Αριστοφάνης: Βάτραχοι / Λυσιστράτη

Βιογραφικό

     Υπήρξε κορυφαίος σατιρικός ποιητής της αρχαιότητας, ξεχωρίζοντας ανάμεσα σ’ όλους τους ομότεχνους κι ανταγωνιστές του, δημιουργώντας δε πραγματική εποχή στο χώρο της αρχαίας κωμωδίας, που δίκαια θεωρείται και σαν ο πατέρας της.
     Γεννήθηκε στην Αθήνα το 452 π. Χ. και πέθανε στην Αίγινα το 385 π. Χ., σ’ ηλικία 67 ετών. Ήτανε γιος του Φιλίππου, γνήσιου Αθηναίου, από τον Δήμο Κυδαθηναίων κι έτσι εθεωρείτο κι εκείνος ντόπιος. Πήγεν όμως στην Αίγινα για να καλλιεργήσει κάτι κτήματα που μοιράστηκαν σε κληρούχους πολίτες κι έμεινε στο νησί αυτό αρκετά χρόνια. Μπορεί λοιπόν να γεννήθηκεν εκεί κι ο Αριστοφάνης, αλλά μπορεί να γεννήθηκε και στην Αθήνα, όπως κι ο ίδιος και μερικοί σχολιαστές υποστηρίζουν. Παρ’ ολ’ αυτά είναι γνωστό πως ο αντίζηλός του ποιητής Εύπολις κι ο πολιτικός Κλέωνας, που τόσον άγρια τονε σατίρισεν ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του “Ιππής” και “Βαβυλώνιοι“, κίνησαν εναντίον του “γραφήν ξενίας“, δηλ. ζήτησαν να χαρακτηριστεί και να πάψει να ‘χει δικαιώματα Αθηναίου Πολίτη. Τρεις φορές κινήθηκε τέτοια διαδικασία, μα ο Αριστοφάνης και στις τρεις κέρδισε και παρέμεινε Αθηναίος πολίτης.

     Από την Αίγινα, που ‘ταν εγκαταστημένος, παρακολουθούσε με πολύ ενδιαφέρον τη πολιτική κίνηση των Αθηνών και σατίριζε τα τρωτά της. Αλλά ο ίδιος ζούσε στην αφάνεια, ήσυχη ζωή και, για να προστατεύσει αυτή τη γαλήνη, παρουσίαζε τις περισσότερες από τις κωμωδίες του μ’ όνομα άλλων ποιητών κι ηθοποιών. Για τη ζωή του, όμως, μόνον ελάχιστα μας είναι σήμερα γνωστά. Από τα συνολικά 44 έργα του, που επί 4 ολάκερες 10ετίες λαμπρύνανε τις Αθηναϊκές Θεατρικές Σκηνές, σωθήκανε μόνον 11, τα εξής: “Νεφέλες“, “Λυσιστράτη“, “Όρνιθες“, “Εκκλησιάζουσες“, “Θεσμοφοριάζουσες“, “Ιππής“, “Σφήκες“, “Βάτραχοι“, “Ειρήνη“, “Αχαρνής” & “Πλούτος“. Από τα έργα που δε σώθηκαν και που ‘χουμε μικρά ή μεγάλα αποσπάσματα, είναι γνωστά κατά χρονολογική σειρά, τα εξής: “Δαιδαλής“, “Βαβυλώνιοι“, “Ολκάδες“, “Γήρας“, “Αμφιάραος“, “Τρυφάλης“, “Λήμνιαι“, “Γηριτάδης“, “Φοίνισσαι“, “Κώκαλος” & “Αιολοσίκων“. Από τα υπόλοιπα, που δε σώθηκαν, γνωρίζουμε τους τίτλους μερικών, όπως “Ανάργυρος“, “Δαναΐδαι“, “Πελαργοί“, “Προάγων” κλπ.
     Έλαβε συνολικά, 10 μεγάλα πρώτα βραβεία σε σχετικούς θεατρικούς διαγωνισμούς.Από τα έργα του φαίνεται πως είχεν εξαιρετική μόρφωση, γενική και ειδική. Εκτός από τη καθολική μόρφωση, που η Αθήνα του Περικλή έδινε στους νέους, γνώριζε άριστα τα έργα των προηγούμενων ποιητών και φρόντισε να τελειοποιηθεί στη σκηνική τέχνη. Ήτανε πνευματωδέστατος ευφυολόγος, χιουμορίστας και με περίσσεια τόλμη καυτηρίαζε, προπάντων τους δημαγωγούς, τους σοφιστές και τον Δήμο Αθήνας. Στην εποχή του είχε γίνει το δημοφιλέστερο πρόσωπο της πόλης, όντας γνωστός και στον τελευταίο ακόμη από τους Αθηναίους. Ανηκε στην Πανδιονίδα φυλή κι όχι μόνον είχεν αριστοκρατική καταγωγή, αλλά κι ανάλογες ιδέες. Πράγμα που τον οδήγησε σε σχέσεις με τον Πλάτωνα και σ’ οξείαν αντίθεση προς τους περισσότερους από τους σύγχρονούς του (ακόμη και προς τον ίδιο τον μεγαλοφυή κι ηθικότατο Σωκράτη).
     Φαίνεται πως γνώριζε πολύ καλά τις τραγωδίες των Σοφοκλή κι Αισχύλου, τον οποίο θαύμαζε για τη συντηρητικότητά του και που, στους “Βατράχους“, ύστερ’ από μεγάλη διαδικασία, που γίνεται στον ‘Αδη, δίνει τα πρωτεία της ποίησης. Επίσης είν’ άριστος γνώστης των “Ωδών” του Πίνδαρου και του Στησίχορου. Εκείνος όμως που επέδρασε πολύ στο ύφος, στη τεχνική και στη γλώσσα του, ήταν ο Ευρυπίδης, παρόλο που αποτελούσε το μόνιμο στόχο των επιθέσεων και των διακωμωδήσεών του. Ο Κρατίνος, για να χαρακτηρίσει τη προσκόλληση αυτή, έπλασε το ρήμα ευριπιδαριστοφανίζειν. Τέλος, είχε μελετήσει τις θεωρίες των Ορφικών, τις οποίες και πίστευε.
     Η πρώτη εμφάνιση έργου του στο αθηναϊκό κοινό είναι βέβαιο πως έγινε το 427 π.Χ. Παίχτηκε τότε στο θέατρο η πρώτη του κωμωδία “Δαιδαλής” (γλεντοκόποι). Nυμφεύτηκε νωρίς κι απέκτησε τρεις γιους, τον Φίλιππο, τον Νικόστρατο και τον Αραρότα. Ο τελευταίος ήταν κι αυτός κωμικός ποιητής και με τ’ όνομά του ο Αριστοφάνης δίδαξε στα τελευταία χρόνια της ζωής του τις κωμωδίες του “Κώκαλον” κι “Αιολοσίκωνα“. Ο Αραρότας δίδαξε και δικά του πρωτότυπα έργα.

================

                                     Βάτραχοι

                        (405 π.Χ. – Α΄ βραβείο)

ΠΡΟΣΩΠΑ

Ξανθίας
Διόνυσος
Ηρακλής
Νεκρός
Χάρων
Βάτραχοι
Χορός Μυημένων
Θεράπαινα
Εστιατόρισσα
Πλαθάνη
Ευρυπίδης
Αισχύλος
Πλούτωνας

     (Στη σκηνή μπαίνουν, ο Διόνυσος ντυμένος με λεοντή παριστάνοντας τον Ηρακλή κι ο Ξανθίας)

ΞΑΝΘΙΑΣ

Να πω κανά γνωστό αστείο, κύριε,

απ’ αυτά που κάνουνε τους θεατές να γελάσουν όταν τ’ ακούνε;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πες ό,τι θέλεις εκτός από το “πιέζομαι”, αχ!

Πρόσεξε. Γιατί αυτό θα σου βγει ξινό.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ούτε κάποιο άλλο;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πες. Εκτός απ’ το “στενοχωριέμαι”.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Γιατί; Ποιό άλλο να βρω πιο αστείο;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πες, μη φοβάσαι. Μόνο αυτά τα δυο μη πεις.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ποιά;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ότι σου ‘ρχεται να τα κάνεις καθώς αλλάζεις ώμο.
ΞΑΝΘΙΑΣ

Ούτε το “με τόση πίεση από πάνω θα μου φύγουν από κάτω.

αν κάποιος δεν με ξαλαφρώσει”;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Όχι σε παρακαλώ πολύ. Μόνο αν θές να με ανακατέψεις.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τότε γιατί κουβαλάω αυτά τα βάρη, αν δεν μπορώ να κάνω

τίποτα από αυτά που κάνουν κι ο Φρύνιχος κι ο Λύκης κι ο Αμειψίας;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μην το κάνεις αυτή τη στιγμή.

Γιατί εγώ αν δω κάποια απ’ αυτές τις κουταμάρες τώρα

νιώθω ότι γέρασα περισσότερο κι από ένα χρόνο.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Αχ ο κακομοίρης ο σβέρκος μου.

Πόσο κουρασμένος είμαι κι ούτε ένα καλαμπούρι δε μπορώ να κάνω.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έπειτα, δεν είναι ασέβεια εγώ ο Διόνυσος, ο γιος του Δία

να περπατάω και να κουράζομαι και τούτον να τον έχω πάνω στο γάιδαρο

για να μη ταλαιπωρείται ούτε να παιδεύεται;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα εγώ δεν κουβαλάω;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πως κουβαλάς αφού σε κουβαλάει ο γάιδαρος;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μ’ αφού σηκώνω αυτό;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πώς το σηκώνεις;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Με πολύ κόπο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δεν το σηκώνει ο γάιδαρος αυτό που κρατάς;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Όχι, μα το Δία, εγώ το κρατάω και το κουβαλάω.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πως κουβαλάς αφού σε κουβαλάνε;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Δεν ξέρω. Ο ώμος μου όμως αυτός έχει πιαστεί.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αφού λες πως ο γάιδαρος δεν κάνει τίποτα

άσε τον και κουβάλησέ το μόνος σου τότε.
ΞΑΝΘΙΑΣ

Αχ, ο δύστυχος! Γιατί να μην είχα πάει στις Αργινούσες;

Θα σε έκανα να ουρλιάξεις.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κατέβα αχαΐρευτε. Φτάσαμε κιόλας μπροστά στην πόρτα που ψάχναμε.

Ε, μικρέ! Μικρέ!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ποιός μου χτύπησε τόσο δυνατά την πόρτα;
Κένταυρος λες κι έπεσε πάνω της!
Α! Τί ήταν αυτό; Για πες!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ο μικρός ήταν.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τι είναι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δεν το κατάλαβες ε;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Το ποιό;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Το πόσο με φοβήθηκε.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα το Δία, θα σε πήρε για τρελό.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Μα τη Δήμητρα! Δεν μπορώ να μη γελάσω!

Δαγκώνομαι αλλά πάλι γελάω!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έλα ευλογημένε σοβαρέψου. Κάτι σε θέλω.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Δεν μπορώ να σταματήσω το γέλιο!

Βλέπω τη λεοντή που φοράς πάνω από τα μεταξωτά.

Τι ιδέα! Τσόκαρο και ρόπαλο πώς ταιριάζουν;

Από που έρχεσαι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κωπηλατούσα με τον Κλεισθένη.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Και ναυμάχησες;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και βουλιάξαμε μάλιστα, δώδεκα ή δεκατρία εχθρικά καράβια!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Εσείς οι δύο;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μα τον Απόλλωνα!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι εκεί πάνω… ξύπνησα!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και πάνω στο καράβι, όπως διάβαζα την Ανδρομέδα,

ξαφνικά μια λαχτάρα τάραξε την καρδιά μου!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Λαχτάρα; Πόσο μεγάλη;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μικρή σαν τον Μόλωνα, το λωποδύτη.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Λαχτάρα για γυναίκα;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Όχι βέβαια.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Για παιδί τότε;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ούτε καν!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Για άντρα;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α, πα πα!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πήγαινες με τον Κλεισθένη;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Ασε τη πλάκα αδελφέ μου. Δεν είμαι καλά.

Αυτός ο πόθος με κατατρώει!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τι πόθος αδελφούλη μου;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πώς να το πω, δεν ξέρω. Θα στο πω με ένα αίνιγμα.

Φάβα λαχτάρησες, ποτέ;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Φάβα; Χίλιες φορές τη λιγουρεύτηκα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κατάλαβες λοιπόν ή να πω κι άλλα;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Όχι για φάβα. Αρκετά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τέτοια μεγάλη λαχτάρα μ’ έπιασε για τον Ευριπίδη.

ΗΡΑΚΛΗΣ
Λιγούρα για νεκρό;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κανείς δε μπορεί να με σταματήσει να μην τον βρω. Όχι.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πού; Στον ‘Αδη κάτω;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και πιο κάτω, μα το Δία, αν χρειαστεί.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τι τον θέλεις;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Χρειάζομαι έναν άξιο ποιητή.

Όσοι ήταν πέθαναν κι αυτοί που ζουν δεν είναι καλοί.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Δε ζει ο Ιοφώντας;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αυτός απόμεινε καλός, αν είναι κι αυτός.

Δεν ξέρω αν θα παραμείνει έτσι όμως.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Κι αντί τον Ευριπίδη, γιατί δε θες τον Σοφοκλή;

Αυτόν να βγάλεις απ’ τον ‘Αδη.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Όχι. Πρώτα να δω τον Ιοφώντα,

πως θα τα καταφέρει μόνος του, χωρίς τον Σοφοκλή.

Κι εξάλλου ο Ευριπίδης, σαν πανούργος που είναι,

θα βρει έναν τρόπο να το σκάσει.

Ο Σοφοκλής είναι πιο εύκολος κι εδώ κι εκεί βολεύεται.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ο Αγάθωνας που είναι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Καλός σαν ποιητής κι αγαπητός φίλος,

αλλά μας παράτησε κι έφυγε.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πού πήγε ο δύστυχος;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Στο συμπόσιο των μακάρων…

ΗΡΑΚΛΗΣ

Κι ο Ξενοκλής;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α να χαθεί, μα το Δία!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Κι ο Πυθάγγελος;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Για μένα τίποτα δε λέτε που με πέθανε ο ώμος μου!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Μα καλά, παιδαρέλια άλλα δεν υπάρχουν να φτιάχνουν τραγωδίες

πιο πολλές απ’ τον Ευριπίδη και πιο φλύαρες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Απομεινάρια και στριγγλίσματα υπάρχουν,

ωδεία χελιδονιών, συμφορές της τέχνης,

που με τη πρώτη ευκαιρία την τραγωδία την καταστρέφουν.

Όσο κι αν ψάξεις δεν θα βρεις ποιητή δημιουργό

με λόγο αξιόπιστο και δυνατό.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πώς δυνατό;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Κοτσονάτο, γερό. Τόλμες και μεγάλα λόγια να ‘χει.
Αιθέρα, του Δία καμαρούλα“, “Πόδι του χρόνου

Η καρδιά μου δεν αντέχει να ορκιστεί στα ιερά

ξέχωρα όμως από την καρδιά η γλώσσα ορκίζεται στο ψέμα“.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Σου αρέσουν τέτοια λόγια;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Με ξετρελαίνουν!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Όμως είναι μεγαλοστομίες κι αρλούμπες, όπως λες κι εσύ.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μη μπαίνεις στο σπίτι μου, έχεις δικό σου.

ΗΡΑΚΛΗΣ
‘Ατεχνα και πονηρά λόγια φαίνονται.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Για φαγιά να δίνεις συμβουλές, όχι για στίχους.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Για μένα όμως καθόλου δε γίνεται λόγος.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Γι’ αυτό έβαλα τη λεοντή, πήρα το ρόπαλο όπως κάνεις εσύ
κι ήρθα να σε παρακαλέσω να μου πεις για τους φίλους που γνώρισες τότε

που πήγες στον ‘Αδη να πάρεις τον Κέρβερο.

Πες μου, τι είδες που πήγες, που βρίσκονται τα λιμάνια, οι φούρνοι,

τα λουτρά, οι βρύσες οι ταβέρνες, τα εστιατόρια,

τα ξενοδοχεία με τους λιγότερους κοριούς…

ΞΑΝΘΙΑΣ

Για μένα πάλι τίποτα δε λέτε.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Θα τολμήσεις να πας κι εσύ εκεί;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Ασε το τολμήσω, πες μου ποιό δρόμο να πάρουμε
για να φθάσουμε γρήγορα στον ‘Αδη κάτω;

Να μην είναι όμως ούτε πολύ ζεστός ούτε πολύ κρύος.

ΗΡΑΚΛΗΣ

‘Αντε να σου πω, ποιόν όμως να σου πω;

Υπάρχει ένας, απ’ το σκοινί και το σκαμνί να κρεμαστείς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Σταμάτα, κοντεύω να πνιγώ!

ΗΡΑΚΛΗΣ

Είναι κι ένας άλλος γρήγορος και πολυσύχναστος.

Το φαρμάκωμα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θες να πεις το κώνειο;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ακριβώς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κακός, ψυχρός κι ανάποδος είναι, παγώνει και τα πόδια.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Θέλεις να σου πω έναν σύντομο και κατηφορικό;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εύκολο, μα το Δία, γιατί δεν είμαι μαθημένος να περπατάω πολύ.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Πήγαινε στον Κεραμεικό.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και μετά;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Στον πύργο ψηλά ανέβα πάνω.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και τί να κάνω;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Να κοιτάς της λαμπαδηδρομίας το ξεκίνημα

και μόλις πουν “εμπρός” ξεκίνα κι εσύ.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Για πού;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Για κάτω.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μα, κάτω από κει; Θα χαθώ. Θα σπάσω το κεφάλι μου.

Δεν τον μπορώ αυτόν το δρόμο.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Τότε ποιόν;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αυτόν που πήρες τότε συ.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Α! Είναι μεγάλο ταξίδι.

Θα φτάσεις πριν απ’ όλα σε μεγάλη λίμνη, σαν άβυσσο βαθιά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πώς θα την περάσω;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Με μια βαρκούλα μικρή.
Θα σε περάσει ο γέρο-ναύτης όταν του δώσεις δυο οβολούς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αλίμονο! Πώς μπορούν να σε πάνε παντού οι δυο οβολοί!

Πώς έφτασαν κι εκεί;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Ο Θησέας πρωτοπλήρωσε. Κι αφού πληρώσεις θα δεις

φίδια και θηρία, πολλά και τρομερότατα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Ασε τα τρομάγματα, δεν θα με καταφέρεις.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Έπειτα θα δεις έναν μεγάλο βούρκο

και μέσα είναι όσοι αδίκησαν ή γέλασαν παιδιά ή δείρανε τη μάνα τους

ή σπάσανε το στόμα του πατέρα τους ή ορκιστήκανε ψέματα,

ή όποιος αντέγραψε ρητό του Μόρσιμου!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έπρεπε να ‘ναι στο βούρκο κι όποιος έμαθε το χορό του Κινησία.

ΗΡΑΚΛΗΣ

Από κει και κάτω ήχος αυλών θα σε τυλίξει

και φως θα λάμψει -όπως εδώ- και θα δεις μυρσίνης κήπους,

άντρες και γυναίκες σε συντροφιές μακάριες να χτυπούν παλαμάκια…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Α! Και τί’ ναι αυτοί;

ΗΡΑΚΛΗΣ

Οι μυημένοι, όπως τους λένε, στα Μυστήρια…

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα το Δία, τότε εγώ είμαι το γαϊδούρι που κουβαλά τα άγια τους.

Δεν θα τα κουβαλήσω όμως για πολύ.
   (Αρχίζει να ξεφορτώνει)

ΗΡΑΚΛΗΣ

Αυτοί οι μυημένοι ό,τι ρωτήσεις θα σ’ το πούνε.

Μένουνε στο δρόμο που οδηγεί στου Πλούτωνα το σπίτι.

Γεια σου τώρα αδερφέ μου.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Γεια σου και σένα κι ο Δίας μαζί σου. Να ‘σαι πάντα καλά.

Και συ τα φορτία σου πάρε τα πάλι.
ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα δεν πρόλαβα να τ’ αφήσω.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και κάνε γρήγορα.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μη, σε παρακαλώ. Αλλά πλήρωσε κάποιον μεταφορέα,

να κάνει αυτή τη δουλειά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κι αν δεν βρω;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τότε θα τα πάρω εγώ.

   (Πλησιάζει μια πομπή κηδείας)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Καλά λες! Να! Στην ώρα πάνω, μια κηδεία!
Ε, συ! Ο πεθαμένος!
Θέλεις να πας το φορτωματάκι ως τον ‘Αδη;

ΝΕΚΡΟΣ

Πόσα είναι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Να! αυτά.

ΝΕΚΡΟΣ

Θα με πληρώσεις δυο δραχμές;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δε γίνεται λιγότερα;

ΝΕΚΡΟΣ

‘Αντε σεις. Πάμε το δρόμο μας.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Στάσου βρε άνθρωπε, μπορεί να τα βρούμε.

ΝΕΚΡΟΣ

Αν δεν μου δώσεις τις δυο δραχμές σταμάτα να μου μιλάς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πάρε εννιά οβολούς.

ΝΕΚΡΟΣ

Καλύτερα ο θάνατος παρά τέτοια ζωή.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Πω πω περήφανος!

Δεν τον παρατάς αφεντικό; Θα τα πάω εγώ.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έτσι μπράβο! Και καλός και παλικάρι. Πάμε για το καράβι.

   (Φτάνουν στη λίμνη. Πλησιάζει μια βάρκα που την οδηγεί ο Χάροντας)

ΧΑΡΩΝ

Ωοοοπ. Φτάσαμε.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τί είναι αυτό;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αυτό; Λίμνη μα το Δία! Αυτή που μας έλεγε ο Ηρακλής. Βλέπω και μια βάρκα.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα τον Ποσειδώνα! Κι αυτός είναι ο Χάρων!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Χαίρε Χάρων, Χαίρε Χάρων, Χαίρε!

ΧΑΡΩΝ

Ποιός θέλει ν’ αφήσει τα βάσανα και να κάνει διακοπές;

Ποιός θέλει να πάει στον τόπο της Λήθης, ή Κερβερείο,

ή Γαϊδουροκουρείο, ή Κόρακες ή Ταίναρο;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εγώ.

ΧΑΡΩΝ

Μπες μέσα και γρήγορα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πού θα πάμε; Αλήθεια στους Κόρακες;

ΧΑΡΩΝ

Για χάρη σου, μα το Δία.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έλα δω και συ παιδί.

ΧΑΡΩΝ

Δούλο που δε ναυμάχησε για να σωθεί δεν τονε παίρνω.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Δεν φταίω, μα το Δία, έτυχα με πονόματο.

ΧΑΡΩΝ

Φέρε τότε τη λίμνη γύρω-γύρω.

ΞΑΝΘΙΑΣ
Που να περιμένω;

ΧΑΡΩΝ

Στην Ξηρόπορτα κοντά. Στα σκαλιά μπροστά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κατάλαβες;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Παρακατάλαβα ο δόλιος!

Βρε τι κακό συναπάντημα είχα σήμερα!

   (Ο Διόνυσος μπαίνει στη βάρκα)

ΧΑΡΩΝ
Κάτσε τώρα στο κουπί.

Κι αν είναι κι άλλος για βαρκάδα, ας βιαστεί.

Εσύ τι κάνεις εκεί;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τι άλλο να κάνω; Να κάτσω πάνω στο κουπί δε πρόσταξες;

ΧΑΡΩΝ

Βρε κοιλαρά, κάτσε εδώ!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Να, κάθομαι.

ΧΑΡΩΝ

Πιάσε το, τέντωσε τα χέρια.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τα τεντώνω.

ΧΑΡΩΝ

‘Ασε τα πολλά τα λόγια, πάτα γερά, τράβα το κουπί πίσω δυνατά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πως να μπορέσω; ‘Απειρος είμαι, αθάλασσος κι ασαλαμίνωτος.

ΧΑΡΩΝ

Το παραμπορείς. Πιάσε τα κουπιά και φέρνε τα πίσω-μπρος με ρυθμό.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ποιανών ρυθμό;

ΧΑΡΩΝ

Τα βατραχοτράγουδα θ’ ακούς, του αφτιού μαγεία!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κουμάνταρε λοιπόν.

ΧΑΡΩΝ

Έλα έλα! Ωπ Ωωπ!

   (Ξανοίγεται η βάρκα. Αρχίζει το τραγούδι των βατράχων)

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ

Ε, παιδιά της βρυσολίμνης στης φλογέρας το ρυθμό

ας τραγουδήσουμε, με γλυκόλαλη φωνή

βρεκεκέξ κοάξ κοάξ όπως στο Βατραχονήσι

για του Διόνυσου τη χάρη κάθε φορά το τραγουδούμε

στην κανατογιορτή όπου ο κόσμος όλος φέσι

και στην αγκαλιά τις ιερές Χύτρες μπαίνει στο ναό μαγεμένος

βρεκεκέξ κοάξ κοάξ

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κοάξ κοάξ και μένα κι ο πισινός μου με πόνεσε

μα δε σας μέλλει εσάς.

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Βρεκεκέξ και σκασμός!

Τίποτ’ άλλο δε ξέρετε απ’ το κοάξ σας.

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Και βέβαια ω πολύξερε!

Οι Μούσες οι γλυκόλαλες εμένα μ’ αγαπούν

κι ο Πάνας ο τραγόποδος ο που παίζει την καλαμοφλογέρα

κι ο Φοίβος ο λυράρης εμένα μ’ αγαπάει,

που εγώ του τρέφω τα καλάμια για τη λύρα, μες στη λίμνη.

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Φουσκάλιασαν τα χέρια μου,

ο πισινός μου έχει ιδρώσει

κι από το σκύψιμο πιάστηκα.

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πάψε βρε τραγουδοφάρα!

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Πιο δυνατά θ’ αρχίσουμε κι από τότε που με ήλιο

απ’ τα νεροκάλαμα πεταγόμασταν πιο έξω

κι αρχινούσαμε τραγούδι ανεβοκατεβαίνοντας όλες τις οκτάβες
ή του Δία τη βροχάρα αποφεύγοντας και πέφτοντας στη λίμνη μέσα πλους

τραγουδούσαμε πλας-πλους με μεγάλους παφλασμούς.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ Κάνω ό,τι ακούω.

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

‘Ασχημα τη πάθαμε.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θα τη πάθαινα χειρότερα αν σφιγγόμουν πιο πολύ.

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δεν με μέλλει. Σκούζετε.

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Θα σκούζουμε θα σκούζουμε

όσο αντέχει ο λάρυγγας όλη τη μέρα!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ

Στους βρόντους σας ξεπέρασα.

ΒΑΤΡΑΧΟΙ

Αμ δε μας ξεπερνάς!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ούτε σεις με ξεπερνάτε.

Θα φωνάζω όσο θέλω, αν πρέπει κι όλη την ημέρα

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ μέχρι να σας ξεπεράσω όλους

Βρεκεκέξ κοάξ κοάξ

ΧΑΡΩΝ

Σταμάτα πια, σταμάτα

Βάστα κουπί ν’ αράξεις και πλήρωσε και βγες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πάρε τον οβολό

Ο Ξανθίας, που είναι ο Ξανθίας; Ξανθίααα!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Εδώ. Εδώ.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έλα δω.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Χαίρε αφέντη!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τι γίνεται εδώ;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Σκοτάδι και λάσπη.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Είδες πουθενά εδώ τους πατροκτόνους

και τους επίορκους που μας έλεγε κείνος;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Εσύ δεν τους είδες;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μα τον Ποσειδώνα! Τους είδα και τους βλέπω!

Τι θα κάνουμε τώρα;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Καλύτερα είναι να προχωρήσουμε

Εδώ ο τόπος είναι τα θηρία, όπως μας έλεγε.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αχ να το πληρώσει.

Να με φοβίσει ήθελε για να καμαρώνει ο ζηλιάρης

επειδή ξέρει την παλικαριά μου.

Δεν υπάρχει άλλος τόσο φαντασμένος σαν τον Ηρακλή.

Κάνω όμως την ευχή να τύχω κάτι δύσκολο

αντάξια του ταξιδιού μου να ανδραγαθήσω.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα το Δία! Αχ! ‘Ακουσα κάτι σαν τρίξιμο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Που; Που είναι;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Πίσω σου.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Για έλα πίσω μου.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τώρα ακούγεται από μπροστά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έλα μπροστά μου τώρα…

ΞΑΝΘΙΑΣ

Α! μα το Δία, βλέπω θεριό μεγάλο!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τί θεριό;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τρομερό! Χίλιες μορφές αλλάζει!

Βόδι γίνεται, μουλάρι, κοπέλα πανέμορφη!.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πού ‘ναι; Πες να πάω προς αυτήν.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Δεν είναι γυναίκα πια! Τώρα είναι σκύλα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Αρα λάμια είναι.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Το πρόσωπό της είναι όλο μια φωτιά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και μπρούτζινο το πόδι;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Το ‘να, μα τον Ποσειδώνα! Τ’ άλλο είναι ίδιο με γαϊδουριού.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α πα πα! Από πού να φύγω;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι εγώ;

   (Ο Διόνυσος απευθύνεται σ’ έναν ιερέα που κάθεται στη πρώτη σειρά)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Παπά μου, παπά μου! Πες πως είμαστε και τα πίνουμε μαζί.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μεγαλοδύναμε Ηρακλή, χανόμαστε!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μη φωνάζεις έτσι άνθρωπέ μου! Μήτε και ψιθυριστά μη λες αυτό το όνομα!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Διόνυσε λοιπόν.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αυτό είναι χειρότερο απ’ το πρώτο! Έλα τράβα ίσια.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Εδώ, εδώ αφέντη.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τι είναι εδώ;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κουράγιο. Όλα καλά.

Και μπορούμε να πούμε σαν τον Ηγέλοχο

στα κύματα επάνω βλέπω πάλι γαλήν

Έφυγε ο κίνδυνος”.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ορκίσου.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα το Δία!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ξαναορκίσου.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα το Δία.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ορκίσου.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μα το Δία.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αλίμονο, ο δύστυχος…

Μου πάγωσε το αίμα που την είδα.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι απ’ το φόβο του για σένα κατακοκκίνησε το ρούχο σου.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αχ! Από πού ήρθανε και ξεσπάσανε πάνω μου τα δεινά;

Ποιός θεός να πω θέλει το χαμό μου;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ο Αιθέρας, του Δία η καμαρούλα” ή “το πόδι του Χρόνου“.

   (Ακούγεται ήχος αυλών)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ξανθία!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τί είναι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δεν άκουσες;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ήχος αυλών!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Βέβαια! Και κάπνα μυστηριακή δαδιών! Ο άνεμος τη φέρνει.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Σιωπή τώρα ν’ ακούσουμε.

   (Ακούγεται κι έρχεται ο Χορός των Μυημένων)

ΧΟΡΟΣ
Ίακχε ω Ίακχε

Ίακχε ω Ίακχε!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Να αφέντη! Να ο ήχος! Παίζουν οι μυημένοι!

Αυτοί που έλεγε αυτός! Δοξολογούν τον Ίακχο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κι εγώ έτσι θαρρώ ! Ήσυχα τώρα. Ήσυχα λοιπόν να καταλάβουμε.

ΧΟΡΟΣ

Ίακχε, ω Πολυτίμητε του ναού σου εδώ,

Ίακχε Ίακχε.

Έλα να χορέψεις σ’ αυτό το λιβάδι μ’ όσιους φίλους καλούς

τα πολυκάρπια τινάζοντας στο κεφάλι πυκνά,

με στέφανα μύρτων και χτυπώντας γερά τα οργιάζοντα πόδια

και χάρη ολόγιομα,

σέρνε τον αγνό κι ιερό σου χορό για τους ένθεους μύστες.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ω σεβαστή πολυτίμητη κόρη της Δήμητρας

Με λίγωσε τσίκνα γουρουνίσια στη σούβλα!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Λοιπόν δεν πας να αρπάξεις κανένα αντεράκι;

   (Μπαίνει σιγά-σιγά ο Χορός στη σκηνή)

ΧΟΡΟΣ

Φλόγες στα χέρια τινάζοντας έρχεται

Ίακχε Ίακχε

Τ’ ολόλαμπρο άστρο της νυχτερινής γιορτής!

Λάμπουνε τα λιβάδια στο φως

Πηδούν οι γέροντες σαν νιοι

Αποτινάζουνε τα γεράματα

τις λύπες τους τις μακρινές και χρόνιες

με της γιορτής τη χάρη.

Κι εσύ με τη λαμπάδα φέγγοντας

πρόβαλε κι οδήγα τη νιότη τη χορευταρού

να πιάσει-σύρει το χορό

στα ανθηρά λιβάδια.

Να σκάσει, να φύγει απ’ το Χορό μας ο άσχετος

κι όποιος δεν έχει το νου καθαρό

ή όποιος τα όργια των Μουσών δεν τα ξέρει

και στη γιορτή τους δε χόρεψε

μηδέ στου Κρατίνου μπήκε τον μεθυσμένο λόγο

ή τα αθυρόστομα τα άκαιρα χαίρεται

η στάση εχθρών δεν καταστέλλει

και δυστροπεί, συδαυλίζει τα μίση για κέρδος

ή στης πατρίδας τα δεινά χρηματίζεται

και παραδίνει τα φρούρια ή τα καράβια

ή κομπιναδόρος εξαφανίζει φορτώματα

ή κρυφοδίνει στους εχθρούς ευκαιρίες

και τους στέλνει κρυφά ρούχα και τρόφιμα

ή τους βωμούς της Εκάτης, στο δρόμο βρωμίζει,

ή τις αμοιβές των ποιητών ροκανίζει

επειδή του τα ψάλλανε.

Τούτους και μια και ξανά και τρεις το κηρύττω

απ’ τους χορούς των Μυστηρίων μακριά.

Και σεις το τραγούδι αρχίστε, μην παύετε

και τους χορούς τους ολονύκτιους

στη γιορτή μας που πρέπουν.

Τώρα εμπρός, όλοι με κέφι

στις άπλες τις λουλουδιαστές

των λιβαδιών χορεύοντας, γελώντας

να παίζουμε και να αστειευόμαστε

και να φάμε καλά.

Έλα τώρα στο χορό με γλυκόηχο τραγούδι

και δόξασε την Αθηνά που τη χώρα μας

σώζει κάθε δύσκολη στιγμή

και σε πείσμα κυβερνώντων.

Έλα τώρα μ’ άλλο τραγούδι
τη θεά την καρποδότρα τιμήστε,

τη Δήμητρα, με δυνατές φωνές.

Των ιερών Μυστηρίων Δήμητρα

Δέσποινα έλα και βοήθα

και τους Μύστες σου σώζε
-κι εγώ να βαστώ ολοήμερα

γιορτή και τραγούδι.

Κι αστεία να πω κι ωραία και πολλά και σπουδαία

και της γιορτής σου αντάξια-

κι αφού παίξω και κάνω διάφορα

να κερδίσω βραβεία.

Έλα… Έλα…

Τον ωραίο θεό με τραγούδια καλέστε

να ‘ρθει, το Διόνυσο, συντροφιά των οργίων.

Ίακχε πολυτίμητε, το γλυκό της Βακχείας

που βρήκες αλάλαγμα, έλα ακολούθα

για τιμή της θεάς

και δείξε πως μένεις σ’ όλα ακούραστος πάντα.

Ίακχε χορευταρά, συμπρόπεμπέ με, έλα.

Συ με κάνεις να ξεσκίζω γελώντας

τα σανδάλια μου -κι αυτά τα παλιοκούρελα

και χωρίς ζημιά μεγάλη

βρήκες τρόπο να χορεύω, να παίζω και να γελώ.

Ίακχε χορευταρά, συμπρόπεμπέ με, έλα.

