Καμπανέλλης Ιάκωβος: Πατριάρχης Του Ελληνικού Θεάτρου

Βιογραφικό

      Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στη Νάξο στις 2 Δεκέμβρη 1921, ήτανε το 6ο από τα 9 παιδιά του Στέφανου Καμπανέλλη, εμπειρικού φαρμακοποιού και της Αικατερίνης Λάσκαρη. Ο πατέρας καταγόταν από τη Χίο, ενώ η μητέρα προερχόταν από παλιά ξεπεσμένη αρχοντική οικογένεια της Πόλης. Ήδη από μαθητής στο δημοτικό, διακρίνεται για τη κλίση του στη λογοτεχνία. Ένας θρύλος τυλίγει την οικογένεια των Καμπανέλληδων: στο γενεαλογικό τους δέντρο εμφανίζονται τα ονόματα Θαλασσινός και Καμπανέλλης από τη πλευρά του πατέρα. Οι Θαλασσινοί ζούσαν αρχικά στη Μικρά Ασία μα φύγανε κάποτε για τη Χίο. Εκεί κάποιος πρόγονος του συγγραφέα σώθηκε από σίγουρο θάνατο από μια γυναικεία μορφή που θεωρήθηκε πως ήταν η Παναγία. Έκτοτε ο θρησκευτικός δεσμός των Καμπανέλληδων με το πρόσωπο της Παρθένου έγινε όλο και πιο ισχυρός και δεν προδόθηκε ποτέ ούτε μετά την αναχώρηση της οικογένειας του Ιάκωβου στην Αθήνα.
     Από τα παιδικά του χρόνια, ποτέ δεν θα ξεχάσει ότι 1ος αποκάλυψε το ταλέντο του στη γραφή, τον προφήτη -όπως τον έλεγε: ο δάσκαλος του. Πράγματι από τα σχολικά χρόνια είχε το δαίμονα του θεάτρου μέσα του και το απέδειξε σε πολύ μικρή ηλικία όταν, έχοντας λάβει δώρο από ένα πλουσιόπαιδο το Παραμύθι Χωρίς Όνομα της Πηνελόπης Δέλτα, αποφάσισε, μαζί με τους συμμαθητές του, να το σκηνοθετήσει και να το ανεβάσει για όλο κείνο το καλοκαίρι. Μετά τις 2 πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, όπου έχει συμμαθητή τον Μανώλη Γλέζο, -με τον οποίο θα παραμείνει αχώριστος φίλος του μέχρι το τέλος- έντονα βιοποριστικά προβλήματα αναγκάζουν την οικογένεια να μεταφερθεί στην Αθήνα.
     Το 1935 ο πατέρας του, χάνει το φαρμακείο κι αποφασίζει να μετακομίσει με την οικογένειά του στην Αθήνα. Αρχίζουν τότε τα χρόνια της δυσκολίας για τον Ιάκωβο απ’ όταν εγκαθίστανται στο Μεταξουργείο. Tη μέρα εργάζεται και το βράδυ σπουδάζει σχεδιαστής τεχνικού σχεδίου στη νυχτερινή Σιβιτανίδειο Σχολή. Ήταν εκείνα τα δύσκολα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας που για να σπουδάσει κανείς έπρεπε να δανειστεί κρυφά τα βιβλία από κάποιο παλιό βιβλιοπωλείο της οδού Αθηνάς. Την ίδια εποχή, στη περιοχή που έμενε, στο Μεταξουργείο, γνωρίζεται με συνομηλίκους του που έχουνε κοινές λογοτεχνικές ανησυχίες όπως οι: Τάσος Λειβαδίτης, Κώστας κι Αλέξανδρος ΚοτζιάςΔημήτρης Χριστοδούλου και Ρένος Αποστολίδης. Παράλληλα, εμπλουτίζει τις γνώσεις του με αναγνώσεις βιβλίων, κυρίως λογοτεχνίας κι ιστορίας, που του αποκαλύπτουνε την ανθρώπινη περιπέτεια αλλά και τα μυστικά της γραφής.


              Η Οικογένειά του, ο ίδιος δεξιά κι ο Γιώργος μπροστά, μικρότερος!

     Είναι όμως αυτή η εποχή που το διάβασμα του γίνεται πάθος: ο Ντοστογιέφσκυ του ανοίγει τις πόρτες του αντικομφορμισμού που θα τον οδηγήσει αργότερα, στο ξεκίνημα του Β’ Παγκ. Πολ., να σχεδιάσει μ’ ένα μυστικό φίλο, τον Γ. Ζ., ένα σωτήριο ταξίδι στη Μέση Ανατολή που όμως δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, γιατί το χρηματικό ποσό που χρειάζονταν ήταν υπέρογκο. Αποφασίζουν να περάσουνε στην Ελβετία μέσω Αυστρίας. Στη Βιέννη όμως ο φίλος, παίρνει πίσω το λόγο του, γυρίζει στην Ελλάδα κι ο Ιάκωβος αποφασίζει να συνεχίσει μόνος. Στη διαδρομή από Βιέννη προς Ελβετία σ’ έναν έλεγχο συλλαμβάνεται στο Ίνσμπρουκ και μεταφέρεται στη Βιέννη γι’ ανάκριση, θεωρείται ένοχος για πολιτικά εγκλήματα, καταλήγοντας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κι εξόντωσης, Μαουτχάουζεν.
     Εκεί θα παραμείνει ως τις 5 Μάη 1945, όταν το στρατόπεδο απελευθερώθηκε από τον αμερικανικό στρατό. Οι συγκρατούμενοι του, 1100 Έλληνες κι Ελληνοεβραίοι, τον εκλέγουν αντιπρόσωπο τους στη Διεθνή επιτροπή που φροντίζει για την ανάρρωση και την επιστροφή τους στην Ελλάδα και στο Ισραήλ. Από αυτούς, μόνο λίγες 100άδες θα επιστρέψουν στη πατρίδα. Τελευταίος απ’ αυτούς, μαζί με μία ομάδα Έλληνο-εβραίων κατευθυνόμενοι στη Παλαιστίνη, είναι ο Καμπανέλλης που θα γυρίσει στην Ελλάδα, Αύγουστο του 1945. Αργότερα, θα γράψει τις τρομερές εμπειρίες του σ’ ένα μοναδικό αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με τον ομώνυμο τίτλο, Μαουτχάουζεν.
     Στην Αθήνα, που έχει απελευθερωθεί από τον γερμανικό ζυγό αλλά μαστίζεται από έντονες πολιτικές αναταραχές. Το 1945 είναι επίσης η χρονιά που θα του αποκαλυφθεί η θεατρική του κλίση. Στη διάρκεια του χειμώνα, ολότελα τυχαία, θα βρεθεί στο Θέατρο Τέχνης να παρακολουθεί τη παράσταση των Kaldwell & KirlandΓια Ένα Κομμάτι Γη, σκηνοθετημένη από κάποιο Κάρολο Κουν και με ηθοποιούς μερικούς άγνωστους σε αυτόν καλλιτέχνες, όπως οι Λαμπέτη, Μεταξά, Φωκά, Διαμαντόπουλος. Μαγεύεται, ο εσωτερικός κόσμος του ταράσσεται κι η παράσταση γίνεται το έναυσμα για τις 1ες πνευματικές του αναζητήσεις, ανησυχίες κι αμφιβολίες. Δεν μπορεί ν’ αντιληφθεί πως μια θεατρική παράσταση, που είναι εντελώς φανταστική, κατάφερε ν’ αναστατώσει μ’ αυτό τον τρόπο έναν επιστρέφοντα από στρατόπεδο συγκέντρωσης, μάρτυρα τόσων αποτρόπαιων καταστάσεων. Αποφασίζει έτσι να δοκιμάσει τη τύχη του σαν ηθοποιός. Δίνει εξετάσεις σε διάφορες δραματικές σχολές αλλά παρ’ όλο που του αναγνωρίζεται κάποιο ταλέντο απορρίπτεται συνέχεια λόγω έλλειψης απολυτηρίου.



     Εν τω μεταξύ, το 1946, διορίζεται στο τότε Υπουργείο Αεροναυπηγικής δίχως ποτέ όμως να παύει να ψάχνει τον δρόμο του προς το θέατρο. Η 1η ευκαιρία να προσεγγίσει την ηθοποιία του δίνεται από το φίλο του Πέλο (Πελοπίδα) Κατσέλη που του προτείνει να συμμετάσχει, στο ραδιόφωνο της ΕΙΡ, στη ραδιοφωνική εκφώνηση των έργων Ρωμαίος Κι Ιουλιέττα και Πελέας Και Μελλισάνθη του Metterling. Πεπεισμένος από το θεατρικό ταλέντο του νεαρού Ιάκωβου, ο Κατσέλης ζητά από την επιτροπή του Εθνικού Θεάτρου να τον επανεξετάσουν ως εξαιρετικό ταλέντο. Φάνηκε να ανοίγει ο δρόμος της σκηνής αλλά ο τότε διευθυντής, Ροντήρης, αποφασίζει να τον απορρίψει πάλι. Με κλειστό πλέον το δρόμο από τα παρασκήνια, θα δοκιμάσει το δρόμο του θεάτρου από τη κεντρική πόρτα, σαν δραματουργός.
     Στερούμενος όμως τυπικών προσόντων (απολυτήριο γυμνασίου), δεν μπορεί να φοιτήσει ως ηθοποιός στις δραματικές σχολές κι αφιερώνεται στη συγγραφή θεατρικών έργων. 1ο του έργο το: Άνθρωποι Κι Ημέρες (1946), που παραμένει ανέκδοτο. Με το Χορός Πάνω Στα Στάχυα (1950), που ανεβαίνει από τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού, εγκαινιάζει τη μακριά πορεία του στη νεοελληνική σκηνή. Ακολουθούν: Ο Κρυφός ΉλιοςΟ Μπαμπάς Ο ΠόλεμοςΟδυσσέα Γύρισε Σπίτι και τα μονόπρακτα: Η ΟδόςΟ Γορίλας Κι Η Ορτανσία κ. ά., που θα παιχτούν πολύ αργότερα. Έτσι αφοσιώθηκε μόνο στο γράψιμο. Τον ανακάλυψε ο Αδαμάντιος Λεμός. Το 1ο θεατρικό έργο του ήταν Χορός Πάνω Στα Στάχυα, που παρουσιάστηκε τη θερινή θεατρική περίοδο του 1950 από το θίασο Λεμού στο θέατρο Διονύσια της Καλλιθέας.
      Το 1954 κι ενώ συνεργαζόταν ακόμη με το ραδιόφωνο της ΕΙΡ, κάνοντας διασκευές παγκοσμίως γνωστών θεατρικών έργων, γνωρίζει τη διάσημη καλλιτέχνιδα Μελίνα Μερκούρη που του ζητά ένα πρωτότυπο κείμενο να παρουσιαστεί στο Θέατρο Ρεξ τον επόμενο χειμώνα. Ο Καμπανέλλης γράφει για τη Μελίνα τη Στέλλα Με Τα Κόκκινα Γάντια, έργο που θα μεταφερθεί αμέσως στο σινεμά, σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη, γνωρίζοντας αμέσως ως ταινία τεράστια επιτυχία. Η πετυχημένη αυτή ταινία ματαιώνει τη προγραμματισμένη παράσταση. Η προβολή της ταινίας σε ξένα φεστιβάλ κινηματογράφου επιβάλλει αμέσως τους συντελεστές της διεθνώς. Την ίδια χρονιά θα ξαναλειτουργήσει το Θέατρο Τέχνης που ήτανε κλειστό από το 1948.



     Εκμεταλλευόμενος τη κινηματογραφική επιτυχία της Στέλλας, γράφει το σενάριο μιας άλλης ταινίας, Ο Δράκος, που θεωρείται ταινία-σταθμός στην ιστορία του νεοελληνικού κινηματογράφου και της παγκόσμιας ταινιοθήκης και στο τέλος του 1955 προτείνει στο Εθνικό Θέατρο, νέο θεατρικό έργο με τίτλο, Η Έβδομη Μέρα Της Δημιουργίας. Επιτέλους το ταλέντο του αναγνωρίζεται επισήμως κι Η Έβδόμη Μέρα θα εγκαινιάσει τη 2η σκηνή του θεάτρου. Ανοίξουν οι πόρτες του σημαντικότερου Ελληνικού θεάτρου μες από τις επευφημίες μίας ευρείας κριτικής κι ενός πολυάριθμου κοινού. Το 1957 το θεατρικό έργο του Καμπανέλλη, Αυτός Και Το Παντελόνι Του, ανεβαίνει στο Θέατρο Τέχνης με 2 άλλα μονόπρακτα του Πιραντέλλο και του Τσέχωφ σ’ ένα ρεσιτάλ υποκριτικής του Βασίλη Διαμαντόπουλου.. Το ρεσιτάλ αυτό απέκτησε τέτοια επιτυχία που αντί για τις δύο προγραμματισμένες παραστάσεις παίχτηκε 11 φορές!!!.
     Τότε ο Κουν ζητά από τον συγγραφέα να του διαβάσει μέρος του τελευταίου του έργου κι ο Καμπανέλλης του διαβάζει 3 πράξεις της Αυλής Των Θαυμάτων, που έλειπε ακόμα το φινάλε. Ο Κουν ενθουσιάζεται αντιλαμβάνοντας ότι αυτό το κείμενο ήταν ό,τι έλειπε ακριβώς από το ελληνικό θέατρο κείνης της εποχής. Προγραμματίζει αμέσως το ανέβασμα της Αυλής για το χειμώνα του 1958 στο Θέατρο Τέχνης με σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι και το έργο παίχτηκε ασταμάτητα για όλη τη σεζόν, σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη και το επόμενο καλοκαίρι ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο Θεσσαλονίκης και ξανά στην Αθήνα τον επόμενο χειμώνα, χωρίς διακοπή. Αυτό το έργο λοιπόν, τον καθιερώνει σαν αναμορφωτή της νεοελληνικής δραματουργίας. Η απήχηση της παράστασης οδηγεί στην ανανέωση της συνεργασίας του με τον Κουν και την επόμενη σεζόν.



     Το 1959, θα παρουσιάσει στο Θέατρο Τέχνης το 3ο έργο της ρεαλιστικής 3λογίας του με τίτλο, Η Ηλικία Της Νύχτας. Η πολιτική διάσταση που ανέδυε αυτό το έργο, τόσο διαφορετικό από τα προηγούμενα, δεν άρεσε στους περισσότερους δημιουργώντας έτσι ένα ρήγμα στη κριτική. Ωστόσο ο συγγραφέας δεν αποθαρρύνθηκε και δέχτηκε τη πρόταση των Μαρίας Αλκαίου και Βασίλη Διαμαντόπουλου να γράψει ένα καινούργιο έργο για τα εγκαίνια του Θεάτρου τους, στην οδό Στουρνάρα, πραγματοποιώντας έτσι το παλιό του όνειρο: τη διασκευή για τη σκηνή του λατρεμμένου του Παραμύθι Χωρίς Όνομα, της Δέλτα, έτσι ώστε να πειραματιστεί σε νέους τρόπους έκφρασης. Θύμα της πολιτικής έξαψης της περιόδου ομόφωνα απορρίφθηκε. Η σκηνική αυτή αλληγορία, παρ’ όλο το καλό καστ Διαμαντόπουλου-Αλκαίου, παρά τους εξαιρετικούς συντελεστές της και τη συμβολή του Μάνου Χατζιδάκι στη μουσική, δε γίνεται δεκτή και σύντομα κατεβαίνει. Αρκετά πληγωμένος, θα μετοικήσει πρώτα στο Λονδίνο, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1962 κι έπειτα στη Κύπρο. Στην Αθήνα θα επιστρέψει Άνοιξη του 1963.  Ωστόσο, τα έργα Η Αυλή Των Θαυμάτων και Παραμύθι Χωρίς Όνομα, θ’ αναδειχθούν ως τα πιο αγαπητά και πολυπαιγμένα θεατρικά του.
     Η αντιμετώπιση αυτών των έργων και το έντονο ασταθές πολιτικό κλίμα της ταραγμένης 10ετίας του ’60, τον προβληματίζει που βρίσκεται σε κρίσιμη περίοδο καμπής κι αναθεωρήσεων των εκφραστικών του μέσων. Αποφασίζει να επισκεφθεί το Λονδίνο και θα μείνει εκεί για κάποιο διάστημα, να ενημερωθεί για τις νέες καλλιτεχνικές και θεατρικές τάσεις. Καρπός αυτής της εμπειρίας είναι το έργο Η Γειτονιά Των Αγγέλων (1963), που ανεβαίνει στο θέατρο Ρεξ, μόλις επιστρέφει στην Ελλάδα, από το θίασο της Τζένης Καρέζη, σε μουσική Θεοδωράκη, παρουσιάζοντας ένα νέο σκηνικό λόγο εν είδη λαϊκής όπερας. Από όλη τη παράσταση, το κοινό θα εκτιμήσει πάνω απ’ όλα, τα τραγούδια που αποτελούν ακόμη και σήμερα κομμάτι του ρεπερτορίου του λαϊκού τραγουδιού. Το 1964 ο συγγραφέας γράφει για την Αμερικάνικη τηλεόραση NBC, το σενάριο του έργου Η Ελλάδα Της Μελίνας και ξεκινά τη συνεργασία του με την εφημερίδα Ελευθερία του Πάνου Κόκκα.

    Το 1960, διασκευάζει το υλικό που είχε γράψει μεταξύ των ετών 1943 και 1945 με θέμα το Μαουτχάουζεν και το δημοσιεύει σε αυτοτελή δοκίμια στην εφημερίδα όπου εργάζεται. Η συνεργασία του με την εφημερίδα Ελευθερία θα διακοπεί στις 15 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς κατά την διάρκεια πολιτικών γεγονότων. Η εμπειρία του, ωστόσο, στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως που τον απασχολούσε πολλά χρόνια πριν, αποτυπώνεται στο χρονικό του, Μαουτχάουζεν. Μαρτυρία που κυκλοφορεί σε βιβλίο, αρχικά από τις εκδόσεις Θεμέλιο (1961) κι εν συνεχεία από τον Κέδρο, γίνεται αμέσως εκδοτική επιτυχία και με τις συνεχείς επανεκδόσεις μέχρι σήμερα, αναδεικνύεται ως επίτευγμα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Η απήχηση του βιβλίου τον παρακινεί να γράψει τους στίχους των 4 τραγουδιών του ομώνυμου κύκλου, που μελοποιεί ο Μίκης Θεοδωράκης και παρουσιάζονται με μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και στο εξωτερικό ως σήμερα.
     Τον Οκτώβρη του 1964, η Τζένη Καρέζη θα πρωταγωνιστήσει στο Βίβα Ασπασία του, έργο που προκάλεσε πόλεμο ανάμεσα στους κριτικούς: από πολλούς το δράμα κατηγορήθηκε σαν προσβλητικό για τη μνήμη των γυναικών που πρόταξαν το στήθος τους στα άρματα των Γερμανών στη Κατοχή -όπως έγραψε ο Κλάρας στη Βραδυνή -αλλά οι πιο διάσημες προσωπικότητες της εποχής θέλησαν να υπερασπιστούν δημοσίως αυτό το έργο ως ένδειξη τιμής στο θάρρος των ανταρτών στη πιο σημαντική περίοδο της σύγχρονης ιστορίας, την Αντίσταση. Ανάμεσά τους ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Μίκης Θεοδωράκης κι ο Μανώλης Γλέζος.
     Το 1966 οι καιροί είναι πλέον ώριμοι έτσι ώστε ο Κουν να μπορέσει ν’ ανεβάσει το Οδυσσέα Γύρισε Σπίτι, γραμμένο από το 1953, που ‘χε θεωρηθεί ακατάλληλο για το Εθνικό Θέατρο εδώ και 13 χρόνια. Ο σκηνοθέτης δούλεψε μέρα-νύχτα σ’ αυτό το έργο και στο ντεμπούτο του το δράμα αναγνωρίστηκε ως ο 2ος θεμελιώδης λίθος στη θεατρική καρριέρα του συγγραφέα. Από το 1966 ως το 1969 βρισκόμαστε πλέον στα χρόνια της δικτατορίας κι η λογοκρισία κόβει τα φτερά σε κάθε απόπειρα ελεύθερης έκφρασης. Ο Ιάκωβος παύει κάθε θεατρική δραστηριότητα αφιερώνοντας κάθε ενέργεια του στον κινηματογράφο. Με τον αδερφό του Γιώργο σκηνοθετεί, το 1970, τη ταινία, Το Κανόνι Και Το Αηδόνι που τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. (Σημ.: Ο  Γιώργος Καμπανέλλης ο ηθοποιός, ήταν ο μικρότερος αδελφός του).



     Το 1971 προσαρμόζει στη σκηνή το διήγημα του ΚάφκαΗ Αποικία Των Τιμωρημένων, παρουσιάστηκε στη Πειραματική Σκηνή της Πόλης της Μαριέτας Ριάλδη. Την επόμενη χρονιά ο θίασος Νέα Πορεία, ένα σπάνιο σύμπλεγμα εξαιρετικών ηθοποιών, θα ξαναπαρουσιάσει το Παραμύθι Χωρίς Όνομα που, όπως είχε ήδη συμβεί και με τον Οδυσσέα του Κουν, αυτή όμως τη φορά να σημειώνει τεράστια επιτυχία παραμένοντας στη σκηνή μέχρι το επόμενο καλοκαίρι. Το Μεγάλο Μας Τσίρκο (1973), που ανεβάζει ο θίασος Καρέζη-Καζάκου, με μουσική Σταύρου Ξαρχάκου κι εξελίσσεται σε αντιδικτατορική εκδήλωση. Το Κουκκί Και Το Ρεβύθι (1974) κι Ο Εχθρός Λαός (1975), που ανέβηκαν από τον ίδιο θίασο κι ανήγαγαν τον Καμπανέλλη σε σύμβολο αντίστασης κάθε μορφής φασισμού. Με το έργο, Πρόσωπα Για Βιολί Κι Ορχήστρα (1976), που διαρθρώνεται σε 4 μονόπρακτα: Ο Πιστός ΆνθρωποςΟ ΠανηγυρικόςΟ Άνθρωπος Και Το Κάδρο κι Η Γυναίκα Και Το Λάθος κι ανέβηκαν σε σκηνοθεσία του Κουν, τελειοποιεί τη γραφή και το ύφος που ‘χε εγκαινιάσει με το μονόπρακτο Αυτός Και Το Πανταλόνι Του.
     Εκείνα τα χρόνια ήτανε τρομερά για το θέατρο: η δικτατορική αστυνομία παρακολουθούσε χωρίς ανοχή κάθε παράσταση κι η λογοκρισία ακρωτηρίαζε ανελέητα ακόμη και τα πιο ακίνδυνα κείμενα. Μετά από εξαντλητική κόπωση ο Καμπανέλλης κατάφερε να δει στη σκηνή το έργο Το Μεγάλο Μας Τσίρκο, μια ψευτοκωμωδία με λεπτή και συγκαλυμμένη σάτιρα που κατάφερε να ξεγελάσει ακόμη και τη λογοκρισία. Τη κωμωδία ανέβασε στην σκηνή ο θίασος Καζάκου-Καρέζη στο θέατρο Αθήναιον το 1973. Στη διάρκεια της πρεμιέρας το μήνυμα σκόπιμα κρυμμένο στους λογοκριτές φάνηκε όμως να καταβάλλει κυριολεκτικά τους θεατές, μ’ αποτέλεσμα την επέμβαση της δικτατορικής αστυνομίας και τη διακοπή του έργου. Ύστερα από τα αίσχη του Πολυτεχνείου η Καρέζη κι ο Καζάκος συνελήφθησαν κι οι παραστάσεις συνεχίστηκαν στο θέατρο Ακροπόλ, όχι χωρίς προβλήματα από τις Αρχές: κάθε φορά που η λογοκρισία έκοβε μία σκηνή, την επόμενη μέρα ο θίασος το παρουσίαζε με τον ίδιο τρόπο κι η αστυνομία ήτανε συνέχεια έτοιμη για να επέμβει.
     Το 1976 ο Κουν ανεβάζει λοιπόν το Πρόσωπα Για Βιολί Κι Ορχήστρα, 4 μοναδικές πράξεις απ’ όπου Η Γυναίκα Και Το Λάθος εγκωμιάστηκε ομόφωνα σαν καλλίτερο παράδειγμα νεοελληνικού κοινωνικού δράματος. Κι είναι ακόμη ο Κουν που το 1978 ανεβάζει στο Θέατρο Τέχνης Τα Τέσσερα Πόδια Του Τραπεζιού που αποτελούσε μια ροπή του συγγραφέα προς το αστικό δράμα και παρουσιάστηκε μ’ επιτυχία όλο το χειμώνα. Μονάχα το 1980, 28 χρόνια αφού είχε γραφτεί, θα παιχτεί Ο Μπαμπάς Ο Πόλεμος από τον θίασο του Λαζάνη, που θα το ξαναπαρουσιαστεί το 1987 στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας σε σκηνοθεσία του ίδιου του Καμπανέλλη. Το 1981 με απαίτηση του ΠΑΣΟΚ, που είναι πλέον στην εξουσία, ο Καμπανέλλης αναλαμβάνει την διεύθυνση του εθνικού ραδιοφώνου της ΕΡΤ και μετά από λίγο του προσφέρεται επίσης η Υποδιεύθυνση της Εθνικής Τηλεόρασης ΕΡΤ, όπου θα προσπαθήσει βελτίωση των ψυχαγωγικών προγραμμάτων. Παρ’ ολ’ αυτά, τον Ιούνιο του 1988 θα εγκαταλείψει τη θέση του αρνούμενος να καλύπτει τις παράνομες εισβολές της κυβέρνησης της δεξιάς στη διεύθυνση του καναλιού.  Το 1978 ξεκινά εν τω μεταξύ, η έκδοση των Απάντων του με τον τίτλο Θέατρο, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος. Στη σειρά αυτή έχουν εκδοθεί οι 9 πρώτοι τόμοι (Α-Θ), όπου το θεατρικό κείμενο συνοδεύουνε, φωτογραφικό υλικό και μικρό ανθολόγιο κριτικών των πρώτων παραστάσεων τους.


    Ακούραστος δημιουργός, μετά από 8 χρόνια απουσίας ο Καμπανέλλης επιχειρεί δυναμική επιστροφή στη σκηνή με το έργο Ο Αόρατος Θίασος (1989), που παίζεται σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη στο Εθνικό Θέατρο. Το 1990, 40 χρόνια μετά από τη 1η θεατρική του παράσταση θα δει τον Οδυσσέα του στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία Κουν, στη διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών. Θα ‘ναι η 1η φορά που ένας σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας θ’ ανεβαστεί σ’ επίσημη εκδήλωση αυτού του Φεστιβάλ. Το κοινό κυριολεκτικά κατέλαβε το θέατρο για να συγχαρεί το δημιουργό και τους παραγωγούς. Ο Καμπανέλλης ομολογεί πως εκείνη υπήρξε από τις πιο ικανοποιητικές στιγμές της καρριέρας του. Η 10ετία του ’90 είναι περίοδος περισυλλογής για τον συγγραφέα που διάσημος πια σ’ όλη τη χώρα, προσκαλείται να μιλήσει σε συνέδρια για τη κουλτούρα και το θέατρο. Το Μάη του 1990 ο συγγραφέας υπήρξε επίσης φιλοξενούμενος του Τμήματος Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου της Νάπολι L’ Orientale να δώσει σειρά διαλέξεων για τη κατάσταση του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου.
     Ο προβληματισμός του για τις σύγχρονες σχέσεις στη φθίνουσα μικροαστική κοινωνία της εποχής κι οι προκλήσεις τυχοδιωκτισμού και διαφθοράς, εκφράζονται στο έργο Ο Δρόμος Περνά Από Μέσα (1991), που θεωρείται ιδεολογική συνέχεια του Αόρατου Θιάσου, ανεβαίνει στο Πειραματικό Θέατρο Της Πόλης της Μαριέττας Ριάλδη σε δική του σκηνοθεσία. Η σύγκρουση του ατόμου με τη πραγματικότητα εντοπίζεται στο μονόπρακτο Ο Επικήδειος (1997), που αν και γραμμένο παλιότερα, τώρα αρχίζει να ερμηνεύεται στη σκηνή Της ίδιας χρονιάς είναι κι Ο Πανηγυρικός κι Ο Επικήδειος που παρουσιαστήκανε ξανά στο ρεσιτάλ του Παπαγεωργίου δίπλα με τη μοναδική πράξη του ’59 Αυτός Και Το Παντελόνι Του. Με τη 3λογία Ο Δείπνος (Γράμμα Στον ΟρέστηΟ ΔείπνοςΠάροδος Θηβών, 1993), που ανεβαίνει σε δική του σκηνοθεσία στο Εθνικό Θέατρο, συνομιλεί μ’ Έλληνες και ξένους συγγραφείς του παγκόσμιου θεάτρου που γράψαν έργα βασισμένα σε θέματα και μορφές της αρχαίας τραγωδίας. Διανοίγει από ‘δω ένα νέο κύκλο έργων του, πειραματικού χαρακτήρα, που τον αποκαλεί Σπουδές Κι Απόπειρες.



    Τα πιο σύγχρονα δράματα ορίζονται από τον ίδιο τον συγγραφέα σαν μελέτες και δοκιμές γιατί πρόκειται για πειραματικά και πρωτοπόρα έργα. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το έργο Στη Χώρα Ιψεν, όπου δίνει μια νέα ερμηνεία του έργου του Ίψεν Βρυκόλακες κι έχει θερμή υποδοχή στο Διεθνές Φεστιβάλ Ίψεν στο Όσλο. Τα επόμενα έργα: Η Τελευταία ΠράξηΜια Συνάντηση Κάπου ΑλλούΜια ΚωμωδίαΟι Δύσκολες Νύχτες Του Κυρίου Θωμά, διευρύνουνε και συμπληρώνουνε τη θεατρική του προσφορά. Το τελευταίο είναι μια ενδελεχής μελέτη ηρώων, συνομηλίκων του συγγραφέα, μ’ ανησυχίες κι αγωνίες για τη φθορά του σώματος, συνδεδεμένες με υπαρξιακά ερωτήματα. Ασχολήθηκε επίσης με τη δημοσιογραφία στις εφημερίδες Ελευθερία (1963-65), Ανένδοτος (1965-66) κι από το 1975 στα Νέα. Υπήρξε επίσης μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
     Ο Καμπανέλλης, εκτός από θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος και δοκιμιογράφος, υπήρξε και στιχουργός. Έγραψε τραγούδια, που η μελοποίηση τους με τη μουσική των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, συνέβαλαν στην εξέλιξη του νεοελληνικού τραγουδιού, γίναν επιτυχίες και τραγουδιούνται μέχρι σήμερα. Εξίσου γόνιμη ήταν κι η συμβολή του στο νεοελληνικό κινηματογράφο ως σεναριογράφου (Νίκου Κούνδουρου Ο Δράκος (1956), Γρηγόρη Γρηγορίου, Η Αρπαγή Της Περσεφόνης (1956), Ντίνου Δημόπουλου Το Αμαξάκι (1957) και Βασίλη Γεωργιάδη Τα Κορίτσια Στον Ήλιο (1968)) αλλά ενίοτε κι ως σκηνοθέτη σε δικές του ταινίες όπως Η Χιονάτη Και Τα Εφτά Γεροντοπαλίκαρα (1960) και Το Κανόνι Και Τ’ Αηδόνι (1968). Μεγάλο μέρος της δραστηριότητας του αφιέρωσε επίσης στο Ραδιόφωνο με πλήθος εκπομπών ως συγγραφέας και παραγωγός με πρωτότυπα θέματα ή διασκευές λογοτεχνικών-θεατρικών έργων. 



     Το 1999 συνέβαλε στην κίνηση αποκέντρωσης της καλλιτεχνικής αγωγής, υποστηρίζοντας την ιδέα του ηθοποιού Δημήτρη Παπαγιάννη και του Λάμπρου Μίχου, Δημάρχου Δήμου Αγίας Βαρβάρας, για την ίδρυση της 1ης Δημοτικής Ανώτερης Σχολής Δραματικής Τέχνης. Από το 2003 ως το 2007 διετέλεσε Πρόεδρος της Βουλής των Εφήβων, διαδεχόμενος τον Αντώνη Σαμαράκη. Στα τελευταία χρόνια προς τιμή των 50 ετών καρριέρας του, τιμήθηκε με τις πιο υψηλές διακρίσεις στα πανεπιστήμια της Αθήνας κα της Θεσσαλονίκης κι ανακηρύχθηκε μέλος ad honorem της Ακαδημίας Αθηνών.
     Για την όλη προσφορά του ως συγγραφέα αλλά κι ως ευαισθητοποιημένου πολίτη, τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις κι αναγορεύθηκε επίτιμος δημότης πολλών πόλεων. Εκλέχτηκε επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κύπρου (1996), της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ (1999) και του τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1999). Εξελέγη παμψηφεί κι αναγορεύθηκε Ακαδημαϊκός (1999), εγκαινιάζοντας την έδρα του Θεάτρου στην Ακαδημία Αθηνών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα (2000).
     Πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011, λόγω νεφροπάθειας, λίγο μετά το θάνατο της αγαπημένης συζύγου του, Νίκης.
     Ο Καμπανέλλης συνετέλεσε ώστε το νεοελληνικό θέατρο να βγει από την απομόνωση που βρισκόταν και το οδήγησε από την ηθογραφία και την επιθεώρηση, στον κοινωνικό ρεαλισμό, στον ποιητικό συμβολισμό, στη σάτιρα και στην αφαίρεση. Θεωρείται πατριάρχης του νεοελληνικού θεάτρου κι ο κύριος εκφραστής των καταστάσεων που βιώνει η κοινωνία μας το τελευταίο μισό του 20ου αι. Συνοδοιπόροι του είναι οι: Λ. Αναγνωστάκη, Δημ. Κεχαίδης. Γ. Σκούρτης, Μ. Ευθυμιάδης, Μ. Ποντίκας, Γ. Διαλεγμένος, Α. Πάνου, Β. Κατσικονούρης κ.ά. Μετά το θάνατο του δημιουργήθηκε το Αρχείο Καμπανέλλη και το Θεατρικό Μουσείο Ιάκωβος Καμπανέλλης στη Νάξο.


     Τα θεατρικά του έργα, που υπερβαίνουνε τα 40, διδαχτήκανε και διδάσκονται απ’ όλους σχεδόν τους νεοέλληνες σκηνοθέτες κι έχουνε παιχτεί από τις κρατικές σκηνές (Εθνικό Θέατρο, ΚΘΒΕ και διάφορα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) της Ελλάδας, της Κύπρου (Θ.Ο.Κ.), καθώς κι από ιδιωτικούς θιάσους. Τα κείμενα του έχουνε μεταφραστεί και παιχτεί στις ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σουηδία, Ρουμανία. Βουλγαρία, Νορβηγία, Λιθουανία, Τουρκία, Ισραήλ, Αυστραλία και Κίνα.

ΘΕΑΤΡΙΚΑ

Χορός πάνω στα στάχυα – Θίασος Αδαμάντιου Λεμού, 1950
Έβδομη μέρα της δημιουργίας – Εθνικό Θέατρο, Β’ Σκηνή, 1955-56
Αυτός και το παντελόνι του και η Κρυφή ζωή του Γουώρεν Μήττυ (μονόπρακτα) – Βασίλης Διαμαντόπουλος, 1957
Η Αυλή των Θαυμάτων – Θέατρο Τέχνης, 1957-58
Η ηλικία της νύχτας – Θέατρο Τέχνης, 1958-59
Ο Γορίλας και η Ορτανσία – Θίασος Έλσας Βεργή, 1959
Παραμύθι χωρίς Όνομα – Νέο Θέατρο Βασίλη Διαμαντόπουλου – Μαρίας Αλκαίου 1959-60
Γειτονιά των αγγέλων – Θίασος Καρέζη, 1963-64
Βίβα Ασπασία – Θίασος Καρέζη, 1966-67
Οδυσσέα γύρισε σπίτι – Θέατρο Τέχνης, 1966-67
Αποικία των τιμωρημένων – Πειραματικό Θέατρο Μαριέττας Ριάλδη, 1970-71
Ασπασία – Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1971-72
Το μεγάλο μας τσίρκο – Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1972-73
Το κουκί και το ρεβύθι – Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1974
Ο εχθρός λαός – Θίασος Καρέζη-Καζάκου, 1975
Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα – Θέατρο Τέχνης, 1976-77
Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού – Θέατρο Τέχνης, 1978-79
Ο μπαμπάς ο πόλεμος – Θέατρο Τέχνης, 1981
Ο αόρατος Θίασος – Εθνικό Θέατρο, 1988
Ο δρόμος περνά από μέσα – 1992
Τρεις σε μοναξιά (Ο πανηγυρικός, Αυτός και το παντελόνι του, Ο επικήδειος) – Θέατρο Στοά, 1992, Θανάσης Παπαγεωργίου.
Σιλωάμ και Ο κρυφός ήλιος” – Θέατρο Τζένη Καρέζη, 2016



ΣΕΝΑΡΙΑ

Στέλλα σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.
Ο δράκος σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου.
Το Ποτάμι σε σκηνοθεσία Νίκου Κούνδουρου.
Αρπαγή της Περσεφόνης σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Γρηγορίου.
Το κανόνι και τ’ αηδόνι σε σκηνοθεσία Ιάκωβου & Γιώργου Καμπανέλλη.
Κορίτσια στον ήλιο σε σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη.

     Επίσης ο Ιάκωβος Καμπανέλλης συνέγραψε και το βιβλίο Μαουτχάουζεν, όπου εξιστορεί όσα έζησε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης από το 1943 ως το 1945. Η διήγηση γίνεται σε δύο χρόνους, καθώς ο αφηγητής αναφέρεται εναλλάξ στη ζωή στο απελευθερωμένο πλέον στρατόπεδο και στη ζωή κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας. Η αφήγηση, συνταρακτικά απλή και ανθρώπινη, παρέχει πληροφορίες για τις θηριωδίες που έλαβαν χώρα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά ρίχνει φως και σε μία πιο άγνωστη πτυχή του δράματος: της επανάκτησης της ζωής από τους επιζήσαντες μέσα από την περιγραφή των αντικειμενικών συνθηκών αλλά και της ψυχολογικής κατάστασης των θυμάτων τις πρώτες μέρες της απελευθέρωσής τους. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κέδρος.

Εκδόσεις των έργων του
Καμπανέλλης Ιάκωβος, Μαουτχάουζεν, Εκδόσεις Θεμέλιο (1961), Εκδόσεις Κέδρος (1995)
Καμπανέλλης Ιάκωβος, Η αρπαγή της Περσεφόνης: Σενάριο για την ομώνυμη ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου, εκδ. Αιγόκερως (1996)
Καμπανέλλης Ιάκωβος, Θέατρο, τομ 1-8, εκδ. Κέδρος (1999-2010)

===============

                                         Μαουτχάουζεν

   “Στο Ες‐Ες Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως του Μαουτχάουζεν έμεινα κρατούμενος απʹ το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου. Έχουνε περάσει είκοσι χρόνια από τότε και μόνο τώρα νιώθω σε θέση να θίξω και να καταγράψω το μέρος αυτό της ζωής μου και της ζωής τόσων άλλων. Σήμερα, που βλέπω τη ʺσυνάντηση του παρελθόντοςʺ με το ʺπαρόνʺ, ξεκαθαρίζουν στη σκέψη μου γεγονότα που δεν είχα καταλάβει. Ίσως να τα κατάλαβα τώρα…“.
     Αυτά γράφει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης για το βιβλίο του. Το βιβλίο είναι μια αληθινή ιστορία. Μαουτχάουζεν ήταν ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ες‐Ες, στην Αυστρία, στη διάρκεια του πολέμου. Στο μακρύ κατάλογο των κρατουμένων ήταν γραμμένος κι ο Καμπανέλλης. Έζησε τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας που αφηγείται εδώ με δραματικό και συναρπαστικό τρόπο. Το Μαουτχάουζεν είναι το μόνο πεζό έργο του συγγραφέα. Με γυρίσματα προς τα πίσω ξαναζωντανεύει η εποχή που το Μαουτχάουζεν ήταν Ες‐Ες Στρατόπεδο Συγκέντρωσης κι Εξόντωσης. SS Konzentrazion und Vernichtungs Lager. Η αφήγηση ακολουθεί τους απελευθερωμένους ως τη μέρα που πήραν το δρόμο για τη νέα τους ζωή, στη μεταπολεμική Ευρώπη.



     Το Μαουτχάουζεν είναι αληθινή ιστορία, όπως τη ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη θυμηθώ.
     Οι σελίδες αυτές αρχίζουν με την απελευθέρωσή μου από το Μαουτχάουζεν στις 5 Μάη 1945.       1963           Ι. Κ.

==================

Τα σημάδια έρχονταν από γη κι ουρανό…

Ήταν Απρίλης. Κι ήταν χίλια εννιακόσα σαράντα πέντε. Είχαμε αρχίσει να το ξέρουμε πως ο πόλεμος πάει να τελειώσει… Τα σημάδια ήταν πολλά. Τα μεγάφωνα που ήταν μέσα στις παράγκες για ν’ ακούμε τ’ ανακοινωθέντα της Βέρμαχτ και τους λόγους του Χίτλερ είχαν από καιρό βουβαθεί.
Κάθε μέρα ο ουρανός έτριζε από εκατοσταριές αμερικάνικα βομβαρδιστικά που έρχονταν απ’ τη μεριά της Γαλλίας. Ένα απόγεμα μετρήσαμε πάνω από χίλια. Οι Ες‐Ες έβγαιναν απ’ τις παράγκες τους και τα κυνηγούσαν με βλαστήμιες. Ύστερα ανάβανε τσιγάρα, αρχίζανε τα καλαμπούρια, ώσπου να τους πιάσει υστερία από τα γέλια.
Ο ούντερσαφ φύρερ Λέεμπ, γραμματέας στην Πολιτική Διεύθυνση, έκλεβε φαΐ απ’ την κουζίνα των αξιωματικών και μας το μοίραζε για να μας αποδείξει πόσο πονόψυχος είναι.
Οι Ες‐Ες έδεσαν έναν Πολωνό αγκαλιά με τέσσερις πεθαμένους και τον άφησαν έτσι τέσσερις μέρες στην απομόνωση. Όταν την πέμπτη μέρα βγήκε, γύριζε από παράγκα σε παράγκα κι έλεγε πως οι πεθαμένοι του είπαν ότι «ο Στάλιν θα ‘ρθει το Μάη».
Τις νύχτες βλέπαμε λάμψεις χαμηλά στον ορίζοντα. Νύχτα με τη νύχτα οι λάμψεις έρχονταν πιο κοντά στο στρατόπεδο. Ένας Ες‐Ες με φώναξε να του ξελασπώσω με το σκούφο μου τις μπότες που φορούσε. Ύστερα με διάταξε να τις παστρέψω με τη γλώσσα μου. Ένας φίλος του τον πλησίασε και πιάσανε ψιλή ψιθυριστή κουβέντα. Τον άκουσα να λέει πως οι δικοί τους «έρχονται για μέσα».
Στο δάσος που κύκλωνε το στρατόπεδο οι μελλοθάνατοι πριν εκτελεστούν ανοίγανε τους λάκκους τους. Σ’ ένα λάκκο, το χώμα που σωριάζανε στο πλάι ξανακύλησε τρεις φορές μέσα, έτσι σαν ένα θεόρατο αόρατο φτυάρι να το ‘σπρωχνε. Ο Ες‐Ες που επόπτευε, χλώμιασε, πήγε και το ανάφερε στο διοικητή. Τον σκοτώσανε στο διάδρομο του Διοικητηρίου με την κατηγορία «ηττοπαθής».
Την τελευταία βδομάδα του Απρίλη είδαμε σωρούς χαρτιά να καίγονται κοντά στη μεριά που ήταν τα εργαστήρια. Καίγανε τα αρχεία. Εξαφανίζανε τους κατάλογους των ντουφεκισμένων, των κρεμασμένων, των σκασμένων με γκάζι, των πνιγμένων στο Γαλάζιο Δούναβη, των φαγωμένων από σκυλιά, των ξεπνοϊσμένων από βασανιστήρια. Ο Ρώσος ταγματάρχης Πιρόγκωφ σαν είδε τις φωτιές είπε: «Τους καίνε για δεύτερη φορά».
Στο γήπεδο, εκεί που άλλοτε οι ομάδες των Ες‐Ες παίζανε ποδόσφαιρο με ομάδες που έρχονταν απ’ τα γύρω χωριά και τα εργοστάσια, εκπαιδεύανε τώρα εθελοντές που φεύγανε  γραμμή για το μέτωπο. Οι εθελοντές ήταν όλοι τους γέροι βαρυποινίτες, φερμένοι από μια κοντινή φυλακή. Τους πεθαίνανε στα γυμνάσια και στις φωνές… «Χίτλερ Ζιγκ‐Ζιγκ‐Ζιγκ!». Το απόγεμα γυρίζανε στις παράγκες τραγουδώντας βραχνά, παράφωνα, ξεθυμασμένα…

Στην πατρίδα ανθεί
ένα λουλουδάκι
και το λεν…
άιν‐τσβο‐ντράι… Έρρικα!

Ο βαρόνος φον Λιντενχάους που δούλευε σκουπιδιάρης στη μεγάλη πλατεία, κάθε που τους έβλεπε να περνούν, τραγουδούσε κι αυτός…

Το παλιό μας το γραμμόφωνο
ξεκούρδισε…
άιν‐τσβο‐ντράι…
και το λεν… Τρίτο Ράιχ!

Ένα πρωί, στα ξαφνικά, ένα αμερικάνικο καταδιωχτικό σβούριξε πάνω απ’ τις παράγκες και τα γραφεία. Κατέβαινε τόσο χαμηλά λες κι ήθελε να προσγειωθεί στην πλατεία. Ύστερα άρχισε τα παιχνίδια. Βάλθηκε να πολυβολεί στα παράθυρα του Διοικητηρίου. Οι Ες‐Ες φοβισμένοι μην πέσουν και βόμβες, βγήκαν στο δρόμο. Το καταδιωχτικό τους κυνηγούσε μια πάνω μια κάτω, κόβοντας επικίνδυνες βόλτες. Ξαφνιασμένοι κι αλαφιασμένοι σκουντούσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Μαζώνονταν, σκόρπιζαν, σκόνταφταν, γλιστρούσαν, πέφτανε.
Εμείς τρέμαμε μην πάει αυτός ο «κάου μπόυ» και τρακάρει πάνω σε κάνα πύργο. Ιδρωμένοι, βρώμικοι, λαχανιασμένοι οι Ες‐Ες ήρθανε και χωθήκανε ανάμεσά μας. Τα αμπέχονά τους ανεβοκατεβαίνανε απ’ τις κοφτές ανάσες, οι ζώνες τους τρίζανε, ο αγέρας μύριζε σωματίλα και φόβο.
Ο «κάου μπόυ» με το καταδιωχτικό έκανε έναν άγριο κύκλο, έτσι σα να τον χάραζε πάνω σε τζάμι, κι έφυγε.
Οι Ες‐Ες μείνανε άφωνοι, ασάλευτοι και μας κοιτάζανε στα μάτια. Τους κοιτάζαμε και μεις κατάματα, άφωνοι, ασάλευτοι, σε στάση προσοχής, ακολουθώντας την πειθαρχία που θέλανε. Πήραν πρώτοι τα μάτια τους, κοίταξαν αλλού. Καθώς γυρίζανε στα γραφεία τους άρχισαν να ψάχνουν στο δρόμο και τις πρασιές και να μαζεύουν τα πράγματα που τους είχανε πέσει.
Κι όμως, όσο πλήθαιναν τα καλά σημάδια, τόσο πιο κοντινός γινόταν ο κίνδυνος για μας. Το ομαδικό ξεπάστρεμα είχε αρχίσει από βδομάδες. Ο θάλαμος του γκαζιού και οι φούρνοι δουλεύανε μέρα και νύχτα. Κάμανε αρχή με τους άρρωστους και συνεχίσανε με κείνους που είχαν έρθει από άλλα στρατόπεδα. Οι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά τη σειρά τους.
Ο διοικητής έκανε απανωτές επιθεωρήσεις, σκύλιαζε που τόσοι μελλοθάνατοι περιμένανε στην ουρά. Φώναζε ότι έπρεπε να βρεθεί τρόπος ν’ αυξηθεί η «απόδοση». Ο υποδιοικητής έλεγε ότι δεν υπάρχει πια αρκετό γκάζι για να κάμει κι άλλους θαλάμους. Και το πετρέλαιο όπου να ‘ναι θα τελειώσει. Ο διοικητής σκύλιαζε χειρότερα. «Να βρείτε άλλου είδους αέριο» φώναζε «κι όσο για καύσιμα υπάρχουν βουνά από ξύλα. Εγώ δε θέλω να στερήσω ούτε τα καύσιμα απ’ τη γερμανίδα νοικοκυρά ούτε το πετρέλαιο απ’ την πολεμική μας βιομηχανία. Αλλά δεν μπορώ να παραδεχτώ ότι είμαστε ανίκανοι να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας».
Ο υποδιοικητής επέμενε ν’ αποφασιστεί η εκκαθάριση με τα πολυβόλα και οι νεκροί να θάβονται σε λάκκους που θα σκάβουν οι ίδιοι. «Γκάζι και πετρέλαιο» διαμαρτυρόταν «δεν έχω, ούτε τα μεταφορικά μέσα για να φέρω. Ενώ σφαίρες διαθέτω άφθονες».
Ο διοικητής έλεγε κοφτά πως αυτό αποκλείεται. «Δεν έχω καμιά τέτοια εντολή απ’ το Βερολίνο».
 Η κουβέντα γινόταν πλάι στους μελλοθάνατους που καραδοκούσαν ν’ αρπάξουν τ’ αποτσίγαρα που έριχναν οι συνομιλητές. Ύστερα ο διοικητής σεργιάνιζε κατά μήκος του σωρού των νεκρών που ήταν αραδιασμένοι σε απανωτές στρώσεις όπως τα ξύλα στις ξυλαποθήκες. Κουνούσε στεναχωρημένος το κεφάλι του και φώναζε: «Θα είμαστε τυχεροί αν δε φανεί κανένας Χίμμλερ από δω να δει το χάλι μας».
Στα μέσα του Απρίλη ήρθε, ως φαίνεται, η εντολή απ’ το Βερολίνο. Στο δάσος, που με την άνοιξη οι βαλανιδιές, οι οξιές, οι καστανιές είχαν φουντώσει κι οι φτέρες ανέβηκαν ως τα γόνατα, οι μελλοθάνατοι ανοίγανε τους λάκκους τους, κατέβαιναν μέσα κι ένα πολυβόλο τους έριχνε όσο το δυνατόν λιγότερες σφαίρες. Μια άλλη εντολή απ’ το Βερολίνο είχε συστήσει «αιματηρές οικονομίες στα πυρομαχικά».
Ωστόσο η εκκαθάριση ούτε και τώρα είχε «απόδοση». Οι Ες‐Ες φεύγανε για το μέτωπο. Η φρουρά λιγόστεψε. Μόλις που έφτανε να μας φυλάει. Τα εξωτερικά συνεργεία που δουλεύανε στο σιδηροδρομικό σταθμό, στο λιμάνι του ποταμού, στα χωράφια, πάψανε να βγαίνουνε.
Έτσι τέλειωσε ο Απρίλης. Κι ήρθε ο Μάης. Ο διοικητής είχε μέρες να φανεί. Ένας κρατούμενος τον είδε στο όνειρό του. «Ο διοικητής είχε γίνει ψάρι και κολυμπούσε στο παρακλάδι του Δούναβη που κυλούσε πίσω απ’ το λατομείο».
Την πρώτη του Μάη τρεις νεαροί αξιωματικοί οπλισμένοι με αυτόματα φύγανε σα σίφουνας μ’ ένα φολκς‐βάγκεν, για να ξετρυπώσουν και να εκτελέσουν επιτόπου τον προϊστάμενο της Πολιτικής Διευθύνσεως. Ο στουρμ φύρερ Σουλτς είχε φορέσει την τυρολέζικη κυνηγετική του φορεσιά και ώρα χαράματα καβάλησε μια μοτοσικλέτα και χάθηκε. Οι τρεις, που φύγανε για να τον βρούνε, χάθηκαν κι αυτοί.
Αυτές τις τελευταίες νύχτες οι λάμψεις είχαν έρθει πολύ κοντά μας. Σαν αστραπές από βροχή που έρχεται. Αρχίσαμε ν’ ακούμε και τους βρόντους των κανονιών και να μετράμε την απόσταση.
Στις 2 του Μάη οι μάγειροι που πήγαιναν ξημερώματα στην κουζίνα είδαν στο δυτικό πύργο έναν αλλιώτικο φρουρό. Αλλιώτικος ήταν κι ο φρουρός στη σκοπιά του κλίβανου που ήταν η πιο κοντινή. Και διακρίναμε καθαρά το ντουφέκι να τρέμει στα χέρια του. Η σκοπιά ήταν πίσω απ’ το πυκνό ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα. Ωστόσο αυτός έτρεμε και τσίριζε να κάνουμε πέρα. Ήταν ηλικιωμένος, ντυμένος με καφετιά στολή και χωρίς μπότες. Μας είπε πως είναι της Πολιτοφυλακής. Πως οι Ες‐Ες φύγανε τη νύχτα. Όλοι. Πήρε θάρρος, άφησε χάμω το ντουφέκι του, άνοιξε το σακίδιό του, πήρε δυο μήλα και μας τα πέταξε. Μπλέξανε στο συρματόπλεγμα και μείνανε εκεί. Έκανε να μας πετάξει άλλα.
Ποιος νοιαζότανε τώρα για μήλα.
Σύσσωμο το στρατόπεδο άρχισε να βουίζει και να σαλεύει. Οι παράγκες αδειάσανε, η πλατεία έπηξε. Αρχίσανε κι άλλοι φρουροί να ρίχνουν μήλα και φέτες κουραμάνα. Οι ανώτεροί τους ζήτησαν να μιλήσουν με μια δική μας επιτροπή. Και τα μεγάφωνα, που τόσο καιρό είχαν βουβαθεί, ξανακούστηκαν. Η φωνή του ομιλητή ήταν γλυκερή και τρεμουλιάρικη. Σαν τα γράμματα παλιού καλλιγράφου που τώρα το χέρι του τρέμει. Είπε πως αν δεν τους πειράξουμε ούτε κι εκείνοι θα μας πειράξουν. Εξήγησε πως αυτοί δεν είναι Ες‐Ες ούτε Βέρμαχτ, είναι Πολιτοφύλακες. Όλοι τους απλοί άνθρωποι, επιστρατευμένοι, οικογενειάρχες. Η διαταγή που έχουν είναι να μη μας αφήσουν να ξεχυθούμε στη χώρα. Αυτό θα είναι επικίνδυνο και για μας. Πρέπει να κάνουμε υπομονή ώσπου να ‘ρθουν οι συμμαχικές δυνάμεις.

Η ελευθερία ήρθε το Μάη…

Στις 5 του Μάη, λίγο πριν απ’ το μεσημέρι, ένα θεόρατο αμερικάνικο τανκ, καπνισμένο και σημαδεμένο απ’ τον πόλεμο, γκρέμισε την πύλη του Μαουτχάουζεν και μπήκε στον περίβολο. Οι πολεμιστές μας κοίταζαν σαστισμένοι, περήφανοι, περίλυποι… Καλά που κάνανε και μείνανε έκει ψηλά, στη ράχη του τανκ. Γλιτώσανε από τόσες μάχες. Απ’ τη χαρά μας δε θα γλιτώνανε. Ουρλιάζαμε, ξεσκίζαμε τα ρούχα μας, ταρακουνιόμαστε σα δαιμονισμένοι. Στριμωχνόμαστε, ποδοπατιόμαστε για να φτάσουμε κοντά στο τανκ. Πολλοί πέφτανε πάνω και φιλούσανε τα καπνισμένα σιδερικά κι άλλοι χτυπούσανε πάνω τα κεφάλια τους και κλαίγανε.
Ξαφνικά άρχισαν ανάμεσά μας να φυτρώνουν σημαίες. Αμερικάνικες, ρώσικες, εγγλέζικες, ισπανικές της Δημοκρατίας, τσέχικες, πολωνέζικες, ελληνικές, γιουγκοσλάβικες, ιταλικές… Όλες καμωμένες από ματισμένα κουρέλια και χοντροβελονιά. Οι πιο πολλές μυρίζανε λαδομπογιά. Οι σημαίες μας ανάψαν ακόμα πιο πολύ. Πηδούσαμε, αλαλάζαμε. Ταυτόχρονα στα χαμηλά γίνονταν άλλες δουλειές. Ένιωσα δυο χέρια να γατζώνονται στο πόδι μου. Έσκυψα να δω. Δυο Ισπανοί, τον έναν τον ήξερα, είχαν ρίξει μπρούμυτα έναν επιστάτη και τον πετσοκόβανε με σουγιάδες. Είδα κι έπαθα να λευτερώσω το πόδι μου απ’ τα χέρια του. Άμα το κατάφερα να τραβηχτώ, πάτησα πάνω στην κοιλιά ενός άλλου επιστάτη που τον είχαν πνίξει μ’ ένα λουρί. Άλλοι είχαν αποκάμει απ’ το συνωστισμό, πέσανε, ποδοπατηθήκανε και ξεψυχούσανε στα πόδια μας.
Χυθήκαμε προς τα έξω με τις σημαίες ψηλά. Ήταν κι άλλο τανκ έξω απ’ την γκρεμισμένη πύλη και πιο πέρα άλλο. Κοντά στο Διοικητήριο σταματήσαμε, πάψαμε να φωνάζουμε, ξανοίξαμε σε μάκρος και κοιτάζαμε το τι γινόταν εκεί… Οι γυναίκες του Μαουτχάουζεν ανεβαίνανε το δρόμο, ουρά ατέλειωτη, ενώ οι πρώτες είχαν κιόλας μπει στα χτίρια. Στριμώχνονταν στις πόρτες, σπάζανε τα τζαμιλίκια στα παράθυρα, άλλες για να μπουν, άλλες για να βγουν. Αυτές που βγαίνανε κρατούσανε σφιχταγκαλιαστά κουρτίνες, στόφες από τα έπιπλα, τσόχες από μπιλιάρδα, τραπεζομάντιλα, πετσέτες, σεντόνια, μαξιλαρόφυλλα, κουρτινάκια. Περνούσανε με τα λάφυρά τους ανάμεσά μας κι ανάμεσα απ’ τις σημαίες. Και καθώς εμείς είχαμε σωπάσει και τις κοιτάζαμε σώπαιναν κι αυτές. Τα πρόσωπά τους ήταν μαλλιαρά απ’ την αδυναμία, τα μαλλιά κουρεμένα, φορούσαν πανταλόνια και σακάκια γεμισμένα με κουρέλια για να μας κρατάνε ζέστα.
Δεν περιμένανε να βρεθούνε έτσι ξαφνικά τόσο κοντά σε άντρες. Σα να ντρεπόντανε που ήταν άφτιαχτες. Τα μάτια τους που φέγγανε αρχίσανε να πεταρίζουν, τα πόδια τους πασχίζανε να περιορίσουν το σαματά από τα ξυλοπάπουτσα και με όλα τους τα σουσούμια και το περπάτημα ήταν σα να λέγανε «περιμένετε και θα δείτε». Απ’ τ’ αριστερά ερχόταν πλήθος από άντρες. Ήταν αυτοί που μένανε έξω απ’ τον περίβολο. Έρχονταν απ’ τ’ οπλοστάσιο και την αποθήκη τροφίμων. Κουβαλούσαν ντουφέκια, αυτόματα, σακιά ζάχαρη, ντενεκέδες με τυρί, κιβώτια σφαίρες. Μας είπανε να πάμε στην αποθήκη τροφίμων να δούμε.
Πήγαμε. Ο Ες‐Ες αποθηκάριος ήτανε κρεμασμένος στην πόρτα μ’ ένα παλούκι μπηγμένο στο στήθος. Δυο δικοί μας του χώνανε κομμάτια πατάτα στις τρύπες των ματιών. Ένας άλλος φώναζε: «Τώρα δε θα ξαναπεί πια “νιχτς καρτόφελν”».
Φύγαμε ευχαριστημένοι. Πήραμε ελεύθεροι τον περιφερειακό δρόμο. Οι γυναίκες εξακολουθούσαν να τρεχολογούν πάνω‐κάτω.
Μια παρέα Ρώσοι, αιχμάλωτοι ως χθες, είχαν οικονομήσει μια μεσοφωνία και χορεύανε στη μέση του δρόμου. Πιο κάτω ο κύριος Κάντακ, αρχηγός του αυτοκρατορικού κόμματος της Αυστρίας ‐ έτσι μας έλεγε ‐ είχε ανεβεί πάνω σ’ ένα καζάνι, απ’ αυτά που κουβαλούσαν το φαΐ στα συνεργεία, κι έβγαζε λόγο: «Η δημοκρατία σκότωσε την Αυστρία. Η δημοκρατία την έκαμε δώρο στον Αδόλφο Χίτλερ. Όχι πια δημοκρατία στην Αυστρία. Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι, Αμερικάνοι ξαναφέρτε τους Αψβούργους στη Βιέννη…».
Μια παρέα γυναίκες που περνούσανε, φαίνεται πως τον πείραξαν κι ο Κάντακ συνέχισε το λόγο του έτσι: «στη Βιέννη… άμα παχύνεις, έλα να με βρεις…».
Δυο καθολικοί παπάδες και τρεις καλόγριες διασχίζανε αργά το δρόμο μ’ ένα περίεργο αυτοκίνητο που το οδηγούσε ένας Αμερικάνος στρατιωτικός παπάς. Αργότερα μάθαμε πως το περίεργο αυτοκίνητο το λένε «τζιπ».
Απ’ τον πάνω δρόμο κατέβαινε ένα πλήθος που κρατούσε μια στενόμακρη κόκκινη σημαία και τραγουδούσε ένα τραχύ τραγούδι. Πλημμύρισε το δρόμο και το τζιπ με τις καλόγριες και τους παπάδες χάθηκε ανάμεσα. Ήταν κι ο φίλος μου ο Τεοντόρ Σβέτιτς μαζί. Μια γυναίκα που τους κοίταζε με χαρά ρώτησε: «Τι είστε σεις;». Και κάποιος φώναζε: «Είμαστε Σέρβοι παρτιζάνοι του Τίτο! Ο Μιχαήλοβιτς στη φυλακή».
Ξαναγύρισα στον περίβολο. Οι Αμερικάνοι ξεφορτώνανε τόνους φάρμακα και φαγιά. Η πλατεία ήταν πάντα γεμάτη κι ο καπνός απ’ τ’ αμερικάνικα τσιγάρα πήγαινε σύννεφο. Οι σκοτωμοί συνεχίζονταν. Στην παράγκα No 3 δυο επιστάτες κείτονταν στο τσιμεντένιο πάτωμα του καμπινέ. Τον ένα τον ντουφεκίσανε, τον άλλον τον λιντσάρανε έως θανάτου.
Δυο αυτοκίνητα, απ’ αυτά που τα λένε «τζιπ», φύγανε ολοταχώς απ’ τον περίβολο φορτωμένα Αμερικάνους στρατιώτες και οπλισμένους δικούς μας. Ήρθε ένα μήνυμα πως στο χωριό Σαν Γκέοργκ ο δήμαρχος έκρυβε Ες‐Ες. Ο Αντώνης απ’ τους Αμπελοκήπους με χαιρέτησε κουνώντας ένα αυτόματο και μου φώναξε: «Θα σου φέρω έναν Ες‐Ες να παίζεις».
Στον περίβολο ήταν και κάτι γυναίκες που τις είχα ακουστά, αλλά τις έβλεπα για πρώτη φορά. Ήταν θρεμμένες, καλοντυμένες, βαμμένες κι είχαν και αρκετό μαλλί στο κεφάλι. Ήταν οι αγαπητικές αυτών που επιστατούσαν στα μεγάλα πόστα. Αρχιραφτάδες, αρχιμάγειροι, αρχιμαραγκοί, αποθηκάριοι. Μ’ αυτούς τους επιστάτες οι Ες‐Ες είχαν φιλίες γιατί κάνανε διάφορες κομπίνες μαζί. Κλέβανε τα τρόφιμα, τα υλικά, τα εργαλεία, βγάζανε πέντε χρυσά δόντια απ’ τους κρατούμενους δηλώνανε δύο. Οι επιστάτες οικονομούσαν απ’ όλα, ήταν αφεντικά. Μέχρι που καταφέρανε να ‘χουν τις αγαπητικές τους σε ιδιαίτερη παράγκα. Δεν μπορούσαν να κοιμούνται μαζί, όμως όλο και κάτι κάνανε. Στο μεταξύ τις ταΐζανε, τις ποτίζανε, τις ντύνανε. Τις ετοιμάζανε.
Αλλά οι πιο πολλοί επιστάτες ήταν Γερμανοί βαρυποινίτες. Όσοι δε φύγανε εθελοντικά για το μέτωπο, φοβηθήκανε να μείνουν στο ελευθερωμένο στρατόπεδο και το στρίψανε παρέα με τους Ες‐Ες. Όσοι μείνανε, άλλοι ήταν κιόλας στον άλλο κόσμο κι άλλοι δεμένοι χειροπόδαρα. Τις γυναίκες που ετοιμάσανε τις είχανε τώρα παραλάβει τα παλικαράκια. Σπανιόλοι, Έλληνες, Ιταλοί. Αυτές χαχανίζανε ευχαριστημένες και τα χαχανητά τους μπερδεύονταν με μουσική τζαζ και διάφορες υγειονομικές οδηγίες που ακούγονταν απ’ τα μεγάφωνα.
Όσο περνούσαν οι ώρες, η κίνηση κι η ζωή στο Μαουτχάουζεν άλλαζε. Το απόγεμα δεν έβλεπες πια παράτες ούτε άκουγες τραγούδια. Οι παρέες είχαν σκορπίσει, ο καθένας πήγαινε μόνος του κι οι κουβέντες που άκουγες συνέχεια ήταν:
Πού τον πήγανε ύστερα;
Πού φάνηκε για τελευταία φορά;
Ποιος ήταν μαζί;
Ποιος τον είδε;
Υπάρχει πιθανότητα να ζει;
Ποιος μπορεί να ξέρει;
Ποιον να ρωτήσω;
Πολλοί κρατούσαν μολύβι και χαρτί και σημειώνανε τις πληροφορίες που μαζεύανε. Ύστερα κάνανε συνδυασμούς κι υπολογισμούς κι αποδείχνανε στον εαυτό τους πως ο δικός τους «οπωσδήποτε πρέπει να γλίτωσε».
Τη νύχτα, όσοι τα είχανε μιλημένα με τις αγαπητικές ξεκινήσανε για νυχτέρι στην παράγκα τους. Ήταν έξω απ’ τον περίβολο. Οι Αμερικάνοι τους σταματήσανε στην πύλη και δεν τους αφήσανε να βγουν. «Πάλι φερμπότεν» είπαν απορημένοι κι αλλάξανε δρόμο. Κόψανε τα συρματοπλέγματα του ανατολικού φράχτη και βγήκανε. Μάταιος κόπος. Οι Αμερικάνοι φυλάγανε τις παράγκες των γυναικών και δεν άφηναν να περάσει αρσενικός. Οι εραστές γυρίσανε πίσω έξω φρενών, δεν καταλαβαίνανε τι σόι απελευθέρωση ήταν αυτή. Οι άλλοι τους κοροϊδεύανε ή τους λέγανε «σα δεν ντρέπεστε, είναι ώρα για τέτοιες δουλειές;». Αυτοί, στα παλιά τους τα παπούτσια, δεν τους κρατούσες με τίποτα. Πήγανε στον Αμερικάνο ταγματάρχη, τον ονομάσανε «ελευθερωτή» και κάνανε τα παράπονά τους. Ο «ελευθερωτής» τους εξήγησε ότι λόγοι υγείας και ασφάλειας επιβάλλουν αυτό το μέτρο και τους συμβούλεψε να κάνουν λίγες μέρες υπομονή. Οι εραστές πιάσαν να του εξηγούν πως οι γυναίκες που θα πάνε είναι έτοιμες και περιμένουνε. Πως πρέπει να καταλάβει τη λαχτάρα τους. Εδώ δεν πρόκειται για ένα απλό κοίμισμα με γυναίκα. Εδώ πρόκειται για παραπάνω… Ο ταγματάρχης είπε πως τους καταλαβαίνει γιατί επί δυο χρόνια που είναι στρατιώτης δεν είδε τη γυναίκα του. Πρέπει όμως να τους πει «όχι».
Τότε τραβήξανε προς τη μεριά του τοίχου που έκλεινε τον περίβολο απ’ τα δυτικά. Απ’ αυτή τη μεριά οι παράγκες των γυναικών ήταν αφύλαχτες. Ο τοίχος ήταν ως πέντε μέτρα ψηλός. Σύρανε απ’ το φούρνο το καρότσι που κουβαλούσαν τους πεθαμένους, βάλανε πάνω κιβώτια, καζάνια, κρεμάσανε ένα σκοινί και περάσανε έξω. Τώρα κανείς δεν τους κορόιδευε. Ίσα‐ίσα που πολλοί μάλιστα τους βοηθήσανε να πάνε. Ήταν οι πρώτοι που θα κοιμούνταν με γυναίκες. Αρχίσαμε να τους σεβόμαστε.

Ο λαϊκός δικαστής με το μοσχάρι…

Τα μαγειρεία δουλεύανε χωρίς σταματημό κι εμείς μασούσαμε όλη μέρα. Το στρατόπεδο είχε γεμίσει ψωμί, μακαρόνια, πατάτες, κορν‐μπιφ, μπισκότα, σοκολάτες, οδοντογλυφίδες, οδοντόβουρτσες, οδοντόπαστες, τσίχλες, προφυλακτικά, μαρμελάδα, σαπούνια, φωτογραφίες από χορεύτριες του Μπροντγουαίη.
Ήμασταν τα χαϊδεμένα παιδιά της επιμελητείας του αμερικάνικου στρατού και του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Μαζεύαμε ό,τι μας δίνανε κι ό,τι βρίσκαμε. Ακόμη κι εκείνα που δεν μπορούσαμε να μεταχειριστούμε. Η μανία της ιδιοχτησίας είχε ξυπνήσει μέσα μας παμφάγα.
Ο καιρός φρονίμεψε τη χαρά μας, ήρθαν οι μέρες για δουλειά. Καθαρίσαμε, νοικοκυρέψαμε τις καλύτερες παράγκες και βάλαμε τους αρρώστους σε καθαρά σεντόνια. Οι γιατροί δουλεύανε μέρα και νύχτα, σε κάθε κουκέτα κρέμονταν οροί, οι άρρωστοι κρατιούνταν στη ζωή με τα φάρμακα. Μας κοίταζαν σα να μας λένε: «Μη μας αφήνετε!»
Ανοίγαμε τους λάκκους στο δάσος και ξεθάβαμε τους ντουφεκισμένους. Τώρα που σταμάτησαν τα πολυβόλα, τα πουλιά ξαναγυρίσανε στο δάσος κι ακομπανιάρανε τη δουλειά μας με κελαηδήματα. Μεταφέραμε τους πεθαμένους στο γήπεδο, που τελικά γίνηκε νεκροταφείο. Τους θάβαμε χώρια τον καθένα, ανθρωπινά. Κάπου‐κάπου όμως κάναμε λάθη στο θάψιμο κι αντί να βάζουμε σταυρό στους Χριστιανούς και άστρο στους Εβραίους, βάζαμε άστρο στους Χριστιανούς και σταυρό στους Εβραίους. Οι φανατικοί κι απ’ τις δυο μεριές διαμαρτυρήθηκαν. Άλλοι λέγανε: «Οι νεκροί πάντως καταλαβαίνουνε πόσο σοφά είναι κάτι τέτοια λάθη».
Στον επισιτισμό μας βοηθούσαμε κι οι ίδιοι. Κάθε βράδυ πολλοί απ’ αυτούς που είχαν πάει βόλτα στα γύρω αγροχτήματα, γυρίζανε κουβαλώντας ένα μοσχάρι, ένα χοίρο, γαλοπούλες, κουνέλια, χήνες, καλάθια αυγά, λεκάνες φρέσκο βούτυρο. Οι Αμερικάνοι στεναχωριούνταν μ’ αυτή την κατάσταση. Δε θέλανε να γίνεται πλιάτσικο στα αγροκτήματα. Αυτοί οι αγρότες είναι αθώοι, λέγανε. Κι ένα βράδυ σταματήσανε στην πύλη τον κύριο Βαγγέλη και με συνοδεία ένα στρατιώτη του είπανε να πάει αμέσως πίσω το άσπρο μοσχάρι που είχε φέρει.
Ο κύριος Βαγγέλης ήταν απ’ την Πάτρα. Ψηλός, στεγνός, με καμπουρωτή μύτη, ηλιοψημένος, λιγομίλητος και αυστηρός. Το πανταλόνι που φορούσε τέλειωνε στις γάμπες και τα μανίκια του σακακιού λίγο πιο κάτω απ’ τους αγκώνες. Όταν κατάλαβε πως θέλουνε να πάει πίσω το μοσχάρι, ζήτησε διερμηνέα για να τους απαντήσει. Ήρθε ο διερμηνέας κι ο Βαγγέλης άρχισε να λέει:
«Να μεταφράζεις καλά ό,τι σου λέω. Θα τους εξηγήσω αμέσως γιατί πήρα το μοσχάρι και γιατί δεν πρόκειται να το πάω πίσω!
»Σήμερα το πρωί πήγα μια βόλτα στην εξοχή, όπως κάνω κάθε μέρα από τότε που χάρη στη γενναιότητά τους είμαι ελεύθερος άνθρωπος. Κατά τις δέκα η ώρα χτύπησα την πόρτα σ’ ένα πλούσιο αγροτόσπιτο και τους παρακάλεσα ευγενέστατα να μου δώσουν μια κούπα ζεστό γάλα και μια φέτα ψωμί. Μου είπαν πως δεν έχουν τίποτα και να φύγω!» Μετάφρασέ το.
»Φυσικά εγώ δεν έφυγα. Τους είπα ότι αν δε μου δώσουν αμέσως ό,τι είπα θα τους βάλω φωτιά. Φέρανε αστραπιαία μια φέτα ψωμί και λίγο γάλα σ’ ένα ντενεκέδι και τ’ αφήσανε χάμω λες και ήμουνα κανένας σκύλος.» Μετάφρασέ το.
»Τους είπα ότι θα πάρω το γάλα μου στην τραπεζαρία τους αλλιώς θα ‘χουν κακά ξεμπερδέματα. Μου ανοίξανε την πόρτα και με πήγανε στην τραπεζαρία. Μου φέρανε μια κούπα γάλα και μια φέτα ψωμί. Ούτε ένα ψίχουλο ψωμί παραπάνω, ούτε μια σταγόνα γάλα. Μόλις τέλειωσα, το αφεντικό μου είπε να φύγω.» Μετάφρασέ το.»
Τον ρώτησα γιατί είναι έτσι σκληρός μ’ έναν άνθρωπο που ήταν δυο χρόνια στο κάτεργο. Απάντηση: Δε φταίω ‘γώ που ήσουνα στο Μαουτχάουζεν, ούτε ξέρω τι γινόταν εκεί! Το στρατόπεδο, του λέω, είναι μόνο μισή ώρα από δω και τα συνεργεία δουλεύανε και στα χωράφια! Μπορεί και στα δικά σου χωράφια! Πώς δεν ξέρεις τι γινόταν εκεί!» Απάντηση: Δεν ξέρω απολύτως τίποτα.»
Μετάφρασέ το.
»Επειδή, του λέω, είσαι τέτοιο κοπρόσκυλο, πες να μου ετοιμάσουν για το μεσημέρι ένα κοτόπουλο βραστό, άνοιξέ μου το ραδιόφωνο και καθάρισέ μου και μερικά μήλα. Μου φέρανε ό,τι ζήτησα γιατί είδανε πως δεν αστειεύομαι. Όμως όλη την ήμερα κανείς τους δε με ρώτησε τι είμαι, ποιος είμαι, τι ήταν το στρατόπεδο, τι γινόταν εκεί μέσα. Λέξη.» Μετάφρασέ το.
»Το απογεματάκι ακούω φωνές στην πόρτα. Δυο Ρώσοι απ’ το Μαουτχάουζεν ζητούσανε λάχανα. Οι αθώοι Γερμανοί αγρότες τους βρίζανε και τους διώχνανε. Πήγα, άνοιξα την πόρτα, τους έβαλα μέσα και τους είπα να πάρουνε όσα λάχανα θέλουνε.
»Με την ευκαιρία έκανα και μια βόλτα στο χτήμα και στις αποθήκες. Από ζωντανά και πετούμενα άλλο τίποτα. Και στις αποθήκες τους φίσκα τα καπνιστά χοιρινά, τα λουκάνικα, τα σαλάμια, τα βούτυρα και τ’ αλεύρια. Είπα στους Ρώσους να πάρουνε κι ό,τι άλλο θένε. Ύστερα ειδοποίησα τους αθώους Γερμανούς αγρότες ότι ώσπου να γίνουνε άνθρωποι, θα τους κάνω παρέα κάθε μέρα απ’ το πρωί ως το βράδυ. Ως πρώτη δόση πήρα το άσπρο μοσχάρι. Αύριο θα πάρω άλλο χρώμα. Μετάφρασέ το και τελειώσαμε».
Ο κύριος Βαγγέλης πέρασε την πύλη παρέα με το άσπρο μοσχάρι και το παρέδωσε στη κουζίνα.
Ένα πρωί ξύπνησα από φωνές και τρεχαλητά. Χαλούσε ο κόσμος. Ντύθηκα άρον‐άρον και βγήκα.
Απ’ όλες τις παράγκες, ντυμένοι, άντυτοι, μισοντυμένοι, βγαίνανε και τρέχανε προς την πλατεία. Εκεί πλήθος πολύ είχε κυκλώσει τα κρατητήρια που τα φρουρούσαν Αμερικάνοι στρατιώτες.
«Κρεμάλα, κρεμάλα» φωνάζανε οι δικοί μας. «Βγάλτε τους έξω! Δώστε τους σε μας».
Οι Αμερικάνοι είχαν πιάσει Ες‐Ες του Μαουτχάουζεν και τους κουβαλήσανε αργά την περασμένη νύχτα. Ριχτήκαμε να φάμε τον τοίχο για να τους πάρουμε στα χέρια μας. Ήρθε ο υπολοχαγός Μακ Φηλντ πάνω σ’ ένα ψηλό φορτηγό αυτοκίνητο και μας έβγαλε λόγο:
«Όλοι τους ‐ είπε ‐ θα τιμωρηθούν κατά πως τους αξίζει. Είναι εγκληματίες πολέμου και θα περάσουν από ειδικό διασυμμαχικό δικαστήριο που δε θα χαρίσει κάστανα. Σας το υπόσχομαι. Δεν πρέπει να τους πειράξουμε πριν γίνουν οι ανακρίσεις και οι καταθέσεις. Θα κάνουμε για τον καθένα έναν παχύ φάκελο. Σας το υπόσχομαι. Ο κόσμος ολόκληρος πρέπει να μάθει τι θηρία ήταν αυτοί οι Ες‐Ες. Έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε. Πρέπει να φέρουμε στο φως όλα όσα γίνανε. Γιατί πέρα απ’ την τιμωρία αυτών των κακούργων είναι και κάτι άλλο πιο σπουδαίο! Αυτός ο πόλεμος, ο πιο άγριος που έγινε ποτέ, αυτός ο πόλεμος που μόλις τέλειωσε, πρέπει να ‘ναι ο τελευταίος. Η ανθρωπότητα δεν πρέπει, όταν τον αναφέρει, να λέει “ο περασμένος πόλεμος”. Αλλά… “ο τελευταίος πόλεμος”. Κι έτσι θα είναι. Σας το υπόσχομαι».
Ο υπολοχαγός Μακ Φηλντ μας έπεισε. Είχε κι ο ίδιος συγκινηθεί με το λόγο του, ειδικά άμα έλεγε «σας το υπόσχομαι».
Ύστερα άρχισαν να μεταδίδονται απ’ τα μεγάφωνα διάφορες ανακοινώσεις:
«Ο Χίτλερ αυτοκτόνησε. Το πτώμα του βρέθηκε στον κήπο της Καγκελλαρίας στο Βερολίνο».
«Ο Ες‐Ες διοικητής του Μαουτχάουζεν Φραντς Ζίρας τραυματίστηκε θανάσιμα κατά τη δίωξή του από άνδρες της αμερικάνικης στρατιωτικής αστυνομίας».
Μουσική τζαζ…
«Ο Ες‐Ες υποδιοικητής του Μαουτχάουζεν Γκέοργκ Μπαχμάγερ αυτοκτόνησε αφού πρώτα δηλητηρίασε τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά ηλικίας επτά, πέντε και δύο ετών».
«Ο ταγματάρχης Πάτρικ παρακαλεί να παραδώσετε όλα τα όπλα που βρίσκονται στα χέρια σας. Κάθε υπόδειξη των αμερικάνικων αρχών είναι μόνο για το καλό σας».
Μουσική τζαζ…
«Ο ταγματάρχης Πάτρικ παρακαλεί όπως κάθε εθνικότητα εκλέξει έναν αντιπρόσωπό της για το σχηματισμό μιας διοικητικής επιτροπής. Το Μαουτχάουζεν, ώσπου να φύγετε για τα σπίτια σας, πρέπει να διοικηθεί από σας τους ίδιους. Εσείς ξέρετε τα προβλήματά σας καλύτερα από κάθε άλλον».
«Τις τελευταίες μέρες σημειώνονται πολλοί θάνατοι από εντερικά. Επαναλαμβάνουμε ότι οφείλονται στην απότομη πολυφαγία. Όσοι έχετε ευκοιλιότητα ζητήστε αμέσως απ’ το ιατρείο το φάρμακο… και ακολουθήστε αυστηρά αυτή τη δίαιτα…».
Το απόγευμα ήρθαν στην παράγκα μου ο Αντώνης, απ’ τους Αμπελοκήπους, ο στρατηγός Κ., ο κύριος Βαγγέλης, ο Ιωνάς, ο Πέτρος απ’ τη Θήβα, ο Θανάσης απ’ τη Θεσσαλονίκη και μου είπανε πως οι Έλληνες με διαλέξανε για αντιπρόσωπό τους στην επιτροπή. Ρώτησα γιατί.
Γιατί έτσι! μου είπανε.
Ύστερα ο Πέτρος μου ανάγγειλε τρίβοντας τα χέρια του, πως «έχουμε και αυτοκίνητο». Το βρήκε στην άλλη όχθη του Δούναβη. Καθάρισε τον αγκυλωτό σταυρό που είχε πάνω και του κοτσάρησε μια ελληνική σημαιούλα. Ως αντιπρόσωπος μπορώ να ζητήσω αμερικάνικη άδεια κυκλοφορίας και αριθμό «και είμαστε τρέλα».
Οι Έλληνες που βρεθήκαμε ζωντανοί ήμασταν ως χίλιοι άντρες και ίσα με διακόσιες γυναίκες, όλες Εβραίες.
Την άλλη μέρα όλοι οι αντιπρόσωποι επισκεφθήκαμε τον ταγματάρχη Πάτρικ. Οι άλλοι αντιπρόσωποι ήταν μεγάλοι άνθρωποι, σοβαροί. Ο Ρώσος ήταν συνταγματάρχης, αιχμάλωτος πολέμου, ο Τσέχος είχε κάμει ιδιαίτερος του προέδρου Μπένες, ο Ιταλός ήταν αδελφός ή ξάδερφος του Τολιάτι, ο Ισπανός ήταν καθηγητής Πανεπιστημίου. Η αφεντιά μου ήμουν πολύ νέος, μεγάλη παραφωνία ανάμεσα στο λαϊκό επίτροπο του Τίτο που αντιπροσώπευε τους Σέρβους και στο στρατηγό του ιππικού που αντιπροσώπευε τους Πολωνούς. Γι’ αυτό και το πρώτο πράγμα που ρώτησε ο ταγματάρχης Πάτρικ ήταν τι αντιπροσωπεύω εγώ.
Στην παράγκα No 1 του περίβολου στεγάστηκαν τα γραφεία της επιτροπής. Με βοηθούς τον Ιωνά και τον Θανάση οργανώσαμε το «ελληνικό μας γραφείο» κι αρχίσαμε δουλειά. Είχαμε να κάνουμε καταλόγους των νεκρών. Καταστάσεις για τις αναχωρήσεις, για το που θέλει να πάει ο καθένας και καθεμιά. Τι ανάγκες είχαμε, τι επιθυμίες.
Έτσι, μ’ όλα αυτά τα καλά πράγματα και τις καλές φροντίδες, το Μαουτχάουζεν άλλαξε όψη. Οι τριάντα τόσες χιλιάδες του στρατόπεδου δεν ήταν πια αξεχώριστοι και ξεχασμένοι ο ένας ανάμεσα στον άλλον. Οι Έλληνες ξαναγίνανε Έλληνες, οι Σέρβοι Σέρβοι, οι Ρώσοι Ρώσοι…
«Χωρίζουμε», είπε κάποιος. Κι ήταν αλήθεια.

Λίγο ήσυχο ύπνο κι ένα φόρεμα…

Όταν ο στουρμ φύρερ Σουλτς, ο προϊστάμενος στην Πολιτική Διεύθυνση, έβαλε την κυνηγετική του φορεσιά και το ‘σκασε, δυο Ισπανοί (δημοκράτες), ο Γιοζέφ Μπάιλίνα κι ο Καζιμίρ Κλεμέντες, δυο Τσέχοι, ο Μίλος Στράνσκυ, ο Γιαροσλάβ Μάτυς κι εγώ αποφασίσαμε να κλέψουμε μια στοίβα ολόκληρη βιβλία του «αρχείου», που δεν είχαν ακόμη ριχτεί στη φωτιά. Φυσικά, πριν απ’ την απόφαση αναρωτηθήκαμε «μα καλά… αν το καταλάβουν δε θα μας καθαρίσουν αμέσως;…». Ο Γιαροσλάβ Μάτυς απάντησε: «Αν είναι να μας σκοτώσουν, θα το κάνουν και χωρίς αυτή την αιτία… Δε βλέπετε;… Απ’ τα στρατόπεδα που εκκενώσανε καθαρίσανε πρώτα‐πρώτα όλους όσους δουλεύανε στα γραφεία… Ξέρουμε πάρα πολλά… Κανονικά δε γλιτώνουμε… Αν σώσουμε αυτά τα βιβλία… Λέω να το παίξουμε…».
Έπειτα θέλησε να δώσει θάρρος και σε μας και στον εαυτό του και συνέχισε: «Δείτε ερημιά, καταντήσαμε σα Γραφείο αντιπροσωπειών. Ο όμπερσαρφ φύρερ Φάσελ κυνηγά τον Σουλτς, ο Ντοπελάιτερ εκπαιδεύει τους Πολιτοφύλακες στο Σαν Γκέοργκ, ο Μύλλερ τρέχει να βρει τρόπο να τηλεφωνήσει στη φράου Μύλλερ στο Ρότενμπουργκ, κι ο Λέεμπ εκεί μέσα πίνει συνέχεια καφέδες και κλαίει».
Τα βιβλία σώθηκαν και παραδόθηκαν στον Αμερικάνο διοικητή. Από μια πρώτη καταμέτρηση είδαμε πως στο Μαουτχάουζεν είχαν εξοντωθεί κοντά 240.000 κρατούμενοι. Όσοι γλιτώσαμε ήμασταν περίπου 30 χιλιάδες. Ένας στους εννιά.
Η τύχη του καθενός από μας ήταν κυκλωμένη από οχτώ θανάτους.
Ωστόσο το «μητρώο» του στρατοπέδου δεν έδειχνε πουθενά τον αύξοντα αριθμό 270.000 ή κάτι παραπλήσιο. Για να μην είναι φοβερός ο αριθμός των «εισερχομένων» και «εξερχομένων» οι λογιστές του Μαουτχάουζεν δίνανε στους καινούριους τούς αριθμούς των νεκρών. Έτσι οι εισερχόμενοι στο στρατόπεδο δεν ξεπέρασαν ποτέ τον αριθμό 140 χιλιάδες.
Οι Αμερικάνοι μας ρωτούσαν τι ξέρουμε για τους δεκαπέντε αγνοούμενους αεροπόρους. Το μόνο που ξέραμε ήταν πως τον περασμένο Γενάρη τους είχαν φέρει στο στρατόπεδο. Τους είχαμε δει να στέκουν στον τοίχο αριστερά απ’ την πύλη. Οι Ες‐Ες βολταρίζανε μπροστά τους ευχαριστημένοι, με χέρια πίσω. Ο άρμπαϊτντινστ φύρερ Μπεμ τους έκανε νόημα πως θα τους περάσουν θηλιά στο λαιμό. Οι Αμερικάνοι αεροπόροι γέλασαν και κάποιος απάντησε με νόημα στον Μπεμ πως «είναι τρελός».
Τι απόγιναν οι δεκαπέντε δεν ξέραμε. Αλλά για τους άλλους που είχαν φέρει το φθινόπωρο του σαράντα τέσσερα ξέραμε πολλά, είδαμε πολλά. Ήταν σαράντα πέντε αεροπόροι. Ολλανδοί, Εγγλέζοι, Αμερικάνοι. Τους σκότωσαν όλους στη σκάλα του λατομείου. Τους φόρτωναν ένα κομμάτι βράχο στη ράχη κι όσους δεν τα κατάφερναν ν’ ανέβουν τα διακόσα είκοσι πέντε σκαλοπάτια του «Στάινμπρουχ Γκράμπεν» τους χτυπούσαν με ξύλα έως θανάτου. Τα ξύλα ήταν παρμένα από καλούπια του μπετόν διαλεγμένα να ‘χουν καρφιά πάνω. Μισούς σκότωσαν τη μια μέρα, μισούς την άλλη. Και τις δυο μέρες άφησαν τους νεκρούς στη σκάλα ως την ώρα που σταμάτησε η δουλειά. Τα συνεργεία που δούλευαν στο λατομείο, όταν στο βραδινό γυρισμό ανέβαιναν τη σκάλα, έβλεπαν τα καλουπόξυλα να κρέμουνται πάνω στους σκοτωμένους γαντζωμένα απ’ τα καρφιά που ‘χαν μπει στα κεφάλια, στ’ αυτιά, στους ώμους, στις κοιλιές.
Και τα δυο εκείνα βράδια, όταν παραταχθήκαμε στην πλατεία για το προσκλητήριο, τα μεγάλα χειράμαξα του κρεματόριουμ φορτωμένα με τα σώματά τους πέρασαν αργά από μπροστά μας. Το δεύτερο βράδυ, ήρθε στο προσκλητήριο κι ο υποδιοικητής Μπαχμάγερ. Τα χειράμαξα σταμάτησαν στη μέση της πλατείας. Ο Μπαχμάγερ στάθηκε ανάμεσα στα δυο χειράμαξα και μας είπε δυο λόγια:
«Όταν στο μέλλον στρέφετε τα μάτια σας στο γερμανικό ουρανό για να δείτε τ’ αεροπλάνα των Αγγλοεβραίων και των Αμερικανοεβραίων, μην ξεχνάτε πως όλα τελειώνουν εδώ κάτω! Όλες σας οι ελπίδες, βρωμόσκυλα της Ευρώπης, θα κουβαληθούν πάνω σ’ αυτά τα αμάξια».
Ο Ισπανός ζωγράφος Μανουέλ Μούνχιος ξενυχτούσε με τα σώβρακα έξω απ’ την παράγκα του κάνοντας βόλτες, παραμιλώντας κι ανάβοντας το επόμενο τσιγάρο με τ’ αποτσίγαρο του προηγούμενου.
Σ’ όσους έρχονταν ‐κι αυτοί με τα σώβρακα‐ να τον ανταμώσουν, έλεγε: «Ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός κι οι Αμερικάνοι μάς έφεραν πολλά. Όμως κάτι που δε μάς έφεραν είναι λίγο ήσυχο ύπνο».
Λίγο ήσυχο ύπνο… Απ’ τις 5 του Μάη, απ’ τη μέρα που η ζωή στο Μαουτχάουζεν έπαψε να ‘ναι εφιάλτης, ο εφιάλτης κρύφτηκε στον ύπνο μας και γίνηκε όνειρο. Ήταν αλλιώτικα όνειρα, αλλιώτικοι εφιάλτες. Ο Πέτρος απ’ τη Θήβα σπάραξε απ’ το φόβο που τον έσφιγγε, μούγκριζε χωρίς να μπορεί να ξυπνήσει και να γλιτώσει. «Η φωνή μου πνίγεται» έλεγε, «σα να μου βουλώνουνε το στόμα! Τα μάτια κολλάνε, δεν ανοίγουνε».
Ξέραμε καλά τι εννοούσε. Όλοι το ίδιο παθαίναμε, γι’ αυτό κι είχαμε μαζευτεί σε κοντινά κρεβάτια. Μόλις κάποιος άρχιζε να μουγκρίζει, οι διπλανοί τινάζονταν αμέσως να τον ξυπνήσουν και να τον γλιτώσουν.
Τι είδες Πέτρο;
Η μάνα μου καθότανε στο τραπέζι μας, είχε τη λάμπα του πετρελαίου και μου ‘γραφε ένα γράμμα. Εγώ το ‘χα σκάσει από δω κι ήμουν κάτω απ’ το τραπέζι. Της μιλούσα και δε μ’ άκουγε. Της έπιασα τα πόδια αλλά οι κάλτσες ήταν γεμάτες άχυρο… Άκουσα κάτι φωνές που ερχότανε από μια τρύπα που είχε το πάτωμα… Κοίταξα κι ήταν από κάτω το Μαουτχάουζεν κι όλοι οι Ες‐Ες ήταν στην πλατεία και δείχνανε προς τα πάνω. Αρχίσανε ν’ ανεβαίνουν σε κάτι σιδερένιες ανεμόσκαλες, ν’ ανεβαίνουν τρέχοντας…
Βγήκαμε απ’ την παράγκα. Ο Πέτρος κοίταξε τη σκοτεινή καμινάδα του κρεματόριουμ. Ανάσανε. Άναψε ένα αμερικάνικο τσιγάρο. Ωραία καπνά και μυρωδάτα, είπε.
Αλλά δεν του ‘φταναν αυτές οι αποδείξεις. Τράβηξε, με τα σώβρακα, προς την πλατεία. Ο Αμερικάνος στρατιώτης που είχε βάρδια στην πύλη έπαιζε με τη μοναξιά του και την ησυχία της νύχτας. Τραγουδούσε:

«Δείξε μου το δρόμο να πάω σπίτι,
σε στεριά, σε θάλασσα,
σε κύματα εγώ πάντα
λέω το ίδιο τραγούδι.
Δείξε μου το δρόμο να πάω σπίτι…»

Ο Πέτρος έμεινε μαζί του. Ήθελε σώνει και καλά να μάθει τα λόγια.
Κάθε πρωί οι πιο πολλοί ξυπνούσαμε με την ίδια αγωνία: «Σε ποιόν θα τα πούμε όλ’ αυτά; Πού θα τα πούμε; Ποιος θα τ’ ακούσει; Πού θα παραδοθούν όσα είδαμε;»
Υπομονή, έλεγε ο υπολοχαγός Μακ Φηλντ. Από μέρα σε μέρα περιμένουμε τους δικαστικούς. Κρατήστε σημειώσεις για τις καταθέσεις σας. Δε θα μείνει κανείς που δε θ’ ακουστεί. Σας το υπόσχομαι.
Ο Μάης του σαράντα πέντε ήταν ζεστός. Τα απογέματα μύριζαν καλοκαίρι. Ο Ιωνάς, ο Θανάσης κι εγώ πήγαμε στην παράγκα που μένουν οι γυναίκες για να γράψουμε καταλόγους κι ατομικές καρτέλες.
Το πλακόστρωτο μπροστά στην παράγκα ήταν φρεσκοπλυμένο. Στην πόρτα στεκόταν μια κοπέλα που φορούσε μια φούστα από καρό τραπεζομάντιλο. Την κρατούσε σφίγγοντας τα χέρια στη μέση. Τ’ αδύνατα πόδια της χάνονταν μέσα στις αρβύλες. Μια άλλη, με χακί πανταλόνι, γονατισμένη πλάι της καρφίτσωνε το στρίφωμα της φούστας και μετρούσε τον ποδόγυρο μ’ ένα σανίδι αριθμημένο με μολύβι.
Μέσα ακουγόταν κίνηση από γυναικομάνι και γουρ‐γουρ από ραπτομηχανές. Τις χαιρετίσαμε και παραμερίσανε για να περάσουμε. Στο κάτω κρεβάτι μιας κουκέτας, η Ραχήλ έστρωνε με προσοχή ένα πατρόν από εφημερίδα πάνω σε μια κίτρινη κουρτίνα κι έλεγε: «Ποια πήρε πάλι το ψαλίδι, που είναι το ψαλίδι;». Πάνω απ’ το κεφάλι της κρέμονταν σταυρωτά τα ξιπόλητα πόδια μιας άλλης που καθόταν στο πάνω κρεβάτι. Τα νύχια της ήταν βαμμένα με κόκκινο μολύβι. Έραβε κουμπιά πάνω σε μια ζακέτα από πεσκίρι. Δίπλα η Σάντρα κι άλλες δυο κάνανε πρόβα μπροστά σ’ ένα ντουλαπόφυλλο με καθρέφτη στερεωμένο σε αντιστύλι. Η Σάντρα κρατούσε ένα μαξιλάρι, έβγαζε μπαμπάκι από μέσα και το ‘δινε σε μιαν άλλη που το ‘στρωνε για βάτα στον ώμο μιας τρίτης. Απ’ τα πρόσωπά τους η κιτρινίλα είχε αρχίσει να φεύγει, τα μαλλιά στα κεφάλια τους άρχισαν να μαυρίζουνε. Η Βικτωρία τύλιγε με άσπρη κορδέλα μια αγκράφα από αντρική ζώνη, και μια μικρή, που φορούσε ένα τρυπωμένο φόρεμα από κάλυμμα πολυθρόνας, ρωτούσε παρακαλεστά «ποιανής περισσεύουνε δυο‐τρία κουμπιά». Στα μεγάλα τραπέζια του φαγιού σιδερώνανε με κάτι σιδερικά που μοιάζανε ανταλλακτικά αυτοκινήτου. Το χερούλι τους ήταν φτιαγμένο από σύρματα τυλιγμένα με κουρέλια και σπάγκο. Τα πυρώνανε σε φουφούδες από γκαζοτενεκέ. Κάποια, που σιδέρωνε ένα μπλουζάκι κομμένο από μαξιλαροθήκη, δεν είχε ξηλώσει το κεντημένο «Γκούντεν Μόργκεν». Στους στύλους των κρεβατιών κρέμονταν πατρόν σχεδιασμένα σε φύλλα του «Σινιάλ» και του «Φόλκισερ Μπεομπάχτερ». Σ’ ένα πατρόν για μανίκι έβλεπες τη φωτογραφία του Γκαίμπελς, σ’ ένα πέτο διάβαζες ένα από τα τελευταία ανακοινωθέντα της Βέρμαχτ, σ’ ένα στήθος μιας ζακέτας μια αεροφωτογραφία του Κόβεντρυ στις φλόγες.
Κοντά στα παράθυρα ήταν τρεις ραπτομηχανές και πίσω από κάθε ράφτρα περιμένανε ουρά οι άλλες για να γαζώσουν.
Έξω, αντίκρυ στα παράθυρα, στα πεζούλια της πρασιάς, άντρες διάφοροι είχαν στρογγυλοκαθίσει κι απολαμβάνανε το βουητό απ’ το γυναικομάνι και το γουρ‐γουρ απ’ τις ραφτομηχανές. Μόλις το βουητό σταματούσε, άκουγες απ’ τον περίβολο φωνές πλήθους που παρακολουθούσε ποδόσφαιρο.
Είδαμε πως αν δεν τέλειωνε το ράψιμο θα ‘ταν αδύνατο να κάνουμε «γραφική εργασία» και την αναβάλαμε. Ρωτήσαμε τη Βικτωρία αν θα ‘θελε να μας βοηθά στη δουλειά και δέχτηκε. Συμφώνησαν κι όλες οι γυναίκες κι είπαν πως θέλουνε τη Βικτωρία γι’ αρχηγίνα. Καθώς κάναμε να φύγουμε ο Ιωνάς γύρισε κι είπε στη Βικτωρία: «Αυτή εκεί πέρα είναι δική μας; Πρώτη φορά τη βλέπω». Σε μια απ’ τις τελευταίες κουκέτες μια κοπέλα καθισμένη σταυροπόδι προσπαθούσε να ράψει μια γόβα. Η βελόνα μάγκωνε στο σκληρό δέρμα και δεν έβγαινε. Την έπιανε με τα δόντια και την τραβούσε. «Είναι Λιθουανή» είπε η Βικτωρία. «Ήθελε να μείνει μαζί μας γιατί δεν υπάρχουν άλλες Λιθουανές. Είναι καλή κοπέλα, τη λένε… Στάσου να δεις πως τη λένε». Η Βικτωρία της φώναξε να πει τ’ όνομά της και κείνη απάντησε κοιτάζοντάς μας: «Γιαννίτα Ρίμκουτι, Λιθουανή».
Το βραδάκι στολιστήκαμε, μπήκαμε στο αυτοκίνητο με την ελληνική σημαία και πήραμε το δρόμο για το χωριό Μαουτχάουζεν. Ήταν η πρώτη φορά που κατέβαινα στο χωριό και καθώς ξανάβλεπα το δρόμο φοβήθηκα. Ο Ιωνάς, ο Θανάσης, ο Πέτρος, ο Αντώνης τραγουδούσαν «τα μάτια τα δικά σου τα μάτια…». Είχα περάσει απ’ τον ίδιο δρόμο όταν μας φέρνανε στο στρατόπεδο. Σε κείνη την «παραλαβή» οι Έλληνες ήμασταν σαράντα τρεις. Μείναμε τέσσερις. Ένας πριν πεθάνει μου είχε στείλει ένα σημείωμα πάνω σ’ ένα κομμάτι άσπρο πανί. Τον έλεγαν Τέλη, ήταν απ’ τη Θεσσαλονίκη.
Τη στιγμή που μπαίναμε στο χωριό άναψαν τα φώτα. Η πλατεία ήταν γεμάτη από δικούς μας. Και τα καφενεία κι οι μπιραρίες. Οι πιο πολλοί φορούσαν ακόμη τα ριγωτά ρούχα. Σεργιανούσαν με γυναίκες του στρατόπεδου, φλερτάρανε, μιλούσαν επιδεικτικά. Μια μικρή ορχήστρα σ’ ένα καφενείο έπαιζε το «πέτερλε, ντου λίμπες, πέτερλε…». Οι Σπανιόλοι είχαν διπλαρώσει τα κορίτσια του χωριού. Στην προβλήτα της πλατείας Γερμανοί πρόσφυγες απ’ τ’ ανατολικά, γέροι, γριές και γυναικόπαιδα φωνάζανε και κλαίγανε για να μπουν στο σλέπι και να περάσουν στην απέναντι όχθη του Δούναβη.
«Πάμε πρώτα για κρασί» είπε ο Πέτρος και κορνάροντας για να κάνει μπούγιο πέρασε την πλατεία και φρενάρησε μπροστά σ’ ένα Γκαστχάουζ. Είχε μπόλικους θαμώνες μέσα. Ντόπιους, απ’ το στρατόπεδο και μια παρέα Ρώσους στρατιώτες. Πλησιάσαμε στον πάγκο κι ο Αντώνης είπε γερμανικά στο μαγαζάτορα:
Μόνο δυο μπουκάλια.
Δεν έχω πια κανένα μπουκάλι, απάντησε κοφτά ο Γερμανός.
Έχεις, ψιθύρισε γερμανικά ο Αντώνης και συνέχισε στα ελληνικά: Και πρόσεχε πως μου μιλάς.
Μπορείς και μόνος σου να δεις ότι δεν έχω τίποτα! απάντησε πάλι ο μαγαζάτορας.
Ο Αντώνης νευρίασε και είπε στα ελληνικά ενώ ταυτόχρονα τού το μετέφραζε με παντομίμα:
«Εγώ δε θέλω να δω! Να πιω θέλω».
Ο μαγαζάτορας κλαψούρισε: «Κι εγώ θέλω να κερδίζω πουλώντας κρασί αλλά που είναι το κρασί;» Ο Ιωνάς θύμωσε και χτύπησε τη γροθιά του πάνω στο πάγκο:
Έχεις και θα μας δώσεις. Φερστέεν;
Ο Γερμανός τα χρειάστηκε και συνέχισε να κλαψουρίζει:
Αν είχα δε θα σας έδινα; Τρελός είμαι να μη σας δώσω; Αφού εσείς κάνετε ό,τι θέλετε τώρα πια. Το μάτι του Πέτρου πήρε πως οι Ρώσοι πίνανε κρασί κι ο μαγαζάτορας βιάστηκε να μας πληροφορήσει πως «οι σύντροφοι» το φέρανε μαζί τους.
Αλλά για κακή του τύχη ένας «σύντροφος» κάτι κατάλαβε, σηκώθηκε, ήρθε στον πάγκο, άνοιξε το πορτέλο και χάθηκε στο εσωτερικό. Ο μαγαζάτορας κοίταξε. Ακούστηκε γκλiν‐γκλαν από μποτίλιες κι ο Ρώσος ήρθε με πέντε μπουκάλια στην αγκαλιά. Άφησε τα τρία μπροστά μας και κράτησε τα δύο.
«Σπασίμπα» είπε ο Αντώνης.
Νιέτ σπασίμπα, απάντησε ο Ρώσος.
Πέντε δολάρια, σφύριξε ο μαγαζάτορας.
Νιέτ ντόλλαρ, ντόιτσε μαρκ, ξανάπε ο Ρώσος.
Δεκαπέντε μάρκα ξανασφύριξε ο μαγαζάτορας.
Ο Ιωνάς έβγαλε μάρκα και πλήρωσε το Ρώσο. Αυτός συμπλήρωσε και το δικό του χρέος και τα ‘δωσε όλα μαζί στο Γερμανό.
Ντάνκε σέεν, είπε δαγκωτά.
Ντιέτ ντάνκε σέεν, κουλτούρα, απάντησε αυστηρά ο Ρώσος στρατιώτης, και πηγαίνοντας προς το τραπέζι του μουρμούριζε «χολιέρα φασίστα…»
Με τα μπουκάλια περί πολλού πήγαμε στην πλατεία για να βρούμε τραπεζάκι στο ύπαιθρο. Ανταμώσαμε τη Χάνα, τη Βικτωρία, τη Σάντρα κι άλλες δυο Ελληνίδες, που δεν τις ήξερα. Τις καλέσαμε. «Αν δεν είναι μόνο από ευγένεια» είπε η Χάνα, «μόνο που πρέπει να πούμε και στη Λιθουανή, γιατί ήρθαμε παρέα στο χωριό.
Η Λιθουανή είχε πάει να δει το σλέπι. Προθυμοποιήθηκα να πάω να την καλέσω κι αυτήν. Φορούσε ένα στρατιωτικό πανταλόνι με κόκκινη ρίγα στο πλάι, αντρικό πουκάμισο και σακάκι. Μου είπε πως ήξερε και γερμανικά και λίγα ιταλικά. Δέχτηκε την πρόσκληση, αλλά ήθελε να δει το σλέπι δυο λεφτά ακόμη.
Κοίταξα για τους άλλους. Είχαν καθίσει στο καφενείο με την ορχήστρα.
Σας λένε Γιαννίνα, έτσι δεν είναι;
Γιαννίνα, Γιαννίνα Ρίμκουτι. Εσάς πώς σας λένε;
Της το είπα και το βρήκε δύσκολο αλλά είπε πως θα το συνηθίσει. Πήρα θάρρος και τη ρώτησα αν θέλει να πάμε με το σλέπι αντίκρυ και να ξαναγυρίσουμε.
Δεν είναι δύσκολο; Τόσος κόσμος περιμένει για θέση…
Πήγα στον υπεύθυνο. Ήταν ντυμένος σαν χωροφύλακας. Του ‘δειξα την ταυτότητά μου ως μέλος της Επιτροπής. Εγώ κι η δεσποινίς, του είπα, θέλουμε να μπούμε στο σλέπι.
Βρόντηξε τα τακούνια του:
Αμέσως!
Έσπρωξε τα γυναικόπαιδα και τους γέρους να παραμερίσουν και φώναξε το σλεπιτζή να μας βάλει σε καλή θέση γιατί είμαι της «Επιτροπής». Μας χαιρέτησε στρατιωτικά και ξαναβρόντηξε τα τακούνια του.
Το σλέπι ήταν κιόλας γεμάτο πρόσφυγες, μπόγους, καρότσια. Η Γιαννίνα κοίταξε τα μωρά. Μια γυναίκα μάς είπε πως είναι βδομάδες που περπατάνε. Έρχονται με τα πόδια απ’ τη Σιλεσία.
Δε συγκινήθηκα καθόλου.
Η Λιθουανή είχε πέσει σε συλλογισμούς. Ακουμπισμένη στο παραπέτο κοίταζε το ποτάμι.
Στην αντίκρυ όχθη διάφοροι μαυραγορίτες και σωματέμποροι περιμένανε τους πρόσφυγες. Τους λέγανε πως αν έχουν χρυσαφικά γι’ ανταλλαγή, δίνουν ψωμί, παστό χοιρινό, γάλα του κουτιού, αλεύρι, μαργαρίνη… Στα κορίτσια κάνανε πρόταση να μείνουνε εδώ, να τις βάλουν σε πρώτης τάξεως δουλειά με πρώτης γραμμής πληρωμή. Θυμήθηκα τη γερμανική κατοχή στην Ελλάδα. Τώρα έβλεπα τη Γερμανία στο ίδιο χάλι.
Ωστόσο το κέφι μου είχε χαλάσει. Μετάνιωσα που άφησα την ωραία μου παρέα γι’ αυτήν την Λιθουανή. Μπορεί να ήταν νόστιμη αλλά δε μιλούσε καθόλου. Όλο εγώ έπρεπε να βρίσκω κάτι να λέω. Στο γυρισμό σηκώθηκε ελαφρό αεράκι, έκανε ψύχρα. Έβγαλα το σακάκι μου και της είπα να το φορέσει. Αρνήθηκε γιατί, όπως είπε, ήμουν κι εγώ πολύ αδύνατος. Με ρώτησε πόσα κιλά είμαι.
Πάω καλά, απάντησα, σύντομα θα ‘μαι πενήντα.
Ύστερα της είπα να πει μια φράση στα λιθουανικά. Δεν είχα ακούσει ποτέ ούτε μια λέξη απ’ αυτή τη γλώσσα. Σκέφτηκε λίγο και συλλάβισε…
«Άσταβε μίλιου λάμπαϊ, σέντιενα νάκτις α τέικ πας μάνιε».
Τι θα πει;
Είναι μια παροιμία, απάντησε. Δεν μπορώ να τη μεταφράσω… Εγώ ακούω όλη τη μέρα τα κορίτσια που μιλούν ελληνικά… Μ’ αρέσουν… Πες μου κι εσύ κάτι.
Ξαφνικά στόμωσα, δεν έβρισκα τίποτα καλύτερο και είπα… «άσπρη πέτρα ξέξασπρη κι απ’ τον ήλιο ξεξασπρότερη…».
Δύσκολη γλώσσα, μουρμούρισε, σα να τρέχει νερό.
Την πήρα και καθίσαμε στο απάγκιο που κάνανε μια στοίβα έπιπλα. Ανοίξαμε τα φύλλα μιας ντουλάπας και καθίσαμε μέσα. Τη ρώτησα αν κατεβαίνει συχνά στο χωριό.
Σήμερα, είπε, είναι η τρίτη φορά. Αλλ’ αυτή είναι η πρώτη που ξαναμπαίνω στο σλέπι. Δεν είχα το θάρρος να μπω.
Σκέφτηκα λίγο τα λόγια της και τη ξαναρώτησα «γιατί δεν είχε το θάρρος, τι τρέχει με το σλέπι;»
Όταν μας φέρνανε στο Μαουτχάουζεν, απάντησε, μας πέρασαν με σλέπι. Γι’ αυτό κατέβαινα στο χωριό. Ήθελα να ξαναμπώ και να ξαναπεράσω. Αλλά δεν είχα παρέα και φοβόμουνα.
Θυμήθηκα πως κι εμένα μ’ είχε πιάσει φόβος όταν το απόγεμα ξαναπέρασα το μέρος που οδηγούσε στο στρατόπεδο.
Σώπασε λίγο κι ύστερα είπε:
Ήθελα να ξαναμπώ στο σλέπι, έτσι ελεύθερη, καταλαβαίνετε;
Καταλαβαίνω. Τι έγινε τότε με τους Ες‐Ες πάνω στο σλέπι, έγινε τίποτα;
Η Γιαννίνα είπε: «Μόλις το σλέπι άφησε την όχθη ο Ες‐Ες που ήταν επικεφαλής άρχισε να μας λέει πως μέσα στο στρατόπεδο πρέπει να ‘χουμε αλληλεγγύη μεταξύ μας, αλλιώς δε γλιτώνουμε. Εκεί μέσα, έλεγε, ούτε ο Θεός θα μας δει ποτέ ούτε κανείς άλλος. Βοήθεια και έλεος δεν μπαίνει. Όλες οι τρύπες με τον υπόλοιπο κόσμο είναι φραγμένες. Ό,τι κάνετε σεις οι ίδιες. Το μόνο που μπορείτε να περιμένετε είναι να βοηθά η μια την άλλη… Θα σας δείξω αμέσως τι θέλω να πω… “Ποια από σας ξέρει να κολυμπά;” Μερικές γυναίκες σηκώσανε τα χέρια τους… Ωραία, είπε ο Ες‐Ες. Έλα εδώ εσύ, η ψηλή”… Ήταν μια Γιουγκοσλάβα μέχρι τριάντα χρονών… Ύστερα φώναξε σε μιαν άλλη απ’ αυτές που δεν ήξεραν κολύμπι… “Έλα δω κι εσύ, για σένα φροντίζω. Βάλτε το δεξί σας χέρι πλάι‐πλάι”. Πήρε ένα σύρμα κι έδεσε τα χέρια τους γερά. Τις έφερε εδώ άκρη‐άκρη και είπε: “Δείξτε μου τώρα αν είστε γυναίκες ή σκύλες. Ή η μια θα σώσει την άλλη, ή θα πνιγείτε κι οι δυο”.
»Τις έσπρωξε και τις έριξε στο νερό. Ώσπου να πνιγούνε παλεύανε με το νερό πάνω από μισή ώρα. Στην αρχή το σλέπι σταμάτησε για να τις βλέπουμε. Ύστερα τις ακολούθησε γιατί το ρεύμα τις παράσερνε. Άμα βουλιάξανε, ο Ες‐Ες είπε στο σλεπιτζή να κάνει κι αυτός μια αναφορά πως οι δυο γυναίκες πήγανε να το σκάσουν κολυμπώντας».
Η Γιαννίνα σώπασε πάλι για λίγο κι ύστερα ρώτησε από πιο δρόμο με φέρανε έμενα.
Απ’ το σταθμό, είπα. Μας φέρανε με το σιδηρόδρομο.
Θέλεις να πάμε και στο σταθμό;
Δεν ήξερα αν θέλω κι έκανα πως το σκέφτομαι. Με το κοκαλιάρικο χέρι της έσφιξε το δικό μου. Το πρόσωπό της, που ήταν μικροκαμωμένο, γέμιζε από δυο μεγάλα γαλανά μάτια.
Μη φοβάστε, είπε, θα πάμε μαζί. Εσείς ήρθατε παρέα στο σλέπι, εγώ θα ‘ρθω παρέα στο σταθμό. Αυτό που ένιωθε η Λιθουανή το ‘χα νιώσει κι εγώ. Ήθελα κι εγώ να περάσω «έτσι ελεύθερος» από παντού. Παντού όπου με είχανε πάει χωρίς τη δική μου θέληση, παντού όπου την κάθε μου κίνηση την παρακολουθούσε ένας βούρδουλας, ένα ραβδί, μια κλοτσιά, ένα αυτόματο. Ήταν σάμπως η ελευθερία μας να ‘ταν σκόρπια σ’ όλα εκείνα τα μέρη. Έπρεπε να πάμε να τη μαζέψουμε.
Δέχτηκα να πάμε παρέα στο σταθμό και χάρηκε. Κολακεύτηκε που της δόθηκε η ευκαιρία να προστατέψει κάποιον. Μου ‘σφιγγε το χέρι σ’ όλο το γυρισμό.
Η πλατεία του χωριού ήταν ακόμα πιο γεμάτη από πριν, πιο φωτισμένη, πιο χαρούμενη. Χορεύανε κιόλας. Το «Λάμπεθ γουώκ» έσκιζε. Τα ξυλοπάπουτσα βροντοκοπούσαν στις πλάκες. Οι ριγωτές φορεσιές του κάτεργου είχαν «παραφρονήσει». Ο Πέτρος κι ο Θανάσης σαν καλλίφωνοι που ήταν ξέρανε και τα λόγια:

«Συνταγή στους χορευτάς
πρώτα λίγο περπατάς

και ξαφνικά
φωνάζεις δυνατά
Ώωωω!»

Θα προτιμούσα να μέναμε κι εμείς να χορέψουμε, αλλά η Λιθουανή διάσχιζε βιαστικά την πλατεία κι εγώ δεν τόλμησα να της πω «πάμε άλλη φορά στο σταθμό. Χορεύετε;». Φοβήθηκα μη δε με πάρει για σοβαρό.
Μπορεί επειδή ήταν νύχτα… Μπορεί επειδή είχα πολλές φορές ξαναθυμηθεί και σκεφτεί εκείνο το σταθμό… Μπορεί επειδή έτσι γίνεται άμα περάσει καιρός… τώρα που ξανάβλεπα το σταθμό δεν έμοιαζε… Πήγα και στάθηκα στις γραμμές. Η Λιθουανή με κοίταζε απ’ την πλατφόρμα…

Μια πολιτεία με θανατηφόρα σύνορα…

…Ταξιδεύουμε απ’ τα χαράματα μέσα σε φορτηγά βαγόνια. Είναι θεοσκότεινα. Οι πιο πολλοί έχουμε κιόλας περάσει σαράντα μέρες στην απομόνωση και τέσσερις μήνες σ’ ένα μικρό στρατόπεδο κοντά στο Ζίμερινγκ. Ήταν κι ένας Εβραίος εκεί. Οι Ες‐Ες σχηματίζανε έναν ανοιχτό κύκλο γύρω του και φωνάζανε: «Μπάλα». Ο Εβραίος άρχιζε να τρέχει απ’ τον ένα στον άλλο κι αυτοί τον κλοτσούσαν στα πόδια, στην κοιλιά, στα πλευρά, στο κεφάλι. Το ποδόσφαιρο σταματούσε όταν η «μπάλα» έμενε ασάλευτη πάνω στη λάσπη από χώμα και αίμα.
Όταν βαρέθηκαν να παίζουν κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι, τον πνίξανε σ’ ένα ρέμα που κυλούσαν μέσα οι οχετοί.
Το τραίνο που μας πάει σταματά σε πολλούς σταθμούς. Τ’ άλλα βαγόνια είναι κανονικά. Απ’ το ίδιο τραίνο ταξιδιώτες κατεβαίνουν. Άλλοι ανεβαίνουν. Σωπαίνουν και κολλάμε τ’ αυτιά στα τοιχώματα. Ακούμε τέτοιες κουβέντες:
Μια γυναίκα: Να πεις στην Έλγκα να μη στεναχωριέται για την ομπρέλα… Ένας άντρας: Πήρα τα ρέστα μου απ’ το μπαρ; Α, ναι, εδώ είναι!…
Άλλος άντρας: Έχετε άλλα πράγματα;
Άλλος άντρας: Αυτά είναι όλα, ευχαριστώ.
Άλλος άντρας: Εγώ κύριέ μου! Τ’ όνομά μου είναι Γκάντερτ… Καλό σας ταξίδι… Άλλη γυναίκα: Χέλμουτ, μη με γελάσεις…
Άντρας: Κουταμάρες, την Κυριακή θα ‘μαι πίσω.
Ακούμε τα παραγγέλματα και τη σφυρίχτρα του κάθε σταθμάρχη, αλλά ούτε που είμαστε καταλαβαίνουνε, ούτε που πάμε. Σταματάμε πάλι.
Ξεκλειδώνουν τις συρτές πόρτες και τις ανοίγουν. Είναι μέρα ακόμα. Ο ήλιος πέφτει καταπρόσωπο και μας στραβώνει. Όμως καλύτερα έτσι. Ο σταθμός είναι μικρός, επαρχιακός, με δέντρα, μπλοκαρισμένος από Ες‐Ες. Ο αξιωματικός τους παρακαλεί τους ταξιδιώτες που κατεβαίνουν να περάσουν γρήγορα. Παρακαλεί κι αυτούς που είναι να μπουν στο τραίνο να περιμένουν λίγο.
Η παραλαβή μας απ’ τους Ες‐Ες του Μαουτχάουζεν γίνεται ονομαστικά. Ταυτόχρονα μπαίνουμε στη γραμμή πέντε‐πέντε. Οι ταξιδιώτες που είναι στην πλατφόρμα και στα βαγόνια δε μας πολυπροσέχουν. Ούτε οι σιδηροδρομικοί. Ένας μάλιστα ελεγκτής έχει καθίσει στη σκάλα, ανοίγει το «τέρμος» και πίνει καφέ. Αυτά μας φαίνονται σαν «καλά σημάδια». Η ελπίδα πιάνει να ριζώνει. Τη βοηθά κι ο απογευματινός ήλιος κι ένα τεράστιο γελαστό πρόσωπο σε μια διαφήμιση μπύρας που μας κλείνει πονηρά το μάτι. Ο διπλανός μου ψιθυρίζει «φαίνεται πως θα δουλέψουμε στο χωριό». Άλλος λέει «το πολύ‐πολύ στα χωράφια». Κι ύστερα άλλος «οι Γάλλοι αιχμάλωτοι που δουλεύουνε στα χωράφια περνάνε καλά. Πολλοί το σκάνε».
Παίρνουμε το δρόμο του χωριού. Δεξιά κι αριστερά σπίτια. Λοξοκοιτούμε στα παράθυρα και βλέπουμε τα έπιπλα που είναι μέσα. «Καλά σημάδια».
Ένας άντρας ανεβασμένος σε μια καρέκλα βάφει τα παραθυρόφυλλα. Μια γυναίκα ακουμπά στο παράθυρο. Μαθήτριες περνάνε με ποδήλατα. Σταματούν. Τις ακούμε που κάτι λένε στα πεταχτά με τους Ες‐Ες. Κάτι «για το έργο που ‘χει απόψε ο κινηματογράφος». Εμείς δεν μπορούμε να μιλήσουμε μεταξύ μας, όμως συνεννοούμαστε κι έτσι… «Καλά σημάδια, καλά σημάδια».
Ο δρόμος περνά ανάμεσα σε μαγαζιά. Γυναίκες κι άντρες κάνουν τα ψώνια τους. Οι πιο πολλοί χαιρετιούνται με τους Ες‐Ες. Από ένα κουρείο βγαίνει κάποιος με τη σαπουνάδα στα μούτρα και λέει στον Ες‐Ες αξιωματικό που υπόγραφε την παραλαβή μας: «Να μην ξεχάσεις ώρα εννέα απόψε, σπίτι, μαζί με την Άννυ. Σύμφωνοι;»
«Θα ‘ναι παντρεμένος, σκεφτόμαστε όλοι. Άννυ θα ‘ναι η γυναίκα του. Μπορεί να ‘χει και παιδιά. Καλά σημάδια».
Φτάνουμε σε μια πλατεία. Αριστερά κυλά θολός ο Δούναβης. Σ’ ένα στύλο είναι ένα πανό από λαμαρίνα: Ένα κεφάλι με κράνος φράζει το στόμα με το δάχτυλο κι από κάτω γράφει: «Μάθε να σιωπάς χωρίς να σπας».
Μόλις περνάμε την πλατεία ο αξιωματικός φωνάζει «αλτ». Ένα κουβάρι μαλλί κυλάει ανάμεσα στα πόδια της πεντάδας που είναι μπροστά μου. Ο Ες‐Ες σηκώνει το πόδι του και κοπανά πολλές φορές με το τακούνι της μπότας τα δάχτυλα αυτών που πάτησαν το κουβάρι. Το σηκώνει και τυλίγοντάς το πλησιάζει στην πόρτα ενός φούρνου και το δίνει σε μια γυναίκα που στέκει εκεί.
«Εμπρός… μαρς». Τα σπίτια σιγά‐σιγά αραιώνουν, μπαίνουμε σ’ ένα πλατύ χωματόδρομο ανάμεσα στα χτήματα. Ο ήλιος έχει κατέβει, κάνει ψύχρα. Κάπου‐κάπου βόδια μουκανίζουν. Αρχίζει η ερημιά. Δε βλέπουμε πια σπίτια. Ούτε ακούμε μουκανίσματα. Σ’ άλλο στύλο, άλλο πανό από λαμαρίνα:
«Μην προχωράτε πέρα απ’ αυτό το σημείο. Οι παραβάται συλλαμβάνονται. Εις περίπτωσιν αποπείρας διαφυγής, εκτελούνται επί τόπου».
Λίγο πιο πέρα ένας εσταυρωμένος απ’ αυτούς που φυλάνε τα σταυροδρόμια στη Γερμανία. Δίπλα, μια δεκαριά μπιτόνια για γάλα.
«Αλτ!..». Δεξιά κι αριστερά φυλάκια. Στη μέση μπάρα για τα τροχοφόρα. Πάνω η επιγραφή: Ες‐Ες. Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν.
Απ’ τα πλευρά κάθε φυλακίου φράχτης από πυκνή σειρά συρματοπλέγματα, ψηλός ως τρία μέτρα, φεύγει και χάνεται μέσα στο δάσος και στη νύχτα που έχει πια έρθει.
Δεν έχουμε πια ψευδαισθήσεις. Στο βάθος βλέπουμε το «Μαουτχάουζεν» καθισμένο σαν κάστρο στην κορφή του λόφου. Μια μακριά σειρά ηλεκτρικοί γλόμποι δείχνουν το δρόμο. Όσο πλησιάζουμε, οι λεπτομέρειες φανερώνονται. Ψηλό πέτρινο τείχος. Συρματόπλεγμα στη ράχη με ηλεκτρικούς μονωτήρες. Ψηλοί πέτρινοι πύργοι με πολυβόλα. Το σήμα «νεκροκεφαλή» στην κορφή της στέγης. Μια καμινάδα που βγάζει φωτιά. Τιναχτή φωτιά έτσι όπως στα διυλιστήρια πετρελαίου.
Ο αέρας μυρίζει καμένο κρέας… Προσέχουμε πως το χαλίκι του δρόμου είναι ανάμιχτο με αποκαΐδια. Ανάμεσά τους βλέπουμε κομμάτια κόκαλα. Κανείς δε μιλά… Ποιος τολμά να πει: «Έχεις ακούσει πως απ’ τους ανθρώπους βγάζουν σαπούνι κι άλλα χημικά προϊόντα;»
Έχουμε φτάσει στον περιφερειακό δρόμο. Δεξιά μας παράγκες με βεράντες και πρασιές. Ες‐Ες στρατιώτες κάθονται στα πεζούλια.
Αριστερά ένα γήπεδο ποδοσφαίρου χαραγμένο με άσπρες γραμμές. Δίπλα μια σειρά παράγκες φραγμένες με συρματόπλεγμα. Πάλι ηλεκτρικοί μονωτήρες. Επιγραφή: Νοσοκομείον.
Ανηφορίζουμε προς την κεντρική πύλη. Ο δρόμος εδώ είναι γεμάτος πινακίδες:
Ταχυδρομείον, Λέσχη Αξιωματικών, Εστιατόριον, Οδοντιατρείον, Ιατρείον, Διεύθυνσις Υποχρεωτικής Εργασίας, Πολιτική Διεύθυνσις, Κομμαντατούρ.
Η πύλη ανοίγει. Είναι δίφυλλη. Ως τρία μέτρα το κάθε φύλλο. Από πίσω δυο πύργοι με πολυβόλα. Στο κεφάλι της πύλης μια ειδοποίηση:

«Εσείς που μπαίνετε αφήστε έξω κάθε ελπίδα».

Είμαστε μέσα. Η πύλη κλείνει. Η πλατεία είναι άδεια, κατάφωτη και πεντακάθαρη. Μια σειρά παράγκες αριστερά. Δεξιά πετρόχτιστα χτίρια.
Ο διοικητής είναι εδώ μαζί με άλλους αξιωματικούς. Ακούμε πως λείπει ένας πεθαμένος… Έπρεπε να ‘ναι 166 και είναι 165. Ο διοικητής φεύγει φωνάζοντας πως «απαιτεί να βρεθεί ο άλλος». Οι αξιωματικοί τραβούν προς τη μεριά που είναι ανάμεσα στο πρώτο χτίριο και στη μέσα μεριά του ψηλού τοίχου. Οι 165 πεθαμένοι είναι αραδιασμένοι στο τσιμέντο, άλλοι μπρούμυτα, άλλοι ανάσκελα. Ξαναρχίζουν το μέτρημα.
Μας λένε να γδυθούμε και να κάνουμε τα ρούχα μας μπογαλάκι. Παραδίνουμε ό,τι έχουμε σε κατάδικους που κάθονται σε μια σειρά τραπέζια. Χώρια τα ρούχα, χώρια τα ρολόγια, τα δαχτυλίδια, τα λεφτά. Ο Ες‐Ες αποθηκάριος πιάνει κάπου‐κάπου κανένα ρολόι ή κανένα χρυσαφικό και το κοιτάζει με προσοχή. Μόλις δει κάτι και του αρέσει, αρχίζει να χτυπά αφηνιασμένος αυτόν που του ανήκει και να φωνάζει: «Χρυσό ρολόι, βρωμόσκυλο, ε; Γουρούνι, υπάνθρωπε, θα σου δείξω εγώ εσένα!…».
Όποιος παραδίνει, κατεβαίνει στα υπόγεια λουτρά. Κοιτάζουμε τα ντους που είναι στο χαμηλό ταβάνι και περιμένουμε. Άλλοι κατάδικοι με ξυράφια και ψαλίδια έρχονται και κάθονται σε σκαμνιά. Καθένας έχει πλάι του έναν τενεκέ σαπουνάδα. Γονατίζουμε μπρος τους. Μας κουρεύουν και μας ξυρίζουν τα μαλλιά, τα γένια, τις μασχάλες, τα σκέλια. Όταν τελειώσει το ξύρισμα, μας μοιράζουν από ένα κομμάτι σαπούνι και μας στέλνουν κάτω απ’ τα ντους. Παρακολουθούμε τι θα κάνουν οι μπαρμπέρηδες και οι άλλοι. Θα φύγουν; Θα μας αφήσουν μέσα μονάχους; Δε φεύγουν.
Άφθονο ζεστό νερό μας περιχύνει. Ύστερα, βρεγμένοι και τουρτουρίζοντας βγαίνουμε στην πλατεία. Μας δίνουν μακριά σώβρακα, πουκάμισα, πανταλόνια, σακάκια, σκούφο. Όλα ριγωτά με άσπρη και μπλε γραμμή. Μας δίνουν και ξυλοπάπουτσα.
Ένας πανύψηλος κατάδικος μέχρι εξήντα χρονώ, φαλακρός, με γυαλιά, περνά από κοντά και μας κοιτάζει. Όπως όλοι οι παλιοί του Μαουτχάουζεν, έτσι κι αυτός φορά ρούχα πολιτικά σημαδεμένα μπρος‐πίσω με κόκκινη λαδομπογιά. Ρίχνει το τσιγάρο που καπνίζει έτσι που να μπορεί κάποιος από μας να το πάρει με τρόπο, και ρωτά αυτούς που μας δίνουν ρούχα «από που μας φέρανε…».
Μας πηγαίνουν στις παράγκες της καραντίνας. Ρωτάμε: «Τι ήταν εκείνοι οι 165 νεκροί;» Μας απαντούν: «Οι νεκροί της ημέρας».
Είναι κι άλλοι πολλοί εδώ: Ρώσοι, Γάλλοι, Τσέχοι. Μαθαίνουμε πως θα μείνουμε στο Μαουτχάουζεν δυο‐τρεις βδομάδες. Ύστερα θα μας στείλουν έξω. Άλλους σε εργοστάσια, άλλους σε κινητά συνεργεία που επισκευάζουν βομβαρδισμένες γέφυρες και σιδηροδρομικές γραμμές, άλλους στα λατομεία. Πιο τυχεροί είναι όσοι μένουν εδώ, στο κεντρικό στρατόπεδο. Μαθαίνουμε ακόμα πώς λειτουργεί ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως και τι ακριβώς είναι. Πάνω‐πάνω είναι ο διοικητής, ο Ες‐Ες σταντάρτεν φύρερ Ζίρας, έμπιστος άνθρωπος του Χίμμλερ. Ύστερα έρχεται ο υποδιοικητής ο στουρμ φύρερ χάουπτ Μπαχμάγερ και μετά ο όμπερστούρμ φύρερ Σουλτς, προϊστάμενος στην Πολιτική Διεύθυνση. Πιο φοβερός όμως απ’ όλους είναι ο υπεύθυνος της υποχρεωτικής εργασίας όμπερσαρφ Φύρερ Μπεμ. Σ’ όλα τα γραφεία και τα πόστα, τ’ αφεντικά είναι βέβαια οι Ες‐Ες αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώτες. Έχουν όμως για βοηθούς και για επιστάτες παλιούς κατάδικους. Πολλοί απ’ αυτούς είναι ποινικοί κατάδικοι, κοινοί κακούργοι, που τους φέραν από διάφορες φυλακές για να ‘ναι δικοί τους άνθρωποι. Αυτοί έχουν πράσινο τρίγωνο στο στήθος «κι απ’ αυτούς να φυλάγεστε». Άλλοι όμως είναι πολιτικοί κατάδικοι και τους έχουν στα γραφεία επειδή είναι καθηγητές, επιστήμονες, μορφωμένοι άνθρωποι. Όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι έχουν κόκκινο τρίγωνο, οι Εβραίοι έχουν κίτρινο άστρο, οι ατσίγγανοι και οι χωρίς υπηκοότητα μαύρο τρίγωνο. Οι ομοφυλόφιλοι βυσσινί. Σε κάθε παράγκα υπάρχει ένας μόνιμος υπεύθυνος που τον λένε «ο αρχαιότερος», ένας γραμματέας και δυο θαλαμάρχες, ένας για κάθε θάλαμο. Οι κατάδικοι του κεντρικού στρατοπέδου δουλεύουν στο λατομείο, φορτώνουν άμμο του Δούναβη σε βαγόνια και αυτοκίνητα, χτίζουν αποθήκες κι εργοστάσια, δουλεύουν στα χωράφια. Υπάρχουν κι ένα πλήθος άλλες δουλειές. Καθαριστές, μαραγκοί, σιδεράδες, μπογιατζήδες, νοσοκόμοι, μάγειροι, κουβαλητές των πεθαμένων. «Αλλά ό,τι και να γίνει, όπου και να σας στείλουν, σ’ όποια δουλειά και να σας βάλουν, εκείνο που πρέπει να προσέχετε είναι να μην αρρωστήσετε. Η αρρώστια που θερίζει εδώ είναι η δυσεντερία. Φυλαχτείτε γιατί μόλις καταλάβουν πως είσαι άρρωστος σε στέλνουν στο νοσοκομείο. Εκεί δε γλιτώνεις. Μόλις σας πιάσει ευκοιλιότητα να κάνετε κάρβουνο το ψωμί σας και να το τρώτε. Είναι η μόνη ελπίδα».
Στις οχτώ και μισή, κάθε κίνηση σταματά. Όλοι στα κρεβάτια και τα φώτα σβήνουν. Το πρωί στις έξι είμαστε όλοι όρθιοι. Τα κρεβάτια στρωμένα. Παίρνουμε μισή λίτρα καφέ ερζάτς και βγαίνουμε έξω. Απαγορεύεται να μένεις στο θάλαμο. Στις εφτά μαζευόμαστε στην πλατεία για το προσκλητήριο. Κάθε παράγκα χωράει πεντακόσους και μπαίνουμε σε δέκα σειρές των πενήντα. Η πλατεία γεμίζει από χιλιάδες κρατούμενους, που στέκουν ασάλευτοι κι αμίλητοι. Γίνεται η καταμέτρηση και τα συνεργεία αρχίζουν να φεύγουν για έξω.
Όσοι δε δουλεύουν, όπως εμείς, πρέπει να περπατούν πάνω‐κάτω στο δρόμο μπροστά στην παράγκα τους.
Το μεσημέρι άλλο προσκλητήριο χωρίς τα συνεργεία που δουλεύουν μακριά.
Ύστερα γυρίζουμε στις παράγκες για το συσσίτιο. Μια λίτρα σούπα από χορταρικά. Οι καραβάνες είναι λιγοστές, τα κουτάλια σπάνιο είδος. Είκοσι άνθρωποι παίρνουν φαΐ στην ίδια διαρκώς καραβάνα, γιατί το πλύσιμο απαγορεύεται πριν τελειώσει η διανομή. Η σούπα είναι καμωμένη από κάτι άσπρα γογγύλια μεγάλα σαν πεπόνια. Άλλοι ξερνάνε με την πρώτη κουταλιά, άλλοι στο τέλος κι άλλοι ούτε δοκιμάζουν. Είναι αρχή ακόμα.
Στις έξι, βραδινό προσκλητήριο. Όλη η πλατεία γεμάτη πάλι όπως το πρωί. Ακολουθεί το βραδινό συσσίτιο. Διακόσα πενήντα γραμμάρια ψωμί μαύρο σαν το χώμα και είκοσι γραμμάρια μαργαρίνη. Μόλις γίνει η διανομή πλακώνουν απ’ τις άλλες παράγκες διάφοροι εμπορευόμενοι και μαυραγορίτες που παίρνουν το ψωμί και δίνουν δυο τσιγάρα, τη μαργαρίνη και δίνουν μισό τσιγάρο…
Στο μεταξύ μέρα και νύχτα η φλόγα βγαίνει απ’ την καμινάδα του φούρνου χωρίς σταματημό κι ο αέρας που αναπνέουμε μυρίζει κρέας που καίγεται, ανθρώπινο κρέας.
Δεύτερη βδομάδα στην παράγκα της καραντίνας. Είναι απομεσήμερο και ψιλοβρέχει. Ο πανύψηλος φαλακρός κρατούμενος με τα γυαλιά, που είχα πρωτοδεί έξω απ’ τα λουτρά, περνά το δρόμο μπρος πίσω. Ύστερα στέκει ανάμεσά μας και ρωτά: «Ποιος είναι ο νεαρός απ’ την Αθήνα;»
Κοιτάζω ανήσυχα τους άλλους. «Τι με θέλουν;» Ύστερα προσέχω τα σήματα που έχει στο στήθος του σακακιού. Κόκκινο τρίγωνο. Στη μέση ένα D. Ο αριθμός του είναι εννιά χιλιάδες τόσο. Δηλαδή πολιτικός κρατούμενος, Γερμανός, με δυο‐τρία τουλάχιστο χρόνια στο στρατόπεδο. Δεν έχω τι άλλο να κάνω και λέω: «Εγώ είμαι…»
Ο Γερμανός κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου, με κοιτά για λίγο σιωπηλός ανάμεσα απ’ τα γυαλιά, το χείλι του τρέμει κι αρχίζει να λέει: «Ρετσίνα, φέντα, Φάληρο, ντάλασσα, ένα βαρύ γλυκό»… Σωπαίνει λίγο και ξαναρχίζει… «Καλημέρα, καλησπέρα, ευχαριστώ, πολύ, σήμερα, αύριο, κοκκινέλι, καίρω πολύ, μαρίντες».
Ξεσπά σ’ ένα κοφτό άγριο γέλιο. Σωπαίνει πάλι, βγάζει ένα μεγάλο σκούρο μαντίλι, σκουπίζει τη βροχή στη φαλάκρα του, στα μάγουλα και λέει στα γερμανικά μια μια λέξη: «Έμεινα τρία ωραία χρόνια στην Αθήνα. Κάθε νύχτα πηγαίναμε στο Φάληρο. Ήμουν γενικός αντιπρόσωπος μιας γερμανικής βιομηχανίας ηλεκτροεργαλείων. Έχω πολλούς Έλληνες φίλους. Καλούς φίλους».
Σημειώνει τα στοιχεία μου σ’ ένα χαρτί. «Νούμαρ ντρία, εφτά, εφτά, ντρία, ντέσσερα». Μου χώνει στην τσέπη ένα πακέτο τσιγάρα και μου σφίγγει το χέρι. «Τ’ όνομά μου είναι Σνάιντερ, Βίλχελμ Γιόχαν Σνάιντερ… Άουφ‐βίντερζέεν». Και φεύγει…
Δυο μέρες μετά ο γραμματέας της παράγκας με ρώτησε τι είναι εκείνο το «επάγγελμα σχεδιαστής» που έχω δηλώσει… Του είπα πως έχω σπουδάσει σε μια τεχνική σχολή και είμαι διπλωματούχος. Ήταν Τσέχος και κάτι είπε στα τσέχικα που μάντεψα πως σήμαινε «κι επειδή είσαι διπλωματούχος κάτι τρέχει στα γύφτικα».
Με ξαναρώτησε αν ξέρω να γράφω τους λατινικούς χαρακτήρες κι αν είμαι καλλιγράφος. Είπα ναι. Με πήρε για βοηθό του και μ’ έβαλε να καθαρογράφω τις ατομικές καρτέλες.
«Θα γράφεις όσο πιο αργά μπορείς χωρίς να φαίνεται ότι το κάνεις επίτηδες. Μ’ αυτό το κόλπο θα σε κρατήσω εδώ ώσπου να τελειώσουν οι αποστολές στα εργοστάσια και στ’ άλλα επικίνδυνα μέρη. Ύστερα βλέπουμε. Επίσης κοίταξε να μάθεις γερμανικά το γρηγορότερο. Άμα ένας Ες‐Ες σου μιλάει γερμανικά και συ απαντάς «ιχ φερστέεν νιχτς» ούτε ψύλλος στον κόρφο σου. Τα γαλλικά σου είναι καλά για μας, αλλά όχι γι’ αυτούς! Κομπρί; Και κάτι άλλο: Λέξη για όλα αυτά σε κανένα. Χάθηκες κι εσύ κι εμείς…»
Τώρα η Γιαννίνα κι εγώ περπατούσαμε στο δρόμο για το Μαουτχάουζεν «έτσι ελεύθεροι». Αλλά ήταν πολύς ο δρόμος κι ανήφορος, κι η Γιαννίνα κουράστηκε. Ήταν και το στρατιωτικό πανταλόνι που φορούσε χοντρό και σκληρό κι όπου ακουμπούσε της έτρωγε το πετσί. Κάθε τόσο και λιγάκι μου ζητούσε συγγνώμη και τραβούσε τον καβάλο για να πάει πιο κάτω. Έσκισα το μαντίλι μου στα δυο και της έδεσα τα γόνατα. Το λίγο πετσί πάνω στις κλειδώσεις είχε ερεθιστεί και την έτσουζε. Καθώς ανέβαζε τα μπατζάκια πάνω απ’ τα γόνατα, έλεγε πως απ’ τις 5 του Μάη είχε κιόλας πάρει τέσσερα κιλά. Στο μεταξύ είχαμε καταργήσει τον πληθυντικό. Δεν έλεγα «δεσποινίς» ούτε έλεγε «κύριε».
Καθίσαμε σε μιαν άκρη του δρόμου περιμένοντας κανένα περαστικό αυτοκίνητο. Για να μην κρυώνει ακούμπησε με την πλάτη στο στήθος μου κι εγώ άνοιξα το σακάκι μου και την τύλιξα μέσα. Μας χωρούσε άνετα και τους δυο. Πέρασα και τα χέρια μου γύρω της.
Μόλις βολεύτηκε, κοιμήθηκε. Ροχάλιζε κιόλας λιγάκι. Το κουρεμένο της κεφάλι μύριζε αμερικάνικο σαπούνι.
Απ’ την κάτω μεριά του δρόμου προβολείς από αυτοκίνητο πέσανε δυο‐τρεις φορές πάνω στα δέντρα.
Ξύπνα της είπα, έρχεται αυτοκίνητο.
Κοιμόταν για καλά. Το αυτοκίνητο πλησίαζε ολοταχώς. Την έγειρα με προσοχή στα χόρτα και πήγα να κάνω σινιάλο για στοπ. Τότε το αίμα μου πάγωσε… Αυτοί που ήταν στο αυτοκίνητο τραγουδούσαν ένα γερμανικό τραγούδι. «Ξανάρχονται» είπα πνιχτά… Οι Αμερικάνοι μας είχαν πει να φυλαγόμαστε γιατί ακόμα υπήρχαν «φωλιές των Ες‐Ες, ακαθάριστες». Οι προβολείς είχαν πέσει κιόλας πάνω μου. Στο μεταξύ η Γιαννίαν άκουσε μες στον ύπνο της το «κακό» τραγούδι και την είχε πιάσει υστερία. Στρίγκλιζε και στριφογύριζε κουτουλώντας πάνω στα δέντρα, μην ξέροντας ποιο δρόμο να πάρει… Έτρεξα τη βούτηξα και της έχωσα τα μούτρα στο σακάκι μου, για να μην ακουστούν οι φωνές της. Το αυτοκίνητο σταμάτησε, το τραγούδι έπαψε… Απ’ την καρότσα του αυτοκινήτου πήδηξαν τρεις στρατιώτες με τ’ αυτόματα και κάποιος είπε αμερικάνικα: «Είναι κανείς εκεί;…» Επιτέλους πήραμε ανάσα. «Ναι, είπα, είστε Αμερικάνοι, έτσι δεν είναι;»Θέλετε βοήθεια; ξαναρώτησε ο Αμερικάνος και μας φώτισε μ’ ένα μεγάλο φανάρι. Προχωρήσαμε στ’ αυτοκίνητο κι ανεβήκαμε στην καρότσα που ήταν φίσκα στρατιώτες. Τη Γιαννίνα τη νόμισαν και κείνη για άντρα κι όταν της κάνανε θέση να καθίσει στον πάγκο, της είπανε: «Κάθισε δω, νεαρέ».
Χαθήκατε; ρώτησε κείνος με το φανάρι.
Φοβηθήκαμε, απάντησα.
Κι ήθελα να συνεχίσω και να του πω: «Μα είναι αστεία αυτά;» αλλά το αυτοκίνητο ξεκίνησε, οι στρατιώτες ξανάρχισαν το ίδιο γερμανικό τραγούδι:

Φράχτεν, φρέχτεν
σβάινεράι κράχτεν,
κρούχτεν χούντεράι
αλό κλο, κλο

κλο, κλο, κλο…

Κλοτσούσαν το πάτωμα της καρότσας, γούρλωναν τα μάτια τους αγριεύανε τη φωνή τους. Παίζανε τους γερμαναράδες και διασκεδάζανε του καλού καιρού. Η Γιαννίνα ξεθάρρεψε, άρχισε να γελά και σε λίγο να τραγουδά μαζί τους. Το ίδιο κι εγώ: «Φράχτεν, φρέχτεν, σβάινεράι…»
Αφήσαμε τη Γιαννίνα στις παράγκες των γυναικών. Οι στρατιώτες αυτή τη φορά της είπαν: «Γκουντ νάιτ γιανγκ λαίντη».
Βρήκα καρφιτσωμένο στο μαξιλάρι μου ένα σημείωμα απ’ τον Σνάιντερ. «Ό,τι ώρα και να γυρίσεις, έλα στις φυλακές να με δεις. Θα πιούμε ουίσκι εκεί που άλλοτε πέθαιναν για δυο σταγόνες νερό».
Η επιτροπή κι οι Αμερικάνοι είχαν αναθέσει στον Σνάιντερ τη διεύθυνση των φυλακών. Έδειξα στους στρατιώτες την ταυτότητά μου και είπα πως με ζητάει «ο ντόκτορ Σνάιντερ».
Πρώτη φορά έμπαινα δω μέσα. Κοίταζα τη σειρά τις κλειδωμένες πόρτες. Τι ησυχία! Απίστευτο πως πίσω από καθεμιά μπορούσε να ‘ναι φυλακισμένος ένας Ες‐Ες, όπως ο Μπεμ, ο Μύλλερ, ο Φάσελ. Απίστευτο ότι μπορούσε τώρα να τους χωράει ένα κελί… Και τι τρομαχτική ησυχία!
Ο Σνάιντερ καθόταν στο γραφείο της φυλακής μπροστά σ’ ένα σωρό από φωτογραφίες, έγγραφα, ντοκουμέντα κάθε λογής.
Κάθισε… Έχεις πιει ποτέ απ’ αυτό;… Ναι, αλλά θα το ‘χεις ακουστά, είναι ουίσκι. Τι βλάκες που είναι οι Γερμανοί! Πίστεψαν έναν παράφρονα που φώναζε «δε θέλουμε βούτυρο, θέλουμε κανόνια». Οι Άγγλοι κι οι Αμερικάνοι δε θα πιστεύανε ποτέ εκείνον που θα τους έλεγε «δε θέλουμε ουίσκι θέλουμε κανόνια». Να γιατί οι Γερμανοί χάνουν πάντα τον πόλεμο. Κάθε φορά παύουν να πιστεύουν στο βούτυρο και πιστεύουν στα κανόνια… Αν δε σ’ αρέσει το ουίσκι, μη στεναχωριέσαι. Όλα τα καλά πράγματα είναι δύσκολα στην αρχή… Είναι ώσπου να τα καταλάβεις… Ο ταγματάρχης Πάτρικ μου ζήτησε να αναλάβω τη διεύθυνση των φυλακών και να βοηθήσω τους Αμερικάνους της στρατιωτικής δικαιοσύνης στη σύνταξη των καταθέσεων. Ήμουν έτοιμος να φύγω μεθαύριο. Αλλά με χαρά μου θα μείνω γι’ αυτή τη δουλειά. Θα γυρίσω πιο ήσυχος σπίτι μου άμα θα ξέρω πως δεν πρόκειται να γλιτώσει κανείς απ’ αυτούς… Έδωσα τ’ όνομά σου για να κάνεις κατάθεση… Θα καταθέσει κι ο Καζιμίρ Κλεμέντες κι ο Μάτυς κι ο Μπαϊλίνα κι ο Μίλος Στράνσκυ… Εδώ είναι τα βιβλία που είχατε κρύψει… Οι Αμερικανοί λένε πως θα ‘πρεπε να πάρετε παράσημο… Κουβάλησα κι ένα κρεβάτι εδώ, για να μη χάνω την ώρα μου στην παράγκα… Έχω πάρα πολύ δουλειά να κάμω… Έννοια σου και θα σου τους περιποιηθώ μια χαρά εγώ όλους αυτούς τους νιτσεϊκούς και ροζενμπεργκικούς δολοφόνους… Δεν πρόκειται να φύγω απ’ το Μαουτχάουζεν πριν βεβαιωθώ ότι οι φάκελοί τους είναι αρκετά δίκαιοι για μια δικαστική απόφαση «εκατοντάκις εις θάνατον δι’ αγχόνης».
Τι κάνουν τώρα; ρώτησα τον Σνάιντερ. Τι λένε;
Δε λένε τίποτα. Σκέφτονται! Χα, χα! Μάλιστα στα ξαφνικά άρχισαν να σκέφτονται! Ξαφνικά ανακάλυψαν το μυαλό τους! Όμως, μη γελιόμαστε! Αν γινόταν να τους ξαναφέρεις στα πόστα τους, θα ξανακάνανε τα ίδια και χειρότερα! Όμως αυτοί θα δικαστούν. Θα κρεμαστούνε. Εντάξει! Όλους τους άλλους ποιος θα τους δικάσει; Τα εκατομμύρια, τα πολλά εκατομμύρια πολίτες που τα ξέρανε όλα και τα ανέχτηκαν όλα… Ποιος θα τους δικάσει; Νομίζεις ότι όλες αυτές οι δολοφονίες γίνονταν μόνο στα κρυφά στο Άουσβιτς, στο Νταχάου, στο Γκούζεν, στο Μαουτχάουζεν; Βλάκα… Αυτά όλα άρχισαν στο Μόναχο και στο Βερολίνο απ’ το 1933!… Με γιορτές και τραγούδια! Θα σπάσω το κεφάλι όποιου θα ‘χει τη γουρουνιά να μου πει πως δεν είχε ιδέα. Μπορείς να φανταστείς ότι αυτοί οι αγαθοί δήθεν αγρότες, σε ακτίνα τουλάχιστον πενήντα χιλιόμετρα γύρω απ’ το Μαουτχάουζεν, δεν ξέρανε τι γίνεται εδώ μέσα;… Είναι δυνατόν εννιά ολόκληρα χρόνια που υπάρχει εδώ το στρατόπεδο να μην είδανε τίποτα, να μην ακούσανε τίποτα, να μην καταλάβανε τίποτα; Μήπως δε βλέπανε τα συνεργεία απ’ τους σκελετούς που δουλεύανε κάτω στο χωριό, στα χτήματα, στις σιδηροδρομικές γραμμές;… Όλοι τα ξέρανε… Ολόκληρη η Γερμανία απ’ άκρου εις άκρον και θα σου το αποδείξω αμέσως… Έχω εδώ την απόδειξη έτοιμη, για να την έχω πρόχειρη στην τσέπη μου και να τσακίζω στο ξύλο όποιον δήθεν ανίδεο Γερμανό πολίτη έχει αντίρρηση. Κοίταξε καλά αυτό το χάρτη της Γερμανίας πριν την πάρει ο διάβολος! Βλέπεις όλους αυτούς τους κύκλους; Έχω μαρκάρει τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως! Ο κάθε κύκλος καλύπτει έκταση ακτίνας πενήντα χιλιομέτρων. Τι αποδεικνύεται; Πως η μισή Γερμανία είναι μέσα στους κύκλους. Άρα, οι μισοί Γερμανοί ξέραν οπωσδήποτε για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τα στρατόπεδα εξοντώσεως!… Ύστερα απ’ αυτό, αγαπητέ μου, μου είναι δύσκολο να πιστέψω πως ο μισός γερμανικός λαός ήξερε κι ο άλλος μισός δεν είχε ιδέα. Άλλωστε τις ίδιες θηριωδίες που έκαναν τα Ες‐Ες στα στρατόπεδα, τις έκανε με την ίδια ευκολία η Βέρμαχτ στα κατεχόμενα εδάφη. Όλοι τα ξέρανε!… Όλα τα ξέρανε. Μην πιστεύετε κανένα!… Μην τους πιστέψετε ποτέ!… Αν προσπαθήσουν να σας ξεγελάσουν, θα πει πως δε θέλουν να διορθωθούν.
Ο Σνάιντερ ήταν τώρα άγριος, χτυπούσε τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. Ύστερα έπεσε στην καρέκλα του κι έχωσε το πρόσωπο μέσα στα χέρια.
Πιες λίγο ουίσκι…
Πήγαινε κοιμήσου, πήγαινε κοιμήσου! Αύριο θα ‘μαι καλά, έλα αύριο!…
Γύρισα στην παράγκα μου. Κάθισα στο κρεβάτι μου και κοίταζα έξω το φράχτη με τα συρματοπλέγματα. Άλλοτε ήταν ηλεκτροφόρα. Τώρα ήταν καλά φωτισμένα για να μην πλησιάσει κανείς απρόσεχτος και γρατσουνιστεί. Ένιωθα βάρος και κακοκεφιά. Ο τρόμος που πήραμε με τη Γιαννίνα στο δρόμο εξαιτίας εκείνου του τραγουδιού… Ύστερα οι φυλακές κι όσα είπε ο Σνάιντερ, σβούριζαν στο μυαλό μου…
Έπεσα να κοιμηθώ κι άρχισα, όπως κάθε νύχτα, να στριφογυρίζω πάλι βασανιστικά στο στρώμα και να μην μπορώ να διώξω εκείνη την τυραννική σκέψη… «Σκέψου να ξυπνήσεις από σφυρίχτρες για πρωινό προσκλητήριο… Σκέψου να δεις πάλι τους Ες‐Ες να περνάνε αργά μπρος απ’ τις γραμμές και να μετράνε… Σκέψου να ‘ναι όνειρο πως ήρθαν οι Αμερικάνοι… Πρώτη φορά είναι που βλέπεις τέτοιο όνειρο; Κράτα το όσο μπορείς αυτό το ωραίο όνειρο, βρε βλάκα… Γιατί πιέζεις τον εαυτό σου να κοιμηθεί ήσυχα; Σήκω πάνω, ντύσου, πήγαινε βόλτα».

   (τέλος αποσπάσματος -είναι οι πρώτες σελίδες και τα 5 πρώτα κεφάλαια του βιβλίου)

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *