Βιογραφικό
Ο Λυσίας –Αρχαία Αθήνα, περ. 445 π.Χ.– (ή περ. 459 π.Χ. -περ. 380 π.Χ.) υπήρξεν από τους σημαντικότερους ρήτορες της αρχαιότητας. Γεννήθηκε το 459 π.Χ. στην Αθήνα. Πατέρας του ήταν ο Κέφαλος, πλούσιος κι επιφανής Συρακούσιος, ενώ παππούς του ήταν ο Λυσανίας. Είχε 2 αδελφούς, Πολέμαρχο κι Ευθύδημο. Ο πατέρας με πρόσκληση του φίλου του πολιτικού Περικλή άφησε τις Συρακούσες για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα, που έζησε ως μέτοικος 30 περίπου χρόνια, ως το θάνατό του. Ο Κέφαλος χάρη στην οικονομική του άνεση και γνωριμία μ’ εξέχοντες πνευματικούς άνδρες των Αθηνών, έδωσε υψηλού επιπέδου αγωγή κι επιμελημένη μόρφωση στα παιδιά του.
Το 430 π.Χ. ο Λυσίας μαζί με τα αδέλφια του, αναχώρησε σε ηλικία 15 περίπου ετών για τους Θουρίους, την αποικία των Αθηναίων στη Κάτω Ιταλία. Εκεί διδάχθηκε ρητορική από τον Τεισία, το γνωστό Συρακούσιο ρήτορα. Το 412 π.Χ. όμως επέστρεψε ξανά στην Αθήνα, όταν μετά την ατυχή εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία υπερίσχυσε στους Θουρίους η εχθρική προς τους Αθηναίους πολιτική παράταξη. Μαζί με τον αδελφό του Πολέμαρχο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ζούσε ως πλούσιος ισοτελής, έχοντας κτήματα, τρία σπίτια κι εργοστάσιο ασπίδων στον Πειραιά, όπου εργάζονταν 120 δούλοι.

Όμως η έντονη πολιτική δράση και τα δημοκρατικά φρονήματα των 2 αδελφών ενόχλησαν τους Τριάκοντα Τυράννους. Ο τύραννος Ερατοσθένης θανάτωσε τον Πολέμαρχο, ενώ ο Λυσίας διέφυγε στα Μέγαρα, χάνοντας μεγάλο μέρος της περιουσίας του. Από τα Μέγαρα υποστήριζε με σθένος τις επιχειρήσεις των εξορίστων στον Πειραιά με επικεφαλής το Θρασύβουλο. Για το λόγο αυτό τους απέστειλε τα υπόλοιπα χρήματά του, μισθοφόρους κι ασπίδες. Για τις ενέργειές του αυτές έγινε πρόταση από το Θρασύβουλο στην Εκκλησία του Δήμου, αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας (403 π.Χ.), να του παραχωρηθεί το δικαίωμα του πολίτη, αλλά η πρόταση αυτή πολεμήθηκε ως παράνομη από τον πολιτικό αντίπαλο του Θρασυβούλου, Αρχίνο. Έτσι, ο Λυσίας δεν απέκτησε ποτέ δικαίωμα Αθηναίου πολίτη, αλλά έμεινεν ως το θάνατό του ισοτελής μέτοικος.
Ο Λυσίας, μόλις επέστρεψε στην Αθήνα το 403 π.Χ., παρουσιάστηκε στο δικαστήριο ως κατήγορος του Ερατοσθένους, του φονιά του αδελφού του. Ο Κατά Ερατοσθένους είναι ο μόνος λόγος που εκφωνήθηκε από τον ίδιο το ρήτορα στο δικαστήριο. Από κει και πέρα ο Λυσίας, επειδή είχε χάσει τη περιουσία του, εργάστηκε ως λογογράφος για να εξοικονομεί τα προς το ζην. Έγραφε επί πληρωμή λόγους γι’ άλλους, που τους αποστήθιζαν και τους απήγγελλαν στα δικαστήρια για να υπερασπίσουν τις υποθέσεις τους. Ο Λυσίας πέθανε στην Αθήνα πιθανότατα το ~377 π.Χ.
Έγραψε περισσότερους από 230 δικανικούς λόγους, από τους οποίους ακέραιοι έχουνε σωθεί μόλις 34. Από μερικούς άλλους, μόνον αποσπάσματα. Από τους λόγους αυτούς οι περισσότεροι είναι δικανικοί (εκφωνήθηκαν στα δικαστήρια) κι οι λοιποί συμβουλευτικοί (εκφωνήθηκαν στη Βουλή και στην Εκκλησία του Δήμου) κι επιδεικτικοί (εκφωνήθηκαν στις εορτές). Από τους σωζόμενους λόγους ένας μόνο είναι συμβουλευτικός, ο Περὶ τῆς Πολιτείας και 2 επιδεικτικοί: ο Ἐπιτάφιος κι ο Ὀλυμπιακός. Οι υπόλοιποι με εξαίρεση τον Ἐρωτικό, που έφθασε σε μας μέσω Πλάτωνος κι εμπεριέχεται στο έργο του Φαίδρος, είναι δικανικοί, κατηγορικοί ή απολογητικοί κι αναφέρονται σε ποικίλες υποθέσεις δημόσιες ή ιδιωτικές. Οι κυριότερoι: ΚατὰἘρατοσθένους, Ὑπέρ ἀδυνάτου, Ἐπιτάφιος, Κατὰ Διογείτονος κ.α. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από την απλότητα και τη λιτότητα του λόγου του κι αναφέρονται στη πολιτική κατάσταση και στα ήθη της εποχής του.
=========================
Υπέρ Αδυνάτου
Ο ομιλητής, άνθρωπος με φυσική αναπηρία, μιλώντας στη Βουλή των Πεντακοσίων, προσπαθεί να διατηρήσει το δικαίωμα να λαμβάνει το ετήσιο χρηματικό επίδομα που χορηγούσε το δημόσιο ταμείο στους ανάπηρους και τους φτωχούς.
Κύριοι δικαστές δεν απέχω πολύ από το να χρωστώ χάρη στον κατήγορο, επειδή μου ετοίμασε αυτήν εδώ τη δίκη. Γιατί, ενώ πρωτύτερα δεν είχα αφορμή, με βάση την οποία να λογοδοτήσω για τη ζωή μου, τώρα δα εξαιτίας του την έχω λάβει. Και θα προσπαθήσω να σας αποδείξω με το λόγο μου ότι απ’ τη μια αυτός λέει ψέματα και απ’ την άλλη ότι έχω ζήσει μέχρι σήμερα άξιος πιο πολύ για έπαινο παρά για φθόνο· γιατί, νομίζω πως ετούτος δε μου ετοίμασε για κανένα άλλο λόγο αυτήν εδώ τη δίκη παρά μόνο από φθόνο.
Και όμως, όποιος φθονεί αυτούς που οι άλλοι τους λυπούνται, από ποια κακή πράξη σάς φαίνεται ότι ένας τέτοιος θα μπορούσε να απέχει; Γιατί, αν με συκοφαντεί για χρήματα· αν θέλει να με εκδικηθεί ως προσωπικό του εχθρό, λέει ψέματα· γιατί, εξαιτίας της κακίας του, ποτέ μέχρι σήμερα δεν τον είχα ούτε φίλο ούτε εχθρό. Τώρα πια λοιπόν, κύριοι δικαστές, είναι φανερό ότι με φθονεί γιατί, παρόλο που έχω πέσει σε τέτοια συμφορά, είμαι καλύτερος πολίτης απ’ αυτόν. Κι εγώ βέβαια νομίζω, κύριοι δικαστές, ότι τα σωματικά ελαττώματα πρέπει να τα γιατρεύει κανείς με τα προτερήματα της ψυχής, εύλογα. Γιατί, αν θα έχω και το μυαλό μου όμοιο με τη (σωματική) συμφορά μου και περάσω (έτσι) την υπόλοιπη ζωή μου, σε τι θα διαφέρω απ’ αυτόν;
Γι αυτά, λοιπόν, τόσα μόνο ας έχουν ειπωθεί από μένα. Για όσα όμως πρέπει να μιλήσω, θα τα πω όσο γίνεται πιο σύντομα. Ισχυρίζεται, λοιπόν, ο κατήγορος ότι άδικα παίρνω το χρηματικό βοήθημα από την πόλη· γιατί τάχα, και στο σώμα είμαι δυνατός και δεν είμαι απ’ τους αδυνάτους και ξέρω τέχνη τέτοια, ώστε (θα μπορούσα) να ζω και χωρίς αυτό (το επίδομα) που μου δίνεται. Και χρησιμοποιεί ως αποδείξεις για τη σωματική μου δύναμη ότι ανεβαίνω στα άλογα και για την ευπορία μου από την τέχνη ότι μπορώ να συναναστρέφομαι ανθρώπους που έχουν τη δυνατότητα να ξοδεύουν.
Την ευπορία μου, λοιπόν, από την τέχνη και το υπόλοιπο βιός μου, όποιο τυχαίνει να είναι, νομίζω ότι όλοι εσείς τα ξέρετε· παρόλ’ αυτά, θα τα πω και εγώ με συντομία. Ο πατέρας μου, λοιπόν, δε μου άφησε τίποτα ενώ τη μητέρα μου, η οποία πέθανε, έχω σταματήσει να τη συντηρώ εδώ και τρία χρόνια και παιδιά ακόμα δεν απόκτησα για να με γηροκομήσουν. Και έχω μάθει τέχνη, που λίγο μπορεί να με ωφελήσει οικονομικά και την οποία τώρα πια δύσκολα εξασκώ εγώ ο ίδιος, κι ούτε μπορώ ακόμα να αποχτήσω αυτόν που θα τη συνεχίσει. Δεν έχω, λοιπόν, άλλο εισόδημα εκτός απ’ αυτό που, αν μου το αφαιρέσετε, θα κινδυνέψω να πέσω στην πιο δυσβάσταχτη συμφορά.
Μη με καταστρέψετε λοιπόν άδικα, κύριοι δικαστές, ενώ μπορείτε να με σώσετε δίκαια· κι ούτε να μου αφαιρέσετε τώρα, που γίνομαι γεροντότερος κι ασθενέστερος, αυτά που μου δώσατε όταν ήμουν νεώτερος και πιο δυνατός· και μη φανείτε τώρα δα εξαιτίας του σκληροί σ’ αυτούς που είναι αξιολύπητοι και στους εχθρούς ακόμα, εσείς που πρωτύτερα φαινόσασταν πολύ ευσπλαχνικοί ακόμα και σ’ αυτούς που δεν έχουν κανένα κακό· και μη κάνετε να λυπηθούν κι οι άλλοι που είναι στην ίδια κατάσταση με μένα, με το να τολμήσετε να με αδικήσετε. Γιατί βέβαια θα ήταν παράδοξο, κύριοι δικαστές, αν έπαιρνα φανερά το χρηματικό αυτό βοήθημα τότε που είχα μόνο την αναπηρία ενώ τώρα, που με βρίσκουν και τα γηρατειά κι οι αρρώστιες κι όλα τα κακά που τα ακολουθούν, αν το έχανα.
Μου φαίνεται, όμως, ότι ο κατήγορος θα μπορούσε καλύτερα απ’ όλους τους ανθρώπους να αποδείξει το μέγεθος της φτώχειας μου. Γιατί, αν εγώ, στη περίπτωση που θα οριζόμουν χορηγός σε αγώνα τραγωδίας, τον προκαλούσα σε ανταλλαγή περιουσίας, θα προτιμούσε δέκα φορές περισσότερο να γίνει χορηγός, παρά μια φορά να ανταλλάξει τη περιουσία του. Και πώς δεν είναι παράλογο, απ’ τη μια να με κατηγορεί τώρα ότι εξ αιτίας της μεγάλης ευπορίας μου μπορώ να συναναστρέφομαι ως ίσος με τους πολύ πλούσιους κι απ’ την άλλη, αν συνέβαινε τυχαία κάτι απ’ αυτά που λέω, να ομολογεί ότι είμαι τέτοιος κι ακόμα αθλιότερος οικονομικά;
Όσο για την ιππευτική μου ικανότητα, που τόλμησε αυτός να σας αναφέρει χωρίς ούτε την τύχη να φοβηθεί ούτε κι εσάς να ντραπεί, δε θα γίνει μεγάλη συζήτηση. Εγώ λοιπόν, κύριοι δικαστές, νομίζω ότι όλοι που έχουνε κάποια σωματική βλάβη, αυτό ζητούν κι αυτό σκέπτονται, πώς δηλαδή θα αντιμετωπίσουν το κακό που τους έχει βρει με όσο το δυνατό λιγότερους πόνους. Ένας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ κι επειδή έχω πέσει σε τέτοια συμφορά, βρήκα αυτήν ως ανακούφιση για τον εαυτό μου, για τους πιο μακρινούς δρόμους από τους απαραίτητους.
Κι αυτό που είναι η μεγαλύτερη απόδειξη, κύριοι δικαστές, για το ότι δηλαδή ιππεύω εξαιτίας της συμφοράς μου κι όχι από αλαζονεία, όπως ισχυρίζεται αυτός, είναι εύκολο να το διαπιστώσετε· γιατί, αν είχα περιουσία, θα ίππευα σε άλογο με αναπαυτικό σαμάρι και δε θα ανέβαινα σε ξένα άλογα· τώρα δα όμως, επειδή δε μπορώ να αγοράσω τέτοιο, αναγκάζομαι πολλές φορές να χρησιμοποιώ τα ξένα άλογα. Πώς λοιπόν δεν είναι παράλογο, κύριοι δικαστές, αν αυτός ο ίδιος μ’ έβλεπε να ιππεύω σαμαρωμένο άλογο να σωπαίνει -τι θα μπορούσε άλλωστε να πει ενώ, επειδή ανεβαίνω σε δανεικά άλογα, να προσπαθεί να σας πείσει ότι είμαι δυνατός; Και για το ότι χρησιμοποιώ δυο δεκανίκια ενώ οι άλλοι ένα, να μη με κατηγορεί ότι κι αυτό είναι χαρακτηριστικό των δυνατών ενώ το ότι ανεβαίνω σε άλογα να το χρησιμοποιεί σε σας ως απόδειξη ότι τάχα είμαι από τους δυνατούς; Αυτά και τα δυο τα χρησιμοποιώ εγώ για την ίδια αιτία.
Και τόσο πολύ έχει ξεπεράσει στη ξεδιαντροπιά όλους τους ανθρώπους, ώστε προσπαθεί, παρόλο που είναι ένας, να πείσει εσάς που είστε τόσοι πολλοί, ότι εγώ δεν είμαι τάχα ένας από τους αδυνάτους. Επομένως, αν πείσει σ’ αυτό μερικούς από σας, κύριοι δικαστές, τι με εμποδίζει να κληρωθώ ένας από τους εννέα άρχοντες κι εσείς να μου αφαιρέσετε το χρηματικό βοήθημα, γιατί τάχα είμαι υγιής κι όλοι σας να το δώσετε με τη ψήφο σας σ’ αυτόν ως ανάπηρο. Δεν είναι δυνατόν να αφαιρέσετε το βοήθημα από το ίδιο πρόσωπο, επειδή τάχα είναι ικανός, κι απ’ την άλλη οι θεσμοθέτες να τον εμποδίσουν να κληρωθεί, επειδή είναι αδύνατος. Αλλά, βέβαια, δε θα γίνει αυτό γιατί ούτε εσείς έχετε την ίδια γνώμη μ’ αυτόν ούτε κι αυτός με σας και καλά κάνει. Γιατί αυτός, σα να ήταν η συμφορά μου επίκληρη κόρη, έχει έρθει για να τη διεκδικήσει και προσπαθεί να πείσει εσάς ότι τάχα δεν είμαι τέτοιος, που όλοι εσείς βλέπετε· εσείς όμως, πράγμα που είναι έργο συνετών ανθρώπων πιστεύετε στα δικά σας μάτια περισσότερο παρά στα λόγια αυτού.
Ισχυρίζεται ακόμα ότι είμαι τάχα αλαζόνας και βίαιος και πολύ αυθάδης, σα να πρόκειται να πει την αλήθεια, αν χρησιμοποιήσει φοβερές λέξεις και σα να μη μπορέσει να τα καταφέρει αυτά, αν χρησιμοποιήσει πιο ήπιες λέξεις. Εγώ, κύριοι δικαστές, νομίζω ότι εσείς πρέπει να διακρίνετε καθαρά σε ποιους από τους ανθρώπους είναι δυνατό να είναι αλαζόνες και σε ποιους δεν ταιριάζει. Γιατί, δεν είναι φυσικό να φέρνονται αλαζονικά οι φτωχοί κι οι άποροι, αλλά αυτοί που έχουν αποκτήσει πολύ περισσότερα από τα απαραίτητα· κι ούτε αυτοί που είναι αδύνατοι στο σώμα αλλά αυτοί που έχουν πολλή εμπιστοσύνη στη σωματική τους δύναμη· ούτε πάλι αυτοί που είναι προχωρημένης ηλικίας αλλά αυτοί που είναι ακόμα νέοι και έχουν νεανικά μυαλά.
Γιατί, οι πλούσιοι βέβαια εξαγοράζουν με τα χρήματα τους δικαστικούς αγώνες ενώ οι φτωχοί αναγκάζονται, εξαιτίας της φτώχειας που έχουν, να είναι φρόνιμοι· και οι νέοι, πάλι, θεωρούνται άξιοι να συγχωρούνται από τους μεγαλυτέρους, τους μεγαλύτερους όμως, όποτε πέφτουν σε παρόμοια λάθη, τους κατακρίνουν και οι δυο, γέροι και νέοι, το ίδιο· και στους ισχυρούς βέβαια είναι δυνατό, χωρίς αυτοί να παθαίνουν τίποτα, να αδικούν όποιους θέλουν, στους αδυνάτους όμως δεν είναι δυνατόν ούτε, όταν αδικούνται, να αποκρούουν αυτούς που έκαναν την αρχή της αδικίας, ούτε όταν θέλουν να αδικούν, είναι δυνατόν να επικρατήσουν στους αδικουμένους. Επομένως, μου φαίνεται ότι ο κατήγορος μίλησε για τη δικιά μου αλαζονεία όχι σοβαρολογώντας αλλά αστειευόμενος, κι ούτε γιατί θέλει να πείσει εσάς ότι είμαι τέτοιος αλλά γιατί θέλει να με κοροϊδέψει, σα να έκανε κάποιο σπουδαίο ανδραγάθημα.
Ισχυρίζεται ακόμα ότι συγκεντρώνονται στο εργαστήριό μου πολλοί κακοί άνθρωποι, που απ’ τη μια έχουν ξοδέψει τη δική τους περιουσία κι απ’ την άλλη σκέφτονται άσχημα γι’ αυτούς που θέλουν να σώσουν τη δική τους. Σκεφτείτε, όμως, όλοι εσείς ότι λέγοντας αυτά δεν κατηγορεί εμένα περισσότερο από τους άλλους, που ασκούν κάποια τέχνη, κι ούτε αυτούς που μπαίνουν στο δικό μου εργαστήριο περισσότερο από κείνους που μαζεύονται στα εργαστήρια των άλλων τεχνιτών. Γιατί, καθένας από σας έχει συνηθίσει να συχνάζει άλλος σε μυροπωλείο, άλλος σε κουρείο, άλλος σε τσαγκάρικο κι άλλος όπου τύχει κι οι περισσότεροι βέβαια σ’ αυτούς που έχουν τα μαγαζιά τους πολύ κοντά στην αγορά κι ελάχιστοι σ’ αυτούς που απέχουν πολύ απ’ αυτήν ώστε, αν κάποιος από σας καταλογίσει κακία σ’ αυτούς που έρχονται σε μένα, είναι ολοφάνερο ότι θα καταλογίσει κακία και σ’ αυτούς που συχνάζουν και στους άλλους καταστηματάρχες· αν πάλι και σ’ αυτούς καταλογίσει κακία, τότε και σ’ όλους τους Αθηναίους· γιατί όλοι έχετε συνηθίσει να συχνάζετε και να περνάτε τον καιρό σας κάπου.
Αλλά δεν ξέρω, γιατί πρέπει, με το να απολογούμαι με πολλές λεπτομέρειες για καθετί χωριστά απ’ όσα έχουν ειπωθεί, να σας ενοχλώ για περισσότερο χρόνο. Γιατί, αν έχω μιλήσει για τα πιο σπουδαία, γιατί πρέπει να δείξω προθυμία για τα ασήμαντα, όμοια μ’ αυτόν; Εγώ λοιπόν, κύριοι δικαστές, σας παρακαλώ να έχετε όλοι για μένα την ίδια γνώμη, που είχατε και πρωτύτερα. Μη μου στερήσετε, λοιπόν, εξαιτίας αυτού εδώ αυτό, που μοναδικό μου έδωσε η τύχη να απολαύσω από τα αγαθά της πατρίδας· κι ούτε τώρα αυτός, αν κι είναι ένας, να σας πείσει να μου αφαιρέσετε πάλι αυτά που από παλιά μου δώσατε όλοι με κοινή σας απόφαση. Γιατί, κύριοι δικαστές, επειδή η τύχη από μας στέρησε τα μέγιστα αξιώματα, η πολιτεία μάς έδωσε με την ψήφο της το χρηματικό αυτό βοήθημα, πιστεύοντας πως οι τύχες είναι κοινές για όλους και στις συμφορές και στα αγαθά. Πώς, λοιπόν, δε θα ήμουν ο πιο δυστυχισμένος, αν απ’ τη μία είχα στερηθεί εξαιτίας της συμφοράς μου τα ωραιότερα και πιο μεγάλα αξιώματα κι απ’ την άλλη αυτά που η πολιτεία μού έδωσε, επειδή φροντίζει γι αυτούς που βρίσκονται σε τέτοια θέση, αν μου αφαιρεθούν εξαιτίας του κατηγόρου; Με κανέναν τρόπο, κύριοι δικαστές, μην αποφασίσετε έτσι.
Γιατί άλλωστε θα σας έβρισκα εχθρικούς απέναντί μου; Μήπως γιατί έχασε κανείς ποτέ ως τώρα τη περιουσία του, επειδή μπλέχτηκε σε δικαστικό αγώνα εξαιτίας μου; Αλλά ούτε ένας δε θα μπορούσε να το αποδείξει. Αλλά μήπως γιατί είμαι πανούργος και θρασύς και φιλόνικος; Μα ούτε κι ο ίδιος θα μπορούσε να το πει, αν δεν έλεγε ψέμματα και σ’ αυτό όμοια με τα άλλα. Αλλά μήπως γιατί είμαι αλαζόνας και βίαιος; Μα δεν τυχαίνει να έχω τέτοια μέσα για βιοπορισμό, ώστε να κάνω τέτοια. Αλλά μήπως γιατί στην εποχή των Τριάντα Τυράννων, αφού απόχτησα δύναμη, κακοποίησα πολλούς από τους πολίτες; Αλλά με σας τους δημοκρατικούς αυτοεξορίστηκα στη Χαλκίδα και, παρόλο που μου ήτανε δυνατό να ζω σα πολίτης μαζί τους χωρίς φόβο, προτίμησα φεύγοντας να διακινδυνέψω μαζί σας.
Μακάρι λοιπόν, κύριοι δικαστές, αφού δεν έχω κάνει κανένα κακό, να μη σας βρω όμοια εχθρικούς μ’ αυτούς που έχουν κάνει πολλά κακά αλλά να πάρετε για μένα την ίδια απόφαση με τις άλλες βουλές, αφού αναλογιστείτε ότι, ούτε επειδή διαχειρίστηκα χρήματα της πολιτείας λογοδοτώ τώρα γι αυτά, ούτε επειδή ανέλαβα κάποιο αξίωμα δίνω τώρα λόγο γι αυτό, αλλά απολογούμαι μόνο για ένα οβολό. Έτσι, λοιπόν, εσείς όλοι θα εκδώσετε δίκαια απόφαση κι εγώ αν πετύχω αυτά, θα σας χρωστώ την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη ενώ αυτός θα μάθει στο μέλλον να μη σκέφτεται κακό για τους ασθενέστερους αλλά να προσπαθεί να νικά στα δικαστήρια, τους όμοιους μ’ αυτόν.
————————————————
Ολυμπιακός
Στα Ολύμπια του 388 π.Χ. διαβάστηκε ο Ολυμπιακός, επιδεικτικός λόγος κι ακολουθεί το σωζόμενο απόσπασμα του. Με αυτόν ο ρήτορας απευθύνει έκκληση για την ένωση όλων των Ελλήνων εναντίον του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του Α’.
Για πολλά και καλά έργα, πολίτες, αξίζει να θυμόμαστε τον Ηρακλή, μα προπαντός διότι πρώτος διοργάνωσε αυτόν εδώ τον αγώνα από αγάπη προς την Ελλάδα. Γιατί, στο παρελθόν οι πόλεις μεταξύ τους είχαν εχθρικές διαθέσεις· εκείνος, αφού κατάργησε τους τυράννους και περιόρισε τους αλαζόνες, διοργάνωσε αγώνες επίδειξης σωματικής δύναμης, ενδιαφέροντος για τον πλούτο και επίδειξης σοφίας στον ωραιότερο χώρο της Ελλάδας, για να συγκεντρωθούμε για όλα αυτά στον ίδιο τόπο κι άλλα να δούμε, άλλα να ακούσουμε· γιατί, πίστευσε ότι αυτή εδώ η συνάντηση θα γινόταν αρχή για τους Έλληνες της μεταξύ τους φιλίας.
Εκείνος λοιπόν αυτά πίστεψε κατά βάθος, κι εγώ έχω έλθει εδώ όχι να ασχοληθώ με ασήμαντα ούτε να φιλονικήσω για λέξεις. Γιατί, νομίζω ότι αυτά είναι έργα άχρηστων και φτωχών σοφιστών, ενώ έργο αγαθού άνδρα και άξιου πολίτη είναι να συμβουλεύει για τα σπουδαιότερα ζητήματα, όταν βλέπω ότι υποφέρει τόσο πολύ η Ελλάδα και ότι πολλά μέρη αυτής είναι υπό την εξουσία των βαρβάρων και ότι πολλές πόλεις έχουν καταστραφεί από τους τυράννους. Και αν αυτά τα παθαίναμε από αδυναμία, θα ήταν ανάγκη να συμβιβαστούμε με την τύχη μας. Επειδή όμως (τα παθαίνουμε) από διαφωνίες και από τις μεταξύ μας φιλονικίες, πώς δεν πρέπει τις δεύτερες να τις παύσουμε και τις πρώτες να τις εμποδίσουμε (να εκδηλώνονται), αφού γνωρίζουμε ότι έχουν περιθώριο να φιλονικούν οι ευτυχισμένοι, αλλά να αντιλαμβάνονται τα άριστα άνθρωποι του δικού μας πνευματικού αναστήματος;
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κίνδυνοι και μεγάλοι και από παντού μας περιζώνουν. Γνωρίζετε ακόμη ότι η εξουσία ανήκει σ’ αυτούς που εξουσιάζουν τη θάλασσα, ότι το χρήμα το κατέχει ο (Πέρσης) βασιλιάς, κι ότι οι γενναίοι άνδρες των Ελλήνων ανήκουν (ως μισθοφόροι) σ’ αυτούς που μπορούν να ξοδεύουν, κι ότι πολλά πλοία τα έχει στην εξουσία του ο ίδιος, πολλά επίσης ο τύραννος της Σικελίας. Επομένως, αξίζει να καταθέσουμε τα όπλα και με ομοφωνία μεταξύ μας να σκεφτούμε για τη σωτηρία μας, και για τα προηγούμενα να ντρεπόμαστε, και γι’ αυτά που πρόκειται να συμβούν να φοβόμαστε, αλλά (αξίζει) να μιμούμαστε τους προγόνους μας, οι οποίοι έκαναν τους βαρβάρους που επιβουλεύονταν ξένη χώρα να έχουν στερηθεί τη δική τους, κι αφού απομάκρυναν τους τυράννους έκαναν την ελευθερία κτήμα όλων των Ελλήνων.
Απορώ ιδιαίτερα με τους Λακεδαιμονίους με ποιο σκεπτικό αδιαφορούν που καίγεται η Ελλάδα, ενώ είναι ηγεμόνες των Ελλήνων όχι άδικα, και λόγω της έμφυτης αρετής και λόγω των γνώσεών τους για τον πόλεμο, καθώς ζουν μόνοι απόρθητοι και χωρίς τείχη και χωρίς εσωτερικές επαναστάσεις και αήττητοι και πάντα με τον ίδιο τρόπο διοίκησης. Για όλους αυτούς τους λόγους υπάρχει ελπίδα να έχουν αυτοί αθάνατη την ελευθερία και, επειδή στο παρελθόν έγιναν σωτήρες της Ελλάδας, (υπάρχει ελπίδα) να προνοήσουν και για το μέλλον.
Το μέλλον, βέβαια, δε θα είναι καλύτερο από το παρόν. Διότι, δεν πρέπει να θεωρούμε ξένες τις συμφορές όσων έχουν καταστραφεί αλλά και δικές μας, ούτε πρέπει να περιμένουμε, ώσπου να έρθουν οι δυνάμεις και των δύο εναντίον μας, αλλά πρέπει, όσο ακόμη μπορούμε, να περιορίσουμε την αλαζονική τους συμπεριφορά. Γιατί, ποιος δε θα αγανακτούσε βλέποντας ότι αυτοί έχουν γίνει ισχυροί λόγω των δικών μας εμφυλίων πολέμων; Επειδή αυτά δεν είναι μόνον άσχημα αλλά και φοβερά, σ’ αυτούς δόθηκε μεγάλη εξουσία να διαπράξουν όσα εγκλήματα ήθελαν, ενώ από τους Έλληνες δεν έχει επιβληθεί καμιά τιμωρία σ’ αυτούς…
ΣΗΜ: Το 1ο κείμενο το επέλεξα γιατί το διδαχτήκαμε στο Γυμνάσιο και μου άρεσε ο τρόπος που ξεδίπλωνε τους συλλογισμούς του, καθώς κι η παροιμιώδης -κατ’ εμέ- φράση: “Δεν απέχω πολύ από το να χρωστώ χάρη στον κατήγορό μου, που μου ετοίμασε αυτή τη δίκη”. Και το 2ο, το ημιτελές, γιατί ήθελα να δώσω λίγη χαρά στους… οπαδούς του …Θρύλου! Π. Χ.