Βιογραφικό
Γεννήθηκε στην Ελέα της Κάτω Ιταλίας στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. σε περιβάλλον επηρεασμένο από τις απόψεις των Πυθαγόρα και Ξενοφάνη. Θεωρείται η πλέον πρωτότυπη μορφή της προσωκρατικής σκέψης. Σ’ αντίθεση με τους Ίωνες φυσιολόγους δεν αναζητά την ενότητα του κόσμου σε μια φυσική ουσία, αλλά στην ίδια την “οντότητα” των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, στο “είναι” όλων των όντων κι όλων των πραγμάτων. Ενδιαφέρθηκε για διάδοση των φιλοσοφικών του ιδεών και συγκέντρωσε γύρω του μαθητές. Οι μεταγενέστεροι αναφέρονται συχνά στην ελεατική σχολή, εννοώντας κυρίως αυτόν, τον νεότερο συμπολίτη του Ζήνωνα και τον Μέλισσο από τη Σάμο. Η σχέση όμως με τους μαθητές του είναι σχέση διανοητικής συγγένειας, δεν θυμίζει σε τίποτε την ιεραρχική οργάνωση της πυθαγόρειας αδελφότητας.

Ο Παρμενίδης ο Ελεάτης ήτανε προ-Σωκρατικός φιλόσοφος ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής και θεωρείται ο πατέρας της μεταφυσικής. Οι διδασκαλίες κι οι συνεισφορές του έχουν ανακατασκευαστεί από τμήματα του κύριου έργου του Σχετικά Με Τη Φύση. Επιπλέον, επηρέασε τη σκέψη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Πίστευε ότι κίνημα, αλλαγή και ποικιλία των υπαρχόντων πράξεων ήταν μόνο κάτι εμφανές και ότι υπήρχε μόνο μια αιώνια πραγματικότητα “Το Ον”. Πρόκειται για την αρχή ότι “όλα είναι ένα”. Δεν υπάρχουν αξιόπιστα αρχεία που να μαρτυρούν τη μέρα που γεννήθηκε, αν και πιστεύεται ότι γεννήθηκε γύρω στο 515 π.Χ. Υπάρχουν άλλες ερμηνείες που δείχνουν ότι γεννήθηκε μάλλον γύρω στο έτος 540 π.Χ.. Αυτά τα δεδομένα σχετίζονται άμεσα με την ημερομηνία ίδρυσης της Ελέας, επειδή οι ημερομηνίες που σχετίζονται μ’ αυτούς τους αρχαίους χαρακτήρες συνδέονταν με τη σειρά τους με κείνες της δημιουργίας πόλεων. Όσον αφορά ειδικότερα την Ελέα, πιστεύεται ότι η πόλη αυτή ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 540 και 530 π.Χ.. Όπως και να ‘χει γεννήθηκε στην Ελέα, μέρος που βρίσκεται στην ακτή της Καμπανίας, νότια της σημερινής Ιταλίας..
Είναι γνωστό ότι η οικογένειά του ήταν πλούσια και ότι ζούσε σε προνομιακή κατάσταση. Κάποια αρχεία δείχνουν ότι ο πατέρας του ήταν Pires. Τα μέλη της οικογένειάς του κατείχαν θέσεις ευγενείας, έτσι από νεαρή ηλικία συνδέονταν με διάφορες πτυχές του πολιτικού πεδίου που αποτελούσαν το πλαίσιο τους. Υπήρξε μαθητής του Ξενοφάνη, ένα φιλόσοφο που θεωρείται στην ιστορία σαν ο 1ος φιλόσοφος για να εξετάσει το μυστήριο του Θεού και το νόημά του, για το λόγο αυτό θεωρείται 1ος θεολόγος στην ιστορία. Ως μαθητής του Ξενοφάνη, ήταν σε άμεση επαφή με τη διοίκηση των πολιτικών καταστάσεων στην Ελέα, ακόμα πρότεινε νομοθετικές ρυθμίσεις, αλλαγές και προτάσεις.
Κατέληξε να υποβάλει συγκεκριμένες προτάσεις στον τομέα της νομοθεσίας στην έδρα του Ελέα, ακόμη κι ορισμένες πηγές δείχνουνε πως ήταν αυτός που έγραψε τους νόμους αυτής της πόλης. Αυτό έχει νόημα επειδή ερχόταν από μια ισχυρή μ’ επιρροή οικογένεια, οπότε θα μπορούσε να έχει πρόσβαση σε αυτές τις θέσεις εξουσίας. Σύντομα οι κάτοικοι βλέπανε με καλό μάτι τις προτάσεις του, γιατί θεωρούσανε πως ήταν αυτός που ‘χε δημιουργήσει αυτή την ατμόσφαιρα της αφθονίας, της ευημερίας και την αρμονία που υπήρχε εκείνη την εποχή στη πόλη τους. Το όραμά του από αυτή την άποψη είχε ένα τόσο θετικό αντίκτυπο στους πολίτες, που δώσανε όνομα σ’ αυτό: “Η Παρμενιδιακή Ζωή”, που συνδέεται με τον τρόπο ζωής του. Αυτή η ιδέα έγινε ένα ιδανικό που ήθελαν να φτάσουν οι πολίτες της Ελέας.
Παρά τις όχι πολύ ακριβείς σχετικά με αυτό, ωρισμένες πληροφορίες δείχνουν ότι μπορεί να ήταν μαθητής του Αναξίμανδρου στη Μίλητο. Έλληνας γεωγράφος και φιλόσοφος που ήταν αντικαταστάτης του Θαλή κι ακολουθούσανε μαζί τις διδασκαλίες του. Επίσης, είναι πιθανόν να ακολούθησε τη διδασκαλία του Αμινία, ενός Πυθαγορείου. Υπάρχουν ακόμη και πληροφορίες που πιστοποιούν ότι έχτισε ένα θυσιαστήριο γι’ αυτόν, όταν πέθανε. Ο Έλληνας φιλόσοφος είχε επίσης μαθητές, μεταξύ των οποίων ο Εμπεδοκλής κι ο Αγκριζεντας ο ένας φιλόσοφος κι ο άλλος γιατρός, αλλά κι ο Ζήνων, που ήτανε λίγο μικρότερος του κι είχε γεννηθεί και στην Ελέα. Με τον Ζήνωνα, ταξίδεψαν στην Αθήνα όταν ήταν 65 ετών κι υπάρχουνε στοιχεία πως εκεί τον άκουσε να μιλάει ο Σωκράτης. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πλούταρχο, ο πολιτικός Περικλής πήγαινε συνεχώς στα μαθήματά του κι ενδιαφερότανε πολύ για τις διδασκαλίες του. Εκτιμάται πως ο Παρμενίδης πέθανε το έτος 440 π.Χ..
Η φιλοσοφία του είχε μια αρκετά λογική προσέγγιση, που τον έκανε έναν από τους πρώτους που χρησιμοποιήσανε τη λογική στις προσεγγίσεις του. Ένας από τους κύριους πυλώνες σκέψης του είναι ότι η πραγματική ύπαρξη θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή μόνο μέσω λογικής κι όχι μέσω αισθήσεων. Δηλαδή, μόνο η αληθινή γνώση θα μπορούσε να προσεγγιστεί με αποτελεσματικό κι ειλικρινή τρόπο μέσω της λογικής κι όχι μέσω αισθήσεων. Χάρη σε αυτή τη σύλληψη θεωρείται πως ήταν φιλόσοφος που δημιούργησε τον ιδεαλισμό που πρότεινε ο Πλάτωνας. Σύμφωνα με αυτόν, το ον είναι μόνιμο και μοναδικό. Αυτός ο φιλόσοφος υποδεικνύει ότι η εσωτερική αντίφαση εμποδίζει τη κατευθυνόμενη σκέψη προς την αναζήτηση της ύπαρξης. Η σκέψη του είναι πως υπάρχουνε δύο τρόποι επίτευξης της γνώσης. ο τρόπος της αλήθειας, που ονομάζεται αλήθεια κι ο τρόπος της γνώμης, που ονομάζεται δόξα. Δηλώνει ότι ο μόνος τρόπος για την επίτευξη της γνώσης είναι μέσω του 1ου τρόπου και δείχνει πως ο 2ος είναι γεμάτος αντιφάσεις και γνώση που δεν είναι πραγματική, αλλά μόνο φαινομενική. Ο τρόπος της γνώμης έχει την αφετηρία του στην ύπαρξη της μη ύπαρξης. δηλαδή, σε στοιχεία που δεν είναι πραγματικά, δεν είναι αληθινά, που δεν υπάρχουν. Σύμφωνα με τον Παρμενίδη, η πορεία της άποψης συνεπάγεται την αποδοχή της μη ύπαρξης, πράγμα που θεωρείται άτοπον.
Από την άλλη, ο τρόπος της αλήθειας προσπαθεί συνεχώς να αναφέρεται στην ύπαρξη, να την ονομάζει και να της δίνει όλη την απαραίτητη σημασία. Εξ αιτίας αυτού, ο Παρμενίδης δείχνει πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος προσέγγισης της πραγματικής γνώσης. Τότε, ο φιλόσοφος ορίζει ότι η σκέψη κι η πραγματικότητα πρέπει να συνυπάρχουν αρμονικά, χωρίς καμία αντίφαση κι αντίρρηση. Πρέπει επίσης να εξεταστούν μόνον οι αντιλήψεις που βασίζονται σε λόγους, που μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε τη γνώση με πιο παραγωγικό τρόπο. Έδειξε πως όταν οι αντιλήψεις ανταποκρίνονται στις αισθήσεις, θα είναι δυνατή μόνο η επίτευξη αποσταθεροποιητικών στοιχείων, διότι αυτές μόνον αντανακλούν ένα περιβάλλον που αλλάζει διαρκώς. Έτσι, η πραγματικότητα που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της αντίληψης μέσα από τις αισθήσεις δεν υπάρχει πραγματικά, είναι μια ψευδαίσθηση. Είναι απλά εμφάνιση πραγματικότητας, αλλά δεν είναι η πραγματικότητα αυτή.
Αναφέρει επίσης πως η έννοια της ύπαρξης συνδέεται αναγκαστικά με την έννοια της αιωνιότητας. Το επιχείρημα γι’ αυτό είναι πως αν μετατραπεί σε κάτι άλλο, τότε δεν είναι πλέον, έτσι ώστε γίνεται ένα μη-ον κι αυτό είναι άτοπον. Έτσι η ύπαρξη δεν μεταβάλλεται ή μετασχηματίζεται με κανένα τρόπο, αλλά απλώς είναι πάντα η ίδια σ’ όλη την έκταση. Όσον αφορά τη γέννηση της ύπαρξης, διαπιστώνει μ’αυτό το γεγονός, ότι δεν θα μπορούσε να δημιουργηθεί, επειδή σημαίνει ότι ήταν μια εποχή που δεν υπήρχε κι αν κάτι δεν υπάρχει, δεν είναι. Αντίθετα, πιστεύει πως είναι αιώνια διαχρονικό, έχοντας χαρακτήρα που δεν μπορεί να γεννηθεί ή να πεθάνει, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα ήταν. Ομοίως, η ύπαρξη είναι αδιαίρετη. Γι’ αυτό τον φιλόσοφο, ο διαχωρισμός υποδηλώνει την ύπαρξη κενών. δηλαδή, της μη ύπαρξης. Επομένως, είναι αδύνατο να διαιρείται η ύπαρξη, αλλά πρέπει να θεωρείται μια ενιαία μονάδα. Για να εξηγήσει αυτή την έννοια, ορίζει ότι είναι μια σφαίρα, που όλοι οι χώροι έχουν το ίδιο μέγεθος και τα ίδια συστατικά στοιχεία. Στη συνέχεια, μπορεί να θεωρηθεί ως κάτι που δεν μπορεί να χωριστεί κι αυτό είναι ίσο με τον εαυτό του σε όλες τις περιοχές του. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αυτής της σφαίρας είναι ο περιορισμός της. Αναφέρει ότι υπάρχουν όρια που περιλαμβάνει ον, ως αποτέλεσμα της έννοιας ότι η ευημερία δεν υπόκειται σε αλλαγές και μετασχηματισμούς, αλλά αντιστοιχεί σε μια μονάδα.
Για πολλά χρόνια, οι Έλληνες φιλόσοφοι είχαν προβληματιστεί για τη προέλευση όλων των πραγμάτων κι αυτό το αρχικό στοιχείο ονομάστηκε Αρχή. Κάθε φιλόσοφος συνδέει αυτή την αρχή με συγκεκριμένο στοιχείο: για μερικούς ήταν ένας μόνο ενεργοποιητής και γι’ άλλους ήταν μια συνάρτηση στοιχείων. Για τον Παρμενίδη η ύπαρξη δεν ήταν ένα εξωτερικό στοιχείο, αλλά η ίδια ικανότητα να είναι, να υπάρχει κι ήταν ένα κοινό χαρακτηριστικό όλων των όντων. Αυτή η προσέγγιση ήταν καινοφανής, δεδομένου ότι οι άλλες ερμηνείες της αρχιτεκτονικής υποτάχθηκαν σε εξωτερικά στοιχεία, που προέρχονταν από τη φύση. Αντίθετα, αυτό που πρότεινε ήταν να εντοπίσει αυτή την προέλευση των πραγμάτων, που είναι η ίδια σε όλα τα όντα, από μια πολύ πιο ορθολογική άποψη, αφήνοντας κατά μέρος το παραδοσιακό νατουραλιστικό όραμα εκείνης της εποχής. Τότε έδειξε ότι όλα όσα υπάρχουν είναι. Από την άλλη πλευρά, αυτό που δεν υπάρχει (όπως το σκοτάδι ή η σιωπή) δεν είναι. Έτσι ό,τι υπάρχει είναι αιώνιο κι ανεξάντλητο και δεν μπορεί να προέλθει από τη μη ύπαρξη, βασικά επειδή δεν υπάρχει. Το γεγονός της ύπαρξης σημαίνει ότι όλες οι μονάδες της ύπαρξης είναι ίσες. Ισχυρίστηκε ότι μόνο η μη ύπαρξη μπορεί να είναι διαφορετική μεταξύ τους, διότι είναι αυτό που δημιουργεί ασυνέχεια και διακοπές μέσα στον εαυτό της. Όντας, δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτές τις ασυνέχειες, γιατί τότε θα γίνει μη-ύπαρξη. Επιπλέον διαπίστωσε πως η ύπαρξη, ουσιαστικά, δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να αλλάξει, διότι έτσι θα ήταν η μη ύπαρξη. Επομένως, αυτός ο φιλόσοφος θεωρεί ότι το ον είναι αμετάβλητο.
Μεταξύ των συμβολών του ήταν κι η ανάπτυξη της σχολής. Εκεί εμπλέκεται σε μια φιλοσοφική δραστηριότητα που επεδίωκε να δώσει αιτίες που θα εξηγούσαν τον τρόπο με τον οποίο η οντότητα καταλογολογήθηκε από τις ιδέες αυτής της σχολής. Ενώ μερικοί συγγραφείς ισχυρίζονται πως ήταν ο ιδρυτής της Ελεατικής σχολής, άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Ξενοφάνης ήταν ο αληθινός ιδρυτής. Ωστόσο, υπάρχει συναίνεση ότι ο Παρμενίδης είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός φιλόσοφος του εν λόγω σχολείου. Μεταξύ των συμβολών του, μπορούν να θεωρηθούν οι κριτικές του στον Ηράκλειτο, που εξέφρασαν τις αρχές του μετασχηματισμού κι έδειξαν ότι δεν υπήρχε ακίνητο που παρέμενε το ίδιο. Σύμφωνα με τον ίδιο, ο Ηράκλειτος έκανε τα πάντα αδύνατα όταν είπε ότι τα πάντα ρει και τίποτα δεν παρέμεινε. Αυτή η συζήτηση μεταξύ των προΣωκρατικών υπήρξε από τους πυλώνες της εξέλιξης της φιλοσοφίας και πολλοί συγγραφείς εξακολουθούν να εργάζονται σε αυτές τις ιδέες.
Το μόνο γνωστό έργο του ήτανε το φιλοσοφικό του ποίημα με τίτλο “Σχετικά με τη φύση” Σε αυτό το ποίημα ασχολείται με διάφορα θέματα όπως η ύπαρξη, η αλήθεια, η προέλευση των θεών κι η ίδια η φύση. Η μεγαλύτερη καινοτομία του ποιήματος ήταν η μεθοδολογία της επιχειρηματολογίας της που ανέπτυξε με αυστηρότητα. Στο επιχείρημά του, έκανε μια συζήτηση για αρχές που έθεσαν συγκεκριμένα αξιώματα και συνέχισαν τις επιπτώσεις τους. Γραμμένο σε δακτυλικό 6μετρο, απ’ όπου ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μια θεά, που αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακρυά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, “όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει“, και να τον οδηγήσει στην “ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας“.
Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Ηράκλειτος κι ο Παρμενίδης, θα υποδείξουν μια άλλη προσέγγιση. Συνήθως θεωρούμε ότι εκπροσωπούν αντίθετους πόλους στη φιλοσοφία: ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος της αέναης αλλαγής κι ο Παρμενίδης της απόλυτης ακινησίας. Κι όμως η αφετηρία της σκέψης τους είναι κοινή. Και για τους 2 η φιλοσοφία είναι άρνηση του κοινού νου. Στις διαδεδομένες πεποιθήσεις των ανθρώπων, στις θρησκευτικές τους πρακτικές, ακόμη και στις απλές εικόνες που σχηματίζουν για τον κόσμο, δεν υπάρχει η παραμικρή δόση αλήθειας. Ο φιλόσοφος δεν θα κολακέψει ποτέ το πλήθος, δεν θα επιδιώξει να το προσεταιριστεί. Για να το αποσπάσει από τις βεβαιότητές του δεν θα διστάσει να κατακρίνει ανοιχτά τις συνήθειες, τις αξίες και τις αντιλήψεις του. Η φιλοσοφία είναι μια εντελώς νέα μορφή γνώσης, η οποία διεκδικεί ευθαρσώς την πρωτοτυπία και την αυτονομία της. Δεν συνδέεται με τη θρησκευτική πρακτική, δεν χρωστά τίποτε στην ποιητική παράδοση και στην αρχαία σοφία ούτε αποτελεί συνέχεια της ιωνικής ιστορίας. Ο φιλόσοφος θα διαχωρίσει τη θέση του από κάθε μορφή παλαιότερης γνώσης, θα αποκαθηλώσει τους δασκάλους των προηγούμενων γενεών.
Ο Ηράκλειτος κι ο Παρμενίδης θα παρουσιαστούν ως θεματοφύλακες μιας αλήθειας που τους ξεπερνά. Ο φιλόσοφος είχε τη τύχη ή το χάρισμα να του αποκαλυφθεί κάποια στιγμή η αλήθεια και τώρα ανέλαβε την αποστολή να τη μεταδώσει και στους άλλους. “Μην ακούσετε εμένα αλλά τον Λόγο” είναι η συμβουλή του Ηράκλειτου. Ο Παρμενίδης αφηγείται τη φιλοσοφική του μύηση από μια θεά που του αποκάλυψε ότι η μόνη αληθινή γνώση είναι η γνώση του Όντος. Λόγος κι Ον με τη φιλοσοφία κατακτούν βήμα το βήμα το βασικό τους λεξιλόγιο.
Στο έργο του αναπτύσσει ιδέες κοντά στον υλισμό κι έχουν ενθαρρύνει την ανάπτυξη αυτού του ρεύματος σκέψης. Οι σκέψεις του για τη κίνηση και τη μονιμότητα του όντος κατατάσσονται από ορισμένους ως ιδέες του υλισμού. Αυτό βασίζεται στο γεγονός ότι αυτές οι ιδέες αρνούνται έναν απατηλό κόσμο αλλαγής και κίνησης κι επικεντρώνονται στο υλικό, το υπάρχον και το ακίνητο. Μερικοί φιλόσοφοι έχουνε βασίσει το έργο τους σ’ αυτό που θεωρούν ότι είναι η άρνηση του λογικού κόσμου από τον Παρμενίδη. Αυτή η σκέψη έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη ιδεαλιστικής φιλοσοφίας, αν κι αυτή η άρνηση δεν εκφράζεται κυριολεκτικά στο έργο του. Διάφορες ερμηνείες του τρόπου που έγραψε το ποίημά του Περί Φύσης ισχυρίζονται πως όχι μόνον αρνήθηκε την ύπαρξη κενού ως φυσικό κενό, αλλά αρνήθηκε την ύπαρξη του λογικού κόσμου ως τέτοιου.
Στα χρόνια του Παρμενίδη ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς κι οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν τη γραφή, έχει σημασία.
Το ποίημα χωρίζεται σε 3 μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει τη θεά. Το 2ο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της θεάς για τη φύση της αλήθειας. Το 2ο και πιο αινιγματικό, απ’ όπου έχουνε σωθεί λίγα αποσπάσματα, θα πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους. Στο ποίημά του παρουσιάζεται ότι έρχεται με άμαξα από τον ουρανό και συνομιλεί, αναπτύσσοντας τις φιλοσοφικές του απόψεις, όχι με θνητό αλλά με μια θεά. Αποδίδει με τον τρόπο αυτό τη πνευματική δύναμη των απόψεων του.
Εκθέτει τη φιλοσοφία του σ’ έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να τη παρουσιάσει ως αποτέλεσμα Θείας Αποκάλυψης. Στο προοίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σ’ άρμα, καθοδηγούμενο από τις Κόρες του Ήλιου σε μιαν ανώνυμη Θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η Θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
“…αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα“.
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το είναι και γεννιέται κείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του “όντος”, περί του “είναι”. Σ’ αντίθεση με τους Ίωνες, δε ρωτά για το “τι” των όντων, αλλά στρέφει τη προσοχή μας στο “είναι”. Σ’ έν άλλο απόσπασμα αντιδιαστέλλει το “είναι”, την ύπαρξη των όντων, με το “μηδέν” και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δυο οδούς του είναι και του μηδενός ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει πως η οδός του “είναι” είναι η μόνη αληθινή κι ότι μόνο το “είναι” μπορεί ν’ αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων. Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το είναι, που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και τη πολλαπλότητα, τη κίνηση και τη πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την ενότητα και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το “είναι”.
Στο 2ο τμήμα του ποιητικού του έργου, η Θεά επικρίνει τους ανθρώπους που διχοτομούν τον κόσμο επηρεασμένοι απ’ τις αισθήσεις τους, κατατάσσοντας τα όντα στις δύο αλληλοαποκλειόμενες κι αντίθετες μορφές του φωτός και της νύκτας. Κατόπιν η Θεά παραθέτει τη γένεση και τη παρούσα κατάσταση του κόσμου, όπως προκύπτει από την ανάμιξη του φωτός και της νύκτας, παραθέτοντας ουσιαστικά τη κοσμογονία και την κοσμολογία του φιλόσοφου. Έχουμε, λοιπόν, για πρώτη φορά την ανάπτυξη ενός δυιστικού φιλοσοφικού συστήματος, αντίθετου με το μονιστικό Ιωνικό σύστημα της μίας αρχής του κόσμου. Ο Παρμενίδης χρησιμοποιεί δύο ισότιμες αρχές-μορφές, που με τη συνεργασία τους και την ανάμειξή τους δημιουργούν τον κόσμο και τον διέπουν.
Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει τη κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο. Τη θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός, είναι η ίδια η αποκάλυψη μιας μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε κι η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη.
Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματά του. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες κι οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της Παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης. Η θεωρία του, είναι διάχυτη από αμφιβολία, κατά πόσον οι αισθήσεις μπορούν να μας δώσουν την αντικειμενική αλήθεια. Ακόμα κι ο Ηράκλειτος αναρωτιόταν για την αντικειμενικότητα της Λογικής. Τις φιλοσοφικές του ιδέες και τις προσπάθειές του να ερμηνεύσει τον κόσμο εκθέτει στο φιλοσοφικό ποίημά του Περί φύσεως απ’ όπου σώθηκαν μόνον αποσπάσματα.
Ο μονισμός της Αλήθειας κι ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σ’ αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το αμετάβλητο είναι, ενώ η Δόξα με το κοσμικό γίγνεσθαι. Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστερους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.
Στο διάλογο Παρμενίδης, που εγράφη σχεδόν ταυτόχρονα με το διάλογο Θεαίτητος, ο Πλάτων παρουσιάζει διανοητικό παιχνίδι αντιπαράθεσης ανάμεσα στον νεαρό κι άπειρο ακόμη στη τυπική λογική, Σωκράτη και τους εκπροσώπους της Ελεατικής σχολής, δηλαδή τον μεγάλο Παρμενίδη και τον μαθητή του Ζήνωνα. Ο Ζήνων, ήταν κι είναι γνωστός από την ικανότητά του να εκμαιεύει παράδοξα από εσωτερικά συνεπείς θεωρίες. Στον Παρμενίδη ο νεαρός Σωκράτης παρουσιάζει τη θεωρία του των “Ιδεών” και της “Μέθεξης” των Ιδεών με τον αισθητό κόσμο. Οι Ελεάτες Παρμενίδης και Ζήνων, άριστοι τεχνικοί γνώστες της λογικής παραγωγής από προκείμενες, προσπαθούν να εκμηδενίσουν τη θεωρία του, αλλά κυρίως αντιτίθενται στη “Μέθεξη” των Ιδεών με τον αισθητό κόσμο και λιγότερο σ’ αυτή καθ’ εαυτή την έννοια των Ιδεών.
Εντυπωσιάζονται όμως από την διανοητική δύναμη του Σωκράτη και από την ικανότητά του να συλλάβει μια θεωρία όπως αυτή. Για τους Ελεάτες , όμως, η μέθεξις αισθητών αντικειμένων και του κόσμου των Ιδεών απέδιδε ύπαρξη, έστω κι υποβαθμισμένη, στον υλικό κόσμο, μέσω της αλληλεπίδρασης και της συμμετοχής σ αυτόν του κόσμου των Ιδεών. Αυτό ήταν αντίθετο με την “όλονή ουδέν” διδασκαλία της Ελεατικής σχολής αλλά κι έδινε λύση στο θέμα της επικοινωνίας του κόσμου των Ιδεών και της Θεϊκής υπόστασης με τον αισθητό και φθαρτό κόσμο των θνητών. Η “Μέθεξις” γινόταν το όχημα μιας πολύ ολοκληρωμένης “αντίπαλης” Θεωρίας. Ο Ζήνων, δείχνει στον Σωκράτη πως η θεωρία του παράγει παράδοξα κι αντιφάσεις. Όμως, στο 2ο μέρος του διαλόγου όπου ο Πλάτων βάζει τους Ελεάτες να εξετάσουν με τα ίδια κριτήρια και τη δική τους μονιστική θεωρία, φαίνεται ότι κι εδώ, παραβιάζεται η αρχή της μη αντίφασης. Η κατάληξη είναι προφανής για τον Πλάτωνα, 2500 χρόνια πριν τον Godel: ακόμα κι άριστα δομημένα και εσωτερικά συνεπή συστήματα αδυνατούν να δικαιολογήσουν συνεπώς κάθε τους πτυχή: εμπίπτουν σε αντιφάσεις.========================
Περί Φύσης
Ι
Οι φοράδες που με φέρνουν όσο φτάνει η επιθυμία,
με έπεμπαν, αφού μ’ έβαλαν στην πλούσια σε γνώση οδό
της θεάς, που μόνη φέρνει παντού τον σοφό άνδρα.
Εκεί πάνω φερόμουν, γιατί εκεί με μετέφεραν οι πολυάριθμες φοράδες
έλκοντας το άρμα και κόρες έδειχναν το δρόμο.
Κι ο άξονας στις χνόες έβγαζε ήχο σφυριχτό,
φλεγόμενος: διπλοί τον έβιαζαν δινούμενοι
τροχοί κι από τις δύο πλευρές, καθώς βιαστικά έπεμπαν
του Ήλιου οι κόρες, έχοντας αφήσει τα δώματα της Νύχτας
προς το φώς, έχοντας βγάλει με τα χέρια τους απ’ το κεφάλι τις καλύπτρες.
Εκεί είναι οι πύλες των δρόμων της Νύχτας και της Ημέρας,
που ανώφλι τις περιβάλλει και κατώφλι πέτρινο,
κι αυτές, αιθέριες, με θυρόφυλλα κλείνουν μεγάλα,
τα ταιριαστά κλειδιά τους κατέχει η Δίκη η πολύποινη.
Σ’ αυτήν μιλώντας οι κόρες με λόγια μαλακά,
την έπεισαν επιτήδεια, γρήγορα τις πύλες
να τους ξεμανταλώσει. Και τούτες αναπετώντας
άνοιξαν χάσμ’ αχανές, στρέφοντας των θυρόφυλλων
έναν-έναν τους πολύχαλκους άξονες μες στους σωλήνες,
τους με περόνες και καρφιά συναρμοσμένους. Εκεί λοιπόν ανάμεσά τους
ευθεία στο δρόμο οδήγησαν οι κόρες άρμα κι άλογα.
Κι η θεά με καλοδέχτηκε και το δικό μου χέρι
με το δεξί της πήρε, και με τα λόγια τούτα με προσφώνησε:
-“Νέε, σύντροφε αθανάτων ηνιόχων,
που φτάνεις στο σπίτι μας με τις φοράδες που σε φέρνουν,
Χαίρε! Γιατί δεν σε οδήγησε μοίρα κακή να πάρεις
τούτην την οδό, που έξω από πάτημα ανθρώπου βρίσκεται,
αλλά Θέμις και Δίκη. Είναι ανάγκη τα πάντα να μάθεις:
της πειστικής/ολοστρόγγυλης αλήθειας την άτρεμη καρδιά,
μα και τις δόξες των ανθρώπων, όπου δεν είναι πιστή αληθινή.
Αλλ’ ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα
θα ‘πρεπε να γίνονται απολύτως αποδεκτά: όλα στο σύνολό τους ως όντα.
ΙΙ
Έλα λοιπόν, εγώ θα πω -κι εσύ φρόντισε το λόγο που θ’ ακούσεις-
ποιές μόνες οδοί αναζήτησης πρέπει να νοηθούν:
Η μία, πως είναι και πως αδύνατο να μην είναι,
της πειθούς είναι ο δρόμος, γιατί ακολουθεί την αλήθεια.
Η άλλη, πως δεν είναι και πως ανάγκη να μην είναι,
αυτή σου λέω είναι μια στράτα δίχως καθόλου γνώση,
γιατί ούτε να γνωρίσεις το Μη-Ον θα μπορούσες -πράγμα ανέφικτο-
ούτε να το εκφράσεις.
ΙΙΙ
…γιατί Νοείν κι Είναι είναι το αυτό.
IV
Αλλά δες με το νου όμοια τα απόντα: βέβαια γι’ αυτόν παρόντα,
γιατί (ο νούς ) δεν θ’ αποκόψει Εόν απ’ τη συνέχεια του με Εόν,
ούτε καθώς αυτό με τάξη παντού με κάθε τρόπο διασκορπίζεται,
ούτε καθώς συντίθεται.
V
Το ίδιο είναι για μένα,
απ’ όπου κι αν αρχίσω: γιατί εκεί θα επιστρέψω και πάλι.
VI
Ανάγκη να λέγεται και να νοείται ότι το Εόν είναι. Γιατί το Είναι είναι,
το Μηδέν όμως δεν είναι. Αυτά σε διατάζω να καταλάβεις.
Και πρώτα θα σε οδηγήσω(;) από τούτην την οδό της αναζήτησης,
μετά όμως από εκείνην που πάνω της άνθρωποι δίχως καθόλου γνώση
πλανώνται, δικέφαλοι. Γιατί αμηχανία στα στήθη τους
οδηγεί τον πλανημένο νου. Κι αυτοί περιφέρονται,
κουφοί συνάμα και τυφλοί, σαστισμένοι, άκριτα φύλα,
για τους οποίους Είναι και Μη-Είναι το αυτό σημαίνουν
κι όχι το αυτό και στα πάντα αντίστροφος υπάρχει δρόμος.
VII, VIII
Γιατί ποτέ δεν θα επιβληθεί τούτο: Μη-Όντα να είναι.
Συ όμως κράτα το νού σου μακριά από τούτην την οδό της αναζήτησης,
κι ούτε η πολύπειρη συνήθεια να σε σπρώξει στην (άλλη) οδό,
να περιφέρεις το άσκοπο μάτι και την πολύβουη ακοή
και την γλώσσα, αλλά κρίνε με το λόγο τον πολύμαχο έλεγχο
που εγώ σου εξέθεσα.
Μόνος λοιπόν ο λόγος για την οδό
απομένει: πως είναι. Και πάνω της υπάρχουν σήματα
πάμπολλα: πως το Εόν αγέννητο είναι και ανώλεθρο,
ολόκληρο και μονογενές κι ατρεμές και τέλειο.
Ούτε ήταν κάποτε ούτε θα είναι, γιατί τώρα είναι όλο μαζί,
ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννα θ’ αναζητούσες γι’ αυτό;
Προς τα πού κι απο πού ν’ αυξήθηκε; Ούτε από το Μη-Ον θα σ’ αφήσω
να πείς ή να νοήσεις, γιατί άφατο είναι κι αδιανόητο
το ότι δεν είναι. Και ποιά ανάγκη θα το ‘σπρωχνε
αργότερα ή νωρίτερα να γεννηθεί, απ’ το Μηδέν προερχόμενο;
Ανάγκη λοιπόν ή εντελώς να είναι, ή να μην είναι (διόλου).
Ούτε από το Μη-Ον θ’ αφήσει ποτέ της πίστεως η ισχύς
να προστεθεί κάτι στο Εόν. Κι έτσι ούτε να γίνει
ούτε να χαθεί το άφησε η Δίκη, τα δεσμά χαλαρώνοντας,
αλλά το συγκρατεί. Κι η κρίση γι’ αυτά συνίσταται σε τούτο:
είναι ή δεν είναι. Έχει λοιπόν κριθεί, καθώς είναι ανάγκη,
αδιανόητη κι ανώνυμη τη μια ν’ αφήνουμε, γιατί δεν είναι
οδός αληθής. Η άλλη όμως -ότι είναι- να είναι αληθινή.
Πως ως Εόν θα ήταν (μόνο) αργότερα; Και πώς γεννιόταν;
Γιατί αν γεννήθηκε, δεν είναι, ούτε κι αν μέλλει κάποτε να είναι.
Έτσι έσβησε η γένεση κι ο όλεθρος ανήκουστος.
Ούτε διαιρετό είναι (το Εόν), γιατί ολόκληρο είναι όμοιο.
ούτε κάπου κάπως περισσότερο, που θα το εμπόδιζε να συνέχει,
ούτε κάπως λιγότερο, αλλά το παν είναι γεμάτο από Εόν.
Γι αυτό και το παν είναι συνεχές . Γιατί Εόν πρόσκειται σε Εόν.
Κι ακίνητο στα όρια δεσμών μεγάλων,
άναρχο είναι κι άπαυστο, αφού γένεση κι όλεθρος
μακριά πολύ εκδιώχθηκαν: τα απόδιωξε η πίστη η αληθινή.
Ίδιο και μένοντας στον ίδιο τόπο, κείται καθ’ αυτό
κι έτσι εκεί θα παραμείνει στέρεο. Γιατί κραταιά ανάγκη
στα δεσμά το κρατά του ορίου που το περικλείει.
Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται ατελές να είναι το Εόν:
δεν είναι ελλιπές, ενώ αν ήταν, όλα θα του έλειπαν.
Αφού όμως έσχατο υπάρχει όριο, ολοκληρωμένο είναι
από παντού, όμοιο με σχήμα σφαίρας ολοστρόγγυλης,
από τη μέση παντού ισοδύναμο: εδώ κάπως περισσότερο
κι εκεί κάπως λιγότερο δεν μπορεί να είναι.
Γιατί ούτε το Μη-Ον -που θα το εμπόδιζε να φτάσει
στο όμοιο του- είναι, ούτε Εόν θα μπορούσε να είναι
εδώ περισσότερο, εκεί λιγότερο από Εόν, αφού ολόκληρο είναι απρόσβλητο.
Από παντού λοιπόν ίσο προς εαυτό, όμοια κείται στα όριά του.
Νοείν κι (Είναι ως) εκείνο, χάριν/λόγω του οποίου είναι το νόημα, είναι το αυτό.
Γιατί χωρίς το Εόν (όπως ειπώθηκε)
δεν θα βρείς το Νοείν, ούτε αν οχρόνος είναι ή θα είναι
κάτι άλλο απ’ το το Εόν, αφού η μοιρα το ‘δεσε,
ολόκληρο κι ακίνητο να είναι. Σ’ αυτό αναφέρονται τα ονόματα όλων
όσα οι άνθρωποι έθεσαν, πιστεύοντας ότι είναι αληθινά:
γένεση κι όλεθρος, είναι κι όχι,
κι αλλαγή τόπου και χρώματος φωτεινού μεταβολή.
Εδώ σου σταματώ τον πιστό λόγο και τη σκέψη
για την αλήθεια. Δόξες από εδώ και πέρα ανθρώπινες
μάθαινε, των λόγων μου ακούγοντας τον κόσμο τον απατηλό:
Γιατί έθεσαν με τις γνώμες τους μορφές δύο να ονομάζουν,
που η μια τους (δήθεν) πρέπει να μην είναι εδώ είναι που έχουν πλανηθεί.
Κι αντιθετικά χώρισαν ανάλογα με την όψη και σήματα έθεσαν
χωριστά το έν΄από το άλλο: εδώ της φλόγας πυρ αιθέριο,
ήπιο και πανάλαφρο, παντού το αυτό με τον εαυτό του,
όχι όμως και με το άλλο. Κι εκείνο πάλι καθ’ εαυτό,
την αντίθετη νύχτα την αδαή, πυκνή και βαριά μορφή.
Όλον τούτο τον φανερό και ταιριαστό διάκοσμο εγώ σου εκθέτω,
ώστε ποτέ ανθρώπου γνώμη να μη σε ξεπεράσει.
IX
Αφού λοιπόν τα πάντα φώς και νύχτα ονομάστηκαν,
κι όσα αντιστοιχούν στις δυνάμεις τους στο κάθε τι αποδόθηκαν,
όλα γεμάτα είναι από φως και νύχτα άφαντη συνάμα
ίσα και τα δύο, γιατί το Μηδέν σε κανένα τους δεν ενυπάρχει.
Χ
Την αιθέρια φύση θα γνωρίσεις κι όλα στον αιθέρα
τα σήματα, και της καθαρής λαμπρής του ήλιου
λαμπάδα τ’ αόρατα έργα κι από πού προήλθαν.
Και της στρογγυλομάτας σελήνης τα περιφερόμενα έργα θα μάθεις
και τη φύση της και τον ουρανό θα γνωρίσεις τον περιβάλλοντα,
από πού γεννήθηκε και πώς η ανάγκη τον οδήγησε και τον έδεσε
Τα πέρατα των άστρων να κρατάει.
ΧΙ
Πώς γή κι ήλιος και σελήνη
κι ο αιθέρας ο κοινός και ο ουράνιος γαλαξίας κι ο Όλυμπος
ο έσχατος κι η θερμή δύναμη των άστρων ορμήθηκαν
να γίνουν
ΧΙΙ
Για με νύχτα, αντί οι στενότερες (στεφάνες) με άκρατο πυρ γέμιζαν,
κι οι επόμενες με νύχτα, ανάμεσά τους όμως κομμάτι φλόγας χύνεται.
γιατί παντού άρχει γέννας στυγερής και μίξης,
αρσενικό στο θηλυκό.
ΧΙΙΙ
πρώτιστο απ’ όλους τους θεούς (αυτή) τον Έρωτα επινόησε…
ΧΙV
νυχτόφωτο ξένο φώς πλανώμενο γύρω απ’ τη γη…
XV
Πάντα προσβλέποντας προς τις ακτίνες του ήλιου…
XVI
Όπως κάθε φορά έχει κανείς το μείγμα των πολυπλάνητων μελών του,
έτσι παρίσταται κι ο νούς στους ανθρώπους. Γιατί (ο νούς) το αυτό
είναι με ό,τι η φύση των ανθρώπινων μελών φρονεί,
σε όλους και στον καθένα ξεχωριστά: το υπερέχον είναι το νόημα.
ΧVII
στα δεξιά τ’ αγόρια, στ’ αριστερά τα κορίτσια…
ΧΙΧ
Έτσι λοιπόν έγιναν τούτα κατά τη δόξα κι είναι τώρα,
κι ύστερα θα τελειώσουν αφού τραφούν.
Σε τούτα όνομα έθεσαν οι άνθρωποι σημαδιακό για το καθένα…
—————————————————————————
απόσπασμα από τη μετάφραση του κύριου Σωτήρη Γλυκοφρύδη στο βιβλίο του Το Φως του Παρμενίδη Εκδόσεις Εκάτη!
“Περί Φύσηος” Παρμενίδη του Ελεάτη
Οι θηλυκοί μου ίπποι με μετέφεραν ως τα πέρατα της επιθυμίας,
όταν οδηγώντας με οι δαιμόνιες θεές μ’ έβαλαν στην περίφημη οδό,
που φέρνει τα φώτα που θεωρούν οι συγκεντρώσεις των ανθρώπων.
αυτή βρισκόμουν. Τα πολύ έφρονα άλογα που έφεραν το άρμα
κάλπαζαν, ορίζοντας το διάβα τους οι κυβερνήτες κόρες.
Ο δε άξων μέσα στον αχό αναδύει ήχο όμοιο του σουραυλιού
καθώς κατακαιγόταν (υποφέροντας από τους ξέφρενους στροβιλισμούς
περί τα δυο του άκρα), όταν έσπευσαν για τη μεταφορά μου
οι κόρες του Ήλιου, οι οποίες αφού έφυγαν από τα δώματα της νύχτας
σε φως, είχαν στα χέρια τις καλύπτρες της μορφής τους.
Εκεί βρίσκονται οι πύλες της ζωής, της Νύχτας και της Ημέρας,
που έχουν κοινό υπέρθυρο και ίδιο μαρμάρινο κατώφλι
και οι αυτές πέτρες οι αιθέριες περιβάλλουν τις μεγάλες θύρες
αυτών η Δίκη η πολύπονος έχει τα ανάλογα διπλά κλειδιά.
Προς αυτήν αποτάθηκαν με σεβασμό οι κόρες, μιλώντας ήπια -γλυκά.
Την έπεισαν με συγκεκριμένες λέξεις επακριβείς, να βγάλει άμεσα και
πλήρως το βαλανωτό-φιδίσιο κλείστρο των θυρών. Τα δε θυρόφυλλα
τεράστιο χάσμα έκαναν, καθώς μετακινήθηκαν τα πολύχαλκα
αξόνια και με αμοιβαίο συριγμό οι περόνες των αρθρώσεων
έστρεψαν στα δαχτυλίδια και μέσω του ανοίγματος αυτού
οι κόρες γοργά στον αμαξωτό δρόμο πέρασαν άλογα και άρμα.
Και η θεά με υποδέχτηκε αγνά, παίρνοντας δε τρυφερά στο χέρι της
το δεξί μου χέρι, αυτά τα λόγια τα λαμπρά είπε, προσαγορεύοντας με.
Ω νεαρέ σύντροφε των αθανάτων που κρατούν της ζωής τα γκέμια,
εσύ που ήλθες ως το χώρο μου εδώ από ικανά άλογα φερμένος,
χαίρε, επειδή δεν σε ώθησε μοίρα κακή να εισέλθεις σε αυτό το δρόμο
(που για τα ανθρώπινα όντα τελειωμό δεν έχει), αλλά η θεία τάξη
και το δίκαιο. Πρέπει δε να σε πληροφορήσω για όλα,
τόσο για της σφαιρικής Αλήθειας μου την άτρεμη καρδιά
όσο και για τις γνώμες των θνητών, όπου δεν υπάρχει πίστη αληθής.
Αλλά θα καταλάβεις και αυτά θα μάθεις, ότι οι υπάρχουσες θεωρήσεις
πρέπει να εξετάζονται καλά, περνώντας πάντοτε από κόσκινο τα πάντα.
Έλα, λοιπόν, εγώ θα σου εξηγώ, εσύ στα λόγια μου αναλογίσου,
αφού ακούσεις ποιες είναι οι μόνες δισυπόστατες οδοί της νόησης.
Η μεν μια ότι αυτό που είναι «είναι» και δεν υπάρχει το δεν είναι,
είναι της Πειθούς το πλαίσιο (διότι εκεί πατάει γερά η αλήθεια),
η δε άλλη ότι «δεν είναι» και ανάγκη είναι το είναι να μην υπάρχει,
αυτή την οδό στη φράζω εντελώς, λέγοντάς σου ότι είναι αδιάβατη
διότι ούτε θα μπορούσες να γνωρίσεις το μη υπαρκτό ον (δεν είναι
κατορθωτό) ούτε να το εκφράσεις.
Διότι σκέψη και ύπαρξη είναι το ίδιο πράγμα.
Πρόσεξε όμως, και τα απόμακρα του νου είναι με σιγουριά παρόντα
διότι (ο νους) δεν θα διασπάσει το ον από τη συνεκτική δομή του
διασπείροντάς το εδώ κι εκεί ολοκληρωτικά κατά την κοσμική τάξη
κι επανασυνθέτοντάς το.
Για μένα είναι αδιάφορο,
από πού θα ξεκινήσω γιατί στο ίδιο σημείο θα φθάσω πάλι.
Πρέπει το ον να είναι ο λόγος και η νόηση διότι εκεί υπάρχει «είναι»,
ενώ στο μηδέν δεν υπάρχει ΄ εγώ αυτά στα αποκαλώ υπερ-νοητά.
Σε απομακρύνω όμως έτσι απ’ αυτήν εδώ την πρώτη οδό της έρευνας,
ύστερα δε και από εκείνη, στην οποία οι θνητοί, μη γνωρίζοντας κάτι,
διαμορφώνονται, δίγνωμοι ΄ διότι η αμηχανία που υπάρχει στα στήθη τους
ευθύνεται για το μπερδεμένο τους μυαλό αυτοί αυτοπροσδιορίζονται,
κουφοί μαζί και τυφλοί, κατασαστισμένοι, σύνολα χωρίς κριτική σκέψη,
στα οποία αυτό που υπάρχει και δεν είναι, το νομίζουν άλλοτε το ένα
και άλλοτε το άλλο, στα πάντα δε παλινδρομεί το πλαίσιο της ζωής τους.
Διότι ουδέποτε ο τρόπος αυτός θα καθορίσει τα μη υπάρχοντα
αλλά εσύ από αυτή τη δισυπόστατη διαδρομή απομάκρυνε το νου σου
ούτε επίσης η συνήθεια να σε εξαναγκάζει σε αυτόν εδώ το δρόμο της
οριακής προσπάθειας, να έχεις άσκοπο το βλέμμα και την καλή ακοή σου
και τη γλώσσα, να κάνεις όμως με τη λογική σου μια ευρύτερη εκτίμηση
στα ειπωμένα από εμένα γιατί μόνο με τα λόγια δεν μπορείς να φτάσεις
σε αυτό που όντως είναι στην πορεία πάντως της διαδρομής υπάρχουν
πάρα πολλές ενδείξεις, ότι το ενυπάρχον ον είναι…