Ξενοφών: Ποιητής Ιστορικός Φιλόσοφος, Στρατηγός Πολιτικός

Βιογραφικό

     Ο Ξενοφών (Ερχία, 431 π.Χ. – Κόρινθος, 355 π.Χ.) ήταν Αθηναίος ποιητής, ιστορικός συγγραφέας, στρατιωτικός, πολιτικός και σωκρατικός φιλόσοφος. Γιος του Γρύλλου από τον αρχαίο δήμο της Ερχίας (σήμερα τα Σπάτα) και της Διοδώρας, προερχόταν από εύπορη οικογένεια, όπως δείχνει και το γεγονός ότι υπηρέτησε στο σώμα των Ιππέων κι έδρασε πολιτικά ως ολιγαρχικός και φιλολάκων. Ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος γαιοκτήμονας κι ο Ξενοφών γνώρισε καλά την αγροτική ζωή και ασχολήθηκε πολύ με την ιππασία. Όπως όλοι οι εύποροι νέοι της εποχής του, πήρε καλή μόρφωση. Ανδρωθείς ο Ξενοφών με συναναστροφή δωριζόντων ευγενών νέων της Αθήνας που είχαν ως κύρια ασχολία τον αθλητισμό, η σωματική του διάπλαση ήταν πολύ καλή, παρέμεινε σε όλη τη ζωή του λάτρης της πάλης και των ελευθέρων αγώνων. Μετά το 410 π.Χ. γνωρίστηκε με τον Σωκράτη, και μπήκε στον κύκλο των μαθητών του.
     Ο Διογένης Λαέρτιος μας εξιστορεί ότι κάποτε, όταν ήταν ακόμη νέος, ο Ξενοφών συνάντησε σε ένα στενό δρόμο τον Σωκράτη, ο οποίος, με τη ράβδο του, τον εμπόδισε να προχωρήσει και τον ρώτησε μεταξύ άλλων: “Πού οι άνθρωποι γίνονται καλοί κι αγαθοί“;. Ο Ξενοφών βρέθηκε σε αμηχανία κι ο Σωκράτης του απάντησε “Έπου και μάνθανε!”. Από τότε ο Ξενοφών έγινε μαθητής του Σωκράτη και τον θεωρούσε πρότυπο. Ήρθε σε επαφή με τους διάσημους ρήτορες και φιλοσόφους της εποχής του, όπως τον ρήτορα Ισοκράτη, τον σοφιστή Πρόδικο (αν και για τους σοφιστές έτρεφε γενικότερα έντονη αντιπάθεια) και φυσικά τον Σωκράτη. Άνετα μπορεί να θεωρηθεί η προσωποποίηση του “καλού κι αγαθού” ατόμου, που ήταν αρεστό ως πρότυπο ανθρώπου στην αρχαία Ελλάδα. Μ’ άλλα λόγια είχε καταφέρει να ‘χει ένα υγιές πνεύμα (μέσω της μόρφωσής του), μέσα σε ένα δυνατό κι υγιές σώμα (μέσω της συνεχούς σωματικής άσκησης). Σε γενικές γραμμές είχε ευρεία γκάμα ενδιαφερόντων κι ήταν αρκετά ευσεβής στη προσωπική του ζωή. Πάντως, δεν γνωρίζουμε περισσότερα από την παιδική του ηλικία.

     Ο Ξενοφών ανδρώθηκε συναναστρεφόμενος ευγενείς νέους της Αθήνας που είχαν ως κύρια ασχολία τον αθλητισμό και παρέμεινε σε όλη τη ζωή του λάτρης της πάλης και των ελευθέρων αγώνων. Από δε τα έργα του φαίνεται πως υπήρξε άριστος ιππέας. Επίσης, φαίνεται κι η μεγάλη αγάπη του για τα άλογα. Το 399 ήρθε σ’ επαφή με μονάδες του σπαρτιατικού στρατού στα παράλια της Μ.Ασίας, των οποίων την αρχηγία ανέλαβε το 396 ο Αγησίλαος. Αυτόν ακολούθησε ο Ξενοφών έχοντας εντυπωσιαστεί από τη προσωπικότητά του. Μαζί του συμμετείχε στη μάχη της Κορώνειας (394) εναντίον ενός ευρύτερου αντισπαρτιατικού συνασπισμού, που πρωτοστατούσαν η Αθήνα κι η Θήβα. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο φιλολακωνισμό του. Αγαπούσε τον τρόπο ζωής των Σπαρτιατών και συνδέθηκε με τον βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαο, στο πλευρό του πολέμησε το 394 π.Χ. στη μάχη της Κορωνείας εναντίον του αντισπαρτιατικού συνασπισμού, μέλος του οποίου ήταν κι η ίδια η πατρίδα του, η Αθήνα. Όπως ήταν φυσικό, για τη πράξη του αυτή τιμωρήθηκε με εξορία από την Αθήνα.
         Τα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου, η σύγχυση κι η απαισιοδοξία που επικρατούσαν στην Αθήνα στη διάρκειά του δημιούργησαν πολλές ανησυχίες στο νέο και φιλόδοξο Ξενοφώντα, ο οποίος αναζητούσε πεδίο δράσης έξω από την αγωνιώδη πολιτική ατμόσφαιρα του τόπου του. Έτσι, όταν ο φίλος του Πρόξενος ο Βοιωτός, το 401 π.Χ., στρατολογούσε μισθοφόρους για την εκστρατεία του Κύρου εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη Β’, βασιλιά της Περσίας, με σκοπό την εκθρόνισή του, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και βρέθηκε στην Ασία, στο μισθοφορικό ελληνικό στράτευμα του Κύρου. Ο ενθουσιασμός του για τη πρόσκληση φαίνεται από το γεγονός ότι σε προτροπή του Σωκράτη να πάρει χρησμό από το Μαντείο των Δελφών καταφέρνει να αποσπάσει θετική απάντηση κάνοντας πλάγια ερώτηση (αντί της ορθής ερώτησης, δηλαδή να πάει ή όχι) που ήταν η εξής: “Σε ποιόν Θεό θα πρέπει να κάνω θυσία ώστε να πετύχει το ταξίδι μου και να επιστρέψω σώος“;. Και βέβαια η σοφία του Μαντείου του Απόλλωνα, που αντιλήφθηκε το σκοπό, του απάντησε να θυσιάσει σε μια σειρά από θεούς “επ΄ αγαθώ και μη” (ακριβώς αυτό που μέχρι σήμερα λέμε “για καλό και για κακό“).
     Μετά το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου, αρκετοί Έλληνες αποφάσισαν να αναζητήσουν την τύχη τους σε βαρβαρικές περιοχές, όπου δούλευαν ως μισθοφόροι. Έτσι και ο Ξενοφώντας αποφάσισε να συμμετάσχει ως παρατηρητής στην εκστρατεία του Κύρου, εναντίον του αδελφού του Αρταξέρξη Β’, μετά από γράμμα που του έστειλε ο Βοιωτός φίλος του, Πρόξενος. Βέβαια όταν έδειξε το γράμμα στον Σωκράτη, εκείνος (θέλοντας να τον προστατεύσει) τον προέτρεψε να συμβουλευτεί το μαντείο των Δελφών. Όντως, έτσι έπραξε ο Ξενοφών και έθεσε το ερώτημα: “Σε ποιους θεούς θα έπρεπε να θυσιάσει και να προσευχηθεί ώστε να γυρίσει σώος;”. Βέβαια, ο Σωκράτης όταν το έμαθε τον επέπληξε, επειδή θεώρησε ότι το ερώτημα ήταν λάθος και ότι θα έπρεπε να είχε ρωτήσει αν θα ήταν σωστό να πάει στην εκστρατεία ή όχι! Τελικά, ο Ξενοφώντας αποφάσισε να αφήσει πίσω του μια πιθανή φιλοσοφική πορεία και να ακολουθήσει το μισθοφορικό σώμα, που αποτελείτο από 10.000 Έλληνες στρατιώτες από όλες τις ελληνικές πόλεις. Οι έλληνες δεν γνώριζαν από την αρχή ότι ο σκοπός του Κύρου ήταν η εκθρόνιση του αδελφού του. Όταν τελικά το συνειδητοποίησαν ήταν πολύ αργά ώστε να υπαναχωρήσουν.
     Η εκστρατεία κατέληξε σε καταστροφή για την παράταξη του Κύρου, αφού πέθανε το 401 πΧ στην μάχη στα Κούναξα. Οι στρατηγοί των ελληνικών δυνάμεων επίσης σκοτώθηκαν από τον σατράπη Τισσαφέρτη και έτσι οι επιζήσαντες έλληνες έμειναν χωρίς αρχηγούς. Έπειτα από ψηφοφορία, ο Ξενοφών ήταν ο 5ος που εκλέχθηκε ως στρατηγός, ώστε να τους καθοδηγήσει πίσω στην Ελλάδα. Η περιπέτεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα από την μία να τον αναδείξει σε ικανότατο στρατηγό και από την άλλη την συγγραφή ενός άλλου εκπληκτικού ιστορικού έργου, το οποίο επονομάστηκε “η κάθοδος των Μυρίων”. Αρχικά, λοιπόν, έφτασαν στα παράλια του Εύξεινου Πόντου, στις αρχές του 400 πΧ, και εν συνεχεία στην Θράκη, όπου μπήκαν στη δούλεψη του βασιλιά Σεύθη των Οδρυσών, έως ότου ο τελευταίος αθέτησε την συμφωνία που είχαν κάνει. Τελικά, όταν έφτασαν στην Πέργαμο, το 399, ενώθηκαν με τους σπαρτιάτες (υπό την ηγεσία του στρατηγού Θίβρανα), που είχαν πάει στα παράλια της Μικράς Ασίας, ώστε να απελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις από την βαρβαρική υποτέλεια
     Λίγο αργότερα ήταν που γνωρίστηκε με τον βασιλιά των σπαρτιατών, Αγησίλαο Β’, τον οποίο θαύμασε και συνδέθηκε μαζί του φιλικά. Τον επηρέασε σε τέτοιο βαθμό, ώστε άνετα μπορούμε να τοποθετήσουμε τον Αγησίλαο σε ισότιμη θέση με τον Σωκράτη, ως τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στη ζωή του, όσον αφορά στην διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Ο Ξενοφώντας εντυπωσιάστηκε από τον σπαρτιάτικο τρόπο ζωής, σε τέτοιο βαθμό, ώστε έδωσε στους 2 γιους του σπαρτιάτικη αγωγή. Θέλοντας να εξυμνήσει τους σπαρτιάτες και την στρατιωτική τους αγωγή, έγραψε δύο επιπλέον σημαντικά έργα: “Αγησίλαος” και “Λακεδαιμονίων πολιτεία”. Γενικότερα, πολλοί από τους απογοητευμένους Αθηναίους είχαν την τάση εκείνη την εποχή να “λακωνίζουν”, δηλαδή, να θεωρούν ότι το πολίτευμα της Σπάρτης ήταν πιο πετυχημένο από όλα τα άλλα υπάρχοντα πολιτεύματα. Βέβαια, ο Ξενοφώντας είχε κι έναν επιπλέον λόγο για τον οποίο αντιπαθούσε την δημοκρατία. Την θεωρούσε υπεύθυνη για την εκτέλεση του αγαπημένου του δασκάλου, Σωκράτη.

     Έτσι ο Ξενοφών βρέθηκε στην Ασία στο πλευρό του Κύρου, τον οποίο και άρχισε να θαυμάζει λόγω του θαυμασμού που έτρεφε ο τελευταίος για τους Έλληνες. Συγκεκριμένα έλεγε ο Κύρος ότι “θέλει τους Έλληνες συμμάχους του, όχι γιατί δεν είχε στρατό αλλά γιατί τους θεωρούσε ανώτερους από όλους τους άλλους λαούς” (Κύρ. Αναβ. Ι 7,3). Ακόμη μακάριζε τους Έλληνες για τη μόνιμα κυριαρχούσα ελευθερία τους, που κείνος θα προτιμούσε αντί πάντων (την ελευθερίαν ελοίμην αν αντί ων έχω πάντων και άλλων πολλαπλασίων, Ανάβασις, βιβλίο 1.7.4), και θεωρούσε ως προϊόν αυτής της ελευθερίας τη πολεμική κι ηθική υπεροχή των Ελλήνων. Αυτός ήταν κι ο λόγος που ουδέποτε οι Πέρσες έκαναν πόλεμο, είτε μεταξύ τους είτε ακόμη και με τους Έλληνες, χωρίς την βοήθεια Ελλήνων (Κυρ. Παιδ VIII 8,26). Δεν είναι γνωστό με τι βαθμό ή αξίωμα ο Ξενοφών συμμετείχε στον Περσικό στρατό και στην αυλή του Κύρου, το σίγουρο πάντως είναι ότι ήταν συνδαιτυμόνας του κι εκ των στενότερων συνομιλητών του.
     Οπωσδήποτε, όμως, μετά τον θάνατο του φίλου του Κύρου στη μάχη στα Κούναξα και τη δόλια εξόντωση των Ελλήνων στρατηγών από τον Τισσαφέρνη κι αφού εκλέχθηκε στρατηγός (5ος κατά σειρά) από τους μυρίους (10.000) Έλληνες μισθοφόρους, οδήγησε αυτούς επιτυχώς πίσω, αντιμετωπίζοντας πολλούς κινδύνους, από τα υψώματα της Αρμενίας προς τη Τραπεζούντα στις ακτές του Ευξείνου Πόντου και μετά διά θαλάσσης προς τα δυτικά πίσω στην Ελλάδα. Στη Θράκη, με την υποστήριξη των Ελλήνων αυτών, ο Σεύθης Β’ μπόρεσε να γίνει βασιλιάς. Για σύντομο χρονικό διάστημα παρέμεινε στη Θράκη ως μισθοφόρος του βασιλιά Σεύθη των Οδρυσών. Εκεί γνώρισε και νυμφεύτηκε τη Φιλησία, με την οποία έζησε ως το τέλος της ζωής του. Η καταγραφή της εκστρατείας και του ταξιδιού της επιστροφής από τον Ξενοφώντα, ονομάστηκε Κύρου Ανάβασις.
     Η ιστορική καταγραφή του Ξενοφώντα είναι από τα πρώτα γραπτά κείμενα όπου αναλύεται ο χαρακτήρας ενός ηγέτη κι αποτελεί παράδειγμα ανάλυσης τέτοιου τύπου, κάτι που σήμερα καλείται θεωρία “Μεγάλων Ανδρών”. Στο έργο αυτό, περιέγραψε το χαρακτήρα του Κύρου του νεότερου, λέγοντας ότι “απ’ όλους τους Πέρσες που ζήσαν μετά τον Κύρο τον Μέγα, ήταν ο πιο κατάλληλος για βασιλιάς και διοικητής μιας αυτοκρατορίας” (σελ. 91). Το κεφάλαιο 6 συνιστάται για ανάγνωση, διότι περιγράφει τους χαρακτήρες 5 ηττημένων στρατηγών που παραδόθηκαν στον εχθρό. Ο Κλέαρχος, όπως αναφέρεται, πίστευε πως “ένας στρατιώτης θα πρέπει να φοβάται περισσότερο τον ίδιο το διοικητή του, από τον εχθρό” (2.6.9). Ο Μένων περιγράφεται ως άνδρας του οποίου η κυρίαρχη φιλοδοξία ήταν να γίνει πλούσιος (2.6.21). Σχετικά με τον Αγία τον Αρκά και τον Σωκράτη τον Αχαιό, γίνεται αναφορά στο θάρρος τους και στην εκτίμηση των φίλων τους.
     Επίσης, αναφέρεται στην αλλαγή του πολιτεύματος της Αθήνας, με την επιβολή από τη νικήτρια Σπάρτη, της τρομερής διακυβέρνησης των 30 τυράννων, που ευτυχώς, κράτησε μόνον 8 μήνες. Είναι γεγονός ότι οι τύραννοι εκμεταλλεύτηκαν την εξουσία που πήραν στα χέρια τους, ώστε να αιματοκυλήσουν την Αθήνα, εξολοθρεύοντας όλους τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Εικάζεται ότι κατά τη διακυβέρνηση τους πέθαναν περισσότεροι πολίτες, από ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου. Είναι αναμενόμενο, λοιπόν, όπως και τόσοι άλλοι Αθηναίοι της εποχής του, που βίωσαν την πτώση της πόλης τους και τα δεινά που επακολούθησαν, να κατηγορούν το πολίτευμα της δημοκρατίας γι’ αυτό. Βέβαια, απεχθανόταν εξίσου κάθε ανεξέλεγκτο καθεστώς, όπως αυτό των 30 τυράννων. Στα Ελληνικά πάντως προσπάθησε να παραμείνει ουδέτερος στις περιγραφές του.
     Το 394, η Σπάρτη τους κάλεσε πίσω τις δυνάμεις τις από τη Μ.Ασία, ώστε να αντιμετωπίσουν τον αντισπαρτιάτικο συνασπισμό στη μάχη της Κορωνείας. Ο Ξενοφών αποφάσισε να ακολουθήσει τον φίλο του Αγησίλαο, θέτοντας την ίδια στιγμή τον εαυτό του εχθρό της ίδιας του της πόλης, Αθήνας. Μάλιστα, μετά από την νίκη των Σπαρτιατών, πήγε μαζί με τον Αγησίλαο στους Δελφούς, όπου τοποθέτησαν προσφορά στο θεό Απόλλωνα, μπρος από το θησαυρό των Αθηναίων. Αποτέλεσμα αυτής του της κίνησης ήταν να καταδικαστεί από τους Αθηναίους για προδοσία -λακωνισμό- και να καταδικαστεί σε δήμευση της περιουσίας του και ταυτόχρονα σε εξορία. Στάθηκε τυχερός στο γεγονός ότι οι Σπαρτιάτες θέλησαν να τον τιμήσουνε για τη προσφορά του, επιτρέποντας του να παραμείνει στη Σπάρτη. Συγχρόνως, του έδωσαν ένα μεγάλο αγρόκτημα στην Τριφυλία (δηλαδή στο Σκιλλούντα της Ηλείας, το οποίο βρίσκεται μία ώρα από την Ολυμπία), όπου και παρέμεινε με την οικογένεια του από το 394 και για περίπου 20 χρόνια. Εκεί, έχτισε έναν ναό προς τιμή της Αρτέμιδος, της θεάς του κυνηγιού, καθιερώνοντας κάθε χρόνο να γίνεται μια περίλαμπρη γιορτή. Από τον πατέρα του είχε μάθει, ήδη από τα παιδικά του χρόνια, πως να διαχειρίζεται ένα αγρόκτημα. Τα χρόνια που διέμεινε εκεί ήταν ήσυχα κι ευτυχισμένα. Οι ενασχολήσεις του είχαν να κάνουν με τη γεωργία, το κυνήγι, τα συμπόσια και τη συγγραφή. Θεωρούσε το κυνήγι τον πιο σωστό τρόπο εξάσκησης για τον πόλεμο, σε καιρό ειρήνης. Τις θεωρίες του αυτές μάλιστα τις ανέλυσε στο έργο του Ιππαρχικός.
     Γενικότερα, λάτρευε τα άλογα από παιδί και στο Περί Ιππικής ανέλυσε τον τρόπο περιποίησης τους. Δυστυχώς, αυτή η ανέμελή του ζωή έμελλε να λήξει το 371, όπου οι Σπαρτιάτες έχασαν στην μάχη των Λεύκτρων κι οι Ηλείοι πήραν πάλι τον έλεγχο της περιοχής, όπου ζούσε ο Ξενοφώντας. Επομένως, αναγκαστικά μετοίκισε αρχικά στο Λέπρεο κι εν συνεχεία στη Κόρινθο, όπου και παρέμεινε για το υπόλοιπο της ζωής του. Όταν, αργότερα, η Σπάρτη κι η Αθήνα συμμάχησαν για να αντιμετωπίσουν την ανερχόμενη δύναμη των Θηβαίων, το 367, ήταν που άρθηκε τελικά η απόφαση για την εξορία του. Έστειλε τους 2 γιους του να πολεμήσουν με τους Αθηναίους, στη τάξη των ιππέων, όπως είχε κάνει άλλωστε κι ο ίδιος στα νιάτα του. Δυστυχώς, στη μάχη της Μαντινείας, το 362, σκοτώθηκε ο γιος του, Γρύλλος. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι οι Αθηναίοι τίμησαν ιδιαιτέρως τον πεσόντα υιό του Ξενοφώντα. Ο ίδιος πέθανε λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 353 πΧ κι ο Παυσανίας αναφέρει ότι όταν πέρασε από τον Σκιλλούντα οι περίοικοι του έδειξαν τον τάφο του Ξενοφώντα.
     Ο Ξενοφών αργότερα εξορίστηκε από την Αθήνα, πιθανώς διότι πολέμησε υπό τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο εναντίον των Αθηναίων στην Κορώνεια. Είναι πιθανόν, ωστόσο, πως είχε εξοριστεί νωρίτερα, λόγω του συνδέσμου του με τον Κύρο. Οι Σπαρτιάτες του προσέφεραν “προξενία” (άδεια διαμονής στη Σπάρτη) και του παραχώρησαν μεγάλο κτήμα στο Σκιλλούντα, κοντά στην Ολυμπία, όπου έζησε επί 20 χρόνια ασχολούμενος με αγροτικά έργα και τη συγγραφή βιβλίων κι έγραψε εν τω μεταξύ τη Κύρου Ανάβαση. Η ήττα των Σπαρτιατών από τους Θηβαίους στα Λεύκτρα (371) τον ανάγκασε να μετακομίσει στη Κόρινθο. Ο γιος του πολέμησε για την Αθήνα στη Μαντίνεια, ενώ ο Ξενοφών ακόμη ζούσε, Όταν έγινε προσέγγιση Αθήνας και Σπάρτης εναντίον των Θηβαίων, ανακλήθηκε η απόφαση για την εξορία του κι αποκαταστάθηκαν τα πολιτικά του δικαιώματα. Δεν είναι όμως βέβαιο αν και πότε επωφελήθηκε από την ευκαιρία αυτή, για να ξαναγυρίσει στη πατρίδα του. Ωστόσο, οι δυο γιοι του υπηρέτησαν στο αθηναϊκό ιππικό κι ο ένας, ο Γρύλλος, σκοτώθηκε πολεμώντας γενναία στη μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.). Ο Ξενοφών πέθανε στη Κόρινθο (ή ίσως στην Αθήνα) κι η ημερομηνία θανάτου του είναι αβέβαιη. Είναι γνωστό ότι έσωσε τον προστάτη του Αγησίλαο, για τον οποίο έγραψε ένα εγκώμιο. Ο Διογένης Λαέρτιος ονόμαζε τον Ξενοφώντα “Αττική Μούσα” (ή “Αττική Μέλισσα”) λόγω της γλυκύτητας της γραφής του. Λίγοι ήταν οι ποιητές που έγραψαν στην Αττική διάλεκτο.
     Ο Ξενοφών ανέπτυξε πλούσια και πολυμερή δραστηριότητα, φαινόμενο που βέβαια δεν αποτελεί ιδιαίτερο γνώρισμα της προσωπικότητάς του, αλλά γενικότερο χαρακτηριστικό των λογίων της εποχής του. Στον τομέα της ιστοριογραφίας με τα Ελληνικά του, που διαιρούνται σε 7 βιβλία, συνεχίζει συνειδητά το έργο του Θουκυδίδη και καλύπτει τη περίοδο από το 411 π.Χ. ως 361 π.Χ.. Γενικότερη σημασία για τη πολιτική φιλοσοφία έχει η Κύρου Παιδεία, σε 8 βιβλία, όπου, στο πνεύμα της σοφιστικής και της σωκρατικής ιδεολογίας και με πρότυπο τη λίγο ιστορική και πολύ μυθιστορηματική προσωπογραφία του ιδρυτή της περσικής αυτοκρατορίας Κύρου Β’, συνθέτει τη προσφιλή εικόνα του ιδανικού μονάρχη.
     Η συγγραφή του πολυσχιδούς έργου που άφησε πίσω του θεωρείται πως άρχισε όταν εγκαταστάθηκε στο Σκιλλούντα. Η ομαδοποίηση των έργων του καθώς κι η χρονολογική κατάταξή τους δεν είναι εύκολη. Θεωρείται ότι προηγήθηκαν τα ιστορικά (Kύρου Ανάβασις, Ελληνικά, Αγησίλαος, Λακεδαιμονίων Πολιτεία, Κύρου Παιδεία), ακολούθησαν εκείνα που είχαν ως θέμα το Σωκράτη, τα λεγόμενα σωκρατικά (Απολογία Σωκράτους, Απομνημονεύματα, Συμπόσιον) και τελευταία γράφτηκαν τα διδακτικά (Περί Ιππικής, Ιππαρχικός, Οικονομικός, Ιέρων, Πόροι).
     Στο έργο αλλά και τη προσωπικότητα του Ξενοφώντα υπήρξε καθοριστική η επίδραση του δασκάλου του, Σωκράτη και του βασιλιά Αγησίλαου. Στον πρώτο θαύμαζε την προσήλωσή του στις ηθικές αξίες της ζωής και στο δεύτερο τις αρετές και τις ηγετικές του ικανότητες. Ανήσυχη φύση, με ροπή στις περιπέτειες, είχε πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο των έργων του που έχουν σωθεί. Επειδή η ειδολογική και η χρονολογική κατάταξη των έργων του είναι δύσκολη, παρουσιάζονται σε ομάδες με βάση το περιεχόμενό τους.
     Η Κύρου Ανάβασις (δημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο του Θεμιστογένη του Συρακόσιου). Στο σύγγραμμα ο ιστορικός διηγείται με ζωντάνια κι αμεσότητα γεγονότα που έζησε ο ίδιος. Πρόκειται για ένα είδος στρατιωτικών απομνημονευμάτων, σε 7 βιβλία,με πολλές γεωγραφικές κι εθνογραφικές λεπτομέρειες. Παρουσιάζεται η εκστρατεία του Κύρου (Ανάβασις = πορεία προς το εσωτερικό της Ασίας) εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη Β’. Το κύριο μέρος, όμως, του έργου περιλαμβάνει τη κάθοδο (κατάβασις) των μυρίων (μύριοι = 10.000), των 13.000 δηλαδή Ελλήνων μισθοφόρων που συμμετείχαν στην εκστρατεία κι έπειτα από περιπετειώδη περιπλάνηση, κατά την υποχώρησή τους, έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο και στη Θράκη το 400 π.Χ..
     Στα Ελληνικά Ο συγγραφέας, σε 7 βιβλία, διηγείται την ιστορία των ελληνικών πόλεων από το 411 π.Χ., όπου ο Θουκυδίδης σταμάτησε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, μέχρι το 361 π.Χ. Αναζητά τα αίτια των γεγονότων, αλλά μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, σε αντίθεση με τη λεπτομερή αναζήτηση του Θουκυδίδη, ακόμη κι οι αγορεύσεις που υπάρχουν στο έργο του δε διαφωτίζουν πλήρως τις αντιπαραθέσεις των δυνάμεων. Το Αγησίλαος είναι ένα ρητορικό εγκώμιο του βασιλιά της Σπάρτης Αγησίλαου, τον οποίο ο συγγραφέας θαυμάζει και παρουσιάζει ως πρότυπο καλού ηγεμόνα. Φιλοσοφικά τα πρώτα 3 έργα, ΑπομνημονεύματαΑπολογία ΣωκράτουςΣυμπόσιον, λέγονται σωκρατικά, γιατί κυριαρχούν ο Σωκράτης κι η διδασκαλία του.
     Απομνημονεύματα: Το έργο διαιρείται σε 4 βιβλία κι αποτελεί υπεράσπιση του Σωκράτη εναντίον της κατηγορίας ότι δεν πιστεύει στους θεούς και διαφθείρει τουςνέους. Παρουσιάζονται, με μορφή αναμνήσεων, συζητήσεις και διάλογοι του μεγάλου στοχαστή και δασκάλου, με άλλους συνομιλητές και με τον Ξενοφώντα, με κύριο στόχο την αποκατάσταση της μνήμης του. Απολογία Σωκράτους (η γνησιότητα του έργου έχει αμφισβητηθεί) Πρόκειται για υπερασπιστικό κείμενο του Σωκράτη που δίνει διαφορετική εκδοχή σε σχέση με την Απολογία του Πλάτωνα. Με την απολογία του δασκάλου στο δικαστήριο προβάλλονται η ηθική κι η σοφία του. Συμπόσιον Φιλοσόφων: Περιγράφεται μια συνεστίαση την οποία προσφέρει ο πλούσιος Καλλίας, με την ευκαιρία της νίκης του νέου Αυτόλυκου στα Παναθήναια. Στη διάρκεια του συμποσίου ο Σωκράτης συνομιλεί με άλλους φιλοσόφους και διατυπώνει τις απόψεις του για τις δύο όψεις του έρωτα (σωματικό και πνευματικό), την ηδονή,τον πλούτο, την ομορφιά κ.ά.
     Οικονομικός: Έχει μορφή διαλόγου κι αρχίζει μ’ έπαινο της γεωργίας. Ο Ισχόμαχος (= ο Ξενοφώντας μεταμφιεσμένος), ένας εύπορος κτηματίας, περιγράφει στο Σωκράτη πώς οργανώνει τη μέρα του, πώς διοικεί το αγρόκτημά του και πώς εκπαιδεύει τη νεαρή γυναίκα του στα οικιακά της καθήκοντα. Οι πρακτικές συμβουλές του έργου έκαναν το συγγραφέα ιδιαίτερα αγαπητό και το συγκεκριμένο σύγγραμμα θεωρείται από τα καλλίτερά του. Ιέρων ή Τυραννικός: Διαλογικό πολιτικό σύγγραμμα στο οποίο ο τύραννος των Συρακουσών, Ιέρων, συζητά φανταστικά με τον Σιμωνίδη για τη τυραννία. Ο Σιμωνίδης συμβουλεύει τον Ιέρωνα, ώστε να γίνει η τυραννία πιο ανεκτή στο λαό αλλά και στον ίδιο τον τύραννο.
     Η Κύρου Παιδεία είναι ένα είδος μυθιστορηματικής βιογραφίας του ιδρυτή του Περσικού κράτους, του Κύρου του Μέγα (590-529 π.Χ.). Διαιρείται σε 8 βιβλία και περιέχει όχι μόνο την αγωγή αλλά κι όλη τη ζωή του ηγέτη. Λακεδαιμονίων Πολιτεία: Η αγάπη του Ξενοφώντα προς τη Σπάρτη τον οδήγησε στη σύνθεση του συγγράμματος αυτού, στο οποίο περιγράφει το πολίτευμα της Σπάρτης, τη στρατιωτική της οργάνωση και τη λειτουργία των θεσμών της. Το πολίτευμα του Λυκούργου κι η σπαρτιατική βασιλεία αποτελούν για τον συγγραφέα τη βάση της σπαρτιατικής δύναμης. Πόροι ή Περί Προσόδων: Το έργο ασχολείται με τις οικονομικές συνθήκες της Αθήνας και γίνονται προτάσεις, “μέσα και τρόποι”, για την οικονομική και κοινωνική ανασυγκρότηση της πόλης. Κυνηγετικός (αμφισβητούμενης γνησιότητας): Ο συγγραφέας προσπαθεί ν’ αποδείξει πως το κυνήγι είναι εξαιρετικό παιδευτικό μέσο, “εὔρημα θεῶν”. Περί Ιππικής: Απευθύνεται σ’ έναν ιππέα, στον οποίο ο Ξενοφών, ως έμπειρος της ιππικής, δίνει οδηγίες γενικά για τη περιποίηση του αλόγου του. Ιππαρχικός: Περιγράφονται τα καθήκοντα του ιππάρχου (= διοικητή του ιππικού).
     Η αττική γλώσσα του Ξενοφώντα διακρίνεται για τη καθαρότητά της. Η γλωσσική ομαλότητα, τα εύληπτα νοήματα κι η απλότητα του ύφους κατακτούσαν τους αναγνώστες του. Ως υπόδειγμα αττικισμού, τον αποκαλούσαν “αττική μέλισσα”, όπως και τον Σοφοκλή. Κανείς δεν αμφισβητεί το αξιόλογο και πολύπλευρο ταλέντο του. Ως ιστορικός, βέβαια, υπολείπεται του Θουκυδίδη στη αντικειμενικότητα της εξιστόρησης και στο βάθος των νοημάτων, ως συγγραφέας όμως είναι υποδειγματικός για την ενάργεια, τη φυσικότητα και τη παραστατικότητα της αφήγησης. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τη ψυχολογία των ανθρώπων παρά για την ανάλυση των πολιτικών δυνάμεων. Η θρησκευτική θεώρηση των πραγμάτων από τον ιστορικό παραπέμπει στον Ηρόδοτο κι η αφήγησή του μερικές φορές έχει ηθικολογικό ύφος.
     Η επίδρασή του υπήρξε σημαντική στους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Ο Ιούλιος Καίσαρ τον εκτιμούσε κι ο Κικέρων μετέφρασε τον Οικονομικό και μέρος της Κύρου Παιδείας, η εκτίμηση που απολαμβάνει φτάνει ως τους νεότερους. Λόγω του απλού αττικού ύφους, είναι ένας από τους πρώτους κλασσικούς συγγραφείς που μελετούν οι νέοι που σπουδάζουν αρχαία ελληνικά. Περισσότερο από όλα τα έργα του η Ανάβαση έγινε, από την αρχαιότητα ακόμη, προσφιλές πανελλήνιο ανάγνωσμα. Η περιπέτεια των Μυρίων, κέρδισε, στον αρχαίο κόσμο, μεγάλη φήμη. Ο Μέγας Αλέξανδρος υπενθυμίζει στους στρατιώτες του (στην Ισσό το 331 π.Χ.) το ένδοξο κατόρθωμα εκείνων.
     Ο Ξενοφών σαν στρατηγός είχε σπάνια ηγετικά προσόντα. Συγχρόνως, ήταν ένας σημαντικός συγγραφέας, που μας άφησε 15 έργα. Μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως ο πρώτος χρονογράφος, αφού συνήθιζε να περιγράφει προσωπικές εμπειρίες και να αναφέρει τη προσωπική του άποψη για το τι συνέβαινε, χωρίς όμως να έχει διεισδυτικότητα στα γεγονότα, εξετάζοντας τα βαθύτερα αίτια, όπως έκανε ο Θουκυδίδης. Με φιλοσοφικά προβλήματα ασχολήθηκε ελάχιστα, σχεδόν καθόλου. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε ήταν η αττική και μας προϊδεάζει για την “κοινή” γλώσσα, που θα χρησιμοποιηθεί αργότερα σε ολόκληρη την αυτοκρατορία, στους ελληνιστικούς χρόνους. Από την αρχαιότητα τον αποκαλούσαν “αττική μέλισσα”. Το ύφος του ήταν αρκετά περιγραφικό, οι εκφράσεις του ήταν πάντα ακριβείς κι η αφήγησή του μπορεί εύκολα να συναρπάσει τον αναγνώστη. Οι αλεξανδρινοί γραμματικοί , καθώς κι όλοι οι μετέπειτα φιλόλογοι, τον κατατάσσουν ως τον 3ο πιο σημαντικό ιστορικό, μετά τον Ηρόδοτο και τον Θουκυδίδη. Όπως κι ο Ηρόδοτος, αποδίδει διάφορα γεγονότα στη παρέμβαση των θεών, καθώς και στην Ειμαρμένη. Γενικότερα είχε μία έντονη θρησκευτικότητα. Ήδη από την αρχή της Αναγέννησης, η συγγραφική του δουλειά μεταφράστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Παρά τις όποιες τυχόν αδυναμίες, τα έργα του εδώ κι αρκετούς αιώνες χρησιμοποιούνται στη διδακτική ύλη των σχολείων κι η συνεισφορά του στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι αδιαμφισβήτητη.

ΕΡΓΑ:

Ιστορικά και Βιογραφικά έργα:
Κύρου Ανάβασις
Ελληνικά
Αγησίλαος (Ξενοφώντος)

Φιλοσοφικά και διάλογοι:
Απολογία Σωκράτους (Ξενοφών)
Απομνημονεύματα
Οικονoμικός (Ξενοφών)
Συμπόσιον
Ιέρων ή τυραννικός

Διδακτικά:
Λακεδαιμονίων Πολιτεία
Αθηναίων Πολιτεία
Πόροι ή περί προσόδων
Ιππαρχικός (Λόγος)
Περί ιππικής
Κυνηγετικός
Κύρου Παιδεία

ΡΗΤΑ:

Δεν μπορεί να βρεθεί άνθρωπος που να ζήσει ολόκληρο το βίο του χωρίς στεναχώριες.

Αυτοί που στον πόλεμο επιδιώκουν με κάθε τρόπο να σώσουν τη ζωή τους, αυτοί πεθαίνουν συνήθως άνανδρα και άδοξα.

Δεν ξέρω πώς θα μπορούσε κανείς ν’ αποφύγει την οργή των θεών, είτε με τη φυγή, είτε με το κρύψιμο στο σκοτάδι, είτε με την καταφυγή του σε οχυρωμένη θέση. Γιατί όλα και παντού ελέγχονται απ’ τους θεούς και παντού και όλα κυριαρχούνται απ’ αυτούς.

Η μεν τάξη γενικά πιστεύεται ότι σώζει [στη μάχη] ενώ η αταξία πολλούς έχει καταστρέψει.

Εγώ νομίζω ότι το να μην έχει ανάγκη για τίποτα είναι θεϊκό, το να έχεις ανάγκη για λίγα πράγματα είναι πολύ κοντά σ’ αυτό. Και το μεν θεϊκό είναι η τελειότητα, το δε πιο κοντινό στο θεϊκό είναι και το πιο κοντινό προς την τελειότητα.

Είναι λάθος να λες και να κάνεις αυτά που δεν ξέρεις.

Είναι εύκολο σ’ οποιονδήποτε γεννήθηκε άνθρωπος να κυβερνήσει κάθε είδος ζώων, μάλλον παρά ανθρώπους.

Ακόμα και τα θηρία ποθούν να βρίσκονται με συντρόφους.

Η φτώχεια και η κακή ανατροφή και η αμάθεια οδηγούν τους ανθρώπους του λαού στο κακό.

Αν οι θεοί είναι μαζί μας, τίποτα δεν θα μας λείψει.

Και τα καλά και τ’ αγαθά δεν είναι για την ομορφιά τους, μα για τις αρετές στη ζωή των ανθρώπων.

Την γεωργίαν των άλλων τεχνών μητέρα και τροφόν είναι.

Καλύτερα να προσέχεις τα δικά σου λάθη, παρά τα λάθη των άλλων.

Πας όχλος φοβερός.

Όσο γι’ αυτό που συνέβη μετά, μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο θεός έβαλε το χέρι του, και επίσης μπορούμε να πούμε ότι όταν οι άνθρωποι είναι απελπισμένοι, κανένας δεν μπορεί να τους αντισταθεί.

Πολλοί άνθρωποι ενώ μιλούν δίκαια, κάνουν αδικίες. Κανένας όμως απ’ όσους κάνουν τα δίκαια δεν μπορεί να είναι άδικος.

Ο Θεός έχει τη δύναμη και τους μεγάλους γρήγορα να κάνει μικρούς και τους μικρούς μεγάλους, κι όταν βρισκόμαστε σε κίνδυνο εύκολα μπορεί να μας σώσει, φτάνει να το θέλει.

Πρέπει κανείς να επαινεί αυτούς που τον επαινούν και να ευεργετεί αυτούς που τον ευεργετούν.

Ο πιο γλυκός απ’ όλους τους ήχους είναι ο έπαινος.

Ο Θεός κολάζει τους βλάκες.

Ο Σωκράτης είπε ότι και η δικαιοσύνη και η κάθε άλλη αρετή είναι σοφία.
Όποιος δεν έχει αρετή, τίποτα άλλο καλό δεν μπορεί να έχει.

Εκείνοι που φαίνονται ότι εκ φύσεως είναι άριστοι, χρειάζονται περισσότερο από τους άλλους την παιδεία.

Όποιος φροντίζει για τον αδερφό του, φροντίζει για τον εαυτό του.

Η μεν του σώματος ισχύς γηράσκει, η δε της ψυχής ρώμη αγήραστος εστίν.

Όσοι δεν έχουν αυτοέλεγχο, υποτάσσονται στη χειρότερη μορφή δουλείας.

Το μεν εργάζεσθαι αγαθόν το δε αργείν κακόν.

Στη μάχη ο γενναίος επιζεί, ενώ ο δειλός σκοτώνεται.

Να θεωρείς την πατρίδα σπίτι σου και τους συμπολίτες συντρόφους.

Τα ανθρώπινα ιδρύματα τα πιο αρχαία, και τα κράτη τα πιο σοφά είναι επίσης εκείνα όπου η θρησκεία κυριαρχεί. Οι αιώνες οι πιο φωτισμένοι είναι αυτοί, όπου ο κόσμος έδινε τη μεγαλύτερη φροντίδα του στους θεούς.

Τίποτα πιο άνισο ανάμεσα στους ανθρώπους από το να δίνεται ίση αξία και στον καλό και στον κακό άνθρωπο.

Πέτρες και τούβλα και ξύλα και κεραμίδια που είναι πεταμένα εδώ κι εκεί δεν χρησιμεύουν σε τίποτα.

Τίποτα το πραγματικά καλό και ωραίο δεν δίνουν στους ανθρώπους οι θεοί, χωρίς δικό τους κόπο και φροντίδα.

Πολύ καλλίτερος της ψυχής ο έρωτας παρά του σώματος.

Το θείον είναι τόσο και τέτοιο, που συγχρόνως τα βλέπει και τα ακούει όλα και παντού παρευρίσκεται και για όλα φροντίζει αμέσως.

========================

                                                    Ελληνικά

                                                     Πρόλογος

     Μετά τον 9ο χρόνο του Πελοποννησιακού Πολέμου και μετά το θάνατο του, μέχρι κείνη τη στιγμή συγγραφέα του, Θουκυδίδη, δεν είναι γνωστό ποιός ανέλαβε να εκδώσει την ημιτελή Ιστορία του. Είναι πάντως βέβαιο πως έγινε σύντομα και χωρίς καμμία επέμβαση στο περιεχόμενο. Το έργο διαδόθηκε πολύ γρήγορα και συνάντησε μεγάλη επιτυχία, όπως δείχνει κι ο αριθμός των συγγραφέων εκείνης της εποχής που αποφάσισαν να το συνεχίσουν (εκτός του Ξενοφώντα, γνωρίζουμε τους Θεόπομπο, Κράτιππο, καθώς και τον ανώνυμο συγγραφέα της Οξυρρύγχου). Έχουνε διασωθεί τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, των οποίων το πρώτο μέρος εξιστορεί τον Πελοποννησιακό πόλεμο, από το σημείο που σταμάτησε ο Θουκυδίδης.

                                                     Εισαγωγή

     Παρότι ο πόλεμος ήταν αμφίρροπος, είχαν ανάγκη από μια ανάπαυλα κι οι δύο πλευρές. Επιπλέον στις μάχες των τελευταίων χρόνων είχαν σκοτωθεί δύο σημαντικά πρόσωπα που αντίκεινται στην ειρήνη -ο Βρασίδας των Λακεδαιμονίων κι ο Κλέων των Αθηναίων. Αυτό άφηνε το έδαφος ανοιχτό στην Αθήνα για τον Νικία και στη Σπάρτη για τον Πλειστοάνακτα, πρόσωπα που επιζητούσαν, πρόσκαιρη έστω, ειρήνη. Οι δύο πόλεις υπέγραψαν την άνοιξη του 421 π.Χ. τη Νικίειο ειρήνη η οποία συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια μισού αιώνα. Με αυτήν, την οποία πάντως δεν αποδέχθηκε η Κόρινθος και αρκετές άλλες πόλεις, έληξε η πρώτη φάση του πολέμου και οι αντίπαλοι συμφωνήθηκε να επανέλθουν με εκατέρωθεν μικρές εξαιρέσεις, στα εδάφη που κατείχαν πριν το 431 π.Χ. Στην Αθήνα αναγνωριζόταν το δικαίωμα να διαχειρίζεται ως εσωτερική της υπόθεση τα των συμμάχων της με εξαίρεση τις λιγοστές πόλεις που κατονομάζονταν ως ανεξάρτητες. Εντούτοις, Αθήνα και Σπάρτη εξαρχής αποδείχτηκαν απρόθυμες να τηρήσουν τα συμφωνημένα.
     Μετά την Ειρήνη του Νικία οι εχθροπραξίες δε σταμάτησαν, αλλά η Σπάρτη κι η Αθήνα υπέγραψαν μια αμυντική συμμαχία. Σύμφωνα με αυτήν οι εχθροί της μίας πόλης ήταν και εχθροί της άλλης. Η Κόρινθος διαφωνούσε εξαρχής στην ειρήνευση μεταξύ Αθηναϊκής και Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Το Άργος είχε επίσης τις διεκδικήσεις του στην Πελοπόννησο και συμμάχησε με τη Μαντίνεια εναντίον της Σπάρτης. Οι Αθηναίοι στάθηκαν ουσιαστικά στο πλευρό του ΄Αργους. Στη μάχη που δόθηκε το 418 π.Χ. μεταξύ Αργείων και Σπαρτιατών, νίκησαν οι δεύτεροι, με αποτέλεσμα να αναπτερωθεί το ηθικό των Λακεδαιμονίων. Δυο χρόνια αργόγερα, το 416 π.Χ. οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί της Μήλου και σφαγίασαν τον πληθυσμό του νησιού. Στη πολιτική ζωή της Αθήνας αρχίζει να κυριαρχεί ο Αλκιβιάδης που θα πείσει τους Αθηναίους να κάνουν εκστρατεία κατά των Συρακουσών.
     Ο Αλκιβιάδης, πολιτικός με πολλές ικανότητες και υπέρμετρες φιλοδοξίες, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση τον πόλεμο δυο σικελικών πόλεων, της Έγεστας και του Σελινούντα, πείθει την Εκκλησία του Δήμου, παρά τις αντιρρήσεις του Νικία, να οργανώσει μεγάλη εκστρατεία στη Σικελία με το πρόσχημα της αποστολής βοήθειας προς τους Εγεσταίους, φίλους της Αθήνας. Η Εκκλησία ορίζει ως αρχηγούς της εκστρατείας, τρεις στρατηγούς δίνοντάς τους πλήρεις εξουσίες (στρατηγούς αυτοκράτορες): τον Αλκιβιάδη, που ήταν ο εμπνευστής της εκστρατείας, τον Νικία και το Λάμαχο.
     Όταν ο στόλος των Αθηναίων φτάνει στη Σικελία, ξεσπά πίσω στην Αθήνα οξύτατη πολιτική κρίση. Ο Αλκιβιάδης κατηγορείται από τους εχθρούς του ότι, την παραμονή της αποχώρησης για τη Σικελία, αυτός και οι φίλοι του, σε κατάσταση μέθης, είχαν ακρωτηριάσει τις ερμαϊκές στήλες που χρησίμευαν ως οδοδείκτες στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Ο λαός είχε δώσει υπερβολική σημασία στο γεγονός αυτό κι η κατηγορία για ιεροσυλία ήταν φοβερή. Η Εκκλησία του δήμου αποφασίζει να ανακαλέσει από τη Σικελία τον Αλκιβιάδη. Αυτός, φοβούμενος τη καταδίκη σε θάνατο, αρνείται να επιστρέψει στην Αθήνα και καταφεύγει στη Σπάρτη. Εκεί, προδίδοντας τη πόλη του, συμβουλεύει τους Σπαρτιάτες να στείλουν εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία για να βοηθήσουν τους Σελινούντιους και τους σύμμαχους τους Συρακούσιους. Ακόμη, προτρέπει να καταλάβουν και να οχυρώσουν τη Δεκέλεια στην Αττική για να αποκόψουν την Αθήνα από την αγροτική ενδοχώρα της.
     Στη Σικελία η κατάσταση εξελίσσεται άσχημα για τους Αθηναίους. Ο εμπνευστής της εκστρατείας είναι απών, ο Νικίας δεν πιστεύει στη χρησιμότητα της επιχείρησης κι ο Λάμαχος έχει φονευθεί σε μια σύγκρουση με τους Συρακούσιους. Όταν φθάνουν οι σπαρτιατικές ενισχύσεις υπό τον ικανότατο στρατηγό Γύλιππο, η κατάσταση χειροτερεύει για τους Αθηναίους και καταλήγει σε καταστροφή. Ο Δημοσθένης κι ο Νικίας εκτελούνται ενώ χιλιάδες Αθηναίοι στρατιώτες στέλλονται και πεθαίνουν από τις κακουχίες σε ορυχεία της Σικελίας.

                                                     Αρχή Ελληνικών

     Ο Αλκιβιάδης, που ήθελε να γυρίσει στη πατρίδα μαζί με το στρατό, ξανοίχτηκε αμέσως για τη Σάμο. Απο κεί ξεκίνησε με 20 πλοία για τον Κεραμικό κόλπο της Καρίας. Απο κεί, αφού συγκέντρωσε 100 τάλαντα, επέστρεψε στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος, πάλι, με 30 καράβια έφυγε για τη Θράκη, όπου υπόταξε, μαζί με άλλες περιοχές που είχαν επαναστατήσει προς στους Λακεδαιμονίους, και τη Θάσο, που υπόφερε άσχημα από τους πολέμους, τις επαναστάσεις και τη πείνα. Ο Θράσυβουλος πάλι ξεκίνησε με τον υπόλοιπο στρατό για την Αθήνα. Πριν ακόμα φτάσει, οι Αθηναίοι εξέλεξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, τον απόντα Θρασύβουλο και τρίτο τον Κόνωνα, από κείνους που βρίσκονταν στη πόλη. Ο
Αλκιβιάδης, έχοντας τα χρήματα κατέπλευσε με τα 20 πλοία από τη Σάμο στη Πάρο κι απο κεί ξανοίχτηκε ίσα για το Γύθειο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για τα 30 πολεμικά που είχε μάθει ότι ναυπηγούσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και για να διερευνήσει πώς ήταν οι διαθέσεις των Αθηναίων για το ενδεχόμενο της επιστροφής του στη πατρίδα από την εξορία. Βλέποντας πως η πόλη ήταν ευνοϊκή κι ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τον καλούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο, πράγμα που για μερικούς προοιώνιζε κακό σημάδι για τον ίδιο και για τη πόλη. Γιατί, κανείς Αθηναίος δε θα τολμούσε να καταπιαστεί τέτοια μέρα με κανένα σπουδαίο έργο.
     Την ώρα που έμπαινε ο Αλκιβιάδης στο λιμάνι, ο κόσμος από τον Πειραιά και την Αθήνα μαζεύτηκε κοντά στα πλοία γεμάτος θαυμασμό και περιέργεια να δει τον Αλκιβιάδη, άλλοι λέγοντας ότι ήταν ο καλλίτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που υποστήριξε ότι είχε εξοριστεί άδικα, πέφτοντας θύμα των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν τη δική του ικανότητα και μιλούσαν δημόσια πολύ κατώτερα από αυτόν και που στην πολιτική φρόντιζαν περισσότερο τα δικά τους συμφέροντα, ενώ εκείνος πάντοτε εξυπηρετούσε το κοινόσυμφέρον μ’ όλες τις δυνάμεις, τις δικές του και της πόλης. Κι ενώ τότε εκείνος, αμέσως μόλις κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τα ελευσίνια μυστήρια, ζήτησε να δικαστεί, οι εχθροί του παραβαίνοντας κάθε έννοια δικαίου ανέλαβαν να του στερήσουν την πατρίδα του, ενώ ήταν απών. Αυτό το διάστημα αναγκάστηκε εγκλωβισμένος να υπηρετεί τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα να χαθεί. Κι ενώ έβλεπε τους πιο αγαπητούς του συμπολίτες και συγγενείς κι ολόκληρη την πόλη να κάνουν λάθη, καθώς ήταν εξόριστος δεν ήξερε πώς να τους βοηθήσει, εξάλλου, δήλωναν ότι άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από πολιτειακές μεταβολές και επαναστάσεις. Γιατί, το δημοκρατικό πολίτευμα του δίνει το δικαίωμα υπεροχής πάνω στους συνομηλίκους του κι ισοτιμίας με τους γεροντότερους, ενώ παράλληλα δείχνει τους εχθρούς του όμοιους ακριβώς μ’ αυτό που ήταν και πριν, άνθρωποι δηλαδή που μόλις απόκτησαν εξουσία εξόντωσαν τους καλύτερους πολίτες και, αφού έμειναν, ύστερα αγαπήθηκαν από το λαό, επειδή δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροί τους. Άλλοι πάλι λέγαν ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλες τις προηγούμενες συμφορές και ότι ήταν ικανός να προκαλέσει μόνος αυτός και όλες τις μελλοντικές καταστροφές για την πόλη.
     Κι όταν ακόμη το πλοίο του αγκυροβόλησε, δεν έβγαινε αμέσως στη στεριά, γιατί φοβόταν τους εχθρούς του, όρθιος πάνω στο κατάστρωμα έψαχνε να δει αν είχαν έρθει ο φίλοι του. Κι όταν είδε τον ξάδερφό του Ευρυπτόλεμο του Πεισιάνακτα και τους άλλους συγγενείς του και μαζί τους και τους φίλους του, βγήκε στη στεριά κι ανέβαινε στην πόλη με συνοδεία έτοιμη να τον προστατέψει, αν κάποιος τον πείραζε. Στη βουλή και στην εκκλησία του δήμου απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε, κι αφού ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανέίς ν’ αντιδράσει, γιατί δε θα το ανεχόταν η συνέλευση, αφού διορίστηκε αρχιστράτηγος μ’ απεριόριστη εξουσία, γιατί ήταν ικανός ν’ αποκαταστήσει την προηγούμενη δύναμη της πόλης, ενώ οι Αθηναίοι έστελναν την πομπή των μυστηρίων από τη θάλασσα εξαιτίας του πολέμου,πραγματοποίησε πορεία από τη στεριά, με τη συνοδεία όλου του στρατού.
     Μετά απ’ αυτά στρατολόγησε σώμα από 1500 οπλίτες, 150 πενήντα ιππείς κι 100 πλοία. Τρεις μήνες μετά το γυρισμό του ξανοίχτηκε στο πέλαγος για την Άνδρο, που είχε αποστατήσει από την Αθήνα, και μαζί του είχαν σταλεί ο Αριστοκράτης και ο Αδείμαντος του Λευκολοφίδη, που είχαν εκλεγεί στρατηγοί για το πεζικό. Ο Αλκιβιάδης αποβίβασε το στρατό στο Γαύριο της Άνδρου. Όταν οι Ανδριώτες βγήκαν να τους επιτεθούν, τους νίκησαν και τους απόκλεισαν μες στη πόλη και σκότωσαν και μερικούς, όχι πολλούς, καθώς και τους Λάκωνες που βρίσκονταν εκεί. Ο Αλκιβιάδης έστησε τρόπαιο νίκης κι, αφού έμεινε λίγες μέρες στην Άνδρο, κατέπλευσε στη Σάμο και, έχοντάς την ως ορμητήριο, σχεδίαζε τις πολεμικές του επιχειρήσεις.
     Οι Αθηναίοι, με ορμητήριο τη Σάμο, λεηλατούσαν τη χώρα του Πέρση βασιλιά και βάδιζαν με τα πλοία τους εναντίον της Χίου και της Εφέσου κι ετοιμάζονταν για ναυμαχία κι εξέλεξαν νέους στρατηγούς επιπλέον απ’ αυτούς που είχαν, το Μένανδρο δηλαδή, τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο. Κι ο Λύσανδρος, ξεκινώντας από τη Ρόδο, δίπλα από τα παράλια της Ιωνίας, εκπλέει προς τον Ελλήσποντο, για να αντιμετωπίσει τα πλοία των Αθηναίων και τις πόλεις που είχαν αποστατήσει απ’ τη συμμαχία τους. Κι είχαν βγει από τη Χίο στα ανοιχτά της θάλασσας και οι Αθηναίοι. Γιατί η Ασία ήταν εχθρική γι’ αυτούς. Ο Λύσανδρος, λοιπόν, από την Άβυδο κατευθυνόταν προς τη Λάμψακο, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Οι Αβυδηνοί και οι άλλοι ακολουθούσαν από τη στεριά. Αρχηγός τους ήταν ο Θώρακας ο Λακεδαιμόνιος. Και, αφού επιτέθηκαν εναντίον της πόλης, την κυριεύουν με έφοδο και οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν, καθώς ήταν πλούσια και γεμάτη με κρασί, σιτάρι και άλλα εφόδια. Όλους τους πολίτες ο Λύσανδρος δεν τους πείραξε. Οι Αθηναίοι, που τους ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα της Χερσονήσου με εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που αυτοί έτρωγαν εκεί για μεσημέρι, τους ανακοινώνονται τα σχετικά με την πτώση της Λαμψάκου και αμέσως ξανοίχτηκαν στο πέλαγος κατευθυνόμενοι προς τη Σηστό. Αφού εφοδιάστηκαν με τρόφιμα, αμέσως αποκεί έπλευσαν για τους Αιγός ποταμούς, απέναντι από τη Λάμψακο. Ο Ελλήσποντος σ’ αυτό το σημείο είχε πλάτος περίπου 15 στάδια. Εκεί, ετοιμάζονταν για δείπνο.
     Την επόμενη νύχτα ο Λύσανδρος, αμέσως μόλις ξημέρωσε, έδωσε το σύνθημα, αφού φάνε, αμέσως να επιβιβαστούν στα καράβια και, αφού τακτοποίησε τα πάντα για επικείμενη ναυμαχία και αφού τοποθέτησε στα πλάγια των πλοίων προστατευτικά παραπετάσματα, προειδοποίησε να μην απομακρυνθεί κανείς από την παράταξή του ούτε να ξανοιχθεί στο πέλαγος. Παράλληλα, οι Αθηναίοι με την ανατολή του ηλίου παρατάχτηκαν στο λιμάνι κατά μέτωπο, όπως για ναυμαχία. Επειδή, μάλιστα, δε βγήκε κι ο Λύσανδρος για να τους αντιμετωπίσει, ήταν και περασμένη η ώρα, γύρισαν πάλι στους Αιγός ποταμούς. Ο Λύσανδρος διέταξε τα ταχύτερα από τα πλοία του να ακολουθήσουν τους Αθηναίους και, μόλις αποβιβαστούν αυτοί, αφού τους κατασκοπεύσουν για ό,τι κάνουν, να επιστρέψουν και να τον ενημερώσουν. Και δεν αποβίβασε τα πληρώματα των πλοίων του, παρά αφού επέστρεψαν τα ταχύπλοια πλοία του. Αυτό το έκανε για 4 συνεχόμενες μέρες. Κι οι Αθηναίοι ξανοίγονταν καθημερινά στο πέλαγος κι επέστρεφαν στη βάση τους.
     Ο Αλκιβιάδης, επειδή έβλεπε από τα τείχη ότι οι Αθηναίοι αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και μακρυά από οποιαδήποτε πόλη και να προμηθεύονται τα τρόφιμα από τη Σηστό, που απείχε από τα πλοία τους περίπου 15 στάδια, ενώ οι εχθροί ήταν μέσα σε λιμάνι και σε πόλη διαθέτοντας τα πάντα, τους γνωστοποίησε ότι δεν έχουν καλό αραξοβόλι και τους συμβούλευσε να μετακομίσουν κοντά στο λιμάνι και στην πόλη. “Αποκεί“, είπε, “όταν θελήσετε, θα ναυμαχήσετε“. Οι Αθηναίοι στρατηγοί, περισσότερο ο Τυδέας κι ο Μένανδρος, τον διέταξαν να φύγει, γιατί, τώρα ήταν στρατηγοί αυτοί κι όχι κείνος, κι αυτός πράγματι έφυγε. Ο Λύσανδρος τη 5η μέρα της εξόδου των Αθηναίων διέταξε αυτούς που ακολουθούσαν, όταν τους δουν ν’ αποβιβάζονται και να διασκορπίζονται στη Χερσόνησο, πράγμα που έκαναν σχεδόν καθημερινά, γιατί  προμηθεύονταν τα τρόφιμα από μακριά και δε λογάριαζαν το Λύσανδρο, αφού δεν έβγαινε στο πέλαγος να τους αντιμετωπίσει, να επιστρέψουν αμέσως κοντά του και να σηκώνουν για σύνθημα μια ασπίδα στο μέσο της απόστασης μεταξύ τους. Αυτοί έκαναν αυτά, όπως διατάχτηκαν. Τότε ο Λύσανδρος διέταξε αμέσως να επιτεθούν από τη θάλασσα. Κι ακολουθούσε κι ο Θώρακας απ’ τη στεριά με το πεζικό. Μόλις ο Κόνωνας είδε την επιθετική κίνηση, διέταξε τους ναύτες να τρέξουν αμέσως στα πλοία. Επειδή όμως οι ναύτες ήταν διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί, άλλες από τις τριήρεις βρέθηκαν με δύο σειρές κωπηλάτες, άλλες με μια σειρά κι άλλες τελείως άδειες, μόνο η τριήρης του Κόνωνα και άλλες εφτά τριγύρω του με τα πληρώματα στη θέση τους ξανοίχτηκαν στο πέλαγος καθώς και η Πάραλος, ενώ όλα τα άλλα τα έπιασε ο Λύσανδρος στην ακτή. Τους περισσότερους ναύτες τους έπιασε στη στεριά. Μερικοί πρόλαβαν να φύγουν στα κοντινά μικρά οχυρά. Ο Κόνωνας, απομακρυνόμενος με τα εννέα πλοία, όταν διαπίστωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί, αφού προσορμίστηκε στην Αβαρνίδα, ακρωτήριο της Λαμψάκου, άρπαξε αποκεί τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου και ο ίδιος με οχτώ πλοία απέπλευσε στον Ευαγόρα της Κύπρου, ενώ η Πάραλος απέπλευσε για την Αθήνα, για να αναγγείλει τη συμφορά.
     Ο Λύσανδρος μετέφερε στη Λάμψακο τα πλοία και τους αιχμαλώτους κι όλα τα υπόλοιπα κι έπιασε από τους στρατηγούς κι άλλους και το Φιλοκλή και τον Αδείμαντο, την ίδια μέρα που πέτυχε όλα αυτά έστειλε στη Σπάρτη το Μιλήσιο πειρατή Θεόπομπο, για να ανακοινώσει τα γεγονότα, που έφτασε σε τρεις μέρες και τα ανακοίνωσε. Ύστερα, ο Λύσανδρος συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους πρότρεπε να αποφασίσουν για την τύχη των αιχμαλώτων. Εδώ ακούστηκαν πολλά σε βάρος των Αθηναίων, και για όσες παρανομίες είχαν διαπράξει και για όσες σκόπευαν με ψήφισμα να κάνουν, αν επικρατούσαν στη ναυμαχία, να κόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όλων των αιχμαλώτων, και για το ότι συνέλαβαν δυο πλοία, ένα Κορινθιακό κι ένα από την Άνδρο κι όλους τους ναύτες αυτών τους έπνιξαν στη θάλασσα, κι ήταν ο Φιλοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, που τους σκότωσε.
     Ακούστηκαν και άλλα πολλά κι αποφάσισαν να σκοτώσουν όσους από τους αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι, εκτός από τον Αδείμαντο που ήταν ο μόνος αντίθετος στην εκκλησία του δήμου για το ψήφισμα να κόψουν τα χέρια των αιχμαλώτων. Μάλιστα, κατηγορήθηκε από κάποιους ότι πρόδωσε το στόλο. Ο Λύσανδρος, αφού πρώτα ρώτησε το Φιλοκλή που έπνιξε τους Ανδρίους και Κορίνθιους ναύτες, ποια τιμωρία του αξίζει, καθώς πρώτος έκανε την αρχή των παρανομιών σε βάρος των Ελλήνων, τον έσφαξε.
     Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο ο Λύσανδρος, απέπλευσε για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες. Εκείνοι, πάλι, που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες. Ο Λύσανδρος έστελνε στην Αθήνα τους Αθηναίους φρουρούς καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε, εγγυώμενος ασφάλεια μόνο σ’ αυτούς που ταξίδευαν για κει και όχι για αλλού, με τη σκέψη ότι, όσο περισσότεροι συγκεντρώνονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος, αφού άφησε ο ίδιος διοικητή στο Βυζάντιο και στην Καλχηδόνα το Λάκωνα Σθενέλαο, αφού γύρισε στη Λάμψακο, επισκεύαζε τα πλοία του.
     Η Πάραλος έφερε νύχτα την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα και θρήνος απλώθηκε από τον Πειραιά μέσα απ’ τα Μακρά Τείχη μέχρι την πόλη, καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα. Έτσι, κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα, γιατί δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν αυτά που είχαν κάνει και οι ίδιοι στους Μηλίους, τους αποίκους των Λακεδαιμονίων, όταν τους κατέλαβαν ύστερα από πολιορκία, και στους Iστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες. Την άλλη μέρα συγκάλεσαν συνέλευση κι εκεί αποφάσισαν να επιχωματώσουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και να ετοιμάσουν γενικά την πόλη για πολιορκία.
     Oι Αθηναίοι λοιπόν αυτά έκαναν. Ο Λύσανδρος, πάλι, αφού κατέπλευσε με διακόσια πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, έβαλε τάξη στις άλλες πόλεις του νησιού και στη Μυτιλήνη. Έστειλε, επίσης, με δέκα πλοία στα μέρη της Θράκης τον Ετεόνικο, ο οποίος κατόρθωσε ολόκληρη την περιοχή να τη μετατρέψει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Εξάλλου, μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο. Εκεί ο λαός, αφού έσφαξε τους άρχοντες, κατέλαβε την εξουσία της πόλης. Έπειτα απ’ αυτά ειδοποίησε τον Άγη στη Δεκέλεια και τη Σπάρτη ότι έρχεται με 200 πλοία. Τότε, με διαταγή του άλλου βασιλιά, του Παυσανία, εξεστράτευσαν όλοι μαζί οι μάχιμοι Λακεδαιμόνιοι κι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Παυσανίας τους οδήγησε προς τη πόλη της Αθήνας και στρατοπέδευσε στο σχολείο που λεγόταν Ακαδημία. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος, αφού έφτασε στην Αίγινα, αφού συγκέντρωσε όσους Αιγινήτες μπόρεσε, τους έδωσε πίσω την πόλη, όπως είχε κάνει και με τους Μηλίους και τους άλλους που είχαν στερηθεί την πατρίδα τους. Κατόπιν, αφού λεηλάτησε τη Σαλαμίνα, τελικά αγκυροβόλησε έξω από τον Πειραιά με 150 καράβια κι απόκλεισε την είσοδο του λιμανιού για τα εμπορικά πλοία.
     Οι Αθηναίοι ωστόσο, πολιορκούμενοι κι από στεριά κι από θάλασσα, δεν ήξεραν τι να κάνουν, αφού ούτε καράβια είχαν ούτε συμμάχους ούτε τρόφιμα. Πίστευαν ότι τίποτα δεν τους έσωζε πια, αφού θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους πληθυσμούς μικρών πόλεων, τότε που πάνω στην υπεροψία τούς αδικούσαν χωρίς αιτία, με μόνο λόγο ότι ήταν σύμμαχοι των αντιπάλων τους. Γι’ αυτό, αφού παραχώρησαν τα πολιτικά δικαιώματα σ’ όσους τα είχαν στερήσει, υπέμεναν καρτερικά και, παρόλο που πολλοί μες στη πόλη πέθαιναν από πείνα, ούτε περνούσε από το μυαλό τους η περίπτωση συνθηκολόγησης. Μόνο, όταν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα, έστειλαν πρεσβεία στον Άγη προτείνοντας να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας βέβαια τα τείχη και τον Πειραιά, και μ’ αυτούς τους όρους να κάνουν συνθήκη. Ο Άγης απάντησε σ’ αυτούς να πάνε στη Σπάρτη. Γιατί ο ίδιος δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα. Όταν οι πρέσβεις ανέφεραν αυτά στους Αθηναίους, τους έστειλαν στη Σπάρτη. Όταν έφτασαν στη Σελλάσια, κοντά στη Σπάρτη, κι έμαθαν απ’ αυτούς οι έφοροι τις προτάσεις τους, ίδιες μ’ αυτές που είχαν κάνει στον Άγη, τους πρόσταξαν να γυρίσουν πίσω αποκεί που βρίσκονταν και, αν θέλουν πράγματι ειρήνη, να το σκεφθούν πιο σοβαρά και ύστερα να ξανάρθουν. Όταν οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και ανάφεραν αυτά στην πόλη, έπεσε μεγάλη απελπισία σε όλους. Γιατί πίστευαν ότι θα υποδουλωθούν τελικά και ότι, ώσπου να στείλουν άλλους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Ωστόσο, κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα τείχη. Ο Αρχέστρατος, που είπε στη Βουλή ότι είναι το καλύτερο να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων, φυλακίστηκε, και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος δέκα σταδίων το καθένα. Είχε εκδοθεί πράγματι ψήφισμα να μην επιτρέπεται σε κανέναν να εκφέρει άποψη γι αυτό.
     Ενώ εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στη συνέλευση ότι, αν θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο, θα γυρίσει ξέροντας για ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα των τειχών, το κάνουν δηλαδή με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να έχουν κάποια εγγύηση. Αφού στάλθηκε, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι θα αποφάσιζαν να δεχτούν ό,τι τους πρότειναν, αφού θα τους τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα. Αφού, λοιπόν, γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανάφερε στη συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε ως τότε δέσμιο και ότι τώρα τον συμβουλεύει να πάει στη Σπάρτη. Γιατί, δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να απαντήσει στις ερωτήσεις του, αλλά οι έφοροι. Ύστερα απ’ αυτό εκλέχτηκε να πάει στη Σπάρτη ως πρέσβης με απεριόριστες αρμοδιότητες μαζί μ’ άλλους εννιά. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντας τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους Λακεδαιμονίους, ότι είπε στο Θηραμένη ότι αυτοί μόνο είχαν εξουσία να αποφασίζουν για ειρήνη ή για πόλεμο.
     Όταν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλάσια και όταν τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν έλθει, αποκρίθηκαν ότι ήρθαν απόλυτα πληρεξούσιοι για την ειρήνη, τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Κι όταν ήρθαν, συγκάλεσαν συνέλευση, όπου αντιδρούσαν κυρίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες προτείνοντας να μη κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, δε συμφωνούσαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, που είχε προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα, αλλά δέχονταν να γίνει ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι να γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, να παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, να φέρουν πίσω τους εξόριστους, να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμόνιους και να εκστρατεύσουν μαζί τους στη στεριά και τη θάλασσα, όπου τυχόν τους οδηγούν αυτοί. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις μετέφεραν αυτές τις προτάσεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, φοβούμενοι μήπως γύρισαν άπρακτοι. Γιατί, δε σήκωνε άλλη αναβολή, επειδή είχαν πεθάνει πολλοί από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανάφεραν με ποιους όρους δέχονταν οι Λακεδαιμόνιοι την ειρήνη. Για λογαριασμό όλων μιλούσε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να πεισθούν στους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Καθώς μερικοί αντιμίλησαν κι η μεγάλη πλειοψηφία τα επικρότησε, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
     Μετά απ’ αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν και με πολλή όρεξη γκρέμιζαν τα Τείχη κάτω από τους ήχους των αυλητρίδων, με την ψευδαίσθηση ότι κείνη τη μέρα άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας. Στο μεταξύ οι κάτοικοι της Σάμου που πολιορκούνταν από το Λύσανδρο απ’ όλες τις μεριές, επειδή, καθώς δεν ήθελαν στην αρχή να συνθηκολογήσουν, ο Λύσανδρος ετοιμαζόταν να επιτεθεί, συμφώνησαν να φύγει ο καθένας από τους ελεύθερους πολίτες παίρνοντας από ένα πανωφόρι και όλα τα άλλα πράγματα να τα παραδώσουν. Μ’ αυτόν τον όρο άρχισαν να φεύγουν απ’ την πόλη. Τότε ο Λύσανδρος παρέδωσε τη πόλη κι ό,τι υπήρχε μέσα στους πρώτους κατοίκους και, αφού διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν, απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος με τα λακωνικά πλοία απέπλευσε για τη Σπάρτη, παίρνοντας μαζί του τα διακοσμητικά της πλώρης των καραβιών που είχε αιχμαλωτίσει και τα πολεμικά του Πειραιά, εκτός από δώδεκα, και τα στεφάνια που του είχαν χαρίσει ως προσωπικά δώρα από διάφορες πόλεις και τετρακόσια εβδομήντα τάλαντα ασήμι, περίσσευμα των φόρων που του είχε παραχωρήσει ο Κύρος για τον πόλεμο και ό,τι άλλο είχε αποκτήσει στον πόλεμο. Όλα αυτά τα παρέδωσε στη Σπάρτη στο τέλος του καλοκαιριού, τότε που τελείωνε ο πόλεμος ύστερα από είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες, κατά τη διάρκεια του οποίου πρώτος έφορος ήταν ο Αινησίας, στις μέρες του οποίου άρχισε ο πόλεμος, 15 χρόνια μετά τη 30χρονη ανακωχή μετά την άλωση της Εύβοιας, και μετά απ’ αυτόν οι εξής: Βρασίδας, Ισάνωρας, Σωστρατίδας, Έξαρχος, Αγησίστρατος, Αγγενίδας, 0νομακλής, Ζεύξιππος, Πιτύας, Πλειστόλας, Κλεινόμαχος, Ίλαρχος, Λέοντας, Χαιρίλας, Πατησιάδας, Κλεοσθένης, Λυκάριος, Επήρατος, Ονομάντιος, Αλεξιππίδας, Μισγολαΐδας, Ισίας, Άρακος, Ευάρχιππος, Παντακλής, Πιτύας, Αρχύτας, Εύδιος, που στη θητεία του ο Λύσανδρος έκανε όσα ειπώθηκαν και γύρισε στη πατρίδα του.
    Οι Τριάντα τύραννοι εκλέχτηκαν αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως είχαν εκλεγεί με τον όρο να συντάξουν νόμους, σύμφωνα με τους οποίους θα κυβερνούσαν, όλο ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του, αλλά συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές, όπως ήθελαν αυτοί. Έπειτα, άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς προδότες που τον καιρό της δημοκρατίας ζούσαν από τη συκοφαντία και ταλαιπωρούσαν τους καλούς και έντιμους πολίτες και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη• κι η Βουλή τους καταδίκαζε με ευχαρίστηση και όσοι ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ’ αυτούς δεν δυσανασχετούσαν αρχικά καθόλου. Όταν, όμως, άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη, αρχικά, αφού έστειλαν στη Σπάρτη τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, έπεισαν το Λύσανδρο να ενεργήσει να τους σταλεί φρουρά, ώσπου να βγάλουν από τη μέση τους αντιδραστικούς πολίτες και να επιβάλουν το καθεστώς. Υπόσχονταν μάλιστα ότι θα τους συντηρούν αυτοί. Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους σταλεί φρουρά με τον Καλλίβιο ως αρμοστή. Μόλις οι Τριάντα εξασφάλισαν τη φρουρά, άρχισαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο για να εγκρίνει όλες τις πράξεις τους και με τους στρατιώτες από τη φρουρά που τους έστελνε συνελάμβαναν όποιους ήθελαν, όχι πια τους φαύλους και τους ασήμαντους αλλά όποιους έδιναν την εντύπωση ότι δε θα ανέχονταν παραγκωνισμό τους και ότι, αν δοκίμαζαν να αντιδράσουν, θα έβρισκαν πολλούς συμπαραστάτες.
    Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας, μάλιστα, έδειχνε φανερά τη πρόθεση να σκοτώσει πολύ κόσμο, γιατί είχε κάνει κι εξορία διωγμένος από τους δημοκρατικούς, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να σκοτώνουν ανθρώπους, μόνο και μόνο διότι τους τιμούσε ο λαός, και δεν πείραζε καθόλου τους καλούς και φιλήσυχους πολίτες. “Γιατί κι εγώ κι εσύ, έχουμε πει και κάνει πολλά για να γίνουμε αρεστοί στην πόλη” έλεγε. Ο άλλος πάλι, γιατί φερόταν ακόμη φιλικά στο Θηραμένη, απαντούσε ότι, όποιος θέλει να κυριαρχεί, δεν επιτρέπεται να μη βγάζει από τη μέση κείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο. “Κι αν φαντάζεσαι ότι, επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας, η εξουσία μας δεν χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι αφελής“.

     Αυτά είπε ο Κριτίας και κατέβηκε από το βήμα. Κι ο Θηραμένης, αφού πήρε το λόγο, είπε:

   “Πρώτ’ απ’ όλα, άνδρες, θα αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι τάχα εγώ με τη καταγγελία μου οδήγησα τους στρατηγούς στο θάνατο. Όμως δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ αλλά εκείνοι ισχυρίστηκαν ότι, ενώ με πρόσταξαν, δεν περιμάζεψα τ’ άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ, αφού απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δε μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα κι ούτε να περισυλλέγουν οι ναυαγοί, έπεισα τη πόλη, ενώ εκείνοι κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Δεν απορώ, βέβαια, με την ανακρίβεια του Κριτία γιατί, όταν έγιναν αυτά, συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα, οργάνωσε δημοκρατία κι εξόπλιζε τους φτωχούς αγρότες εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχηθούμε να μη γίνει εδώ τίποτα απ’ όσα έκανε αυτός εκεί. Σ’ ένα πράγμα συμφωνώ κι εγώ μαζί του, αν δηλαδή κάποιος θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο. Ποιος είναι όμως αυτός που κάνει αυτά, θα το κρίνατε καλλίτερα, νομίζω, αν εξετάσετε τη περασμένη και τη τωρινή πολιτική συμπεριφορά του καθενός από μας. Μέχρι, λοιπόν να γίνετε εσείς βουλευτές και να αναδειχθούν οι αρχές και να δικαστούν οι αποδεδειγμένα συκοφάντες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι, από τότε όμως που άρχισαν αυτοί εδώ να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, άρχισα κι εγώ να διαχωρίζω τη θέση μου.
     Ήξερα ασφαλώς ότι, αν θανατωνόταν ο Λέοντας ο Σαλαμίνιος, άνδρας που κι ήταν και το έδειχνε ικανότατος και που δεν είχε κάνει καμμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν κι ότι ο τρόμος θα τους έκανε αντιπάλους αυτού του καθεστώτος. Το έβλεπα ότι, αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα είχαν δυσμενείς διαθέσεις απέναντί μας. Αλλά κι όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε εξοπλίσει μ’ έξοδά του δυο ταχύπλοα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ’ όλους που είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντέδρασα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο πως η εκτέλεσή τους θα έκανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Διαφώνησα και τότε που αφόπλισαν το λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη. Ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το έκαναν αυτό, με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να μην είμαστε σε θέση να τους ωφελήσουμε σε τίποτα, γιατί ήταν στο χέρι τους, αν το ήθελαν, κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό, αν μας πίεζαν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα. Ούτε μου πολυάρεσε η πρόσληψη μισθοφόρων, αφού μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα εμείς οι εξουσιαστές στους υπηκόους μας. Επειδή, πάλι, έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας και να αβγατίζουν οι εξόριστοι, δεν το έβρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος ούτε ο Άνυτος ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού ο λαός θα αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα έβρισκαν πολλούς οπαδούς. Αυτός, λοιπόν, που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, θα ήταν δίκαιο να θεωρηθεί φίλος ή προδότης; Τον εχθρό, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν αυτοί που φροντίζουν να μην αυξάνονται οι αντίπαλοι ούτε αυτοί που υποδεικνύουν τρόπους πώς να αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους, αλλά αυτοί που αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους, αυτοί είναι που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν όχι μονάχα τους φίλους τους αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους λόγω αισχροκέρδειας. Κι αν δε γίνεται κατανοητό με άλλο τρόπο ότι λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι, να ακολουθούμε δηλαδή την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν αυτοί εδώ; Εγώ νομίζω ότι οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους. Αν, όμως, ήταν με το μέρος μας τα πιο υγιά στοιχεία της πόλης, θα έκριναν ότι είναι δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι σε κάποιο μέρος της πόλης μας.
     Για όσα πάλι είπε, ότι δηλαδή εγώ ήμουν πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και αυτά. Το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, ως γνωστόν, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι εμπιστεύονταν περισσότερο όλο το λαό παρά τους δημοκρατικούς. Επειδή εκείνοι από τη μια καθόλου δεν χαλάρωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, το Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στο ανάχωμα ένα οχυρό, όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς και να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης, αν τα κατάλαβα αυτά και τους εμπόδισα, αυτό λέγεται προδοσία των φίλων; Ακόμη, με ονομάζει κόθορνο, επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τι δύο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δε χωράει ούτε στους μεν ούτε στους δε; Γιατί, εσύ τον καιρό της δημοκρατίας ήσουν ο χειρότερος εχθρός του λαού και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τίμιων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολεμώ εκείνους που βρήκαν τη δημοκρατία τέλεια όσο δε μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή, και στάθηκα, επίσης, πάντα αντίθετος και μ’ εκείνους που βρίσκουν ότι δεν είναι τέλεια οργανωμένη η ολιγαρχία, όσο δεν έχει επιβληθεί στην πόλη η τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ’ άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα άριστη λύση κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν μπορείς να πεις, Κριτία, κάποια περίπτωση, όπου με δημοκρατικούς ή με ολιγαρχικούς πολίτες αγωνίστηκα να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί, αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι, κι ανακόμη πάθω τα χειρότερα κακά, θα πέθαινα δίκαια“.

     Μόλις μ’ αυτά τα λόγια τελείωσε την αγόρευσή του κι η βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, ο Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν άφηνε τη βουλή ν’ αποφασίσει τη τύχη του με τη ψήφο της, ο Θηραμένης θα γλyτωνε, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο το θεωρούσε αβάσταχτο, αφού πλησίασε τους Τριάντα και μίλησε για λίγο μαζί τους, βγήκε έξω και πρόσταξε τους μαχαιροβγάλτες να στηθούν προκλητικά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές. Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:

   “Εγώ, κύριοι βουλευτές, πιστεύω ότι είναι καθήκον για ένα σωστό ηγέτη που διαπιστώνει απόπειρα εξαπάτησης φίλων του, να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω, λοιπόν, κι εγώ. Γιατί, αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δε θα μας το επιτρέψουν, αν αφήσουμε ατιμώρητο έναν άνδρα που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Γιατί, σύμφωνα με την καινούρια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δε μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ το δικαίωμα να σκοτώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο το έχουν οι Τριάκοντα. Εγώ λοιπόν, είπε, διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Κι αυτόν τον καταδικάζουμε σε θάνατο“.

     Μόλις άκουσε αυτά ο Θηραμένης, πήδησε κοντά στο βωμό κι είπε:
  
   “Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω τα πιο δίκαια απ’ όλα, να μη δοθεί δηλαδή στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα ούτε όποιον θέλει από σας, αλλά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ με όποιο νόμο αυτοί ψήφισαν για όσους είναι στον κατάλογο. Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς, είπε, ότι σε τίποτα δε θα με ωφελήσει αυτός ο βωμός, αλλά θέλω να αποδείξω ακόμα και τούτο, ότι δηλαδή αυτοί δεν είναι μονάχα κατεξοχήν άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως, πρόσθεσε, με σας, άνδρες ωραίοι και ενάρετοι, που δε σκέφτεστε να υπερασπισθείτε τους εαυτούς σας, αν και ξέρετε ότι και το όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί με την ίδια ευκολία με το δικό μου/’.

     Μετά από αυτά, ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να συλλάβουν το Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους με αρχηγό το Σάτυρο, τον πιο θρασύ και ξεδιάντροπο απ’ όλους. Ο Κριτίας τότε είπε:

   “Σας παραδίνουμε τούτον εδώ τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο. Αφού τον πιάσετε οι έντεκα και τον οδηγήσετε εκεί που πρέπει, κάνετε τα υπόλοιπα”.

     Μόλις ο Κριτίας είπε αυτά τα λόγια, ο Σάτυρος επιχειρούσε να τραβήξει το Θηραμένη από το βωμό κι οι βοηθοί τραβούσανε κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι,  όπως ήταν φυσικό, επικαλούνταν θεούς κι ανθρώπους ως μάρτυρες να δουν τα όσα γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο έμεναν απαθείς, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου φυράματος με το Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά από το βουλευτήριο ήταν γεμάτος από φρουρούς και γιατί ήξεραν ότι ήταν όλοι οπλισμένοι με εγχειρίδια. Αυτοί, λοιπόν, έσερναν το Θηραμένη μέσα από την αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα πάθαινε. Αποδίδεται και αυτή η κουβέντα στο Θηραμένη. Όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει, αν δε σωπάσει, ρώτησε: “Δηλαδή, άμα σωπάσω, δε θα μετανιώσω“; Κι όταν, πάλι, τον ανάγκαζαν να πιει το κώνειο για να πεθάνει, σκορπίζοντας τις τελευταίες σταγόνες, όπως στο παιχνίδι κότταβος, είπε: “Αυτό ας είναι στην υγεία του Κριτία του ωραίου“!

     Ξέρω, βέβαια, ότι τέτοια λόγια δεν αξίζει να αναφέρονται, αλλά αυτό βρίσκω αξιοθαύμαστο σ’ αυτόν τον άνθρωπο, ότι δηλαδή ακόμα και μπροστά στο θάνατο δεν έχασε ούτε την αυτοκυριαρχία του ούτε το χιούμορ του. Ο Θηραμένης, λοιπόν, μ’ αυτόν τον τρόπο πέθανε. Και οι Τριάντα, επειδή πια ήταν ελεύθεροι να κυβερνούν χωρίς φόβο, απαγόρευσαν σ’ όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στη πόλη και τους έδιωχναν ακόμη κι απ’ τα χωράφια τους, για να τα οικειοποιηθούν αυτοί κι οι φίλοι τους. Καταφεύγοντας πολλοί στον Πειραιά και παίρνοντας μαζί τους κι άλλους πολλούς γέμισαν και τα Μέγαρα και τη Θήβα με πρόσφυγες. Τότε ξεκίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με 70 περίπου άνδρες και καταλαμβάνει το ισχυρό φρούριο Φυλή. Μια μέρα που είχε καλό καιρό, βγήκαν οι Τριάντα από τη πόλη να τους χτυπήσουν μαζί με 3.000 πεζούς και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε κι, αφού τραυματίστηκαν, έφυγαν άπρακτοι. Όταν οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό τους και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν, τη νύχτα και την άλλη μέρα χιόνισε πάρα πολύ. Αυτοί τότε υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στη πόλη μες στη χιονοθύελλα, αφού αυτοί που ήταν στη Φυλή σκότωσαν πολλούς βοηθητικούς στρατιώτες τους. Επειδή κατάλαβαν ότι οι επαναστάτες θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες, αν δεν υπήρχε εκεί φρουρά, έστειλαν στα σύνορα, κάπου 15 στάδια από τη Φυλή, όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών. Αυτοί στρατοπέδευσαν σ’ ένα δασωμένο τόπο και φύλαγαν τη περιοχή.
     Ο Θρασύβουλος στο μεταξύ, αφού είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου 700 άνδρες, νύχτα τους πήρε και κατέβηκε. Αφού απόθεσε τα όπλα σε απόσταση τριών  ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά, περίμενε. Κατά τα ξημερώματα, όταν οι φρουροί τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, μακρυά από τον οπλισμό τους κι οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ’ άλογα, οι άνδρες του Θρασύβουλου πήραν τα όπλα κι όρμησαν κατά πάνω τους τρέχοντας, μερικούς τους έπιασαν αιχμαλώτους κι όλους τους άλλους, που το βάλανε στα πόδια, τους κυνήγησαν ως 6-7 στάδια και σκότωσαν από τους βαριά οπλισμένους περισσότερους από 120 κι από τους ιππείς το Νικόστρατο, που τον έλεγαν “ωραίο” κι άλλους 2 που τους πιάσανε στα κρεβάτια τους. Αφού γύρισαν πίσω, έστησαν τρόπαιο και μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχανε πέσει στα χέρια τους, επέστρεψαν στη Φυλή. Οι ιππείς που ήρθαν απ’ τη πόλη για ενίσχυση δεν είδαν κανέναν εχθρό μπρος τους κι αφού μείναν εκεί μέχρι που οι συγγενείς παρέλαβαν τους νεκρούς τους, ξαναγύρισαν στη πόλη.
     Έπειτα απ’ αυτό οι Τριάντα τύραννοι, επειδή έκριναν ότι η θέση τους ήταν επισφαλής, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να τους είναι καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Πήγαν, λοιπόν, εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι από τους Τριάντα. Έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό και κάνοντας επιθεώρηση στους ιππείς τους, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους. Κάθε απογραφόμενος είπαν να βγαίνει από τη μικρή πύλη προς τη θάλασσα. Στη παραλία είχανε τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά της πύλης τους ιππείς κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν. Αφού όλοι τους είχανε συλληφθεί, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες  που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο και τους υπόλοιπους ιππείς. Κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε: “Το καθεστώς, φίλοι μας, δεν το οργανώνουμε μόνο για το καλό μας, αλλά και για το δικό σας καλό. Όπως, λοιπόν, θα έχετε μερίδιο στις τιμές, έτσι πρέπει να συμμετέχετε και στους κινδύνους. Πρέπει, επομένως, να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, για να έχετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους  φόβους με μας“. Κι αφού τους έδειξε κάποιο σημείο, τους διέταξε να ψηφίσουν εκεί φανερά. Το μισό Ωδείο ήτανε γεμάτο με οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς, εξάλλου, για όσους πολίτες μοναδικό μέλημα ήταν το συμφέρον τους, όλα αυτά δεν τους ενοχλούσαν.
     Μετά απ’ αυτά ο Θρασύβουλος, αφού πήρε τους άνδρες του από τη Φυλή, που είχαν γίνει περίπου 1000, έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Τριάντα, βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν με τους Λάκωνες, τους ιππείς και τους βαριά οπλισμένους στρατιώτες. Έπειτα προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί στον Πειραιά. Οι επαναστάτες από τη Φυλή επιχείρησαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι η κυκλωτική κίνηση του Πειραιά, καθώς ήταν μεγάλη, χρειαζόταν πολύ στρατό ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί, αφού πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά, πρώτα παρατάχτηκαν έτσι, ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο. Το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές ασπίδων. Μ’ αυτό τον σχηματισμό άρχισαν να ανηφορίζουν. Οι επαναστάτες από τη Φυλή έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος. Πίσω τους πήραν θέση και οι πελταστές κι ελαφρύ πεζικό, οπλισμένο με ακόντια κι ακόμα πιο πίσω οι οπλισμένοι με πέτρες. Αυτοί ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι. Ενώ προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του να αποθέσουν τις ασπίδες τους, και κάνοντας κι αυτός το ίδιο αλλά κρατώντας τ’ άλλα όπλα του, στάθηκε στο κέντρο τους και είπε:

   “Άνδρες συμπολίτες, σ’ άλλους από σας θέλω να πω και σ’ άλλους να θυμίσω ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που πριν από τέσσερις μέρες νικήσατε, αφού τους τρέψατε σε φυγή και στο αριστερό άκρο τελευταίοι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα, αυτοί δηλαδή που χωρίς να φταίμε σε τίποτε μας εξόρισαν από τη πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας και κάνανε προγραφές των πιο αγαπητών μας προσώπων. Τώρα, όμως, τους έλαχε αυτό που οι ίδιοι ποτέ δεν το περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν. Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι κρατώντας κι εμείς όπλα. Οι θεοί, πάλι, επειδή μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην αγορά, κι επειδή μας εξόριζαν όχι μόνο αναίτια αλλά δίχως καν να βρισκόμαστε στη πόλη, είναι τώρα φανερά σύμμαχοί μας. Γιατί, μες στο καλοκαίρι προκαλούν κακοκαιρία, την ώρα που μας συμφέρει κι όταν κάνουμε επίθεση, λίγοι εμείς εναντίον πολλών, μας αξιώνουν να  υψώνουμε τρόπαια νίκης, και να τώρα μας έφεραν σε τοποθεσία, όπου αυτοί δε μπορούν, επειδή είναι ανηφόρα, ούτε δόρατα ούτε ακόντια να ρίξουνεναντίον αυτών που βρίσκονται παρατεταγμένοι ψηλά, ενώ εμείς από τα ψηλότερα μέρη θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ’ ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι τουλάχιστον με τις πρώτες σειρές τους θα χρειαζόταν να πολεμήσουμε ίσοι προς ίσους. Τώρα όμως, αν εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δε θα αστοχήσει, καθώς είναι γεμάτος ο δρόμος από δαύτους, αλλά αυτοί, προφυλαγόμενοι συνέχεια κάτω από τις ασπίδες τους, θα τρέπονται σε φυγή. Έτσι, θα μπορούμε να τους χτυπάμε, όπου θέλουμε, σα να είναι τυφλοί κι ορμώντας κατά πάνω τους να τους γκρεμίζουμε. Αλλά, άνδρες μου, αγωνιστείτε μ’ αυτόν τον τρόπο, που ο καθένας σας θα αισθανθεί ότι σ’ αυτόν περισσότερο οφείλεται η νίκη. Γιατί αυτή, αν θελήσει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά, σ’ όσους υπάρχουν και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι στ’ αλήθεια, όσοι από μας ως νικητές αξιωθούν να δουν την ωραιότερη μέρα απ’ όλες. Ευτυχισμένος θα είναι κι όποιος σκοτωθεί, γιατί κανένας, ακόμη και πλούσιος, δε θα αξιωθεί μνημείο τόσο λαμπρό. Όταν λοιπόν έρθει η ώρα, εγώ θα αρχίσω να τραγουδάω τον παιάνα κι αφού επικαλεστούμε τον Ενυάλιο, τότε όλοι μαζί με μια καρδιά ας τιμωρήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για όλες τις προσβολές που έχουμε υποστεί“.

     Αφού είπε αυτά και γύρισε προς το μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί, ο μάντης συμβούλευε αυτούς να μην επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή τραυματισθεί κάποιος δικός τους κι όταν γίνει αυτό, είπε ο μάντης, θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις που θα ακολουθήσετε, θα νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα σκοτωθώ. Και δε διαψεύστηκε, αλλά, όταν πήραν τα όπλα, εκείνος μ’ ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς, λες και τον οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και σκοτώθηκε και βρίσκεται θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισσού, οι άλλοι ωστόσο νικούσαν και καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ’ αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους 10 άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου 70. Οι νικητές πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, όμως κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες. Αφού έγινε αυτό κι έδωσαν, ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς για ταφή, πολλοί από τις δύο παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους συζήτηση. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυστηρίων, που είχε και πολύ καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους άλλους σιωπή, είπε:

   “Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και στις λαμπρότερες τελετές, μαζί επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε σπουδάσει και έχουμε πολεμήσει και μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων  μας. Στ’ όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ’ όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ’ οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ’ όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα   χρόνια πολέμου. Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους  εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε“.

     Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα  οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες από τον Πειραιά, όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Κι εξέλεξαν 10, έναν  από κάθε φυλή.
     Οι Τριάντα τύραννοι αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα. Οι 10, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών, αν και ανάμεσά  τους επικρατούσε μεγάλη αναταραχή κι αμοιβαία δυσπιστία. Ακόμα διανυκτέρευαν κι οι ιππείς στο Ωδείο, έχοντας και τα άλογα και τις ασπίδες τους, κι από την καχυποψία περιπολούσαν κοντά στα τείχη τη νύχτα με τις ασπίδες και τα ξημερώματα με τα άλογα, πάντα με το φόβο μήπως τους επιτεθούν οι επαναστάτες από τον Πειραιά. Αυτοί πάλι, που ήταν πια πολλοί και κάθε λογής, εξοπλίζονταν με όπλα, άλλοι από ξύλο κι άλλοι από καλάμια, και τα γυάλιζαν. Πριν συμπληρωθούν δέκα μέρες, αφού έδωσαν υπόσχεση ότι σ’ όσους πολεμούσαν στο πλευρό τους, ακόμη και αν ήταν ξένοι, θα τους έδιναν φορολογική ισοτιμία με τους Αθηναίους, βγήκαν για να επιτεθούν, άλλοι βαριά οπλισμένοι, κι άλλοι με ελαφρύ οπλισμό. Είχαν μαζί τους και εβδομήντα περίπου ιππείς. Κάνοντας εξόδους από τον Πειραιά γι ανεφοδιασμό και μαζεύοντας ξυλεία κι οπωρικά, ξαναγύριζαν πάλι στον Πειραιά για ύπνο.
     Από την πλευρά της Αθήνας, πάλι, δεν έβγαινε κανείς άλλος ένοπλος, ενώ οι ιππείς κάπου-κάπου αιχμαλώτιζαν επιδρομείς από τη παράταξη του Πειραιά και χτυπούσαν τη φάλαγγά τους. Μια μέρα, μάλιστα, συνάντησαν μερικούς Αιξωνείς, που πήγαιναν στα χωράφια τους για εξεύρεση τροφίμων. Ο αρχηγός του ιππικού Λυσίμαχος τους έσφαξε, παρ’ όλες τις ικεσίες τους και παρόλη τη δυσαρέσκεια πολλών ιππέων. Κι οι επαναστάτες σκότωσαν για αντίποινα έναν ιππέα, τον Καλλίστρατο από τη Λεοντίδα φυλή, που είχαν πιάσει έξω από την πόλη. Άλλωστε, είχαν αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση, τόσο που έκαναν επιθέσεις και ενάντια στα τείχη της Αθήνας. Μάλιστα, πρέπει να αναφερθεί και τούτοσχετικά με το μηχανικό των Αθηναίων, που, όταν έμαθε ότι οι επαναστάτες είχαν σκοπό να φέρουν τις πολιορκητικές τους μηχανές από το δρόμο του Λυκείου, πρόσταξε όλες τις άμαξες να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πέτρες και να τις ρίξουν σ’ όποιο σημείο του δρόμου έκρινε ο καθένας. Αυτό έγινε έτσι και η καθεμιά πέτρα προκάλεσε μεγάλες δυσκολίες στον εχθρό.
     Όταν οι Τριάντα τύραννοι από την Ελευσίνα και οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα και ζητούσαν βοήθεια λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους, ο Λύσανδρος, υπολογίζοντας ότι γρήγορα μπορούσε να καταλάβει τους επαναστάτες πολιορκώντας τους από στεριά κι από θάλασσα, αν τους στερήσει τον ανεφοδιασμό, φρόντισε να δανεισθούν οι ολιγαρχικοί εκατό τάλαντα και να αποσταλεί ο ίδιος ως αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ως ναύαρχος. Αφού, λοιπόν, ο ίδιος εξεστράτευσε στην Ελευσίνα, στρατολογούσε πολλούς Πελοποννήσιους οπλίτες. Ο ναύαρχος αδελφός του, φύλαγε από τη πλευρά της θάλασσας, για να μη μπαίνει κανένα πλοίο με εφόδια για τους επαναστάτες.
     Έτσι, γρήγορα πάλι οι επαναστάτες βρέθηκαν σε αδιέξοδο, ενώ οι ολιγαρχικοί της πόλης ανέκτησαν πάλι το θάρρος τους με την εμφάνιση του Λυσάνδρου. Ενώ, λοιπόν, τα πράγματα έπαιρναν αυτή την τροπή, ο βασιλιάς Παυσανίας, από φθόνο προς το Λύσανδρο, γιατί, αν πετύχαινε το σκοπό του, από τη μία θα κέρδισε δόξα και από την άλλη θα έκανε δική του την Αθήνα, αφού έπεισε 3 από τους εφόρους, ξεκίνησε μ’ ένα εκστρατευτικό σώμα. Τον ακολούθησαν κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους. Αυτοί έλεγαν ότι το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, αφού δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. Κρατούσαν αυτή τη στάση, γιατί καταλάβαιναν ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να καταστήσουν την Αθήνα δική τους και σταθερή τους σύμμαχο.
     Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά, διοικώντας ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό κέρας. Ο Παυσανίας, αφού έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες του Πειραιά, τους πρόσταζε να πάνε στα σπίτια τους. Επειδή αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση προσχηματική, για να μη φανεί πως έχει καλές διαθέσεις απέναντί τους κι αφού μετά την επίθεση υποχώρησε άπρακτος, την άλλη μέρα πήρε δύο τάγματα Πελοποννησίων και το αθηναϊκό ιππικό τριών φυλών και προχώρησε ως τον Κωφό Λιμένα, εξετάζοντας από ποιά μεριά θα ήταν πιο εύκολος ο αποκλεισμός του Πειραιά με τείχος. Επειδή όμως την ώρα που έφευγε  του επιτέθηκαν μερικοί από τους εχθρούς και του δημιούργησαν πρόβλημα, οργισμένος πρόσταξε το ιππικό να επιτεθεί εναντίον τους και τις 10 νεότερες κλάσεις του πεζικού να τους ακολουθήσουν μαζί τους, ακολουθούσε κι ο ίδιος με την υπόλοιπη δύναμη. Σκότωσαν περίπου 30 ελαφρά οπλισμένους και καταδίωξαν τους άλλους μέχρι το θέατρο του Πειραιά. Εκεί έτυχε να εξοπλίζονται όλοι οι πελταστές κι οι πεζοί των επαναστατών του Πειραιά. Οι ελαφρά οπλισμένοι όρμησαν αμέσως κι άρχισαν να ρίχνουν ακόντια, δόρατα, βέλη και πέτρες. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι, επειδή τραυματίζονταν πολλοί από τους δικούς τους, πιεζόμενοι ασφυκτικά άρχισαν να υποχωρούν βήμα-βήμα. Οι άλλοι τους χτυπούσαν με περισσότερη μανία. Εκεί σκοτώθηκε ο Χαίροντας κι ο Θίβραχος, πολέμαρχοι κι οι δυο, κι ο ολυμπιονίκης Λακράτης κι άλλοι Λακεδαιμόνιοι, που θάφτηκαν μπροστά από τις πύλες στον Κεραμεικό.
     Όταν είδε αυτά ο Θρασύβουλος κι οι άλλοι οπλίτες, τρέξανε για βοήθεια και παρατάχτηκαν γρήγορα-γρήγορα μπρος στους άλλους, σε σχηματισμό 8 σειρών. Ο Παυσανίας, που βρέθηκε κάτω από μεγάλη πίεση κι υποχώρησε περίπου 4-5 στάδια κοντά σ’ ένα λόφο, παρήγγειλε στους Λακεδαιμονίους και στους υπόλοιπους συμμάχους να προχωρήσουν προς το μέρος του. Απο κεί, ανασυντάσσοντας τη φάλαγγα σε μεγάλο βάθος, προχώρησε εναντίον των Αθηναίων. Αυτοί αρχικά στάθηκαν και πολέμησαν σώμα με σώμα, ύστερα όμως άλλοι απωθήθηκαν στους βάλτους των Αλυκών κι άλλοι υποχώρησαν. Σκοτώθηκαν μάλιστα περίπου 150. Ο Παυσανίας, αφού έστησε τρόπαιο νίκης, γύρισε στο στρατόπεδο. Ωστόσο, ούτε έτσι θύμωσε μ’ αυτούς αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, υποδεικνύοντάς τους τι έπρεπενα πουν. Κι εκείνοι πείστηκαν. Ταυτόχρονα, προσπαθούσε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλλοντας να τον επισκεφθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι και να δηλώσουν ότι δε χρειάζεται πια να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, αλλά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τα άκουγε με ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας. Σύμφωνα με τη συνήθεια των Λακεδαιμονίων να συνοδεύουν στην εκστρατεία το βασιλιά και δύο έφοροι, είχε έρθει τώρα αυτός κι άλλος ένας, που και οι δύο υποστήριζαν τον Παυσανία κι όχι τον Λύσανδρο. Γι’ αυτό προθυμοποιήθηκαν να στείλουν στη Σπάρτη τους αντιπροσώπους των επαναστατών που έφεραν τις προτάσεις για ειρήνη προς τους Λακεδαιμονίους, καθώς και 2 ιδιώτες από την παράταξη των ολιγαρχικών, τον Κηφισοφώντα και το Μέλητο.
     Αφού, λοιπόν, ξεκίνησαν αυτοί για τη Σπάρτη, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι ολιγαρχικοί (της Αθήνας), λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τους εαυτούς τους και τα τείχη τους στους Λακεδαιμονίους, για να κάνουν ό,τι θέλουν. Έλεγαν, όμως, ότι είχαν την απαίτηση, αν οι επαναστάτες ομολογούσαν ότι είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία. Όταν άκουσαν όλα αυτά οι έφοροι και η συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα  δεκαπέντε άνδρες μ’ εντολή να συνεργαστούν με τον Παυσανία για συμφιλίωση, όπως θα μπορέσουν καλύτερα. Αυτοί τους συμφιλίωσαν με ορούς να ζουν μεταξύ τους ειρηνικά, να επιστρέψουν στα σπίτια τους όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα άρχοντες του Πειραιά. Όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, αποφάσισαν ότι μπορούσε να μετοικήσει στην Ελευσίνα. Αφού τέλειωσαν αυτά, ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες, αφού ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη, πρόσφεραν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν οι στρατηγοί, ο Θρασύβουλος έβγαλε λόγο ως εξής:

   “Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη, σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε. Και θα το καταλάβετε καλλίτερα, αν σκεφτείτε για ποιο λόγο πρέπει να είσθε τόσο υπεροπτικοί, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Μήπως είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός, αν κι είναι πολύ φτωχότερος από σας, ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον. Εσείς, αντίθετα, αν κι είστε οι πιο πλούσιοι απ’ όλους, έχετε κάνει πολλές ατιμίες στο βωμό του κέρδους. Αφού, λοιπόν, δεν σας διακρίνει καμμιά δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να περηφανεύεσθε για τη παλικαριά σας. Αλλά ποιο κριτήριο θα ήτανε καλλίτερο γι’ αυτό από τον τρόπο του πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Αλλά θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε στην εξυπνάδα, εσείς που, αν κι είχατε και τείχη κι όπλα και χρήματα και τους Πελοποννησίους ως συμμάχους, νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ’ αυτά; Μήπως νομίζετε ότι πρέπει να περηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Πώς, αφού, όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παρέδωσαν στον αδικημένο τούτο λαό και σηκώθηκαν κι έφυγαν; Όμως από σας, φίλοι, ζητώ να μη παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε, αλλά κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι και παραμένετε πιστοί  στον όρκο σας κι είσθε θεοφοβούμενοι“!

     Αφού είπε αυτά κι άλλα παρόμοια κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμμιά αναταραχή αλλά να εφαρμοστούν οι παλαιότεροι νόμοι, διέλυσε τη συνέλευση. Κι αφού διόρισαν άρχοντες, ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα, όταν έμαθαν ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, αφού έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους, τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν, όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, και τους άλλους, αφού έστειλαν φίλους και συγγενείς, τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Κι αφού έδωσαν όρκους ότι ειλικρινά δε θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί ως συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί τηρούν πιστά τους όρκους τους.
     Λίγο αργότερα, κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ’ έναν πλοιοκτήτη και είδε φοινικικά πολεμικά πλοία, κάποια να έρχονται από άλλα μέρη, κάποια να έχουν ήδη εξοπλισθεί, κι άλλα να προετοιμάζονται, κι όταν πληροφορήθηκε ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια, πήρε το πρώτο καράβι που έφευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους για  το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη ότι ετοίμαζαν αυτόν το στόλο. Εναντίον όμως ποιων, δεν το γνώριζε. Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, συγκαλέσαν τους συμμάχους, και διερευνούσαν τι έπρεπε να κάνουν. Τότε ο Λύσανδρος επειδή πίστευε ότι και στο ναυτικό είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες και αναλογιζόμενος με ποιον τρόπο σώθηκε το πεζικό που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο, πείθει τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αν του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, περίπου δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις και άλλους έξι χιλιάδες στρατιώτες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Πέρα από αυτές τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε κι ο ίδιος να συνοδέψει τον Αγησίλαο, για να αποκαταστήσει ξανά στην εξουσία τις δεκαρχίες, που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που τις κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει να αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.
     Όταν ο Αγησίλαος αποδέχτηκε να αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του έδωσαν όσα ζήτησε καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Όταν εκείνος, αφού έκανε όλες τις καθιερωμένες θυσίες κι αυτές που συνηθίζονται για τις εκστρατείες, ξεκίνησε, αφού έστειλε αγγελιοφόρους στις πόλεις, ανήγγειλε πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν· και ο ίδιος θέλησε να πάει και να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπου ακριβώς θυσίασε και ο Αγαμέμνονας, όταν ξεκίνησε για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί, όταν έμαθαν οι Βοιώταρχοι  ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει τη θυσία, αλλά και του πέταξαν κάτω τα θυσιασμένα εντόσθια που βρήκαν πάνω στο βωμό. Ο Αγησίλαος, αφού επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών και γεμάτος οργή, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Αφού έφτασε στο Γεραιστό κι αφού συγκέντρωσε εκεί όσο περισσότερο στρατό μπόρεσε έκανε πανιά για την Έφεσσο.
     Όταν έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως ανθρώπους και τον ρώτησε για ποιο λόγο ήρθε κι εκείνος απάντησε: “Για να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα“. Σ’ αυτά απάντησε ο Τισσαφέρνης: “Αν εσύ συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή, ώσπου να ενημερώσω το βασιλιά, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θες, να φύγεις“. “Θα συμφωνούσα“, απάντησε ο Αγησίλαος, “αν δεν φοβόμουνα μη με γελάσεις“. “Μα μπορείς να έχεις εγγυήσεις ότι θα φερθώ στ’ αλήθεια τίμια“. “Τότε, αν φερθείς στ’ αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο θα ισχύει η ανακωχή“.
     Με τέτοια συμφωνία ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπρος στους απεσταλμένους του Αγησιλάου, Ηριππίδα, Δερκυλίδα και Μέγιλλο ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου ότι, εφόσον το έκανε αυτό, θα έμενε πιστός κι ο Αγησίλαος στην ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, όμως, αμέσως παραβίασε τον όρκο του, γιατί, αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη, έστειλε και ζήτησε από το βασιλιά δυνάμεις περισσότερες από όσες είχε προηγουμένως. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε σταθερός στην ανακωχή. Στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε ο Αγησίλαος, έτσι ο Λύσανδρος με τους 30 Σπαρτιάτες γύρισαν στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους. Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο, διοικητές του ιππικού, το Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των πάλαι ποτέ μισθοφόρων του Κύρου και το Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μες στη καρδιά της χώρας, για να  αρχίσουν αμέσως να ετοιμάζονται σωματικά και ψυχολογικά για τη μάχη.
     Ο Τισσαφέρνης νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα έλεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει και ότι αυτή τη φορά θα εισέβαλε πραγματικά στην Καρία, γι αυτό, έστειλε στην Καρία το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Ο Αγησίλαος, πράγματι, δεν μπλόφαρε αλλά, όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει, εισέβαλε αμέσως στην περιοχή των Σάρδεων. Προχωρώντας τρεις μέρες χωρίς να συναντήσει εχθρούς, έβρισκε άφθονα τα   εφόδια για το στρατό. Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε το εχθρικό ιππικό. Ο  διοικητής του πρόσταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων, αφού περάσει τον Πακτωλό ποταμό, να στήσει στρατόπεδο, ενώ οι άνδρες του, όταν είδαν τους υπηρέτες των Ελλήνων να είναι διασκορπισμένοι για πλιάτσικο, σκότωσαν πολλούς απ’ αυτούς. Όταν το είδε αυτό ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό να σπεύσει σε βοήθεια. Οι Πέρσες πάλι, μόλις είδαν τις ενισχύσεις, συγκεντρώθηκαν και παρέταξαν απέναντί τους πολλές μονάδες ιππικού. Τότε ο Αγησίλαος, επειδή είδε ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε. Αφού έκανε λοιπόν θυσία, αμέσως οδήγησε τη φάλαγγα ενάντια στο παραταγμένο ιππικό, ενώ, ταυτόχρονα, πρόσταζε τις κλάσεις των τριαντάρηδων οπλιτών να ορμήσουν εναντίον του και τους πελταστές να τρέξουν γρήγορα μπροστά, είπε και στο ιππικό να επιτεθεί, βεβαιώνοντας ότι ο ίδιος θ’ ακολουθούσε μ’ όλο τον υπόλοιπο στρατό. Οι Πέρσες απόκρουσαν το ιππικό, όταν, όμως, επιτέθηκαν όλα τα άλλα τμήματα ταυτόχρονα, υποχώρησαν κι άλλοι απ’ αυτούς έπεσαν στο ποτάμι κι άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Οι Έλληνες, καταδιώκοντάς τους, κατέλαβαν το στρατόπεδό τους. Οι πελταστές, όπως ήταν φυσικό, τράπηκαν σε λεηλασίες, ο Αγησίλαος, όμως, στρατοπέδευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους περικυκλώσει όλους μαζί, φίλους κι εχθρούς. Εκεί πήρε πολλά χρήματα, περισσότερα από 70 τάλαντα, και τις καμήλες, που πήρε μαζί του στην Ελλάδα.
     Όταν έγινε αυτή η μάχη, ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις, γι’ αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδωσε. Επειδή κι ο ίδιος ο βασιλιάς των Περσών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για τη κακή τροπή των υποθέσεών του, έστειλε τον Τιθραύστη και του έκοψε το κεφάλι. Ο Τιθραύστης, αφού έκανε αυτό, έστειλε πρέσβεις στον Αγησίλαο που είπαν τα εξής: “Αγησίλαε, ο υπαίτιος για τις δυσκολίες μας, και τις δικές σας και τις δικές μας, τιμωρήθηκε.  Τώρα ο βασιλεύς αξιώνει εσύ να γυρίσεις στη πατρίδα σου κι οι πόλεις θα έχουν ανεξαρτησία, αλλά θα του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο“. Όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε: “Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε στη περιοχή του Φαρναβάζου, αφού εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου“. “Τότε λοιπόν“, απάντησε ο Αγησίλαος, “ώσπου να φτάσω εκεί, δώσ’ μου τα απαραίτητα τρόφιμα για το στρατό“. Ο Τιθραύστης του έδωσε 30 τάλαντα κι ο Αγησίλαος, αφού τα πήρε, ξεκίνησε για τη Φρυγία που ανήκε στο Φαρναβάζο.
     Ενώ βρισκόταν στη πεδιάδα πάνω από τη Κύμη, πήρε εντολή από τους άρχοντες της Σπάρτης να αναλάβει και τη διοίκηση του ναυτικού και να διορίσει ναύαρχο όποιον ήθελε ο ίδιος. Αυτό το έκαναν οι Λακεδαιμόνιοι με το εξής σκεπτικό, ότι δηλαδή, αν αρχηγός και των δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, τότε και το πεζικό θα είναι πολύ πιο δυνατό, μια και οι δυνάμεις και των δύο θα είναι ενωμένες και το  ναυτικό, αφού θα ερχόταν για βοήθεια το πεζικό, όποτε χρειαζόταν. Όταν άκουσε αυτά ο Αγησίλαος, αρχικά παρήγγειλε στις πόλεις των νησιών και των παραλίων να ετοιμάσουν πλοία, όσα ήθελε η καθεμιά. Μ’ αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν συνολικά κάπου 120 καινούρια πολεμικά, άλλα απ’ αυτά που είχαν αναλάβει οι πόλεις κι άλλα από κείνα που εξόπλισαν ιδιώτες, θέλοντας να του φανούν ευχάριστοι. Κατόπιν, διόρισε ναύαρχο τον κουνιάδο του Πείσανδρο, άνθρωπο φιλόδοξο και ψυχωμένο αλλά χωρίς την απαιτούμενη εμπειρία για σωστή προετοιμασία. Ο Πείσανδρος, λοιπόν, αφού έφυγε, άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του ναυτικού. Ο Αγησίλαος, πάλι, συνέχισε τη πορεία του προς τη Φρυγία.
     Ο Τιθραύστης, επειδή σχημάτισε την άποψη ότι ο Αγησίλαος περιφρονούσε την εξουσία του βασιλιά κι ότι δεν είχε στο νου του να φύγει απ’ την Ασία αλλά αισιοδοξούσε πολύ ότι θα νικήσει το βασιλιά, επειδή δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τη κατάσταση, στέλνει τον Τιμοκράτη το Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και τον συμβουλεύει να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, παίρνοντας σίγουρες διαβεβαιώσεις ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους. Εκείνος, αφού έφτασε στην Ελλάδα, δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και το Γαλαξίδωρο, στη Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι, χωρίς να δεχτούν μερίδιο απ’ αυτά τα χρήματα, ήταν πρόθυμοι για τον πόλεμο, πιστεύοντας ότι έτσι θα ανακτούσαν την ηγεμονία. Εκείνοι που δέχτηκαν τα χρήματα, άρχισαν να συκοφαντούν τους Λακεδαιμονίους στις πόλεις τους κι αφού πέτυχαν να τους κάνουν μισητούς στους δικούς τους, συνυπέγραψαν συμμαχία ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις.
     Επειδή οι Θηβαίοι ηγέτες ήξεραν ότι, αν δεν άρχιζε κάποιος τον πόλεμο, οι Λακεδαιμόνιοι δε θα αποφάσιζαν να λύσουν τις σπονδές με τους συμμάχους, πείθουν τους Οπούντιους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στη περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, πιστεύοντας ότι ύστερα από αυτό οι Φωκείς θα εισβάλουν στη Λοκρίδα. Και δε διαψεύστηκαν, γιατί αμέσως οι Φωκείς εισέβαλαν στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε, οι οπαδοί του Ανδροκλείδα έπεισαν αμέσως τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς, με το επιχείρημα ότι οι Φωκείς δεν είχαν εισβάλει στην αμφισβητούμενη περιοχή αλλά στην ίδια τη Λοκρίδα, που ήταν αναγνωρισμένη ως φίλη και σύμμαχος της Θήβας. Όταν οι Θηβαίοι, αφού εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα, άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Σπάρτη ζητώντας βοήθεια κι εξηγώντας ότι δεν είχαν αρχίσει εκείνοι τον πόλεμο αλλά βρίσκονταν σε άμυνα όταν επιτέθηκαν στους Λοκρούς. Οι Λακεδαιμόνιοι τότε βρήκαν άριστο πρόσχημα να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβαίων, γιατί ήταν καιρός που ήταν οργισμένοι μαζί τους κι επειδή οι Θηβαίοι είχαν προβάλει την αξίωση στη Δεκέλεια να παίρνουν το δέκατο της λείας που ανήκε στον Απόλλωνα και επειδή είχαν αρνηθεί να τους ακολουθήσουν στην επιχείρηση εναντίον του Πειραιά. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι είχαν πείσει και τους Κορινθίους να αρνηθούν. Έφερναν επίσης στη μνήμη τους ότι οι Θηβαίοι είχαν εμποδίσει τον Αγησίλαο να κάνει θυσία στην Αυλίδα, ότι είχαν πετάξει τα θυσιασμένα σφάγια πάνω απ’ το βωμό κι ότι δεν ακολούθησαν τον Αγησίλαο στην Ασία. Εκτιμούσαν ακόμη ότι ήταν καλή η ευκαιρία να στείλουν στρατό εναντίον  τους και να σταματήσουν την αυθάδη συμπεριφορά των Θηβαίων απέναντί τους, γιατί η κατάσταση στην Ασία ήταν ευνοϊκή γι’ αυτούς, αφού ο Αγησίλαος ήταν κυρίαρχος και στην Ελλάδα κανένας άλλος πόλεμος δεν αποτελούσε γι’ αυτούς εμπόδιο.
     Καθώς τέτοιες ήταν οι αντιλήψεις στην πόλη των Λακεδαιμονίων, οι έφοροι  κήρυξαν επιστράτευση κι έστειλαν το Λύσανδρο στους Φωκείς, με διαταγή να πάει στην Αλίατρο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων και των Οιταίων, των  Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μια καθορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας, που επρόκειτο να αναλάβει την αρχηγία έχοντας μαζί του τους Λακεδαιμονίους και τους άλλους συμμάχους. Ο Λύσανδρος έκανε ό,τι του διέταξαν και κατόρθωσε επιπλέον να αποσπάσει και τους Ορχομενίους από τους Θηβαίους. Στο μεταξύ ο Παυσανίας, αφού έκανε τις καθιερωμένες θυσίες εξόδου και του βγήκαν ευνοϊκές, εγκαταστάθηκε στην Τεγέα  κι έστειλε αποκεί αξιωματικούς να παραλάβουν τις δυνάμεις των συμμάχων και, ταυτόχρονα, περίμενε τους στρατιώτες από τις άλλες πόλεις της περιοχής της Σπάρτης. Μόλις κατάλαβαν ωστόσο οι Θηβαίοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα εισβάλουν στη χώρα τους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα, που είπαν τα ακόλουθα:

   “Άνδρες Αθηναίοι, για όσα μας κατηγορείτε ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά απέναντί σας, άδικα μας κατηγορείτε, γιατί δεν τα ψήφισε αυτά η πόλη μας αλλά ένας μόνο άνθρωπος, που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στους συμμάχους. Όταν, μάλιστα, μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε εναντίον του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μην πάρουμε μέρος στην εκστρατεία. Επειδή λοιπόν εξαιτίας σας οργίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι εναντίον μας, νομίζουμε ότι είναι δίκαιο να βοηθήσετε την πόλη μας. Πολύ περισσότερο αξιώνουμε  πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη. Γιατί εκείνοι, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκρατικούς, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό ως δήθεν σύμμαχοί σας, και σας παρέδωσαν στο λαό, έτσι, όσο εξαρτιόταν απ’ αυτούς ήσασταν ολότελα χαμένοι, ενώ αυτός εδώ ο λαός σας έσωσε.
     Το ξέρουμε βέβαια όλοι μας, άνδρες Αθηναίοι, ότι θα θέλατε πολύ να αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία· πώς, όμως, είναι πιθανότερο να το πετύχετε αυτό, παρά αν βοηθήσετε όσους αδικούν εκείνοι; Το ότι εξουσιάζουν πολλούς μην το φοβάσθε, αλλά ίσα ίσα να παίρνετε θάρρος, ανακαλώντας στη μνήμη σας ότι, όταν και σεις εξουσιάζατε πολλούς, τότε είχατε και τους περισσότερους εχθρούς, αλλά όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν έκρυβαν το μίσος εναντίον σας. Μόλις όμως μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι, έδειξαν ποια αισθήματα είχαν απέναντί σας. Και τώρα ασφαλώς, αν φανούμε εμείς και σεις ότι συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα εκδηλωθούν πολλοί που τους μισούν. Ότι μιλάμε σωστά, αν το καλοσκεφθείτε, αμέσως θα το παραδεχτείτε. Ποιος έχει απομείνει στ’ αλήθεια φίλος τους; Ο Αργείοι δεν είναι ανέκαθεν εχθροί τους; Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς, που στον πόλεμο εναντίον σας με χίλια παρακάλια τους πείστηκαν από τους Λακεδαιμονίους και πήραν μέρος σ’ όλους τους μόχθους και τους κινδύνους  και τις δαπάνες. Κι αφού οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν όσα ήθελαν, ποια εδάφη ή τιμές ή χρήματα έδωσαν και σ’ αυτούς; Αντίθετα, αξίωσαν να διορίζουν είλωτες ως διοικητές και, μόλις τους ευνόησε η τύχη, επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, την ολιγαρχία τους. Αλλά και όσους έκαναν να αποστατήσουν από σας, είναι φανερό ότι τους ξεγέλασαν· αντί για ελευθερία τους έκαναν δύο φορές δούλους, γιατί, τους διοικούν τυραννικά και με δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη.
     Ο βασιλιάς πάλι της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, τώρα τι διαφορετικό απολαμβάνει από το αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους; Πώς λοιπόν δεν είναι φυσικό, αν μπείτε και πάλι επικεφαλής αυτών που ολοκάθαρα αδικούνται, να γίνετε η μεγαλύτερη δύναμη που υπήρξε ποτέ;  Γιατί, όταν είχατε την ηγεμονία, είναι γνωστό ότι κυριαρχούσατε μονάχα στους θαλασσινούς, τώρα θα εξουσιάζετε όλους, κι εμάς και τους Πελοποννησίους κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε και τον ίδιο τον βασιλιά που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη απ’ όλους. Βέβαια σταθήκαμε, όπως ξέρετε, πολύ άξιοι σύμμαχοι για κείνους, τώρα, όμως, είναι φυσικό να είμαστε στο πλευρό σας με περισσότερη διάθεση από ό,τι με τους Λακεδαιμονίους· γιατί δεν θ’ αγωνιζόμαστε, όπως τότε, για νησιώτες ή Συρακόσιους ή ξένους, αλλά για μας τους ίδιους που αδικούμαστε. Και τούτο  πρέπει να κατανοήσετε καλά, ότι δηλαδή πολύ πιο εύκολα μπορεί να πολεμηθεί η πλεονεξία των Λακεδαιμονίων απ’ ό,τι η πάλαι ποτέ δική σας ηγεμονία, εσείς, έχοντας ναυτικό, εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ αυτοί αν και είναι λίγοι, έχουν επιβληθεί και σε πολλούς και σε εξοπλισμένους. Τελικά, αυτό σας λέμε. Να   το ξέρετε, λοιπόν, καλά, άνδρες Αθηναίοι, ότι νομίζουμε ότι σας προσκαλούμε για πολύ πιο ωφέλιμα πράγματα για τη δική σας πόλη παρά για τη δική μας“.

     Ο Αγησίλαος λοιπόν αυτά σχεδίαζε. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, όταν πληροφορήθηκαν ότι είχαν φτάσει τα χρήματα στην Ελλάδα κι ότι οι μεγαλύτερες πόλεις είχαν συνασπισθεί εναντίον τους για πόλεμο, θεώρησαν ότι η πόλη τους βρίσκεται σε κίνδυνο κι έκριναν ότι ήταν ανάγκη να εκστρατεύσουν εναντίον τους. Αυτοί λοιπόν ετοιμάζονταν γι’ αυτά και ταυτόχρονα στέλνουν στον Αγησίλαο, τον Επικυδίδα. Κι αυτός, μόλις έφτασε, ανακοίνωσε και για τα άλλα πώς είχαν κι ότι η πόλη του παραγγέλνει να βοηθήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα τη πατρίδα. Ο Αγησίλαος, μόλις τα άκουσε, στεναχωρήθηκε βέβαια, αναλογιζόμενος ποιες τιμές και ποιες ελπίδες ματαίωνε, όμως αμέσως συγκάλεσε τους συμμάχους και τους ανακοίνωσε τα όσα του παράγγειλε η πόλη και τους είπε ότι ήταν αναγκαίο να βοηθήσει τη πατρίδα. “Αν εκείνα εξελιχθούν καλά” είπε “να ξέρετε καλά, άνδρες σύμμαχοι, ότι δε θα σας ξεχάσω αλλά πάλι θα έλθω για να κάνω όσα εσείς έχετε ανάγκη“.
     Στο άκουσμα αυτών πολλοί δάκρυσαν κι όλοι αποφάσισαν μαζί με τον Αγησίλαο  να βοηθήσουν τη Σπάρτη· και αν τα εκεί εξελιχθούν καλά, θα τον έπαιρναν και θα γύριζαν πάλι στην Ασία. Αυτοί λοιπόν προετοιμάζονταν να τον ακολουθήσουν Κι ο Αγησίλαος άφησε στην Ασία διοικητή τον Εύξενο και κοντά του περισσότερους από 40000 φρουρούς, για να μπορεί να προστατεύει τις πόλεις· αυτός, επειδή διαπίστωσε ότι πολλοί από τους στρατιώτες προτιμούσαν να παραμείνουν εκεί περισσότερο παρά να εκστρατεύσουν εναντίον των Ελλήνων, επιθυμώντας να πάρει μαζί του όσο το δυνατόν περισσότερους και καλλίτερους, προκήρυξε βραβεία για τις πόλεις,  που θα έστελνε το καλλίτερο στράτευμα και για τους λοχαγούς των μισθοφόρων, για όποιον θα εξεστράτευε έχοντας τον πιο καλά εξοπλισμένο λόχο οπλιτών και τοξοτών και πελταστών. Προανήγγειλε και στους αρχηγούς του ιππικού ότι και σ’ αυτούς θα απονείμει βραβεία, σ’ όποιον θα παρουσίαζε τη καλλίτερη ίλη σε άλογα κι εξοπλισμό. Είπε μάλιστα ότι τη βράβευση θα την έκανε μόλις θα περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, στη Χερσόνησο, για να γνωρίζουν καλά ότι πρέπει να επιλέξουν καλά τους στρατιώτες. Τα βραβεία ήταν τα περισσότερα καλοδουλεμένα με διάκοσμο όπλα για τους οπλίτες και τους ιππείς· ήταν και χρυσά στεφάνια· το σύνολο των βραβείων δε στοίχισε λιγότερο από τέσσερα τάλαντα. Μετά από τόσο μεγάλη δαπάνη, κατασκευάστηκαν για το στρατό όπλα μεγάλης αξίας. Αφού πέρασε τον Ελλήσποντο, διορίστηκαν κριτές ο Μένασκος και ο Ηριππίδας και ο Όρσιππος από την πλευρά των Λακεδαιμονίων, και ένας από κάθε πόλη από την πλευρά των συμμάχων. Κι ο Αγησίλαος, αφού έκανε την απονομή των επάθλων, ακολουθούσε με το στράτευμά του τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει κι ο Πέρσης βασιλιάς, όταν εξεστράτευσε εναντίον της Ελλάδας.
     Στο μεταξύ οι έφοροι όρισαν και τοποθέτησαν φρουρά, η πόλη, επειδή ο  Αγησίπολης ήταν ακόμη μικρός, διέταξε τον Αριστόδημο να ηγηθεί του στρατού, καθώς ήταν από τη βασιλική γενιά κι επίτροπος του παιδιού. Κι όταν εξεστράτευσαν οι Λακεδαιμόνιοι κι οι εχθροί ήταν συγκεντρωμένοι, συσκεφτήκανε και συλλογίζονταν πώς θα δίνανε τη μάχη όσο το δυνατόν με περισσότερη επιτυχία από την πλευρά τους. Και ο Τιμόλαος ο Κορίνθιος είπε:

   “Μου φαίνεται, άνδρες σύμμαχοι, ότι το θέμα των Λακεδαιμονίων είναι όμοιο, όπως ακριβώς τα ποτάμια. Γιατί και τα ποτάμια στις πηγές τους δεν είναι μεγάλα αλλά ευκολοδιάβατα, όσο όμως απομακρύνονται, επειδή χύνονται σ’ αυτά κι άλλα ποτάμια, καθιστούν τη ροή τους πιο ορμητική. Το ίδιο κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν αρχικά εκστρατεύουν είναι μόνοι τους, καθώς όμως προχωρούν και καταλαμβάνουνε κι άλλες πόλεις, γίνονται περισσότεροι και πιο δυσκολοπολέμητοι. Εγώ τουλάχιστον διαπιστώνω, είπε, ότι κι όσοι θέλουν να εξουδετερώσουν σφήκες, αν επιχειρήσουν να τις κυνηγήσουν έξω από τη φωλιά τους, τους τσιμπούν πολλές  μαζί, αν όμως βάλουν τη φωτιά όσο είναι μέσα, ότι δεν παθαίνουν αυτοί τίποτε κι εξουδετερώνουν τις σφήκες (αγριομέλισσες). Αναλογιζόμενος αυτά,  κρίνω ότι είναι το καλλίτερο να δώσουμε τη μάχη περισσότερο κοντά στη Σπάρτη, ειδάλλως όσο το δυνατόν πιο κοντά της“.

     Επειδή έδωσε την εντύπωση ο Τιμόλαος ότι μίλησε σωστά, ψήφισαν τα όσα είπε. Και ενώ συζητούσαν για την αρχηγία και συμφωνούσαν για πόσους σε βάθος έπρεπε να έχει παραταγμένους όλο το στράτευμα, για να μην αφήνουν περιθώριο στους εχθρούς για περικύκλωσή τους οι πόλεις με βαθιά διάταξη των γραμμών του στρατού τους, στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι, έχοντας μάλιστα πάρει μαζί τους τους Τεγεάτες και τους Μαντινείς, εξεστράτευσαν προς την πόλη την περιβαλλόμενη από δύο θάλασσες. Και προχωρώντας, σχεδόν ταυτόχρονα οι σύμμαχοι με τους Κορίνθιους έφτασαν στη Νεμέα κι οι Λακεδαιμόνιοι με τους συμμάχους τους στη Σικυώνα. Κι όταν εκείνοι εισέβαλαν προς την Επιείκεια, οι γυμνήτες των αντιπάλων τους επέφεραν δεινά πλήγματα αρχικά χτυπώντας αυτούς από ψηλότερα μέρη με ακόντια και τόξα. Και όταν ανέβηκαν προς τη θάλασσα, από κει προχωρούσαν μέσα από τη πεδιάδα δενδροτομώντας και καίγοντας την ύπαιθρο· όμως και οι άλλοι απομακρύνθηκαν και στρατοπέδευσαν, έχοντας μπροστά τους τη χαράδρα· όταν  και οι Λακεδαιμόνιοι προχωρώντας δεν απείχαν από τους εχθρούς πάνω από 10 στάδια, στρατοπέδευσαν κι αυτοί και έμεναν αδρανείς.
     Μετά από αυτό, όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν από τους εξόριστους Κορίνθιους ότι οι συμπολίτες τους είχαν όλα τα κοπάδια τους σώα και τα έβοσκαν στο Πείραιο και τρέφονταν από εκεί, εκστρατεύουν πάλι στην Κόρινθο με αρχηγό και τότε τον Αγησίλαο. Αρχικά έφτασε στον Ισθμό· ήταν ο μήνας που γιορτάζονταν τα Ίσθμια, και οι Αργείοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί προσφέροντας θυσία στον Ποσειδώνα, γιατί η Κόρινθος ανήκε στο Άργος. Όταν αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζει ο Αγησίλαος, εγκατέλειψαν τα ζώα που είχαν θυσιάσει και τα φαγητά που είχαν προετοιμάσει και έντρομοι αποχώρησαν στην πόλη από το δρόμο προς τις Κεχρειές. Αν και τους αντιλήφθηκε ο Αγησίλαος, όμως δεν τους καταδίωξε, αλλά, αφού κατασκήνωσε στο ιερό, πρόσφερε ο ίδιος θυσίες στο θεό και περίμενε, ώσπου οι εξόριστοι των Κορινθίων έκαναν τη θυσία τους προς τιμή του Ποσειδώνα και τους αθλητικούς αγώνες. Οι Αργείοι πάλι, μετά την αποχώρηση του Αγησιλάου γιόρτασαν από την αρχή ξανά τα Ίσθμια. Έτσι, συνέβη εκείνη τη χρονιά σε κάποια αγωνίσματα να έχουμε δυο ηττημένους και σε μερικά πάλι δυο νικητές. Τη 4η μέρα ο Αγησίλαος οδήγησε το στράτευμα προς το Πείραιο. Όταν διαπίστωσε ότι φρουρούνταν από πολλούς, αποχώρησε μετά το μεσημέρι προς την πόλη, με την ιδέα ότι θα του παραδινόταν η πόλη· έτσι οι Κορίνθιοι, από φόβο μήπως προδοθεί   η πόλη από κάποιους, έστειλαν και κάλεσαν τον Ιφικράτη με τους περισσότερους από τους πελταστές του. Κι όταν ο Αγησίλαος έμαθε ότι αυτοί είχαν περάσει κατά   τη διάρκεια της νύχτας, άλλαξε κατεύθυνση και πρωί–πρωί βάδιζε προς το Πείραιο. Αυτός προχωρούσε μέσω της θερμής περιοχής παραλιακά, ενώ ένα τμήμα έδωσε διαταγή να ανεβεί προς τα υψώματα. Αυτή τη νύχτα ο ίδιος στρατοπέδευσε κοντά στις θερμές πηγές και το στρατιωτικό τμήμα διανυκτέρευσε πάνω στο βουνό.
     Τότε ο Αγησίλαος διακρίθηκε για μια μικρή αλλά καίρια σκέψη. Επειδή από αυτούς που μετέφεραν το φαγητό στο τάγμα κανείς δεν είχε φέρει και φωτιά και επειδή επικρατούσε κρύο, καθώς ήταν σε μεγάλο υψόμετρο και είχε συνάμα βρέξει και  είχε πέσει και χαλάζι τις βραδινές ώρες και είχαν ανεβεί και με καλοκαιρινά, καθότι ήταν καλοκαίρι, επειδή τους έπιασε σύγκρυο και μέσα στο σκοτάδι έδειχναν και απροθυμία για το φαγητό, στέλνει σ’ αυτούς ο Αγησίλαος περίπου δέκα άνδρες κουβαλώντας φωτιά μέσα σε χύτρες. Και επειδή αυτοί διασκορπίστηκαν σε  διάφορα σημεία του βουνού και άναψαν πολλές και μεγάλες φωτιές, καθώς υπήρχε αφθονία ξύλων, όλοι λοιπόν άλειψαν τα σώματά τους με λάδι και πολλοί άρχισαν να παίρνουν το δείπνο τους. Εκείνο το βράδυ φάνηκε να καίγεται και ο ναός του Ποσειδώνα· ποιος βέβαια έβαλε τη φωτιά κανείς δεν το γνωρίζει. Μόλις αντιλήφθηκαν οι άνθρωποι που ήταν μέσα στο Πείραιο ότι κατέχονταν οι κορυφές, δεν πρόβαλαν καμμιά άμυνα, αλλά κατέφυγαν στο Ηραίο κι οι άνδρες κι οι γυναίκες κι οι δούλοι κι οι ελεύθεροι και τα περισσότερα κοπάδια. Ο Αγησίλαος βάδιζε με το στρατό του παραθαλάσσια και το τάγμα πάνω από το βουνό κατεβαίνει εναντίον της Οινόης και κυριεύει το τείχος κι αφαιρεί τα υπάρχοντα της πόλης, ενώ οι στρατιώτες εκείνη τη μέρα πήρανε πολλά τρόφιμα από τα γύρω χωριά. Αυτοί που είχανε καταφύγει στο Ηραίο βγήκανε τότε έξω, για να αφήσουνε στον Αγησίλαο ν’ αποφασίσει γι’ αυτούς ό,τι ήθελε. Αυτός αποφάσισε να παραδώσει στους εξόριστους όσους απ’ αυτούς είχαν συμμετοχή στις σφαγές κι όλοι οι άλλοι   να πουληθούν. Έτσι, βγήκαν από το Ηραίο πολλοί αιχμάλωτοι· στο μεταξύ κατέφθασαν πολλές αντιπροσωπίες και από αλλού, και ήρθαν και απεσταλμένοι  των Βοιωτών για να ρωτήσουν τι θα έπρεπε να κάνουν για να πετύχουν ειρήνη. Ο Αγησίλαος, με υπερβάλλουσα έπαρση, έκρινε ότι ούτε καν έπρεπε να τους δει αυτούς, αν και παραβρισκόταν και ο πρόξενος Φάρακας να τους παρουσιάσει· καθισμένος στο κυκλικό οικοδόμημα γύρω από τη λίμνη, παρακολουθούσε τα όσα έβγαιναν (από την πόλη Ηραίο). Ένοπλοι Λακεδαιμόνιοι με τα δόρατα ακολουθούσαν ως φύλακες τους αιχμαλώτους, προκαλώντας εξαιρετικό το θαυμασμό από τους παρόντες· γιατί οι χαρούμενοι και οι νικητές ανέκαθεν μοιάζουν να είναι κάπως αξιοθέατοι.
     Κι ενώ ακόμη ήταν καθισμένος ο Αγησίλαος και φαινόταν να χαίρεται με τα όσα γίνονταν, έτρεχε προς το μέρος του κάποιος ιππέας με καταϊδρωμένο το άλογό του. Στις ερωτήσεις πολλών τι είχε να αναγγείλει δεν απαντούσε σε κανέναν, αλλά, όταν πλησίαζε τον Αγησίλαο, αφού πήδησε από το άλογό του, και τρέχοντας κοντά του σκυθρωπός, του ανακοινώνει τη συμφορά στο Λέχαιο. Αυτός, μόλις το άκουσε, αμέσως ανασηκώθηκε από το κάθισμά του, πήρε το δόρυ και διέταξε τον κήρυκα να καλέσει τους πολέμαρχους και τους λοχαγούς και τους διοικητές των συμμαχικών ταγμάτων του. Κι όταν εκείνοι έτρεξαν κοντά του, διέταξε και τους άλλους -γιατί δεν είχαν ακόμη δειπνήσει- να φάνε κι αμέσως να τον ακολουθήσουν με τη μέγιστη ταχύτητα, ενώ ο ίδιος με τους επιτελείς του ξεκίνησε χωρίς να καθίσει για φαγητό. Οι δορυφόροι κρατώντας τα όπλα τον ακολουθούσαν βιαστικά, καθώς ο ίδιος προπορευόταν κι οι άλλοι έρχονταν πίσω του. Κι όταν είχε διαβεί τις θερμές πηγές στα ανοιχτά του Λεχαίου, τον πλησίασαν 3 ιππείς και του αναγγέλλουν ότι ήδη είχαν περισυλλεγεί οι νεκροί για ταφή. Όταν το άκουσε αυτό, έδωσε διαταγή στο στράτευμα να αποθέσει τα όπλα και να ξεκουρασθεί για λίγο και στη συνέχεια βάδισε πάλι προς το Ηραίο, την επόμενη μέρα πούλησε τα λάφυρα του πολέμου.
    Όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν ότι ο Κόνωνας με χρήματα του Πέρση βασιλιά ανοικοδομεί το τείχος των Αθηναίων και συντηρώντας με τα χρήματα εκείνου το ναυτικό φέρνει στο πλευρό των Αθηναίων και τα νησιά και τις παραθαλάσσιες πόλεις, έκριναν ότι, αν αναφέρουν αυτά στον Τιρίβαζο, που ήταν στρατηγός του βασιλιά, ή θα προσέλκυαν με το μέρος τους τον Τιρίβαζο ή θα τον απέτρεπαν να ενισχύσει το ναυτικό του Κόνωνα. Πήραν λοιπόν απόφαση και στέλνουν προς τον Τιρίβαζο τον Ανταλκίδα με την εντολή να ενημερώσει αυτόν γι’ αυτά και να προσπαθήσει να συνάψει ειρήνη ανάμεσα στην πόλη τη Σπάρτη και στον Πέρση βασιλιά. Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό οι Αθηναίοι, στέλνουν κι αυτοί πρέσβεις μαζί με τον Κόνωνα, τους Ερμογένη, Δίωνα, Καλλισθένη, Καλλιμέδοντα. Κάλεσανε ταυτόχρονα και πρέσβεις από άλλες συμμαχικές πόλεις· έτσι παραβρέθηκαν και πρέσβεις από τη Βοιωτία, τη Κόρινθο και το Άργος. Όταν έφτασαν εκεί, ο Ανταλκίδας είπε προς τον Τιρίβαζο ότι έχει έλθει με πρόθεση να συνάψει ειρήνη ανάμεσα στη Σπάρτη και τον Πέρση βασιλιά και μάλιστα με όρους που θα πρότεινε ο βασιλιάς. Πάντως οι Λακεδαιμόνιοι δε διεκδικούν από το βασιλιά τις ελληνικές πόλεις της Ασίας και θα είναι ικανοποιημένοι να κηρυχτούν αυτόνομα όλα τα νησιά κι οι άλλες πόλεις. “Πράγματι“, είπε, “αφού εμείς δεχόμαστε κάτι τέτοιο, για ποιο λόγο θα πολεμούσαν εναντίον μας οι Έλληνες ή ο βασιλιάς και θα ξόδευε χρήματα; Γιατί, αν οι πόλεις είναι αυτόνομες, ούτε οι Αθηναίοι χωρίς τη δική μας αρχηγία, ούτε εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να εκστρατεύσουμε“.
     Στον Τιρίβαζο άρεσαν πολύ τα όσα είπε ο Ανταλκίδας· για τους αντιπάλους οι προτάσεις είχαν την εξής σημασία. Οι Αθηναίοι δηλαδή φοβούνταν να συναινέσουν να κηρυχθούν αυτόνομα τα νησιά, γιατί θα έχαναν τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη  Σκύρο κι οι Θηβαίοι φοβούνταν μήπως υποχρεωθούν να αφήσουν αυτόνομες τις πόλεις της Βοιωτίας,κι οι Αργείοι, πράγμα που επιθυμούσαν, έκριναν ότι δε θα μπορούσαν να έχουν την Κόρινθο ως νέο Άργος, αν υπογράφονταν τέτοιες συνθήκες και σπονδές. Έτσι αυτή η προσπάθεια για ειρήνη δεν τελεσφόρησε κι ο καθένας τους γύρισε στη πατρίδα του. Ο Τιρίβαζος λοιπόν έκρινε ότι δεν του ήταν πολύ ασφαλές να ταχθεί με τους Λακεδαιμόνιους χωρίς την έγκριση του βασιλιά του· έδωσε όμως κρυφά χρήματα στον Ανταλκίδα για να εξοπλισθεί ναυτικό από τους Λακεδαιμόνιους και για να επιζητήσουν την ειρήνη περισσότερο οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους, και φυλάκισε τον Κόνωνα, γιατί τάχα αδικούσε το βασιλιά και γιατί οι Λακεδαιμόνιοι μιλούσαν ορθά. Μετά από αυτά, ανέβαινε προς το βασιλιά για να τον ενημερώσει για όσα πρότειναν οι Λακεδαιμόνιοι και για το ότι είχε συλλάβει τον Κόνωνα ως αδικοπραγούντα και για να ρωτήσει τι έπρεπε να κάνει για όλα αυτά.
     Ο βασιλιάς λοιπόν, όταν έφτασε ο Τιρίβαζος κοντά του, στέλνει το Στρούθα να φροντίσει τα σχετικά με τη θάλασσα. Αλλά ο Στρούθας ευνοούσε ισχυρά τους Αθηναίους και  τους συμμάχους τους, αναλογιζόμενος πόσα δεινά είχε υποστεί η χώρα του βασιλιά από τον Αγησίλαο. Και οι Λακεδαιμόνιοι, όταν διαπίστωσαν πόσο εχθρικά διάκειται ο Στρούθας απέναντί τους και πόσο φιλικά προς τους Αθηναίους, έστειλαν εναντίον του για πόλεμο το Θίβρωνα. Αυτός, περνώντας απέναντι, και με ορμητήριο την Έφεσο και τις πόλεις της πεδιάδας του Μαιάνδρου Πριήνη και Λεύκοφρη και Αχίλλειο λεηλατούσε τη χώρα του Πέρση βασιλιά. Με το πέρασμα του χρόνου, διαπιστώνοντας ο Στρούθας ότι ο Θίβρωνας κάθε φορά προσέτρεχε σε βοήθεια άτακτα και περιφρονητικά, έστειλε στην πεδιάδα ιππείς με διαταγή να κάνουν επιδρομή και να τους περικυκλώσουν στο μέτρο που μπορούσαν. Ο Θίβρωνας τότε τύχαινε να είναι στη σκηνή του μετά το φαγητό με τον αυλητή Θέρσανδρο. Ο Θέρσανδρος δεν ήταν μόνο άριστος αυλητής αλλά καυχιόταν και για τη σωματική του ρώμη ως λάτρης των Σπαρτιατών. Όταν ο Στρούθας είδε ότι εκείνοι βοηθούσαν ασύντακτα και ότι οι πρώτοι τους ήταν λίγοι, εμφανίζεται οδηγώντας μαζί του πολλούς και πειθαρχημένους ιππείς. Πρώτους σκότωσαν το Θίβρωνα και το Θέρσανδρο· μόλις έπεσαν αυτοί νεκροί, στράφηκαν και εναντίον του άλλου στρατεύματος και κατά την καταδίωξη σκότωσαν πάρα πολλούς –υπήρξαν και κάποιοι από αυτούς που σώθηκαν καταφεύγοντας στις φιλικές πόλεις– και περισσότερους γιατί αργά αντιλήφθηκαν την επιχείρηση. Εξάλλου πολλές φορές, όπως και τότε, αναλάμβανε (ο Θίβρωνας) επιχειρήσεις χωρίς από νωρίτερα να δίδει τις απαραίτητες διαταγές. Αυτά λοιπόν έτσι έγιναν. Έτσι, όταν ανακοίνωσε ο Τιρίβαζος να έλθουν σε σύσκεψη όσοι ήθελαν να πληροφορηθούν τους όρους της ειρήνης που υπαγόρευε ο Πέρσης βασιλιάς, αμέσως ανταποκρίθηκαν όλοι τους. Κι όταν συγκεντρώθηκαν, ο Τιρίβαζος παρουσίασε τα γραπτά του βασιλιά και διάβαζε το περιεχόμενό τους. Αυτό ήταν το εξής:

   “Ο βασιλιάς Αρταξέρξης θεωρεί δίκαιο να είναι δικές του οι πόλεις της Ασίας και από τα νησιά οι Κλαζομενές και η Κύπρος, ενώ οι άλλες ελληνικές πόλεις και μικρές και μεγάλες να αφεθούν αυτόνομες εκτός από τη Λήμνο και την Ίμβρο και τη Σκύρο· αυτές, όπως και από παλιά, να ανήκουν στους Αθηναίους. Όσοι δεν αποδέχονται αυτή την ειρήνη, αυτούς εγώ θα τους πολεμήσω με όσους συμφωνούν μ’ αυτά και στη στεριά και στη θάλασσα και με πλοία και με χρήματα“.

     Αφού άκουσαν λοιπόν αυτά οι πρέσβεις από τις πόλεις, γύρισαν και τα  ανακοίνωσαν ο καθένας στην πόλη του. Και όλοι οι άλλοι διαβεβαίωσαν με όρκο ότι θα τα τηρήσουν αυτά, αλλά οι Θηβαίοι πρόβαλαν την αξίωση να ορκισθούν εκ μέρους όλων των Βοιωτών. Ο Αγησίλαος όμως είπε ότι δε θα δεχθεί τους όρκους,   αν δεν ορκισθούν σύμφωνα με το κείμενο του Πέρση βασιλιά, να είναι δηλαδή αυτόνομες και οι μικρές και οι μεγάλες πόλεις. Οι πρέσβεις των Θηβαίων έλεγαν ότι δεν είχε δοθεί σ’ αυτούς τέτοια εξουσιοδότηση. “Πηγαίνετε λοιπόν” είπε ο Αγησίλαος “και ρωτήστε· πέστε τους επίσης και τα εξής, ότι αν δεν αποδεχθούν αυτά, θα μείνουν έξω από τις σπονδές”. Αυτοί λοιπόν έφυγαν. Ο Αγησίλαος πάλι, λόγω της έχθρας του εναντίον των Θηβαίων, δεν καθυστέρησε, αλλά αφού έπεισε τους εφόρους, πρόσφερε θυσίες. Και επειδή οι θυσίες βγήκαν ευνοϊκές για έξοδο στρατού, αφού έφτασε στην Τεγέα, έστελνε ιππείς στους περίοικους να  επισπεύσουν τη στρατολόγηση ανδρών, έστελνε και αρχηγούς συμμαχικού στρατού στις πόλεις. Πριν όμως ξεκινήσει από την Τεγέα, κατέφτασαν οι Θηβαίοι λέγοντας  ότι αφήνουν αυτόνομες τις πόλεις. Έτσι οι Λακεδαιμόνιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους και οι Θηβαίοι εξαναγκάστηκαν να μπουν στις σπονδές, αφού πρώτα άφησαν αυτόνομες τις πόλεις της Βοιωτίας.
     Οι Κορίνθιοι πάλι δεν έδιωχναν τη φρουρά των Αργείων. Αλλά ο Αγησίλαος προειδοποίησε κι αυτούς, τους πρώτους ότι αν δεν απομακρύνουν τους Αργείους και τους δεύτερους αν δε φύγουν από την Κόρινθο, θα κηρύξει πόλεμο εναντίον τους. Και καθώς φοβήθηκαν και οι δυο αποχώρησαν οι Αργείοι και η πόλη των Κορινθίων αισθάνθηκε ανεξάρτητη, οι δολοφόνοι και πρωταίτιοι αυτού του κακού το κατάλαβαν και έφυγαν από την Κόρινθο· οι υπόλοιποι πολίτες εθελούσια δέχτηκαν την επιστροφή των πρώην εξορίστων ολιγαρχικών. Αφού τακτοποιήθηκαν αυτά και διαβεβαίωσαν με όρκο οι πόλεις ότι θα μείνουν σταθερές στην ειρήνη που τους υπαγόρευσε ο Πέρσης βασιλιάς, διαλύθηκαν ύστερα οι  πεζικοί στρατοί και οι ναυτικές τους δυνάμεις. Ανάμεσα στους Λακεδαιμόνιους και τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, μετά τον τελευταίο πόλεμο και το γκρέμισμα των τειχών, αυτή ήταν η πρώτη ειρήνη. Κατά τη διάρκεια του τωρινού πολέμου, αν και οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν σημειώσει μεγάλες επιτυχίες εναντίον των αντιπάλων τους, βγήκαν πολύ πιο κερδισμένοι λόγω της επονομαζόμενης Ανταλκίδειας ειρήνης. Γιατί, αναλαμβάνοντας εγγυητές της ειρήνης που υπαγορεύτηκε από τον Πέρση βασιλιά κι επιβάλλοντας την αυτονομία στις πόλεις, πήραν αρχικά την Κόρινθο σύμμαχο, κατέστησαν αυτόνομες τις Βοιωτικές πόλεις από τη Θήβα, πράγμα που από καιρό το επιθυμούσαν, σταμάτησαν και τους Αργείους να ελέγχουν την Κόρινθο, απειλώντας τους με εκστρατεία αν δεν αποχωρούσαν από την Κόρινθο.
     Ο Φοιβίδας, αφού είχαν συγκεντρωθεί και οι υπόλοιπες δυνάμεις για τον Ευδαμίδα, τους πήρε υπό την ηγεσία του και ξεκίνησε. Όταν έφτασαν προς τη Θήβα, στρατοπέδευσαν έξω από την πόλη κοντά στο γυμναστήριο· καθώς οι Θηβαίοι βρίσκονταν σε κατάσταση πολιτικών διαταραχών, πολέμαρχοι ήταν ο Ισμηνίας και ο Λεοντιάδης, πολιτικοί αντίπαλοι μεταξύ τους και ο καθένας τους αρχηγός στο πολιτικό του κόμμα. Ο Ισμηνίας λοιπόν, λόγω του μίσους του προς τους Λακεδαιμόνιους, δεν πλησίαζε το Φοιβίδα. Ο Λεοντιάδης όμως και με άλλους τρόπους τον προσέγγισε και όταν εξοικειώθηκε μαζί του, του είπε τα εξής:

   “Αυτή εδώ τη μέρα, Φοιβίδα, σου δίνεται η ευκαιρία να προσφέρεις τη μέγιστη υπηρεσία στην πατρίδα σου· γιατί, αν με ακολουθήσεις με τους οπλίτες σου, εγώ θα σε οδηγήσω μέσα στην ακρόπολη. Κι αν γίνει αυτό, να ξέρεις ότι η Θήβα θα ανήκει ανεπιφύλακτα στους Λακεδαιμόνιους και εμείς θα είμαστε με τους δικούς σας φίλους. Τώρα βέβαια, όπως βλέπεις, έχει εκδοθεί διάταγμα να μην εκστρατεύσει κανένας μαζί σου από τους Θηβαίους εναντίον των Ολυνθίων· αν όμως εσύ συνεργασθείς μαζί μας σ’ αυτά, αμέσως εμείς θα στείλουμε μαζί σου πολλούς οπλίτες και πολλούς επίσης ιππείς· έτσι θα βοηθήσεις τον αδελφό σου με μεγάλη δύναμη και, ενώ εκείνος θα πασχίζει να υποτάξει την Όλυνθο, εσύ θα έχεις ήδη κυριεύσει τη Θήβα, πόλη πολύ μεγαλύτερη από την Όλυνθο“.

     Όταν τα άκουσε αυτά ο Φοιβίδας, ανακουφίστηκε, γιατί επιθυμούσε σφοδρά να πετύχει κάποιο λαμπρό κατόρθωμα παρά να ζήσει στην αφάνεια, μάλιστα δεν έδιδε την εντύπωση ότι πρόκειται για λογικό και σώφρονα άνθρωπο. Κι αφού αποδέχτηκε αυτά, του συνέστησε να προωθηθεί, όπως εξάλλου είχε προετοιμασθεί για την αναχώρησή του: “Όταν θα είναι η κατάλληλη στιγμή”, είπε ο Λεοντιάδης, “θα έλθω εγώ να σε συναντήσω κι ο ίδιος θα σε κατευθύνω.”.
     Τον επόµενο χρόνο, που µάλιστα έγινε έκλειψη σελήνης ένα βράδυ και κάηκε ο παλιός ναός της Αθηνάς στη πόλη, που ήταν έφορος ο Πιτύας κι άρχοντας στην Αθήνα ο Καλλίας, έληξε η θητεία του Λυσάνδρου, αφού συµπληρώνονταν 24 χρόνια πολέµου κι οι Λακεδαιµόνιοι έστειλαν αρχηγό του στόλου τον Καλλικρατίδα. Όταν ο Λύσανδρος του παρέδιδε τα πλοία, έλεγε στον Καλλικρατίδα ότι του παραδίδει την ηγεσία σε στιγµή που κυριαρχεί στη θάλασσα, έχοντας κερδίσει ναυµαχία. Αυτός του απάντησε ότι θα τον παραδεχτεί για θαλασσοκράτορα, αν ξεκινήσει από την Έφεσο, περάσει από τ’ αριστερά του τη Σάµο, όπου ναυλοχεί ο αθηναϊκός στόλος και του παραδώσει τα πλοία στη Μίλητο. Όταν ο Λύσανδρος αποκρίθηκε ότι δε µπερδεύεται σε ξένες υποθέσεις τη στιγµή που άλλος έχει τη διοίκηση, ο ίδιος ο Καλλικρατίδας επάνδρωσε, πέρα από τα πλοία που είχε παραλάβει από το Λύσανδρο, άλλα 50 από τη Χίο, τη Ρόδο κι από άλλους συµµάχους. Αφού συγκέντρωσε έτσι συνολικά 140 πλοία, ετοιµάστηκε να αντιµετωπίσει τον εχθρό. Κι όταν έµαθε ότι υποσκάπτεται από τους φίλους του Λυσάνδρου, που όχι µόνο έδειχναν απροθυµία στην υπηρεσία τους αλλά διέδιδαν στις πόλεις ότι οι Λακεδαιµόνιοι κάνουν µεγάλα λάθη στις αλλαγές των ναυάρχων, τοποθετώντας άσχετους και χωρίς γνώσεις για το ναυτικό, οι οποίοι δεν ξέρουν να µεταχειρίζονται το έµψυχο υλικό τους, στέλνοντας άλλους, ανίδεους από θάλασσα κι άγνωστους στους πληθυσµούς της περιοχής, κι ότι από κάτι τέτοια κινδυνεύουν οι Λακεδαιµόνιοι να πάθουν συµφορές, ο Καλλικρατίδας µετά από αυτά συγκέντρωσε όσους Λακεδαιµονίους βρίσκονταν εκεί κι έτσι τους μίλησε:

  “Εµένα µου ήταν αρκετό να καθήσω στον τόπο µου κι αν ο Λύσανδρος ή κάποιος άλλος πιστεύει πως έχει περισσότερη πείρα στα ναυτικά πράγµατα, ας κοπιάσει. Δεν είµαι εγώ που θα τον εµποδίσω, όµως, µια κι η πόλη µ’ έστειλε αρχηγό του στόλου, δε µπορώ να κάνω τίποτε άλλο παρά να εκτελέσω, όσο µπορώ καλλίτερα, τις διαταγές που πήρα. Εσείς ωστόσο, αφού ξέρετε εξίσου καλά και τις φιλοδοξίες µου και τις κατηγορίες εναντίον της πόλη µας, πείτε µου τι θεωρείτε προτιµότερο, να µείνω δηλαδή ή να γυρίσω πίσω, για να αναφέρω ποια είναι η κατάσταση εδώ“.

     Κι ενώ η βουλή συνεδρίαζε στη στοά της αγοράς, καθότι οι γυναίκες γιόρταζαν τα Θεσμοφόρια στη Καδμεία, και λόγω του θέρους και της μεσημεριανής ώρας επικρατούσε μεγάλη ερημιά στους δρόμους, τότε ακριβώς ο Λεοντιάδης έτρεξε πάνω σε άλογο προς το Φοιβίδα, του λέει να γυρίσει πίσω και τον οδήγησε κατευθείαν προς την ακρόπολη. Κι αφού εγκατέστησε το Φοιβίδα και τους άνδρες του εκεί κι αφού του έδωσε και τα κλειδιά των πυλών κι αφού είπε να μην πλησιάσει κανένας στην ακρόπολη χωρίς την άδειά του, αμέσως κατευθύνθηκε προς τη βουλή. Κι όταν έφτασε, είπε τα εξής:

  “Για το ότι οι Λακεδαιμόνιοι κατέχουν την ακρόπολη μη στενοχωριέστε, Θηβαίοι, γιατί υποστηρίζουν ότι δεν ήρθαν μ’ εχθρικές διαθέσεις εναντίον κανενός που δεν επιθυμεί τον πόλεμο, εγώ προσωπικά, επειδή ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον πολέμαρχο να συλλάβει όποιον πιστεύει ότι έχει διαπράξει έργα που αξίζουν το θάνατο, συλλαμβάνω αυτόν εδώ τον Ισμηνία, γιατί υποκινεί τον πόλεμο. Κι εσείς οι λοχαγοί κι ο περίγυρός σας σηκωθείτε, πιάστε τον κι οδηγήστε τον εκεί που είπαμε“.

     Αυτοί που είχαν μυηθεί στη συνωμοσία παραβρίσκονταν εκεί και υπάκουσαν και έσπευσαν να τον συλλάβουν• από όσους δε γνώριζαν τίποτε και από τους πολιτικούς αντιπάλους του Λεοντιάδη, κάποιοι αμέσως έφευγαν έξω από την πόλη, φοβούμενοι μήπως τους σκοτώσουν• άλλοι πάλι αρχικά κατευθύνθηκαν προς τα σπίτια τους. Κι όταν πληροφορήθηκαν αυτοί που ήταν στην Καδμεία ότι ο Ισμηνίας είχε συλληφθεί, τότε οι πολιτικοί φίλοι του Ανδροκλείδα και του Ισμηνία, περίπου τριακόσιοι, αποχώρησαν για την Αθήνα.
     Το ίδιο περίπου διάστημα φτάνει στο κοινό των Λακεδαιμονίων από τη Θεσσαλία ο Πολυδάμας ο Φαρσάλιος. Αυτός ήταν σε μεγάλη εκτίμηση και στην υπόλοιπη Θεσσαλία και στην ίδια την πόλη είχε τέτοια μεγάλη αποδοχή καλού και γενναίου, ώστε οι Φαρσάλιοι σε φάση εμφύλιας διαμάχης όχι μόνο του εμπιστεύτηκαν την ακρόπολη αλλά του ανέθεσαν να εισπράττει και τους δημόσιους φόρους, όσοι είχαν καθορισθεί βάσει των νόμων, και να τους διαχειρίζεται τόσο για τις λατρευτικές ανάγκες (της πόλης) όσο και για τη δημόσια διοίκηση. Εκείνος λοιπόν μ’ αυτά τα χρήματα και την ακρόπολη την προστάτευε και κάθε χρόνο έκανε απολογιστική συνέλευση για τις άλλες δαπάνες της διοίκησης. Και όσες φορές τα έσοδα δεν επαρκούσαν, έβαζε από τα δικά του, και όταν παρουσίαζαν πλεόνασμα, τα έπαιρνε πίσω. Και γενικά ήταν φιλόξενος και γενναιόδωρος με το γνωστό Θεσσαλικό τρόπο. Όταν λοιπόν αυτός έφτασε στη Σπάρτη, είπε τα εξής:

     “Εγώ, άνδρες Λακεδαιμόνιοι, ως πρόξενος σε σας και ευεργέτης παραδοσιακά από όλες τις γενεές που θυμόμαστε, έχω την αξίωση, αν αντιμετωπίζω κάποιο πρόβλημα, να έρχομαι σε σας, και αν προκύπτει κάτι το κακό για σας στη Θεσσαλία, να σας ενημερώνω. Ξέρω λοιπόν καλά ότι και εσείς ασφαλώς έχετε ακούσει το όνομα του Ιάσονα, ο άνθρωπος έχει και μεγάλη δύναμη και εξαιρετική φήμη. Αυτός λοιπόν, αφού συνθηκολόγησε μαζί μου, με συνάντησε και μου είπε τα εξής: ότι θα μπορούσα, Πολυδάμα, να υποτάξω την πόλη σου Φάρσαλα και χωρίς τη θέλησή της, είναι δυνατόν να το αντιληφθείς απ’ τα παρακάτω, εγώ δηλαδή, είπε, έχω συμμάχους μου τις περισσότερες και μεγαλύτερες πόλεις της Θεσσαλίας, και τις κυρίεψα, παρόλο που και εσείς συστρατευτήκατε μαζί τους εναντίον μου. Ασφαλώς γνωρίζεις ακόμη ότι διαθέτω και πάνω από έξι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους, τους οποίους, όπως εγώ πιστεύω, καμμιά πόλη δε θα μπορούσε εύκολα να τους αντιμετωπίσει. Αλλά και από άλλη μέρη, είπε, δε θα εξεστράτευε (μαζί μου) μικρότερος αριθμός (στρατιωτών), από τους στρατιώτες των άλλων πόλεων άλλοι είναι ήδη ηλικιωμένοι και άλλοι σχεδόν ανήλικοι, σε κάθε πόλη ασκούνται για τον πόλεμο πάρα πολύ λίγοι, αντίθετα σε μένα δεν υπάρχει κανένας μισθοφόρος που να μη με συναγωνίζεται στους κόπους”. Και ο ίδιος ο Ιάσονας -γιατί πρέπει να πω σε σας όλη την αλήθεια– είναι και πολύ γεροδεμένος και γενικά σκληραγωγημένος. Τους άνδρες του λοιπόν καθημερινά τους έχει υπό δοκιμασία, γιατί μπαίνει μπροστά ένοπλος και στις ασκήσεις και σε κάθε εκστρατεία. Όποιους από τους ξένους καταλάβει ότι είναι δειλοί, τους απολύει, και όποιους διαπιστώνει ότι είναι φιλόπονοι και ριψοκίνδυνοι στους πολέμους, τους τιμά, άλλους με διπλό και με τριπλό, ακόμη και με τετραπλό μισθό, και άλλους με δώρα και με φροντίδα στις ασθένειές τους και με εξαιρετικές τιμές, αν σκοτωθούν, έτσι, όλοι οι μισθοφόροι του γνωρίζουν καλά ότι η πολεμική τους αρετή τους εξασφαλίζει εντιμότατη και πλουσιότατη ζωή. Ταυτόχρονα υπενθύμιζε σε μένα, που το ήξερα, ότι ήδη ήταν υπήκοοί του οι Μαρακοί κι οι Δόλοπες κι ο αρχηγός της Ηπείρου Αλκέτας, ώστε, είπε, τι θα μπορούσα εγώ να φοβηθώ για να μην πίστευα ότι πανεύκολα θα κυρίευα και εσάς; Ένας που δε με γνωρίζει καλά θα αντέτεινε: Γιατί λοιπόν καθυστερείς και δεν εκστρατεύεις ήδη εναντίον των Φαρσάλων; Γιατί, μα το Δία, νομίζω ότι είναι πολύ καλύτερο να σας κερδίσω περισσότερο με τη θέλησή σας παρά ακούσια, γιατί, αν σας είχα μαζί μου έχοντας χρησιμοποιήσει βία, εσείς θα σκεφτόσασταν τι κακό θα μπορούσατε να μου κάνετε, ενώ εγώ θα φρόντιζα να είσθε όσο το δυνατόν ασθενέστατοι, αν όμως συμπαρατασσόσασταν μαζί μου εκούσια, είναι ολοφάνερο ότι θα αυξάναμε ο ένας τη δύναμη του άλλου στο μεγαλύτερο βαθμό. Γνωρίζω ασφαλώς, Πολυδάμα, ότι η πατρίδα σου προσβλέπει σε σένα, αν μου την προετοιμάσεις να διάκειται φιλικά προς εμένα, εγώ σου υπόσχομαι, είπε, να σε κάνω τον πιο σπουδαίο μετά από μένα άνδρα στην Ελλάδα. Άκουσε για ποια πράγματα σου δίνω τη δεύτερη θέση και μην πιστεύεις σε τίποτα που κατά την κρίση σου δε σου φαίνεται αληθινό. Συμπερασματικά λοιπόν αυτό είναι σε μας ολοφάνερο, ότι δηλαδή, αν προσχωρήσουν τα Φάρσαλα κι οι πόλεις που εξαρτώνται από σας, εγώ θα γινόμουν άνετα αρχηγός όλων των Θεσσαλών, γιατί, όταν η Θεσσαλία είναι υπό ενιαία διοίκηση, το ιππικό της ξεπερνά τις έξι χιλιάδες και το πεζικό της ανέρχεται σε πάνω από δέκα χιλιάδες οπλίτες“.

     Οι Αθηναίοι τότε, επειδή έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να έχουν εκδιωχθεί από τη Βοιωτία και να έχουν καταφύγει κοντά τους, και τους Θεσπιείς να τους παρακαλούν να μην αδιαφορήσουν γι’ αυτούς που έχαναν την πατρίδα τους, δεν επαινούσαν ασφαλώς τους Θηβαίους πια, αλλά από τη μια δίσταζαν να αρχίσουν πόλεμο εναντίον τους κι από την άλλη έκριναν ότι τους είναι ασύμφορος. Βέβαια, δεν έδειχναν διάθεση να συμμετέχουν μ’ αυτούς σε όσα έκαναν, γιατί τους έβλεπαν να εκστρατεύουν εναντίον παραδοσιακών τους φίλων, των Φωκέων, και να καταστρέφουν πόλεις πιστές κατά τον πόλεμο εναντίον των βαρβάρων και φιλικές προς αυτούς. Μετά από αυτά, αφού ο λαός ψήφισε να συνάψουν ειρήνη, αρχικά έστειλαν πρέσβεις στη Θήβα, για να τους καλέσουν να τους ακολουθήσουν, αν ήθελαν, στη Σπάρτη για ειρήνη, έπειτα έστειλαν και οι ίδιοι πρέσβεις. Μεταξύ αυτών που εκλέχθηκαν ήταν ο Καλλίας του Ιππόνικου, ο Αυτοκλής του Στρομβιχίδη, ο Δημόστρατος του Αριστοφώντα, ο Αριστοκλής, ο Κηφισόδοτος, ο Μελάνωπος και ο Λύκαιθος. Όταν παρουσιάστηκαν στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, ήταν και ο ρήτορας Καλλίστρατος. Γιατί, είχε δώσει υπόσχεση στον Ιφικράτη ότι, αν του επέτρεπε να φύγει, θα κατάφερνε ή να του στείλουν (οι Αθηναίοι) χρήματα για το ναυτικό ή να συνάψουν ειρήνη, και γι’ αυτό βρισκόταν στην Αθήνα και συμμετείχε στην αποστολή (στη Σπάρτη) για ειρήνη, κι όταν παρουσιάστηκαν μπροστά στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, πρώτος απ’ αυτούς μίλησε ο Καλλίας, ο δαδούχος. Αυτός ήταν τέτοιος, ώστε το απολάμβανε πάρα πολύ να αυτοπροβάλλεται ή να επαινείται από τους άλλους, σ’ εκείνη την περίπτωση κάπως έτσι άρχισε την ομιλία του:

   “Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, το αξίωμα του προξένου δεν το έχω μόνο εγώ, αλλά και ο πατέρας μου από τον παππού μου το έχει πατροπαράδοτα και το κληροδότησε στη γενιά μας. Θέλω να σας καταστήσω σαφές και το εξής, πώς δηλαδή συμπεριφέρεται η πόλη μας απέναντί μας. Εκείνη λοιπόν, όταν έχουμε πόλεμο, μας εκλέγει στρατηγούς, και όταν επιθυμήσει ειρήνη, μας στέλνει ως πρεσβευτές ειρήνης. Εγώ λοιπόν στο παρελθόν ήρθα δυο φορές, για να σταματήσουμε τον (μεταξύ μας) πόλεμο, και πέτυχα και στις δύο αποστολές την ειρήνη και για το δικό μας και για το δικό σας καλό, τώρα έρχομαι για τρίτη φορά και πιστεύω δικαιωματικά και πάλι ότι θα πετύχω τη συμφιλίωση. Γιατί βλέπω ότι συμπίπτουν οι απόψεις μας και ότι και εσείς και εμείς αγανακτούμε με την καταστροφή των Πλαταιών και των Θεσπιών. Πώς λοιπόν δεν είναι φυσικό, όταν έχουμε τις ίδιες απόψεις, να είμαστε μεταξύ μας περισσότερο φίλοι παρά εχθροί; Και είναι ασφαλώς γνώρισμα συνετών ανθρώπων να αποφεύγουν τον πόλεμο, ακόμη κι αν υπάρχουν μικρές (μεταξύ τους) διαφορές, όταν μάλιστα συμπίπτουν οι απόψεις μας, δε θα ήταν από τα παράξενα να μη συνάψουμε ειρήνη; Μάλιστα ήταν δίκαιο εμείς ποτέ να μη σηκώσουμε τα όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, γιατί υπάρχει η παράδοση ότι ο δικός μας πρόγονος Τριπτόλεμος φανέρωσε τα άρρητα ιερά της Δήμητρας και της Περσεφόνης σε ξένους πρώτα στο δικό σας γενάρχη Ηρακλή και στους Διόσκουρους, δικούς σας πολίτες, και ότι δώρισε τους σπόρους για τους καρπούς της Δήμητρας πρώτα στην Πελοπόννησο. Πώς λοιπόν είναι δίκαιο, εσείς που πήρατε τους σπόρους από μας να έλθετε και να καταστρέψετε κάποτε τους καρπούς, και εμείς που σας τους δωρίσαμε να μη θέλουμε να έχετε μεγάλη αφθονία καρπών από αυτούς; Αν πάλι είναι γραμμένο από τους θεούς να γίνονται ανάμεσα στους ανθρώπους πόλεμοι, εμείς πρέπει να τους αρχίζουμε με πολύ περίσκεψη και, όταν αρχίσουν, να τους σταματούμε με τη μεγαλύτερη σπουδή“.

     Μετά από αυτόν ο Αυτοκλής, που είχε τη φήμη πολύ καλού ρήτορα, μίλησε ως εξής:

   “Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, ότι βέβαια όσα πρόκειται να πω δε θα λεχθούν προς χάρη σας, δεν το αγνοώ, αλλά νομίζω ότι, όσοι επιθυμούν, όποια τυχόν φιλία κάνουν, αυτή να παραμείνει για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, πρέπει να αλληλοεξετάσουν τα αίτια των πολέμων. Εσείς βέβαια λέτε πάντα, πρέπει οι πόλεις να είναι αυτόνομες, αλλά οι ίδιοι σας πάντοτε είσθε εμπόδιο στην αυτονομία. Γιατί συμφωνείτε με τις συμμαχικές πόλεις σ’ αυτό πρώτα, να σας ακολουθούν δηλαδή όπου τυχόν εσείς τους οδηγήσετε. Κι όμως πώς αυτό συμβιβάζεται με την αυτονομία; Δημιουργείτε μάλιστα εχθρούς χωρίς να ενημερώνετε τους συμμάχους και τους οδηγείτε εναντίον τους, έτσι, πολλές φορές αναγκάζονται να εκστρατεύουν αυτοί που λογίζονται αυτόνομοι εναντίον των πιο καλών τους φίλων. Και το πιο αντιφατικό από όλα σχετικά με την αυτονομία, εγκαθιστάτε αλλού δεκαρχίες και αλλού τριακονταρχίες, και καθοδηγείτε αυτούς τους άρχοντες όχι πώς να κυβερνούν εφαρμόζοντας νόμους, αλλά πώς θα μπορέσουν να κρατούν υπό την εξουσία τους τις πόλεις ασκώντας βία. Έτσι, μοιάζετε να χαίρεσθε περισσότερο με τυραννία παρά με δημοκρατία. Όταν πάλι ο (Πέρσης) βασιλιάς διέτασσε οι πόλεις να είναι αυτόνομες, το καταλαβαίνατε ολοκάθαρα ότι, αν οι Θηβαίοι δεν άφηναν κάθε πόλη να αυτοδιοικείται και να χρησιμοποιεί όποιους τυχόν νόμους ήθελε, δε θα εφάρμοζαν τις βασιλικές διαταγές, κι όταν καταλάβατε την Καδμεία, δεν επιτρέπατε ούτε στους Θηβαίους να είναι αυτόνομοι. Πρέπει λοιπόν, όσοι πρόκειται να είναι μεταξύ τους φίλοι, να μην απαιτούν απ’ τη μία από τους άλλους να σέβονται το δίκαιο, και οι ίδιοι τους να φαίνονται ότι επιζητούν να έχουν όσα μπορούν περισσότερα“.

     Μ’ αυτά τα λόγια ο Αυτοκλής προκάλεσε σιγή στους πάντες κι έκανε να χαρούν αυτοί που δυσανασχετούσαν με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από αυτόν πήρε το λόγο ο Καλλίστρατος κι είπε:

   “Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, εγώ ασφαλώς δε θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έγιναν λάθη και από την πλευρά μας και από την πλευρά σας, δεν είμαι όμως της άποψης ότι δεν πρέπει ποτέ πια να τα βρουν όσοι έχουν σφάλει μεταξύ τους, γιατί βλέπω ότι κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι αναμάρτητος, μου φαίνονται μάλιστα μερικές φορές οι άνθρωποι που σφάλλουν ότι γίνονται σοφότεροι, ιδίως αν πληρώσουν για τα λάθη τους, όπως εμείς. Βλέπω όμως και σας αρκετές φορές να την πληρώνετε για όσα απερίσκεπτα έχετε διαπράξει, ένα από αυτά ήταν και η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα, τώρα λοιπόν, καθώς υποστηρίξατε να είναι οι πόλεις αυτόνομες, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, όλες πάλι πήγαν με το μέρος τους. Έτσι, καθώς το μάθαμε με τίμημα ότι η πλεονεξία δεν ωφελεί, ελπίζω τώρα ότι θα “βάζαμε μυαλό” για τη μεταξύ μας φιλία. Όσο για όσα μας διαβάλλουν αυτοί που επιθυμούν να ματαιώσουν την ειρήνη, ότι δηλαδή εμείς έχουμε έλθει εδώ όχι για φιλία αλλά από φόβο μήπως έλθει ο Ανταλκίδας με χρήματα από το βασιλιά, σκεφθείτε ότι είναι ανοησίες. Γιατί ο βασιλιάς υπόγραψε ως γνωστόν να είναι αυτόνομες όλες οι Ελληνικές πόλεις, κι εμείς λοιπόν που υποστηρίζουμε και πράττουμε τα ίδια με εκείνον, γιατί θα φοβόμασταν το βασιλιά; Ή μήπως κάποιος φρονεί αυτά, ότι δηλαδή εκείνος θέλει να κάνει άλλους μεγάλους περισσότερο, ξοδεύοντας χρήματα, παρά χωρίς νέα δαπάνη να του πραγματοποιηθούν όσα έκρινε ότι του είναι άριστα; Ας είναι. Αλλά γιατί εμείς έχουμε έλθει; Ότι βέβαια δεν είμαστε σε δύσκολη θέση θα το παραδεχόσασταν, αν θέλατε να εξετάσετε είτε την τωρινή κατάσταση στις θαλάσσιες επιχειρήσεις είτε στη στεριά. Και ποια είναι αυτή; Είναι ολοφάνερο ότι κάποιοι από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν αρέσουν σε μας ή αρέσουν σε σας. Ίσως πάλι και θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε για όσα σωστά αποφασίσαμε ως αντάλλαγμα για ό,τι κάνατε εσείς για τη δική μας (άλλοτε) σωτηρία. Και για να θυμήσω επιπλέον και αυτό που (αμοιβαία) μας συμφέρει, από το σύνολο των πόλεων υπάρχουν κάποιες που πρόσκεινται σε σας και κάποιες σε μας, και σε κάθε πόλη άλλοι πολιτικά συμπαθούν το πολίτευμα της Σπάρτης κι άλλοι της Αθήνας. Στη περίπτωση λοιπόν που εμείς θα γινόμασταν φίλοι, από πού θα περιμέναμε εύλογα να συμβεί κάποιο κακό; Και στην ξηρά, αν εσείς γίνετε φίλοι μας, ποιος θα μπορούσε να μας ενοχλήσει; Στη θάλασσα, αντίστοιχα, αν εμείς γίνουμε φίλοι σας, ποιος θα μπορούσε να σας βλάψει; Βέβαια όλοι το γνωρίζουμε ότι πάντοτε γίνονταν πόλεμοι και ότι σταματούν και ότι εμείς, αν όχι τώρα, οπωσδήποτε κάποτε θα επιθυμήσουμε ειρήνη. Γιατί λοιπόν πρέπει να περιμένουμε εκείνο το χρόνο, μέχρι που θα έχουμε κουρασθεί από το πλήθος των δεινών, και δε συνάπτουμε τώρα την ειρήνη το ταχύτερο, προτού μας συμβεί κανένα αθεράπευτο κακό; Ούτε πάλι επαινώ εκείνους που, μετά από άλλους αγώνες και νίκες και δόξες, είναι τόσο φιλόδοξοι, ώστε δε σταματούν νωρίτερα, παρά τερματίζουν το “άθλημα” αφού ηττηθούν, ούτε (επαινώ) αυτούς που παίζουν ζάρια, που πάλι, αν κερδίσουν ένα ποσό, διακινδυνεύουν στη συνέχεια το διπλάσιο, γιατί βλέπω τους περισσότερους από αυτούς να χάνουν τα πάντα τελικά. Ύστερα λοιπόν από τις τέτοιες διαπιστώσεις μας, δεν πρέπει ποτέ να μπούμε σε τέτοιες περιπέτειες, ώστε ή να κερδίσουμε ή να χάσουμε τα πάντα, αλλά όσο είμαστε δυνατοί και ευτυχούμε, πρέπει να γίνουμε μεταξύ μας φίλοι. Γιατί έτσι μόνο εμείς με εσάς και εσείς με εμάς θα αναδεικνυόμασταν ακόμη ισχυρότεροι απ’ ό,τι στο παρελθόν στην Ελλάδα“.

     Επειδή κρίθηκε πως αυτοί μίλησαν σωστά, οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να δεχθούν τη προσφερόμενη ειρήνη, με τους όρους να ανακαλέσουν τους αρμοστές τους από τις πόλεις, να διαλύσουν τις ναυτικές και πεζικές δυνάμεις και να αφήσουν τις πόλεις αυτόνομες. Αν κάποιος ενεργούσε αντίθετα προς αυτά, μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος ήθελε να βοηθήσει τους αδικούμενους, όποιος όμως δεν το επιθυμούσε, δεν ήταν δεσμευμένος από τους όρκους να συμμαχήσει με τους αδικούμενους. Πάνω σ’ αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό τους και για λογαριασμό των συμμάχων τους, ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ο καθένας τους χωριστά. Και ενώ συγκαταλέγονταν στις πόλεις που είχαν ορκισθεί και οι Θηβαίοι, ήρθαν πίσω την άλλη μέρα οι πρέσβεις τους και απαιτούσαν να διορθώσουν την υπογραφή τους και αντί για τους Θηβαίους να γραφεί ότι ορκίστηκαν οι Βοιωτοί. Ο Αγησίλαος τότε απάντησε ότι δε θα αλλάξει τίποτε από όσα ορκίστηκαν αρχικά και υπόγραψαν, κι αν τυχόν δεν ήθελαν να συμπεριληφθούν στην ειρήνη, είπε ότι θα τους διέγραφε αν επέμεναν. Κι ενώ λοιπόν οι άλλοι είχαν υπογράψει την ειρήνη και μόνο από τους Θηβαίους υπήρχε διαφωνία, οι Αθηναίοι πίστευαν ότι τώρα υπήρχε ελπίδα να πληρώσουν οι Θηβαίοι τη λεγόμενη δεκάτη και οι ίδιοι οι Θηβαίοι έφυγαν καταστενοχωρημένοι.
     Όταν έγιναν αυτά, ο αγγελιοφόρος που στάλθηκε στη Σπάρτη για να αναγγείλει τη συμφορά έφτασε την τελευταία μέρα της γιορτής των γυμνοπαιδιών και την ώρα που ο χορός των ανδρών ήταν μέσα (πάνω στη σκηνή), κι όταν οι έφοροι πληροφορήθηκαν το κακό, λυπήθηκαν βέβαια, νομίζω, όπως το επέβαλλε η περίσταση, όμως δεν έβγαλαν έξω (από το θέατρο) το χορό, αλλά τον άφησαν να συνεχίσει. Ανακοίνωσαν βέβαια τα ονόματα καθενός από τους νεκρούς στους οικείους τους, είπαν ταυτόχρονα στις γυναίκες να μην ξεσπάσουν σε θρήνους, αλλά να υπομένουν το κακό σιωπηλές. Και την επόμενη μέρα μπορούσε κανείς να δει να κυκλοφορούν άνετα περήφανοι και με φωτεινά πρόσωπα οι συγγενείς όσων είχαν φονευθεί, ενώ οι οικείοι αυτών που είχε αναφερθεί ότι είναι ζωντανοί ήταν έξω λίγοι, που μάλιστα κυκλοφορούσαν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι.
     Μετά από αυτά οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση των δυο άλλων ταγμάτων μέχρι την τεσσαρακοστή κλάση, έστειλαν ταυτόχρονα και από τα έξω τάγματα στρατιώτες της ίδιας ηλικίας, γιατί, νωρίτερα είχαν εκστρατεύσει στη Φωκίδα στρατιώτες μέχρι την τριακοστή πέμπτη κλάση, διέταξαν επίσης να ακολουθήσουν και όσοι είχαν μείνει στη Σπάρτη στις διάφορες πολιτικές θέσεις. Ο Αγησίλαος δεν είχε ακόμη αναρρώσει από την αρρώστια του, η πόλη τότε αποφάσισε να ηγηθεί στο εκστρατευτικό σώμα ο γιος του Αρχίδαμος. Πρόθυμοι εξεστράτευσαν μαζί του και οι Τεγεάτες, γιατί ζούσε ακόμη η “φουρνιά” του Στάσιππου, με φιλολακωνικά αισθήματα και μεγάλη επιρροή στην πόλη. Σθεναρά επίσης ακολούθησαν την εκστρατεία κι οι Μαντινείς απ’ τα χωριά τους, γιατί έτυχε να κυβερνούνται τότε από ολιγαρχικούς. Με την ίδια προθυμία ακολουθούσαν και οι Κορίνθιοι και οι Σικυώνιοι κι οι Φλειάσιοι και οι Αχαιοί, και έστειλαν στρατιώτες και άλλες πόλεις. Επάνδρωσαν και τριήρεις και οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Κορίνθιοι, και απαίτησαν και από τους Σικυώνιους να κάνουν το ίδιο, πάνω στις οποίες σχεδίαζαν να περάσουν απέναντι το πεζικό. Ο Αρχίδαμος τότε έκανε θυσίες για να περάσουν εύκολα απέναντι με τη βοήθεια των θεών.
     Οι Θηβαίοι αμέσως μετά τη μάχη έστειλαν στην Αθήνα αγγελιοφόρο στεφανωμένο και από τη μια ενημέρωναν για το μέγεθος της νίκης κι από την άλλη ζητούσαν βοήθεια, λέγοντας ότι τώρα ήταν η στιγμή να πληρώσουν οι Λακεδαιμόνιοι για όλα όσα είχαν κάνει μέχρι τότε σε βάρος τους. Η βουλή των Αθηναίων έτυχε εκείνη την ώρα να συνεδριάζει στην Ακρόπολη. Όταν άκουσαν αυτό που είχε γίνει, έγινε ολοφάνερο σε όλους ότι λυπήθηκαν πολύ, γιατί ούτε τον κήρυκα κάλεσαν για φιλοξενία ούτε απάντησαν τίποτε σχετικά με τη βοήθεια. Έτσι λοιπόν έφυγε ο κήρυκας από την Αθήνα. Έπειτα οι Θηβαίοι έστειλαν εσπευσμένα απεσταλμένο στον Ιάσονα, που ήταν σύμμαχός τους, ζητώντας του να βοηθήσει, αναλογιζόμενοι τις επόμενες εξελίξεις. Αυτός αμέσως επάνδρωσε τριήρεις για να βοηθήσει από τη θάλασσα, κι αφού συγκέντρωσε τους μισθοφόρους του και το ιππικό, παρόλο που οι Φωκείς ήταν μαζί του σε ακήρυχτο πόλεμο, κατευθύνθηκε από τη στεριά προς τη Βοιωτία, με τέτοια ταχύτητα που οι περισσότερες πόλεις τον έβλεπαν μπροστά τους παρά πληροφορούνταν από νωρίτερα ότι επελαύνει. Πράγματι, πριν να προλάβουν να συγκεντρώσουν κάποιες δυνάμεις από γύρω τους, προλάβαινε να απομακρυνθεί, αποδεικνύοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις η ταχύτητα πετυχαίνει αυτά που χρειάζονται καλλίτερα από τη χρήση βίας.
     Το επόμενο έτος ήρθαν στην Αθήνα πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και συμμάχων τους, εξουσιοδοτημένοι απόλυτα να συζητήσουν τους όρους που θα συναπτόταν συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους. Καθώς πολλοί και ξένοι και Αθηναίοι υποστήριζαν ότι η συμμαχία έπρεπε να γίνει με ίσους και όμοιους όρους, ο Προκλής ο Φλειάσιος εκφώνησε τον εξής λόγο:

   “Επειδή, άνδρες Αθηναίοι, εκτιμήσατε ότι είναι σωστό να γίνετε φίλοι με τους Λακεδαιμονίους, μου φαίνεται ότι πρέπει να εξετάσετε αυτό, πώς δηλαδή η φιλία θα διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο. Εάν λοιπόν, όπως συμφέρει κατεξοχήν και στους δυο, έτσι συνάψουμε τις συνθήκες, μ’ αυτόν τον τρόπο θα μείνουμε φίλοι σύμφωνα με την κοινή λογική για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ήδη για τα περισσότερα θέματα έχει επιτευχθεί συμφωνία και τώρα το θέμα που εκκρεμεί είναι η αρχηγία. Η βουλή σας λοιπόν έχει προτείνει να ανήκει η ηγεσία στη θάλασσα σε εσάς και στην ξηρά στους Λακεδαιμονίους, κι εγώ προσωπικά πιστεύω ότι αυτά έχουν καθοριστεί έτσι όχι από την ανθρώπινη φύση και τύχη αλλά από θεϊκή. Αρχικά έχετε από τη φύση τόπο προνομιακότατο γι’ αυτό, γιατί υπάρχουν πάρα πολλές πόλεις γύρω από τη δική σας που στηρίζουν την ύπαρξή τους στη θάλασσα και όλες αυτές είναι ασθενέστερες από τη δική σας πόλη. Επιπλέον διαθέτετε και λιμάνια, που χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να συντηρεί ναυτική δύναμη. Έχετε επίσης πολλές τριήρεις και είναι πατροπαράδοτο σε εσάς να αυξάνετε το ναυτικό. Ακόμη, είσασθε πολύ εξοικειωμένοι με όλες τις τέχνες τις σχετικές με αυτά. Πράγματι, ως προς την εμπειρία στα θέματα του ναυτικού υπερτερείτε πολύ έναντι όλων των άλλων, γιατί η ζωή για τους περισσότερους από σας εξαρτάται από τη θάλασσα, έτσι, φροντίζοντας για την ιδιωτική σας ζωή γίνεσθε συνάμα έμπειροι για τους αγώνες στη θάλασσα. Έχετε ακόμα το εξής πλεονέκτημα: Από πουθενά δε θα μπορούσαν αθροιστικά να εκπλεύσουν περισσότερες τριήρεις απ’ ό,τι από σας. Κι αυτό δεν είναι ασήμαντο για να αναλάβετε την ηγεμονία, γιατί όλοι ευχαρίστως συμπαρατάσσονται αρχικά με τον πιο ισχυρό. Ακόμη, έχετε ευνοηθεί και από τους θεούς να διακρίνεσθε σ’ αυτό, γιατί, ενώ έχετε συνάψει πάρα πολλές και πολύ μεγάλες ναυμαχίες, σε ελάχιστες έχετε χάσει και τις περισσότερες τις έχετε κερδίσει. Έτσι, είναι φυσικό οι σύμμαχοι ευχαρίστως να συμμετέχουν μαζί σας σ’ αυτούς τους αγώνες. Για το ότι είναι αναγκαία και ταιριαστή σε εσάς η φροντίδα να το συνάγετε από το εξής: Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν σε πόλεμο εναντίον σας κάποτε για πολλά χρόνια και, αν και είχαν επικρατήσει στην ύπαιθρό σας, δεν μπορούσαν τελικά να σας καταστρέψουν.
     Κι όταν κάποτε ο θεός τους αξίωσε να αποκτήσουν δύναμη στη θάλασσα, αμέσως υποταχθήκατε ολοκληρωτικά σ’ αυτούς. Είναι λοιπόν ολοφάνερο από αυτά ότι η σωτηρία σας ολοκληρωτικά εξαρτάται από τη θάλασσα. Καθώς λοιπόν έτσι έχουν από τη φύση τους τα πράγματα, πώς θα ήταν σωστό για σας να εκχωρήσετε στους Λακεδαιμόνιους την αρχηγία στη θάλασσα, που αρχικά και οι ίδιοι τους παραδέχονται ότι είναι πολύ πιο άπειροι από σας σ’ αυτόν τον τομέα και δευτερευόντως δε διακινδυνεύετε τα ίσα στους κατά θάλασσα αγώνες, αλλά εκείνοι θέτουν σε κίνδυνο μόνο τους άνδρες πάνω στις τριήρεις τους, ενώ εσείς θέτετε σε κίνδυνο και τα παιδιά σας και τις γυναίκες σας και όλη την πόλη;
     Τα δικά σας πράγματα λοιπόν έτσι έχουν, εκτιμήστε τώρα και την κατάσταση των Λακεδαιμονίων. Πρώτα–πρώτα βέβαια αυτοί είναι στεριανοί, έτσι, καθώς εξουσιάζουν στην ξηρά, ακόμη κι αν αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα μπορούσαν να ζήσουν καλά. Επειδή λοιπόν τα γνωρίζουν καλά και οι ίδιοι τους αυτά, αμέσως από την παιδική ηλικία εξασκούνται για τον πόλεμο στην ξηρά. Και στο πιο αξιόλογο απ’ όλα, στο να υπακούουν δηλαδή στους άρχοντες, αυτοί είναι οι πιο αξιόλογοι στην ξηρά και εσείς στη θάλασσα. Έπειτα, όπως εσείς με το ναυτικό, έτσι και εκείνοι στην ξηρά θα μπορούσαν να εκστρατεύσουν πάρα πολλοί και με μεγάλη ταχύτητα, έτσι, είναι αντίστοιχα φυσικό να συμπαρατάσσονται οι σύμμαχοι μαζί τους με περισσότερη εμπιστοσύνη. Ακόμη, και ο θεός τους αξίωσε, όπως και εσάς να διακρίνεσθε στη θάλασσα, έτσι και εκείνοι στη στεριά, γιατί, ενώ έχουν δώσει και αυτοί πάρα πολλές μάχες στη στεριά, σε ελάχιστες έχασαν και τις περισσότερες τις κέρδισαν. Και ότι και γι’ αυτούς είναι υποχρεωτική εξίσου η φροντίδα τους στη στεριά, όπως για σας στη θάλασσα, είναι δυνατόν να το διαπιστώσει κανείς στην πράξη. Γιατί εσείς, ενώ για πολλά χρόνια βρισκόσασταν σε πόλεμο μαζί τους και πολλές φορές τους συντρίψατε στη θάλασσα, δεν κατορθώσατε να τους υποτάξετε. Κι όταν μάλιστα μια φορά νικήθηκαν στη στεριά, αμέσως προέκυψε γι’ αυτούς κίνδυνος και για τα παιδιά τους και για τις γυναίκες τους και για όλη την πόλη. Πώς λοιπόν δεν είναι αφύσικο γι’ αυτούς να εκχωρήσουν σε άλλους την αρχηγία στην ξηρά, ενώ οι ίδιοι φροντίζουν άριστα τα σχετικά με την ξηρά; Εγώ λοιπόν, ανάλογα και με την πρόταση στη βουλή σας, αυτά είχα να πω και θεωρώ ότι είναι τα πλέον συμφέροντα και για τις δυο πόλεις, κι εσείς μακάρι να ευτυχήσετε να πάρετε τις καλύτερες αποφάσεις για όλους εμάς“.

     Καθώς λοιπόν ο καθείς από τους συμμάχους για δικούς του λόγους στηριζόταν πολύ στις δυνάμεις του, έρχεται από τον Αριοβαρζάνη ο Φιλίσκος ο Αβυδηνός με πολλά χρήματα. Αρχικά κάλεσε στους Δελφούς για σύναψη ειρήνης τους Θηβαίους και τους συμμάχους και τους Λακεδαιμονίους. Κι αφού συγκεντρώθηκαν εκεί, δε ζήτησαν τη γνώμη του μαντείου για το πώς θα συναφθεί η ειρήνη, αλλά το συζητούσαν μόνοι τους. Και επειδή οι Θηβαίοι δε συμφωνούσαν να είναι η Μεσσήνη υπό την κατοχή των Λακεδαιμονίων, ο Φιλίσκος στρατολογούσε πολλούς ξένους μισθοφόρους για να πολεμήσει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων.
     Κι ενώ αυτές ήταν οι τρέχουσες εξελίξεις, φτάνει δεύτερη βοήθεια από το Διονύσιο. Οι Αθηναίοι τότε υποστήριζαν ότι αυτοί έπρεπε να διοχετευθούν προς τη Θεσσαλία εναντίον των Θηβαίων, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι προς τη Λακωνική, και τελικά αυτά αποφάσισαν οι σύμμαχοι. Κι όταν οι δυνάμεις από το Διονύσιο έπλευσαν προς τη Σπάρτη, τους συμπεριέλαβε ο Αρχίδαμος στις δικές του δυνάμεις και έκανε εκστρατεία. Και κυριεύει ολότελα την Καρυά και όσους συνέλαβε ζωντανούς τους κατέσφαξε, κι αφού αμέσως εξεστράτευσε από εκεί στους Παρράσιους της Αρκαδίας, λεηλατούσε μαζί τους την ύπαιθρο. Κι όταν βγήκαν να βοηθήσουν οι Αρκάδιοι και οι Ηλείοι, γύρισε (ο Αρχίδαμος της Σπάρτης) πίσω και στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από τη Μηλέα. Κι όσο αυτός ήταν εκεί, ο διοικητής των δυνάμεων της βοήθειας από το Διονύσιο Κισσίδας ανακοίνωσε ότι έληξε ο καθορισμένος χρόνος για την παραμονή του. Είπε αυτά και ταυτόχρονα αποχώρησε για τη Σπάρτη. Και επειδή κατά την επιστροφή του οι Μεσσήνιοι τον απέκλεισαν σε ένα στενό πέρασμα, έστειλε τότε είδηση στον Αρχίδαμο και του ζητούσε να τον βοηθήσει, κι εκείνος ανταποκρίθηκε. Κι όταν έφτασαν στη στροφή προς τους Ευτρήσιους, οι Αρκάδες και οι Αργείοι βάδιζαν προς τη Λακωνική για να αποκλείσουν και αυτοί το δρόμο για την επάνοδό του στην πατρίδα. Κι εκείνος βγήκε στο ίσιωμα, στη διασταύρωση των δρόμων Ευτρησίων και Μηλέας και παρατάχτηκε για μάχη. Έλεγαν μάλιστα ότι ο ίδιος περνούσε μπροστά από τους λόγους και ενθάρρυνε τους στρατιώτες του μ’ αυτά τα λόγια:

   “Άνδρες, ας πολεμήσουμε γενναία, για να κοιτάζουμε τους συμπολίτες μας κατάματα, ας παραδώσουμε στα παιδιά μας την πατρίδα, όπως την παραλάβαμε από τους πατέρες μας, ας σταματήσουμε να ντρεπόμαστε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους γεροντότερους και τους ξένους για θέματα που στο παρελθόν ήμασταν οι πιο περίβλεπτοι μεταξύ όλων των Ελλήνων“.

     Κι όταν τέλειωσε το λόγο του, λένε ότι άστραψε μες στην αιθρία και ακούστηκαν κεραυνοί ευοίωνοι, υπήρχε μάλιστα εκεί κοντά προς τη δεξιά πτέρυγα και ιερό άλσος και άγαλμα του Ηρακλή, που λέγεται ότι ήταν και απόγονός του. Από όλες λοιπόν αυτές τις συγκυρίες λένε ότι κατέλαβε τους στρατιώτες τέτοιο πολεμικό μένος και γενναιότητα, ώστε ήταν δύσκολο στους αξιωματικούς να εμποδίσουν τους στρατιώτες, αφού έσπρωχνε ο ένας τον άλλον εξωθώντας να βαδίσουν μπροστά. Και μόλις μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι από τους εχθρούς που τόλμησαν να αντισταθούν σε απόσταση που έφτανε ένα δόρυ σκοτώθηκαν, οι άλλοι φονεύονταν κατά την καταδίωξη, πολλοί κάτω από τα δόρατα των ιππέων και πολλοί από τους Κέλτες του Διονύσου. Και μόλις έστησε τρόπαιο νίκης μετά τη λήξη της μάχης, αμέσως έστειλε στην πατρίδα τον κήρυκα Δημοτέλη να ανακοινώσει το μέγεθος τη νίκης και ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν κανέναν νεκρό, ενώ οι εχθροί θρηνούσαν πάρα πολλούς. Και πρόσθεταν ότι, όταν το άκουσαν στη Σπάρτη, άρχισαν όλοι να κλαίνε με πρώτους τον Αγησίλαο και τη γερουσία και τους εφόρους, τόσο τα δάκρυα είναι κοινά και στη χαρά και στη λύπη. Για το πάθημα των Αρκάδων δε χάρηκαν λιγότερο από τους Λακεδαιονίους οι Θηβαίοι και οι Ηλείοι, γιατί, τους ενοχλούσε πολύ η μεγαλοφροσύνη τους.
     Έχοντας μόνιμα στη σκέψη τους οι Θηβαίοι πώς θα πάρουν αυτοί την αρχηγία στην Ελλάδα, έκριναν ότι, αν έστελναν αντιπροσωπία στον Πέρση βασιλιά, θα εξασφάλιζαν την εύνοιά του. Λόγω αυτής της επιθυμίας τους, αφού συγκάλεσαν τους συμμάχους με την πρόφαση ότι κι ο Λακεδαιμόνιος Ευθυκλής βρισκόταν απεσταλμένος στην αυλή του βασιλιά, τον επισκέπτονται από τη Θήβα ο Πελοπίδας, από τους Αρκάδες ο νικητής στο παγκράτιο Αντίοχος, και από τους Ηλείους ο Αρχίδαμος, ακολουθούσε και ένας Αργείος. Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό οι Αθηναίοι, έστειλαν κι αυτοί τον Τιμαγόρα και το Λέοντα. Κι όταν έφτασαν εκεί, ο Πελοπίδας βρισκόταν σε πολύ πλεονεκτική θέση κοντά στον Πέρση βασιλιά. Γιατί είχε να πει πως οι Θηβαίοι μόνοι από τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του βασιλιά στις Πλαταιές και ότι και αργότερα ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν εκστρατεύσει εναντίον του βασιλιά και ότι οι Λακεδαιμόνιοι γι’ αυτό τους πολεμούσαν, διότι δηλαδή αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Αγησίλαο εναντίον του και δεν του επέτρεψαν ούτε καν να θυσιάσει στην Αυλίδα προς τιμή της Άρτεμης, όπου είχε θυσιάσει και ο Αγαμέμνονας όταν εξεστράτευσε στην Ασία και κυρίευσε την Τροία. Πολύ εξάλλου συνέτεινε να τιμηθεί ο Πελοπίδας και το ότι οι Θηβαίοι είχαν νικήσει στη μάχη στα Λεύκτρα και το ότι φαίνονταν να έχουν κυριεύσει την ύπαιθρο των Λακεδαιμονίων. Και πρόσθετε ο Πελοπίδας ότι οι Αργείοι και οι Αρκάδες είχαν ηττηθεί σε μάχη από τους Λακεδαιμονίους, διότι δεν είχαν βοηθήσει εκείνοι. Και επιβεβαίωνε ότι όλα αυτά ήταν αληθινά ο Αθηναίος Τιμαγόρας και είχε δεύτερος στη σειρά την εκτίμηση των Περσών μετά τον Πελοπίδα. Κι όταν ο βασιλιάς ρώτησε τον Πελοπίδα τι επιθυμούσε να γραφεί στο κείμενο της ειρήνης, είπε να είναι αυτόνομη η Μεσσήνη από τους Λακεδαιμονίους και να ανελκύσουν στην ξηρά οι Αθηναίοι τις τριήρεις, κι αν δεν συμφωνούσαν μ’ αυτά, να επιτεθούν εναντίον τους, κι αν κάποια πόλη αρνούνταν να ακολουθήσει, να βαδίσουν πρώτα εναντίον της. Κι όταν αυτά γράφτηκαν και διαβάστηκαν στους αντιπροσώπους (των πόλεων), ο Λέοντας είπε μπροστά στο βασιλιά: “Μα το Δία, Αθηναίοι, είναι, όπως φαίνεται, καιρός να ψάξετε άλλον φίλο εκτός απ’ το βασιλιά”. Κι όταν ο διερμηνέας μετέφρασε τα όσα είπε ο Αθηναίος, έφερε πάλι πίσω το κείμενο με την εξής προσθήκη:

   “Αν οι Αθηναίοι κρίνουν κάτι δικαιότερο από αυτά, ας επισκεφθούν το βασιλιά κι ας τον ενημερώσουν“.

     Όταν λοιπόν οι πρέσβεις γύρισαν ο καθένας στην πόλη του, οι Αθηναίοι τιμώρησαν με θάνατο τον Τιμαγόρα ύστερα από την κατηγορία του Λέοντα ότι δε δέχτηκε ούτε στην ίδια σκηνή να μείνουν (στην Περσία), αλλά όλα τα μεθόδεψε με τον Πελοπίδα. Από τους άλλους πρέσβεις ο Ηλείος Αρχίδαμος, επειδή (ο βασιλιάς) ευνόησε την Ηλεία περισσότερο από τους Αρκάδες, επαινούσε την ειρήνη, ενώ ο Αντίοχος, επειδή περιφρονήθηκε το Αρκαδικό έθνος, ούτε τα δώρα δέχτηκε αλλά μετέφερε και στους Δέκα χιλιάδες (συνέδρους των Αρκάδων) ότι ο βασιλιάς διαθέτει χιλιάδες μαγείρους και ψωμάδες και ανθρώπους που σερβίρουν κρασί και θυρωρούς, ενώ ψάχνοντας, είπε, δεν μπόρεσε να δει άνδρες που θα ήταν ικανοί να πολεμήσουν με τους Έλληνες. Ακόμη είπε ότι και ο μεγάλος τους πλούτος του έμοιαζε με αλαζονεία, γιατί και το φημολογούμενο χρυσό πλατάνι έλεγε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει σκιά ούτε σε τζιτζίκι.
     Όταν οι Θηβαίοι συγκάλεσαν αντιπροσώπους απ’ όλες τις πόλεις να πληροφορηθούν τα κείμενα του βασιλιά κι ο Πέρσης που έφερε τα κείμενα έδειξε τη σφραγίδα του βασιλιά και διάβασε τα κείμενα, οι Θηβαίοι απαίτησαν να δεσμευθούν με όρκο στο βασιλιά και από εκείνους όσοι ήθελαν να είναι φίλοι, αλλά οι αντιπρόσωποι απάντησαν ότι είχαν έλθει για ενημέρωση και όχι για να δώσουν όρκους. Αν απαιτούσαν όρκους, συνιστούσαν να στείλουν απεσταλμένους στις πόλεις τους. Μάλιστα ο Λυκομήδης των Αρκάδων έλεγε και αυτό, ότι δηλαδή δεν έπρεπε να γίνει η συγκέντρωση στη Θήβα, αλλά εκεί που θα εκδηλωνόταν ο πόλεμος. Κι όταν οι Θηβαίοι δυσανασχέτησαν μ’ αυτόν και έλεγαν ότι υποσκάπτει τη συμμαχία, δε θέλησε ούτε να παρακολουθήσει το συνέδριο, αλλά έφυγε από εκεί και μαζί του όλοι οι αντιπρόσωποι από την Αρκαδία. Και επειδή οι σύνεδροι στη Θήβα αρνήθηκαν να ορκισθούν, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις, ζητώντας να ορκισθούν ότι θα επικροτήσουν τα όσα γράφει ο Πέρσης βασιλιάς, πιστεύοντας ότι θα διστάσει κάθε πόλη χωριστά να έλθει σε αντιπαράθεση με εκείνους και με το βασιλιά. Αλλά όταν οι πρώτοι τους πρέσβεις έφτασαν στην Κόρινθο, οι Κορίνθιοι εναντιώθηκαν και απάντησαν ότι δεν τους χρειάζονταν τους κοινούς όρκους με το βασιλιά, ακολούθησαν και άλλες πόλεις που έδωσαν την ίδια απάντηση. Αυτή λοιπόν η απόπειρα του Πελοπίδα και των Θηβαίων να αναλάβουν την ηγεμονία της Ελλάδας έτσι απέτυχε.
     Οι Κορίνθιοι τότε, αναλογιζόμενοι ότι είναι δύσκολο γι’ αυτούς να είναι ασφαλείς, γιατί και στο παρελθόν υστερούσαν σε δυνάμεις στη στεριά και τώρα έχουν γίνει και οι Αθηναίοι αντίπαλοί τους, αποφάσισαν να δημιουργήσουν τάγμα από οπλίτες και ιππείς μισθοφόρους. Και μπαίνοντας επικεφαλής αυτών, από τη μια φρουρούσαν την πόλη τους κι από την άλλη έβλαπταν με εισβολές τους εχθρούς που γειτόνευαν μ’ αυτούς, έστειλαν λοιπόν και στη Θήβα ανθρώπους τους για να διερευνήσουν αν θα πετύχαιναν ειρήνη σε περίπτωση που θα τη ζητούσαν. Κι όταν οι Θηβαίοι απάντησαν ότι θα γίνουν δεκτοί, με πρόθεση να συναφθεί ειρήνη, οι Κορίνθιοι ζήτησαν να τους επιτραπεί να πάνε και στους συμμάχους, για να συνάψουν ειρήνη και με όσους θα το επιθυμούσαν, ενώ με όποιους προτιμούσαν τον πόλεμο να τους επιτρέψουν να πολεμήσουν εναντίον τους. Κι όταν οι Θηβαίοι δέχτηκαν να κάνουν και αυτά, οι Κορίνθιοι πήγαν στη Σπάρτη κι είπαν τα εξής:

   “Εμείς, άνδρες Λακεδαιμόνιοι, είμαστε κοντά σας ως φίλοι σας κι επιθυμούμε, αν βλέπετε κάποια σωτηρία για μας, αν επιμένουμε να πολεμούμε, να την πείτε και σε μας, αν όμως αναγνωρίζετε ότι βρισκόμαστε σε πολύ δύσκολη θέση, αν βέβαια συμφέρει και σε σας, ας συνάψετε μαζί μας ειρήνη, γιατί με κανέναν δε θα σωζόμασταν πιο ευχάριστα απ’ ό,τι με σας, αν πάλι εσείς κρίνετε ότι σας συμφέρει να είσθε σε εμπόλεμη κατάσταση, σας παρακαλούμε να επιτρέψετε σε μας να συνάψουμε ειρήνη. Γιατί, αν σωθούμε, ίσως κάποτε σε κάποια καίρια στιγμή σας βοηθήσουμε πάλι, αν όμως τώρα καταστραφούμε, ασφαλώς ποτέ δε θα σας είμαστε χρήσιμοι“.

     Όταν τα άκουσαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, και τους Κορινθίους τους συμβούλευσαν να συνάψουν ειρήνη και στους άλλους συμμάχους που δεν ήθελαν μαζί τους να συνεχίσουν τον πόλεμο επέτρεψαν να αποσυρθούν. Οι ίδιοι είπαν ότι πολεμώντας θα κάνουν ό,τι αρέσει στο θεό, και δε θα ανεχθούν ποτέ να στερηθούν τη Μεσσήνη που πατροπαράδοτα ανήκει σ’ αυτούς. Οι Κορίνθιοι μετά από αυτά επισκέφτηκαν τη Θήβα για τη σύναψη της ειρήνης, αλλά οι Θηβαίοι απαίτησαν από αυτούς να υπογράψουν και συμμαχία μαζί τους, εκείνοι όμως απάντησαν ότι η συμμαχία δεν είναι ειρήνη, αλλά άλλη μορφή πολέμου κι αν συμφωνούν, υποσχέθηκαν να τους ξαναεπισκεφθούν για να συνάψουν ειρήνη. Οι Θηβαίοι τους παραδέχτηκαν γιατί, αν και διέτρεχαν κίνδυνο, δε δέχονταν να εμπλακούν σε πόλεμο με τους ευεργέτες τους, και συμφώνησαν οι Κορίνθιοι και οι Φλειάσιοι και όσοι άλλοι μαζί τους είχαν έλθει στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας να είναι κύριος της πατρίδας του. Και μ’ αυτούς τους όρους έγινε η ειρήνη. Οι Φλειάσιοι λοιπόν, με βάση τους προβλεπόμενους όρους της ειρήνης, αποσύρθηκαν αμέσως από τη Θυαμία, και οι Αργείοι που είχαν ορκισθεί να ισχύει η ειρήνη με τους ίδιους όρους, επειδή δεν μπορούσαν να πετύχουν να παραμείνουν οι εξόριστοι των Φλειασίων στο Τρικάρανο, που το είχαν στη δική τους περιοχή, αφού το κατέλαβαν, εγκατέστησαν φρουρούς, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι δικό τους μέρος, ενώ πριν από λίγο το λεηλατούσαν ως εχθρικό, και ενώ οι Φλειάσιοι ζητούσαν να προσφύγουν σε διαιτησία, εκείνοι το αρνούνταν.
     Αναλογιζόμενος ότι σε λίγες μέρες όφειλε να γυρίσει στην πατρίδα του, γιατί εξέπνεε ο χρόνος της εκστρατείας, και ότι, αν εγκαταλείψει μόνους εκείνους για τους οποίους ήλθε ως σύμμαχος, θα πολιορκούνταν εκείνοι από τους αντιπάλους τους, και ότι ο ίδιος θα έχει χάσει γενικά τη δόξα, ηττημένος στη Σπάρτη από λίγους στρατιώτες, ενώ αυτός διέθετε πολλούς, και ηττημένος στην ιππομαχία της Μαντίνειας, και ότι είχε γίνει αίτιος λόγω της εκστρατείας του στην Πελοπόννησο να συνασπισθούν μαζί οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αρκάδες και οι Αχαιοί και οι Ηλείοι και οι Αθηναίοι, δεν το θεωρούσε σωστό να περάσει ανάμεσα από τους εχθρούς χωρίς μάχη, κρίνοντας ότι, αν βέβαια νικούσε, όλα αυτά θα τα διόρθωνε, αν όμως σκοτωνόταν, θα θεωρούσε ότι θα ήταν ένδοξος ο θάνατός του πάνω στην προσπάθειά του να αφήσει την πατρίδα του ως εξουσία της Πελοποννήσου. Το ότι εκείνος είχε τέτοιες σκέψεις δε μου φαίνεται ότι είναι πολύ παράξενο, γιατί αυτά τα οράματα χαρακτηρίζουν τους φιλόδοξους ανθρώπους, το ότι όμως είχε εξασκήσει το στρατό του στο να μην καταβάλλεται από κανένα κόπο ούτε μέρα ούτε νύχτα, και να μην αποφεύγει κανένα κίνδυνο, και να είναι πρόθυμος να υπακούει (σ’ αυτόν) ακόμη και όταν αντιμετώπιζε έλλειψη τροφής, αυτά μου φαίνονται ότι είναι τα περισσότερο αξιοθαύμαστα
     Γιατί, όταν για τελευταία του φορά εξέδωσε διαταγή να προετοιμασθούν για να δώσουν μάχη, πρόθυμα εκείνοι γυάλιζαν τα κράνη τους μετά τη διαταγή του, και χάραξαν και οι οπλίτες των Αρκάδων (στις ασπίδες τους) το εθνόσημο με ρόπαλο, σα να ήταν Θηβαίοι, και όλοι ακόνιζαν τις λόγχες και τα μαχαίρια τους και γυάλιζαν τις ασπίδες τους. Κι αφού έτσι ετοίμασε τους άνδρες του και τους έβγαλε για μάχη, αξίζει πάλι να κατανοήσει κανείς αυτά που έκανε. Αρχικά λοιπόν, όπως ήταν φυσικό, παρέταξε το στρατό του, και κάνοντας αυτό, δήλωνε καθαρά ότι ετοιμαζόταν να συνάψει μάχη, κι όταν παρέταξε το στράτευμα όπως το επιθυμούσε, δεν το οδήγησε από τον πιο σύντομο δρόμο εναντίον των εχθρών, αλλά επικεφαλής αυτός το έφερε προς τα δυτικά όρη και απέναντι από την Τεγέα, έτσι έδιδε την εντύπωση στους εχθρούς ότι δε σχεδίαζε να συνάψει μάχη εκείνη την ημέρα. Και όταν έφτασε κοντά στα υψώματα, ανέπτυξε τη φάλαγγα και διέταξε να αποθέσουν εκεί τα όπλα, έτσι που άφηνε να νοηθεί ότι είχε στρατοπεδεύσει.
     Μ’ αυτό που έκανε αποδυνάμωσε στις ψυχές των περισσότερων αντιπάλων την ορμή τους για μάχη και προκάλεσε τη διάλυση του σχηματισμού τους. Κι όταν οδήγησε τους λόχους που πορεύονταν κατά πτέρυγες και σχημάτισε με τους δικούς του το έμβολο με μέτωπο ισχυρό, τότε έδωσε εντολή να πάρουν τα όπλα και μπήκε επικεφαλής τους, κι εκείνοι τον ακολουθούσαν. Μόλις είδαν οι εχθροί απρόσμενα να επελαύνουν εναντίον τους, κανείς δεν μπορούσε να μείνει αδρανής, αλλά άλλοι έτρεχαν στις γραμμές τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι φορούσαν στα άλογά τους τα χαλινάρια, άλλοι φορούσαν τους θώρακες, και όλοι γενικά έμοιαζαν με ανθρώπους που θα υποστούν κάτι παρά θα πράξουν. Κι εκείνος οδηγούσε εναντίον τους το στράτευμα σαν τριήρη με προτεταμένο το έμβολο της πλώρης, πιστεύοντας ότι, όπου με την επίθεσή του θα διασπούσε τη φάλαγγα των εχθρών, θα κατέστρεφε στη συνέχεια όλο τους το σχηματισμό. Είχε προετοιμασθεί να συνάψει τη μάχη με το πιο ισχυρό του τμήμα, ενώ το κάπως πιο ασθενικό το κράτησε πιο πίσω, γιατί γνώριζε ότι, αν έχανε στη σύγκρουση, θα προξενούσε ηττοπάθεια στους αγωνιζόμενους μαζί του και ενίσχυση του φρονήματος στους εχθρούς. Οι αντίπαλοι αντιπαρέταξαν τους ιππείς σα φάλαγγα οπλιτών με βάθος έξι ανδρών και χωρίς στήριξή τους από βοηθητικό πεζικό, αντίθετα, ο Επαμεινώνδας σχημάτισε και με το ιππικό ισχυρό έμβολο και παρέταξε κοντά του και βοηθητικό πεζικό επειδή πίστευε ότι, αν συνέτριβε το εχθρικό ιππικό, θα είχε ηττηθεί όλο το στράτευμά τους, γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο να βρει κάποιους να θελήσουν να παραμείνουν στις θέσεις τους, όταν θα έβλεπαν κάποιους δικούς τους να τρέπονται σε φυγή, ακόμη, για να μην τρέξουν σε βοήθεια οι Αθηναίοι από την αριστερή πτέρυγα προς τη διπλανή τους, τοποθέτησε πάνω σε μερικούς γήλοφους απέναντί τους και ιππείς και οπλίτες, επιδιώκοντας να φοβίσει και αυτούς ότι, αν έτρεχαν για βοήθεια, εκείνοι θα τους επιτίθενταν από πίσω τους.
     Έτσι λοιπόν σχεδίασε την επίθεση και δεν διαψεύστηκε στους υπολογισμούς του, γιατί, αφού επικράτησε στο σημείο που εξαπέλυσε την επίθεση, ανάγκασε όλο το εχθρικό στράτευμα να τραπεί σε φυγή. Όταν όμως έπεσε νεκρός εκείνος, οι υπόλοιποι άνδρες του δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν σωστά τη νίκη, αλλά αν και τράπηκε σε φυγή η εχθρική φάλαγγα, οι οπλίτες δε σκότωσαν κανέναν εχθρό ούτε προχώρησαν μακρύτερα από το σημείο, όπου έγινε η μάχη. Κι ενώ είχαν τραπεί σε φυγή και οι ιππείς τους, ούτε οι δικοί τους ιππείς προχώρησαν σε καταδίωξη των ιππέων και των οπλιτών, αλλά φοβισμένα, λες και είχαν ηττηθεί, περνούσαν ανάμεσα από τους εχθρούς που τρέπονταν σε φυγή. Οι βοηθοί πεζοί των ιππέων και οι πελταστές, που είχαν νικήσει μαζί με τους ιππείς, έφτασαν βέβαια μέχρι την αριστερή πτέρυγα των εχθρών, ως νικητές που ήταν, εκεί όμως οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν από τους Αθηναίους.
     Μετά από αυτές τις εξελίξεις, έγινε το αντίθετο από ό,τι πίστευαν όλοι οι άνθρωποι ότι θα γίνει. Γιατί, ενώ είχανε συγκεντρωθεί εκεί στρατοί από όλη σχεδόν την Ελλάδα και βρέθηκαν αντιμέτωποι, δεν υπήρχε κανείς που να μην πίστευε ότι, αν γινόταν κάτι, θα ασκούσαν την ηγεμονία οι νικητές, ενώ οι ηττημένοι θα ήταν υπήκοοί τους, ο θεός όμως έτσι τα έφερε, ώστε και οι δυο έστησαν τρόπαιο ως νικητές και κανένας από τους δυο δεν εμπόδισε τον άλλον να το στήσει, και τους νεκρούς αμφότεροι τους παρέδωσαν για ταφή ύστερα από ανακωχή, ως νικητές κι αμφότεροι τους παρέλαβαν μετά από ανακωχή ως ηττημένοι, και υποστηρίζοντας ο καθένας από τους δυο χωριστά ότι είχαν νικήσει, δε φάνηκαν να κατέχουν ούτε μέρη ούτε πόλη ούτε εξουσία περισσότερη από ό,τι πριν γίνει η μάχη. Κι επικράτησε στην Ελλάδα σύγχυση και ταραχή μετά τη μάχη μεγαλύτερη από ό,τι νωρίτερα. Από μένα λοιπόν μέχρι εδώ ας έχουν γραφεί. Για τα μετά από αυτά ίσως φροντίσει κάποιος άλλος.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *