Ιστορικοί Και Χρόνος: Αρχαία Ελλάδα Επιτομή

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

     Ο όρος Αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ελληνικό κόσμο κατά τη περίοδο της αρχαιότητας. Αναφέρεται όχι μόνο στις περιοχές του σύγχρονου ελληνικού κράτους, αλλά όπου εγκαταστάθηκαν και διαβιώσανε στους αρχαίους χρόνους ελληνικοί πληθυσμοί, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου, της Ιωνίας, της Μεγάλης Ελλάδας (Σικελία και Νότια Ιταλία) και των διάσπαρτων ελληνικών εγκαταστάσεων στις ακτές της Μεσογείου, αλλά μέχρι και τον Εύξεινο Πόντο.

ΓΕΝΙΚΑ: Μετά τη κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων το 12ο αι., τα ελληνικά φύλα εισήλθανε στη φάση των «σκοτεινών αιώνων» για την οποία λίγες γνώσεις διαθέτουμε, εξ ου κι η ονομασία της περιόδου αυτής. Η πληθυσμιακή πίεση οδήγησε τα ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας σε μετανάστευση στα νησιά και την αντίπερα ακτή του Αιγαίου. Την επόμενη περίοδο, οι εντεινόμενες επαφές των ελληνικών φύλων με την Ανατολή συμβάλλανε στη δημιουργία αλφαβήτου και την ανάπτυξη της ναοδομίας και της γλυπτικής. Με μονάδα οργάνωσης τη πόλη, οργανώθηκε η ίδρυση αποικιών στις ακτές της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου από περίπου το 750 έως το 550 π.Χ.. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε από έντονες κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες στο εσωτερικό των πόλεων, που στην Αθήνα καταλήξανε στην εγκαθίδρυση δημοκρατίας. Στις αρχές του 5ου αι., ένας συνασπισμός ελληνικών πόλεων απέκρουσε την επίθεση της Περσικής αυτοκρατορίας. Μετά τη λήξη των πολέμων, την ηγεμονία της συμμαχίας ανέλαβε η Αθήνα, που αναδείχθηκε σε πολιτικό και πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου κι οδηγήθηκε σε σύγκρουση με την άλλη μεγάλη ελληνική δύναμη, τη Σπάρτη. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έληξε το 404 π.Χ. με ήττα της Αθήνας και των συμμάχων της. Εξασθενημένες από τους συνεχείς μεταξύ τους πολέμους κατά τον 4ο αι. π.Χ., οι ελληνικές πόλεις υποτάχθηκαν στην ανερχόμενη ισχύ του μακεδονικού βασιλείου.
     Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Αλέξανδρος οδήγησε τους Έλληνες σε μία επιτυχή εκστρατεία κατάλυσης της Περσικής Αυτοκρατορίας. Μετά το θάνατο του Αλέξανδρου το 323, οι διάδοχοί του διαμοίρασαν την αυτοκρατορία του σε διάφορα βασίλεια. Ο ελληνικός πολιτισμός γνώρισε μεγάλη διάδοση στα εδάφη των βασιλείων αυτών και, μετά τη κατάκτησή τους από τη Ρώμη, σε πολλές περιοχές της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στους νεώτερους χρόνους, ο πολιτισμός των αρχαίων Ελλήνων άσκησε σημαντική επίδραση στη γλώσσα, τη πολιτική, τη φιλοσοφία, την επιστήμη και τις τέχνες, ιδίως κατά τη περίοδο της Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη και κατά τις κλασικιστικές περιόδους το 18ο και 19ο αι. στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, και η ρωμαϊκή εκδοχή του αποτελεί το θεμέλιο λίθο του νεώτερου δυτικού πολιτισμού.
     Η περίοδος από το 1600 π.Χ. έως το 1100 π.Χ., η Ύστερη εποχή του Χαλκού, ονομάζεται Μυκηναϊκή Περίοδος. Η περίοδος από περίπου το 1100 π.Χ. έως περίπου το 800 π.Χ. ονομάζεται Σκοτεινοί αιώνες ή Γεωμετρική Εποχή, για την οποία διαθέτουμε πλέον τις ανάλογες αρχαιολογικές μαρτυρίες, αλλά κι ενδιαφέρουσες θεωρίες σημαντικών ιστοριογράφων της εποχής μας, που ενίοτε αντικρούουνε τις κλασικές γνώσεις μας για τη ροή της ελληνικής ανάπτυξης. Από τον 8ο ως και τον 6ο π.Χ. αι. έχουμε την Αρχαϊκή Εποχή. H Κλασσική εποχή οριοθετείται με την έναρξη του 5ου π.Χ. αιώνα και το θάνατο του Αλεξάνδρου, το 323 π.Χ., οπότε ξεκινά κι η Ελληνιστική εποχή. Η τεκμηρίωση των ιστορικών γεγονότων που συνοδεύουν την ανάπτυξη του ελληνικού πολιτισμού, πέραν των φιλολογικών μαρτυριών ιστορικών όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Ξενοφών, ή ρητόρων όπως ο Δημοσθένης κι ο Ισοκράτης ή φιλοσόφων όπως ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης είναι εφικτή και μέσω της ερμηνείας των αρχαιολογικών ευρημάτων. Επίσης,παρόλο που σε γενικές γραμμές η αρχαία ιστοριογραφία επικεντρώνεται κυρίως στην ανάπτυξη της Αθήνας, σύγχρονοι ερευνητές έχουνε δημοσιεύσει σωρεία μελετών και για τις άλλες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας, παρέχοντάς μας πλέον μια σφαιρική εικόνα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού.
     Από περίπου τη 10ετία του 1980 για την έρευνα της ιστορίας και προέλευσης πληθυσμών πραγματοποιούνται γενετικές μελέτες που αξιοποιούνε π.χ. το ανθρώπινο DNA. Πρόκειται για ένα πεδίο που, αν και παράγει αποτελέσματα φαινομενικά εντυπωσιακά, δεν είναι ακόμα μεθοδολογικά ώριμο, ούτε παράγει αποτελέσματα η ερμηνεία των οποίων μπορεί από μόνη της να δώσει απαντήσεις σε σύνθετα ιστορικά ερωτήματα, αν κι ενδέχεται, σε συνδυασμό με τα πορίσματα της αρχαιολογίας ή της γλωσσολογίας, να ενισχύσει υπάρχουσες θεωρίες.
Σύμφωνα με τις ενδείξεις από την ως τώρα έρευνα, ελληνόφωνοι πληθυσμοί μεταναστεύσανε στην ελληνική χερσόνησο κατά το τέλος της 3ης π.Χ. χιλιετίας, αναμίχθηκαν με τους τοπικούς προελληνικούς πληθυσμούς και στη συνέχεια διαμόρφωσαν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα ως αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Στον ελλαδικό χώρο είχανε λοιπόν προηγηθεί οι φορείς της γεωργικής επανάστασης της ύστερης μεσολιθικής και της νεολιθικής εποχής και, στη συνέχεια, του Πρωτοελλαδικού, Κυκλαδικού και του λαμπρού Μινωικού πολιτισμού.
     Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουνε πιθανή εισβολή επήλυδων (ξενόφερτων εκ του επέρχομαι) περί το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙΙ περιόδου (2000 π.Χ.). Μια παλαιότερη εισβολή πιστοποιείται αρχαιολογικά κατά το τέλος της Πρωτο-Ελλαδικής ΙΙ περιόδου, 200 χρόνια νωρίτερα. Το ποια από τις 2 εισβολές είναι η κάθοδος των ελληνόφωνων (Πρωτοελλήνων) στον ελλαδικό χώρο δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα. Έχει διατυπωθεί η (στηριγμένη σε φιλολογικά δεδομένα) θεωρία οτι η 1η εισβολή προήλθε από πρωτο-λουβιακά στοιχεία της Μ. Ασίας, τα οποία άφησαν στην ελληνική γλώσσα τα προελληνικά φθογγικά στοιχεία -σσ-, -νθ και -νδ- (βλ. λέξεις Παρνασσός, Κόρινθος, Λίνδος). Αυτή η θεωρία για τη πρωτοκαθεδρία των Λουβίων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι δεκτή από όλους τους ερευνητές, ωστόσο δεν αμφισβητείται ο ινδοευρωπαϊκός χαρακτήρας του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος.
     Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη δυτική (Νυδρί Λευκάδας) και την ανατολική Ελλάδα (Εύτρηση, Ορχομενός Βοιωτίας) κάνουν ελκυστική την υπόθεση της διαδρομής των ελληνόφωνων από Βορρά προς Νότο δυτικά της Πίνδου, με πιθανή ταυτόχρονη κίνηση από τα ανατολικά προς τα δυτικά, μέσω των νησιών του Αιγαίου. Η μετακίνηση δε φαίνεται να συνοδεύτηκε παντού από καταστροφές, παρ’ όλο που τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουνε κάποια βίαια επεισόδια κατά τη διάρκεια των εισβολών αυτών. Σίγουρα, όμως, παρατηρούνται αλλαγές στον πολιτισμικό εξοπλισμό ακόμα κι εκεί που δεν παρατηρούνται καταστροφές. Τίποτα, πάντως, δεν μπορεί να ‘ναι απολύτως βέβαιο για τη σκοτεινή αυτή εποχή, όπως π.χ. οποιαδήποτε υπόθεση για την εθνολογική διαφοροποίηση ή μη, αυτών των ομάδων εισβολέων. Οι προσπάθειες στο παρελθόν να αποδοθούνε συγκεκριμένα πολιτιστικά χαρακτηριστικά -όπως τα γκρίζα «μινυακά»* αγγεία κι ο τύπος οικοδομήματος που είναι γνωστός ως «μέγαρον»- στους ελληνόφωνους εισβολείς δεν είναι πια αποδεκτές σήμερα. Δεν ευσταθεί, ακόμα, η παλιά αντίληψη πως οι ελληνόφωνοι έφεραν τον κεραμικό τροχό, το άρμα και τις οχυρωμένες ακροπόλεις. Αντίθετα, τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουνε πως υπήρξε σαφής πολιτισμική οπισθοδρόμηση κατά τη Μεσοελλαδική περίοδο κι ότι οι νεοφερμένοι απέκτησαν ανώτερο πολιτισμό μόνον όταν ήρθαν σ’ επαφή με άλλους πολιτισμούς, όπως αυτόν των γειτόνων τους στο Αιγαίο.

_______________________________
*μινυακά, Αρχλ.= Προϊστορικά αγγεία που βρέθηκαν στον Ορχομενό της Βοιωτίας. Οφείλουνε την ονομασία αυτή στους Μινύες, αν και νεότερες έρευνες αποκλείουνε τη συσχέτιση αυτή. Χαρακτηριστικά των αγγείων είναι το σκούρο χρώμα του πηλού κι η στιλβωμένη επιφάνειά τους. Τα αρχαιότερα είναι χειροποίητα, ενώ τα νεότερα, δηλαδή από τον 17o αι. π.Χ. ως τη μυκηναϊκή εποχή, είναι κατασκευασμένα με τροχό. Μερικά έχουνε βρεθεί και σε πολλά άλλα μέρη της αρχαίας ελλαδικής επικράτειας, όπως στη Μήλο, στη Θεσσαλία και στη Τροία. Μινύες = Οι Μινύες ήταν προϊστορικό ελληνικό έθνος που κατοικούσε στη Βοιωτία και μάλιστα στον Ορχομενό της Βοιωτίας σε αντιδιαστολή με τον Ορχομενό της Θεσσαλίας, όπως διαφαίνεται να συμφωνούν οι: Όμηρος (Ιλιάδα Β΄511 και Οδύσσεια ια΄ 284), Ησίοδος (αποσπάσματα 144), Πίνδαρος (Ολ. ΧΙV), και Θουκυδίδης (IV 76). Επιπρόσθετα σημειώνει ο Στράβων ότι αυτοί οι Μινύες της Βοιωτίας διέφεραν από κείνους της Θεσσαλίας, ΙΧ 2, 3, 40.
     Γενάρχης κι επώνυμος ήρωας των Μινύων, όπως επίσης σημειώνει ο Παυσανίας (ΙΧ 37, 7), ήταν ο Μινύας του οποίου τον τάφο (θησαυρό) είχε δει και αυτός ο ίδιος. Επιπρόσθετα όπως σημειώνει κι ο
Απολλώνιος ο Ρόδιος ο γενάρχης Μινύας καταγόταν από την Ιωλκό της Θεσσαλίας (“την γαρ Ιωλκόν Μινύαι ώκουν, ώς φησι Σιμωνίδης εν Συμμίκτοις”). Ίσως αυτή η Ιωλκός να πρόκειται για την “Μινύα πόλις Θετταλίας, ή πρότερον Αλμωνίας” (που αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης).
     Κατά την αρχαιολογική σκαπάνη κι ιστορική έρευνα, σήμερα έχει γίνει αποδεκτό ότι οι Μινύες που εγκαταστάθηκαν στον Ορχομενό της Βοιωτίας υπήρξε έθνος δραστήριο και ιδίως ναυτικό που ανέπτυξε εμπορικές σχέσεις με άλλα ελληνικά φύλα ομόδοξα, ομόγλωσσα και ομότροπα, με συνέπεια να αποκτήσει μεγάλο πλούτο και ισχύ. Σε απόδειξη αυτού ο Παυσανίας αναφέρει τον πολύ πλούσιο θησαυρό, (μνήμα), του γενάρχη Μινύα που ο ίδιος είδε και που ανήκε στους λεγόμενους μεσο-ελλαδικούς χρόνους, δηλαδή τον 17ο με 16ο αιώνα π.Χ. Σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν ότι οι Μινύες αυτοί άκμασαν ιδίως κατά το πρώτο ήμισυ της 2ης χιλιετίας π.Χ. και επί μακρό διάστημα έτσι ώστε ν΄ αποκτήσουν πολλές αποικίες.
     Αλλά και οι Μινύες της Θεσσαλίας δεν υπήρξαν κατώτεροι αυτών που αναδείχθηκαν ιδιαίτερα ως ναυτικός λαός. Βέβαια η μορφολογία του εδάφους της Θεσσαλίας την εποχή εκείνη συνέβαλε κατά πολύ στην ανάδειξή τους αυτή. Ειδικότερα θεωρείται ότι η Αργοναυτική εκστρατεία ήταν δημιούργημα των Μινύων της Θεσσαλίας στα πλαίσια των μεγάλων τότε επιχειρήσεων – μετακινήσεων και δημιουργίας νέων αποικιών που σημειώθηκαν την εποχή εκείνη.
     Σημαντικότερες αποικίες των Μινύων ήταν στη Τέω, τη Λήμνο, τη Σαντορίνη, την Πύλο, το Ακρωτήριο Ταίναρο αλλά και η Μινώα Αμοργού στο λόφο πάνω από το λιμάνι Καταπόλων, κ.ά. που όλες είναι παράλιες ή νήσοι Αιγαίου. Εκτός όμως του Μινύα άλλος σημαντικός μυθικός βασιλιάς αυτών ήταν ο Εργίνος που σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία ηττήθηκε από τον Ηρακλή και έγινε φόρου υποτελής των Θηβών, όπως σημειώνουν ο Διόδωρος, ο Ισοκράτης και ο Παυσανίας (που ίσως ν΄ αποτελεί μια αλληγορική ερμηνεία της Καθόδου των Ηρακλειδών). Σημειώνεται ότι την ίδια εποχή καταλύθηκαν και οι Μυκήνες. Μετά όμως από την ολοκληρωτική επικράτηση των Δωριέων, 9ος αιώνας π.Χ., φαίνεται πως το κράτος των Μινύων εξαφανίσθηκε
).
———————————————————

ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΌΣ: Η πληθυσμιακή και πολιτισμική ανάμειξη μεταξύ των νεοφερμένων πρωτοελλήνων και των προελλήνων οδήγησε στη γένεση του ελληνικού πολιτισμού. Οι περιοχές νότια της Θεσσαλίας δεχτήκανε την ισχυρή επίδραση του ανεπτυγμένου Μινωικού πολιτισμού, γεγονός που οδήγησε στην άνθηση του Μυκηναϊκού πολιτισμού. Αντίθετα, τα βορειοδυτικά ελληνικά φύλα, τα οποία έμειναν άμοιρα της Μινωικής επίδρασης, παρέμειναν σε χαμηλότερο πολιτιστικό επίπεδο. Ο Μυκηναϊκός πολιτισμός έδωσε τα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα της Νότιας Ελλάδας (Μυκήνες, Τίρυνθα, Πύλος, Ορχομενός κ.α.) και της Κρήτης καθώς και τη 1η ελληνική γραφή, τη Γραμμική Β’. Στις πινακίδες της ανιχνεύουμε και τα 1α στοιχεία της μετέπειτα αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Η παρακμή του Μυκηναϊκού κόσμου στο τέλος της Υστερο-Ελλαδικής περιόδου (στα τέλη του 13ου αι. π.Χ.) οδήγησε στη σταδιακή εξαφάνιση των μυκηναϊκών κέντρων κατά την Υπομυκηναϊκή περίοδο, η οποία τελειώνει το 1.100 π.Χ. περίπου, την ολοκληρωτική εξαφάνιση της γραφής και τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες.
Κάποτε οι μελετητές συνέδεαν τις καταστροφές του τέλους της μυκηναϊκής εποχής με την Επιστροφή των Ηρακλειδών και τη Κάθοδο των Δωριέων οι οποίες περάσανε στη μνήμη της αρχαίας ηρωικής παράδοσης. Σήμερα όμως, λίγοι θα δέχονταν την υπόθεση μιας τέτοιας εισβολής, όπως τη δέχονταν οι αρχαίοι Έλληνες. Είναι πιο αποδεκτή η θεωρία της προσωρινής αναστάτωσης λόγω επιδρομών, ενώ η εισβολή νέων φύλων μετατίθεται στα γεγονότα της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου (Σκοτεινοί Αιώνες).
     Με το τέλος της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου, οι Έλληνες διακρίνονται ήδη στις φυλές που γνωρίζουμε από τη Κλασσική εποχή. Η παλαιότερη θεωρία κατά την οποία οι ομιλητές των αχαϊκών κι ιωνικών διαλέκτων ήρθανε κατά κύματα στην εποχή της καθόδου των ελληνόφωνων στον ελλαδικό χώρο δεν είναι πια αποδεκτή. Επομένως, πριν το τέλος της μυκηναϊκής περιόδου, δεν μπορούμε να μιλάμε για σαφή διαχωρισμό των μετέπειτα ελληνικών διαλέκτων αλλά για 3 το πολύ γλωσσικές ομάδες. Τη βόρειο-ελληνική και τους 2 φορείς της Μυκηναϊκής, την Αρκαδική (ή Αρκαδοκυπριακή) και την Αιολική, που ήτανε συνδεδεμένες μεταξύ τους. Κατ’ άλλους μελετητές, οι δυο σπουδαιότερες διάλεκτοι στο Μυκηναϊκό χώρο ήταν η Αρκαδοκυπριακή κι η Ιωνική.
     Στους σκοτεινούς αιώνες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα η τελευταία μεγάλη αναστάτωση στον ελλαδικό χώρο, δηλαδή η Κάθοδος των Δωριέων. Είναι γεγονός πως η αρχαία παράδοση γύρω από την έλευση των Δωριέων έχει διασώσει κάποιο ιστορικό πυρήνα, όπως τη κατά προσέγγιση διαδρομή τους από βορρά προς νότο. Στη παράδοση αυτή, όμως, έχουν παρεισφρύσει πολλές φανταστικές λεπτομέρειες και στοιχεία της πολιτικής προπαγάνδας των μετέπειτα ελληνικών πόλεων-κρατών. Αρχαιολογικά, τα πιθανά αποδεικτικά στοιχεία της καθόδου των Δωριέων είναι πολύ δύσκολο να αποτιμηθούν. Επίσης, δεν είναι αποδεκτό πως οι Δωριείς ήταν αυτοί που φέραν από τη βόρεια Βαλκανική τη χρήση του σιδήρου, καθώς θεωρείται εισαγωγή από την Ανατολή. Γίνεται πάντως ελκυστική η υπόθεση πως οι Δωριείς ήτανε πολιτιστικά καθυστερημένοι νομάδες κτηνοτρόφοι στο περιθώριο του μυκηναϊκού κόσμου, που κάποια στιγμή ανέλαβαν έντονη επιθετική δραστηριότητα, πιεζόμενοι κι αυτοί από τα βόρεια.

Εδώ με κόκκινο οι Ελληνικές και με κίτρινο οι Φοινικικές αποικίες

     Με το τέλος της δωρικής επέκτασης, από τις μη βορειοελληνικές διαλέκτους στη Πελοπόννησο απέμεινε μόνο η αρκαδική, στα ορεινά της Αρκαδίας. Εκείνη την εποχή είχε ήδη αρχίσει ο Α’ Αποικισμός κι οι Αιολείς αποικήσανε τα νησιά του Β. Αιγαίου και την Αιολία της Μικράς Ασίας ενώ οι Ίωνες το κύριο μέρος των νησιών του Αιγαίου και τη κλασσική Ιωνία. Κατά τον 8ο αι. π.Χ. προβάλλοντας από τη Γεωμετρική Περίοδο η Ελλάδα μεταβάλλει τον πολιτισμό της από προφορικό σε γραπτό. Η χρήση ενός προσαρμοσμένου από τη φοινικική γραφή αλφάβητου μας παρέχει τις 1ες γραπτές μαρτυρίες μιας ουσιαστικής μεταβολής για τον ελληνικό πολιτισμό, ενώ η ανάπτυξη της μνημειακής γλυπτικής και της κεραμικής τον θεμελιώνει σε μια τεχνολογική και καλλιτεχνική βάση. Βέβαια, η ενοποιημένη άποψη που έχουμε σήμερα για τον ελληνικό πολιτισμό δε συνεπάγεται και την ανάλογη ενότητα σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο εκείνα τα χρόνια. Εξαιτίας της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας η Ελλάδα της αρχαϊκής και της κλασσικής περιόδου ακολουθεί λίγο-πολύ τον τοπικισμό της μυκηναϊκής εποχής, διαιρεμένη σε μικρές ανεξάρτητες κοινότητες που χαρακτηρίζονται με τον γενικό όρο πόλις-κράτος. Τον 8ο αι. επίσης εμφανίστηκε ως ανώτατη μονάδα ανεξάρτητης πολιτικής οργάνωσης η πόλις. Οι ελληνικές πόλεις ήταν αστικοί οικισμοί που λειτουργούσαν ως πολιτικά κέντρα. Οι συνθήκες κι η διαδικασία δημιουργίας των πόλεων μένουν αδιευκρίνιστες, αλλά τη περίοδο της δημιουργίας τους παρατηρείται πληθυσμιακή αύξηση κι η δημιουργία των 1ων ναϊκών οικοδομημάτων.
     Η οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου αλλά κι οι ενδοκοινοτικές πολιτικές συγκρούσεις οδήγησαν ένα τμήμα του ηπειρωτικού και του νησιωτικού πληθυσμού σ’ ένα ρεύμα αποικισμών, που ‘χεν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός μεταναστευτικού κύματος προς όλες τις περιοχές της Μεσογείου. Από το 750 π.Χ. ως το 550 π.Χ. οι Έλληνες δημιούργησαν αποικίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Προς την ανατολή αποκίστηκε αρχικά η Κύπρος, προς το βορρά η Χαλκιδική, οι Ερετριείς ίδρυσαν τη Μεθώνη, ενώ κυρίως η Μίλητος ίδρυσε πολυάριθμες αποικίες στις ακτές της Θράκης, τον Βόσπορο και τις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Προς τη δύση οι Έλληνες αποικίσανε τις ακτές του Ιονίου (η Κόρινθος αποίκισε τη Κέρκυρα, την Επίδαμνο, την Απολλωνία κ.λπ.), την Ιλλυρία, τη Σικελία και τη Νότια Ιταλία, τη Κορσική και τις βόρειες μεσογειακές ακτές ως τις Ηράκλειες στήλες. Ελληνικές αποικίες απαντώνται, επίσης, στην Αίγυπτο και τη Λιβύη. Πόλεις όπως οι Συρακούσες, η Νάπολη, η Μασσαλία ή η Κωνσταντινούπολη προκύψαν από τις ελληνικές αποικίες των Συρακουσών, Νεάπολης, ή του Βυζάντιου, αποικίας των Μεγαρέων.
     Ως 1ος ελληνικός αποικισμός αναφέρεται το αποτέλεσμα των πληθυσμιακών μεταναστεύσεων και των ανακατατάξεων που συνέβησαν στον Ελλαδικό χώρο από τα μέσα του 11ου ως τα τέλη του 9ου αι. π.Χ.. Οι μετακινήσεις αυτές οδήγησαν στον αποικισμό των νησιών του Αιγαίου, της Κύπρου, της Κρήτης, των Επτανήσων και της δυτικής ακτής της Μ. Ασίας από ελληνικά φύλα της ηπειρωτικής Ελλάδας και την ίδρυση νέων πόλεων που αποτέλεσαν τα μετέπειτα χρόνια σημαντικά κέντρα του ελληνικού πολιτισμού. Ο αποικισμός πραγματοποιήθηκε σε διαδοχικά κύματα και κατά φυλετικές ομάδες και διακρίνεται σε Αιολικό, Ιωνικό, Δωρικό και Αχαϊκό (Αρκαδικό) αποικισμό.
     Κατά τη διάρκεια του 13ου αι. π.Χ. οι Δωριείς με πιθανή αφετηρία τις περιοχές της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας μετακινήθηκαν νοτιώτερα και σχημάτισαν έν ισχυρό κράτος στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδας με κέντρο τη μετέπειτα Δωρίδα. Οι Δωριείς που σε αντίθεση με τους παλαιότερους κατοίκους της νότιας Ελλάδας γνώριζαν την επεξεργασία του σιδήρου επεκτάθηκαν γρήγορα δημιουργώντας ένα μεγάλο κράτος στα ορεινά της κεντρικής Ελλάδας που εκτός από τη μετέπειτα Δωρίδα θα πρέπει να εκτεινόταν δυτικότερα σε περιοχές που κατείχαν στα ιστορικά χρόνια οι Αιτωλοί κι οι Λοκροί. Καταλαμβάνοντας την περιοχή εκτόπισαν τους παλαιότερους της κατοίκους, τους Δρύοπες οι οποίοι κατέφυγαν στην νότια Εύβοια, στα νησιά των δυτικών Κυκλάδων και στην νότια Αργολίδα. Στην Εύβοια δημιούργησαν κράτος με έδρα τη Κάρυστο ενώ στη Νότια Αργολίδα ίδρυσαν τις πόλεις Ερμιόνη, Ασίνη, Ηιόνες και Μάσητας. Η μετακίνηση των Δρυόπων ήταν η 1η σημαντική μετακίνηση στον χώρο της νότιας Ελλάδας τη περίοδο της μετάβασης από την εποχή του χαλκού στην εποχή του σιδήρου.
     Μετά την εδραίωση τους στην περιοχή της Στερεάς οι Δωριείς οργάνωσαν εκστρατεία κατά των πλούσιων κι ισχυρών βασιλείων των Αχαιών στη Πελοπόννησο. Στην εκστρατεία τους συμμετείχαν και γειτονικά φύλα, όπως οι Αιτωλοί κι οι Βοιωτοί που είτε συμμάχησαν απλά με τους Δωριείς είτε βρίσκονταν κάτω από την εξουσία τους εκείνη τη περίοδο. Στα μέσα του 12ου αι. π.Χ. οι Δωριείς εισέβαλαν στη Πελοπόννησο περνώντας με πλοία τον πορθμό του Ρίου. Σύμφωνα με τη παράδοση για να περάσουνε στη Πελοπόννησο από το στενό του Ρίου-Αντίρριου ναυπήγησαν στόλο στη περιοχή κι απ’ αυτό το γεγονός η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε Ναύπακτος. Μετά το πέρασμά τους στη Πελοπόννησο διασπάστηκαν σε 4 τμήματα και καθένα απ’ αυτά κινήθηκε για τη κατάληψη των κυριότερων Αχαϊκών βασιλείων. Μία ομάδα με αρχηγό τον Κρεσφόντη κινήθηκε προς τη Μεσσηνία και κατέλυσε το βασίλειο της Πύλου. 2η ομάδα με αρχηγό τον Αριστόδημο, κινήθηκε στη Λακωνία κι εγκαταστάθηκε στη Σπάρτη και 3η ομάδα με αρχηγό τον Τήμενο κατέλαβε το Άργος και τις Μυκήνες. Υπολογίζεται πως η καταστροφή των Μυκηνών από την εισβολή των Δωριέων έγινε γύρω στο 1150 π.Χ. Τέλος 4η ομάδα με αρχηγό τον Αλήτη κινήθηκε προς τον Ισθμό και κατέλαβε τη περιοχή της Κορινθίας.
     Η επικράτηση των Δωριέων στη Πελοπόννησο προκάλεσε νέες ανακατατάξεις και μετακινήσεις πληθυσμών. Οι Αχαιοί της Αργολίδας μετακινήθηκαν βορειότερα κι εγκαταστάθηκαν στη περιοχή της μετέπειτα Αχαΐας. Από τη περιοχή εκτόπισαν τους Ίωνες οι οποίοι αργότερα διωκόμενοι κι από τη περιοχή της Κορινθίας μετακινηθήκαν ανατολικότερα. Αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Εύβοια εκτοπίζοντας τους παλαιότερους κατοίκους της, τους Άβαντες και στη συνέχεια πέρασαν στο Αιγαίο και στα Μικρασιατικά παράλια. Οι Ίωνες τις Αττικής κατάφεραν ν’ αποκρούσουνε την εισβολή των Δωριέων, γεγονός που μαρτυρά κι η παράδοση του βασιλιά Κόδρου.
Αιολικός αποικισμός: Την ίδια περίοδο που οι Δωριείς κινούνταν προς τη Πελοπόννησο πραγματοποιήθηκαν κι άλλες μετακινήσεις στον Ελλαδικό χώρο. Οι Θεσσαλοί προερχόμενοι από τη περιοχή της Θεσπρωτίας μετακινήθηκαν στη περιοχή της Θεσσαλίας εκτοπίζοντας παλαιότερα αιολόφωνα φύλα που κατοικούσανε στη περιοχή. Ανάμεσα στις φυλές που ζούσανε στη Θεσσαλία πριν την εγκατάσταση των Θεσσαλών ήταν κι οι Βοιωτοί οι οποίοι μετακινήθηκαν νοτιώτερα κι εγκαταστάθηκαν στη περιοχή της Βοιωτίας. Άλλοι πληθυσμοί της Θεσσαλίας κι οι παλαιότεροι κάτοικοι της Βοιωτίας μετά την απώλεια των περιοχών τους κατέφυγαν στις περιοχές του Βορειοανατολικού Αιγαίου κι εγκαταστάθηκαν αρχικά στη Λέσβο, τη Τένεδο και τις Εκατόννησους (Μοσχονήσια). Οι πληθυσμοί αυτοί ονομάστηκαν αργότερα Αιολείς από τ’ όνομα ενός Θεσσαλικού φύλου που συμμετείχε στη μετανάστευση. Οι Αιολείς, τα επόμενα χρόνια αποίκισαν την απέναντι Μικρασιατική ακτή η οποία ονομάστηκε Αιολίδα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει την ίδρυση 12 πόλεων στο τμήμα αυτό της Μικρασιατικής ακτής. Αυτές ήταν οι οι: Αιγές, η Αιγειρόεσσα, η Γράνεια, η Κίλλα, η Κύμη, η Λάρισα η Αιολίς, η Μύρινα, το Νέο Τείχος, το Νότιο, η Πιτάνη, η Σμύρνη κι η Τήμνος. Τον 7ο αι. π.Χ. οι Αιολείς επεκτάθηκαν και στη περιοχή της Τρωάδας ιδρύοντας τις πόλεις Γάργαρα, Άσσος, Άνταδρος, Κεβρή, Σκήψις, Νεάνδρεια και Πιτύεια. Στην Αιολική μετανάστευση συμμετείχαν κι Αχαιοί της Πελοποννήσου που ακολούθησαν τους Αιολόφωνους. Η παράδοση αναφέρει τον Ορέστη ως ηγέτη της μετανάστευσης των Αιολέων κι η βασιλική οικογένεια των Πενθίλίδων της Μυτιλήνης υποστήριζε πως είλκυε τη καταγωγή της από τον Ορέστη.
Ιωνικός αποικισμός: Οι Ίωνες πριν τη κάθοδο των Δωριέων ζούσανε στη βόρεια Πελοπόννησο, στη Μεγαρίδα και στην Αττική. Μετά την απώλεια των περιοχών τους από τους Δωριείς κι Αχαιούς της Αργολίδας, μετακινήθηκαν ανατολικότερα κι εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Εύβοια εκτοπίζοντας τους παλαιότερους της κατοίκους, τους Άβαντες. Στα μέσα του 11ου αι. π.Χ αποίκησαν τις βόρειες Κυκλάδες και μαζί με Ίωνες της Αττικής αποίκησαν τα νησιά Σάμος και Χίος και το κεντρικό τμήμα των Μικρασιατικών παραλιών που ονομάστηκε τα επόμενα χρόνια Ιωνία. Οι Ίωνες ίδρυσαν 12 πόλεις που διατήρησαν φυλετικούς δεσμούς και παρέμειναν ενωμένες σ’ ένα είδος κοινοπολιτείας, το κοινό των Ιώνων. Οι πόλεις του κοινού ήταν η Μίλητος, η Μυούς, η Πριήνη, η Έφεσος, η Κολοφώνα, ή Λέβεδος, η Τέως, οι Κλαζομενές, οι Ερυθρές η Φώκαια κι οι νησιωτικές πόλεις Χίος και Σάμος. Θρησκευτικό τους κέντρο αποτελούσε ο ναός του Ποσειδώνα, στη περιοχή της Μυκάλης.
     Στη περιοχή της Ιωνίας εκτός από τους Ίωνες εγκαταστάθηκαν κι άλλες φυλές όπως Αχαιοί της Πελοποννήσου, Αρκάδες, Άβαντες, Μινύες από τον Ορχομενό, Φωκείς και Μολοσσοί. Οι Άβαντες εγκαταστάθηκαν στη Χίο και προηγήθηκαν των Ιώνων που εγκαταστάθηκαν στο νησί αργότερα. Εγκατάσταση Αχαιών από τη Πυλία αναφέρεται στη Κολοφώνα, ενώ εγκατάσταση Αχαιών από την Αργολίδα στη περιοχή των Κλαζομενών. Στη Τέω αναφέρεται εγκατάσταση Μινύων και στη Φώκαια εγκατάσταση Μινυών και Φωκέων. Οι περισσότερες παραδόσεις των Ιωνικών πόλεων θεωρούν ηγέτη της μετανάστευσης κάποιον απόγονο του Κόδρου και παρουσίαζαν ως αφετηρία τους την Αττική.
Δωρικός εποικισμός: Οι Δωριείς που κατέλαβαν το Άργος και τη Κόρινθο επεκτάθηκαν σταδιακά σε ολόκληρη τη βορειοανατολική Πελοπόννησο. Μετά την αποτυχία κατάληψης της Αττικής στράφηκαν προς τη θάλασσα. Με αφετηρία τα δωρικά κράτη της Αργολίδας αποίκησαν, την Αίγινα, τις νότιες Κυκλάδες, τη Κύπρο, τη Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και τη νοτιοδυτική ακτή της Μ. Ασίας. Συγκεκριμένα Δωριείς από τη Τροιζήνα αποίκησαν την Αλικαρνασσό, από την Επίδαυρο τη Κω κι από το Άργος τη Ρόδο, τη Κρήτη και τα νησιά των Κυκλάδων. Τα επόμενα χρόνια εγκαταστάθηκαν και Δωριείς από τη Λακωνία στη Κρήτη, στη Θήρα, στη Μήλο και στη Κνίδο. Οι Δωριείς άποικοι της περιοχής των Δωδεκανήσων και της Νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας, συνδέθηκαν με μία μορφή κοινοπολιτείας, τη Δωρική Εξάπολη η οποία περιλάμβανε τις πόλεις Αλικαρνασσό, Κνίδο, Λίνδο, Ιαλυσό, Κάμειρο και Κω. Κέντρο των Δωριέων της Μ. Ασίας ήταν ο ναός του Απόλλωνα στο ακρωτήριο Τριόπιο.
2ος ελληνικός αποικισμός ονομάστηκε η οργανωμένη αποικιακή εξάπλωση των αρχαίων Ελλήνων στον χώρο της Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου, κατά τη περίοδο του 8ου, του 7ου και του 6ου αι. π.Χ. Ο αποικισμός αυτός διέφερε από τον 1ο γιατί αποτέλεσε οργανωμένη επιχείρηση από τη μητρόπολη σε αντίθεση με την απλή μετακίνηση φυλών που συντελέστηκε κατά τον 1ο. Πολλές αποικίες που ιδρύθηκαν αυτή τη περίοδο εξελίχθηκαν σε πόλεις ισχυρές κι έγιναν ανεξάρτητες από την μητρόπολη.
     Τα αίτια του 2ου αποικισμού είχαν να κάνουν με τη δημογραφική έκρηξη αυτής της περιόδου, την ανάπτυξη του εμπορίου, την ανάγκη  για εξασφάλιση περισσότερων α’ υλών αλλά και με πολιτικά γεγονότα της περιόδου που οδήγησαν ομάδες πληθυσμού στην εξορία. Η αύξηση του πληθυσμού δημιούργησε στενότητα χώρου και περιορισμό των καλλιεργήσιμων εκτάσεων που αναλογούσαν σε κάθε πολίτη κάτι που ενίσχυσε την ανάγκη για εγκατάσταση μέρους του πληθυσμού σε άλλη περιοχή. Η περιοχή εγκατάστασης που διέθετε ανεκμετάλλευτους πόρους θα μπορούσε επίσης να προμηθεύει τη μητρόπολη με μέρος των αγαθών που θα παρήγαγε. Η ανάπτυξη του εμπορίου ήταν από τα σημαντικότερα κίνητρα ίδρυσης αποικιών. Οι αποικίες αυτές θα δημιουργούσαν νέες αγορές, θα προμήθευαν τη μητρόπολη με σημαντικές α’ ύλες και θα αποτελούσαν σημαντικούς ενδιάμεσους σταθμούς στα μακρινά εμπορικά ταξίδια της εποχής. Τέλος η ταραγμένη πολιτική κατάσταση σε πολλές πόλεις με την εγκαθίδρυση τυραννικών πολιτευμάτων οδηγούσε τους πολιτικούς αντιπάλους στην εξορία και στην αναζήτηση νέου τόπου εγκατάστασης.
     Η ίδρυση των αποικιών ήταν αποτέλεσμα οργανωμένης επιχείρησης. Η αποστολή οργανωνόταν από τη μητρόπολη, ενώ σε πολλές περιπτώσεις συνεργάζονταν περισσότερες πόλεις. Η θέση της αποικίας επιλεγότανε προσεκτικά με στόχο να προσφέρει εμπορικά πλεονεκτήματα αλλά κι ασφάλεια απέναντι σε επιδρομείς. Για να δημιουργηθεί ένα αίσθημα ασφάλειας κι εμπιστοσύνης σχετικά με τη θέση της νέας αποικίας απέδιδαν την επιλογή της θέσης σε χρησμό του μαντείου των Δελφών. Η αποστολή διέθετε πάντα έναν αρχηγό που ονομαζόταν οικιστής. Στις νέες πόλεις οι άποικοι μοιράζονταν τη γη, συνήθως με κλήρωση. Το σύστημα εξουσίας που διαμορφωνόταν θύμιζε συνήθως αυτό που ίσχυε στη μητρόπολη.
     1οι ιδρυτές αποικιών ήταν οι Ευβοείς που ίδρυσαν αποικίες κατά τις αρχές του 8ου αι. π.Χ. στη Κάτω Ιταλία και στη Χαλκιδική. Τα 2 ισχυρά κράτη τις Εύβοιας, η Χαλκίδα κι η Ερέτρια ίδρυσαν πολυάριθμες αποικίες στη Χαλκιδική με σημαντικότερη την Όλυνθο κι ήταν οι 1οι που αποίκησαν τη Κάτω Ιταλία. 1η αποικία που ίδρυσαν εκεί ήταν οι Πιθηκούσσες στο νησί Ίσκια. Στην συνέχεια ίδρυσαν τις αποικίες Κύμη, Ζάγκλη, Ρήγιο και Νάξο. Στα τέλη του 8ου αι. η Εύβοια πέφτει σε παρακμή με το ξέσπασμα του Ληλάντιου πολέμου και τη σκυτάλη της ίδρυσης αποικιών πήραν άλλες ελληνικές πόλεις. Κατά τον 7ο αι. ιδρύονται πολυάριθμες αποικίες στο Ιόνιο, στη Κάτω Ιταλία, στη Θράκη και στη Μάυρη Θάλασσα. Ελληνικές αποικίες ιδρύθηκαν ακόμα και στις Μεσογειακές ακτές της Γαλλίας, στη Κυρρηναϊκή χερσόνησο στην Αφρική αλλά και στην Αίγυπτο. Στην αποικιακή εξάπλωση αυτή πρωτοστάτησαν πόλεις όπως η Κόρινθος, η Μίλητος, τα Μέγαρα κι η Φώκαια.
     Στη Βόρεια Ελλάδα ιδρύθηκαν πολλές αποικίες κυρίως στη περιοχή της Χαλκιδικής αλλά και στη περιοχή της Θράκης. Η Χαλκιδική αποικίστηκε από Ευβοείς, κυρίως από τη Χαλκίδα. Στις αποικίες αυτές όφειλε το όνομά της. Σημαντικότερες αποικίες των Ευβοέων στη Χαλκιδική ήταν η Όλυνθος (στον αποικισμό της συμμετείχαν κι Αθηναίοι), η Τορώνη, η Μένδη, η Σερμύλη, ή Άφυτις κι οι Κλεώνες στη χερσόνησο του Άθου. Άλλες σημαντικές αποικίες στη Χαλκιδική ήταν η Άκανθος , αποικία που ίδρυσαν άποικοι από την Άνδρο κι η Ποτίδαια, αποικία της Κορίνθου. Στη περιοχή της Θράκης οι περισσότερες αποικίες ιδρύθηκαν από Ίωνες από τα παράλια της Μ. Ασίας. Σημαντικότερες αποικίες ήταν η Μαρώνεια και τα Άβδηρα. Οι Μιλήσιοι ίδρυσαν επίσης στα στενά του Ελλήσποντου τις πόλεις Άβυδος και Καρδία και στη Προποντίδα τη Ραιδεστό. Οι Σάμιοι αποίκισαν το νησί της Σαμοθράκης, γεγονός στο οποίο οφείλει το όνομά της. Τέλος οι Πάριοι αποίκησαν τη Θάσο με αρχηγό οικιστή τον πατέρα του ποιητή Αρχίλοχου.
     Η περιοχή του Ιονίου και της Ιλλυρίας αποικίστηκε αποκλειστικά σχεδόν από Κορινθίους. Ιδρύσανε σημαντικές αποικίες κατά μήκος του θαλάσσιου δρόμου προς τη Κάτω Ιταλία και τη δύση με τις οποίες πέτυχαν να γίνουνε κυρίαρχοι στο εμπόριο της δυτικής πλευράς της Μεσογείου. Σημαντικότερες αποικίες των Κορινθίων ήταν η Λευκάδα, ο Αστακός, το Ανακτόριο, το Άκτιο, η Αμβρακία, κι η Κέρκυρα. Οι Κορίνθιοι ίδρυσαν ακόμα 2 σημαντικές αποικίες στην Ιλλυρία που εξελίχθηκαν σε σημαντικές πόλεις, την Απολλωνία και την Επίδαμνο. Οι 1οι που αποίκησαν τη Κάτω Ιταλία ήταν οι Ευβοείς, οι οποίοι με εκκίνηση τις Πιθηκούσσες (στο νησί Ίσχια) ίδρυσαν μια σειρά από πόλεις στη περιοχή. 2η πόλη που ίδρυσαν ήταν η Κύμη, σχεδόν απέναντι από την Ίσχια. Άποικοι από τη Κύμη ίδρυσαν στη Σικελία την Ζάγκλη και στην απέναντι ακτή το Ρήγιο. Οι Ευβοείς ίδρυσαν ακόμα τη πόλη Νάξο η οποία έγινε η βάση για την ίδρυση των πόλεων Λεοντίνοι, Ταυρομένιο και Κατάνη.
     Η ισχυρότερη αποικία της Σικέλίας ήταν οι Συρακούσες, αποικία των Κορινθίων τον 8ο αι. π.Χ. Την ίδια περίοδο περίπου, άποικοι από τη περιοχή της Αχαΐας ιδρύσανε τις πόλεις Σύβαρη και Κρότωνα στον κόλπο του Τάραντα αλλά και το Μεταπόντιο στην ίδια περιοχή. Στην ίδια περιοχή φυγάδες από τη Σπάρτη ιδρύσανε τον Τάραντα που εξελίχθηκε σε μία από τις ισχυρότερες πόλεις της περιοχής. Άλλα ελληνικά κράτη που ιδρύσαν αποικίες στη Κάτω Ιταλία ήταν τα Μέγαρα με τα Μέγαρα Υβλαία και το Σελινούντα, η Φώκαια ίδρυσε την Ελέα, οι Ρόδιοι τη Γέλα μαζί με Κρήτες και τη Μελιγουνίδα (Λιπάρα) μαζί με Κνιδίους, καθώς κι οι Λοκροί τους Επιζεφύριους Λοκρούς στη Σικελία. Πολλές αποικίες της περιοχής έγιναν με τη σειρά τους μητροπόλεις για νέες αποικίες όπως οι Συρακούσσες που ιδρύσανε τη Καμάρινα στα νότια της Σικελίας ή η Ζάγκλη που πρωτοστάτησε στην ίδρυση της αποικίας Ιμέρα. Επίσης η Νάξος όπως είδαμε παραπάνω συμμετείχε στην ίδρυση πολλών αποικιών ενώ η πολή Σύβαρη ίδρυσε την αποικία Ποσειδωνία στα βόρειά της. Η πόλη Γέλα που ήταν αποικία Ροδίων και Κρητικών ίδρυσε τη πόλη του Ακράγαντα.
     Στον αποικισμό του Εύξεινου Πόντου πρωτοστάτησαν οι Μεγαρείς και κάποιες Ιωνικές πόλεις όπως η Μίλητος, η Φώκαια κι η Τέως. Οι περισσότερες αποικίες στη περιοχή του Πόντου και της Προποντίδας ιδρυθήκανε τον 7ο αι. π.Χ. Στη περιοχή της Προποντίδας οι Μεγαρείς ιδρύσανε τις πόλεις Αστακό, Χαλκηδόνα και Βυζάντιο σε ιδιαίτερα προνομιακές θέσεις. Η Μίλητος ίδρυσε τη Κύζικο κι οι Φωκαείς τη Λάμψακο. Στη περιοχή του Εύξεινου πόντου στις δυτικές ακτές οι Μεγαρείς ιδρύσανε τις πόλεις Σηλυμβρία και πολύ αργότερα τη Μεσημβρία. Λίγο βορειότερα στη περιοχή της σημερινής Ρουμανίας οι Μιλήσιοι ιδρύσανε τις πόλεις Ίστρια κι Οργάμη. Μια ακόμα πόλη που ίδρυσε η Μίλητος στη δυτική ακτή του Εϋξεινου Πόντου ήταν η Απολλωνία. Στα νότια του Εύξεινου πόντου σημαντικότερη αποικία ήταν η Σινώπη που σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη ήταν αποικία της Μιλήτου. Η ακριβής χρονολογία ίδρυσής της δεν είναι σήμερα γνωστή αλλά φαίνεται πως ιδρύθηκε κατά στα μέσα περίπου του 7ου αι. π.Χ. Η Σινώπη με τη σειρά της ίδρυσε στη περιοχή του Πόντου τις πόλεις Τραπεζούντα, Κερασούντα, Κύτωρο, Κοτύωρα, Κρώμνα, Πτέριον, Τίειον κ.α. Σημαντική πόλη που ιδρύθηκε στη νότια ακτή του Εύξεινου Πόντου ήταν επίσης η Μεγαρική αποικία Ηράκλεια που ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ..
     Στη βόρεια ακτή του Εύξεινου Πόντου κυριάρχησε η Μίλητος. Οι αποικίες της σ’ αυτή τη περιοχή ήταν η Ολβία και το Παντικάπαιο (σημερινό Κερτς). Κατά τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. οι Μιλήσιοι ιδρύσανε στη περιοχή της σημερινής Ουκρανίας την Οδησσό. Βορειότερα από τις εκβολές του Δούναβη οι Έλληνες αποίκησαν ένα νησάκι, το σημερινό Μπερεζάν (πιθανόν τότε να ‘τανε χερσόνησος). Αυτό βρίσκεται στις εκβολές των ποταμών Μπουγκ (για τους αρχαίους Έλληνες, ποταμός Ύπανις) και Δνείπερου (οι αρχαίοι τον όνόμαζαν Βαρυσθένη). Η νησίδα ή χερσόνησος, ονομαζόταν από τους αρχαίους Βαρυσθενίδα. Απέναντι απ’ αυτή, βρισκόταν ήδη ή οικοδομήθηκε αργότερα η Ολβία. Δίπλα στην Ολβία οικοδομήθηκε άλλη μία ελληνική αποικία -αυτή είχε ως μητρόπολη την Ιστρία. Στη χερσόνησησο της Κριμαίας (οι Ελληνες τότε την ονόμαζαν Ταυρική Χερσόνησο ή Χερσόνησο των Ταύρων) ιδρύθηκαν επίσης οι πόλεις Συμφερόπολη (κοντά στο σημερινό Ζολοτόι), Νυμφαίον κι Ερμώνασσα (κοντά στο σημερινό Κεκουβάτσκ). Στην Αζοφική Θάλασσα (Μαιώτιδα Λίμνη για τους αρχαίους) ιδρύθηκε η Τάναϊς (στο Ροστόφ), η Τυριτάκη, το Μυρμήκιον, η Κερκίνη κι η Φαναγορία -η τελευταία ήταν αποικία Τηίων. Στα ανατολικά παράλια που ανήκανε στην αρχαία Κολχίδα και τα οποία σήμερα στο μεγαλύτερο μέρος τους ανήκουνε κυρίως στη Γεωργία και στην αυτόνομη περιοχή της Αμπχαζίας, Έλληνες ιδρύσανε τη Φάσι και τη Διοσκουριάδα. Η τελευταία ονομάστηκε Σεβαστούπολη από τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς κι εκεί βρίσκεται σήμερα το Σουχούμι), τα ερείπια των αρχαίων και βυζαντινών κτισμάτων βρίσκονται κυρίως κάτω από το νερό πλέον.
     Οι ελληνικές αποικίες εξαπλώθηκαν μέχρι την Ισπανία και τη Βόρεια Αφρική. Στη Β. Αφρική, στη χερσόνησο της Κυρηναϊκής άποικοι από τη Θήρα, ιδρύσανε τη Κυρήνη, που εξελίχθηκε σε πολύ ισχυρή πόλη της περιοχής. Άλλες αποικίες στη Κυρηναϊκή που αποτέλεσαν αργότερα μαζί με τη Κυρήνη τη Κυρηναϊκή Πεντάπολη ήταν η Βάρκη, οι Ευεσπερίδες (στη θέση της σημερινής Βεγγάζης), η Ταύχειρα κι η Απολλωνία. Στη βόρεια πλευρά της Μεσογείου οι Φωκαείς, ίδρυσαν στις ακτές της Γαλλίας τη Μασσαλία. Η Μασσαλία με τη σειρά της έγινε βάση για την ίδρυση ακόμα πιο απομακρυσμένων αποικιών στη περιοχή της Ισπανίας. Η Φώκαια ίδρυσε επίσης στη Κορσική τη πόλη Αλαλία και στη Σαρδηνία την Ολβία. Οι Φωκαείς έφτασαν μέχρι τις ακτές της Ιβηρικής χερσονήσου. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ένας τοπικός βασιλιάς προσκάλεσε τους Φωκαείς να ιδρύσουνε μίαν αποικία στη περιοχή και τους παρείχε χρηματική βοήθεια για την οχύρωση της πόλης. Οι Φωκαείς στη περιοχή αυτή ιδρύσανε το Εμπόριο κι αργότερα το ακόμα πιο απομακρυσμένο Ημεροσκοπείον. Κατά τα μέσα του 7ου αι. ιδρύθηκε κι η μοναδική ελληνική αποικία στην Αίγυπτο, ή Ναύκρατη. Ο Φαραώ Ψαμμήτιχος Α’ της Αιγύπτου παραχώρησε σε Μιλήσιους εμπόρους μιαν έκταση στις όχθες του Νείλου για να ιδρύσουν έναν εμπορικό σταθμό που εξελίχθηκε σε ακμάζουσα πόλη μέχρι τη Περσική εισβολή στην Αίγυπτο το 525 π.Χ.
     Με την ολοκλήρωση του αποικισμού, η κατανομή του ελληνισμού στη Μεσόγειο έχει ολοκληρωθεί. Ως τα μέσα του 6ου π.Χ. αι., η Ελλάδα έγινε το πολιτισμικό και γλωσσικό κέντρο μιας γεωγραφικής περιοχής πολύ μεγαλύτερης των φυσικών ορίων της. Αν κι οι αποικίες δεν ελέγχονταν πολιτικά από τις μητροπόλεις τους, λόγω της απόστασης από αυτές, η διατήρηση των εμπορικών, θρησκευτικών και πολιτισμικών δεσμών βοήθησε στη δημιουργία ενός ζωντανού ιστού αλληλεπίδρασης. Η κλασσική περίοδος χαρακτηρίζεται έντονα από την ανάπτυξη της πόλης-κράτους, που είχε ήδη γίνει η βασική μονάδα κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης του ελληνικού κόσμου.
     Καθώς στην Ιωνία οι ελληνικές πόλεις, όπου συμπεριλαμβάνονταν μεγάλα κέντρα, όπως η Μίλητος κι η Αλικαρνασσός, δε μπόρεσαν να διατηρήσουνε την ανεξαρτησία τους περιήλθανε στη κυριαρχία της περσικής αυτοκρατορίας προς τα μέσα του 6ου π.Χ. αι.. Το 499 π.Χ. οι Έλληνες των ιωνικών πόλεων ξεκινήσανε την Ιωνική Επανάσταση κι η Αθήνα μαζί με την Ερέτρια κινηθήκανε προς βοήθειά τους. Το 490 π.Χ. ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α’, έχοντας καταστείλει την εξέγερση των ιωνικών πόλεων από το 494 π.Χ., έστειλε το στόλο του να τιμωρήσει τις 2 πόλεις. Ο περσικός στρατός κατέστρεψε την Ερέτρια κι αποβιβάστηκε στην Αττική, αλλά στη μάχη του Μαραθώνα ηττήθηκε από τους Αθηναίους κι άλλους υπό το στρατηγό Μιλτιάδη.
     10 χρόνια αργότερα, ο διάδοχος του Δαρείου, Ξέρξης Α’, ηγήθηκε μίας πολύ ισχυρότερης ναυτικής και στρατιωτικής δύναμης εναντίον των Ελλήνων. Αφού καθυστερήθηκε από το βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, ο Ξέρξης προέλασε στην Αττική και πυρπόλησε την Αθήνα. Οι Αθηναίοι, όμως, είχαν εγκαταλείψει τη πόλη τους και μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας χάρη στην ιδιοφυΐα του Θεμιστοκλή. Τον επόμενο χρόνο, οι Έλληνες υπό την ηγεσία του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία, νίκησανε τον περσικό στρατό στις Πλαταιές. Η 2η ήττα των Περσών κι ο θάνατος του στρατηγού τους Μαρδόνιου οδηγήσανε στην οπισθοχώρησή του στην Ασία. Η κατάληψη της Σηστού από τους Έλληνες την ίδια χρονιά, θεωρείται το τέλος των περσικών πολέμων. Η σημασία που είχε για τους Έλληνες η νίκη τους εναντίον των Περσών ήτανε ζωτική. Απομάκρυνε τον κίνδυνο υποταγής και προκάλεσε και μια σειρά κοινωνικών αλλαγών στο εσωτερικό των πόλεων. Ακόμη άνοιξε ο δρόμος ώστε η Αθήνα ν’ αναδειχθεί ως ηγετική πολιτική, στρατιωτική κι οικονομική δύναμη στον ελλαδικό χώρο, ιδρύοντας τη Δηλιακή ή Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία.
     Μετά τους Περσικούς πολέμους η πόλη της Αθήνας έγινε ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης στη θάλασσα και το εμπόριο, αν και σοβαρός ανταγωνιστής της παρέμεινε η Κόρινθος με τη γεωργική παραγωγή και τα φημισμένα κεραμικά της εργαστήρια. Ηγετική φυσιογνωμία του χρυσού αιώνα όπως αποκαλείται για την αθηναϊκή ανάπτυξη και τη κυριαρχία της στις άλλες πόλεις υπήρξεν ο Περικλής, για τον οποίο πληροφορίες συλλέγουμε από τον Θουκυδίδη και τον Πλούταρχο. Είναι κείνος που χρησιμοποιεί τα χρήματα των συμμάχων του, προκειμένου να χτίσει τον Παρθενώνα κι άλλα λαμπρά μνημεία της κλασσικής Αθήνας. Ως τα μέσα, καθοδηγούμενη από την απληστία της Αθήνας η συμμαχία της Δήλου μετατράπηκε ουσιαστικά σε αθηναϊκή αυτοκρατορία, γεγονός που επικυρώθηκε από τη μεταφορά του συμμαχικού θησαυρού από τη Δήλο στον Παρθενώνα το 454 π.Χ.
     Όπως ήταν φυσικό ο πλούτος της Αθήνας προσείλκυσε χαρισματικούς ανθρώπους απ’ όλη την Ελλάδα, παρ’ όλη την αυστηρότητα του καθεστώτος των μετοίκων. Η ίδια η αθηναϊκή πολιτεία προώθησε τη γνώση και τις τέχνες. Έγινε το κέντρο της αρχαιοελληνικής λογοτεχνίας, της φιλοσοφίας και των τεχνών (θέατρο και γλυπτική). Ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα των τεχνών και των γραμμάτων έζησαν στην Αθήνα αυτής της περιόδου: ανάμεσά τους δραματικοί ποιητές όπως ο Αισχύλος, o Σοφοκλής, o Ευρυπίδης κι ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων κι ο Σωκράτης, ιστοριογράφοι όπως ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης κι ο Ξενοφών, ποιητές όπως ο Σιμωνίδης και γλύπτες όπως ο Φειδίας. Η πόλη έγινε -σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Περικλή- «το σχολείο της Ελλάδας».
     Οι άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη αποδέχθηκαν αρχικά την αθηναϊκή ηγεμονία στον διαρκή πόλεμο κατά των Περσών, αλλά σταδιακά η Αθήνα εξελίχθηκε σε ιμπεριαλιστική δύναμη. Μετά την ολοκληρωτική νίκη των Ελλήνων επί των Περσών όμως, ορισμένες πολιτείες δυσανασχετησανε κι επεχείρησαν να αποσχισθούν από τη συμμαχία, με αποτέλεσμα τη πλήρη κι ωμή επίδειξη πολεμικής ισχύος από μέρους της Αθήνας, όπως τουλάχιστον καταθέτει ο Θουκυδίδης στον περίφημο διάλογο των Μηλίων, μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο διάλογος, έτσι όπως κατατίθεται από τον ιστορικό, είναι επίδειξη πολιτικού ρεαλισμού, σ’ ό,τι αφορά τη πολεμική ισχύ. Επιβάλλεται το δίκαιο του ισχυροτέρου κι η άποψη των Μηλίων πως η παράδοση είναι πράξη δειλίας, αντιμετωπίζεται περιφρονητικά από τους Αθηναίους (Θουκυδίδης 5.100). Αν οι Μήλιοι επιδείξουνε σωφροσύνη -κλασσική αρετή στη κοινωνία του 5ου π.Χ. αι.- τότε θα αναγνωρίσουν ότι δεν είναι αγών από του ίσου περί ανδραγαθίας κι ότι η τιμωρία δεν είναι η αισχύνη (Θουκυδίδης 5.101). Το θέμα είναι η επιβίωση κι εδώ οι ηθικοί φραγμοί δεν έχουν κανένα νόημα. Σύμφωνα με τη γλώσσα του αθηναίου ιστορικού, είναι δύσκολο ν’ ανταγωνιστεί κανείς τη φυσική πραγματικότητα -στη προκειμένη περίπτωση τη πολεμική ισχύ των Αθηνών. Αυτό είναι το κομβικό σημείο με το οποίο ανοίγουνε και κλείνουν οι Αθηναίοι το διάλογό τους με τους Μηλίους. Αντίθετα με τους Αθηναίους του Ηρόδοτου, που ποτέ δεν παραδίδονται στον Ξέρξη κι αρνούνται να προδώσουνε τους Έλληνες, οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη αποτιμούνε ψυχρά τη πολεμική ισχύ τους και φυσικά ακολουθούνε τη λογική αυτής της αποτίμησης με τ’ ανάλογα αποτελέσματα ενός εμφύλιου σπαραγμού.

Με κόκκινο οι σύμμαχοι των Αθηνών και με μπλε των Σπαρτιατών στον Π.Π.

     Αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως Πελοποννησιακός πόλεμος ήτανε στη πραγματικότητα ο 2ος πόλεμος μεταξύ των συνασπισμών της Αθήνας και της Σπάρτης. Η σύγκρουση μεταξύ τους έχει τις ρίζες της στους περσικούς πολέμους του 5ου π.Χ. αι.. Μετά από τη περσική εκστρατεία του Ξέρξη ενάντια στην Ελλάδα και την επακόλουθη απώθησή του το 479, οι Αθηναίοι αναλάβανε την ηγεσία του πολέμου ενάντια στη Περσία στις ελληνικές ακτές της Μ. Ασίας. Η συμμαχία της Δήλου, που σχηματίστηκε το 478, πήρε τη μορφή μιας αυτοκρατορίας, καθώς οι Αθηναίοι άρχισαν να χρησιμοποιούνε την ωμή δύναμη, για να αποτρέψουν οποιονδήποτε από τους «συμμάχους» τους ν’ αποσυρθεί απ’ αυτήν. Τούτο είχεν αποτέλεσμα την εγρήγορση της Σπάρτης κι εν τέλει τη στρατιωτική επέμβασή της ενάντια στις φιλοδοξίες των Αθηναίων για πανελλήνια κυριαρχία.
     Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διαιρείται παραδοσιακά σε τρεις φάσεις: τον Αρχιδάμειο πόλεμο (431-421 π.Χ.), την Ειρήνη του Νικία με τη Σικελική εκστρατεία (420-413 π.Χ.) και τον Ιωνικό πόλεμο (412-404). Τα 1α 10 χρόνια του πολέμου πήραν το όνομα του σπαρτιάτη βασιλέα Αρχίδαμου Β’, που ξεκίνησε τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα και του οποίου η προσεκτική πολιτική κυριάρχησε στη σπαρτιατική στρατηγική των 1ων πολεμικών επιχειρήσεων. Η σπαρτιατική στρατηγική σύμφωνα με τον Αρχίδαμο ήταν η συγκέντρωση των στρατευμάτων της συμμαχίας στον Ισθμό κι η εισβολή στην αττική γη. Η στρατηγική των Αθηναίων, αντίθετα, προϊόν της ευφυΐας του Περικλή ήταν η απόσυρση των κατοίκων της υπαίθρου εντός των τειχών κι η εκτεταμένη επιθετική παρουσία του αθηναϊκού στόλου στις ακτές της Πελοποννήσου (Ναύπακτος). Παρόλο που αυτή η στρατηγική απέδωσε καρπούς ο λοιμός που ξέσπασε στην Αθήνα αφάνισε περίπου τα 2/3 των πολιτών, περιλαμβανομένου του Περικλή και των γιων του.
     Μετά τον θάνατο του Περικλή οι Αθηναίοι εγκαταλείψανε κατά προτροπή του δημαγωγού Κλέωνα, τη πρότερη συντηρητική κι αμυντική τακτική τους φέρνοντας τον πόλεμο κοντά στη Σπάρτη και τους συμμάχους της και χτίζοντας φρούρια σε σημαντικές για τον πόλεμο περιοχές. Έν από τα σημαντικότερα βρισκότανε κοντά στη Πύλο, στο νησάκι της Σφακτηρίας. Εκεί οι Αθηναίοι όχι μόνο δέχονταν τους αποστάτες είλωτες της σπαρτιατικής συμμαχίας, αλλά εξωθούσανε τους είλωτες σε εξέγερση. Οι αποφασιστικές μάχες, τις οποίες κέρδισαν οι Αθηναίοι κι ο άπειρος πολεμικά Κλέων, δοθήκανε στη Πύλο και τη Σφακτηρία. Οι Σπαρτιάτες υπό την καθοδήγηση του Βρασίδα στραφήκανε στην αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης, η οποία ήλεγχε τους πόρους του παρακείμενου ορυχείου αργύρου, πόρους με τους οποίους χρηματοδοτείτο οι αθηναϊκός στρατός. Στη μάχη της Αμφίπολης τόσον ο Κλέων όσο κι ο Βρασίδας σκοτώθηκαν. Οι αντίπαλοι αντάλλαξαν αιχμαλώτους κι υπέγραψαν ανακωχή.
     Η ειρήνη του Νικία κράτησε 6 περίπου έτη, χωρίς ούτε μια στιγμή να πάψουν οι αψιμαχίες κι οι τακτικοί ελιγμοί ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα, όπως κι οι εσωτερικές εντάσεις στην αθηναϊκή και τη σπαρτιατική συμμαχία. Καθ’ ον χρόνον οι Σπαρτιάτες απείχαν από τη στρατιωτική δράση, ορισμένοι από τους συμμάχους τους άρχισαν να μιλούν για εξέγερση. Υποστηρικτής τους ήταν το Άργος, ισχυρή πολιτεία στη Πελοπόννησο. Οι Αργείοι, σύμμαχοι των Αθηναίων, κατόρθωσαν να σχηματίσουν ισχυρή συμμαχία κατά των Σπαρτιατών. Στη μάχη της Μαντίνειας το 418 π.Χ., Οι Λακεδαιμόνιοι με τους γείτονές τους Τεγεάτες, αντιμετώπισαν τον ενωμένο στρατό του Άργους, των Αθηνών και της Μαντίνειας της Αρκαδίας. Η συμμαχία είχε γίνει και με τις διπλωματικές κινήσεις του Αλκιβιάδη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν αντίθετο από ότι προσδοκούσε. Η Σπάρτη νίκησε, ισχυροποιήθηκε, σταθεροποίησε τη κατάσταση στη Πελοπόννησο και κανείς στη Πελοποννησιακή Συμμαχία δεν αμφισβήτησε τη πρωτοκαθεδρία της μέχρι το τέλος του πολέμου. Η φιλοδοξία του Αλκιβιάδη δεν περιορίστηκε μετά τη μάχη της Μαντίνειας. Αντίθετα μάλιστα μεγάλωσε, αν κρίνουμε από το μεγαλεπήβολο σχέδιό του για ανάμειξη της Αθήνας στη Δύση και συγκεκριμένα στη Σικελία όπου η πόλη της Εγέστας ζήτησε τη βοήθεια της Αθήνας κατά των Συρακουσών.
     Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Β΄ (359-336 π.Χ.) μετά από την νίκη του στη Χαιρώνεια επί των Θηβαίων, το 338 π.Χ., και των Αθηναίων επιβάλλει την ηγεμονία του στον ελληνικό χώρο. Μετά τη δολοφονία του τονε διαδέχεται ο Μ. Αλέξανδρος ο οποίος το 334 π.Χ. θα ξεκινήσει τη μεγάλη προέλαση του στην Ασία καταλύοντας τη Περσική Αυτοκρατορία (νίκες επί των Περσών στον Γρανικό το 334 π.Χ., στην Ισσό το 333 π.Χ., στα Γαυγάμηλα το 331 π.Χ., κατάληψη Σογδιανής και Βακτριανής το 329 π.Χ. κι εκστρατεία στην Ινδία το 326 π.Χ.). Το 323 π.Χ. πεθαίνει από άγνωστα, σήμερα, αίτια στη Βαβυλώνα. Μετά το θάνατο του Μ.Αλεξάνδρου το 323 π.Χ., οι κατακτήσεις διαμοιράστηκαν μεταξύ των διαδόχων του. Από τις συγκρούσεις μεταξύ των διαδόχων, προέκυψαν τα 4 ελληνιστικά βασίλεια: το πτολεμαϊκό στην Αίγυπτο, το βασίλειο των Ατταλιδών ή βασίλειο της Περγάμου, το βασίλειο των Σελευκιδών και το βασίλειο της Μακεδονίας το οποίο, από το 294 π.Χ. κι εξής, διοικούσαν μέλη της δυναστείας των Αντιγονιδών.

Εδώ πως διαιρέθη το Μακεδονικό Βασίλειο μετά τη μάχη της Ιψού

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ-ΤΕΧΝΕΣ: Ο 3ος π.Χ, αι., είναι η εποχή της ακμής και της ισχύος των ελληνιστικών βασιλείων, κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατεί σχετική σταθερότητα. Η σταθερότητα αυτή διαταράσσεται από το 200 π.Χ. με την έναρξη του Β’ μακεδονικού πολέμου, που εγκαινίασε την ανάμειξη και τις ρυθμιστικές παρεμβάσεις της ανερχόμενης δύναμης της εποχής, της Ρώμης, στις διενέξεις των ελληνιστικών πόλεων και βασιλείων. Παρόλο που το μακεδονικό βασίλειο προσπάθησε να αποκρούσει τις ρωμαϊκές δυνάμεις, η ήττα του Φιλίππου Ε΄ στις Κυνός Κεφαλαί το 197 π.Χ. και του Περσέα στη Πύδνα το 168 π.Χ. σημάνανε τη κατάλυση του βασιλείου. Την ίδια μοίρα ακολούθησαν και τα υπόλοιπα κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας, η οποία βρέθηκε ολόκληρη υπό ρωμαϊκή κυριαρχία το 146 π.Χ.. Η επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην ελληνιστική Ανατολή ολοκληρώθηκε το 30 π.Χ. με τη κατάλυση του τελευταίου εναπομείναντος ελληνιστικού βασιλείου, του πτολεμαϊκού.
     Η φιλοσοφία στην αρχαία Ελλάδα επικεντρώθηκε στο ρόλο της αιτίας και της έρευνας. Επέδρασε σημαντικά στη σύγχρονη φιλοσοφία κι επιστήμη. Οι φιλόσοφοι της ελληνιστικής εποχής επηρεάσανε τους Μουσουλμάνους φιλοσόφους και τους Ισλαμιστές επιστήμονες του Μεσαίωνα, τους φιλοσόφους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού καθώς και τις κοσμικές επιστήμες της σύγχρονης εποχής. Ούτε η αιτία ούτε κι η έρευνα ξεκίνησαν με τους Έλληνες. Ο καθορισμός της διαφοράς μεταξύ της αναζήτησης των Ελλήνων για τη γνώση και των αναζητήσεων των παλαιότερων πολιτισμών, όπως των αρχαίων Αιγυπτίων και των Βαβυλωνίων, υπήρξε για πολύ καιρό το αντικείμενο έρευνας των θεωρητικών του πολιτισμού. Μερικοί από τους πιο γνωστούς φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας ήταν ο Πλάτωνας και ο Σωκράτης. Μέσα από έργα τους, όπως Η Πολιτεία του Πλάτωνα, αντλούμε πληροφορίες για την αρχαία ελληνική κοινωνία.
     Η αρχαία ελληνική κοινωνία έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη λογοτεχνία. Πολλοί συγγραφείς θεωρούν πως η δυτική κουλτούρα, όσον αφορά τη λογοτεχνία, ξεκίνησε από τα ομηρικά έπη Ιλιάδα κι Οδύσσεια, τα οποία διακρίνονται για τις επιδέξιες και ζωντανές απεικονίσεις του πολέμου και της ειρήνης, της τιμής και της ατίμωσης, της αγάπης και του μίσους. Μία από τις πιο αξιοσημείωτες νεότερες Ελληνίδες ποιήτριες ήταν η Σαπφώ, η οποία καθιέρωσε ως είδος ποίησης τη λυρική.
     Ο θεατρικός συγγραφέας Αισχύλος άλλαξε τη δυτική λογοτεχνία για πάντα όταν εισήγαγε τις ιδέες του διαλόγου και των αλληλεπιδρώντων χαρακτήρων στη θεατρική συγγραφή. Με αυτόν τον τρόπο επινόησε το «δράμα»: η Ορέστεια 3λογία του θεωρείται το σπουδαιότερό του επίτευγμα. Άλλοι σημαντικοί θεατρικοί συγγραφείς ήταν ο Σοφοκλής κι ο Ευρυπίδης. Ο Σοφοκλής ανέπτυξε την ειρωνεία ως λογοτεχνική μέθοδο, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το έργο του Οιδίπους Τύραννος. Ο Ευριπίδης, από την άλλη, επεχείρησε μέσω των έργων του να αμφισβητήσει τις κοινωνικές συμβάσεις και τα ήθη, ενώ τα έργα του ΜήδειαΒάκχες και Τρωάδες έχουνε την ικανότητα να μας κάνουν να αναθεωρήσουμε τις αντιλήψεις μας όσον αφορά την ιδιοκτησία, το φύλο και τον πόλεμο. Ο Αριστοφάνης, ένας κωμωδιογράφος, καθόρισε και διαμόρφωσε την ιδέα της κωμωδίας, όπως ο Αισχύλος έκανε την τραγωδία μορφή τέχνης. Ορισμένα από τα πιο διάσημα έργα του είναι η Λυσιστράτη κι οι Βάτραχοι.
     Η φιλοσοφία εισήλθε στη λογοτεχνία με τους διαλόγους του Πλάτωνα. Ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνα, έγραψε πάρα πολλά έργα σχετικά με πολλούς επιστημονικούς κλάδους, αλλά η μεγαλύτερή του συνεισφορά στη λογοτεχνία ήταν πιθανόν το έργο του Περί Ποιητικής, μέσα από το οποίο κατανοούμε την αντίληψή του για το δράμα και το οποίο καθιερώνει τα 1α κριτήρια για τη λογοτεχνική κριτική.
     Η μουσική ήταν παρούσα σε όλους σχεδόν τους τομείς της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, από τους γάμους και τις κηδείες μέχρι τις θρησκευτικές τελετές, το θέατρο, την παραδοσιακή μουσική και τις απαγγελίες των επικών ποιημάτων. Υπάρχουν αρκετά δείγματα της ελληνικής μουσικής σημειογραφίας, καθώς και πολλές λογοτεχνικές αναφορές στην αρχαία ελληνική μουσική. Η ελληνική τέχνη απεικονίζει μουσικά όργανα και χορό. Η λέξη «μουσική» προέρχεται από το όνομα των Μουσών. Οι Μούσες ήτανε κόρες του Δία και προστάτιδες θεές των τεχνών.
     Η συνεισφορά των αρχαίων Ελλήνων ήταν μεγάλη στον τομέα των μαθηματικών, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα τους βασικούς κανόνες της γεωμετρίας, τις ανακαλύψεις στη θεωρία των αριθμών, στη μαθηματική ανάλυση και στα εφαρμοσμένα μαθηματικά. Οι ανακαλύψεις αρκετών Ελλήνων μαθηματικών, όπως Πυθαγόρα, Ευκλείδη κι Αρχιμήδη, χρησιμοποιούνται στη διδασκαλία των μαθηματικών μέχρι και σήμερα.
     Οι Έλληνες ανέπτυξαν την αστρονομία, την οποία αντιμετώπισαν ως κλάδο των μαθηματικών. Τα 1α γεωμετρικά, τρισδιάστατα μοντέλα που εξηγούσανε τη κίνηση των πλανητών αναπτύχθηκαν κατά τον τον 4ο αι. π.Χ. από τον Εύδοξο από τη Κνίδο και τον Κάλλιπο από τη Κύζικο. Ο Ηρακλείδης ο Ποντικός διατύπωσε την άποψη ότι η γη κινείται γύρω από τον άξονά της. κατά τον 3ο αι. π.Χ. ο Αρίσταρχος ο Σάμιος ήταν ο 1ος που έκανε αναφορά στο ηλιοκεντρικό σύστημα. Ο Αρχιμήδης στη πραγματεία του Ψαμμίτης αναβιώνει την υπόθεση του Αρίσταρχου ότι «τα αστέρια και ο Ήλιος παραμένουν ακίνητα, ενώ η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο σε κυκλική τροχιά». Ο Ερατοσθένης υπολόγισε την τροχιά της Γης με μεγάλη ακρίβεια.
     Ο μηχανισμός των Αντικυθήρων, μια συσκευή για τον υπολογισμό της κίνησης των πλανητών, χρονολογείται από το 80 π.Χ. περίπου και θεωρείται πρόγονος του αστρονομικού υπολογιστή. Ανακαλύφθηκε σε ένα αρχαίο ναυάγιο στο ελληνικό νησί των Αντικυθήρων, ανάμεσα στα Κύθηρα και τη Κρήτη. Αυτός ο μηχανισμός έγινε διάσημος για τη χρήση του διαφορικού γραναζιού καθώς και για τη σμίκρυνση και την πολυπλοκότητα των τμημάτων του. Ο αυθεντικός μηχανισμός εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας και συνοδεύεται από έν αντίγραφο.
     Οι Έλληνες έκαναν, επίσης, σπουδαίες ανακαλύψεις στον ιατρικό τομέα. Ο Ιπποκράτης ήταν φυσικός της Κλασσικής εποχής και θεωρείται μία από τις πιο διαπρεπείς προσωπικότητες στην ιστορία της ιατρικής. Αποκαλείται «ο πατέρας της ιατρικής». Ίδρυσε την Ιπποκρατική ιατρική σχολή. Αυτή η σχολή έφερε επανάσταση στην ιατρική της αρχαίας Ελλάδας, δεδομένου ότι καθιέρωσε την ιατρική ως ένα ξεχωριστό επιστημονικό τομέα και την έκανε επάγγελμα.
     Η τέχνη της αρχαίας Ελλάδας έχει επηρεάσει σημαντικά τον πολιτισμό πολλών χωρών, τόσο της αρχαίας όσο και της σύγχρονης εποχής, ιδιαίτερα τους τομείς της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής. Στη Δύση, η τέχνη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας προήλθε κατά κύριο λόγο από τα ελληνικά πρότυπα. Στην Ανατολή, οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου δέχθηκαν επιδράσεις από τον ελληνικό, τον ινδικό και τον πολιτισμό της κεντρικής Ασίας. Έτσι δημιουργήθηκε ο «Ελληνοβουδισμός». Στην Ευρώπη της Αναγέννησης, η ανθρωπιστική αισθητική και τα υψηλά τεχνικά πρότυπα της ελληνικής τέχνης ενέπνευσαν γενιές Ευρωπαίων καλλιτεχνών. Στα μέσα του 19ου αι., η κλασσική παράδοση που προερχόταν από την Ελλάδα κυριάρχησε στην τέχνη του δυτικού κόσμου.
     Η ελληνική μυθολογία αποτελείται από ιστορίες των αρχαίων Ελλήνων που αφορούν τους θεούς και τους ήρωές τους, τη φύση του κόσμου και την προέλευση και τη σημασία των θρησκευτικών πρακτικών. Οι κυριότεροι Έλληνες θεοί ήταν οι 12 θεοί του Ολύμπου,δηλαδή ο Δίας, η γυναίκα του Ήρα, ο Ποσειδώνας, ο Άρης, ο Ερμής, ο Ήφαιστος, η Αφροδίτη, η Αθηνά, ο Απόλλωνας, η Άρτεμις, η Δήμητρα κι ο Διόνυσος. Άλλες σημαντικές θεότητες ήταν η Ήβη, ο Άδης, ο Ήλιος, η Εστία, η Περσεφόνη κι ο Ηρακλής. Οι γονείς του Δία ήταν ο Κρόνος κι η Ρέα, οι οποίοι ήτανε κι οι γονείς του Ποσειδώνα, του Άδη, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας.

ΕΚΠΑΊΔΕΥΣΗ: Η Αρχαία Ελλάδα υπήρξεν από τους εκπαιδευτές του κόσμου.Τα διανοητικά, αισθητικά και πολιτικά επιτεύγματα της κλασσικής Ελλάδας μαγεύουν εδώ κι αιώνες τους μελετητές του δυτικού πολιτισμού. Η ήδη αχανής βιβλιογραφία συνεχίζει να αυξάνεται κι η πλήρης κατανόηση του ελληνικού πολιτισμού απαιτεί κοπιαστική μελέτη των διαφορετικών του όψεων. Μία απ’ αυτές τις όψεις είναι η εκπαίδευση, που συνδέεται άρρηκτα με κάθε είδους πολιτισμική ανάπτυξη. Αναμφίβολα, είναι γνωστό πως η εκπαίδευση στην αρχαία Ελλάδα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη ενός δυναμικού πολιτιστικού συνεχούς, που συνδέει το παρελθόν με το μέλλον, επεκτάθηκε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και τις κτήσεις της και είναι γνωστό σήμερα με το γενικό όρο «δυτικός πολιτισμός». Ωστόσο, οποιαδήποτε μελέτη των επιδράσεων της αρχαίας ελληνικής εκπαίδευσης στο σύγχρονο κόσμο απαιτεί γνώση του ίδιου του αντικείμενου της εκπαίδευσης, έτσι όπως αναπτύχθηκε στις διαφορετικές πόλεις-κράτη της ελληνικής επικράτειας. Εδώ θα προσπαθήσουμε συνοπτικά να δούμε πώς γινόταν η εκπαίδευση καταρχήν στη Σπάρτη και τη Κρήτη και κατόπιν στην Αθήνα, καθώς το παράδειγμα των Αθηνών μιμήθηκε σχεδόν όλη η υπόλοιπη Ελλάδα.
     Σύμφωνα με το μύθο ο Σκύθης Ανάχαρσις, επιστρέφοντας από τα ταξίδια του, αναφέρει πως οι Σπαρτιάτες ήταν ο μόνος ελληνικός λαός με τον οποίο κατόρθωσε να συζητήσει λογικά, γιατί μόνον αυτός είχε το χρόνο να είναι σοφός. Παρ όλες τις αντιρρήσεις του Ηρόδοτου, φαίνεται πως οι Σπαρτιάτες είχαν άφθονο χρόνο στη διάθεσή τους, όντας απελευθερωμένοι σχετικά από την ανάγκη του πλουτισμού. Δεν ασκούσαν εμπόριο μήτε ήταν απασχολημένοι με κάποιο επάγγελμα. Έτσι, περνούσαν όλο το χρόνο τους αφιερωμένοι στην εκπαίδευσή τους σύμφωνα με τα σπαρτιατικά ιδεώδη. Ο χρόνος τους μοιραζόταν ανάμεσα στη φυσική εξάσκηση, τη στρατιωτική εκπαίδευση το κυνήγι. τα δημόσια πράγματα και τις αποκαλούμενες «λέσχες», στις οποίες δεν επιτρέπονταν οι συζητήσεις για δουλειές, παρά μόνο για ό,τι θεωρείτο ευγενές. Σε αυτό το απόλυτα οργανωμένο κράτος το αγόρι έμενε σπίτι του ως τα 7 του. Ακόμη και τότε, όμως, οι γονείς τους, φρόντιζαν να τα παίρνουν μαζί τους στα φειδίτια ή φιλίτια, τις κοινές τράπεζες των Σπαρτιατών. Ακούγοντας τις συζητήσεις τους πάνω σε πολιτικά θέματα, τα αγόρια ήδη εκπαιδεύονταν στον σπαρτιατικό τρόπο ζωής. Τα κορίτσια μένανε στο σπίτι και παίρνανε το γεύμα μαζί με τη μητέρα τους. Στα φειδίτια οι γονείς ήταν υποχρεωμένοι να συνεισφέρουνε κάθε μήνα ένα μέδιμνο κριθάρι, 8 χοές οίνου, 5 μνες τυρί και μισή μνα σύκα. Αν ήτανε τόσο φτωχοί, που δεν μπορούσαν να συνεισφέρουν, τότε χάνανε τα δικαιώματά τους ως πολίτες και τα παιδιά τους δεν ήταν δυνατόν να εκπαιδευτούν στο σπαρτιατικό σύστημα. Γενικά, λοιπόν, τα σπαρτιατικά σχολεία ήταν μόνο για τους ομοίους, δηλαδή για εκείνους που μπορούσαν να πληρώσουν την εγγραφή σε είδος.
     Ωστόσο, γίνονταν επίσης δεκτά κι άλλα παιδιά, αρκεί κάποιος να συνεισέφερε εκ μέρους τους το απαιτούμενο τίμημα, προκειμένου να συνοδεύουνε τα παιδιά του στο σχολείο. O αριθμός αυτών των σχολικών συνοδών εξαρτάτο άμεσα από το μέγεθος της συνεισφοράς σε είδος, αλλά δε γίνονταν πολίτες όταν μεγάλωναν. Η απόδοση της ιδιότητας του πολίτη γινόταν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν η αξία τους ή οι υπηρεσίες ήτανε τέτοιες που η πόλη-κράτος τις αναγνώριζε. Άλλοι μαθητές παρόμοιου είδους ήταν οι μόθωνες ή μόθακες* κι οι τρόφιμοι. Η διαφορά με τους τρόφιμους βρίσκεται στο γεγονός ότι ήτανε παιδιά ελεύθερων Σπαρτιατών και συνεπώς είχανε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Σε μεταγενέστερες περιόδους, στην εποχή της φθοράς του θεσμού πόλης-κράτους εξαιτίας του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος των ελληνικών πόλεων-κρατών, όσοι απολαμβάνανε της σπαρτιατικής εκπαίδευσης αποκτούσανε και πολιτικά δικαιώματα.
     Μετά τα 7, τα αγόρια απομακρύνονταν από το σπίτι κι οργανώνονταν σε έναν ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο εκπαίδευσης -ανάλογο με εκείνον της Κρήτης- σε αγέλες ή βούες**. Υποδιαιρέσεις των αγελών ήταν οι ίλες, οι οποίες πιθανώς είχαν δύναμη 64 αγοριών. Οι αγέλες τρέφονταν, κοιμούνταν κι έπαιζαν μαζί και βρίσκονταν υπό την εποπτεία του παιδονόμου, ενός πολίτη που απολάμβανε του γενικού σεβασμού και κατείχε υψηλή θέση. Βοηθοί του ήταν οι μαστιγοφόροι, οι οποίοι επέβαλαν τη σκληρή πειθαρχία, για την οποία τόσο φημισμένη ήταν η σπαρτιατική κοινωνία. Ακόμη κι όταν έλειπε ο παιδονόμος ή οι μαστιγοφόροι, φαίνεται πως η πειθαρχία διατηρείτο ακέραια υπό την εποπτεία του βουαγόρα ή αγελάρχη, δηλαδή του περισσότερο θαρραλέου και λογικού αγοριού σε κάθε αγέλη. Επίσης, σε κάθε σχολείο τοποθετείτο ένας νέος που είχε συμπληρώσει το 20ο έτος κι ονομαζόταν είρην ή ιρήν. Εκείνος παρακολουθούσε προσεκτικά τις μάχες τους και τους χρησιμοποιούσε ως υπηρέτες στο σπίτι του για το γεύμα του. Τα μεγαλύτερα αγόρια του φέρνανε ξύλα για τη φωτιά, ενώ τα μικρότερα μαζεύανε λαχανικά. Βέβαια, ο μοναδικός τρόπος για να αποκτηθούν αυτές οι προμήθειες ήταν η κλοπή από τους κήπους ή τις λέσχες των ανδρών, γεγονός που αύξανε τις ικανότητες των νέων στην ανίχνευση. Αφού γευμάτιζαν όλοι μαζί, τότε ο είρην τους προέτρεπε να τραγουδήσουνε και κατόπιν να συζητήσουνε θέματα ηθικής ή πολιτικής.
     Ο είρην, ο παιδονόμος, ή οποιοσδήποτε πρεσβύτερος ασχολείτο με την εκπαίδευση ελεύθερα και εθελοντικά. Τούτο το σύστημα, βέβαια, εξαιτίας της απλότητάς του δεν κόστιζε στη πόλη-κράτος. Επίσης, ήτανε σύστημα απόλυτα φυσικής εκπαίδευσης. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως «μάθαιναν γράμματα γιατί κάτι τέτοιο ήταν χρήσιμο». Στη πραγματικότητα οι γραπτοί νόμοι ήτανε πολύ λίγοι και περνούσαν από γενιά σε γενιά μέσω της προφορικής παράδοσης. Φυσικά, η ρητορική απαγορευόταν σε αντιπαράθεση με τις ελεγείες του Τυρταίου, αλλά η δύναμη του λόγου ήτανε πανταχού παρούσα. Ο Πλάτων στον Πρωταγόρα αναφέρει πως «αν συζητήσεις με ένα Λάκωνα, στην αρχή σου φαίνεται απλά ηλίθιος. Ξαφνικά, σε ένα κρίσιμο σημείο, πετάει λίγα λόγια και τότε οι συνομιλητές του φαίνονται μικρά παιδιά μπροστά του».
     Οπωσδήποτε, το αντικείμενο της σπαρτιατικής εκπαίδευσης δεν ήταν η συσσώρευση γνώσης κι η διανοητική οξύτητα, αλλά αυτό δε σημαίνει πως η Σπάρτη δεν ήταν αφεαυτής μια εκπαιδευτική δύναμη. Στη πραγματικότητα είναι λίγα τα όσα γνωρίζουμε, προκειμένου να έχουμε αντικειμενική άποψη και σε ορισμένες περιπτώσεις τα συμπεράσματά μας είναι αυθαίρετα ή αντιφατικά. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι οι Σπαρτιάτες εκτιμούσανε πολύ τον Όμηρο για το ηρωικό του ύφος, παρόλο που ο τρόπος ζωής που περιέγραφε ήταν Ιωνικός κι όχι Δωρικός. Σύμφωνα με τον Βέρνερ Τζάγκερ στο έργο του Παιδεία, η πεποίθηση πως η σπαρτιατική εκπαίδευση δεν ήταν τίποτε άλλο από στρατιωτική εκπαίδευση, προήλθε από τις αφηγήσεις του Αριστοτέλη στα Πολιτικά και του Πλάτωνα στους Νόμους, όπου περιγράφει το πνεύμα του συντάγματος του Λυκούργου. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό τούτες οι απόψεις να είναι προϊόν των συγκυριών της εποχής της παρακμής της Σπάρτης, που κυριευμένη από δίψα για δύναμη έχασε την ευνομία για την οποία τη θαύμαζε ο ελληνικός κόσμος.
_____________________
*Μόθακεςαποκαλούνταν στην αρχαία σπαρτιατική κοινωνία τα τέκνα εκείνα που υπό άλλες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να ανήκουν στην τάξη των ομοίων, ωστόσο αποκτούσαν τελικά κλήρο και πολιτικά δικαιώματα εφόσον είχαν ακολουθήσει και ολοκληρώσει επιτυχώς τη σπαρτιατική αγωγή. Ένας μόθακας μπορούσε να κατάγεται αρχικά από οικογένεια ξένων. Έχοντας όμως ανατραφεί στη Σπάρτη ακολουθώντας τα τοπικά έθιμα μπορούσε να θεωρηθεί ισάξιος πολεμιστής και πολίτης με τα παιδιά των Λακεδαιμονίων. Μια άλλη υπόθεση θέλει τους μόθακες τέκνα Σπαρτιατών (επίσημα ή νόθα) από γυναίκες που κατάγονταν από την τάξη των ειλώτων. Τρίτη περίπτωση είναι τα τέκνα Σπαρτιατών που για κάποιο λόγο είχαν απολέσει τα πολιτικά τους δικαιώματα, π.χ. γιατί είχαν πέσει σε δυσμένεια, ή γιατί ζούσαν σε οικονομική ανέχεια με αποτέλεσμα να μην μπορούν να συνεισφέρουν στα συσσίτια. Κοινός παρονομαστής όλων τον ανωτέρω ήταν η συμμετοχή στη σπαρτιατική αγωγή και στις περισσότερες περιπτώσεις η υιοθεσία του από κάποια εύπορη οικογένεια. Μετά την ολοκλήρωση της αγωγής, κάποιος που δεν γεννήθηκε γνήσιος Σπαρτιάτης μπορούσε να γίνει όμοιος πολεμιστής (έκτοτε ονομαζόταν νεοδαμώδης), να αποκτήσει πολιτικά δικαιώματα και κλήρο, ακόμη και να ανέλθει πολύ κοινωνικά, όπως έπραξε κάποτε ο περίφημος Λύσανδρος.
     Λέγονταν επίσης γιοι ειλώτων που εκπαιδεύονταν μαζί με νέους Σπαρτιάτες, απελευθερώνονταν κατόπιν, αλλά δεν είχανε πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Τρόφιμοι δε, λέγονταν οι γιοι φτωχών ελεύθερων Σπαρτιατών.

**Βούες είναι άλλη λέξη για τις αγέλες. Τα παιδιά αυτά λοιπόν λέγονταν αγελαστοί ή βούα.
—————————————–

     Με τη σειρά του το κρητικό σύστημα εκπαίδευσης ήτανε παρόμοιο με κείνο της Σπάρτης από πολλές απόψεις. Κατά τον ίδιο τρόπο η διδασκαλία παρεχόταν από ένα πρεσβύτερο μέλος της κοινότητας, αλλά στη Κρήτη η εκπαίδευση κόστιζε στους γονείς ακόμη λιγότερα απ ό,τι στη Σπάρτη, καθώς τα παιδιά τρέφονταν κυρίως με δημόσια έξοδα. Οι γυναίκες έπαιρναν το γεύμα τους στο σπίτι, ενώ οι άνδρες σε λέσχες που αποκαλούνταν ανδρεία. Στα ανδρεία συμμετείχαν όλα τα αρσενικά της οικογένειας. Συνήθως τα αγόρια δικαιούνταν το μισό της τροφής των ενήλικων, εκτός από τα ορφανά που δικαιούνταν πλήρη μερίδα στη λέσχη του νεκρού πατέρα τους.
     Στη πραγματικότητα η κρητική λέσχη είναι αμάλγαμα αρκετών οικογενειών σ’ ένα είδος πατριάς, όλα τα αρσενικά μέλη της που δειπνούσαν μαζί. Τα αγόρια τούτης της πατριάς κοιμούνταν πιθανώς μαζί σε κοιτώνες της λέσχης και σχημάτιζαν ένα ξεχωριστό σχολείο. Στα κοινά συσσίτια με τη παρουσία των πρεσβύτερων ενθαρρύνονταν οι συζητήσεις γύρω από πολιτικά κι ηθικά θέματα, που όφειλαν να διδαχθούν. Οι πρεσβύτεροι εκλέγανε κάποιον να υπηρετήσει ως παιδονόμος ή επιστάτης των αγοριών της λέσχης. Κάτω από την επίβλεψή του τα αγόρια μαθαίνανε γράμματα, γυμνάζονταν διαρκώς, εκπαιδεύονταν στη χρήση των όπλων -ιδιαίτερα του τόξου- και στους πολεμικούς χορούς, όπως ο χορός των Κουρητών κι ο Πυρρίχειος. Μάθαιναν σαν τραγούδι τους νόμους της πατρίδας τους, για να τους αποστηθίζουν, μια κι η άγνοια των νόμων δε δικαιολογείτο. Ο παιάνας ήταν η κύρια μορφή τραγουδιού τους κι ήταν εκπαιδευμένοι στο λιτό ύφων των Λακεδαιμόνιων συναδέλφων τους.
     Οι νεαροί Κρήτες εκπαιδεύονταν στην ατομική και την ομαδική μάχη ενάντια σε άλλες λέσχες-σχολεία. Επίσης, διδάσκονταν την αντοχή σε πολλών ειδών δυσκολίες. Χειμώνα-καλοκαίρι φορούσαν τον ίδιο κοντό χιτώνα -όπως κι οι Σπαρτιάτες- και μάθαιναν ν’ αψηφούνε τη ζέστη και το κρύο, τα ορεινά μονοπάτια και τα χτυπήματα που δέχονταν στα γυμνάσια και τις μάχες. Στα σχολεία παρέμεναν ως τα 17 τους, οπότε και γίνονταν έφηβοι με ειδική τελετή, τα Εκδύσια. Όπως οι νέοι της Αθήνας, έδιναν όρκο υπακοής στο κράτος και μίσους ενάντια στους εχθρούς του και κατόπιν έμπαιναν σε αγέλες, τις οποίες συγκέντρωναν γύρω τους πλούσιοι και διακεκριμένοι έφηβοι. Ο αριθμός των ατόμων που συγκέντρωνε μια αγέλη εξαρτάτο κυρίως από τον πλούτο και τη δημοτικότητα του νέου, γεγονός που προσδίδει στο θεσμό ένα αριστοκρατικό στοιχείο, σε αντίθεση με τη Σπάρτη.
     Ο πατέρας του νεαρού αρχηγού ήταν συνήθως ο αρχηγός της αγέλης -αγελάτης- κι είχε πλήρη εξουσία. Καθοδηγούσε τους νέους στο κυνήγι και τους δρόμους, δηλαδή τα γυμνάσια των εφήβων. Μάλιστα, οι Κρήτες που δεν είχαν ακόμη εισέλθει σε αγέλες εξαιρούνταν αυτών των γυμνασίων κι ονομάζονταν απόδρομοι. Ο αρχηγός της αγέλης μάζευε κοντά του την αγέλη όπου επιθυμούσε κι είναι πολύ πιθανό πως οι νέοι έτρωγαν και κοιμούνταν στο σπίτι του προστάτη τους. Η ζωή τους περιβαλλόταν από μια πολεμική ατμόσφαιρα και θεωρούσανε πολύτιμα αγαθά τη στρατιωτική στολή και τα όπλα τους. Στις αγέλες οι νεαροί Κρήτες έμεναν ως τη μέρα του γάμου τους, οπότε επέστρεφαν στα σπίτια και τις λέσχες τους.
     Από πρακτικής άποψης δεν μπορούμε να πούμε πολλά για τη κρητική εκπαίδευση. Από τον καιρό που ο Ιδομενέας σαλπάρισε από τη Τροία, η Κρήτη χάνεται από το επίκεντρο της ελληνική ιστορίας. Πολύ ισχυρή ως σύνολο κι ως προς την έκταση για να της επιτεθούν οι γείτονές της και συνάμα πολύ αδύναμη εξαιτίας των πολλών φέουδων, παρέμεινε απομονωμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα και το αρχιπέλαγος ως το τέλος της περιόδου της ανεξαρτησίας των Ελληνικών πόλεων-κρατών.
     Στη Λακωνία και την Κρήτη -κυρίως αγροτικές περιοχές που στηρίζονταν στο σύστημα της γαιοκτησίας- δεν υπήρχε η ανάγκη εκπαίδευσης σε θέματα που σχετίζονταν με το εμπόριο ή τη βιοτεχνία. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ν’ ανακαλύψει πολλά τέτοια στοιχεία στους Αθηναίους ή τους Ίωνες της Μ. Ασίας. Η πραγματικότητα, όμως, ήταν εντελώς διαφορετική. Για τον Έλληνα η λέξη εκπαίδευση σήμαινε εκπαίδευση του χαρακτήρα, αρμονική ανάπτυξη του σώματος, του νου και της φαντασίας και συνεπώς κάθε είδους τεχνική εκπαίδευση αποκλειόταν από τα ελληνικά σχολεία ως βάναυσος. Ο Ηρόδοτος ισχυρίζεται πως απέκτησαν αυτή την άποψη από τους λαούς που τους περιέβαλαν. Με τη σειρά του ο Πλάτων θεωρεί τον έμπορο ή τον τεχνίτη ακατάλληλο ως ενεργό πολίτη, όπως κι ο Αριστοτέλης, ο οποίος θεωρεί ανάξιο ό,τι παρεμβάλλεται στη σωματική ή τη διανοητική ανάπτυξη.
     Πώς, λοιπόν, διδάσκονταν οι τέχνες και το εμπόριο στην αρχαία Ελλάδα; Από τις φιλολογικές μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι τέχνες ή το εμπόριο ήτανε κυρίως κληρονομική ενασχόληση. «Οι γιοι των τεχνιτών μαθαίνουν την τέχνη του πατέρα τους, όσο μπορούν οι πατέρες κι οι όμοιοί τους να τη διδάξουν». Στη Πολιτεία ο Πλάτων αναφέρει πως οι παίδες, των κεραμιστών -μια λέξη που περιλαμβάνει τους γιους και τους μαθητευόμενους- είναι στη πραγματικότητα υπηρέτες και βοηθοί για μακρύ χρονικό διάστημα, πριν τους επιτραπεί να φτιάξουνε το δικό τους κεραμικό. Οι μαθητές ενός γιατρού που ονομαζόταν Πιτταλός αναφέρονται από τον Αριστοφάνη, ενώ ο κωμωδιογράφος Σωσίπατρος βάζει ένα μάγειρα να λέει πως οι μαθητές του πρέπει να γνωρίζουν αστρολογία, αρχιτεκτονική και στρατηγική, πριν έρθουν να μαθητεύσουν δίπλα του. Με τη σειρά του ο Σόλων, προκειμένου να ενθαρρύνει τους αθηναίους τεχνίτες, έλεγε πως «ο πατέρας που δε δίδαξε το γιο του κάποια τέχνη, δεν μπορεί να απαιτεί βοήθεια στα γεράματά του».
     Υπήρχε, λοιπόν, ένα σύστημα μεταβίβασης της γνώσης, σε ό,τι αφορούσε στο εμπόριο και τις τέχνες, αλλά η γενική άποψη ήταν πως: «η τεχνική καθοδήγηση και όλη η διδασκαλία που αποβλέπει στην οικονομική απολαβή είναι χυδαία και δε δικαιούται το όνομα της εκπαίδευσης. Η αληθινή εκπαίδευση στοχεύει αποκλειστικά στην αρετή, η οποία ωθεί το παιδί να είναι καλός πολίτης, ικανός να κυβερνήσει και να υπακούσει» (ΠλάτωνΝόμοι). Έτσι, οι Σπαρτιάτες κι οι Κρήτες δεν ήταν μόνοι. Είχανε την υποστήριξη όλης της Ελλάδας στην απόφασή τους να εξορίσουν από τα σχολεία τους κάθε ιδέα τεχνικής ή επαγγελματικής εκπαίδευσης. Παρ’ όλ’ αυτά η εκπαίδευση και πάλι έμεινε μισή, συγκρινόμενη με τα δεδομένα των σύγχρονων κοινωνιών. Και τούτο γιατί απευθυνόταν μόνο στα αγόρια της οικογένειας. Οι γυναίκες ζούσανε περίπου σε καθεστώς ανατολίτικου περιορισμού, εκτός ίσως από τη Χίο, τη Λοκρίδα, τη Κρήτη και φυσικά τη Σπάρτη. Σύμφωνα με τον Περικλή δια πέννας Θουκυδίδη, η Αθηναία μητέρα οφείλει να ζει τόσο αποσυρμένη ζωή, ώστε το όνομά της να μην ακούγεται ανάμεσα στους άνδρες, είτε για καλό ή για κακό.
     Ο Πλάτων είναι ο 1ος που ενδιαφέρεται για την εκπαίδευση των γυναικών, τις συζύγους των φυλάκων στη κοινότητα που περιγράφεται στη Πολιτεία. Δεν τις αντιμετωπίζει μόνον ως συζύγους, αλλά θεωρεί πως θα πρέπει κι εκείνες να λαμβάνουν μέρος στη διοίκηση της ιδανικής πολιτείας ως φύλακες. Θεωρεί πως οι γυναίκες των φυλάκων είναι ικανές για δημιουργική συνεισφορά στο κτίσιμο της κοινότητας, αλλά δεν περιμένει πως αυτό θα το κάνουν μέσω της οικογενειακής ζωής. Με αυτόν τον τρόπο αντιτίθεται στην επικρατούσα άποψη πως οι γυναίκες είναι μόνο για να κάνουνε παιδιά και να φροντίζουνε το νοικοκυριό τους. Παραδέχεται πως διαθέτουνε λιγότερη σωματική ρώμη, αλλά αυτό δεν μπορεί να τις εμποδίσει από το να μοιράζονται τα καθήκοντα των φυλάκων. Αν, λοιπόν, είναι ικανές να κάνουνε την ίδια δουλειά, τότε δικαιούνται τροφής και παιδείας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο θα πρέπει να εκπαιδεύονται στη μουσική, τη γυμναστική και τον πόλεμο, όπως ακριβώς οι άνδρες. Τούτη η άποψη είναι στη πραγματικότητα μια επαναστατική ανανέωση, που πιθανώς ξεσήκωσε πολύ γέλιο στην εποχή της. Είναι δυνατόν οι γυναίκες να γυμνάζονται γυμνές στην παλαίστρα, όταν μάλιστα σύμφωνα με τα λόγια του Ηρόδοτου η γυναίκα χάνει τη σεμνότητά της μαζί με τα ρούχα της;
     Όμως ο Πλάτων δε θεωρεί πως κινδυνεύει η ηθική από τους κανόνες που θέτει. Σκέπτεται πως ήταν οι βάρβαροι εκείνοι που επέβαλαν τη άποψη πως η γύμνια είναι ατιμωτική ακόμη και για τους άνδρες, επηρεάζοντας τους Έλληνες της Μ. Ασίας. Η άποψή του συμβολίζει τις γενικότερες κοινωνικές αλλαγές του 4ου ΠΚΕ αι., μια εποχή κατά την οποία οι καλλιτέχνες άρχισαν να απεικονίζουνε τη γυναίκα γυμνή. Από την άλλη οι γυναίκες είναι επιτυχημένες στην ιατρική και τη μουσική. Γιατί όχι, λοιπόν και στα αθλητικά ή το χειρισμό των όπλων; Επιπλέον, ο αυξανόμενος αριθμός των γυναικείων ρόλων στη τραγωδία δείχνει πως η γυναίκα σε αυτή την εποχή ανακαλύπτεται ως ανθρώπινο ον και πως συζητείται πλέον δημόσια το δικαίωμά της στην εκπαίδευση. Ο Πλάτων προσθέτει μερικές σπαρτιατικές πινελιές στο σχέδιό του. Αν, όμως, αφαιρεθούν ορισμένα από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, αυτό που μένει είναι ένα σύγχρονο πρόγραμμα για την εκπαίδευση των γυναικών. Αυτό το θέμα, όμως, δικαιούται γενικότερης ανάλυσης κι ερμηνείας, γιατί αναδεύει σκοτεινές πτυχές ενός λαμπρού κατά τα άλλα πολιτισμού, επηρεασμένου ωστόσο σαφώς από το μύθο της πατριαρχίας. Ας επιστρέψουμε στη προσπάθειά μας να καταγράψουμε -έστω και συνοπτικά- την εκπαίδευση στην υπόλοιπη Ελλάδα.
     Θα δούμε πώς ήτανε διαρθρωμένη η παιδεία στην Αθήνα και τις άλλες πόλεις. Το σύνηθες σύστημα της Α’βάθμιας -θα μπορούσαμε να πούμε- εκπαίδευσης στην Αθήνα είναι ευθύνη των γραμματιστών, των κιθαριστών και των παιδοτρίβων. Οι γραμματιστές διδάσκανε γραφή, ανάγνωση και στοιχεία αριθμητικής και διδάσκανε τους μαθητές τους να διαβάζουνε και να μαθαίνουν από στήθους τους μεγάλους ποιητές -Όμηρο, Ησίοδο κ.α. Οι κιθαριστές με τη σειρά τους διδάσκανε τ’ αγόρια πώς να παίζουνε την επτάχορδη λύρα και να τραγουδάνε τα έργα των λυρικών ποιητών. Οι παιδοτρίβες φρόντιζαν για τη φυσική τους ανάπτυξη με τρόπο επιστημονικό. Τους δίδασκαν πάλη, παγκράτιο, πυγμαχία, τρέξιμο, δισκοβολία, άλμα και ποικίλες άλλες ασκήσεις στη παλαίστρα. Σε αυτό το 3πλό σύστημα ενίοτε προστίθετο και το σχέδιο ή η ζωγραφική, ειδικότερα από τα τέλη του 4ου ΠΚΕ αι. (ξεκινά 1η Γενάρη 400 π.Χ. και τελειώνει 31 Δεκέμβρη 301 π.Χ.). Ωστόσο, το σύνηθες σύστημα εκπαίδευσης περιελάμβανε λογοτεχνία, μουσική κι αθλητικά.
     Ποιό απ’ όλα διδασκότανε 1ο; Μάλλον διδάσκονταν όλα ταυτόχρονα, αν κι η φυσική εκπαίδευση σε απλουστευμένη μορφή ήταν η 1η ενασχόληση των αγοριών από τα 6 τους. Για τις πιο περίπλοκες ασκήσεις και τεχνικές έπρεπε να περιμένουνε τουλάχιστον ως τα 12. Ωστόσο, τόσον ο Πλάτων όσο κι ο Αριστοτέλης επιμένουνε πως η φυσική προετοιμασία πρέπει να ξεκινά αρκετά χρόνια πριν από κάθε είδους διανοητική εκπαίδευση. Τη κύρια ευθύνη για τη σειρά προετοιμασίας και τη διευθέτηση τέτοιων θεμάτων είχεν ο παιδαγωγός της οικογένειας, που ανήκε στο υπηρετικό προσωπικό.
     Σε παλαιότερες εποχές τούτη η Α’βάθμια εκπαίδευση διαρκούσε ως τα 18, αλλά προς το τέλος του 5ου ΠΚΕ αι. δημιουργήθηκε Β’βάθμιο σύστημα εκπαίδευσης. Η πιο σημαντική μαρτυρία έρχεται από τον Πλάτωνα, που περιγράφει στη Δημοκρατία ένα σύστημα μαθητείας στα μαθηματικά λίγο πριν την εφηβεία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη εφαρμοζότανε 3 χρόνια πριν την εφηβεία, αν και στη πραγματικότητα η παρακολούθηση των μαθημάτων δεν ήταν αυστηρά καθορισμένη. Ενίοτε οι γιοι των φτωχών ολοκληρώνανε γοργά το πρόγραμμα της Α’βάθμιας εκπαίδευσης, ενώ οι γόνοι των πλουσίων τη καθυστερούσαν όσο θέλανε, γεγονός που ο Ξενοφών θεωρεί απαξιωτικό για την αθηναϊκή εκπαίδευση.
     Μετά τα 18 οι νεαροί Αθηναίοι προχωρούσανε στη πολεμική τους εκπαίδευση. Τον 1ο χρόνο αυτής της εκπαίδευσης τον περνούσανε στην Αθήνα και τον 2ο σε φρούρια των συνόρων και σε στρατόπεδα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μάλλον διαθέτανε λίγο χρόνο για διανοητικές ενασχολήσεις. Ωστόσο, όταν κατέρρευσε η στρατιωτική δύναμη των Αθηνών υπό την μακεδονική κυριαρχία, τα στρατιωτικά καθήκοντα των εφήβων έγιναν εθελοντικά κι η εκπαίδευσή τους αντικαταστάθηκε από μαθήματα φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Το στρατιωτικό σύστημα έγινε Πανεπιστήμιο, το οποίο παρακολουθούσανε λίγοι εύποροι νέοι ή πλούσιοι ξένοι. Ως πρόδρομος του 1ου πανεπιστημίου, η 2χρονη εκπαίδευση των εφήβων δικαιούται τον τίτλο της Γ’βάθμιας εκπαίδευσης, παρόλο που ως τον 3ο ΠΚΕ αι. παρείχε μόνο στρατιωτική εκπαίδευση.
     Η αθηναϊκή εκπαίδευση, όπως κι η εκπαίδευση των άλλων πόλεων, διαιρείται σε 3 στάδια: Το Α’βάθμιο, από τα 6 ως τα 14, το Β’βάθμιο από τα 14 ως τα 18 και το Γ’βάθμιο από τα 18 ως τα20. Από τα 3 στάδια, το 3ο μόνον ήταν υποχρεωτικό και το παρείχε η πόλη-κράτος. Το 2ο ήταν εντελώς προαιρετικό και μάλλον για τους εύπορους. Από το 1ο τα γράμματα ήταν μάλλον δια νόμου υποχρεωτικά, όπως φαίνεται από ένα παλιό νόμο που αποδίδεται στο Σόλωνα κι ο οποίος αναφέρει πως το παιδί πρέπει να διδάσκεται γράμματα και κολύμπι. Μετά από αυτό οι φτωχοί μπορούν να στρέψουνε τη προσοχή τους στη γεωργία και το εμπόριο, ενώ οι πλουσιότεροι στη μουσική, την ιππασία, τη γυμναστική, το κυνήγι και τη φιλοσοφία.
     Η παιδεία των αρχαίων στη πλήρη μορφή της υπήρξε προνόμιο των εύπορων τάξεων, κάτι που αδιάκριτα συμβαίνει ως τη σύγχρονη εποχή μας με συγκαλυμμένο ή απροκάλυπτο τρόπο. Ωστόσο, είναι φανερό πως ο στόχος της ελληνικής εκπαίδευσης στην αρχαιότητα θεωρητικά και πρακτικά ήταν η παραγωγή του καλλίτερου δυνατού πολίτη κι όχι ο πλουτισμός -σε αντιστροφή προς τη σύγχρονη πραγματικότητα. Αναζητούσε το καλό της κοινότητας κι όχι το καλό του ατόμου. Βέβαια οι μέθοδοι και τα υλικά της μαθητείας διέφεραν από περιοχή σε περιοχή, όμως το ζητούμενο ήτανε το ίδιο, η εκπαίδευση του χαρακτήρα, κάτι που οι Έλληνες γονείς ζητούσαν επίμονα από τους διευθυντές των σχολείων.
     Επίσης σημαντική -αν κι όχι στη περίπτωση της Σπάρτης ή της Κρήτης, όπου το ιδανικό ζητούμενο ήταν η ανδρεία, η τόλμη, η στρατιωτική μαθητεία και η διακυβέρνηση- ήταν η αναζήτηση της αισθητικής και της φαντασίας, μέσω της τέχνης και της μουσικής. Τούτο γινόταν μέσω της εξατομίκευσης και της απομάκρυνσης του παιδιού από τις επιρροές της οικογένειας. Τόσον ο νεαρός Σπαρτιάτης όσο κι ο νεαρός Αθηναίος ή Εφέσιος από τα 6 μόλις χρόνια του περνούσε όλη τη μέρα του μακριά από το σπίτι, με τη συντροφιά των συνομηλίκων του στη παλαίστρα ή τους δρόμους. Μάθαινε να ξεκόβει από την οικογένειά του και να σχετίζεται με τους αυριανούς συμπολίτες του. Αναμφίβολα έχανε πολλά από αυτό το σύστημα, αλλά έτσι εξασφαλιζόταν η ενότητα κι η συνέχεια της πόλης-κράτους. Όλα εξασφάλιζαν πως το παιδί θα συνειδητοποιούσε ότι είναι μέλος μιας κοινότητας, για την ευτυχία και την ευημερία της οποίας η προσωπική τους επιθυμία ή ευχαρίστηση έπρεπε να υποτάσσεται. Με αυτό τον τρόπο αναπτύχθηκε κι έμεινε στην ιστορική μνήμη η αίσθηση της αυτοθυσίας για χάρη της πολιτείας ή της κοινότητας.
—————————

Εδώ κλείνει το Α’ μέρος που αφορούσε στην Αρχαία Ελλάδα. Αναγνωρίζω πως ήτανε λιγάκι μονότονο και μάλλον κουραστικό, αλλά έτσι είναι όταν παραθέτει κανείς στεγνές γνώσεις. Παρακολουθήσαμε λοιπόν τον… σχηματισμό της, τον αποικισμό και την εξάπλωσή της, το πολιτισμό, την εκπαίδευσή της, τους πολέμους της και θα συνεχίσω με άλλα θέματα, όπως έθιμα, μυστήρια, ένδυση κλπ.

Β’ Μέρος

Εισαγωγή

Τούτο το Β’ μέρος, τώρα που στηθήκαμε στο χρόνο και το χώρο, μάλλον θα είναι πιο συναρπαστικό και προτείνω, τώρα που είδαμε πως εγκατασταθήκανε και που, οι Αρχαίοι Έλληνες, να καθορίσουμε λιγάκι πιο συγκεντρωμένα τις περιοχές τους και τις πόλεις τους. Από κει θα ξεκινήσω και μετά περνάμε σε θρησκεία, δουλεία, ένδυση, διατροφή, ήθη κι εθιμα και γενικά ό,τι ακόμα μένει να γνωστοποιηθεί.

ΠΕΡΙΟΧΕΣ-ΠΟΛΕΙΣ: Ο Ελλαδικός χώρος κατά την αρχαιότητα ήτανε διαιρεμένος σε περιοχές που αντιστοιχούσανε στους χώρους εγκατάστασης των αρχαίων ελληνικών φύλων. Οι περιοχές αυτές στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούνταν από πόλεις-κράτη, που διατηρούσαν μεταξύ τους φυλετικούς δεσμούς. Σε κάποιες περιπτώσεις οι πόλεις αυτές σχημάτιζαν ομοσπονδία ενώ σε άλλες η ισχυρότερη πόλη κατείχε ηγεμονική θέση. Ας τις δούμε λοιπόν μια-μια.

1. Δωρικές περιοχές:
Λακωνία: Στη Λακωνία κυριάρχησε η πόλη της Σπάρτης. Οι Δωριείς ιδρυτές της επικράτησαν σε ολόκληρη τη περιοχή της μετατρέποντας τους παλαιότερους κατοίκους σε περίοικους, στη περίπτωση που δεν πρόβαλαν αντίσταση σ’ αυτούς ή σε είλωτες σε περίπτωση που πρόβαλαν αντίσταση. Το κράτος της Σπάρτης επεκτάθηκε αργότερα και στη Μεσσηνία και για μεγάλα διαστήματα αποτελούσε την ισχυρότερη δύναμη στον Ελλαδικό χώρο.
Αργολίδα: Στην Αργολίδα κυριάρχησαν οι Δωριείς οι οποίοι μετά τη κατάκτηση του Άργους κυριάρχησαν σε ολόκληρη τη περιοχή. Οι Δωριείς της Αργολίδας δεν διατηρήθηκαν ενωμένοι αλλά διασπάστηκαν σε μικρότερες πόλεις κράτη. Το ισχυρότερο απ’ αυτά ήταν το κράτος του Άργους. Άλλα μικρότερα Δωρικά κράτη της Αργολίδας ήταν η Τροιζηνία, οι Κλεωνές, η Επιδαυρία και η Ερμιονίδα
Κορινθία: Στην Κορινθία κυριάρχησαν επίσης οι Δωριείς που μετά την κατάληψη του Αργολικού κάμπου επεκτάθηκαν βορειότερα. Διασπάστηκαν επίσης σε μικρότερα κράτη, τη Κορινθία, την Σικυωνία και τον Φλειούντα. Ισχυρότερο ήτανε το κράτος των Κορινθίων ενώ τα άλλα 2 κράτη ελέγχονταν για μεγάλη περίοδο από το Άργος και στη συνέχεια από τη Σπάρτη.
Κυνουρία: Η Κυνουρία ήταν μικρό Δωρικό κράτος που σχηματίστηκε ανάμεσα στην Αργεία και τη Λακωνία και συνήθως βρισκότανε κάτω από τον έλεγχο των ισχυρότερων γειτόνων της.
Μεσσηνία: Η Μεσσηνία κατακτήθηκε επίσης από Δωριείς. Το κράτος των Μεσσήνιων κατακτήθηκε από τους Σπαρτιάτες στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. κι απελευθερώθηκε στα μέσα του 4ου αιώνα με την βοήθεια των Θηβαίων.

2. Άλλες περιοχές:
Αρκαδία: Η Αρκαδία περιλάμβανε την ορεινή ενδοχώρα της Πελοποννήσου. Οι κάτοικοί της ανήκανε στο φύλο των Αρκάδων κι ήτανε χωρισμένοι σε πολυάριθμες πόλεις-κράτη που διατηρούσανε φυλετικούς δεσμούς. Το 370 π.Χ. ενώθηκαν σε ομοσπονδία, το Κοινό των Αρκάδων.
Ηλεία: Οι Ηλείοι ήτανε συγγενικό φύλο των Αιτωλών. Καταλάβανε τη περιοχή της Ηλείας την ίδια εποχή που εισέβαλαν οι Δωριείς στη Πελοπόννησο. Ήτανε χωρισμένοι σε 3 κράτη, τη Κοίλη Ηλεία με κέντρο την Ήλιδα, τη Πισάτιδα και τη Τριφυλία.
Αχαΐα: Εκεί εγκαταστάθηκαν Αχαιοί προερχόμενοι από τον Αργολικό κάμπο, που καταφύγανε στη περιοχή μετά τη κατάληψη της Αργολίδας από τους Δωριείς. Αποτελούνταν από μικρές πόλεις-κράτη, ενωμένες σε μία ομοσπονδία, το Κοινό των Αχαιών. Τον 3ο αι. π.Χ. σχηματίσανε την Αχαϊκή Συμπολιτεία που εξελίχθηκε στην ισχυρότερη δύναμη της Πελοποννήσου.

3. Στερεά Ελλάδα
Αττική: Στην Αττική οι Ίωνες κάτοικοί της, εγκατεστημένοι στην περιοχή από τις αρχές περίπου της δεύτερης χιλιετίας κατάφεραν να αποκρούσουν τους Δωριείς εισβολείς και να διατηρηθούν στην περιοχή. Οι πόλεις της Αττικής σχημάτισαν ένα ομοσπονδιακό κράτος με κυρίαρχη την Αθήνα. Το Αθηναϊκό κράτος εξελίχθηκε σε ισχυρότατη δύναμη στον ελλαδικό χώρο και αποτέλεσε την κύρια εστία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Μεγαρίδα: Η Μεγαρίδα ήταν Δωρικό κράτος. Αποτέλεσε το δυτικότερο σημείο προέλασης των Δωριέων που είχαν εισβάλλει στην Πελοπόννησο. Κέντρο της ήταν η πόλη των Μεγάρων. Το κράτος αυτό εξελίχθηκε σε σημαντική ναυτική και αποικιακή δύναμη.
Βοιωτία: Στη Βοιωτία εγκαταστάθηκαν οι Βοιωτοί, φύλο που προερχόταν από την Θεσσαλία. Μιλούσαν την Αιολική διάλεκτο. Οι ισχυρότερες πόλεις κράτη των Βοιωτών ήταν ενωμένες σε μία ομοσπονδία, το κοινό των Βοιωτών, στο οποίο συχνά κατείχε ηγεμονική θέση η Θήβα.
Φωκίδα: Η Φωκίδα κατά την αρχαιότητα ήταν η περιοχή γύρω από τη κοιλάδα του Κηφισσού και περιλάμβανε και τους ορεινούς όγκους του Παρνασσού, της Κίρφης, του δυτικού τμήματος του Καλλιδρόμου και του βόρειου τμήματος του Ελικώνα. Σ’ αυτήν ήταν εγκατεστημένοι οι Φωκείς, φύλο που μιλούσε Δωρική διάλεκτο. Οι πόλεις τους ήταν ενωμένες σε μίαν ομοσπονδία, το Κοινό των Φωκέων.
Δωρίδα: Η Δωρίδα ήταν μικρή ορεινή περιοχή ανάμεσα στην Οίτη, τον Παρνασσό και την Γκιώνα. Αποτελούταν από 4 πόλεις. Το κράτος αυτό ήταν το κατάλοιπο του κράτους που είχανε σχηματίσει οι Δωριείς πριν εισβάλλουνε στη Πελοπόννησο.
Λοκρίδα: Οι Λοκροί ήτανε φύλο που μιλούσε Δωρική διάλεκτο κι ήταν εγκατεστημένοι στο κέντρο της Στ. Ελλάδας σχηματίζοντας 3 διαφορετικά κράτη, που χωρίζονταν μεταξύ τους από τη Φωκίδα. Τα κράτη αυτά ήταν το Οπούντιων Λοκρών, Επικνημίδιων Λοκρών στα ανατολικά κι Οζολέων Λοκρών στα δυτικά.
Αιτωλία: Στην Αιτωλία ήταν εγκατεστημένο το φύλο των Αιτωλών. Κατείχαν τη πεδινή Αιτωλία και τις ορεινότερες περιοχές της σημερινής Ναυπακτίας κι Ευρυτανίας όπου ζούσανε τα συγγενικά τους υποτελή φύλα των Ευρυτάνων, των Απεραντών, των Αποδοτών και των Αγραίων. Τον 3ο αι. π.Χ. σχημάτισαν ισχυρό ομοσπονδιακό κράτος, την Αιτωλική Συμπολιτεία που εξελίχθηκε στην ισχυρότερη δύναμη της νότιας Ελλάδας μαζί με την Αχαϊκή Συμπολιτεία της Πελοποννήσου.
Ακαρνανία: Αποτελούσε το δυτικότερο τμήμα της Στ. Ελλάδας και σε αυτή ζούσε το φύλο των Ακαρνάνων. Στη χώρα τους βρίσκονταν κι οι Κορινθιακές αποικίες Οινιάδες, Αστακός κι Ανακτόριο που αργότερα ενταχθήκανε στο Κοινό των Ακαρνάνων.
Εύβοια: Στην Εύβοια οι Ίωνες κάτοικοί της διατηρήθηκαν χωρισμένοι σε πόλεις κράτη. 2 από αυτά η Χαλκίδα κι η Ερέτρια εξελιχθήκανε σε μεγάλες ναυτικές κι αποικιακές δυνάμεις κατά τη διάρκεια του 8ου κι 7ου αι. π.Χ. Εξαιτίας του μεταξύ τους πολέμου, όμως στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. εξασθένησαν. Στα νότια της Εύβοιας ήταν εγκατεστημένοι οι Δρύοπες που είχανε σχηματίσει κράτος με κυρίαρχη πόλη τη Κάρυστο.
Μαλίδα: Η Μαλίδα ήταν μικρό κράτος στη περιοχή της Φθιώτιδας που κατοικούταν από το φύλο των Μαλιέων. Ελεγχότανε για μεγάλο διάστημα από τους Θεσσαλούς. Πρωτεύουσα του κράτους ήταν αρχικά η Τραχίνα κι αργότερα έγινε η Λαμία.
Αινιανία: Οι Αινιάνες ήτανε φύλο προερχόμενο από τη Θεσσαλία που εγκαταστάθηκε στη δυτική όχθη του Σπερχειού. Διατηρούσαν μαζί με τους γείτονες τους Οιταίους 2 ψήφους στη Δελφική Αμφικτυονία*. Βρίσκονταν κι αυτοί κάτω από τον έλεγχο των Θεσσαλών για μεγάλη περίοδο.
Οιταία: Αποτελούσε περιοχή στον ορεινό όγκο της Οίτης όπου κατοικούν οι Οιταίοι. Οι Οιταίοι διατηρούσανε φιλικές σχέσεις με τους γείτονές τους Αινιάνες κι εχθρικές με τους Μαλιείς κυρίως λόγω της επιθυμίας τους να αποκτήσουνε διέξοδο προς τη θάλασσα.

4. Θεσσαλία: Στη Θεσσαλία εγκαταστάθηκαν οι Θεσσαλοί που προερχόμενοι από τη περιοχή της Θεσπρωτίας εκτοπίσανε τα αρχαιότερα Αιολόφωνα φύλα. Σχηματίσανε 4 κράτη που δημιουργήσαν ομοσπονδιακή ένωση, τη Πελασγιώτιδα , την Εστιαιώτιδα, τη Θεσσαλιώτιδα και τη Φθιώτιδα (ή Αχαΐα Φθιώτιδα). Ισχυρότερη ήταν η Πελασγιώτιδα που ανήκαν οι ισχυρότερες πόλεις της Θεσσαλίας, η Λάρισα κι οι Φερές. Οι Θεσσαλοί είχαν υποτάξει και τα γειτονικά φύλα των Περραιβών, των Μαγνητών και των Δολόπων.

5. Ήπειρος: Εκεί ήταν εγκατεστημένες οι φυλές των Μολοσσών, των Θεσπρωτών, των Τυμφαίων, των Δασσαρετών ή Δεξάρων, των Παραυαίων, των Χαόνων και των Αθαμάνων. Επίσης στη περιοχή υπήρχαν τα αποικιακά κράτη των Ηλείων στη περιοχή του ποταμού Αχέροντα κι η Αμβρακία, αποικία των Κορινθίων. Σταδιακά στην Ήπειρο, κυριάρχησαν οι Μολοσσοί, ιδρύοντας το βασίλειο της Ηπείρου.

6. Μακεδονία: Εκεί εγκαταστάθηκαν τα ελληνικά φύλα των Μακεδνών και των Πελαγόνων. Οι Μακεδνοί ή Μακεδόνες επεκτείνανε τη κυριαρχία τους σε βάρος των γειτονικών Ιλλυρικών και Θρακικών φύλων δημιουργώντας μεγάλο κράτος που από τον 4ο αι. π.Χ. κυριάρχησε στον Ελλαδικό χώρο. Το Μακεδονικό Βασίλειο χωρίζεται στην αρχική του επέκταση σε Άνω Μακεδονία και Κάτω Μακεδονία. Οι Μακεδόνες ήτανε φυλή των Δωριέων που εγκαταστάθηκε στη Μακεδονία το 2.000 π.Χ. κι έμεινε στη περιοχή, όταν τα υπόλοιπα δωρικά ελληνικά φύλα κατεβήκανε στη Ν. Ελλάδα το 1103 π.Χ.. Στην αρχαία Μακεδονία, δεν υπάρχει η μορφή της πόλης-κράτους που συναντάται κυρίως στη Ν. Ελλάδα, αλλά μικρές πόλεις (πολίσματα). Η Μακεδονία χωρίζεται σε βασίλεια, όπου μια αριστοκρατική ελίτ διοικεί μια επαρχία. Ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές της Μακεδονίας, σε 1η φάση, αποτελούν η Κάτω Μακεδονία κι η Άνω Μακεδονία. Τη Κάτω (σημερινή Κεντρική Μακεδονία) αποτελούνε περιοχές της πεδινής χώρας, ενώ την Άνω (σημερινή Δυτική Μακεδονία) αποτελούν οι δυτικές ορεινές περιοχές στον άνω ρου του ποταμού Αλιάκμονα. Σ’ αυτή την ορεινή Μακεδονία, τον 5ο αι., ξεκινά η δυναστεία των Μακεδόνων και σημειώνεται σημαντική οικιστική ανάπτυξη στον γεωγραφικό χώρο της ιστορικής Μακεδονίας των Αρχαϊκών χρόνων.
     Με τη δημιουργία αργότερα του Μακεδονικού Βασιλείου υπό τον Αλέξανδρο Α’, οι πεδινές επαρχίες διοικούνται από κοινό βασιλιά, ενώ οι περιοχές της Άνω Μακεδονίας γίνονται ημιαυτόνομες και διοικούνται από τη τοπική αριστοκρατία κάθε βασιλείου, με εξαίρεση την Εορδαία η οποία εντάχθηκε νωρίτερα επί Περδίκκα Α’. Αργότερα, με την άνοδο στον θρόνο του Φιλίππου Β’, τα αυτόνομα βασίλεια της Άνω Μακεδονίας αντιδρούνε στις επιδιώξεις του Φιλίππου Β’ να τις υποτάξει και συμμαχούν με τους Ηπειρώτες και τους Ιλλυριούς. Μετά την ήττα των βασιλείων, οι επαρχίες ορίζονται ως διοικητικές περιφέρειες. Με την επέκταση του Μακεδονικού Βασιλείου αργότερα, εντάσσονται διαδοχικά περιοχές της σημερινής Ανατολικής Μακεδονίας κι η Χαλκιδική που ανήκανε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. ‘Έπειτα κυριεύονται η Παιονία, η Ήπειρος, η Ιλλυρία και η Θράκη.

     Άνω Μακεδονία ή άνω Αλιάκμονα:
Ελιμία, με πρωτεύουσα πόλη την Αιάνη, πατρίδα της δυναστείας των Ελιμιωτών. Κάτοικοί της οι Αιάνες ή Ελιμιώτες.
Εορδαία, με πρωτεύουσα πόλη την Εορδαία, πατρίδα της δυναστείας των Πτολεμαίων. Κάτοικοί της οι Εορδοί.
Ορεστίδα, με πρωτεύουσα το Άργος Ορεστικόν και 2η πόλη το Κέλετρον. Θεωρείται η κοιτίδα της δυναστείας των Αργειτών που εγκαταστάθηκαν αργότερα στην Αργολίδα. Κάτοικοί της οι Ορέσται.
Λυγκηστίδα, με πρωτεύουσα την Ηράκλεια Λυγκηστίς, πατρίδα της μακεδονικής δυναστείας των Λυγκηστών.
     Υπάρχουνε περιοχές της Άνω Μακεδονίας, που ή αποτελούσαν μέρος άλλης επαρχίας ή διαχωρίστηκαν ιστορικά ή εντάχθηκαν μεταγενέστερα κι είναι:
Πελαγονία, η περιοχή με γεωγραφικά όρια τη λίμνη Οχρίδα στα δυτικά. Συνδέεται ιστορικά και με τη Λυγκηστίδα.
Τυμφαία, η περιοχή κάτω από την Ορεστίδα και με γεωγραφικό όριο ανατολικά, τον ποταμό Αλιάκμονα. Οι κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Τυμφιείς. Αναφέρεται ιστορικά ως μέρος της επαρχίας της Ελιμίας αλλά και της Ηπείρου. Πρωτεύουσα ήτανε το Αιγίνιον.
Δευρίοπος, περιοχή που εντάσσεται ιστορικά και στη Παιονία. Στη Δευρίοπο βρίσκονταν οι πόλεις Βρυάνιον και Στύμβαρα (ή Στύβερρα).

     Κάτω Μακεδονία ή παρά θάλασσαν Μακεδονία:
Ημαθία
, με τις Αιγές 1η πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου.
Πιερία, με πρωτεύουσα το Δίον και με σημαντικές παράλιες πόλεις, αποικίες πόλεων της Ν. Ελλάδας.
Βοττιαία, με πρωτεύουσα τη Πέλλα, μετέπειτα πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου.
Αλμωπία, η περιοχή βορειοδυτικά της Βοττιαίας. Οι κάτοικοι της περιοχής είναι οι Αλμωπείς.
Μυγδονία, με σημαντικότερες πόλεις την Απολλωνία και τη Θέρμη (στην θέση της οποίας μεταγενέστερα χτίσθηκε η Θεσσαλονίκη από τον Κάσσανδρο Α’).
Κρηστωνία, με πρωτεύουσα τη Κρηστώνα.
     Υπάρχουνε περιοχές της Κάτω Μακεδονίας, που ή αποτελούσαν μέρος άλλης επαρχίας ή διαχωρίστηκαν ιστορικά ή εντάχθηκαν μεταγενέστερα κι είναι:
Αμφαξίτιδα, πρωτοκατοικήθηκε από τους Παίονες αλλά κυριεύθηκε από τη Βοττιαία.
Ανθεμούς, στα δυτικά όρια των σημερινών νομών Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκης. Πρωτεύουσα της Ανθεμούς, ήταν η ομώνυμη πόλη Ανθεμούς. Θεωρείται ότι αποτελούσε μέρος της Μυγδονίας.

7. Χαλκιδική:
 Στη περιοχή της Μακεδονίας υπήρχαν επίσης αποικίες ελληνικών πόλεων της νότιας Ελλάδας, οι οποίες σχημάτισαν ομοσπονδιακά κράτη. Σημαντικότερο ήταν το αποικιακό κράτος της Χαλκιδικής που περιλάμβανε κυρίως αποικίες των Ευβοέων. Οι αποικίες αυτές είχαν σχηματίσει μία ομοσπονδιακή ένωση, το Κοινό των Χαλκιδέων με έδρα την Όλυνθο. Στην ένωση αυτή ενταχθήκανε και πόλεις εκτός Χαλκιδικής όπως οι Ευβοϊκές αποικίες της Πιερίας, Πύδνα και Μεθώνη. Κατακτήθηκε από τον Φίλιππο Β’ κι ενσωματώθηκε στο Μακεδονικό Βασίλειο. Περιοχές της αρχαίας Χαλκιδικής είναι:
Ανθεμούς, ήταν η 1η περιοχή της Χαλκιδικής που εντάχθηκε στο Μακεδονικό Βασίλειο.
Βοττική, καταλαμβάνει τις μεσόγειες εκτάσεις του Τορωναίου Κόλπου. Κυριότερη πόλη της, η αρχαία Ολύνθος. Κάτοικοί της οι Βοττιαίοι που μετανάστευσαν από τη Βοττιαία κι έδωσαν το όνομά τους στη περιοχή που μετοίκησαν. Άλλη σημαντική πόλη είναι η Σπάρτωλος, στην οποία έγινε η Μάχη της Σπάρτωλου μεταξύ των Αθηναίων και του Κοινού των Χαλκιδέων.
Κρούσιδα ή Κρουσσαία, η μεσόγεια περιοχή από τη Ποτίδαια στο Θερμαϊκό Κόλπο μέχρι τη χερσόνησο της Επανωμής.
Ασσήριδα, πιθανή ονομασία για τη μεσόγεια περιοχή του Σιγγιτικού κόλπου. Ονομάστηκε από τη πόλη των Χαλκιδέων Άσσηρα ή Άσσα.
     Οι 3 μικρότερες χερσόνησοι που την αποτελούν είναι:
Παλλήνη ή Κασσανδρεία ή Φλέγρα, η σημερινή χερσόνησος της Κασσάνδρας.
Σιθωνία ή Λογγός, η σημερινή ομώνυμη χερσόνησος.
Άθως ή Ακτή, η σημερινή ομώνυμη χερσόνησος του Άθω που βρίσκεται το Άγιο Όρος.

8. Ανατολική Μακεδονία ή η πέραν του Στρυμόνος Μακεδονία: Θεωρείται περιοχή της Θράκης, μέχρι την κατάκτηση της περιοχής από τον Φίλιππο Β’. Οι περιοχές της είναι:
Σιντική, με πρωτεύουσα την Ηράκλεια.
Οδομαντική, στην οποία κατοικούσαν οι Οδομάντες κι οι Σιροπαίονες. Σημαντικότερη πόλη ήταν οι Σίρρες.
Βισαλτία, με πρωτεύουσα την Άργιλο. Κάτοικοι της περιοχής ήταν οι Βισάλτες. Το βασίλειο είχεν επικρατήσει παλαιότερα σε ολόκληρη τη Χαλκιδική.
Ηδωνίδα, στην οποία κατοικούσαν οι Ηδωνοί. Σημαντικότερες πόλεις ήταν η Αμφίπολη, αποικία των Αθηναίων κι οι Φίλιπποι, που ιδρύθηκε από τον Φίλιππο Β’. Στην Ηδωνίδα ανήκε πιθανόν και το νησί της Θάσου.

________________________
 * Η Αμφικτυονία ήταν οργάνωση αρχαίων ελληνικών Πόλεων, σε ενώσεις με μέλη από πολλές πόλεις, με κέντρο διάφορους ναούς. Υπήρχαν αρκετές Αμφικτυονίες, με πιο γνωστή της Κεντρ. Ελλάδας, με κέντρο τους Δελφούς. Είχαν σκοπό να ρυθμίζουν θέματα που σχετίζονταν με την λειτουργία και την ασφάλειά του. Η λέξη Αμφικτυονία προέρχεται από την λέξη «αμφικτύονας» που σημαίνει «αυτός που κατοικεί τριγύρω, ο γείτονας». Αυτή, με τη σειρά της, προέρχεται από το πρόθεμα «αμφί-» και τη λέξη «κτοίνα» που σημαίνει οικισμός. Κατά μίαν άλλην εκδοχή, η λέξη προέρχεται από τον Αμφικτύονα, τον αδερφό του Έλληνα, αλλ’ αυτή αμφισβητείται.
—————————————

Η ΘΡΗΣΚΕΊΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: Τώρα πια είμαστε εγκατεστημένοι στο χώρο, ξέρουμε πως περίπου ήρθαμε και πλέον ξεκινάμε να ξεσκονίζουμε, ένα-ένα όλα όσα αφορούνε στα της δημιουργημένης περιοχής μας. Ξεκινάμε με τη θρησκεία που επικρατούσε καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας.
     Με τον όρο αρχαία ελληνική θρησκεία εννοείται το σύνολο των δοξασιών και τελετουργικών δρώμενων που τελούνταν στην αρχαία Ελλάδα με τη μορφή λατρευτικών παραδόσεων, ως πρακτικό θεμέλιο και συμπλήρωμα της ελληνικής μυθολογίας. Καθώς μάλιστα διαφέρανε κατά τόπους στον αρχαιοελληνικό κόσμο οι θρησκευτικές πρακτικές, θα μπορούσε πιθανόν ν’ αναφερθεί κανείς σε ελληνικές θρησκείες. Οι λατρευτικές πρακτικές των Ελλήνων εκτείνονταν πέρα από τα όρια της ηπειρωτικής Ελλάδας στα νησιά και τις ακτές της Ιωνίας στη Μ. Ασία, τη Μεγάλη Ελλάδα (Σικελία και Ν. Ιταλία) και στις διασκορπισμένες ελληνικές αποικίες της Δυτ. Μεσογείου όπως η Μασσαλία. Το ελληνικό θρησκευτικό παράδειγμα επηρέασε καθοριστικά και σε μεγάλο βαθμό τις θρησκευτικές πρακτικές των Ετρούσκων κι ιδιαίτερα τις τοπικές, αστικές λατρείες των Ρωμαίων.
     Η ακαδημαϊκή έρευνα υποδεικνύει ότι η πρώιμη ελληνική θρησκεία προήλθε ή επηρεάστηκε σημαντικά από σαμανιστικές πρακτικές των στεππών της κεντρικής Ασίας, διαμέσου της ελληνικής αποικίας της Ολβίας στη Σκυθία, στη βόρεια ακτή της Μαύρης θάλασσας με κατάληξη τις πεδιάδες της Θεσσαλίας. Η πρώιμη παλαιολιθική εποχή στην Ευρώπη, συνδέεται πιθανώς με τη κατοίκηση του ελλαδικού χώρου, με αρχαιότερη αξιόπιστη μαρτυρία το κρανίο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής. Ενδείξεις, ωστόσο, για πιθανές ταφικές πρακτικές και χρήση ώχρας έχουμε πολύ αργότερα, κατά τη μεσολιθική περίοδο ιδιαίτερα από το σπήλαιο Φράγχθι, όπου εκτός των 9 ταφών ανακαλύφθηκαν και 2 καύσεις, χειρόμυλοι με ίχνη ώχρας και πρώιμες προσφορές οστρέων, εν είδει κτερισμάτων. Σε ό,τι αφορά στη μέση και νεότερη νεολιθική εποχή, στον ελλαδικό χώρο η αρχαιολογική μαρτυρία μας δίνει μια εικόνα της άποψης του νεολιθικού ανθρώπου επίσης μέσω των ταφικών εθίμων, που υποδηλώνουνε σεβασμό στους νεκρούς και πίστη στη μεταθανάτια ζωή. Θρησκευτική ερμηνεία σε ευρήματα αυτής της εποχής έχουν επιχειρήσει τόσο η Μαρίγια Γκιμπούτας όσο κι ο Κόλιν Ρένφριου, βασισμένοι στα ευρήματα μιας από κοινού διενεργηθείσας ανασκαφής στην αρχαιολογική θέση Σιταγροί.
     Η μελέτη της μινωικής και μυκηναϊκής θρησκείας, όπως κι η επιβίωσή της στην ιστορική περίοδο του ελληνικού πολιτισμού, διατήρησε παλαιότερα και διατηρεί ακόμα αμείωτο το ενδιαφέρον της ακαδημαϊκής έρευνας. Υφίσταται ευρέως η άποψη ότι η προϊστορική θρησκευτική περίοδος επικεντρωνότανε στη λατρεία μιας παγκόσμιας φυσικής θεάς και του αρσενικού της αντίστοιχου που αναπαριστούσε τον ημερολογιακό κύκλο της φυσικής βλάστησης. Αυτή η λατρεία ήτανε στενά συνδεδεμένη με τον θεοποιημένο Ήλιο, το φορέα του φωτός και της Άνοιξης. Η τοπική ονοματοδοσία κι η διάσπαση του αρχικού αρχετύπου σε κατηγοριοποιημένες ιδιότητες φαίνεται πως απέδωσε διαφορετικές όψεις αυτών των αρχικών θεοτήτων με διαφορετικά ονόματα τα οποία διατηρηθήκανε στην ιστορική περίοδο. Μετά τη καταστροφή των μυκηναϊκών ανακτόρων, γεγονός που επηρέασε σημαντικά τις πολιτισμικές εξελίξεις στον ελλαδικό χώρο φαίνεται πως άλλαξαν κι οι λατρευτικές συνήθειες. Η διακοπή της λατρείας στα ανακτορικά ιερά φαίνεται πως ώθησε προς τη κατεύθυνση νέων υπαίθριων λατρευτικών κέντρων, με παράλληλη ανάπτυξη της ηρωικής λατρείας. Η λατρεία θεοτήτων -γνωστών όπως φαίνεται ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή- τα οποία θα συγκροτήσουν αργότερα το 12άθεο είναι παρούσα σε ιερά όπως αυτά της Αρτέμιδος του Δία, του Απόλλωνα ή Απέλλωνα, της Αθηνάς και του Ποσειδώνα στην Αττική, τη Πελοπόννησο ή τη Σάμο και σε ναούς της μέσης γεωμετρικής περιόδου στην Έφεσο και την Ερέτρια με έντονη αναθηματική δραστηριότητα.
     Κατά την αρχαϊκή εποχή ο Όμηρος κι ο Ησίοδος παίζουνε το ρόλο τους, με τα δημοφιλή επικά τους ποιήματα, στην οριστική συγκρότηση και κάποια τυποποίηση του ελληνικού πανθέου, παρά τις κατά τόπους διαφοροποιήσεις. Η θρησκευτική λατρεία αποκτά ισχυρό αστικό χαρακτήρα σ’ αυτή την εποχή που θεμελιώνονται οι πόλεις-κράτη ως κεντρικοί πολιτειακοί σχηματισμοί: σκοπός της λατρείας είναι η εξασφάλιση της εύνοιας των θεών σε ατομικό αλλά -ιδίως- και σε κοινοτικό επίπεδο. Καθώς έχει διατηρηθεί η μνήμη της αναπαράστασης φυσικών δυνάμεων ως θεοτήτων, οποιαδήποτε κακοτυχία ή φυσική καταστροφή αποδίδεται στην οργή των θεών. Στους τελευταίους οι Έλληνες προσωποποιούσανε τις κοσμικές δυνάμεις που είναι ισχυρότερες από τον Άνθρωπο και “τη δράση των οποίων αναγνώριζαν στον κόσμο, στην κοινωνική ζωή και στην προσωπική ζωή του ατόμου“.
     Αυτή τη περίοδο οριστικοποιούνται κι οι πυρήνες των ελληνικών, μυητικών μυστηριακών λατρειών, όπως του Διονύσου ή της Δήμητρας, οι οποίες αρχικώς έχουν περιθωριακό και μη ελεγχόμενο από το κράτος χαρακτήρα. Εδώ φαίνεται καθαρά η προϊστορική πηγή της ελληνικής λατρείας στην ανάγκη ελέγχου της σοδειάς και της ετήσιας βλάστησης με τη βοήθεια συμπαθητικής μαγείας, με προσπάθεια δηλαδή να ελεγχθεί ο ημερολογιακός ή ο καθημερινός ηλιακός κύκλος μέσω συμβολικής μυθολογικής και τελετουργικής αναπαράστασής του, ή ακόμα και σε σαμανιστικές πρακτικές. Ωστόσο κατά τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. ένα κύμα μυστικισμού, πιθανά καταγόμενο από την Αίγυπτο, σαρώνει τον ελλαδικό χώρο. Η ελληνική φιλοσοφία, που είχε ήδη γεννηθεί στην Ιωνία, το προσεγγίζει κι έτσι εμφανίζεται η πρώιμη μεταφυσική. Ο πυθαγορισμός κι ο ορφισμός αποτελούνε τυπικά δείγματα της εποχής, ενώ γρήγορα τοπικές μυστηριακές λατρείες (όπως τα Ελευσίνια Μυστήρια, τα Μυστήρια του Διονύσου ή τα Καβείρια Μυστήρια. ΣΗΜ: θα τα δούμε παρακάτω) επηρεάζονται σημαντικά από αυτές τις εξελίξεις.
     Κατά τη κλασσικήν εποχή πια οι μυστηριακές λατρείες κι ορισμένες φιλοσοφικές σχολές, όπως ο πυθαγορισμός κι ο πλατωνισμός, προσφέρουνε πλήρες μεταφυσικό κι ηθικό σύστημα καλυμμένο με τους κατάλληλα προσαρμοσμένους μύθους της αρχαϊκής εποχής. Αυτά τα συστήματα ήταν αντιληπτά ως προαιρετικά ιδιωτικά συμπληρώματα της κρατικής κοινοτικής αστικής λατρείας κι επομένως, όσον αφορά στους πολίτες που ήταν μυημένοι σε αυτά, θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για πλήρη θρησκεία. Συνέχιζαν όμως να βρίσκονται στο περιθώριο και να αφορούνε περιορισμένες ομάδες του πληθυσμού, προερχόμενες πιότερο από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Ανάμεσα στ’ άλλα ριζοσπαστικά στοιχεία, ο Πλάτων στρέφει τη προσοχή σ’ έναν ανώτατο υπερβατικό, άρρητο κι άφατο Θεό ο οποίος αποτελεί αιτία της ύπαρξης και λειτουργίας του κόσμου κι η διάνοιά του εκδηλώνεται στο ορατό πεδίο μόνο μέσω των ουρανίων σωμάτων, η τέλεια περιοδική κι αιώνια κίνηση των οποίων παραπέμπει ταυτόχρονα σε θεότητες αλλά και στις πλατωνικές ιδέες. Αυτός ο Ένας Θεός αποτελεί το έσχατο θεμέλιο της μεταφυσικής κι ηθικής κοσμικής τάξης στη σκέψη των περισσότερων φιλοσόφων της περιόδου. Η κοινοτική αστική λατρεία φτάνει σε μιαν ασταθή ισορροπία με αυτές τις νέες, πιο ιδιωτικές θρησκευτικές τάσεις της κλασσικής εποχής χωρίς να λείψουν οι συγκρούσεις (π.χ. η διδασκαλία των σοφιστών κι η εκτέλεση του Σωκράτη από το αθηναϊκό κράτος).
     Για τις νέες λατρευτικές συνήθειες ο Ηρόδοτος στο Β’ βιβλίο Ευτέρπη, μας γνωστοποιεί πως η προέλευσή του όλων των θεών του πανθέου ήταν από τους αρχαίους Αιγύπτιους, όπου ήταν οι 1οι που δημιουργήσανε τα ονόματα των 12 θεών, ιδρύσανε βωμούς, αγάλματα και ναούς προς τιμή τους κι έπειτα τα υιοθέτησαν οι Έλληνες. Ο Ηρόδοτος συνεχίζει λίγο παρακάτω και προσθέτει ότι τα ονόματα όλων το θεοτήτων που προήλθαν ήτανε γνωστά στους Αιγύπτιους από τα βάθη των αιώνων με μόνες εξαιρέσεις, από τα ονόματα του Ποσειδώνα τον οποίο έμαθαν από τους Λίβυους και των Διόσκουρων κι ότι η λατρεία τους εγκαθιδρύθηκε και καθορίστηκε με βάση τους Αιγυπτίους. Εν γένει η ελληνική θρησκεία στον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο υπέστη σημαντικές τροποποιήσεις. Ο διευρυμένος συγκρητισμός (συγκρητισμός=ο συνδυασμός διαφορετικών (συχνά φαινομενικά απλώς διαφορετικών) πίστεων, συνήθως αναμειγνύοντας πρακτικές ποικίλων σχολών σκέψης. Ο συγκρητισμός μπορεί να περιλαμβάνει τη μείξη και αναλογία αρκετών αυθεντικά ξεχωριστών παραδόσεων, ειδικά στη θεολογία και τη μυθολογία της θρησκείας, επιβάλλοντας έτσι μια υποκείμενη ενότητα και επιτρέποντας μια περιεκτική προσέγγιση άλλων δογμάτων. Ο συγκρητισμός συμβαίνει συχνά σε εκφάνσεις της τέχνης και του πολιτισμού (γνωστός ως εκλεκτικισμός) καθώς και στην πολιτική (συγκρητιστική πολιτική). Θρησκευτικός συγκρητισμός υπήρχε επίσης όχι μόνο στην αρχαία Ελλάδα κατά τη μετακλασική εποχή αλλά και στην αρχαία Ρώμη την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου. Αρχική σημασία του όρου, όπως απαντάται στον Πλούταρχο Χαιρωνέα, ήταν ο συνασπισμός των Κρητών εναντίον των ξένων αντιπάλων τους. Θεοδόσης Πελεγρίνης Λεξικό της Φιλοσοφίας γ’ έκδοση Ελληνικά Γράμματα Αθήνα 2005) της εποχής σμιλεύει ιδιόρρυθμα θρησκευτικά αμαλγάματα. Οι περισσότερες μυστηριακές λατρείες πλέον είναι υπό στιβαρό κρατικό έλεγχο (ιδιαιτέρως στις ελληνιστικές μοναρχίες) και, παρά την υποχώρηση του πλατωνισμού, συντηρούνε περιθωριακό κλίμα μυστικισμού. Νέες μυστηριακές θεότητες και λατρείες συνθέτονται ηθελημένα, μέσω εκλεκτισμού ή προσαρμογών σε τοπικά πάνθεα, καθώς είναι φανερή η βαθύτερη ενότητα των μεσογειακών Μυστηρίων μεταξύ τους και με τις μυστικιστικές φιλοσοφικές σχολές. Η τυπολατρική αστική θρησκεία ωστόσο, αναμεμιγμένη πλέον με παρεμφερείς παραδόσεις της Εγγύς Ανατολής, είναι αυτή που εξακολουθεί ν’ αποτελεί τη καρδιά της ελληνικής ευσέβειας.
     Μέχρι τον 1ο αι. π.Χ. όλος ο μεσογειακός κόσμος περιέρχεται στο ρωμαϊκό κράτος, θέτοντας έτσι τέρμα στην ελληνιστική περίοδο. Οι Ρωμαίοι επηρεάζονται βαθύτατα από την ελληνική φιλοσοφική, θρησκευτική και λογοτεχνική παράδοση και, μέσω της interpretatio romana, (Ρωμαϊκή Ερμηνεία), υιοθετούν όλες τις όψεις ελληνικής κουλτούρας παράγοντας τελικό κράμα του ελληνορρωμαϊκού πολιτισμού. Ο τελευταίος επικρατεί καθολικά στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίες μάλιστα είναι συνήθως 2γλωσσες μιλώντας άπταιστα τόσο λατινικά όσο κι ελληνικά και μ’ αυτό τον τρόπο η ελληνική θρησκεία διαδίδεται σ’ όλη την Αυτοκρατορία, από τη Βρεττανία ως τη Συρία κι από τη Μοισία ως τη Μαυριτανία. Όλος ο ζωτικός χώρος του Ελληνισμού (μικρασιατικά παράλια, νότια Βαλκάνια, Μεγάλη Ελλάδα και διάσπαρτες παραλιακές αποικίες ανά τη Μεσόγειο θάλασσα), αλλά κι οι (έστω κι επιφανειακά) εξελληνισμένες επικράτειες των ελληνιστικών μοναρχιών, είναι πλέον ενοποιημένες σ’ ένα κοινό κρατικό και πολιτιστικό μόρφωμα. Στο πλαίσιο του κοινού ελληνορρωμαϊκού πολιτισμού η αστική ελληνική κι η ρωμαϊκή θρησκεία, παρά τις μικροδιαφορές στην ονοματολογία και στο πάνθεον, σχεδόν ταυτίζονται από άποψη λειτουργίας και δοξασιών.
     Σε όλη τη Μεσόγειο διαδίδεται η αντίληψη ότι οι παλαιοί θεοί παραστέκονται συνεχώς στους ανθρώπους, αποστέλλοντας τους προγνωστικά όνειρα, χρησμούς στα μαντεία ή θεραπείες από ασθένειες, αρκεί αυτοί να σέβονται τις παραδοσιακές λατρευτικές τελετουργίες και συνήθειες προκειμένου να κερδίζουνε την εύνοια τους. Έτσι λοιπόν επικρατεί ένα συντηρητικό θρησκευτικό κλίμα, στραμμένο στα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμα κάθε πόλης, σύμφωνα με τις τυπολατρικές ελληνικές πρακτικές που ξαπλωθήκανε κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή σε Ανατολή και Δύση. Ο καθένας ωστόσο, από τη στιγμή που εκπλήρωνε τα τελετουργικά του καθήκοντα που εξασφαλίζανε την επιμέλεια των θεών (θυσίες, προσφορές, τελετές), ήταν ελεύθερος να λατρεύει όποια επιμέρους μεσογειακή ή ανατολική θεότητα προτιμούσε, αφού τόσο το ελληνορρωμαϊκό πάνθεον όσο κι ο Όσιρις, ο Άδωνις, ο Άττις, ο Σέραπις ή άλλες θεότητες μυστηριακών λατρειών θεωρούνταν περιστασιακές, κατώτερες κι ισοδύναμες ενσαρκώσεις του Ενός Ύψιστου Θεού, της υπερβατικής κι υπερκόσμιας οντότητας των Μυστηρίων και του Πλάτωνα που κυβερνούσε τα πάντα. Μία πλειάδα τέτοιων κατώτερων θεοτήτων έμοιαζε απαραίτητη ως δύναμη μεσολάβησης μεταξύ του άφατου Ενός Θεού, απρόσιτου κατασκευαστή του Σύμπαντος, και των ανθρώπων.
     Αυτές οι αντιλήψεις συντηρούσανε στους κινούντες τη δημόσια ζωή πολίτες ένα αίσθημα ενότητας, ασφάλειας και συμμετοχής στον «καλλίτερο δυνατό κόσμο» για τον οποίον προνοούσαν οι παμπάλαιοι θεοί· κατ’ αυτό τον τρόπο η επίσημη τυπολατρική θρησκευτική πρακτική διατηρούσε τη κοινωνική συνοχή και το κοινωνικοπολιτικό status quo, ενώ βαθύτερο φιλοσοφικό περιεχόμενο μπορούσε έκαστος, ιδιωτικά και προαιρετικά, ν’ ανακαλύψει στις συμπληρωματικές μυστικιστικές πρακτικές των Μυστηρίων και στη συναφή διδασκαλία των Ελλήνων φιλοσόφων. Έτσι η αστική λατρευτική θρησκεία, οι μυστηριακές λατρείες κι η φιλοσοφία αποτελούσαν ένα σύστημα 3 αλληλένδετων πυλώνων διανοητικής καλλιέργειας και συμμετοχής στον ελληνορρωμαϊκό πολιτισμό. Η τυπική θρησκευτική λατρεία των νεκρών ηγετών της Αυτοκρατορίας και της ίδιας της Ρώμης, πολιτική τακτική πολιτισμικής ομογενοποίησης που ‘μοιαζε πιότερο με όρκο πίστης και διαδόθηκε από τη περίοδο του Αυγούστου, συμπλήρωνε την εικόνα του κλίματος της εποχής.
     Όμως ήδη από τους ύστερους ρεπουμπλικανικούς χρόνους οι μυστηριακές λατρείες, οι μυστικιστικές φιλοσοφικές σχολές που δίναν έμφαση στη μεταφυσική, η ελληνιστική μαγεία, η διάχυτη δεισιδαιμονία και κάθε τύπος συστηματοποιημένης γνώσης ή πρακτικής που υποσχότανε στις κατώτερες και μεσαίες κοινωνικές τάξεις του ρωμαϊκού κράτους απόδραση από τη δυσάρεστη καθημερινή πραγματικότητα ή εύκολη χειραγώγηση της με σκοπό το ατομικό όφελος, περιθωριακά ή ελιτιστικά φαινόμενα σε περασμένες εποχές, γίνονταν όλο και πιο δημοφιλή παρά τις κατά καιρούς εκκαθαριστικές αστυνομικές επιχειρήσεις που στοχεύανε στην εκμηδένιση ταραχοποιών κι ανατρεπτικών στοιχείων. Οι λόγοι ήταν πολλοί. Η κοσμοπολίτικη, «οικουμενική» ατμόσφαιρα που ‘χεν επικρατήσει στην αυστηρώς ταξικά ιεραρχημένη Αυτοκρατορία των Αντωνίνων, εις διεθνισμός που αποτελούσε κληρονομιά της ελληνιστικής περιόδου και τώρα είχε γιγαντωθεί προκαλούσε στις μετακινούμενες κι ημιμαθείς μικροαστικές τάξεις αισθήματα αλλοτρίωσης, αποξένωσης και μοναξιάς. Ο κόσμος φαινόταν σκληρός κι απρόσωπος ενώ από την ανθρώπινη ζωή έμοιαζε να λείπει νόημα. Στην αναπτυγμένη ρωμαϊκή Ανατολή έμποροι και τεχνίτες μετακινούνταν άνετα για επαγγελματικούς λόγους από τη Συρία ως τη Γαλατία μιλώντας μόνον ελληνικά και νιώθοντας αποκομμένοι από τον τόπο τους και τις παραδόσεις του, ενώ οι ευκατάστατες ολιγαρχίες κάθε πόλης παραμένανε πεισματικά κι επιδεικτικά προσκολλημένες σε αναχρονιστικούς τοπικούς κώδικες, τελετουργίες κι έθιμα που στόχευαν στην ικανοποίηση της αυταρέσκειας της εγχώριας ελίτ.
     Η φιλοσοφία κι η κλασσική ελληνορρωμαϊκή παιδεία ήταν άτυπα «απαγορευμένη» για τη μεσαία τάξη και φυσικά για τη κατώτερη, λόγω της στάσης της ρωμαϊκής αριστοκρατίας που απ’ το 2ον αι. μ. Χ. όρθωνε γύρω της αδιαπέραστα τείχη εγκαταλείποντας τη κοινή ελληνική γλώσσα προς όφελος του αρχαϊκού αττικού ιδιώματος της 2ης Σοφιστικής, καθιστώντας έτσι απροσπέλαστη την ελληνορρωμαϊκή φιλοσοφική και λογοτεχνική παράδοση για το ευρύ κοινό. Μη βρίσκοντας στηρίγματα ούτε στη λατρεία του κράτους ή στην επίσημη τυπολατρική ελληνική θρησκεία που είχε συντηρητικό, τοπικιστικό κι απαρχαιωμένο χαρακτήρα, όσοι νιώθανε ξένο τον κόσμο που τους περιέβαλλε αγκάλιασαν ευρύτερα την ελληνιστική μαγεία και μαντεία, καθώς και τις φιλοσοφικές μυστηριακές λατρείες της ανατολικής Μεσογείου οι οποίες κήρυτταν την αρετή, τη καθολική αγάπη και την ισότητα των ανθρώπων. Πλέον το ζητούμενο δεν ήταν η εύνοια των γεωγραφικά κατακερματισμένων κατώτερων θεοτήτων του ελληνορρωμαϊκού πανθέου αλλά η ενεργητική χειραγώγηση της φύσης ή του πεπρωμένου κι η άμεση, μυστικιστική επαφή με τον παγκόσμιο Έναν κι Άφατο Θεό του Πλάτωνα, τη μόνη δύναμη που μπορούσε να οπλίσει με ψυχικό σθένος τους αλλοτριωμένους, αποστασιοποιημένους από τον κόσμο πολίτες της Αυτοκρατορίας. Έτσι άρχισε να διαμορφώνεται μία, απροσδιόριστη ακόμα, απαίτηση για κάποια «παγκόσμια», κοινή μυστηριακή θρησκεία που θα διαγράφει τις τοπικές ιδιαιτερότητες και θα συνεπικουρείται από νομοθετικό, διοικητικό και λατρευτικό σύστημα, κοινά για όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που θα υπερκαλύπτουνε τις κατά τόπους αστικές παραδόσεις υπονομεύοντας την ισχύ των τοπικών ολιγαρχιών, ελίτ κι ιερατείων προς όφελος του υπερκείμενου «παγκόσμιου» ρωμαϊκού κράτους.
     Στον πυρήνα όλων αυτών των νέων τάσεων της λαϊκής διανόησης, όπως και των παλαιότερων μυστηριακών λατρειών, κρυβόταν η πλατωνική ιδέα του αιώνιου κι ασώματου πνεύματος, καμωμένου από θεϊκήν ουσία, που ήτανε παγιδευμένο στην ανθρώπινη σάρκα και περίμενε ν’ ανακαλυφθεί. Ως παρενέργεια η σάρκα, η ύλη κι η φύση άρχισαν να θεωρούνται βδελυρού και ποταπού χαρακτήρα ή έστω αμετάκλητα απομακρυσμένες από τον αγαθό παγκόσμιο Θεό, σύμφωνα με έναν ακραίο πλατωνισμό που ταίριαζε στη καθημερινή κακοδαιμονία που βίωναν οι κατώτερες, ακόμα κι οι μεσαίες, κοινωνικές τάξεις της εποχής. Έτσι οι διδασκαλίες των μεσογειακών Μυστηρίων και των πλατωνικών φιλοσόφων, εμποτισμένες με πιο λαϊκό και πιο δεισιδαίμονα χαρακτήρα, ριζοσπαστικοποιούνται και ριζώνουνε στο ευρύ κοινό όσο ποτέ άλλοτε. Οι περισσότεροι πολίτες τοποθέτησαν τις ελπίδες τους για το μέλλον στην αιώνια, μεταθανάτια ζωή του άφθαρτου πνεύματος τους, ενώ αποβλέπανε στη λύτρωση, τη σωτηρία ή τη φώτιση της ψυχής τους μέσω ενός κατάλληλου, ευσεβούς ή ασκητικού, επίγειου βίου. Η περιορισμένη ανεξιθρησκία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ανεχόταν οποιαδήποτε λατρεία δεν αμφισβητούσε ευθέως το κατεστημένο και την επίσημη κουλτούρα, υποβοήθησε την εξάπλωση αυτών των αντιλήψεων.
     Οι εν λόγω θρησκευτικές εξελίξεις ήταν εν μέρει απόρροια της σταδιακής αντικατάστασης στη συνείδηση των κατώτερων κοινωνικών τάξεων του εμπειρισμού και της πραγματιστικής αριστοτελικής σκέψης από τη μαγεία, τη μαντεία και τη δεισιδαιμονία, ανεξαρτήτως από το παλαιότερο θρησκευτικό τους υπόβαθρο, μίας τάσης που είχεν ήδη διαφανεί από τη πρώιμη ελληνιστική εποχή. Η Αίγυπτος των Πτολεμαίων αποτέλεσε πραγματικό καμίνι συγκρητισμού όπου ετερογενή αλλά παρεμφερή ρεύματα γνώσης σφυρηλατηθήκανε σε συνεκτικό κράμα κι η μαγεία συστηματοποιήθηκε σ’ εφαρμοσμένη επιστήμη, που μπορούσε να διδαχθεί και να συμβαδίζει με τη φυσική φιλοσοφία. Η διάδοση αυτών των αντιλήψεων υποβοήθησε την εξάπλωση πιο δεισιδαιμονικής εκδοχής των μυστηριακών λατρειών που έδινε έμφαση στις τελετουργίες, κοινό χαρακτηριστικό τόσο της θρησκείας όσο και της μαγείας. Επί Αντωνίνων ακόμη κι ο ορθολογισμός, που σε παλαιότερες εποχές επαινέθηκε από τις πυθαγόρειες και πλατωνικές διδασκαλίες, υποχωρεί ως γνωσιολογική μέθοδος προς όφελος της εκστατικής αποκάλυψης· γεγονός που ανακλάται τόσο στις θρησκευτικές όσο και στις φιλοσοφικές εξελίξεις.
     Όλες οι ανωτέρω τάσεις μετά το 2ο αι. τείνουν από περιθωριακές να γίνουνε κανόνας στη ρωμαϊκή κοινωνία. Η σοβαρή κρίση του ρωμαϊκού κράτους σ’ όλους τους τομείς κατά τα μέσα του 3ου αι. επιτείνει τη κατάσταση καθώς η αστική ελληνορρωμαϊκή θρησκεία, χτυπημένη από την υποχρηματοδότηση των ναών και των τελετουργιών αλλά κι από την εξάπλωση μυστηριακών υποκατάστατων, υποχωρεί σημαντικά. Από την κρίση αυτή περισσότερο επωφελείται ο χριστιανισμός με το συγκεντρωτικό, άκαμπτα οργανωμένο, αποτελεσματικό κι ευέλικτο ιερατείο του, την Εκκλησία. Ο χριστιανισμός διαδίδεται ευρύτατα στις μεσαίες αστικές τάξεις, καλύπτοντας το κενό που άφησε η υποχώρηση της τυπολατρικής ελληνορρωμαϊκής θρησκείας κι η Εκκλησία αρχίζει να αποκτά πολιτική ισχύ κι αυξανόμενους πόρους. Την ίδια στιγμή όμως στην Αλεξάνδρεια εμφανίζεται ένα καινούργιο φιλοσοφικό κίνημα, ο νεοπλατωνισμός. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος του, ο Πλωτίνος, επανερμήνευσε τον Πλάτωνα μονιστικά (μονισμός ή ενισμός είναι η θεωρία που ανάγει τη ποικιλία του κόσμου σε μία ενότητα μέσω του πνεύματος. Ο μονισμός δέχεται μια μόνον αρχή των όντων κι αντιτίθεται απόλυτα στο δυϊσμό ή στις θεωρίες “περί πολλών ουσιών”. Υποστηρίζει δηλαδή τη μοναδικότητα της πραγματικότητας και την ύπαρξη μιας μόνο ουσίας στο σύμπαν. Έτσι, μονιστές π.χ. ήταν οι Ίωνες φιλόσοφοι οι οποίοι έκαναν αναγωγή όλων των πραγμάτων σε μια α’ ύλη, ο Θαλής ο Μιλήσιος στο νερό, ο Αναξιμένης στον αέρα, ο Ηράκλειτος στη φωτιά. Οι 2 σημαντικότερες κατηγορίες του μονισμού, είναι ο υλισμός κι ο ιδεαλισμός. Για τον 1ο, μοναδική ουσία του σύμπαντος είναι η ύλη, ενώ για το 2ο το πνεύμα. Ο ερμηνευτικός μονισμός επιχειρεί την ερμηνεία μιας σειράς φαινομένων με αναγωγή τους σε μια αρχή, σ’ ένα και μόνο παράγοντα. Παρ’ όλα αυτά η πλουραλιστική θεώρηση κι ερμηνεία των φαινομένων θεωρείται από πολλούς πιο σωστή κι αντικειμενική. Ο αξιολογικός μονισμός έγκειται στη μονομερή κατάφαση μιας και μόνης αξίας και στη παραγνώριση των άλλων (π.χ. αποδοχή μόνο της θρησκευτικής ή μόνο της αισθητικής αξίαςΑντίθετες προς το μονισμό θεωρίες είναι η διαρχία κι ο πλουραλισμός) και πανενθεϊστικά, ενώ υπήρξε υπέρμαχος του μυστικισμού και της ατομικής βύθισης, μέσω του διαλογισμού και της ενδοσκόπησης, στην ενιαία θεία δύναμη, τον αιώνιο κόσμο των ιδεών. Έτσι πρόσφερε λυτρωτική φιλοσοφία που δεχότανε τη δυνατότητα ανύψωσης του ανθρώπινου πνεύματος στο τέλειο, πλήρη διδασκαλία που συνταίριαζε την ελληνική φιλοσοφία με τη τυπολατρική ελληνορρωμαϊκή λατρευτική παράδοση, ερμηνευμένη εκ νέου μέσω αφαιρετικών σχημάτων και μεταφορών και με τις μυστηριακές θρησκείες της Ανατολής.
     Ο νεοπλατωνισμός αποτέλεσε πολύτιμη γέφυρα μεταξύ του ριζοσπαστικού ρεύματος της λαϊκής διανόησης, που εξαπλώθηκε ευρύτατα κατά τον 3ο αι. και της φιλοσοφικής παιδείας των καλλιεργημένων αστών κι αριστοκρατών, τη στιγμή που τα περισσότερα παρεμφερή φιλοσοφικά και θρησκευτικά κινήματα υπόσχονταν στις κατώτερες τάξεις σωτηρία δίχως ανάγκη μελέτης της κλασσικής ελληνορρωμαϊκής παιδείας. Υπήρξε το μαχητικό προπύργιο της συντηρητικής αριστοκρατίας σε μεταφυσικές διαμάχες με το γνωστικισμό, το χριστιανισμό και κάθε διανοητικό ρεύμα ή μυστηριακή λατρεία που απαρνιότανε τη μακρόβια ελληνορρωμαϊκή παράδοση ή υιοθετούσε τη ζοφερή, απορριπτική ζωροαστρική οπτική απέναντι στην ύλη, θεωρώντας τη βδελυρή και ταυτίζοντας τη με το Κακό, οπτική που δε συμφωνούσε με τις τυπικές ελληνικές πρακτικές αλλά έβρισκε απήχηση στα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα. Ως φιλοσοφικό κίνημα άκμασε στην Αλεξάνδρεια όπου γεννήθηκε αλλά, ακόμα περισσότερο, στην Ιταλία και την Ελλάδα, καθώς εκεί συνάντησε καθολική αποδοχή ως σύγχρονη μετεξέλιξη της κλασσικής πλατωνικής φιλοσοφίας και της ελληνικής λατρευτικής θρησκείας, μίας ζωντανής παράδοσης με γερές ρίζες αιώνων στις εν λόγω περιοχές. Ως τις αρχές του 4ου αι. ο νεοπλατωνισμός σχεδόν ταυτίστηκε με τον Ελληνισμό καθώς αυτός ήτανε που ανέλαβε να υπερασπίσει το ελληνορρωμαϊκό πάνθεον και την ελληνική φιλοσοφία και παιδεία από διανοητικά ρεύματα που είτε απέρριπταν (όπως ο χριστιανισμός) είτε υποκαθιστούσαν (όπως ο γνωστικισμός) την ελληνορρωμαϊκή παράδοση, ρεύματα που η συντηρητική αριστοκρατία αποδοκίμαζε ως βαρβαρικά. Κυριολεκτικά η αρχαία ελληνική θρησκεία συσπειρώθηκε γύρω από τον νεοπλατωνισμό, σε μία εποχή που ο διαδεδομένος χριστιανισμός, για διάφορους λόγους, άρχιζε να κερδίζει τη προτίμηση των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων ως ενοποιητικός μηχανισμός του απέραντου κράτους τους.

ΑΘΕΪΣΜΌΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: Ε ναι σίγουρα θα κρατούσε κι αυτός ένα πόστο κι είναι άξιο να μνημονευτεί, γι’ αυτό προχωράμε με αυτό. Ο αθεϊσμός στην Αρχαία Ελλάδα γίνεται εμφανής στο 2ο μισό του 5ου αι. π.Χ. Όπως κι οι ρίζες της δυτικής Φιλοσοφίας, έτσι και της αθεΐας, βρίσκονται στην Αρχαία Ελλάδα του 6ους αι. ΠΚΕ. Στον ελληνικό κόσμο, εμφανίστηκε το φαινόμενο της αθεΐας σε όλη του τη ποικιλία. Ωστόσο η λέξη έπαιρνε πολλές σημασίες: από τον πολέμιο κι ενάντιο των παραδοσιακών θεών ως τον πιστό μιας άλλης θρησκείας. Τα προσωκρατικά φιλοσοφικά ρεύματα, προσέγγισαν την αλήθεια από ορθολογιστική σκοπιά. Ωστόσο συνέχεαν τη φύση με τη θεότητα, αποδίδοντας μεγάλη σημασία στη 1η, ώστε ο πυρήνας του πανθεϊσμού τους να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την αθεΐα. Πολύ εύκολα η θεωρία τους μπορούσε να εκτραπεί προς τον φυσιοκρατικό υλισμό. Πυρήνας της σκέψης τους ήτανε πως υπάρχει μια ουσιαστική κι ακατάληπτη πραγματικότητα, η ύλη, που οι απλές μεταστοιχειώσεις της είναι τα όντα. Ο Θαλής θεωρούσε πως η πραγματικότητα ήτανε το νερό, ο Αναξιμένης ο αέρας, ο Ηράκλειτος η φωτιά κι άλλοι η Γη. Αυτή η υλοζωική άποψη θεωρείται η αφετηρία του υλισμού. Η ανάπτυξη της αθεΐας στην Αρχαία Ελλάδα φαίνεται να σχετίζεται με την ύπαρξη πολλών αυτόνομων πόλεων και την απουσία μιας κοινά αποδεκτής ηθικής αρχής που να περιορίζει τη σκέψη όσον αφορά τις θεότητες.
     Η κλίση των προσωκρατικών φιλοσοφικών ρευμάτων ήταν καταφανέστατα προς την αθεΐα. Ο Αναξίμανδρος ο Μιλήσιος αναφέρει πως η υλική αιτία και το πρώτο στοιχείο των πραγμάτων είναι το άπειρον (δηλαδή το ακαθόριστο, το αρχικό χάος) και μάλιστα ισχυριζόταν πως αυτή η ουσία δεν ήταν κάποιο από τα στοιχεία που μπορούμε να παρατηρήσουμε (νερό, φωτιά, άνεμος). Ο Ξενοφάνης ο Κολωφώνιος τον 6ο αι. ΠΚΕ άσκησε κριτική στον ανθρωπομορφισμό της θρησκείας (δήλωνε πως «αν τα άλογα και τα βόδια είχανε τα χέρια και μπορούσαν να ζωγραφίσουν οι θεοί τους θα ‘έμοιαζαν πολύ με άλογα και βόδια»). Ο Ξενοφάνης υποστήριζε πως υπήρχε ένα Ον αιώνιο, το οποίο είναι αδιαχώριστο από την ύλη. Σύμφωνα με τον Ξενοφάνη «0 άνθρωπος αγνοεί και θα αγνοεί την αλήθεια σχετικά με τους θεούς».
     Ο Αναξαγόρας, τον 5ο αι. ΠΚΕ, ισχυριζότανε πως ο Ήλιος ήτανε πύρινη μάζα μεγαλύτερη απ’ τη Πελοπόννησο, μια ιδέα που κρίθηκε ως αθεϊστική την εποχή του. Ο Αναξαγόρας μόλις είχε αποκαθηλώσει τον Ήλιο, τον οποίο οι Αθηναίοι πίστευαν για θεό. O Ηράκλειτος πίστευε σ’ έν ημιαυτόνομο σύμπαν που σβήνει κι ανάβει εις το διηνεκές. Την ίδια εποχή, ο Παρμενίδης δίδασκε πως ο κόσμος αυτός, ανεξαρτήτως αν αποκληθεί θεός ή μη, παραμένει η μόνη πραγματικότητα. Ο Claude Tresmontant τον χαρακτήρισε ως τον πατέρα του υλισμού και των υλιστών «…εφόσον πρεσβεύει πως ο φυσικός κόσμος είναι το απόλυτο ον». Την ίδια εποχή, ο Σικελός Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος υποστήριζε πως υπάρχει ένας αιώνιος άπλαστος κόσμος, εντός του οποίου δεν χάνεται τίποτα και δεν δημιουργείται τίποτα αλλά πως πάντα μετασχηματίζονται. Σύμφωνα με τον Εμπεδοκλή, οι θεοί δεν ήταν παρά μυθικές προσωποποιήσεις των στοιχείων που συνέθεταν τον κόσμο. Οι 1ες πλήρως υλιστικές θεωρίες, εμφανίστηκαν από τους ατομιστές Λεύκιππο και τον μαθητή του, Δημόκριτο τον 5ο αι. ΠΚΕ. Προσπάθησαν να εξηγήσουνε τη δημιουργία του κόσμου μες από τη κίνηση του ατόμου σε ένα άπειρο σύμπαν κι είναι αδιαίρετο, πλήρες, υλικό και πάρα πολύ μικρό. Τα άτομα αυτά συνδυάζονται και διαμορφώνουν όλα τα σώματα του κόσμου, αδρανή κι έμβια -ακόμη και τον άνθρωπο, το σώμα του οποίου είναι απλώς μια πολυπλοκότερη δομή ύλης.
     Τον 5ο αι. η αντιπαράθεση ανάμεσα στην υλιστική αθεΐα και την ελληνική θρησκευτική παράδοση, αυξήθηκε απότομα. Βασική αιτία αποτέλεσε ο 30ετής πόλεμος όπου η πόλη-κράτος αγκιστρωνότανε σ’ οτιδήποτε ενσάρκωνε την ενότητα της. Οι θεοί της, δεν ήτανε πλέον απαλή πίστη, αλλά συνεκτικό στοιχείο. Οι θεωρίες των φιλοσόφων, άκρως ατομικιστικές κι οικουμενικές δεν μπορούσαν να αποτελέσουν πατριωτικό συνδετικό υλικό. Ο αμφισβητίας των θεών γινόταν προδότης και διάβρωνε τη φιλοπατρία των νέων. Επίσης, ιδεαλιστές φιλόσοφοι- κυρίως ο Πλάτωνας- συνέδεσε τον αθεϊσμό με την ανηθικότητα. Νομικό έρεισμα για τις διώξεις όσων μπορούσαν να κατηγορηθούνε για αθεϊσμό, αποτέλεσε το ψήφισμα του 432 ΠΚΕ, με εισηγητή τον Διοπείθη, στην Αθήνα. Το ψήφισμα προέβλεπε την υποχρεωτική δίωξη όσων δεν πιστεύουνε στους αναγνωρισμένους θεούς της πολιτείας. O Διοπείθης, που ήταν μάντης, δρούσε υπερασπιζόμενος τα συντεχνιακά συμφέροντα του ιερατείου καθώς οι ορθολογιστικές εξηγήσεις και φιλοσοφία, υπονομεύανε την αξιοπιστία των μάντεων, που αποδίδανε τα φαινόμενα στους Θεούς.
     Η επίθεση του Πλάτωνα στην αθεΐα, ήτανε καταλυτική. Ξεκίνησε διαπιστώνοντας πως η αθεϊα είναι κοινή πεποίθηση και χώρισε τους άθεους σε 3 κατηγορίες: αυτούς που δεν πιστεύουν πως υπάρχουν θεοί, αυτοί που πιστεύουν πως οι θεοί δεν νοιάζονται για τα ανθρώπινα πράγματα κι αυτοί που προσπαθούν να ξεγελάσουνε τους θεούς με θυσίες. Κάλεσε τους άθεους ν’ αποδείξουν ότι υπάρχουν θεοί, και συνέδεσε την αθεΐα με την ανηθικότητα και τον αντιπατριωτισμό. Απορρίπτανε τους θεούς, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, επειδή ήταν «ανίκανοι να υποτάξουν την ηδονή και τα πάθη τους» Ο Πλάτων ανέπτυξε μια ριζικά δυϊστική αντίληψη της πραγματικότητας (η ανθρώπινη ψυχή προηγείται του σώματος και συνδέεται με την ψυχή του κόσμου, δηλαδή την ψυχή των θεών). Άρα οι άθεοι, αρνούνται την ύπαρξη του ευγενέστερου ήμισυ της πραγματικότητας, αποδεχόμενοι μόνο την ύλη. Έκτοτε, άλλαξε ο τρόπος αντιμετώπισης της αθεΐας-μέχρι τότε τη θεωρούσανε στη χειρότερη περίπτωση ως σφάλμα. Από τούδε και στο εξής, ήτανε τεκμηρίωση κακοπιστίας κι ηθικής ευτέλειας, κοινωνικά αποδομητική. Ο Πλάτων πρότεινε κι αυτός διάφορες ποινές για πάταξη της αθεΐας, ανάλογα με το είδος της. Οι πολίτες επίσης, θα έπρεπε να καταδικάσουνε τους άθεους κι όποιος δεν το έπραττε θα θεωρείτο κι αυτός ασεβής.
     Με βάση το ψήφισμα του Διοπείδη, καταδικάστηκε ο Πρωταγόρας ο οποίος συνέθεσε περί τα 415 ΠΚΕ την πραγματεία «περί Θεών» από την οποία διασώζεται μόνο η 1η πρόταση:«Ως προς τους θεούς, είναι αδύνατο να γνωρίζω αν υπάρχουν ή όχι, ή ποια είναι η μορφή τους· τα στοιχεία που εμποδίζουν τη γνώση μου είναι πολλά, όπως η ασάφεια του ζητήματος και η συντομία του ανθρώπινου βίου» Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο τα βιβλία του παραδόθηκαν στη πυρά κάτι που συνιστά το πρώτο auto-da-fé (άουτο ντα φε, –πράξη πίστης-, θάνατος στη πυρά, θανάτωση στη πυρά, πράξη καταστροφής διά της πυράς, η τιμωρία που επέβαλε η Ιερά Εξέταση) της ιστορίας της Δύσης. Ο Αναξαγόρας καταδικάστηκε, αν κι η ποινή του δεν είναι γνωστή. Ο Περικλής πάντως, επενέβη υπέρ του και τονε προστάτεψε, όπως είχε κι άλλους «ασεβείς» στο παρελθόν. Πέραν από τον Πρωταγόρα, ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος που ‘χε διακριθεί στη μελέτη της μετεωρολογίας κι αστρολογίας, εξηγούσε με ορθολογιστικά κριτήρια τα φυσικά φαινόμενα. Το κείμενο της τελικής ποινής παραμένει άγνωστο, αναφέρονται όμως η φυλάκιση, ο οστρακισμός και ο θάνατος. Παρενέβη ο Περικλής υπέρ του.
     Άλλη λαμπρή προσωπικότητα η οποία καταδικάστηκε σε θάνατο για αθεΐα, ήταν ο Σωκράτης. Οι θεολογικές απόψεις του Σωκράτη πάντως αμφισβητούνται. Ο συντηρητικός κωμικός Αριστοφάνης τον παρουσίαζε ως άθεο ενώ ο Ξενοφάνης ως αρκετά θρησκευόμενο. Ο Πλάτων τονε παρουσιάζει σαν μυστικιστή. Ο ίδιος είχε δηλώσει στον Κρατύλο και τον Φαίδρο ότι δεν μπορεί ν’ αποφανθεί σχετικά με τους μύθους και θεούς. Ο Σωκράτης κατηγορήθηκε επίσης, ότι προσφεύγει στις φυσικές επιστήμες για να διερευνήσει τα μυστικά της φύσης, αν κι οι υποστηρικτές του αρνούνται τις κατηγορίες. Ο Διαγόρας, καταδικάστηκε τον ίδιο χρόνο με τον Πρωταγόρα, το 415 ΠΚΕ. Αν κι είχε ξεκινήσει έντονα θρησκευόμενος, μετά έγινε άθεος. Μαθήτευσε στο Δημόκριτο και πείσθηκε πως η θρησκευτική πίστη αποτελεί τη συνέπεια του ανθρώπινου τρόμου μπροστά στα φυσικά φαινόμενα. Μια άλλη εκδοχή, είναι ότι ο Διαγόρας έχασε τη πίστη του όταν ένας μαθητής του, του έγραψε ένα παιάνα και μετά ευτύχισε. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε θεία δίκη ή πρόνοια (που παραπέμπει στο πρόβλημα του κακού) έκανε το Διαγόρα να στραφεί στην αθεϊα. Ο Διαγόρας γελοιοποίησε δημόσια το Θεό Διονύσιο, γελοιοποίησε τα Ελευσίνια Μυστήρια κι επικηρύχθηκε για να συλληφθεί νεκρός ή ζωντανός. Ίχνη από δίκες για αθεϊσμό σώζονται και για το Διογένη τον Απολλωνιάτη, που θεωρούσε τους μύθους και τις θρησκείες ως αλληγορίες και τίποτα περισσότερο. Ο Στίλπων από τα Μέγαρα πάλι απέφευγε ν’ απαντήσει δημόσια περί των θεών ενώ περιγελούσε τον ανθρωπομορφισμό των παραδοσιακών θεών. Ο Θεόδωρος ο Άθεος, από τη Κυρήνη (σήμερα Λιβύη) θεωρείται τυπικό παράδειγμα άθεου. Πρεσβεύει ότι ο σοφός είναι υπεράνω της συνηθισμένης ηθικής, υπεράνω πατρίδας και θρησκείας. Δικάστηκε από τον Άρειο Πάγο κι εξορίστηκε. Φαίνεται ωστόσο πως αυτές οι διώξεις είχαν μάλλον πολιτικό χαρακτήρα, καθώς υπήρχαν ονομαστοί άθεοι, οι οποίοι δεν διώχθηκαν ποτέ, όπως ο Ίππων ο Ρηγίνος κι ο φιλόσοφος του ύστερου 5ου αί. Αριστόδημος, ο οποίος συνήθιζε να χλευάζει τους πιστούς.
     Τον 5ο αι. ΠΚΕ, οι σοφιστές άρχισαν να αμφισβητούν αρκετές παραδοσιακές θεωρίες της ελληνικής κουλτούρας. Ο Πρόδικος ο Κείος θεωρείται ότι ισχυρίστηκε πως ο άνθρωπος επινόησε τις θεότητες, από ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που του παρείχε η φύση. O Πρόδικος εισηγήθηκε μια θεωρία 3 σταδίων για τις απαρχές του πολυθεϊσμού. Αρχικά, ο πρωτόγονος άνθρωπος αποκαλούσε τα φρούτα, τους ποταμούς και γενικά τα πράγματα από τα οποία ήταν εξαρτημένος, ως θεούς. Μετά, οι άνθρωποι που επινοήσανε πως να μεγιστοποιούν τα οφέλη από αυτές τις α’ ύλες, ονομάστηκαν θεοί. Ο Πρόδικος εντόπιζε την έναρξη της θρησκείας στη γεωργία για την οποία η Αθήνα παινευόταν ότι αυτή την επινόησε. Ο Πρωταγόρας, από τα Άβδηρα της Θράκης, δήλωσε: «Για τους θεούς δε μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: η αδηλότητα των θεών και η βραχύτητα του ανθρωπίνου βίου». Ο Ευρυπίδης στο έργο του Βελλεροφώντης έγραφε «μερικοί λένε πως υπάρχουν θεοί από πάνω μας; Δεν υπάρχουν, όχι δεν υπάρχουν μη σε ξεγελάνε, μην αφήσεις τους παλιούς μύθους να σε παραπλανήσουν». Ο σκεπτικισμός του φαίνεται κι από φράσεις όπως «οι θεοί, όποιοι κι αν είναι οι θεοί» ή «ο Ζεύς, όποιος κι αν είναι ο Ζεύς». Υπάρχουν αναφορές ότι δικάστηκε για αθεΐα, αλλά δεν είναι βέβαιο.
     Ο Αριστοφάνης συνέβαλε επίσης στην υποβάθμιση των θείων. Ο Θρασύμαχος αρνήθηκε τη θεία πρόνοια. Οι Στωικοί θεωρούνε πως οι θεοί είναι αρχαίοι επιφανείς άνδρες που θεοποιήθηκαν. Ο Περσεύς ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι μάλλον λάτρευαν ό,τι τους ήταν χρήσιμο. Ο Κριτίας παρουσιάζει το Σίσυφο να λέει πως οι θεοί επινοήθηκαν από κάποιο “άνδρα ικανότατο” ως εγγυητές της αρετής εξ αιτίας του φόβου της τιμωρίας. Μάλιστα, ισχυρίζεται σε απόσπασμα, που αρκετοί αμφισβήτησαν τη γνησιότητα του, πως «οι θεοί είναι αδύνατο να υπάρχουν, έτσι όπως τους υποθέτουν αρκετοί». Ο Ευήμερος ο Μεσσήνιος πίστευε πως οι Θεοί ήτανε παλιοί βασιλιάδες, που μετά το θάνατο τους θεοποιήθηκαν μες από τους μύθους, επειδή βοηθούσανε και την άρχουσα πολιτική τάξη να διατηρεί την ηγεμονία της. Θεωρούσε π.χ. την Αφροδίτη ως τη 1η εταίρα κι ο βασιλιάς της Κύπρου την έκανε θεά, ενώ η Αθηνά υπήρξε πολεμοχαρής βασίλισσα. Κατηγορήθηκε πως άπλωσε τον αθεϊσμό σε όλη την κατοικημένη Γη. Άλλο ρεύμα, αντίθετο με τον Πλατωνικό δυισμό, ήταν το ρεύμα του στωικισμού, που μάλλον εκπροσωπεί τον υλιστικό πανθεϊσμό. Έχει χαρακτηριστεί ως «θρησκευτικότητα χωρίς θεό». Η θεότητα είναι στη πραγματικότητα όλη η φύση κι ο άνθρωπος είναι μέρος του παγκόσμιου όλου, όπως κι όλα τα έμβια. Δεν υπάρχει υπερβατικότητα, αλλά θεοποίηση του ανθρώπου που ζει σε αρμονία με τη φύση.
     Οι πολιτειακές αναταραχές και το τέλος της ανεξαρτησίας της πόλης-κράτους στο 2ο μισό του 4ου αι. ΠΚΕ, θα καταλύσουνε τη τοπική θρησκεία υπέρ του ατομικισμού, του σκεπτικισμού και της αθεΐας, παρά τα μέτρα του Πλάτωνα. Η κλασσική θρησκεία ήτανε το μεγάλο θύμα των μεταρρυθμίσεων. Το θρησκευτικό κέντρο αποδυναμώθηκε κι υπήρξεν έκρηξη στάσεων, είτε προς τη κατεύθυνση της λογικής, είτε της θεωρητικής αθεΐας, είτε προς τον ανορθολογισμό, τον πολλαπλασιασμό των αιρέσεων και της μαγείας. Οι ανθρωπόμορφοι θεοί του Ολύμπου χάνονται κι ο λαός εγκαταλείπει τη λατρεία. Τη θέση των θεών, λαμβάνουν θεοποιημένοι ηγεμόνες. Ο Επικουρισμός υπήρξεν άλλο ένα προϊόν της κατάρρευσης των παραδοσιακών θρησκειών τον 4ο και 3ο αι. ΠΚΕ. Ο Επικουρισμός διαβεβαιώνει για την ύπαρξη των θεών, ωστόσο τους αποδίδει υλική φύση, ηρεμία κι αταραξία, ενώ δεν ασχολούνται με τα ανθρώπινα. Δεν δημιουργήσανε τον κόσμο, δε παρεμβαίνουνε, δεν τιμωρούν ούτε ανταμείβουνε. Δεν τους προσφέρει τίποτα η εξύμνηση τους. Επηρεασμένος από Λεύκιππο, Δημόκριτο κι άλλους Ατομιστές, υποστήριξε μιαν υλιστική θεωρία που το Σύμπαν κυβερνάται από φυσικούς νόμους που δεν αλλάζουνε και δε χρειάζεται κάποια θεία παρέμβαση. Ο επικουρικός Φιλόδημος ταξινόμησε τις διάφορες μορφές αθεϊσμού ως εξης:

 * Αυτοί που λένε οτι είναι άγνωστο αν υπάρχουν θεοί και πως μοιάζουν,
 * Αυτοί που λένε ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχουν θεοί,
 * Αυτοί που το υπονοούν.

     Σύμφωνα με τον J.A. Fesugiere, o επικουρισμός μάλλον ανάγεται στην αντίδραση για το φόβο των ανθρώπων προς τους θεούς, που φθείρει την ανθρωπότητα. Η απόρριψη των θεών ήταν η αντίδραση του ανθρώπου που θέλει να ελέγχει το πεπρωμένο του. Η άποψη αυτή γίνεται πιο έντονη στον επιφανέστερο συνεχιστή του Επίκουρου, τον Ρωμαίο Λουκρήτιο (100-50 ΠΚΕ), όπου στα ποιήματα του παρουσιάζει τους θεούς ως ανθρώπινα δημιουργήματα και τη θρησκεία υπεύθυνη για τη μοιρολατρία του ανθρώπου. Κατά τον Λουκρήτιο, ο Επίκουρος έσωσε τον άνθρωπο από τη θρησκεία, καθώς με την ανατροπή της, του ξανάδωσε την αξιοπρέπεια του. Ο επικουρισμός, αποτέλεσε και 1η σοβαρή απόπειρα άθεης ηθικής, που εδράζεται στην αναζήτηση της προσωπικής επίγειας ευτυχίας. Η ευτυχία ορίζεται ως η απουσία φυσικού πόνου και ψυχικής σύγχυσης. Αποκλειόταν η άσωτη ζωή που ήτανε πηγή δεινών. Για τον επικουρισμό, ιδίως όπως τον εξέφρασε ο Λουκρήτιος, η κόλαση είναι το “εγώ” κι οι φόβοι αποτελούνε το υπαρξιακό άγχος, από το οποίο απαλλάσσεται οριστικά ο άνθρωπος με το θάνατο του. Αργότερα, οι χριστιανοί θα απορρίψουνε τον Επικουρισμό, διότι καθιστά το άτομο μοναδικό κύριο της μοίρα του. Επίσης, προβάλλει ως υπέρτατη αξία την αναζήτηση ηδονής ενώ ο χριστιανισμός εξαίρει τη κακουχία και τον πόνο.
     Παρά τις προειδοποιήσεις Πλάτωνα, η παραδοσιακή θρησκεία κατέρρεε. Η άποψη των κυνικών για τους θεούς δεν είναι αποσαφηνισμένη. Ο Αντισθένης διακήρυττε την ενότητα της θεότητας, ενώ ο Διογένης, με φήμη πως είναι άθεος, διακωμωδούσε τις θεότητες. Στα τέλη του 4ου αι. ΠΚΕ η αθεΐα ήταν αρκετά κοινή. Ο μαθητής του Θεόδωρου του Άθεου, Βίων Βορυσθενίτης ο Καρνεάδης διδάσκανε δημόσα τη μη ύπαρξη των θεών. Ο Αρίσταρχος ο Σάμιος ενόχλησε, αλλά κανείς δεν τόλμησε να τον διώξει. Τον 2ο αι. ΠΚΕ, νέος νόμος εφαρμόστηκε που απαγόρευε στους φιλόσοφους να διδάσκουνε την αθεΐα, όμως απεδείχθη αναποτελεσματικός. O αριστοτελισμός αποτέλεσε μια νέα τάση και παρά τη διαβεβαίωση για ύπαρξη του 1ου κοινού, ωστόσο είχε έντονα υλιστικά στοιχεία με τους θνητούς να ζουν μια φορά, το σύμπαν είναι αιώνιο κι άπλαστο. Το 2ο αι. ΠΚΕ, μετά τη κατάκτηση της Ελλάδας απ’ τους Ρωμαίους, ανθούν ο στωικισμός, ο επικουρισμός, ο σκεπτικισμός, όλα θετικά διακείμενα προς την αθεΐα. Οι θεοί λησμονούνται και το κενό το καλύπτει η αθεΐα στους αριστοκρατικούς κύκλους κι η δεισιδαιμονία στο λαό. Ο Λουκρήτιος, ο Βρούτος, ο Κάσσιος κι ο Κικέρων, μαρτυρούνε πως η αθεΐα ήτανε διαδεδομένη κείνη την εποχή.
     Αυτή την εποχή εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός. Τότε υπήρχε πληθώρα θρησκειών: Μίθρας, Ίσις, Όσιρις, Κυβέλη, Ζεύς, καθώς κι άλλες ανατολίτικες θρησκείες που σχετίζονταν με την αστρολογία. Το 50 ΚΕ ο Παύλος απευθύνθηκε στην Αγορά της Αθήνας.Οι εξηγήσεις δεν έπεισαν, παρότι γενικά οι φιλόσοφοι της εποχής άκουγαν τους διάφορους περιηγητές από την Ανατολή. Ο Παυλικιανισμός απορρίφθηκε εξ αιτίας της ανάξιας εικόνας που απέδιδε στον Θεό, καθώς υποβιβαζότανε σ’ άνθρωπο. Επίσης, το να παραβαίνει τους νόμους της φύσης, ήτανε πάλι προβληματικό. Γι’ αυτό οι χριστιανοί θεωρούνταν άθεοι, ή αθεότατοι από ορισμένους. Τόσον οι χριστιανοί όσο κι ειδωλολάτρες σύντομα θα χρησιμοποιούσαν τη λέξη «άθεος» για να κατηγορήσουν ο ένας τον άλλο.

ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ & ΑΛΛΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: Υπάρχουνε πάρα πολλές παραδόσεις κι έθιμα στη σημερινή κοινωνία, που έχουνε τις ρίζες τους στην Αρχαία Ελλάδα. Σημαντικό στοιχείο, σχετικά με τη διαχρονικότητα αυτών των εθίμων και παραδόσεων είναι, όχι μόνον η εισχώρηση και διατήρησή τους στη σημερινή κοινωνία, αλλά πως ακόμα κι αρκετές θρησκείες, διατηρήσανε τα σημαντικότερα από τα έθιμα αυτά και τα οικειοποιήθηκαν. Στον Ελλαδικό χώρο, η διατήρηση αυτών των παραδόσεων από την Εκκλησία, ίσως και να ‘γινε γιατί πολύ απλά δεν ήθελαν να τα στερήσουν από τους Έλληνες που παίζανε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή τους και γενικότερα στην Ελληνική κοινωνία των αρχαίων χρόνων. Mε το πέρασμα των αιώνων, το νόημα στα περισσότερα απ’ αυτά τα έθιμα και τις παραδόσεις άλλαξε, όπως κι ο αρχικός λόγος δημιουργίας τους. Ας δούμε τα σημαντικότερα απ’ αυτά τα έθιμα τα οποία φυσικά και κάμποσα διατηρούνται μέχρι σήμερα, και θα εκπλαγείτε:

Νηστεία: Οι Αθηναίοι νήστευαν όταν γιόρταζαν τα Ελευσίνια Μυστήρια,τα Θεσμοφόρια κ.τ.λ. Το ίδιο έκαναν και οι Σπαρτιάτες πριν ξεκινήσουν μια σπουδαία πολεμική επιχείρηση.
Μετάληψη: Οι ειδικοί σύνδεσμοι του Διονύσου με το κρασί βγαίνουν από την πρωτοχρονιάτικη χρήση του κρασιού στα Ανθεστήρια,όπου οι πρόγονοί μας έπιναν κρασί τιμώντας τον θεό Διόνυσο.
Κόλλυβα – Το Γλυκό Των Νεκρών: Το γλυκό των νεκρών ήταν γνωστό στην Ελληνική αρχαιότητα που το είχε και αυτή κληρονομήσει με το ίδιο όνομα από τους προϊστορικούς προελληνικούς πολιτισμούς.
Ταφή: Τη ταφή του νεκρού, το στήσιμο μνημείου μαζί με τους συγγενείς του νεκρού και τα μνημόσυνα τα συναντούμε στους Διονυσιακούς Θιάσους.
Μυστικός Δείπνος: Το τραπέζι των θιασοτών είναι σταθερό χαρακτηριστικό των Ελευσινίων Μυστηρίων.Οι μύστες τραπεζώνονταν μαζί με τον θεό,κατασταίνοντας έναν σύνδεσμο κοινωνίας μαζί του.
Γάμος: Ο 1ος εγγεγραμμένος στα αρχεία της Ελλάδος είναι της Πηνελόπης στην Οδύσσεια, αλλά και στην Ιλιάδα ο Ήφαιστος πλουμίζει την ασπίδα του Αχιλλέα με την εξής επιγραφή: Ιστόρησε και γάμους,τις νύφες που γυρνάνε από τα σπίτια τους με φώτα και λαμπάδες και τις περνούσαν με νυφιάτικα τραγούδια από τις ρούγες.
Αναστενάρια: Καθώς και τα Ταυροκαθάψια είναι τα πιο συγκεκριμένα Ελληνικά τελετουργικά που επιβιώνουν έως σήμερα.Τα αναστενάρια έρχονται κατ΄ευθείαν από τα Διονυσιακά όργια. Τα Ταυροκάψια δε, ήταν ασκήσεις νεαρών με ταύρους στη Κρήτη, εξ ου κι ο μύθος του Μινώταυρου.
Βάπτιση: Στην αρχαιότητα συνήθιζαν να βαπτίζουν τα αγάλματα των Θεαινών επιδιώκοντας την αναγέννησή τους μες στο νερό. Αλλά κι η ανάδυση της Αφροδίτης από τα κύμματα, κατά τη μυθολογία, η γέννησή της από το νερό είναι συμβολισμός της άμεσης σχέσης νερού, γονιμοποίησης και γέννησης.
Σπάσιμο αγγείων: Είναι παγανιστικό έθιμο και καταδικαζότανε στο Μεσαίωνα.
Μνημόσυνα: Σε επιγραφή της Μαγνησίας μια σειρά από τιτλούχοι Διονυσιακού Θιάσου αφήνουνε κληροδοτήματα για να τους γίνονται κάθε χρόνο μνημόσυνα στον Διονυσιακό μήνα Λιναιόνα.Τα 3ήμερα τα 9άμερα και τα 40 είναι αρχαίο ελληνικό νεκρικό έθιμο όπου οι Έλληνες απίθωναν στον τάφο του νεκρού τροφές.
Το Πάσχα: Τοποθετήθηκε στα Αδώνια που εορτάζονταν κάθε άνοιξη με την αναπαράσταση του θανάτου του Άδωνι. Οι γυναίκες στολίζανε το νεκρικό κρεββάτι του παιδιού του Έρωτα, όπως στολίζεται ο σημερινός επιτάφιος με λουλούδια, πρασινάδες και καρπούς, στη συνέχεια ακολουθούσε η περιφορά του επιτάφιου με μοιρολόγια! Την επόμενη μέρα τραγουδάγανε και πανηγυρίζανε την ανάσταση του ωραίου Άδωνι.
Τα αυγά τού Πάσχα: Μία από την αρχαιότερη Ορφική Θεογονία που ο Έρως βγαίνει από το αυγό που το γέννησε η νύχτα. Το κοσμογονικό αυγό θα το βρούμε στη κατά Ιερώνυμον κι Ελλάνικον Θεογονία στη ραψωδική θεογονία και στον Επιμενίδη.
Τα κάλαντα: Ήταν η εορτή των Ελλήνων το μήνα Πυανοψιών.Τα Πυανέψια προς τιμή της σκυράδος Αθηνάς και του Απόλλωνα κι αργότερα του Διονύσου γιορτάζανε τη γονιμότητα του χρόνου που ‘φευγε και τη συνέχιση της γονιμότητας του επόμενου χρόνου. Όλο το 2μερο των εορτών της πρωτοχρονιάς που λεγόταν κάλαντα, άναβαν φανάρια έξω από το σπίτι τους και τραγουδούσανε συνέχεια.
Προστάτης των θαλασσών: Ο Ποσειδώνας καθερείται από προστάτης των θαλασσών και παραδίδει υπηρεσία στον άγιο Νικόλαο που καταλαμβάνει και τους ναούς του.
Θεοφάνεια: Οι πρόγονοί μας γιορτάζανε την επιστροφή του θεού Απόλλωνα απ’ τη χώρα των υπερβορείων όπου περνούσε τον χειμώνα του κατά την λαϊκή δοξασία.Την νέα αποκάλυψη του θεού τη γιορτάζανε στους θεούς και την ονομάζανε θεοφάνεια.
Παναγία η ελεούσα: Δαίμων λατρευόμενος στην Αθήνα. Στον βωμό του ιδρυομένου στην αγορά κατέφευγαν οι ξένοι ζητούντες προστασία οσάκις καταδιώκονταν οπότε κι η ονομασία των όρμων. Η Ελεούσα πρόσφερε καταφύγιο κι η λέξη έχει τη ρίζα της στο ρ. ελεώ.
Τα Χριστούγεννα: η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του Ιησού Χριστού δηλαδή-, πρόκειται για τη μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, φέρνοντας μέρες χαράς για όλους τους Χριστιανούς. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής», εορτάζονται πλέον σχεδόν σ όλο τον κόσμο. Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής ανακαλύπτουμε ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν στην ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο. Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ανακαλύπτουμε πως αφενός στη Καινή Διαθήκη δε γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων κι αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκέμβρη σα γενέθλιο μέρα του. Στη πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Χριστός, -υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 – 2 π. X.. Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούνε στη φθινοπωρινή γέννηση του κι όχι στη χειμερινή. Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά π.χ. αναφέρει: «Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών».

     Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουνε στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η γέννηση του Ιησού δεν έγινε Δεκέμβρη αλλά το φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήτανε στις στάνες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά τη συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτώβρη. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει τη γέννηση του Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν Οκτώβρη.
     Στην Αγία Γραφή γενέθλιες κι ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. Στη πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνοντα στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικαζότανε σαν έν αρχαίον Ελληνικόν ειδωλολατρικόν έθιμον απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων, όριζαν αυτή του θανάτου. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά : «Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών». Έτσι Τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του δεν γιορτάζονταν τα 1α 300 χρόνια. Η καθιέρωση της 25ης Δεκέμβρη ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α’, τον 4ο μ.Χ. αι., μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για τη χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι η φράση από το κατά Ιωάννη γ’30: «Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελαττούσθαι».
     Στη πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπιπτε με τις αρχαίες εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Γενάρη μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνεια). Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από το Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχαν αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκέμβρη. Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αι., ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκέμβρη είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή. Όπως και να ‘χει όμως δεν είναι και το θέμα μας αυτό καθαυτό, παρα το να παραλληλισθεί η εν λόγω εορτή με κάποια των Αρχαίων, έτσι συνεχίζουμε.
     Οι αρχαίοι Έλληνες κατά τη χειμερινή τροπή του ήλιου γιορτάζανε τη γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από τη παρθένο Σεμέλη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούνε τη ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσανε το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκέμβρη γιορτάζανε την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανεβαίνανε στη κορφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται: «Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το ‘Αλφα και το Ωμέγα»
     Αυτή η αρχαία Ελληνική γιορτή, είχε επίσης ταυτιστεί και με την εορτή του Ηλίου, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Συγκεκριμένα στους Έλληνες, είχε ταυτιστεί με τον Φωτοφόρο Απόλλωνα του Ηλίου, ο οποίος απεικονιζόταν πάνω στο ιπτάμενο άρμα του να μοιράζει το φως του Ηλίου. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο Ήλιος αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει την ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, στην Ισημερία τον Μάρτη. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι κι έρχεται η άνοιξη η εποχή της αναγέννησης για τη φύση.
     Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρνάλιων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες και ονομάζονταν: « DIES INVICTI SOLIS », δηλαδή «Ημέρα του αήττητου ήλιου». Μια γιορτή που φυσικά την είχαν πάρει απο την γιορτή του Φωτοφόρου Απόλλωνα-Ηλίου. Στην αρχαία Ρώμη, η εορτή άρχιζε στις 17 Δεκέμβρη και διαρκούσε 7 μερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία δίνανε πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουνε το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του. Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατραπήκανε σε γενέθλια του Υιού του Θεού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί πως οι «εθνικοί» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού «…σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ “ΚΡΟΝΟΥ” και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) “ΗΛΙΟΥ” κι η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε κι εμφανίσθηκε στους μαθητές Του…»…
     Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκέμβρη γιορτάζανε τη γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη. Μετά την δολοφονία του, δένδρο ξεφύτρωσε που η Ίσις, σε κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκέμβρη, άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, κι οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου». Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσανε στη πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα τη Πρωτομαγιά).
     “Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει την αιωνιότητα της ζωής, διότι δεν γηράσκει και δεν χάνει, επομένως, την νεότητά του. Το δένδρον όμως των Χριστουγέννων δεν το ευρίσκω, εγώ τουλάχιστον, ως ξενικήν συνήθειαν, ως νομίζεται γενικώς, αλλ’ εν μέρει ως αρχαίαν ελληνικήν. Είναι, δηλαδή, υπολείμματα της περιφήμου “ειρεσιώνης”, και της “ικετηρίας” των αρχαίων Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων. Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων.” (Φίλιππος Βρεττάκος “Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των” Άρθρο: “Κληρονομία του αρχαίου κόσμου”, εφημερίς “Εθνος”, 31 Δεκεμ.1937).

   “Φέρουν δε κατά την εορτήν την ειρεσιώνην, κλάδον ελαίας τυλιγμένον μέσα είς μαλλιά, όπως τότε τήν ίκειηρίαν και γεμάτην άπο τα πρώτα διάφορα δπωρικά, ε!ς ένδειξιν ότι έπαυσεν η αφορία και συγχρόνως τραγουδοϋν: “Η ειρεσιώνη* σου φέρνει σύκα κι αφράτα ψωμιά, σου φέρνει και μέλι μέσα στο ποτήρι και λάδι για να ψήσης και μπουκάλι γεμάτο οίνο για να μεθύσης και να πέσεις σε ύπνο“.

     Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε 1η φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου αι., αλλά ως τις αρχές του 19ου δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως -τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας τη προσφορά των Θείων Δώρων. Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ Παγκ. Πόλ. το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
     Φυσικά μεγάλη εντύπωση προκαλεί και το μυθολογικό γεγονός του “Αγιοβασίλη” με το έλκηθρο του που το κινούν οι ιπτάμενοι τάρανδοι. Ούτε αυτό όπως καταλαβαίνετε, δεν θα μπορούσε να μη παρθεί από την Αρχαία Ελλάδα. Όπως αναφέρθηκε πιο πριν, το Δεκέμβρη, οι Έλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο αλλά και τον Φωτοφόρο Απόλλωνα-Ήλιο παριστάνοντας τον πάνω στο ιπτάμενο άρμα του, να μοιράζει το φως. Το άρμα έγινε έλκηθρο, τα άλογα έγιναν τάρανδοι και το “δώρο” του φωτός που μοίραζε στους ανθρώπους έγινε δώρα για τα παιδάκια.
Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαίου Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, που οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια, που θα τις δούμε προσεχώς.

_________________________
 * ειρεσιώνηείδος κλαδιού ελιάς ή δάφνης, όμοια με το σημερινό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το όνομα του στολισμένου αυτού κλαδιού προέρχεται από τα μάλλινα (είριον=μαλλί) κορδελάκια λευκού και πορφυρού χρώματος που του κρεμάγανε μαζί με μπισκοτάκια από μέλι, λάδι και κρασί. Με το δεντράκι αυτό οι άνθρωποι ευχαριστούσαν τον Απόλλωνα για τη καλή σοδειά του καλοκαιριού κι εύχονταν ο ερχόμενος χρόνος να είναι επίσης ευνοϊκός. Ένας νεαρός του οποίου οι γονείς ήταν ακόμα εν ζωή (παίς αμφιθαλής) περιέχυνε την ειρεσιώνη με κρασί από έναν τελετουργικό αμφορέα και κρεμούσε το δεντράκι στη πύλη του ναού του Απόλλωνα. Άλλη ονομασία της ειρεσιώνης ήταν ικετηρία (από το ικετεύω, παρακαλώ). Αυτά στη διάρκεια της γιορτής των Πυανοψίωνπου θα δούμε στο άρθρο. Σύμφωνα με άλλες πηγές (π.χ. Αριστοφάνης), την ειρεσιώνη τη κρεμούσαν και στα σπίτια, ιδίως στα αγροτικά, στη πόρτα του σπιτιού και την άφηναν εκεί έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι να το ανανεώσουν με νέο κλαδί. Το παλιό το καίγανε.
———————————————-

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΕΝΙΚΑ: Για να κλείσω τούτο το επίσης μακροσκελές άρθρο και πριν περάσω στα υπόλοιπα -ένδυση διατροφή, γιορτές, κλπ- στο επόμενο, θα βάλω τώρα μερικές γενικές πληροφορίες και γνώσεις, ώστε να τελειώσει το Β’ Μέρος λιγάκι διασκεδαστικά Ναι καλά διαβάσατε, θα υπάρξει και Γ’ Μέρος μετά. Πάμε λοιπόν στα διάφορα…
     Οι αρχαίοι Έλληνες είχανε 12 μήνες, όπως έχουμε κι εμείς σήμερα, ενώ η χρονολόγηση των ετών γινόταν με βάση τις Ολυμπιάδες. Στην Αθήνα η 1η μέρα του μήνα ονομαζόταν άνοδος, ίσως γιατί η λιτανεία των γυναικών ανέβαινε στο ιερό που βρισκότανε ψηλότερα, κοντά στη Πνύκα, όπου γινόταν η σύναξη της Εκκλησίας του Δήμου. Εκτός από άλλα διάφορα ιερά αντικείμενα για τη λατρεία, έφερναν μαζί τους και μικρά γουρουνόπουλα.
     Η αρχή του έτους ήταν μεταξύ της αλλαγής των εποχών χειμώνα-άνοιξης, εκτός από το Αττικό Ημερολόγιο, στο οποίο το έτος άρχιζε μετά το Θερινό Ηλιοστάσιο. Ο 1ος μήνας του πολιτικού έτους κατά το Γρηγοριανό Hμερολόγιο ο Ιανουάριος, είναι ο 5ος μήνας του αρχαίου έτους, του καλούμενου ενιαυτού κι ο 11ος του ρωμαϊκού ημερολογίου. Ο Γενάρης αντιστοιχεί στο 1ο μισό με τον Ποσειδεώνα και στο άλλο με τον Γαμηλιώνα του αρχαίου ελληνικού αττικού ημερολογίου.
     Κάθε μήνας ήταν αφιερωμένος σε έναν ή δύο από τους δώδεκα Ολύμπιους θεούς. Ο μήνας των αρχαίων Ελλήνων αρχίζει κατά την εκάστοτε εμφάνιση της σελήνης στον ουρανό, που αποκαλείται Νέα Σελήνη. Π.Χ ο μήνας Γαμηλιών το 2015, αρχίζει την 21η Γενάρη και λήγει τη 19η Φλεβάρη. Ο Ανθεστηριών αρχίζει την 20η Φλεβάρη και τελειώνει τη 19η Μάρτη, κλπ.
     Το νέον έτος για τους αρχαίους Αθηναίους αρχίζει την 1η Εκατομβαιώνος που πάντοτε πρέπει να πέσει μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Γι’ αυτό κάθε δύο ή τρία χρόνια προστίθετο ο μήνας Β’ Ποσειδεών.
     Η μέρα για τους αρχαίους Έλληνες αρχίζει κατά τη δύση του ηλίου κι όχι όπως σήμερα τα μεσάνυχτα.
     Ο πλέον τιμημένος θεός ήταν ο Απόλλωνας (5 από τους 12 μήνες αφιερωμένοι σε αυτόν) κι ακολουθούσε η αδελφή του Άρτεμις (με 3 μήνες -7 κι οι δύο μαζί).
     Ο Δίας είχε 2 μήνες, τον ένα μαζί με την Ήρα, ενώ από 1 είχαν οι Ποσειδών, Διόνυσος κι Αθηνά.
Ο Β’ Ποσειδεών ή εμβόλιμος, δεν εμφανιζόταν κάθε χρόνο, αλλά κάθε δυο ή τρία χρόνια , ώστε ο μηνάς Εκατομβαιών να αρχίζει πάντα μετά το Θερινό Ηλιοστάσιο.

     Αρχαίοι Μήνες: Εκατομβαιών Ιουλ- Αύγ) Μεταγειτνιών (Αυγ- Σεπτ) Βοηδρημιών (σεπτ-οκτ) Πυανοψιών (οκτ-νοεμβ) Μαιμακτηριών (νοεμ -δεκ) Ποσειδεών (δεκ-Γεν) Ανθεστηριών (φλεβ -μαρ) Ελαφηβολιών (μαρ – απρ) Μουνιχιών (απρ -μαη) Θαργηλιών (μαη -Ιουν) Σκιροφοριών (ιουν-ιουλ).

     Αντί για εβδομάδες, οι μήνες διαιρούνταν σε τρεις δεκάδες, τις οποίες ονόμαζαν:

τη 1η 10άδα «ισταμένου», «αύξοντος» ή «αρχομένου»,
τη 2η 10άδα «μηνός μεσούντος», και
τη 3η 10άδα «φθίνοντος» ή «απιόνος μηνός».

     Η 1η μέρα κάθε μήνα ονομαζόταν «νουμηνία» κι ήταν αφιερωμένη στον Απόλλωνα. Συμπίπτει με τη 1η όψη της Νέας Ημισελήνου, τη 1η εμφανισή της δηλαδή στον ουρανό, όπως ρητά αναφέρει ο Ησίοδος. Κάθε 2-3 χρόνια προστίθετο ένας εμβόλιμος μήνας, ο Ποσειδεών, ώστε η 1η μέρα κάθε μήνα να συμπίπτει πάντοτε με την εμφάνιση της Σελήνης στον ουρανό. Αυτή καλούνταν Νέα Σελήνη. Τις υπόλοιπες ημέρες τις ονόμαζαν ως εξής:

Τις δέκα μέρες της πρώτης δεκάδας τις ονόμαζαν 1η, 2η, 3η, κλπ. ισταμένου ή αρχομένου
Τις επόμενες δέκα ημέρες τις ονόμαζαν 1η, 2η, 3η, κλπ. μεσούντος ή επί δεκάδι
την δέκατη μέρα της δεύτερης δεκάδας την ονόμαζαν «εικάδα», δηλαδή εικοστή του μηνός
Τις τελευταίες δέκα ή εννέα ημέρες του μήνα τις ονόμαζαν 1η, 2η, 3η, κλπ. επί εικάδη. Επίσης τις μέρες της τρίτης δεκάδας τις μετρούσαν και αντίθετα, δηλαδή την 21η του μηνός την έλεγαν και δεκάτη ή ενάτη φθίνοντος ή απιόντος, κλπ. ανάλογα αν ο μήνας ήτα πλήρης (30 ημέρες) ή κοίλος (28 ημέρες).
Την τελευταία μέρα του μήνα την έλεγαν «ένη» ή «νέα», δηλαδή παλαιά ή νέα, επειδή ήταν το όριο του παλαιού με τον νέο μήνα.

     Το αττικό ημερολόγιο πήρε την τελική του μορφή το 430 π.Χ. από τον Μέτωνα, γεωμέτρη, αρχιτέκτονα κι αστρονόμο, ο οποίος όρισε τους πλήρεις και κοίλους μήνες, καθώς και τα έτη στα οποία θα προστίθετο ο μήνας Ποσειδεών. Αργότερα, το ημερολόγιο του Μέτωνα διορθώθηκε από τον Κάλιππο και τον Ίππαρχο. Στο πιο καλά τεκμηριωμένο λοιπόν Αττικό ημερολόγιο, οι μέρες του πρώτου δεκαημέρου (μετά τη νουμηνία) αριθμούνταν από το 2 έως το 10 και ακολουθούνταν από το χαρακτηρισμό «ισταμένου». Οι επόμενες ημέρες αριθμούνταν από το 1 έως το 9 και ακολουθούνταν από το χαρακτηρισμό «επί δεκάδι». Η δέκατη μέρα του δεύτερου δεκαημέρου (εικοστή του μηνός) την ονόμαζαν «εικάς». Οι ημέρες του τελευταίου δεκαημέρου, είτε αριθμούνταν κανονικά από το 1 έως το 9 και ακολουθούνταν από το χαρακτηρισμό «επί εικάδη», είτε αριθμούνταν αντίστροφα από το 10 έως το 2 και ακολουθούνταν από το χαρακτηρισμό «απιόντος». Η τελευταία ημέρα του μήνα λεγόταν «ένη και νέα», δηλαδή παλιά και νέα, επειδή ήταν το όριο του παλαιού με τον νέο μήνα. Προσέξτε ότι δεν ήταν απαραίτητα η 30η του μήνα, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η 29η, παραλείποντας την «9η επί εικάδη» / «2η απιόντος». Με παρόμοιο τρόπο γινόταν η ονοματοδοσία και στα λοιπά ημερολόγια.
     Και ενώ αρχικά η διάρκεια των μηνών κι η εισαγωγή του εμβόλιμου μήνα ήταν αυθαίρετες και βασίζονταν καθαρά σε εμπειρικές παρατηρήσεις, με τη πάροδο του χρόνου φαίνεται πως σε κάποια ημερολόγια -σίγουρα όχι σε όλα και σίγουρα όχι ταυτόχρονα- άρχισαν να εφαρμόζονται πιο επιστημονικές προσεγγίσεις. Αρχικά αξιοποιήθηκε η «οκταετηρίς», ένας κύκλος 8 ηλιακών ετών μετά τον οποίο οι σεληνιακοί μήνες επανέρχονται στις ίδιες περίπου ημερομηνίες του ηλιακού έτους. Η εισήγηση της αποδίδεται στον Κλεόστρατο. Στη συνέχεια αξιοποιήθηκε ο Κύκλος του Μέτωνος, ένας κύκλος 19 ηλιακών ετών που ισούνται σχεδόν με 235 σεληνιακούς μήνες. Ο κύκλος αυτός επιβάλει τη χρήση συνολικά 7 εμβόλιμων μηνών στα 19 χρόνια, οι οποίοι εισάγονταν στα έτη 3, 6, 8, 11, 14, 17 και 19 του κύκλου. Ο εισηγητής του ήταν ο Μέτων ο Αθηναίος περίπου το 432 πΧ. Τέλος αξιοποιήθηκε ο Κύκλος του Καλλίππου, μια βελτίωση του Κύκλου του Μέτωνος, που τον επεκτείνει σε 76 ηλιακά έτη και 940 σεληνιακούς μήνες. Ο εισηγητής του ήταν ο Κάλλιππος περίπου το 330 πΧ.


                                       Οι μέρες κάθε μήνα

     Κάθε ελληνικό κράτος χρησιμοποιούσε τα δικά του ονόματα για τους μήνες. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα ονόματα των μηνών σχετίζονταν με κάποια από τις εορτές που τελούνταν κατά τη διάρκεια του μήνα αυτού. Όταν ήταν η χρονιά που έπρεπε να γίνει χρήση ενός εμβόλιμου μήνα, ένας από τους κανονικούς μήνες του έτους επαναλαμβανόταν και έπαιρνε τον χαρακτηρισμό «εμβόλιμος» – πχ μέσα στο έτος υπήρχε ο μήνας «Ποσειδωνιών» και ο πρόσθετος μήνας ονομαζόταν «Ποσειδωνιών Εμβόλιμος» – ή σε άλλες περιπτώσεις «o δεύτερος» – πχ μέσα στο έτος υπήρχε ο μήνας «Ποιτρόπιος» κι ο πρόσθετος μήνας ονομαζόταν «Ποιτρόπιος o δεύτερος».

Αιτωλικό ημερολόγιο
Προκύκλιος, Αθαναίος, Βουκάτιος, Διός, Ευθυαίος, Ὁμολώιος,
Ἑρμαίος, Διονύσιος, Αγύειος, Ἱπποδρόμιος, Λαφραίος, Πάναμος

Αττικό ημερολόγιο
Ἑκατομβαιών, Μεταγειτνιών, Βοηδρομιών, Πυανεψιών, Μαιμακτηριών, Ποσειδεών,
Γαμηλιών, Ανθεστηριών, Ελαφηβολιών, Μουνιχιών, Θαργηλιών, Σκιροφοριών

Βοιωτικό ημερολόγιο
Βουκάτιος, Ἑρμαίος, Προστατήριος, Αγριώνιος, Θειλούθιος, ( ; ),
Ὁμολώιος, Ἱπποδρόμιος, Πάναμος, Παμβοιώτιος, Δαμάτριος, Ἀλαλκομένιος

Δελφικό ημερολόγιο
Βουκάτιος, Ἡραίος, Απελλαίος, ( ; ), Δαδαφόριος, Ποιτρόπιος,
Βύσιος, Αρτεμίσιος, Ἡράκλειος, Βοαθόος, Ιλαίος, Θεοξένιος

Ημερολόγιο του Μηχανισμού των Αντικυθήρων
Φοινικαίος, Κράνειος, Λανοτρόπιος, Μαχανεύς, Δωδεκατεύς, Εύκλειος,
Αρτεμίσιος, Ψυδρεύς, Γαμείλιος, Αγριάνιος, Πάναμος, Απελλαίος

Λακωνικό ημερολόγιο
Ἡράσιος, Απελλαίος, Διόσθυος, ( ; ), Ελευσίνιος, Γεράστιος,
Αρτεμίσιος, Δελχίνιος, Φλιαστός, Ἑκατομβεύς, Κάρνειος, Πάναμος

Λοκριδικό ημερολόγιο
Οι μήνες στο ημερολόγιο της Λοκρίδας δεν είχαν όνομα, απλά αριθμούνταν ως 1ος, 2ος κτλ.

Μακεδονικό ημερολόγιο
Αυδηναίος, Περίτιος, Δύστρος, Ξανθικός, Αρτεμίσιος, Δαίσιος,
Πάνημος, Λώος, Γορπιαίος, Υπερβερεταίος, Δίος, Απελλαίος

Ροδιακό ημερολόγιο
Αγριάνιος, Βαδρόμιος, Θευδάσιος, Δάλιος, Αρταμίτιος, Πάναμος,
Πεδαγειτνύος, Ὑακίνθιος, Κάρνειος, Θεσμοφόριος, Σμίνθιος, Διόσθυος

ΒΡΙΣΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ: Ναι μη σας φαίνεται παράξενο, κι οι αρχαίοι ρίχνανε μπινελίκια αν τους τη βαρούσε. Τι θαρρείτε; Σοφοί άνθρωποι και δεν θα τα χώνανε σε τακτά; Λοιπόν παρακάτω παραθέτω τις βρισιές τους και διασκεδάστε:

ΑΒΡΟΒΆΤΗΣ: θηλυπρεπής άνδρας με γυναικείο βάδισμα [αβροβάτης = αβρός(τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ, εισέρχομαι)
ΑΝΑΣΕΙΣΊΦΑΛΛΟΣ: φιλήδονη γυναίκα που πιάνει και κουνάει τον φαλλό [ανασεισίφαλλος = ανασείω + φαλλός]
ΒΔΈΩ: πέρδομαι [βδέω = βρωμάω]
ΓΛΩΤΤΟΔΕΨΈΩ: κάνω μαλάξεις με τη γλώσσα
ΓΟΓΓΎΛΗ: βυζί / στήθος [γογγύλη = ολοστρόγγυλη]
ΓΥΝΑΙΚΟΠΊΠΗΣ: μπανιστιρτζής [ γυναικοπίπης = γυναίκα + οπιπτεύω]
ΔΡΟΜΆΣ: πόρνη του δρόμου [δρομάς = δρόμος]
ΕΣΧΆΡΑ: γυναικείο αιδοίο [εσχάρα = από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
ΕΎΠΥΓΟΣ: γυναίκα με ωραία οπίσθια [εύπυγος = ευ + πυγή ]
ΚΑΣΣΩΡΊΣ: πόρνη [κασσωρίς = από το κάσις (αδελφός, εταίρος)]
ΜΎΖΟΥΡΙΣ: γυναίκα που βυζαίνει πέος [μύζουρις = μυζάω + ουρά (πέος)]
ΠΗΘΙΚΑΛΏΠΗΞ: άνθρωπος πανούργος [πιθηκαλώπηξ = πίθηκος = αλώπηξ]
ΠΌΣΘΩΝ: άνδρας με μεγάλο πέος [πόσθων = από το πόσθη(πέος)]
ΡΩΠΟΠΕΡΠΕΡΉΘΡΑΣ: άνδρας που εκστομίζει ακατάπαυστα χαζομάρες [ρωποπερπερήθρας = ρώπος(φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]
ΗΔΟΝΟΘΉΚΗ: το αιδοίο
ΚΎΝΤΕΡΟΣ: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
ΚΊΝΟΥΡΗΣ αυτός που περπατά επιδεικνύοντας τα γεννητικά του όργανα [κίνουρης = κινέω + ουρά]
ΛΈΧΡΙΟΣ [ > λέχριος (λεχρίτης)]
ΛΥΔΊΑ: η πόρνη στην ρωμαϊκή εποχή, επειδή συνήθως ήταν από την ομώνυμη περιοχή της Μικρασίας οι πόρνες πολυτελείας.
ΛΌΧΜΗ: το τριχωτό αιδοίο [> λόχμη (θάμνος)]
ΣΠΟΔΗΡΙΛΑΎΡΑ: αυτός που τρώει κόπρανα [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
ΧΑΛΚΙΔΊΤΙΣ: η πολύ φτηνή πόρνη, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
ΑΜΆΡΕΥΜΑ: κατακάθι της κοινωνίας (ους. αμάρα=χαντάκι)
ΒΔΈΛΥΓΜΑ: σίχαμα
ΈΚΦΑΥΛΟΣ: ατιμασμένος
ΚΌΒΑΛΟΣ: παράσιτο
ΚΌΠΡΕΙΟΣ: τιποτένιος
ΜΙΆΣΤΩΡ: μίασμα
ΣΚΩΡΑΜΊΣ: απατεώνας / καθίκι
ΑΡΧΟΛΊΠΑΡΟΣ : αυτός που ποθεί σφοδρά την εξουσία αλλά κι ο ευτελώς πρόθυμος προς τους κατέχοντες την εξουσία.
ΒΩΜΟΛΟΧΊΑ: βρισιά, χυδαιότητα, απρεπής λέξη, αισχρολογία.

     Η ιστορία της λέξης βωμολοχία, έχει ως εξής: Ο επαίτης, ανυπόμονος, θρασύς και πεινασμένος, ζητούσε με πιεστικό τρόπο μερίδα και ως εκ τούτου, επιτίθετο λεκτικά στον τελεστή της θυσίας χρησιμοποιώντας αισχρές εκφράσεις. Άρχιζε τότε μία απρεπής και μη κόσμια συνομιλία μεταξύ επαίτη κι υπεύθυνου των θυσιών, που κατέληγε σε χυδαίες εκφράσεις και τσακωμούς. Αυτή η αισχρή και χυδαία στιχομυθία, ονομάστηκε βωμολοχία. Βωμολόχος είναι λοιπόν ο περί τους βωμούς λοχών (παραμονεύων, ενεδρεύων) επαίτης, με σκοπό να λάβει κάτι από τα κρέατα των θυσιών.

===================================================

Γ’ Μέρος

Εισαγωγή

Στο Γ’ μέρος της Επιτομής της Αρχαίας Ελλάδας, μπαίνουμε στο πιο ευαίσθητο, στο πιο μυστικιστικό, στο πιο άγνωστο και στο πιο ενδιαφέρον ίσως κομμάτι, τα Αρχαία Μυστήρια κι ό,τι περικλείεται σε αυτά: πόσα ήτανε, γιατί ήτανε, τί γινότανε και πως, ποιοι λαμβάνανε μέρος κλπ. Βέβαια, απ΄ όλα αυτά, ό,τι έφτασε στα’ αυτιά, στα μάτια και στην αντίληψή μας, καθώς επρόκειτο για αυστηρά ταμπού της εποχής και χρειαζότανε μύηση και τα λοιπά. Ωστόσο αυτό θα απασχολήσει το μεγαλύτερο μέρος αυτού του άρθρου και στο τέλος η Διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων.

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ:  Η λέξη Μυστήριο στην αρχαία σήμαινε το απόρρητο, το μυστικό, το άρρητο μέρος μιας τελετής ή λατρείας οι οποίες δεν γινόταν φανερές σε άτομα που δεν είχαν μυηθεί. Όπως φαίνεται κι ετυμολογικά η λέξη παράγεται από το ρήμα Μυείν δηλαδή κλείνω κι αναφέρεται κυρίως στα μάτια και στα χείλη. Εκείνοι που μυούνται στα μυστήρια του υπερβατικού, απαγορεύεται να τα ανακοινώσουν σε άλλους μη μυημένους, πρέπει να κλείνουν το στόμα τους. Τα αρχαία Μυστήρια ήταν ίσως η ανώτερη πνευματική κληρονομιά στην αρχαία Ελλάδα. Ήταν κυρίως κρυφές λατρείες, όπου έπρεπε πρώτα κανείς να μυηθεί, κοινώς να εισαχθεί. Ο οπαδός αυτής της λατρείας ονομαζόταν Μύστης και το πρόσωπο που τον εισήγαγε σ’ αυτή Μυσταγωγός. Κάθε μυστηριακή κοινότητα είχε τα κοινά γεύματα , τους κοινούς χορούς και τις ιεροτελεστίες, όπου άνθρωποι που έσμιξαν στο ίδιο χορό, που συμμετείχαν στα ίδια δρώμενα ένιωθαν για πάντα ενωμένοι. Στην εσωτερική έννοιά τους παρουσίαζαν τις αιώνιες αλήθειες είτε ήταν φυσικές είτε ήταν πνευματικές που διατηρήθηκαν στο πέρασμα χιλιάδων ετών. Φαίνεται ότι αυτοί που καθιέρωσαν τα Μυστήρια για εμάς, δεν ήταν αδιαφώτιστοι .Για πολύ χρόνο αυτοί μας αποκάλυψαν ότι οτιδήποτε φτάσει στον κάτω κόσμο χωρίς να έχει μυηθεί και επιδοκιμαστεί, πέφτει στο βούρκο. Εκείνος όμως που φτάνει εκεί εξαγνισμένος και καθαγιασμένος, θα συγκατοικήσει με τους Θεούς. Μυστήρια επίσης ονομάζονταν στην αρχαιότητα οι ιερατικές εκείνες σχολές που λειτουργούσαν σε κλειστούς χώρους κι ισχυρίζονταν ότι κατείχανε γνώσεις από υπέρτερες του ανθρώπου συνειδήσεις. Οι περισσότεροι -αν όχι- όλοι οι Φιλόσοφοι ήταν μυημένοι στα Αρχαία Μυστήρια.  ο Πλάτωνας στο Θεαίτητο λέει:

   “H ψυχή, αν δεν έχει γνωρίσει την αλήθεια δεν μπορεί να αποκτήσει τη μορφή του ανθρώπου. Πρόκειται για ανάμνηση όσων η ψυχή μας γνώριζε παλαιότερα, όταν ταξίδευε με την θεότητα, περιφρονώντας εκείνα που θεωρούμε ότι υπάρχουνε κι ατενίζοντας αυτό που πραγματικά είναι. Για αυτό μόνον ο νους ή πνεύμα του φιλοσόφου είναι εξοπλισμένος με φτερά. Αυτός όσο μπορεί καλύτερα διατηρεί στον νου του αυτές τις αναμνήσεις, η ενατένιση των οποίων καθιστά θεία ακόμη και την ίδια την θεότητα. Χρησιμοποιώντας διαρκώς τον εαυτό του στα μυστήρια, ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά τέλειος- ένας μυημένος στη θεία σοφία“.

     Ο Πίνδαρος αναφέρει :

   “Ευτυχής είναι εκείνος που είδε τα Ελευσίνια μυστήρια, γιατί γνωρίζει το τέλος της ζωής του και τις αρχές που δόθηκαν στον άνθρωπο από τον Θεό”, ενώ ο Αριστείδης για την μύηση του είπε: “Νόμισα ότι ήρθα σε επαφή με τον Θεό, και τον ένοιωσα να πλησιάζει εγγύτερα, και ήμουν τότε ανάμεσα σε εγρήγορση και ύπνο. Το πνεύμα μου ήταν ανάλαφρο, ώστε κανείς που δεν έχει μυηθεί δεν μπορεί να μιλήσει για αυτό ή να το κατανοήσει”.

     Στον ηπειρωτικό Ελληνικό χώρο ο Ορφέας ή Άρφας που σημαίνει εκείνος που θεραπεύει με το φως, θεωρείται ότι εισήγαγε 1η φορά τα Μυστήρια στην Ελλάδα. Τα κυριότερα μυστήρια στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα Κρητικά, τα Καβείρια, τα Διονυσιακά-Ορφικά, και τα Ελευσίνια. Γενικά θεμελιώδης διδασκαλία των Καβείριων μυστηρίων ήταν “η γέννηση του ανθρώπου”, ενώ των Ελευσίνιων η συμβολική παράσταση της ψυχής, της καθόδου της στην ύλη, μετά την ανάληψη της και την επιστροφή της στην αιώνια ζωή. Η θέληση δηλαδή της ψυχής να γνωρίσει, την οδηγεί στον Άδη. Είναι η ίδια θέληση για γνώση που οδήγησε τους πρωτόπλαστους έξω από τον παράδεισο. Και τέλος των Διονυσιακών μυστηρίων της αναγέννησης του ανθρώπου που συμβολιζόταν από τον θάνατο του Διονύσου και τη 2η γέννηση του από τον Δία.. Στον αρχαίο κόσμο η θεολογία λειτουργούσε σε 2 επίπεδα. Στο 1ο στη μεγάλη μάζα του πληθυσμού διάμεσου των μύθων, που είχανε σκοπό τη διαπαιδαγώγηση του λαού μέσω των εξυμνήσεων των θεών και των ηρώων. Οι ίδιοι αυτοί μύθοι στο 2ο ανώτερο πνευματικά στάδιο, έκρυβαν μεγάλες αλήθειες τόσο για τον άνθρωπο όσο και για τον κόσμο. Σύμφωνα με τον πρωτοπόρο Ελβετό ψυχολόγο Κάρλ Γιούνγκ, τα σύμβολα που χρησιμοποιούνται στους μύθους είναι πανάρχαια και γεννήθηκαν σ’ εποχές που ο άνθρωπος δεν είχε αναπτύξει λογική. Δεν κατασκευάζονταν αλλά παρά γίνονταν αυτόματα από την ίδια την ψυχή. Είναι προϊόν ανάμνησης της μακραίωνης εξέλιξης, αναπαράσταση του παγκόσμιου αρχέτυπου. Οι μύθοι αποκαλύπτονταν δια μέσου της μύησης που χρησιμοποιούσε σύμβολα και εικόνες, έτσι ώστε οι μυημένοι ήταν ικανοί να γνωρίσουν τα μυστικά του κόσμου. Αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες των οποίων η καθορισμένη διάταξη επενεργούσε στο ασυνείδητο, έλκοντας την αποθηκευμένη γνώση που υπάρχει στον άνθρωπο. Ο μύθος σε αντίθεση με το παρά-μυθι, κρύβει μέσα του μία δομημένη συγκαλυμμένη ιστορική αλήθεια.
     Oι αρχαίοι Έλληνες για παράδειγμα, θεωρούσαν τον κόκκινο πλανήτη Άρη σαν θεό του πολέμου, κι υπογράμμιζαν ότι 2 άτια έσερναν το άρμα του στους Ουρανούς, δίνοντας τους το όνομα “φόβος” και “Δείμος”, μέχρι που το 1877 ανακάλυψε ο Άσαφ Χώλλ τους δορυφόρους του Άρη. Ο μύθος επίσης λέει ότι ο Ουρανός έτρωγε τα παιδιά του, και πράγματι όταν ανακαλύφθηκαν τα τηλεσκόπια, παρατηρήσαμε ότι πράγματι κατάπινε τους δορυφόρους του, οι οποίοι γίνονταν ξανά ορατοί μόλις εμφανίζονταν ξανά από την άλλη μεριά κατά τη περιφορά του πλανήτη.
Ενας θεολόγος και φιλόσοφος είπε σχετικά, με τις αλληγορίες και τα συγκεκαλυμμένα μηνύματα που κρύβουν τα αρχαία κείμενα.

   “Δεν πρέπει κανείς να ακούει ούτε να παίρνει κατά γράμμα ότι είναι γραμμένο στα βιβλία της δημιουργίας, ούτε να έχει ιδέες σαν κι αυτές που έχει το κοινό, αλλιώς οι αρχαίοι σοφοί μας δεν θα μας συμβούλευαν με τόση φροντίδα να κρύβουμε το νόημα τους και να μην σηκώνουμε καθόλου το αλληγορικό πέπλο που κρύβει τις αλήθειες που περιέχει. Όταν αυτό το έργο το παίρνεις κατά γράμμα σου δίνει τις πιο παράλογες και εκτός πραγματικότητας ιδέες για την θεότητα. Οποιοσδήποτε όμως ήθελε να μαντέψει την αληθινή έννοια, πρέπει να αποφύγει πολύ να την κοινολογήσει. Είναι ένα απόφθεγμα που μας το επαναλαμβάνουν όλοι οι σοφοί μας, προ παντός για τις βαθιές έννοιες που περιέχει το έργο των έξι ημερών. Είναι δυνατόν είτε μόνος του είτε με την βοήθεια των φώτων ενός άλλου κάποιος να φτάσει μέχρι να μαντέψει το νόημα. Τότε πρέπει να σιωπά ή και αν μιλήσει να μιλάει καλυμμένα, όπως κάνω εγώ, αφήνοντας τα υπόλοιπα να τα μαντέψουν σε εκείνους που μπορούν να με ακούσουν“.

     Στη μυητική διαδικασία των μυστήριων χρησιμοποιούσαν ένα είδους θείου δράματος , πλούσιο από εικόνες της θεότητας διάμεσου του οποίου ερχόταν ο άνθρωπος σε επαφή με την θεία του αρχή. Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι η δημιουργία του θεάτρου οφείλεται στις μυστηριακές τελετές. Μέσα από τις θεατρικές παραστάσεις προσπαθούσαν να διεγείρουν συγκεκριμένα συναισθήματα από τους συμμετέχοντες θεατές. Με τις μυστηριακές τελετές οι άνθρωποι αποκτούσαν ένα μέσο για να περάσουν σε ένα ανώτερο επίπεδο αντίληψης. Ανυψώνονται από επίπεδο σε επίπεδο και επικοινωνούσαν με τον θείο σπινθήρα που έκρυβαν και κρύβουν μέσα τους. Αυτό που οι πρόγονοι μας αποκαλούσαν “δαιμόνιο”.Αυτή η διαδικασία ήταν η μύηση. Η διεύρυνση δηλαδή της συνείδησης, και η προσέγγιση των θειικών όψεων που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Τα μυστήρια είχαν πάντοτε ως σκοπό να αποκαλύψουν την τέλεια διδασκαλεία υπό 3πλή αντίληψη: των αισθήσεων, της ψυχής και του πνεύματος. Δηλαδή σκοπό να λάμψει το Αόρατο πίσω από το ορατό κι η αλήθεια πίσω από το σύμβολο. Μέσα από τις περιπέτειες των ηρώων και την ιδέα της αναζήτησης καλύπτεται μία παγκοσμιότητα, είτε σαν τον μύθο του Αγίου δισκοπότηρου και των Ιπποτών του βασιλιά Αρθούρου, είτε σαν Οδύσσεια ή Αργοναυτική εκστρατεία. Η μάνα Γη για παράδειγμα αποτέλεσε για όλους τους αρχαίους λαούς το Σύμβολο της ύλης, της μήτρας του ανθρώπου.
     Μέσα από το πέρασμα των αιώνων το σύμβολο αυτό εξυψώθηκε, απέκτησε διαφορετική διάσταση και σήμερα είναι η μητέρα του Χριστού , του Βούδα, του Κρίσνα, κλπ. Σε όλες τις αρχαίες κοσμογονίες η μητέρα Γη γονιμοποιείται από τον Ουρανό-Πατέρα για να δώσει ζωή. Το θεϊκό ζευγάρι για τους Έλληνες ήταν ο Ουρανός κι η Γαία, για τους Αιγυπτίους Σέμπ και Νούτ, για τους Ιάπωνες Ιζανάμι και Ιζανάγκι , τα ονόματα απλώς αλλάζουν. Παραβολές κατά αντιστοιχία με τον συμβολισμό των μύθων, χρησιμοποιούσε κατά κόρον και ο Ιησούς. Όταν οι μαθητές του τον ρώτησαν γιατί τις χρησιμοποιεί απάντησε:

     “Γιατί σε εσάς έχει αποκαλυφθεί το βασίλειο των ουρανών , ενώ σε αυτούς ακόμα όχι, γιατί ενώ έχουν μάτια δεν βλέπουν, και ενώ έχουν αυτιά δεν ακούν“.

     Κάτι παρόμοιο δηλαδή πού είχε πει και ο Ηράκλειτος “οι οφθαλμοί και τα αυτιά είναι κακοί σύμβουλοι για βάρβαρες ψυχές” , δηλαδή τις ψυχές που δεν καταλαβαίνουν την γλώσσα του Νου. Από τα λίγα που γνωρίζουμε για αυτά φαίνεται ότι παρουσίαζαν αλληγορικές αναπαραστάσεις που συμβολίζουν τα πεπρωμένα των ψυχών μετά θάνατον, το νόμο και την ενότητα που συνδέουν όλα τα όντα. Επίσης ήταν τελετουργίες για την ευκαρπία της γης , για την πολυπόθητη βροχή. Και υπήρχαν πάντα τοπικά μυστήρια, αλλά και μυστήρια που απόκτησαν πανελλήνια εμβέλεια όπως τα Ελευσίνια, τα Ορφικά , τα Κρητικά και τα Καβείρια. Όλα σχεδόν επηρεασμένα από αυτά της Αιγύπτου, αναδιοργανώθηκαν με τη παρέμβαση μεγάλων μυστών και ιεροφαντών που θήτευσαν πριν στα Αιγυπτιακά ιερά όπως ο Κάδμος, ο Ορφέας, ο Φερεκύδης, ο Επιμενίδης, ο Πυθαγόρας.
     Στα μυστήρια όλων των εποχών και όλων των θρησκειών οι άνθρωποι επιδιώκουν τη βοήθεια του θεού ή των θεών. Και την επιδιώκουν από την στιγμή που μπόρεσαν να συλλάβουν την ιδέα των πανίσχυρων θεών και του υπερβατικού τους κόσμου. Τα μυστήρια εμφανίζονται σε ένα αρκετά αναπτυγμένο πολιτιστικό στάδιο του ανθρώπου. Η σύλληψη της έννοιας των θεών, των πνευμάτων και ενός υπερβατικού κόσμου που υπάρχει πέρα από τις αισθητές δυνατότητες του ανθρώπου , αποτελούν την αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη των μυστηρίων.
Βασικό στοιχείο στην τέλεση των μυστηρίων ήταν ο κύκλος των μυημένων. Αλλά ως ένα βαθμό συμμετείχαν και μη μυημένοι διαφορετικά δεν θα υπήρχε συνέχεια στα μυστήρια αν δεν υπήρχαν μυημένοι. Εκεί μπορούσαν να λάβουν μέρος μόνο όσοι πετύχαιναν μετά από προετοιμασίες δοκιμασιών και υποσχέσεων (π.χ περί εχεμύθειας) και μόνο τότε γίνονταν δεκτοί στο χώρο των μυημένων. Στους χώρους εκείνους που υπήρχε εξωτερική και εσωτερική λειτουργία ιδιαίτερη έμφαση δινόταν στην ψυχική ανύψωση του ανθρώπου προς την πνευματική του ολοκλήρωση και τελειοποίηση μέσω του καθαρμού και του εξαγνισμού , για να κατακτήσει ο μυημένος με την ψυχή του την αγάπη και την πνευματική ελευθερία. Το κυριότερο μέρος από την εξωτερική μύηση ήταν οι καθαρμοί κι οι εξαγνισμοί , όπου το μέρος αυτό των Μυστηρίων ονομαζόταν καθάρσια ή και καθαρμοί.
      Όλα τα μυστήρια του κόσμου έχουν για κέντρο τους τη Μητέρα-Γη που στους διάφορους λαούς παίρνει και ιδιαίτερα ονόματα. Στους Σουμέριους λέγεται Ιναννά, στους Βαβυλώνιους Ιστάρ, στη Συρία Αστάρτη, στη Φοινίκη Ανάθ, στην Αίγυπτο Ίσιδα, στη Μικρά Ασία λέγεται Μεγάλη Μητέρα, Κυβέλη, Δινδυμήνη, Μα, στους Έλληνες Δήμητρα ή Ρέα κ.λ.π. Στο χώρο του Αιγαίου υπάρχει το κοινό επίκεντρο της Μεγάλης Μητέρας Γης με τις αντίστοιχες της Δ.Μικράς Ασίας, όπου στην αρχή μάλλον δεν χρειαζόταν να αναφερθεί το όνομά της. Αργότερα πήρε το όνομα Ρέα (που σημαίνει Γη – Γαία) και επίσης Δήμητρα (Γη Μήτηρ). Στα πρώτα μυστήρια στον κόσμο του Αιγαίου υπάρχει και αρσενικός θνήσκων θεός όπως σε όλα τα μυστήρια της Μέσης Ανατολής.Στις νεότερες ανακαινίσεις των μυστηρίων εκλείπει ο θνήσκων θεός και στη θέση μπαίνει η “Κόρη – Περσεφόνη”. Ο ουράνιος σύζυγος εξακολουθεί να υπάρχει , αλλά με διάφορα ονόματα όπως: Δίας, Ποσειδώνας, Ίακχος ή και ακόμα είναι ανώνυμος θεός. Παρατηρούμε ότι στα Διονυσιακά-Ορφικά και στα Κρητικά εξακολουθεί να παίζει κύριο ρόλο ο θνήσκων θεός όπως ο Διόνυσος που ταυτίζεται με τον Όσιρη και ο Ορφέας. Πάντως στον κόσμο του Αιγαίου και της Ελλάδας γενικότερα τα μυστήρια γίνονταν δύο φορές το χρόνο, το φθινόπωρο με τη σπορά και την άνοιξη όταν τα σπαρτά θέλουν βροχή, αλλά. σε κάθε περιοχή τα μυστήρια τελούνταν ανάλογα με το κλίμα.

Ελευσίνια Μυστήρια: Η παράδοση ανάγει την ίδρυση των Ελευσίνιων Μυστηρίων στην εποχή του βασιλέως των Αθηνών Πανδίονος, δηλ. στη Μυκηναϊκή Περίοδο, περί το 1350 π.Χ. Είναι ωστόσο σίγουρο -κατόπιν των ανασκαφών στην Κνωσό – ότι και τα Ελευσίνια Μυστήρια ανάγονται στην Μινωική Εποχή. Ο σκοπός των Ελευσίνιων Μυστηρίων δεν ήταν άλλος, παρά να δώσει τη γνώση στον άνθρωπο ότι είναι αθάνατος, όχι βέβαια σαν σώμα αλλά σαν ψυχή. Τα Ελευσίνια μυστήρια διακρίνονταν στα Μικρά και στα Μεγάλα. Τα μικρά τελούνταν στην Άγρα, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό στις όχθες του Ιλισού. Τα μικρά μυστήρια τελούνταν σε τρεις περιόδους:

 Α) κατά τον μήνα Ανθεστηρίωνα (Φεβρουάριο-Μάρτιο)
 Β) μετά 7 μήνες (Σεπτέμβριο)
 Γ) μετά ένα έτος από τη 1η τέλεση.

     Η 1η περίοδος είχε ως τόπο τέλεσης την Άγρα, ενώ οι 2 επόμενες την Ελευσίνα. Τα μικρά μυστήρια ήτανε προπαρασκευαστικά και καθαρτικά στάδια για τη μύηση στα μεγάλα, ή εποπτικά μυστήρια που τελούντα κάθε 4ετία κι είχανε διάρκεια 9 μέρες. Οι κυρίως ιεροτελεστίες λάμβαναν μέρος τη νύχτα κι οι υποψήφιοι μύστες επαναλάμβαναν τη φράση:

   “ενήστευσα, έπιον τον κυκεώνα, έλαβον από κιάστης και αφού εγεύθην, ετοποθέτησα πάλιν από τον κάλαθον εις την κύστην

     Οι τελετουργίες της μύησης διακρίνονταν στα δρώμενα, τα δεικνώμενα και τα λεγόμενα. Δρώμενα ήτανε χρήση των ιερών αντικειμένων, δεικνυώμενα όλες οι θεώμενες παραστάσεις και λεγόμενα ήταν οι συμβολικές φράσεις των μυστών.
Ανώτεροι τελετουργοί ήταν :

– Ιεροφάντης με την Ιεροφάντιδα, καταγόμενοι από την οικογένεια των Ευμολπιδών
· Ο Ιεροκύρυξ από τι γένος των Κηρύκων
· Ο Επιβώμιος Ιερεύς με την Επιβώμιο Ιέρεια
· Ο Ιακχοφόρος, που έφερνε κατά τις τελετές και τις πομπές το είδωλο του Ιάκχου
· Ο Κουρότροφος, ο οποίος φρόντιζε για την διατήρηση του Ιάκχου

     Περιληπτικά και σύμφωνα με τις λίγες σωζόμενες πληροφορίες που έχουμε, διαδραματίζονταν τα εξής :

 * 1η μέρα (14η Βοηδρομιώνος): Ξεκινούσε από την Ελευσίνα (Πομπείον) η πομπή, με τον Ιεροφάντη και τον Δαδούχο επικεφαλής και δια της Ιεράς Οδού έφτανε στους πρόποδες της Ακρόπολης των Αθηνών στο “εν άστει Ελευσίνιο”, όπου κατάθεταν την Ιερή Κίστη με τα απόρρητα Ιερά Αντικείμενα των Μυστηρίων.
 * 2η μέρα (15η Βοηδρομιώνος).Το πλήθος των μυστών, οι άρχοντες κι οι Θρησκευτικοί λειτουργοί συναθροίζονταν στη Ποικίλη Στοά της Αθηναϊκής Αγοράς, όπου γινόταν η κήρυξη των εορτών. Στη 2η μέρα γινόταν η ανακοίνωση όσων γίνονταν δεκτοί για την μύηση, και η ανακοίνωση όσων αποκλείονταν.
 * 3η μέρα (16η Βοηδρομιώνος): Οι υποψήφιοι μύστες βαπτίζονταν στα νερά του Φαλήρου. Στη 3η μέρα ο Κήρυκας εκφωνούσε το παράγγελμα “άλαδε οι μύστε” που συμμορφούμενοι οι προς τη μύηση υποψήφιοι πορεύονταν προς τη θάλασσα και καθαρίζονταν. Ο καθένας από αυτούς έσυρε ένα χοίρο, είδος αποδιοπομπαίου τράγου, που έπαιρνε το βάρος των ανθρώπινων αδυναμιών του ατόμου.
 * 4η μέρα (17η Βοηδρομιώνος): τελούσαν μεγάλη θυσία στο εν άστει Ελευσίνιο της Ακρόπολης. Στη 4η μέρα υπήρχε πένθος και τηρούσαν νηστεία. Oι τελετουργίες ήταν πένθιμες σε ανάμνηση των δακρύων της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
 * 5η μέρα (18η Βοηδρομιώνος): τελούσαν μεγάλη θυσία προς τιμήν του Ασκληπιού στο εν άστει Ελευσίνιο (Ασκληπιείο). Τη μέρα αυτή υποδέχονταν οι Αθηναίοι τις εξέχουσες προσωπικότητες, που έρχονταν για να μυηθούν τα Ελευσίνια Μυστήρια. Τη 5η μέρα τελούσανε θυσίες στη Αθήνα, κάποιες προς τιμή του Διονύσου.
 * 6η μέρα (19η Βοηδρομιώνος). Άρχιζε η μεγάλη πομπή από το εν άστει Ελευσίνιο της Ακρόπολης προς το ιερό της Ελευσίνας. Η πολυπληθής πομπή ακολουθούσε την Ιερά Οδό με επικεφαλής τους αξιωματούχους που μετέφεραν τα Ιερά Αντικείμενα και το ξόανο του Ιάκχου. Πασίγνωστοι είναι επίσης, οι γεφυρισμοί, δηλαδή τα πειράγματα και οι βωμολοχίες, που λάμβαναν χώρα στη γέφυρα του Ελευσινιακού Κηφισσού, από τους κατοίκους της Ελευσίνας προς τους συμμετέχοντες στη πομπή. Η πομπή γινόταν με πυρσούς. Στη πομπή των πυρσών στην Ελευσίνα, οι υποψήφιοι μύστες κρατώντας ο καθένας δάδα αναμμένη, παρηλαύναν ανά 2άδες. Εισέρχονταν στον ναό της Δήμητρας κι υποβάλλονταν με αυτό τον τρόπο στον συμβολικό καθαρμό δια του πυρός.
 * 7η, 8η,9η μέρα Από την 7η και μετά τελούνταν τα κυρίως μυστήρια κι ήταν η στιγμή που ο κήρυξ φώναζε “εκάς, εκάς οι βέβηλοι”. Οι βέβηλοι και οι μη “καθαροί” έβγαιναν, ενώ οι υποψήφιοι εισέρχονταν στο εσωτερικό του ναού. Οι μύστες νήστευαν, έπιναν τον Κυκεώνα και κλείνονταν στο Τελεστήριο με τον ερχομό της νύχτας, όπου γίνονταν τα “Δρώμενα”, που γνωρίζουμε λίγα πράγματα.
O Ιεροφάντης έδειχνε στους μύστες τα “Δεικνύμενα” (δηλ. τα ιερά που φυλάσσονταν στην ιερή κίστη, στο άδυτο του Τελεστηρίου), λέγοντας κάτω από μεγάλη φωτιά τα “Λεγόμενα”. Οι μύστες απαντούσαν με το “ύε-κύε” (βρέξε-καρποφόρησε). “Καταρχάς πλενόμαστε με ύδωρ …Αφού οδηγηθούμε από τον Ιεροφάντη ,μας διαβάζει από λίθινο βιβλίο πράγματα τα οποία επί ποινή θανάτου δεν πρέπει να ανακοινώσουμε σε κανένα”(Πορφύριος)..Στα λεγόμενα ανήκει και η μυστηριώδης φράση “Κονξ-ομ-παξ” με την οποία έκλεινε. Το τι ακριβώς σήμαινε αυτή η φράση έχουνε προταθεί πολλές απόψεις. Η πιο πιθανή φαίνεται να είναι αυτή που το ταυτίζει με την Πυθαγόρεια Εντολή: “άκουε, όρα, σίγα”. Κατά το λεξικό LIDDELL SCOTT το ρήμα “κοωέω-ώ” σημαίνει “ακούω/γνωρίζω”, το “όμμα” σημαίνει “οφθαλμός” ενώ το “πάξ” σημαίνει “σιωπή”. Άρα λοιπόν η μυστηριακή φράση “κόνξ-ομ-πάξ” ίσως σημαίνει “άκουε-βλέπε-σώπα”.
     Σύμφωνα με τον W. Durant , οδηγούσαν τους μύστες υπό το φως των πυρσών σε σκοτεινά υπόγεια σπήλαια τα οποία συμβόλιζαν τον Άδη και στην συνέχεια τους οδηγούσαν σε ένα φωτεινό δωμάτιο, που αντιπροσώπευε την κατοικία των ευδαιμόνων. Ο Ιεροκήρυκας έλεγε τα εξής λόγια: “ιδού βρίσκεστε στο υποχθόνιο κατώφλι της Περσεφόνης. Για να εννοήσετε την μέλλουσα ζωή και την παρούσα κατάσταση σας, πρέπει να διέλθετε από το κράτος του θανάτου. Αυτή είναι η διαδικασία των μυημένων. Πρέπει να μάθετε να αψηφάτε τα σκότη για αν χαρείτε το φως”(Αυτοκράτορας Ιουλιανός), και ακολουθούσε η Εποπτεία, η πεμπτουσία ουσιαστικά των μυστηρίων, που ήταν η άμεση επικοινωνία με το “Θείο”.
     Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι μύστες μες στο άδυτο του Τελεστηρίου έβλεπαν και βίωναν ένα συγκλονιστικό όραμα μπρος από μια μεγάλη απόκοσμη φωτιά ή λάμψη! Η εμπειρία αυτή έπειθε τους μύστες περί της Προΰπαρξης και της Αθανασίας της ψυχής, αλλά δυστυχώς, για το πώς επιτυγχάνετο αυτή η διαδικασία, δεν γνωρίζουμε απολύτως τίποτα! Ας σημειωθεί ότι για να λάβει κανείς την ύψιστη μύηση της Εποπτείας (και να καταστεί Επόπτης) έπρεπε το προηγούμενο χρόνο να είχε μυηθεί στα Μικρά ή εν Άγραις.
     Ο Πλούταρχος περιγράφει τη διαδικασία της μύησης μες στη νυχτερινή φωτιά ως την εμπειρία της ψυχής, τη στιγμή του θανάτου. Αλλά κι ο Πλάτων (Φαίδρος) υπαινίσσεται, ότι στα μυστήρια η ψυχή θυμάται τη θεία καταγωγή της -ίσως και τις προηγούμενες ενσαρκώσεις της- και χάρη σ’ αυτή την ανάμνηση, ο θνητός άνθρωπος γίνεται “μύστης” κι “επόπτης”! Αλλά και η χρυσή πλάκα του Ιππωνίου αποκαλύπτει την Ελευσίνια εμπειρία περί προΰπαρξης και αθανασίας της ψυχής:

   “Είμαι παιδί της Γης και του Έναστρου Ουρανού. Στέγνωσα απ’ τη δίψα και πεθαίνω. Γι’ αυτό δώστε μου γρήγορα κρύο νερό, απ’ αυτό που κυλάει απ’ της Μνημοσύνης τη λίμνη. Οι βασιλιάδες που είναι κάτω από τη γη θα σε σπλαχνιστούν και θα σου δώσουν να πιεις από τη λίμνη της Μνημοσύνης. Και δρόμο παίρνεις πολυσύχναστο, δρόμο ιερό, που κι άλλοι μύστες και βακχευτές ξακουστοί πορεύονται“.

     Στο παραπάνω κείμενο η ψυχή ζητά να πιει νερό απ’ της Μνημοσύνης (Μνήμης) τη βρύση, για να θυμηθεί τη θεϊκή προΰπαρξή της. Όταν γίνει αυτό, τότε βαδίζει πια στον ιερό δρόμο των Μυστών κα απαλλάσσεται απ’ τον κύκλο των ενσαρκώσεων, όπως τόνισε και ο Πλάτων στα κλασσικά έργα του “Φαίδων”, “Μένων” κλπ. Αυτή η πεποίθηση περί μετενσάρκωσης γινότανε βεβαιότητα στα Μυστήρια της Ελευσίνας, τα οποία έκλειναν με τη μυστηριώδη φράση, “Κόνξ-ομ-πάξ”. Τη τελευταία ημέρα γίνονται οι σπονδές στους νεκρούς και άρχιζε η επιστροφή των Μυστών στην Αθήνα. Την τελευταία ημέρα η καλούμενη ως “πλυμοχόων” ή “καταλισκών”, σημείωνε την λήξη των εορτών. Οι μύστες επέστρεφαν στην Αθήνα. Δύο πήλινα αγγεία γεμισμένα με νερό τοποθετούνταν προς την ανατολή, και τη δύση του ναού κι ανατρέπονταν. Η μέρα αυτή ήταν αφιερωμένη στη λατρεία των δαιμόνων και των νεκρών.

Η κόρη έπαιζε ασταμάτητα στα λιβάδια που τόσο πολύ αγαπούσε. Ήταν η εποχή που η ζωή εκδηλωνόταν στη γη με πολλά χρώματα. Μέσα στο παιχνίδι η κόρη είδε ένα θεσπέσιο λουλούδι, ένα Νάρκισσο κι έτρεξε να τον πάρει. Εκεί κοντά έβοσκε τους χοίρους του ο Ευουλέας και μόλις η κόρη άγγιξε το Νάρκισσο ο Πλούτωνας βρήκε την ευκαιρία να τη πάρει κοντά του, ανοίγοντας ένα χάσμα όπου μαζί με τη Περσεφόνη έπεσαν κι οι χοίροι του Ευουλέα. Η μητέρα της έτρεξε να τη βρει δίχως αποτέλεσμα και καθώς η λύπη της Θεάς συνεχιζόταν, ο Δίας θέλοντας να τη βοηθήσει έκανε μία συμφωνία με τον Πλούτωνα. Το 1/3 του χρόνου να είναι βασίλισσα του κάτω κόσμου και τα 2/3 να είναι επάνω στη γη με την μητέρα της.

     Οι θεοί αυτών των μυστηρίων είναι δύο ζεύγη, η Μητέρα – Κόρη και ο Θεός – Θεά.

     Ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης αποτελεί το κέντρο της λατρείας των Ελευσινίων. Θεωρείται ότι τα Ελευσίνια Μυστήρια ιδρύθηκαν από τον Εύμολπο το 1.400 π.Χ κι ότι άρχισαν να λειτουργούν επίσημα τον 8ο αιώνα π.Χ Υπήρχαν τα μικρά (Ελάσσονα) τα εν Άγραις και τα μεγάλα (Μείζονα) μυστήρια. Σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, δεν πρέπει να ταυτίζονται τα μικρά (Ελευσίνια) με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ των Ελευσινίων και των Μυστηρίων, διότι για την τιμή της Δήμητρας και της Κόρης γίνονταν πολλές γιορτές και οι πιο επίσημες ήταν όπως αναφέραμε τα Ελευσίνια, τα Θεσμοφόρια, τα Αλώα και τα Θαλύσια.
     Κατά τη διάρκεια του Ανθεστηρίωνα (Β’ 15ήμερο Φλεβάρη κι Α’ 15ήμερο Μάρτη) την εποχή της Άνοιξης, τελούνταν τα Ελευσίνια ή τα “Εν Άστει” ενώ τα “Μυστήρια εν Ελευσίνι” τα ονομαζόμενα μεγάλα, τελούνταν το μήνα Βοηδρομιώνα (Β’ 15ήμερο Σεπτέμβρη κι Α’ 15ήμερο Οκτώβρη). Σύμφωνα μ’ άλλη εκδοχή κι οι 2 γιορτές τελούνταν στην Ελευσίνα αλλά τα μεν Μυστήρια ήταν η καθαρά θρησκευτική τελετή που παίρνανε μέρος μόνο μύστες, ενώ τα δε Ελευσίνια ήταν αγώνες προς τιμήν της Δήμητρας κι ονομάστηκαν έτσι επειδή τελούνταν στην Ελευσίνα. Άλλοι μελετητές υποστηρίζουν ότι και στα μικρά τελούνταν Ιερές μυητικές τελετουργίες προς τιμή της Θεάς Περσεφόνης (Κόρης) κι ήταν εισαγωγικές και προπαρασκευαστικές για τα Μεγάλα Μυστήρια. Οι μυούμενοι θυσιάζανε δέλφακα (χοιρίδιο) και με τα νερά του ποταμού (Ιλισσός) καθαρίζονταν από τα μιάσματα με τη βοήθεια ειδικού ιερέα που λεγόταν Υδρανός. Ακολουθούσε μέγας όρκος τους μπρος στον όσιο Ευμολπίδη, Ιεροφάντη της Ελευσινίας Δήμητρος και κατήχησή τους από τον τελευταίο, αναγκαία για τη προπαρασκευή των μυστών για τα μετά από 5 ενιαυτούς λεγόμενα Μεγάλα Ελευσίνια (Εποπτεία). Στο τέλος, οι μυούμενοι ενθρονίζονταν κι οι ιερείς χόρευαν τελετουργικά γύρω απ’ αυτούς ως σημείο αποδοχής στον κύκλο της 1ης μύησης.
     Από τις 15 ως τις 22 του Βοηδρομιώνα τελούνταν ανά 5ετία στην Ελευσίνα τα Μεγάλα Μυστήρια που κατέληγαν σε επιφάνεια της Θεάς Περσεφόνης και μύηση των μυστών στο “υπέρτατο μυστικό της ζωής”. Η 1η μέρα της μύησης λεγόταν “Αγυρμός”, δηλαδή συγκέντρωση και περνούσε με τη προσέλευση των υποψηφίων μυστών στο Ιερό της Ελευσίνας. Η 2η μέρα λεγόταν “Άλαδαι Μύσται” και περνούσε με πομπή προς τη θάλασσα και καθαρμούς στα νερά της. Τη 3η μέρα καθιερωνόταν απόλυτη νηστεία κι άρχιζε η χορήγηση του περίφημου ποτού κυκεών. Η νηστεία σταματούσε το ίδιο βράδυ με λίγα “ιερά τρόφιμα” που δίνονταν στους μυούμενους μέσα από μια “Μυστική Κύστη”. Τη 4η μέρα προσφέρονταν θυσίες στις θεότητες της Ελευσίνας και χορεύονταν ιερατικοί κυκλικοί χοροί. Τη 5η “Λαμπαδηφορία” οι μυούμενοι με πυρσό στο χέρι σχημάτιζαν ανά 2 σιωπηλή πομπή με επικεφαλής το “Δαδούχο” ιερέα κι έμπαιναν στο Ναό της Θεάς Δήμητρας. Η 6η λεγόταν “Ίακχος” κι ήταν αφιερωμένη σε λατρευτικές πράξεις προς τιμή του θεοπαίδα Ιάκχου με περιφορά του αγάλματός του (στεφανωμένου με μυρσίνη σε ένδειξη πένθους) και των ιερών του αντικειμένων (Λικμός,Κάλαθος,Φαλλός) από τον Κεραμεικό στην Ελευσίνα μέσω της “Ιεράς Οδού”. Η νύχτα προς την 7η μέρα λεγόταν “Ιερά Νύξ” και εγκαινίαζε τη Μεγάλη Μύηση που ολοκληρωνότανε την 9η μέρα με τη τελική Ιεροφάνεια και τη Θεαματική επιφάνεια της Θεάς Περσεφόνης που ανερχόταν από τον Άδη. Επίσης τα σύμβολα που αναφέρονται ότι χρησιμοποιούσαν στα μυστήρια αυτά είναι τα εξής: Η σφαίρα, το στάχυ κι η χλόη, το φίδι, η άκανθος, ο υάκινθος, το σπειρωτό φίδι το κουκουνάρι, το αυγό και Κλάδος Πίτυος.
     Στα Ελευσίνια γύρω 176 μ.Χ μυήθηκε κι ο Μ. Αυρήλιος ενώ στα Μυστήρια αυτά δεν γίνονταν δεκτοί ανθρωποκτόνοι, ιερόσυλοι, εναγείς, μάγοι κι άθεοι (στους τελευταίους κατατάσσονταν την ύστερη αρχαιότητα οι Επικούρειοι κι οι Χριστιανοί). Τα Μυστήρια έπαψαν να τελούνται το 395 μ.Χ με τη πλήρη καταστροφή και πυρπόληση των Ιερών από τον Γότθο χριστιανό Αλάριχο και τη μαρτυρική θανάτωση σύσσωμου του ιερατείου πάνω στη πυρά.

Ορφικά Μυστήρια: Ο Ορφέας στάθηκε το έμψυχο πνεύμα της ιερής Ελλάδας, αυτός που αφύπνισε τη θεία ψυχή. Η 7χορδη λύρα του αγκαλιάζει το σύμπαν. Κάθε χορδή της αντιστοιχεί σ’ ένα ρυθμό της ανθρώπινης ψυχής, περιέχει το νόμο μιας επιστήμης και μιας τέχνης. Η θεουργική και διονυσιακή ώθηση, που κατόρθωσε να μεταδώσει στην Ελλάδα ο Ορφέας, μεταφέρθηκε μέσα απ’ αυτήν σε όλη την Ευρώπη. Εμφανίστηκε στη Θράκη ήταν βασιλικής καταγωγής και με τη μελωδική φωνή του ασκούσε παράδοξη έλξη. Ξαφνικά ο νέος αυτός εξαφανίστηκε. Έλεγαν ότι πέθανε, ότι κατέβηκε στον Άδη. Είχε φύγει για την Αίγυπτο όπου μυήθηκε και ξαναγύρισε μετά από πολλά χρόνια με ένα όνομα μύησης που πήρε από τους δασκάλους του. Τώρα ονομαζόταν Ορφέας ή Άρφα που σημαίνει “Εκείνος που γιατρεύει με το φως”.
Οι ιερείς της Ροδόπης υποδέχτηκαν τον μύστη της Αιγύπτου σαν σωτήρα. Σε λίγο η επίδρασή του θα εισχωρήσει σε όλα τα ιερά της Ελλάδας. Αυτός καθιέρωσε τη βασιλεία του Δία στη Θράκη και του Απόλλωνα στους Δελφούς, που έβαλε τις βάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου, το οποίο υπήρξε η κοινοτική ενότητα της Ελλάδας. Τέλος με τη δημιουργία των Μυστηρίων διαμόρφωσε τη θρησκευτική ψυχή της πατρίδας του. Στην κορυφή της της μύησης συγχώνευσε τη θρησκεία του Δία με τη θρησκεία του Διονύσου, σε μια παγκόσμια σκέψη. Οι μύστες ασπάζονταν από τα διδάγματά του το αγνό φως των υπέρτατων αληθειών. Κι αυτό το ίδιο φως έφθανε ως τον λαό κάπως μετριασμένο, όχι όμως και λιγότερο ευεργετικό, κάτω από το πέπλο της ποίησης και των μαγευτικών γιορτών. Κατ’ αυτό τον τρόπο έγινε ο αρχιερέας της Θράκης, μέγας ιερέας του Ολυμπίου Δία, και για τους μύστες αυτός που αποκάλυπτε τον Ουράνιο Διόνυσο.
     Ο μύθος της Ευρυδίκης έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά όχι σαν ιστορία αγάπης. Είναι ένα θεολογικό κομμάτι που οικειοποιήθηκε στην αρχή ο Διόνυσος. Η Σεμέλη, η πρασινισμένη γη, προβάλλει από κάτω, χρόνο με το χρόνο μαζί της έρχεται κι ο Διόνυσος, ενώ εξαιτίας κάποιου αισθήματος ιπποτισμού οι άντρες είπαν ότι πηγαίνει για τη φέρει. Ο ρόλος του Διόνυσου περνά στον Ορφέα. Πάντως το πάντρεμα μεταξύ του Διονύσου Ζαγρέα και του Ορφισμού δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο Ορφέας ως ιερέας του Διονύσου σφετερίστηκε την ανάστασή και το θάνατό του απ’ όπου ξεπήδησε η όμορφη ιστορία αγάπης. Εύκολα προστέθηκε ένα στοιχείο-ταμπού, κοινό σε πολλές πρωτόγονες ιστορίες. Χθόνιες τελετές συχνά επικαλούνταν εμπεριέχοντας την ιδέα “να μην στραφεί κάποιος πίσω” (αμεταστραπί). Στα Ορφικά Μυστήρια υπήρχαν διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού, οι διάφορες αποχές όπως η απαγόρευση της κρεοφαγίας. Ο Ορφισμός επηρέασε και τον Πυθαγόρα που έγινε ζηλωτής του τρόπου έκφρασης του Ορφέα. Στα χρόνια δε του Πεισίστρατου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια. Όσοι μυούνταν στα Ορφικά Μυστήρια τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια μυστικές διατάξεις, οι οποίες είχαν μεγάλης ομοιότητα με τις Πυθαγορικές αρχές. (Αποτελούνταν από 9 βαθμούς και διαιρούνταν σε 3 κατηγορίες.
     Σε αυτά που αφορούσαν τη διαμόρφωση του ανθρώπου κι έδειχναν την προέλευσή του, σε αυτά που δίδασκαν τις δυνάμεις της φύσης, τις ποικιλίες των οργάνων των διαφόρων μορφών και μεγάλα κι ιερά στα οποία δεν έπρεπε να αναφέρουν ούτε λέξη για την ύπαρξή τους.
Στη 1η ομάδα μυούνταν άντρες και γυναίκες κι υποβάλλονταν σε 5ετή σιγή. Στη 2η μυούνταν μόνον εξαγνισμένοι στο σώμα και στο νου και καθαροί από ανομήματα. Στη 3η μυούνταν μόνο φωτισμένοι κι εμπνευσμένοι νέοι κι αγνές κοπέλες με ψυχικό κάλλος).
     Οι Ορφικοί Ύμνοι, μύθοι κι εξορκισμοί αν και γραμμένοι σε διαφορετικές εποχές από διαφορετικούς συγγραφείς, (μολονότι το όνομα του Ορφέα αρκετές φορές δεν αναφέρεται πουθενά) εκφράζουνε θέματα που εντάσσονται στα πλαίσια του Ορφισμού, μιας ονομασίας που έφτασε να ‘ναι θρησκευτική τάση αν και μερικοί μελετητές τον θεωρούν ως θρησκεία που ‘χεν εισαχθεί από άλλες χώρες, ενώ άλλοι ως αίρεση κι άλλοι ως ρεύμα ελληνικής προέλευσης με ξένες επιδράσεις (όπως η αντίληψη της Ορφικής Κοσμογονίας με το Κοσμικό Αυγό κι η αθανασία της Ψυχής με την αντίληψη του Ορφικού Τροχού ή του Κύκλου του ακατάπαυστου εξαγνισμού.

Τα Κρητικά Μυστήρια: Οι 1ες θρησκευτικές εκδηλώσεις του ανθρώπου, συνδέονται άμεσα με τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στη σκληρή του προσπάθεια να επιζήσει. Οι καιρικές συνθήκες, οι εποχές του χρόνου, τα φυσικά φαινόμενα, τρομάζουν τον άνθρωπο και νιώθει αδύναμος, έτσι η μόνη διέξοδος που βρίσκει είναι η λατρεία της φύσης που την ταυτίζει με τη Μητέρα – Γη. Η προσωποποίηση του κύκλου των εποχών και της αναγέννησης της φύσης παριστάνεται με τη μορφή νεαρού βρέφους ή νεαρού θεού που γεννιέται, πεθαίνει και ανασταίνεται κάθε χρόνο. Μία εικόνα της μητέρας φύσης που κρατά ένα νεογνό στην αγκαλιά της, οποία επαναλαμβάνεται συνεχώς σε όλες τις παγκόσμιες αρχαίες θρησκείες.
     Ο θάνατος της Ηλιακής θεότητας στη μεσογειακή λεκάνη, συμβολίζει το χειμώνα ενώ η ανάσταση συμβολίζει την Άνοιξη-ζωή., είτε μέσω του μύθου του Διονύσου, είτε μέσω του Αιγυπτίου Θεού Όσιρη, που λατρεύτηκε σε ολόκληρη την Αίγυπτο. Ο Αιγύπτιος θεός Όσιρις ανήκει σύμφωνα με τον εσωτερισμό στους θεούς τους Γης, και σχετίζεται κυρίως με τον Διόνυσο και τον Άδη. Οι κύριες αρχές της λατρείας του Όσιρη, ήταν η πίστη στο θάνατο, στην ανάσταση, και στον απόλυτο έλεγχο των μοιρών των σωμάτων και των ψυχών των ανθρώπων.
Χαρακτηριστικό σημείο επίσης είναι ο χαρακτηρισμός του Όσιρη ως ποιμένα .Η ράβδος απεικονίστηκε στα χέρια του Όσιρη από την Αιγυπτιακή τέχνη. Στη λογοτεχνία τα επίθετα του sa και Asar-sa σημαίνουν “ποιμένας” κι “Όσιρις ο ποιμένας”. Η ονομασία ποιμένας αποτελεί τον κατάλληλο τίτλο για πολυαγαπημένο πνευματικό ηγέτη του οποίου η πίστη της ανάστασης υποσχόταν ζωή μετά θάνατο για τη ψυχή. Στον Ελλαδικό χώρο ο 1ος πολιτισμικά αλλά και θρησκευτικά ανεπτυγμένος πολιτισμός είναι αυτός της μινωικής Κρήτης. (3000 π.x-1500 π.x). Εδώ έχουμε μυθολογικά τη γέννηση του Δία αλλά κι άλλων Ελληνικών Θεών και τη τέλεση των 1ων μυστηριακών τελετών, που καθώς φαίνεται επηρέασαν καταλυτικά τα μετέπειτα Ελληνικά μυστήρια. Χαρακτηριστικό της σημασίας των Μινωικών μυστηρίων είναι ότι ο Πυθαγόρας επισκέφθηκε τη Κρήτη για να μυηθεί στα εκεί μυστήρια. Βάση της μινωικής θρησκείας, όπως κι όλων των πρωτόγονων θρησκειών είναι “ο κύκλος της βλάστησης”.
     Όπως είδαμε παραπάνω το δέος του ανθρώπου κι η προσπάθεια του να κατανοήσει και να ευδαιμονίσει τις διαρκώς μεταβαλλόμενες φυσικές δυνάμεις, ήτανε φυσικό να οδηγήσει στη θεοποίηση των φυσικών δυνάμεων και στη λατρεία τους. Έτσι και στη μινωική Κρήτη μεγάλη θεότητα είναι η ίδια η φύση, η Μεγάλη Μητέρα, ως “Ορεία Μήτηρ” και “Πότνια θηρών”, άλλοτε ως “Θεά των Όφεων” ή του ιερού δέντρου, των πουλιών ή των λουλουδιών. Άλλοτε πάλι παρουσιάζεται ως πολεμική θεότητα με ασπίδα και ξίφος κι άλλοτε ως θαλάσσια θεότητα που ταξιδεύει μέσα σε ιερό πλοίο. Οι κάτοικοι της Κρήτης ήταν οι 1οι στον Ελλαδικό χώρο που απέδωσαν στο θείο σεβασμό μέσω των μυστηρίων, που μέσω της χρήσης συμβόλων άνδρες και γυναίκες, τελούσανε στα ιερά τους μέρη τις ιερουργίες και τις μυήσεις τους.
Οι μειούμενοι στα Κρητικά Μυστήρια διδάσκονταν την Ιατρική, και τη μουσική τέχνη. Αρχικά λάτρευαν τη Μεγάλη Μητέρα, τη Ρέα-Γη ή Μα, γιατί αυτή συμβόλιζε τη παραγωγική ανανεωτική φροντίδα της Μητέρας Φύσης. Οι θρησκευτικές τελετές ήταν απόδοση σεβασμού σ’ αυτή κι εκδήλωση της παράκλησης για τη βοήθειά της. Και σ’ αυτές πρωτεύουσα θέση είχαν οι Ιέρειές της σαν ομόφυλες της Μεγάλης θεάς. Αργότερα πήραν μέρος στις τελετές κι άνδρες, όταν ο βασιλιάς ήτανε πλέον κι Αρχιερέας κι η λατρεία της “γονιμοποιητικής” δύναμης της Φύσης στη μορφή του νεαρού γιου της Μεγάλης Μητέρας, του Κρηταγενή Δία και του Ποσειδώνα στη λατρεία του Ταύρου, κυριαρχήσανε στη κρητική θρησκεία.
     Η Ρέα, η Μεγάλη πανάρχαια Θεά, η θυγατέρα του Ουρανού και της Γης, η σύζυγός του Κρόνου και η μητέρα του Κρηταγενή Δία, λατρευότανε κάτω από το ιερό Δέντρο της στις υψηλές κορυφές των βουνών και των λόφων, καθώς και στα Ιερά Σπήλαια. Το Ιερό Δέντρο και το Ιερό Σπήλαιο ήτανε σύμβολα μητρότητας και ζωής, 2 σημαντικά σύμβολα που επίσης συναντούνται σε όλες σχεδόν τις αρχαίες θρησκείες. Μπρος από το Ιερό δέντρο γινόταν οι προσφορές κι οι χοροί. Το δέντρο συμβόλιζε τη μητέρα που προσφέρει τον καρπό της ζωής. Όπως πάντα οι τελετές άρχιζαν με την κάθαρση, που ήταν συνήθως πλύση των χεριών με αγιασμένο νερό, γιατί οι πιστοί έπρεπε να περάσουν καθαροί προς τον τόπο κατοικίας της θεότητας. Ακολουθούσαν οι προσφορές κι οι αναίμακτες θυσίες, καθώς και χοροί όπου χορευτές και χορεύτριες έρχονταν σ’ έκσταση για διευκόλυνση της επικοινωνίας με τη θεότητα. Από τις γιορτές αυτές σημαντικότερη ήταν Τα Ταυροκαθάψια. Παιγνίδια κι αγώνες με ταύρους που γίνονταν την εποχή που ξαναγεννιέται η φύση και ο άνθρωπος, την άνοιξη. Ο ταύρος συλλαμβανόταν ζωντανός, χωρίς να πληγωθεί.
     Τα Μυστήρια στην αρχαία Κρήτη ήταν διαχωρισμένα σε δυο μεγάλες λατρευτικές κατηγορίες : στα της Μεγάλης Μητέρας Ρέας – Γης και στα Μυστήρια του Κρηταγενή Ιδαίου Δία. Η γη είναι ζωντανή και κάθε χρόνο γεννά καρπούς με τους οποίους τρέφονται τα ζώα κι ο άνθρωπος. Κάθε μορφή ζωής στηρίζεται στους καρπούς που γεννά η γη. Ήταν ανακάλυψη, μία επαναστατική σκέψη που επηρέασε τις κατοπινές σκέψεις του ανθρώπου στη δημιουργία των διαφόρων πολιτισμών που θα αναπτύξει. Η ΓΗ γεννά. Αλλά για να γεννήσει έπρεπε να έχει επαφή με κάποιο αρσενικό. Στη Πελασγική Κρήτη το κύριο μέρος της λατρείας ήταν εστιασμένο στη Μεγάλη Μητέρα, τη Ρέα-Γη σε ύστερους χρόνους, που συμβόλιζε την ανανεωτική παραγωγική φροντίδα της φύσης. Η Θεά Μητέρα είναι η χθόνια θεά με τα φίδια , η πότνια θηρών με λιοντάρια κι αγρίμια κ.λ.π . Μαζί της λατρεύεται ο δυνατός γονιμοποιός θεός (φαίνεται στη μορφή του ταύρου) και το νεαρό ζευγάρι του αγοριού και της κόρης που πεθαίνουν ή χάνονται το φθινόπωρο και ξαναγυρίζουνε την άνοιξη στο φως και τη ζωή φανερώνοντας τη περιοδική μορφή της φύσης. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι τα Κρητικά Μυστήρια διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

Α) Στα μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας Ρέας-Γης
Β) Στα μυστήρια του Κρηταγενή Ιδαίου Δία.

     Πιθανολογείται ότι τα Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας ήταν διαχωρισμένα σε Μικρά και σε Μεγάλα. Στα Μικρά ήταν αφιερωμένα στη Θεά Μητέρα Ρέα, που τη διαδέχεται στη λατρεία η Θεά Δίκτυννα Δήμητρα και η κόρη της Δικτυναία Βριτόμαρτυ-Άρτεμη ή η ίδια μορφή της Θεάς Ειλειθυίας, Ελευθώς ή Ελευσίας και όπου έπρεπε να γίνει προπαρασκευή των γυναικών που θα μυηθούν σ’ αυτά να γίνουν αγνές και καθαρές τόσο ψυχικά όσο και σωματικά για να μπορέσουν να προχωρήσουν στα Μεγάλα Μυστήρια. Επίσης έτσι φανερώνεται γιατί είχανε χωριστά το Ιερό Σπήλαιο της Ειλειθυίας που ήτανε θεά της αναπαραγωγής και του τοκετού σε σχέση με τη θεά Βριτόμαρτυ δηλαδή τη γλυκειά παρθένο ή την Άρτεμη. Σ’ αυτά τα μυστήρια διδάσκονταν παραδόσεις Θεών κι ηρώων κι οι συμβολισμοί της Μεγάλης Μητέρας καθώς κι οι δυνάμεις και ιδιότητές της στα 4 γνωστά στοιχεία (γη-όφις, νερό-ιχθύς, αέρα-περιστέρα, φωτιά-λέων). Μυούνταν επίσης στην κατασκευή του συμβολικού μίτου της Αριάδνης (από εδώ πιθανόν να παράγεται το όνομα Μίτρα που δήλωνε την Αφροδίτη συμβολίζοντας επίσης το υφάδι ως νήμα της ζωής ή και την παρθενική ζώνη).
     Στα Μεγάλα Μυστήρια υπήρχαν βαθμοί μυστικών τελετουργιών προς τη θεά των Όφεων που συμβόλιζε τη μεγάλη θεά. Πριν όμως απ’ αυτά ξεκινούσανε λιτανείες, λατρευτικές προσφορές που προσφέρονταν στο Ιερό Δένδρο, αλλά και στη στήλη του Διπλού Πέλεκυ που βρισκότανε στο κέντρο Ιερού ή Σπηλαίου δείχνοντας έτσι την ιερότητα του χώρου. Το Ιερό Δένδρο ως σύμβολο από την άλλη συμβόλιζε τη μητέρα που προσφέρει τον καρπό της ζωής. Η εκρίζωσή του γινόταν στο τέλος της σοδειάς του χρόνου κι ακολουθούσαν επικλήσεις κι άσματα για την αναβλάστησή του αποβλέποντας στη διαιώνισή του. Η Ρέα, κόρη του Ουρανού και της Γης, σύζυγος του Κρόνου και μητέρα του Δία, λατρευότανε κάτω από το Ιερό Δένδρο στις ψηλές κορφές των βουνών όπως και στα Ιερά Σπήλαια. Είχε επίσης κι επίθετο Αμμάς, Πελασγικής προελεύσεως που σήμαινε τη μητέρα κάτι που αναγραμματισμένο υπάρχει και σήμερα με τη λέξη “μαμά”.

Σύμφωνα με το μύθο, όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει η Ρέα το μελλοντικό πατέρα των θεών, το Δία ήρθε κι έκρυψε το παιδί σε σπήλαιο (του όρους Αιγαίου ή στο βουνό Δίκτυ ή στο βουνό Ίδη) για να μη το καταβροχθίσει ο σύζυγός της ο Κρόνος. Όταν άρχισαν οι πόνοι του τοκετού, στηρίχτηκε με τα χέρια στο έδαφος. Αμέσως το βουνό έβγαλε με μιας τόσα πνεύματα ή θεούς, όσα ήταν τα δάκτυλα της ετοιμογέννητης. Τα όντα αυτά διευκόλυναν τη γέννα της θεάς κι ονομάζονται Ιδαίοι Δάκτυλοι, από το βουνό Ίδη και τα δάκτυλα της Ρέας, αλλά και κατά μία άλλη εκδοχή ονομάζονται επίσης Κουρήτες και Κορύβαντες διότι το όνομα των 1ων σημαίνει νέοι και γιατί οι 2οι ήταν ήδη συνοδοί της Ρέας. Αυτοί σύμφωνα με το μύθο ήταν οπλισμένοι με ξίφος κι ασπίδα και χόρευαν ένα πολεμικό χορό γύρω από το νεογέννητο παιδί της Ρέας. Με τα όπλα τους έκαναν τόσο θόρυβο σκεπάζοντας τα κλάμματα του παιδιού έτσι ώστε να μη το ακούσει ο Κρόνος.

     Για τα Μυστήρια του Κρηταγενή Δία έχουμε κάποια στοιχεία που μας δίνει ο Θαλήτας από τη Γόρτυνα Κρήτης (διάσημος μύστης που έζησε τον 9ο π.Χ αιώνα) αναφέροντας ότι οι μυούμενοι στα μυστήρια αυτά διδάσκονταν Ιατρική, καθαρτική, ορχηστρική και μουσική τέχνη.
Στα μυστήρια αυτά έπαιρναν μέρος οι Κουρήτες (τα μυστήρια αυτά ονομάζονταν και Κορυβαντικά), ιερείς που διακρίνονταν για τη σοφία τους. Υπήρχαν κι εδώ βαθμοί μυήσεων και γίνονταν προπαρασκευές με συμβολικούς καθαρμούς. Έπειτα ακολουθούσαν δοκιμασίες αξιότητας όπως τα ταυροκαθάψια που μετέπειτα γίνανε δημοφιλή στις τοπικές γιορτές. Μέρος επίσης της τελετής ήταν η πυρρίχη ο ένοπλος χορός. Το μυούμενο τον οδηγούσαν μέσα σε σπήλαιο όπου έμενε έγκλειστος για ένα διάστημα 27 ημερών. Αναφέρεται επίσης ότι την εποχή του Πυθαγόρα του Σάμιου τα κρητικά μυστήρια ονομάζονταν “Μυστήρια του Μόργου” διότι ο Μόργος ήταν ένας από τους Ιδαίους Δακτύλους .
     Ο Πορφύριος αναφέρει ότι όταν ο Πυθαγόρας πήγε στη Κρήτη για να μυηθεί έκανε καθαρμούς στη παραλία της Κρήτης, νηστεύοντας 9 μέρες κι έπειτα πήγε στο Ιδαίο Άντρο όπου γίνονταν η μύηση. Λέγεται επίσης ότι ο Πυθαγόρας διδάχθηκε από τους Ιδαίους Δακτύλους ότι ο Ζευς δεν είχε ακόμη θεοποιηθεί κι ότι ήτανε θνητός εφόσον μέσα στο Ιδαίο Άντρο υπήρχε ο τάφος του. Γι’ αυτό το λόγο ξέσπασαν διαμάχες στην Ελλάδα όπου ο Καλλίμαχος κατάκρινε τον Πυθαγόρα για ασέβεια, παρουσιάζοντας τον Δία ως θνητό.  Πλάτων μας πληροφορεί ότι οι Κορύβαντες έκαναν τη τελετή ενθρόνισης σε όποιον μυούσαν στα Μυστήρια. Το γενικό συμπέρασμα πάντως των μυητικών τελετών είναι ο πλασματικός “θάνατος” κι η “αναβίωση” του μύστη που αφήνει τη παλιά του κατάσταση κι ανασταίνεται σε μια υψηλότερη σφαίρα.
     Στα μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας Ρέας έπαιρναν μέρος οι Κουρήτες, ιερείς που διακρίνονταν για τη σοφία τους. Τα μυστήρια αυτά είχαν κάποια ομοιότητα με τα Ελευσίνια μυστήρια. Τον μυούμενο τον οδηγούσανε σε σπήλαιο που έμενε έγκλειστος για διάστημα 27 συνολικά μέρες. Αφιερωμένα στην παραγωγική δύναμη της φύσης, στην ανανεωτική δηλαδή φροντίδα της με την χαρακτηριστική ιδιότητά της τη ζωή, είχανε σ’ αυτά καθώς είναι επόμενο, οι γυναίκες αρχικά τη προτεραιότητα στις μυήσεις και στις τελετές. Τα Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας ήτανε διαχωρισμένα σε Μεγάλα και Μικρά. Στα Μικρά έπρεπε να προπαρασκευαστούν οι νέες γυναίκες για να καταστούνε καθαρές κι αγνές σωματικά και ψυχικά και να προχωρήσουνε κατόπιν στα Μεγάλα Μυστήρια. Διδάσκονταν επίσης οι παραδόσεις γύρω από τους Θεούς και τους ήρωες κι η ερμηνεία των συμβολισμών της κυριαρχίας της Μεγάλης Μητέρας, η σχετική πάντοτε με τις φυσικές δυνάμεις κι ιδιότητές της, στη γη, στη θάλασσα, στον αέρα και στη φωτιά, που ήτανε συμβολικά ο όφις, ο ιχθύς, η περιστερά κι ο λέων. Εδώ επίσης γινότανε κι η μύηση της κατασκευής του συμβολικού μίτου της Αριάδνης, που σήμαινε το υφάδι της ζωής ή και τη παρθενική ζώνη.
     Στα Μεγάλα Μυστήρια λειτουργούσαν βαθμοί μυστικών τελετουργιών προς τη θεά των όφεων, που συμβόλιζε τη Μεγάλη Μητέρα Θεά.
Προκαταρκτικοί της τελικής μυστηριακής ιερουργίας ήταν οι ιεροί χοροί. Αλλά εκτός απ’ αυτούς γινόταν ακόμη συμβολικές λιτανείες ιερειών κι ιερέων, μυστικές συνεστιάσεις, λατρευτικές προσφορές και θυσίες μέσα σε σπονδικές φιάλες και ρυτά*, που προσφέρονταν στο Ιερό Δέντρο και στη Στήλη του Διπλού Πέλεκυ. Ο Διπλός Πέλεκυς βρισκόταν πάντοτε στο κέντρο του ιερού και στην Αίθουσα του Θρόνου, για να φανερώνει την ιερότητα και το “άβατο” του μέρους αυτού. Ο διπλός πέλεκυς συμβόλιζε τη δημιουργική ένωση των δυο δυνάμεων της Φύσεως, της παραγωγικής και της γονιμοποιού. Σε έναν ανώτερο πνευματικό βαθμό οι μύστες της Κρητομινωικής θρησκείας, γνώριζαν ότι τίποτα δε μπορεί να κατορθωθεί για τη πνευματική αναγέννηση και τη πνευματική απελευθέρωση των ανθρώπων, χωρίς τη διπλή ιερή ένωση, με τις ενωμένες δυνάμεις της στον καρπό τους, στο θεό δηλαδή του πνευματικού φωτός, που προσφέρεται σαν Θεία Δωρεά για έναν τέτοιο σκοπό.

————————————-

*Το ρυτό πληθ. ρυτά από το αρχαιοελληνικό ῥυτόν, είναι δοχείο για πόσιμα υγρά ή χοές κατά τη διάρκεια σχετικών τελετουργιών. Εισηγμένα στην Ελλάδα μετά τους περσικούς πολέμους, τα ρυτά ήτανε γνωστά στην αρχαία Περσία, όπου ονομάζονταν τακούκ (تکوک). Η λέξη αναφέρεται ότι προέρχεται από το ρήμα ρειν, και πιθανώς προέρχεται από Πρωτοϊνδοευρωπαϊκό sreu-. Στη τυπολογία του αγγείου ανήκουνε χαρακτηριστικά όπως το ανοικτό στόμιο κι η οπή κοντά στον πυθμένα που πιθανώς χρησίμευε στη διάχυση του υγρού. Η λέξη ρυτόν δεν υπάρχει στη μυκηναϊκή Ελληνική, αλλά το ταυρόμορφο μινωικό ρυτόν, αναφέρεται σε πινακίδες της Κνωσού, όπως για παράδειγμα η πινακίδα 231 (K872), ωςΚε-ρα-α, με το ιδεόγραμμα του ταύρου.
_________________________

     Στα μυστήρια του Κρηταγενή Ιδαίου Δία, λειτουργούσανε σε 1η τάξη τα Μυστήρια των Ιδαίων Δακτύλων ή τα Κορυβαντικά. Τα Κορυβαντικά χαρακτήριζαν οι εξωτερικές τους τελετές στις οποίες έπαιρναν μέρος όλοι οι μυημένοι των πρώτων βαθμών, που παρασκευάζονταν για τις ανώτερες μυήσεις. Το Ιερό Δέντρο και το Ιερό Σπήλαιο το διαδέχεται στις ιερουργίες, η λατρεία του Ιερού Λαβύρινθου με τον μέσα σ’ αυτόν Μινώταυρο. Εδώ τώρα δίνεται έμφαση στη γονιμοποιό αρσενική ενέργεια, με τη παρουσία του Μινώταυρου, χωρίς να παραμερίζει, την απαραίτητη άλλωστε αναπαραγωγική δύναμή , που συμβολίζεται από την Ιερή Μητέρα. Κι αυτό γιατί λειτουργούσε κι άλλη τάξη των ίδιων Μυστηρίων του Ιδαίου Δία, Τα Λαβυρινθικά ή του Ιερού Διπλού Πέλεκυ. Στη τάξη αυτή, στις ιεροπραξίες της πρωτοστατούσαν οι άνδρες ιερείς του Θεού Δία, όπως στα Μυστήρια της Μεγάλης Μητέρας Ρέας-Γης, πρωτοστατούσαν οι ιέρειές της, αν κι όπως προαναφέρθηκε και στις δυο περιπτώσεις έπαιρναν μέρος γυναίκες κι άνδρες. Σύμφωνα με τις μινωικές παραδόσεις, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, οι Κορύβαντες κι οι Κουρήτες, ήταν οι συνοδοί της Ρέας στο νησί της Κρήτης κι οι προστάτες του νεαρού κούρου της Δία, γιατί αυτοί τον ανέθρεψαν και τον προστάτεψαν από νεογέννητο ακόμη.
     Στα Κορυβαντικά Μυστήρια γίνονταν η μύηση σε κάποιο ανώτερο βαθμό με το λεγόμενο “Κορυβαντισμό”, κάθαρση δηλαδή κι αγιασμό με κορυβαντικές ιερουργίες και τελετές που κατά κάποιο τρόπο γιάτρευαν τους μυούμενους από του παλιού εαυτού τους τα πάθη. Εδώ διαδραματίζονταν τα Ταυροκαθάψια κι η πυρρίχη, ο ένοπλος ενθουσιαστικός χορός, που έφερνε τους χορευτές σε ενθουσιαστική έκσταση, τους έκανε δηλαδή σαν “μαινόμενους. Ο στόχος της μυητικής κορυβαντικής ιερουργίας και τελετής των Κορυβαντικών Μυστηρίων, ήταν να αξιωθούν οι μυηθέντες να γίνουν Κουρήτες, δηλαδή οι νεοφώτιστοι να γίνουν φωτισμένοι μύστες του Ιδαίου Δία. Να γίνουνε κατά συνέπειαν άξιοι για την εισδοχή τους σε ανώτερο βαθμό, στο βαθμό των “Βάκχων-Ιερέων”, που τους έδινε το δικαίωμα μετά της εισόδου στη τάξη των Λαβυρινθικών Μυστηρίων. Αυτό όμως για να γίνει έπρεπε ύστερα από τον ιερό χορό και την αναγνώριση της αξιοσύνης τους μετά την ολοκλήρωση της μυητικής τελετής, να ακολουθήσει η θεία Μετάληψη “της σάρκας και του αίματος” του Διόνυσου Ζαγρέα. Την ανακήρυξη των μεμυημένων στα Κορυβαντικά ως ιερέων-βάκχων, ακολουθούσε η τελετή της Θρονώσεως ή του Θρονισμού. Τα Κορυβαντικά είχαν το σκοπό της προπαρασκευής των νεαρών μυημένων για την ανώτερη τάξη, με την επαφή τους με τις θεϊκές δυνάμεις και της προσφοράς σ’ αυτούς της θείας Δωρεάς με τη μετάληψη του πνευματικού φωτός και την καθιέρωσή τους στο βαθμό των ιερέων του θεού Δία.
     Παρόμοια με τα δρώμενα των Κορυβαντικών Μυστηρίων, ήταν τα Λαβυρινθικά. Σ’ αυτά οι μυήσεις ήτανε προορισμένες για τους λίγους δοκιμασμένους, εκείνους που είχανε περάσει από τη τελευταία μύηση των Κορυβαντικών, εκείνους δηλαδή που είχαν γίνει βάκχοι-ιερείς κι είχαν υποστεί τη λεγόμενη Θρόνωση ή Θρονισμό. Στις ιεροπραξίες τους λάβαιναν μέρος μόνο ιερείς του Θεού Δία και της Μεγάλης Μητέρας Ρέας-Γης. Οι ιεροπραξίες που γίνονταν σ’ αυτά είχαν τον ίδιο σκοπό και την ίδια Τεχνική με τις ιεροπραξίες της εσωτερικής λατρείας της Μεγάλης Μητέρας. Εδώ πρωταγωνιστές ήταν οι άντρες σαν αντιπρόσωποι του ηλιακού στοιχείου της γονιμότητας, που συμβολιζόταν με τον Ηλιακό Ταύρο.
     Βαθμοί μυήσεως στα Λαβυρινθικά που θεωρούνται κι εσωτερικοί βαθμοί των Κρητικών Μυστηρίων του Ιδαίου Δία, ήταν: ο Λαβυρινθικός Χορός, ο του ιερού Γάμου ή του Ιερού Διπλού Πέλεκυ κι ο Βαθμός των Ιεροφάντων μυσταγωγών. Ο Λαβύρινθος ήτανε κυρίως μεγάλο πολύπλοκο υπόγειο σπήλαιο με πολλές και καμπυλωτές διόδους. Οι Λαβύρινθοι είναι οι τόποι χορού που συνδέονται με έναν χορό Λαβυρινθικού Τύπου. Στους χορευτικούς λαβύρινθους ξεχωρίζει πάντα μια γυναικεία μορφή, που πρέπει να κατακτήσει ο Κορυφαίος του χορού. Η κατάκτησή της επομένως είναι ένας ιερός Γάμος, μια ιερή ένωση του νικητή, του Ιερέα με τη Θεά του -βασίλισσα που στη προκειμένη περίπτωση του Κρητομινωικού Λαβύρινθου είναι η Αριάδνη. Γιατί στην Αριάδνη, στη θυγατέρα του Μίνωα και της Πασιφάης, που ήτανε πολύ στενά συνδεδεμένη με το Διόνυσο από την αρχή, για να γίνει σύζυγός του έπειτα, στη μεγάλη τούτη θεά, ανήκαν στα πανάρχαια χρόνια οι Λαβυρινθικοί χοροί της Κρήτης και των άλλων κέντρων της λατρείας της. Έχουμε δηλαδή τη τέλεση του Ιερού Γάμου που είναι ο βαθμός εκείνος της μυητικής ιερουργίας των Λαβυρινθικών που προσφέρει στους Μύστες της τη θεία Δωρεά, τις ενωμένες δηλαδή δυνάμεις του ζεύγους των Μεγάλων Θεών, στη μορφή του Διόνυσου Ελευθερέα, που είναι σε ανώτερη μυσταγωγική βαθμίδα η μεταμόρφωση του Ζαγρέα των Κορυβαντικών. Η θεία αυτή Χάρη, η κάθοδος της ενωμένης πνευματικής δύναμης του ζεύγους των Μεγάλων θεών, που προσφέρεται με τη νέα μορφή του Διόνυσου των Λαβυρινθικών, είναι το αίμα κι η σάρκα του θυσιαζόμενου Ιερού Ταύρου, του Μινώταυρου, για να αναστηθεί με τη συμπαράσταση της Αριάδνης, στη νέα μορφή του αγωνιστή κορυφαίου. Για να αναστηθεί δηλαδή στον νέο Ιεροφάντη Μυσταγωγό, στο γήινο αντιπρόσωπο της θεότητας, στον Ιερέα-Βασιλιά, τον ιερό δηλαδή Κρητικό Ταύρο. Σύμβολό του τότε γίνεται ο Χρυσός Διπλός Πέλεκυς-Ιερή ποιμαντορική Ράβδος-λάφυρο της νίκης του, ιερό φυλακτό του, που κέρδισε στη λαβυρινθική δοκιμασία. Στα χρόνια της ακμής του Μινωικού πολιτισμού οι πιστοί παραδέχονταν ότι κι άνθρωποι ικανοί κι ανώτεροι μπορούσαν να ενσαρκώσουν παροδικά ή να δέχονται τη θεότητα. Κάτι παρόμοιο που κι εμείς σήμερα το λέμε Θεοφάνεια, επικοινωνία πνευματική, έμπνευση και θεία χάρη δοσμένη από το Θεό. Υπήρχαν όμως κι οραματικά Θεοφάνεια. Ιερείς κι Ιέρειες, πέφτοντας σ’ έκσταση μ’ έναν οργιαστικό χορό, βλέπανε τη Θεά να κατεβαίνει για μια στιγμή κοντά στο μικρό ιερό ή στο βωμό της. Ο μινωικός πολιτισμός αισθανότανε τη θεότητα σαν κάτι μυστηριακό, φευγαλέο κι άπιαστο, που μόνο στιγμιαία παρουσιαζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με διάφορες μορφές ιερών ζώων.
     Στη Κρήτη ο ταύρος ταυτίζεται με τον ουρανό και τον ήλιο, που γονιμοποιούν τη γη με τη ζέστη και τις βροχές, ενώ το θηλυκό στοιχείο, η θεϊκή αγελάδα, συσχετίζεται με τη Σελήνη, που το σχήμα της θυμίζει τα κέρατα. Έτσι ο γάμος του ταύρου με την αγελάδα είναι μαζί γάμος του ήλιου και του φεγγαριού, των 2 ουράνιων σωμάτων που ρυθμίζουν τη ζωή πάνω στον πλανήτη. Αργότερα τα πρόσωπα του ιερού αυτού γάμου τα υποδύεται ο βασιλιάς κι η βασίλισσα της Κνωσσού, που το όνομα της Πασιφάης, δηλαδή ολόφωτη, δείχνει ακριβώς τη σχέση της βασίλισσας-Θεάς με τη Σελήνη. Ο γιος της ο Μινώταυρος, άνθρωπος με κεφάλι ταύρου, λέγεται κι Αστερίων, γιατί κι αυτός όπως κι ο πατέρας του, ταυτίζεται με τον έναστρο ουρανό. Αυτός λοιπόν ο Μινώταυρος μυθεύεται ότι φονεύεται από το νικητή της Λαβυρινθικής ιερουργίας. Η θυσία ή ο φόνος του Ταύρου, συμβόλιζε τη σκοπιμότητα της ιεροπραξίας των Λαβυρινθικών για την αναγέννηση από το αίμα του, του νέου Ιεροφάντη μυσταγωγού. Η θυσία του ταύρου όμως και ξεχωριστά η θυσία του Μινώταυρου και το “ταυρείο αίμα” του, που προσφερόταν ως θεία δωρεά στους ιερείς κι ιέρειες των Λαβυρινθικών, για να αναστηθεί από τον πιο άξιο ο νέος Ιεροφάντης, είναι κάτι συμβολικό που δύσκολα μπορούσε να ερμηνευθεί από τους αμύητους.
     Κεντρικά στοιχεία των μυητικών τελετών είναι ο πλασματικός θάνατος κι η πλασματική αναβίωση του μύστη, που πεθαίνει στη παλιά του κατάσταση κι ανασταίνεται σε μια υψηλότερη σφαίρα. Ο/η μυούμενος/η, “πεθαίνει” για να “ξαναγεννηθεί”, αποποιείται την άγνοια κι ασκείται στη γνώση, στην ουσία “εκπαιδεύεται”. Η προσφορά του Ζαγρέα Διόνυσου στα Κορυβαντικά κι η θυσία του Μινώταυρου-Ιερού Ταύρου Διονύσου στα Λαβυρινθικά, ήταν η θεία Δωρεά-κάθοδος της πνευματικής δύναμης, του συμβολικού ταυρείου αίματος, που αφού πέρασε από διάφορα στάδια και στα άλλα ελληνικά Μυστήρια των ιστορικών χρόνων, όπως και στα Μιθραϊκά των Περσών κ.λ.π. πέρασε και στα Χριστιανικά στους μετέπειτα αιώνες. Έγινε δηλαδή το “Αίμα κι η Σάρκα του Χριστού”, θεία δωρεά επίσης για τη ψυχοπνευματική ανάσταση των ανθρώπων της Χριστιανικής θρησκείας.
     Η αντίστοιχη αλληγορία του μυστικού δείπνου και της θείας ευχαριστίας στον Χριστιανισμό, συμβολίζει τη μεταμόρφωση της ανθρώπινης φύσης σε θεία. Ο τεμαχιζόμενος άρτος συμβολίζει τη θεία ουσία του σύμπαντος, ενώ ο οίνος δηλώνει το πνεύμα που ενώνεται με την ουσία , έτσι ώστε ο άνθρωπος να μετάσχει της Θεότητας. Το πνεύμα απορροφάται από την ουσία και παράγεται η ύλη, που αποτελεί το φαινομενικό σύμπαν. Η ουσία του παντός βαπτισμένη στο αγνό πυρ, δηλαδή το πνεύμα κι έχοντας το απορροφά γεμίζοντας από αυτό. Κάθε ατομικότητα του πυρός αυτού μετέχει και γονιμοποιείται από αυτό. Από εδώ παράγεται η ψυχή.

Τα Καβείρια Μυστήρια πιθανολογείται να ήτανε πελασγικής, Φρυγικής ή Φοινικικής προέλευσης κι υπάρχουν ελάχιστες πληροφορίες. Τελούνταν στη Σαμοθράκη, τη Λήμνο την Ίμβρο και τη Θράκη. Σύμφωνα με το μύθο ο Δίας δίδαξε τις τελετές των Καβειρίων στον Ιάσονα. Κατά τον Ηρόδοτο όμως οι Πελασγοί οι 1οι κάτοικοι της Σαμοθράκης ήταν οι ιδρυτές των μυστηρίων, ενώ κατά τον Διόδωρο τον Σικελιώτη ο Ορφέας ήταν ο πρώτος που δίδαξε τις τελετές και τα μυστήρια. Το σίγουρο είναι ότι όταν οι πρώτοι Αχαιοί το 2200 π.χ κατέγραψαν στον κατάλογο των θεοτήτων τα ονόματα του Δία, της Εκάτης, του Απόλλωνα και των Καβείρων.
     Οι Έλληνες Κάβειροι ήτανε 4: ο Αξίερος, η Αξιόκερσα, ο Αξιόκερσος κι ο Κάσμιλος, (στους Φοίνικες ήταν 7 που μάλλον αντιστοιχούσανε στους 7 πλανήτες) και κατά το ρήτορα Αριστείδη ήτανε πρεσβύτεροι δαίμoνες και θεωρούνταν όπως οι Τιτάνες ως τέκνα του Ουρανού. Στη λατρεία των Καβείριων μυστηρίων πρωτεύοντα ρόλο έπαιζε το Πυρ, από όπου φαίνεται ότι πήραν και το όνομα τους από την ρίζα της λέξης κάειν-καίω ΚάFειροι. Η λατρεία των Καβείρων σχετίζονταν με τον Ήφαιστο τον Θεό της φωτιάς, αλλά και των τεχνών από τον οποίο ο Προμηθέας έκλεψε το πυρ για να το παραδώσει στους ανθρώπους. Ό Διόδωρος Σικελιώτης μας αναφέρει ότι οι επιφανέστεροι των αρχαίων ηρώων είχαν μυηθεί στα Καβείρια όπως ο Ιάσονας, οι Διόσκουροι, ο Ηρακλής , ο Ορφέας.
     Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο κάθε χρόνο και σε ορισμένο χρονικό σημείο στη Λήμνο (που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Αιθαλιά) κατά τη διάρκεια των εορτών των τελετών, έσβηναν όλα τα Φώτα στο νησί 9 μέρες, μέχρι να έρθει με πλοίο από τη Δήλο το νέο πυρ. Γι’ αυτό το λόγο κι η λαμπάδα ήτανε το σύμβολο των Καβείρων. Συνήθως η γιορτή γινόταν από τον Μάη ως το Σεπτέμβρη και δεν είχανε τον αυστηρό χαρακτήρα του απόρρητου όπως συνέβαινε στα Ελευσίνια, αλλά υπήρχε υποχρεωτική εξομολόγηση από ειδικό ιερέα που ονομαζόταν Κόης.
Κατά τη μύηση ο μυούμενος καθόταν σε θρόνο, για αυτό κι η μύηση λεγότανε και θρονισμός. Στο κεφάλι του μυημένου τοποθετούσαν στεφάνι ελιάς, ενώ στη κοιλιά του περνούσανε πορφυρή ταινία και κατόπιν ακολουθούσε χορός γύρω του. Εκτός του ιερέα εξομολογητή υπήρχε και το δικαστήριο των Ανακτοτελεστών ή κατηχητών ιερέων, που κρίναν αν ο υποψήφιος άξιζε να μυηθεί ή όχι. Αν κι η λατρεία τους ήτανε σχεδόν εξαπλωμένη σ’ όλη την Ελλάδα όπως και στην Μ. Ασία, έχουμε τα λιγότερα στοιχεία γι’ αυτά τα Μυστήρια.
     Κατά τον Ηρόδοτο οι Πελασγοί ιδρύσανε τα Καβείρια. Ο ίδιος όπως κι ο βασιλιάς της Σπάρτης Λύσανδρος είχαν μυηθεί στα μυστήρια της Σαμοθράκης. Ο Στησίμβροτος από τη Θάσο, που τον αναφέρει κι ο Στράβων, υποστήριζε πως οι Κάβειροι προέρχονταν από το βουνό Κάβειρο της Φρυγίας όπου επίσης υπάρχει και πόλη Καβειρία και Κάβειρα στον Πόντο. Επίσης άλλοι υποστηρίζουν ότι οι δαίμονες αυτοί ήρθαν από τη Φοινίκη (απ’ όπου είχε έρθει κατά μία εκδοχή ο Κάδμος). Τέλος άλλοι λένε πως οι Κάβειροι είναι θεότητες που έρχονται από την Αίγυπτο με τον Κάδμο που έζησε στη Μέμφιδα κι ύστερα στην Τύρο της Φοινίκης. Το καβίρ στις σημιτικές γλώσσες σημαίνει μεγάλος, στην αραβική γράφεται Kebir ενώ στα σανσκριτικά το Kawiras σημαίνει επίσης μεγάλος. Από την άλλη πλευρά όμως κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτό το όνομα είναι ελληνικό και φαίνεται από το ρήμα καίω (καίειν – ΚαFeiροι) εφόσον κι οι Κάβειροι έχουνε σχέση με τη φωτιά εφόσον ήταν παιδιά του Ήφαιστου. Κατά τον Ηρόδοτο που επισκέφθηκε την Αίγυπτο ο μεγάλος θεός της Μέμφιδας ήταν ο Φθά ή Πτά που αποδίδεται στα ελληνικά με το όνομα Ήφαιστος.
     Στην ελληνική μυθολογία οι Κάβειροι αλλά κι οι θηλυκές Καβειρίδες είναι παιδιά του Ηφαίστου και της Καβειρώς. Σ’ άλλη παραλλαγή του μύθου ο Ήφαιστος κι η Καβειρώ απέκτησαν τον Κάδμιλο και παιδιά του είναι οι Κάβειροι και οι Καβειρίδες. Οι Κάβειροι είναι στην ουσία δαίμονες της γονιμικής μαγείας κάτι που προσδιορίζεται με τα όρθια αιδοία που αναπαριστάνονται. Τον ίδιο ρόλο άλλωστε έχουν οι Σάτυροι και οι Σειληνοί στα Διονυσιακά Μυστήρια. Αναφορές του Ομήρου τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια μας δείχνουν ότι ο Αγαμέμνονας κι ο Οδυσσέας, ανήκανε στον κύκλο των μυημένων αυτών των μυστηρίων. Ο Φίλιππος ο Β’ γνώρισε την μελλοντική του γυναίκα την Ολυμπιάδα (μητέρα του Μ. Αλέξανδρου) ενώ ήταν ιέρεια στα Μυστήρια της Σαμοθράκης, όταν αυτός πήγε να μυηθεί. Η διαφορά από τα άλλα μεγάλα τοπικά κέντρα Μυστηρίων της Ελλάδος ήταν η μεγάλη εμβέλεια που είχαν αλλά και τ’ ότι σ’ αυτά μπορούσαν να συμμετέχουν άνθρωποι χωρίς διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου. Κι αυτά τα Μυστήρια αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μύησης και διαιρούνταν σε Μικρά και Μεγάλα Μυστήρια. Έχουμε κι εδώ τη λατρεία της Μεγάλης Θεάς που συσχετιζόταν με ιερούς βράχους πάνω στους οποίους γίνονταν προσφορές ή θυσίες. Το όνομα της μεγάλης θεάς ήταν Αξίερος Αργότερα οι Έλληνες τη ταύτισαν με τη Δήμητρα. Την έλεγαν επίσης Ηλέκτρα ή Αλέκτρα , Οδηγήτρια (Αλέκ σημαίνει προστάτης και στη δωρική διάλεκτο έχει σχέση με το φως, όπως την ίδια ρίζα έχει και το όνομα του Αλέξανδρου).
     Ο αντίστοιχος αρσενικός θεός ήταν ο Κάδμιλος που αργότερα κι αυτός ταυτίστηκε με τον Ερμή. Ο Κάδμιλος σε στήλη κρατά το κηρύκειο όπου μέσα υπάρχουν 2 μεγάλα φίδια που συμβολίζανε τα 2 κοσμικά πνεύματα ,τους Καβείρους που τους αναπαριστούσαν σα δίδυμους αδελφούς, ιθυφαλλικούς και γυμνούς. Οι Έλληνες τους ταύτισαν με τους Διόσκουρους, τους Δίδυμους γιους του Δία τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Οι 2 πρώτες θεότητες είχανε κυρίως χθόνιο κι υπόγειο χαρακτήρα. Η μία είναι ο θεός του κάτω κόσμου κι η άλλη η σύζυγός του που οι Έλληνες αργότερα ταύτισαν με τον Άδη και τη Περσεφόνη. Στη προελληνική γλώσσα λέγονται Αξιόκερσος κι Αξιόκερσα. Οι χαρακτήρες όμως των Καβείρων αλλά κι ο αριθμός τους είναι διαφορετικοί από τόπο σε τόπο. (Π.χ σε Λήμνο και Μακεδονία λατρευότανε 3άδα, ενώ στη Θήβα ζεύγος αρσενικών θεών, ο Κάβειρος κι ο Παις ). Τα ονόματά τους όμως οι πιστοί δεν τα πρόφεραν, αλλά απλώς τους ονόμαζαν “Άνακτες”, όπως στην Ελευσίνα οι “Θεοί” . Το δε πρόθεμα “άξιος” σήμαινε “άγιος”.
     Η μεγαλύτερη εξάπλωση αυτών των Μυστηρίων άρχισε τον 3ο π.Χ αι. όπου ευνοήθηκαν από τη Μακεδονική πολιτική. Στην Όλυνθο της Χαλκιδικής βρέθηκε επιγραφή που συνηγορεί στο γεγονός ότι εκεί υπήρχε ναός των Καβείρων. Επίσης νομίσματα της Θεσσαλονίκης έφεραν την επιγραφή ΚΑΒΕΙΡΟΣ, ενώ άλλα ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΩΝ ΚΑΒΕΙΡΟΙ. Επίσης στη Θεσσαλονίκη γίνονταν γιορτές κι αγώνες με τα ονόματα Καβείρια Πύθια και Καβείρια επινίκια. Η συμμετοχή στα μυστήρια δεν ήταν αναγκαστική για όσους πήγαιναν στο ιερό των Μεγάλων Θεών, όπως συνέβαινε στην Ελευσίνα. Το ιερό ήταν ανοιχτό στον καθένα για τη λατρεία των θεών σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις. Ο Θέωνας ο Σμυρναίος συγγραφέας του 2ου μ.Χ αι. υποστηρίζει πως η μύηση στα Καβείρια αποτελούνταν από 5 μέρη που είναι τα εξής:

1) Καθαρμός,
2) Παράδοση της τελετής,
3) Εποπτεία
4) Ανάδεση στεφάνων,
5) Τελειοποίηση και ευδαιμονία.

     Η λειτουργία των Καβειρίων άρχιζε με τη δοκιμασία της προηγούμενης διαγωγής τους. Η εξομολόγηση ήταν υποχρεωτική καθαρίζοντας ψυχικά τους υποψήφιους. Κατά τη μύηση βάζανε τον υποψήφιο πάνω σε θρόνο γι’ αυτό κι η μύηση ονομαζόταν θρονισμός. Στο κεφάλι του μυούμενου έβαζαν στεφάνι ελιάς και γύρω από τη κοιλιά μία κόκκινη λωρίδα που θα τον προφύλαγε από κάθε κίνδυνο. Μετά ακολουθούσε ο ιερός χορός, όπου οι μυημένοι χόρευαν γύρω του. Στο ιερατείο των Καβειρίων υπήρχαν οι εξής: Ο Κόης ή Κοίης που ήταν ο εξομολογητής ιερέας, οι Ανακτοτελεστές που αποφάσιζαν ποιοι απ’ αυτούς που προσέρχονταν ήταν άξιοι να μυηθούν κι η Λουτροφόρος που ήταν ιέρεια που ήταν υπεύθυνη για τους καθαρμούς των υποψηφίων. Οι μυήσεις γίνονταν σε ορισμένη εποχή του χρόνου και διαρκούσαν 9 ημέρες. Σ’ αυτή τη χρονική διάρκεια έσβηναν όλα τα φώτα στο νησί και πένθος απλωνόταν σε όλο το νησί. Νηστεία και θρήνος ήταν οι εκδηλώσεις του πένθους μέχρι να έρθει το καινούριο φως από το ιερό νησί της Δήλου.
     Το φως το έφερναν με πλοίο. Αν το πλοίο έρχονταν νωρίτερα περιφερόταν ανοιχτά του νησιού. Όταν έφτανε η στιγμή το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι, οι άνθρωποι έπαιρναν το φως πιστεύοντας ότι έτσι καθαρμένοι από κάθε κακό μπαίνανε σε καινούρια ζωή, αναγεννιόντουσαν κάνοντας μια νέα αρχή. Στη συμβολική τέλεση των μυστηρίων έχουμε τη θυσία κι ανάσταση του Καδμίλου που αργότερα νυμφεύεται τη χαμένη Κόρη. Αναστημένος πια τελεί τον ιερό γάμο που είναι και το μεγάλο μυστήριο. Σε ετρουσκικά αγγεία τη θυσία του Καδμίλου τη κάνουν τ’ αδέλφια του οι Κάβειροι και στην ανάσταση που τη κάνει ο Ερμής παρευρίσκονται μόνο τα αδέλφια του. Στα Καβείρια θάβεται το αρσενικό όπως σε όλα τα μυστήρια της Μέσης Ανατολής ενώ στην Ελευσίνα θάβεται η Περσεφόνη. Στα Καβείρια ο θνήσκων θεός είναι αρσενικός που συμβολίζει τον σπόρο κι ανασταίνεται για να δώσει νέα ζωή κάτι που επικράτησε και στη δική μας θρησκεία.
     Γενικώς τα Καβείρια Μυστήρια στη λειτουργία τους είχανε το θεμελιώδη σκοπό στο να επιδιώκουνε την ηθικοποίηση των ανθρώπων όπως το αναφέρει κι ο Διόδωρος Σικελιώτης λέγοντας “..οι μυούμενοι γίνονταν ευσεβέστεροι, δικαιότεροι και κατά πάντον καλλίτεροι“. Επίσης σε αυτά γίνονταν και διδασκαλίες για τη γέννηση του κόσμου και του ανθρώπου. Δηλαδή πέρα από τη λατρεία τους και τη θρησκευτική τους υπόσταση είχανε και το χαρακτήρα της κοινωνικής αρετής όπως άλλωστε όλα τα μυστήρια (είτε ήταν μικρά ή τοπικά είτε ήταν μεγάλα) της αρχαίας Ελλάδας.

Τα Διονυσιακά Μυστήρια τελούνταν στην Αττική κι είχανε χαρακτήρα τόσο κοσμικό, όσο και μυστηριακό. Τα μικρά Διονύσια τελούνταν τον μήνα Ποσειδεώνα (τέλη Δεκέμβρη, αρχές Γενάρη), διακρίνονταν δε στα “κατά αγρούς”, και στα “κατά άστυ”. Τα μεγάλα Διονύσια τελούνταν κατά τον μήνα Ανθεστηρίωνα (τέλος Φλεβάρη, αρχές Μάρτη) και τον Ελαφηβίωνα (28 Μάρτη ως 2 Απρίλη). Κατά τον Ανθεστηρίωνα εορτάζανε τα Ανθεστήρια, που διαρκούσανε 3 μέρες. Τη 1η μέρα άνοιγαν οι ασκοί και δοκιμάζοταν το κρασί δωρεάν. Οι επιβαίνοντες σε άμαξα ξεστομίζανε τολμηρά αστεία -από τότε έχει μείνει η φράση “άκουσε τα εξ αμάξης”. Τη 2η λαμβάνανε χώρα τα Χόεια, όπου κάθε δόκιμος πέρναγε τον καθαρμό του πυρός του ύδατος και του αέρος. Και τη 3η γιορτάζονταν οι Χύτροι, τα πήλινα δοχεία εντός των οποίων ψήνονταν κάθε είδους σπόροι τους οποίους πρόσφεραν στον Διόνυσο και τον Ερμή. Κατά την διάρκεια των Διονυσιακών τελετών ψέλναν οι ύμνοι ή οι διθύραμβοι, που μετεξελίχθησαν σε αναπαραστάσεις, αναπαραστάσεις σε θεατρικά έργα και τραγωδίες ή κωμωδίες. Έτσι στην Αθήνα υπό την Αιγίδα του Βάκχου, γεννήθηκε το Θέατρο κι η ποίηση.

======================

ΟΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ των αρχαίων Ελλήνων χαρακτηρίζονταν από λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγετο η ελληνική γεωργική δραστηριότητα. Θεμέλιό τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή τριάδα»: σιτάρι, λάδι και κρασί. Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων συναντάμε τα δημητριακά σιτάρι και, σε περιπτώσεις ανάγκης, μείγμα κριθαριού με σιτάρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβύθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στη πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήτανε γνωστό, αλλ’ αντ’ αυτού γινότανε χρήση κυρίως ελαιόλαδου. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό. Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσον οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μία πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.
     Για τους αρχαίους τα γεύματα της μέρας ήτανε 3. Το 1ο (ἀκρατισμός) το πρωί, αποτελείτο από κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (ἄκρατος), συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές. Το 2ο (ἄριστον) το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα. Το 3ο (δεῖπνον), που ήτανε και το σημαντικότερο, σε γενικές γραμμές καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πέσει. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα (ἑσπέρισμα) αργά το απόγευμα. Τέλος το ἀριστόδειπνον ήτανε κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου. Φαίνεται πως, στις περισσότερες περιστάσεις, οι γυναίκες γευματίζανε χωριστά από τους άνδρες. Αν το μέγεθος του σπιτιού το καθιστούσε αδύνατο, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι πρώτοι, με τις γυναίκες να τους ακολουθούν μόνο αφού οι τελευταίοι είχαν ολοκληρώσει το γεύμα τους. Ρόλο υπηρετών διατηρούσαν οι δούλοι. Στις φτωχές οικογένειες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οι γυναίκες και τα παιδιά, καλύπτοντας την απουσία δούλων.
     Χάρις στο έθιμο της τοποθέτησης στους τάφους μικρών μοντέλων επίπλων από ψημένο πηλό, σήμερα κατέχουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς έμοιαζαν. Οι Έλληνες τρώγανε καθιστοί, ενώ οι πάγκοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στα συμπόσια. Τα τραπέζια, υψηλά για καθημερινή χρήση και χαμηλά για τα συμπόσια, είχανε συνήθως ορθογώνιο σχήμα. Κατά τον 4ο αι. π.Χ. ιδιαίτερα διαδεδομένα ήτανε τα στρογγυλά τραπέζια, συχνά με ζωόμορφα πόδια. Κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιάτα, ωστόσο τα πήλινα δοχεία ήταν και τα πιο διαδεδομένα. Τα πιάτα με τη πάροδο του χρόνου κατασκευάζονταν με περισσότερο γούστο κι επιμέλεια, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο πιάτα από πολύτιμα μέταλλα ή ακόμη και γυαλί. Η χρήση μαχαιροπίρουνων δεν ήταν και πολύ συχνή: η χρήση του πιρουνιού ήταν άγνωστη κι ο σύνηθης τρόπος λήψης του φαγητού ήταν με τα δάχτυλα. Εντούτοις μαχαίρια χρησιμοποιούνταν για τη κοπή του κρέατος, καθώς και κάποια μορφή κουταλιών για σούπες και ζωμούς. Κομμάτια ψωμιού (ἀπομαγδαλία) μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη λήψη τροφής ή ακόμη κι ως πετσέτα για τα δάχτυλα
     Στην ελληνική αρχαιότητα εκτός από το καθημερινό δείπνο υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους ή γνωστούς που ονομάζονταν συμπόσιο ή εστίαση που σήμερα λέγεται συνεστίαση. Υπήρχανε και δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν ή οικονομικά, ή με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν συμβολές. Ο Όμηρος τα αποκαλεί εράνους, ενώ γνωστές είναι οι αρχαίες σχετικές φράσεις «δειπνείν από συμβολών», ή «δείπνον από σπυρίδος». Το συμπόσιον (λέξη που σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων. Περιελάμβανε 2 στάδια: το 1ο ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήτανε λιτό, ενώ το 2ο στη κατανάλωση ποτού. Στη πραγματικότητα, οι αρχαίοι πίνανε κρασί και μαζί με το γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από μεζέδες (τραγήματα): κάστανα, κουκκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι, που είχανε στόχο την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης. Το 2ο μέρος ξεκινούσε με σπονδή, τις περισσότερες φορές προς τιμή του Διονύσου. Κατόπιν οι παριστάμενοι συζητούσαν ή παίζανε διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως ο κότταβος*. Συνεπώς τα άτομα έμεναν ξαπλωμένα σε ανάκλιντρα (κλίναι), ενώ χαμηλά τραπέζια φιλοξενούσαν τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια. Χορεύτριες, ακροβάτες και μουσικοί συμπλήρωναν τη ψυχαγωγία των παρευρισκομένων. Ένας «βασιλιάς του συμποσίου» που εκλεγότανε στη τύχη αναλάμβανε να υποδεικνύει στους δούλους την αναλογία κρασιού και νερού κατά τη προετοιμασία των ποτών.
_________________
*Ο κότταβος ήτανε παιχνίδι επιδεξιότητας που έπαιζαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νυχτερινά συμπόσια για διασκέδαση και για να περνά η ώρα. Η προέλευσή του τοποθετείται στη Σικελία. Σκοπός του παιχνιδιού αυτού ήταν να πετύχουν ένα στόχο. Σαν βολή χρησιμοποιούσαν κρασί που το εκσφενδόνιζαν με το στόμα ή το πετούσαν με το χέρι κρατώντας ένα ρηχό πιάτο. Στόχος ήταν η πλάστιγγα, μια πιατέλα που ήταν προσαρμοσμένη ψηλά σε ένα ραβδί, ή έπλεε σε μια λεκάνη με νερό. Η πλάστιγγα έπρεπε να πέσει κάτω ή να βυθιστεί ή πέφτοντας να γίνει “καπέλο” σε ένα αγαλματάκι που ήταν στημένο από κάτω. Ανάλογα με την περίπτωση το χρησιμοποιούσαν κι ως μαντείο, ερμηνεύοντας τη τροχιά του κρασιού ή της πλάστιγγας κατά την ελεύθερη πτώση. Για ανταμοιβή έβαζαν την πλάστιγγα, ή διάφορα άλλα δώρα. Σημασία είχε όχι μόνο να πετύχουν το στόχο, αλλά και η καλαισθησία της κίνησης και της τροχιάς του βλήματος κατά το παιχνίδι. Το παιχνίδι ήταν τόσο δημοφιλές, που κάποιος ονόματι Αθηναίος λένε ότι είχε συγκεντρώσει πλούσια συλλογή βραβείων.

Αναπαράσταση σκηνής κότταβου σε αρχαίο ελληνικό αγγείο.
Η πλάστιγγα είναι προσαρμοσμένη επάνω σε ένα μακρύ ραβδί,
                ενώ ο παίκτης σκοπεύει κρατώντας έναν δίσκο


     Σε ένα ποίημα ο Έρωτας κι ο Υμέναιος παίζουν κότταβο, ενώ ο Γανυμήδης με ένα στεφάνι στα χέρια είναι διαιτητής. Ανταμοιβή είναι ένα αγαλματάκι της Ήβης σε έναν αργυρό δίσκο. Ο Υμέναιος έριξε πρώτος, αλλά δεν πέτυχε. Τότε ο Έρως με την σειρά του σημάδεψε, και πριν ρίξει, έκανε από μέσα του προσευχή στην μητέρα του.
_________________________

     Εντελώς απαγορευμένο στις γυναίκες, με εξαίρεση τις χορεύτριες και τις εταίρες, το συμπόσιο ήταν ένα σημαντικότατο μέσο κοινωνικοποίησης στην Αρχαία Ελλάδα. Μπορούσε να διοργανωθεί από ιδιώτη για φίλους ή για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις προσκλήσεις σε δείπνο. Μπορούσε επίσης ν’ αφορά τη μάζωξη μελών μιας θρησκευτικής ομάδας ή μιας εταιρείας, ενός είδος κλειστού κλαμπ για αριστοκράτες. Τα πολυτελή συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους, ωστόσο στα περισσότερα σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν αφορμή για δείπνο, έστω και μετριοπαθέστερο. Το συμπόσιο ως πρακτική εισήγαγε κι ένα πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα: το Συμπόσιον του Πλάτωνα, το ομώνυμο του ΞενοφώνταΤῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιον του Πλουτάρχου κι οι Δειπνοσοφισταί του Αθήναιου αποτελούν χαρακτηριστικά έργα.
     Τα συσσίτια ήτανε κοινά γεύματα πο συμμετείχαν υποχρεωτικά άνδρες κάθε ηλικίας στα πλαίσια κοινωνικού ή θρησκευτικού εθιμοτυπικού. Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εντοπίζονται στη Κρήτη και τη Σπάρτη, αν κι ορισμένες πηγές κάνουν αναφορά σε ανάλογες πρακτικές και σε άλλα μέρη. Άλλες γνωστές ονομασίες της πρακτικής αυτής είναι φειδίτια κι ἀνδρεῖα. Συγκεκριμένα στην Αρχαία Σπάρτη, η συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των Ομοίων, δηλαδή των μελών της σπαρτιατικής κοινωνίας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η συνεισφορά τροφίμων (ή έτερης αποζημίωσης) για τη διατροφή που τους παρείχε το κράτος. Η αποτυχία ανταπόκρισης στον κανόνα αυτό ήταν ατιμωτική. Αντίθετα με τα συμπόσια, τα συσσίτια χαρακτήριζε η λιτότητα κι η μετριοπάθεια.
     Τα δημητριακά αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των αρχαίων, κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή και τη κλασσική περίοδο. Χαρακτηριστικό είναι πως η Αθήνα του Περικλή, ήτανε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σιτηρών του αρχαίου κόσμου: τα φορτία που κατέφθαναν από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ελλήσποντο ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 17.000 τόνους ετησίως. Κύρια προϊόντα ήταν το σκληρό σιτάρι (πύρος), η όλυρα (ζειά) και το κριθάρι (κριθαί). Το σιτάρι μουσκευότανε προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με 2 πιθανούς τρόπους: 1ον ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει χυλός, ώστε να γίνει λαπάς. 2ον ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι (ἀλείατα) από το οποίο προέκυπτε το ψωμί (ἄρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με τυρί ή μέλι. Η μέθοδος φουσκώματος του ψωμιού ήτανε γνωστή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες χρησιμοποίησαν κάποιο αλκαλικό συστατικό ή μαγιά σα καταλύτη της διαδικασίας.
Τα δημητριακά κατείχαν εξέχουσα θέση στη διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων. Ήδη από την ομηρική εποχή ήταν γνωστός ο τρόπος καλλιέργειας σίτου, κριθαριού κι όλυρας. Η ζύμη ψηνότανε στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο (ἰπνός). Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου (πνιγεὐς). Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στη θέση τους τοποθετούταν η ζύμη, που καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της θερμοκρασίας. Οι πέτρινοι φούρνοι κάνανε την εμφάνισή τους στη ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο Σόλων, ο Αθηναίος, νομοθέτης του 6ου αι. π.Χ., όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορτές. Από τη κλασσική εποχή κι έπειτα, μόνο για κείνους που είχανε τα οικονομικά μέσα, το εν λόγω ψωμί ήτανε διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία.
     Το κριθάρι ήταν απλούστερο στη παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στη παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο. Συνεπώς συνήθως ψηνότανε προτού αλεστεί για να προκύψει αλεύρι (ἄλφιτα), που χρησίμευε στη παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν μᾶζα.
Γενικά το σιταρένιο ψωμί λεγόταν άρτος, το κριθαρένιο άλφιτον, το προερχόμενο με ζύμη που ψηνότανε σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγότανε ζυμίτης, ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνότανε σ’ ανθρακιά λεγόταν άζυμος κι ιδιαίτερα σποδίτης. Οτιδήποτε τρώγονταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν όψον. Ο άρτος ή το άλφιτο που τρώγοτανε βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν ακράτισμα,  -κυρίως το πρωί- εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα. Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες κριθαροφάγους, ενώ στη κωμωδία Ειρήνη ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί τη φράση «ἐσθίειν κριθὰς μόνας», που μεταφράζεται «το να ζει κανείς μόνο με κριθάρι» ή κατά τη νεοελληνική έκφραση «τη βγάζω με νερό και ψωμί». Στις μέρες μας επιβιώνουνε διάφορες συνταγές για τη παρασκευή μάζας. Σερβιριζόταν ψημένη ή ωμή, με τη μορφή χυλού ή ζυμαρικών ή ακόμη και πίττας. Επίσης μπορούσε να νοστιμίσει με τυρί ή μέλι.
     Τα δημητριακά σερβίρονταν συνήθως με ένα συνοδευτικό γνωστό με τη γενική ονομασία ὄψον. Αρχικά η ονομασία αναφερόταν σε ό,τι μαγειρευόταν στη φωτιά, και, κατ’ επέκταση, σε ο,τιδήποτε συνόδευε το ψωμί. Από τη κλασσική εποχή και μετά, πρόκειται για ψάρι και λαχανικά: λάχανα, κρεμμύδια (κρόμμυον), γλυκομπίζελα, πράσα, βολβούς, μαρούλια, βλίτα, ραδίκια κ.ά. Σερβίρονταν ως σούπα, βραστά ή πολτοποιημένα (ἔτνος), καρυκευμένα με ελαιόλαδο, ξύδι, χόρτα ή μια σάλτσα ψαριού γνωστή με την ονομασία γάρον. Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη, ο πουρές ήταν ένα από τα αγαπημένα πιάτα του Ηρακλή, που στις κωμωδίες πάντα παρουσιαζόταν ως μεγάλος λιχούδης. Οι πιο φτωχές οικογένειες κατανάλωναν βελανίδια (βάλανοι). Οι ελιές ήταν πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό, ωμές ή συντηρημένες. Ειδικά οι λαϊκές τάξεις καταναλώνανε πολύ κι όσπρια. Προτιμούσαν τους φασίολους, τις φακές, τα ρεβύθια, τα κουκκιά (κύαμοι) και τους θέρμους (λούπινα).
Για τους κατοίκους των πόλεων τα φρέσκα οπωροκηπευτικά ήτανε πολύ ακριβά κι έτσι καταναλώνονταν σπάνια. Οι φτωχότεροι πολίτες προτιμούσαν τα ξηρά λαχανικά. Το τυπικό φαγητό του μέσου εργάτη ήταν η φακή. Μια τυπική στρατιωτική μερίδα περιλάμβανε τυρί, σκόρδο και κρεμμύδια. Ο Αριστοφάνης συχνά συνδέει την κατανάλωση κρεμμυδιών με τους στρατιώτες, για παράδειγμα στην Ειρήνη, ο χορός που πανηγυρίζει για τη λήξη των πολέμων εκφράζει τη χαρά του που απαλλάχτηκε πλέον «από το κράνος, το τυρί και τα κρεμμύδια». Ο πικρός βίκος θεωρούταν φαγητό λιμού. Τα φρούτα, φρέσκα ή ξηρά, τρώγονταν ως επιδόρπιο. Πρόκειται κυρίως για σύκα, σταφίδες, καρύδια και φουντούκια. Τα ξερά σύκα χρησίμευαν επίσης ως ορεκτικό, πίνοντας παράλληλα κρασί. Στη περίπτωση αυτή, συνοδεύονταν συχνά από ψητά κάστανα, στραγάλια ή ψημένους καρπούς οξιάς.
     Η κατανάλωση ψαριών και κρεατικών σχετίζεται με την οικονομική επιφάνεια του σπιτικού αλλά και τη γεωγραφική του θέση: οι αγροτικές οικογένειες μέσω του κυνηγιού και της τοποθέτησης μικροπαγίδων είχανε πρόσβαση σε πτηνά και λαγούς, ενώ μπορούσαν να μεγαλώνουν πουλερικά και χήνες στις αυλές τους. Οι ελαφρώς πλουσιότεροι μπορούσαν να διατηρούν κοπάδια με πρόβατα, κατσίκες και γουρούνια. Στις πόλεις το κρέας κόστιζε πάρα πολύ με εξαίρεση το χοιρινό: κατά την εποχή τού Αριστοφάνη, ένα γουρουνάκι γάλακτος κόστιζε 3 δραχμές, ποσό που αντιστοιχεί σε 3 ημερομίσθια ενός δημοσίου υπαλλήλου. Στη κλασσική Αθήνα, οι περισσότεροι έτρωγαν κρέας, αρνίσιο ή κατσικίσιο, μονάχα στις γιορτές. Μολαταύτα, τόσον οι πλούσιοι όσο κι οι φτωχοί κατανάλωναν λουκάνικα. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο είναι γνωστό πως κατανάλωναν αρνίσιο, βοδινό και μοσχαρίσιο κρέας. Κατά τον 8ο αι. π.Χ. ο Ησίοδος, περιγράφει στο Έργα & Ημέραι την ιδανική αγροτική γιορτή:

   «…εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ Βίβλινος οἶνος, μάζα τ᾽ ἀμολγαίη γάλα τ᾽ αἰγῶν σβεννυμενάων, καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης πρωτογόνων τ᾽ ἐρίφων·»

   «…θα μπορούσα να έχω τη σκιά ενός βράχου και Βίβλινο κρασί, πέτσα και γάλα από κατσίκες που έχουν στερέψει και κρέας δαμάλιδος η οποία τράφηκε στα δάση και που δεν γέννησε ποτέ ή εριφίων από πρώτη γέννα…»

     Το κρέας αναφέρεται πολύ λιγότερο στα κείμενα της κλασσικής εποχής σε σύγκριση με τη ποίηση της αρχαϊκής εποχής. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό δεν οφείλεται σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, μα μόνο στους άτυπους κανόνες που διέπουνε τα 2 αυτά είδη γραμματείας. Η κατανάλωση κρέατος έχει εξέχοντα ρόλο στα πλαίσια θρησκευτικών εθιμοτυπικών: η μερίδα των θεών (λίπη κι οστά) παραδίδονται στις φλόγες, ενώ η μερίδα των ανθρώπων (το ψαχνό κρέας) μοιράζεται στους παρευρισκομένους. Παράλληλα παρατηρούμε την ακμή ενός εμπορικού κλάδου, εκείνου των ψημένων ή παστών κρεάτων, που φαίνονται επίσης να σχετίζονται με θρησκευτικές τελετές και θυσίες. Χαρακτηριστικό της τεχνικής του Έλληνα χασάπη είναι πως το σφάγιο δεν διαμελιζόταν ανάλογα με τον τύπο των μελών του, μα σε κομμάτια ίσου βάρους. Στη Κρήτη τα καλλίτερα απ’ αυτά αποδίδονταν στους φρονιμότερους πολίτες ή στους καλύτερους πολεμιστές. Σε άλλες περιοχές όπως στη Χαιρώνεια, οι μερίδες μοιράζονταν τυχαία με αποτέλεσμα να είναι θέμα τύχης για τον καθένα το αν θα λάμβανε καλό ή κακό κομμάτι.
     Κύρια τροφή των Σπαρτιατών πολεμιστών ήταν ένας ζωμός από χοιρινό, γνωστός με την ονομασία μέλας ζωμός. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως «ανάμεσα στα πιάτα, αυτό που έχαιρε της μεγαλύτερης εκτίμησης ήταν ο μέλας ζωμός, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που οι ηλικιωμένοι δεν αναζητούσαν καθόλου το κρέας. Το άφηναν για τους νεότερους και δειπνούσαν μονάχα με το ζωμό που τους παρείχαν». Για τους υπόλοιπους Έλληνες πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο. «Φυσικά κι οι Σπαρτιάτες είναι οι γενναιότεροι ανάμεσα σε όλους», αστειεύεται ένας Συβαρίτης, «ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιους θανάτους παρά να διάγει τόσο λιτό βίο». Το πιάτο αυτό αποτελείτο από χοιρινό, αλάτι, ξύδι κι αίμα. Συνοδευόταν από τη γνωστή μάζα, σύκα, τυρί και καμία φορά από θηράματα ή ψάρι. Ο Αιλιανός, συγγραφέας του 2ου & 3ου αι. μ.Χ., υποστηρίζει πως στους Λακεδαιμόνιους μάγειρες απαγορευόταν να προετοιμάζουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κρέας.
     Η στάση των Ελλήνων απέναντι στο ψάρι ποικίλλει ανάλογα με την εποχή. Στο έπος της Ιλιάδας δεν γίνεται κατανάλωση ιχθύων παρά μόνο ψητού κρέατος. Ο Πλάτων το αποδίδει στην αυστηρότητα των εθίμων της εποχής, εντούτοις μοιάζει πως το ψάρι θεωρούνταν φαγητό για φτωχούς. Στην Οδύσσεια αναφέρεται πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα κατέφυγαν στο ψάρι, αλλά μόνο γιατί υπέφεραν από την πείνα αφού πέρασαν από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης κι έτσι αναγκάστηκαν να φάνε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο. Αντιθέτως, κατά τη κλασσικήν εποχή, το ψάρι μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας, το οποίο αναζητούνε για το τραπέζι τους οι γευσιγνώστες. Μάλιστα κατά την ελληνιστική περίοδο συναντούμε και σχετική βιβλιογραφία, όπως ένα σύγγραμμα του Λυγκέως από τη Σάμο που πραγματεύεται τη τέχνη του να αγοράζει κανείς ψάρι σε χαμηλές τιμές. Άλλα ειδικά συγγράμματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έξοχες και λεπτομερείς περιγραφές ψαριών είναι: το Περί Ιχθύων του Αριστοτέλη, ο Αλιευτικός του Νουμηνίου, η Αλιευομένη, του Αντιφάνους, ο Ιχθύς του Αρχίππου. Πάντως όλα τα προϊόντα αλιείας δεν κοστίζανε το ίδιο. Μια στήλη που ανάγεται στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και που προέρχεται από τη βοιωτική πόλη Ακραιφνία, στη λίμνη της Κωπαΐδας, εμπεριέχει τιμοκατάλογο ψαριών, ίσως για τη προστασία των καταναλωτών από τη κερδοσκοπία. Οικονομικότεροι όλων είναι οι σκάροι, ενώ η κοιλιά του κόκκινου τόννου κοστίζει 3 φορές περισσότερο. Οι σαρδέλλες, οι αντζούγιες κι οι μαρίδες είναι οικονομικές κι είναι φαγητά καθημερινότητας για τους αρχαίους Αθηναίους. Επίσης στην ίδια κατηγορία μπορούν να αναφερθούν ο λευκός τόνος, το λυθρίνι, το σαλάχι, ο ξιφίας κι ο οξύρρυγχος, που καταναλώνεται αλατισμένος. Η λίμνη Κωπαΐδα φημιζότανε για τα χέλια της, ξακουστά σ’ ολόκληρη την Ελλάδα, που εξαίρονται και στους Αχαρνής. Ανάμεσα στα ψάρια του γλυκού νερού μπορούν να σημειωθούνε το λαβράκι, ο κυπρίνος και το υποτιμημένο γατόψαρο.
     Οι Έλληνες απολάμβαναν εξ ίσου και τα υπόλοιπα θαλασσινά. Σουπιές (σηπία), χταπόδια (πολύπους) και καλαμάρια (τευθίς), μαγειρεύονταν ψητά ή τηγανητά και σερβίρονταν ως ορεκτικά, ως συνοδευτικά ή ακόμη και στα συμπόσια, αν ήταν μικρού μεγέθους. Τα θαλασσινά μεγαλύτερου μεγέθους συγκαταλέγονταν στα πιάτα της υψηλής μαγειρικής. Ο ποιητής Έριφος κατατάσσει τις σουπιές, τη κοιλιά του τόνου και τον γόγγρο στα εδέσματα των θεών, απλησίαστα για τους θνητούς με περιορισμένα οικονομικά μέσα. Οι σουπιές και τα χταπόδια αποτελούσανε παραδοσιακά δώρα κατά τον εορτασμό των Αμφιδρομίων, όταν οι γονείς έδιναν ονόματα στα παιδιά τους. Όσον αφορά στα οστρακοειδή, οι αρχαίες πηγές αναφέρουνε τη κατανάλωση σπειροειδών κοχυλιών, μυδιών, πίννας, αυτιών της θάλασσας, αχιβάδων, πεταλίδων και χτενιών. Ο Γαληνός είναι ο 1ος που αναφέρει τη κατανάλωση ψητών στρειδιών (ὄστρεον). Τέλος εκτίμησης έχαιραν τα καβούρια (καρκίνος), οι αστακοί (ἀστακός), οι αχινοί (ἐχῖνος) κι οι καραβίδες (κάραϐος). Οι ψαράδες στη πλειοψηφία των περιπτώσεων έβγαιναν στη θάλασσα μόνοι και παρέμεναν κοντά στην ακτή. Χρησιμοποιούσαν άγκιστρα, κυρίως χάλκινα, τα οποία έδεναν με ορμιά (πετονιά), φτιαγμένη από τρίχες ζώων ή φυτικές ίνες. Για να βυθίζεται τ’ άγκιστρο, του δέναν μολύβδινο βαρίδι. Συνηθισμένο ήτανε το ψάρεμα με δίχτυα διαφόρων ειδών ανάλογα με το είδος των ψαριών, εφοδιασμένα με φελλούς και βαρίδια, αλλά και το ψάρεμα με καμάκι (κάμαξ) ή τρίαινα. Χρησιμοποιούσαν επίσης κύρτους πλεγμένους από βέργες. Πιο κατάλληλες ώρες για ψάρεμα θεωρούσανε το σούρουπο και το χάραμα. Ψάρευαν επίσης τη νύχτα με φως πυρσών. Το μεγαλύτερο μέρος της ψαριάς πρέπει να πωλείτο στις αγορές των πόλεων σε ειδικούς χώρους. Το ψάρι εμφανίζεται συχνά διατηρημένο στην άλμη. Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ διαδεδομένη στα ψάρια μικρού μεγέθους, ωστόσο απαντάται και σε μεγαλύτερα όπως η παλαμίδα, ο τόνος, το σκουμπρί, η πεσκανδρίτσα κι ο οξύρρυγχος, ακόμη στα καβούρια και τους αχινούς.
     Οι Έλληνες ανέτρεφαν πάπιες, χήνες, ορτύκια και κότες για να εξασφαλίζουν αυγά. Ορισμένοι συγγραφείς κάνουν ακόμη αναφορά σε αυγά φασιανού κι αιγυπτιακής χήνας, εντούτοις μπορούμε να υποθέσουμε πως επρόκειτο για σπάνια εδέσματα. Τα αυγά καταναλώνονταν είτε μελάτα είτε σφιχτά ως ορεκτικό ή επιδόρπιο. Επιπλέον τόσον ο κρόκος όσο και το ασπράδι του αυγού γίνονταν, όπως και στις μέρες μας, συστατικά διάφορων συνταγών. Άλλα εδέσματα των αρχαίων ήτανε γλυκά όπως η «σησαμίς» (είτε με τη μορφή που έχει το σημερινό παστέλι, είτε σε σφαιροειδή μορφή), οι «πλακούντες», η «άμμιλος» (τούρτα), η «μελιττούτα» (είδος γαλατόπιττας) καθώς και τα «αρτοκρέατα» (κρεατόπιττες), οι «τηγανίτες» ή τα «τήγανα» (τηγανίτες ή λουκουμάδες). Στη πόση των δε, με την ευρύτερη κατανάλωση ήταν προφανώς το νερό. Η αναζήτηση νερού υπαγότανε στις εργασίες που έπρεπε να διεκπεραιώσουν καθημερινά οι γυναίκες. Αν κι η χρήση πηγαδιού συχνά ήταν αναπόφευκτη, όπως είναι φυσικό υπήρχε προτίμηση σε νερό από πηγή πάντα ρέουσα και αναβλύζουσα. Το νερό θεωρείται θρεπτικό- κάνει τα δέντρα και τα φυτά να αναπτύσσονται- αλλά και επιθυμητό. Ο Πίνδαρος ονομάζει το νερό μιας πηγής ευχάριστο σαν μέλι. Οι πηγές περιγράφουνε κατά καιρούς το νερό ως βαρύ (βαρυσταθμότερος), ξηρό (κατάξηρος), όξινο (Ὀξύς), να θυμίζει κρασί (Οἰνώδης) κ.ά. Ένας από τους χαρακτήρες του κωμικού ποιητή Αντιφάνη υποστηρίζει πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει ανάμεσα σε όλο το νερό του κόσμου εκείνο της Αττικής από την καλή του γεύση. Τέλος, ο Αθήναιος αναφέρει μια σειρά από φιλοσόφους που κατανάλωναν παρά μόνο νερό, συνήθεια που συνοδεύεται συνήθως από αυστηρή χορτοφαγία. Άλλα ποτά που καταναλώνονται συχνότατα ήταν το γάλα κατσίκας και το υδρόμελι. Το σκεύος που χρησιμοποιούσαν για τη πόση ήταν ο σκύφος, κατασκευασμένος από ξύλο, πηλό ή μέταλλο. Ο Κριτίας αναφέρει δια μέσου του έργου του Πλουτάρχου ένα λακωνικής καταγωγής κυκλικό αγγείο, που ονομαζόταν κώθων. Θεωρούνταν από τους αρχαίους το πιο κατάλληλο για στρατιωτική χρήση, γιατί λόγω του χρώματος του δοχείου εμποδίζονταν εκείνος που έπινε να αντιληφθεί τις τυχόν ακαθαρσίες του νερού και χώματα, ενώ παράλληλα είχε αρκετά γυριστό χείλος, ώστε να μένουν σε αυτό οι ακαθαρσίες κατά την πόση. Άλλο διαδεδομένο σκεύος ήταν η κύλιξ, ποτήρι κυκλικού σχήματος, βαθύ, αλλά τελείως ανοιχτό, με βάση και 2 λαβές. Επίσης, ο κάνθαρος, αγγείο με 2, συνήθως ψηλές, κάθετες λαβές και το ρυτόν που ήταν συχνά ζωόμορφο και που χρησιμοποιούταν συνήθως ως κρασοπότηρο σε συμπόσια.
     Κατά την αρχαιότητα υπήρχανε πολλά είδη κρασιού: λευκό, κόκκινο, ροζέ. Υπάρχουν μαρτυρίες για όλα τα είδη καλλιέργειας, από το καθημερινό κρασί μέχρι εκλεκτές ποικιλίες. Ξακουστοί αμπελώνες υπήρχανε στη Νάξο, τη Θάσο, τη Λέσβο και τη Χίο. Δευτερεύον κρασί παραγόταν από νερό και μούστο, αναμεμειγμένο με κατακάθια, που διατηρούσαν οι χωρικοί για προσωπική τους χρήση. Ορισμένες φορές το κρασί γινότανε γλυκύτερο με μέλι, ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για φαρμακευτικούς σκοπούς αν ανακατευόταν με θυμάρι, κανέλλα κι άλλα βότανα. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ίσως και λίγο νωρίτερα, ήτανε γνωστός ένας πρόγονος της σημερινής ρετσίνας και του βερμούτ. Ο Αιλιανός επίσης αναφέρει έναν οίνο που αναμιγνυόταν με άρωμα. Επίσης παρασκευαζότανε και ζεστό κρασί, ενώ στη Θάσο ένα είδος γλυκού κρασιού. Το κρασί στις περισσότερες περιπτώσεις αραιωνόταν με νερό, καθώς ο άκρατος δεν ενδεικνυότανε για καθημερινή χρήση. Το κρασί αναμιγνυότανε σε κρατήρα απ’ όπου οι δούλοι γεμίζανε τα ποτήρια με τη βοήθεια μιας οινοχόης. Το κρασί επίσης είχε θέση και στη γενική ιατρική, καθώς του αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Αιλιανός αναφέρει πως το κρασί της Ηραίας στην Αρκαδία μπορεί να επιφέρει τρέλλα στους άντρες, αλλά και πως καθιστούσε τις γυναίκες γόνιμες. Αντιθέτως ένα κρασί από την Αχαΐα είχε τη φήμη πως μπορούσε να επιφέρει αποβολή. Εκτός από τις ιατρικές περιστάσεις, η ελληνική κοινωνία αποδοκίμαζε τις γυναίκες που πίνανε κρασί. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας νόμος στη Μασσαλία απαγόρευε στις γυναίκες να πίνουν ο,τιδήποτε εκτός από νερό. Η Σπάρτη ήταν η μοναδική πόλη όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να καταναλώνουν ό,τι ήθελαν.
     Τα κρασιά που προορίζονταν για τοπική χρήση διατηρούνταν σε ασκιά. Εκείνα που επρόκειτο να πουληθούνε τοποθετούνταν σε πίθους, μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία από πηλό. Κατόπιν μεταφέρονταν σε σφραγισμένους αμφορείς για να πωληθούν ανεξάρτητα, είτε στον ίδιο τόπο, είτε σε άλλο, μεταφερόμενοι με πλοία. Τα επώνυμα κρασιά φέραν ετικέτες με τ’ όνομα του παραγωγού ή των αρχόντων μιας πόλης που εγγυόντουσαν τη καταγωγή του. Είναι το 1ο παράδειγμα στην ιστορία μιας πρακτικής που επιβιώνει ως τις μέρες μας. Ο Έλληνες παρασκεύαζαν επίσης ένα τρόφιμο ανάμεσα στο φαγητό και το ποτό που ονομαζόταν κυκεών (προέρχεται από το ρήμα κυκάω που σημαίνει ανακατεύω). Πρόκειται για πλιγούρι κριθαριού που πρόσθεταν νερό και βότανα. Στην Ιλιάδα περιελάμβανε επίσης τριμμένο κατσικίσιο τυρί. Στην Οδύσσεια, η μάγισσα Κίρκη του προσέθεσε μέλι κι ένα μαγικό φίλτρο. Στον Ομηρικό Ύμνο της Δήμητρας, η θεά απορρίπτει το κόκκινο κρασί, ωστόσο δέχεται κυκεώνα από νερό, αλεύρι και βλήχονα. Χρήσιμος κι ως ιερό ποτό στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο κυκεώνας είναι και λαϊκή τροφή ιδίως στην ύπαιθρο: ο Θεόφραστος στους Χαρακτήρες του παρουσιάζει έναν αγρότη που ήπιε δυνατό κυκεώνα προκαλώντας δυσφορία στους διπλανούς στην Εκκλησία του Δήμου με την αναπνοή του. Το ποτό αυτό είναι επίσης φημισμένο για την ιδιότητά του να βοηθά στη πέψη. Έτσι, στην Ειρήνη, ο θεός Ερμής το συνιστά στον πρωταγωνιστή που το παράκανε τρώγοντας ξηρά φρούτα. Στην ίδια λογική, η πτισάνη ήταν ένα αφέψημα από κριθάρι που χρησίμευε ως τροφή για αρρώστους. Ο Ιπποκράτης το συνιστά σε ασθενείς που υποφέρουν από οξείες παθήσεις.
     Κατά την αρχαϊκή και κλασσικήν εποχή, η λιτότητα, που επέβαλλαν οι φυσικές και κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας, αναγνωρίζεται ως αρετή. Οι Έλληνες δεν αγνοούνε τη καθαρή απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το φαγητό, εντούτοις το τελευταίο ώφειλε να παραμένει απλό. Ο Ησίοδος, ως άνθρωπος της υπαίθρου, θεωρεί πραγματικό τσιμπούσι μια μερίδα κρέατος ψημμένη στη σχάρα, το γάλα και τις γαλέττες, όλα αυτά στα πλαίσια μιας ηλιόλουστης μέρας. Ακόμη καλύτερο γεύμα θεωρείται το δωρεάν γεύμα: «ξεφάντωμα χωρίς πληρωμή είναι κάτι που δεν πρέπει να αφήνει κανείς να πάει χαμένο», σημειώνει ο φιλόσοφος Χρύσιππος. Η επιδίωξη της γαστρονομικής υπερβολής θεωρείτο, αντίθετα, απαράδεκτη, το δίχως άλλο σημάδι ανατολίτικης μαλθακότητας: οι Πέρσες ήτανε πρότυπο παρακμής εξαιτίας της αγάπης τους για τη πολυτέλεια, που εκδηλώνεται φυσικά και στο τραπέζι. Οι αρχαίοι συγγραφείς αρέσκονταν στο να περιγράφουνε το γεύμα του Μεγάλου Βασιλέως των Αχαιμενιδών: ο Ηρόδοτος, ο Κλέαρχος ο Σολεύς, ο Στράβων κι ακόμη περισσότερο ο Κτησίας συμφωνούν στις περιγραφές τους.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες τόνιζαν με περηφάνεια την αυστηρότητα των διατροφικών τους συνηθειών. Ο Πλούταρχος αφηγείται πως ένας από τους βασιλείς του Πόντου, περίεργος να δοκιμάσει τον περίφημο μέλανα ζωμό των Λακεδαιμονίων, αγόρασε έναν μάγειρα από τη Λακωνία. Δοκιμάζοντάς το διαπίστωσε πως ήταν πολύ άνοστο για τα γούστα του. Ο μάγειράς του, ωστόσο, απεφάνθη: «Ω βασιλιά, για να εκτιμήσει κάποιος αυτό το ζωμό, πρέπει αρχικά να κολυμπήσει στον ποταμό Ευρώτα». Σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ανακαλύπτοντας την αίθουσα όπου δίνονταν τα γεύματα της περσικής αυλής, ειρωνεύτηκε το γούστο τους στο φαγητό και σε αυτό απέδωσε την ήττα τους. Ο Παυσανίας από τη Σπάρτη, μαθαίνοντας τις διατροφικές συνήθειες του Πέρση Μαρδόνιου, ειρωνεύτηκε τους Πέρσες που επιθυμούσαν να κατακτήσουνε τους Έλληνες τη στιγμή που ζούσανε τόσο απλά. Αποτέλεσμα αυτής της λατρείας για την αυστηρότητα, ήταν η κουζίνα να παραμένει για αιώνιες βασίλειο των γυναικών, είτε ελεύθερων είτε δούλων. Μολαταύτα, στη κλασσική περίοδο κάνουνε την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία ειδικοί στη μαγειρική. Τόσο ο Αιλιανός, όσο κι ο Αθήναιος αναφέρουνε τους 1000 μάγειρες που συνοδεύανε τον Σμινδυρίδη από τη Σύβαρη στο ταξίδι του στην Αθήνα κατά την εποχή του Κλεισθένη, αν και με αποδοκιμασία. Ο Πλάτων στο Γοργία αναφέρει το Θεαρίωνα τον αρτοποιό, τον Μίθαικο που συνέγραψε πραγματεία για τη μαγειρική των Σικελών και τον Σάραμβο που πωλούσε κρασιά. 3 εξέχοντες γνώστες των γλυκισμάτων, της κουζίνας κα του οίνου. Και διάφοροι άλλοι μάγειρες συνέγραψαν έργα σχετικά με την τέχνη τους.
     Με το πέρασμα του χρόνου, οι Έλληνες όλο και πιο πολύ εξελίσσονται σε καλοφαγάδες. Ο Αιλιανός σημειώνει: «στη Ρόδο, εκείνος που προσέχει ιδιαίτερα τα ψάρια και τα εκτιμά κι εκείνος που ξεπερνά τους πάντες σε γευσιγνωσία εγκωμιάζεται, θα λέγαμε, από τους συμπολίτες του ως ευγενικό πνεύμα». Στην ελληνιστική και κατόπιν στη ρωμαϊκή περίοδο, οι Έλληνες -τουλάχιστον οι εύποροι- χάνουνε σιγά-σιγά την εμμονή στη λιτότητα. Οι συνδαιτημόνες του συμποσίου το οποίο αφηγείται ο Αθήναιος κατά το 2ο-3ο αι. μ.Χ. αφιερώνουν μεγάλο μέρος της συζήτησής τους σε απόψεις για το κρασί και τη γαστρονομία. Αναφέρονται στις ιδιότητες κάποιων ποικιλιών κρασιού, λαχανικών και κρεάτων, καθώς και σε ξακουστά πιάτα (γεμιστό καλαμάρι, κοιλιά κόκκινου τόνου, καραβίδες, μαρούλια ποτισμένα με οίνο και μέλι). Επικαλούνται ακόμη μεγάλους μάγειρες όπως ο Σωτηρίδης, σεφ του βασιλέως Νικομήδη Α’ της Βιθυνίας. Όταν ο αφέντης του Σωτηρίδη βρισκότανε βαθιά στην ενδοχώρα πεθύμησε να φάει αντζούγιες. Εκείνος τότε προσομοίασε τη γεύση τους χρησιμοποιώντας ραπανάκια προσεκτικά τυλιγμένα ώστε να θυμίζουν αντζούγιες, λαδωμένα κι αλατισμένα, πασπαλισμένα με σπόρους παπαρούνας. Το κατόρθωμα αυτό η Σουίδα, το αποδίδει λανθασμένα στο διάσημο Ρωμαίο γευσιγνώστη Απίκιο (1ος αι. π.Χ.), απόδειξη πως οι Έλληνες δεν υπολείπονταν πλέον σε τίποτα από τους Ρωμαίους.
     Ο ορφισμός κι ο πυθαγορισμός, αρχαιοελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, πρότειναν ένα διαφοροποιημένο τρόπο ζωής, βασισμένο στην αγνότητα και τη κάθαρση -στη πραγματικότητα πρόκειται για μορφή άσκησης. Στο πλαίσιο αυτό η χορτοφαγία αποτελεί κεντρικό σημείο στην ιδεολογία του ορφισμού, καθώς και σε μερικές από τις παραλλαγές του πυθαγορισμού. Ο Εμπεδοκλής τον 5ο αι. π.Χ. πλαισιώνει τη χορτοφαγία στη πεποίθηση της μετεμψύχωσης: ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα ζώο που θανατώνεται δεν αποτελεί το καταφύγιο μιας ανθρώπινης ψυχής; Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ωστόσο, πως αν ήθελε να είναι συνεπής με την ίδια του τη λογική, θα έπρεπε να αρνείται επίσης να καταναλώνει και φυτά για τον ίδιο λόγο. Η χορτοφαγία πιθανώς επίσης εκπορεύεται από την απέχθεια προς τη θανάτωση ζωντανών οργανισμών, καθώς ο ορφισμός δίδασκε την αποχή από αιματοχυσίες. Η διδασκαλία του Πυθαγόρα τον 4ο αι. π.Χ. είναι ακόμη δυσκολώτερο να οριοθετηθεί με ακρίβεια. Οι ποιητές της Μέσης Κωμωδίας, όπως ο Άλεξις ή ο Αριστοφών, περιγράφουνε τους πυθαγόρειους ως αυστηρά χορτοφάγους: μάλιστα ορισμένοι περιορίζονταν μόνο στη κατανάλωση ψωμιού και νερού. Ωστόσο, άλλα ρεύματα περιορίζονταν στην απαγόρευση συγκεκριμένων φυτικών τροφών όπως τα κουκκιά ή ιερών ζώων όπως ο λευκός κόκκορας ή ακόμη συγκεκριμένων σημείων του σώματος των ζώων. Τέλος, ακόμη κι οι οπαδοί της χορτοφαγίας σε συγκεκριμένες θρησκευτικές περιστάσεις κατανάλωναν θυσιασμένα ζώα, κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.
     Η χορτοφαγία κι η ιδέα της αγνότητας παρέμειναν στενά συνδεδεμένες κι ορισμένες φορές συνοδεύονταν κι από την αποχή από τη σεξουαλική πράξη. Στο Περί Σαρκοφαγίας ο Πλούταρχος αναβιώνει την αντίληψη πως η αιματοχυσία αποτελεί βάρβαρη πράξη και ζητά από τον άνθρωπο που καταναλώνει σάρκα να δικαιολογήσει τη προτίμησή του. Ο νεοπλατωνικός Πορφύριος από την Τύρο (3ος αι.) στο έργο του De abstinentia ab esu animalium συνδέει τη χορτοφαγία με τα κρητικά μυστήρια και παρέχει κατάλογο με διάσημους χορτοφάγους του παρελθόντος, ξεκινώντας από τον Επιμενίδη. Για κείνον, είναι ο ήρωας Τριπτόλεμος, που δέχτηκε από τη θεά Δήμητρα ένα στάχυ ως δώρο, κείνος που εισήγαγε τη χορτοφαγία. Οι 3 εντολές του ήταν: Τίμα τους γονείς σουΤίμα τους θεούς με καρπούς & Δείξε οίκτο στα ζώα.
     Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί συμφωνούν για την αναγκαιότητα ιδιαίτερης διατροφής για τους αρρώστους, εντούτοις οι απόψεις τους για το ποια τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνει δεν συμφωνούν. Στο Περί Διαίτης Οξέων ο Ιπποκράτης αναφέρεται στις ευεργετικές ιδιότητες της πτισάνης, που αφομοιώνεται εύκολα από τον οργανισμό και προκαλεί πτώση του πυρετού. Εντούτοις, άλλοι τη θεωρούνε βαρειά, καθώς εμπεριέχει σπόρους κριθαριού, ενώ άλλοι την συνιστούν με τη προϋπόθεση να μη τοποθετούνται οι σπόροι αυτοί κατά τη προετοιμασία της. Ορισμένοι ιατροί δεν επιτρέπουν παρά μόνο υγρές τροφές μέχρι και την 7η μέρα, και μετά επιτρέπουνε τη πτισάνη. Τέλος μερίδα εξ αυτών υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να καταναλώνονται στερεές τροφές καθ’ όλη τη διάρκεια της ασθένειας. Οι ίδιες μέθοδοι του Ιπποκράτη είναι αντικείμενο διχογνωμίας ανάμεσα στους διάφορους ιατρούς: άλλοι κατηγορούνε το μεγάλο ιατρό πως υποσιτίζει τους ασθενείς του, ενώ άλλοι πως τους τρέφει υπερβολικά. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο Αλεξανδρινός Ερασίστρατος προσάπτει στον Ιπποκράτη ότι απαγόρευε στους αρρώστους να τρώνε ο,τιδήποτε παρά λίγο νερό, χωρίς να λαμβάνουνε κανέν άλλο θρεπτικό στοιχείο: πρόκειται πράγματι για τη πρακτική των μεθοδικών που δεν επέτρεπαν στους ασθενείς τη λήψη τροφής κατά το πρώτο 48ωρο. Αντίθετα, κάποιος Πετρονάς συνιστά τη κατανάλωση χοιρινού και τη λήψη ανόθευτου οίνου.
     Αν θεωρήσουμε τον Αιλιανό αξιόπιστη πηγή, ο 1ος αθλητής που ακολούθησε ποτέ ειδική διατροφή ήταν ο Ίκκος από τον Τάραντα, που έζησε τον 5ο αι.π.Χ. Ο Πλάτων επιβεβαιώνει πως ακολουθούσε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα, με την έκφραση «γεύμα του Ίκκου» να γίνεται παροιμιώδης. Ωστόσο, ο Μίλων από τον Κρότωνα, ολυμπιονίκης της πάλης, κατείχε τη φήμη πως κατανάλωνε 7,5 λίτρα κρασιού, 9 κιλά ψωμί και κάμποσο κρέας καθημερινά. Πριν από αυτόν, οι αθλητές της κλασσικής εποχής ακολουθούσανε δίαιτα στηριγμένη στις ξηρές τροφές (ξηροφαγία), όπως για παράδειγμα στα ξηρά σύκα, το τυρί και το ψωμί. Ο Πυθαγόρας (είτε ο γνωστός φιλόσοφος είτε κάποιος προπονητής αθλητών) είναι ο 1ος που συμβουλεύει τους αθλητές να καταναλώνουν κρέας. Ακολούθως, οι προπονητές συνιστούνε προκαθορισμένη διατροφή: για να κατακτήσει κάποιος έναν ολυμπιακό τίτλο «πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη διατροφή, να μην τρώει επιδόρπια (…), να μην πίνει παγωμένο νερό και να μην καταναλώνει ποτήρια κρασιού όποτε του κάνει κέφι». Η διατροφή αυτή πρέπει να είχε σα βάση το κρέας, πληροφορία που επιβεβαιώνει ο Παυσανίας. Ο Γαληνός αποδοκιμάζει τους σύγχρονούς του αθλητές επειδή καταναλώνουν ωμό κρέας που ακόμη στάζει αίμα. Θεωρεί πως η συνήθεια αυτή προκάλεί πύκνωση της σαρκικής μάζας εξαφανίζοντας την εσωτερική θερμότητα του σώματος, οδηγώντας σταδιακά τον αθλητή στο θάνατο. Αντίθετα, υποστηρίζει πως η διατροφή πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε αθλητή και να βασίζεται στις συμβουλές εξειδικευμένου ιατρού.
     Για τις τροφές και τις διατροφικές συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων, αντλούμε πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, ανάλογα με την εκάστοτε εποχή. Ειδικά, για τις πρώτες χιλιετίες, σημαντική θεωρείται η συμβολή της αρχαιολογίας. Έτσι, από πινακίδες της Πύλου και της Κνωσσού πληροφορούμαστε για τη διατροφή των Μυκηναίων και των Μινωιτών. Για τη Γεωμετρική εποχή (1100-800 π.Χ.) χρησιμοποιούνται τα έπη του Ομήρου, που κι απεικονίζουνε τη πραγματικότητα. Αντίθετα, ωστόσο, με τις προηγούμενες περιόδους, για τη Κλασσική εποχή η σπουδαιότερη πηγή είναι η αρχαία ελληνική γραμματεία, όπως οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και τα έργα του Αθήναιου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, πληροφορίες μας παρέχουν και τα αγγεία και τα αγαλματίδια.

=========================================

Δ’ και τελευταίο Μέρος

                                 Εισαγωγή

     Σε τούτο το Δ’ μέρος της Επιτομής της Αρχαίας Ελλάδας, θα μας απασχολήσουνε 2 τελευταία προς το παρόν, θέματα, δουλεία κι ένδυση και γενικότερα στολισμού των αρχαίων Ελλήνων κι Ελληνίδων. Ναι καλά καταλάβατε, θα υπάρξει και Ε’ μέρος.στο μέλλον -καλά να ‘μαστε. Π. Χ.

=====================================

ΔΟΥΛΕίΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΆΔΑ: Η μελέτη του φαινομένου της δουλείας στην αρχαία Ελλάδα παρουσιάζει πλήθος σημαντικών μεθοδολογικών προβλημάτων. Οι γραπτές μαρτυρίες είναι ασύνδετες κι αποσπασματικές, επικεντρωμένες κυρίως στη πόλη των Αθηνών. Καμμία πραγματεία δεν είναι ειδικά αφιερωμένη στο ζήτημα. Η κωμωδία κι η τραγωδία περιέχουνε στερεότυπα, ενώ η εικονογραφία δεν διαχωρίζει με σαφή τρόπο τους δούλους από τους τεχνίτες κι εργάτες.

  “ἐπεὶ δὲ τυγχάνομεν σκοποῦντες περὶ τῆς ἀρίστης πολιτείας, αὕτη δ’ ἐστὶ καθ’ ἣν ἡ πόλις ἂν εἴη μάλιστ’ εὐδαίμων, τὴν δ’ εὐδαιμονίαν ὅτι χωρὶς ἀρετῆς ἀδύνατον ὑπάρχειν εἴρηται πρότερον, φανερὸν ἐκ τούτων ὡς ἐν τῇ κάλλιστα πολιτευομένῃ πόλει καὶ τῇ κεκτημένῃ δικαίους ἄνδρας ἁπλῶς, ἀλλὰ μὴ πρὸς τὴν ὑπόθεσιν, οὔτε βάναυσον βίον οὔτ’ ἀγοραῖον δεῖ ζῆν τοὺς πολίτας (ἀγεννὴς γὰρ ὁ τοιοῦτος βίος καὶ πρὸς ἀρετὴν ὑπεναντίος), οὐδὲ δὴ γεωργοὺς εἶναι τοὺς μέλλοντας ἔσεσθαι (δεῖ γὰρ σχολῆς καὶ πρὸς τὴν γένεσιν τῆς ἀρετῆς καὶ πρὸς τὰς πράξεις τὰς πολιτικάς)”ΑριστοτέληςΠολιτικά, 7, 1328 b, 35 -1329 a, 1.

     Οι απόψεις του φιλοσόφου Αριστοτέλη, έτσι όπως εκφράζονται στο παραπάνω απόσπασμα, υποδηλώνουν, την ευδαιμονιστικήν αντίληψη, σύμφωνα με την οποία είναι αγενής η ζωή των χειρωνακτών, των εμπόρων της αγοράς ή των γεωργών και δεν επιτρέπει την απόκτηση της αρετής ή την ενασχόληση με τα πολιτικά στο άριστο πολίτευμά του. Αν προχωρήσουμε λίγο πιο κάτω στο 1329 a, 25, θα δούμε και ποιοι είναι οι κατάλληλοι για τέτοιου είδους εργασίες, οι γεωργοί, οι δούλοι κι οι βάρβαροι περίοικοι, που ωστόσο τις θεωρεί απαραίτητες για την ευδαιμονία της πόλης. «δεῖ τὰς κτήσεις εἶναι τούτων, εἴπερ ἀναγκαῖον εἶναι τοὺς γεωργοὺς δούλους ἢ βαρβάρους περιοίκους».
     Κύρια πηγή για τη δουλεία στους αποκαλούμενους σκοτεινούς αιώνες είναι η ποίηση του Ομήρου και του Ησιόδου, που αποκαλύπτει σύνθετες σχέσεις εξάρτησης ανάμεσα σε ελεύθερους και δούλους. Μεταγενέστερες αναφορές του Αριστοτέλη, του Πλούταρχου, του Αισχίνη, του Διόδωρου κ.ά. είναι αρκετές για να μας βοηθήσουν να σχηματίσουμε εικόνα του θέματος σ’ ό,τι αφορά στην αρχαία ελληνική κοινωνία. Ορισμένοι δούλοι είναι αιχμάλωτοι πολέμου, υποταγμένοι πλήρως στη θέληση ατόμων που κερδίζουν από το μόχθο τους. Άλλοι ζούνε σχεδόν κάτω από τις ίδιες συνθήκες με τον κύριό τους, μες στα όρια του οίκου. Άλλοι είναι δημόσιοι δούλοι, άλλοι εργάζονται στα ορυχεία, ενώ από τον Δημοσθένη έχουμε αναφορά για τη σωματική τιμωρία τους.
     Είναι γεγονός πως η ύπαρξη δούλων στην αρχαιοελληνική κοινωνία προκάλεσε αμηχανία σε αρκετούς θαυμαστές του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που προσπάθησαν απεγνωσμένα να δείξουν πως η δουλεία στην αρχαία Ελλάδα ήταν θεσμός περισσότερο ανθρώπινος απ’ ό,τι φαίνεται βάσει των πηγών που διαθέτουμε, αλλά σε γενικές γραμμές η μαρξιστική άποψη για τη δουλεία ως βάση του συγκεκριμένου πολιτισμού είναι περισσότερο ρεαλιστική κι αιτιολογεί εν μέρει γιατί ο ελληνικός πολιτισμός δεν προχώρησε σε «βιομηχανική επανάσταση» -σύμφωνα πάντα με τα δεδομένα της εποχής του- ή στην ανάπτυξη κείνης της τεχνολογίας που θα μπορούσε να ανεξαρτητοποιήσει τους πολίτες από το μόχθο.
     Στην αρχαία ελληνική γλώσσα βρίσκουμε πολλούς όρους συνώνυμους της λέξης δοῦλος, για τις οποίες αξίζει να τονιστούν κάποιες λεπτές διαφορές. Στον Όμηρο, τον Ησίοδο και το Θέογνι από τα Μέγαρα, ο δούλος αποκαλείται δμώς. Ο όρος είναι αρκετά γενικός, αλλά αναφέρεται ειδικότερα στους αιχμαλώτους που λήφθησαν ως λάφυρο, που αποτελούνε περιουσιακόν είδος. Κατά τη κλασσική περίοδο, οι Έλληνες συχνά χρησιμοποιούσαν τη λέξη ἀνδράποδον, που κυριολεκτικά σημαίνει αυτός που έχει πόδια ανθρώπου, σε αντιδιαστολή με τη λέξη τετράποδον, η οποία χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας. Η πιο κοινή λέξη που συναντούμε είναι το δοῦλος, της οποίας μια παλαιότερη μορφή εμφανίζεται στις μυκηναϊκές επιγραφές ως do-e-ro, που χρησιμοποείται σε αντιδιαστολή με τον όρο ἐλεύθερος. Το δουλεύω μπορεί να χρησιμοποιείται μεταφορικά για άλλες μορφές ελέγχου, όπως εκείνου που κατέχει μια πόλη πάνω σε μία άλλη ή οι γονείς πάνω στα παιδιά τους. Τέλος, ο όρος οἰκέτης σημαίνει κείνος που ζει στο σπίτι κι αναφέρεται στους κατ’ οίκον δούλους. Άλλοι όροι με λιγότερο σαφή έννοια είναι:

 * θεράπων: στην εποχή του Ομήρου η λέξη σήμαινε τον ακόλουθο ενός πολεμιστή (για παράδειγμα ο Πάτροκλος αναφέρεται ως ο θεράπων του Αχιλλέα, ενώ ο Μηριόνης ως εκείνος του Ιδομενέως). Κατά τη κλασσικήν εποχή είχε την έννοια του υπηρέτη.
 * ἀκόλουθος: σημαίνει αυτός που ακολουθεί ή που συνοδεύει. Υπήρχε και το υποκοριστικό ἀκολουθίσκος, κυρίως για μικρά αγόρια.
 * παῖς: σημαίνει στη νεοελληνική γλώσσα παιδί και σήμαινε ένα νεαρό υπηρέτη του σπιτιού. Χρησίμοποιόταν επίσης σαν υποτιμητικός όρος για τους ενήλικους δούλους.
 * σῶμα: όρος που χρησιμοποιούταν σε περιστάσεις απελευθέρωσης.

     Η δουλεία είχεν ήδη γεννηθεί κατά τη μυκηναϊκή εποχή. Σε πλακίδια που έχουνε βρεθεί στη Πύλο διαβάζουμε αναμφίβολα για 140 do-e-ro. Οι δούλοι χωρίζονταν σύμφωνα με το νόμο σε 2 κατηγορίες: στους κοινούς δούλους και στους δούλους του θεού, με το θεό να ταυτίζεται κατά πάσα πιθανότητα με τον Ποσειδώνα. Οι δούλοι του θεού πάντα αναφέρονται ονομαστικά και κατέχουνε τη δική τους γη. Η κοινωνική τους θέση είναι παρόμοια με κείνη των ελεύθερων ανθρώπων. Η φύση της σχέσης τους με τη θεότητα παραμένει άγνωστη. Τα ονόματα των κοινών δούλων δείχνουν πως ορισμένοι προήλθαν από τα Κύθηρα, τη Χίο, τη Λήμνο ή την Αλικαρνασσό και πιθανώς αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές. Τα πλακίδια μαρτυρούν πως ενώσεις ανάμεσα σε δούλους κι ελεύθερους ανθρώπους δεν ήταν ασυνήθιστες, ενώ οι δούλοι μπορούσαν να γίνουν ανεξάρτητοι τεχνίτες και να κατέχουν μερίδιο γης. Φαίνεται πως στο μυκηναϊκό κόσμο ο κύριος κοινωνικός διαχωρισμός δεν ήταν ανάμεσα στους ελεύθερους και τους δούλους, αλλά ανάμεσα σε κείνους που διατηρούσαν σχέσεις με το Παλάτι και σε κείνους που δεν είχαν το προνόμιο αυτό.
     Δεν υπάρχει αυστηρή ιστορική συνέχεια ανάμεσα στη μυκηναϊκή περίοδο και στον ομηρικό κόσμο, όπου οι κοινωνικές δομές αντικατοπτρίζουν εκείνες των ελληνικών σκοτεινών χρόνων. Η ορολογία είναι πλέον διαφορετική: ο δούλος δεν είναι πλέον do-e-ro αλλά δμώς. Στην Ιλιάδα οι δούλοι είναι κυρίως γυναίκες κι είναι λάφυρα πολέμου, ενώ οι άνδρες είτε ανταλλάσονταν με λύτρα είτε σκοτώνονταν στο πεδίο της μάχης. Στην Οδύσσεια οι δούλοι επίσης είναι στη πλειοψηφία τους γυναίκες. Αυτές είναι κυρίως υπηρέτριες και σε ορισμένες περιπτώσεις παλλακίδες. Γίνεται αναφορά και σε άνδρες δούλους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Εύμαιο. Ο τελευταίος είναι αξιοσημείωτος επειδή κατείχε εξέχουσα θέση στον πυρήνα του Οίκου. Ο Λαέρτης πίνει και τρώει με τους υπηρέτες του, ενώ το χειμώνα κοιμάται στη συντροφιά τους. Ο όρος δμώς δεν έχει υποτιμητική έννοια κι ο Εύμαιος, ο «θείος» χοιροβοσκός, λαμβάνει το ίδιο κοσμητικό επίθετο με τους μεγάλους ήρωες. Παρόλαυτά, η κατάσταση δουλείας παραμένει ατιμωτική. Ο ίδιος ο Εύμαιος αναφέρει: «Γιατί τον γδύνει από τη μισή ο βροντολάλος Δίας αξία του τον άνθρωπο, δουλειά που τον πλακώσει».
     Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αν η εμπορία δούλων ξεκίνησε κατά την αρχαϊκή περίοδο. Στο Ἔργα καὶ Ἡμέραι (8ος αι. π.Χ.) ο Ησίοδος δηλώνει πως κατέχει πολυάριθμους δούλους, αν κι η κοινωνική τους θέση παραμένει άγνωστη. Η παρουσία δούλων επιβεβαιώνεται από λυρικούς ποιητές όπως ο Αρχίλοχος κι ο Θέογνης από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με επιγραφικές μαρτυρίες, η νομοθεσία του Δράκοντα (περ. 620 π.Χ.) αναφέρεται στους δούλους. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Σόλων (περ. 594-593 π.Χ.) απαγόρευσε στους δούλους να επιδίδονται στη γυμναστική και στη παιδεραστία. Μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής, οι αναφορές πυκνώνουν. Η δουλεία γίνεται διαδεδομένη την ίδια στιγμή που ο Σόλων θέτει τις βάσεις της αθηναϊκής δημοκρατίας. Ο μελετητής Μωϋσής Φίνλεϋ τονίζει πως ομοίως η Χίος, η 1η πόλη που σύμφωνα με το Θεόπομπο ασχολήθηκε οργανωμένα με το δουλεμπόριο, διατηρούσε πρώιμους δημοκρατικούς θεσμούς (6ος αι. π.Χ.) Καταλήγει πως «ένα στοιχείο της ελληνικής ιστορίας, εν συντομία, είναι η χέρι με χέρι διάδοση της ελευθερίας και της δουλείας».
     Οι δούλοι μπορούσαν να καταπιαστούν με όλες τις καθημερινές δραστηριότητες με εξαίρεση τη πολιτική, καθώς για τους Έλληνες η άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων άρμοζε μόνο στους ελεύθερους πολίτες. Η κύρια χρήση των δούλων ήτανε στις αγροτικές δραστηριότητες, τη βάση της ελληνικής οικονομίας. Κάποιοι μικροϊδιοκτήτες γης ίσως είχανε στην ιδιοκτησία τους 1 δούλο, ίσως και 2. Μια πλούσια βιβλιογραφία αγροτικών εγχειριδίων (όπως ο Οἰκονομικός του Ξενοφώντα ή το αντίστοιχο έργο του Ψευδο-Αριστοτέλη) επιβεβαιώνει τη παρουσία 10άδων δούλων σε μεγαλύτερα κτήματα, που μπορούσαν να είναι είτε απλοί εργάτες είτε εργοδηγοί. Το πόσο διαδεδομένη ήταν η χρήση δούλων στις αγροτικές εργασίες δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια από τους σύγχρονους μελετητές. Σίγουρο θεωρείται πως η πρακτική ήτανε πολύ κοινή στην Αθήνα και πως η Αρχαία Ελλάδα δε γνώρισε τους τεράστιους πληθυσμούς δούλων που εργάστηκαν στα ρωμαϊκά λατιφούντια*.

————————–

 * Λατιφούντιο-α: Μεγάλα αγροτικά κτήματα της αρχαίας Ρώμης, που καλλιεργούνταν από δούλους με την επίβλεψη ενός επιστάτη. Ο Κολουμέλλας θεωρούσε το σύστημα αντιοικονομικό, ενώ ο Πλίνιος είχε τη γνώμη ότι αυτά αποτελούσανε τη καταστροφή της Ιταλίας, καθώς δεν άφηναν ελπίδα επιβίωσης στους μικρογαιοκτήμονες. Δημιουργήθηκε κοινωνικό ζήτημα κι ο Τιβέριος Γράκχος επανέφερε έναν παλαιότερο νόμο (τον ονομαζόμενο Λικίνιο) που απαγόρευε στους Ρωμαίους να κατέχουνε κτήματα μεγαλύτερα των 500 πλέθρων και μοίρασε τις εκτάσεις που περίσσευαν στους ακτήμονες. Αργότερα, ο Γάιος Γράκχος συμπλήρωσε την εξαφάνιση του θεσμού των λατιφουντίων.
_________________

     Στα μεταλλεία και τα λατομεία η χρήση δούλων ήταν η επικρατούσα πρακτική, με μεγάλο πλήθος σκλάβων να ενοικιάζεται για το σκοπό αυτό από πλούσιους πολίτες. Ο Νικίας νοίκιασε 1000 σκλάβους για να εργαστούνε στα ορυχεία αργύρου του Λαυρίου, ο Ιππόνικος 600 κι ο Φιλομήδης 300. Ο Ξενοφών αναφέρει πως κοστολογούνταν 1 οβολόν ανά δούλο τη μέρα, φτάνοντας τις 60 δραχμές το χρόνο. Αυτή ήταν μια από τις σημαντικότερες επενδύσεις των Αθηναίων. Το πλήθος δούλων που εργάζονταν στα ορυχεία του Λαυρίου και στους μύλους που επεξεργάζονταν τα μεταλλεύματα υπολογίζεται στους 30.000. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα η πόλη αγόραζε μεγάλο αριθμό δούλων, μέχρι 3 κρατικούς δούλους ανά πολίτη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η συντήρηση όλων των πολιτών. Επίσης χρησιμοποιούνταν ως τεχνίτες κι έμποροι. Όπως και στις αγροτικές εργασίες, χρησιμοποιούνταν για δουλειές που ήταν πέραν των δυνατοτήτων της οικογενείας. Ο πληθυσμός των σκλάβων ήταν μεγαλύτερος στα εργαστήρια: η βιοτεχνία ασπίδων του Λυσία απασχολούσε 120 δούλους, ενώ ο πατέρας του Δημοσθένη είχε στην ιδιοκτησία του 32 κατασκευαστές μαχαιριών και 20 τεχνίτες κρεβατιών. Οι δούλοι επίσης εργάζονταν κατ’ οίκον με κύριο καθήκον να εκπροσωπεί τον αφέντη του στον επαγγελματικό του χώρο και να τονε συνοδεύει στα ταξίδια. Σε περίοδο πολέμου ήτανε προσωπικός υπηρέτης του οπλίτη, αν κι ορισμένοι έχουν υποστηρίξει πως ο πραγματικός του ρόλος ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Οι γυναίκες δούλοι αναλάμβαναν τις οικιακές δουλειές, όπως το ψήσιμο του ψωμιού και την υφαντουργία. Μοναχά οι φτωχότεροι των πολιτών δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους δούλους.
     Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής αριθμός σκλάβων στην Αρχαία Ελλάδα, με δεδομένη την απουσία μιας ακριβούς απογραφής και τους πολυάριθμους ορισμούς της δουλείας κατά την εποχή εκείνη. Πιστεύεται πως η Αθήνα διέθετε το μεγαλύτερο πληθυσμό δούλων, που πρέπει να άγγιζε τους 80.000 κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ., 3 με 4 κατά μέσον όρο ανά σπιτικό. Τον 5ο αι. π.Χ., ο Θουκυδίδης αναφέρεται στη λιποταξία 20.000 δούλων στη διάρκεια του πολέμου στη Δεκέλεια, στη πλειονότητά τους έμποροι. Η χαμηλότερη εκτίμηση, αυτή των 20.000 δούλων την εποχή του Δημοσθένη, αντιστοιχεί σ’ ένα δούλο ανά οικογένεια. Ανάμεσα στα έτη 317 και 307 π.Χ. ο τύραννος Δημήτριος ο Φαληρεύς διέταξε απογραφή στην Αττική, που απέφερε τα εξής νούμερα: 21.000 πολίτες, 10.000 μέτοικοι και 400.000 δούλοι. Ο ρήτορας Υπερείδης, στο λόγο Κατὰ Ἀριστογείτονος, αναφέρει πως η προσπάθεια στρατολόγησης 150.000 ανδρών δούλων σε αξιόμαχη ηλικία οδήγησε στην ήττα των Ελλήνων στη Μάχη της Χαιρώνειας (338 π.Χ.), κάτι που είναι σε αρμονία με τους αριθμούς που παραθέτει ο Κτησικλής.
     Σύμφωνα με τις πηγές, διαφαίνεται πως οι περισσότεροι από τους ελεύθερους Αθηναίους είχανε στην ιδιοκτησία τους τουλάχιστον ένα δούλο. Ο Αριστοφάνης στον Πλούτο απεικονίζει φτωχούς αγρότες που είχαν αρκετούς δούλους, ενώ ο Αριστοτέλης ορίζει το σπιτικό σαν οντότητα τόσο με ελεύθερους ανθρώπους όσο και με δούλους. Κατ’ επέκταση, το να μην έχει κανείς ούτε έναν δούλο, ήτανε σημάδι μεγάλης φτώχειας. Στο διάσημο λόγο του Λυσία Ὑπὲρ Ἀδυνάτου, ένας ανάπηρος που ικετεύει για επίδομα εξηγεί: «το εισόδημά μου είναι πολύ χαμηλό και πλέον είμαι αναγκασμένος να κάνω αυτά τα πράγματα μοναχός μου και δεν έχω καν τα μέσα να αγοράσω ένα σκλάβο να τα κάνει για μένα». Παρόλαυτά, οι τεράστιοι πληθυσμοί σκλάβων που συναντάμε στην Αρχαία Ρώμη ήταν άγνωστοι στον ελληνικό χώρο. Ο Θουκυδίδης εκτιμά πως η Χίος αναλογικά φιλοξενούσε τους περισσότερους σκλάβους. Όταν ο Αθήναιος παραθέτει την υπόθεση του Μνάσονα, φίλου του Αριστοτέλη κι ιδιοκτήτη 1000 δούλων, φαίνεται να υπερβάλλει. Ο Πλάτων, που είχε στην ιδιοκτησία του 5 την εποχή του θανάτου του, παραθέτει πως οι πλούσιοι διέθεταν περίπου 50 δούλους.
     Στην αρχαιότητα 4 ήταν οι κύριες πηγές από όπου προέρχονταν οι δούλοι: ο πόλεμος, η πειρατεία, το διεθνές εμπόριο κι η κατ’ οίκον ανατροφή. Σύμφωνα με την εθιμοτυπία που συνόδευε τον πόλεμο, ο νικητής είχε πλήρη δικαιώματα πάνω στον ηττημένο, ακόμη κι αν επρόκειτο για αμάχους. Η λήψη σκλάβων, αν και δεν ήταν συστηματική, ήταν σύνηθες φαινόμενο. Ο Θουκυδίδης μνημονεύει το γεγονός ότι 7.000 κάτοικοι της πόλης Ίκαρα στη Σικελία λήφθησαν αιχμάλωτοι από το Νικία και πουλήθηκαν για 120 τάλαντα στη γειτονική Κατάνη. Ομοίως το 348 π.Χ. ο πληθυσμός της Ολύνθου οδηγήθηκε στη σκλαβιά, όπως και των Θηβών το 335 π.Χ. από τον Μ. Αλέξανδρο, αλλά και της Μαντίνειας από την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Η ύπαρξη Ελλήνων δούλων ήτανε συνεχής αιτία αντιγνωμιών ανάμεσα στους ελεύθερους Έλληνες. Η υποδούλωση πόλεων ήταν αμφιλεγόμενη πρακτική. Ορισμένοι στρατηγοί αρνήθηκαν να πράξουν κάτι ανάλογο, όπως οι Σπαρτιάτες Αγησίλαος Β’ και Καλλικρατίδας. Ορισμένες πόλεις περάσανε διατάγματα έτσι ώστε να καταργήσουνε τη πρακτική αυτή: στα μέσα του 3ου αι. π.Χ. η Μίλητος ήρθε σε συμφωνία με τη Κνωσσό, έτσι ώστε καμία από τις 2 να μην υποδουλώσει ελεύθερο πολίτη της άλλης. Αντιστρόφως, η απελευθέρωση με λύτρα μιας πόλης που κινδύνευε με ανάλογη τύχη έφερνε μεγάλη δόξα. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν ο Κάσσανδρος, ο οποίος το 316 π.Χ. αποκατέστησε τη Θήβα, ενώ ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας υπέταξε και κατόπιν απελευθέρωσε τα Στάγειρα.
     Η πειρατεία αποτέλεσε σημαντική και σταθερή πηγή δούλων, αν κι η συμβολή της διέφερε από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή. Οι πειρατές κι οι ληστές ζητούσανε λύτρα εφόσον έκριναν πως χάρις στη κοινωνική θέση του θύματός τους είχαν να αποκομίσουν κάποιο κέρδος. Όταν δεν καταβάλλονταν λύτρα οι αιχμάλωτοι πωλούνταν σε δουλεμπόρους μεσάζοντες. Σε ορισμένες περιοχές, η πειρατεία ήτανε κάτι σαν τοπικό έθιμο ή όπως το περιγράφει ο Θουκυδίδης, αποτελούσε τον παλαιομοδίτικο τρόπο ζωής. Κάτι τέτοιο συνέβαινε στην Ακαρνανία, τη Κρήτη και την Αιτωλία. Άλλοι λαοί με ανάλογες δραστηριότητες ήταν οι Ιλλυριοί, οι Φοίνικες κι οι Ετρούσκοι. Κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, οι Κίλικες κι οι βουνίσιες φυλές της Ανατολίας προστέθηκαν στη λίστα. Ο Στράβων προβάλλει σα κύριο λόγο άνθησης της δραστηριότητας αυτής ανάμεσα στους Κίλικες τα μεγάλα κέρδη που απέφερε. Όχι πολύ μακρυά, στη Δήλο, διακινούνταν μυριάδες δούλοι τη μέρα. Η εξάπλωση της επιρροής του ρωμαϊκού κράτους, ενός μεγάλου καταναλωτή δούλων, οδήγησε στην εξάπλωση της πειρατείας και στην ανάπτυξη της σχετικής αγοράς. Κατά τη διάρκεια του 1ου αι. π.Χ. ωστόσο, οι Ρωμαίοι πολέμησαν με μένος τη πειρατεία προκειμένου να προστατέψουνε τους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου.
     Βρέθηκαν ίχνη δουλεμπορίου στις γειτονικές των Ελλήνων βαρβαρικές φυλές. Η αποσπασματική λίστα των σκλάβων που κατασχέθηκαν από τη προσωπική περιουσία των ατόμων που διαμέλισαν τις διαβόητες Ερμές αναφέρει 32 δούλους των οποίων οι εθνικότητες έχουν επιβεβαιωθεί: 13 ήταν θρακικής καταγωγής, 7 από τη Καρία κι οι λοιποί προέρχονταν από τη Καππαδοκία, τη Σκυθία, τη Φρυγία, τη Λυδία, τη Συρία, την Ιλλυρία, τη Μακεδονία και τη Πελοπόννησο. Ο μηχανισμός παρουσίαζε ομοιότητες με το μετέπειτα δουλεμπόριο στην αφρικανική ήπειρο: ντόπιοι επαγγελματίες πουλούσαν ομοεθνείς τους σε Έλληνες δουλεμπόρους. Κυριότερα κέντρα δουλεμπορίου φαίνεται πως υπήρξαν η Έφεσος, το Βυζάντιο, ακόμη κι η μακρινή Τάναϊς στον ομώνυμο ποταμό (σύγχρονος Ντον). Ορισμένοι από τους βαρβάρους σκλάβους είχανε πέσει θύματα τοπικής πειρατείας, ωστόσο άλλοι είχαν απλά πουληθεί από την οικογένειά τους.
     Λείπουν αρχαιολογικές ενδείξεις που να δείχνουνε λεπτομέρειες σχετικά με το δουλεμπόριο, ωστόσο βρέθηκαν επιβεβαιωμένες αποδείξεις για την ύπαρξή του. Αρχικά, ορισμένες εθνικότητες δούλων εμφανίζονται στις πηγές κατ’ επανάληψη, όπως το σώμα από Σκύθες τοξότες που οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσανε για αστυνόμευση -αρχικά 300 άτομα, αργότερα περίπου 1000. Έπειτα, τα ονόματα που αποδίδονται στους δούλους στην αρχαία κωμωδία είναι διαποτισμένα με την εθνικότητα των ατόμων αυτών. Έτσι προκύπτει για παράδειγμα η λέξη Θρᾷττα, που χρησιμοποιεί ο Αριστοφάνης στις Σφήκες, στους Αχαρνείς και στην Ειρήνη, και που σημαίνει γυναίκα από τη Θράκη. Τέλος, η εθνικότητα ενός δούλου ήτανε κριτήριο μεγάλης σημασίας για τους μεγάλους αγοραστές: η αρχαία συμβουλή ήταν να μη μαζεύονται πολλοί δούλοι κοινής εθνικότητας στο ίδιο μέρος για να αποφευχθούν τυχόν στάσεις. Είναι επίσης πιθανό ότι, όπως συνέβαινε και στη ρωμαϊκή εποχή, ορισμένες εθνικότητες θεωρούνταν παραγωγικότερες σε σχέση με άλλες.
     Η τιμή των δούλων διέφερε ανάλογα με τις ικανότητές τους. Ο Ξενοφών υπολόγιζε την τιμή ενός δούλου-μεταλλωρύχου στο Λαύριο στις 180 δρχ, τη στιγμή που ένας εργάτης σε μεγάλα έργα αμειβόταν με μόλις 1 τη μέρα. Οι κατασκευαστές μαχαιριών του πατέρα του Δημοσθένη άξιζαν 500-600 δρχ. έκαστος. Η τιμή καθοριζότανε βέβαια σε συνάρτηση και με τη διαθεσιμότητά τους: κατά τον 4ο αι. π.Χ. ήταν άφθονοι οπότε υπήρχε πλεόνασμα. Οι πόλεις δε όριζαν και κάποιο φόρο στα εισοδήματα από τη πώλησή τους. Για παράδειγμα μεγάλο παζάρι σκλάβων οργανωνόταν κατά τη διάρκεια των εορτών του Απόλλωνα στο Άκτιο. Η Ακαρνανική Συμπολιτεία, που αναλάμβανε τη διαχείριση των οικονομικών θεμάτων, λάμβανε τα μισά από τα έσοδα των φόρων και τα άλλα δόθηκαν στη πόλη του Ανακτορίου, της οποίας το Άκτιο αποτελούσε κομμάτι. Επίσης, οι αγοραστές απολάμβαναν και κάποιο είδος εγγύησης για την αγορά των δούλων: η συναλλαγή μπορούσε να θεωρηθεί άκυρη αν αποδεικνυόταν ότι ο δούλος είχε κάποια αναπηρία για την οποία δεν είχε ενημερωθεί ο αγοραστής του. Ίσως φαίνεται παράξενο αλλά κατά τα φαινόμενα οι Έλληνες δεν «ανέτρεφαν» τους δούλους τους, τουλάχιστον κατά τη Κλασσική Εποχή, αν κι o αριθμός των αναθρεμμένων στο σπίτι δούλων φαίνεται να ήταν μεγάλος στη Πτολεμαϊκή Αίγυπτο. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό ήταν αυτονόητο: τα ορυχεία για παράδειγμα ήτανε χώρος όπου διέμεναν αποκλειστικά άνδρες κι υπήρχανε πολλές γυναίκες που εργάζονταν στα σπίτια. Ο Ξενοφών συμβουλεύει οι άντρες κι οι γυναίκες δούλοι να μένουνε χωριστά ώστε να μην έρχονται στον κόσμο «...παιδιά που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν από τους οικόσιτους δούλους μας χωρίς τη γνώση και άδειά μας. Γιατί οι τίμιοι δούλοι γενικά αποδεικνύονται πιστότεροι όταν έχουν οικογένεια, ωστόσο οι αλήτες, όταν φτιάχνουν οικογένεια, γίνονται όλο και πιο επιρρεπείς στην πονηριά». Άλλη εξήγηση αποδίδει το φαινόμενο αυτό σε οικονομικούς λόγους: ίσως να ήτανε πολύ φτηνότερο να αγοράσει κανείς ένα σκλάβο από το να τον αναθρέψει. Επιπλέον, η γέννα έβαζε τη ζωή της μητέρας σε κίνδυνο, ενώ δεν υπήρχε εγγύηση πως το μωρό θα ζήσει μέχρι την ενηλικίωση. Οι οικογενείς δούλοι συχνά αποτελούσαν προνομιούχο ομάδα. Για παράδειγμα, είχανε την εμπιστοσύνη του κυρίου τους ώστε να πηγαίνουν τα παιδιά του στο σχολείο, ήτανε δηλαδή παιδαγωγοί με τη πρωταρχική έννοια του όρου. Ορισμένοι δε από αυτούς ήτανε παιδιά του κυρίου του σπιτιού, ωστόσο σε πολλές πόλεις όπως και στην Αθήνα, το παιδί κληρονομούσε τη κοινωνική θέση της μητέρας του.
     Στην Αρχαία Ελλάδα απαντώνταν διάφορες μορφές δουλείας. Για την ακρίβεια ανάμεσα στον ελεύθερο πολίτη και το δούλο υπήρχανε διάφορες κατηγορίες πολιτών: οι δουλοπάροικοι*, πολίτες που είχαν απολέσει τα πολιτικά τους δικαιώματα, απελεύθεροι, νόθα τέκνα και μέτοικοι. Το κοινό τους στοιχείο ήταν πως δεν κατείχανε πολιτικά δικαιώματα. Ο Αμερικανός μελετητής Μωυσής Φίνλεϋ πρότεινε τα παρακάτω κριτήρια ώστε να καθορίζεται ο βαθμός ανελευθερίας του ατόμου:

 * δικαίωμα στην προσωπική περιουσία
 * εξουσία πάνω στην εργασία κάποιου άλλου
 * εξουσία πάνω στη τιμωρία κάποιου άλλου
 * νομικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (προστασία απέναντι στην αυθαίρετη σύλληψη και τιμωρία ή το δικαίωμα να καταφεύγει κανείς στα δικαστήρια)
 * οικογενειακά δικαιώματα και προνόμια (γάμος, κληρονομία κ.ά.)
 * δυνατότητα αλλαγής κοινωνικής θέσης (απελευθέρωση, πρόσβαση σε πολιτικά δικαιώματα)
 * θρησκευτικά δικαιώματα κι υποχρεώσεις
 * στρατιωτικά δικαιώματα κι υποχρεώσεις (στρατιωτική θητεία ως υπηρέτης, οπλίτης με ελαφρύ ή βαρύ οπλισμό ή ναύτης).

—————————-
 * Δουλοπάροικοι ήτανε το κοινωνικό στρώμα, που αποτελούνταν από αγρότες χωρικούς, εξαρτημένους από τον ιδιοκτήτη γης, το φεουδάρχη. Η δουλοπαροικία είναι συνδεμένη με το φεουδαρχικό κοινωνικό σύστημα. Δουλοπάροικοι υπήρξανε και στην Αρχαία Ελλάδα, όπως π.χ. οι είλωτες στη Σπάρτη, οι γυμνήτες (οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες) του Άργους κ.λ.π.
  Απελεύθεροι ήταν οι πρώην δούλοι που απελευθερώθησαν από τον κύριό τους. 
  Μέτοικοι κατά την αρχαιότητα ήταν εκείνοι που κατοικούσανε στα όρια μιας πόλης-κράτους αλλά δεν καταγόνταν από αυτήν. Οι μέτοικοι είχανε συνήθως περιορισμένα ή καθόλου πολιτικά δικαιώματα. Ο όρος είναι κυρίως γνωστός από την αρχαία Αθήνα, τη πόλη που συγκέντρωνε τους περισσότερους ξένους λόγω της αίγλης και της οικονομικής ανάπτυξής της.
___________________

     Οι σκλάβοι στην Αθήνα αποτελούσαν περιουσία του αφέντη τους (ή του κράτους), που μπορούσε να τους μεταχειριστεί όπως έκρινε σωστό. Μπορούσε να τους δώσει, πουλήσει, νοικιάσει ή κληροδοτήσει. Ένας δούλος μπορούσε να παντρευτεί και να αποκτήσει παιδιά, αλλά μια τέτοια οικογένεια δεν ήταν αναγνωρισμένη από τη πολιτεία κι ο κύριός τους μπορούσε να σκορπίσει τα μέλη της αν ήθελε. Οι δούλοι είχαν ελάχιστα δικαιώματα στις δίκες και πάντα αντιπροσωπεύονταν από τον κύριό τους σε τέτοιες περιστάσεις. Κάποιο παράπτωμα που θα τιμωρούταν με πρόστιμο για έναν ελεύθερο πολίτη, για κάποιο δούλο θα σήμαινε μαστίγωμα. Η αναλογία φαίνεται πως ήταν ένα χτύπημα ανά δραχμή. Με μικροεξαιρέσεις η κατάθεση ενός δούλου δεν είχε νομική ισχύ εκτός κι αν ήταν απόρροια βασανιστηρίων. Οι δούλοι βασανίζονταν σε διάφορες περιστάσεις κατά τη διάρκεια κάποιας δίκης γιατί παρέμεναν πιστοί στον κύριό τους. Διάσημο παράδειγμα πιστού δούλου ήταν ο Πέρσης ακόλουθος του Θεμιστοκλή, ο Σίκιννος (το άκρως αντίθετο του διαβόητου Εφιάλτη), που, παρά τη περσική καταγωγή του, πρόδωσε τον Ξέρξη και βοήθησε τους Αθηναίους στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Παρά τα βασανιστήρια που προαναφέρθηκαν, ο δούλος στην Αθήνα διέθετε κάποιο είδος έμμεσης προστασίας: αν κάποιος τον κακομεταχειριζόταν, ο κύριός του μπορούσε να ξεκινήσει δίκη για βλάβη. Αντιστρόφως, εκείνος ο πολίτης που έδειχνε μεγάλη σκληρότητα απέναντι στο δούλο του μπορούσε να εναχθεί σε δίκη από οποιοδήποτε πολίτη, όχι τόσο από καλοσύνη απέναντι στο δούλο, όσο για να αποφευχθεί η υπερβολή στη βία (ύβρις).
     Ο Ισοκράτης υποστήριξε πως ούτε ο πιο άχρηστος δούλος δεν πρέπει να θανατώνεται χωρίς δίκη: η εξουσία του κυρίου απέναντι στο δούλο δεν ήταν απόλυτη όπως όριζε το Ρωμαϊκό Δίκαιο. Οι Νόμοι του Δράκοντα μάλιστα όριζαν το θάνατο ως τιμωρία για τη δολοφονία ενός δούλου. Η κατηγορία απέναντι στο δολοφόνο ενός δούλου δεν ήταν μήνυση για βλάβη όπως συνέβαινε π.χ. με τα κοπάδια ζώων, αλλά η ανθρωποκτονία, που απαιτούσε τιμωρία εξαιτίας του μιάσματος που επέφερε στη πόλη το χύσιμο αίματος. Κατά τον 4ο αι. ο ύποπτος δικαζόταν από το Παλλάδιον, ένα σώμα που έκρινε περιπτώσεις ακούσιας ανθρωποκτονίας, με τη τιμωρία να ήταν αυστηρότερη του απλού προστίμου, αλλά όχι θάνατος, ίσως εξορία όπως συνέβαινε αν λάμβανε χώρα δολοφονία κάποιου μετοίκου.
     Ωστόσο οι δούλοι άνηκαν στο σπιτικό του κυρίου τους. Ένας σκλάβος που μόλις κατεύθανε στο σπίτι γινόταν δεκτός με ξηρούς καρπούς και φρούτα, όπως η νεόνυμφη γυναίκα. Οι δούλοι λάμβαναν μέρος στις περισσότερες πολιτικές κι οικογενειακές τελετές. Λάμβαναν μάλιστα πρόσκληση συμμετοχής στο δείπνο για τις Χοές, στη 2η μέρα των Ανθεστηρίων, ενώ επιτρεπόταν να λάβουν πρόσκληση στα Ελευσίνια Μυστήρια. Κάποιος δούλος μπορούσε να ζητήσει άσυλο σε ναό ή βωμό, όπως ακριβώς κι ο ελεύθερος πολίτης. Επίσης μοιραζόταν τους θεούς του αφέντη του, αλλά μπορούσε να κρατήσει και προσωπικά θρησκευτικά έθιμα αν το επιθυμούσε. Ένας δούλος δεν μπορούσε να ασκηθεί στην παλαίστρα («Ένας δούλος δεν θα ασκείται ή θα αλείφεται στις σχολές πυγμαχίας». Νόμος που αποδίδεται στον Σόλωνα).

     Ανθεστήρια είναι μια Μεγάλη Αρχαία Ελληνική ετήσια εορτή προς τιμήν του Θεού Διονύσου, τελούμενη στην Αττική και σε πολλές Ιωνικές πόλεις. Τα Ανθεστήρια φέρονται επίσης με τη γενικότερη ονομασία Διονύσια. Ο εορτασμός τους στην Αρχαία Αθήνα τελούνταν την 11η ως και την 13η του μηνός Ανθεστηριώνος. Η 1η μέρα των Ανθεστηρίων ονομαζόταν Πιθοίγια. Ονομάστηκε έτσι από το γεγονός ότι τη μέρα αυτή ανοίγονταν και δοκιμάζονταν 1η φορά οι πίθοι με τον οίνο της χρονιάς. Η 2η μέρα των Ανθεστηρίων λεγόταν Χόες, από το ομώνυμο οινοδοχείο κι η 3η μέρα ονομαζόταν Χύτροι, επειδή τη μέρα προσφέρονταν αγγεία με άνθη, μαγειρεμένα λαχανικά και πανσπερμία σιτηρών. Επίσης, τη 3η και τελευταία μέρα εορτάζονταν τα Υδροφόρια προς τιμήν όσων χάθηκαν στον Κατακλυσμό του Δευκαλίωνα. Στην Αρχαία Αθήνα όποτε γινόταν η εορτή αυτή κάθε χρόνο, οι Αθηναίοι δοκίμαζαν το νέο κρασί μέσα σε ατμόσφαιρα γενικής χαράς. Στους νεώτερους χρόνους θαυμαστή γιορτή των λουλουδιών γίνονταν στη Κηφισιά όπου και κατακλύζονταν από τους Αθηναίους διάρκειας μιας εβδομάδας. Μέχρι το 1978, γίνονταν παράλληλα και στο Δαφνί θαυμαστή ετήσια γιορτή του κρασιού διάρκειας επίσης μιας εβδομάδας.

     Οι δούλοι δεν είχαν δική τους περιουσία, ωστόσο οι αφέντες τους συχνά τους επέτρεπαν να συγκεντρώνουν χρήματα για να εξαγοράσουν την ελευθερία τους. Επιβιώνουν δε μέχρι τις ημέρες μας μαρτυρίες βάσει των οποίων δούλοι είχαν δικές τους επιχειρήσεις, πληρώνοντας κάποιο σταθερό ποσό στον κύριό τους. Η Αθήνα επίσης διέθετε ένα νόμο που καθιστούσε απαγορευτικό το χτύπημα ενός δούλου: αν κάποιος βιαιοπραγούσε κατά κάποιου που έμοιαζε με δούλο, κινδύνευε να χτυπήσει κάποιον πολίτη, καθώς πολλοί από αυτούς δεν ντύνονταν και πολύ καλλίτερα. Οι υπόλοιποι Έλληνες μάλιστα εντυπωσιάζονταν από το γεγονός ότι οι Αθηναίοι επέτρεπαν στους δούλους τους να αντιμιλούν. Αθηναίοι δούλοι πολέμησαν μαζί με απελεύθερους στη Μάχη του Μαραθώνα και τα μνημεία αναφέρουν ρητά το γεγονός. Επίσης, πριν από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, διατάχθηκε να προστατέψουν οι πολίτες τον εαυτό τους, τις γυναίκες τους, τα παιδιά και τους δούλους τους. Η σεξουαλική δραστηριότητα των δούλων περιοριζόταν από συγκεκριμένους κανόνες. Για παράδειγμα, ένας δούλος δεν μπορούσε να συνάψει παιδεραστική σχέση με ελεύθερο αγόρι (Ένας δούλος δεν θα είναι εραστής ελεύθερου αγοριού ούτε θα τον ακολουθεί, ειδάλλως θα εισπράττει πενήντα χτυπήματα με μαστίγιο δημοσίως). Αυτός ο νόμος αποδίδεται στο Σόλωνα. Οι πατέρες που ήθελαν να προστατεύουν τα παιδιά τους από τους ανεπιθύμητους τούς παρείχαν ένα δούλο προστάτη, τον παιδαγωγό, που τα συνόδευε στις μετακινήσεις τους. Οι γιοι νικημένων εχθρών αιχμαλωτίζονταν και συχνά αναγκάζονταν να εργαστούν σε πορνεία, όπως ο Φαίδων από την Ηλεία, ο οποίος μετά από παράκληση του φιλοσόφου Σωκράτη αγοράστηκε κι απομακρύνθηκε από ένα τέτοιο μέρος χάρις στους πλούσιους φίλους του τελευταίου. Ο βιασμός δούλων ήτανε παράνομος, όπως ακριβώς συνέβαινε και με τους ελεύθερους ανθρώπους.
     Πριν την απαγόρευσή της από το Σόλωνα, στην Αθήνα ίσχυε ο θεσμός της υποδούλωσης για χρέη: ένας πολίτης που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει το δανειστή του έχανε την ελευθερία του. Η ακριβής φύση αυτής της έννομης σχέσης αποτελεί έδαφος συζητήσεων ανάμεσα στους σύγχρονους μελετητές: ήτανε πράγματι δουλεία ή άλλη μορφή εξάρτησης; Εντούτοις, αυτό το ζήτημα αφορούσε κυρίως τους χωρικούς που ονομάζονταν ἑκτήμοροι, δηλαδή ανθρώπους που νοίκιαζαν εκτάσεις πλουσίων και δεν μπορούσαν να αποπληρώσουν τους γεωκτήμονες. Θεωρητικά, μπορούσαν να απελευθερωθούν όταν το χρέος τους ξεπληρωνόταν. Με διάφορες παραλλαγές το σύστημα υπήρχε στην Εγγύς Ανατολή κι αναφέρεται στη Βίβλο. Ο Σόλων έβαλε τέλος στο θεσμό αυτό με τη διαβόητη σεισάχθεια**, το χάρισμα των χρεών, που έθεσε τέλος στη πώληση ελεύθερων πολιτών, ακόμη κι εθελοντικά από τους ιδίους. Ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία του μεταφέρει ένα από τα ποιήματα του μεγάλου νομοθέτη:

Και πολλούς άνδρες που η απάτη
ή ο νόμος τους πούλησε

Μακρυά από τη θεόκτιστη γη τους,
απόβλητοι σκλάβοι

Τους έφερα πίσω στην Αθήνα,
ναι, και κάποιους,

Εξόριστους από τηπατρίδα τους
δια του καταπιεστικού δρόμου του χρέους

Μιλώντας όχι πια τη γλώσσα τους
την αγαπημένη αθηναϊκή διάλεκτο

Μα που περιπλανώνταν πέρα και μακρυά,
τους έφερα και πάλι πίσω

Κι αυτούς που είχαν πέσει στη δουλεία
Μαζεμένοι κάτω από το αυστηρό βλέμμα
του δεσπότη τους, τους απελευθέρωσα.

     Παρόλο που η κατάσταση που περιγράφει ο Σόλων θυμίζει τη «παραδοσιακή» δουλεία, η δουλεία για χρέη είχε σα βασική διαφορά ότι ο υπόδουλος Αθηναίος παρέμενε Αθηναίος, εξαρτημένος από άλλον Αθηναίο, στον τόπο καταγωγής του. Αυτό είναι το γεγονός που εξηγεί γιατί αυτή η κατάσταση ήτανε τόσο μισητή κατά τον 6ο αι. π.Χ., οπότε και δημιουργήθηκε ο νόμος αυτός όχι για να καταργήσει τη δουλεία αλλά για να απελευθερώσει τους δούλους από χρέος. Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα άφηναν 2 εξαιρέσεις: ο κηδεμόνας άγαμης γυναίκας που είχε χάσει την παρθενία της είχε το δικαίωμα να την πουλήσει για δούλη κι ένας πολίτης μπορούσε να αφήσει έκθετο ένα ανεπιθύμητο νεογέννητο.

—————————
 ** Σεισάχθειαστην αρχαία Αθήνα, έμεινε γνωστή η νομοθετική ρύθμιση των χρεών από το ΣόλωναΌρος που γενικά οι σημερινοί πολιτικοί τον έχουνε χεσμένο πατώκορφα, καθώς ως γνωστόν, είναι απείρως σοφώτεροι κι αρτιότεροι του Σόλωνα! Ο όρος είναι σύνθετος από τα αρχαία ελληνικά, από το σείω (ταρακουνώ) + άχθος (βάρος, χρέος). Ουσιαστικά σήμαινε την αποτίναξη των βαρώνΕίναι ο 1ος νόμος του, όχι όμως, όπως μερικοί, ακόμα κι από τους αρχαίους συγγραφείς, διατείνονται για τη διαγραφή εξ ολοκλήρου των χρεών, την οποία απεναντίας απέκρουαν αυτοί οι ίδιοι Σολώνιοι νόμοι, αλλά μόνον ανακούφιση των πριν υπό των τοκογλύφων καταπιεζομένων οφειλετών. Για το σκοπό αυτό σμίκρυνε την αργυρή δραχμή κατά το 1/4 και λίγο περισσότερο ώστε 100 νέες δραχμές περιείχαν όσο άργυρο 72,5 παλαιές, συγκανονίσας επίσης μόνιμα και τα μέτρα και τα σταθμά, ώστε ελάττωσε σε τέτοιο βαθμό τα χρέη των φτωχών, γι’ αυτό και λέγονταν ότι απάλειψε τις υποθήκες επί των γαιών, καθόσον διευκόλυνε την εξόφληση των χρεών. Άφησε όμως ελεύθερο τον προσδιορισμό του τόκου κι απαγόρευσε το έθιμο του «επί τοις σώμασι δανείζεσθαι»Κήρυξε επίτιμους τους πριν από το χρέος ή οποιαδήποτε άλλη αιτία, πλην φόνου και επιβολής στη τυραννίδα, σε ατιμία καταδικασθέντες.
     Πριν την απαγόρευσή της από το Σόλωνα, στην Αθήνα ίσχυε ο θεσμός της υποδούλωσης για χρέη: ένας πολίτης που δεν μπορούσε να ξεπληρώσει το δανειστή του έχανε την ελευθερία του. Τα νομοθετικά μέτρα του Σόλωνα ήταν πολύ τολμηρά, αλλά και δραστικά. Βασίζονταν στην αρχή της δίκαιης ανισότητας κι όχι της απόλυτης ισότητας, ενώ επιδίωκαν να αποτρέψουν την εμφύλια διαμάχη και τη διάλυση της πολιτικής κοινότητας της Αθήνας, διατηρώντας παράλληλα την κοινωνική διαστρωμάτωση και τη προβολή αυτής της διαστρωμάτωσης στη νομή της εξουσίας.

Το άγαλμα της Δικαιοσύνης (όρος εξίσου άγνωστος στους πολιτικούς μας)

     Η σεισάχθεια εντασσόταν στα μέτρα επανόρθωσης που έλαβε ο Σόλων. Πιο συγκεκριμένα, καταργούνταν τα υφιστάμενα χρέη ιδιωτών προς ιδιώτες και προς το δημόσιο, καταργήθηκε ο δανεισμός με εγγύηση το “σώμα” (προσωπική ελευθερία) του δανειολήπτη και των μελών της οικογένειάς του, ενώ απελευθερώθηκαν κι όσοι Αθηναίοι είχανε γίνει δούλοι λόγω χρεών στην ίδια την Αθήνα κι επαναφέρθηκαν στη πόλη όσοι εν τω μεταξύ είχαν μεταπωληθεί στο εξωτερικό. Είναι γνωστό ότι με τη σεισάχθεια ο Σόλων έδωσε τέλος στην εξάρτηση των φτωχών αγροτών στην Αττική. Εκείνο που δεν είναι γνωστό και παραμένει θέμα διαμάχης ανάμεσα στους ερευνητές είναι η διαδικασία που ακολούθησε προκειμένου να αποκαταστήσει όσους είχαν πέσει θύματα της αυθαιρεσίας των πλουσίων, ακριβώς γιατί δεν υπήρχαν γραπτές διατάξεις (αυτό άλλωστε λέει κι ο Σόλων σ’ έν από τα ποιήματά του). Το μέτρο άλλοτε συνδέεται με τους εκτημόρους, τους εξαρτημένους αγρότες που καλλιεργούσαν τη γη των προνομιούχων με τη συμφωνία να τους δίνουν το 1/6 της παραγωγής αντί ενοικίου, ενώ άλλοτε με όλους όσους είχανε δανειστεί και καλλιεργούσανε τη γη των πλουσίων κι ισχυρών με ενέχυρο την προσωπική τους ελευθερία. Η σεισάχθεια δημιουργήθηκε όχι για να καταργήσει τη δουλεία, αλλά για να απελευθερώσει τους δούλους από χρέος. Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα άφηναν 2 εξαιρέσεις: ο κηδεμόνας άγαμης γυναίκας που είχε χάσει την παρθενία της είχε το δικαίωμα να την πουλήσει για δούλη,[6] και ένας πολίτης μπορούσε να αφήσει έκθετο ένα ανεπιθύμητο νεογέννητο.
__________________

     Στη κρητική πόλη Γόρτυνα, σύμφωνα με μια συλλογή νόμων που βρέθηκε χαραγμένη σε πέτρα (Γορτύνιος Κώδικας***) και χρονολογείται τον 6ο αι. π.Χ., οι δούλοι ήταν απολύτως εξαρτημένοι από τον αφέντη τους. Τα παιδιά τους άνηκαν στον τελευταίο. Ο κύριος ήταν υπεύθυνος για τυχόν αδικήματα που διέπρατταν κι αντιστρόφως, ο ίδιος λάμβανε αποζημιώσεις για εγκλήματα κατά των δούλων του από τρίτους. Στον κώδικα αυτόν, όπου όλα τα εγκλήματα τιμωρούνται με πρόστιμο, η χρηματική αποζημίωση είναι διπλάσια για δούλους που διέπρατταν πταίσμα ή κακούργημα. Αντιθέτως, ένα αδίκημα κατά σκλάβου τιμωρούταν λιγότερο αυστηρά σε σχέση με κείνο κατά ελεύθερου ανθρώπου. Π.χ., ο βιασμός ελεύθερης γυναίκας από δούλο τιμωρούταν με πρόστιμο 200 στατήρων (400 δρχ), ενώ ο βιασμός μιας μη-παρθένας σκλάβας από άλλο σκλάβο στοίχιζε μόλις έναν οβολό (το 1/6ο της δραχμής). Οι δούλοι επίσης είχανε το δικαίωμα να διαθέτουνε δικό τους σπίτι και κοπάδια, που περνούσανε στους απογόνους τους, όπως και τα είδη ρουχισμού και τα έπιπλά τους. Η οικογένειά τους δεν αναγνωριζόταν από το νόμο: παντρεύονταν, λάμβαναν διαζύγιο, φτιάχνανε διαθήκη και κληρονομούσαν όπως ακριβώς κι οι ελεύθεροι πολίτες.


            Τοίχος που πάνω του βρίσκεται ο Γορτύνιος Κώδιξ
—————————-
 *** Η Επιγραφή της Γόρτυνας είναι η αρχαιότερη σήμερα γνωστή νομοθεσία του Ευρωπαϊκού Χώρου. Χρονολογείται στο 1ο μισό του 5ου αι. π.Χ. και βρίσκεται χαραγμένος στον αρχαιολογικό χώρο της Γόρτυνας στην Κρήτη. Τη 10ετία 1880 οι Ιταλοί αρχαιολόγοι Φεντερίκο Χάλμπχερ & Έρνστ Φαμπρίτσιους ανακάλυψαν κατά τη διάρκεια αρχαιολογικών ανασκαφών την επιγραφή. Η επιγραφή είναι χαραγμένη σε 12 στήλες πάνω σε 42 συνεχόμενες πέτρες που είναι τμήμα τοίχου ενός αρχαίου δημόσιου κτηρίου στην Αγορά της αρχαίας πόλης. Το κτίριο αυτό, τη ρωμαϊκή εποχή ενσωματώθηκε στο κτίριο του ωδείου. Το κείμενο είναι σε αρχαία δωρική διάλεκτο και διαιρείται σε 12 στήλες των οποίων το μήκος κυμαίνεται μεταξύ 53 και 55 γραμμών. Η φορά της γραφής είναι βουστροφηδόν, αλλάζει δηλαδή με κάθε σειρά και διαβάζεται από τα δεξιά προς τα αριστερά κι αντιθέτως. Το αλφάβητο της γραφής είναι ακόμα ελλιπές, αφού δεν συναντώνται τα γράμματα φι, χι, ψι, ζήτα, ήτα κι ωμέγα. Πρόκειται για καταγραφή παλαιότερων νόμων. Μερικά παραδείγματα είναι:

 * Οικογενειακό δίκαιο: υιοθεσία, νομική θέση της γυναίκας και της χήρας, νομική θέση των παιδιών που γεννιούνται μετά από χωρισμό, νομική θέση παιδιών από γάμο μεταξύ ελεύθερων και σκλάβων ή αλλοδαπών
 * Κληρονομικό δίκαιο: η λεγόμενη επίκληρος
 * Εμπορικό δίκαιο: Συμβόλαιο αγοράς, κατάσχεση, ιδιοκτησία των σκλάβων και των παιδιών τους
_______________________

     Οι πολίτες της Σπάρτης, γνωστοί κι ως Ὅμοιοι, κάνανε χρήση των ειλώτων, μιας ομάδας πληθυσμού που ανήκε στο κράτος. Δεν είναι γνωστό κατά πόσο διέθεταν και δούλους που αποτελούσανε προσωπική τους περιουσία. Έχουνε σωθεί μαρτυρίες για ανθρώπους που απελευθερώθηκαν από τους Σπαρτιάτες, κάτι που υποτίθεται πως απαγορευόταν για τους είλωτες, ή που πουλήθηκαν εκτός Λακωνίας: ο ποιητής Αλκμάν, ο Φιλόξενος από τη Κυθέρεια, που αιχμαλωτίστηκε μαζί με όλους τους συμπολίτες του καθώς κι οι διάσημες Σπαρτιάτισσες παραμάνες τις οποίες εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι Αθηναίοι γονείς. Ορισμένα κείμενα κάνουν αναφορά τόσο σε δούλους, όσο και σε είλωτες, κάτι που ίσως σημαίνει πως δεν ταυτίζονταν. Ο Ψευδοπλάτων στο Ἀλκιβιάδης Α’ αναφέρει τη «κατοχή σκλάβων κι αξιοσημείωτα ειλώτων» από τους εύπορους Σπαρτιάτες, ενώ ο Πλούταρχος γράφει δούλους κι είλωτες. Τέλος, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ο διακανονισμός που έβαλε τέλος στην επανάσταση των ειλώτων του 464 π.Χ. ανέφερε πως οποιοσδήποτε Μεσσήνιος επαναστάτης που θα ανακαλυπτότανε στη Πελοπόννησο επρόκειτο να γίνει «δούλος εκείνου που τον αιχμαλώτισε», κάτι που καταδεικνύει πως η κατοχή προσωπικών δούλων δεν ήτανε παράνομη κείνη τη περίοδο. Αρκετοί ιστορικοί καταλήγουνε πως προσωπικοί δούλοι χρησιμοποιηθήκανε πράγματι στη Σπάρτη, τουλάχιστον μετά τη νίκη των Λακεδαιμονίων απέναντι στους Αθηναίους το 404 π.Χ., ωστόσο δεν ήτανε πολυάριθμοι κι άνηκαν μονάχα στους πιο εύπορους. Όπως συνέβαινε και στις άλλες πόλεις, οι δούλοι αυτοί αγοράζονταν ή αιχμαλωτίζονταν στον πόλεμο.
     Η πρακτική της απελευθέρωσης δούλων αποδεδειγμένα ακολουθήθηκε στη Χίο από τον 6ο αι. π.Χ. Ίσως και να ανάγεται σε παλαιότερη περίοδο, μιας και δεν περιελάμβανε γραφειοκρατία, αλλά γινόταν προφορικά. Ανεπίσημες απελευθερώσεις έλαβαν επίσης χώρα και κατά τη κλασσική περίοδο. Αρκούσε να υπάρχουν μάρτυρες, που θα συνόδευαν τον πολίτη στη δημόσια απελευθέρωση του δούλου του, είτε σε κάποιο θέατρο είτε μπρος σε κάποιο δικαστικό σώμα. Αυτή η πρακτική απαγορεύτηκε στην Αθήνα για λόγους κοινωνικής ηρεμίας. Ωστόσο έγινε σύνηθες σα φαινόμενο τον 4ο αι. π.Χ. όπως μαρτυρούν επιγραφές που βρεθήκανε στους Δελφούς και τη Δωδώνη. Οι περισσότερες χρονολογούνται τον 2ο και τον 1ο αι. π.Χ., καθώς και τον 1ο μ.Χ. Η ομαδική απελευθέρωση ατόμων ήταν επίσης εφικτή. Γνωστό παράδειγμα είναι μια σχετική περίπτωση στη Θάσο κατά τον 2ο αι. π.Χ. Κατά πάσα πιθανότητα έλαβε χώραν ενώ μαινόταν ο πόλεμος, με στόχο την ανταμοιβή των δούλων εκείνων για τη πίστη τους. Εντούτοις οι περισσότερες μαρτυρίες αφορούν απελευθέρωση κάποιου δούλου σύμφωνα με επιθυμία του αφέντη του (άνδρα κυρίως, αλλά και γυναίκας κατά την ελληνιστική περίοδο). Συνήθως απαιτούταν από το δούλο να καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό ίσο με την αξία πώλησής του. Για να το πράξει μπορούσε να κάνει οικονομίες ή να πάρει δάνειο (ἔρανος) από τον κύριό του ή ένα φίλο ή αν επρόκειτο για παλλακίδα από κάποιον πελάτη, με διάσημο παράδειγμα την εταίρα Νέαιρα. Η απελευθέρωση επίσης μπορεί να ‘χε θρησκευτικό χαρακτήρα, οπότε και θεωρούταν ότι ο δούλος πωλήθηκε σε κάποια θεότητα, συχνά στον Απόλλωνα στους Δελφούς ή αφιερωνόταν μετά την απελευθέρωσή του. Ο ναός θα λάμβανε μέρος της χρηματικής συναλλαγής και θα εγγυότανε για τη συμφωνία. Επίσης η συναλλαγή μπορούσε να μην έχει καμία σχέση με το θείο, οπότε κι οι άρχοντες της πόλης έπαιζαν το ρόλο του εγγυητή. Η νέα αυτή ελευθερία του ατόμου μπορούσε να ‘ναι ολική ή μερική, ανάλογα με την επιθυμία του πρώην αφέντη. Στη 1η περίπτωση, ο απελεύθερος ήτανε προστατευμένος από το νόμο απέναντι σε κάθε προσπάθεια νέας υποδούλωσης -π.χ. από τους κληρονόμους του πρώην κυρίου. Στη 2η ο απελεύθερος είχε μια σειρά από υποχρεώσεις απέναντι στον αφέντη του. Το πιο δεσμευτικό συμβόλαιο ήταν αυτό της παραμονής, ένα είδος δουλείας περιορισμένης διάρκειας κατά την οποία ο κύριος εξακολουθούσε να έχει πρακτικά καθολικά δικαιώματα. Από τη πλευρά του κράτους, ο απελεύθερος δούλος απείχε πολύ σε θέση από εκείνον τον πολίτη που γεννήθηκε ελεύθερος. Όπως διαφαίνεται από τις προτάσεις στους Νόμους του Πλάτωνα, είχε διάφορα είδη υποχρεώσεων: παρουσία 3 φορές το μήνα στο σπίτι του παλαιού κυρίου, απαγόρευση του να γίνει πλουσιότερος από εκείνον κ.ά. Στη πραγματικότητα οι απελεύθεροι ήταν εγγύτερα στους μετοίκους, τους ξένους δηλαδή που μένανε στη πόλη, που ήταν μεν ελεύθεροι αλλά δεν είχανε πολιτικά δικαιώματα.
     Είναι δύσκολο γενικά να εκτιμηθούν οι συνθήκες διαβίωσης των Ελλήνων δούλων. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η καθημερινότητα τους μπορεί να συνοψιστεί σε τρεις λέξεις: «δουλειά, πειθαρχία και τροφή». Η συμβουλή του Ξενοφώντα είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του σαν οικόσιτα ζώα, δηλαδή να τιμωρεί τις αταξίες τους και να επιβραβεύει τη καλή τους συμπεριφορά. Από τη πλευρά του ο Αριστοτέλης θεωρεί πως το σωστό είναι να χειρίζεται κανείς τους δούλους του όπως ακριβώς και τα παιδιά. Να μη δίνει μοναχά εντολές, αλλά και συστάσεις, καθώς ο δούλος είναι ικανός να καταλάβει τις αιτίες των πραγμάτων όταν δίνονται εξηγήσεις. Η ελληνική γραμματεία είναι γεμάτη από σκηνές δούλων που τιμωρήθηκαν με μαστίγωμα. Ήταν ένας τρόπος για να εξαναγκαστούν να δουλέψουν, όπως κι ο αυστηρός έλεγχος της τροφής, της ένδυσης και των ωρών ανάπαυσης. Τον βαθμό αυτού του εξαναγκασμού καθόριζε ο αφέντης ή ο επόπτης, που ίσως ήταν κι ο ίδιος δούλος. Έτσι, στην αρχή του κειμένου των Ἱππέων του Αριστοφάνη, 2 δούλοι παραπονιούνται για τα χτυπήματα χωρίς έλεος που δέχονται από το νέο τους επόπτη. Οι συνθήκες διαβίωσης των δούλων παρουσίαζαν μεγάλη ποικιλία ανάλογα με το κοινωνικό τους στάτους: οι εργάτες στα μεταλλεία του Λαυρίου κι οι πόρνες ζούσαν υπό απάνθρωπες συνθήκες, ενώ οι δούλοι του κράτους, οι τεχνίτες, οι έμποροι κι οι αργυραμοιβοί απολάμβαναν σχετικήν ανεξαρτησία. Με αντάλλαγμα ένα χρηματικό ποσό, την ἀποφορά, το οποίο και κατέβαλλαν στον αφέντη τους, μπορούσαν να ζούνε και να εργάζονται χωρις επόπτη. Έτσι μπορούσαν να συγκεντρώσουν δικά τους χρήματα, αρκετά ορισμένες φορές για να εξαγοράσουνε την ελευθερία τους. Η πιθανότητα της απελευθέρωσης ήταν όντως ισχυρό κίνητρο, ωστόσο η πραγματική του έκταση είναι δύσκολο να εκτιμηθεί.
     Οι αρχαίοι συγγραφείς ήτανε της άποψης ότι οι δούλοι στην Αττική απολάμβαναν παραδόξως πολλά προνόμια. Ο Ξενοφών αναλύει τις ελευθερίες που απολάμβαναν οι Αθηναίοι στην Αθήνα: «Όσο για τους δούλους και μετοίκους των Αθηνών, έχουνε τη μεγαλύτερη ελευθερία: δεν μπορείς έτσι απλά να τους χτυπήσεις και δεν στέκονται στο πλάι για να σε αφήσουν να περάσεις». Αυτή η κατά τα φαινόμενα καλή αντιμετώπιση δεν εμπόδισε 20.000 Αθηναίους δούλους να το σκάσουνε στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου μετά από την υποκίνηση των Λακεδαιμονίων στρατιωτών που βρίσκονταν στη Δεκέλεια της Αττικής. Μάλιστα πρέπει να ήταν άξιοι χειροτεχνίτες, ίσως και ν’ ανήκανε στη μερίδα εκείνων που απολάμβαναν την αξιοπρεπέστερη μεταχείριση. Ο τίτλος μιας κωμωδίας του 4ου αι. από τον Αντιφάνη, ο Δραπεταγωγός αφήνει να εννοηθεί πως η απόδραση δούλων δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο. Αντίθετα η απουσία επανάστασης δούλων μεγάλης κλίμακας, ανάλογη με κείνη του Σπάρτακου στην Ιταλία, πιθανώς εξηγείται από τη διασπορά των σκλάβων των Ελλήνων, κάτι που εμπόδιζε την οργάνωσή τους. Οι επαναστάσεις σκλάβων ήτανε σπάνιες, όπως ήταν και στη Ρώμη ή στον αμερικανικό νότο. Μεμονωμένες αποστασίες δούλων ενάντια στον αφέντη τους, αν κι αραιές, λάμβαναν πράγματι χώρα. Ένας δικανικός λόγος αναφέρει την απόπειρα δολοφονίας ενός πολίτη από το δούλο του, αγόρι όχι μεγαλύτερο των 12 ετών. Ελάχιστοι συγγραφείς της αρχαιότητας καταφέρονται κατά της δουλείας. Για τον Όμηρο και τους προκλασικούς συγγραφείς, η δουλεία ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του πολέμου. Ο Ηράκλειτος λέει χαρακτηριστικά: «Ο πόλεμος είναι ο πατέρας όλων, ο βασιλιάς όλων… μετατρέπει ορισμένους σε δούλους και σε άλλους χαρίζει την ελευθερία».
     Κατά τη κλασσική εποχή, την ύπαρξη της δουλείας δικαιολογούσαν οι οικονομικές συνθήκες. Από ηθικής πλευράς, ταυτόχρονα ξεπηδούσε κι η ιδέα της «φυσικής δουλείας». Ο Αισχύλος αναφέρει στους Πέρσες πως «οι Έλληνες δεν αποκαλούνται από κανέναν δούλοι ή υποτελείς», ενώ οι Πέρσες, όπως αναφέρει ο Ευρυπίδης στην Ἑλένη, είναι «όλοι τους δούλοι με εξαίρεση έναν», εννοώντας το Μεγάλο Βασιλιά. Την ιδέα αυτή μελετά ο Ιπποκράτης στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Ο τελευταίος ήταν της άποψης ότι το εύκρατο κλίμα της Ανατολίας παρήγαγε ανθρώπους φιλήσυχους και δουλοπρεπείς. Την εξήγηση αυτή υιοθετεί ο Πλάτων, αλλά κι ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του, όπου κι αναλύει την ιδέα της φυσικής δουλείας καθώς, «εκείνος που μπορεί να δει μακρυά με το μυαλό του είναι από τη φύση του ηγεμόνας κι από τη φύση του αφέντης, και κείνος που μπορεί να πραγματοποιήσει πράγματα με το σώμα είναι υποτακτικός κι από τη φύση του δούλος». Σε αντίθεση με τα ζώα, ο δούλος αντιλαμβάνεται πράγματα με τη λογική, αλλά δεν μπορεί να τα αμφισβητεί και να τα επεξεργάζεται. Παράλληλα, η ιδέα πως όλοι οι άνθρωποι, είτε ήταν Έλληνες είτε βάρβαροι, ανήκανε στην ίδια φυλή αναπτύχθηκε από τους σοφιστές. Κατ’ επέκταση ορισμένοι άνθρωποι ήτανε δούλοι ενώ είχανε ψυχή ελεύθερου ανθρώπου κι αντιστρόφως. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης αναγνώριζε αυτή τη λογική και θεωρούσε πως η δουλεία δεν μπορούσε να επιβληθεί παρά μόνον όταν ο κύριος ήτανε καλλίτερος του υποτακτικού του, σε αρμονία με τη θεωρία του για τη φυσική δουλεία. Οι σοφιστές κατέληγαν ότι η πραγματική δουλεία δεν είχε να κάνει με τη κοινωνική θέση, αλλά ήτανε θέμα καθαρά του πνεύματος. Έτσι, όπως το έθεσε ο Μένανδρος, «να είσαι ελεύθερος στο πνεύμα, παρόλο που είσαι δούλος: κι έτσι απλά θα πάψεις να είσαι δούλος». Αυτή η ιδέα, την οποία επανέλαβαν οι στωικοί κι οι επικούρειοι, δεν ήταν τόσον απόρριψη της πρακτικής της δουλείας όσο εκλογίκευσή της.
     Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν μια κοινωνία δίχως δούλους. Οι τελευταίοι υπάρχουν ακόμη και στη Νεφελοκοκκυγία στις Ὄρνιθες του Αριστοφάνη, όπως και στην ιδανική πολιτεία που περιγράφει ο Πλάτων στους Νόμους και τη Πολιτεία του. Οι ουτοπικές πόλεις που περιγράφουν οι Φαλέας ο Χαλκηδόνιος κι ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος βασίζονται στην ίση κατανομή της περιουσίας, αλλά οι δημόσιοι δούλοι χρησιμοποιούνται ως τεχνίτες κι αγρότες. Οι ανεστραμμένες κοινωνίες θέτανε τις γυναίκες στην εξουσία ή ευαγγελίζονταν την ίση κατανομή των αγαθών, όπως στη Λυσιστράτη και τις Ἐκκλησιάζουσες, αλλά δεν εμφανίζουνε ποτέ τους δούλους κύριους των αφεντάδων τους. Οι μόνες κοινωνίες χωρίς δούλους ήταν αυτές του Χρυσού Αιώνος όπου όλες οι ανάγκες είχανε καλυφθεί. Στο είδος αυτό της κοινωνίας, όπως εξηγεί ο Πλάτων, ο καθένας μάζευε γενναιόδωρα καρπούς χωρίς να σπέρνει. Στους Ἀμφικτύονες ο Τηλεκλείδης αναφέρει κριθαρένια καρβέλια να φιλονικούν με το σταρένιο ψωμί για τη τιμή να γίνουνε τροφή των ανθρώπων. Επιπλέον τα αντικείμενα κινούνται μόνα τους: η ζύμη ζυμώνεται μόνη της κι η κανάτα χύνει μόνη το περιεχόμενό της. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνία δίχως σκλάβους κινείται σε άλλη διάσταση. Στη κανονική κοινωνία, οι δούλοι είναι απαραίτητοι.
     Από το 16ο αιώνα η συζήτηση πάνω στο θέμα άρχισε να έχει ηθική διάσταση. Η ύπαρξη της δουλείας στις αποικίες είχε σημαντική επίδραση στη γνώμη των μελετητών, με κάποιους συγγραφείς να την επιδοκιμάζουν τον εκπολιτιστικό της χαρακτήρα και με άλλους να αποδοκιμάζουν τη σκληρότητά της. Ο Ενρί-Αλεξάντρ Βαλλόν το 1847 δημοσίευσε το έργο Ιστορία της δουλείας στην αρχαιότητα ανάμεσα στα έργα του αναφορικά με τη κατάργηση της δουλείας στις γαλλικές αποικίες. Στο 19ο αιώνα ξεκίνησε πολιτικοοικονομικός πόλεμος ιδεών. Αφορούσε κυρίως την αποσαφήνιση των φάσεων οργάνωσης των ανθρώπινων κοινωνιών και τοποθέτησε σωστά στο χάρτη τη δουλεία στην αρχαία Ελλάδα. Η επιρροή του Μαρξ υπήρξε καθοριστική: για κείνον η αρχαία κοινωνία χαρακτηριζόταν από την ανάπτυξη της ιδέας της προσωπικής περιουσίας με τη δουλεία να αποτελεί τη 1η σε σπουδαιότητα (κι όχι δευτερεύουσα όπως στις άλλες προκαπιταλιστικές κοινωνίες) πηγή παραγωγής. Οι οπαδοί του θετικισμού που εκπροσώπησε ο Έντουαρτ Μέγιερ (Δουλεία στην αρχαιότητα1898) σύντομα αντιταχθήκανε στη μαρξιστική θεωρία. Σύμφωνα με τον Μέγιερ η δουλεία αποτέλεσε το θεμέλιο της ελληνικής δημοκρατίας. Ήταν έτσι νομικό και κοινωνικό φαινόμενο, κι όχι οικονομικό.
     Συχνά οι ερευνητές διαφοροποιούνε τη θέση των ειλώτων από τους υπόλοιπους σκλάβους του αρχαιοελληνικού κόσμου, στηριγμένοι στο γεγονός ότι αρχαίοι κριτικοί θεωρούνε πως οι κύριοί τους είχανε λιγότερη εξουσία πάνω τους. Η απάντηση στο συγκεκριμένο ζήτημα βρίσκεται πιθανώς σε ένα άρθρο του Ντιακόνοφ, επιφανούς ασσυριολόγου του Πανεπιστημίου του Λένινγκραντ το oποίο παραθέτει ο Φίνλεϋ. Ο Ντιακόνοφ βεβαιώνει πως δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στους σκλάβους και τους είλωτες. Κι οι 2 ήταν εκμεταλλευόμενοι εργάτες μέσω ενός οικονομικού εξαναγκασμού. Κι οι 2 ήταν εργαλεία στα μέσα παραγωγής, ένα στερεότυπο των αρχαίων κοινωνιών στην Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους. Η σύγχρονη ιστοριογραφία, όπως αναπτύχθηκε κατά τον 20ό αιώνα, την οποία ανέπτυξαν συγγραφείς όπως ο Τζόζεφ Βοτ, είδε στη δουλεία τις συνθήκες για την ανάπτυξη των ελίτ. Αντιστρόφως, η θεωρία επίσης καταδεικνύει μιαν ευκαιρία για τους δούλους να ενωθούν με την ελίτ. Τέλος, ο Βοτ υπολογίζει πως η μοντέρνα κοινωνία, βασισμένη σε ουμανιστικές αξίες, υπερκέρασε αυτό το επίπεδο ανάπτυξης. Στις μέρες μας, η δουλεία στην Ελλάδα παραμένει πεδίο αντιγνωμιών για τους ιστορικούς, κυρίως όσων αφορά 2 ερωτήματα:

 * Μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως η Αρχαία Ελλάδα ήτανε «κοινωνία δούλων»;
 * Υπάρχει περίπτωση οι δούλοι σε αυτήν να αποτελούσαν κοινωνική τάξη;

==================

ΈΝΔΥΣΗ-ΥΠΌΔΗΣΗ-ΣΤΟΛΙΣΜΌΣ: Τα αρχαία υφάσματα προέκυπταν από τις βασικές α’ ύλες, ζωικές, φυτικές ή και μεταλλικές, με κυριότερες το μαλλί, το λινάρι και το μετάξι. Για την ύφανση των α’ αυτών υλών χρησιμοποιούνταν ο κάθετος αργαλειός με βάρη. Τα υφάσματα που προέκυπταν, ανάλογα με το είδος του ενδύματος για το οποίο προορίζονταν, ράβονταν με ραφίδες ή βελόνες, χάλκινες, σιδερένιες ή οστέινες. Σε αντίθεση με τη μινωική και τη μυκηναϊκή εποχή κατά τη διάρκεια των οποίων για τη παραγωγή των ρούχων απαιτούνταν ειδικό ράψιμο και κόψιμο, από την αρχαϊκή εποχή κι εξής τα ενδύματα είχαν ως βάση τους ένα ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, έτσι όπως αυτό έβγαινε από τον αργαλειό ή άλλοτε περισσότερα κομμάτια ραμμένα μαζί. Οι βασικοί τύποι των ελληνικών ενδυμάτων παρέμειναν ίδιοι για πάρα πολλούς αιώνες. Λόγω της απλής βασικής τους μορφής μπορούσαν να διαφοροποιηθούν εύκολα ως προς το διάκοσμο ή τον τρόπο που ήταν διπλωμένα ή ζωσμένα ανάλογα με τη μόδα της εποχής.
     Η Ενδυμασία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αποτελούνταν κυρίως από τον χιτώνα, τον πέπλο, το ιμάτιον ή μανδύα και τη χλαμύδα. Δεν έχει διατηρηθεί κάποιο ρούχο μέχρι τις μέρες μας κι αντλούμε πληροφορίες από άλλα ευρήματα όπως αγάλματα, αγγεία κι άλλες καλλιτεχνικές απεικονίσεις. Τα ρούχα ήτανε σχεδόν αποκλειστικά, χειροποίητα φτιαγμένα στο σπίτι και χρησιμοποιούνταν κι ως κλινοσκεπάσματα ή στρωσίδια. Παρά τη γενικήν αντίληψη ότι τα ρούχα ήταν όλα λευκά, στη πραγματικότητα, σύμφωνα με ίχνη χρωμάτων σε αγάλματα κι από συμπεράσματα βάσει αγγείων, τα υφάσματα που φορούσαν οι αρχαίοι Έλληνες είχαν αρκετά έντονα χρώματα και τα ρούχα ήτανε περίτεχνα διακοσμημένα. Άνδρες και γυναίκες φορούσαν ένα εσωτερικό ρούχο, είτε τον πέπλο είτε τον χιτώνα κι ένα εξωτερικό, το ιμάτιον. Ο πέπλος ήταν από πιο βαρύ ύφασμα, μάλλινος συνήθως ενώ ο χιτώνας ήταν ελαφρύτερος, από λινό. Εφάρμοζαν στο σώμα με τη βοήθεια πόρπης ή/και ζώνης. Αν τραβούσε κανείς τον πεπλο προς τα πάνω, κάτω από τη ζώνη, το άνω μέρος φαινόταν σα ξεχωριστή μπλούζα κι αυτό λεγότανε κόλπος. Επίσης μπορούσε να φορεθεί ένα πχ Δωρικός χιτώνας πάνω από έναν Ιωνικό δημιουργώντας ένα δημοφιλές (μοδάτο) αποτέλεσμα για τις γυναίκες της εποχής. Ο χιτώνας των ανδρών ήτανε συνήθως πιο κοντός, έφτανε το πολύ μέχρι το γόνατο. Το στροφίον, είδος εσωρούχου, και το επίβλημα (εσάρπα) μπορούσαν να φορεθούν και εξωτερικά. Οι άνδρες επίσης φορούσαν ένα καπέλο, τον πέτασο, ενώ οι γυναίκες φορούσαν πιο συχνά ένα διάδημα (διά + δένω) το στεφάνι. Έξω από την οικία τους φορούσανε σανδάλια από δέρμα, μπότες κι άλλα υποδήματα, ενώ μέσα κυκλοφορούσαν περισσότερο ξυπόλυτοι αν κι υπήρχε και υπόδημα που χρησίμευε όπως οι σημερινές παντόφλες.




     Το αρχαίο ελληνικό ένδυμα σχηματίζεται από ένα ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα από μαλλί, λινό και πολύ σπάνια μετάξι, που παράγει ο όρθιος αργαλειός (κάθετος αργαλειός με βάρη). Οι διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους άνδρες και γυναίκες το τυλίγανε στο σώμα τους, είτε αφήνοντάς το ελεύθερο, είτε ράβοντας το και το συγκρατούσανε στη θέση του με περόνες (είδος καρφίτσας), πόρπες (είδος παραμάνας), κουμπιά και ζώνες, δημιουργούσε τους ποικίλους τύπους ενδυμάτων. Για να προφυλάγονται από το κρύο, στα ομηρικά χρόνια φορούσαν ένα μάλλινο ένδυμα, τη χλαίνα, που τύλιγε το σώμα. Αν και δεν έχει διατηρηθεί κάποιο ρούχο μέχρι τις μέρες μας, αντλούμε πληροφορίες από άλλα ευρήματα, όπως αγάλματα, αγγεία και άλλες  Οι βασικοί τύποι των ελληνικών ενδυμάτων παρέμειναν ίδιοι για πάρα πολλούς αιώνες. Λόγω της απλής βασικής τους μορφής μπορούσαν να διαφοροποιηθούν εύκολα ως προς το διάκοσμο ή τον τρόπο που ήτανε διπλωμένα ή ζωσμένα ανάλογα με τη μόδα της εποχής. Παρακάτω θα παρατεθούν ωρισμένα, ενδεικτικά:

 * Χιτών: Ένδυμα από λεπτό ύφασμα, που φορούσαν άνδρες και γυναίκες κατάσαρκα. Ήτανε ραμμένος στο ένα πλάι κι έτσι τονε φορούσαν από το κεφάλι και τον συγκρατούσανε στους ώμους με κουμπιά, περισσότερα ή λιγότερα, ώστε να δημιουργούνται μακρυά και κοντά μανίκια (χειρίδες) αντίστοιχα (χειριδωτός κι αχειρίδωτος). Στη μέση φορούσανε ζώνη. Όταν δεν έφεραν ζώνη, ο χιτώνας ονομαζόταν “ορθοστάδιος”, ενώ ο ανδρικός χιτών, που είναι μακρύς μέχρι το δάπεδο, ονομάζεται “ποδήρης”. Διακρίνονται 2 είδη: ο φαρδύς ήτανε ραμμένος στην επάνω παρυφή, αφήνοντας ανοίγματα για το κεφάλι και τους βραχίονες ή ήτανε κλεισμένος με μία σειρά από μικρά κουμπιά. Ο στενός χιτώνας απ’ την άλλη ήταν εντελώς κλειστός στην επάνω πλευρά, με εξαίρεση το άνοιγμα για το κεφάλι, ενώ τα ανοίγματα για τους βραχίονες βρίσκονταν στο επάνω μέρος των πλαϊνών πλευρών. Στον κοντό αντρικό χιτώνα ένα τμήμα του υφάσματος περνούσε κάτω από το καβάλο, από πίσω προς τα μπρος, και κατόπιν στερεώνονταν στη ζώνη, ώστε να σχηματίζεται κάτι σαν σόρτς. Ο χιτώνας φοριόταν και από τους άντρες, ενώ αργότερα τον φορούσαν ηλικιωμένοι, ιερείς και στις γιορτές. Στη καθημερινή ζωή προτιμούσαν τον κοντό χιτώνα καθώς προσέφερε ελευθερία κινήσεων, ιδίως για τους οπλίτες και τους κυνηγούς. Ένα είδος χιτώνα ήταν ο ετερομάσχαλος ή εξωμίς με ακάλυπτο τον ένα ώμο, ρούχο που φοριόταν κυρίως από τους χειρωνάκτες.



 * Ιμάτιο: Ένδυμα, συνήθως, από χονδρό μάλλινο ύφασμα. Μπορούσε να στερεώνεται συμμετρικά και να πέφτει ελεύθερο στη πλάτη, με τις δύο άκρες του που περνούσανε πάνω από τους ώμους προς τα μπρός, να κρέμονται προς τα κάτω ή πάλι να τυλίγεται γύρω από τους γοφούς ή να καλύπτει τους γοφούς κι η μία άκρη του να περνά πάνω από τη πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα μπρος. Φοριόταν από άντρες και γυναίκες. Οι γυναίκες το φορούσαν πάνω από τον χιτώνα ως επανωφόρι κι οι άνδρες είτε πάνω από τον χιτώνα, είτε κατάσαρκα (“αχιτών”).



 * Χιτωνίσκος: Κοντός χιτών. Συνήθως τον φορούσαν οι πολεμιστές, αλλά και η Αρτεμις και οι Αμαζόνες.
 * Εξωμίς: Κοντός χιτών, που αφήνει τον ένα ώμο ελεύθερο.
 * Πέπλος: Ένδυμα από χοντρό ύφασμα -μάλλινο συνήθως-, που φορούσαν οι γυναίκες. Το ύφασμα διπλωνόταν στο ένα τρίτο περίπου του ύψους του μία φορά προς τα έξω σχηματίζοντας έτσι έναν υφασμάτινο όγκο, το απόπτυγμα, που ‘πεφτε προς τα έξω στη πλάτη και το στήθος. Η κλειστή πλευρά του υφάσματος βρισκότανε συνήθως στην αριστερή πλευρά του σώματος.



 * Πέπλος 2′: Με πόρπες και περόνες καρφιτσώνονταν η πάνω παρυφή του υφάσματος με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργείται άνοιγμα για το λαιμό και το δεξιό βραχίονα. Στη μέση άλλοτε φορούσανε ζώνη κι άλλοτε όχι. Η ζώνη μπορούσε να δεθεί πάνω ή κάτω από το απόπτυγμα. Οι πτυχές που δημιουργούνται πάνω από τη μέση από το ζώσιμο του ρούχου ονομάζονται κόλπος. Στην αριστερή του πλευρά είχε 2 παρυφές κάτω και 4 πάνω στο ύψος του αποπτύγματος, το οποίο μπορούσε να χρησιμοποιηθεί κι ως κάλυμμα κεφαλής. Ο πέπλος μπορούσε να φορεθεί πάνω από το χιτώνα.
 * Χλαμύς: Κοντό ιμάτιο, που συγκρατείται με μια πόρπη. Ήταν αποκλειστικά ανδρικό ρούχο. Το ύφασμα διπλωνόταν μία φορά καθέτως και στερεωνότανε στο δεξή ώμο με πόρπη ή περόνη, ώστε να καλύπτεται ο αριστερός βραχίονας από τη κλειστή πλευρά του υφάσματος, με το δεξιό τελείως ακάλυπτο. Συνήθως τη φορούσαν οι έφηβοι, οι στρατιώτες, οι ιππείς, οι αγγελιοφόροι και γενικά όσοι χρειάζονταν ελευθερία κινήσεων.



     Χαρακτηριστικό ένδυμα της αρχαϊκής περιόδου ήταν και το λεγόμενο λοξό ιμάτιο από το 700 π.Χ. περίπου κι εξής, γνωστό από τις αρχαϊκές Κόρες της Ακρόπολης. Το ιμάτιο ήταν ένα μακρύ ύφασμα που το περνούσαν κάτω από την αριστερή μασχάλη, το τύλιγαν γύρω από το στήθος και την πλάτη και το κούμπωναν πάνω από το δεξιό βραχίονα. Από την άλλη πλευρά έπεφτε ανοιχτό προς τα κάτω. Μπορούσε επίσης να στερεώνεται συμμετρικά και να πέφτει ελεύθερο στην πλάτη, με τις δύο άκρες του που περνούσαν πάνω από τους ώμους προς τα εμπρός, να κρέμονται προς τα κάτω ή πάλι να τυλίγεται γύρω από τους γοφούς ή να καλύπτει τους γοφούς και η μία άκρη του να περνά επάνω από την πλάτη στον αριστερό ώμο και να πέφτει ελεύθερα προς τα μπρος. Το ιμάτιο φοριόταν από άντρες και γυναίκες.
     Παρ’ ότι η υφαντική ήταν μία βασική οικιακή δραστηριότητα, δεν έλειπαν και τα διάφορα εργαστήρια υφαντουργίας που παρήγαγαν πολυτελή υφάσματα, σε διάφορα χρώματα, αλλά και διακοσμημένα με περίτεχνα σχέδια. Ονομαστά ήτανε για παράδειγμα τα διάφανα υφάσματα της Λακωνίας και του Τάραντα, τα πολυτελή της Κορίνθου, των Μεγάρων και της Μιλήτου. Σε ορισμένες αρχαίες πόλεις υπήρχαν απαγορεύσεις σχετικά με το είδος των ενδυμάτων που έπρεπε να φοριούνται. Για παράδειγμα στις Συρακούσες μόνον οι εταίρες μπορούσαν να φορούν πολύχρωμα ρούχα. Ο Σόλων στην Αθήνα επέτρεπε η νύφη να έχει μέχρι 3 ενδύματα στη προίκα της, ενώ αυστηροί ήταν επίσης κι οι κανονισμοί διαφόρων ιερών σε σχέση με την ενδυμασία. Σε κάποιες περιπτώσεις η ελληνική ενδυμασία δεχότανε τις διάφορες επιδράσεις των βαρβαρικών ενδυμάτων, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τον κάνδυ* στις απεικονίσεις του 5ου αι. στην Αθήνα, το μακρύ επανωφόρι με τις μακρές χειρίδες.
     Στη Σπάρτη τα πολύχρωμα ρούχα ήτανε χαρακτηριστικά των εταίρων, ενώ οι οπλίτες πολεμούσαν με πορφυρούς χιτώνες. Στη Βραυρώνα τα κορίτσια φορούσανε κροκωτούς χιτώνες, οι μέτοικοι στα Παναθήναια φορούσανε πορφυρά κι οι Αθηναίοι λευκά. Οι ιερείς κι οι ιέρειες φορούσανε συνήθως άζωστο χιτώνα και κάποτε από πάνω επενδύτη με πλούσια διακόσμηση, ρούχα λευκά, σπάνια πορφυρά. Οι Ελλανοδίκες στην Ολυμπία επίσης φορούσαν πορφυρά και στα Νέμεα σκούρα. Στις κηδείες φορούσαν μαύρο αλλά και χρώματα σκούρα, ενώ αντίθετα στο Άργος φορούσαν λευκά. Γενικότερα στη καθημερινή ζωή τα ενδύματα ήταν απλούστερα, γεγονός που εξαρτιόταν βέβαια κι από το επάγγελμα. Οι χειρωνάκτες, οι άνθρωποι της υπαίθρου κι οι δούλοι φορούσαν εξωμίδα, οι αγρότες από πάνω φορούσαν τη κατωνάκη με χοντρό μαλλί με παρυφή από προβιά, οι αλιείς το φορμό από πλεκτή ψάθα κι οι βοσκοί τη διφθέρα.  Τα υλικά κατασκευής των υφασμάτων, που συνήθως τα ύφαιναν οι γυναίκες μόνες τους, ήτανε το λινάρι και το μαλλί.

————————
 * κάνδυς ο, ή κανδύκη η, είδος ευρύχωρου μανδύα με χειρίδες, που αποτελούσε το ένδυμα τών Περσών, τών Μήδων και τών Πάρθων κι ήταν κυρίως στρατιωτικό ένδυμα, ετυμ. δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως, άγνωστης ετυμολ.
κατωνάκη η, φτωχικό χοντρό ένδυμα με δέρμα στο κάτω μέρος. (ετυμ. κάτω + νάκη «δέρμα τριχωτό, προβειά»)
φορμός ο, -εκ του φέρω- εν προκειμένω: ρούχο από χοντρό ύφασμα πλεχτό
διφθέρα η, -εκ του δέφω=κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι- εν προκειμένω: ένδυμα από δέρμα κυρίως κατσίκας (είδος γούνας).
________________

     Ο απλούστερος τύπος καλύμματος κεφαλής για τον ήλιο και τη σκόνη, ήταν το να τραβά κανείς το ιμάτιό του πάνω από το κεφάλι. Σε ταξίδια και περιπάτους φορούσανε συνήθως ένα τσόχινο, πλατύγυρο καπέλο, κατά κανόνα ημισφαιρικού σχήματος, το λεγόμενο πέτασο. Ο πίλος ήτανε κωνικό κάλυμμα χωρίς γείσο που φορούσανε συνήθως οι τεχνίτες στη δουλειά. Στη Μακεδονία ήταν συνήθης ο πλατύς, επίπεδος σκούφος, η καυσία, που αποτελούσε μέρος της εθνικής ενδυμασίας. Η καυσία στην υπόλοιπη Ελλάδα ήτανε κάλυμμα των ναυτικών, των αγοριών και των απλών εργατών. Ο πόλος, από ψάθα, ήτανε ψηλό, κυλινδρικό κόσμημα κεφαλής μάλλον ανοιχτό από πάνω. Στην ελληνιστική περίοδο, συνηθισμένη ήταν η λεγόμενη θολία, επίπεδο στρογγυλό καπέλο με μικρό, κεντρικό, κωνικό σχήμα. Η μίτρα τέλος ήταν είδος υφασμάτινου σκούφου που απαντάται σε πολλές παραλλαγές κι είτε σκέπαζε όλα τα μαλλιά, είτε άφηνε ελεύθερο ένα μέρος του κότσου.
     Ανδρικά υποδήματα ήταν τα σανδάλια (με σόλα και λουριά) κι οι εμβάδες (υποδήματα σαν μπότες). Τα γυναικεία ήσαν κομψά και ποικίλα, όπως περσικά, λακωνικά, κ.ά. Οι ηθοποιοί φορούσαν κοθόρνους. Παρακάτω αναλυτικά:



 * Τα σανδάλια: Αποτελούνταν από τη σόλα και διέθεταν ένα πλήθος από λουρίδες με τις οποίες στερεώνονταν με ασφάλεια στο πόδι. Ο σκοπός τους ήταν η προστασία από το έδαφος κι η διατήρηση των ποδιών καθαρών. Οι πλούσιοι φορούσανε δερμάτινα σανδάλια, ενώ οι φτωχοί φορούσαν αυτά με τους ξύλινους πάτους. Το πάνω μέρος των σανδαλιών ήτανε συνήθως από δέρμα χρωματιστό, πιθανόν από αίγα. Οι σόλες ήταν από δέρμα βοοειδών.



 * Οι κρηπίδες: ήτανε κάτι ανάμεσα στο σανδάλι και το χαμηλό παπούτσι και φοριόνταν από τους στρατιώτες. Διέθεταν καρφιά και θεωρούνταν σχετικά «άξεστο» υπόδημα. Δεν κάλυπταν τελείως το πόδι κι αποτελούνταν από ιμάντες που ανεβαίνουν ψηλά στη γάμπα. Τις φορούσαν κυρίως οι στρατιώτες, οι κυνηγοί κι οι οδοιπόροι, συχνά πάνω από τις κάλτσες.



 * Οι κόθορνοι: φοριόνταν από γυναίκες κι άνδρες. Ήτανε κλειστά υποδήματα χωρίς σόλα, που περνούσαν πάνω από τον αστράγαλο, φτιαγμένα από τόσο μαλακό δέρμα που ταίριαζε και στα δύο πόδια. Οι κόθορνοι ανήκαν και στην ενδυμασία των τραγικών ηθοποιών. Θεωρούνταν μάλιστα ως το υπόδημα που ανακαλύφθηκε από τον Αισχύλο για την αύξηση του ύψους των θεών στις θεατρικές παραστάσεις, καθώς διέθετε υψηλή σόλα.



 * Ενδρομίδες ή εμβάδες: Μπότες που φοριόνταν κυρίως στο κυνήγι ή από τους ιππείς.
 * Τα περιμήρια: κάλυπταν τους μηρούς των πολεμιστών.
 * Οι κνημίδες: υφασμάτινες, δερμάτινες ή μεταλλικές, καλύπτανε μόνο τις κνήμες.



     Τις γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα κι ιδιαίτερα τις Αθηναίες, τις ενδιέφερε πάρα πολύ η προσωπική υγιεινή κι ο καλλωπισμός τους. 



     Στα καλλυντικά της αρχαίας Ελλάδας υπήρχεν ευρεία ποικιλία πουδρών αλλά κι ελαίων που ορισμένες φορές ήταν ανακατεμένα με χρωστικές ουσίες είτε φυτικές είτε ορυκτής προέλευσης. Με τις χρωστικές αυτές ουσίες υπήρχανε πολλά διαφορετικά χρώματα, όπως λευκό, κόκκινο και μαύρο. Επιπλέον υπήρχε το ψυμίθιο, δηλαδή ανθρακικός μόλυβδος, συνήθως λευκού χρώματος ενώ κόκκινο, όταν φτιαχνόταν από φύκια ή αλλιώς μίλτος, δηλαδή κόκκινο ορυκτό χρώμα. Τα φρύδια τα μαύριζαν με τριμμένο αντιμόνιο ή αλλιώς με καπνά και σκιάζανε τα βλέφαρα ελαφρά με φούμο (κάρβουνο). Αρχικά τις βλεφαρίδες τις έβαφαν με μαύρο χρώμα, ενώ στη συνέχεια με μείγμα από ασπράδι αυγού, αμμωνία και ρετσίνι (άσβολον). Στα μάγουλα και στα χείλη βάζανε σκόνη χένας, ώχρα, χυμούς από μούρα κι άκανθα. Μερικά από αυτά ήταν ανακατεμένα με κρέμες κι έλαια. Για να βάψουν το πρόσωπο και τα χείλια χρησιμοποιούσαν μολύβια η τη ρίζα του φυτού αλκέα (μολόχα).



     Αρκετές γυναίκες, διέθεταν όλα τα απαραίτητα για τον καλλωπισμό εργαλεία,όπως: τριχολαβίδες, μπουκαλάκια αρωμάτων κι ουσιών, καρφίτσες, συνήθως ξύλινα ή πήλινα δοχεία ονομαζόμενα πυξίδες, που περιείχανε φυσικές κρέμες κι αλοιφές. Διέθεταν επίσης κρέμες με τις οποίες άσπριζαν τα μάγουλα, ψιμύθια κι έφτιαχναν μια σπάνια αλοιφή από κιννάβαρι. Μάλιστα κάποιες γυναίκες κατασκεύαζαν διάφορα καλλυντικά μόνες τους ή με τη βοήθεια των φιλενάδων τους, ενώ υπήρχαν και φορές που ορισμένοι ειδικοί έρχονταν στα σπίτια τους ή τα αγόραζαν από φαρμακέμπορους.




     Συμπληρώματα της γυναικείας αμφίεσης ήσαν τα κοσμήματα, τα ενώτια (σκουλαρίκια), τα περιδέραια, τα βραχιόλια, τα οποία τα τοποθετούσαν σε ειδικά κουτιά, τις πυξίδες, ενώ απαραίτητο αξεσουάρ ήταν και το ριπίδιο (βεντάλια).



     Οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να κατασκευάζουν κοσμήματα με χρυσό και πολύτιμους λίθους περίπου το 1400 π.Χ. και μέσα σε μερικούς αιώνες έγιναν ειδήμονες στη δημιουργία μεγαλοπρεπών χρυσών κοσμημάτων με λίθους όπως ο αμέθυστος, το μαργαριτάρι και το σμαράγδι.
Αρχικά, τα ελληνικά κοσμήματα ήταν απλούστερα από ότι σε άλλους πολιτισμούς, ωστόσο, καθώς ο χρόνος κυλούσε άρχισαν να γίνονται πολυπλοκώτερα με μεγάλη ποικιλία σε σχέδια και μοτίβα.



     Οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα φορούσανε κοσμήματα μόνο για δημόσιες εμφανίσεις ή ειδικές περιπτώσεις. Συχνά με αυτά δείχνανε τον πλούτο τους και τη κοινωνική τους θέση. Με τα κοσμήματα, φιλοδοξούσαν να προστατευτούν από το “κακό μάτι” ή να φορτιστούν με υπερφυσικές δυνάμεις, ενώ κάποιες φορές τα κοσμήματα που φορούσαν είχανε θρησκευτικό συμβολισμό.



     Έχουνε βρεθεί κολιέ, σκουλαρίκια, μενταγιόν, καρφίτσες, βραχιόλια, περιβραχιόνια, ζώνες, δαχτυλίδια, στεφάνια κι άλλα περίτεχνα στολίδια των μαλλιών. Τα φυτικά και ζωικά μοτίβα κυριαρχούσανε και πολύ συχνά το θέμα ήταν εμπνευσμένο από τους 12 θεούς.



     Τα σκουλαρίκια με τον φτερωτό Eρμή, οι καρφίτσες με την Αφροδίτη και τον γιο της, Έρωτα κι ο αετός του Δία ήτανε πολύ δημοφιλή σχέδια στην αρχαία Ελλάδα.



====================

     Η επικράτηση συγκεκριμένων κανόνων στην εμφάνιση ανδρών και γυναικών στην αρχαιότητα δεν μπορεί να ερμηνευτεί χωρίς αναφορές στις αισθητικές αντιλήψεις αλλά και στις πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας. Οι νομοθεσίες του Σόλωνα στην Αθήνα και του Λυκούργου στη Σπάρτη περιορίζανε σημαντικά τη πολυτέλεια και την επίδειξη, προβάλλοντας το ιδανικό της λιτότητας και του μέτρου. Και σε άλλες πόλεις υπήρχε ανάλογη νομοθεσία.
     Με την ενδυμασία και κυρίως από τη προσεκτική παρατήρηση του ιματίου ενός Αθηναίου, παρουσιάζονταν διαφόρων ειδών συμβολικές πληροφορίες. Κατ αρχήν, δηλωτικά του γένους χαρακτηριστικά υπήρχαν άφθονα, όπως το στυλ των πτυχώσεων, η ποιότητα και το είδος του υφάσματος, το χρώμα κι η διακόσμησή του, η γραμμή και το σχήμα του. Διαφορετικών στυλ ιμάτια ήταν οπτικά διακριτικά διαφορετικών ειδών κοινωνικής ταυτότητας. Κάποια μάλιστα σηματοδοτούσανε και την ηλικία αυτού που τα φορούσε, ενώ άλλα πιο διακριτά χαρακτηριστικά δείχνανε τη κοινωνική του τάξη. Επίσης, οι ιδιαίτερα περιοριστικοί τρόποι που φορούσαν οι άνδρες τα ιμάτιά τους δείχνανε τις συμπεριφορές τους για την αρετή του πολίτη και τη δημοκρατία που επικρατούσαν τότε.
     Στην Αθήνα οι γυναικονόμοι επέβλεπαν τη τήρηση των κανονισμών των σχετικών με τα φορέματα των γυναικών, ώστε να αποφεύγονται οι υπερβολές. Ο κοινωνικός έλεγχος για τους άνδρες, αν και σ’ επίπεδο εθιμικού δικαίου, δεν ήτανε λιγότερο αυστηρός. Π.χ. το μήκος του χιτώνα μπορούσε να αποτελέσει αφορμή για δυσμενή σχόλια· ένας χιτώνας υπερβολικά κοντός συνιστούσε απρέπεια, ενώ ένας υπερβολικά μακρύς, που σέρνονταν στο έδαφος, θεωρούνταν στοιχείο επίδειξης, αμφίβολης αρετής αλλά και θηλυπρέπειας.
     Έτσι, μία ανδροκρατούμενη κοινωνία, όπως η αρχαιοελληνική, μπορούσε να υιοθετήσει 2 μέτρα και σταθμά ως προς την ανδρική εμφάνιση, αφ’ ενός ενθαρρύνοντας τη γυμνότητα, ιδίως των εφήβων και των νεότερων ανδρών, σε οιονεί θεσμοθετημένες περιστάσεις και χώρους κι αφ’ ετέρου επιβάλλοντας έναν αυστηρό ενδυματολογικό κώδικα, ιδιαίτερα ως προς τον συνδυασμό του ιματίου και του χιτώνα. Για τους αρχαίους Έλληνες η ανθρώπινη γυμνότητα ήταν εξίσου ελκυστική με την ομορφιά των ποικιλόχρωμων υφασμάτων τους.
     Αντίθετα με τους δούλους, ο γενειοφόρος πολίτης με το ιμάτιο και μ’ ένα μετρημένο κοντό κούρεμα περιέφερε, σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής του, την αρρενωπότητά του, την ενηλικιότητά του και τη θέση του ως πολίτης, ενώ τα νεαρά κορίτσια κι οι γυναίκες έδειχναν τη θηλυκότητα και την ηλικία τους με πιο μακριές κομμώσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι νεαρές κοπέλες έφεραν απλούς χιτώνες κι είχαν συνεχώς τα μακριά μαλλιά τους σηκωμένα από το πρόσωπο και πιασμένα πλεξούδα, ενώ τα μακριά μαλλιά των αγοριών πριν από την εφηβεία, αντίθετα με εκείνα των ομολόγων τους εφήβων, κρέμονταν ελεύθερα και καμιά φορά κατσαρωμένα σε μικρές μπούκλες. Οι κομμώσεις δηλώνανε τη κοινωνική θέση της γυναίκας· οι παντρεμένες είχαν μαλλιά μαζεμένα σε ψηλούς κότσους, οι ανύπαντρες άφηναν ελεύθερα τα μαλλιά τους, οι νεαρές είχαν αλογοουρές κι οι εταίρες είχανε περίτεχνα χτενίσματα με πλεξούδες γύρω από το κεφάλι τους. Όλες χρησιμοποιούσανε κορδέλες, μπούκλες ή κοσμήματα για να στολίσουν το κεφάλι τους.
———————————-

     Διαβάζουμε σε ένα μίμο του 3ου αι., τον 7ο του Ηρώνδα: Η σκηνή διαδραματίζεται σε ένα μαγαζί ενός τσαγκάρη, ο οποίος ήταν, όπως και πολλοί συνάδελφοί του, κι έμπορος υποδημάτων. Μπαίνουνε στο κατάστημα δύο πελάτισσες κι ο υποδηματοποιός Κέδρων τρέχει αμέσως να τις εξυπηρετήσει. Τις βάζει να καθίσουν, βρίζει τους δούλους του και παρουσιάζει τα διάφορα σχέδια και μοντέλα της συλλογής του, επαινώντας, σαν καλός έμπορος που ήταν, τα πλεονεκτήματά τους.

Κέδρων: Κοιτάξτε σ’ όλα αυτά τα είδη. Σικυώνα, Αμβρακία, καναρινί, μονόχρωμα, πράσινο-παπαγαλί, πέδιλα, παντούφλες, ιωνικές, ψηλές, ελαφριές, σε χρώμα καραβίδας, αργίτικα σανδάλια, άλικα, σε ανδρικό σχέδιο, για το περπάτημα. Πέστε μου η κάθε μια σας τι επιθυμεί η ψυχή της.
Πελάτισσα: Αυτό το ζευγάρι που έπιασες τώρα, πόσο μου το πουλάς; Μα μη μας ζητήσεις τη μάνα μας και τον πατέρα μας και μας κάνεις να πάρουμε δρόμο.
Κέδρων: Εκτίμησέ τα εσύ η ίδια και πες μου τη τιμή τους. Να πεις όμως μία τιμή τέτοια που να βγάζει το ψωμί του ο εργάτης.
Πελάτισσα: Τι γκρινιάζεις; Γιατί δεν λες καλύτερα τη τιμή, όποια και αν είναι;
Κέδρων: Κυρία μου αυτό το ζευγάρι κοστίζει μία μνα (δηλαδή 100 δραχμές, υψηλό ποσό της εποχής). Κοίταξέ το κι από πάνω κι από κάτω. Κι η ίδια η Αθηνά να ερχόταν να το αγοράσει, δεν θα της έκοβα ούτε μία δεκάρα.
Πελάτισσα: Βλέπω Κέδρωνα γιατί το μαγαζί σου είναι γεμάτο από καλά και ακριβά πράγματα. Φρόντιζέ τα καλά λοιπόν.
——————-

     Όπως μας λέει ο Ξενοφών στον Οικονομικό του (10, 2 – 3), ο Ισόμαχος συλλογίζεται και μετά απευθύνεται στην σύζυγό του:

Κάποτε, όταν την είδα να έχει πασαλειφθεί με μπόλικο φτιασίδι για να κάνει τα μάγουλά της πιο άσπρα απ’ ό,τι ήταν, και με μπόλικο κοκκινάδι για να κάνει πιο κόκκινο το χρώμα των χειλιών της και φορούσε παπούτσια πιο ψηλά για να φαίνεται ψηλότερη, της είπα: Πες μου γυναίκα, πότε θα φαινόμουν πιο αξιαγάπητος σύντροφος· όταν σου παρουσίαζα τη περιουσία που έχω πραγματικά και δεν καυχιόμουν πως έχω περισσότερα απ’ όσα στη πραγματικότητα έχω … ή αν προσπαθούσα να σε ξεγελάσω, … παρουσιάζοντάς σου νομίσματα κάλπικα για αληθινά και περιδέραια απ’ έξω χρυσά και από μέσα ξύλινα και φορέματα που ξεθωριάζουν για πολύτιμα;

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *