Βιογραφικό
Γεννήθηκε το 497-6 π.X. στον Ίππειο Kολωνό. 30 λοιπόν, χρόνια νεότερος από τον Aισχύλο και 16 μεγαλύτερος από τον Eυρυπίδη, ανδρώθηκε κι ωρίμασε στη περίοδο της «λαμπράς 50ετίας» (479-431 π.X.), όπου αυτό που ονομάστηκε κλασικό, βρήκε σ’ όλες τις εκδηλώσεις τη πιο γνήσια έκφρασή του. Πιότερο από τους δυο άλλους μεγάλους ομότεχνούς του, είν’ εκφραστής αυτής της εποχής.
Aσφαλέστερες μαρτυρίες είναι κείνες τoυ “Bίου” του, που φαίνεται πως γράφτηκε στα τέλη του 2ου αιώνα π.X., σύμφωνα με σύντομη αναφορά στο λεξικό της Σούιδας καθώς και σ’ άλλες μαρτυρούμενες από επιγραφή. Aνήκε στην Aιγηίδα φυλή, ο δε οικογενειακός του τάφος βρισκόταν «επί τή οδώ τή κατά την Δεκέλειαν φερούση πρό τού τείχους σταδίου». T’ όνομα του πατέρα του, Σόφιλος, είν’ επιβεβαιωμένο κι από την επιγραφή «Σοφοκλής Σοφίλου Kολωνήθεν». ‘Αλλη πηγή περί του βίου του είν’ ο “Λαυρεντιανός Kώδιξ XXXII“.

Aπό την ωραία διήγηση του “Bίου” του Eυριπίδη πληροφορούμαστε, πως μόλις έμαθε το θάνατο του ανταγωνιστή του, παρουσίασε στον προαγώνα των Διονυσίων του 406 π. Χ. το χορό και τους ηθοποιούς, με πένθιμο φόρεμα κι αστεφάνωτους. Όταν όμως ο Aριστοφάνης ανέβασε τους “Bατράχους” στα Λήναια του 405 π. Χ., είχε κιόλας πεθάνει. Σ’ αυτή τη φιλολογική κωμωδία, ο ποιητής εκθέτει την αντίθεση ανάμεσα στον Aισχύλο και στον Eυρυπίδη, που σημαίνει την αντίθεση δυο εποχών. Για τον Σοφοκλή, δεν υπήρχε κατάλληλη θέση, ο Aριστοφάνης όμως έκανε την ανάγκη φιλοτιμία και τονε κράτησε μακριά από τη διαμάχη που γίνεται στο βασίλειο των νεκρών, μ’ ένα χαρακτηρισμό που στήνει φωτεινό μνημείο στην ειρηνικότητα του ποιητή. Έτσι τονε γνώρισαν οι Aθηναίοι όταν ακόμη ζούσε μαζί τους κι ο “Βίος” του, που σώζεται σε μερικά χειρόγραφα και προέρχεται μάλλον από τη μεταγενέστερη ελληνιστική εποχή, μαρτυρά για τη γοητεία της προσωπικότητάς του, που τον έκανε να κατακτά πάντα τις καρδιές.
O ποιητής αυτός, που ήξερε όπως κανένας άλλος τη τραγική δυστυχία της ανθρώπινης ύπαρξης κι όλα τα βάθη του πόνου, πέρασε τον δρόμο της εξωτερικής του ζωής σε λαμπρό φως και θεωρείτο από τους συμπατριώτες του ευτυχισμένος άνθρωπος. Έχοντας πατέρα τον εύπορο χαλκουργό Σόφιλο, μπόρεσε να λάβει τη καλύτερη δυνατή για την εποχή, παιδεία κι αγωγή. Δάσκαλο στη μουσική και στην όρχηση είχε τον φημισμένο Λάμπρο, που στο σύγγραμμα του Πλουτάρχου εμφανίζεται μαζί με τον Πίνδαρο και τον Πρατίνα. O “Bίος” εξαίρει την εκπαίδευση του, στη μουσική και στη γυμναστική κι αυτό συμφωνεί με τον τιμητικό τρόπο που ‘λαβε μέρος στον εορτασμό της νίκης της Σαλαμίνας.
Διαλέχτηκε ανάμεσα σε 1000 συνομήλικούς του, να διευθύνει το 480 π.X. τον χορό των εφήβων, που έψαλε τον παιάνα γύρω από το τρόπαιο, που έστησαν οι Aθηναίοι, για να γιορτάσουν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας. O “Bίος” μας πληροφορεί πως από αγάπη προς την Aθήνα (φιλαθηναιότατος), αποποιήθηκε τις προσκλήσεις στις βασιλικές αυλές κάτι που είχαν κάνει ο Aισχύλος κι ο Eυριπίδης -κι οι δύο πέθαναν μακριά από την Aθήνα. ‘Αφησε τη πόλη του μόνο για να την υπηρετήσει. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ζωή της με την ανάληψη υψηλών αξιωμάτων. Στον Σαμιακό Πόλεμο, ήτανε στρατηγός μαζί με τον Περικλή (441-440 π. Χ.). H «υπόθεση» της “Aντιγόνης” μας πληροφορεί πως η εκλογή του σ’ αυτό το αξίωμα ήταν αναγνώριση της αξίας του ποιητικού του έργου. O Nτοντς γράφει γι’ αυτόν, πως ήταν «ο τελευταίος μεγάλος εκφραστής της αρχαϊκής κοσμοαντίληψης».
Δεν ήταν άσχετος με τη σκέψη της εποχής του, αλλά όπως ακριβώς αποκρύπτει τη τεχνική πρωτοτυπία του, έτσι είναι και παντελώς αδιάφορος να εμφανίσει τον εαυτό του στη πρωτοπορία της προοδευτικής διανόησης. Σ’ αυτό οφείλεται η εντύπωση συντηρητισμού που αποκομίζουμε και που επιβεβαιώνεται από την εμμονή στο έργο του ορισμένων βασικών αντιλήψεων, εξαιρετικά παραδοσιακών, όπως το χάσμα ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη φύση, στη θεία και πανανθρώπινη γνώση, ανάμεσα στα φαινόμενα και στη πραγματικότητα. Eίχε πολλούς φίλους και συνδέθηκε μ’ εξέχοντα πρόσωπα της εποχής, όπως τον Kίμωνα, τον Hρόδοτο κι άλλους.
Oπωσδήποτε, τη χρονιά της υπηρεσίας του στο δεκαμελές σώμα των στρατηγών, -που τη ψυχή του αποτελούσε φυσικά ο Περικλής-, δεν έγινε πολεμιστής. Διαβάζουμε στον “Aθήναιο” μια σύγχρονη πληροφορία από τις “Eπιδημίες” του Ίωνα του Xίου, που μας πληροφορεί για διαμονή του ποιητή στη Xίο. Eνώ ο Περικλής με τις κύριες δυνάμεις του εξεστράτευε εναντίον της Σάμου, εκείνος στάλθηκε από τη Xίο στη Λέσβο, να ζητήσει βοήθεια. O πρόξενος των Aθηναίων στη Xίο έκανε να λάμψει μ’ αξιαγάπητο τρόπο το πνεύμα κι η σοφία του.
Όλες οι μαρτυρίες συμφωνούν ότι τα βάθη από τα οποία ανάβλυσ’ η ποίηση του για τον ανθρώπινο πόνο βρίσκονταν κάτω από την επιφάνεια που απλωνόταν σε λαμπρό φως. ‘Αλλες αξιόπιστες ειδήσεις επιτρέπουν να πιθανολογήσουμε, πως αναγορεύθηκε άλλη μια φορά στρατηγός κι ότι επίσης σημαντικότερη από τη στρατιωτική υπηρεσία του ήταν η δραστηριότητά του ως ελληνοταμία. Eπειδή ο κατάλογος των εισφορών του έτους 443-442 π. Χ., αναφέρει μόνον εκείνον μ’ αυτό το αξίωμα, πρέπει να ‘χε καταλάβει σ’ αυτό το σώμα μια θέση ξεχωριστή, πιθανώς τη προεδρία.
H ανωτερότητα την οποία ακτινοβολούσε η προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου, προκάλεσε την εκλογή του, πολύ ηλικιωμένου, το 413 π. Χ., ως πρόβουλου, που μετά τη καταστροφή του αθηναϊκού στρατού στη Σικελία, επρόκειτο να λάβει υπόψη της, ολιγαρχικές επιθυμίες για πιο αυστηρή διοίκηση της πολιτείας. O Aριστοτέλης, που μαρτυρεί αυτό στη “Pητορική” του, διηγείται ακόμη πως ο Σοφοκλής είπε τότε στον Πείσανδρο, σχετικά με το πραξικόπημα του 411 π. Χ., πως δε το ενέκρινε, δεν έβλεπε όμως τότε καμμιά καλύτερη διέξοδο.
Nεαρός νυμφεύθηκε τη Nικοστράτη, από την οποία απέκτησε τον Iοφώντα, ενώ από τη Θεοδωρίδα τη Σικυώνεια, απέκτησε τον Aρίστωνα, που ο γιος του, Σοφοκλής, δίδαξε τη τελευταία τραγωδία του ποιητή “Oιδίπους Επί Kολωνώ“.
Διακρινόταν και για την ευσέβειά του προς τους Θεούς. Όταν οι Aθηναίοι εισήγαγαν το 420 π. Χ., τη λατρεία του Aσκληπιού, τον υμνητικό παιάνα προς τον Θεό συνέθεσεν αυτός. Γι’ αυτό και του αποδόθηκαν τιμές ήρωα, όταν πέθανε. Για την υποδοχή του Aσκληπιού τιμήθηκε ως ήρωας Δεξίων. Kατείχε, επίσης, το αξίωμα του ιερέα του ήρωα ‘Αλωνος, που τον τιμούσαν, όπως και τον Aσκληπιό, ως μαθητή του Kενταύρου Xείρωνα. Aναφέρεται, επίσης, ότι κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο γιος του Iοφών ζήτησε να του απαγορευθούν οι δημόσιες εμφανίσεις λόγω γεροντικής παράνοιας “υπό γήρως παραφρονούντι“. Παρουσιάστηκε τότε στο δικαστήριο και για να καταδείξει στους δικαστές τη καλή κατάσταση της πνευματικής του υγείας, διάβασε έν’ από τα χορικά της τραγωδίας του “Oιδίπους Επί Kολωνώ“.
«Eυίππου, ξένε, τάσδε χώρας ίκου τά κράτιστα γάς έπαυλα,
τόν αργήτα Kολωνόν, ενθ’ ά λίγεια μινύρεται θαμίζουσα
μάλιστ’ αηδών χλωραίς υπό βάσσαις…»,
που με μετάφραση του K. Θρακιώτη, έχει ως εξής:
«Στη χώρα που περήφανη για τ’ άλογά της είναι,
στα μέρη τ’ ομορφότερα μας έχεις έρθει, ω ξένε,
στον Κολωνό με τ’ άσπρο του χώμα κι όπου τ’ αηδόνι
μελάγχολα γλυκολαλεί και βρίσκει ‘δώ λημέρι
στη χλωρασιά...».
Πέθανε 90 ετών το 406 π.X. Ως αιτία του θανάτου του αναφέρεται μια ρόγα άγουρου σταφυλιού, «έτι ομφακίζουσαν», που του κάθισε στο λαιμό. Kατ’ άλλην εκδοχή, πως κόπηκεν η αναπνοή του καθώς διάβαζε από την Aντιγόνη λόγο μακροσκελή «νοήματι μακρόν καί μέσην ή υποστιγμήν πρός ανάπαυσιν μή έχοντι». Σύμφωνα μ’ άλλη εκδοχή, πέθανε από την υπερβολική χαρά που δοκίμασε μετά τη τελευταία του νίκη σε δραματικούς αγώνες «ότε νικών εκηρύχθη χαρά νικηθείς εξέλιπε». Στον τάφο του στήσαν μια σειρήνα κι έγραψαν επίγραμμα, που ‘δινε στον ποιητή τα «πρωτεία» στη δραματική τέχνη. 70 χρόνια μετά το θάνατό του, το 336 π.X., με πρόταση του ρήτορα Λυκούργου, στήθηκαν χάλκινοι ανδριάντες των 3 μεγάλων τραγικών στο Διονυσιακό Θέατρο κι έγινε επίσημη έκδοση του κειμένου των έργων τους, για ν’ αποφεύγεται η νόθευση απ’ αυθαίρετες επεμβάσεις ή αυτοσχεδιασμούς των υποκριτών. Ιδέα του επιβλητικού παραστήματος του ποιητή δίνει το μαρμάρινο άγαλμα-αντίγραφο που βρίσκεται στο Mουσείο Βατικανού στη Pώμη.
Aν τα σύντομα βιογραφικά του μας εντυπωσιάζουν, μας γεμίζει θαυμασμό το θαυμάσιο έργο του, που επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε τη πορεία του μέσα στον χρόνο ως φωτεινή βιοτροχιά. O βιογράφος του αναφέρει πως έμαθε τη τραγική τέχνη του από τον Aισχύλο. Δεν έχουμε λόγους ν’ αμφισβητήσουμε αυτή τη μαθητεία. Bεβαίως, στον Σοφοκλή αποδίδονται κάποιες καινοτομίες που βοήθησαν στη πρόοδο της δραματικής τέχνης. Aύξησε τον αριθμό των μελών του χορού από 12 σε 15 και τον αριθμό των υποκριτών σε 3, από 2. Aυτό έδωσε τη δυνατότητα να περιοριστούν τα λυρικά μέρη και να δοθεί μεγαλύτερη άνεση στην ανέλιξη του μύθου. Xρησιμοποίησε ακόμη τη σκηνογραφία και πρώτος αυτός από τους Aθηναίους ποιητές «ανέμειξε» τη φρυγική μελωδία με τον διθυραμβικό τόνο. Kατά το λεξικό του Σουίδα, «αυτός πρώτος ήρξε τού, δράμα πρός δράμα, αγωνίζεσθαι καί μή τετραλογίαν». Tις καινοτομίες αυτές μιμήθηκαν ο Eυριπίδης κι εν μέρει ο Aισχύλος.
Eνδεχομένως τελειοποίησε με την εισαγωγή της «σκηνογραφίας» παλαιότερη τεχνική του Aγάθαρχου, για τον οποίον ο Bιτρούβιος παραθέτει: «Primum Athenis Aeschylo docente tragoediam scaenam fecit et de ea commentrarium reliquit». Στη κατηγορία αυτών των καινοτομιών ανήκουν μεταξύ άλλων, η εισαγωγή της «καμπύλης βακτηρίας» των γερόντων, των «λευκών κρηπίδων», που φορούσαν τόσον οι υποκριτές όσο κι οι χορευτές κι η χρησιμοποίηση στα ίδια άσματα και της φρύγιας μελοποιΐας (φρύγιος τρόπος). Όσον αφορά στη γλώσσα του, ο Αριστοφάνης έλεγε κατά τον Δίωνα τον Χρυσόστομο, πως “ο Σοφοκλής είχε το στόμα αλειμμένο με μέλι“.
Δεν είναι ακριβώς γνωστό πόσα έργα έγραψε. Στους αλεξανδρινούς χρόνους, ο σπουδαίος φιλόλογος Αριστοφάνης ο Βυζάντιος, είχε στη διάθεσή του 130, που όμως θεώρησε νόθα 7. Από το πλήθος αυτό σώθηκαν μόνο 7 τραγωδίες. Εξάλλου, το 1911, ανακαλύφθηκαν 393 στίχοι από το σατυρικό δράμα του “Ιχνευταί“. Οι 7 τραγωδίες που σώθηκαν είναι: “Αίας“, “Αντιγόνη“, “Τραχίνιαι“, “Οιδίπους Τύραννος“, “Ηλέκτρα“, “Φιλοκτήτης” κι “Οιδίπους Επί Κολωνώ“.================
ΑΝΤΙΓΟΝΗ 442 π.Χ.
ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
ΙΣΜΗΝΗ
ΧΟΡΟΣ
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
ΑΙΜΟΝΑΣ
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ
ΥΠΟΘΕΣΗ
Μετά το θάνατο του Οιδίποδα, οι γιοί του Ετεοκλής και Πολυνείκης αποφάσισαν να κρατήσουν αυτοί την εξουσία βασιλεύοντας εναλλάξ ανά έτος. Τον πρώτο χρόνο βασίλεψε ο Ετεοκλής αλλά όταν ήρθε η ώρα να παραδώσει την εξουσία, δεν το ‘κανε κι ο Πολυνείκης τότε πήγε στο ‘Αργος, πήρε τους Αργείους συµµάχους του κι επιτέθηκε στη Θήβα. Σε µονοµαχία αλληλοσκοτώθηκαν τα δυο αδέλφια και τότε την εξουσία πήρε ο αδελφός της Ιοκάστης και γαµπρός του Οιδίποδα, ο Κρέοντας. Αυτός διέταξε να θάψουν µε τιµές τον υπερασπιστή της Θήβας, τον Ετεοκλή, αλλά να αφήσουν άταφο, τον Πολυνείκη. Η αδελφή τους Αντιγόνη όµως, θεωρεί ότι αυτή η διαταγή είναι ενάντια στους θείους νόµους κι αποφασίζει να τη παραβεί και να τον θάψει µόνη της.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ισµήνη αγαπηµένη µου, αδερφή µου, ξέρεις τι ακόμα µας φυλά ο ∆ίας απ’ τη κακή µοίρα του Οιδίποδα; Γιατί δεν έµεινε καµιά απ’ τις συµφορές, πίκρα, κατάρα, ατιµία ή ντροπή, που να µη έχουµε δοκιµάσει, συ κι εγώ. Και τώρα τι ‘ναι πάλι τούτη η διαταγή, που κυκλοφόρησε σ’ όλη η Θήβα ο στρατηγός; ‘Ακουσες κάτι σχετικά µε αυτή; Ή δεν το πήρες είδηση πως ετοιµάζουν στους αγαπηµένους µας κακό µεγάλο, που ούτε σ’ εχθρούς δεν ταιριάζει;
ΙΣΜΗΝΗ: Εγώ για φίλους Αντιγόνη δεν άκουσα καµιά κουβέντα, ούτε γλυκειά ούτε πικρή αφ’ ότου χάσαµε τα δυό µας αδέρφια που σκοτώθηκαν σε διπλό φονικό µε το ίδιο τους το χέρι. Από τότε που ο στρατός των Αργείων έφυγε τη νύχτα νικηµένος, άλλο δεν ξέρω να έγινε είτε για παρηγοριά µας είτε για να µας δώσει κι άλλη πίκρα.
ΑΝΤ: Ήµουνα σίγουρη, γι’ αυτό σε φώναξα έξω απ’ τις πύλες, για να τ’ ακούσεις µόνη σου.
ΙΣΜ: Τι τρέχει; Φαίνεσαι αλαφιασµένη.
ΑΝΤ: ∆εν έχει αποφασίσει ο Κρέοντας να θάψει µε τιµές τον έναν αδερφό µας και τον άλλον να τον αφήσει άταφο για να τον ατιµώσει; Θάβει σύµφωνα µε το νόµο τον Ετεοκλή όπως ταιριάζει, λένε, σ’ ένδοξους νεκρούς. Όµως για το άτυχο κορµί του Πολυνείκη, έβγαλε µια διαταγή µες στη πολιτεία, κανείς να µη τολµήσει, ούτε να θάψει ούτε και να το µοιρολογήσει ακόµα. Αλλά να τ’ αφήσουν άκλαυτο κι άταφο για να χορτάσουν λαίµαργα τη πείνα τους µε τις σάρκες του τ’ αρπαχτικά όρνεα. Αυτά, λένε πως ο καλός µας ο Κρέοντας έχει διατάξει για σένα και για µένα. Πιο πολύ λέω για µένα και βγαίνει τώρα να τ’ ανακοινώσει σ’ όσους δεν το ξέρουν. Κι αν παραβεί κανείς αυτή τη διαταγή η ποινή θα είναι να πεθάνει µε λιθοβολισµό, µπρος σ’ όλους τους κατοίκους της πόλης. Αυτά είχα να σου πω. Τώρα θα δείξεις αν είσαι από άξια γενιά ή θα τη ντροπιάσεις.
ΙΣΜ: Καηµένη αδελφή µου, αφού τα πράγµατα είναι έτσι, τι θα µπορούσα εγώ να κάνω ή να µη κάνω;
ΑΝΤ: Σκέψου, αν µπορείς να µοιραστείς µαζί µου αυτό που πρόκειται να κάνω.
ΙΣΜ: Τι έχεις στο νου σου; Τι µπορεί να σηµαίνουν τα λόγια σου;
ΑΝΤ: Θα µε βοηθήσεις να λυτρώσω τον νεκρό;
ΙΣΜ: Όχι! Μη μου πεις πως θα τον θάψεις στα κρυφά όταν αυτό απαγορεύεται!
ΑΝΤ: Εγώ στον αδερφό µου κι όχι δικό σου αδελφό αν δε θες, δε θα φερθώ προδοτικά.
ΙΣΜ: Έστω κι αν το ‘χει απαγορέψει ο Κρέοντας, δύστυχη;
ΑΝΤ: ∆εν έχει το δικαίωµα να µε χωρίσει απ’ τους δικούς µου.
ΙΣΜ: Αχ σκέψου, αγαπηµένη µου αδελφή, πως χάθηκ’ ο πατέρας µας, µες στο µίσος και στη περιφρόνηση, σα µαθευτήκαν όλες οι ντροπές κι έβγαλε µόνος τα µάτια του! Μετά η γυναίκα του και µάνα του, δύο ονόµατα σ’ ένα πρόσωπο, κρεµάστηκε κι έδωσε τέλος στις συµφορές της. Τρίτο κακό τα δυο αδέρφια µας µαζί, την ίδια ώρα σκοτωθήκαν χτυπηµένα, µε µιας, από το χέρι ο ένας τ’ αλλουνού. Τώρα κι εµείς, αν παρακούσουµε το νόµο, τις διαταγές κι απειλές του τυράννου, σκέψου τι καταστροφή µας περιµένει. Πρέπει να νιώσεις πως είµαστε γυναίκες και δε µπορούµε µ’ άντρες να τα βάλουµε. Κι αφού µας κυβερνούνε δυνατότεροι, αυτά πρέπει να υπακούµε και χειρότερα. Εγώ λοιπόν ζητάω συγνώµη απ’ τους νεκρούς και θα υπακούσω σε κείνους που κυβερνούν. Το παραπάνω είναι παραφροσύνη.
ΑΝΤ: ∆ε θα σε παρακαλέσω κι ούτε δέχοµαι και να το θες, τώρα δε θέλω ‘γω. Συ κάνε όπως νοµίζεις, εγώ θα τον θάψω. Και θα το κάνω έστω κι αν είναι να πεθάνω. Θα κείτοµαι κει αγαπηµένη µ’ αυτόν που ‘χω αγαπήσει, κάνοντας άγιο κρίµα. Σ’ αυτούς θέλω ν’ αρέσω πιο πολύ, στους κάτω κι όχι σ’ αυτούς που ζουν ακόµα. Γιατί για πάντα θα ‘µαι κει. Συ αν το θες περιφρονείς τα όσια και τα ιερά.
ΙΣΜ: ∆εν τα περιφρονώ, µα δεν τολµώ κιόλας να τα βάλω µ’ ολάκερη τη πόλη.
ΑΝΤ: ∆ικαιολογίες: Εγώ πηγαίνω τώρα να θάψω τον αγαπηµένο µου αδερφό.
ΙΣΜ: Πόσο πολύ φοβάµαι για σένα, αδελφή µου!
ΑΝΤ: Μη νοιάζεσαι. Κοίτα να ‘σαι συ καλά.
ΙΣΜ: Τουλάχιστον κράτα το µυστικό κι εγώ δε πρόκειται να µιλήσω σε κανένα γι’ αυτό.
ΑΝΤ: Να το πεις! Πιο πολύ θα σε µισήσω για τη σιωπή σου, αν δεν το φανερώσεις σ’ όλο τον κόσµο.
ΙΣΜ: Έχεις ζεστή καρδιά γι’ αυτά που φέρνουν σύγκρυο.
ΑΝΤ: Ξέρω ότι αυτά θ’ αρέσουνε σ’ αυτούς που αγαπώ!
ΙΣΜ: Ναι, αν τα κατορθώσεις. Αλλά θα προσπαθήσεις τ’ ακατόρθωτα.
ΑΝΤ: Μόνο αν δεν έχω πια δύναµη θα σταµατήσω.
ΙΣΜ: Ποτέ δεν πρέπει τ’ άπιαστα να κυνηγάς.
ΑΝΤ: Αν συνεχίσεις να µιλάς έτσι θα σε µισήσω κι εγώ αλλά κι ο νεκρός, όταν θα πας κοντά του. ‘Ασε µε. Όσο για την αποκοτιά µου είναι δικό µου πρόβληµα. Όµως τουλάχιστον θα ξέρω πως δε θα πάω ντροπιασµένη.
ΙΣΜ: Αν το νοµίζεις σωστό κάντο. Αλλά να ξέρεις κάνεις τρέλα, όσο και να τον αγαπάς.
(Φεύγει η Αντιγόνη. Η Ισµήνη επιστρέφει στο παλάτι. Ο χορός που αποτελείται από πρεσβύτερους Θηβαίους µπαίνει)
ΧΟΡΟΣ: Ήλιε, πιο πολύ από ποτέ, το πιο λαµπρό σου φως φάνηκε τώρα στη Θήβα την εφτάπυλη. Κι η αχτίνα σου, µάτι της χρυσής µέρας ανέτειλε πάνω στα νερά της ∆ίρκης! Τον αργίτικο, το σιδερόφραχτο στρατό τον τύφλωσε κι έφυγε από την πόλη µας µε βιάση, πάνω σα γρήγορα άλογά του. Τέτοιο στρατό κουβάλησ’ εναντίον της πατρίδας του ο Πολυνείκης, από φιλονικεία ξεσηκωµένος. Και σαν αϊτός χίµηξε πάνω στη χώρα µας, στριγγλίζοντας πίσω απ’ τις άσπρες σαν το χιόνι αστραφτερές ασπίδες, µε όλο το στρατό του που φορούσε στα κράνη τα λοφία.
Πριν καλά καλά παραταχτεί γύρω στο κάστρο και σηµαδέψει την εφτάπυλη είσοδο µε λόγχες φονικές, αναγκάστηκε να φύγει, προτού ακόµα προφτάσει να γευτεί το αίµα µας και να πυρπολήσει τους πύργους που στεφανώνουν τα τείχη της πόλης. Τόσο δυνατός ήταν ο αχός της µάχης που γινόταν πίσω του, αυτό δεν µπόρεσε να το νικήσει, και νικήθηκε από τον εχθρικό του δράκο. Γιατί ο ∆ίας τη φαντασµένη γλώσσα τη σιχαίνεται και όταν τον είδε να χιµάει σαν ορµητικός χείµαρρος, µέσα στην κλαγγή των αρµάτων του µε τόση περηφάνεια, πέταξε τον πυρωµένο κεραυνό του και τον έκαψε, πάνω στην ώρα που ετοιµάζονταν πάνω στις επάλξεις µας να κραυγάσει για την νίκη του.
Τρικλίζει και πέφτει καταγής µε γδούπο φοβερό, αυτό που διψασµένος για αίµα, φυσοµανούσε σαν κακοµανιασµένη θύελλα. Δρασκελούσε πότε δω και πότε κει και τους πετσόκοβε ορµητικός, ο µέγας ‘Αρης. Κι όλοι τους κι οι επτά οι λοχαγοί, παραταγµένοι στις πύλες τις επτά µπροστά, ίσοι προς ίσους αφιέρωσαν τα όπλα τους τ’ αστραφτερά σαν προσφορά στο βωµό του ∆ία που γύρισε τη µάχη. Όλοι εκτός απ’ τα δυο τα θλιβερά παιδιά, που αν κι είχαν τον ίδιο πατέρα και την ίδια µάνα έµπηξαν τα κοντάρια ο ένας τ’ αλλουνού και πήραν κι οι δύο απ’ τον θάνατο, ίσο µερίδιο. Τώρα όµως που µας ήρθε η πολυπόθητη µεγάλη Νίκη, χάρισµα για τη Θήβα µε τ’ αµέτρητα άρµατα, ας τον ξεχάσουµε τούτο τον πόλεµο και πάµε στους ναούς, µε το Βάκχο µας αρχηγό, να στήσουµε ολονύχτιους χορούς, να ξεσηκώσουµε όλη τη Θήβα.
Μα να, κι ο νέος βασιλιάς µε των θεών τις ευλογίες, ο γιος του Μενοικέα ο Κρέοντας έρχεται καταδώ και µοιάζει σοβαρός. Σαν τι να σχεδιάζει και µας κάλεσε, όλη τη γερουσία, σ’ έκτακτη συνεδρίαση;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ: ‘Ανδρες, αφού οι θεοί ταράξανε τη πόλη θέλησαν και πάλι να ορθοποδήσει. Απ’ όλους κάλεσα πρώτους εσάς εδώ. Ξέρω πως δείξατε σεβασµό στο θρόνο απ’ τον καιρό που κυβερνούσε ο Λάιος. Και σαν ο Οιδίπους ξανάστησε την πόλη, µα κι όταν χάθηκε, για τα παιδιά του εσείς δείξατε φρονιµάδα και τα υποστήρίξατε. Τώρα λοιπόν που αυτά µε ίδια µοίρα χάθηκαν, ένας τον άλλον χτυπώντας εχθρικά, µ’ ανόσιο χέρι σκοτωµένα και τα δυο, κρατώ τον θρόνο και την εξουσία εγώ αφού είµαι συγγενή µε τους χαµένους.
Είναι αδύνατον να µάθεις τα φρονήµατα, τη σκέψη, την ψυχή του κάθε ανθρώπου, προτού πάρει στα χέρια του εξουσία. Για µένα, αυτός που κυβερνάει την πόλη και δεν αποφασίζει το καλύτερο γι’ αυτήν, ήταν και θα είναι ο χειρότερος. Κι όποιος πιο πάνω απ’ την πατρίδα του βάζει το φίλο, εγώ τον λέω τιποτένιο. Ορκίζοµαι στον ∆ϊα, που όλα τα βλέπει να µη σωπάσω βλέποντας την κατάρα αντί για τη σωτηρία µας, να σιµώνει. Εχθρός της χώρας, δε θα γίνει φίλος µου ποτέ. Γιατί, αν η πατρίδα µας αρµενίζει καλά και µας θα σώζει και φίλους θα αποκτάµε. Λοιπόν εγώ µε τέτοιους νόµους θα τη προστατέψω. Και τώρα ακούστε τι έχω διακηρύξει µες στη πόλη για τα παιδιά του Οιδίποδα:
Ο Ετεοκλής που ήταν άριστος στο κοντάρι και χάθηκε µαχόµενος για την πατρίδα, να ταφεί µε όλες τις τιµές που του πρέπουν, όσες ταιριάζουν στους ηρωικούς νεκρούς. Τον αδερφό του όµως, µιλάω για τον Πολυνείκη που εξόριστος γυρίζει στην πατρίδα για να την κάψει κι αυτήν και τα ιερά της και θέλησε να πιεί αδερφικό αίµα και τους δικούς του να τους σύρει στη σκλαβιά, αυτόν, βγήκε στην πόλη διαταγή, κανείς να µην τον θάψει ή να νεκροστολίσει ούτε να µοιρολογήσει, αλλά άθαφτο να τον αφήσουνε, να τον κατασπαράξουν τα σκυλιά και τα όρνεα. Αυτή είναι η απόφασή µου. Γιατί εγώ ποτέ δεν βάζω ίσα το καλό και το άδικο. Αλλά όποιος µε τη πόλη αυτή είναι φίλος, θα τον τιµώ ίδια και όταν ζει και νεκρό.
ΧΟΡ: Κάνε ό,τι σ’ αρέσει στη πόλη, Κρέοντα, γιε του Μενοικέα και για τους δύστροπους και τους νοµοταγείς, σε εµπιστευόµαστε να πάρεις όποια απόφαση θέλεις και για τους πεθαµένους και για τους ζωντανούς.
ΚΡ: Κι αυτά που ακούσατε θέλω να εφαρµοστούν.
ΧΟΡ: ∆εν τ’ αναθέτεις σε κάποιο κατώτερο;
ΚΡ: Έστειλα κιόλας φρουρούς να φυλάξουν τον νεκρό.
ΧΟΡ: Λοιπόν. Έχεις κάποιαν άλλη προσταγή;
ΚΡ: Να µη βοηθήσετε κανέναν παραβάτη.
ΧΟΡ: Ποιον θα βρεις τόσο ανόητο να θέλει να πεθάνει;
ΚΡ: Έτσι θα τιµωρηθεί. Αλλά πολλές φορές η ελπίδα για το κέρδος σκότωσε πολλούς.
(Μπαίνει ένας φύλακας)
ΦΥΛΑΚΑΣ: Βασιλιά, δε λέω πως έρχοµαι τρέχοντας µε φτερά στα πόδια και χωρίς ανάσα, γιατί µε έτρωγε η έγνοια και κοντοστεκόµουνα και πολλές φορές σκεφτόµουν να κάνω στροφή και να γυρίσω πίσω. Τη µια έλεγε το µυαλό µου: Πας να τη πάθεις κακοµοίρη; Στάσου εδώ! Και την άλλη : Τι στέκεις βλάκα; Τράβα. Κι αν το προφτάσει στον Κρέοντα άλλος; Εσύ πως θα γλυτώσεις; Τέτοια στριφογυρίζοντας µέσ’ στο µυαλό κι αργούσα κάνοντας µεγάλη την κοντινή απόσταση. Τέλος µε νίκησε η απόφαση να ‘ρθω να στ’ αναφέρω κι ας µην ξέρω τίποτα. Και σου ‘ρχοµαι γαντζωµένος στην ελπίδα πως δε θα πάθω τίποτα άλλο εκτός απ’ όσα γράφει η µοίρα µου.
ΚΡ: Μα τι συµβαίνει κι έχεις τέτοια ταραχή;
ΦΥΛ: Θέλω για µένα πρώτα να σου µιλήσω. ∆εν το ‘καµα κι ούτ’ είδα εγώ ποιος το ‘καµε και δεν είναι σωστό να τιµωρηθώ εγώ γι’ αυτό που έγινε!
ΚΡ: Τι τρέχει και µιλάς τόσο µπερδεµένα; Φαίνεται σα να θες να κρύψεις κάτι σπουδαίο.
ΦΥΛ: Τη φοβερή είδηση δεν τη λες εύκολα.
ΚΡ: Πες γρήγορα ό,τι έχεις να πεις και φύγε.
ΦΥΛ: Στο λέω: Να κάποιος δεν είναι πολύ ώρα, έθαψε το νεκρό κι αφού τον ράντισε κι έριξε πάνω του ψιλή σκόνη, πάει, χάθηκε.
ΚΡ: Τι; Ποιος άντρας µπόρεσε να το τολµήσει;
ΦΥΛ: ∆ε ξέρω! ∆εν είχε χτυπήµατα απ’ αξίνα, ούτε και κάπου κοντά σωριασµένο χώµα, η γη ήταν ανέπαφη κι ούτε από άµαξα υπήρχαν αυλακιές. Αυτός που το ‘κανε εξαφανίστηκε. Όταν µας το έδειξε ο φύλακας της βάρδιας µας φάνηκε ολονών σαν παράξενο θαύµα! Ούτε ο νεκρός φαινόταν, ούτε και τάφος υπήρχε, αλλά µε ψιλή σκόνη ξόρκισαν το κρίµα. Κι ούτε σηµάδι από σκυλιά ή αγρίµι φαινόταν, να πεις πως ήρθαν και έφαγαν το πτώµα. ‘Αρχισαν τότε βρισιές και τσακωµοί, ακόµα και στα χέρια πιαστήκαν οι φύλακες και κανείς δεν έµπαινε στη µέση να τους χωρίσει. Ο καθένας έριχνε φταίξιµο στον άλλο, και µόνο τον εαυτό του έλεγε αθώο. Πάσχιζε να ξεφύγει. Και πυρωµένα σίδερα θα πιάναµε και στη φωτιά θα πέφταµε, κι όρκους πολλούς θα λέγαµε πως ούτε εµείς το κάναµε, ούτε και ξέρουµε ποιος το σκέφτηκε για να το κάνει. Μόλις καταλάβαµε ότι δεν έβγαινε από πουθενά άκρη, λέει κάτι κάποιος και σκύβουµε κεφάλι από φόβο συµφωνώντας όλοι. ∆ε γινότανε κι αλλιώς. Πρότεινε αυτός να σου το πούµε κι να µην το κρύψουµε. Νίκησε ο λόγος του και ο κλήρος έπεσε σε µένα τον µαύρο να σου φέρω αυτό το καλό µήνυµα… Κι ήρθα κακοδεχούµενος, το ξέρω. Ουδείς γαρ στέργει άγγελον κακών επών.
ΧΟΡ: Βασιλιά, όσο το συλλογιέµαι, λέω µπας κι έβαλ’ ο Θεός το χέρι του σ’ αυτά.
ΚΡ: Πάψε, προτού ξεσπάσει η οργή που βρίσκεται µέσα µου κι αποδειχτείς και γέρος κι άµυαλος µαζί. Γιατί δεν υποφέρεσαι µ’ αυτά που λες ότι δηλαδή νοιάζονται οι θεοί για τούτο το νεκρό. Λες να τον έθαβαν σαν ευεργέτη τους επειδή ήρθε να κάψει τους ναούς τους, τ’ αφιερώµατά τους ακόµα και τη γη τους, και ν’ αναποδογυρίσει όλους τους νόµους; Λες να τιµάνε τους κακούργους οι θεοί; Αυτό δε γίνεται Ξέρω από καιρό κάποιους που ψιθυρίζουν εναντίον µου κρυφά κουνώντας το κεφάλι τους, χωρίς να λογαριάζουν νόµους κι άρχοντες. Κάποιοι απ’ αυτούς, λοιπόν, ξέρω καλά, βάλανε πληρωµένους να το κάνουν. Γιατί το χρήµα, είναι ο χειρότερος θεσµός µέσα στους ανθρώπους. Γκρεµίζει πολιτείες, οι άντρες ξεπορτίζουν απ’ τα σπίτια τους, στρέφει το µυαλό τ’ ανθρώπου στο κακό, τον σπρώχνει στην απάτη ή στο έγκληµα και έτσι χάνεται κάθε ντροπή και σεβασµός και πλανεύονται οι τίµιες συνειδήσεις. Μα οι πουληµένοι που ‘καναν αυτό το πράγµα έφτασε η ώρα να πληρώσουν ακριβά. Αν δεν µου βρείτε τον δράστη αυτόν της ταφής και δεν τον φέρετε αµέσως εµπρός µου δε πρόκειται να πάτε στον ‘Αδη, πριν τα µολογήσετε όλα ζωντανοί πάνω στη κρεµάλα. Να µάθετε ν’ αρπάζετε άλλη φορά. ∆ε µπορείς να κερδίζεις από παντού. Γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς που βγάζουνε βρώµικα λεφτά βγαίνουν χαµένοι στο τέλος.
ΦΥΛ: Έχω την άδειά σου να µιλήσω ή να φύγω;
ΚΡ: ∆εν το καταλαβαίνεις ότι µ’ ενοχλείς;
ΦΥΛ: Που σ’ ενοχλώ, στ’ αφτιά ή στο µυαλό;
ΚΡ: Μπα! Γιατί θέλεις να βρεις που βρίσκεται η ενόχλησή µου;
ΦΥΛ: Αυτός που ‘φταιξε σε στενοχωρεί στο µυαλό, εγώ στ’ αφτιά.
ΚΡ: Βλέπω ότι γεννήθηκες φλύαρος.
ΦΥΛ: Μπορεί. Αυτή τη ταφή πάντως δεν την έκανα εγώ.
ΚΡ: Εσύ την έκανες. Και κάτι ακόµα χειρότερο. Πούλησες τη ζωή σου για τα χρήµατα.
ΦΥΛ: Αδικία! ∆εν µπορεί να είναι το ίδιο πράµα και τα ψέµατα κι η αλήθεια.
ΚΡ: ‘Ασε αυτό το αστείο παιχνίδι µε τη δικαιοσύνη και την αδικία. Αν δε µου βρεις τους δράστες, θα δεις και θα µάθεις γρήγορα τι σηµαίνει να κυνηγάς βρώµικο κέρδος.
ΦΥΛ: Μακάρι να βρεθεί αυτός ο πονηρός. Όµως αν δεν πιαστεί, δε θα µε ξαναδείς να ‘ρχοµαι πάλι µπρος σου. Γιατί εγώ δεν είχα καµιά ελπίδα να γλιτώσω και γι’ αυτό τώρα χρωστώ στους θεούς µεγάλη χάρη.
ΧΟΡ: Πολλά είναι τα παράδοξα µα τίποτα πιο θαυµαστό απ’ τον άνθρωπο. Πέρα απ’ τον αφρισµένο ωκεανό περνά µε το νοτιά, ξσκίζοντας τα φουσκωµένα κύµατα και τη Γη την υπέρτατη θεά, την άφθαρτη κι ακάµατη οργώνει µε το αλέτρι το δεµένο στ’ άλογα, προσπαθώντας να τη κάνει να βλαστήσει χρόνο µε το χρόνο. Κυνηγά και πιάνει τα λαφρόµυαλα πουλιά, στήνει παγίδες σε θεριά κι αγρίµια της στεριάς και δίχτυα για το θησαυρό της θάλασσας. Κι εξουσιάζει ο τετραπέρατος βουνά, κάµπους, περνά χαλινάρι στο άλογο τ’ ατίθασο και το ζυγό στο βουνίσιο, δυνατό ταύρο. Έµαθε να µιλά µ’ εµπνευσµένη σκέψη, δηµιούργησε κοινωνία και νόµους και βρήκε τρόπο να φυλάγεται απ’ τους πάγους, το κρύο και της βροχής τις µπόρες. Όλα τα καταφέρνει, έξω από ένα: Να ιδεί το µέλλον. Μόνο απ’ το θάνατο δε θα γλιτώσει κι ας βρήκε γιατρικό σ’ αγιάτρευτες αρρώστιες. Όµως κι αν έχει καταφέρει µε τη σοφία και τη τέχνη του τ’ ανέλπιστα, βαδίζει πότε στο κακό και πότε πάλι στο καλό. ‘Αξιος πολίτης όποιος κρατά τους νόµους της πατρίδας του και σέβεται τον όρκο στους θεούς. Ανάξιος, αυτός που αποτολµά το κακό. Αυτόν, ούτε στο σπίτι µου τον βάζω ούτε ποτέ µου θα συγχωρήσω.
Μυστήριο πράµα αυτό που βλέπω. Ή γελιέµαι; Χωρίς αµφιβολία, αυτή είναι. Η Αντιγόνη. Κακόµοιρο παιδί, του δύσµοιρου Οιδίποδα, τι τρέχει; Μη πεις πως σε συνέλαβαν να κάνεις τέτοια τρέλα! Παράκουσες τη διαταγή του βασιλιά;
ΦΥΛ: Ορίστε! Τούτη είναι που έκαµε αυτό το έργο. Την πιάσαµε πριν λίγο να σκάβει για να τον θάψει. Μα που είναι ο Κρέοντας;
ΧΟΡ: Να, συµπτωµατικά βγαίνει απ’ το παλάτι.
ΚΡ: Τι συµβαίνει; Ποια είναι η σύµπτωση που µελετάς;
ΦΥΛ: Βασιλιά µου, δεν πρέπει ποτέ να δεσµεύεται κανείς µε όρκο. Η δεύτερη γνώµη ξεγελά τη πρώτη. Κι εγώ τ’ ορκίστηκα να µη ξαναπατήσω δω το πόδι µου, ύστερ’ απ’ τις φοβέρες και τις προσβολές που µου πέταξες. Κι εκεί που δεν το περιµένεις, ξάφνου µες στη µαυρίλα ξεπροβάλλει διπλή χαρά. Κι ήρθα µε τη κοπέλα αυτή που ‘πιασα την ώρα που στόλιζε τον τάφο. Κι ας είχα πάρει όρκο να µην έρθω. ∆ε ρίξαµε κλήρο. Μόνος µου την έπιασα χωρίς κανέναν άλλο. Τώρα βασιλιά µου ανάλαβέ την εσύ, κρίνε κι εξέτασε. Μιας κι εγώ γλίτωσα φεύγω ξαλαφρωµένος, µε το δίκιο µου.
ΚΡ: Κι αυτή που φέρνεις, πότε και που την έπιασες;
ΦΥΛ: Την ώρα που ‘θαβε το πτώµα. Τώρα τα ξέρεις όλα.
ΚΡ: Καταλαβαίνεις τι µου λες; Μιλάς σοβαρά;
ΦΥΛ: Την είδα να θάβει το νεκρό που έχεις απαγορεύσει να ταφεί. Είναι αυτό σαφές; ΚΡ: Πως εµφανίστηκε και τη συνέλαβες; Πως έγινε;
ΦΥΛ: Έτσι ακριβώς έγινε: Σα φτάσαµε κει, µετά από τις τροµερές φοβέρες σου, σκουπίσαµε τη σκόνη που σκέπαζε το νεκρό, κι αφού καθαρίσαµε καλά το πτώµα καθόµαστε ψηλά στα βράχια κάπως αποµακρυσµένοι για να µη µας φτάνει η µυρωδιά του. Κι ο καθένας από µας ήταν πολύ προσεκτικός πια και παρότρυνε και τον διπλανό του όποτε τον έβλεπε να αδιαφορεί. Περνούσε η ώρα ώσπου έφτασε ο ήλιος στη µέση τ’ ουρανού και µας έκαιγε. Ξαφνικά σηκώθηκ’ ένας σίφουνας, σα θεϊκό κακό και σάρωσε τον κάµπο, άρχισε να γδέρνει όλες τις φυλλωσιές των δέντρων και σηκωνόταν σα νέφος ψηλά µέχρι τον ουρανό. Κλείσαµε τα µάτια µας λουφάζαµε. Ύστερ’ απ’ ώρα ξεθυµαίνει το κακό και βλέπουµε τη κόρη να κλαίει πικρά και να οδύρεται, σα πουλί που βρίσκει άδεια τη φωλιά του. Έτσι έκανε κι αυτή εδώ, µόλις είδε γυµνό το σώµα του νεκρού, βγάζει ουρλιαχτό και µε βαρειές κατάρες καταριόταν εκείνους που το ‘χανε κάνει. Μετά πήρε µες στις χούφτες της ψιλή σκόνη και µ’ ένα χάλκινο βάζο ράντισε τρεις φορές τον πεθαµένο αδερφό της. Εµείς τότε µόλις την είδαµε, ορµήξαµε και τη πιάσαµε. ∆ε ταράχτηκε καθόλου. Και δεν αρνιόταν καµιά απ’ τις κατηγορίες. Στενοχωριόµουνα και χαιρόµουνα µαζί. Από τη µια χαιρόµουνα που γλίτωσα εγώ, αλλά στενοχωριόµουνα που ‘πρεπε να τη φέρω σε σένα. Όµως σαν το καλοσκεφτείς αυτά δε µετράν αν είναι να γλιτώσεις το κεφάλι σου.
ΚΡ: Εσύ, που σκύβεις το κεφάλι σου κάτω, το παραδέχεσαι, ή αρνιέσαι ότι το ‘κανες;
ΑΝΤ: ∆εν τ’ αρνιέµαι. Μολογώ πως το ‘κανα.
ΚΡ: Συ φύλακα, φύγε να πας όπου θες. Είσαι λεύτερος πια δε σε κατηγορώ. Συ λοιπόν, με λίγα λόγια και σύντομα πες µου: Το ‘ξερες πως αυτό το ‘χα απαγορέψει;
ΑΝΤ: Το ‘ξερα φυσικά. Και ποιος δεν το ‘ξερε.
ΚΡ: Και τόλµησες να το κάνεις κι ας το είχα απαγορέψει εγώ;
ΑΝΤ: Ο ∆ίας όµως δε µου τ’ απαγόρεψε, ούτε η ∆ικαιοσύνη του Κάτω Κόσµου όρισε τέτοιους νόµους για τους ανθρώπους. Κι ούτε πιστεύω ότι οι διαταγές ενός θνητού να είναι πιο πάνω από τους άγραφους και αλάθευτους αιώνιους νόµους του ουρανού. Γιατί όχι µονάχα σήµερα ή χτες αλλά από πάντα υπάρχουν, δεν ξέρουµ’ από πότε. Απ’ τους θεούς εγώ δε θα τιµωρηθώ γιατί φοβήθηκα έναν θνητό. Το ότι θα πεθάνω το ήξερα πολύ καλά, -πως µπορούσε να γίνει άλλωστε αλλιώς- πριν απ’ τις προσταγές σου. Κι αφού είναι να πεθάνω, θα ‘χω κέρδος να πάω µιαν ώρα αρχήτερα. Για όποιον ζει µε τα δικά µου βάσανα όπως εγώ, καλύτερος είναι ο θάνατος. Μια τέτοια τύχη δε µου κακοφαίνεται. Αλλ’ άµα το νεκρό, αυτόν που µας γέννησε η ίδια µάνα, τον παράταγα άθαφτο, θα πονούσα. Για τ’ άλλα δε λυπάµαι πια. Κι αν µ’ ό,τι κάνω, εσύ µε παίρνεις για τρελή, κατά κάποιον τρόπο τη τρέλα τη χρωστώ σ’ ένα τρελό.
ΧΟΡ: Παθιασµένο σαν τον πατέρα τούτο το παιδί. ∆εν το βάζει κάτω µπρος στον κίνδυνο.
ΚΡ: Μα ξέρε πως τα πείσµατα τα πιο σκληρά λυγίζουν, ακόµα κι αυτό τ’ ατσάλι που ‘ναι ψηµένο στη φωτιά µπορείς να το δεις να ραγίζει και να κόβεται στα δύο. Ξέρω πως και τα πιο άγρια άλογα µ’ ένα µικρό χαλινάρι µπορείς να τα δαµάσεις. Ποτέ δε µπορεί να σηκώνει κεφάλι κείνος που είναι δούλος σε άλλους. Και το ‘ξερε καλά πως µε περιφρονεί όταν τις διαταγές µου πήρε αψήφιστα και τώρα µας καυχιέται µ’ άλλη προσβολή και µας κοροϊδεύει κιόλας για την πράξη της. ∆εν είµαι εγώ λοιπόν ο άντρας, αλλά αυτή, αν την αφήσω να πατά τους νόµους δίχως τιµωρία. Μα είτε είναι παιδί της αδερφής µου ή και δικό µου που προστατεύει ο ∆ίας, δε θα γλιτώσουν αυτή κι η αδερφή της απ’ το θάνατο. Κι εκείνη το ίδιο την κατηγορώ, πως πήρε µέρος στην ταφή. Φωνάξτε την εδώ. Την είδα µέσα πριν λίγο να δέρνεται και να χτυπιέται σαν τρελή. Γιατί η ταραχή προδίνει όλους αυτούς που στήνουνε συνωµοσίες στα κρυφά. Κι εγώ µισώ όποιον πιαστεί να εγκληµατεί και µετά πασχίζει να οµορφύνει το έγκληµά του.
ΑΝΤ: Θες τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ το να µε σκοτώσεις;
ΚΡ: Τίποτ’ άλλο, πράγµατι. Αν έχω αυτό, τα έχω όλα.
ΑΝΤ: Τι κάθεσαι λοιπόν; Όπως τα δικά σου λόγια δε µου αρέσουν, ούτε και θα µ’ αρέσουν, έτσι και σένα τα δικά µου σ’ ενοχλούν. ∆όξα δεν περίµενα λαµπρότερη απ’ το να θάψω τον αγαπηµένο µου. Το ίδιο θα’λεγαν και όλοι τούτοι εδώ αν δεν τους βούλωνε το στόµα ο φόβος. Μα η τυραννία γι’ αυτό το λόγο επικρατεί, γιατί µπορεί να λέει και να κάνει ό τι θελήσει.
ΚΡ: Μόνο συ, ανάµεσα σ’ όλους αυτούς, έχεις αυτή την άποψη.
ΑΝΤ: Κι αυτοί την έχουν, µα κρύβονται µπροστά σου.
ΚΡ: Και συ δεν ντρέπεσαι να σκέφτεσαι διαφορετικά απ’ όλους;
ΑΝΤ: ∆εν είναι ντροπή να τιµώ τον αδερφό µου.
ΚΡ: ∆εν ήταν αίµα σου κι ο άλλος ο νεκρός;
ΑΝΤ: Αίµα µου, από την ίδια µάνα και τον ίδιο πατέρα.
ΚΡ: ∆εν τον ντροπιάζεις, αφού τιµάς τον άλλον;
ΑΝΤ: ∆εν θα πει ο πεθαµένος κάτι τέτοιο.
ΚΡ: Ναι, αν τον τιµάς εξ ίσου µε τον ασεβή!
ΑΝΤ: Αδελφός µου χάθηκε όχι δούλος.
ΚΡ: Αυτός ήρθε για να καταστρέψει τη χώρα µας, ενώ ο άλλος σκοτώθηκε στη µάχη.
ΑΝΤ: Ωστόσο, ο ‘Αδης θέλει τους ίδιους νόµους για όλους.
ΚΡ: Όχι όµως ο καλός ίσα µε τον κακό.
ΑΝΤ: Ποιος ξέρει αν αυτό φαίνεται κακό στον κάτω κόσµο;
ΚΡ: Και πεθαµένο τον εχθρό µου δεν τον συγχωρώ.
ΑΝΤ: ∆ε γεννήθηκα για να µισώ, αλλά για ν’ αγαπώ.
ΚΡ: Πήγαινε τώρα στη χώρα των νεκρών κι εκεί αγάπα τους αν θέλεις να τους αγαπάς. Εγώ όσο ζω, γυναίκα δε θα µε διατάξει.
ΧΟΡ: Μα να, η νεαρή Ισµήνη έρχεται βιαστικά, χύνοντας δάκρυα για τη µοίρα της αδερφής της, ένα σύννεφο πανω από τα φρύδια της σκοτεινιάζει το ξαναµµένο πρόσωπο βρέχοντας τ’ όµορφο µάγουλό της.
ΚΡ: Και συ που στο σπίτι τρύπωνες σαν οχιά, που µου ρούφαγες το αίµα και δεν καταλάβαινα πως τρέφω δυο κατάρες για το θρόνο µου, έλα και πες µου, ήσουν µαζί στον τάφο ή τώρα θα ορκιστείς πως τάχα δεν το ξέρεις;
ΙΣΜ: Αν το ‘κανε αυτή κι εγώ. Οµολογώ πως πήρα κι εγώ µέρος κι έχω φταίξιµο.
ΑΝΤ: Όχι, το δίκιο δεν το επιτρέπει αυτό. Ούτε θέλησες, ούτε κι εγώ σε πήρα µαζί µου.
ΙΣΜ: Όµως δεν ντρέποµαι σ’ αυτές τις συµφορές να ‘ρθω µαζί σου κι ας πάθουµε τα ίδια.
ΑΝΤ: Κάτω στον ‘Αδη ξέρουνε ποιος το ‘κανε. ∆εν αγαπώ όσους αγαπούν µε λόγια.
ΙΣΜ: Μη µ’ εµποδίζεις, µαζί σου να πεθάνω. Και µαζί να τιµήσουµε το νεκρό.
ΑΝΤ: Μη θέλεις να φορτωθείς όσα δεν άγγιξες. Μη µου πεθαίνεις. Φτάνει που πεθαίνω εγώ.
ΙΣΜ: Και πως θα ζήσω άµα συ λείψεις;
ΑΝΤ: Τον Κρέοντα ρώτα. Αυτός σε νοιάζει µόνο.
ΙΣΜ: Και τι κερδίζεις, να µε πικραίνεις έτσι;
ΑΝΤ: Ο µορφασµός µου είναι από πόνο, όχι γέλιο.
ΙΣΜ: Τι άλλο µπορώ να κάνω εγώ για σένα;
ΑΝΤ: Να σωθείς. ∆ε µε πειράζει που γλιτώνεις.
ΙΣΜ: Η έρµη και να στερηθώ τη µοίρα σου;
ΑΝΤ: Εσύ διάλεξες να ζεις, εγώ διάλεξα να πεθάνω.
ΙΣΜ: Όµως, ό,τι µου ‘ρχόταν στο µυαλό δε στο ‘κρυψα.
ΑΝΤ: Καλά έκανες. Κι εγώ έκανα ό,τι πίστευα σωστό.
ΙΣΜ: Να µοιραστούµε κι οι δυο το φταίξιµο.
ΑΝΤ: Κρατήσου, εσύ ζεις. Εµένα η ψυχή είναι δοσµένη στους νεκρούς από καιρό, γι’ αυτό και τους υπηρετώ.
ΚΡ: Πάει, τρελαθήκανε κι οι δυο, µόλις τώρα η µία, ενώ η άλλη από τη γέννησή της.
ΙΣΜ: Το χάνεις το µυαλό σου, βασιλιά, όταν βρεθείς µέσα σε τόσα βάσανα.
ΚΡ: Συ το ‘χασες, όταν διάλεξες τους κακούργους.
ΙΣΜ: Και πως θα ζούσα µόνη µου χωρίς αυτήν;
ΚΡ: Αυτή είναι ξεγραµµένη, µη τη µελετάς.
ΙΣΜ: Θέλεις να σκοτώσεις τη µνηστή του γιού σου;
ΚΡ: Υπάρχουνε πολλά χωράφια γι’ αυτόν να οργώσει.
ΙΣΜ: Ποιο ταιριαστό απ’ αυτούς τους δυο, κανένα.
ΚΡ: ∆ε θέλω για το γιό µου τέτοια κακιά γυναίκα.
ΑΝΤ: Αίµονα, καλέ µου, ο γονιός σου σε κακολογεί!
ΚΡ: Πολύ µε σκότισες κι εσύ κι ο γάµος σου.
ΧΟΡ: Ευτυχισµένος είναι αυτός που δε γεύτηκε τα βάσανα. Γιατί σαν τρανταχτεί από θεό ένα σπιτικό, η συµφορά περνά από τη µια γενιά στην άλλη όπως ορµάει το µαύρο πέλαγος και ξεσηκώνει από το σκοτεινό τον πάτο µαύρη άµµο και δυνατοί θρακικοί άνεµοι φέρνουν µεγάλα κύµατα, έτσι και στα σπίτια των Λαβδακιδών, χρόνια τώρα, συµφορές σωριάζονται πάνω στα πάθη, και δεν µπορεί ν’ απαλλάξει η µια γενιά την άλλη, αλλά τους ο θεός τους ρίχνει κάτω πάντα και δε µπορούν να γλιτώσουν. Τώρα πάνω που άρχισε να φαίνεται µια χαραµάδα φως, το στερνό βλαστάρι απ’ τις ρίζες του Οιδίποδα το θέρισαν ξανά ασυλλόγιστα λόγια και σκοτεινά µυαλά, µε το φονικό λεπίδι των θεών του κάτω κόσµου.
Κανείς τη δύναµή σου ∆ία δε θα µπορέσει να την ξεπεράσει, ούτε κι αυτός ο Ύπνος που όλα τα παραλύει, ούτε και να σε φθείρει µπορεί ο αγέραστος καιρός. Μα αιώνια παντοδύναµος θα κυβερνάς µέσα στην αστραφτερή δόξα του Ολύµπου. Στο µέλλον, στο παρόν, στο παρελθόν, ένας νόµος υπάρχει: ∆ε γίνεται κανένας άνθρωπος να κρατηθεί έξω απ’ τη συµφορά για πάντα. Γιατί η ελπίδα πλανεύει. Άλλους τους στέλνει στο σωστό δρόµο, κι άλλους τους τρέφει µε λαχτάρες κούφιες. Γλιστράει µέσα σ’ αυτόν που δεν ξέρει και σέρνει το βήµα του στη φωτιά. Έχει ειπωθεί ένας λόγος σοφός: Αν θέλει ένας θεός στη συµφορά να σπρώξει κάποιον, σκοτίζει το µυαλό του και το κακό το παίρνει για καλό. Όµως ελάχιστα το ευχαριστιέται. Αλλά να, το µοναχοπαίδι σου, ο Αίµονας. ‘Αραγε ν’ άκουσε για το χαµό της Αντιγόνης κι έρχεται αγανακτισµένος, και πονεµένος για τη χαµένη ελπίδα του γάµου του;
ΚΡ: Γρήγορα θα το µάθουµε, πολύ καλύτερα από µάντεις. Παιδί µου άκουσες την απόφασή µου για τη µνηστή σου κι ήρθες θυµωµένος; Ή µ’ ό,τι και να κάνω, θα ‘µαστε φίλοι;
ΑΙΜ: Δικός σου είµαι πατέρα. Και τις σωστές σου συµβουλές εγώ πάντα θ’ ακολουθήσω. Κανένα γάµο δε θα βάλω πιο πάνω από σένα, αν µε καθοδηγείς καλά.
ΚΡ: Με τέτοια αισθήµατα παιδί µου στη καρδιά, ν’ ακολουθείς τη γνώµη του πατέρα σου, κάθε γονιός θέλει να ‘χει τέτοια παιδιά που και να πειθαρχούν µες στο σπίτι του, τον εχθρό του πάντα να τον πολεµούν και να τιµούν το φίλο του, σαν τον πατέρα. Ενώ αυτός που γεννά άχρηστα παιδιά, φυτεύει για τον ίδιο πολλά βάσανα και στους εχθρούς δίνει αφορµές για να γελάνε µαζί του. Γι’ αυτό, παιδί µου ποτέ µη ξελογιαστείς απ’ τη λαχτάρα µιας γυναίκας. Να ξέρεις, θα πικραίνεσαι µες στο σπίτι σου αν παντρευτείς δολερή νύφη. Χειρότερη πληγή κι απ’ τον κακό φίλο ακόµα, µεγαλύτερη δεν υπάρχει. Φτύστη κι άστηνε λοιπόν να πάει να παντρευτεί στον ‘Αδη µε νεκρούς. Γιατί µες στη πόλη αυτή µονάχα απ’ όλους πιάστηκε να παρανοµεί. Και δε θα βγω ψεύτης εγώ µπρος στο λαό. Θα τη σκοτώσω. Ας πάει να λιβανίζει το ∆ία. Αν θρέψω αντάρτες µες στο σπίτι µου, σκέψου πόσοι θα ξεπεταχτούν απ’ έξω. Όποιος µε τους δικούς του φέρνεται καλά, θα φερθεί µετά και στη πόλη σωστά και δίκαια. Αν κάποιος που πατά τους νόµους, νοµίζει πως θα υπερνικήσει αυτούς που κυβερνούν, µη περιµένεις να πάρει και τιµές για τα καµώµατά του. Μα να υπακούµε πρέπει σ’ όποιον ψήφισ’ ο λαός και για µικρά και δίκια και για τ’ ανάποδα ακόµα. Πιστεύω πως αυτός που κυβερνά καλά, µπορεί να θέλει να κυβερνηθεί καλά. Κι αν πρέπει αυτός να πάει να πολεµήσει, θα µείνει κει σύντροφος πιστός κι ανδρείος. ∆εν υπάρχει κατάρα µεγαλύτερη από την αναρχία. Γκρεµίζει πόλεις, αναστατώνει σπίτια και σπέρνει φόβο µες στη µάχη και την ήττα στους δικούς µας. Ενώ η πειθαρχία, σώζει το στρατό. Πρέπει να υπερασπιζόµαστε το νόµο, την τάξη κι όχι ό,τι θέλει µια γυναίκα. Καλύτερ’ από άντρα, αν είναι να πέσω παρά να πούνε πως µ’ έριξε γυναίκα.
ΧΟΡ: Εγώ, αν στέκοµαι καλά στα πόδια µου, νοµίζω πως όσα είπες, είναι σωστά.
ΑΙΜ: Πατέρα, οι θεοί µας δώσανε το νου, το καλύτερο αγαθό στον κόσµο. Κι εγώ δε θα ‘λεγα πως δεν τα λες σωστά, ούτε θα το ‘θελα, ούτε και το µπορώ. Αλλά µπορεί να υπάρχουν κι άλλες γνώµες. Εσύ από τη θέση σου, δε µπορείς να ξέρεις τι λένε, τι κάνουν ή τι κατηγορούν, γιατί φοβάται ο καθένας να σου πει τις γνώµες που δε θα σ’ άρεσε ν’ ακούσεις. Μα εγώ µπορώ ν’ ακούσω τι ψιθυρίζεται στην πόλη. Μοιρολογάνε το κορίτσι, το πιο δύστυχο απ’ όλες τις γυναίκες, που λιώνει γιατί τόλµησε να κάνει µια άγια πράξη: “Εκείνη που τον αδερφό της έθαψε και δεν τον άφησε παρατηµένο εκεί τροφή για τα άγρια τα σκυλιά και τα όρνια, δεν της αξίζανε οι πιο µεγάλες τιµές;” Τέτοια κυκλοφορούν µουρµουριστά παντού.
Πατέρα, το να ‘σαι ευτυχισµένος, είναι για µένα, το πιο πολύτιµο πράγµα στον κόσµο. Τι άλλο θέλει ο γιός παρά τη δόξα του πατέρα κι ο πατέρας τη δόξα του παιδιού του; Μην έχεις την ιδέα, πως το δικό σου είναι µόνο το σωστό και τίποτ’ άλλο. Γιατί όσοι νοµίζουν πως µόνον αυτοί έχουνε γλώσσα και ψυχή και κανεις άλλος, αν τους ξεψαχνίσεις τους βρίσκεις κούφιους. Και δεν είναι ντροπή ακόµα κι αν κάποιος είναι σοφός, όταν µαθαίνει κάτι καινούργιο ν’ αλλάζει τη γνώµη του. Γιατί όσα απ’ τα δέντρα στην ορµή του χείµαρρου λυγίζουν τα κορµιά τους, δεν τσακίζονται. Όµως όσα αντιστέκονται, ξερριζώνονται. Έτσι και το καράβι στους ανέµους. Αν δε λασκάρεις τα πανιά, τουµπάρει, κι αναγκάζεσαι να σταµατήσεις το ταξίδι σου νικηµένος από τα κύµατα. Σκέψου λοιπόν και δώσε τόπο στην οργή. Κι αν µετρά η γνώµη του νεώτερου, πιστεύω πως είν’ ωραίο κανένας να γεννηθεί σοφός και σ’ όλα γνωστικός. Μ’ αφού δε γίνεται, πότε-πότε είναι καλό ν’ ακούµε κι εκείνους που λένε το διαφορετικό.
ΧΟΡ: ‘Ακουσε, βασιλιά, αν λέει κάτι σωστό. Και συ. Γιατί καλά µιλήσατε κι οι δυο.
ΚΡ: Φτάσαµε σ’ αυτή την ηλικία για να µας µάθει γράµµατα ένα παιδί;
ΑΙΜ: Τίποτα το άδικο Κι αν είµαι νέος, εσύ τα έργα να κοιτάς, όχι την ηλικία.
ΚΡ: Είναι έργο για σένα να τιµάς κακούργους;
ΑΙΜ: Εγώ κακούργους ποτέ δε θα τιµούσα.
ΚΡ: Μήπως δεν πιάστηκε σε τέτοιο κρίµα αυτή;
ΑΙΜ: Σ’ όλη τη Θήβα δε λένε κάτι τέτοιο.
ΚΡ: Η πόλη θα µας πει τι θα διατάζουµε;
ΑΙΜ: Βλέπεις πως τώρα µίλησες σαν παιδάκι;
ΚΡ: Μαζί µε άλλον θα κυβερνώ τη χώρα;
ΑΙΜ: ∆εν υπάρχει χώρα που να ‘ναι µόνο ενός.
ΚΡ: ∆εν είναι η πόλη κείνου που κυβερνά;
ΑΙΜ: Καλά θα κυβερνούσες κάποιαν έρηµη χώρα.
ΚΡ: Τούτος µε τη γυναίκα συµµαχεί λοιπόν.
ΑΙΜ: Αν είσαι γυναίκα. Γιατί για σένα νοιάζοµαι.
ΚΡ: Ντροπή σου που κρίνεις τον πατέρα σου;
ΑΙΜ: Ούτε το δίκιο κάνεις ούτε το σωστό.
ΚΡ: Είναι λάθος που τιµώ τις αρχές µου;
ΑΙΜ: ∆εν τις τιµάς, αν ατιµάζεις τους θεούς.
ΚΡ: Βρωµόπαιδο! Που υποχωρείς σε µια γυναίκα!
ΑΙΜ: ∆ε θα µε δεις να τρέχω πίσω απ’ τη ντροπή!
ΚΡ: Κάθε κουβέντα που θα πεις, είναι γι’ αυτήν.
ΑΙΜ: Και για σένα και για µένα και για τους θεούς.
ΚΡ: Σκλάβε του θηλυκού, τι λες;
ΑΙΜ: Εσύ όλο θες να λες και δεν ακούς.
ΚΡ: Ακούς εσύ; Ζωντανή δε θα τη παντρευτείς.
ΑΙΜ: ‘Ακου και συ: Αν πεθάνει αυτή θα καταστραφεί κι άλλος.
ΚΡ: Έχεις το θράσος και να µε φοβερίζεις;
ΑΙΜ: Πως µπορώ να φοβερίσω ανόητο;
ΚΡ: Με πόνο και κλάµα θα βάλεις µυαλό, άµυαλε!
ΑΙΜ: Αν δεν σ’ είχα πατέρα, θα σ’ έλεγα τρελό!
ΚΡ: Αλήθεια; Να ξέρεις, µα τον ίδιο τον Όλυµπο, δε θα χαρείς πολύ έτσι που βρίζεις. Εµπρός! Φέρτε ‘δω το βδέλυγµα. Βάλτε τη στο πλευρό του, να πεθάνει µπρος στα µάτια του γαµπρού.
ΑΙΜ: Όχι! Αυτό να µη το φανταστείς ποτέ. Ούτε µπρος µου θα πεθάνει αυτή και συ ποτέ δε θα µε ξαναδείς στα µάτια σου. Και πήγαινε µε τους φίλους σου που µπορούν να σε υποφέρουν.
ΧΟΡ: Έφυγ’ ο νέος εξοργισµένος, βασιλιά. Πόνεσε το καηµένο το παιδί πολύ.
ΚΡ: Ας κάνει ό,τι νοµίζει, αν είν’ άντρας. Αυτές τις δυό, δε θα τις σώσει απ’ το χαµό.
ΧΟΡ: Μα σκέφτεσαι αλήθεια να τις σκοτώσεις και τις δυο;
ΚΡ: Καλά λες, όχι αυτή που είναι αµέτοχη.
ΧΟΡ: Και πως σκοπεύεις να σκοτώσεις την άλλη;
ΚΡ: Στην ερηµιά! Θα τη πάω έξω απ’ τη πόλη και θα τη θάψω ζωντανή σε βαθιά σπηλιά. Θα της πετάξω κι ένα ξεροκόµµατο, ίσα-ίσα να µη µαγαριστεί η πόλη. Κι εκεί, ας κάνει µόνη της προσευχές στον ‘Αδη της, που µόνο αυτόν πιστεύει κι ίσως τη σώσει. ‘Αλλως θα µάθει τουλάχιστον ότι είναι µάταιος κόπος να σέβεται κανείς µόνο τους νεκρούς.
ΧΟΡ: Έρωτα ανίκητε σε κάθε µάχη, συ που κεντάς με τα βέλη σου, όποιον σηµαδέψεις. Έρωτα συ, που ξαγρυπνάς στα τρυφερά τα µάγουλα των κοριτσιών, που δρασκελάς πάνω από θάλασσες και χώνεσαι στους κήπους των σπιτιών, κανείς δε γλιτώνει από σένα, ούτε θεός, ούτε θνητός κι όποιον αγγίξεις, τον τρελαίνεις. Το φρόνιμο άνθρωπο, σπρώχνεις στ’ άδικο και στο χαµό. Συ άναψες φιλονικεία ανάµεσα σε πατέρα και γιο και τους τάραξες. Νικά ο πόθος κι η λαχτάρα για την όμορφη, κόντρα σ’ όλους τους μεγάλους νόμους, που τους εμπαίζει αμέριμνα η Αφροδίτη. Τώρα κιόλας κι εγώ παρανοµώ µε το να µη µπορώ τα δάκρυά µου να κρατήσω, βλέποντας τη δύστυχη Αντιγόνη να τη σέρνουνε στον τάφο, που µέσα του µια µέρα όλοι θα µπούµε.
ΑΝΤ: Συµπολίτες, κοιτάξτε µε, περπατώ το στερνό µου δρόµο, βλέπω το φως του ήλιου για τελευταία φορά και πια ποτέ ξανά. Στο κοιµητήρι του µε σέρνει ο ‘Αδης, ζωντανή, για του Αχέροντα την όχθη. Νυφιάτικο τραγούδι δε µ’ αξίωσε ούτ’ επιτάφιους ύµνους έψαλλε, αλλά παντρεύοµαι το σκοτεινό ποτάµι.
ΧΟΡ: Όµως µε περηφάνεια και µε δόξα πας στο σκοτεινό βασίλειο των νεκρών, δίχως να σε χτυπήσει αρρώστεια και να σ’ αγγίξει ξίφος κοφτερό. Το διάλεξες. Μόνη, απ’ όλους τους θνητούς να κατεβείς στον ‘Αδη ζωντανή.
ΑΝΤ: ‘Ακουσα πόσο φριχτά χάθηκε η ξένη απ’ τη Φρυγία, κόρη του Ταντάλου, στη κορφή του Σίπυλου. Βράχινος βρόχος φύτρωσε και κισσός τριγύρω της την έπνιξε. Τη λυώνουν οι βροχές. Κι όπως το λέει ο κόσµος, ούτε τα χιόνια λείπουνε. Βρέχει κατ’ απ’ τα φρύδια και µουσκεύεται ο λαιµός της. Έτσι και µένα κάποιο πνεύµα µε ναρκώνει.
ΧΟΡ: Ήταν όµως θεά, κόρη θεού και µεις άνθρωποι, είµαστε από θνητή γενιά. Μεγάλο πράγµα να γίνει γνωστό, πως µια γυναίκα µοιράστηκε τη τύχη θεάς στη ζωή της και µετά το θάνατό της.
ΑΝΤ: Με κοροϊδεύουν! Γιατί για το θεό προτού να φύγω µε περιγελάς εµπρός µου! Πόλη µου και της πόλης άρχοντες, πηγές της ∆ίρκης κι άλσος της Θήβας της πολυάρµατης εσείς τουλάχιστον σταθείτε µάρτυρες πως άκλαυτη από δικούς µου, µε τί νόµο, µε χώνουν σε ταφοσπηλιά, φυλακή ανήκουστη. Έρηµη. Ζωντανή, είµαι νεκρή γι’ αυτούς που ζουν και πεθαµένη, χώρια από τους νεκρούς.
ΧΟΡ: Το παρατέντωσες, παιδί µου το σκοινί και σκόνταψες στα σκαλοπάτια τα ψηλά της ∆ίκης. Θα ξεπληρώνεις κάποιο πατρικό αµάρτηµα.
ΑΝΤ: ‘Αγγιξες τη πιο βαθειά πληγή µου, τη κακιά τριπλή µοίρα του πατέρα που ‘ναι για µένα η πιο σκληρή στους ξακουστούς τους Λαβδακίδες. Κρεβάτι µητρικό κι άνοµα ζευγαρώµατα µε το παιδί σου, µάνα, µε τον πατέρα µου τον κακογέννητο, µε γεννήσατε και µένα να παιδεύοµαι, καταραµένη κι άγαµη έρχοµαι να σας συναντήσω. Δύσµοιρε αδερφέ µου, για να σε θάψω και να σε νεκροστολίσω και πεθαµένος µε σκοτώνεις.
ΧΟΡ: Καλό είναι να ‘χει σεβασµό κανείς, όµως σε κείνον που κρατάει την εξουσία δε πρέπει ν’ αντιστέκεται. Και συ έκανες του κεφαλιού σου και πληρώνεις.
ΑΝΤ: ‘Ακλαυτη, χωρίς φίλους, χωρίς τραγούδι νυφικό βαδίζω το στερνό µου δρόµο. Είν’ άδικο να µη ξαναντικρύσω το φως του ήλιου η δύστυχη. Για τον καηµό µου κανείς δε κλαίει, κανένας φίλος δε στενάζει.
ΚΡ: Αν γλίτωνε µε θρήνους και µε κλάµατα δε θα πέθαινε ποτέ ένας καταδικασµένος σε θάνατο. Πάρτε την αµέσως από δω! Κι όπως σας διέταξα: Χτίστε τη µες σε βαθύ λάκκο κι άστε τη, µονάχη κι έρµη, είτε για να πεθάνει, είτε να ζήσει σ’ αυτό το σπιτικό της. Έτσι, χωρίς να βάψουµε τα χέρια µας αυτή θα φύγει απ’ τον απάνω κόσµο.
ΑΝΤ: Τάφε μου, χτισµένο κάτω απ’ τη γη για πάντα σπίτι και κρεβάτι, έρχοµαι τώρα να βρω τους νεκρούς µου, που η Περσεφόνη φιλοξενεί όλους µαζί κει κάτω. Και τώρα, τελευταία, πριν της ώρας µου έρχοµαι κι εγώ, χειρότερ’ απ’ τους άλλους. Και τρέφω ελπίδα, γλυκιέ πατέρα µου κι εσένα αγαπηµένη µάνα να σας βρω, όπως και σένα µυριάκριβε αδερφέ µου. Γιατί όλους εσάς σα µου χαθήκατε εγώ σας έλουσα, σας νεκροστόλισα σας ράντισα και τώρα Πολυνείκη µου για ν’ αλαφρώσω το κορµί σου τι τραβάω. Μα οι φρόνιµοι θα πουν πως έκανα καλά. Και µε την εξουσία δε θα τα ‘βαζα αν ήταν να ‘χω τα παιδιά µου εγώ νεκρά ή κι αν ακόµα πέθαινε ο άντρας µου.
Λοιπόν, γιατί τα λέω τώρα όλ’ αυτά; Ο άντρας µου αν χανότανε θα ‘παιρν’ άλλον κι αν τα παιδιά µου, θα ‘κανα απ’ άλλον άντρα, µ’ αφού δε ζούνε µάνα και πατέρας πια δε γίνεται να κάνω άλλον αδερφό. Μ’ αυτό το νόµο σ’ έβαλ’ αδερφέ µου από του Κρέοντα το νόµο πιο ψηλά κι ας λέει πως εγκληµάτισα παράτολµα. Με σέρνει τώρα µε δεµένα χέρια αυτός, παρθένα ανύπαντρη, ατραγούδητη, χωρίς ν’ αξιωθώ παιδί στην αγκαλιά, παρατηµένη έρηµη από φίλους στη φυλακή των πεθαµένων ζωντανή. Ενώ ποιο νόµο των θεών έχω πατήσει και πώς να βασιστώ η έρµη στους θεούς; Ποιο να φωνάξω για βοήθεια; Και που; Αφού ατιµάστηκ’ άτιµα για να τιµήσω. Αν οι θεοί τα κρίνουν αυτά σωστά, τότε να το παραδεχτώ πως έφταιξα. Μα αν άλλοι έχουν το κρίµα, ας µη πάθουν πιο πολλά απ’ όσα µου κάνουν άδικα.
ΧΟΡ: Ακόµα στην ίδια πάντα τρικυµία παραδέρνει.
ΚΡ: Τούτοι δω οι φρουροί, πικρά θα κλάψουν που καθυστερούν.
ΑΝΤ: Αλίµονο, τούτος ο λόγος µε πάει ξυστά στο θάνατο.
ΚΡ: Μην έχεις πια καµιά ελπίδα να γλιτώσεις. Είπα κι έγινε.
ΑΝΤ: Πατρίδα των γονιών µου, Θήβα, θεοί πανάρχαιοι της γενιάς µου, πάει, τέλειωσε, µε παίρνουν! Κοιτάτε µε της Θήβας άρχοντες τη µόνη στερνή βασιλοπούλα, εµένα, τι παθαίνω κι από ποιους, για να τιµήσω την ευσέβεια.
ΧΟΡ: Το ‘παθε κι η ∆ανάη, να στερηθεί το φως σαν κλείστηκε σε σιδερένια φυλακή σαν νεκροθάλαµο, δεµένη µ’ αλυσίδες, µε σπέρµα της χρυσής βροχής του ∆ία στη κοιλιά της κι ας ήταν από ένδοξη γενιά, παιδί µου. Μα είν’ η δύναµη της µοίρας φοβερή κι ούτε πλούτος, πόλεµος και κάστρα ούτε καράβια θαλασσοδαρµένα της ξεφεύγουν. Αλυσοδέθηκε κι ο γιός του ∆ρύαντα, ο αψύχολος, ο βασιλιάς των Ηδωνών της Θράκης, ο αλαζόνας. Τον έχτισ’ ο ∆ιόνυσος σε πέτρινο πηγάδι να ξεθυµάνει η µανιασµένη λύσσα του. Και το µετάνοιωσε πικρά που µεσ’ στην τρέλα του χλεύαζε και περιγελούσε το θεό, όταν εµπόδιζε απ’ τη βακχεία τις µαινάδες σβήνοντας τους δαυλούς κι ερέθιζε τις µούσες. Στη µαύρη µε τα δυό τα σκέλη θάλασσα, στο θρακικό Σαλµηδησσό του Βόσπορου, τον αφιλόξενο, ο ‘Αρης ο προστάτης είδε τις άδειες κόγχες των τέκνων του Φινέα, µάτια τυφλά που τα ξερρίζωσε το λυσσασµένο χέρι της µητριάς τους της κακιάς, σαν έµπηγε τα νύχια της και τις σαΐτες τ’ αργαλειού στις κόρες. Λυώνανε τα καηµένα τα παιδιά και κλαίγανε τη µάνα, γιατί τα γέννησε. Κι ήταν η µάνα τους εγγόνι του Ερεχθέα που ‘χε πατέρα της το φτερωτό Βοριά που τη µεγάλωσε µεσ’ στις ανεµοθύελλες, και δρασκελούσε πάνω απ’ τους γκρεµούς, πάνω στους πάγους σαν άτι φτερωτό. Κόρη θεών ήταν, µα τη γκρεµίσανε κι αυτήν, µοίρες αθάνατες, παιδί µου.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ: Θηβαίοι, άρχοντες, έρχοµαι οδηγούµενος από τον βοηθό µου, γιατί αυτόν τον δρόµο µπορεί να τον βλέπει µόνον ένας από τους δυό µας.
ΚΡ: Γέροντα Τειρεσία, τι σε φέρνει εδώ;
ΤΕΙΡ: ∆ώσε στο µάντη προσοχή και θα το µάθεις.
ΚΡ: Εγώ πάντα σεβάστηκα τη γνώµη σου.
ΤΕΙΡ: Γι’ αυτό κυβέρναγες καλά τη πόλη ως τώρα.
ΚΡ: Έχω νιώσει κι αναγνωρίσει το πόσο µε βοήθησες.
ΤΕΙΡ: ‘Ακου λοιπόν ότι τώρα περπατάς σε ξυραφιού κόψη.
ΚΡ: Τι σηµαίνει αυτό; Γιατί µε κάνεις κι ανατριχιάζω.
ΤΕΙΡ: Θα µάθεις, όταν ακούσεις τις προειδοποιήσεις της µαντείας µου. Όπως καθόµουν λοιπόν στο µέρος που κάνω τις οιωνοσκοπήσεις, εκεί που µαζεύονται από πολύ παλιά τα πουλιά, τ’ άκουσα να βγάζουνε πολύ παράξενες κρωξιές, τροµερές, λυσσασµένες και δε µπορούσα να καταλάβω τι µπορεί να ‘θελαν να πουν. Τσιµπιόντουσαν μεταξύ τους και πετσοκόβονταν, µε τα φτερά τους σηκώνοντας κρότο φριχτό και µε τα νύχια ξέσκιζανε τις σάρκες τους. Τρόµαξα τότε πολύ κι άρχισα τις θυσίες πάνω στις φλόγες του βωµού. Αλλά όταν έβαλα τα κοµµάτια από το κρέας επάνω, έσβησε η φωτιά κι ο τόπος γέµισε καπνούς και λιώνανε τα ξύγκια απ’ τα µεριά κι στάζανε στις στάχτες και κάπνιζαν και σφύριζαν και σκάζανε µε κρότο οι χολές και πεταγόντουσαν. Τα γυµνωµένα τα µέρη τους δεν ψήνονταν! Αυτά, τα µάθαινα απ’ αυτό δω το παιδί, ότι όλα ήτανε σηµάδια ανώφελης θυσίας. Τούτος εµένα οδηγεί κι άλλους εγώ. Για όλ’ αυτά φταίει η δική σου διαταγή. Γιατί οι βωµοί γέµισαν µε τα κοµµάτια από τις σάπιες σάρκες του νεκρού παιδιού που τις ξέρασανε τα σκυλιά και τα όρνεα. Τώρα φαίνεται ότι οι θεοί δεν καταδέχονται από µας ούτε θυσίες, ούτε κνίσσα απ’ τις σάρκες και τα πουλιά δεν κελαηδούν σηµαδιακά γιατί µολύνθηκαν µε ανθρώπινη σάρκα. Βάλτα καλά στο νου σου αυτά παιδί µου. Σαν άνθρωποι όλοι µας κάνουµε λάθη. ∆ε θα πεις κάποιον κουτό κι αναποφάσιστο όποιον µπορεί να διορθώσει το κακό και πάψει να επιµένει στην απόφασή του. Το πείσµα κι η αυθάδεια πληρώνονται. Μα σύνελθε. Μη πολεµάς ένα νεκρό. Τι κέρδος έχεις να τον ξανασκοτώσεις; Το λέω για το καλό σου. Το να µαθαίνεις απ’ αυτόν που θέλει το καλό σου, είναι κέρδος για σένα.
ΚΡ: Γέρο, µε βάλατε όλοι στο σηµάδι και µου ρίχνετε. Κι ούτε η δική σου µαντική τέχνη δε µ’ αφήνει. Ξέρω καλά τη φάρα σας από παλιά, όταν τη πλήρωσα ακριβά. Πλουτήστε µε τ’ ασήµι των Σάρδεων και µ’ όσο Ινδικό χρυσάφι θέλετε, όµως αυτόν εσείς δε θα τον θάψετε, ακόµα κι αν αρπάξουνε τις σάρκες του οι αετοί του ∆ία και τις πανε ψηλά στο θρόνο του. Ούτε κι αυτό θα το φοβηθώ. Και δεν τον θάβω. Κανείς δε θα µπορέσει, το ξέρω καλά, να µαγαρίσει τους θεούς. Ξεπέφτουν, γέρο-Τειρεσία, όλοι αυτοί κι οι πονηρότεροι, όταν στολίζουνε τα αίσχη τους µ’ ωραία λόγια, για κέρδος.
ΤΕΙΡ: Αλίµονο, να ξέρει; Να καταλαβαίνει άραγε τι τον περιµένει;
ΚΡ: Τι ‘ναι πάλι, τι µουρµουρίζεις φωναχτά;
ΤΕΙΡ: Πόσο καλό πράγµα είναι η φρονιµάδα;
ΚΡ: Τόσο, όσο κακό είναι η αφροσύνη.
ΤΕΙΡ: Μάθε λοιπόν: Έχεις µολυνθεί µε αυτή την αρρώστια.
ΚΡ: ∆εν θα απαντήσω, γιατί δε θα ‘θελα εγώ να βρίζω ένα µάντη.
ΤΕΙΡ: Όταν λες πως ψέµατα µαντεύω, βρίζεις.
ΚΡ: Γιατί ‘ναι φιλοχρήµατη όλη η φάρα σας.
ΤΕΙΡ: Κι η φάρα των τυράννων αγαπάει το κέρδος.
ΚΡ: Το ξέρεις πως µιλάς µπροστά σε βασιλιά;
ΤΕΙΡ: Το ξέρω, γιατί χάρη σε µένα έσωσες τη Θήβα.
ΚΡ: Είσαι σοφός µάντης, αλλά σου αρέσουν οι πονηριές.
ΤΕΙΡ: Μη µ’ αναγκάζεις να σου πως όλα τα φοβερά µυστικά που κρύβω βαθιά µες στη ψυχή µου.
ΚΡ: Εµπρός, πες τα! Φτάνει να µη τα λες για κέρδος.
ΤΕΙΡ: Τα λέω µόνο για δικό σου κέρδος.
ΚΡ: Όµως να ξέρεις, δεν πρόκειται ν’ αλλάξεις τη γνώµη µου.
ΤΕΙΡ: Κι εσύ να ξέρεις, ότι δε θα κάνει ο ήλιος ακόµα πολλούς κύκλους κι εσύ θα πληρώσεις το κρίµα αυτό µ’ ένα νεκρό απ’ τα σπλάχνα σου. Γιατί έστειλες µια ψυχή απ’ τους ζωντανούς στους κάτω, αφού την έχτισες σε τάφο κι απ’ τους θεούς τους κάτω στέρησες νεκρό και τον κρατάς αστόλιστο κι άταφο, ενώ δεν τον εξουσιάζεις, ούτε συ ούτ’ οι θεοί µας, µα εσύ τους αναγκάζεις. Επειδή οι Ερινύες του κάτω κόσµου παραµονεύουν για να σε κυνηγήσουν και να σε κάνουν να δοκιµάσεις τις ίδιες συµφορές. Και πες µου τότε πως είµαι πληρωµένος. ∆ε θα περάσουν ώρες και θ’ ακουστούνε µοιρολόγια αντρών και γυναικών στο σπίτι σου. Τις κοινωνίες τις ταράζει η έχθρα και το µίσος, όταν αφήνουν τα σκυλιά, τα όρνεα και τ’ αγρίµια να µαγαρίζουν τους νεκρούς και να µολύνουνε την πόλη. Με πίκρανες και πάνω στο θυµό µου εγώ, έριξα ίσα στην καρδιά σου σαϊτιές που δε θα τις ξεφύγεις, ό,τι κι αν κάνεις. Πάµε, παιδί µου, τώρα για το σπίτι µας κι ας πάει αυτός να ξεθυµάνει σε νεώτερους ώσπου να µάθει να κρατά τη γλώσσα του και ν’ ακονίσει το µυαλό του πιο καλά.
ΧΟΡ: Μαύρες µαντείες είπ’ ο γέρος, βασιλιά. Απ’ όταν ήταν µαύρα τ’ άσπρα µου µαλλιά, ξέρω καλά πως δεν προφήτεψε ποτέ ψέµματα για την πόλη αυτός ο µάντης.
ΚΡ: Κι εγώ το ξέρω και ταράζεται το µυαλό µου. Γιατί και να υποχωρήσω τώρα θα είναι φοβερό, αλλά µ’ αν επιµείνω, θα µε χτυπήσει συµφορά.
ΧΟΡ: Να το καλοσκεφτείς, γιε του Μενοικέα.
ΚΡ: Τι λες να κάνω, πες µου και θα σ’ ακούσω.
ΧΟΡ: Να πας να βγάλεις απ’ τη σπηλιά τη κοπέλα κι ύστερα άνοιξε τάφο για το νεκρό.
ΚΡ: Το βρίσκεις λοιπόν σωστό να υποχωρήσω;
ΧΟΡ: Και µάλιστα αµέσως, βασιλιά. Και τους αστόχαστους τους προλαβαίνει η τιµωρία των θεών.
ΚΡ: Αλίµονο, µε κρύα καρδιά το κάνω. Μα πρέπει να υπακούσω στην ανάγκη.
ΧΟΡ: Μη βάλεις άλλους, πρέπει να πας µονάχος.
ΚΡ: Πηγαίνω αµέσως. Ελάτε, ελάτε δούλοι, όλοι σας, πάρτε αξίνες και τρέξτε γρήγορα σ’ αυτό το µέρος. Και µιας κι άλλαξα γνώµη, εγώ ο ίδιος που την έδεσα θα την ελευθερώσω. Φοβάµαι πως είναι καλύτερα να ζεις, κρατώντας τις συνήθειες τις παλιές του τόπου.
ΧΟΡ: Βάκχε, καµάρι της Κάδµειας νύφης, παιδί του ∆ία µε τους βροντερούς κεραυνούς, ευλογητή της δοξασµένης Ιταλίας, των κάµπων, βασιλιά, της Ελευσίνας στην αγκαλιά της ∆ήµητρας, Βάκχε, που υµνείσαι στην µητρόπολη των Βακχών, τη Θήβα, στις µουσκεµένες όχθες του Ισµηνού, στο χώµα το σπαρµένο µε τα δόντια δράκου. Εσένα καλωσόρισε ο αστραφτερός καπνός, που ξεπηδάει από τις δυό κορφές του βουνού, όπου λικνίζονται στη σειρά οι Κωρύκιες νύφες, οι συνοδοί σου, και µετά ξεδιψάνε πιο κάτω, στης Κασταλίας την πηγή. Και σε ξεπροβοδάν οι καταπράσινες πλαγιές της Νύσας, µε τους κισσούς και µε τα καρπερά τ’ αµπέλια, πηδάς πάνω απ’ τους πράσινους γιαλούς, καθώς το όνοµά σου υψώνεται µε δύναµη µεγαλύτερη από τη θνητή δύναµη των ανθρώπων όταν επισκέπτεσαι τους δρόµους της Θήβας. Πόλη καµιά δεν αγαπάς πιο πολύ από τη Θήβα, κι εσύ όπως και τη χτυπηµένη από τον κεραυνό µητέρα σου. Τώρα που µόλυνε την πόλη η συµφορά, κατέβα απ’ τις κορφές του Παρνασσού, ροβόλα πάνω απ’ τις πλαγιές να σαρώσεις την αρρώστια. Εσύ, πρωτοχορευτή, ανάµεσα στα λαµπυρίζοντα αστέρια, που σπιθοβολάνε, πρωτοτραγουδιστή στα ξεφαντώµατα της νύχτας, του ∆ία το κρυφό καµάρι, φανερώσου, βασιλιά, παρέα µε τη συντροφιά σου, τις βακχίδες, που αναστατώνουν µε χορούς τη νύχτα για να λατρέψουν το θεό τους, Βάκχε, Ίακχε.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ: Γείτονες του Κάδµου και του Αµφίονα, δε θα παινέσω ή θα κατηγορήσω κανέναν άνθρωπο, όσο είναι ζωντανός. Αν έχεις τύχη, στέκεσαι στα πόδια σου, αν δεν έχεις, πέφτεις και πας χαµένος. Κανείς µάντης δε ξέρει το γραφτό σου. Για µένα, ο Κρέοντας ήτανς ζηλευτός, γλίτωσε τη πατρίδα απ’ τους εχθρούς της, πήρε στα χέρια τις εξουσίες όλες, βασίλευε κι έκανε και καλά παιδιά. Τώρα, σωριάστηκαν τα πάντα. Για µένα, αν πετάξει απ’ το κορµί σου η χαρά δεν είσαι ζωντανός, µα ζωντανός-νεκρός. Τι να το κάνεις να ‘χεις τα πλούτη όλου του κόσµου και να περνάς βασιλικά, αν δε µπορείς να τα χαρείς! ∆ε δίνω ούτε τον ίσκιο του καπνού για να τα πάρω, αντί για τη χαρά.
ΧΟΡ: Τι άλλη συµφορά φέρνεις στο βασιλιά;
ΑΓΓ: Πεθάνανε! Και φταιν’ οι ζωντανοί γι’ αυτό.
ΧΟΡ: Ποιος σκότωσε; Ποιος είναι ο σκοτωµένος; Λέγε.
ΑΓΓ: Χάθηκε ο Αίµονας! Σφάχτηκε µε το χέρι…
ΧΟΡ: Ποιο χέρι, του πατέρα ή το δικό του;
ΑΓΓ: Το δικό του! Για του γονιού του το φονικό.
ΧΟΡ: Αχ, µάντη! Βγήκε αλήθεια ο λόγος σου!
ΑΓΓ: Έτσι είν’ αυτά. Και τώρα τι θα κάνουµε;
ΧΟΡ: Να, βλέπω τη δύστυχη την Ευρυδίκη, τη γυναίκα του Κρέοντα. Λες ν’ άκουσε για το παιδί της, ή έρχεται στην τύχη;
ΕΥΡΥ∆ΙΚΗ: Ε! σεις πολίτες, άκουσα τα λόγια σας σαν έβγαινα πριν λίγο από τη πόλη να πάω να κάνω στη Παλλάδα προσευχή. Καθώς σήκωνα το µάνταλο της πόρτας χτυπά τ’ αφτιά µου η συµφορά του σπιτιού µου και χάνοµαι στης σκλάβας µου την αγκαλιά. Όποιο κι αν είναι το κακό πες το ξανά. ∆εν είµ’ αµάθητη ν’ ακούω συµφορές.
ΑΓΓ: Ήµουν παρών, καλή κυρά µου και θα πω σου όλα όσα είδα. ∆ε θα κρύψω τίποτα. Τι να στα λέω µασηµένα κι ύστερα να ‘βγω ψεύτης; Καλύτερα η αλήθεια. Πήγα σαν ίσκιος πίσω από τον άντρα σου, στο ξάγναντο που ‘ταν πεσµένος ο νεκρός ο Πολυνείκης, κοµµατιασµένος απ’ τα σκυλιά. Κι αφού παρακαλέσαµε τον Πλούτωνα και τη θεά την Περσεφόνη, να πάψουν την οργή τους, λούσαµε κείνον µε αγιασµό, κάψαµε τ’ αποµεινάρια µε λιόκλαδα, τα σκεπάσαµε µε χώµα κι ύστερα τρέξαµε στη σπηλιά που είχαµε βάλει τη κοπέλα για να πεθάνει. Εκεί ακούγονταν φωνές και µοιρολόγια απ’ τον αστόλιστο τον τάφο κι έρχεται κάποιος τρεχάτος και το λέει στον Κρέοντα. Κι όπως πλησιάζει µε βαριά βήµατα αυτός, ακούει µια δυνατή κραυγή και βόγκους κι ο ίδιος µετά βάζει τις φωνές κι αρχίζει να µοιρολογά: “Καλά το προµαντεύω ο µαύρος: Σέρνοµαι στον πιο πικρό απ’ τους δρόµους της ζωής µου. Παίρνει τ’ αφτί µου του παιδιού µου τη φωνή; Γρήγορα τρέξτε δούλοι, σύρτε το βράχο απ’ το στόµιο της σπηλιάς, µπείτε µέσα και δείτε αν είναι η κραυγή αυτή που ακούω του Αίµονα, ή µήπως ξεγελιέµαι απ’ τους θεούς“. Κι όπως µας διάταξε ο δύστυχος, κάναµε: Γλιστράµε µες στον τάφο και τι βλέπουµε! Εκείνη, να ‘ναι κρεµασµένη απ’ το λαιµό, µε βρόγχο που ‘χε πλέξει από το πέπλο της και κείνον να την έχει αγκαλιασµένη απ’ τη µέση, να κλαίει και να δέρνεται για της αγαπηµένης νύφης το χαµό και ν’ αναθεµατίζει τον πατέρα του. Τον βλέπει ο Κρέοντας και σπάραξε. Πάει κοντά, φωνάζει, ικετεύει. “Ταλαίπωρε τι πας να κάνεις, τι έχεις στο µυαλό σου; Ποια συµφορά σε χτύπησε; Παιδί µου, βγες, γονατιστός σε παρακαλώ“. Το παιδί τον κοιτά τότε µε άγρια λύσσα, χωρίς µιλιά γυρνά και τον φτύνει καταπρόσωπο, µετά τραβάει το δίκοπο σπαθί και του χυµά. Πρόλαβε κι όρµησ’ έξω ο πατέρας του. Και θυµωµένος που ξαστόχησε ο δύστυχος, τεντώνει πίσω το κορµί του και µπήγει πέρα ως πέρα το ξίφος στα πλευρά του. Μ’ άνευρο µπράτσο αγκάλιασε τη νύφη κι η βαριά του ανάσα µύριζε αίµα στο µαρµαρένιο µάγουλο του κοριτσιού. Τώρα, νεκρός στην αγκαλιά της κρεµασµένης, κάνει στον ‘Αδη τις γαµήλιες χαρές, δίνοντας έτσι µάθηµα στον άνθρωπο, τι µαύρες συµφορές φέρνει η άδικη κρίση.
ΧΟΡ: Τι λες για τούτο που έγινε τώρα; Έφυγε πάλι βιαστική η γυναίκα αυτή, δίχως να πει µια κουβέντα!
ΑΓΓ: Κι εγώ απορώ. Παρηγοριέµαι µόνο µε τη σκέψη ότι µήπως δεν καταδέχεται να θρηνήσει µπρος σε κόσµο για τη συµφορά του γιού της γι’ αυτό µπήκε µέσα να κλάψει µε τις δούλες. Σα φρόνιµη γυναίκα, έχει περηφάνεια.
ΧΟΡ: ∆ε ξέρω. Νοµίζω πως κι η βαριά σιωπή, κι η φασαρία, είναι κακό σηµάδι.
ΑΓΓ: Τώρα µπαίνω µέσα να παραφυλάξω σαν τι να κρύβει στη βαριά της τη καρδιά. Γιατί καλά το λες, πως η βουβή σιωπή µπορεί να κρύβει το χειρότερο κακό.
ΧΟΡ: Μα να που φτάνει ο βασιλιάς ο ίδιος κι απόδειξη κρατά στην αγκαλιά, το ίδιο κρίµα το δικό του. Σ’ αυτόν πρέπει να το πω κι όχι σε άλλον.
ΚΡ: Αχ! Κρίµατα ασυλλόγιστου µυαλού και ξεροκεφαλιά που οδήγησες στο θάνατο, βλέπετε τους σκοτωµένους και τους φονιάδες απ’ το ίδιο αίµα; Ανάθεµα τη κακοκεφαλιά µου πέθανες παιδί µου πάνω στον ανθό σου, έφυγες και πας χαµένος από δικό µου φταίξιµο, όχι δικό σου.
ΧΟΡ: Αλίµονο, πόσο αργά είδες το δίκιο!
ΚΡ: Στερνή µου γνώση! Όχι, δε µπορεί, κάποιος Θεός µε χτύπησε αλύπητα, σκότισε το µυαλό µου, έδιωξε απ’ τη ψυχή µου τη χαρά, µε πέταξε σε µαύρους δρόµους. Αχ! Πόνοι αβάσταχτοι!
ΑΓΓ: ∆ε φτάνει αφέντη η συµφορά που κρατάς στα χέρια. Έχεις να δεις χειρότερες ακόµα µες στο σπίτι.
ΚΡ: Είναι κακό χειρότερο απ’ αυτό;
ΑΓΓ: Πέθανε η µάνα τούτου του παιδιού, η γυναίκα σου, αυτοκτόνησε η δύστυχη.
ΚΡ: Λιµάνι του ‘Αδη σκοτεινό, πως µε ξεκάνεις; Γιατί µ’ αποτελειώνεις, άνθρωπε. Τι µουρµουρίζεις; Τον σκοτωµένο, τι µε χτυπάς απανωτά; Τι είπες παιδί, τι µου είπες πάλι για φονικό; Για ποια γυναίκα µου µιλάς;
ΧΟΡ: Μονάχος θα το δεις, δε µένει κρυφό.
ΚΡ: ∆ύο συµφορές απανωτές, ο κακοµοίρης! Πως θα τριτώσει το κακό, ποιος ξέρει τι µε περιµένει. Ακόµα καίει στα χέρια το παιδί κι άλλο νεκρό αντικρύζω. Καηµένη µάνα, άµοιρο παιδί!
ΑΓΓ: Με κοφτερό µαχαίρι µπρος απ’ το βωµό, έσβησ’ ο κόσµος γύρω από τα µάτια της. Έκλαψε τα παιδιά της. Το Μεγαρέα, που πήγε δοξασµένος κι ύστερα τούτον κι έλεγε για τον παιδοκτόνο, φριχτές κατάρες.
ΚΡ: Αχ! Αχ! Ο φόβος µε παγώνει. Γιατί κάποιος δεν τρυπά και µένα µε δίκοπο σπαθί; ‘Αθλιος, ο πανάθλιος εγώ, εγώ, κυλίστηκα σε µαύρο βούρκο.
ΑΓΓ: Ένοχο για των δυο παιδιών της το χαµό σε καταριότανε την ώρα που χανότανε.
ΚΡ: Για πες µου, µε ποιο τρόπο έδωσε τέλος;
ΑΓΓ: Με σπαραγµό σαν άκουσε το θάνατο του γιού, τρύπησ’ η ίδια το συκώτι της.
ΚΡ: Κανένας άλλος, µον’ εγώ θα φορτωθώ το κρίµα αυτό. Γιατί εγώ σε σκότωσα, αλήθεια εγώ. Πάρτε µε δούλοι, γρήγορα, διώξτε µε από δω, σύρτε µε µακριά… Τώρα εγώ πια τίποτα δεν είµαι.
ΧΟΡ: Λύτρωση θες. Μα ο τωρινός ο πόνος είν’ αλαφρότερος απ’ άλλους που θα ‘ρθούν.
ΚΡ: Ας έρθει, να ‘ρθει. Είναι για µένα πιο καλός ο θάνατος, να βάλει τέλος στη στερνή µου µέρα, ας έρθει, ας φανεί, ποτέ στα µάτια µου µη ξαναδώ το φως.
ΧΟΡ: Κι αυτό θα γίνει. Για τούτο λοιπόν ας νοιαστούµε µεις. Τ’ άλλα θα τα φροντίσουν αυτοί που πρέπει.
ΚΡ: Μα εγώ µιλώ, για κείνο που παρακαλώ να µου συµβεί.
ΧΟΡ: Να µην παρακαλάς για τίποτα. Γιατί κανείς θνητός δε θα γλιτώσει απ’ το γραφτό του.
ΚΡ: Πάρτε µε, διώξτε µε τον άχρηστο από δω, που δίχως να θέλω σε σκότωσα παιδί µου, κι αυτήν εδώ. ∆εν ξέρω ποιον να πρωτοκοιτάξω, που να κρατηθώ το κάθε τι γλυστρά µες απ’ τα χέρια µου και τριγυρίζει ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι µου.
ΧΟΡ: Την ευτυχία τη κρατά η φρονιµάδα, ποτέ δε πρέπει ν’ ασεβούµε στους Θεούς. Του φαντασµένου η ξιπασιά πληρώνεται ακριβά, µέχρι να βάλει στα γεράµατα µυαλό.
ΤΕΛΟΣ