Και λοξοκοίταξα τώρα

Κι όμορφη αντίκρυσα παιδούλα

χοροπηδηχτούλα

σκίστηκε ο χιτώνας της

κι εφάνη το κορμάκι της.

Ίακχε χορευταρά, συμπρόπεμπέ με, έλα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και μένανε μ’ αρέσει μαζί σου ν’ ακολουθώ
-και μαζί της θέλω συνέχεια να χορεύω αχ και να παίζω…

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι εγώ ακριβώς το ίδιο.

ΧΟΡΟΣ

Είσαστε τώρα όλοι έτοιμοι για πλάκα στον Αρχέδημο!

Χρόνια πολιτεύεται κι ακόμα δεν τα κατάφερε.

Τώρα μπλα-μπλα και σπιουνιές

στου πάνω κόσμου τους νεκρούς

κι είναι πρώτος στη βρωμιά και στο κακό τους.

Και του Κλεισθένη ο γιος, ακούω,

στου φίλου του τον τάφο σπαράζει

και κλαίει και διπλώνεται

χτυπά το στήθος του και καλεί

τον εραστή που κείτεται στο χώμα!

Και λεν για τούτον τον Καλλία του Ιπποβίνου

φορώντας λεοντή ναυμαχούσε.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μπορείτε να μας πείτε

πού μένει εδώ ο Πλούτωνας;

Τώρα μόλις φτάσαμε. Δε ξέρουμε τα μέρη.

ΧΟΡΟΣ

Ούτε δυο βήματα μη πας

και μη ξαναρωτάς.

Ίσια στην πόρτα του μπροστά είσαι σταματημένος.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έλα παιδί, ξαναφορτώσου.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Αχ θεέ μου τι’ ναι τούτο;

Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, όπως στον Ισθμό!

ΧΟΡΟΣ

Τώρα προχωρείτε

στο περιβόλι της θεάς, στων λουλουδιών το άλσος

παίξτε και χορέψτε τη θεοφίλητη γιορτή.

Εγώ με τα κορίτσια θα ‘μαι και τις γυναίκες.

και θα βαστάω το ιερό κερί καθώς θα οργιάζουν.

Πάμε στα λιβάδια με τα εύοσμα λουλούδια

γλυκά ομορφοπαίζοντας χορεύοντας με χάρη

το χορό μας που τον σέρνουν οι τρισμακάριες οι Μοίρες.

Μόνο για μας χαρούμενα ήλιος και φεγγάρι λάμπουν,

για μας τους μυημένους που μ’ ευσέβεια φερόμαστε

και στους φίλους και στους ξένους.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Την πόρτα πώς να τη χτυπήσω; Πώς τη χτυπούν εδώ τάχα οι ντόπιοι;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μη χάνεις χρόνο. Όρμα της. Δείξε πως είσαι ο Ηρακλής!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αγόρι, ε αγόρι! ‘Ανοιξε.

(Ο Διόνυσος χτυπάει τη πόρτα. Βγαίνει ο Αιακός)

ΑΙΑΚΟΣ

Ποιος είναι;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ο Ηρακλής ο δυνατός!

ΑΙΑΚΟΣ

Βρε σιχαμένε κι αδιάντροπε κι αδίσταχτε βρε!

Βρε μιαρέ, τρισμίαρε, τρισμιαρότατε!

Που τον Κέρβερο, το σκύλο μας,

το φύλακα που φύλαγα

τον έπιασες απ’ το λαιμό, τον πήρες

και μαζί του το ‘σκασες!

Τώρα όμως πιάστηκες!

Της Στύγας σε κρατά η πέτρα η μαυρόκαρδη

του Αχέροντα ο βράχος ο αιμοσταγής

και τα σκυλιά του Κωκυτού που γυροφέρνουν

κι η Έχιδνα το τέρας με τα εκατό κεφάλια,

αχ τα συκώτια να σου φάει

τα πνευμόνια σου η Σμέρνα

κι οι Γοργόνες να σου σκίσουν τα νεφρά και τ’ άντερα.

Τροχάδην πάω πάνω να τις φέρω.

(Ο Διόνυσος μαζεύεται, σκύβει και κάθεται)

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τι έκανες βρε;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τρόμαξα πολύ. Επικαλέσου το θεό!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Σήκω βρε ξεδιάντροπε. Γρήγορα σήκω.

Σήκω πριν μας δει και ξένος.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αχ λιποθυμώ! Έλα.

Βάλε μου πετσέτα βρεγμένη στην καρδιά!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Να. Παρ’ την και βάλ’ την πάνω σου.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Που είναι; Φερ’ την.

(Ο Διόνυσος τη παίρνει και με τρόπο σιγά-σιγά σκουπίζεται από πίσω)

ΞΑΝΘΙΑΣ

Θεοί μου! Εκεί είναι η καρδιά σου βρε;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Γλίστρησε απ’ το φόβο της κι έφτασε δω!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Α δειλέ πιο πολύ απ’ όλους!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εγώ; Πως δειλός, αφού σου ζήτησα πετσέτα;
Έτσι κάνει ο δειλός;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Αλλά πως κάνει;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θα βρώμιζε.
Εγώ όμως σηκώθηκα και καθαρίστηκα.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Πω πω ανδρεία, μα τον Ποσειδώνα!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Και βέβαια ανδρεία!

Εσύ δεν τα φοβήθηκες το βρόντο και τις απειλές;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ούτε που με νοιάξανε!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Αντε τότε συ που ‘σαι κι αντρείος

άντε γίνε συ εγώ -και φόρα και τη λεοντή

και βάστα και το ρόπαλο που ‘σαι άφοβος

κι εγώ θα γίνω συ και θα σου κουβαλώ το βάρος.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Έλα φερ’ τα γρήγορα. Ας σου κάνω τη χάρη.

Πω πω! Κοίτα τον Ηρακλοξανθία δειλός αν θα ‘ναι κι όμοιός σου.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μα το Δία, ολόιδιος Μελήτης μαστιγίας!

Φερ’ το φόρτωμά σου τώρα να το φορτωθώ.

(Αλλάζουν αμοιβαία τα ρούχα τους. Ανοίγει η πόρτα βγαίνει μια θεράπαινα, βλέπει τον “Ηρακλή”)

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ

Φίλτατε Ηρακλή μου ήρθες; Έλα μέσα. Έλα.

Η Περσεφόνη μόλις έμαθε αμέσως έψησε ψωμί

κι έβαλε αμέσως στη φωτιά τρία καζάνια φάβα

κι ένα βόδι ολάκερο σου το ‘ψησε στη θράκα

και πίτες και γλυκίσματα. Πέρασε μέσα.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ωραία, ωραία! Μπράβο της.

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ

Μα τον Απόλλωνα, δε θα δεχτώ να φύγεις

αφού για σένα τα χηνόπουλα βράζουνε στη χύτρα

κι ετοίμασε κρασί μαύρο γλυκό, γλυκύτατο
και σου έψησε στραγάλια.

Πέρασε μέσα. Έλα.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Εντάξει τώρα άσε με.

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ

Τι άσε με και τέτοια λες!

Πώς να σ’ αφήσω που για σένα περιμένει μέσα έτοιμη

πανέμορφη αυλητρίδα και δυο ή τρεις χορεύτριες;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τι; Αυλητρίδες και χορεύτριες;

ΘΕΡΑΠΑΙΝΑ

Ζουμερές και τρυφερές. Έλα όμως μπες.

Ο μάγειρας τα ‘βγαλε τα ψάρια απ’ τη σχάρα
και το τραπέζι περιμένει.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Πήγαινε τότε κι έρχομαι.

Και πρώτα στις χορεύτριες πες ότι μπαίνω

Ε, συ αγόρι. Σήκωσε το μπογαλάκι κι ακολούθα με.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Στάσου βρε συ.
Το πήρες σοβαρά τ’ αστείο πως σ’ έκανα Ηρακλή; Α!

‘Ασε τα λόγια τα πολλά και πιάσε το μπογαλάκι.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τι; Θα μου πάρεις ό,τι μου ‘δωσες;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Σου το πήρα κιόλας. Βγάλε και το δερμάτινο.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Θεοί! Σας παίρνω μάρτυρες!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ποιους θεούς βρε σκλάβε κι ανόητε!
Περνιέσαι της Αλκμήνης γιος;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Εντάξει εντάξει κράτα τα.
Ο θεός είναι μεγάλος, θα με χρειαστείς.

ΧΟΡΟΣ

Αυτό είναι για άντρα με γνώση και με σύνεση

και πολυταξιδεμένο, να τα γυρνάει πάντοτε

στη μεριά τη καλή

κι όχι σα ζωγραφιάς μορφή όλο στην ίδια στάση.

Το ν’ αλλάζεις στάση πάντοτε κι όλο προς το εύκολο

αυτό είναι ρεαλισμός
αυτό είναι χαρακτήρας σαν του Θηραμένη!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ε, μα, γελοίος θα ‘μουνα αν ο Ξανθίας, ο δούλος

επάνω σε φλοκάτη ξάπλωνε με τη χορεύτρια

κι εγώ να χαζολόγαγα κι αυτός βλέποντάς με

να μου έριχνε σφαλιάρα στο πρόσωπο.

(Βγαίνει μια ταβερνιάρισσα , βλέπει τον “Ηρακλή” και βάζει τις φωνές)

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Πλαθάνη! Πλαθάνη! Έλα έξω, βγες!

Νάτος ο πανούργος που χώθηκε στο μαγερειό

τότε και μας έφαγε μια φουρνιά ψωμιά!

ΠΛΑΘΑΝΗ

Ναι, μα το Δία! Ίδιος! Ναι.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ωχ πλησιάζει το κακό.

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Και είκοσι μερίδες κρέας κατσαρόλας
χίλιες δραχμές η καθεμιά.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κάποιος θα τις πληρώσει.

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Και μια πλεξούδα σκόρδα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Φλυαρείς κυρά μου, φλυαρείς…
Δεν καταλαβαίνεις τι λες.

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Φόρεσες τα τσόκαρα και δεν θα σ’ αναγνώριζα;
Έτσι νόμισες;

Και δεν είπα κουβέντα για τα παστά που έφαγες.

ΠΛΑΘΑΝΗ

Ούτε και για τ’ ανθοτύρι.
Με τα καλάθια το κατέβαζες.

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Κι έπειτα που είπα “πλήρωσέ με” τότε αγρίεψες.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Συνήθειά του αυτή. Τα ίδια όλο κάνει παντού!

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Και τράβηξε σπαθί ολόιδιος τρελός!

ΠΛΑΘΑΝΗ

Μα το Δία, το ‘κανε!

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Κι όταν απ’ το φόβο μας πηδήξαμε στο πατάρι

αυτός τις ψάθες άρπαξε… κι εξαφανίστηκε.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι αυτό παλιά συνήθειά του.

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Μα κάτι έπρεπε να κάνουμε.
Στον Κλέωνα να πούμε, τον προστάτη μας.

ΠΛΑΘΑΝΗ

Και στον Υπέρβολο αν τον βρεις.
Να του δώσει σκαμπίλι.

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Α, βρωμιάρη αχόρταγε!

Α να σου’ριχνα κοτρώνα
να σου έσπαζα τα δόντια, που το έφαγαν το βιός μου.

ΠΛΑΘΑΝΗ

Κι εγώ αχ να σε κρέμαγα στο βάραθρο κακούργε!

ΤΑΒΕΡΝΙΑΡΙΣΣΑ

Kι εγώ με το σουγιά να σου κόψω το λαρύγγι.

Όλον τον πατσά μου περιδρόμιασες.

ΠΛΑΘΑΝΗ

Στον Κλέωνα όμως τώρα.
Σήμερα θα δικαστείς θα τα πεις όλα.

(Η Ταβερνιάρισσα κι η Πλαθάνη μπαίνουν μέσα)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κακό χαμό να έχω αν δεν αγαπώ τον Ξανθία.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ξέρω… ξέρω που το πας.
Ηρακλής δεν γίνομαι. Σταμάτα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μη μου μιλάς έτσι Ξανθουδάκι μου!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Δούλος και θνητός… πώς να γίνω γιος της Αλκμήνης;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ξέρω ότι θύμωσες και δίκιος ο θυμός σου

Και να με δείρεις δεν θ’ αντέλεγα.

Αν όμως στο εξής το ξανακάνω να ξεριζωθώ κακήν κακώς

κι εγώ και τα παιδιά μου επίσης κι η γυναίκα μου

κι ο τσιμπλιάρης ο Αρχέδημος.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τον δέχομαι τον όρκο σου, γι’ αυτό αλλάζω.

(Αλλάζουν πάλι τα ρούχα τους, για τρίτη φορά)

ΧΟΡΟΣ

Δουλειά σου τώρα, τράβα,

αφού τα ξαναπήρες τα πρωτινά τα εξαρτήματα,

τρομέρεψε και την καρδιά κι αγρίεψε το βλέμμα σου

να μοιάζεις το θεό καλά – αυτόν που παριστάνεις.

Κι αν σε πιάνουν να χαζεύεις ή να δείχνεις αδύναμος,

άντε πάλι, πρέπει να βάζεις τα πράγματά σου στον ώμο και να φεύγεις.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Δεν τα λέτε άδικα κι εγώ σκεφτόμουν τα ίδια ακριβώς.

Αυτός, λοιπόν, το ξέρω,
αν είναι για συμφέρον του πάλι θα τα ζητήσει,

όμως εγώ θα δείξω την καρδιά μου δυνατή
και τρομερό το μάτι μου.

Και ώρα, είναι, όπως φαίνεται. Ακούγονται φωνές.

(Βγαίνει ο Αιακός. Και πίσω του τρεις ακόλουθοι)

ΑΙΑΚΟΣ

Πιάσε τον αυτόν το σκυλοκλέφτη, γρήγορα!

Να κριθεί να το πληρώσει.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Νάτο ήρθε το κακό!!

ΞΑΝΘΙΑΣ

‘Αντε παραπέρα. ‘Αφησέ με.

ΑΙΑΚΟΣ

Μπα; Προβάλλουμε κι αντίσταση;

Δίτυλα και Σκεβλύα και Παρδόκα Ελάτε.
Εμπρός. Επάνω του.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α πα πα! Τι άνθρωπος!
Τον έπιασαν να κλέβει… και χτυπάει κιόλας!

ΑΙΑΚΟΣ

Τέρας μεγάλο! Α πα πα!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μεγάλο κι αχώνευτο.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Αν ήρθα κι άλλοτε εδώ ή σου έκλεψα και μια τρίχα
να πεθάνω τώρα δα. Μα το Δία!

Και να δεις την αρχοντιά μου
-ρώτα μου το δούλο αυτόν και ανάκρινέ τον

κι αν σου πει πως έκλεψα πάρε με και σκότωσέ με.

ΑΙΑΚΟΣ

Πώς να τον ανακρίνω;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Με όποιον τρόπο θέλεις.

Βαλ’ τον στον τροχό, κρέμασέ τον, δέσ’ τον

καν’ του φάλαγγο στα πόδια
κοπάνισέ τον, γδαρ’ τον, στρίψε τον

βαλ’ του ξίδι στα ρουθούνια,
κτίσε τον σε τουβλότοιχο,

καν’ του όλα όσα θέλεις.

Μόνο με πρασόφυλλο όμως μη βαράς.

ΑΙΑΚΟΣ

Σωστά τα λες και δίκαια.
Και βάζω την εγγύηση εάν στον σακατέψω.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Όχι, δεν χρειάζεται. Παρ’ τον πέρα ελεύθερα.

ΑΙΑΚΟΣ

Εδώ μπροστά σου να τα πει.

Κάτω τα συμπράγκαλα κι αλίμονο στους ψεύτες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ειδοποιώ. Όχι βασάνισμα. Είμαι θεός.
Όποιος το κάνει θα πληρώσει.

ΑΙΑΚΟΣ

Θεός; Τι θεός;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θεός είμαι. Του Δία ο γιος ο Διόνυσος. Αυτός είναι ο δούλος μου.

ΑΙΑΚΟΣ

Τ’ ακούς;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Βέβαια τ’ ακούω. Διπλά να του τα κάνετε.
Θεός αν είναι δεν θα νιώσει.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κι εσύ που λες ότι είσαι θεός να μην τις φας κι εσύ το ίδιο;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Σωστά λοιπόν. Βάρα μας.

Κι όποιος κλάψει πρώτος ή παραπονεθεί αυτός δεν είναι θεός.

ΑΙΑΚΟΣ

Α! Σωστός άντρας είσαι!

Προχωρείς ολόισια προς το δίκαιο.
Ξεντυθείτε.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Πως θα μας ανακρίνεις δίκαια;

ΑΙΑΚΟΣ

Εύκολο είναι. Θα βαράω μια και μια.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Σωστό.

ΑΙΑΚΟΣ

Ναι.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Εντάξει. Χτύπα με και κοίτα αν μορφάσω.

(Ο Αιακός χτυπάει διαδοχικά τον Ξανθία και το Διόνυσο)

ΑΙΑΚΟΣ

Εντάξει. Να. Σε βάρεσα.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ε, όχι. Δεν κατάλαβα.

ΑΙΑΚΟΣ

Έτσι μου φαίνεται. Τώρα και τούτον. Να.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Αντε ντε! Πότε;

ΑΙΑΚΟΣ

Σε βάρεσα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ούτε γαργάλισμα δε κατάλαβα. Γιατί;

ΑΙΑΚΟΣ

Δε ξέρω. Πάλι ξανά στον πρώτο. Να.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Δεν θα χτυπήσεις; ‘Αντε. Α πα πα πα!

ΑΙΑΚΟΣ

Τι πα πα πα; Σε πόνεσε;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Όχι, μα το Δία. Σκέφτηκα πότε είναι το πανηγύρι του Ηρακλή.

ΑΙΑΚΟΣ

Ευσεβής αυτός ο άνθρωπος! Στον άλλο πάλι. ‘Αντε.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ωι ωι!

ΑΙΑΚΟΣ

Τι γίνεται;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Βλέπω θολά!

ΑΙΑΚΟΣ

Δάκρυσες;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μου μύρισαν κρεμμύδια.

ΑΙΑΚΟΣ

Το ξύλο δεν σε ένοιαξε;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ποιο ξύλο;

ΑΙΑΚΟΣ

Α! Στον πρώτο πάλι πρέπει! Να! Να!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Αχ ωχ!

ΑΙΑΚΟΣ

Σε έτσουξε;

ΞΑΝΘΙΑΣ

Αγκάθι πάτησα. Το βγάζεις;

ΑΙΑΚΟΣ

Βρε θεέ μου, τι ‘ναι τούτο;
‘Αντε στον άλλον πάλι. Να.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Απόλλωνα θεέ της Δήλου και των Δελφών!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Πόνεσε. Τον άκουσες;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τι να πονέσω; Γιατί;

Στίχο του Ιππώνακτα θυμήθηκα.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Δεν γίνεται έτσι… Στα πλευρά κοπάνα τον…

ΑΙΑΚΟΣ

Έτσι πρέπει μα τον Δία.
Πρόβαλε την κοιλιά σου. Να!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ποσειδώνα μου…

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κάποιος παραπόνεσε!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

…βασιλιά στης θάλασσας τα βάθη
και στου Αιγαίου τα ακρογιάλια…

ΑΙΑΚΟΣ

Α, μα τη Δήμητρα…
ποιος απ’ τους δυο είναι θεός δεν καταλαβαίνω.

Ελάτε όμως, ελάτε μέσα,
το αφεντικό κι η Περσεφόνη θα το πουν

αφού είναι θεοί οι δυο τους.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Σωστό αυτό. Έπρεπε να το σκεφτείς πριν μας ξυλοφορτώσεις.

(Ο Αιακός παίρνει μέσα το Διόνυσο και τον Ξανθία)

ΧΟΡΟΣ

Μούσα ευλόγα το Χορό, το τραγούδι μας κάνε να τέρψει

και να δεις μπροστά σου πλήθος και ανάμεσα σοφούς

πιο ζηλωτές κι απ’ τον Κλέωνα,
που στα χείλη του τσιρίζει χελιδόνι θρακικό

στο βάρβαρο διπρόσωπό του στόμα καθισμένο

κι αηδονίσιο μοιρολόι κατάπικρο θρηνεί

αφού στο μέτρημα των ψήφων θα βρεθεί χαμένος.

Δίκαιο είναι ο ιερός μας Χορός στα χρηστά

να προπέμπει και πάντα να λέει τα έντιμα.

Πρώτα λοιπόν στους πολίτες
ισότητα λέμε κι ελεύθερος βίος

κι όποιους ξεγέλασαν τα κόλπα του Φρύνιχου

να τους δώσουμε τώρα ευκαιρίες να πουν

τα στραβά που έχουν κάνει και άφεση να έχουν.

Και δεύτερο, λέω, δίχως δικαίωμα κανένας πολίτης.

Ντροπή να γίνουν από σκλάβοι αφέντες σαν τους Πλαταιείς

όσοι ναυμάχησαν μια μέρα, το ξέρετε,

-και δεν κατακρίνω, ίσα-ίσα σας παινεύω-

-το μόνο έργο προκοπής που κάνατε-

μα πρέπει κι αυτούς, που μαζί κι οι πατέρες τους

μαζί σας πολέμησαν κι αίμα σας έχουν,

να παραδείτε το λάθος τους αφού το ζητούνε.

Μια φορά έφταιξαν.

Αφήστε λοιπόν την οργή σας, ω σοφότατοι,

ας τους κάνουμε όλους συγγενείς μας με θέληση

και πολίτη ισόνομο τον πολίτη που πάει

μαζί μας στον πόλεμο.

Φουσκωμένοι αν δείξουμε σ’ αυτό κι ακατάδεχτοι

τώρα που η πόλη μας στα κύματα έρμαιη,

ύστερα, σίγουρα, θα μας κρίνουν για άμυαλους.

Αν μπορώ απ’ τη ζωή κι απ’ τον τρόπο να κρίνω ποιος θα την πάθει,

τότε, σε λίγο, τούτη η ενοχλητική μαϊμού, ο μικρός Κλειγένης,

ο λούστρος ο παμπόνηρος, απ’ όλους πιο πάνω,

που το σαπούνι νοθεύει με αλισίβα και λάσπη,

θα συρθεί στον αγύριστο και το ξέρει, γι’ αυτό

τον πόλεμο θέλει και μαγκούρα βαστά μη ριχτεί

μεθυσμένος κανείς και του πάρει τα ρούχα.

Πολλές φορές η πόλη μας έπαθε τα ίδια
με τους καλούς της πολίτες,

ό,τι έχει πάθει και με τα παλιά νομίσματα σε σχέση με τα νέα.

Τα παλιά και γνήσια και γνωστά και τιμημένα

και ολοκάθαρα κομμένα ηχούν κουδουνιστά

και σ’ όλους έχουν πέραση, Έλληνες και ξένους,

μα μεις τα αποφεύγουμε, ζητάμε τα μπρούτζινα

τα κομμένα προχτές, πεταχτά και πρόχειρα.

Έτσι με τους πολίτες όσους από γενιά,
γνωστικούς και καλούς και δίκαιους ξέρουμε

μεγαλωμένους στ’ αθλήματα και στα καλά βιβλία,

αυτούς αποφεύγουμε και τιμούμε τους κίβδηλους

τους ξένους και φτωχούς και νεοφερμένους

κι άθλιους απ’ άθλιους,

που ούτε καν χαμάληδες τους θέλαμε πιο πριν.

Και τώρα, πάλι, ανόητοι, αλλάξτε τα φορέματα

βάλτε μπροστά σας τους χρηστούς

που αν τυχει και πετύχουν θα είναι αναμενόμενο

κι αν πάθετε κακό θα λεν για σας οι γνωστικοί

με το γερό σκοινί το κρέμασμα“.

(Βγαίνουν ο Αιακός με τον Ξανθία και συζητούν σαν φίλοι)

ΑΙΑΚΟΣ

Μα το Δία το Σωτήρα, τ’ αφεντικό σου είναι από τζάκι.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Βέβαια από τζάκι. Μόνο κρασί και πήδημα.

ΑΙΑΚΟΣ

Έλεγες είσαι αφέντης, δούλος όμως φάνηκες, και δεν σε έδιωξε.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Θα μετάνιωνε αν με έδιωχνε.

ΑΙΑΚΟΣ

Αυτό που λες “μετάνιωνε” κάμωμα δούλου είναι.
Κι εγώ μετά χαράς το λέω.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ποιό; Πες μου να χαρείς.

ΑΙΑΚΟΣ

Όταν καταριέμαι τον αφέντη μου στα κρυφά
νιώθω επόπτης στα Μυστήρια!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι όταν σ’ τις βρέχουν και το σκας βρίζοντας;

ΑΙΑΚΟΣ

Κι αυτό το χαίρομαι πολύ.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι όταν βάζεις σπιουνιές;

ΑΙΑΚΟΣ

Α, μα το Δία, δεν ξέρω τέτοια!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Θεέ μου! Πως! Και όταν τεντώνεις το αφτί
να ακούσεις τι λεν τ’ αφεντικά σου;

ΑΙΑΚΟΣ

Α! Αυτό με τρελαίνει και βάλε!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι όταν τα λες στη φόρα και τα καταγγέλλεις;

ΑΙΑΚΟΣ

Α, μα το Δία! Όταν το κάνω αυτό ζω ένα ωραίο όνειρο!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Φοίβε Απόλλωνα! Κόλλα το.

Έλα να σε φιλήσω και φίλα με κι εσύ

και πες, μα το Δία τον προστάτη μας…

(Ακούγονται από μέσα φωνές)

Α! Τι θόρυβοι και κρότοι μέσα και βρισιές;

ΑΙΑΚΟΣ

Είναι του Αισχύλου και του Ευριπίδη.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Πως;

ΑΙΑΚΟΣ

Καβγάς! Μεγάλος καβγάς γίνεται ανάμεσα στους νεκρούς.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Γιατί; Για ποιο λόγο;

ΑΙΑΚΟΣ

Γιατί υπάρχει νόμος εδώ ότι ο καλύτερος
στα Γράμματα και τις Τέχνες

-οι ομότεχνοί του τον εκλέγουν-

σιτίζεται στο Πρυτανείο δωρεάν
και θρόνο του στήνουν δίπλα στον Πλούτωνα…

ΞΑΝΘΙΑΣ

Καταλαβαίνω.

ΑΙΑΚΟΣ

Μέχρι να φτάσει άλλος πιο άξιος
και τότε τη θέση του θα την πάρει αυτός.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Και τον Αισχύλο τι τον τάραξε;

ΑΙΑΚΟΣ

Είχε το θρόνο της Τραγωδίας, ως ο καλύτερος ποιητής.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Και τώρα ποιος είναι;

ΑΙΑΚΟΣ

Όταν πια κατέβηκε ο Ευριπίδης

κι άρχισε τις επιδείξεις στους πορτοφολάδες,

στους διαρρήκτες, λωποδύτες, πατροκτόνους

-κι ήταν γεμάτος ο ‘Αδης από τέτοιους-

κι άκουγαν αυτοί τους στίχους του

ξετρελάθηκαν και τον νόμισαν σοφώτατο.

Κι αυτός περήφανος,
κάθισε στο θρόνο που καθόταν ο Αισχύλος.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Και δεν τον πετροβόλησαν;

ΑΙΑΚΟΣ

Όχι, μα το Δία! Απαιτούσαν να γίνουν εκλογές.

Με εκλογές να κρίνει ο κόσμος τον καλύτερο!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ο κόσμος των πανούργων;

ΑΙΑΚΟΣ

Με φωνές ως τα ουράνια!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Και του Αισχύλου οι θαυμαστές;
Δεν υπήρχαν;

ΑΙΑΚΟΣ

Οι καλοί είναι παντού λίγοι.
Έτσι κι εδώ…

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι ο Πλούτωνας τι σχεδιάζει;

ΑΙΑΚΟΣ

Αγώνα ορίζει να δείξουν την τέχνη τους.
Και ν’ αποφασίσει.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Κι ο Σοφοκλής;
Δεν τον ήθελε το θρόνο;

ΑΙΑΚΟΣ

Όχι, μα το Δία!
Ο Σοφοκλής όταν κατέβηκε φίλησε τον Αισχύλο,
του έσφιξε το χέρι

του προσυπέγραψε την κατοχή του θρόνου
και τώρα είναι εφεδρικός

-όπως είπε ο Κλειδημίδης.

Κι αν νικήσει ο Αισχύλος δεν αλλάζει τίποτα,

αν όμως νικηθεί τότε θα αντιβγεί αυτός στον Ευριπίδη.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Τώρα θα γίνει ο αγώνας;

ΑΙΑΚΟΣ

Σε λίγο, μα το Δία! Εδώ θα γίνει η μάχη.
Με ζυγαριά θα τη μετρήσουμε την ποίηση.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Μπα; Σαν τους μπακάληδες;

ΑΙΑΚΟΣ

Θα φέρουν κι αλφάδια κι υποδεκάμετρα και στερεά καλούπια…

ΞΑΝΘΙΑΣ

Γιατί; Τούβλα θα κάνουν;

ΑΙΑΚΟΣ

Και διαβήτες και μοιρογνωμόνια…

Ο Ευριπίδης λέει ότι όλες τις τραγωδίες θα τις ελέγξει λέξη-λέξη!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Φαντάζομαι τη στενοχώρια του Αισχύλου!

ΑΙΑΚΟΣ

Μισόσκυψε και λοξοκοίταξε ολόιδιος ταύρος!

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ποιος θα είναι ο κριτής;

ΑΙΑΚΟΣ

Αυτό είναι το δύσκολο.

Δεν βρίσκονται σωστοί κριτές έλεγαν κι οι δυο.

Ούτε και τους Αθηναίους τους συμπαθούσε ο Αισχύλος.

ΞΑΝΘΙΑΣ

Ίσως έβλεπε ανάμεσά τους πολλούς λωποδύτες.

ΑΙΑΚΟΣ

Και τους άλλους τους είχε ανίδεους από ποίηση.

Και έπειτα τ’ ανάθεσαν το θέμα στον αφέντη σου
που ξέρει -λένε- από τραγωδία.

Ας μπούμε όμως μέσα.
Όταν τ’ αφεντικά μας βιάζονται σε μας ξεσπούν.

(Ο Αιακός με τον Ξανθία μπαίνουν μέσα)

ΧΟΡΟΣ

Βαρύς θυμός στα σωθικά του προφητόβροντου

θα βράσει, σαν δει τον αντίτεχνο άγρια ν’ ακονίζει τα δόντια.

Τότε μανία φοβερή θα του στραβώσει τα μάτια.

Περικεφαλαίες οργές και χαίτες αλόγων θα σμίγουν

και κομψοί αστεϊσμοί κομψότεχνης γλώσσας

θ’ αντιβγαίνουν στους πηγάσους στίχους

ποιητή εμπνευσμένου.

Η πλούσια χαίτη στο σβέρκο θα φρίξει περήφανη

θα αγριέψουν τα φρύδια, θα ριχτούν βρυχηθμοί

παχύγομφα λόγια και αποφθέγματα

θ’ ανασαίνει το στόμα.

Κι απ’ την άλλη, γλώσσα ξεψειρίστρα σχολαστική

γυαλισμένη λεξολόγα, ξεχαλίνωτη του φθόνου,

τις λέξεις μια μια θα λιανίζει, θα γδέρνει.

Θα πονέσουν τα πνευμόνια μας.

   (Βγαίνουν ο Διόνυσος με Αισχύλο κι Ευριπίδη. Λίγο πιο πέρα ο Πλούτωνας)

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Όχι. Όχι δεν παραιτούμαι, μη με πιέζεις.
Είμαι πιο πάνω στην τέχνη απ’ αυτόν. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Αισχύλε, τι λες; Ακούς τι σου λέει; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Πρώτα θα πάρει πόζα να πει.
Θα τερατολογήσει,
όπως τερατολογεί πάντα στις τραγωδίες. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Μην είσαι τόσο απόλυτος ευλογημένε. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Τον ξέρω καλά εγώ.
Απ’ έξω κι ανακατωτά τον έχω ψάξει!

‘Aνθρωπος αγριωπός, μεγάλος καυχησιάρης,
αχαλίνωτο το στόμα του απύλωτο, 

πομποκομπολεξάρης ασυμμάζευτος.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Αλήθεια αγόρι της λαχανοκηποθεάς; 

Έτσι λες για μένα φτηνοσαχλοσυλλέκτη,
κουρελομόδιστρε και μπαλωματοράφτη; 

Θα τις πληρώσεις τις ανοησίες σου. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Πάψε Αισχύλε.
Μην εξάπτεις τα θερμόαιμα σπλάχνα σου“. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Πρώτα θα τον ξεσκεπάσω θα τον δείξω. 

Στραβούς και κουτσούς παριστάνει και καμαρώνει.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τον αμνό! Τον αμνό παιδιά τον μαύρο.
Φέρτε τον να ξορκίσουμε.

Θα ξεσπάσει τυφώνας!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Βρε συ που όλο μονότονο τραγούδι λες
και τα έργα σου είναι γάμοι αιμομιχτικοί!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κράτα πολυτίμητε Αισχύλε! Κρατήσου.

Κι εσύ καταφερτζή Ευριπίδη
κρατήσου μακριά από το χαλάζι, αν έχεις μυαλό,

μη σε χτυπήσει λέξη σαν κοτρώνα
απ’ την οργή στο κεφάλι σου

και στο σπάσει, και σου χύσει τον “Τήλεφο” έξω.

Κι εσύ Αισχύλε, όχι θυμούς.
Ήρεμα να πεις και ν’ ακούσεις.

Μη καβγαδίζετε όπως φουρνάρισσες,
της ποίησης άνθρωποι.

Κι εσύ Ευριπίδη σαν πουρνάρι αναμμένο τσιρίζεις.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Έτοιμος είμαι, δεν κάνω πίσω.

Θα του δαγκώσω το διάλογο και μετά τα λυρικά μέρη

ή να πρωτοδαγκώσει αυτός αν το θέλει.

Ας δοκιμάσει, μα το Δία, με τον “Πηλέα” και τον “Αίολο
και το “Μελέαγρο” και με τον “Τήλεφο” ιδίως.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τι σκέφτεσαι Αισχύλε;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Δε λέει να παραβγώ εδώ, άνισο είναι.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Γιατί;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Τα έργα μου δεν πέθαναν μαζί μου.

Τα δικά σου πέθαναν, όπως συνήθιζε να λέει
κι έχουν έρθει εδώ.

Αφού όμως έτσι σου φαίνεται σωστό, πρέπει ν’ αντιβγώ.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εμπρός, λιβάνι φέρτε, ανάψτε το,
θέλω να ευχηθώ να κρίνω τον αγώνα τους

μ’ έμπνευση και γνώση.
Και σεις τις Μούσες ανυμνήστε.

ΧΟΡΟΣ 

Κόρες του Δία Μούσες αγνές
μυαλά κοφτερά λεπτολόγα που βλέπετε

γνωμολόγων ανδρών,
όταν παλεύουν με αντιλογίες στρεβλές
και ζαβολιές κι ορμές, 

ελάτε να δείτε και ν’ ακούσετε
τη δύναμη μεγάλων στομάτων 

να βγάζουν λόγια και λογάκια. 

Ο αγώνας της σοφίας ο μεγάλος αρχίζει. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Να ευχηθείτε τώρα και σεις πριν αρχίσετε. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Δήμητρα Θεά του Νου μου τροφοδότρα,
κάνε με των Μυστηρίων σου άξιο! 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Πάρε κι εσύ Ευριπίδη λιβάνι και πρόσφερε.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Να λείπει. Αλλιώς είναι οι δικοί μου θεοί
που σ’ αυτούς προσεύχομαι.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Δικοί σου είναι, καινούργιοι; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Βεβαιότατα. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Αντε λοιπόν, ευχήσου στους δικούς σου.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Αιθέρα τροφή μου και της Γλώσσας μου βάνα 

και Σκέψη και Ρουθούνια της οσμής ιχνευτές! 

Κάντε να ελέγξω γερά
τους στίχους που θ’ αρχίσω να λέω. 

ΧΟΡΟΣ 

Και μεις λαχταρούμε
από άντρες σοφούς ν’ ακούσουμε 

τί λόγια μαχαίρια στους αιθέρες
ανοίγουν το δρόμο τους.

Η γλώσσα τους αγρίεψε
αποκότιασε η καρδιά τους, 

πεισματάρικα μυαλά! 

Τώρα όλοι μας περιμένουμε
άλλος να λέει τα έξυπνα ομορφοφτιαγμένα 

κι άλλος με σκληρά λόγια τ’ άσχημα στιχάκια
του αντιπάλου του να ορμά και να σαρώνει. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Εμπρός τώρα αρχίστε τα 

και να πείτε όμορφα χωρίς χυδαίες λέξεις 

ούτε ν’ ακούσω πράματα που θα λέγανε κι άλλοι. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Για μένα και για το πώς η ποίησή μου είναι,
στο τέλος θα πω.
Πρώτα θα τον φανερώσω 

τί κατεργάρης ήτανε και πλάνος 

και τί και πώς ξεγελούσε τους θεατές, 

που πριν τους αποβλάκωσε με τα δικά του ο Φρύνιχος. 

Πρώτα-πρώτα τούτος, σου ‘δειχνε στην αρχή 

έναν Αχιλλέα ή μια Νιόβη σκεπασμένους 

σαν νεκρές προμετωπίδες και τους άφηνε βωβούς. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Όχι κι έτσι Ευριπίδη. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Κι ο Χορός του ύστερα… 

Τέσσερις αρμαθιές τραγούδια σου αράδιαζε 

κι οι σκεπασμένοι τσιμουδιά! 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Εμένα αυτό μου άρεσε. 

Η βουβαμάρα τους μ’ έτερπε πιο πολύ 

απ’ όσο οι φλυαρίες σήμερα. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ήσουν χαζός γι’ αυτό. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Εγώ γι’ αυτό. Αυτός όμως γιατί;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Αγυρτεία σκέτη.
Να περιμένει ο θεατής 

πότε η Νιόβη θα πει τη συλλαβούλα της 

και τέλειωνε το έργο! 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Βρε βρε τον πονηρό! Έτσι με κορόϊδευε; 

Τί αναστατώνεσαι και ξεφυσάς Αισχύλε; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Επειδή τον ξεμπροστιάζω. 

Με του Χορού τις φλυαρίες,
το δράμα έφτανε στη μέση. 

Και σου πέταγε μετά δώδεκα λεξάρες βοδινές 

παχιές, γερές και σκοτεινές, 

σαν σκιάχτρα τρομερά,
άγνωστες στους θεατές.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ω! τι λέει ο άσχετος! 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Σώπα Αισχύλε! 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κι όλα ακαταλαβίστικα!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μη τρίζεις τα δόντια σου Αισχύλε.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Όλο ποτάμια ανέφερε ή τάφρους

ή σε ασπίδες πάνω γρυπαετούς χαλκόχυτους

και φράσεις σπαζοκεφαλιές,

δύσκολα μονοπάτια.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μα τους θεούς, μια νύχτα ολόκληρη,
κάποτε, ξαγρύπνησα για βρω
τι πουλί είναι ο ξανθός αλογοκόκορας!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Το ξυλόγλυπτο ακρόπρωρο των καραβιών βρε αγράμματε!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α! Κι εγώ θαρρούσα είναι του Φιλόξενου ο Έρυξις.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Και μετά έπρεπε να βάζει κόκορες στις τραγωδίες;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Εσύ βρε άθεε, σαν τι τάχα τους έβαζες;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ούτε αλογοκόκορες όπως εσύ,
ούτε ελαφοκάτσικα

που ζωγραφίζουν οι Πέρσες στις κουρτίνες τους.

Εγώ καθώς τη πήρα την τέχνη από σένα

πρησμένη και ξιπασμένη, με παχιές φράσεις,

τη λίγνεψα πρώτα, την αλάφρωσα,

με λόγια απλά της έβγαλα το πολύ βάρος,

και την τάισα χυλό μ’ έξυπνα λόγια

στραγγισμένο από βιβλία

κι έπειτα τη μεγάλωσα με μονολόγους.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ανακατεύοντας Κηφισοφώντα.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κι ούτε φλυαρούσα στα χαζά
ούτε τσαλαβουτούσα,

αλλά στον πρόλογο, με τάξη,
το πρόσωπο που έβγαινε

έλεγε τη γενιά του.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Καλύτερα που έλεγε τη δική του, παρά τη δική σου.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Και μετά τους πρώτους στίχους
βουβός δεν έμενε κανείς.

‘Ολοι μιλούσανε και λέγανε κάτι,
δούλοι και γυναίκες

κι ο αφέντης κι η κοπέλα κι η γριά.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Και μ’ αυτά που ‘φτιαχνες,
δεν ήσουν λες… για σκότωμα;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Γιατί; Κρατούσα δημοκρατικές αναλογίες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Αστο φίλε. Μη.
Δεν είναι για καλό σου τέτοια ανάλυση.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Τους δίδαξα εξάλλου πώς να μιλούν.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Κι εγώ σου λέω ήταν καλύτερα να ‘σπαγες στα δυο 

πριν προφτάσεις να διδάξεις. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Με λεπτούς κανόνες.

Και τα λόγια τους να τα μετρούν με πόντους 

και να σκέφτονται, να βλέπουν,

να αγαπούν τους ελιγμούς και τα τεχνάσματα

και να υποψιάζονται κι όλα να τα ψάχνουν. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Κι εγώ αυτό λέω. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Απλά πράγματα βάζοντας στα έργα μου
-που τα έχουμε και τα ξέρουμε, τα ζούμε,
απ’ αυτά κρινόμουνα. Από γνώστες.

Κι ούτε το ύφος φούσκωνα να τους θαμπώσω

ούτε τους κανάκευα με Κύκνους και Μέμνονες

σαν άλογα με κρεμαστά κουδούνια.

Εξάλλου και τους μαθητές μας δες να καταλάβεις.

Αυτουνού οι μαθητές
ο Φορμίσιος κι ο Μεγαίνετος ο γρουσούζης,

σαλπιγγολογχογενειοφόροι και κουκουναρολυγιστές,

δικοί μου ο Κλειτοφώντας κι ο Θηραμένης ο καλός.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ο Θηραμένης; Πολύ σοφός κι ανίκητος. Σε όλα.

Όσο και να στριμωχτεί θα βγει άθικτος.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Πάντως εγώ έτσι τους έμαθα
βάζοντας στα έργα μου στοχασμό και κρίση

και τώρα όλοι σκέπτονται κι όλα τα προβλέπουν

και το σπίτι τους ορίζουν πιο καλά απ’ όσο πριν.

Τώρα εξετάζουν όλοι “πώς είναι αυτό;”

πού είναι εκείνο;” “ποιός το πήρε τούτο;”.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τώρα κάθε Αθηναίος ναι -μα τους Θεούς-
μπαίνοντας στο σπίτι του
ευθύς τους δούλους του προγκάει.
Που είναι η κατσαρόλα βρε;
 Ποιος μου το ‘φαγε της ρέγγας το κεφάλι που άφησα;
Τη κούπα τη περυσινή ποιος την έσπασε μωρέ;
Το χθεσινό το σκόρδο που είναι;
 Την ελίτσα ποιος τη δάγκωσε
;”
Ενώ ως τώρα ε; ‘Απραγοι ήτανε, χάσκανε,
σα μωράκια κάθονταν ήσυχα.

ΧΟΡΟΣ

Τα βλέπεις αυτά ένδοξε Αχιλλέα;”
Έλα εσύ, απάντησε
κοίτα μόνο, προσοχή… μη σ’ αρπάξει ο θυμός
και τα όρια περάσεις.
Βαριά σε κατηγόρησε.
Κοίτα ω γενναίε μη δώσεις χέρι στην οργή,
μάζευε όμως τα πανιά και με το μαλακό.
κι ύστερα σιγά κι αργά
τέντωσέ τα κι άπλωσέ τα
όταν βρεις καλόν αγέρα κι ούριο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ω! Εσύ που πρωτοπύργωσες μεγαλόπρεπο λόγο
και στόλισες το τραγικό τραγούδι με άκρατα!
‘Ανοιξε τη βρύση σου τώρα ελεύθερα!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Α, που να μη τον αντάμωνα!
Να μη μ’ ανακάτωνε
και πρέπει τώρα να τον σκίσω!
Για να μη λες ότι στριμώχνομαι,
πες μου, για ποιο λόγο πρέπει
τους ποιητές να τους θαυμάζουμε;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Για το μυαλό και τη συμβουλευτική μας.

Ότι τον κάνουμε καλύτερο τον κόσμο.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Κι αν αυτό δεν το έκανες…

Κι αν από καλούς τους μεταμόρφωνες σε άθλιους,

τι πληρωμή οφείλεις βρε;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θάνατος του αξίζει, μην τον ρωτάς.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Κοίτα λοιπόν τι ήταν όταν στους παρέδωσα.
Γενναίοι ήταν αντρακλάδες, όχι χασομέρηδες.
Ούτε παπατζήδες, ούτε φοβιτσιάρηδες
σαν τους τωρινούς.
Ούτε καταφερτζήδες. 
Πόλεμο όλοι κάνανε με δόρατα και λόγχες
και περικεφαλαίες φουντωτές
και κράνη και κνημίδες
και ψυχές μεγάλες και γερές
σαν τις επταβόιδες ασπίδες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Νάτο, πλακώνει το κακό!
θα πέσει στο κεφάλι μου.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τι έκανες και γίνανε τόσο, που λες, γενναίοι; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Αισχύλε μη φουσκώνεις με θυμούς και περηφάνειες.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Έκανα δράμα όλο πόλεμο γεμάτο!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ποιο;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Τους “Επτά Επί Θήβας“! 

Όποιος το είδε, πολέμαρχος λαχτάρησε να γίνει! 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Αυτό ήταν το κακό σου. ‘Αρπα τη λοιπόν! 

Έδειξες τους Θηβαίους γενναιότερους στον πόλεμο! 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Στο χέρι σας ήταν να ασκηθείτε.
Αλλά το ρίχνατε αλλού.

Κι εξάλλου με τους “Πέρσες
σας δίδαξα να θέλετε πάντα να νικάτε.

Το μεγαλύτερο κατόρθωμά μας δόξασα. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Χάρηκα όταν έβαλες κλάμα για το Δαρείο

κι ο Χορός αμέσως χτύπαγε τα χέρια του
και φώναζε “αλί αλί…”

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Τέτοια έργα χρεωστούν οι ποιητές. 

Και σκέψου τι ωφέλειες έδωσαν οι καλύτεροι. 

Ο Ορφέας τα Μυστήρια
και την αποχή απ’ το Φόνο 

ο Μουσαίος τους Χρησμούς
και τα Ξόρκια για αρρώστιες. 

Ο Ησίοδος το λάτρεμα της γης
και της σποράς και τα καλά οργώματα 

κι ο Όμηρος ο μέγας τιμή και δόξα κέρδισε
που δίδαξε παλικαριές κι οπλισμούς.

Κι όλα αυτά είναι σωστά.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τον Παντακλή όμως τον άπραγο,
τίποτα δεν τον δίδαξε.

Προχτές για την παρέλαση
κατέβασε το κράνος ως τα μάτια

κι ύστερα από πάνω ζητούσε και φτερά! 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Έμαθε όμως άλλους πολλούς και παλικάρια.
Το Λάμαχο για παράδειγμα. 

Από τον Όμηρο η τέχνη μου μάζεψε κι έκανε 

Πάτροκλους και Τεύκρους λεοντόκαρδους,

να ξεσηκώνεται ο καθένας
το σάλπισμα ακούγοντας 

και πόλεμο να θέλει και πρωτιά.
Ούτε Φαίδρες πόρνες έφτιαχνα,
ούτε Σθενέβοιες,

ούτε παράστησα ποτέ γυναίκα ερωτευμένη. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ε βέβαια, έτσι άχαρος που ‘σουνα
και δεν πήρες τίποτα από την Αφροδίτη. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Καλύτερα έτσι.
Φτάνει η δική σου
και των δικών σου ηρώων ο ερωτισμός
που σε διέλυσε το βάρος του.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α, Ευριπίδη, αυτό είναι σωστό.

Όλα όσα κορόιδευες, έπεσαν στο κεφάλι σου.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Βρε άθλιε άντρα,
τί κακό κάνανε στην πόλη οι δικές μου Σθενέβοιες;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ
Τίμιες γυναίκες τιμίων ανδρών
τις έκανες να πιουν φαρμάκι από ντροπή

για τους Βελλεροφόντες, τα ομορφόπαιδα. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Δηλαδή από το νου μου την έβγαλα τη Φαίδρα; 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Υπήρξε Φαίδρα βέβαια…
μα το κακό ο ποιητής το αποκρύβει. 

Δεν το παρασταίνει, ούτε το προβάλλει. 

Στα παιδιά διδάσκουν οι δάσκαλοι, 

στους ενήλικους οι ποιητές. 

Τα διδακτικά πρέπει να λέμε. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Διδακτικό είναι να ξεστομίζεις λέξεις 

σα Λυκαβηττούς και σαν τους Παρνασσούς; 

Δεν έπρεπε να μιλάς σαν άνθρωπος; 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Βρε κακομοίρη μου,
μεγάλη γνώμη ή ιδέα θέλει κι έκφραση μεγάλη. 

Τα λόγια των ημίθεων πρέπει να ‘ναι μεγαλόπρεπα. 

Εγώ σου έδειξα το σωστό, εσύ το χάλασες. 

Αφού και τα ρούχα τους
είναι πολύ σεμνότερα από τα δικά μας.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Τι έκανα δηλαδή;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Κουρέλια φόρεσες στους βασιλιάδες
να φαίνονται για λύπηση. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ε, και; Κακό έκανα μ’ αυτό; 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Έμαθαν οι πλούσιοι να μη θέλουν
να κάνουν ευεργεσίες στο έθνος 

αλλά ντύνονται κουρέλια και κάνουν το φτωχό.
Και κλαίγονται. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Ναι μα τη Δήμητρα! 

Φοράνε τα μάλλινα από πάνω
και τ’ αρχοντικά από κάτω

και πάνε για ψαράκι! 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Τους έμαθες εξάλλου,
να ‘ναι φαφλατάδες κι αναιδείς. 

Αδειάσανε τα γυμναστήρια.
Συνέχεια κάθονται.

Ακόμα κι οι κωπηλάτες αντιλένε στους άρχοντες.

Όσο ζούσα όμως αυτά δεν τα ήξερα, 

δεν απιστούσαν, αλλά κάνανε τη δουλειά τους. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Ναι μα τον Απόλλωνα! 

Κάνανε τη δουλειά τους και τη κάνανε καλά.

Τώρα μόνον αντιλογία είναι και τσαλίμια στο κουπί 

και το καράβι πάει πέρα δώθε. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Και ποιας κατρακύλας δεν είναι αίτιος; 

Μαυλίστρες μεσίτρες ανάδειξε 

και νέες ιέρειες να γεννούν στους ναούς 

και με τους αδερφούς τους να σμίγουν 

και να λεν “η ζωή δεν είναι ζωή“. 

Έτσι γι’ αυτό η πόλη μας
γέμισε ψευτοδιαβασμένους, 

δημοπιθήκους και βρωμόλογους,
που τον κοσμάκη ξεγελούνε 

και λαμπάδα να κρατήσουν στη γιορτή
ούτ’ ένας δεν μπορεί 

με την αγυμνασιά τους.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Μα το Δία, αγυμνασιά…
που μια φορά στα Παναθήναια 

ξεράθηκα στα γέλια 

που κάποιος αργοκίνητος
κι άσπρος-άσπρος και σκυφτός 

και με παραπάνω κιλά, 

ξέμεινε τελευταίος και τρεκλίζοντας 

κι εκεί στις πύλες του Κεραμεικού 

οι Κεραμειώτες άρχισαν να τον τσιμπούνε
και να τον κοροϊδεύουν, 

κοιλιά, πλευρά, παχάκια,
όλα του τα τσίμπαγαν. 

Κι αυτός που μες στο δρόμο τόσο ζορίστηκε… λάκισε 

κι έφυγε σβήνοντας τη λαμπάδα. 

ΧΟΡΟΣ 

Μεγάλη υπόθεση, ο καβγάς δυνατός και γερός 

ο πόλεμος έρχεται. 

Δύσκολο έργο η κρίση
όταν ο ένας σπρώχνει με δύναμη 

κι ο άλλος μπορεί δυνατά να πατήσει
και να κάνει στροφή να ορμήσει. 

Μη κολλάτε όμως όλο στα ίδια

αφού και πολλά
κι άλλα σοφά χτυπήματα ξέρετε. 

Ό,τι έχει ο καθένας να βρίσει 

ας βρίσει, ορμήσει, χτυπήσει, 

ας πει για παλιά και για νέα

και να μη διστάσει μπρος στα λεπτά και σοφά. 

Κι αν φοβάστε πως ο κόσμος
με την άγνοια που έχει 

δεν το πιάνει το σωστό 

μη κουμπώνεστε γι’ αυτό.
Δεν είναι δα κι έτσι. 

Όλοι τους είναι γυμνασμένοι 

κι όλοι τους βιβλία έχουνε
και τα ξέρουνε τα σωστά. 

‘Αλλωστε ο χαρακτήρας τους πάντα ήταν άριστος 

και τώρα τον ακόνισαν περισσότερο. 

Μη διστάζετε λοιπόν 

και πέστε τη σοφία σας να καταλάβει ο κόσμος.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Πρώτα για τους προλόγους σου λοιπόν

μ’ αυτούς αρχίζει η τραγωδία

μ’ αυτούς θ’ αρχίσω το ξετίναγμα κι εγώ.

Επειδή απ’ αυτούς αρχίζει και του λόγου η ασάφεια!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ποιας τραγωδίας τον πρόλογο θα… αναλύσεις;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Όλους σχεδόν.
Και πρώτα της “Ορέστειας“.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

‘Αντε λοιπόν, ησυχία να κάνει ο κόσμος.
Λέγε Αισχύλε.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Χθόνιε Ερμή, του θρόνου μου του πατρικού προστάτη,

σωτήρας μου γίνε και σύμμαχος. Στο ζητώ

Ήρθα στη γη μου κι επέστρεψα“.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Λοιπόν; Βρίσκεις εδώ λάθος; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Πάνω από δώδεκα. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Μα τρεις στίχοι είναι όλοι κι όλοι! 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Με είκοσι λάθη ο καθένας!

(Κάτι πάει να πει ο Αισχύλος)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Αισχύλε, σε συμβουλεύω να πάψεις

αλλιώς θα πεις κι άλλους απ’ αυτούς τους τρεις. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Να σωπάσω εγώ γι’ αυτόν;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αν με υπολογίζεις.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Απ’ την αρχή λοιπόν το λάθος το τεράστιο.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Καταλαβαίνεις πως λες βλακείες;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Δεν είναι αυτό το θέμα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Τί λάθος έκανα, μου λες;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Ξαναπές τους στίχους. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Χθόνιε Ερμή, του θρόνου μου του πατρικού, προστάτη

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Στάσου!
Τα λέει αυτά ο Ορέστης στον τάφο του νεκρού πατέρα του; 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Δε λέω όχι. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Δηλαδή;
Όταν σκότωνε τον Αγαμέμνονα με δόλο η γυναίκα του,

πρόσφερε προστασία ο Ερμής; 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Δεν εννοούσα τον Ερμή τον ψυχοπομπό
αλλά τον Ερμή τον Εριούνιο! 

Αυτόν είπε Χθόνιο δείχνοντας ότι την ιδιότητα αυτή
την έχει απ’ τον ίδιο το Δία!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Α πα πα! Πιο τρομερό το σφάλμα σου
αν την χθόνια ιδιότητα 

την έχει απ’ τον πατέρα του.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Έτσι θα ήταν κληροδότημα η τυμβωρυχία!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Διόνυσε, βαρύ κρασί πίνεις!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πες τον άλλο στίχο Αισχύλε.

Κι εσύ Ευριπίδη να προσέχεις τα λάθη.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Γίνε σωτήρας μου και σύμμαχος. Δέομαι.

Ήρθα στη γη μου κι επέστρεψα“.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Δυο φορές το ίδιο ο σοφός Αισχύλος;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δυο;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κοίτα το λέει. Θα σ’ το δείξω.

Ήρθα στη γη μου” λέει “κι επέστρεψα“!

Το “ήρθα” και το “επέστρεψα” είναι το ίδιο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ναι, μα το Δία, σαν να λες στο γείτονά σου

δως μου τη σκαφίδα για το ζύμωμα

ή αν θες τη ζυμωτήρα.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ανοησίες λες το ξέρεις; Δεν λέει το ίδιο πράγμα.

Ο στίχος μου είναι έξοχος.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Πως έξοχος δηλαδή; Δως μου να καταλάβω. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Ήρθα στη γη μου” θα το πει ένας που απλά έρχεται στη γη του. 

Ο εξόριστος όμως λέει “έρχομαι κι επιστρέφω“. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Καλά λέει, μα τον Απόλλωνα. Εσύ Ευριπίδη τι λες; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Λέω ότι ο Ορέστης δεν “επέστρεψε“. Ήρθε κρυφά, χωρίς άδεια. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Ναι, μα τον Ερμή, δεν κατάλαβα όμως. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Πες άλλον. Τέλειωνε. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Πάνω στον τάφο αυτόν επικαλούμαι τον πατέρα

ν’ αφουγκραστεί, ν’ ακούσει“. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Το ίδιο είναι και το ένα και το άλλο. 

Αφουγκράζομαι” κι “ακούω” είναι το ίδιο. 

Ξεκάθαρα. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Σε πεθαμένο μιλούσε κακούργε!

Που και τρεις φορές να πεις, πάλι δεν ακούει! 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Εσύ πώς τους έφτιαχνες τους προλόγους; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Θα σου πω. 

Κι αν πω κάτι δυο φορές
ή αν δεις κοιλιά στο νόημα, φτύσε με. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Πες. Όχι να σε φτύσω,
αλλά πρέπει ν’ ακούσω 

να κρίνω την ορθότητα. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ο Οιδίποδας ήταν ευτυχισμένος κάποτε…” 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ε, όχι βέβαια! Κακότυχος ήταν 

από τη φύση του ακόμα, πριν γεννηθεί. 

Ο Φοίβος είπε θα σκοτώσει τον πατέρα του. 

Πως μπορεί να ήταν ευτυχισμένος ένας τέτοιος; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

“…κι έπειτα έγινε των αθλίων ο άθλιος“. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Ε, όχι μα το Δία! Πως “έπειτα“, 

αφού ποτέ δεν έπαψε να είναι άθλιος; 

Που μόλις γεννήθηκε, χειμώνα καιρό, 

σε πανέρι τον έβαλαν μέσα τον έριξαν 

να μη μεγαλώσει φονιάς του πατέρα του 

και στον Πόλυβο βρέθηκε ύστερα,
με πόδια πρησμένα.

Κι έπειτα νέος πια παντρεύτηκε μια γριά. 

Που ήταν και μάνα του! 

Και ύστερα, ο ίδιος, τυφλώθηκε …μόνος του! 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Χαρά στην ευτυχία του!

Ούτε στρατηγός στις Αργινούσες να ήταν.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Χαζά λες.
‘Αψογους τους φτιάχνω τους προλόγους! 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ε, μα το Δία, δε θα στους ξύσω λέξη προς λέξη. 

Αλλά όλους μαζί τους βγάζω σκάρτους.

Με μια λέξη παιχνιδάκι.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τους προλόγους μου; Εσύ; Με μια λεξούλα;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Με μία και μόνη.

Έτσι είναι οι στίχοι σου, που στο μέτρο τους ταιριάζει

και πουλάκι και σταμνάκι και σακάκι.

Πες να στο αποδείξω.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Να τα μας! Να τ’ αποδείξεις.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Βέβαια θα στ’ αποδείξω!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

‘Αντε λοιπόν Ευριπίδη, να πεις.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ο Αίγυπτος με τους πενήντα γιους του

-όπως λέει ο μύθος-,

άραξε στο ‘Αργος με το δοιάκι…”

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

…έχασε το σταμνάκι. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Αυτή ήταν η λεξούλα παιχνιδάκι;
Α να χαθείς!
Πες άλλο πρόλογο Ευριπίδη, να κρίνω πάλι.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ο Διόνυσος θύρσους κρατώντας και ντυμένος προβιά,
στου Παρνασσού χοροπηδώντας τα πευκάκια…” 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Έσπασε τα σταμνάκια!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α! Πάλι μας σακάτεψε το σταμνάκι!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ε, δεν είναι τίποτα.

Στον προλογο αυτό δεν κολλάει τίποτα.

‘Ανθρωπος να ευτυχεί δεν υπάρχει.

Ή θα’ναι από ταπεινή γενιά 

ή δεν θα ‘χει βιός κι ας είναι από τζάκι” 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Έχασε το σταμνάκι. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ευριπίδη! 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Τι; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Τέρμα. Φτάνει.
Πολύ ζημιά μας κάνει το λεξάκι. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Μα τη Δήμητρα, τώρα θα δεις. 

Τώρα δεν θα ‘χει που να το βάλει. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Έλα. Πες.
Να μην κολλήσει πάνω σου το άκι. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ο Κάδμος κάποτε, ο γιος του Αγήνορα,

την Σιδώνα την άφησε” 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

… το σταμνάκι παράτησε! 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ε, μα ευλογημένε! 

Αγόρασε το αυτό το λεξάκι να μην μας τα χαλά.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Το ποιο; Εγώ να τ’ αγοράσω; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αν εκτιμάς τον λόγο μου.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Όχι. Όχι. Μπορώ να πω πολλούς προλόγους

που δεν μπορεί αυτός να προσκολλήσει

το φαρμάκι του.

Ο Πέλοπας, του Τάνταλου ο γιος,

σαν έφτασε στην Πίσα με τα γρήγορα άτια του

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Έχασε τα σταμνάκια του!

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Είδες; Στα άτια κόλλησε τα σταμνάκια!

Έλα καημένε! Δώσε του δίκιο.

Πάνω από έναν οβολό δεν θα σου στοιχίσει.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Όχι. Όχι. Έχω να πω πολλούς προλόγους.

Ο Οινέας κάποτε απ’ το χωράφι του

 ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Πάει το σταμνάκι του! 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ε, μα, πια! ‘Ασε να πω ολόκληρο το στίχο! 

Ο Οινέας κάποτε απ’ το χωράφι του

πρωτοπαίρνοντας καρπούς για προσφορά!” 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

…του ‘σπασαν τα σταμνιά! 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Στη θυσία πάνω; Ποιος τα ‘σπασε;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

‘Ασε αγαπητέ μου, ας δοκιμάσει και σ’ αυτό 

Ο Δίας, όπως η ίδια η αλήθεια κυκλοφόρησε

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θα με πεθάνεις, αχ, τώρα δα θα πει

το σταμνάκι του απώλεσε“.

Όπως κοκκινίζει το μάτι με το κριθαράκι

έτσι σου κολλάει στον πρόλογο το χεράκι.

‘Ασε τους προλόγους, έλα στα λυρικά.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Α, σ’ αυτά πια θα τον κολλήσω στον τοίχο

τέτοιος που είναι και κάνει τα ίδια παντού.

ΧΟΡΟΣ

Α πα πα και τι θα γίνει;

Με καίει η περιέργεια

τι θα βρει να κατηγορήσει

άντρα ποιητή γερό, με τα

πιο πολλά τραγούδια και τα

πιο καλά ως τώρα!

Απορώ για ποιο ψεγάδι θα τον κρίνει πως γιατί

τον πρώτο απ’ όλους υμνητή του άνακτα του Βάκχου!

Γι’ αυτόν φοβάμαι.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Πολύ ωραία βέβαια. Γρήγορα θα φανεί.

Όλα, τώρα, αυτουνού σε ένα θα τα σμίξω.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εγώ θα τα μετρώ.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Αχιλλέα της Φθίας, το αντρόφονο έργο ακούς

και βοήθεια αχ δεν φτάνεις στο μόχθο…

Τον πρόγονο του γένους Ερμή τιμούμε εδώ

και βοήθεια αχ δεν φτάνεις στο μόχθο…

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δύο μόχθοι Αισχύλε. Κι επάνω σου! 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Των Αχαιών ενδοξότατε γιε του Ατρέα άρχοντα

αχ το μόχθο μας δεν φτάνεις βοήθεια“. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Τρίτος μόχθος Αισχύλε μου, δικός σου! 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Σιωπή! Οι ιέρειες στο ναό της ‘Αρτεμης έφτασαν!

Αχ δεν φτάνεις βοήθεια στο μόχθο μας!” 

Σημάδια του μισεμού των ανδρών φανερώνω

Αχ, βοήθεια δεν φτάνεις στο μόχθο!”

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δία Βασιλιά! Τι μόχθοι τι αβάσταχτα! 

‘Ανοιξαν τα νεφρά μου απ’ το μόχθο! 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Όχι. Πρώτα θα ακούσεις κι άλλα λυρικά του

που συνοδεύει κιθάρα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τέλειωνε λοιπόν, αλλά μη άλλο μόχθο! Ουφ!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Σα δίδυμη Αχαιών εξουσία της Ελλάδας η νιότη

τοφλαττόθρα τοφλαθράτ

Σφίγγα κακόχρονη σκύλα στέλνει κυβερνήτη

τοφλαττόθρα τοφλαθράτ

Όρνεο πολέμου με δόρυ στο χέρι εκδίκησης

τοφλαττόθρα τοφλαθράτ

Σκύλες ν’ ανταμώσει αεροβάδιστες μαύρες

τοφλαττόθρα τοφλαθράτ

Σύγκλιση όλη στον Αίαντα ενάντια

τοφλαττόθρα τοφλαθράτ…”

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μα τι ‘ναι αυτό το τοφλαττόθρα;

Οι Πέρσες το λέγαν στο Μαραθώνα που πολέμησες

ή είναι τριγμός μαγκανοπήγαδου;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Σε καλή μεριά το βρήκα σε καλή το έβαλα.

Να μη λες πως κορφολογώ τα ίδια με το Φρύνιχο.

Τούτος όμως όλα τα κλέβει από παντού.

Απ’ τα τραγούδια των πορνείων

απ’ τα χαζά του Μέλητου

απ’ της Καρίας τα επιφωνήματα

και από θρήνους ταφής και τραγούδια χορού.

Γρήγορα θα δείξω, μια λύρα φέρτε ένας…

Λύρα; Όχι λύρα. Λύρα γι’ αυτόν τον άμουσο;

Αυτή που βαράει τα κρόταλα να ‘ρθει. Που είναι;

(Έρχεται μια κοπέλα με κρόταλα)


Έλα Μούσα του Ευριπίδη!
Εσύ είσαι για τέτοια.

Σε σένα ταιριάζουν τα τραγούδια του.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πάντως αυτή η μούσα ποτέ της δεν βαριόταν!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Αλκυόνες, στης θάλασσας στα αέναα κύματα

που κελαηδάτε δίπλα,

βρέχοντας στις στάλες της θάλασσας

τα φτερά σας δροσίζοντας

και σεις αράχνες στις γωνιές

που γυροφέρνετε με τα λεπτά σας δάχτυλα

τα ιστοπαγιδέματα

-σαΐτα κελαηδούσα-

και το δελφίνι με τραγούδι

στις πρώρες δίπλα με πηδιές

τινάζεται προμαντεύοντας

αμπέλου βέργα ολάνθιστη

που κάνει τσαμπί
και πνίγει μαράζια,

τύλιξε τα χέρια σου

γύρω μου, ω κόρη“.

Το μέτρο αυτό το βλέπεις;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Το βλέπω.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Και τους στίχους τους βλέπεις;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Τους βλέπω.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ 

Και τέτοιους στίχους κάνοντας εσύ

τολμάς να βρίζεις τους δικούς μου

μαϊμουδίζοντας μοτίβα ποζάτα;

Τα λυρικά σου τέτοια είναι.

Θέλω όμως και τις μονωδίες σου

να σου τις ξετινάξω.

Ω της νύχτας μαυρόφεγγο

σκότος, τι άθλιο

όνειρο στέλνεις

απ’ τον ‘Αδη τον άφαντο,

ψυχή ονείρου άψυχη

παιδί της μαύρης Νύχτας

φριχτόμορφη μορφή

νεκροσαβανωμένη 

μάτια αίμα στάζοντας

μεγάλα νύχια έχοντας.

Βάγιες ανάψτε το λυχνάρι

φέρτε νερό στις στάμνες ποταμίσιο

να ζεστάνω να πλύνω τ’ όνειρο.

Ω θεέ της θάλασσας! Να!

Ω σύνοικοι, κοιτάξτε το τέρας!

Τον κόκορα μου άρπαξε η Γλύκη

κι έγινε άφαντη!

Νύμφες των βουνών

Ω Μανία! Πιάστε την!

Κι εγώ η άμοιρη έτυχα να ‘μαι

πάνω στο έργο μου

τ’ αδράχτι στα χέρια να γεμίσω

γυροστριφογυρίζοντας

στην αγορά να προφτάσω

να το πουλήσω την αυγή.

Και πετούσε πετούσε ο κόκορας

με τα φτερά στον αέρα ανάλαφρα

και λύπη μου άφηνε λύπη

και δάκρυα δάκρυα έχυνα

απ’ τη λύπη μου έχυνα δάκρυα η δύστυχη!

Όμως ω Κρήτες, τέκνα της Ίδης

με τα τόξα στα χέρια ελάτε

κουνήστε τα πόδια σας κυκλώστε το σπίτι

κι η Δίκτυννα κόρη η ‘Αρτεμη

με τα σκυλιά της να έρθει στο σπίτι να ψάξει.

Κι εσύ του Δία κόρη Εκάτη

δίδυμες έχοντας στα χέρια λαμπάδες

Έλα και φέξε μου στης Γλύκης

Θα μπω να κοιτάξω…”

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Φτάνει. Αφήστε τα λυρικά.

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Κι εγώ λεω φτάνει. Τώρα στη ζυγαριά

Αυτή θα την κρίνει των δυο μας την ποίηση.

Το βάρος των στίχων μας αυτή θα ζυγίσει.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ελάτε τότε ελάτε κοντά, αφού πρέπει.

Να τη ζυγίσω τη Τέχνη σας όπως τυρί.
 

(Φέρνουν μια ζυγαριά. Πιάνουν θέσεις γύρω)

ΧΟΡΟΣ

Δεν πιάνονται οι ικανοί!

Τούτο πάλι άλλο θαύμα

άλλο αυτό πρωτόφαντο.

Ποιός άλλος άλλο τέτοιο πονηρεύτηκε;

Όποιος να μου το ‘λεγε

άλλος που θα το έβλεπε,

δεν θα τον πίστευα

θα νόμιζα ότι λέει ανοησίες.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ελάτε εδώ. Δίπλα στα ζύγια. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ & ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ήρθαμε. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πιάστε ένα τάσι ο καθένας,
ρίχτε στίχο πάνω του. 

Πριν πω “κούκου” μη τ’ αφήσετε. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ & ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τα πιάσαμε.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ρίχτε στίχο σας πάνω στο τάσι. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ποτέ να μην πετούσε το σκάφος της Αργώς…” 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Ποταμέ Σπερχειέ και βοϊδολίβαδα…” 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Κούκου!
Αφήστε τα τάσια!

Α! Αυτουνού βαραίνει περισσότερο Ευριπίδη!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Κι ο λόγος; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ο λόγος; Έβαλε ποταμό.
Τον μούσκεψε τον στίχο 

όπως οι έμποροι μουσκεύουν το μαλλί. 

Εσύ του ‘βαλες φτερά.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

‘Αλλον στίχο να πει και να τον ρίξει στο τάσι. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ξαναπιάστε τα τάσια. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ & ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τα πιάσαμε. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πες. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Δεν έχει η Πειθώ άλλο ναό. Μόνο το λόγο…” 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Απ’ τους Θεούς μόνον ο θάνατος δε θέλει δώρα…” 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κούκου!
Αφήστε, αφήστε τα τάσια! 

Πάλι το δικό του γέρνει.
Το θάνατο έβαλε,

απ’ τα κακά το βαρύτατο.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Εγώ όμως την Πειθώ.
Ωραιότατο στίχο. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Η Πειθώ είναι κάτι ελαφρύ.
Δεν έχει νόημα.

Βρες κάτι άλλο απ’ τα μεγάλα σταθμά
να τραβήξει προς τα κάτω το τάσι.

Κάτι βαρύ πες και μεγάλο. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Έχω τέτοιο στίχο; Που; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θα πω, να δεις, παράδειγμα.
Έριξε τα ζάρια,

έφερε δυο άσους και τεσσάρι ο Αχιλλέας…” 

Λέτε λοιπόν η τελευταία δοκιμή σας. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Ξύλο αρπάζει το δεξί, βαρύ σαν σίδερο…” 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

‘Αρμα στο άρμα πάνω και νεκρός στο νεκρό…” 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Σε γέλασε πάλι Ευριπίδη! 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ 

Πώς; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δυο άρματα έβαλε και δυο νεκρούς! 

Ούτε εκατό άνθρωποι δεν τα σηκώνουν. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

‘Ασε πια το στίχο-στίχο.
Ας μπει στο τάσι ο ίδιος,
με τα παιδιά και τη γυναίκα του,

μαζί και ο Κηφισοφώντας

κι όλες οι τραγωδίες του.

Εγώ στο άλλο τάσι δυο στίχους θα βάλω μόνο. 

(Ο Διόνυσος προς τους θεατές)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Φίλοι μου, δεν θα τους κρίνω. 

Δεν θα γίνω εχθρός κανενός. 

Τον έναν τον θαρρώ σοφό
κι ο άλλος μου αρέσει. 

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ

Δηλαδή; Για κρίση ήρθες,
δεν θα κρίνεις;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Κι αν προκρίνω τον έναν; 

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ

Όποιον προκρίνεις παρ’ τον και τράβα. 

Να πιάσει τόπο ο κόπος σου. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ 

Να ‘σαι καλά. Ελάτε τώρα σεις κι ακούστε με.

Εγώ κατέβηκα να βρω ποιητή.

Τι θέλω να τον κάνω;

Θέλω να σωθεί η πόλη, να γιορτάσουμε. 

Όποιος λοιπόν δώσει συμβουλή,

χρήσιμη εις τους αιώνες, 

αυτόν θα πάρω πάνω. Λοιπόν:

Για τον Αλκιβιάδη πρώτα, τί γνώμη έχετε;

Η πόλη είναι μπερδεμένη μ’ αυτόν. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Όμως ποια γνώμη έχει; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ποιά; Τον λαχταρά μα τον μισεί
και θέλει να τον έχει.

Να πείτε κι εσείς τη γνώμη σας. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μισώ όποιον αργεί να ωφελήσει

 και για βλάβη βιάζεται

 και για τον εαυτό του όλο εφευρίσκει

 και για την πόλη απραγεί…” 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ωραίο, μα τον Ποσειδώνα.
Εσύ Αισχύλε;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Μη τρέφεις στη πόλη λιονταρόπουλο.
 
Αν τραφεί και μεγαλώσει…
 
με τα χούγια του θα πας“. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μα το Δία το σωτήρα, την πάτησα!

Ο ένας το είπε σοφά, ο άλλος καθαρά. 

Τώρα θα μου πει τη γνώμη του ο καθένας σας

πώς θα ξελασπώσει η χώρα; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Να ‘βαζε ένας τον Κλεόκριτο φτερά
στον Κινησία, να φυσήξει αγέρας,
να τους σηκώσει στη θάλασσα.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Αστείο θα ήταν, θα γελούσαμε.
Το νόημα όμως;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Αν γινόταν ναυμαχία και κρατούσαν ξιδερά

θα ράντιζαν με ξίδι τα μάτια των εχθρών

και θα νικούσαμε.

Ξέρω πάντως έναν τρόπο, να τον πω; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Πες. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
Όταν ό,τι αμφισβητούμε το πιστέψουμε

  κι ό,τι πιστεύουμε το αμφισβητήσουμε…” 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δηλαδή; Δεν κατάλαβα.

Πες το λιγότερο σοφά αλλά πες το καθαρότερα.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Αν τους άρχοντες που ψηφίζουμε μαυρίσουμε 

και τους μαυρισμένους αν ψηφίσουμε,

τότε θα σωθούμε ίσως.

Αφού δυστυχούμε με τους ψηφισμένους 

δεν θα ευτυχήσουμε με τους μαυρισμένους;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Μπράβο Παλαμήδη μου!
Να σοφό κεφάλι!

Ο ίδιος το σκέφτηκες ή ο Κηφισοφών; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Εγώ.
Ο Κηφισοφών σκέφτηκε το ξίδι.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εσύ Αισχύλε τι λες;

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Πες πρώτα τι ψηφίζει η πόλη τώρα.
Ψηφίζει τους καλούς; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Τους καλούς;
Αγκάθι της είναι οι καλοί. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Οι άλλοι της αρέσουν; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Δεν της αρέσουν.
Μη θέλοντας τους έχει. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Πώς να σώσεις τέτοια πόλη, που ούτε

τους καλούς ψηφίζει ούτε τους κακούς μαυρίζει;

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Να το βρεις να σε πάρω. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Επάνω θα το πω.
Εδώ δεν το λέω. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α, όχι έτσι.

Από ‘δω θα τη διακηρύξεις τη διάσωση. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Όταν πιστέψουν τη γη των εχθρών τους δική τους

  και τη δική τους των εχθρών

  και δύναμη τα καράβια

  κι αδυναμία τη δύναμη…”

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ωραία! Ο κριτής τα καταπίνει όλα μόνος του.

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ

Κρίνε λοιπόν. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Θα κρίνω λοιπόν.

Θα διαλέξω όποιον η ψυχή μου θέλει. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Θυμήσου τους θεούς που ορκίστηκες.
Ανέβασέ με. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Η γλώσσα μου ορκίστηκε“.
Τον Αισχύλο θα διαλέξω. 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τι λες βρε απαίσιε, όλων απαισιότατε; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Εγώ;
Έκρινα νικητή τον Αισχύλο.
Γιατί όχι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Τέτοιο αίσχος κι έχεις μάτια και κοιτάς; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Γιατί αίσχος, αν δεν είναι αίσχος για τους θεατές; 

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Βρε άπονε, τ’ αντέχεις να πεθάνω; 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Ποιός ξέρει αν η ζωή δεν είναι θάνατος…

  η αναπνοή δείπνο… ο ύπνος δέρμα…” 

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ

Διόνυσε, τώρα, ελάτε μέσα. 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Γιατί;

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ

Να σας φιλέψω πριν μισέψετε… 

ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Α! Ωραία, μα το Δία.

Δε με πειράζει η καθυστέρηση.
 

(Ο Ευριπίδης φεύγει νικημένος.
Ο Διόνυσος με τον Αισχύλο και τον Πλούτωνα μπαίνουν μέσα
)
 

ΧΟΡΟΣ 

Μακάριος ο έχων εγγυημένη φρόνηση. 

Πολλά μας το αποδείχνουν αυτό. 

Ετούτος μυαλωμένος έδειξε 

στο σπίτι του ξαναγυρνά 

για το καλό της πόλης όλης 

για το καλό του εαυτού του 

φίλων του και συγγενών, 

διότι είναι γνωστικός. 

Μη με το Σωκράτη 

μπλα μπλα και χαζομάρες 

κάθε μέτρο χάνοντας 

και τα καλά σημαντικά 

της τραγωδίας παρατώντας. 

Παλαβομάρα σκέτη είναι 

να χάνεις τον καιρό σου 

με μεγαλοστομίες 

και με σοφιστείες.

(Ξαναβγαίνουν. Γίνεται προπομπή του Αισχύλου)
 

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ 

Χαίρε Αισχύλε, στο καλό, 

και σώζε την πόλη μας 

με σωστές συμβουλές και τους άμυαλους μυάλωσε
-κι είναι πολλοί. 

Και δώσε στον Κλειοφώντα τούτο το σπαθί

και το σχοινί στους φορατζήδες

Νικόμαχο και Μέρμηγκα

και στα χέρια του Αρχένομου

τούτο εδώ το κώνειο

και πες τους να ‘ρθουν γρήγορα 

να μην αργοπορούν.
Αν δεν βιαστούν, να πεις, εγώ…

μα τον Απόλλωνα, με σίδερο καμμένο

στάμπα θα τους βάλω

θα τους δέσω τα ποδάρια

μαζί με τον Αδείμαντο το Λευκολοφίδη

και θα τους σύρω στα βαθιά. 

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Θα τα κάνω όσα λες.

Και το θρόνο μου δώσε τον

στον Σοφοκλή, να τον έχει 

να τον βρω αν τυχόν συμβεί

να ξανάρθω.

Το Σοφοκλή τον έχω δεύτερο

μετά από μένα.

Και να θυμάσαι καλά 

ο πανούργος και ψεύταρος

κι ο βρωμόστομος εκείνος…

ποτέ μην καθίσει στο θρόνο μου

ούτε κατά λάθος.

ΠΛΟΥΤΩΝΑΣ

Φέξτε τον τώρα.
Συνοδέψτε τον μ’ άγιες λαμπάδες

τραγουδώντας σκοπούς και τραγούδια δικά του.

(Καθώς ο Αισχύλος, με το Διόνυσο, φεύγουν

ΧΟΡΟΣ

Στον ποιητή που φεύγει και στον ‘Ανω Κόσμο πάει
καλό ταξίδι ευχηθείτε Θεότητες του ‘Αδη

και στην πόλη δώστε γνώμες ευτυχίας μεγάλης.

Έτσι θα σωθούμε απ’ τα δεινά τα βαριά

κι απ’ του πολέμου τη φρίκη

κι ο Κλεοφώντας κι ο όποιος άλλος θέλει πόλεμο

τα χωράφια τα δικά τους να πανε ν’ αφανίζουν. 

                                         ΤΕΛΟΣ

============================================================

                          Λυσιστράτη

   Μετάφραση-Σημειώσεις: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)


                   1.) ΠΡΟΛΟΓΟΣ (1-253)

(η σκηνή παριστά οδόν, εφ’ ης βλέπει η οικία της Λυσιστράτης. – ‘Aποψις της Ακροπόλεως. – Η Λυσιστράτη ίσταται παρά την θύραν της οικίας της.)

Λυσιστράτη

         M’ αν τις έκάλεσε κανείς κι από τα σπίτια φύγανε
         και ή στου Βάκχου το ναό, ή στου Πανός επήγανε,
         ή στη Γεννετυλίδα μας ή και στην Κωλιάδα,
         απ’ τα πολλά τα τύμπανα πού θάνε στην αράδα,
         δεν θα μπορούσε βέβαια γυναίκα να περάση.
         Κι όμως καμμιά δεν φάνηκε στο σπίτι μου να φθάση,
         έξω από τη γειτόνισσα πού έρχεται τρεχάτη.
         Την Καλονίκη χαιρετώ.

Καλονίκη:                                   Κι εγώ τη Λυσιστράτη.
(δίδουν τάς χείρας)
         Το μάτι μου σε ταραχή και σκυθρωπή σε βλέπει
         να γίνονται τα φρύδια σου σα τόξα, δεν σου πρέπει,
         παιδί μου.
Λυσ:                 Καλονίκη μου, μες στη καρδιά μου καίει
         για της γυναίκες μια φωτιά, πού κάθε άντρας λέει
         πώς είμαστ’ όλες πονηρές και τούτο με λυπεί.
Καλ:  Μα το Θεό! δεν είμαστε;
Λυσ:                                      Μα είχαμεν ειπή
         εδώ να μαζευθούμε,
         κι όλες για μιαν υπόθεσι σπουδαία να σκεφθούμε
         μα να τες που δεν έρχονται, το ρίξαν στο κοιμήσι.
Καλ:  Θα ‘ρθούν. Δεν είνε εύκολο πολύ νά ξεκινήση
         γυναίκ’ από το σπίτι της, η μία θα φροντίση
         και για το νοικοκύρη της, εκείνη θα ξυπνήση
         το δούλο της ή το μωρό η άλλη θα κοιμίση,
         τούτη θα λούση το παιδί κι αυτή θα το ταΐση.
Λυσ: Εδώ υπάρχει κάτι
         πιό σπουδαιότερ’ απ’ αυτά.
Καλ:                                         Τί τρέχει, Λυσιστράτη;
         που τις γυναίκες κάλεσες να ‘ρθούνε δίχως άλλο;
         Ποιό πράγμα είνε, φίλη μου και πόσο;
Λυσ:                                                       Α, μεγάλο.
Καλ:  Μπα! μήπως είνε και χονδρόν;
Λυσ:                                     Μα το Θεό, χονδρόν.
Καλ:  Καί τότε πώς δεν ήλθαμε;
Λυσ:                                    Δεν είνε των ανδρών.
         αυτό πού ξέρεις, τότε πιά θα φθάναμε τρεχάλα
                                             μα είνε πράματ’ άλλα,
         πού τα εξέτασα καλά μονάχη ‘μπρός και πίσω,
         κι αγρύπνησα πολλές νυχτιές, για να τα συζητήσω.
Καλ: ‘Αμ’ τότε θάνε πράματα πολύ λεπτά επίσης,
         για να μπόρεσης εύκολα να τα στριφογυρίσης.
Λυσ: Τόσο λεπτά, πού η Ελλάς μπορεί σ’ αυτόν το χρόνο,
         τη σωτηρία της να βρή με της γυναίκες μόνο.
Καλ:  Με της γυναίκες; ‘Ελα δα! θα ‘ταν μεγάλο θάμα,
         να στέκ’ ή σωτηρία της σε τόσο λίγο πράμα.
Λυσ: Για το καλό της πόλεως ό,τι θα ειπώ, αν γίνη,
         από Πελοποννήσιο ρουθούνι δεν θα μείνη,
Καλ:  Μα το θεό, καλήτερα να λείψουνε κι’ αυτοί.
Λυσ: Καί τότε θα καταστραφούν και όλ’ οι Βοιωτοί,
Καλ:  Αλλά να μη καταστραφούν και όλοι στην εντέλεια
         της Κωπαΐδος μοναχά εξαίρεσε τα χέλια.
Λυσ: Για την Αθήνα δε ποτέ στο νου μου δεν θα βάλω
         τέτοιο κακό μεγάλο.
         μα τούτο από μόνο του τίποτε δεν σημαίνει,
         μπορείς να νοιώσης μόνη σου πως πάει κι αυτή χαμένη.
         Αν όμως μαζευθούν εδώ στο σπίτι μου πλησίον
         τα θηλυκά των Βοιωτών και Πελοποννησίων,
         και όλες σύμφωνες ημείς τα χεριά μας αν δώσουμε,
         έ τότε την Ελλάδα μας αφεύκτως θα την σώσουμε.
Καλ:  Μα η γυναίκες πώς μπορούν κάτι καλόν να κάνουνε,
         και κάποια φρόνιμη δουλειά, πού κάθονται και βάνουνε
         στο σπίτι τους φτιασίδια
         και κίτρινα φορέματα και χίλια δυο στολίδια,
         πού βάνουν και κυμβερικά φουστάνια δίχως ζώνη
         και παντουφλάκια ελαφρά;
Λυσ:                                        Αυτά θα γίνουν μόνη
         αιτία, πού θα βρή σε μάς η πόλις τον σωτήρα,
         τα κίτρινα φορέματα, οι στολισμοί, τα μύρα,
         τα διάφανα πουκάμισα κι αυτό το παντουφλάκι
Καλ:  Καί με ποιόν τρόπο;
Λυσ:                              Πού θα ιδής και μόνη, σε λιγάκι.
          να μη βρεθή αρσενικός, που δόρυ να σήκωση,
          και άλλον να σκοτώση.
Καλ:   ‘Αν ή γυναίκα, όπως λες, το θαύμ’ αυτό θα κάνη,
          μα της Θεές, βάφω κι εγώ, κίτρινο το φουστάνι.
Λυσ:  Ούτε ασπίδα πια κανείς να πιάση θα μπόρεση…
Καλ:   Θα βάλω και κυμβερικό φουστάνι δίχως μέση…
Λυσ:  Και ούτε μαχαιράκι…
Καλ:                             Θα βάλω παντουφλάκι…
Λυσ:  Δεν έπρεπε λοιπόν αυτές να ήν’ εδώ παρούσες ;
Καλ:   Τί λες ! πού έπρεπε φτερά να κάνουν οι βρωμούσες !
Λυσ:  Μα Αθηναίες είν’ κι αυτές, όπως καθένας βλέπει,
          πού πάντα φτιάνουν κάθε τι την ώρα που δεν πρέπει,
          Καί δεν εφάνηκε καμμιά να φθάση στην Αθήνα,
          ούτ’ από τις θαλασσινές, ούτ’ απ’ τη Σαλαμίνα.
Καλ:   Μα ξέρω πώς πρωί-πρωί στα τρεχαντήρια μπήκανε
          και στη στεριά διαβήκανε.
Λυσ:  Καί όμως ελογάριαζα πως πιο μπροστά θα φθάσουν
          των Αχαρνών τα θηλυκά, μα νά, θα μας το σκάσουν.
Καλ:   ‘Αλλα η Θεαγέναινα, για νάρθη εδώ τρεχάτη,
          πήγε και συμβουλεύθηκε τη νύχτα την Εκάτη.
          Μα να που φθάνουν μερικές…
Λυσ:                                 να κι άλλες που κινάνε.                         
Καλ:   Ου, ου ! κι αυτές ποιες νάνε;
Λυσ:  Α, είν’ άπ’ τον Ανάγυρο, όλα τούτα τα πλήθη.
Καλ:   Θαρρώ πώς ο Ανάγυρος στ’ αλήθεια εκινήθη.
        (εισέρχονται Μυρρίνη, Λαμπιτώ και πολλαί γυναίκες)
Μυρ:  Μήπως και στο συνέδριο, πού θέλησες να γίνη,
          οι τελευταίες φθάσαμε; Για δεν μιλάς;
Λυσ:                                              Μυρρίνη,
          βέβαια το εγκώμιο δεν θα σου πλέξω τώρα,
          πού για σπουδαία πρόκειται και μούρθες τέτοιαν ώρα.
Μυρ:  Εγύρευα τη ζώνη μου
          μέσ’ στο σκοτάδι μόνη μου.
          Μ’ αν ήνε τόσο σοβαρό, πού λες, το πράμα κείνο,
          πες το σ’ εμάς πού ήλθαμε.
Λυσ:                                            Αλλά θα περιμείνω
          και της γυναίκες, πού θα ρθούν για την αυτήν αιτία,
          από την Πελοπόννησο κι’ από τη Βοιωτία.
Μυρ:  Α, μάλιστα όσο γι’ αυτό…
          Να πούρχεται κ’ ή Λαμπιτώ.
                (εισέρχεται η Λαμπιτώ)
Λυσ:  Καλώς τη τη Σπαρτιάτισσα τη Λαμπιτώ! τί χρώμα!
          πώχεις, γλυκειά μου! τί γερό και σιδερένιο σώμα!
          τί ωμορφιά! πού φαίνεται και λάμπει κι εδώ πέρα!
          Καί ταύρο θα μπορούσες συ να πνίξης καμμιά μέρα!
Λαμ:  Μα τους Θεούς, είνε γερό αυτό το σώμα όλο μου.
          γυμνάζομαι ως που χτυπούν οι φτέρνες μου στο κώλο μου.
Λυσ:  (ψηλαφούσα τα στήθη της Λαμπιτούς) Στάσου λιγάκι, στάσου…
          Καί τί ωραία πούν’ αυτά, φιλτάτη, τα βυζιά σου.
Λαμ:  Σας βλέπω πού ξαμώνετε τα χέρια να με ψάξετε,
          λες κι είμαι κάποιο σφάγιο και ήρθα να με σφάξετε,
Λυσ:  Καί η κοπέλλα από δω ποιά είνε;
Λαμ:                                                   Μα τον Δία,
          είνε κι αυτή αρχόντισσα από τη Βοιωτία,
          πού έρχεται για λόγου σας.
Λυσ:                                          Λοιπόν είμαι βεβαία,
          ότι χωράφι εκλεκτό θάχης κι εσύ, Θηβαία.
Καλ:   (θωπεύουσα την Θηβαία) Εγώ νομίζω μάλιστα πώς τούτο το καϋμένο,
          θα τό ‘χη το χωράφι του και καλλιεργημένο.
Λυσ:  Καί το κορίτσι από δω ποιο είνε;
Λαμ:                                                   Μα τον Δία
          είνε μια κόρη ώμορφη από την Κορινθία.
Λυσ:  Σαν είν’ από την Κόρινθο, θάνε πολύ καλή,
          και μάλιστα μου φαίνεται και λίγο παρδαλή.
Λαμ:  Ποιος έκαμε να ‘ρθή εδώ ν’ αράξη τούτος όλος
                                           των γυναικών ο στόλος ;
Λυσ:  Εγώ.
Λαμ:           Για μίλησε λοιπόν με λόγια μετρημένα,
                                              τί θέλεις από μένα;
Μυρ:                                   Πες μας λοιπόν, καϋμένη!
Καλ:   Ναί, λέγε μας, τί τάχατε σπουδαίο σου συμβαίνει;
Λυσ:  Αμέσως τώρα θα το πω, μα θα ρωτήσω πρώτα,
          και θ’ απαντήσετε κι εσείς.
Μυρ:                                         Ό,τι κι αν θέλης ρώτα.
Λυσ:  Σείς δεν επιθυμήσατε, μονάχες νύχτα-μέρα,
          να έχετε των τέκνων σας κοντά σας τον πατέρα,
          πού λείπει για τον πόλεμο; γιατί καλά το ξέρω,
          πώς έφυγαν οι άνδρες σας.
Καλ:                                           Α! το δικό μου γέρο
          στη Θράκη μου τον στείλανε, καϋμένη, να φυλάττη
                                                 τον στρατηγόν Ευκράτη!
Γν. Α’:                                           Καί το δικό μου φίλο
          μήνες εφτά σωστούς-σωστούς τον έχουνε στην Πύλο.
Λαμ:  Καί ο δικός μου βιαστικός καμμιά φορά αν έβγη
          από τις τάξεις, μου ρχεται και δός του ξαναφεύγει.
Λυσ:                                         Καλέ τί λες; Από γαμιά
                                               δεν έχει μείνη σπίθα μιά.
          Αφ’ ότου οι Μιλήσιοι μας έχουνε προδώση,
          κι εκόψαμε τη σχέσι τους, δεν είδα ούτε τόση
          μιαν οχταδάκτυλη ψωλή από πετσί φτιασμένη,
          για πέτσινη παρηγοριά τουλάχιστο να μένη.
          Θέλετε σείς λοιπόν μ’ εμέ, αν τύχη κι εύρω τρόπο,
          να παύσουμε τον πόλεμο που ρήμαξε τον τόπο;
Μυρ:  Μα τις Θεές, αν ήτανε ανάγκη να πουλήσω
          και το πανωφοράκι μου κι αυτό θα το θελήσω
          και θα το πιω αυθημερόν.
Καλ:                                     Κι εγώ τί να σας πω;
          και αν μου ήταν δυνατόν σα σφήκα να κοπώ
          στα δυό, τόνα κομμάτι μου θα το παραχωρούσα.
Λαμ:  Στού Ταϋγέτου την κορφή ν’ ανέβω θα μπορούσα
          κι εγώ, αρκεί να ήξευρα μ’ αυτό πώς η ειρήνη
                                            μπορούσε και να γίνη.
Λυσ:  Να σας το κρύψω δεν μπορώ κι ακούστε τί θα φτιάσουμε,
          αν θέλετε, γυναίκες μου, τούς άνδρες ν’ αναγκάσουμε
                                               να κάμουν την ειρήνη,
          η κάθε μια στον άνδρα της να παύση να το δίνη.
Καλ:   Και πώς; για λέγε.
Λυσ:  Έ λοιπόν τί λέτε; Τους το φτιάνουμε;
Καλ:                  Κι αν πρέπη να πεθάνουμε,
                                           να γίνη αυτό πού λες.
Λυσ:  Λοιπόν ν’ αποκηρύξουμε της ανδρικές ψωλές.
(αι γυναίκες δεικνύουν δυσαρέσκειαν, άλλαι κλαίουν κι άλλαι διατίθενται να φύγουν.)
          Εσείς για πού το βάλατε; Κι εσείς για που το στρίψατε ;
          Τί στραβομουτσουνιάσατε; Τα μούτρα τί τα κρύψατε;
          Τί άλλαξε το χρώμα σας κι αρχίσατε να κλαίτε;
          Αρνείσθε; Ή το κάνετε; Τί σκέπτεσθε; δεν λέτε;
Μυρ:                                Αρνούμαι, δεν με μέλει.                         
           Α μπά! Μπορεί ο πόλεμος να γίνετ’ όσο θέλει.
Λυσ:   (στη Καλονίκη) Αυτά λοιπόν περίμενα, βρε σφήκα, να μας πής;
           Δεν ήσουν συ πού έλεγες στα δύο να κοπής;
Καλ:   ‘Αλλαξε λόγια, άλλαξε! και στη φωτιάν απάνω
           να περπατήσω αν αγαπάς κι αυτό, πού λες, το προτιμώ,
                                               παρά της πούτσας τον καϋμό,
           γιατί δεν ξεύρω σαν κι αυτή τί άλλο θ’ αποκτήσω.
Λυσ:   (στη Μυρρίνη) Κι εσύ τι λές;
Μυρ:                                             Μα τη …φωτιά κι εγώ θα προτιμήσω.
Λυσ:  Ώ γένος ξεκωλιάρικο! Δικαίως, μα τον Δία,
          λένε πώς βγαίνει από μας η κάθε τραγωδία.
          Δεν ξέρουμ’ άλλο τίποτα κι εμείς μικραί- μεγάλαι,
          παρά ξεροκουνήματα και δόςτου μπάσε-βγάλε!
          Μα κι αν η Σπαρτιάτισσα στο κόμμα μου θα μείνη,
          μπορεί να κατορθώσουμε η δυό μας την ειρήνη.
          Δος μου λοιπόν την ψήφο σου.
Λαμ:                                                Είνε κακό πολύ,
          απ’ της γυναίκας το πλευρό να λείπη κι η ψωλή
                                                και μόνη να κοιμάται.
           Μα η ειρήνη μ’ όλ’ αυτά θαρρώ πως προτιμάται.
Λυσ:                                         Εύγε σου, φιλενάδα!
           είσαι γυναίκα πειό σωστή απ’ όλες στήν Ελλάδα.
Καλ:   Θαρρείς πώς αν απέχουμε κι απ’ τη δουλειάν εκείνη,
           για τούτον,-ό μη γένοιτο!- θα κάμουν την είρήνη;
Λυσ:   Μα τις Θεές, είν’ αρκετό. Αν κάτσουμε κλεισμένες
           μέσα στα σπίτια μας ημείς, καλοφτιασιδωμένες,
           και στα πουκαμισάκια μας αυτά τ’ αμοργινά,
           αφήσουμε τα σώματα να φαίνωνται γυμνά
           και το κουρέψουμε κι αυτό,οι άνδρες θα λυσσάξουν
           απ’ την επιθυμία τους να ‘ρθουν να μας τη σάξουν
           κι όταν θα ιδούν η κάθε μια ότι γι’ αυτούς δεν τόχει,
           τότε να ιδής τον πόλεμο τον παύουνε, ή όχι;
Λαμ:  Το ίδιο κι ο Μενέλαος, σαν είδε την Ελένη
                                     στα στήθη γυμνωμένη
                                           και είδε το βυζί της,
          επέταξε το ξίφος του κι εκόλλησε μαζύ της.
Καλ:   Για στάσου τώρα, βρε κουτή:
          κι αν μας αφήσουνε κι αυτοί;
          έ, τότε τί γινόμαστε;
Λυσ:  όπως λέει κι ο Φερεκράτης, θα γδέρνουμε γδαρμένη σκύλλα
Καλ:   Αυτές οι απομίμησες, -αχ- είναι αηδία.
          Κι αν μας πιάσουν και μας τραβήξουν με βία στο δωμάτιο;
Λυσ:  Να πιαστείς απ’ την πόρτα.
Καλ:   Κι αν μας χτυπήσουν;
Λυσ:  Τότε θα τους κάτσουμε αλλά κακήν κακώς.
          Δεν τους κάνει κέφι με το ζόρι.
          κι αν η γυναίκα δεν δεχθή τα δόντια της να δείξη,
          ο άντρας δεν ευφραίνεται.
Καλ:  Έ τότε το δεχόμεθα, σαν εύκολο σας φαίνεται.
Λαμ:  Όσο για μας, θα πείσουμε τους άντρες μας να γίνη
                                                          ειλικρινής ειρήνη
          αλλά αυτός ο παλαβός λαός των Αθηναίων,
          πώς θα πεισθή τον πόλεμο να μη γυρεύη πλέον;
Λυσ:                                      Για τούτο μη σε μέλη,
          κι εμείς τον καταφέρνουμε να μη τον ξαναθέλη.
Λαμ:  Για την ειρήνη ο λαός δέν κάνει ούτε βήμα,
          ενόσω πλοία έχετε κι αμέτρητο το χρήμα,
          απάνω στην Ακρόπολι.
Λυσ:                                         Εφρόντισα για τούτο,
          θα κυριεύσουμε κι αυτή και όλον της τον πλούτο,
          θα πάν’ εμπρός οι πιο γρηές, κατά τη συμφωνία,
          και τάχα με την πρόφαση νά κάνουνε θυσία
          θα πιάσουν την Ακρόπολι, ώς που να μαζευθούμε
          κι ημείς και τι θά κάνουμε εδώ να συσκεφθούμε.
Λαμ:  Όλα καλά όσα μας λες.
Λυσ:                                   Έ, Λαμπιτώ και τώρα
           γιατί δέν ορκιζόμαστε, μα χάνουμε την ώρα,
           κι έτσι τη συμφωνία μας ποτέ να μη χαλάσουμε;
Λαμ:  Πες μας λοιπόν του λόγου σου τον όρκο πού θα πιάσουμε.
          Αλήθεια, πούν’ η δούλα μου;-Έ, πού κυττάζεις;
          Βάλε συ την ασπίδ’ ανάποδα, και τα εντόσθια βγάλε.
          του θύματος, να κάνουμε τον όρκο.
Καλ:                                                       Λυσιστράτη,
          ποιόν όρκο τάχα θα μας πής να κάνουμε, φιλτάτη;
Λυσ:  Ποιόν όρκο; Καί ο ποιητής Αισχύλος τόχει πή,
          απάνω στην ασπίδα μας το θύμα θα κοπή.
Καλ:   Όχι, δεν είνε δυνατόν, όρκος για την ειρήνη
          σε μια ασπίδα δηλαδή πολεμική να γίνη.
Λυσ:  Καί πώς θα ορκισθούμε;
Καλ:   Έν άλογο θα βρούμε
          άσπρο, και τα εντόσθια η δούλα να του βγάλη.
Λυσ:  Πού να το βρούμε τ’ άλογο το άσπρο τώρα πάλι;
Καλ:   Καί πώς λοιπόν η κάθε μια τον όρκο της θα κάνη;
Λυσ:  Θα σου το πω. Να πάρουμε κατάμαυρη λεκάνη,
                                                ανάποδα τη βάζουμε
          κι ένα σταμνί από κρασί της Θάσου θυσιάζουμε,
                                     κι όρκο σ’ αυτό θα δώσουμε
(εμφαντικώς)
                                       πώς δεν θα το νερώσουμε!
Λαμ:                         Ωχ, ωχ! τον όρκο σου αυτόν
          κι επαίνους να του ψάλουμε δεν είνε δυνατόν.
Λυσ:  Λοιπόν ας τρέξη μέσα μια ένα σταμνί να φέρη
          και μια λεκάνη.
(εισέρχεται μία Γυνή και εξέρχεται φέρουσα λήκυθον και κύλικα.)
Καλ:                         Τί σταμνί, όπου δεν έχει ταίρι!
(λαμβάνει την λήκυθον)                         
          Τί γλύκα πού θα αισθανθή αυτή πού θα την πιάση
                                          και, κλούκ. θα την αδειάση.
Λυσ:  ‘Αφησε κάτω το σταμνί και πιάσ’ εδώ μπροστά μου!
    (η Καλονίκη θέτει την χείρα επί της Λυσιστράτης καταλλήλως)
Λυσ:  (επισήμως)                         Πειθώ! Βασίλισσα μου!
           κι εσύ, ώ στάμνα του γλεντιού! δέξου την ικεσία
           των γυναικών με εύνοια, και τούτη τη θυσία.
                  (χύνει εις την λεκάνην οίνον)
Καλ:  Τί αίμα κατακόκκινο! για ιδές πως λαμπυρίζει;
Λαμ:  Αλήθεια, μα τον Κάστορα, και τί γλυκά μυρίζει!
Μυρ:  Αφήστε με, γυναίκες μου, πρώτη να μπω στη μέση
          να ορκισθώ!
Καλ:                       Όχι ποτέ, ο κλήρος σου πρίν πέση.
Λυσ:  Έ, Λαμπιτώ! στη στάμνα μας απλώσετε το χέρι,
          κι ας έβγη μια για όλες σας τον όρκο να προφέρη,
          όπως εγώ θα τον ειπώ κι εσείς θά ορκισθήτε
          τον όρκο πού θα δώσουμε πώς δεν θα παραβήτε.
(υπαγορεύει τον όρκον)
          Δεν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άντρας μου έστω…
Καλ:   Δεν θα βρεθή ούτε γαμιάς, ούτε κι ο άνδρας μου έστω…
Λυσ:  …πού καυλωμένος θα μου ‘ρθεί μές στο κρεββάτι…
(η Καλονίκη διστάζει. Η Λυσιστράτη επιτακτικώς)        Πες το!
Καλ:   …πού καυλωμένος θα μου ‘ρθεί απάνω στο κρεββάτι…
(μετά τρόμου)
          Μου κόπηκαν τα γόνατα, καϋμένη Λυσιστράτη!
Λυσ:  …Καί μές στο σπίτι θα περνώ χωρίς αντρός παιγνίδια…
Καλ:   …Καί μές στο σπίτι θα περνώ χωρίς αντρός παιγνίδια…
Λυσ:  …Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια…
Καλ:   …Με κίτρινα φορέματα και χίλια δυό στολίδια…
Λυσ:  …Πού να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου…
Καλ:   …Πού να λυσσάξη ο άνδρας μου να κοιμηθή μαζύ μου…
Λυσ:  …Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου…
Καλ:   …Μα δεν θα τον δεχθώ ποτέ και με τη θέλησί μου…
Λυσ:  …Κι αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη…
Καλ:   …Κι αν θέλη και με το στανιό εκείνος να με πιάνη…
Λυσ:  …Όσο μπορώ χειρότερα θ’ αφίνω να την κάνη.
Καλ:   …Όσο μπορώ χειρότερα θ’ άφίνω να την κάνη.
Λυσ:  …Της Περσικές παντούφλες μου μέρες, βδομάδες, μήνες,
          προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες…
Καλ:   … Της Περσικές παντούφλες μου εκείνες,
          προς το ταβάνι δεν θα ιδή ποτέ του σηκωμένες…
Λυσ:  …Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς οι λιονταρίνες
          πού είν’ απάνω στου τυριού τους τρίφτες σκαλισμένες…
Καλ:   …Ούτε θα τουρλωθώ ποτέ, καθώς οι λιονταρίνες,
          πού είν’ απάνω στου τυριού τους τρίφτες σκαλισμένες…
Λυσ:  …Πίν’ απ’ το κρασί αυτό
          και τον όρκο τον κρατώ… (πίνει)
Καλ:  (παρατηρούσα τη Λυσιστράτη πίνουσα) …Πίν’ απ’ το κρασί αυτό 
                                                                 και τον όρκο τον κρατώ…
Λυσ:  …Και στον όρκ’ όποια δεν μείνη
          το κρασί νερό να γίνη.
Καλ:   …Και στον όρκ’ όποια δεν μείνη
          το κρασί νερό να γίνη.
Λυσ:  (προς τας λοιπάς) Ορκίζεσθε λοιπόν κι εσεις για όλα;
Μυρ:                                                              Μα τον Δία!
Λυσ:  Φέρε λοιπόν να πιω εγώ, ν’ αρχίσω τη θυσία.
(λαμβάνει την λήκυθον και ετοιμάζεται να πίη)
Καλ:  Έ, έ, που πας, φιλτάτη μου; θέλω μερίδα ίση.
          ά, πρέπει η φιλία μας από δω δα ν’ αρχίση.
(ακούεται θόρυβος μακρόθεν. Η Λυσιστράτη- αφίνει τη λήκυθον, ενώ η Καλονίκη σπεύδει, την λαμβάνει και πίνει.)
Λαμ:  Καλέ, ακούσατε φωνές, γυναίκες μου και θρήνο;
Λυσ:  (παρατηρούσα εκ του παραθύρου) Ησύχασ’, είν’ εκείνο
          πού είχα πή προτήτερα οι πιο γρηές εφθάσανε,
          κι επήγαν στην Ακρόπολι και το ναό επιάσανε.
          Συ, Λαμπιτώ, τράβα λοιπόν στη Σπάρτη να φροντίσης
          όσα εσυμφωνήσαμε να πραγματοποίησης,
          τις άλλες δε Λακώνισσες ομήρους θα κρατήσουμε,
          ημείς δε στην Ακρόπολι και τις λοιπές θα κλείσουμε
                                                 κι εκεί θ’ αμπαρωθούμε.
Καλ:                                          Καλά για να σου πούμε:
                                           Κι οι άνδρες απ’ την πόλι
          αν έλθουν εναντίον μας και εκστρατεύσουν όλοι;
Λυσ:  Λίγο με μέλει πειά γι’ αυτούς, φωτιά δεν θάχουν τόση
          ούτε φοβέρες αρκετές, ώστε να κατορθώση
          η βία, τόσο εύκολα της πόρτες μας ν’ ανοίξουν,
                                                εάν δεν αποδείξουν,
          ότι τους όρους τους λαμπρούς, που η γυναίκες θέσανε,
                                                       αυτοί τους εκτελέσανε.
Καλ:  Μα τη Θεά! και βέβαια κι αν δεν τα βρούνε σκούρα,
         δειλή να ειπούν την κάθε μια και παληοπατσαβούρα!
(Απέρχονται πάσαι, ενώ η Καλονίκη φεύγουσα τελευταία κενώνει ταυτοχρόνως το υπόλοιπον της ληκύθου.)

                                               ΑΥΛΑΙΑ

2). ΠΑΡΟΔΟΣ (254-349) & ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ (350-386)
 
      (η σκηνή παριστά την προς τα Προπύλαια πλευράν της Ακροπόλεως, άνωθεν της οποίας φαίνονται τα τείχη. Εισέρχεται ο χορός των Γερόντων, κρατούντων επ’ ώμου κλάδους ξηρούς δένδρων κι ανερχομένων το ύψωμα μετά κόπου. Ο κορυφαίος του Χορού κρατεί πύραυνον εις τάς χείρας μ’ άνθρακας ανημμένους.)

Χορός Γερόντων:
           Τράβα, Δράκη, εμπρός με θάρρος,
           κι αν τον ωμό σου τσακίζη της χλωρής ελιάς το βάρος,
           συφορές ο βίος έχει πού κανείς δεν της παντέχει.
           Ώ Στρυμόδωρε! ποιος τάχα ήθελε στο νου του βάλη,
           πώς θ’ ακούση της γυναίκες, -πούνε συφορά μεγάλη
           του σπιτιού καί φανερή,
           και της βόσκουμε οι μωροί-,
           την Ακρόπολι να πιάσουν και το άγαλμα ν’ αρπάξουν
           της Θεάς καί με ταμπάρια τα προπύλαια να φράξουν;
           Πάμε γρήγορα απάνω, ώ Φιλούργε, ν’ ανεβούμε,
           και να βάλουμ’ ένα γύρω όλα τούτα πού κρατούμε,
           τα κλαδιά απ’ την εληά,
           κι όσες θέλησαν να φτειάσουν τούτη τη βρωμοδουλεια,
           μια φωτιά ν’ ανάψουμ’ όλοι, σύμφωνοι καί με μια γνώμη,
           και με τούτα μας τα χέρια να της κάψουμεν ακόμη,
           καί του Λύκωνος πειό πρώτη τη γυναίκα. Όσο ‘ζώ, 
           μα τη Δήμητρα! δέν πρέπει να με πάρουν για χαζό.
           Ούτ’ αυτός ο Κλεομένης που την είχε καταλάβη,
           εφυγ’ από τούτην δίχως καί κακή ποινή να λάβη,
           αλλά μολονότι Λάκων, παλληκάρι στην εντέλεια,
           βγήκε καί με δίχως όπλα καί με φόρεμα κουρέλια,
           λερωμένος καί βρωμιάρης κι έξη χρόνια να λουσθή,
           καί χωρίς να κουρευθή.
           Του ‘στησαν πολιορκία καί τον έσφιξαν αυτού
           δεκαφτά γραμμές στρατού,
           πού της νύχτες εκοιμάτο
           στα Προπύλαι’ από κάτω.
           Τώρα πούμαι ‘δώ καί πάλι,
           στης εχθρές του Ευριπίδη κι όλων των θεών, μεγάλη
           τιμωρία να τους δώσω,
           τάχα δεν θα κατορθώσω;
           Μήπως καί στο Μαραθώνα
           τρόπαιό μου δεν υπάρχει που θα μείνη στον αιώνα;
           Αλλ’ αυτό το μέρος μένει απ’ το δρόμο ως εκεί
           -τούτος ο ανηφοράκης- κι ας τραβούμε βιαστικοί. 
           Και το φόρτωμα καθένας εις την ράχη ας το πάρη
           μονομιάς, χωρίς σαμάρι,
           μολονότι αυτά τα ξύλα απ’ το βάρος κι απ’ το δρόμο
           μου τσακίσανε τον ώμο.
           Μα τώρα όμως πρέπει να βαδίσουμε,
           και τη φωτιά μας πρέπει να φυσήσουμε,
           μη τύχη καί μας σβύση και τη χάσουμε,
           όταν στου δρόμου την κορφή θα φθάσουμε.
(φυσά εις το πύραυνον.)
           Φύ! φύ!
           Πώ, πώ! καπνός, βρέ αδελφοί!
           Ώ Ηρακλή μου! ο καπνός που απ’ τη χύτρα βγαίνει,
           δαγκώνει μες στα μάτια μου σα σκύλα λυσσασμένη.
           Εγώ δεν αμφιβάλλω
           πώς απ’ τη Λήμνο η φωτιά θα είνε δίχως άλλο,
           κι αν την πολυφυσήσω
           μα τους θεούς, σαν τους Λημνιούς τσιμπλής θα καταντήσω.
           Αλλιώς δεν θα μου δάγκωνε στο κάθε φύσημα μου
           τα δυο τσιμπλόμματά μου.
           Τρέχα συ λοιπόν, ώ Λάχη, στην Ακρόπολι επίσης
           τη Θεά να βοηθήσης,
           γιατί τώρ, αν την αφήσης,
           δεν ξανάχεις ευκαιρία, για να την υπερασπίσης.
(φυσά εκ νέου είς το πύραυνον.)
           Φύ! φύ!
           πώ, πώ, καπνός, βρε αδελφοί!
           Τούτ’ η φωτιά να ζή καί να μη σβύνη,
           κάποιου Θεού βοηθάει καλωσύνη.
           Τί λέτε: πειό καλά δεν θα τα φτιάναμε, 
           εδώ τα δυο τα ξύλα αν τα βάναμε,
           κι αφού στη χύτρα το δαυλό αφήσουμε,
           με τη φωτιά τη θύρα να κτυπήσουμε;
           Κι αν όταν της καλέσουμε τ’ αμπάρια δεν ανοίγουν,
           καίμε της πόρτες γρήγορα καί οι καπνοί της πνίγουν.
           Κάτω λοιπόν το φόρτωμα μου. 
           Ποιος τάχ’ από τους στρατηγούς τους δυστυχείς της Σάμου
           τα ξύλα θα συλλάβη αυτά; -Μωρέ καπνός! βάϊ-βάϊ!…
(αποθέτουν τα ξύλα εντός του παρασκηνίου, ένθα αποσύρονται οι λοιποί, πλην του Κορυφαίου κρατούντος το πύραυνο κι ετέρου κρατούντος δαυλόν.)
           Το σπάσιμο της ράχης μου ετέλειωσε καί πάει. 
           Καί τώρα, χύτρα! χρέος σου το έργο σου ν’ αρχίσης 
           καί άναψε τα κάρβουνα. -Φέρε κι εσύ επίσης
           τον αναμμένο το δαυλό!
(λαμβάνει τον ανημμένον δαυλόν κι επικαλείται:)
           Ώ Νίκη! σε παρακαλώ
           κατά των γυναικών αυτών, πού κλείσθηκαν στα τείχη,
           η νίκη μου κι ο θρίαμβος βοήθει να πιτύχη!
(απέρχεται μετά του χορού εις τα παρασκήνια. Εισέρχεται αριστερόθεν ο Χορός των Γυναικών.)
Χορός Γυναικών: 
           Γυναίκες ρίχτε μια ματιά
           βλέπω μια φλόγα καί καπνό, σαν νάρχεται από φωτιά.
(παρατηρούν προς το μέρος της Ακροπόλεως.)
           Όλες γρήγορα τρεχάτε! πέτα, πέτα, Νικοδίκη
           πρίν να κάψουν την Καλύκη
           -καί την Κρίτυλλα η φλόγες-, από νόμους φοβερούς
           κι απο γέρους βρωμερούς.
           Aλλά φοβάμαι τώρα
           μήπως αργά εφθάσαμε καί χάσαμε την ώρα.
           Να ‘ρθώ στη βρύσι για νερό πρωί-πρωί σηκώθηκα
           κι εσπρώχθηκα καί χώθηκα-
           στο θόρυβο πού κάνανε η στάμνες καί η δούλες,
           πού έχουνε στα πρόσωπα ζωγραφισμένες βούλες
           Αρπάζω το σταμνί λοιπόν μη χάσω τον καιρό
           καί φέρνω το νερό
           βοήθεια να κάνω-
           σ’ αυτές της συνδημότιδες πού καίονται ‘κεί πάνω.
           Μούπαν πώς μερικοί, στραβοί από τα γερατεία,
           εκάμαν’ εκστρατεία,
           καί ξύλα τρία τάλαντα κουβάλησαν βαρειά,
           στων Προπυλαίων τη μεριά,
           λες καί νερό για λούσιμο γυρεύουν να ζεστάνουν, 
           κι ότι με λόγια τρομερά φρικτές φοβέρες κάνουν
           τα παληογυναικάρια με τη φωτιά να ψήσουνε,
           καί κάρβουνο ν’ αφήσουνε.
           Είθε αυτό πού λένε
           να μη γενή, ούτε να ιδώ, Θεά μου, να της καίνε,
           τον τόπο καί τους Έλληνας να σώσουν μόνο εκείνες
           απ’ του πολέμου τα κακά κι’ απ’ της παραφροσύνες.
           Για τούτο, ώ Χρυσόλοφη, σ’ αυτή τη σκέψι εφθάσανε
           καί το ναό σου πιάσανε.
           Αλλά, ώ Τριτογένεια! εάν φωτιά μεγάλη
           προφθάση κι από κάτω του κανένας άνδρας βάλη,
           μ’ εμάς να συμμαχήσης,
           κι εσύ νερό να χύσης.
(εισέρχεται δεξιόθεν η ΣΤΑΤΥΛΛΙΣ καταδιωκομένη υπό τινος γέροντος όστις την έχει συλλάβη εκ του ενδύματος. Ακολουθεί ο Χορός των Γερόντων καί λαμβάνει θέσιν έναντι.)
Στρατ: Βρε άφες με!
(Διαφεύγει των χειρών του Γέροντος κι ενούται με τάς λοιπάς του Χορού.)
           Τί είν’ εκεί;
           ‘Ανδρες κακοί!
           Αυτά πού κάνετε εσείς, όσ’ είνε τιμημένοι
           καί ευσεβείς δεν κάνουνε. Ποιος να το περιμένη
           αυτό το πράμα πώς θα ιδή; Να, πούχει ξεκινήση
           κι άλλο γυναικομάζωμα στης πόρτες να βοηθήση.
Χ. Γν: Τί; μας εφοβηθήκατε; ημείς πού τώρα βγήκαμε
           πολλές σας εφανήκαμε;
           δεν είδατε ακόμα
           ούτε καί το μυριοστόν απ’ το δικό μας κόμμα.
Χ. Γρ: Φαιδρία! πώς; θ’ αφήσουμε αυτές με τέτοια γλώσσα
           να κοπανάνε τόσα ;
           Δεν πρέπει να της πιάσουμε
           καί όλα τούτα τα ραβδιά στη ράχη τους να σπάσουμε ;
Χ. Γν: Και από μας ή κάθε μιά
           θα βάλη κάτω τα σταμνιά,
           να μη μας εμποδίζουνε και τότε διορθώνει
           αυτόν, πού κατ’ απάνω μας το χέρι του ξαμώνει.
Χ. Γρ: Ώ, μα τον Δία! αν κανείς, με χαστουκιές γερές,
           τους τσάκιζε δυό-τρείς φορές,
           -όπως κι’ αυτού τού Βούπαλου- της δυο τους της μασέλες,
           τώρα δεν θάχανε φωνή να λένε τέτοιες τρέλες!
Χ. Γν:  Εδώ στεκόμαστε μπροστά,
            κι ας ερθη όποιος του βαστά
            μά θα σε κάμω εγώ να ειπής, πώς ούτε σκύλα είδες,
            να σ’ έχη αρπάξη πειό γερά από της δυό σου αρχίδες.
Χ. Γρ:  Αν ίσως δεν σωπάσης,
           το τελευταίο γήρας μου κακά θα δοκιμάσης.
Χ. Γν:  Σαν θέλης πάρ’ τα μούτρα σου,
            την Σρατυλλίδαν άγγιξε, να δής πού πάει η κούτρα σου.
Χ. Γρ:  Τι θα μου κάνης, στης σβερκιές αν έλθω καί σ’ αρχίσω;
Χ. Γν:  Τ’ άντερα καί πλεμόνια σου με δαγκανιές θά χύσω.
Χ. Γρ:  Κανείς δεν είνε πειό σοφός από τόν Ευριπίδη,
            που της γυναίκες πάντοτε της στρώνει στο βρισίδι,
            γιατί ως σήμερα στη γη δεν είνε γεννημένα
            πλάσματα αναιδέστερα καί πειό ξετσιπωμένα.
Χ. Γν:  Εμπρός, Ροδίππη, τα σταμνιά, μη χάνουμε καιρό.
Χ. Γρ:  Γιατί, θεοκατάρατες! εφέρατε νερό;
Χ. Γν:  Γιατί, μωρέ ψοφήμι συ, ήλθες φωτιά ν’ ανάψης;
            το σώμα σου θα κάψης;
Χ. Γρ:  Ήλθα ν’ ανάψω τη φωτιά της φίλες σου να ψήσω.
Χ. Γν:  Έ, ήλθα τη φωτιά κι εγώ με το νερό να σβήσω.
Χ. Γρ:  Θα ρίψης στη φωτιά νερά;
Χ. Γν:  Θα στ’ αποδείξω μια χαρά.
Χ. Γρ:  Σε ξεροψήνω στη στιγμή με το δαδί πού φέρω.
Χ. Γν:  Άν είσαι βρώμιος κι’ άπλυτος λουτρό θα σου προσφέρω.
Χ. Γρ:  Θα κάμης συ λουτρό ‘ς εμέ, μωρή βρωμοσουπιά;
Χ. Γν:  Θάν’ και λουτρό του γάμου σου.
Χ. Γρ:  Ακούς ξεδιαντροπιά!
Χ. Γν:  Μα είμ’ εγώ ελεύθερη.
Χ. Γρ:                                        Κι εγώ θα στο βουλώσω
           το στόμα σου, πού τάφησες καί τσαμπουνάει τόσο.
Χ. Γν:  Αλλά στο δικαστήριο δεν θα ‘χης πειά δουλειά.
Χ. Γρ:  Μώρ’ δεν της καίτε τα μαλλιά!
Χ. Γν:  (κενώνουσι τας υδρίας των επί των Γερόντων.)
            Ο Αχελώος ποταμός το χρέος του ας κάνη!
Χ. Γρ:  Ωχ! ωχ! κακόμοιρος εγώ!
Χ. Γν:                                           Μήπως ζεστό σου εφάνη;
Χ. Γρ:  Βρέ τί ζεστό! δεν παύεις πειά; κατάλαβες τι κάνεις;
Χ. Γν:  Τί έκανα; σε πότισα βλαστούς να ξαναβγάνης.
Χ. Γρ:  (ριγών) Ξεράθηκ’ από τη νοτιά.
Χ. Γν:  Σαν άναψες καί τη φωτιά,
            τρέχα κοντά της να σταθής
            καί γρήγορα να ζεσταθής.   
(εισέρχεται ο ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ ακολουθούμενος υπό τοξοτών κρατούντων μοχλούς)

                   3).IΑΜΒΙΚΗ ΣΚΗΝΗ (387-466) 

Χ. Γρ:  ‘Αναψε στης γυναίκες μας φωτιές το φαγοπότι,
            τα όργια του Σαβάζιου καί του τυμπάνου οι κρότοι,
            κι αυτός ο Αδωνιασμός μέσα στο κάθε δώμα,
            πού άκουα τον ήχο του κι ως στη Βουλήν ακόμα.
            Τη μέρα πού ο Δημόστρατος έλεγε, πώς τα πλοία
            δεν πρέπει να κινήσουνε να πάν στη Σικελία,
            εχόρευε η γυναίκα του στο σπίτι και γλεντούσε
            καί, άου-άου! τον ‘Αδωνι κι αυτή μοιρολογούσε!
            στα όπλα αυτός Ζακυθινούς ζητούσε να καλέση,
            καί η γυναίκα του στουπί στην κάμερα είχε πέση
            καί κλαίοντας τον ‘Αδωνι κι ο Χολοζύγης πάλι
            έβαζε πειό μεγάλη
            φωνή, ο σιχαμένος
            καί θεοσκοτωμένος!
            Να τ’ ατιμοκαμώματα πού φτιάνουν κάθε μέρα !  
            Κι αν μάθαινες την προσβολή καί τούτην εδώ πέρα!
            Αφού καλά μας βρίσανε, της στάμνες τους επιάσανε
            κι απάνω μας αδειάσανε,
            καί τώρα να, τα ρούχα μας κουνάμε τα βρεμένα,
            σαν νάν’ κατουρημένα.
Προβ:  Μα το Θεό της θάλασσας! δικαίως τα παθαίνουμε,
            Αφού εμείς οι ίδιοι στα γλέντια τής μαθαίνουμε,
            καί της βοηθούμε σ’ όλες τους της πονηριές που κάνουν,
            τέτοιες ιδέες βεβαία θα ιδούμε να μας βγάνουν.
            Αφού εμείς οι ίδιοι πηγαίνουμε τρεχάτοι
            μέσα στα εργοστάσια καί λέμε στον εργάτη:
            Τη νύχτα που η γυναίκα μου εχόρευε με βιάσι,
            από το περιδέραιον όπου της είχες φτιάση,
            ώ χρυσοχόε, γλίστρησε καί βγήκε το κεφάλι 
            από την τρύπα πάλι.
            Στη Σαλαμίνα σήμερα θα πεταχθώ με βία
            γι’ αυτό λοιπόν του λόγου σου, αν εύρης ευκαιρία,
            πέρνα το βράδυ από κεί κι όπως μπορείς να κάνης,
            μα το κεφάλι στερεά στην τρύπα να το βάνης.
            Ο άλλος πάλι τρέχοντας τον παπουτσή γυρεύει,
            -πούνε παιδί, μα ‘χει ψωλή πού δεν σου χωρατεύει-
            καί λέει: -Της γυναίκας μου το πόδι, το πληγώνει,
            στο τρυφερό της δάκτυλο απάνω, στο κορδόνι.
            Το μεσημέρι κόπιασε στο σπίτι να στο δείξη,
            καί τέντωσε το γρήγορα, όσο μπορεί ν’ ανοίξη.
            Μα να τ’ αποτελέσματα όλων αυτών. Καί τώρα
            πού κωπηλάτες γύρισα κι εμάζεψα στη χώρα,
            καί πρέπει νάχω χρήματα, μαζεύτηκαν η φίλες 
            καί μου ‘κλεισαν της πύλες!
            Αλλά δεν είν’ αυτό δουλειά
            να στέκωμαι σαν κούτσουρο και με χωρίς μιλιά!
            Φέρ’ τους μοχλούς εσύ εδώ και θα τιμωρηθούν πολύ
            γι’ αυτήν την προσβολή.
(προς Τοξότην κρατούντα μοχλόν)
            -Τί χάσκεις, κακορρίζικε, εκείθε τί χαζεύεις
            χωρίς να κάνης τίποτε; το καπηλειό γυρεύεις;
            Γιατί δεν πάτε τους μοχλούς στης πύλες να τους χώσετε.
            να της ανασηκώσετε;
            Εμπρός! καί από δω κι εγώ για βοηθός πηγαίνω. 
(ετοιμάζονται να θέσουν τους μοχλούς εις τας πύλας)
Λυσιστράτη: (εξερχόμενη)
            Της πύλες μη σηκώνετε και μοναχή μου βγαίνω.
            Για τους μοχλούς πού φέρνετε, δεν είν’ ανάγκη τόση, 
            Ανάγκη μόνον έχετε από μυαλό καί γνώσι, 
            όπου σας λείπει ακόμα.
Προβ:  Μπα! σ’ είσαι μωρή βρώμα!
            Πού είνε ο τοξότης μου! τρέξε και σύλλαβε τη
            καί πισθαγκώνιασέ τη!
Λυσ:    Μά τη Θεά την Αρτεμι! αν ίσως καί τολμήση
            καί με το δακτυλάκι του μονάχα να μ’ εγγίση,
            θα κλάψη πολύ γρήγορα, κι ας είνε κι εξουσία.
Προβ:  Βρε συ, την εφοβήθηκες; Δεν πάτε με τη βία
            κι οι δυο να την αρπάξετε, ένας από τη μέση,
            κι ο άλλος να την δέση;
Γν. Α’: (εμφανιζόμενη πλησίον της Λυσιστράτης)
            Αν βάλης, μα την Πάνδροσο, χέρι σ’ αυτήν απάνω,
            θα πάθης τσαλαπάτημα ευθύς, πού θα σε κάνω
            καί θα χεσθής απάνω σου.
Προβ:                                               Α, έτσι; τώρα στάσου,
             κι αυτό το χέσιμο, πού λες, θα πάθ’ ή αφεντιά σου.
             Πουν’ ο τοξότης; -Δέσε την προτήτερ’ απ’ της άλλες
             αυτήν, πού της παλληκαριές μας κάνει της μεγάλες.
Λυσ:     Αν κάνης, μα την Αρτεμι, καί δάκτυλο ν’ απλώσης,
             σου κάνω της μασσέλες σου στο μούσκιο να της χώσης.
Προβ:   Μα τέλος πάντων τ’ είν’ αυτά; Πούν’ ο τοξότης; Πίσω!
             κι αυτήν την καταβόθρα σας εγώ θα σας την κλείσω!
Γν. Α’:  Να την εγγίσης μοναχά μοίρα κακήν αν είχες,
             κι ευθύς σε σουρομάδησα απ’ όλες σου της τρίχες.
Προβ:   Αλίμονό μου, ο δύστυχος! καί ο τοξότης πάει.
             Τους άνδρας είνε δυνατόν γυναίκα να νικάη;
(προς τους λοιπούς τοξότας)
             Σκύθαι! εμπρός! όλοι μαζύ! χτυπήσατ’ ενωμένοι!
Λυσ:     Μα της Θεές! να ξέρετε πώς είν’ εδώ κλεισμένοι
             τέσσαρες λόχοι γυναικών, πού κάθε μία τάχει
             ακονισμένα κι έτοιμα τα όπλα της για μάχη.
Προβ:   Τα χέρια τους πισθάγκωνα δέσετ’ αμέσως, Σκύθαι!
Λυσ:     Έ, σείς! γυναίκες σύμμαχοι! εβγήτε από κείθε !
             αυγολαχανοφασουλομανάβισσες! τρεχάτε!
             Σκορδοχατζηξενοδοχοφουρνάρισσες! ελάτε!
             δεν θα μαλλιοτραβήσετε;
             καί δεν θα κοπανίσετε;
             δεν θα καταξεσχίσετε;
             καί δεν θα σκυλοβρίσετε;
             δεν θα ξετσιπωθήτε; 
(γυναίκες εξορμώσιν εκτός των τειχών καί συμπλέκονται με τους Τοξότας, οίτινες τρέπονται εις φυγήν. Η ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ ηπιώτερον καί θριαμβευτικώς προς τάς γυναίκας🙂
             Αρκεί, αρκεί, σταθήτε !
             Γυρίστε πίσω, στον εχθρό τα όπλα πάλι δότε.
Προβ:   Αλίμονο! τί συφορά μου πάθανε οι Τοξόται!
Λυσ:     Τί νόμισες; με δουλικά λοιπόν πώς πολεμάς,
             ή με χωρίς παλληκαριά μας πέρασες ημάς;
Προβ:   Πολλή, μα τον Απόλλωνα και η παλληκαριά σας,
             καί μάλιστα σαν βρίσκεται και κάπελας κοντά σας.

        4). ΑΓΩΝΑΣ Μ’ ΙΑΜΒΙΚΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ (467-613)
  
Προβ:  Τί τόσα λόγια χάνεις,
            και με της όχεντρες αυτές κουβέντες τώρα πιάνεις,
            Επίτροπε της χώρας;
            Δε ξέρεις πως μας κάνανε λουτρό προ λίγης ώρας 
            στα ρουχαλάκια μας, χωρίς καί μ’ αλυσσίβας σκόνη;
(προς τον Χορό Γερόντων)
            Βρε κουτεντέ! το χέρι του δεν πρέπει να σηκώνη
            ο άνθρωπος αυθαίρετα στον άλλον κατ’ επάνω, 
            σαν το σηκώνης, τούμπανα τα μάτια θα σου κάνω.
            Κακό δεν κάνω κανενός, φρόνιμα θα καθήσω,
            σαν κοριτσάκι, ούτε κλωνί αχύρου θα κινήσω,
            ενόσω δεν θελήση
            κανείς, σαν τη σφηγκοφωλιά να ρθή να μ’ ερεθίση.
Χ. Γρ:  Ώ Ζεύ! έχουμε τάχα χρεία,
            από αυτά τα κνώδαλα τ’ αχρεία;
(τω Προβούλω)
            Κανείς να υποφέρη δε μπορεί
            αυτό το πράμα το βαρύ.
            Λοιπόν να εξετάσουμε τί φτιάσανε,
            γιατ’ ήλθανε το φρούριο του Κραναού και πιάσανε,
            την άβατη Ακρόπολι, την πέτρα τη μεγάλη
            καί τον ναό τον Ιερό. Εξέτασε καί πάλι
            καί μη πεισθής,
            κι όλα τα μέσα που μπορείς, να μεταχειρισθής.
            Γιατί ντροπή θα πάθουμε,
            εάν δεν εξετάσουμε τί τρέχει καί δεν μάθουμε.   
            Και, μα τον Δία, βέβαια, σείς πρώτες θα μου πήτε
            τι ταχα στην Ακρόπολι γυρεύατε να μπήτε
            καί με μοχλούς τη κλείσατε;  
Λυσ:                                                  Το χρήμα να κρατήσουμε
            σωστό, να μην αφήσουμε
            για χρήματα στον πόλεμο το αίμά σας να χύνετε.
Προβ:  Θαρρείτε για τα χρήματα ο πόλεμος πώς γίνεται;
Λυσ:    Καί γι’ άλλους λόγους γίνεται αυτό το ανακάτωμα:
            Για να μπορή ο Πείσανδρος καί όλα τ’ άλλα τ’ άτομα
            που την αρχήν βυζαίνουνε, να βρίσκουν ευκαιρίες
            για κλέψιμο, ανοίγοντες στον τόπο φασαρίες.
            Ας κάμουν ό,τι θέλουνε και ό,τι τους αρέσει, 
            να βγάλη νόημα από δω κανείς δεν θα μπόρεση.
Προβ:  Καί τί θα κάμης;
Λυσ:                                Το ρωτάς; Τί άλλο δα θα πράξουμε.
            παρά να το φυλάξουμε;
Προβ:  Συ φύλακας στης πόλεως τα χρήματα θα γίνης;
Λυσ:    Μπά! δύσκολο το κρίνεις;
            Μήπως εμείς δεν είμαστε καί φύλακες συνάμα
            για του σπιτιού τα χρήματα;
Προβ:                                                Δεν είν’ το ίδιο πράμα.
Λυσ:    Δεν είν’ το ίδιο πράμα;
Προβ:                                       Ναί, μ’ αυτό θα πολεμήσουμε.
Λυσ:    Μα και γι’ αυτό τον πόλεμο να γίνη δεν θ’ αφήσουμε.
Προβ:  Την πόλη πώς θα σώσουμε;
Λυσ:    Εμείς θα σας γλυτώσουμε.
Προβ:  Σείς, λέει;
Λυσ:                    Βέβαια εμείς.
Προβ:  Σαν δύσκολο πολύ.
Λυσ:    Μα κι αν δέν θέλης, θα σωθής.
Προβ:  Η γλώσσά σου μιλεί
            πολύ κακά.
Λυσ:                        Αγανακτείς; 
                                                     μα θα το κατορθώσουμε.
Προβ:  ‘Αδικο, μα τη Δήμητρα!
Λυσ:                                            Α, πρέπει να σας σώσουμε.
Προβ:  Κι αν ίσως δεν θελήσω;
Λυσ:    Να κι ένας λόγος πλειότερος το ζήτημα να λύσω.
Προβ:  Αλλά κι αν πρέπ’ ειρήνη
            ή πόλεμος να γίνη,
            πώς βγήκατε τη γνώμη σας να δώσετε στη χώρα;
Λυσ:    Θα σου τα πούμε τώρα.
Προβ:  Θα κλάψης! λέγε γρήγορα.
Λυσ:                                                ‘Ακου λοιπόν καί στάσου,
            καί μη μας τα παρακουνάς μπροστά μας τα ξερά σου.
Προβ:  Να τα κρατήσω δεν μπορώ, με πιάνουνε κι εξάψεις 
            απ’ το θυμό μου.     
ΓνΑ’:                                 Έ, λοιπόν περσότερο θα κλάψης.
Προβ: (προς την α’ Γυναίκα) Πες το αυτό καλήτερα, γρηά, στον εαυτό σου.
(τη Λυσιστράτη)  Για έλα τώρα, λέγε μας εσύ το σχέδιο σου.
Λυσ:   Αυτό κ’ εγώ έχω σκοπό,
           το σχέδιο μου να σου ειπώ.
           Εμείς αυτόν τον πόλεμο, πού τρώει την Ελλάδα,
           πρώτες τον ανεχθήκαμε με τόση φρονιμάδα,
           κι απ’ τον καιρό πού αρχίσατε,
           ούτε καί να γκρινιάσουμε καθόλου μας αφήσατε,
           μα μολονότι είμαστε καί δυσαρεστημένες,
           κι εμέναμε κλεισμένες
           στα σπίτια μας, πολλές φορές
           σε υποθέσεις σοβαρές
           να παίρνετε απόφασι πολύ κακή ακούσαμε.
           Κατόπιν σας ρωτούσαμε
           με γέλιο και με λύπη μας μες στη ψυχή κρυφή:
           -“Τί αποφάσισ’ η Βουλή στη στήλη να γραφή 
           γιά την ειρήνη σήμερα
;”. -“Είν’ αλλουνού δουλειά
           μου ‘λεγε ο άνδρας μου. “Σκασμός!” Δεν έβγαζα μιλιά!
ΓνΑ’:   Α, να κρατήσω σιωπή ποτέ δεν θα μπορούσα.
Προβ:  Θα ‘σκουζες, αν δεν σώπαινες.
Λυσ:                                                      Γι’ αυτό κι εγώ σιωπούσα.
           Καί όταν εμαθαίναμε πού ‘χατε ξαναβγάλη
           απόφασι χειρότερη, ρωτούσαμε καί πάλι:
           -“Μά πώς τα καταφέρατε με τόση κουταμάρα“;
           Κι εκείνος, μ’ ένα βλέμμα του πού σ’ έπιανε τρομάρα,
           -“Αν δεν καθήσω“, μου λέγε, “μονάχα με τη ρόκα μου
            θα μου ‘σπάζε την κόκα μου.
            Ο πόλεμος είνε δουλειά καί σκέψις ανδρική
“.
Προβ:  Ώ, μα τον Δία, στά λεγε καλά.
Λυσ:    Ακούς εκεί, μου τα ‘λεγε καλά!
            πώς τάχα, όταν σκέπτεσθε κι εσείς χωρίς μυαλά,
            πρέπει να σας αφίνουμε
            καί γνώμες να μη δίνουμε;
            καί όταν μια φορά
            στο δρόμο σας ακούσαμε να λέτε φανερά
            πώς “άνδρας μες στη χώρα
            δεν απομένει τώρα
“,
            κι ο άλλος είπε: -“ναί, κανείς, μα το Θεό“, σκεφθήκαμε, 
            και η γυναίκες γρήγορα μαζύ εσυναχθήκαμε 
            καί την Ελλάδα σήμερα να σώσουμ’ είνε χρεία.
            Πούθε θα περιμέναμε για νάρθ’ η σωτηρία;
            Λοιπόν, αν ίσως σήμερα είν’ καί δικό σας θέλημα,
            άνδρες, ν’ ακούσετε αυτά τα λόγια τα ωφέλιμα,
            κι όπως εκάναμε κι εμείς το στόμα να βουλώσετε,
            μπορούμε να σας σώσουμε.
Προβ:  Εσείς εμάς να σώσετε;
            Βαρύς και ανυπόφορος ο λόγος οπού βγαίνει 
            από το στόμα σου.
Λυσ:                                     Σκασμός!
Προβ:                                                      Μωρή καταραμένη!
            Εσύ θα δώσης προσταγή σ’ εμέ να σιωπήσω,
            με τη μανδήλα πού φορείς; Μπα! κάλλιο να μη ζήσω!
Λυσ:    Αν με τούτη σ’ εμποδίζω,
            τη μανδήλα σου χαρίζω,
            το κεφάλι σου να δένης,
            να σιωπαίνης.
            Να καλάθι, βάλ ‘το μπρος σου,
            πάρε καί την ρόκα ζώσου,
            καί κάθησε να τρως κουκκιά καί ξαίνε τα μαλλιά. 
            Α, τώρα είν’ ο πόλεμος των γυναικών δουλειά!   
            Έλα, γυναίκες, κάθε μια
            αφήστε κάτω τα σταμνιά,
            στης φίλες μας να ρθούμε
            μαζύ τους να ενωθούμε.
            Με δίχως κούρασι μπορώ
            να μπαίνω πάντα στο χορό
            χωρίς να πέφτω χάμου,
            κι ο κόπος δεν εκούρασε ποτέ τα γόνατα μου.
            Θέλω να κάνω κάθε τί
            πού το προστάζ’ η αρετή,
            καί να περάσω από κεί
            μαζύ μ’ αυτές να ενωθώ, πούχουνε χάρι, λογική,
            πού έχει τόλμη κάθε μια κι είνε σοφία όλη,
            καί αγαπάνε μ’ αρετή καί φρόνησι την πόλι.
Προβ:  Συ, πούσαι μια γρηά γερή,
            καί σαν τσουκνίδα τσουχτερή,
            να μη δειλιάσης, τράβα ‘μπρός,
            γιατ’ είνε πρίμος ο καιρός.
Λυσ:    Κι αν ο γλυκός ο Έρως επιμένη
            κι η Αφροδίτ’ η Κυπρογεννημένη
            πόθο μέσα στους κόρφους μας ν’ ανάψη,
            καί τα μεριά μας με φωτιές να κάψη,
            καί αν τους άνδρες απ’ την καύλα λειώση
            καί σαν το ρόπαλο τους την τεντώση, 
            στους Έλληνας, θα μας ειπούν μια μέρα
            πολεμοκαταλύτρες πέρα ως πέρα!
ΠροΒ:  Πώς θα το καταφέρνατε καί τούτο ;
Λυσ:                                                                Μια χαρά! 
            Να παύσουνε στην αγορά
            να βγαίνουν λυσσασμένοι 
            καί πάντοτ’ ωπλισμένοι.
Προβ:  Ναί, μα της Πάφου τη θεά!
Λυσ:    Κι άλλη δουλειά δεν έχουνε,
            παρά σαν τους Κορύβαντας στην αγορά να τρέχουνε,
            κι εκεί ν’ ανακατώνουνε τα όπλα τα πολεμικά,
            με χύτρες καί λαχανικά!
Προβ:  Κι έτσι πρέπει, μα τον Δία!
            Να, αυτό θα πή ανδρεία.
Λυσ:    Κι όμως είν’ αστείο πράμα, να κρατή κανείς ασπίδες
            με Γοργόνες καί να τρέχη ν’ αγοράζη, τί; μαρίδες!     
            Μα το θεό, είδα κι εγώ
            καβάλλ’ απάνω ‘ς τ’ άλογο σπουδαίον αρχηγό,
            να βγάν’ υπερηφάνως
            το χάλκινο του κράνος
            με τα μαλλιά τα μακρυά,
            να βάλη μέσα εν’ αβγό, π’ αγόρασε από μια γρηά!
            Κι ένα άλλο παλληκάρι,
            πού ήτανε σαν τον Τηρέα, με ασπίδα καί κοντάρι
            κι είχε ‘ρθή από τη Θράκη, μια γυναίκα απειλούσε,
            όπου σύκα επουλούσε,
            καί της έχαφτ’ ένα-ένα
            όσα ήσαν γινωμένα.
Προβ:  Καί πώς θα ήσθε δυνατές,
            της ταραχές όλες αυτές
            οπού στης χώρες γίνονται, εσείς να καταπνίξετε ;
Λυσ:    Α, είνε τόσον εύκολο.
Προβ:  Μα πώς; να τ’ αποδείξετε,
Λυσ:    Σαν κλωστές, πού όταν πέφτουν σε μια μπερδεψιά κακή,
            της τραβούμε με τ’ αδράχτια, μια από ‘δώ καί μια από ‘κεί,
            έτσι καί τον πόλεμο σας θα διαλύσω τον μεγάλο,
            στέλνοντας αμέσως πρέσβεις στο ‘να μέρος καί στο άλλο.
Προβ:  Τί μας λέτε, βρε κουτές,
            με μαλλιά καί με κλωστές
            καί μ’ αδράχτια σείς θαρρείτε
            τέτοια πράματα μεγάλα πώς να παύσετε μπορείτε ;
Λυσ:    Αλλ’ αν είχατε σείς γνώσι κι από τούτα τα μαλλιά
            μάθημα θά ‘χατε πάρη για τη κάθε σας δουλειά.
Προβ:  Πώς λοιπόν; Για να το ιδούμε.
Λυσ:    Όπως βάζομε στην πλύσι
            πρώτα-πρώτ’ από τη βρώμα το μαλλί να καθαρίςη,
            έτσι έπρεπ’ οι πολίται τα ραβδιά να πάρετ’ όλοι,
            μοχθηρούς καί ραδιούργους να πετάξετ’ απ’ την πόλη
            καί αυτούς, πού κάνουν πάντα μεταξύ τους μια φατρία
            καί κολλούν στην εξουσία,
            να τους ξύνετε, μαδώντας το κακό τους το κεφάλι,
            έπειτα μες στο καλάθι να τους ξάνετ’ όλους πάλι
            προς ωφέλεια της χώρας, νά ‘χετ’ ανακατωμένους
            εκεί μέσα τους μετοίκους καί τους φίλους σας τους ξένους,
            άλλ’ αν τύχη και κανένας στο δημόσιο χρωστά,
            βάλτε τον κι εκείνον μέσα να μη μένη χωριστά.
            Και η πόλεις, μα τον Δία, όπου είνε μέχρις ώρας
            άποικοι αυτής της χώρας,
            να το ξέρετε πώς είνε σαν κομμάτια χωρισμένα:
            πάρετε κάθε κομμάτι, να τα κάμετ’ όλα ένα.
            Φτιάστε μια τρανή τουλούπα μ’ όλ’ αυτά τα μαζωμένα,
            κι έπειτα μ’ αυτή του Δήμου να υφαίνετε τη χλαίνα.
Προβ:  Δεν είνε ανυπόφορο τέτοια μαλλιά να ξαίνουν
            αυτές, οπού στον πόλεμο καί μέρος δεν λαβαίνουν;
Λυσ:    Καί όμως, τρισκατάρατε! στον πόλεμο δεν πάμε
            μα δίνουμε περσότερο κι απ’ το διπλό: γεννάμε
            τα τέκνα ημείς πρώτες
            πού πάνε στρατιώτες.
Προβ:  Μη μου θυμίζης το κακό!
Λυσ:                                                Δεν πρέπει να χαρούμε
            λοιπόν κι εμείς τα νηάτα μας; Να ευχαριστηθούμε,
            πού σήμερα κοιμώμεθα μονάχες, εξ αιτίας
            αυτής της εκστρατείας;
            Κι όσο για μας αφήστέ το, δεν μας πολυπειράζει,
            μα ‘κείνο, όπου τό ‘χουμε μες στην καρδιά μαράζι,
            είνε που τα κορίτσια μας ανύπανδρα γερνάνε.
Προβ:  Μήπως κι οι άνδρες δεν γερνούν;
Λυσ:                                                            Μπα! λες το ίδιο νάνε;
            Ο άνδρας, επιστρέφοντας και γέρος απ’ τη μάχη,
            μπορεί λαμπρά να πανδρευθή καί νηά γυναίκα νάχη.
            Μα της γυναίκας φεύγουνε τα νηάτα καί η χάρι, 
            κι αν δεν προφθάση γρήγορα, κανείς δεν θα την πάρη,
            καί κάθεται στο ράφι
            για να ρωτάη από κεί τη μοίρα, τι τής γράφει!
Προβ:  Αλλά γιατί; Αφού μπορεί καί γέρος να την πάρη,
            οπού να του σηκώνεται ακόμα σαν στηλιάρι;
Λυσ:    Συ, για πες μου τώρα: τάχα τί να μάθεις περιμένεις
            πού ακόμα δεν πεθαίνεις;
            Να σε θάψουν έχεις τόπο
            λοιπόν κάμε καί τον κόπο
            καί αγόρασε μια κάσσα καί για χάρι σου ως τόσο
            τα μελομακάρουνά σου μοναχή θα σου ζυμώσω.
            Να κι αυτό για στέφανο σου
            πάρε το και στεφανώσου.
(του ρίπτει άνωθεν στέφανον)
ΓνΓ’: (ρίπτουσα ταινίας) Να κι’ αυτά, δικό μου δώρο.
ΓνΑ’: (ρίπτουσα στέφανον) Καί στεφάνι θα σου βάλλω.
Λυσ:    Πες μου, τί σου λείπει άλλο;
            Καί τί θέλεις να σου πάρω;
            Τράβα γρήγορα στη βάρκα… δεν ακούς, καλέ, το Χάρο;…
            σε φωνάζει… σε προσμένει…
            Δεν μπορεί να ξεκινήση κι είν’ ή βάρκα του δεμένη!
Προβ:  Δεν είνε πράμα φοβερό; Δεν είνε αηδία,
            αυτά πού σήμερα εδώ παθαίνω; Μα τον Δία,
            θά πάω κι οι επίτροποι για να μ’ ιδούν οι άλλοι,
            καί να με καμαρώσουνε σ’ αυτό τό μαύρο χάλι!
(φεύγει)
Λυσ: (κραυγάζουσα όπισθεν του)
            Μη τύχη κ’ εναντίον μας θα φτιάσης κατηγόρια,
            πού τάχα σου το κρύψαμε το λείψανο σου χώρια;
            Έννοια σου, σαν περάσουνε τρείς μέρες από σήμερα,
            θα ρθούμε να σου κάνουμε πρωί-πρωί τα τρήμερα!
(εισέρχεται)

                            5). ΠΑΡΑΒΑΣΗ (614-705)
  
ΧΓερ:  Ο ελεύθερος ο άνδρας να κοιμάται δεν του πρέπει.
           Ας ξετάσουμε το πράμα, εις αυτό καθένας βλέπει
           πώς υπάρχει κάτι άλλο
           πειό πολύ και πειό μεγάλο,
           και μυρίζει τυραννία
           σαν κι εκείνη του Ιππία. 
           Είνε φόβος μήπως ήλθαν Σπαρτιάτες στού Κλεισθένη
           και κατάφεραν με δόλο κάθε μιά καταραμένη,
           να κρατήσουνε το χρήμα, πού ‘χουμε και πολεμούμε
           και τη σύνταξι πού ζούμε.
           Είνε τρομερό να βγαίνουν συμβουλές να μας πουλάνε,
           και για χάλκινες ασπίδες η γυναίκες να μιλάνε, 
           και να μας συμφιλιώσουν με τους Λάκωνας ακόμα,
           οπού έχουν τόση πίστη, όση κι ένα λύκου στόμα.
           Δεν είν’ αμφιβολία
           πώς ολ’ αυτά σκαρώσανε να φτιάσουν τυραννία.
           Αλλά να γίνουν τύραννοι καιρό δεν θα τους δώσω,
           και μέσα σε μυρτιάς κλαδιά το ξίφος μου θα χώσω,
           και θα σταθώ στην αγορά και θα παραφυλάττω
           εκεί στου Αριστογείτονος το άγαλμ’ από κάτω.
           Έ, τώρα τούτη τη γρηά μου ‘ρχεται να την πιάσω,
           και την παληομασσέλα της με μια γροθιά να σπάσω.
Χ.Γν:  Όταν καθένας από σας στο σπίτι του γυρίση,
           θα τον ιδή κι η μάννα του και δεν θα τον γνωρίση.
           Φίλες γρηές! αφήστε τα ετούτα πού κρατείτε.
           Για το καλό της πόλεως μιλούμ’ εμείς, πολίται,
           και πρέπει, γιατί μ’ έθρεψε με χάδια ζηλευτά, 
           και με λαμπρότητα πολλή. Από χρονών εφτά
           κρατούσα μια χαρά
           μες στης γιορτές της Αθηνάς τα βάζα τα ιερά,
           στα δέκα χρόνια μ’ έβαζαν και άλεθα με χάρη
           το ιερό κριθάρι
           και την αρκούδα έκανα με φούστα κροκωτή
           στης Βαυρωνίας τη γιορτή
           και όταν πεια εγίνηκα μια ώμορφη κοπέλλα,
           και το κανίστρι εκράτησα και σύκα μια τσαπέλλα.
           Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει κ’ εγώ να δώσω μια καλή
           στην πόλι συμβουλή.
           Κι αν η δική μου η ψυχή καλό στην πόλι θέλη,
           κι αν έτυχε να γεννηθώ γυναίκα, μη σας μέλη, 
           ούτε και αν τα πράματα, πού έχουν χάλι τόσο,
           εγώ θα διορθώσω.
           Δίνω το μερδικό μου
           στη πόλη, το δικό μου.
           Με άνδρες πάντα κάθε μια το φόρο της προσφέρει
           δεν είσθε σείς για τίποτε, δυστυχισμένοι γέροι!
           παρά ξεκοκκαλίζετε τη σύνταξι πού παίρνετε
           απ’ τον καιρό των Μηδικών και τίποτε δεν φέρνετε
           και κινδυνεύ’ η χώρα
           ολόκληρη, για χάρι σας, να παραλύση τώρα.
           Έχεις κι αίτια άλλη
           για να γκρινιάζεις πάλι;
           Κύττα καλά, κακόμοιρε! γιατ’ αν με πιάσ’ η τρέλλα,
           με το σκληρό το τσόκαρο σου σπάζω τη μασσέλα.   
ΧΓερ:  Ώ! μ’ αυτό πού λένε πάλι
           είνε μια βρισιά μεγάλη!
           κι όλο το κακό ανάβει
           κι όλο πέφτουμε στα ίδια
           Έ! τα μέτρα του ας λάβη
           κάθε άνδρας πώχει αρχίδια!
           Ας πετάξουμε τας χλαίνας, 
           κι όταν άνδρας είν’ κανένας
           πρέπει ανδρίκια να μυρίζη,
           και δεν πρέπει τυλιγμένος στα πανιά να τριγυρίζη.
           Λοιπόν εμπρός, λυκόποδες! εμείς, πού νέοι τότε,
           πήγαμε στο Λειψύδιον κρυφά για συνωμόται,
           πρέπει να ξανανηώσουμε και τούτη τη φορά,
           νέα να πάρουμε φτερά,
           και τα γεράματα μας
           μακράν να τα πετάξουμε από τα σώματα μας.
           Γιατί αέρα τόσο
           και μόνον αν τους δώσω,
           μπορούν να βρούνε τον καιρό
           να φτιάσουν κάτι τολμηρό:
           μπορούν και πλοία μάλιστα στη θάλασσα να ρίξουν
           μπορούν και κατά πάνω μας ακόμη να τραβήξουν,
           να κάνουν ναυμαχία
           σαν την Αρτεμισία.
           Κι αν εύρουν ευκαιρία
           μια μέρα να το ρίξουνε και στην καβαλλαρία,
           το ξέγραψα το ιππικό
           γιατί το κάθε θηλυκό
           έχει για την καβάλλα
           κεφάλαια μεγάλα, 
           και δεν εγλίστρησε ποτέ να πέση στην τρεχάλα.
           Δεν παίρνεις το παράδειγμα κι από της Αμαζόνες,
           στη ζωγραφιά του Μύκωνος, πού πολεμάνε μόνες
           καβάλλα κατά των ανδρών; Λοιπόν μη της αφήσουμε,
           και το λαιμό τους γρήγορα στο φάλαγγο να κλείσουμε.
Χ.Γν:  Μά της δυο Θεές! το αίμ’ αν μ’ ανάψη πειό πολύ,
           θ’ απολύσω τη χολή,
           θα σου βγάλω μάτια, μύτες,
           πού να τρέχης να γυρεύης βοηθούς σου τους πολίτες. 
           Κι από μας η κάθε μία το κορμί της τώρ’ ας γδύση,
           γυναικίλες να μυρίση.
           Κι όποιος τώρα του βαστά,
           ας ζυγώση εδώ μπροστά,
           να του δείξω εγώ, αν σκόρδα του λοιπού θα ξαναφάη
           για τον πόλεμο να πάη
           κι αν θα φάη μαυροκούκκια για να πάη να δικάζη
           και να κάθεται στην έδρα δίχως να ξερονυστάζη.
           Μια το στόμα σου μονάχα λέξιν άσχημη να βγάνη,
           κι ο θυμός ευθύς με πιάνει,
           πού θα βγής απ’ τον καυγά
           όπως από το σκαθάρι κι ο αητός, χωρίς αβγά!
           Μα κι αν στέκεσαι μπροστά μου, δεν με μέλει πειά γι’ αυτό,
           όσο είν’ η Λαμπιτώ,
           κι όσο βρίσκεται εκεί
           κι η Θηβαία Ισμηνία, πούνε κόρη ευγενική.
           Κι αν σωστές φορές εφτά
           μας ψηφίσης εναντίον, δεν περνούν σε μας αυτά,
           κακομοίρη, πού γυρεύεις
           σε γειτόνους και σε φίλους συφορές να μαγειρεύης.
           Χθες ακόμα με της άλλες στης Εκάτης τη γιορτή,
           τούτη την αγαπητή
           επροσκάλεσα κοπέλλα, πούνε ώμορφη και μέλι
           και της Βοιωτίας χέλι.
           Και δεν ήθελαν να στείλουν της γυναίκες τους δω πέρα
           από τα ψηφίσματα σου, οπού βγάνεις κάθε μέρα.
           Παύτε τα ψηφίσματα σας, πρίν κανένας σας αρπάξη
           απ’ τα γέρικα σας σκέληα και το σβέρκο σας τινάξη!

                       6). ΙΑΜΒΙΚΗ ΣΚΗΝΗ (706-780)     
   
Χ.Γν:  Συ, αρχηγέ της πράξεως, για πες μας τί συμβαίνει,
           πού βγαίνεις τόσο σκυθρωπή και τόσο λυπημένη;
Λυσ:   Των γυναικών των πρόστυχων τα έργα τα κακά
           και τα μυαλά τα θηλυκά
           πού φρόνησι τους λείπει
           έ, να, αυτά μ’ εκάμανε να περπατώ με λύπη.
Χ.Γν:  Τί λες; τί λες;
Λυσ:                          Αλήθεια, ναί.
Χ.Γν:                                                Τ’ είν’ το κακό πού εστάθη;
          Πες το στη φιλαινάδα σου, πού θέλει να το μάθη.
Λυσ:  Κι αν σας το πω θα ήν’ αισχρό,
          κι αν δεν το πω κακό-ψυχρό.
Χ.Γν:  Μη μας το κρύβης το κακό, και πες το ίσα-ίσα.
Λυσ:  Κοντολογής, μας έπιασε για το γαμήσι λύσσα!
Χ.Γν:  Ώ Ζεύ!
Λυσ:  Τί να σου κάνη ο Ζεύς; Αυτό ζητούν να φτιάσουν,
          και να της κάνω δεν μπορώ τους άνδρες να ξεχάσουν.
          Και κατορθώνει κάθε μια με τρόπο να μου φύγη.
          Τη μία, τρύπα μυστική την τσάκωσα ν’ ανοίγη
          μες στου Πανός το ιερό
          κι η άλλη με σχοινί γερό
          κατέβη, απ’ του πηγαδιού δεμένη το μαγκάνι
          η άλλη πάει στον εχθρό κι αυτομολία κάνει
          κι άλλη καβάλλα ήθελε να πάρη ένα σπουργίτι,
          να πέση στου πορνοβοσκού Ορσίλοχου το σπίτι,
          ως πού την εξεμάλλιασα. Και όλες μου ζητάνε
          προφάσεις, να το σκάσουνε, στα σπίτια τους να πάνε.
          Θα ιδήτε, κάποια έρχεται και πλησιάζει, να τη!
          Παρακαλώ, πού το βαλες του λόγου σου τρεχάτη ;
(εισέρχεται η Γυνή Α’)
ΓνΑ’:  Θέλω να πάω σπίτι μου. ‘Αφησα στο κατώι
          από τη Μίλητο μαλλιά, κι’ ο σκόρος μου τα τρώει.
Λυσ:  Ποιός σκόρος; άφησε τ’ αυτά τράβα και γύρνα πίσω!
ΓνΑ’:  Στης δυο Θεές ορκίζομαι, αμέσως θα γυρίσω
          θα πεταχτώ τρεχάτη,
          να το ξαπλώσω μια στιγμή απάνω στο κρεββάτι.
Λυσ:  Δεν φεύγεις, ούτε το μαλλί θ’ απλώσης τώρα, άσ’ το!
ΓνΑ’:  Μα θα το χάσω το μαλλί!
Λυσ:   Έ, δεν πειράζει, χάσ’ το!
(εισερχόμενη Γυνή Β’)
ΓνΒ’:  Η δύστυχη! η δύστυχη! και τώρα τί να κάνω,
           πού το λινάρι τ’ άφησα με δίχως να το ξάνω!
Λυσ:   Να κι’ άλλη, πού μας κόπιασε το δρόμο της να πάρη,
           γιατί άφησεν ακτύπητο στο σπίτι το λινάρι!
           Πήγαινε μέσα γρήγορα!
ΓνΒ’:  Μα θα γυρίσω πίσω,
          μα την Εκάτη, στη στιγμή, αρκεί να το κτυπήσω!
Λυσ:  Ας λείψουν τα κτυπήματα, γιατ’ έτσι αν αρχίση,
          κι άλλη θα μας κουβαληθή το ίδιο να ζητήση.
(εισέρχεται η Γυνή Γ’ έχουσα εξωγκωμένην την γαστέρα
ΓνΓ’:  Ώ συ, θεά Ειλείθυια! κράτει με κάθε τρόπο,
          για να προφθάσ’ η γέννα μου να γίνη σ’ άλλον τόπο,
          χωρίς την ιερότητα πού έχει τούτος, νάχη.
Λυσ:  Τί ψαίλνεις συ μονάχη ;
ΓνΓ’:  Κύττα! στην ώρα βρίσκομαι της γέννας η καημένη.
Λυσ:  Έ, μα καλά, συ όμως χθες δεν ήσουν γκαστρωμένη.
ΓνΓ’:  Τί τάχα; είμαι σήμερα. Στείλε με στη στιγμή
          να πεταχθώ στο σπίτι μου να φέρω τη μαμή.
Λυσ:  Μα για ποιο λόγο; τούτο δω μου φαίνεται πολύ σκληρό.
ΓνΓ’:  Α, θα ‘ν’ αρσενικό μωρό.
Λυσ:  Μα τη Θεά! εδώ παιδί δεν φαίνεται για νάχη
          σαν τεντζερέδι φαίνεται, στάσου, θα ιδώ μονάχη,
(ερευνά υπό τον χιτώνα της Γυναικός Γ’ κι εξάγει, χαλκήν περικεφαλαίαν)
          Το κράνος έχωσες εδώ, ανόητη! της Αθηνάς,
          και λες ότι κοιλοπονάς;
ΓνΓ’:  Μα το θεό, κοιλοπονώ.
Λυσ:  Καλά, κι εδώ στη ζώνη
          το κράνος γιατί τώβαλες;
ΓνΓ:   Γιατί αν μου ‘ρθουν πόνοι
          απάνω στην Ακρόπολι, να κάτσω χέρι-χέρι
          να κάνω μέσα το παιδί καθώς το περιστέρι.
Λυσ:  Τί λες! ωραία πρόφασι! μα είνε φανερό!
          Γιατί εδώ δεν κάθεσαι να κάνης το μωρό,
          και στη δεκάτη μέρα του απάνω ίσα-ίσα,
          μέσα στο κράνος του παιδιού να κάνης τα βαφτίσα;
ΓνΓ:   Α, όχι• στην Ακρόπολι εγώ δεν θέλω νάμαι
          και μόνη να κοιμάμαι
          με πήγε ριπιτίδι
          την ώρα πού αντίκρυσα της Αθηνάς το φίδι.
(εισερχόμενη η Γυνή Δ’ με …πρόφαση
ΓνΔ’:  Ωχ, ωχ! Η κακορροίζικη! απ’ την αγρύπνια θα χαθώ
          ούτε στιγμή να κοιμηθώ
          η κουκουβάγες μ’ άφησαν!
Λυσ:  Παύτε τα παραμύθια,
          δαιμονισμένες! θέλετε τους άνδρες σας στ’ αλήθεια
          θαρρείτε πώς δεν θέλουμε να είμεθα μαζύ τους;
          δέ ξέρουμε το τί τραβούν της νύχτες μοναχοί τους;
          Μα λίγο κρατηθήτε
          και στενοχωρηθήτε,
          γιατί το είπε κι ο χρησμός: η νίκ’ είνε δική μας
          άν γκρίνιες δεν ανοίξουμε και στάσι μεταξύ μας.
          Αυτός λοιπόν είν’ ο χρησμός…
ΓνΑ’:  Για πες να τον ακούσουμε.
Λυσ:                                                 Ακούστε και σκασμός!
          “Όταν η χελιδόνες
            θά μαζευθούν σε μια μεριά και θα καθήσουν μόνες
            από τους τσαλαπετεινούς μακράν κι από αρσενικά,
            θα σταματήσουν τα κακά.
            κι ο Ζεύς όπου βροντά ψηλά με το τρανό του χέρι,
            τά πράματα θα φέρη,
            πού τ’ από πάνω θα βρεθή στο κάτω πλακωμένο
“.
ΓνΒ’:  Θα πέφτουμ’ από πάνω τους εμείς; Καταλαβαίνω.
Λυσ:   “Η χελιδόνες δε αυτές αν τσακωθούν καμμιά φορά
            κι από τον ιερό ναό φύγουν και κάνουνε φτερά,
            όρνιο ποτέ δεν θα φανή στόν κόσμο γεννημένο
            πειό πουτανιάρικο απ’ αυτές και πειό ξεκωλιασμένο
!…”
ΓνΑ’:   Α, μα τον Δία! ο χρησμός τα λέει παστρικά.
Λυσ:   Θεοί! ας μη δειλιάσουμε απ’ τούτα τα κακά.
           Περάστε μέσα, φίλες μου, τα χέρια μας να σφίξουμε
           και προδοσία στο χρησμό θάνε κακό να δείξουμε.
(εισέρχονται όλαι εντός των πυλών και τας κλείουν.)

                7). ΛΥΡΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ (781-828)
    
Γερ:  ‘Ακουσ’ ένα παραμύθι από το δικό μου στόμα,
         πούχα μια φοράν ακούση, πού μουνα παιδί ακόμα.
         Λοιπόν ήταν ένας νέος, Μελανίων τώνομά του,
         μια φορά, όπου το γάμο δεν τον ήθελ’ η καρδιά του,
         και την ερημιά επήρε και τα όρη εκατοικούσε
         είχε και σκυλί και δίχτυ και λαγούς εκυνηγούσε.
         Λοιπόν έτσι, τής γυναίκες είχε τόσο σιχαθή,
         πού σε πόλι και σε σπίτι δεν μπορούσε να σταθή,
         μα κοντεύω κι από κείνον πειό πολύ να σε μισήσω
         Μολαταύτα σαν να θέλω, βρε γρηά, να σε φιλήσω.
  Αλλ’ ανάγκη πειά δεν θάχης από κρομμυδιού κομμάτια
         να σου κλάψουνε τα μάτια.
         Και το πόδι θα σηκώσω
         με κλωτσιές να σε φορτώσω.
Γυν:  Βλέπω πούχεις κρεμασμένη
         γενειάδα φυτρωμένη.
Γερ:  Μα κι αυτός ο Μυρωνίδης τους εχθρούς εφόβιζ’ όλους
         με τους μαύρους του τους κώλους
         και με την τραχεία του όψι, όπως κάνει κι ο Φορμίων.
Γυν:  Αφού είπες συ εκείνο, πού καμεν ο Μελανίων,
         έχω και εγώ σκοπό
         ένα μύθο να σου ειπώ:
         Κάποιος Τίμων είχε ζήση, με μορφή σκουντουφλιασμένη,
         λες και ήτανε μ’ αγκάθια γύρω-γύρω της φραγμένη,
         σάμπως βρόχος Ερινύων. Έ, λοιπόν, αυτός ό Τίμων
         έφυγεν από το πλήθος των κακών και των ατίμων.
         Τους αχρείους όπως είσθε, είχε σιχαθή κι’ αυτός,
         κι όμως ήταν στης γυναίκες τρυφερός κι’ αγαπητός,
         τη μασσέλα θα σου σπάσω!
Γερ:  Καλέ σώπα! μην το κάνης κι απ’ το φόβο θα τα χάσω
Γυν:  Νά, τα σκέλια θά σηκώσω και θα σε κλωτσήσω…
Γερ:                                                                                       Κτύπα!
         να σου ιδούμε και την τρύπα.
Γυν: Τώρα στα γεράματα μου δεν θα ιδής αυτήν τη χάρι,
         γιατί τόχω μαδημένο σαν να το κάψε λυχνάρι.

                        ΔΥΟ ΙΑΜΒΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ (829-1013)
                    [ΑΝΑΠΑΙΣΤΙΚΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ 1ης (954-979)]

(επί του τείχους)
Λυσ:  Έ, έ! γυναίκες! γρήγορα ελάτ’ εδώ!
Χ.Γν:                                                                 Τί τρέχει;
          ποιος είν’ αυτός ο θόρυβος και ποιαν αιτίαν έχει;
Λυσ:  Να! βλέπω άντρα πού τραβά εδώ στο τείχος ίσα
          τον έχει πιάση, φαίνεται, για της γυναίκες λύσσα.
Mυρ:  Συ, των Κυθήρων η θεά, η αφρογεννημένη,
          που ‘σαι στη Πάφο λατρευτή, στη Κύπρο δοξασμένη,
          σ’ αυτό τον δρόμο π’ άνοιξες, δύναμη τώρα δίνε
          να πάρη τον ανήφορο.
Χ.Γν:                                              Ποιος έρχεται; που είνε;
Λυσ:  Εκεί στης Χλόης το ιερόν επρόβαλε τρεχάτος.
Χ.Γν: Ώ, μα τον Δία! να τος!
          Ποιος να ‘ν’;
Λυσ:                          Τονε γνωρίζετε καμμιά από σας; Για δείτε.
Μυρ:  Τον ξέρω, για σταθήτε
          αυτός είνε ο άντρας μου, ο Κινησίας.
Λυσ:                                                                  Έλα,
          ψήσε τον, στριφογύρισ’ τον, δείξε πως έχεις τρέλα
          γι’ αυτόν, πως δεν τον αγαπάς κατόπιν κι ό,τι άλλο,
          οξ’ απ’ αυτό που δώσαμε τον όρκο τον μεγάλο.
Μυρ:  Α! μη σε μέλη κι έννοια σου κουνούπι θα του γίνω.
Λυσ:  Κι εγώ μαζύ θα μείνω
          να του σηκώσω τα μυαλά και να τον ξεροψήσω.
(προς τας λοιπάς)
          Πηγαίνετε πειό πίσω.
(άπασαι αι επί του τείχους Γυναίκες κι η Μυρρίνη κρύπτονται).
Κιν:   (ερχόμενος κάτωθεν του τείχους)
         Πω, πω, πω! ο κακομοίρης! τί σπασμός που μ’ έχει πιάση,
         λες και με δέσαν στον τροχό.
Λυσ:                                                   Τίς εί! πού ‘χεις περάση
          μες στους φύλακας;
Κιν:                                       Εγώ, είμαι!
Λυσ:                                                           ‘Αντρας είσαι;
Κιν:                                                                                      ‘Αντρας, πώς;
Λυσ:  Θέ να φυγής;
Κιν:                                Τ’ είσαι τάχα συ που μου το λες;
Λυσ:                                                                                          Σκοπός.
Κιν:   Φώναξε μου τη Μυρρίνη να βγή έξω, στο Θεό σου!
Λυσ:  ‘Ακου! θέλει τη Μυρρίνη να φωνάξω! σε καλό του!
          Και του λόγου σου ποιος είσαι, όπου προσταγές μας δίδεις;
Κιν:   Είμ’ ό άντρας ο δικός της, Κινησίας Π ε ο ν ί δ η ς.
Λυσ:  Συ ‘σαι, φίλτατέ μου; Γειά σου!
          κάθε μιά μας τώνομά σου,
          όχι και με δίχως δόξα εδώ πέρα το γνωρίζει
          η γυναίκα σου στο στόμα τώχει και το πιπιλίζει,
          κι είτ’ αβγό κρατεί στο χέρι
          είτε μήλο, το φυλάει πάντοτε να το προσφέρη
          στον καλό της Κινησία, πού τον άφησε στο σπίτι.
Κιν:   Αχ! για το Θεό! Χρυσό μου!
Λυσ:                                                  Ώ, ναί, μα την Αφροδίτη!
          Κι αν συμβή καμμιά κουβέντα για τους άντρες μας να γίνη,
          πάντοτε μας λέει εκείνη:
          “όλ’ αυτά πού λέτ’ αλήθεια,
          μα μπροστά στον Κινησία είνε όλοι κολοκύθια
!”.
Κιν:   Τρέχα, τρέχα φώναξε τη!
Λυσ:                                                Κάτι τι δεν θα θελήσης
          και σε μένα να χαρίσης;
Κιν:  (χειρονομών καταλλήλως)
         ‘Ακου λέει! Μα τον Δία, να το θέλης μόνο φθάνει
         τούτο μού ‘τυχε να έχω, σου το δίνω αν σου κάνη.
Λυσ: Στάσου λίγο κατεβαίνω να σου τη φωνάξω τώρα.
(εισέρχεται)
Κιν:  Τρέχα γρήγορα και φέρ’ τη γιατί άχ! από την ώρα
         που μου έφυγε απ’ το σπίτι κι’ από μένα μένει χώρια,
         στη ζωή δε βρίσκω χάρη… μπαίνω μέσα, στενοχώρια…
         όλα έχουνε ρημάξη…
         άνοστο και το φαΐ μου… κι απ’ τη κάβλα έχω λυσσάξη!
(εξέρχεται η Μυρρίνη εις το τείχος ωσεί μονολογούσα)
Μυρ: Τον αγαπώ, τον αγαπώ κι όμως αυτός δε θέλει
         καθόλου την αγάπη μου λοιπόν σα δε τον μέλη,.
         τι μ’ έφερες εδώ γι’ αυτόν;
Κιν:                                                     Γλυκό μου Μυρρινάκι!
         Γιατί μου κλείσθηκες αυτού; έλα μ’ εμέ λιγάκι.
Μυρ: Κάτω εγώ;! μα τον Θεό, ούτε στο νου το βάζω.
Κιν:  Μυρρίνη! πώς; δέν έρχεσαι σ’ εμέ, πού σε φωνάζω;
Μυρ: Ανάγκες από μένα συ δεν έχεις πειά πολλές.
Κιν:  Δεν έχω ανάγκη εγώ για σε; Μα τ’ είν’ αυτά πού λες;
        Εγώ εκαταστράφηκα χωρίς εσέ.
Μυρ:                                                           Θα φύγω.
Κιν:  Στάσου ακόμα λίγο.
(σπεύδει εις τα παρασκήνια κι οδηγεί υπηρέτην φέροντα παιδίον)
        ‘Ακουσε το παιδάκι μας.
(προς το παιδίον)
                                                     Τί στέκεσαι, βρε βλάκα;
        φώναξε τη μαμάκα σου.
   
Παι:                                                   Μαμάκα μου! μαμάκα!
Κιν:  Βρε συ! μα ούτε το παιδί λυπάσαι, σα μητέρα,
         πούν’ άπλυτο κι αβύζαχτο για έκτη τώρα μέρα;
Μυρ: Εγώ λυπάμαι το παιδί μα ‘κείνος όπου μένει
         σκληρός, ειν’ ο πατέρας του.
Κιν:                                                            Μωρή δαιμονισμένη!
         κατέβα χάριν του παιδιού!
Μυρ:                                                      Η μάνα δε ξεχάνει
         το σπλάγχνο της, ας κατεβώ, τί τάχα θα μου κάνη;
(εισέρχεται)
Κιν:  Μωρέ, αυτή μου φαίνεται πειό νηά ότι τη βρήκα,
         και τώρα έχει πειό πολλή μες στη ματιά της γλύκα
         κι όσο μου κάνει αντίσταση κι όσο μου κάνει νάζι,
         τόσο του πόθου της φωτιές μες στη καρδιά μου βάζει.
Μυρ: (εξέρχεται εκ του παρασκηνίου και σπεύδει προς το παιδίον)
         Γλυκό παιδί, ενός μπαμπά με διαστρεμμένη φύση!
         έλα στη μητερίτσα σου να σε γλυκοφιλήση.
Κιν:  (συλλαμβάνων αυτήν)
         Παληογυναίκα συ! γιατί σε πείσανε η άλλες,
         και φασαρίες άνοιξες στον άντρα σου μεγάλες,
         πού έτσι βλάπτεσαι κι εσύ κι εκείνος υποφέρει;
Μυρ: Παρακαλώ! μην ακουμπάς επάνω μου το χέρι!
Κιν:  Κι άφησες τόσα πράγματα έρμα στο σπίτι χάμου
         δικά σου και δικά μου;
Μυρ: Μπα, δεν με μέλει τέσσαρα.
Κιν:                                                         Βρε μίλα λογικά
         και τα κοκκόρια πού τρυπούν τα δόλια πανικά;
Μυρ: Ας τα τρυπούν.
Κιν:                                    Τόσο καιρό πού λείπεις απ’ το σπίτι,
         θυσία πειά δεν έκαμες καμμιά στην Αφροδίτη.
         Λοιπόν δεν θα ρθης σπίτι σου;
Μυρ:                                                       Α, τούτο δε θα γίνη,
         εάν δεν παύση ο πόλεμος κι αν δε κλεισθή ειρήνη.
Κιν:  Ησύχασε παρακαλώ
         κι αυτό θα γίνη γρήγορα, αν μας φανή καλό.
Μυρ: Έ, όταν σας φανή καλό, θα ‘ρθώ κι εγώ κοντά σου
         μα όρκο τώρα έκανα και κάτω τα ξερά σου!
Κιν:  Καλά μα έλα μιά στιγμή να πέσουμε ‘δώ πάνω.
Μυρ: Δε λέγω πώς δεν σ’ αγαπώ, μα όχι, δε το κάνω.
Κιν:  Αχ, μ’ αγαπάς; λοιπόν γιατί δε πέφτεις, Μυρρινάκι,
         μαζύ μ’ εμέ λιγάκι;
Μυρ: Γελοίε! τέτοια πράγματα και στο παιδί μπροστά;
Κιν:  Μα το Θεό! πολύ σωστά!
(προς τον υπηρέτην)
         Μωρέ Μανή! πάρ’ το παιδί και πήγαινε στη χώρα.
(ο υπηρέτης απέρχεται)
         Να, έφυγε και το παιδί, έ, δε θα πέσης τώρα;
Μυρ: Δύστυχε! πού θα κάνουμε λοιπόν τέτοια δουλειά;
Κιν:  Θάνε καλά μες στου Πανός να πάμε τη σπηλιά.
Μυρ: Και απ’ αυτό τ’ αμάρτημα ποιος θα με καθαρίση;
Κιν:  Και στης Κλεψύδρας μια στιγμή δεν πλύνεσαι τη βρύσι;
Μυρ: Βρε δυστυχή! ωρκίσθηκα και θα γενής αιτία
         να γίνω και επίορκος.
Κιν:                                          Σ’ εμε κι η αμαρτία.
Μυρ: Στάσου τουλάχιστον να βρω κανένα κρεβατάκι.
Κιν:   Μπα! δε βαρυέσαι; πέφτουμε και χάμου για λιγάκι.
Μυρ: Τι λες; μα τον Απόλλωνα, σα το δικό σου σώμα
         ποτέ δε θα παραδεχθώ να κυλισθή στο χώμα.
(απέρχεται)
Κιν:  Τούτ’ η γυναίκα η καψερή
         μου έχει αγάπη φοβερή.
Μυρ: (κατερχομένη με δύο δίποδα ηνωμένα δια πανίου)
         Να, πέσε και ξαπλώσου,
         και τώρα θα γδυθώ κι εγώ και θά ‘ρθω στο πλευρό σου.
(προσποιείται ότι εκδύεται κι αίφνης ανακόπτεται)
         Μπά! είδες πού εξέχασα να φέρω το ψαθί;
Κιν:  ‘Αφ’ το κι ας λείψη το ψαθί ας πάη να χαθή!
Μυρ: Α, όχι μα την ‘Αρτεμι αυτό δε θα το κάνω
         μες στο πανί απάνω.
Κιν:                                        Έλα να σε φιλήσω!
(η Μυρρίνη πλησιάζει και τη φιλεί)
Κιν:  Μπώ, μπώ! τρομάρες!… γρήγορα να μου γυρίσης πίσω!
(η Μυρρίνη απέρχεται κι επανέρχεται αμέσως κομίζουσα ψάθαν)
Μυρ: Να ψάθα πέσε, να γδυθώ.
(προσποιείται ότι εκδύεται κι ανακόπτεται)
         Ώ η οργή να πάρη!
         δεν έχεις μαξιλάρι!
Κιν:  Δεν έχω ανάγκη απ’ αυτό.
Μυρ: Α! έχω και πολλή.
(φεύγει)
Κιν:  Αχ! ετούτη η ψωλή
        τον Ηρακλή, ως φαίνεται, θα έχη μουσαφίρη,
         πού τελευταίος έφθανε στο κάθε πανηγύρι.
Μυρ: (επανέρχεται φέρουσα προσκεφάλαιον)
         Σήκω απάνω! πήδησε! 
(τοποθετεί το προσκεφάλαιον)
                                                     Έ, όλα τάχεις τώρα.
Κιν:  Όλα, χρυσό μου! έλα πειά, μη χάνουμε την ώρα.
Μυρ: Να ξεκουμπώσω μιά στιγμή τη πόρπη μη ξεχάσης
         και για τη συμφιλίωση, πού είπες, με γελάσης.
Κιν:  Αν το ξεχάσω, να χαθώ!
Μυρ:                                            Κουβέρτα πού δεν έχεις;
Κιν:  Ούφ! τώρα πού να τρέχης
        και πάλι σούρτα φέρτα
        να πας να βρής κουβέρτα;
        Κουβέρτες δεν χρειάζομαι, μα θέλω να γαμήσω.
Μυρ: Κι αυτό θα γίνη, μια στιγμή και πάλι θα γυρίσω.
(φεύγει)
Κιν:  Μωρέ αυτό το θηλυκό
         μου φτιάνει με τα στρώματα περσσότερο κακό!
Μυρ: (φέρουσα σκέπασμα)
         Έ, σήκω τώρα μια στιγμή ν’ αναπαυθής καλήτερα
Κιν:   Δε βλέπεις πού σηκώθηκεν ετούτο μου προτήτερα!
Μυρ: Θέλεις και λίγες μυρουδιές να σού ‘ρθουνε στη μύτη;
Κιν:   Όχι, μα τον Απόλλωνα!
Μυρ:                                                ‘Α, μα την Αφροδίτη,
         θα μου μοσχομυρίσης
         θελήσης, δεν θελήσης
(εξάγει φιαλίδιον)
Κιν:   Αφέντη Δία! δώσε μια και χύσε το ευθύς!
Μυρ: ‘Απλωσ’ το χέρι σου λοιπόν και πάρε ν’ αλειφθής.
Κιν:  (αλειφόμενος δια του μύρου)
         Μα τον Απόλλωνα! κι αυτό
         όταν μας τρώη τον καιρό, είν’ άνοστο και περιττό,
         κι όταν δεν έρχεται μαζύ με τη δική του ευωδιά,
         του γαμησιου η μυρουδιά!
Μυρ: Πω, πω! η κακομοίρα!
         τί έπαθα! σου έφερα, καλέ, της Ρόδου μύρα.
Κιν:  Είνε κι αυτό καλό πολύ
         άφησε τ’ άλλα, βρε τρελή.
Μυρ: Για πες μου! αστειεύεσαι;
(φεύγει ταχέως)
Κιν:  Κακή και μαύρη μοίρα,
         σ’ αυτόν πού του κατέβηκε να πρωτοφτιάση μύρα!
Μυρ: (επανερχόμενη με φιαλίδιον)
         Πάρε το μπουκαλάκι αυτό.
Κιν:                                                       Μα έχω μια μπουκάλα!
         Έλα μου δω να ξαπλωθής και μη μου φέρνης άλλα.
Μυρ: Βέβαια, μα την ‘Αρτεμι αυτό κι εγώ θα κάνω
         να, τα παπούτσια βγάνω.
         Αλλ’ όμως, φιλαράκο μου, το είπες και θα γίνη
         θα δώσης ψήφο γρήγορα κι εσύ για την ειρήνη.
(φεύγει ταχέως)
Κιν:  (πίπτων επί της κλίνης)
         Καλά, αυτό θα το σκεφτώ. 
(βλέπων την Μυρρίνην φεύγουσαν)
                                                          Τρανή μου συμφορά!
         πάει η γυναίκα! κι’ όλ’ αυτά μου τάφησε ξερά!
         Πω, πω κακό που τώπαθα! ποιά θα γαμήσω τώρα,
         που η πειό καλή μ’ εγέλασε απ’ όσες έχ’ η χώρα;
         Μιά παραμάνα πως θα βρω τώρα γι’ αυτή και πού;
         Πού ‘σαι, μωρή σκυλαλεπού; 
         Στείλ’ της τουλάχιστον κοντά
         μια παραμάνα και νταντά!
(εισέρχονται εκατέρωθεν οι Χοροί)
ΧΓερ: Σε βασανίζει, δυστυχή!
           κακό μεγάλο στην ψυχή,
           όπου κι εμέ ταράττει,
           για τούτη την απάτη.
           Ποια νεφρά μπορούν ν’ ανθέξουν, στο σκληρό αυτό παιγνίδι;
           και ποιά μέση θα κράτηση, ποια ψυχή και ποιό αρχίδι;
           ποιο θ’ ανθέξη κωλονούρι, πού με δύναμι τεντώνει,
           το πρωί να μη πλακώνη;
Κιν:   (επί της κλίνης) Ζεύ πατέρα! δεν αντέχω!
          τί τινάγματα πού έχω!
ΧΓερ: Να, τί σου φτιασεν ακόμα
          η αχρεία και η βρώμα!
Χ.Γν: Ναί, μα είνε φιλενάδα όλο χάρη κι όλο γλύκα.
Κιν:  (εγειρόμενος της κλίνης)
          Βρε ποιά γλύκα! σιχαμένη και σαχλή πάντα τη βρήκα!
ΧΓερ: Ώ Ζεύ! ανεμοστρόβιλο γερό
          κι ένα τυφώνα στείλε καφτερό,
          κι ανέβασ’ τες με δύναμι τρανή
          ψηλά, σαν του αχύρου το κλωνί,
          και στριφογύρισε τες με οργή,
          και δώσ’ τους μια να πέσουνε στη γη,
          και να ‘ρθουνε με δύναμι πολλή
          να καρφωθούνε πάνω στη ψωλή!
(εισέρχεται κήρυκας και βρίσκει τον Πρόβουλο)
Κηρ:  Σε ποιά μεριά των Αθηνών θα βρώ τη γερουσία. 
          και που τα πρυτανεία; 
          θέλω ένα νέο να τους πω.
Πρβ:  Κι εσύ τι είσαι τάχα; 
          άνθρωπος ή δαιμόνιο της σκόνης είσαι;
Κηρ:  Χάχα! 
          πώχεις λαχάνου κεφαλή, κήρυκας έχω γίνει, 
          κι από τη Σπάρτην έφθασα εδώ γιά την ειρήνη.
Πρβ:  Καλό και τούτο πάλι,
          μα βλέπω δόρυ να κρατάς κάτ’ από τη μασχάλη.
Κηρ:  Μα το Θεό, καθόλου… μπα!…
Πρβ:                                                         Κι απ’ τη μεριά την άλλη
          γιατί γυρίζεις πάλι;
          Και κάτ’ απ’ τη χλαμύδα σου τ’ είν’ κείνο πού φουσκώνει;
          από το δρόμο τον πολύ μη έβγανες βουβώνι;
Κηρ:  Συ θάσαι, μα τον Κάστορα, γεροξεκουτιασμένος.
Πρβ:  Βρε σιχαμένε άνθρωπε! φτού! είσαι καβλωμένος!
Κηρ:  Όχι μα το Θεό! αυτό 
          μήτε να πής για χωρατό.
Πρβ:  Τότε λοιπόν, τί είν’ αυτό, πού βλέπω σα το στύλο;
Κηρ:  Ποιό; τούτο; είνε ξύλο
          σκυτάλη σπαρτιατική.
Πρβ:  (χειρονομών καταλλήλως)
          Όσο σκυτάλη είν’ αυτό, τόσο και τούτη πούν’ εκεί!
          Μα πες μου τήν αλήθεια συ, ωσάν γνωστή μου νάνε:
          Εκεί στη Λακεδαίμονα τα πράματα πώς πάνε;
Κηρ:  Όλα ορθά στην πόλι
          κι οι σύμμαχοι μας όλοι
          καβλώσανε κι εκείνοι
          γυρεύουν τη Πελλήνη!
Πρβ:  Πώς έτυχε η συμφορά να πέση σ’ όλους γενικώς ;
          Μη τύχη κι είνε πανικός;
Κηρ:  Καθόλου, πά! πά! δεν είν’ αυτό
          Νομίζω πως η Λαμπιτώ
          άρχισε πρώτη κι ύστερα όλες το ίδιο πράξανε,
          και όλες απ’ τα σκέληα τους, τους άντρες επετάξανε.
Κιν:   Και πώς περνάτε σείς λοιπόν;
Κηρ:                                                      Ωχ! υποφέρουμ’ όλοι.
          μερόνυχτα στή πόλη
          γυρίζουμε σκυφτοί-σκυφτοί,
          λες και φανάρι ο καθείς στα χέρια του κρατεί.
          Γιατί η γυναίκες θύμωσαν και νάζα κάνουν χίλια
          δεν θέλουν και ν’ αγγίξουμε της τρύπας τους τα χείληα,
          αν στην Ελλάδα όλοι μας και με την ίδια γνώμη,
          ειρήνη και φιλίωσι δεν κάμωμεν ακόμη.
Κιν:   Τώρα καταλαβαίνω,
          πώς η γυναίκες τώχουνε παντού συμφωνημένο.
          Τρέξε λοιπόν, μη κάθεσαι και η δουλειά η πρώτη σου
          στον κάθε πατριώτη σου
          πρέσβεις να πής να στείλη
          για την είρηνη γρήγορα, να γίνουμ’ όλοι φίλοι.
          Κι εγώ θα πω στους Βουλευτάς να φύγουν πρέσβεις άλλοι,
          και θα τους πείσω, δείχνοντας της πούτσας μου το χάλι!
Κηρ:  Ωραίο σχέδιο κι αυτό!
          φτερούγες κάνω και πετώ!
(απέρχονται)

                    ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ  ΔΥΟ ΧΟΡΩΝ (1014-1042)
 
ΧΓερ: Νάνε χειρότερο θεριό απ’ τη γυναίκα, δεν μπορεί
          ούτε τη φθάν’ η πάρδαλις, ούτ’ η φωτιά η φοβερή!
Χ.Γν:  Αφού μας ξέρεις συ εμάς
          γιατί μαζύ μας πολεμάς,
          που θάσουν πάντα φίλος μου καλός κι αγαπημένος;
ΧΓερ: Α δεν θα παύσω να μισώ των γυναικών το γένος.
Χ.Γν:  Να κάμης όπως αγαπάς μα εγώ δε θα θελήσω,
          θα σε παραμελήσω
          γιατί αν αποφάσισες γυμνός στους δρόμους να φανής.
          πούσαι για να γελά κανείς,
          θα ρθώ να ρίξω απάνω σου το ρούχο το δικό μου.
(ρίπτουν επί των γερόντων τα μικρά επανωφόρια των)
ΧΓερ: Δεν είν’ κακό είχα γδυθή απ’ τον πολύ θυμό μου.
Χ.Γν:  Και πρώτον έτσι φαίνεσαι σαν άντρας στην εντέλεια
          δεύτερον, σαν εντύθηκες, δεν είσαι πειά για γέλια,
          και αν ίσως συ δεν μ’ έκανες να σκάσω από γινάτι,
          ένα κουνούπι θα ‘βγαζα που σούχει μπή στο μάτι.
ΧΓερ: Γιά τούτο τώρα μ’ έτριβε το μάτι τόσην ώρα.
          Πάρε το δακτυλίδι μου και σκάλισέ το τώρα
          και το κουνούπι βγάλε μου εις την οργή να πάη
          γιατί έχει ώρα κάμποση πού με κατατσιμπάει.
Χ.Γν:  Έ, θα το κατορθώσω,
           μ’ όλο πού είσαι άνθρωπος διεστραμμένος τόσο.
(η κορυφαία του Χορού των Γυναικών, λαμβάνει το δακτύλιον του Κορυφαίου του Χορού των Γερόντων και καθαρίζει διά του δάκτυλου τον λίθο από τον οφθαλμόν του)
           Ώ Ζεύ! κουνούπι τρομερό σούχει χωθή στο μάτι
           δέν είν’ απ’ την Τρικόρυθο;
ΧΓερ:  Ησύχασα κομμάτι.
           Πηγάδι μέσα μ’ άνοιγε, καλό πού μούχεις κάμη!
           και τώρα ιδέ τα δάκρυα πού τρέχουν σα ποτάμι.
Χ.Γν:  Εγώ θα το σκουπίσω
           και, μ’ όλο πούσαι και κακός, θα ρθώ να σε φιλήσω.
ΧΓερ: Όχι να με φιλήσης!
Χ.Γν:  Μωρέ θα σε φιλήσω εγώ, θελήσης, δε θελήσης!
(αι Γυναίκες ορμούν και φιλούν τους Γέροντας δια της βίας)
ΧΓερ:  Έ, να σας πάρη η ευκή!
           για να χαϊδεύετε καλά, τόχετε τέχνη φυσική!
           και δεν ειπώθηκε κακά
           αυτό πού ακούμε τακτικά:
           “ούτε να ζή κανείς μπορεί με την πανούκλ’ αυτή μαζύ,
           ούτε χωρίς αυτή να ζή
“!
           Μα τώρα πειά πού κάναμε συνθήκη και ειρήνη,
           από τον ένα μας κακό στον άλλο δε θα γίνη.
           Και τώρα ας αρχίσουμε
           μαζύ να τραγουδούμε.

                               ΜΕΛΟΣ (ΣΤΑΣΙΜΟ) (1043-1071)
 
Χ.Γν:
  (αντιστροφή)
           Κακό δεν είχα εγώ σκοπό
           για τους πολίτες μας να πώ
           το εναντίο μάλιστα και κάτι παρά πάνω
           μόνο καλό εγώ θα ειπώ κι όλο καλό θα κάνω,
           γιατί αρκετά είνε τα κακά
           κι όλα τ’ αποτελέσματα πού φέρνουν τακτικά.
           Και αν θελήση χρήματα κανείς καμμιά φορά,
           γυναίκα ή άνδρας, μιά-δυό μναίς, ας το δήλωση καθαρά,
           γιατί έχουμε περσσότερα στης τσέπες κι όταν γίνη
           με το καλό ειρήνη,
           εκείνος, οπού σήμερα εγώ θα του δανείσω,
           ας μη το δώση πίσω.
           Έχουμ’ από τη Κάρυστο κάτι ανθρώπους ξένους
           πολύ καλούς και παστρικούς στο σπίτι μας φερμένους,
           τραπέζι σαν τους κάνουμε, έχ’ όσπρια φτιασμένα.
           και γουρουνάκι ένα,
           και κρεατάκι απαλό
           θα φάνε και πολύ καλό.
           Λοιπόν να ρθήτε σπίτι μου, τραπέζι σας προσμένει
           μα πρέπει νά ‘ρθετε πρωί και νά ‘σθε και λουσμένοι
           και σείς και τα παιδάκια σας νά ‘νε καλολουσμένα
           μα δίχως και κανένα
           στη πόρτα να ρωτήσης,
           σα νά ‘σαι μες στο σπίτι σου, γραμμή να προχώρησης,
           κι αν το τραπέζι δε το βρής, όπως θαρρείς, στρωμένο,
           θα βρής το μύλο σφαλιστό και το νερό κομμένο!

                        ΔΥΟ ΙΑΜΒΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ (829-1013)
                    [ΑΝΑΠΑΙΣΤΙΚΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ 1ης (954-979)]

(επί του τείχους)
Λυσ:  Έ, έ! γυναίκες! γρήγορα ελάτ’ εδώ!
Χ.Γν:                                                                 Τί τρέχει;
          ποιος είν’ αυτός ο θόρυβος και ποιαν αιτίαν έχει;
Λυσ:  Να! βλέπω άντρα πού τραβά εδώ στο τείχος ίσα
          τον έχει πιάση, φαίνεται, για της γυναίκες λύσσα.
Mυρ:  Συ, των Κυθήρων η θεά, η αφρογεννημένη,
          που ‘σαι στη Πάφο λατρευτή, στη Κύπρο δοξασμένη,
          σ’ αυτό τον δρόμο π’ άνοιξες, δύναμη τώρα δίνε
          να πάρη τον ανήφορο.
Χ.Γν:                                              Ποιος έρχεται; που είνε;
Λυσ:  Εκεί στης Χλόης το ιερόν επρόβαλε τρεχάτος.
Χ.Γν: Ώ, μα τον Δία! να τος!
          Ποιος να ‘ν’;
Λυσ:                          Τονε γνωρίζετε καμμιά από σας; Για δείτε.
Μυρ:  Τον ξέρω, για σταθήτε
          αυτός είνε ο άντρας μου, ο Κινησίας.
Λυσ:                                                                  Έλα,
          ψήσε τον, στριφογύρισ’ τον, δείξε πως έχεις τρέλα
          γι’ αυτόν, πως δεν τον αγαπάς κατόπιν κι ό,τι άλλο,
          οξ’ απ’ αυτό που δώσαμε τον όρκο τον μεγάλο.
Μυρ:  Α! μη σε μέλη κι έννοια σου κουνούπι θα του γίνω.
Λυσ:  Κι εγώ μαζύ θα μείνω
          να του σηκώσω τα μυαλά και να τον ξεροψήσω.
(προς τας λοιπάς)
          Πηγαίνετε πειό πίσω.
(άπασαι αι επί του τείχους Γυναίκες κι η Μυρρίνη κρύπτονται).
Κιν:   (ερχόμενος κάτωθεν του τείχους)
         Πω, πω, πω! ο κακομοίρης! τί σπασμός που μ’ έχει πιάση,
         λες και με δέσαν στον τροχό.
Λυσ:                                                   Τίς εί! πού ‘χεις περάση
          μες στους φύλακας;
Κιν:                                       Εγώ, είμαι!
Λυσ:                                                           ‘Αντρας είσαι;
Κιν:                                                                                      ‘Αντρας, πώς;
Λυσ:  Θέ να φυγής;
Κιν:                                Τ’ είσαι τάχα συ που μου το λες;
Λυσ:                                                                                          Σκοπός.
Κιν:   Φώναξε μου τη Μυρρίνη να βγή έξω, στο Θεό σου!
Λυσ:  ‘Ακου! θέλει τη Μυρρίνη να φωνάξω! σε καλό του!
          Και του λόγου σου ποιος είσαι, όπου προσταγές μας δίδεις;
Κιν:   Είμ’ ό άντρας ο δικός της, Κινησίας Π ε ο ν ί δ η ς.
Λυσ:  Συ ‘σαι, φίλτατέ μου; Γειά σου!
          κάθε μιά μας τώνομά σου,
          όχι και με δίχως δόξα εδώ πέρα το γνωρίζει
          η γυναίκα σου στο στόμα τώχει και το πιπιλίζει,
          κι είτ’ αβγό κρατεί στο χέρι
          είτε μήλο, το φυλάει πάντοτε να το προσφέρη
          στον καλό της Κινησία, πού τον άφησε στο σπίτι.
Κιν:   Αχ! για το Θεό! Χρυσό μου!
Λυσ:                                                  Ώ, ναί, μα την Αφροδίτη!
          Κι αν συμβή καμμιά κουβέντα για τους άντρες μας να γίνη,
          πάντοτε μας λέει εκείνη:
          “όλ’ αυτά πού λέτ’ αλήθεια,
          μα μπροστά στον Κινησία είνε όλοι κολοκύθια
!”.
Κιν:   Τρέχα, τρέχα φώναξε τη!
Λυσ:                                                Κάτι τι δεν θα θελήσης
          και σε μένα να χαρίσης;
Κιν:  (χειρονομών καταλλήλως)
         ‘Ακου λέει! Μα τον Δία, να το θέλης μόνο φθάνει
         τούτο μού ‘τυχε να έχω, σου το δίνω αν σου κάνη.
Λυσ: Στάσου λίγο κατεβαίνω να σου τη φωνάξω τώρα.
(εισέρχεται)
Κιν:  Τρέχα γρήγορα και φέρ’ τη γιατί άχ! από την ώρα
         που μου έφυγε απ’ το σπίτι κι’ από μένα μένει χώρια,
         στη ζωή δε βρίσκω χάρη… μπαίνω μέσα, στενοχώρια…
         όλα έχουνε ρημάξη…
         άνοστο και το φαΐ μου… κι απ’ τη κάβλα έχω λυσσάξη!
(εξέρχεται η Μυρρίνη εις το τείχος ωσεί μονολογούσα)
Μυρ: Τον αγαπώ, τον αγαπώ κι όμως αυτός δε θέλει
         καθόλου την αγάπη μου λοιπόν σα δε τον μέλη,.
         τι μ’ έφερες εδώ γι’ αυτόν;
Κιν:                                                     Γλυκό μου Μυρρινάκι!
         Γιατί μου κλείσθηκες αυτού; έλα μ’ εμέ λιγάκι.
Μυρ: Κάτω εγώ;! μα τον Θεό, ούτε στο νου το βάζω.
Κιν:  Μυρρίνη! πώς; δέν έρχεσαι σ’ εμέ, πού σε φωνάζω;
Μυρ: Ανάγκες από μένα συ δεν έχεις πειά πολλές.
Κιν:  Δεν έχω ανάγκη εγώ για σε; Μα τ’ είν’ αυτά πού λες;
        Εγώ εκαταστράφηκα χωρίς εσέ.
Μυρ:                                                           Θα φύγω.
Κιν:  Στάσου ακόμα λίγο.
(σπεύδει εις τα παρασκήνια κι οδηγεί υπηρέτην φέροντα παιδίον)
        ‘Ακουσε το παιδάκι μας.
(προς το παιδίον)
                                                     Τί στέκεσαι, βρε βλάκα;
        φώναξε τη μαμάκα σου.
   
Παι:                                                   Μαμάκα μου! μαμάκα!
Κιν:  Βρε συ! μα ούτε το παιδί λυπάσαι, σα μητέρα,
         πούν’ άπλυτο κι αβύζαχτο για έκτη τώρα μέρα;
Μυρ: Εγώ λυπάμαι το παιδί μα ‘κείνος όπου μένει
         σκληρός, ειν’ ο πατέρας του.
Κιν:                                                            Μωρή δαιμονισμένη!
         κατέβα χάριν του παιδιού!
Μυρ:                                                      Η μάνα δε ξεχάνει
         το σπλάγχνο της, ας κατεβώ, τί τάχα θα μου κάνη;
(εισέρχεται)
Κιν:  Μωρέ, αυτή μου φαίνεται πειό νηά ότι τη βρήκα,
         και τώρα έχει πειό πολλή μες στη ματιά της γλύκα
         κι όσο μου κάνει αντίσταση κι όσο μου κάνει νάζι,
         τόσο του πόθου της φωτιές μες στη καρδιά μου βάζει.
Μυρ: (εξέρχεται εκ του παρασκηνίου και σπεύδει προς το παιδίον)
         Γλυκό παιδί, ενός μπαμπά με διαστρεμμένη φύση!
         έλα στη μητερίτσα σου να σε γλυκοφιλήση.
Κιν:  (συλλαμβάνων αυτήν)
         Παληογυναίκα συ! γιατί σε πείσανε η άλλες,
         και φασαρίες άνοιξες στον άντρα σου μεγάλες,
         πού έτσι βλάπτεσαι κι εσύ κι εκείνος υποφέρει;
Μυρ: Παρακαλώ! μην ακουμπάς επάνω μου το χέρι!
Κιν:  Κι άφησες τόσα πράγματα έρμα στο σπίτι χάμου
         δικά σου και δικά μου;
Μυρ: Μπα, δεν με μέλει τέσσαρα.
Κιν:                                                         Βρε μίλα λογικά
         και τα κοκκόρια πού τρυπούν τα δόλια πανικά;
Μυρ: Ας τα τρυπούν.
Κιν:                                    Τόσο καιρό πού λείπεις απ’ το σπίτι,
         θυσία πειά δεν έκαμες καμμιά στην Αφροδίτη.
         Λοιπόν δεν θα ρθης σπίτι σου;
Μυρ:                                                       Α, τούτο δε θα γίνη,
         εάν δεν παύση ο πόλεμος κι αν δε κλεισθή ειρήνη.
Κιν:  Ησύχασε παρακαλώ
         κι αυτό θα γίνη γρήγορα, αν μας φανή καλό.
Μυρ: Έ, όταν σας φανή καλό, θα ‘ρθώ κι εγώ κοντά σου
         μα όρκο τώρα έκανα και κάτω τα ξερά σου!
Κιν:  Καλά μα έλα μιά στιγμή να πέσουμε ‘δώ πάνω.
Μυρ: Δε λέγω πώς δεν σ’ αγαπώ, μα όχι, δε το κάνω.
Κιν:  Αχ, μ’ αγαπάς; λοιπόν γιατί δε πέφτεις, Μυρρινάκι,
         μαζύ μ’ εμέ λιγάκι;
Μυρ: Γελοίε! τέτοια πράγματα και στο παιδί μπροστά;
Κιν:  Μα το Θεό! πολύ σωστά!
(προς τον υπηρέτην)
         Μωρέ Μανή! πάρ’ το παιδί και πήγαινε στη χώρα.
(ο υπηρέτης απέρχεται)
         Να, έφυγε και το παιδί, έ, δε θα πέσης τώρα;
Μυρ: Δύστυχε! πού θα κάνουμε λοιπόν τέτοια δουλειά;
Κιν:  Θάνε καλά μες στου Πανός να πάμε τη σπηλιά.
Μυρ: Και απ’ αυτό τ’ αμάρτημα ποιος θα με καθαρίση;
Κιν:  Και στης Κλεψύδρας μια στιγμή δεν πλύνεσαι τη βρύσι;
Μυρ: Βρε δυστυχή! ωρκίσθηκα και θα γενής αιτία
         να γίνω και επίορκος.
Κιν:                                          Σ’ εμε κι η αμαρτία.
Μυρ: Στάσου τουλάχιστον να βρω κανένα κρεβατάκι.
Κιν:   Μπα! δε βαρυέσαι; πέφτουμε και χάμου για λιγάκι.
Μυρ: Τι λες; μα τον Απόλλωνα, σα το δικό σου σώμα
         ποτέ δε θα παραδεχθώ να κυλισθή στο χώμα.
(απέρχεται)
Κιν:  Τούτ’ η γυναίκα η καψερή
         μου έχει αγάπη φοβερή.
Μυρ: (κατερχομένη με δύο δίποδα ηνωμένα δια πανίου)
         Να, πέσε και ξαπλώσου,
         και τώρα θα γδυθώ κι εγώ και θά ‘ρθω στο πλευρό σου.
(προσποιείται ότι εκδύεται κι αίφνης ανακόπτεται)
         Μπά! είδες πού εξέχασα να φέρω το ψαθί;
Κιν:  ‘Αφ’ το κι ας λείψη το ψαθί ας πάη να χαθή!
Μυρ: Α, όχι μα την ‘Αρτεμι αυτό δε θα το κάνω
         μες στο πανί απάνω.
Κιν:                                        Έλα να σε φιλήσω!
(η Μυρρίνη πλησιάζει και τη φιλεί)
Κιν:  Μπώ, μπώ! τρομάρες!… γρήγορα να μου γυρίσης πίσω!
(η Μυρρίνη απέρχεται κι επανέρχεται αμέσως κομίζουσα ψάθαν)
Μυρ: Να ψάθα πέσε, να γδυθώ.
(προσποιείται ότι εκδύεται κι ανακόπτεται)
         Ώ η οργή να πάρη!
         δεν έχεις μαξιλάρι!
Κιν:  Δεν έχω ανάγκη απ’ αυτό.
Μυρ: Α! έχω και πολλή.
(φεύγει)
Κιν:  Αχ! ετούτη η ψωλή
        τον Ηρακλή, ως φαίνεται, θα έχη μουσαφίρη,
         πού τελευταίος έφθανε στο κάθε πανηγύρι.
Μυρ: (επανέρχεται φέρουσα προσκεφάλαιον)
         Σήκω απάνω! πήδησε! 
(τοποθετεί το προσκεφάλαιον)
                                                     Έ, όλα τάχεις τώρα.
Κιν:  Όλα, χρυσό μου! έλα πειά, μη χάνουμε την ώρα.
Μυρ: Να ξεκουμπώσω μιά στιγμή τη πόρπη μη ξεχάσης
         και για τη συμφιλίωση, πού είπες, με γελάσης.
Κιν:  Αν το ξεχάσω, να χαθώ!
Μυρ:                                            Κουβέρτα πού δεν έχεις;
Κιν:  Ούφ! τώρα πού να τρέχης
        και πάλι σούρτα φέρτα
        να πας να βρής κουβέρτα;
        Κουβέρτες δεν χρειάζομαι, μα θέλω να γαμήσω.
Μυρ: Κι αυτό θα γίνη, μια στιγμή και πάλι θα γυρίσω.
(φεύγει)
Κιν:  Μωρέ αυτό το θηλυκό
         μου φτιάνει με τα στρώματα περσσότερο κακό!
Μυρ: (φέρουσα σκέπασμα)
         Έ, σήκω τώρα μια στιγμή ν’ αναπαυθής καλήτερα
Κιν:   Δε βλέπεις πού σηκώθηκεν ετούτο μου προτήτερα!
Μυρ: Θέλεις και λίγες μυρουδιές να σού ‘ρθουνε στη μύτη;
Κιν:   Όχι, μα τον Απόλλωνα!
Μυρ:                                                ‘Α, μα την Αφροδίτη,
         θα μου μοσχομυρίσης
         θελήσης, δεν θελήσης
(εξάγει φιαλίδιον)
Κιν:   Αφέντη Δία! δώσε μια και χύσε το ευθύς!
Μυρ: ‘Απλωσ’ το χέρι σου λοιπόν και πάρε ν’ αλειφθής.
Κιν:  (αλειφόμενος δια του μύρου)
         Μα τον Απόλλωνα! κι αυτό
         όταν μας τρώη τον καιρό, είν’ άνοστο και περιττό,
         κι όταν δεν έρχεται μαζύ με τη δική του ευωδιά,
         του γαμησιου η μυρουδιά!
Μυρ: Πω, πω! η κακομοίρα!
         τί έπαθα! σου έφερα, καλέ, της Ρόδου μύρα.
Κιν:  Είνε κι αυτό καλό πολύ
         άφησε τ’ άλλα, βρε τρελή.
Μυρ: Για πες μου! αστειεύεσαι;
(φεύγει ταχέως)
Κιν:  Κακή και μαύρη μοίρα,
         σ’ αυτόν πού του κατέβηκε να πρωτοφτιάση μύρα!
Μυρ: (επανερχόμενη με φιαλίδιον)
         Πάρε το μπουκαλάκι αυτό.
Κιν:                                                       Μα έχω μια μπουκάλα!
         Έλα μου δω να ξαπλωθής και μη μου φέρνης άλλα.
Μυρ: Βέβαια, μα την ‘Αρτεμι αυτό κι εγώ θα κάνω
         να, τα παπούτσια βγάνω.
         Αλλ’ όμως, φιλαράκο μου, το είπες και θα γίνη
         θα δώσης ψήφο γρήγορα κι εσύ για την ειρήνη.
(φεύγει ταχέως)
Κιν:  (πίπτων επί της κλίνης)
         Καλά, αυτό θα το σκεφτώ. 
(βλέπων την Μυρρίνην φεύγουσαν)
                                                          Τρανή μου συμφορά!
         πάει η γυναίκα! κι’ όλ’ αυτά μου τάφησε ξερά!
         Πω, πω κακό που τώπαθα! ποιά θα γαμήσω τώρα,
         που η πειό καλή μ’ εγέλασε απ’ όσες έχ’ η χώρα;
         Μιά παραμάνα πως θα βρω τώρα γι’ αυτή και πού;
         Πού ‘σαι, μωρή σκυλαλεπού; 
         Στείλ’ της τουλάχιστον κοντά
         μια παραμάνα και νταντά!
(εισέρχονται εκατέρωθεν οι Χοροί)
ΧΓερ: Σε βασανίζει, δυστυχή!
           κακό μεγάλο στην ψυχή,
           όπου κι εμέ ταράττει,
           για τούτη την απάτη.
           Ποια νεφρά μπορούν ν’ ανθέξουν, στο σκληρό αυτό παιγνίδι;
           και ποιά μέση θα κράτηση, ποια ψυχή και ποιό αρχίδι;
           ποιο θ’ ανθέξη κωλονούρι, πού με δύναμι τεντώνει,
           το πρωί να μη πλακώνη;
Κιν:   (επί της κλίνης) Ζεύ πατέρα! δεν αντέχω!
          τί τινάγματα πού έχω!
ΧΓερ: Να, τί σου φτιασεν ακόμα
          η αχρεία και η βρώμα!
Χ.Γν: Ναί, μα είνε φιλενάδα όλο χάρη κι όλο γλύκα.
Κιν:  (εγειρόμενος της κλίνης)
          Βρε ποιά γλύκα! σιχαμένη και σαχλή πάντα τη βρήκα!
ΧΓερ: Ώ Ζεύ! ανεμοστρόβιλο γερό
          κι ένα τυφώνα στείλε καφτερό,
          κι ανέβασ’ τες με δύναμι τρανή
          ψηλά, σαν του αχύρου το κλωνί,
          και στριφογύρισε τες με οργή,
          και δώσ’ τους μια να πέσουνε στη γη,
          και να ‘ρθουνε με δύναμι πολλή
          να καρφωθούνε πάνω στη ψωλή!
(εισέρχεται κήρυκας και βρίσκει τον Πρόβουλο)
Κηρ:  Σε ποιά μεριά των Αθηνών θα βρώ τη γερουσία. 
          και που τα πρυτανεία; 
          θέλω ένα νέο να τους πω.
Πρβ:  Κι εσύ τι είσαι τάχα; 
          άνθρωπος ή δαιμόνιο της σκόνης είσαι;
Κηρ:  Χάχα! 
          πώχεις λαχάνου κεφαλή, κήρυκας έχω γίνει, 
          κι από τη Σπάρτην έφθασα εδώ γιά την ειρήνη.
Πρβ:  Καλό και τούτο πάλι,
          μα βλέπω δόρυ να κρατάς κάτ’ από τη μασχάλη.
Κηρ:  Μα το Θεό, καθόλου… μπα!…
Πρβ:                                                         Κι απ’ τη μεριά την άλλη
          γιατί γυρίζεις πάλι;
          Και κάτ’ απ’ τη χλαμύδα σου τ’ είν’ κείνο πού φουσκώνει;
          από το δρόμο τον πολύ μη έβγανες βουβώνι;
Κηρ:  Συ θάσαι, μα τον Κάστορα, γεροξεκουτιασμένος.
Πρβ:  Βρε σιχαμένε άνθρωπε! φτού! είσαι καβλωμένος!
Κηρ:  Όχι μα το Θεό! αυτό 
          μήτε να πής για χωρατό.
Πρβ:  Τότε λοιπόν, τί είν’ αυτό, πού βλέπω σα το στύλο;
Κηρ:  Ποιό; τούτο; είνε ξύλο
          σκυτάλη σπαρτιατική.
Πρβ:  (χειρονομών καταλλήλως)
          Όσο σκυτάλη είν’ αυτό, τόσο και τούτη πούν’ εκεί!
          Μα πες μου τήν αλήθεια συ, ωσάν γνωστή μου νάνε:
          Εκεί στη Λακεδαίμονα τα πράματα πώς πάνε;
Κηρ:  Όλα ορθά στην πόλι
          κι οι σύμμαχοι μας όλοι
          καβλώσανε κι εκείνοι
          γυρεύουν τη Πελλήνη!
Πρβ:  Πώς έτυχε η συμφορά να πέση σ’ όλους γενικώς ;
          Μη τύχη κι είνε πανικός;
Κηρ:  Καθόλου, πά! πά! δεν είν’ αυτό
          Νομίζω πως η Λαμπιτώ
          άρχισε πρώτη κι ύστερα όλες το ίδιο πράξανε,
          και όλες απ’ τα σκέληα τους, τους άντρες επετάξανε.
Κιν:   Και πώς περνάτε σείς λοιπόν;
Κηρ:                                                      Ωχ! υποφέρουμ’ όλοι.
          μερόνυχτα στή πόλη
          γυρίζουμε σκυφτοί-σκυφτοί,
          λες και φανάρι ο καθείς στα χέρια του κρατεί.
          Γιατί η γυναίκες θύμωσαν και νάζα κάνουν χίλια
          δεν θέλουν και ν’ αγγίξουμε της τρύπας τους τα χείληα,
          αν στην Ελλάδα όλοι μας και με την ίδια γνώμη,
          ειρήνη και φιλίωσι δεν κάμωμεν ακόμη.
Κιν:   Τώρα καταλαβαίνω,
          πώς η γυναίκες τώχουνε παντού συμφωνημένο.
          Τρέξε λοιπόν, μη κάθεσαι και η δουλειά η πρώτη σου
          στον κάθε πατριώτη σου
          πρέσβεις να πής να στείλη
          για την είρηνη γρήγορα, να γίνουμ’ όλοι φίλοι.
          Κι εγώ θα πω στους Βουλευτάς να φύγουν πρέσβεις άλλοι,
          και θα τους πείσω, δείχνοντας της πούτσας μου το χάλι!
Κηρ:  Ωραίο σχέδιο κι αυτό!
          φτερούγες κάνω και πετώ!
(απέρχονται)

                    ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ  ΔΥΟ ΧΟΡΩΝ (1014-1042)
 
ΧΓερ: Νάνε χειρότερο θεριό απ’ τη γυναίκα, δεν μπορεί
          ούτε τη φθάν’ η πάρδαλις, ούτ’ η φωτιά η φοβερή!
Χ.Γν:  Αφού μας ξέρεις συ εμάς
          γιατί μαζύ μας πολεμάς,
          που θάσουν πάντα φίλος μου καλός κι αγαπημένος;
ΧΓερ: Α δεν θα παύσω να μισώ των γυναικών το γένος.
Χ.Γν:  Να κάμης όπως αγαπάς μα εγώ δε θα θελήσω,
          θα σε παραμελήσω
          γιατί αν αποφάσισες γυμνός στους δρόμους να φανής.
          πούσαι για να γελά κανείς,
          θα ρθώ να ρίξω απάνω σου το ρούχο το δικό μου.
(ρίπτουν επί των γερόντων τα μικρά επανωφόρια των)
ΧΓερ: Δεν είν’ κακό είχα γδυθή απ’ τον πολύ θυμό μου.
Χ.Γν:  Και πρώτον έτσι φαίνεσαι σαν άντρας στην εντέλεια
          δεύτερον, σαν εντύθηκες, δεν είσαι πειά για γέλια,
          και αν ίσως συ δεν μ’ έκανες να σκάσω από γινάτι,
          ένα κουνούπι θα ‘βγαζα που σούχει μπή στο μάτι.
ΧΓερ: Γιά τούτο τώρα μ’ έτριβε το μάτι τόσην ώρα.
          Πάρε το δακτυλίδι μου και σκάλισέ το τώρα
          και το κουνούπι βγάλε μου εις την οργή να πάη
          γιατί έχει ώρα κάμποση πού με κατατσιμπάει.
Χ.Γν:  Έ, θα το κατορθώσω,
           μ’ όλο πού είσαι άνθρωπος διεστραμμένος τόσο.
(η κορυφαία του Χορού των Γυναικών, λαμβάνει το δακτύλιον του Κορυφαίου του Χορού των Γερόντων και καθαρίζει διά του δάκτυλου τον λίθο από τον οφθαλμόν του)
           Ώ Ζεύ! κουνούπι τρομερό σούχει χωθή στο μάτι
           δέν είν’ απ’ την Τρικόρυθο;
ΧΓερ:  Ησύχασα κομμάτι.
           Πηγάδι μέσα μ’ άνοιγε, καλό πού μούχεις κάμη!
           και τώρα ιδέ τα δάκρυα πού τρέχουν σα ποτάμι.
Χ.Γν:  Εγώ θα το σκουπίσω
           και, μ’ όλο πούσαι και κακός, θα ρθώ να σε φιλήσω.
ΧΓερ: Όχι να με φιλήσης!
Χ.Γν:  Μωρέ θα σε φιλήσω εγώ, θελήσης, δε θελήσης!
(αι Γυναίκες ορμούν και φιλούν τους Γέροντας δια της βίας)
ΧΓερ:  Έ, να σας πάρη η ευκή!
           για να χαϊδεύετε καλά, τόχετε τέχνη φυσική!
           και δεν ειπώθηκε κακά
           αυτό πού ακούμε τακτικά:
           “ούτε να ζή κανείς μπορεί με την πανούκλ’ αυτή μαζύ,
           ούτε χωρίς αυτή να ζή
“!
           Μα τώρα πειά πού κάναμε συνθήκη και ειρήνη,
           από τον ένα μας κακό στον άλλο δε θα γίνη.
           Και τώρα ας αρχίσουμε
           μαζύ να τραγουδούμε.

                               ΜΕΛΟΣ (ΣΤΑΣΙΜΟ) (1043-1071)
 
Χ.Γν:
  (αντιστροφή)
           Κακό δεν είχα εγώ σκοπό
           για τους πολίτες μας να πώ
           το εναντίο μάλιστα και κάτι παρά πάνω
           μόνο καλό εγώ θα ειπώ κι όλο καλό θα κάνω,
           γιατί αρκετά είνε τα κακά
           κι όλα τ’ αποτελέσματα πού φέρνουν τακτικά.
           Και αν θελήση χρήματα κανείς καμμιά φορά,
           γυναίκα ή άνδρας, μιά-δυό μναίς, ας το δήλωση καθαρά,
           γιατί έχουμε περσσότερα στης τσέπες κι όταν γίνη
           με το καλό ειρήνη,
           εκείνος, οπού σήμερα εγώ θα του δανείσω,
           ας μη το δώση πίσω.
           Έχουμ’ από τη Κάρυστο κάτι ανθρώπους ξένους
           πολύ καλούς και παστρικούς στο σπίτι μας φερμένους,
           τραπέζι σαν τους κάνουμε, έχ’ όσπρια φτιασμένα.
           και γουρουνάκι ένα,
           και κρεατάκι απαλό
           θα φάνε και πολύ καλό.
           Λοιπόν να ρθήτε σπίτι μου, τραπέζι σας προσμένει
           μα πρέπει νά ‘ρθετε πρωί και νά ‘σθε και λουσμένοι
           και σείς και τα παιδάκια σας νά ‘νε καλολουσμένα
           μα δίχως και κανένα
           στη πόρτα να ρωτήσης,
           σα νά ‘σαι μες στο σπίτι σου, γραμμή να προχώρησης,
           κι αν το τραπέζι δε το βρής, όπως θαρρείς, στρωμένο,
           θα βρής το μύλο σφαλιστό και το νερό κομμένο!

Δύο Ιαμβικές Σκηνές & Αναπαιστική Εισαγωγή η κάθε μία (1072-1188)

ΧΓερ:  Πρέσβεις έρχονται απ’ τη Σπάρτη, πού μεγάλα γένεια σέρνουν,
           και μπροστά παλούκια φέρνουν
           στα μεριά τους τεντωμένα,
           σαν αυτά όπου κρατούνε τα γουρούνια μας δεμένα.
(εισέρχεται αριστερόθεν χορός Λακεδαιμονίων)
           ‘Αντρες Λακεδαιμόνιοι! πρώτα σας χαιρετούμε,
            και δεύτερα, τί πάθατε πού έρχεσθε, ρωτούμε;
ΧΛακ:  Τί χρεία να το μάθετε με λόγια μας πολλά;
            Τί μας συμβαίνει κ’ ήρθαμε, το βλέπετε καλά.
ΧΓερ:   Πάθατε μια συφορά
            νευρωμένη τρομερά,
            κι από του Ερμή εκείνη
            πειό τρανή σας έχει γίνη.
ΧΛακ:  Δε λέγονται, μη τα ρωτάς.
            Τί κι αν τα λέμε; δεν κυττάς;
            Κάντε γρήγορα ειρήνη,
            κι όπως θέλετε να γίνη.
ΧΓερ:   Δε κυττάς και τους δικούς μας με τα χάλια τα δικά τους,
            όπου τα φορέματα τους
            σαν τους παλαιστάς σηκώνουν από πάνω απ’ την κοιλιά;
            είνε, φαίνετ’ η αρρώστια της γυμναστικής δουλειά!
(εισερχόμενος χορός Αθηναίων)
Χ.Αθ:  Ποιος θα μου πή πού βρίσκεται εκείν’ η Λυσιστράτη;
            είμαστε άντρες πειά εμείς ή σάτυροι βαρβάτοι;
ΧΓερ:   Κι αρρώστια τούτη πάλι
            είν όμοια με την άλλη
            Το πρωί, πού ξημερώνει,
            σας τινάζει; σας τεντώνει;
Χ.Αθ:   Μα τον Δία! μας συμβαίνει,
            κι είμαστε κατεστραμμένοι.
            Κι αν κανείς δεν κατορθώση
            για να μας συμφιλίωση,
            πες μου, ποιος δε θα τολμήση
            τον Κλεισθένη να γαμήση;
ΧΓερ:  Φρόνιμοι ας είσθε άντρες, πιάστε τα φορέματα σας,
            ρίχτε τα καλά μπροστά σας,
            μήπως σας ιδή κανένας Αθηναίος κουνενές
            από κείνους, όπου κόβουν των Ερμών της μπροστινές!
Χ.Αθ:(διευθετών τα ιμάτια του) Ώ, μα τον Δία, βέβαια, μιλείς με τα σωστά σου.
ΧΛακ: (ωσαύτως) Μα τους Θεούς, σωστά κι εγώ τα κατεβάζω, στάσου,
            καλά και που το μάθαμε.
Χ.Αθ:   Χαίρετε, άντρες Λάκωνες! πολύ κακά τη πάθαμε!
ΧΛακ: (Κορυφαίος προς έναν) Τι συφορά πολύχαρε κι αν μας είδαν έτσι
            καταγδαρμένο νάχουμεν αυτό το σκυλοπέτσι.
Χ.Αθ:   Λοιπόν ελάτε, Λάκωνες, να μας ειπήτε τώρα
            γιατ’ ήλθατε στη χώρα;
ΧΛακ:  Πρέσβεις για την ειρήνη.
Χ.Αθ:   Λαμπρά καθ’ ένας κι από μας πολύ σωστά τη κρίνει.
            Γιατί να μη φωνάξουμε λοιπόν τη Λυσιστράτη,
            οπού αυτή στο ζήτημα μπορεί να κάνη κάτι;
ΧΛακ:  Μα τους θεούς, καλέστε τη.
Χ.Αθ:   Δε φαίνεται για νάχη
            ανάγκη από προσκάλεσμα, να που ‘ρχεται μονάχη.
(η Λυσιστράτη κατέρχεται εκ της Ακροπόλεως εις την σκηνήν)
ΧΓερ:   Απ’ της γυναίκες τούτου του καιρού,
            γεια σου, εσύ, η πειό παλληκαρού!
            γίνου σεμνή, αχρεία, τρομερή,
            παμπόνηρη, καλή και τρυφερή,
            γιατί κι οι πρώτοι Έλληνες μπροστά σου
            έγειναν δούλοι απ’ τα θέλγητρα σου,
            και έρχονται σε σένα με χαρά τους
            να λύσης κάθε μια διαφορά τους.
Λυσ:    Είν’ εύκολον, αφού φωτιές ανάφτουν στο κορμί τους
            πού να της σβήσουν δεν μπορούν το αναμεταξύ τους!
            Γρήγορα θα διορθωθή και με καλό θα βγή.
            Πού είν’ η Συνδιαλλαγή;
(προσέρχεται μία εκ των γυναικών)
            Φέρε μου συ τους Λάκωνας με χέρι τρυφερό,
            κι όχι με την αυθάδεια, -οπού δεν χάνουνε καιρό
            οι άνδρες μας να δείξουνε- και ούτε με κακία,
            μα όπως πρέπει, φιλικά, σε φύσι γυναικεία.
            Μα κι αν κανέναν απ’ αυτούς τον βρής ασυγκατάβατον,
            απ’ τη ψωλή του τράβα τον!
(προς ετέραν γυναίκα)
            Φέρε τους Αθηναίους συ κι αν σ’ αρνηθούν το χέρι τους,
            πιάσ’ τους και συ και τράβα τους από τα ίδια μέρη τους.
(η πρώτη γυνή οδηγεί τον Κορυφαίον του Χορού των Λακεδαιμονίων. Η δε δευτέρα τον Κορυφαίον του Χορού των Αθηναίων, ους ακολουθούσιν οι λοιποί)
             ‘Αντρες Λακεδαιμόνιοι! σταθήτ’ εδώ κοντά μου,
             κι οι άλλοι σείς, ακούσατε τα λόγια τα δικά μου.
             Γυναίκα είμαι, βλέπετε, μα ‘χω γερό μυαλό,
             κι η κάθε μια ιδέα μου εβγήκε σε καλό,
             γιατί δεν μ’ αναπτύξανε ως σήμερα κακά
             τα λόγια τα γεροντικά,
             και γνώσεις μου ‘δωκαν πολλές
             η πατρικές η συμβουλές.
             Σαν έτυχε στα χέρια μου να είσθε μια φορά,
             θα σας μιλήσω φανερά
             και με χωρίς χατήρια:
             Τους ίδιους έχουμε βωμούς, τα ίδια ραντιστήρια,
             και όλ’ οι άνθρωποι μαζύ μας είδανε σαν αδελφούς
             στην Ολυμπία πάντοτε, στης Θερμοπύλες, στους Δελφούς
             και σ’ άλλα τόσα μέρη
             -να μη σας τα πολυλογώ-, πού ο καθένας ξέρει.
             Κι ενώ βαρβαρικός στρατός συγκεντρωμένος τώρα,
             πού σύμμαχο τον έχετε, βρίσκεται μες στη χώρα,
             σείς πάτε εναντίον σας τα όπλα σας να στρέφετε,
             και πόλεις καταστρέφετε!
             Έ το μισό του λόγου μου ετέλειωσ’ εδώ πέρα.
Χ.Αθ:    Κι εγώ εξεψωλιάστικα, κακή ψυχρή μου μέρα!
Λυσ:     Τώρα σε σας, ώ Λάκωνες, το λόγο μου θα φέρω:
             όπως κι εγώ το ξέρω
             κι εσείς το ξέρετ’ όλοι,
             ο Περικλείδας μια φορά ο Λάκωνας, στη πόλι
             των Αθηνών πως έφθασεν ωχρός και ικετεύοντας,
             και στους βωμούς εκάθησε στρατεύματα γυρεύοντας.
             Είχατε τότε πόλεμον εσείς με τη Μεσσήνη,
             μα και σεισμοί είχαν γίνη.
             Πήρε χιλιάδες τέσσαρες ο Κίμωνας οπλίτες
             και ήλθε και σας έσωσε και πόλι και πολίτες.
             Αφού λοιπόν τέτοιο καλό σας κάναμε, πώς τώρα
             σείς φέρνετε καταστροφές μες στη δική μας χώρα;
Χ.Αθ:    Μα το Θεό! μας αδικούν αυτοί, ώ Λυσιστράτη!
ΧΛακ:   Σας αδικούμε; μα κι εσείς εβάλατε στο μάτι
             έναν ωραίον κώλο
             και θαυμαστό και κάνατε γι’ αυτόν τον πόλεμ’ όλο.
Λυσ: (προς Αθηναίους) Μα κι εσάς τους Αθηναίους, τί θαρρείτε; θα θελήσω
             δίχως έλεγχο ν’ αφήσω;
             Δεν το ξέρετ’ εσείς τάχα, πώς οι Λάκωνες μια μέρα
             με τους δουλικούς χιτώνας εσκοτώσαν εδώ πέρα
             τους εχθρούς τους Θεσσαλούς,
             πού τους είχεν ο Ιππίας κι άλλους σύμμαχους πολλούς,
             κι έδωκαν ελευτεριά,
             με τα δόρατα μονάχοι πολεμώντας τα βαρηά;
             κι έτσι ο δήμος, πού του δούλου τον χιτώνα είχε βάλη,
             της ελευτεριάς τη χλαίνα ξαναφόρεσε και πάλι.
ΧΛακ:   Δεν είδα αγαθώτερη γυναίκα ως την ώρα.
Χ.Αθ:    Κι εγώ κομμάτι πειό καλό δεν είχα ιδή ως τώρα.
Λυσ:     Αφού λοιπόν τόσα καλά εδώσατε κι ελάβετε,
             πώς πολεμάτε; και γιατί την έχθρα δεν τη παύετε ;
             και πώς δε κατωρθώσατε να συμφιλιωθούμε;
             ποιό ήταν το εμπόδιο λοιπόν; για να το ιδούμε.
ΧΛακ:   Μα την ειρήνη σήμερα κι εμείς τη θέλουμ’ όλοι,
             φθάνει να ξαναπάρουμε τη στρογγυλή τη πόλι.
Λυσ:     Φίλε, ποιά πόλι στρογγυλή;
ΧΛακ:   Να, θέλουμε τη Πύλο
             όπου τη ψηλαφίζουμε τόσο καιρό.
Χ.Αθ:    Τον φίλο!
             Α, μα τον Ποσειδών μας, αυτό πού δεν θα γίνη.
Λυσ: (προς Αθηναίο) Όχι, καλέ μου, άφησε δική τους να απομείνη.
Χ.Αθ:    Τότε λοιπόν πού ταραχές θα κάνουμε μεγάλες;
Λυσ:     Αντί της Πύλου πάλι σείς ζητείτε πόλεις άλλες.
Χ.Αθ:    Καλά, τον Εχινούντα κι εγώ θα του ζητήσω,
             του κόλπου του Μαλιακού, πού έχει, τ’ από πίσω,
             τα τείχη τα Μεγαρικά, τα σκέληα όπως λένε…
ΧΛακ:   Μα όχι πάλι κι όλ’ αυτά πού θέλεις, λυσσασμένε!
Λυσ:     Αφήστε, δεν μας μέλει
             και τόσο για τα σκέλη.
Χ.Αθ:    Θέλω και γρήγορα τη γη γδυτός να την οργώσω.
ΧΛακ:   Και κοπριά προτήτερα να την καταφορτώσω.
Λυσ:     Έ, όλα θα τα φτιάσετε,
             φιλίες όταν πιάσετε.
             Μα όλ’ αυτά κι αν θέλετε να γίνουνε, σκεφθήτε,
             να πάτε στους συμμάχους σας τη σκέψι σας να πήτε.
Χ.Αθ:    Βρε, ποιους συμμάχους, αδελφή;
             εμάς μας γίνηκε καρφί!
             Και τί έχεις νομίση,
             πώς επειδ’ είναι σύμμαχοι δεν θέλουν το γαμήσι;
ΧΛακ:   Μα τους Θεούς! τί λες εκεί!
             το θέλουν φίλοι και δικοί!
Χ.Αθ:    Μα το Θεό! το θέλουνε κι αυτοί από τη Κάρυστο,
             που ‘ναι δικοί μας σύμμαχοι και μ’ εργαλείον άριστο.
Λυσ:     Πολύ σωστά. Τώρα λοιπόν καθαρισθήτε όλοι,
             και γρήγορα στην πόλι
             καθείς θα φιλοξενηθή
             απ’ της γυναίκες, μ’ ό,τι πεια μες στα καλάθια μας βρεθή.
             Και πίστιν αφού δώσετε και όρκον υψηλό,
             πάρτε της γυναικούλές σας να πάτε στο καλό.
Χ.Αθ:    Εμπρός πηγαίνομε λοιπόν.
ΧΛακ:                                                  Πηγαίνουμε όπου αγαπάς.
Χ.Αθ:    Ώ, μα τον Δία! γρήγορα όσο μπορείς να πάς.
(εξέρχονται όλοι, πλην του Χορού Γερόντων και Γυναικών)

         Μέλος (αντίστοιχο του 1043-71) (1189-1215)
 
ΧΓυν:
   Στρώματα διάφορα και πανωφοράκια
             και χρυσά κοσμήματα και φορεματάκια,
             μ’ ευχαρίστησι πολύ τα δωρώ στην αφεντιά σας
             να τα πάτε στα παιδιά σας
             και στην κάθε μια σας κόρη,
             όταν πεια θα μεγαλώσουν και θα γίνουν κανηφόροι.
             Μπήτε μες στο σπίτι μου σας παρακαλώ,
             κι ότι πραματάκι μου βρίσκετε καλό
             πάρτε το, θα σας το δώσω
             τίποτα δεν βρίσκεται σφραγισμένο τόσο,
             πού να μη μπορέσετε, έτσι δα να πιάσετε,
             κι όλες της σφραγίδες του να της κομματιάσετε
             κι όποιος τα ματάκια του τάχει ανοιγμένα
             πειό καλά από μένα,
             ας φορέση ό,τι τύχη
             κι από σβέρκο θα πιτύχη!
             Κι αν κανένας από σας δεν έχει σιτάρι,
             κι έχει δούλους και παιδιά, ας ερθή να πάρη,
             όλα θα τα βρή εμένα,
             και ψωμί μεγάλο νέο, και μικρά καλοψημένα.
             Κι όποιος από τούς φτωχούς στο φαί έχει την έννοια,
             ας ερθή στο σπίτι μου, φέρνοντας σακκιά πετσένια,
             κι o Μανής μου θα του βάλη
             το σιτάρι στο τσουβάλι.
             Μα σας λέγω καθαρά: μη στην πόρτα προχωρήτε
             κι απ’ τη σκύλα φυλαχθήτε.
 
                       Ιαμβική Σκηνή (1216-1241)
 
(εισέρχεται Αθηναίος όστις κτυπά θύραν οίκου τινός πλουσίου)
Αθ.Α: (κρούων τη θύρα) Ανοίξετε την πόρτα σείς!
Θυρωρός: (εξερχομένη και κρατούσα δάδα ανημμένη) Έ, συ! τραβήξου πίσω!
             Θ’ απλώσω τη λαμπάδα μου και θα σε τσουρουφλίσω.
             Θα είνε κι ενοχλητικό να βγω στο μέσο της σκηνής
             με τη λαμπάδα που κρατώ και να καή μ’ αυτή κανείς,
             μ’ αν το θελήσετε ποτέ
             έ, θα το κάνουμε κι αυτό για χάρι σας, ώ θεαταί!
ΧΓυν:    Το υποφέρνουμε κι εμείς.
Θυρ:(προς τον Α’ Αθηναίον και το χορό των Γερόντων) Θα φύγετε; θα πάψετε;
             φευγάτε, γιατί γρήγορα της τρίχες σας θα κλάψετε
(απειλεί διά της δαδός) φευγάτε, γιατ’ οι Λάκωνες πρέπ’ ήσυχα να φάνε
             κι ύστερα στης πατρίδες τους με το καλό να πάνε
(εισέρχονται ο Β’ & ο Γ’, Αθηναίοι)
Αθ.Β:    Τέτοιο τραπέζι σαν κι αυτό, δεν είδα ως την ώρα
             σε τούτη μας τη χώρα.
Αθ.Γ:    Ήσαν πολύ ευχάριστοι οι Λάκωνες, αλλά κι εσύ
             κι εγώ κι όλοι εμείς σοφοί, σοφοί συντρόφοι στο κρασί.
Β’ :       Χέμ, φυσικά, με το κρασί σοφοί κι εμείς να γίνουμε,
             σαν είμαστε ανόητοι της ώρες πού δεν πίνουμε.
             Οι Αθηναίοι αν πεισθούν, θα στέλνουμε στους ξένους
             τους πρέσβεις μεθυσμένους
             γιατί αν στην Λακεδαίμονα μας στείλουν τώρα εκεί,
             πάλι καβγά θα στήσουμεν αν πάμε νηστικοί
             μ’ αν είμαστε πιωμένοι,
             κανείς τα όσα θα μας πουν δεν θα καταλαβαίνη,
             κι αν δεν θα λένε τίποτε, θα νοιώθουμε πολλά
             και άλλ’ αντ’ άλλων.
             Κι έτσι πειά όλα θα πάν καλά.
             Μα κι αν από τον Αίαντα του Σοφοκλή αρχίση
             με τη πολεμική ωδή κανείς να τραγουδήση,
             ας πούμε ότι τραγουδεί της Κλειταγόρας της στροφές
             και το παραδεχόμαστε και παύουν κ’ η καταστροφές.
Η Θυρωρός & Α’ Αθηναίος:  Να τοι, πού έρχονται μαζύ.

                                       Έξοδος (1242-1320)
 
  (η Θυρωρός πρός τους Αθηναίους, που σπεύδουν να παρατηρήσουν δια της θύρας)
Θυρ:    Βρε μάγκες! δεν τραβάτε 
            στο δρόμο σας να πάτε;
Β’ Αθ:  Να, έρχονται.
(εξέρχονται εκ της οικίας οί Λακεδαιμόνιοι μετά των γυναικών των κι η Λυσιστράτη)
ΧΛακ:  (ο Κορυφαίος προς έναν) Πολύχαρε, θέλω να τραγουδήσω
            εδώ γιά όλους ώμορφα και να χοροπηδήσω.
            πάρε το φυσητήρί σου.
Β’ Αθ:   Ναί, πάρ’ το φυσητήρι,
             και του δικού σας του χορού, ώ Λάκωνες, οι γύροι
             αμέσως ας άρχίσουνε
             να μάς ευχαριστήσουνε. 
(είς εκ των Λακώνων συνοδεύει προς αυλόν την απαγγελίαν του Κορυφαίου)
ΧΛακ:   Μνημοσύνη! δός στους νέους 
             Σπαρτιάτας κι Αθηναίους
             κίνησι για το χορό,
             που μάς ξέρει από καιρό,
             όταν μ’ αθανάτους ίσοι
             με τα πλοία είχαν ορμήση
             και τους Μήδους πολεμούσαν
             στο Αρτεμίσιο και νικούσαν.
             Ο Λεωνίδας μου μ’ εμένα,
             με τα δόντια ακονισμένα,
             σαν τον κάπρο, έφθασε πρώτα,
             κι ο αφρός απ’ τον ιδρώτα
             στα σαγόνια μας ανθούσε
             κι ως τα σκέληα μας κυλούσε.
             Και οι Πέρσαι ήσαν μπροστά μου
             άπειροι, ως είδος άμμου.
             Έλα τώρα εσύ μ’ εμένα 
             ‘Αρτεμις, θεά παρθένα,
             που σκοτώνεις τα θηρία,
             της σπουδές και τη Φιλία,
             μα και την ειρήνη επίσης,
             για καιρό να τη κράτησης.
             Ας γενή φιλία τώρα
             όλο και με πλούσια δώρα,
             κι όχι λόγια πειά περίσσια
             τρυφερά κι αλεπουδίσια!
             Έλα, έλα συ μ’ εμένα,
             κυνηγέ, θεά παρθένα!
Λυσ:     Ε, όλα τώρα πάν’ καλά. Ο κάθε Λάκων ας ερθή, 
             να πάρη τη γυναίκα του κοντά της να σταθή,
             κι αυτή κοντά στον άντρα της κι αφού χορούς θα στήσουμε
             γι’ αυτή την καλορροίζικη συνθήκη που θα κλείσουμε,
             έ, τότε στους θεούς μαζύ όρκο μεγάλο πιάνουμε,
             αυτή την αμαρτία πειά να μη τη ξανακάνουμε.
Χ.Αθ.Κορυφαίος:
 Σύρε το χορό, της Χάρες κάλεσε μαζύ, ευχήσου  
             στ’ όνομα του Διονύσου.
             που με της Μαινάδες τρέχει
             και φωτιές στα μάτια του έχει,
             στον Απόλλωνα ευχήσου των χορών τον αρχηγό,
             στη Θεά τη κυνηγό,
             και στον Δία που ανάφτει,
             και βροντάει και αστράφτει,
             μα και στη συντρόφισσα του τη Θεά την ευτυχή,
             και στους δαίμονας ευχή,
             όπου δεν ξεχνούν εκείνοι,
             και για μάρτυρες σταθήκαν στη μεγάλη την ειρήνη,
             πού έχει γίνη στερεά
             απ’ της Κύπρου τη Θεά.
             Τραλαλαλά! εμπρός! παιάν!
             νίκη! ευοί! ευαί,! ευάν!
Λυσ:     Έλα τώρα, Σπαρτιάτη,
             να μας ξαναψάλης κάτι.
ΧΛακ:   Ώ μούσα εσύ Λακωνική!
             άφ’ τον Ταΰγετον εκεί,
             που είνε τόσο ευχάριστος κι έλα να ψάλης πρώτα
             Απόλλωνα και Αθηνά,
             και του Τυνδάρου τα παιδιά, πού παίζουνε παντοτινά
             στης όχθες του Ευρώτα.
             Έλα και πήδα ελαφρά μ’ εμάς να τραγουδήσουμε,
             τη Σπάρτη να υμνήσουμε,
             πού τόσο την ευφραίνουνε οι θεϊκοί χοροί,
             και τα ποδοκτυπήματα, όταν η κόρ’ η τρυφερή
             κοντά κοντά τα πόδια της κτυπά, σαν το πουλάρι,
             πηδώντας στού Ευρώτα μας το πράσινο χορτάρι,
             και τα μαλλιά της αρχινά
             ο άνεμος να τα κινά,
             όπως όταν χοροπηδούν κισσοστεφανωμένες
             η Βάκχες μεθυσμένες.
             Και πρώτη πρώτη στο χορό από της άλλες χώρια
             η κόρη μπαίν’ η πάναγνη της Λήδας η πανώρηα.
             Εμπρός! περόνη πέρασε και κάρφωσ’ την πλεξίδα,
             και κτύπησε τα χέρια σου, και σάν το λάφι πήδα!
             Εμπρός! και τώρα του χορού ας ακουσθούν οι κρότοι,
             και ψάλε απ’ όλες πρώτη
            την Αθηνά, πούνε θεά
            ανίκητη και κραταιά!…

                                           Τ Ε Λ Ο Σ

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *