τους, ο νέος τού λέει:
[1.37.2] «Μπορούσαμε άλλοτε, πατέρα, να χαιρόμαστε την πιο ωραία, την πιο γενναία φήμη, πηγαίνοντας στον πόλεμο και στο κυνήγι. Τώρα όμως και από τα δύο με κρατάς μακριά, ενώ δε νομίζω πως είδες να έδειξα δειλία σε κάτι ή δισταγμό. Τώρα με τί μάτια, πες μου, θα δω τον κόσμο, όταν πηγαίνω και επιστρέφω από την αγορά;
[1.37.3] Τί θα πουν για μένα οι συμπολίτες μου κι η νιόπαντρη γυναίκα μου; Τί λογής άντρα θα στοχαστεί εκείνη ότι έχει δίπλα της; Ή άσε με λοιπόν, πατέρα, να πάω στο κυνήγι ή με τα λόγια σου μετάπεισέ με πως είναι καλύτερα για μένα έτσι όπως γίνεται».
[1.38.1] Του αποκρίνεται ο Κροίσος: «Παιδί μου, ούτε δειλία σού καταλογίζω ούτε τίποτε άλλο άπρεπο, και κάνω ό,τι κάνω· αλλά ένα ονειροφάντασμα ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε πως λίγες είναι οι μέρες σου, γιατί θα σε αφανίσει μια σιδερένια αιχμή.
[1.38.2] Μπροστά λοιπόν σ᾽ αυτό το όνειρο, και το γάμο σου βιάστηκα να κάνω και δε σε αφήνω να πας σ᾽ αυτή την επιχείρηση, θέλοντας να σε προστατεύσω, μήπως και το μπορέσω, όσο ζω, να σε ξεκλέψω του θανάτου. Γιατί το ξέρεις, μου είσαι μοναχοπαίδι -τον άλλο, έτσι σακάτης που είναι, πες πως δεν τον έχω».
[1.39.1] Αποκρίνεται ο νέος μ᾽ αυτά τα λόγια: «Έχεις δίκιο, πατέρα, ύστερα από ένα τέτοιο όνειρο, να με προσέχεις έτσι. Όμως αυτό που δεν καταλαβαίνεις, ένα σημείο του ονείρου που σου ξεφεύγει, αυτό ας μου συγχωρεθεί να σου το πω εγώ.
[1.39.2] Λες ότι το όνειρο είπε πως σιδερένια αιχμή θα με σκοτώσει. Όμως του κάπρου πού είναι τα χέρια, πού η σιδερένια του αιχμή που εσύ φοβάσαι; Αν έλεγε βέβαια πως θα πεθάνω από δόντι ή από τίποτε άλλο παρόμοιο, θα είχες δίκιο να κάνεις ό,τι κάνεις. Όμως τώρα μίλησε για σιδερένια αιχμή. Αφού λοιπόν δεν πρόκειται για μάχη με άνδρες, άφησέ με να πάω».
[1.40.1] Απαντά ο Κροίσος: «Παιδί μου, βρήκες τον τρόπο να με νικήσεις με την εξήγηση που έδωσες στο όνειρο. Λοιπόν, νικημένος από σένα, αλλάζω γνώμη και σ᾽ αφήνω να πας στο κυνήγι».
[1.41.1] Έκλεισε τη συζήτηση ο Κροίσος, και στέλνει και φωνάζει τον φρύγα Άδραστο και, όταν εκείνος έφτασε, του λέει: «Άδραστε, εγώ, όταν σε χτύπησε μια συμφορά αχάριστη (δε σε κατηγορώ γι᾽ αυτό), σε εξάγνισα, σε δέχτηκα στο σπίτι μου και σου τα δίνω όλα για να ζεις.
[1.41.2] Τώρα λοιπόν -γιατί αφού εγώ σου έκανα πρώτος το καλό, πρέπει και συ να με ανταμείψεις με καλό- σε χρειάζομαι να γίνεις φύλακας του παιδιού μου, που ξεκινά για το κυνήγι, μη και σας απαντήσουν κακούργοι κλέφτες και σας κάνουνε κακό.
[1.41.3] Εξάλλου πρέπει και συ να βγεις όπου με τα έργα σου θα έδειχνες την αξία σου· αυτό σού είναι πατροπαράδοτη κληρονομιά και δε σου λείπει φυσικά κι η δύναμη».
[1.42.1] Ο Άδραστος αποκρίνεται: «Βασιλιά μου, σε άλλη περίσταση εγώ δε θα πήγαινα σε έναν τέτοιο αγώνα. Γιατί ούτε με τη συμφορά που με βαραίνει ταιριάζει να μπαίνω σε κύκλο συνομηλίκων μου που είναι ευτυχισμένοι, ούτε και η διάθεση υπάρχει, και θα είχα πολλούς λόγους να κρατηθώ.
[1.42.2] Τώρα όμως που συ με παρακινείς και πρέπει να σου κάνω τη χάρη (γιατί έχω χρέος να σε ανταμείψω με καλό), είμαι έτοιμος για ό,τι ζητάς: και το παιδί σου που παραγγέλλεις να προσέχω, πρόσμενέ το πίσω να γυρίσει γερό, όσο τουλάχιστον εξαρτάται από το φύλακά του».
[1.43.1] Με αυτά τα λόγια αποκρίθηκε ο Άδραστος στον Κροίσο, κι ύστερα ξεκίνησαν συντροφεμένοι από ξεχωριστά παλικάρια και λαγωνικά. Σαν έφτασαν στο όρος του Ολύμπου, έψαχναν για το θεριό, και όταν το βρήκαν, στάθηκαν ένα γύρο και του έριχναν τα ακόντια στη μέση.
[1.43.2] Τότε λοιπόν ο ξένος, αυτός ο εξαγνισμένος απ’ το φονικό που το όνομά του ήταν Άδραστος, έριξε το κοντάρι του στον κάπρο -κι αυτού ξαστόχησε, πετυχαίνει όμως το γιο του Κροίσου.
[1.43.3] Χτυπημένος ο νέος από σιδερένια αιχμή ξεπλήρωσε τον λόγο του ονείρου, ενώ κάποιος έτρεχε να αναγγείλει το γεγονός στον Κροίσο, και σαν έφτασε στις Σάρδεις, του φανέρωσε το χτύπημα και το θάνατο του παιδιού του.
[1.44.1] Κι ο Κροίσος συντριμμένος από το θάνατο του γιου του, χτυπιόταν ακόμη πιο πολύ, που το γιο του τον σκότωσε εκείνος που ο ίδιος εξάγνισε από φονικό.
[1.44.2] Μέσα στον σκληρό πόνο που του έφερνε η συμφορά του, καλούσε μάρτυρα το Δία, ως θεό της κάθαρσης, για όσα έπαθε από τον ξένο, καλούσε τον προστάτη του σπιτιού και της φιλίας, ονομάζοντας τον ίδιο πάλι θεό· τον προστάτη του σπιτιού, γιατί μέσα στο σπίτι του δέχτηκε τον ξένο και δίχως να το ξέρει έτρεφε το φονιά του παιδιού του· το θεό της φιλίας, γιατί μόλο που τον έστειλε ως φύλακα του γιου του, του βγήκε ο χειρότερος εχθρός.
[1.45.1] Σε λίγο φάνηκαν και οι Λυδοί κρατώντας στα χέρια τους τον νεκρό, ενώ από πίσω ακολουθούσε ο φονιάς. Στάθηκε μπρος από το νεκρό σώμα και πρόσφερνε τον εαυτό του στον Κροίσο, τείνοντάς του τα χέρια, και τον παρακαλούσε να τον σφάξει πάνω στον νεκρό, ενώ ταυτόχρονα μνημόνευε και την πρώτη του συμφορά και πλάι σ᾽ εκείνη πως αφάνισε τον άνθρωπο που τον εξάγνισε κι έτσι η ζωή του έγινε αβάσταχτη.
[1.45.2] Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κροίσος συμπονεί τον Άδραστο, κι ας ήταν βυθισμένος ο ίδιος στη δική του τόσο μεγάλη συμφορά, και του λέει: «Ξένε, έχω από σένα όλη τη δικαιοσύνη, αφού ο ίδιος καταδικάζεις τον εαυτό σου σε θάνατο. Δεν είσαι εσύ αυτής της συμφοράς μου ο αίτιος, παρά όσο άθελά σου έγινες όργανό της, αλλά θαρρώ κάποιος από τους θεούς, που από καιρό μού φανέρωσε τί μου έμελλε να πάθω»
[1.45.3] Ο Κροίσος λοιπόν έθαψε, όπως ταίριαζε, το γιο του. Όμως ο Άδραστος, ο γιος του Γορδία, γιου του Μίδα, αυτός που στάθηκε φονιάς του αδελφού του και φονιάς αυτού που τον εξάγνισε, όταν σκόρπισαν όλοι και έγινε ησυχία γύρω από το μνήμα, μέσα στη συναίσθησή του ότι είναι, από τους ανθρώπους που γνώρισε ο ίδιος στη ζωή του, ο πιο συφοριασμένος, σφάζεται πάνω στον τάφο μόνος του.
[1.46.1] Ο Κροίσος δύο ολόκληρα χρόνια έμεινε άπρακτος μέσα σε μεγάλο πένθος για το χαμό του παιδιού του. Ύστερα όμως η ηγεμονία του Αστυάγη, γιου του Κυαξάρη, που την αφάνισε ο Κύρος, γιος του Καμβύση, και τα περσικά πράγματα, που όλο και πήγαιναν μπροστά, έβαλαν τέλος στο πένθος του και τον έκαναν να σκεφτεί μήπως μπορούσε, πριν γίνουν μεγάλοι οι Πέρσες, να σταματήσει τη δύναμή τους πάνω στην αύξησή της.
[1.46.2] Με αυτή τη σκέψη στο μυαλό του ζήτησε αμέσως να δοκιμάσει τα ελληνικά μαντεία κι αυτό που ήταν στη Λιβύη, και έστειλε ανθρώπους του άλλους αλλού: Μερικούς να πάνε στους Δελφούς, κάποιους στις Άβες της Φωκίδος κι άλλους στη Δωδώνη· μερικοί να τραβήξουν για το ιερό του Αμφιάραου και του Τροφώνιου, και άλλοι για τις Βραγχίδες της χώρας των Μιλησίων.
[1.46.3] Αυτά είναι τα ελληνικά μαντεία, όπου ο Κροίσος έστειλε ανθρώπους του για να πάρει χρησμό. Στη Λιβύη ήταν το ιερό του Άμμωνα, όπου πήγαν αποσταλμένοι του να ρωτήσουν για λογαριασμό του. Ο λόγος που έστελνε ο Κροίσος ανθρώπους του σ᾽ αυτά τα μέρη ήταν που ήθελε να δοκιμάσει τα μαντεία πόσο σοφά ήταν, με την ιδέα πως αν βρεθεί να ξέρουν την αλήθεια, τότε να έστελνε για δεύτερη φορά και να ρωτήσει αν έπρεπε να επιχειρήσει εκστρατεία εναντίον των Περσών.
[1.47.1] Νά με ποιά εντολή έστελνε τους Λυδούς για τη δοκιμασία αυτή των χρηστηρίων: από την ημέρα που θα ξεκινούσαν από τις Σάρδεις, από αυτή λογαριάζοντας του λοιπού τις μέρες, στην εκατοστή να ζητήσουν χρησμό από τα μαντεία, ρωτώντας τί ακριβώς κάνει τότε ο βασιλιάς των Λυδών, ο Κροίσος, ο γιος του Αλυάττη. Κι ό,τι μαντεύσει καθένα από τα χρηστήρια, να ζητήσουν να τους το γράψουν και να το αναφέρουν στον ίδιο.
[1.47.2] Τί μάντεψαν λοιπόν τα χρηστήρια κανείς δεν ξέρει να το πει. Στους Δελφούς όμως, ευθύς ως οι Λυδοί μπήκαν στο άδυτο για να ζητήσουν από το θεό χρησμό και έκαναν την ερώτησή τους σύμφωνα με την εντολή που είχαν, η Πυθία σε εξάμετρο λέγει τα ακόλουθα:
[1.47.3] Ηξεύρω εγώ τον αριθμόν της άμμου και τα μέτρα της θαλάσσης.
Νοώ τον βουβόν και τον ακούω, χωρίς να ομιλεί.
Ήλθεν εις τας αισθήσεις μου οσμή σκληροδέρμου χελώνης,
η οποία βράζει ομού με αρνίσια κρέατα εις χάλκινον αγγείον.
Υποκάτω αυτής είναι χαλκός και άνωθεν πάλιν χαλκός.
[1.48.1] Αυτά σα μάντεψε η Πυθία, οι Λυδοί τα κατέγραψαν και ύστερα σηκώθηκαν και έφυγαν για τις Σάρδεις. Όταν έφτασαν εκεί από τα διάφορα μέρη και οι άλλοι αποσταλμένοι, φέρνοντας μαζί τους τους χρησμούς, τότε ο Κροίσος άνοιγε ένα προς ένα τα γραφτά τους και εξέταζε τί έλεγαν. Από τα άλλα κανένα δεν τον σταμάτησε· ευθύς όμως ως άκουσε τί έλεγε ο δελφικός χρησμός, αμέσως προσκύνησε και παραδέχτηκε την αλήθεια του, έτσι που πείστηκε πως μόνο αληθινό μαντείο είναι των Δελφών, αφού του βρήκε τί έκανε αυτός.
[1.48.2] Γιατί σαν σκόρπισε ο Κροίσος στα διάφορα μαντεία τους ανθρώπους του για να ρωτήσουν το θεό, φύλαξε την ορισμένη μέρα και νά τί μηχανεύτηκε· σκέφτηκε πράγμα που ήταν αδύνατο να το βρει κανείς και να το βάλει ο νους του: έκοψε σε κομμάτια μια χελώνα και ένα αρνί και τα έβαλε ο ίδιος να βράσουν μαζί σε χάλκινο λεβέτι που το αποσκέπασε με χάλκινο καπάκι.
[1.49.1] Από τους Δελφούς αυτός ο χρησμός δόθηκε στον Κροίσο. Για την απάντηση που έδωκε το μαντείο του Αμφιάραου, δεν ξέρω να πω τί χρησμοδότησε στους Λυδούς, όταν επιτέλεσαν τα νόμιμα γύρω από το ιερό (γιατί ούτε κι αυτός ο χρησμός παραδίδεται)· τίποτε άλλο σχετικά δεν έχω να πω, παρά ότι ο Κροίσος έκρινε πως και του Αμφιάραου το μαντείο λέει την αλήθεια.
[1.50.1] Ύστερα από αυτά ο Κροίσος θέλησε με μεγάλες θυσίες να κερδίσει με το μέρος του το θεό των Δελφών. Θυσίασε λοιπόν ζωντανά, τρεις χιλιάδες από κάθε είδους σφάγια, μάζεψε σε σωρό κρεβάτια επίχρυσα και επάργυρα, χρυσά ποτήρια, ρούχα πορφυρά και χιτώνες, και άναψε με αυτά φωτιά μεγάλη και τα έκαιε, ελπίζοντας πως έτσι θα κερδίσει ευκολότερα την εύνοια του θεού. Μα και σε όλους τους Λυδούς παράγγειλε να προσφέρουν όλοι ανεξαιρέτως κάτι πολύτιμο για την πυρά, καθένας τους ό,τι είχε.
[1.50.2] Αμέσως μετά τη θυσία είπε και έλιωσαν πάρα πολύ χρυσάφι και έκανε από αυτό μισά πλιθιά, που ήταν το μήκος του έξι παλάμες, το πλάτος τους τρεις, το ύψος τους μια παλάμη, εκατόν δέκα επτά τον αριθμό. Από αυτά τέσσερα ήταν από καθαρό χρυσάφι που το καθένα τους ζύγιζε δυόμισι τάλαντα, τα άλλα ήταν από μίγμα χρυσού και αργύρου και ζύγιζαν δύο τάλαντα.
[1.50.3] Είπε ακόμη ο Κροίσος και έφτιασαν ομοίωμα ενός λιονταριού από καθαρό χρυσάφι, που ζύγιζε δέκα τάλαντα. Αυτό το λιοντάρι μετά την πυρπόληση του ναού στους Δελφούς, έπεσε πάνω από τα μισά πλιθιά (γιατί εκεί επάνω ήταν στημένο) και τώρα βρίσκεται στο θησαυρό των Κορινθίων και ζυγίζει εξίμισι τάλαντα· γιατί έλιωσαν από το χρυσάφι του τρεισήμισι τάλαντα.
[1.51.1] Όταν τα αποτέλειωσε αυτά ο Κροίσος, τα έστειλε στους Δελφούς και μαζί τους και άλλα, τα εξής: δύο πελώριους κρατήρες, έναν χρυσό και έναν από ασήμι, που ο χρυσός ήταν στημένος μπαίνοντας στο ναό στα δεξιά, ενώ ο ασημένιος στα αριστερά.
[1.51.2] Μετακινήθηκαν όμως κι αυτοί τότε που πυρπολήθηκε ο ναός, και ο χρυσός κρατήρας βρίσκεται τώρα στο θησαυρό των Κλαζομενίων ζυγίζοντας οκτώμισι τάλαντα και δώδεκα μνες, ενώ ο ασημένιος στη γωνιά του πρόναου, και χωρά εξακόσιους αμφορείς· μέσα σ᾽ αυτόν ανακατεύουν στους Δελφούς το κρασί με νερό στη γιορτή των Θεοφανίων.
[1.51.3] Λεν στους Δελφούς πως το έργο είναι του Θεοδώρου από τη Σάμο, και το πιστεύω· γιατί δε νομίζω ότι είναι τυχαίο έργο. Έστειλε ακόμη ο Κροίσος και τέσσερα πιθάρια από ασήμι, που είναι στημένα στο θησαυρό των Κορινθίων, και αφιέρωσε και δύο περιρραντήρια, ένα χρυσό και ένα ασημένιο· στο χρυσό υπάρχει επιγραφή που λέει πως πρόκειται για ανάθημα των Λακεδαιμονίων -δεν είναι αλήθεια, γιατί κι αυτό είναι του Κροίσου.
[1.51.4] Όσο για την επιγραφή, την έγραψε κάποιος στους Δελφούς που ήθελε να κάνει χάρη των Λακεδαιμονίων· ξέρω πολύ καλά το όνομά του, αλλά δε θα το κοινολογήσω. Το νέο αγόρι, που από το χέρι του τρέχει νερό, αυτό ναι είναι των Λακεδαιμονίων, από τα περιρραντήρια όμως κανένα.
[1.51.5] Έστειλε μαζί μ᾽ αυτά κι άλλα αναθήματα ο Κροίσος όχι πολύ σπουδαία, και κροντήρια για σπονδές ασημένια με φόρμα κυκλική και ακόμη ένα χρυσό άγαλμα κάποιας γυναίκας, τρεις πήχεις ψηλό, που στους Δελφούς λένε πως είναι ομοίωμα εκείνης που του ζύμωνε το ψωμί. Κοντά σ᾽ αυτά αφιέρωσε ο Κροίσος και της γυναίκας του τα περιδέραια και τις ζώνες της.
[1.52.1] Αυτά έστειλε στους Δελφούς· ενώ στο ιερό του Αμφιάραου, όταν έμαθε την αρετή και τα παθήματά του, αφιέρωσε μια ασπίδα ολόχρυση και ένα δόρυ ατόφια ολόχρυσο, που και το κοντάρι του και η αιχμή του ήταν επίσης από χρυσάφι. Και τα δύο αυτά αφιερώματα βρίσκονταν ακόμη και στα δικά μου χρόνια στη Θήβα, και μάλιστα στο ναό των Θηβαίων τον αφιερωμένο στον Ισμήνιο Απόλλωνα.
[1.53.1] Πριν φύγουν οι Λυδοί που έμελλε να πάνε τα δώρα σ᾽ αυτά τα ιερά, πήραν εντολή από τον Κροίσο να ρωτήσουν τα χρηστήρια αν πρέπει ο Κροίσος να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και αν υπήρχε λόγος να αναζητήσει κάπου συμμαχικό στρατό.
[1.53.2] Ευθύς ως έφτασαν οι Λυδοί στον σκοπό τους, αφιέρωσαν τα αναθήματα και γύρευαν χρησμό από τα μαντεία λέγοντας: «Ο Κροίσος, ο βασιλιάς των Λυδών και άλλων λαών, πιστεύοντας πως τα δικά σας μαντεία είναι τα μόνα αληθινά στον κόσμο, σε σας πρόσφερε δώρα άξια των μαντευμάτων σας, και τώρα εσάς πάλι ρωτά αν πρέπει να εκστρατεύσει εναντίον των Περσών και αν έχει λόγο να αναζητήσει κάπου συμμαχικό στρατό».
[1.53.3]Εκείνοι αυτά ρωτούσαν και οι γνώμες και των δύο μαντείων συνέπεσαν, προλέγοντας στον Κροίσο πως, αν εκστρατεύσει εναντίον των Περσών, θα αφανίσει μιαν αρχή μεγάλη· και τον συμβούλευαν ακόμη να βρει ανάμεσα στους Έλληνες τους δυνατότερους, για να τους κάνει φίλους.
[1.54.1] Όταν οι χρησμοί έφτασαν και τους έμαθε ο Κροίσος, χάρηκε πάρα πολύ με τα μαντεύματα, και έτσι που γέμισε ελπίδα ότι θα καταστρέψει το βασίλειο του Κύρου, στέλνει πάλι ανθρώπους του στην Πυθώ και κάνει δώρα στους ιερείς των Δελφών (αφού πρώτα πληροφορήθηκε τον αριθμό τους), στον καθένα τους δύο στατήρες χρυσό.
[1.54.2] Και οι Δελφοί σε αντάλλαγμα έδωσαν στον Κροίσο και τους Λυδούς το δικαίωμα να παίρνουν πρώτοι αυτοί χρησμό, να έχουν ατέλεια, πρωτοκαθεδρία στους αγώνες και την άδεια όποιος θέλει να πολιτογραφηθεί Δελφός για πάντα.
[1.55.1] Μετά από αυτά τα δώρα ζήτησε ο Κροίσος από τους Δελφούς χρησμό για τρίτη φορά. Γιατί από τη στιγμή που το μαντείο τού βρήκε μια φορά την αλήθεια, δεν έλεγε να σταματήσει. Ρωτούσε λοιπόν, ζητώντας χρησμό, αν θα είναι η βασιλεία του πολύχρονη.
[1.55.2] Και η Πυθία χρησμοδοτεί αυτά:
Όταν γένει στους Μήδους βασιλεύς ημίονος,
τότε, Λυδέ τρυφερόποδε, φεύγε εις τον πολυψήφιδα Έρμον,
μη μένε, μήτ᾽ εντρέπου να φανείς άνανδρος.
[1.56.1] Όταν έφτασε και αυτή η απόκριση, ο Κροίσος χάρηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μια και δεν πίστευε φυσικά πως ένα μουλάρι μπορεί ποτέ να γίνει βασιλιάς των Μήδων στη θέση ενός ανθρώπου· ούτε λοιπόν ο ίδιος ούτε και οι απόγονοί του θα έπαυαν ποτέ να έχουν στα χέρια τους την εξουσία. Ύστερα έβαλε μπρος να εξετάζει ποιοί ανάμεσα στους Έλληνες ήσαν οι δυνατότεροι, που θα μπορούσε να τους κάνει φίλους.
[1.56.2] Και ψάχνοντας έβρισκε πως ξεχώριζαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, οι πρώτοι ανάμεσα στους Δωριείς, οι δεύτεροι ανάμεσα στους Ίωνες. Γιατί αυτά τα έθνη ήσαν τα πιο γνωστά, όντας τα παλιά χρόνια το τελευταίο πελασγικό, το πρώτο ελληνικό. Οι Αθηναίοι ποτέ ώς τώρα δεν ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους, ενώ οι άλλοι ήσαν πολυπλάνητοι.
[1.56.3] Γιατί όσο βασίλευε ο Δευκαλίων, κατοικούσαν τη Φθιώτιδα, στα χρόνια πάλι του Δώρου, γιου του Έλληνος, τη χώρα στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου που τη λεν Ιστιαιώτιδα. Κι αφότου και από την Ιστιαιώτιδα τους ξεσήκωσαν οι Καδμείοι, κατοικούσαν στην Πίνδο με το όνομα έθνος Μακεδνόν. Από εκεί πάλι άλλαξαν τόπο και πήγαν στη Δρυοπίδα και από τη Δρυοπίδα έφτασαν πια εκεί που είναι, δηλαδή στην Πελοπόννησο, και ονομάστηκαν έθνος Δωρικό.
[1.57.1] Ποιά γλώσσα μιλούσαν οι Πελασγοί δεν ξέρω να πω με βεβαιότητα. Αν όμως πρέπει να πω τη γνώμη μου βασισμένος στους Πελασγούς, που και τώρα ακόμη κατοικούν πάνω από τους Τυρρηνούς στην πόλη Κρηστώνα και που κάποτε ήταν γείτονες αυτών που τώρα ονομάζονται Δωριείς (αφού τότε οι Πελασγοί κατοικούσαν τη χώρα που τώρα τη λεν Θεσσαλιώτιδα).
[1.57.2] Βασισμένος ακόμη στους Πελασγούς που έχτισαν στον Ελλήσποντο την Πλακία και τη Σκυλάκη, και που παλιότερα συγκατοικούσαν με τους Αθηναίους· αν πρέπει με βάση αυτά να μιλήσω, οι Πελασγοί μιλούσαν βαρβαρικά.
[1.57.3] Αν ωστόσο αυτό ισχύει για το σύνολο των Πελασγών, όμως το αττικό έθνος, κι ας ήταν πελασγικό, έτσι που μεταβλήθηκε σε ελληνικό, άλλαξε και τη γλώσσα του. Γιατί ούτε οι κάτοικοι της Κρηστώνος είναι ομόγλωσσοι με κανέναν από τους γείτονές τους ούτε οι Πλακιανοί· αυτοί όμως οι δύο μεταξύ τους είναι ομόγλωσσοι, και αποδείχνουν ότι τον χαρακτήρα της γλώσσας που πήραν μαζί τους μετοικώντας στα νέα αυτά μέρη, τον κράτησαν και δεν τον άλλαξαν.
[1.58.1] Το ελληνικό έθνος, αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλεί -αυτή είναι η πεποίθησή μου· αφότου όμως ξέκοψε από το πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ᾽ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα κι εφόσον ήταν βαρβαρικό, ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη…