Zaller Robert: Σύγχρονος Ελαστικός Διανοητής / Μαγιακόφσκη

Βιογραφικό

Ο Δρ Robert Zaller είναι Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Drexel.


     Γεννήθηκε στο Μπρούκλυν το 1940. Τέλειωσε το Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτων στο Σεντ Λούις το 1968. Τα έργα του περιλαμβάνουν τόμους ιστορίας, κριτικής και στίχους. Αναλυτής της βρετανικής πολιτικής ιστορίας και συνταγματικής σκέψης, γράφει εκτενώς για τη πολιτική, -είναι επίσης συχνός σχολιαστής της ελληνικής πολιτικής σκηνής-, τη σύγχρονη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο, τη μουσική και τη τέχνη. Ήτανε συνάδελφος του Guggenheim το 1985-86 κι ενεργά πολέμιος της θανατικής ποινής. Είναι εκλεγμένος συνεργάτης της Βασιλικής Ιστορικής Εταιρείας, από το 1991.


Daniel Abdal-Haay Moore & Robert Zaller, στη MAD POET SOCIETY

     Οι διακρίσεις του περιλαμβάνουν το βραβείο Phi Alpha Theta, (1972) και το βραβείο Tor House Foundation (1984). Διετέλεσε πρόεδρος της Σχολικής Γερουσίας του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι στα 1982-85, υπήρξε μακροχρόνιο μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου σύνταξης του Κέντρου Κοινοβουλευτικής Ιστορίας του Yale κι ήτανε Πρόεδρος της Ένωσης Robinson Jeffers στα 1997-2000.

     Αν και γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, ζει στο Bala Cynwyd, της Pennsylvania, με τη σύζυγό του, ποιήτρια, ηθοποιό και μουσικό Lili Bita.

——————————————————————–

                                     Μαγιακόφσκη

δράμα σε 3 πράξεις

Μετάφραση: Νατάσα Τσουκαλά

(Η απόδοση των ποιημάτων του  Μαγιακόφσκη στο έργο, από τα αγγλικά, έγινε από
τους Κώστα Σοφιανό και Σπύρο Μάνδρο
.)

ΠΡΟΣΩΠΑ

Νεαρές Αμερικανίδες (δυο)
Αμερικανός Αστυνομικός
Ανούσκα
Νικολάι Ασέγιεφ (Κόλια)
Μπιξ Μπαϊντερμπέκε
Λίλη Μπρικ
Όσσιπ Μπρικ (Όσια)
Ντέιβιντ Μπουρλιούκ
Νικολάι Μπουρλιούκ
Νικολάι Τσουζάκ
Παρουσιαστής Του Τσίρκου
Κάλβιν Κούλιτζ
Έλσα (Τριολέ)
Σάκνο Επστάιν
Σεργκέι Εσένιν
Μάικλ Γκολντ
Σίριλ Φεόντοροβιτς Γκορτκώφ
Τσιγγάνα πόρνη
Βασίλι Καμένσκι
Βαλεντίν Κατάγιεφ
Βελιμίρ Χλέμπνικωφ (Βέλια)
Πάβελ Λαβούτ (Πάβια)
Ένας φορτοεκφορτωτής
Ανατόλι Λουνατσάρσκι
Καζιμίρ Μαλέβιτς
‘Αντρας
Φίλιππο Μαρινέττι
Μαρία
Μασκοφορεμένες φιγούρες
Αλεξάνδρα Αλεξέγιεβνα Μαγιακόφσκαγια
Λουντμίλα Μαγιακόφσκαγια
Όλγα Μαγιακόφσκαγια
Βλαντιμίρ Κωνσταντίνοβιτς Μαγιακόφσκι
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκη (νέος)
Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκη (ενήλικας)
Ο σωφέρ του Μαγιακόφσκη
‘Ανθρωποι της ΝΕΠ (τρεις)
Μπορίς Παστερνάκ
Τα παιδιά με Φίλιπ Μόρρις (δυο)
Γουίλι Πόγκανυ
Νόρα Πολόνσκαγια
Ιβάν Πρισίπκιν
Αλεξάντερ Ρόντσενκο
Μπέιμπ Ρουθ
Ράφτρα
Βικτώρ Σκλόφσκι
Ντμίτρι Σοστακόβιτς
Βλαντίμιρ Τατλίν
Μαυραγορίτης
Βετεράνοι (τρεις)
Γυναίκα στο Κόμμα (Ι)
Γυναίκα στο Κόμμα (ΙΙ)
Εργάτης
Τατιάνα Γιάκοβλεφα
Αμερικάνοι εργάτες, γυναίκες και παιδιά, φουρνάρηδες, μαυραγορίτες, υπενοικιαστές, γραφειοκράτες, σερβιτόρες καφενείου, καπιταλιστής, χαρτοπαίκτες, Κοζάκοι, ποτοποιοί, εκτελεστικό απόσπασμα, ηθοποιοί και τεχνικοί κινηματογράφου, άτομα που καταπίνουν φωτιές, παίχτες τυχερών παιγνιδιών, νεκροθάφτες, επερωτώντες, κήρυκας, λακέδες, άνθρωποι των γραμμάτων, ηθοποιοί και τεχνικοί θεάτρου, πόρνες, Ρώσοι χωρικοί, εργάτες, στρατιώτες και ναυτικοί, άτομα των μυστικών υπηρεσίων, χαφιέδες, οδοκαθαριστές, ακροβάτες, σερβιτόροι.

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Σκηνή ΙΗ αυλαία σηκώνεται, ενόσω ακούγεται σύντομη τυμπανοκρουσία. Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ εμφανίζεται στο αριστερό μέρος της σκηνής. Στο κέντρο υπάρχει ένα μικρό κανόνι.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Κυρίες και κύριοι! Η θαυμαστή γέννηση, η μεγαλειώδης ζωή κι ο καθαγιασμένος θάνατος του συντρόφου μας, Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Μαγιακόφσκη!
      Ακούγεται για λίγο μια μπάντα. Μπροστά από το κανόνι ξεδιπλώνεται ένα φαρδύ πανώ που κρέμεται από ψηλά αναπαριστώντας τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ σαν άγιο σε ορθόδοξη εικόνα, με σταυρωμένα χέρια και έκφραση ενατενισμού.
“Ο σύντροφος Μαγιακόφσκη, αληθινό παιδί της Επανάστασης, ήρθε στον κόσμο χωρίς ανθρώπινη βοήθεια.
     Το κανόνι εκπυρσοκροτεί και μέσα από το πανώ πετάγεται ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ νέος -ένα παιδί γύρω στα δέκα. Φοράει κοστούμι με γιλέκο και παίρνει αμέσως τη στάση που είχε πριν στην εικόνα. Το πανώ ανασηκώνεται. Το κανόνι παραμένει με το στόμιό του να καπνίζει.
“Ο μικρός μας Βολόντια μπήκε στη στρατιά των εργατών μέσα από μια μικρή ξύλινη καλύβα στην Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γεωργίας, που είναι επίσης γενέθλιος τόπος του ηγέτη μας!
     Προβάλλεται στιγμιαία η εικόνα του ΣΤΑΛΙΝ.
“Σύμφωνα με τα έθιμα της αστικής τάξης, εφοδιάστηκε κανονικά με μια μητέρα, την Αλεξάνδρα Αλεξέγιεβνα, ένα πατέρα, τον Βλαντίμιρ Κωνσταντίνοβιτς, φτωχό αλλά τίμιο κυνηγό και δυο αδελφές, τη Λουντμίλα και την Όλγα.
     Τα τέσσερα μέλη της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ μπαίνουν στη σκηνή, η ΜΑΝΑ με το ένα παιδί απ’ το δεξί άκρο και ο ΠΑΤΕΡΑΣ με το άλλο παιδί απ’ το αριστερό άκρο. Φοράνε όλοι τους χωριάτικα ρούχα. Ο ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΒΙΤΣ κρατάει ένα τσεκούρι και ένα μικρό κούτσουρο, που το κόβει μεμιάς στα δυο.
“Η μικρή οικογένεια ζούσε μόνη στην καλύβα του κυνηγού, μακριά από φίλους και γείτονες, εντελώς βυθισμένη στην άγρια φύση.
     Ακούγεται το ουρλιαχτό ενός λύκου. Τα μέλη της ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ που, κατά τη διάρκεια της ομιλίας του ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ, ταλαντεύονται πέρα-δώθε σαν μηχανικές κούκλες, πιάνονται μεταξύ τους τρομαγμένα, αφήνονται αμέσως και ξαναρχίζουν να ταλαντεύονται.“Κάθε μέρα, ο Βλαντίμιρ Κωνσταντίνοβιτς έπαιρνε το μικρό Βολόντια μαζί του στη δουλειά, για να του μάθει τα μιστικά του δάσους.
     Με μια απότομη μηχανική κίνηση, ο ΒΟΛΟΝΤΙΑ τεντώνει το αριστερό του χέρι και ο ΠΑΤΕΡΑΣ του του το πιάνει. Το άλλο του χέρι παραμένει σταυρωμένο μπροστά στο στήθος του.
“Κάθε μέρα, η Λουντμίλα κι η Όλγα έρραβαν κι έγνεθαν κι έπλεναν κι άρμεγαν, μαζί με τη πολυαγαπημένη τους Αλεξάνδρα Αλεξέγιεβνα.
     Οι τρεις γυναίκες μιμούνται τις παραπάνω δουλειές.
“Κάθε βράδι, η οικογένεια συγκεντρωνόταν μπροστά στο εικονοστάσι του σπιτιού κι ευχαριστούσε το Θεό για τη καλωσύνη του δάσους και την ομορφιά του κόσμου.
     Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ γονατίζει μπροστά στο ΒΟΛΟΝΤΙΑ, του οποίου τα χέρια είναι και πάλι σταυρωμένα όπως πριν.
“Έτσι, η μικρή οικογένεια ζει μέσα σε μια αγνή κι απλή ευτυχία. Αλλά τα χρόνια περνάνε γρήγορα. Η μικρή Λουντμίλα πρέπει να πάει σχολείο στην Τυφλίδα…
     Σκηνή αποχαιρετισμού, δάκρυα κλπ. Η ΛΟΥΝΤΜΙΛΑ βγαίνει από το δεξί άκρο της σκηνής.“…κι ύστερα από λίγο καιρό πρέπει ν’ αρχίσει σχολείο κι ο Βολόντια. Φτάσαμε στον 20ό αιώνα!
     Ακούγεται για λίγο μια μπάντα.“Οι Μαγιακόφσκη μετακομίζουν στη πόλη.
     Ακούγεται μουσική. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ μιμείται τη μετακόμιση στην πόλη, κλαίγοντας όταν αφήνει την εξοχή, κοιτώντας με θαυμασμό τα καινούργια θεάματα κλπ. Ο ΒΟΛΟΝΤΙΑ δεν αλλάζει στάση, παραμένοντας ακίνητος μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση.
“Πόσοι δρόμοι, πόσα σπίτια, πόσοι άνθρωποι! Πόσα θαυμάσια πράγματα έχει να δει κανείς! Παλάτια για τους πλούσιους, καλύβες για τους φτωχούς! Αυτοκίνητα που κατεβαίνουν τους λιθόστρωτους δρόμους, πω πω, τόσο γρήγορα, τόσο δυνατά! ΠΡΟΣΕΧΕ! Είναι ένας καινούργιος κόσμος. Αλλά ζει σύμφωνα μ’ ένα παλιό κανόνα: ‘Θα κερδίζεις το ψωμί σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου. Εγώ, όμως, θα σου τρώω το μισό’.
     Μπαίνουν δυο ΜΥΣΤΙΚΟΙ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ, κρατώντας πολύ ψηλά λάβαρα με τις προσωπογραφίες του ΝΙΚΟΛΑΟΥ Β’ και της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ. Παρελαύνουν και τραγουδούν, ενόσω η οικογένεια κάνει σημειωτόν:

-Πατερούλη μας
 εδώ να μείνεις
 οι καρποί που μαζεύουμε
 σε ταΐζουν καλά
 εσύ τρως, εμείς λιμοκτονούμε
 και των δυό μας τα στομάχια πρήζονται
 εσύ κάθεσαι στο παράδεισο
 εμείς είμαστε σα δούλοι στη κόλαση.

-ΖΗΤΩ! ΖΗΤΩ! ΖΗΤΩ! (εν χορώ)
    
     Οι ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ βγαίνουν.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Έτσι, ο πατέρας Βλαντίμιρ πρέπει ν’ αφήσει την ελεύθερη, πανούργα ζωή του δάσους που ήξερε κι αγαπούσε -τις παγίδες που έβαζε τα βράδια, τους λαγούς που τσιτσίριζαν στη σούβλα, που ήταν τόσο νόστιμοι γιατί τους είχε κυνηγήσει παράνομα στα κτήματα του αφεντικού του- και να επωμισθεί τα προλεταριακά βάρη. Γυμνός από τη μέση και πάνω, δεμένος στη μηχανή του, ο πατέρας Βλαντίμιρ ανακαλύπτει κάτι που ώς τότε αγνοούσε στα βάΘη του παρθένου δάσους: Είναι μόνος του. Το τραγούδι του δάσους του, έχει χαθεί μέσα στην υποχθόνια οχλοβοή, το τσεκούρι του σκουριάζει παραπεταμένο στην αποθήκη, μετά βίας μπορεί πια να κόψει λίγα κλαράκια για να ζεσταθούν το χειμώνα. Μέσα σε μια σιδερένια μοναξιά, ανάμεσα σε χιλιάδες ανθρώπους, ανακαλύπτει ένα νέο κόσμο, μια νέα συγκίνηση: Το σύντροφο.
“Η μηχανή καταπίνει τους ανθρώπους, ενωμένους και μη. Αλλά ο πατέρας Βλαντίμιρ τρυπάει το δάχτυλό του με μια σκουριασμένη καρφίτσα. Σκουριά; Ποιος είχε ακούσει ποτέ κάτι τέτοιο στο δάσος, όπου το μεγάλο τσεκούρι έλαμπε καθώς έκοβε, με τη λεπίδα του να διαγράφεται καθαρά, σαν καμπύλη ποταμού; Σκουριά. Πυρετός. Κατάρα στο αίμα. Του πάνε εικόνες. Οι παπάδες βροντοφωνάζουν τις προσευχές που τους πλήρωσαν να πουν.
     Οι ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ ξαναγυρίζουν, ντυμένοι σα πανούργοι Ρασπούτιν.
“Είναι μάταιο. Δεν υπάρχει πενικιλίνη, είναι μάταιο. Εξασθένηση. Παραλήρημα. Θάνατος.
     Νεκρώσιμη μουσική, αλλά σε ανέμελο ρυθμό. Βγάζοντας τα επίσημα ρούχα τους, οι ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ μετατρέπονται σε τραυματιοφορείς που απομακρύνουν τον ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΒΙΤΣ πάνω σ’ ένα φορείο. Στο δεξί άκρο της σκηνής συναντούν δυο ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΕΣ που σπρώχνουν ένα φέρετρο από ξύλο πεύκου. Ρίχνουν μέσα το πτώμα του ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΒΙΤΣ και φεύγουν όλοι.
   “Η ρημαγμένη οικογένεια αρχίζει τώρα να γνωρίζει τη φτώχεια. Πουλάνε τα έπιπλά τους, δε τα χρειάζονται στο μικρό διαμέρισμα της μεγαλούπολης. Η μητέρα δέχεται υπενοικιαστές . Η μητέρα πλένει τα ρούχα άλλων. Το μικρό διαμέρισμα γίνεται μικρότερο. Η Λουντμίλα κι η Όλγα ζωγραφίζουν κουτιά που μπαίνουν μέσα σε μεγαλύτερα κουτιά, σα μπαμπούσκες. Ο Βολόντια τα παραδίδει στους πελάτες καθώς πηγαίνει στο σχολείο του.
     Οι ΥΠΕΝΟΙΚΙΑΣΤΕΣ πηγαινοέρχονται μεταξύ της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΑΛΕΞΕΓΙΕΒΝΑ και των ΚΟΡΙΤΣΙΩΝ, κρεμωντας τα πλυμμένα τους ρούχα σ’ ένα σχοινί. Τα ΚΟΡΙΤΣΙΑ ζωγραφίζουν με πολλή εργατικότητα. Ο ΒΟΛΟΝΤΙΑ σταυρώνει και ξεσταυρώνει τα χέρια μηχανικά, με τις παλάμες τεντωμένες.
   “Η πόλη, όμως, βρίσκεται σε αναβρασμό, στο ναυτικό γίνεται ανταρσία. Ταραξίες! Επανάσταση! Μαζεύεται κόσμος, κρατώντας ψηλά πλακάτ με διάφορα αιτήματα. Υπερασπίζονται τον πατερούλη τους, τραγουδούν γι’ αυτόν. Τους απαντούν τα όπλα, οι Κοζάκοι επιτίθενται, κάνοντας αυτό στο οποίο διακρίνονται, αριστερό! δεξί! αριστερό! δεξί! αριστερό! δεξί! Ύστερα, έρχονται μήνες με μεγάλες απεργίες, εργοστάσια κλειστά, εργάτες αδιάλλακτους, αιτήματα, παραχωρήσεις, περισσότερα αιτήματα, περισσότερες παραχωρήσεις, περισσότερα αιτήματα, περισσότερους Καζάκους. Ο Λένιν παίζει σκάκι δίπλα σ’ ένα ρολόι στη Ζυρίχη. Έρχεται η Επανάσταση! Έρχεται η Επανάσταση στη Ρωσία!
     Ενόσω μιλάει ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ, οι αντίστοιχες εικόνες προβάλλονται γρήγορα πάνω στους ηθοποιούς που βρίσκονται επί σκηνής. Αυτοί αντιδρούν αρχικά τρομαγμένα και ύστερα πανικοβλημένα, βγαίνουν από τη σκηνή. Μένει μόνο ο ΒΟΛΟΝΤΙΑ, που έχει ξαναπάρει τη στάση αγίου. Ακούγονται δυνατές τυμπανοκρουσίες. Τα φώτα σβήνουν.

Σκηνή ΙΙ     Από το δεξί άκρο της σκηνής, μπαίνει ένας ΚΗΡΥΚΑΣ ντυμένος σαν κλόουν, χτυπώντας ένα χάλκινο τύμπανο. Τον ακολουθεί μια σκόρπια πομπή από φουτουριστές που κρατάνε πανώ, πλακάτ με αιτήματα κλπ. Ένα ζευγάρι απροσδιόριστα παράξενων ΧΩΡΙΚΩΝ (οι ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ με νέα μεταμφίεση), ένα αγόρι που τρέχει σφυρίζοντας με μια σφυρίχτρα και φωνάζοντας:
“Έρχονται οι φουτουριστές! ΄Ερχονται οι φουτουριστές!”
     Οι ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΕΣ συζητούν μεγαλόφωνα αλλά χαρούμενα μεταξύ τους. Ένας-δυο κουβαλούν χρώματα και καβαλέτα, που ετοιμάζονται να στήσουν για να ζωγραφίσουν το κοινό. Δίπλα τους περπατά με μεγάλο διασκελισμό ο ΜΑΡΙΝΕΤΤΙ, φορώντας ένα δερμάτινο σακάκι, παντελόνι γκολφ και κάσκα αεροπόρου. Κουβαλάει ένα μεγάλο πανώ σε ροδίτσες, όπου είναι γραμμένη η φράση “Το μέλλον δουλεύει“, την οποία επαναλαμβάνει στα ιταλικά.
    Η είσοδος όλων αυτών των προσώπων συνοδεύεται από το εμβατήριο του “Καρυοθραύστη” του Σοστακόβιτς. Το ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΩΝ είναι γραμμένο βάσει αυτής της μελωδίας. Φωνές, μεμονωμένες:
-Είναι το Μινσκ;
-Είναι το Πινσκ;
-Πού στο καλό είμαστε;
-Τί σημασία έχει; Έχουν δημαρχείο;
-Ε, εσείς εκεί πέρα! ΄Εχετε δημαρχείο στην πόλη σας;
-Να πάει στα κομμάτια το δημαρχείο. Πού είναι η ταβέρνα;
-Να πάει στα κομμάτια η ταβέρνα. Πού είναι τα κορίτσια;
-Μια στιγμή! Πού είναι ο Μαγιακόφσκη;
-Ο πολυαγαπημένος μας Βολόντια;
-‘Αμα βρείτε τα κορίτσια, θα τον βρείτε κι αυτόν.
-(Γουργουρίζοντας) Αγαπητέ Βολόντια!
-Όμορφε Βολόντια!
-Δε θα με βοηθήσεις να μεταφέρω αυτή τη καρδάρα στη κορυφή αυτού του ψηλού, ψηλού λόφου;
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Εντάξει, αρκετά. Μα, πού είναι; Πρέπει να τηρήσουμε το χρονοδιάγραμμά μας. Θ’ αναγκαστούμε να ξεκινήσουμε χωρίς αυτόν. Φίλοι, συμπολίτες, επιτρέψτε μου…
-Περίμενε!
-Να ‘τος, έρχεται!
     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ μπαίνει πάνω σ’ ένα σιδηροδρομικό καροτσάκι που το σπρώχνει ένας ΑΧΘΟΦΟΡΟΣ. Φοράει καπέλο κι ένα πράσινο αδιάβροχο, από μέσα, φοράει μια έντονα κίτρινη πουκαμίσα, χωριάτικου στυλ. Κρατάει μια μικρή βαλίτσα και κοιτάει μπροστά με αγωνία.
-Βολόντια!
-Δόξα τω Θεώ!
-Τί στο καλό έπαθες;
-Ετοιμαζόμασταν πια ν’ αρχίσουμε.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ντέιβιντ! Βέλια! Να ‘σαστε επιτέλους! Τι κωλομπέρδεμα…
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Δε πειράζει. Έλα κάτω, δωσ’ το μου. Πρέπει να ξεκινήσουμε τη παράσταση.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Δε θα πιστέψεις ποτέ τι συνέβη…
ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ: Είμαι σίγουρος γι’ αυτό.
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Βιάσου τώρα, Βολόντια, βιάσου.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μα, που είναι το δημαρχείο;
ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ: Δυστυχώς, αυτή η μητρόπολη δεν έχει δημαρχείο, αλλά, δόξα τω Θεώ, έχει ταβέρνα. Θα δώσουμε τη παράσταση μας al fresco.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τι; Εδώ μέσα;
ΚΑΜΕΝΣΚΗ: Όπως βλέπεις, η φήμη μας έχει φτάσει εδώ πριν από μας (δείχνει το κοινό). Διακόσιοι αγροίκοι που περιμένουν να χάψουν ό,τι τους πούμε.
ΝΙΚΟΛΑΪ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Στο ‘πα, Ντέιβιντ, ήταν τρέλα να συνεχίσουμε τη περιοδεία μας σχεδόν ώς το φθινόπωρο. Είμαστε τυχεροί που δεν έχει ακόμα χιονίσει.
ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ: Με τη τύχη που έχουμε, θα συμβεί κι αυτό.
ΚΑΜΕΝΣΚΗ: Και με τη ποιήσή σου θα βγούμε έξω να δούμε.
ΑΣΕΓΙΕΦ: Κάτω από το τρελό φεγγάρι, Βασίλη.
ΝΙΚΟΛΑΪ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Με τον Μαγιακόφσκη να του ουρλιάζει.
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Εντάξει, ας οργανωθούμε. Καμένσκη, θ’ αρχίσεις με την ομιλία σου για την αεροδυναμική.
ΚΑΜΕΝΣΚΗ: Αστειεύεσαι, Ντέιβιντ; Χωρίς πίνακα και κιμωλία; Πού θα γράψω τις εξισώσεις μου;
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: (Σπρώχνοντας τον Καμένσκη προς τα ‘μπρος) Κάν’ τη χωρίς εξισώσεις!
     Ακούγεται ρυθμική κραυγή: “Φου-του-ριστές! Μαγια-κό-φσκη! Μα-για-κόφσκη!” Ο ΚΑΜΕΝΣΚΗ αποσύρεται διστακτικά.
ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ: Φαίνεται πως θέλουν από τώρα τον σταρ μας.
ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Βολόντια, που είσαι; Θα μας λυντσάρουν!
     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ προχωρεί μπροστά, φορώντας τη κίτρινη πουκαμίσα του.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Απευθύνεται στους άλλους) Εν πάση περιπτώσει, πώς λέγεται αυτή η πόλη;(Απευθυνόμενος προς το κοινό) Πολίτες, συμπολίτες του Κοσμογκράντ, γιατί έτσι σας αποκαλώ, πολίτες της πόλης του μέλλοντος! Εμείς, οι Φουτουριστές, ήρθαμε σ’ εσάς για να σας αναγγείλουμε τον 20ό αιώνα. Αυτός είναι ο αιώνας μας, χωρίς λουλούδια, χωρίς δάκρυα, χωρίς κηδείες. Έχουμε τελειώσει οριστικά με το μουχλιασμένο πτώμα του Ρομαντισμού, με τη σαπίλα του Συμβολισμού, με τη δυσωδία της Παρακμής! Όλα αυτά έχουν πια καταργηθεί! Δε θα έχουμε πια ημίφωτα κι ονειροπολήσεις, αναστεναγμούς και σκιές, θα πάψουμε ν’ αγαπούμε τη σύφιλη και να λατρεύουμε την αυτοκτονία. Δε θα έχουμε πια ραβασάκια να πηγαινοέρχονται με τους υπηρέτες, ούτε μονόκλ στην όπερα, ούτε χορούς μεταμφιεσμένων, ούτε παιχνίδια στα χιόνια. Τίποτα πια απ’ αυτό το καταρρέοντα, ειδεχθή, τρεμάμενο, βλακώδη, φλύαρο κατακερματισμένο, λόφο από σκατά του παρελθόντος. Όλ’ αυτά τέλειωσαν, μ’ ακούτε;
     “Στ’ όνομα της ελπίδας, της προόδου, της επανα…, χμ! της απόδοσης. Δια της παρούσης ανακηρύσσω τη ταχύτητα, το φως, την ισχύ, τη δύναμη, την ελευθερία, το μέλλον! Πολίτες, έχετε δει ποτέ σας μιαν ισχύ να χαμογελά; Μιλάω σοβαρά. Έχετε ιδέα για τη ποίηση του ηλεκτρισμού, την ομορφιά των αλληλένδετων μοχλών, τη λαμπρότητα των δασών από καμινάδες ενός εργοστασίου, που φέγγουν στο νυκτερινό ουρανό, διώχνοντας τα άστρα σα πρόβατα, ανοίγοντας τα ουράνια μ’ ένα μηχάνημα οξυγονοκόλλησης;
     “Τί σόι άνθρωποι είστε; Δε βλέπετε πως διψάω; Δώστε μου λίγο απ’ αυτό, όχι, ένα καθαρό ποτήρι παρακαλώ, μπράβο παιδί μου, πάρε για το κόπο σου.
     “Πολίτες, πίνω στην υγειά σας (πίνει). Δείτε πώς είσαστε, βουτηγμένοι στη λάσπη ώς τα γόνατα, βουτηγμένοι στα χρέη ώς το λαιμό, βουτηγμένοι στο αλκοόλ ώς τα μπούνια. Έτσι δεν είναι;
     “Δώστε μου, σας παρακαλώ, ακόμα λίγο, ευχαριστώ.
     “Σύντροφοι -θέλω να πω, αγαπητοί μου- αν έβρεχε βότκα, δε θα άλλαζε ούτε ο καιρός, ούτε τα προσωπά σας. Εδώ, είμαστε απλώς ποιητές, μ’ ένα-δυο τσαρλατάνους σαν εμένα. Θέλετε ν’ ακούσετε λίγη ποίηση; Αγαπητοί αγροίκοι. Ξεβουλώστε τ’ αυτιά σας ως εξής: (Στρίβει το δάχτυλό του μεσα στο αυτί και ξεφουσκώνει απότομα τα μάγουλά του κάνοντας θόρυβο). Σαν ν’ ανοίγετε σαμπάνια.(Απαγγέλλει).

Ει
Τζέντλεμεν!
Ωραιοπαθείς
ατάραχοι από ανοσιούργηματα
σφαγές
αιματοχυσίες
και συμφορές

έχετε δει
ό,τι πιο φοβερό υπάρχει:
το πρόσωπό μου
όταν
είμαι
τελείως ήρεμος;

Και νιώθω
αυτό το “είμαι”
πολύ μικρό για ‘μένα
να μη μπορεί να με χωρέσει.

Εμπρός!
Ποιος μιλάει;
Μητέρα;
Εσύ ‘σαι μητέρα;
Ο γιός σου είναι ωραία άρρωστος!
Μητέρα,
η καρδιά τουκαίγεται!
Να πεις της Λιούδας, να πεις της Όλιας
ότι ο αδελφός τους δε μπορεί
να δραπετεύσει απ’ αυτή τη νεκρική πυρά.
Κάθε λέξη
που φτύνω
από το κολασμένο στόμα μου
πετάγεται έξω
σαν μια γυμνή πουτάνα
από φλεγόμενο μπορντέλο
Δεν μπορείς
να πηδήξεις έξω απ’ τη καρδιά σου!

Πάνω απ’ του χρόνου τις βουνοκορφές
έρχεται ο ένας που δε βλέπει κανένας
φέρνοντας τελετουργικά
το ακάνθινο στέμμα της Επανάστασης
στο λιμασμένο έτος
χίλια εννιακόσια δεκάξι!

Βρίσκομαι όπου βρίσκεται ο πόνος
Έχω τον εαυτό μου σταυρώσει
σε κάθε σταλαγματιά
αυτού του ποταμού δακρύων
που είναι ο Γαλαξίας.
Έχω καυτηριάσει τον οίκτο
χίλιες Βαστίλες έχω εκπορθήσει
κι όταν, κόκκινοι απ’ το ξεσηκωμό
θα ‘ρθείτε να υποδεχτείτε το σωτήρα σας
ελεύθερη θα ξεριζώσω τη ψυχή μου
σφυροκοπώντας τη θα τη πλατύνω
και θα την απλώσω
πάνω απ’ τη παντιέρα
των αγώνων σας.

     (Θορυβώδης αντίδραση).
     “Ορίστε! Αυτό είναι ο Φουτουρισμός για σας. -Λίγη βότκα για τον ποιητή-! Χαρούμενοι άνθρωποί μου, τί έχετε να πείτε;

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΩΝ(Όλοι μαζί)
Είμαστε οι φουτουριστές
προάγγελοι ενός γενναίου νέου κόσμου
είμαστε οι φουτουριστές
με σηκωμένες τις λαμπρές ατρόμητες παντιέρες

Μετρημένες είναι της τυραννίας οι μέρες
σε λίγο τελειώνει η βασιλεία της
τα σάλια τους γλύφουν οι λακέδες
και σαν ποντίκια εγκαταλείπουνε το θρόνο

Μέσα στις μπότες τους τρέμουν οι Κοζάκοι
μπροστά στη μαζική επέλαση
ο λαός καβαλάει τώρα τ’ άλογα
τώρα οι μάζες σέρνουν το χορό

Πού είναι οι γιοί σου Πατερούλη
όλα σου τα μαχαίρια τα ‘χουν κλέψει
έχουν λουφάξει περιμένοντας πότε να κόψουν
και τις εννιά μακάριες ζωές σου

Το μέλλον έχει γραφτεί στον ουρανό
με γράμματα λαμπρά και πύρινα
όταν η λευτεριά κι η αλήθεια αναγγέλουν
το τέλος κάθε αυτοκρατορίας (από την αρχή)

     Ανεμίζουν κίτρινες σημαίες, κουνιούνται κίτρινα μαντήλια. Ακούγεται ένα διαπεραστικό σφύριγμα, που συνοδεύεται από ένα ακόμα ηχηρότερο χορωδιακό “Ο Θεός σώζοι τον Τσάρο”. Μπαίνουν οι ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ, ντυμένοι σα ΚΟΖΑΚΟΙ, κραδαίνοντας κνούτα κι αστυνομικά κλομπ. ΟΙ ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΕΣ διασκορπίζονται γρήγορα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ βρίσκεται μόνος, παγιδευμένος από ένα έντονο φως, καθώς η υπόλοιπη σκηνή σκοτεινιάζει. Οι ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΙ τον δένουν πισθάγκωνα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Βέλια, Ντέιβιντ… περιμένετε! Έχει γίνει κάποιο λάθος…

     Τα φώτα σβήνουν.

Σκηνή ΙΙΙ     Φωτίζεται το πάνω μέρος της σκηνής, δείχνοντας μαύρα κάγκελα πάνω σ’ ένα γκρι φόντο. Ακούγεται ο ρυθμικός ήχος από μπότες που πλησιάζουν, χτυπούν τα τακούνια στο πάτωμα σταματώντας κι απομακρύνονται. Φωτίζεται το κάτω μέρος της σκηνής, δείχνοντας τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ μόνο του, με στόλη κρατουμένου. Κρυώνει. Η σκηνή είναι άδεια. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ βγάζει ένα ξεροκόμματο απ’ τη τσέπη του. Το κοιτάζει για ώρα, αφαιρεί κάτι απ’ αυτό προσεκτικά και το δαγκώνει στην άκρη. Μασάει με μια ανάμεικτη έκφραση πόνου, αηδίας κι ευγνωμοσύνης.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τα δόντια μου χάλασαν εδώ μέσα. Δε θα ξαναχαμογελάσω πια. Αυτή είναι η απόφαση για το νέο χρόνο. (Ψάχνει τα ούλα του με τη γλώσσα).Τους βλέπεις στα καφενεία, να γλύφουν πάντα τα ούλα τους. Αφήνουν ένα-ένα τα δόντια τους πάνω σε κέικ με ρούμι. Κέικ με ρούμι… (Ελέγχει πιο προσεκτικά δόντια κι ούλα και φτύνει). Χάλασαν και τα μάτια μου. Ηλιαχτίδες, μικρές όμορφες ηλιαχτίδες, πού είσαστε γλυκιές μου; Σας είδα χθες… χθες ήταν; Τί πάει να πει χθές; Ρωσία, είσαι τόσο απέραντη! (Ανοίγει πλατιά τα μπράτσα). ‘Απειρα πλούτη μέσα σ’ ένα μικρό δωμάτιο. (Τα μπράτσα πέφτουν άτονα στα πλευρά, παίζει με τα κουμπιά της πουκαμίσας του). ‘Απειρα κέικ με ρούμι… Πεταλούδες! Κοίτα, χιλιάδες! Κοκκινοκίτρινες, κοκκινόμαυρες… Ω, πόσες είναι! Καθήστε στους ώμους μου, γλυκιές μου, καθήστε σαν άγγελοι, υπάρχει χώρος για όλες σας. (Κλείνει εκστατικά τα μάτια, ανοίγει τα μπράτσα, γουβώνει τις παλάμες). Καθήστε πάνω στα μπράτσα μου, ελάτε στα χέρια μου, καθήστε στα μάτια μου, στα μαλλιά μου. Φωτίστε με σαν αστερισμό… Ω, είμαι Θεός, όλα μου τ’ αγγελάκια χτυπούν τα φτερά τους στο πρόσωπο μου… Μην ανησυχείτε, γλυκιές μου, δε θα σας πειράξει αυτή η μικρή φωτίτσα. (Τεντώνει μπροστά τα χέρια). Αυτή η ωραία φωτίτσα, κάτω ακριβώς από μας… αυτά τα φρέσκα αβγά που μας φέρνουν… αυτά τα μικρά κέικ με ρούμι… Χα, χα, χα, μη με γαργαλάτε, όχι κάτω από τη μύτη, δε βλέπετε ότι τα μπράτσα μου έχουν γεμίσει, μη με κάνετε να φτερνιστώ, όχι, όχι, σας παρακαλώ… (Κουνάει θυμωμένα την άκρη της μύτης του, κρατώντας πάντα τη προηγούμενη στάση. Χαλαρώνει, χαμογελάει μακάρια). Αχ, Ρωσία, είσαι τόσο μεγάλη. (Ανοίγει ξανά τα μπράτσα). Βλέπεις μαμά, ο Βολόντια δε ξύστηκε καθόλου για ένα ολόκληρο λεπτό…
     Ακούγεται μια σφυρίχτρα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στέκεται αμέσως προσοχή και βγάζει το σκούφο του, αποκαλύπτοντας ένα κεφάλι ξυρισμένο. Ακούγεται να γυρίζει ένα κλειδί στη κλειδαριά μιας πόρτας. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ τρέμει από το κρύο. Σιωπή. Ακούγεται το κλειδί να ξαναγυρίζει στη κλειδαριά. Τα φώτα σβήνουν τελείως. Ακούγεται ο ήχος από άλλες κλειδαριές, όλο και πιο μακρινές.΄Ενα δυνατό φως που πέφτει από ψηλά, τον δείχνει να κάθεται σταυροπόδι στο κέντρο της σκηνής, με το πρόσωπο ακόμα σφιγμένο. Τινάζει αμέσως το κεφάλι προς τη κατεύθυνση του φωτός. Καθώς το φως χαμηλώνει σταδιακά, αρχίζει να τρέμει σύγκορμος.
     Τα φώτα σβήνουν
.

Σκηνή ΙV
     Ακούγονται δυνατοί κανονιοβολισμοί, εκρήξεις χειροβομβίδων κλπ., ενώ παράλληλα το κοινό βλέπει γρήγορα εναλλασσόμενα αποσπάσματα ταινιών με σκηνές από χαρακώματα. Τα φώτα ανάβουν, δείχνοντας ένα πολύμορφο θέαμα. Στ’ αριστερά, γύρω από ένα μικρό τραπέζι, κάθονται οι ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ και ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ, που φαίνονται εξουθενωμένοι. Πίσω, κάθονται τρεις ΧΑΦΙΕΔΕΣ σε τρία διαφορετικά τραπέζια, φορώντας πανομοιότυπες καπαρντίνες και διαβάζοντας εφημερίδα. Το καλύτερο τραπέζι είναι κατειλημμένο από έναν ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗ, που δέχεται τις περιποιήσεις λακέδων και πορνών.
     Υπάρχουν επίσης τρεις ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ, ένας κουτσός, άλλος κουλός κι ο τρίτος με τρυπανισμένο κρανίο. Στ’ άλλα τραπέζια, κάθονται παίχτες τυχερών παιγνιδιών, χαρτοπαίχτες κλπ. Στο τοίχο, κρέμονται εικόνες του ΝΙΚΟΛΑΟΥ και της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ, καθώς και μια μεγαλύτερη απεικόνιση του ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ. Υπάρχουν επίσης αφίσες σχετικές με το πόλεμο. Το εμπόριο ανθεί. Ο ΤΑΤΛΙΝ κάθεται μαζί με την ομάδα του ΕΣΕΝΙΝ, σχεδιάζοντάς τους ήσυχα.
     Μπαίνει ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ. Είναι κομψά ντυμένος, κρατά ένα μπαστουνάκι και έχει από μια κοπέλα στο κάθε μπράτσο του. Κάθεται στο τραπέζι των ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ και ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ, αλλά σπρώχνει την καρέκλα του πιο μπροστά από τις δικές τους.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ντέιβιντ, Βέλια!

ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Βολόντια!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Δείτε τι δώρα σας έφερα (Δείχνει τις κοπέλες). Τί πίνετε; (Γεμίζει ένα ποτήρι για τον εαυτό του και το αδειάζει μεμιάς). Κατευθείαν από το ποτάμι, ε; Πουλήστε το στους Γερμανούς και θα κερδίσουμε τον πόλεμο σε τριάντα μέρες. (Κοιτάζει προς την εικόνα του ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ μ’ αηδία). Πουλήστε τον κι αυτόν και θα κερδίσουμε σε δέκα μέρες. (Ένας από τους ΧΑΦΙΕΔΕΣ ακουμπάει την εφημερίδα του στο τραπέζι και κοιτάζει προς τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ. Ένας άλλος από τους ΧΑΦΙΕΔΕΣ ακουμπάει πιο αργά τη δική του εφημερίδα στο τραπέζι και σημειώνει κάτι σ’ ένα σημειωτάριο).

ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Βολόντια, σε παρακαλώ!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ξέρω, ξέρω. Αγάπα τον πλησίον σου. (Στρεφόμενος προς το ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΑΦΙΕ). Το κατάλαβες αυτό, έκτρωμα; Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν. (Στρέφεται με θερμή προς τη μια από τις κοπέλες). Αγαπά τον πλησίον σου ως εαυτόν. (Γνέφει προς τον Εσένιν) Μια και μιλάμε για εχθρούς, βλέπω κάποιον εξέχοντα ή κάνω λάθος;

ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ: Ποιος είναι αυτός που δυσφημεί την πατρίδα;

     Ένας από τους ΒΕΤΕΡΑΝΟΥΣ σωριάζεται σιωπηλά στο πάτωμα.

ΕΣΕΝΙΝ: (Σηκώνεται όρθιος). Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω το μεγάλο εθνικό μας ποιητή, Μαγιακόφσκη. (Υποκλίνεται). Σύντροφε, τα σέβη μου.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Με μια χυδαία χειρονομία). Ανταποδίδω.

ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ: Εθνικός ποιητής; Ποιητή, μπορείς ίσως ν’ απαγγείλεις ορισμένους αξιοπρεπείς στίχους, όπως το “Ο Θεός σώζοι τον Τσάρο”;

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ πλησιάζει στο τραπέζι του ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗ, παρά τις προσπάθειες των ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ και ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ να τον συγκρατήσουν. Λόγω του ύψους του, είναι προφανές ότι υπερβαίνει κατά πολύ, οτιδήποτε ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει ο ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Κι ίσως να θέλεις να πεις το πατριωτικό σου λογύδριο και να δώσεις ένα αξιοπρεπές γεύμα σ’ ένα φαντάρο. Σύντροφε (φωνάζει τον πεσμένο ΒΕΤΕΡΑΝΟ, που κάθεται ασταθώς, έτσι όπως τον έβαλαν στην καρέκλα του), αυτή η καλή ψυχή θα σου προσφέρει το βραδινό σου φαγητό. Γκαρσόνια, ελάτε, οδηγήστε τον στο φαγοπότι! (Οι ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΙ διστάζουν, δεν κάνουν τίποτα). Τί, δεν υπάρχει βοήθεια για έναν ανάπηρο; (Προς τον ΕΣΕΝΙΝ) Σεργκέι Σεργκέγιεβιτς, τί λες; ΄Ενα χέρι βοηθείας για τη Πατρίδα;

ΕΣΕΝΙΝ: (Διστάζει, αλλά τελικά συγκρατείται, χαμογελώντας) Αυτό είναι το δικό σου κόμμα, Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς. Εγώ είμαι ποιητής, δεν ανακατεύομαι με τη πολιτική. Γιατί δε ζητάς βοήθεια από τους φίλους σου;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Σωστά, μη βγάλεις τίποτα από την πολύτιμη ρώσικη βρώμα των νυχιών σου, Σεργκέι Σεργκέγιεβιτς. Τί, δεν υπάρχουν πατριώτες εδώ μέσα; Εντάξει, θα τα καταφέρουμε μόνοι μας!

     Οι ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ και ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ έχουν σηκωθεί και κρατάνε τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, παρά τις διαμαρτυρίες του.

ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Τρελάθηκες, Βολόντια;

ΧΛΕΜΠΝΙΚΩΦ: Αυτό το μέρος είναι γεμάτο χαφιέδες. Κάτσε κάτω και σταμάτα να το κάνεις θέμα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Προς το ΒΕΤΕΡΑΝΟ) Σύντροφε! Σύντροφε…

     Σ’ ένα νεύμα του ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗ, οι ΧΑΦΙΕΔΕΣ βγάζουν έξω τους ΒΕΤΕΡΑΝΟΥΣ. Ο ΒΕΤΕΡΑΝΟΣ του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ έχει πέσει με το πρόσωπο πάνω στο τραπέζι του. Μεταφέρεται έξω από δυο σερβιτόρους.

ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ: Βάλε το λογαριασμό τους στο δικό μου!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Έχει οδηγηθεί πίσω στο τραπέζι του). Ο λογαριασμός τους έχει ήδη μπει στο δικό σου, σύντροφε, αλλά θα χρειατεί να δώσεις το τομάρι σου για να ξεπληρώσεις.

ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ: Τι δυσάρεστος άνθρωπος. Και πολύ απρεπής. (Προς τον ΕΣΕΝΙΝ) Καλέ μου άνθρωπε, είσαι ποιητής, είπες; Για ν’ ακούσουμε λίγους στίχους από σένα. (Γνέφει στους ΣΕΡΒΙΤΟΡΟΥΣ να εφοδιάσουν το τραπέζι του ΕΣΕΝΙΝ με ποτά).

ΕΣΕΝΙΝ: (Νιώθοντας απέχθεια από την όλη σκηνή, αλλά αποδεχόμενος το θρίαμβό του επί του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ). Όχι, ευχαριστώ, δε νομίζω … κάποια άλλη στιγμή, ίσως.

     Όλοι οι θαμώνες του καφενίου, εκτός από τους χαρτοπαίχτες (που είναι απορροφημένοι από τις δουλειές τους), φωνάζουν: “Εσένιν! Εσένιν!” Ο ΕΣΕΝΙΝ υποχωρεί με μετριοφροσύνη και απαγγέλει:

Ναι έτσι ήταν γραφτό.
Για πάντα να ‘χω απαρνηθεί
σπίτι και χωράφια
και ποτέ πια να μη θροΐσει
πάνω απ’ το κεφάλι μου
γαλήνιος ο κύματισμός της λεύκας.
Χάμω θα σωριαστεί η παλιά καλύβα
πάει καιρός που πέθανε ο σκύλος
κι εγώ είμαι καταδικασμένος να πεθάνω
σε κάποιον απ’ τους ανεμοδαρμένους
δρόμους της Μόσχας.
Και όμως θα μ’ αρέσει
Καταλασπωμένος, καταραμένος
βρωμώντας και ζέχνοντας
σκεπασμένος από σωρούς φρέσκου χιονιού.

Αποχαυνωμένη κοιμάται η Ασία
στους χρυσωμένους τρούλους της
και όπως λάμπει το φεγγάρι
ο διάβολος μόνο ξέρει πως γυαλίζουν.

Με κρεμασμένο το κεφάλι
παραπατώ στο καλντερίμι
μέχρι τη γνώριμη ταβέρνα.
Χαμός και ουρλιαχτά σ’ αυτή την τρώγλη
κι όλη τη νύχτα ώς το πρωί
θα φτύνω τους στίχους μου
στη ποδιά κάθε πουτάνας
απολαμβάνοντας το θαυμασμό
κλεφτών κι άλλων χειρότερων.

Βροντοχτυπάει η καρδιά μου,
πάει να σπάει το κεφάλι μου
ώσπου μια κραυγή σέρνεται
απ’ τα κατάξερα και πυρωμένα χείλη:
“Είμαι κι εγώ ένας απ’ τους χαμένους
δεν έχει επιστροφή
για το καταραμένο”.

Χάμω θα σωριαστεί η παλιά καλύβα
πάει καιρός που πέθανε ο σκύλος
κι εγώ είμαι καταδικασμένος να πεθάνω
εδώ, μέσ’ στην ταβέρνα “Η Μόσχα”!

     (Παρατεταμένα χειροκροτήματα).

ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗΣ: (Επικροτώντας θορυβωδώς). Μπράβο! Μπράβο! Να τι αποκαλώ πραγματική ποίηση.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Περιμένοντας σιωπηλά, ώσπου να σταματήσουν οι επευφημίες). Φαίνεται πως κερδίζεις καθημερινά νέους θαυμαστές, Σεργκέι Σεργκέγιεβιτς.

ΕΣΕΝΙΝ: Κι εσύ νέους φίλους.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Καλύτερα τέτοιους φίλους παρά τέτοιους θαυμαστές.

ΕΣΕΝΙΝ: Υπάρχει η έννοια “πάρα πολλοί φίλοι”, Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς. Υποδηλώνει έλλειψη τακτ.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Όπως υπάρχει κι η έννοια “πάρα πολλοί θαυμαστές”. Υποδηλώνει έλλειψη καλού γούστου. (Κοιτάζει προς το ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΗ). Για να μη πω έλλειψη ευπρέπειας.

ΤΑΤΛΙΝ: Μαγιακόφσκη! Τί θα έλεγες για κάτι δικό σου;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τατλίν. Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος γι’ αυτό.

ΤΑΤΛΙΝ: Δεν το νομίζω. Η Ρωσία είναι τόσο μεγάλη, ώστε μπορεί να έχει δυο ποιητές. Τί λες;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Όχι, σ’ ευχαριστώ. Μυρίζει υπερβολικά αλκοόλ εδώ μέσα.

ΕΣΕΝΙΝ: (Θιγμένος) Δεν είμαι υποχρεωμένος να επιλέγω το ακροατήριο μου, Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς και να είμαι μέλος κάποιας σπείρας για να τους ωθώ να με χειροκροτήσουν. Ο λαός μ’ ακολουθεί, θέλει να μ’ ακούει.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Θέλει να σε κοιτάζει, εννοείς, μ’ αυτό το ψευτο-χωριάτικο στυλάκι σου. Ποιόν θαρρείς ότι κοροϊδεύεις;

ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: (Ακουμπώντας το μπράτσο του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ). Βολόντια, αρκετά.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τί είναι αρκετό; Για το φίλο μας από εδώ, τη βδέλα, τη πρησμένη από το αίμα της Ρωσίας, τί είναι αρκετό γι’ αυτόν; Και για τον άλλο φίλο μας, το μωρολόγο, που τραγουδά κατ’ εντολήν, το διάσημο εθνικό μας καναρίνι, που θέλει να συνοδεύει με χαβιάρι το φτηνό αλκοόλ που πίνει, τί είναι αρκετό γι’ αυτόν; Τι ωραίο ζευγάρι που είσαστε. ΄Εχετε δει ποτέ πιο ευτυχισμένο ζευγάρι;

ΕΣΕΝΙΝ: Η Ρωσία είναι δική μου, το καταλαβαίνεις αυτό, δική μου… εσύ είσαι Αμερικάνος.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μα, σε παρακαλώ, πάρε τη. Βουτύρωσε μ’ αυτή το ψωμί σου!

     Όλοι όσοι κάθονταν στα δυο τραπέζια σηκώνονται και μένουν εντελώς ακίνητοι. Οι τρεις ΒΕΤΕΡΑΝΟΙ επιστρέφουν αρτιμελείς, φορώντας χωριάτικα ρούχα και χορεύουν τρεπάκ κατά μήκος της σκηνής, παίζοντας παράλληλα ακορντεόν. Τα φώτα σβήνουν.

Σκηνή V

     Ακούγεται ένα βιολί να παίζει ένα σύντομο, μελαγχολικό κομμάτι. Τα φώτα ανάβουν. Το διαμέρισμα των ΜΠΡΙΚ: Ο ΟΣΙΑ, η ΕΛΣΑ, η ΛΙΛΗ. Υπάρχει ένας καναπές με μαξιλάρια, ένα τραπέζι για τσάι, καρέκλες. Διακόσμηση μικροαστική, αλλά με μια μποεμική νότα (γιαπωνέζικες βεντάλιες κλπ.). Ετοιμάζεται τσάι.

ΕΛΣΑ: Ξέρω τι λένε γι’ αυτόν, πως είναι κομμουνιστής, πως ανακατεύεται σε καυγάδες κι ότι προκαλεί κόσμο, αλλά στη πραγματικότητα δεν είναι καθόλου έτσι. Είναι πολύ ευγενικός και πολύ θλιμμένος. Και σέβεται τους άλλους.

ΛΙΛΗ: Δε με νοιάζει αν είναι κομμουνιστής. Είναι φουτουριστής, πράγμα που σημαίνει πως είν’ αλήτης. Τον είδαμε κι αυτόν και το κόσμο του. Είν’ απλά κακόγουστο. Αυτό που ‘πε στον Μπάλμοντ -γιατί δεν έρχεσαι στο τραπέζι ενός άντρα- κι ύστερα να τον προσβάλει κατάμουτρα. Υποθέτω πως θα κάνει το ίδιο και μ’ εμάς. Δε καταλαβαίνω γιατί επέμενες να τον καλέσουμε εδώ.

ΟΣΙΑ: Έλα, τώρα, Λίλη, σε τί μπορεί να μας πειράξει; Είναι απλά ένα παιδί με υπερβολική σωματική ανάπτυξη. Βοηθά την Έλσα στις δουλειές και της κρατά το χέρι σα σχολιαρόπαιδο. Πιθανότατα, αυτό που χρειάζεται είναι ένα βαθύ πιάτο σούπα. Εξάλλου, όλοι μιλούνε γι’ αυτόν. Εσύ ήσουν αυτή που είπε ότι δε θα ‘ταν κακό να δεχόμαστε κόσμο σε τακτική βάση. Ε, από κάπου πρέπει να ξεκινήσεις. Γιατί όχι από τον Μαγιακόφσκη; Ξέρω πολλούς που θα ‘θελαν να ‘λεγαν ότι τον τάϊσαν με τη σούπα τους.

ΕΛΣΑ: Λίλισκα, θα του φερθείς ευγενικά, έτσι;

ΛΙΛΗ: Να θυμόσαστε πως δεν ήταν δικιά μου ιδέα. (Προς τον ΟΣΙΑ). Δε πας καλύτερα ν’ ανακατέψεις τη σούπα;

     Ακούγεται ένας θόρυβος στο κατώφλι της εξώπορτας. Η ΛΙΛΗ και η ΕΛΣΑ κάθονται βιαστικά στον καναπέ, τακτοποιώντας τα ρούχα τους. Ο ΟΣΙΑ παίρνει πόζα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ μπαίνει μέσα, αλλά στέκεται στο κατώφλι. Πέφτει μια αμήχανη σιωπή. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ βγάζει ένα σημειωματάριο από την τσέπη του, το ξεφυλλίζει, το βάζει πίσω στη θέση του. Απαγγέλει δυνατά:

Μαρία!
‘Ασε με να μπω, Μαρία
Δε μπορώ να στέκομαι σ’ αυτούς τους δρόμους.
Όχι;
Θα περιμένεις
ώσπου τα μάγουλά μας να κρεμάσουν
σ’ ένα ξεδοντιασμένο μορφασμό
μα δε μπορείς να δεις,
Μαρία,
πως έχουμε αρχίσει κιόλας να κυρτώνουμε;
Αγάπη μου,
μη σε φοβίζουν
τα εκατομμύρια αγνών ερώτων
πίσω μου σέρνω σα χιόνι βρώμικο
μια ουρά κομήτη από αγάπες μίζερες
που στεφανώνουνε το μέτωπό μου
καθώς περνάω.

Μαρία!
Θα φυλάω τ’ όνομά σου
σα ποιητής που βρήκε
μια λέξη μεγαλόπρεπη όπως “Θεός”
και μεσ’ στη νύχτα τη κρατάει
τρέμοντας μη τη χάσει .
Δεν είμαι παρά ένας άντρας
που ζητάει το κορμί σου
όπως ο χριστιανός ζητάει, απλά,
Δος ημίν σήμερον
Τον άρτον ημών τον επιούσιον.
Ήμουν κι εγώ
κάποτε ένας άγγελος
ώσπου ο Παντοδύναμος
μου ‘δωσε ένα ζευγάρι χέρια
σαν αυτά εδώ
κι ένα κεφάλι σα του καθενός
για να σκύβει και να κλαίει και να φιλάει.

Μαρία!
Παρακαλώ τον ουρανό
να με αφήσεις να ‘μπω.
Κανείς δεν ακούει.
Το σύμπαν κοιμάται.
Κατάστικτο απ’ τα τσιμπούρια των άστρων,
το πελώριο αυτί του
ακουμπάει στο ‘να του πόδι.
Μοναχός περπατώ
κεραυνοβολώντας το κόσμο
με τη δύναμη της φωνής μου,
όμορφος, θνητός,
εικοσιδύο χρονών.

     Οι ΜΠΡΙΚ είναι αρχικά αμήχανοι, αλλά στο τέλος χειροκροτούν μ’ ενθουσιασμό. Μόλις τελειώνει, ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ κάθεται δίπλα στη ΛΙΛΗ.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Θα μπορούσα, παρακαλώ, να ‘χω ένα φλυτζάνι τσάι;

     Η ΛΙΛΗ το σερβίρει.

ΟΣΙΑ: Είναι… είναι εξαίρετο! Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς, τα συγχαρητήριά μου. Τι θαυμάσιο, εκπληκτικό ποίημα. Είσαστε ο ποιητής της γενιάς μας, δε χωρεί αμφιβολία. Οι εικόνες, σου κόβουν πραγματικά την ανάσα. Μπορώ να δω, σας παρακαλώ; (Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ του δίνει το σημειωματάριό του). Χμ, ναι. Χμ, ακούστε αυτό εδώ. “Μια λέξη μεγαλόπρεπη όπως “Θεός”. Τι ζέστη και τι φρεσκάδα, τι πρωτοτυπία. Ακούστε το ρυθμό αυτόν εδώ: “Το σύμπαν κοιμάται… Κατάστικτο απ’ τα τσιμπούρια των άστρων… στο ένα του πόδι.” Η προσωδία, ξέρεις, ο ρυθμός. Ποιος θα το σκεφτόταν ποτέ… εδώ, βλέπετε, κι εδώ… Χμ, ναι. Ναι, ναι. Πολύ καλό. Εξαιρετικό. Αρκετά αναπάντεχο.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Δείχνοντας μεγάλη προσοχή στη ΛΙΛΗ). ΄Ωστε σας αρέσει, ΄Οσιπ Μαξίμοβιτς;

ΟΣΙΑ: Αν μου αρέσει; Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς, σας μιλάω πολύ ειλικρινά, είστε ένας πολύ μεγάλος ποιητής. Θα παραμένατε πολύ μεγάλος ποιητής ακόμα κι αν δεν ξαναγράφατε ούτ’ ένα στίχο.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Είστε πολύ ευγενικός. Ωστόσο, του λείπει ακόμα κάτι.

ΟΣΙΑ: Του λείπει; Τί του λείπει;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μπορώ να το δω, σας παρακαλώ; Του λείπει το πιο σημαντικό: η αφιέρωση. (Προς τη ΛΙΛΗ). Μπορώ να το αφιερώσω σ’ εσάς; (Δε περιμένει την απάντησή της). “Στη Λίλη Γιούρεβνα Μπρικ”. Ορίστε. Ζουκόφσκι 42, Πετρούπολη, 15 Ιουλίου του σωτηρίου έτος 1915, 3.15 το απόγευμα. Ορίστε. Τώρα είναι έτοιμο.

ΛΙΛΗ: Είμαι βέβαιη πως είναι πολύ ευγενικό εκ μέρος σας. Είναι… είναι ένα πολύ ωραίο ποίημα. Αλλά, αυτή η Μαρία… δε θα ‘πρεπε να ‘ναι δικό της το ποίημα; Είναι πολύ παράξενο, νομίζω, ν’ αφιερώνετε σε μια γυναίκα το ποίημα που ‘χετε γράψει για κάποια άλλη. Ειλικρινά, δε καταλαβαίνω τι γυρεύω εγώ σ’ αυτό το ποίημα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Κάνετε λάθος, Λίλη Γιούρεβνα. Μου επιτρέπετε να σας αποκαλώ Λίλη; Δεν υπάρχει λόγος να είμαστε τόσο τυπικοί μεταξύ μας. Η ΄Ελσα κι εγώ είμαστε φίλοι από παλιά. Και νιώθω ήδη φίλος μαζί σας (δείχνει τον ΟΣΙΑ και τη ΛΙΛΗ) κάτι παραπάνω από φίλος. ΄Οσο για το ποίημα, υπάρχουν πολλές γυναίκες μέσα του. Μια απ’ αυτές λεγόταν Μαρία, ναι, αλλά υπάρχει και μια Σόνια και μια Τάνια. Δεν υπάρχει λόγος ν’ ακούσετε όλα τ’ άλλα ονόματα. Αλήθεια, είναι για όλες τις γυναίκες που έχω ώς τώρα γνωρίσει. Είναι για τη Γυναίκα. Κι έτσι, έδωσα σ’ όλες τους ένα συλλογικό όνομα: Μαρία. Αλλά, δεν υποσχέθηκα ποτέ το ποίημα σε καμία απ’ αυτές. ΄Ως τώρα, το ποίημα δεν ανήκε ποτέ σε καμία και τώρα ανήκει σ’ εσένα. Βλέπω ότι εσύ ήσουν αυτή που με ενέπνευσε απ’ την αρχή. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, πάρ’ το, δεν έχει πουθενα αλλού να πάει.

ΛΙΛΗ: Αυτό είναι πολύ κολακευτικό, Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς κι είμαι βέβαιη ότι το εννοείς αυτό που λες. ΄Ισως, όμως, να βρεις αύριο κάποια καταλληλότερη και να μετανιώσεις που ‘χεις δώσει το ποίημα σου σε κάποια που μόλις γνώρισες, έτσι δεν είναι;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Αντίθετα, Λίλη Γιούρεβνα -Λίλη- το ποίημα αυτό είναι γραμμένο για σένα κι είμαι σίγουρος ότι σε ήξερα ανέκαθεν.

ΟΣΙΑ: Λίλια, νομίζω ότι θα μπορούσες να δεχτείς μια τέτοια τιμή με πιο καλή διάθεση, έτσι δεν είναι; Ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς είναι ένας άνθρωπος που τιμά το λόγο του, είμαι βέβαιος γι’ αυτό. Αυτό το ποίημα είναι θαυμάσιο. Τ’ όνομά σου θα περάσει στη ρώσικη λογοτεχνία.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Παίρνοντας το χέρι της ΛΙΛΗ και κοιτάζοντάς την κατάματα). Σε παρακαλώ, Βολόντια. ΄Ολοι με φωνάζουν Βολόντια.

ΟΣΙΑ: Αυτή είναι ειδική περίσταση. ΄Ελσα, πού ‘ναι το καλό κόκκινο κρασί; Ας βγάλουμε τα γλυκά.

     Ο ΟΣΙΑ κι η ΕΛΣΑ βγαίνουν. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ πλησιάζει περισσότερο τη ΛΙΛΗ, ψιθυρίζοντάς της. Είναι έτοιμοι να φιληθούν. Τα φώτα χαμηλώνουν, αφήνοντας ένα μόνο προβολέα, που τελικά σβήνει κι αυτός.

Σκηνή VI

     Το φως ενός προβολέα υψώνεται αργά, αποκαλύπτοντας τον ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ να κάθεται σ’ ένα σκαμνί, στ’ αριστερά της σκηνής. Καθώς μιλά, το κέντρο τη σκηνής φωτίζεται βαθμιαία (ενώ το φως που πέφτει πάνω στον ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ χαμηλώνει σιγά-σιγά), αποκαλύπτοντας τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ να ‘ναι ξαπλωμένος πάνω από τη ΛΙΛΗ, σ’ ένα βάθρο. Έχει το κεφάλι πεσμένο και τα μπράτσα απλωμένα μπροστά, ενώ η ΛΙΛΗ έχει το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω και τα χέρια δίπλα στα πλευρά. Μένουν εντελώς ακίνητοι σ’ αυτή τη στάση.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Έτσι, ο Μαγιακόφσκη ερωτεύτηκε… αλλά ερωτεύτηκε πραγματικά, όπως το πεινασμένο παιδί που γαντζώνεται στο στήθος της μάνας του, όπως κάποιος που ‘ναι αντικείμενο γενικής λατρείας επιστρέφει την αγάπη που δέχεται, στο μόνο άνθρωπο που τον περιφρονεί, όπως ο άκαρδος εγωπαθής ρίχνεται στα πόδια κάποιου άλλου για να θαυμάσει τη δίκη του πτώση, δηλαδή με μια βιασύνη τυφλή, μοιραία, ακόρεστη, τεράστια.
     “Μια τέτοια αγάπη, η αυτοεγκατάλειψη ενός ανίκανου γι’ αγάπη ανθρώπου, δε μπορούσε παρά να ‘ναι απόλυτη. Ο Μαγιακόφσκη γαντζώθηκε πάνω της σα το πνιγμένο που γαντζώνεται σ’ ένα κομμάτι ξύλο στη μέση του ωκεανού. Και, κατ’ επέκταση, ήταν εντέλει ειλικρινής. Όσο για τον ΄Οσιπ Μαξίμοβιτς, ήταν αρκετά ικανοποιημένος που ‘χε απαλλαγεί από τις συζυγικές του υποχρεώσεις, ήταν η τέλεια βοήθεια για μια παρτίδα μπριτζ.
     “Όσο για τη Λίλη, που ‘ταν γεννημένη για να φλερτάρει κι ήξερε απολύτως πώς έπρεπε να χειριστεί το όλο ζήτημα: Η αγάπη περνούσε από πάνω της σα χείμαρρος χρυσού που δεν άφηνε πίσω του μήτε ένα καπίκι.


Σκηνή VII

     Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ παύει να φωτίζεται. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ κι η ΛΙΛΗ παραμένουν μισοφωτισμένοι. Ακούγεται ένας χτύπος σε μια ξύλινη σανίδα και, με συνοδεία κατάλληλης μουσικής, αρχίζει η ταινία. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ πηδάει κάτω από το βάθρο κι αμέσως μπαίνει εκατέρωθεν της σκηνής μια μικρή ομάδα ηθοποιών και τεχνικών. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ τους δίνει ζωηρά οδηγίες, σε παντομίμα. Όσο προχωρεί η ΤΑΙΝΙΑ, ενοχλείται όλο και περισσότερο από τις τεμπέλικες αντιδράσεις τους κι από την αδυναμία τους να συλλάβουν τις προθέσεις του. Στο τέλος, το μισό χρόνο υποδύεται τον ίδιο του τον εαυτό και την υπόλοιπη ώρα τσακώνεται με τους άλλους.

     Η ΛΙΛΗ σηκώνεται αργά από το βαθρο, σα να ξυπνά από έναν αναπαυτικό υπνάκο και κάνει τη τουαλέτα της. Τη βλέπουμε σε κοστούμι μπαλαρίνας. Μόλις τελειώσει τις ετοιμασίες, κάθεται ράθυμα, περιμένοντας την ατάκα της και παρακολουθώντας χαλαρά την εξέλιξη της ΤΑΙΝΙΑΣ.

     Οι σκηνές της ΤΑΙΝΙΑΣ εναλλάσσονται γρήγορα, χωρίς διακοπή, εκτός από τα συνεχή παράπονα του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στους ηθοποιούς και τους τεχνικούς. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν διαφορετικές υποδείξεις, η δράση εκτυλίσσεται κάτω από ένα φως που τρεμοσβήνει, μιμούμενο την εικόνα των ταινιών του βωβού κινηματογράφου.


Ι. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, με καπαρντίνα, δέχεται τις επιπλήξεις της γυναίκας του, μιας μέγαιρας που φορά τσουκάλια και τηγάνια στη θέση της καρδιάς, και τις κοροϊδίες του ΦΙΛΟΥ του, που στη θέση της καρδιάς έχει τραπουλόχαρτα κι ένα μπουκάλι, ενώ τον απωθεί μια ΤΣΙΓΓΑΝΑ ΠΟΡΝΗ, της οποίας προσπαθεί να ζωγραφίσει το πορτραίτο και της οποίας η καρδιά φαίνεται τελικά να είναι ένα σακούλι κέρματα.


ΙΙ. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ τρέχει στο δρόμο και, βλέποντας μια αίθουσα κινηματογράφου, μπαίνει μέσα. Κατεβαίνει μια οθόνη κι αρχίζει να προβάλλεται μια ταινία, όπου η ΛΙΛΗ υποδύεται μια μπαλαρίνα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ ερωτεύεται αμέσως την εικόνα της και, μετά το τέλος της ταινίας, χειροκροτεί δυνατά τη λευκή οθόνη. (Αυτός είναι ο πρώτος ήχος που ακούγεται ηθελημένα στη σκηνή VII, εκτός από τη μουσική. Ταυτόχρονα, τα φώτα παύουν να τρεμοσβήνουν). Προς μεγάλη χαρά του, η εικόνα εμφανίζεται ξανά και μέσα από την οθόνη βγαίνει η ίδια η ΛΙΛΗ. Φεύγουν μαζί (τα φώτα αρχίζουν πάλι να τρεμοσβήνουν), αλλά η εκείνη ταράζεται από τη κυκλοφορία του δρόμου. Γυρίζει πίσω, μπαίνει ξανά μέσα στην οθόνη κι εξαφανίζεται, αφήνοντας έναν απελπισμένο και σαστισμένο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ να στέκεται μπροστά στην άδεια οθόνη.


ΙΙΙ. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, παραληρώντας σχεδόν από πόνο, είναι κλινήρης.΄Ενας ΓΙΑΤΡΟΣ του γράφει φάρμακα και μια υπηρέτρια του τα φέρνει μέσα σ’ ένα τεράστιο μπουκάλι. Η ετικέτα του μπουκαλιού πέφτει στο δρόμο κι η υπηρέτρια το τυλίγει με μια σκισμένη αφίσα της ΛΙΛΗ. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ απαιτεί να κρεμάσουν την αφίσα στο τοίχο του δωματίου του. Η ΛΙΛΗ βγαίνει ξανά μέσα από την αφίσα (τα φώτα παύουν να τρεμοσβήνουν) κι ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ πετάγεται με φόρα πάνω, θεραπευμένος. Χειρονομώντας υπερβολικά, περιγράφει την ευλογημένη ζωή που τους περιμένει στο μέλλον.


ΙV. Ένα εξοχικό σπίτι. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ προσπαθεί να ψυχαγωγήσει τη ΛΙΛΗ, δείχνοντάς της τις ομορφιές του δάσους και προσφέροντάς της ρούχα και μαργαριτάρια, αλλ’ αυτή εκδηλώνει έντονη επιθυμία για την οθόνη. Σκίζοντας ένα τραπεζομάντηλο, το καρφώνει στο τοίχο, παίρνοντας διάφορες πόζες και κάνοντας βηματάκια πέρα-δώθε. Ικετεύει το ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ να της φέρει μιαν αληθινή οθόνη κι αυτός φεύγει απρόθυμα.


  1. V. Εμφανίζεται ξανά η ΤΣΙΓΓΑΝΑ ΠΟΡΝΗ κι από ζήλεια μαχαιρώνει τη ΛΙΛΗ. ΄Οταν επιστρέφει ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, βρίσκει μόνο την αφίσα της ΛΙΛΗ, μ’ ένα μαχαίρι καρφωμένο στη θέση της καρδιάς. Η τσιγγάνα προσπαθεί να τον φλερτάρει, αλλ’ αυτός τη διώχνει και προσπαθεί ν’ αγκαλιάσει την αφίσα με τέτοιο τρόπο, ώστε να καρφωθεί κι αυτός απ’ το μαχαίρι. Προσπαθεί πολλές φορές, ενώ ταυτόχρονα λογομαχεί με τους τεχνικούς, χωρίς όμως να μένει ικανοποιημένος.


Σκηνή VIII

     Η δράση διακόπτεται από σειρήνες που ουρλιάζουν. ΄Ολη η σκηνή φωτίζεται από δυνατούς προβολείς. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ κι οι άλλοι αναστατώνονται. Η ΛΙΛΗ εμφανίζεται ξανά φορώντας ρούχα για την πόλη. Είναι τρομαγμένη και ψάχνει να βρει το ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ . Εμφανίζεται ένα πλήθος, όπου υπάρχουν ανακατεμένοι ΕΡΓΑΤΕΣ, ΝΑΥΤΙΚΟΙ και ΧΩΡΙΚΟΙ.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Αρπάζοντας από το μπράτσο έναν εργάτη) Τί συμβαίνει; Τί τρέχει;

ΕΡΓΑΤΗΣ: Κανείς δε ξέρει. Λέν’ ότι είν’ οι Γερμανοί που ‘ρθαν για να ξανανεβάσουν τον Τσάρο στο θρόνο.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τί; Οι Γερμανοί; Σαχλαμάρες! (Αρπάζει έναν ναύτη). Εσύ, για πες μου, τί συμβαίνει;

ΛΙΛΗ: Βολόντια, φοβάμαι.

ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ: (Πριν από τη φωνή, ακούγεται ένας χτύπος πάνω σε αμόνι). Ειρήνη! (Χτύπος). Γη! (Χτύπος). Ψωμί! (Χτύπος).

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Ενθουσιασμένος κι αναστατωμένος ταυτόχρονα). Τ’ άκουσες αυτό; Από πού έρχεται;

ΛΙΛΗ: Δεν ξέρω, Βολόντια, ας γυρίσουμε πίσω…

     Ακούγεται να κροταλίζουν πολυβόλα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Πυροβολισμοί! Είναι από το Σμόλνυ!

ΛΙΛΗ: Βολόντια!

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ φεύγει προς τη κατεύθενση των πυροβολισμών. Αποχωρίζεται τη ΛΙΛΗ. Στις επόμενες σκηνές, η ΛΙΛΗ περιπλανιέται τρομαγμένη κι αβοήθητη στο κέντρο της σκηνής, ως αντίβαρο στα τεκταινόμενα.

ΣμόλνυΈνα πλήθος περιφέρεται στους δρόμους, άλλοι οπλισμένοι, άλλοι εξοπλίζοντας το κόσμο.Υπάρχει μεγάλη οχλαγωγία. Κάποιος ουρλιάζει “Ζήτω ο Τσάρος”! και δέχεται την επίθεση των γύρω του. Ένα τεράστιο ομοίωμα του ΡΑΣΠΟΥΤΙΝ περνά ανάμεσα στο πλήθος. Από το στόμα του ακούγεται ορθόδοξη λειτουργία. Ο κόσμος το μαχαιρώνει συνεχώς με ξιφολόγχες, το σηκώνει ψηλά και το πετάει μακριά, πέρα απ’ τη σκηνή, φωνάζοντας “εεε-ο”.
     Ακούγεται ένα διαπεραστικό σφύριγμα. Μπαίνει ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ, ντυμένος σα ΚΟΜΙΣΑΡΙΟΣ, ενώ από πίσω του μπαίνουν ΦΟΥΡΝΑΡΗΔΕΣ που σπρώχνουν τεράστια καρβέλια ψωμί. Τα καρβέλια μοιράζονται στο πλήθος, προς μεγάλη ικανοποίηση όλων. Ακούγεται πάλι το σφύριγμα. Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ χτυπά παλαμάκια. Μπαίνουν οι ΠΟΤΟΠΟΙΟΙ, με τα χέρια τους γεμάτα μπουκάλια, που περιέχουν προφανώς ακριβά ποτά. Το πλήθος πίνει άπληστα κατευθείαν απ’ τα μπουκάλια, ζητωκραυγάζοντας, πυροβολώντας στον αέρα κλπ. Καθώς το πλήθος γίνεται όλο και πιο μεθυσμένο και χαρούμενο, αφοπλίζεται αδιαμαρτύρητα από τους ΦΟΥΡΝΑΡΗΔΕΣ και τους ΠΟΤΟΠΟΙΟΥΣ, που βγάζουν τα ρούχα τους, αποκαλύπτοντας από μέσα στολές ΣΤΡΑΤΙΩΤΩΝ και ΝΑΥΤΩΝ.
     Ακούγεται ξανά το σφύριγμα. Το πλήθος σπρώχνεται, ήρεμα αλλά σταθερά, προς τα πίσω. Ακούγεται ο ύμνος της Τρίτης Διεθνούς, αλλά η χορωδία επαναλαμβάνει συνέχεια το
 Dies Irae. Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ στέκεται προσοχή, εντελώς άκαμπτος. Μερικοί ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ που φορούν ακόμα σκούφους φούρναρη, τους βγάζουν αμέσως. Μπαίνει ένα ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ, με τα μέλη του να περπατάνε σε διπλό ζυγό, χτυπώντας τύμπανα. Σέρνουν δυο κούτσουρα ανεβασμένα πάνω σε ρόδες και δυο μεγάλα αχυρένια ομοιώματα, που παριστάνουν το ΝΙΚΟΛΑΟ και την ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ.
     Από πίσω, φτάνει ο ΔΗΜΙΟΣ, κρατώντας ένα τσεκούρι. Είν’ ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΟΥ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ. Τα κούτσουρα στήνονται στο κέντρο της σκηνής. Μόλις βλέπει τον ΤΣΑΡΟ και τη ΤΣΑΡΙΝΑ, το πλήθος κραυγάζει, αλλά δεν είναι σαφές αν χαιρετά ή αποδοκιμάζει. Ακούγεται όμως μια κραυγή 
“Κάτω όλοι οι τύραννοι” και το πλήθος την επαναλαμβάνει. Τα αχυρένια ομοιώματα στήνονται όρθια μπροστά από τα κούτσουρα. Είναι δεμένα πισθάγκωνα.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: (Αρπάζοντας τον “Τσάρο” απ’ τα γένια). Σύντροφε Νικόλαε, θέλεις να πεις κάτι πριν πεθάνεις; (Του τραβά τα γένια πέρα-δώθε). Όχι; Καλώς. Οι υποθέσεις πρέπει πάντα να διεκπεραιώνονται γρήγορα. ΄Οταν δεν υπάρχει λύση, δεν υπάρχει λύση. (Πάει προς τη “Τσαρίνα”). Συντρόφισσα Αλεξάνδρα, έχεις να πεις τίποτα πριν πεθάνεις; Όχι, έχεις ήδη μιλήσει πολύ πριν. Προχωρήστε στην εκτέλεση! (Του φέρνουν ένα χαρτί τυλιγμένο σε ρολό). “Εν ονόματι του Λαού, του Κόμματος και του Σοβιετικού Κράτους, κα-κα-κα-κα-κα-κα-κα-κα-κα-κα, κηρύσσεστε ένοχοι απίστευτων εγκλημάτων, προδοσίων, αιρέσεων, ανισοτήτων κι ούτω καθεξής, κα-κα-κα-κα-κα-κα, δια ταύτα καταδικάζεσθε πάραυτα στη τύχη που σας αξίζει”. ΄Ετοιμοι… Τώρα!

     Τυμπανοκρουσία. Το ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ στέκεται προσοχή. Ο “Τσάρος” κι η “Τσαρίνα” πετάγονται πάνω στα δυο κούτσουρα. Η ΛΙΛΗ, που ‘ει αναμειχθεί με το πλήθος, βγάζει μια πνιγμένη κραυγή. Ο ΔΗΜΙΟΣ φορά μια μαύρη κουκούλα, κάνοντας το σταυρό του, όπως και πολύς κόσμος από το πλήθος που παρακολουθεί τη σκηνή. ΄Ενα μέρος του πλήθους προσπαθεί να προχωρήσει μπροστά, αλλά του φράζουν το δρόμο. Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ κάνει ένα βήμα μπροστά.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Νικόλαος Ρομανώφ!

     Τυμπανοκρουσία. Ο ΝΙΚΟΛΑΟΣ αποκεφαλίζεται.

Αλεξάνδρα Ρομανώφ!

     Τυμπανοκρουσία. Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ αποκεφαλίζεται. Στη θέση των κεφαλιών τους, εμφανίζονται αμέσως άλλα πανομοιότυπα κεφάλια. Το καθένα απ’ αυτά αποκεφαλίζεται με τη σειρά του, καθώς ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ διαβάζει ένα κατάλογο μ’ ονόματα τσάρων, από τους Ρομανώφ ώς το Μεγάλο Πέτρο.

Αλέξανδρος Ρομανώφ Γ΄!

Αλέξανδρος Ρομανώφ Β΄!

Νικόλαος Ρομανώφ Α΄! (κλπ.)

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: (Ανοίγει διάπλατα τα χέρια του τη στιγμή που κατρακυλάει στο πάτωμα το τελευταίο κεφάλι.) Λαοί όλου του κόσμου, ενωθείτε! Δεν έχετε τίποτα να χάσετε εκτός από τις αλυσίδες σας!

     Το πλήθος διασκορπίζεται. Τα κούτσουρα απομακρύνονται, αφήνοντας πίσω τα κεφάλια και τα πριονίδια να λερώνουν τη σκηνή. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ μπαίνει βιαστικά κουβαλώντας μια μικρή εξέδρα και ανεβαίνοντας πάνω της απευθύνεται στο κοινό.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Σύντροφοι! Ακούστε! Διαταγή υπ’ αριθμόν 1, σχετικά με τον εκδημοκρατισμό των τεχνών! Σήμερα αρχίσαμε το μεγάλο έργο της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Σήμερα σαρώσαμε τα τελευταία βρωμερά υπολείμματα του τσαρισμού. Σήμερα ξεκινάμε το μέλλον. Συνεπώς, εν ονόματι του μέλλοντος, κηρύσσω την κατάργηση όλων αυτών των τόπων όπου η ανθρώπινη διάνοια λιμοκτόνησε και στραγγαλίστηκε: παλάτια, γκαλερί, σαλόνια, βιβλιοπωλεία, μουσεία, τους ύψιστους ναούς της αστικής τέχνης, τα μαυσωλεία της ανθρώπινης κουλτούρας. Σύντροφοι, θα ξεκινήσουμε το μέλλον εκ του μηδενός. Δε θα υπάρχουν πια αριστουργήματα στις χρυσαφένιες τους κορνίζες! Αν χρειαστεί, θα κάψουμε το Ρέμπραντ, θ’ απαγορεύσουμε το Ντοστογιέφσκη…

     Καθώς μιλά ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, μπαίνουν από τα δυο άκρα της σκηνής δυο ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ, που αρχίζουν σιωπηλά να καθαρίζουν τη σκηνή.

ΛΙΛΗ: (Βγαίνει μέσα από τη σκιά). Βολόντια!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Λίλισκα! Τί κάνεις εδώ πέρα;

ΛΙΛΗ: Τρόμαξα, χωριστήκαμε απότομα και σ’ έχασα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τρόμαξες; Αυτό ήταν πικνίκ. Μόνο οι τύραννοι θα πρέπει να τρομάζουν σήμερα κι εσύ δεν είσαι τύραννος, έχεις απλά ένα μικρούλη σκλάβο…

ΛΙΛΗ: Έχω και κάτι άλλο. (Ανοίγει το παλτό κι αποκαλύπτει ένα μεγάλο καρβέλι ψωμί κι ένα μπουκάλι σαμπάνια).

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Κι εγώ το ίδιο. (Βγάζει κι αυτός ένα καρβέλι κι ένα μπουκάλι).

ΛΙΛΗ: Ας φάμε για βράδι.

Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ κι η ΛΙΛΗ βγαίνουν. Στη σκηνή παραμένουν οι ΟΔΟΚΑΘΑΡΙΣΤΕΣ. Τα φώτα σβήνουν.

                                        ΠΡΑΞΗ 2η
Σκηνή I

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ εμφανίζεται σε μια μισοσκότεινη σκηνή. Φορά ακριβά ρούχα.

Ο Θεός έχει πορτοκάλια,
έχει κεράσια,
μήλα,
την ‘Ανοιξη μπορεί να φέρει
εφτά φορές τη μέρα…
Ποιος είμαι εγώ;
Δεν έχω έθνος,
τάξη
ούτε φυλή. 

Έχω δει το τριακοστό
και το τεσσερακοστό αιώνα.
Έχω ‘ρθει για να φυσήξω
στο καμίνι των ψυχών
γιατί ξέρω πόσο σκληρό είναι
να προσπαθείς να ζήσεις.

Ποτέ μου δε ξανάδα τέτοιο φως!

Ο Θεός έχει πορτοκάλια,
κεράσια,
μήλα,
την ‘Ανοιξη μπορεί να φέρει
εφτά φορές τη μέρα…

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ δαγκώνει ένα μήλο. Τα φώτα σβήνουν.

Σκηνή ΙΙ

     Μια φουτουριστική πόλη. ΄Ενα έκθαμβο πλήθος σεργιανίζει στους δρόμους της. Ανάμεσα του υπαρχουν ενθουσιώδεις ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΤΕΣ που δείχνουν διάφορα σημεία της πόλης, αναφωνούν κλπ. Στον ουρανό προβάλλονται διάφορες φράσεις. Από ένα μεγάφωνο ακούγεται μια χαρούμενη, ενθαρρυντική φωνή να λέει στα ρωσικά: “Σύντροφοι! Από ‘δω! Από ‘κει! Μπροστά! Αριστερά! Δεξιά! Αριστερά!” Ωστόσο, το πλήθος συνεχίζει να σεργιανίζει στο δικό του ρυθμό.

Ακούγεται η φωνή του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ:

Οι πύλες ανοίγουν και μια πόλη αποκαλύπτεται.
Αλλά τι πόλη! Οι κρυσταλλόμορφες δομές
διάφανων εργοστασίων και πολυκατοικιών
πυργώνουν ώς τον ουρανό. Τραίνα,
λεωφορεία, αυτοκίνητα τυλίγονται με
ουράνια τόξα. Στο κέντρο υπάρχει ένας κήπος
άστρων και φεγγαριών, στεφανωμένος από τη λαμπρή
κορώνα του ήλιου. Απ’ τις βιτρίνες ξεπροβάλλουν
τα πιο θαυμαστά πράγματα, με το σφυροδρέπανο
στο κεφάλι τους. Προχωρούν προς τη πύλη,
προσφέροντας ψωμί κι αλάτι…

     Το πλήθος διασκορπίζεται ικανοποιημένο. Αρχίζει να πέφτει λίγο χιόνι, που πυκνώνει γρήγορα. Το φως πέφτει πάνω του, δημιουργώντας πολύχρωμα εφφέ. Ακούγεται ένα κουδούνισμα, σα να κουνιούνται λεπτά κρύσταλλα στη πνοή του ανέμου. Οι ήχοι γίνονται σιγά-σιγά απόμακροι. Τα φώτα σβήνουν απότομα ένα-ένα με χαρακτηριστικό ήχο.

Σκηνή VII
     Αμέσως μετά το κουδούνισμα ακούγεται μια φλογέρα να παίζει σιγανά το“Υankee Doodle Dandy”. Τα φώτα ανάβουν. Ένα τεράστιο σκηνικό: “Η γέφυρα του Μπρούκλιν” του Τζόζεφ Στέλλα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στέκεται στο κέντρο της σκηνής, φορώντας καπέλο και παλτό, κρατώντας δυό βαλίτσες, έχοντας ένα καβαλέτο κάτω από το αριστερό του μπράτσο κι ένα τενεκεδάκι με κόκκινη μπογιά μπροστά στα πόδια του. Στ’ αριστερά του βρίσκεται ο ΓΟΥΙΛΛΥ ΠΟΓΚΑΝΥ στα δεξιά του ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ, ο οποίος δε φορά σακάκι και κρατά μια πένα κι ένα μαυροπίνακα. Ρίχνει τον μαυροπίνακα μέσα σε μια κούτα μετακόμισης. Ακούγεται η σειρήνα ενός πλοίου.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Όνομα: Μαγιακόφσκη. Επάγγελμα: εμπορικός καλλιτέχνης. Σκοπός της επίσκεψης: Παρουσίαση εργασίας & μελέτη τεχνικών παρουσίασης εμπορικών προϊόντων & καλλιέργεια επιχειρηματικών επαφών. Εντάξει!
     (Κλείνει εμφανώς το μάτι στο κοινό και βγαίνει).
ΠΟΓΚΑΝΥ: (Πιάνοντας το μπράτσο του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ). Έλα, σύντροφε!ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Περίμενε! (Πιάνει τη χαρτόκουτα και ζωγραφίζει πάνω της ένα σφυροδρέπανο). Να! Τώρα, μπορώ να πω πως ήρθα.
ΠΟΓΚΑΝΥ: (Γυρίζει τη ζωγραφισμένη πλευρά της χαρτόκουτας έτσι ώστε να μη φαίνεται απ’ το κοινό). Για όνομα του Θεού, σύντροφε, μη κάνεις ανοησίες. Έλα, πάμε. Οι σύντροφοι περιμένουν.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Δίνει μια κλωτσιά στη χαρτόκουτα έτσι ώστε το κοινό να μπορεί πάλι να δει το σφυροδρέπανο). Ανοησίες; Όχι βέβαια.
     Δυο ΠΑΙΔΙΑ ντυμένα με μπουφάν Φίλιπ Μόρρις μπαίνουν στη σκηνή απ’ τα δεξιά και τ’ αριστερά και τη διασχίζουν τρέχοντας, παίρνοντας στο πέρασμά τους από μια βαλίτσα.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Εεε!
ΠΟΓΚΑΝΥ: Υπάλληλοι του ξενοδοχείου. Έλα.
     Μπαίνουν με τη σειρά ο ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ, ο ΜΑΪΚΛ ΓΚΟΛΝΤ, ο ΣΑΚΝΟ ΕΠΣΤΑΪΝ κι αντιπροσωπευτικοί Αμερικανοί: ΕΡΓΑΤΕΣ με τα εργαλεία τους, γυναίκες με τα παιδιά τους, ένας ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ με κλομπ και σφυρίχτρα, ένας γκάγκστερ, ένας καπιταλιστής με ημίψηλο, ο ΜΠΕΪΜΠ ΡΟΥΘ μ’ ένα ρόπαλο του μπέιζ μπωλ στον ώμο, ο ΜΠΙΞ ΜΠΑΪΝΤΕΡΜΠΕΚΕ με τη τρομπέτα του, ο ΚΑΛΒΙΝ ΚΟΥΛΙΤΖ συνοδευόμενος από κάποιον που κουβαλάει μιαν αφίσα με τη φωτογραφία του. Συνηθισμένοι θόρυβοι δρόμου, μουσική.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ντέιβιντ!
ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: (Αρπάζοντας τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ απ’ τους ώμους). Βολόντια! Πάνε πέντε χρόνια που ‘χουμε να ιδωθούμε, έτσι δεν είναι; Από ‘δω, ο Μάικ Γκολντ κι αυτός είναι ο Σάκνο Επστάιν. Καλωσόρισες στη Νέα Υόρκη!
ΓΚΟΛΝΤ: Μα, τί είναι όλες αυτές οι χαζομάρες; Βρε παιδιά, έχουμε καλοκαίρι!
     Ο ΓΚΟΛΝΤ πετάει πέρα το καπέλο του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ. Τα μαλλιά του δεν είναι πια ξυρισμένα. Ο ΕΠΣΤΑΪΝ του βγάζει το παλτό και το σακάκι. Εμφανίζεται ένας ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΤΗΣ κρατώντας μια κρεμάστρα και παίρνει τα ρούχα του χαμογελώντας. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ είναι σαστισμένος, μπερδεμένος. Βαδίζει τρεκλίζοντας μέσα στο πλήθος. Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ περπατάει δίπλα του, κρατώντας μπαστούνι και τον χαιρετάει. Ο ΜΠΕΪΜΠ ΡΟΥΘ αγοράζει χοτ-ντογκ από ένα από τα παιδιά με μπουφάν Φίλιπ Μόρρις. Ο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΗΣ δίνει μια δεκάρα στο άλλο παιδί, το οποίο έχει ανασηκώσει το γιακά του, όπως συνήθως κάνουν οι ζητιάνοι. Το παιδί δαγκώνει τη δεκάρα και φεύγει τρέχοντας. Ο ΑΦΙΣΟΚΟΥΒΑΛΗΤΗΣ αφήνει αργά την αφίσα του, στα χέρια του ΚΟΥΛΙΤΖ. Ο ΚΟΥΛΙΤΖ μένει να τη κρατά ακίνητος. Ο ΜΠΑΪΝΤΕΡΜΠΕΚΕ παίζει τη τρομπέτα του. Ο ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ στριφογυρίζει το κλομπ του και ρυθμίζει την κυκλοφορία.
     Δίπλα στον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ βρίσκονται οι ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ, ΓΚΟΛΝΤ κι ΕΠΣΤΑΪΝ, που άλλοτε καθοδηγούν κι άλλοτε τον σπρώχνουν. Η συμπεριφορά τους είναι ταυτόχρονα ανέμελη, προστατευτική κι απειλητική. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ αρχίζει να προσαρμόζεται, μαγνητισμένος από τη ταχύτητα και την ενέργεια γύρω. Ξεσφίγγει το κολλάρο, ανασηκώνει τα μανίκια του πουκαμίσου και χαμογελά ικανοποιημένος. Χαϊδεύει το πηγούνι ενός μωρού και κλείνει το μάτι στη μητέρα του, που ανταποκρίνεται με κοκεταρία. Ξεχνώντας τη παρέα του, προσπαθεί να πιάσει κουβέντα μ’ όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους που βρίσκει μπροστά του.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Εεε! Εεε, ακούτε! Εεε, εσείς εκεί πέρα, τί ‘ν’ αυτό που κουβαλάτε; Τί θα κάνετε; Αυτή η μουσική, από πού έρχεται; Εεε, εσείς εκεί κάτω! Σας ρωτάω σοβαρα, μήπως έχετε ένα φλυτζάνι τσάι; (Το ‘να απ’ τα παιδιά με τα μπουφάν Φίλιπ Μόρρις του δίνει ένα χοτ-ντογκ και μια μπύρα). Σύντροφοι, αυτό πρέπει πράγματι να ‘ναι το μέλλον! Δε μιλούν λέξη ρώσικα εδώ. Πω, πω!
ΓΚΟΛΝΤ: Μην απατάσαι, σύντροφε Μαγιακόφσκη. ‘Ασε μας να σου δείξουμε την αληθινή Αμερική.
     Το πλήθος αραιώνει. Οι αντιπροσωπευτικοί Αμερικανοί φεύγουν και παραμένουν μόνο οι “εργάτες” με τις γυναίκες τους. Ενώ μιλάει ο ΓΚΟΛΝΤ, παίρνουν αξιολύπητες εκφράσεις, ανασηκώντας τους γιακάδες τους, απλώνοντας τα χέρια πάνω από υποθετικές σόμπες κλπ. Οι γυναίκες παίρνουν στάσεις απελπισίας, οι άντρες σέρνουν τα πόδια τους. Χιονίζει. Οι ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ, ΓΚΟΛΝΤ κι ΕΠΣΤΑΪΝ ανασηκώνουν τους γιακάδες. Μόνο ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ μένει όπως ήταν πριν.
ΕΠΣΤΑΪΝ: Βλέπεις τα ψηλά κτίρια, τα αυτοκίνητα -πρόσεχε! (τραβάει απότομα το ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, ν’ αποφύγει κάποιο αυτοκίνητο) τις βιτρίνες που ‘ναι γεμάτες άχρηστα φανταχτερά και ματαιόδοξα αντικείμενα για τους πλούσιους και φυσικά είσαι εντυπωσιασμένος. Τα πάντα φαίνονται τόσο παραγωγικά και πολυάσχολα. Αλλά πίσω απ’ αυτούς τους γυάλινους τοίχους υπάρχουν σκλάβοι μ’ ένα δολλάριο τη μέρα. Εδώ είν’ η πραγματικότητα… εδώ, με τους συντρόφους να ‘ναι μαζεμένοι γύρω από μια φωτιά, μια σόμπα πετρελαίου, με μείον πέντε στη καρδιά του χειμώνα.
     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ αρχίζει να τρέμει.
ΓΚΟΛΝΤ: Κοίτα! Αυτός είν’ ο στρατός του καπιταλισμού. Η στρατιά των ανέργων. ‘Αντρες τσακισμένοι, γυναίκες απελπισμένες, παιδιά κουρελοντυμένα.
     Φυσάει αέρας, το χιόνι πυκνώνει. Οι “εργάτες” κοιτάζουν τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ συνοφρυωμένοι. Οι γυναίκες του ρίχνουν ικετευτικά βλέμματα ή του γυρίζουν τη πλάτη. Κάποιος προσπαθεί ν’ αυτοκτονήσει κρατώντας μια καρέκλα κι ένα σχοινί.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μη! Περίμενε! Κάποιος άλλος κάποτε έκανε…
ΓΚΟΛΝΤ: Είκοσι τοις εκατό ανεργία σ’ αυτή τη πόλη. Ένα δεκαπέντε τοις εκατό κινδυνεύει να βρεθεί στο δρόμο. Ένας στους δέκα είν’ ήδη στο δρόμο…
    Μπαίνει ένας άντρας σπρώχνοντας ένα καρότσι μ’ όλα του τα υπάρχοντα κι έχοντας δίπλα του τη γυναίκα και το παιδί του. Ο ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ τους ακολουθεί.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Εντάξει, εντάξει, προχωρήστε. (Δείχνοντας με το κλομπ το ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ και τους άλλους). Κι εσείς εκεί πέρα, προχωρήστε!
ΕΠΣΤΑΪΝ: Στη κουζίνα της κόλασης, τρία στα δέκα παιδιά πεθαίνουν. Ένα στα δυο έχει σκορβούτο, ή είναι ραχητικό. Υπάρχουν αρρώστιες στη Νέα Υόρκη που δε τις βρίσκει κανείς ούτε στη Μπανγκόγκ ούτε στο Κονγκό…
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μα, Ντέιβιντ, είναι δυνατόν να ‘ναι τόσο χάλια τα πράγματα;
     Ο Μπουρλιούκ διστάζει.
ΓΚΟΛΝΤ: Ο σύντροφος Μπουρλιούκ δεν έχει μείνει αρκετά εδώ για να σχηματίσει άποψη. Επιπλέον, είναι ζωγράφος άρα γοητεύεται αρκετά από τα χρώματα.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Κοιτώντας το σκηνικό). Θεέ μου, τί ‘ν’ αυτό;
ΕΠΣΤΑΪΝ: Αυτό; Μα, η γέφυρα του Μπρούκλιν.
     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ πλησιάζει τη γέφυρα με δέος. Στο μεσοδιάστημα, οι σύντροφοί του είν’ απασχολημένοι, στο μπροστινό μέρος της σκηνής, με τις προετοιμασίες μιας γιορτής. Φέρνουν μέσα δυό κοπέλες, στρώνουν τραπέζι για φαγητό. Ο ΓΚΟΛΝΤ παζαρεύει, σε παντομίμα, κάποια μπουκάλια τζιν από ένα γκάγκστερ, ενώ ο ΕΠΣΤΑΪΝ φυλάει τσίλιες. Ο ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ προσπαθεί μάταια να κάνει να δουλέψει ένα γραμμόφωνο.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Θεέ μου, ποιος σ’ έντυσε στο ατσάλι; Να ‘το, αυτό είναι το ποίημά μου εντέλει. ΦΩΤΑ! (Η γέφυρα φωτίζεται). Δημιούργημά μου… ποιος σ’ έχτισε χωρίς εμένα; Ρίξε πάνω του τα φώτα σου, Νέα Υόρκη, πιο ψηλά, πιο ψηλά, πιο ψηλά. Μόνο αυτή τη μικρή δάδα έχεις; Και μόνο ένα φεγγάρι έχεις, Αμερική, για να λάμπει από πάνω του; (Σηκώνει ψηλά τα χέρια του προς το χιόνι που πέφτει). Κακόμοιρα ψίχουλα των άστρων, θα θέλατε κι εσείς να πεθάνετε εδώ; (Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ βάζει το πόδι του στη γέφυρα. Φώτα του δείχνουν το δρόμο). Α, τι μουσική θα παίξω μ’ αυτή την άρπα. Στροβιλίστε με, σχοινιά! Πόση δύναμη κρύβουν αυτά τα μπράτσα. Σύντροφοι, κρατήστε με γερά. ΄Εχω ζαλιστεί μέσα σ’ όλα τούτα τ’ άστρα, αλλά δε θέλω να πέσω… όχι ακόμα… όχι ακόμα…
     Ο φωτισμός της γέφυρας σιγά-σιγά χαμηλώνει. Ο προβολέας πέφτει ξανά πάνω στους ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ, ΓΚΟΛΝΤ κι ΕΠΣΤΑΪΝ. Οι ΓΚΟΛΝΤ κι ΕΠΣΤΑΪΝ παίζουν χαρτιά. Τα μανίκια των πουκαμίσων τους είν’ ανασηκωμένα. Ο καθένας τους έχει κι από μια κοπέλα στα γόνατά του. Οι κοπέλες είναι μεθυσμένες. Ο ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ παλεύει ακόμα με το γραμμόφωνο.
ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: Έλα, Βολόντια. Χαλάρωσε λίγο. Έλα να κάτσεις μαζί μας.
ΓΚΟΛΝΤ: Ντέιβιντ, δε μπορείς να βάλεις μπρος αυτό το γαμημένο; Θέλουμε να χορέψουμε.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τί υπάρχει απ’ την άλλη μεριά;
ΕΠΣΤΑΪΝ: Τίνος πράγματος, της γέφυρας; Το Μπρούκλιν.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τί έχει εκεί;
ΕΠΣΤΑΪΝ: Σπίτια, αποθήκες, δε ξέρω. Κανείς δε πηγαίνει στο Μπρούκλιν.
ΓΚΟΛΝΤ: Αγοράζουμε το τζιν μας από ‘κεί.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μπορούμε να πάμε εκεί αύριο;
ΓΚΟΛΝΤ: Στο Μπρούκλιν; ‘Αμα θες. Έχει παραλίες εκεί πέρα. Θέλετε να ‘ρθετε μαζί, κορίτσια;
     Τα κορίτσια γελάνε.
ΕΠΣΤΑΪΝ: Ω, μπορεί να κάνει κανείς κάθε είδους βόλτα εκεί πέρα. Υπάρχει το κανάλι της αγάπης (Σφίγγει το μπούτι της κοπέλας του), παιγνίδια, λουνα-πάρκ… Υπάρχει κι ένας Κυκλώνας… Μπορούμε, επίσης, να κολυμπήσουμε. Λένε ότι αύριο θα κάνει ακόμα περισσότερη ζέστη. Καλή ιδέα, σύντροφε Βλαντίμιρ. Ας πάμε στο Μπρούκλιν.
ΠΡΩΤΗ ΚΟΠΕΛΑ: Ποιος είναι αυτός;
ΕΠΣΤΑΪΝ: Είναι ένας διάσημος ποιητής. Από τη Ρωσία. Δε ξέρει λέξη αγγλικά.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΟΠΕΛΑ: Αλήθεια; Πώς κι έτσι;
ΓΚΟΛΝΤ: Ντέιβιντ, άσε με να δοκιμάσω.
     Ο ΓΚΟΛΝΤ προχωράει προς το γραμμόφωνο. Ταυτόχρονα, μπαίνει αθόρυβα ο ΜΠΑΪΝΤΕΡΜΠΕΚΕ. Στέκεται στην άκρη και παίζει ένα αργό κομμάτι μπλουζ.
               “Έτσι, είναι καλύτερα τώρα.
       Ο ΓΚΟΛΝΤ κι ΕΠΣΤΑΪΝ χορεύουν με τις κοπέλες τους. Ο ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ κάθεται κάτω βαριεστημένα, αδειάζει ό,τι έχει απομείνει στο μπουκάλι και πέφτει για ύπνο. Η κοπέλα του ΕΠΣΤΑΪΝ τον αφήνει και πηγαίνει προς το ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ. Χορεύουν σφιχταγκαλιασμένοι. Ένας απαλός φωτισμός πέφτει πάνω στη γέφυρα. Ο ΕΠΣΤΑΪΝ βρίσκει το άδειο μπουκάλι του ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ, το κουνάει πέρα-δώθε.

ΕΠΣΤΑΪΝ: Να πάρει!
ΓΚΟΛΝΤ: Εεε, τί ώρα είναι; Πρέπει να πάμε στο Δημαρχείο. Εεε, σύντροφε Μαγιακόφσκη, για κουνήσου λίγο.
ΜΠΟΥΡΛΙΟΥΚ: (Ξυπνώντας). Τί είναι; Τί συμβαίνει;
ΓΚΟΛΝΤ: Η δημόσια ανάγνωση. Έχουμε αργήσει.
ΠΡΩΤΗ ΚΟΠΕΛΑ: Πρέπει να πάμε οπωσδήποτε;
       Βγαίνουν όλοι, εκτός από το ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ και το ΜΠΑΪΝΤΕΡΜΠΕΚΕ. Κοιτάζονται μεταξύ τους.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ήπιες καθόλου; (Ο ΜΠΑΪΝΤΕΡΜΠΕΚΕ χαμογελάει, αλλά δεν απαντά). Διψάς; Ούτως ή άλλως, δεν έχει απομένει τίποτα. Dos vidanya, dos vidanya.
       O ΜΠΑΪΝΤΕΡΜΠΕΚΕ γνέφει με το κεφάλι και βγαίνει. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ κατεβάζει τα μανίκια του πουκαμίσου του, χτενίζεται με τα δάχτυλα, διορθώνει τη γραβάτα του. Μπαίνει ο ΦΟΡΤΟΕΚΦΟΡΤΩΤΗΣ κρατώντας μια κρεμάστρα με το σακάκι του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, ενώ ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ του φέρνει το καπέλο του. Βοηθούν τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ να ντυθεί, ελέγχουν το αποτέλεσμα και βγαίνουν. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ πλησιάζει το κοινό.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Σύντροφοι… Χαιρετίσματα από την ΕΣΣΔ. Είμαι πολύ χαρουμενος που ‘μαι εδώ και μιλάω μαζί σας για την Επανάστασή μας. Τί μπορώ να πω… για τη Σοβιετική Ένωση; Αν υπάρχει μια λέξη που να μπορεί να τη περιγράψει, αυτή είναι… η ελπίδα. Ναι, η ελπίδα, όχι μόνο για τους εαυτούς μας, αλλά για όλη την ανθρωπότητα. Μου ‘ναι δύσκολο να βρω τις κατάλληλες λέξεις, αλλά… Η ελπίδα είναι σα το νόστιμο ψωμί που βγαίνει φρέσκο απ’ το φούρνο. Το κρατάς στο χέρι σου κι είναι καυτό, είναι η ίδια η ζωή και ξέρεις ότι θα σε θρέψει σήμερα κι αύριο και μεθαύριο, πάντα φρέσκο, πάντα καυτό, πάντα νόστιμο κι… αυτό είν’ η επανάσταση. Είναι μόνο ψωμί, απλό ψωμί, αλλά κατά κάποιο τρόπο αυτό είν’ αρκετό, δε χρειάζεται τιποτ’ άλλο και με το ψωμί αυτό μπορείς να μεταμορφώσεις ολόκληρο το κόσμο. Ξέρω πως δεν εκφράζομαι σωστά. Δεν είμαι ρήτορας. Είχα πάνω μου μερικές στατιστικές για τη παραγωγή σιτηρών… κάπου θα ‘ναι… Θα πρέπει να καταλάβατε τι εννοώ χωρίς στατιστικές. Εν πάση περιπτώσει, δεν ήρθατε εδώ για ν’ ακούσετε ομιλίες. Κι ακόμα και το καλύτερο ψωμί γίνεται λίγο ξερό αν δε συνοδεύεται από μια παστή ρέγγα, αλλά δε μπορούν να το καταλάβουν όλοι αυτό. Είχα εδώ μερικά ποιήματα… Είχαμε ένα μεγάλο ηγέτη, που ‘ψηνε το καλύτερο ψωμί. Όταν η χώρα μου χανόταν σ’ αυτό που αποκαλείται τώρα ο Μεγάλος Πόλεμος, αυτός μας πλησίασε και μας είπε τρεις σπουδαίες λέξεις: Ειρήνη… Γη… Ψωμί. Ψωμί. Ειρήνη για όλους, γη για όλους, ψωμί για όλους. Κι οι καρδιές μας ανοίξανε και μπήκε μέσα τους η Επανάσταση.

όχι
      γιατί
              δεν έχει άλλη λύπη
Αλλά τώρα ήρθ’ η ώρα
                                 επειδή
                                            το αγκάθι της λύπης
έχει γίνει
              ένας καθαρός καλοζυγισμένος πόνος.
Ο Λένιν
            είναι τώρα
                            ο πιο ζωντανός απ’ όλους τους ζωντανούς
Σ’ όλη τη Μόσχα
                         η παγωμένη γη τρέμει
                                                         απ’ τον ανθρώπινο σάλαγο.
Μέσα από ένα εκατομμύριο μάτια
                                                απ’ τα δυο τα δικά μου
                                                                                  θλίψη δίχως τέλος
Ώσπου σε μάγουλα κατακόκκινα
                                              δάκρυα παγωμένα
                                                                         κρυσταλλώνουν.
Εμείς
         τώρα κηδεύουμε
                                  τον πιο γήινο
απ’ όλους
               όσους έζησαν
                                     σ’ αυτή τη γη των ανθρώπων.
Ναι, γήινος
                  αλλά όχι από ‘κείνους
                                                   που οι μύτες τους
είναι χωμένες
                     στα μικρά τους χοιροστάσια.
                                                               Αυτός άδραξε τη γη
ολόκληρη
               κι ολομεμιάς
                                   κι είδε αυτό
                                                      που κείτεται κρυμμένο
στο χρόνο.
                  Η Επανάσταση είναι πολύ βαριά
                                                                 για έναν άνθρωπο
μόνος του δεν μπορεί κανείς να τη σηκώσει,
                                                               τρέμουν τα πόδια και λυγίζουν.
Όμως ο Λένιν
                     πρώτος ανέβηκε στο τραίνο 
                                                              με το μοχλό του μυαλού
με τη δύναμη της θέλησης.
                                        Και τώρα
                                                      οι προλετάριοι
                                                                            τα πάντα διαφεντεύουν.
Εδώ 
        κάθε χωριάτης
                               έχει το όνομα του Λένιν
                                                                  πιο βαθιά χαραγμένο
απ’ τ’ όνομα όποιου αγίου.
                                       “Εμείς οι ίδιοι, καλέ μας
                                                                           
θα κλείσουμε για πάντα
το αετίσιο βλέμμα των ματιών σου“.
                                                    Το τελευταίο τέταρτο χτυπάει στο ρολόι.
Ακίνητα σταθείτε,
                           τα λεπτά!
                                          Σταμάτα τώρα,
                                                                 κίνηση και ζωή!
                                                                                        Σφυρί,
μη χτυπάς!
                  Γη, 
                         κάτω πέσε και σπάραξε!
                                                             Ο δυνατότερος των ανθρώπων τελείωσε.
Μ’ ένα κανόνι έριξαν
                                ή ίσως με χίλια.
                                                         Κι ύστερα,
                                                                          μακριά,
εκεί που η κόκκινη σημαία
                                      υψώνεται μέσα
                                                             στη πάχνη,
πάνω απ’ την ομοβροντία που σβήνει
                                                      κάποιος κραύγασε,
Eμπρός μάρς!”
                       Η γροθιά της Ευρώπης μάταια
                                                                   σφίγγεται.
Πάνω απ’ τις καμινάδες
                                  ένα δάσος τινάζεται
                                                                τα μπράτσα εκατομμυρίων
ενώνονται και σμίγουν 
                                 η κόκκινη σημαία ξεδιπλώνεται
                                                                              και ψηλά κυματίζει
με φοβερή ορμή.
                         Εργάτες,
                                       σηκωθείτε
                                                       μ’ απόφαση για την τελευταία μάχη!
Ορθώστε τα κορμιά σας
                                   ίσια τα γόνατα!
                                                          Συνεχίστε την Επανάσταση
το μέλλον ανήκει στους ελεύθερους!

     “Σας ευχαριστώ. (Σκουπίζει το μέτωπό του). Να με συγχωρείτε, κάνει ζέστη εδώ. Ξέρετε, έχω ταξιδέψει αρκετά το τελευταίο καιρό. Αρχικά, στο Παρίσι. Έχασα όλα μου τα λεφτά εκεί πέρα. Κάποιος ήταν πιο ελαφροδάχτυλος από μένα. Έπειτα, διέσχισα τον Ατλαντικό, ένα πολύ μεγάλο ωκεανό, όπως βέβαια ξέρετε. Τα πόδια μου δε λένε πολλά πράγματα όταν είμαι στο νερό. Μετά, πήγα στο Μεξικό, έκανε κι εκεί ζέστη. Δεν είναι εύκολο για ένα ποιητή να ταξιδεύει. Η ποίηση είναι σα τη πατάτα, δεν ευδοκιμεί έξω από το χώμα της. Έτσι, κουβαλάω πάντα μαζί μου μερικούς φίλους. Να ο Πούσκιν. (Ανεμίζει ένα βιβλίο τσέπης). Ο Πούσκιν κι εγώ, δε τα πηγαίναμε και πολύ καλά μεταξύ μας. Αλλ’ αυτά είναι τώρα περασμένα-ξεχασμένα. Του ‘γραψα ένα ποίημα για να συμφιλιωθούμε. Τώρα, είμαστε φίλοι.

Αλεξάντερ Σεργκέγιεβιτς
                                    επιτρέψτε μου να συστηθώ:
                                                                             Εγώ.
Δώσ’ τε μου το χέρι σας
                                     θα σας βοηθήσω να κατεβείτε.
Σας εκπλήσσει το θράσος μου;
                                             Εσείς κι εγώ,
                                                                 γέρο μου,
έχουμε την αιωνιότητα εφεδρεία.
                                                 Ας διαθέσουμε λοιπόν μιαν ώρα,
να βολτάρουμε στη πόλη.
                                      Απ’ την αγάπη
                                                            έχω πάρει άδεια
κι απ’ τις αφίσες
                         όμως σα το ψάρι στην άμμο
τα βράγχια της ρίμας σπαρταρούν ακόμα στο μυαλό μου.

Το ‘ξερα πως θα καταλάβετε.
                                           Η ποιήση είναι το πιο καταραμένο πράγμα,
έτσι δεν είναι;
                     Έχουμε πασχίσει
                                               για μια γλώσσα
                                                                      αυστηρή κι αληθινή
και μ’ αυτή σφραγίσαμε
                                   τα λαρύγγια των τραγουδιών μας.
Όμως η ποιήση είναι το πιο καταραμένο πράγμα
                                                                     κι είτε
                                                                               τη βάζω
στη καρμανιόλα του λογοκριτή
                                            ή στο βωμό της αγάπης
                                                                               αυτή συνεχώς επιστρέφει.

Αλεξάντερ Σεργκέγιεβιτς,
                                     θα ‘ταν καλύτερα
                                                               να τα ‘χουμε βρει οι δυο μας
εν ζωή
           κι όχι όπως τώρα.
                                      Ίσως
                                               να ‘μαι ο μόνος
                                                                      που λυπάται
βλέποντάς σας πετρωμένο.
                                        Σύντομα
                                                      θα στεκόμαστε
                                                                              πλάι πλάι
κάτω από το “Π” εσείς
                                 κι εγώ
                                            κάτω απ’ το “Μ“.
                                                                      Είν’ ωραία εδώ
στη χώρα των Σοβιέτ,
                                μόνο που ‘ναι κρίμα
                                                             που δεν υπάρχουν ποιητές.
Μπορεί 
            στις μέρες μας
                                   απλά να μη χρειάζονται.

Λοιπόν πίσω στο βάθρο σας!
                                          Λόγω επετηρίδας έχω σειρά
κι εγώ για το άγαλμά μου
                                     μόνο που θα ‘θελα
                                                                να ζήσω όσο
                                                                                    χρειάζεται
να το καργάρω δυναμίτη
                                     και στον αέρα να το ξαποστείλω!
                                                                                     Μισώ τη νέκρα.
Ζωή, σύντροφε,
                        ζωή, αυτό εγώ θέλω!
                                                       Μισώ τη νέκρα.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: (Μιλώντας μέσ’ απ’ το κοινό). Να με συγχωρείς, σύντροφε Μαγιακόφσκη, αλλ’ αυτοί οι στίχοι δεν είναι στη πραγματικότητα αντεπαναστατικοί; Δεν είναι αστικό αυτό το είδος του αισθήματος; Μιλάς για μελαγχολία, για ονειροπολήσεις και νευρασθένειες… Αυτά δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τον Πούσκιν.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Α, ώστε είσαι ειδικός στη λογοτεχνία, σύντροφε; Και πώς μιλάς, εσύ προσωπικά, στον Πούσκιν; Σου ‘πε τα πάντα, για το ότι δε μελαγχολεί και δεν ονειροπολεί ποτέ; Φοβάμαι ότι σε κορόιδεψε, τραβώντας σου τ’ αφτί ή όποιο άλλο μέρος του κορμιού σου, ανταποκρίνεται σε τέτοιου είδους ερεθίσματα.
ΓΚΟΡΤΚΩΦ: Να με συγχωρείς κι εμένα, σύντροφε, αλλά νομίζω ότι ο σύντροφος που μίλησε έκανε μιαν ουσιώδη παρατήρηση. Κοροϊδεύεις τα Σοβιέτ, τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής…
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Κι ο Λένιν τα κορόιδευε.
ΓΚΟΡΤΚΩΦ: Ναι, αλλά δε μιλάμε γι’ αυτό τώρα. Το ποίημά σου για το σύντροφο Λένιν, είναι βέβαια μια πολύ ειλικρινής απότιση τιμής, αλλά δε νομίζεις πως είν’ επικίνδυνο να εξυμνεί κανείς τόσο πολύ, ένα μόνο άτομο; Όπως είπε πρόσφατα ο σύντροφος Στάλιν, είναι λάθος να εξαίρει κανείς ένα άτομο, περισσότερο απ’ ότι εξαίρει την Επανάσταση.
ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ: Ε, εσείς, παλιοκουμμούνια! Ταραξίες! Ποιος διάολος σας άφησε να μπείτε στη χώρα;
     Ο ΑΝΤΡΑΣ περιστοιχίζεται αμέσως από δυο άλλους ΑΝΤΡΕΣ, που τον αρπάζουν και τον σέρνουν έξω δια της βίας. Από κάπου μακριά ακούγεται μια σειρήνα.
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Φίλοι, περιμένετε! Ας μη πιαστούμε στα χέρια. Όποιος κι αν είναι, αφήστε τον να μιλήσει. (Παύση. Τα φώτα αρχίζουν να χαμηλώνουν). Ίσως να ‘χουμε πια πει αρκετά. Είναι πολύ αργά… Ξέρετε, θαύμαζα τη γέφυρά σας σήμερα, τη γέφυρα του Μπρούκλιν. Αυτός που τη σχεδίασε ήταν ο ποιητής σας. Κι αυτοί που την έχτισαν, οι ήρωές σας. Γι’ αυτό θα ‘θελα κι εγώ με λίγα λόγια μου να πηδήξω πάνω από τα σύννεφα, σα τη γέφυρά σας και να ριζώσω απ’ την άλλη μερια. (Η γέφυρα φωτίζεται. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στρέφεται προς αυτήν). Ω, εσείς, γερά καλώδια, κρατάτε δεμένο όλο αυτό το σύνολο, χωρίς να λυγίζετε. Σας έχουν φτιάξει γερά. Μπορεί οι Αμερικές κι οι Ρωσίες μας να παρασύρονται προς τους πόλους, αλλά εσείς θα κρατάτε αυτά τα δυο νησιά γερά ενωμένα. Αν μπορούσε κανείς να καθήσει ‘δώ, στη μέση και να μη πρέπει να πάει σε μια από τις δυο μεριές. Να μπορούσε να πηδήξει, αν έρχονταν να τον πιάσουν. Να μπορούσε να κρυφτεί. (Ξαπλώνει κάτω). Είν’ ωραία εδώ… τόσο ωραία… Αστέρια… που αφήνουν πάνω σου τη σκόνη τους…
     Εμφανίζεται ένας αστρόφωτος ουρανός. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ κοιμάται.

                                          ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ

Σκηνή Ι

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στέκεται με τη ΤΑΤΙΑΝΑ κάτω από ένα φανοστάτη. Φοράει καπέλο και καμπαρντίνα με ζώνη, ενώ η ΤΑΤΙΑΝΑ φοράει μια κομψή φούστα στυλ τέλη δεκαετίας του ’20. Στα δεξιά τους βρίσκεται ο ΣΩΦΕΡ ΤΟΥ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ φορώντας στολή σωφέρ, μπότες και γάντια. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στέκεται πολύ κοντά στη ΤΑΤΙΑΝΑ. Απαγγέλει ο ένας στον άλλο, ρώσικη ποίηση με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Στο βάθος, καθ’ όλη τη διάρκεια της σκηνής, ακούγεται μουσική από γαλλικό καμπαρέ.


ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ
: Για φαντάσου! Μια Λευκορωσίδα που ξέρει την Αχμάτοβα και τον Μπλοκ. Για φαντάσου, μια κοπέλα που μπορεί και με συνερίζεται. (Πιάνει το μέτωπο της ΤΑΤΙΑΝΑΣ και το φιλάει). Απαντώντας στους στίχους μου μ’ άλλους στίχους. Φτύνοντας σφαίρες ο ένας στο στόμα του άλλου! (Πιάνει δυνατά το κεφάλι της με τα δυό του χέρια και τη φιλάει βίαια). Μη μου λες ότι θες να μείνεις σ’ αυτό το νεκροταφείο της εξορίας. (Πετάει πέρα το καπέλο του και τη φιλάει στο λαιμό και στους ώμους, χαλαρώνοντας τη φούστα της). Θα σε κάνω Αυτοκράτειρα πασών των Ρωσιών! Βασίλισσα των Σοβιέτ! Θεέ μου, δε μπορώ να σε χορτάσω. Παντρέψου με, διάολε, παντρέψου με, παντρέψου με, παντρέψου με!

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ συνεχίζει με ζέση. Η ΤΑΤΙΑΝΑ φαίνεται να υποχωρεί εντελώς, αλλά παθητικά. Ο ΣΩΦΕΡ, που ‘χει μαζέψει το καπέλο του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, παρακολουθεί τα τεκταινόμενα. Εμφανίζεται στη σκηνή η ΚΟΠΕΛΑ ΤΟΥ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ, καθώς κι όλες οι άλλες γυναίκες που ‘χαν ώς τότε συσχετισθεί μαζί του στο έργο, εκτός από τη ΛΙΛΗ. Μπαίνουν οι ΕΠΣΤΑΪΝ και ΓΚΟΛΝΤ, συνοδευόμενοι από γυναίκες και γελώντας μεθυσμένοι. Οι δυο άντρες βγαίνουν, αλλά οι γυναίκες παραμένουν. Όλες οι γυναίκες περιφέρονται γύρω από τους δυο εραστές, παίρνοντας μιαν έκφραση ικανοποίησης κάθε φορά που περνάνε από μπροστά τους. Ακούγονται νότες από τον ύμνο της Τρίτης Διεθνούς, μαζί με τη μουσική του καμπαρέ.
     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ σηκώνει ψηλά τη ΤΑΤΙΑΝΑ κι αρχίζει να χορεύει μαζί της, Ξεχνώντας τις άλλες γυναίκες, που βρίσκουν ταίρια κι αρχίζουν κι αυτές να χορεύουν. Οι γυναίκες χορεύουν ήρεμα, ενώ ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ χορεύει όλο και πιο άγρια. Τη στιγμή που ο χορός του κορυφώνεται, η ΤΑΤΙΑΝΑ ξεφεύγει γελώντας ηχηρά, ανακατεύεται με τ’ άλλα ζευγάρια, αλλάζοντας ταίρια, ενώ τη ψάχνει παντού ένας τρομοκρατημένος ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, απωθώντας φιλιά κι απόπειρες χαδιών.

     Μπαίνει η ΛΙΛΗ και παρακολουθεί όρθια τη σκηνή, απαθής. Ο ΣΩΦΕΡ, που κρατούσε ήσυχα σημειώσεις για ό,τι συνέβαινε, της φέρνει αμέσως ένα σκαμνί κι η ΛΙΛΗ κάθεται. Μια-μια, οι γυναίκες σταματούν να χορεύουν καθώς ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ προσπαθεί ν’ ανακαλύψει αυτή που ψάχνει. Δε μπορεί ν’ αναγνωρίσει καμία απ’ αυτές. Στο τέλος, η ΤΑΤΙΑΝΑ περνάει χορεύοντας, γελώντας πάλι ηχηρά. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ την αρπάζει από το μπράτσο, αλλά κι αυτή μετατρέπεται σε μια ξένη γι’ αυτόν και την αφήνει να φύγει. Μένει μόνος πάνω στη σκηνή με τη ΛΙΛΗ, αλλά δε τη βλέπει.
     Κοιτάζει το κοινό.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μια κοπέλα σαν εσένα… μια κοπέλα σαν εσένα… Για φαντάσου! Μια κοπέλα σαν εσένα, μπορούσε να γεμίσει την αγκαλιά μου… (Δυνατά). Να γεμίσει την αγκαλιά μου!


     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ παραμένει πάνω στη σκηνή, με τα χέρια ανοιχτά. Η ΛΙΛΗ μένει καθισμένη κι ακίνητη. Η χορευτική μουσική σταματάει και πέφτει απόλυτη σιωπή.
     Τα φώτα σβήνουν
.

Σκηνή II

     Ακούγετ’ ένα πιάνο να παίζει σατιρικό βάλς. Η μουσική κολλάει σε μια στροφή, που επαναλαμβάνεται πολλές φορές. Ο ήχος αυτός καλύπτεται από το θόρυβο σφυροκοπημάτων. Τα φώτα ανάβουν, αποκαλύπτοντας μια γεμάτη από κόσμο θεατρική σκηνή, σε ώρα πρόβας. Κάποιοι ΕΡΓΑΤΕΣ κατασκεύαζουν ένα σκηνικό, που περιλαμβάνει ένα κλουβί. Οι ΗΘΟΠΟΙΟΙ περπατούν πέρα-δώθε, απορροφημένοι από το διάβασμα των ρόλων τους. Οι ΗΛΕΚΤΡΟΛΟΓΟΙ ρυθμίζουν τα φώτα, οι ΜΠΟΓΙΑΤΖΗΔΕΣ βάφουν τους τοίχους, οι ΣΧΕΔΙΑΣΤΕΣ είν’ αποσχολημένοι με τα σχέδια και τις μακέτες τους. Ένας ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΗΣ γράφει κάτι σε μια γραφομηχανή. Στο πιάνο κάθεται ο ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ, μελετώντας τη παρτιτούρα του. Κάποιος κουρδίζει μια κιθάρα. Η ΝΟΡΑ προβάρει ένα νυφικό. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ συζητά κάποιο θέμα με το ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ.


ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Όχι, όχι. Όχι η κουρτίνα. Το φόρεμα της Νόρας!

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Βολόντια, δεν είναι και τόσο εύκολο αυτό.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Γιατί όχι; Κοίτα. Νόρα, γλυκειά μου…

     Πλησιάζει τη ΝΟΡΑ κρατώντας έναν αναπτήρα. Σκύβει σα να θέλει να βάλει φωτιά στο φορεμα της.

ΝΟΡΑ: Βολόντια, μα τί στο καλό κάνεις;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Προσπαθώ να δω αν μπορώ ν’ ανάψω φωτιά από κάτω σου. Είναι γραμμένο ακριβώς εδώ, στο σενάριο. Αρπάζεις φωτιά και, συνεπώς, προκαλείς το θάνατο όλων των άλλων ηθοποιών. Θυμάσαι;

ΡΑΦΤΡΑ: Σύντροφε, πρέπει να τελειώσω ένα στρίφωμα εδώ.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μη το ράψεις πολύ σφιχτά. Θα στερήσεις το γαμπρό από τα δικαιώματά του.

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Εντάξει, για προσέξτε με όλοι. Αρχίζουμε τη πρόβα. Ησυχία! Ησυχία!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Με βροντερή φωνή). Ησυχία!

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Στις θέσεις σας παρακαλώ.


  1. Ο Γάμος

     Εμφανίζεται ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ με κουστούμι καμπαρέ, ημίψηλο, μπαστούνι κλπ. Ακούγεται μια παρωδία Όφενμπαχ.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Σύντροφοι, αυτό που θα δείτε είν’ ένας πραγματικός ρώσικος γάμος. Έχετε ακουστά για τους ρώσικους γάμους, αλλ’ αυτός έχει μια διαφορά. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία αγάπης κάτω από ένα σοσιαλιστικό καθεστώς. (Ακούγεται ένα βιολί να παίζει λαϊκή μουσική). Ο σύντροφος Ιβάν Πρισίπκιν! Πρώην εργάτης, πρώην μέλος του Κόμματος, αρραβωνιαστικός κι αγαπημένος της …Ελζεβίρας!

     Ο ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ κι η ΕΛΖΕΒΙΡΑ (ΝΟΡΑ) κάνουν, ο καθένας με τη σειρά του, ένα βήμα μπροστά, υπό τη συνοδεία τυμπανοκρουσιών. Η ΕΛΖΕΒΙΡΑ υποκλίνεται.


ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ: Να με συγχωρείς, σύντροφε, αλλά λέγομαι Πιέρ… Πιέρ Σκρίπκιν.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Πώς είπες;

ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ: (Με σκέρτσο). Πι-έρ.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Καλά, τι Ιβάν τι Πιέρ; Και τα δυο είν’ από το παλιό καλό ρώσικο απόθεμα, τη ψυχή της εργατικής τάξης. Να πώς χτίζουμε το σοσιαλισμό!

     Ακολουθεί μια παντομίμα του γάμου. Όλοι οι παρευρισκόμενοι είναι πάρα πολύ μεθυσμένοι και κάνουν φασαρία, επιδεικνύοντας σε κάθε ευκαιρία μια φοβερή χυδαιότητα. Ανάμεσα τους, ξεσπάει πυρκαγιά. Το φόρεμα της ΕΛΖΕΒΙΡΑΣ αρπάζει φωτιά, όταν κάποιος τη σπρώχνει πάνω σε μια σόμπα. Η φωτιά εξαπλώνεται παντού. Οι καλεσμένοι καίγονται ζωντανοί, υπό τους ήχους της σκηνής της κόλασης από τον Ντον Τζοβάνι. Η σκηνή τελειώνει με τυμπανοκρουσίες κι ήχους κυμβάλων.


  1. Η Ανάσταση

     Εμφανίζεται ο ίδιος ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, με το καπέλο και το μπαστούνι του ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ. Πετάει πέρα το καπέλο, αλλά συνεχίζει να στριφογυρίζει το μπαστούνι του.


ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ
: Λοιπόν, τί φανταζόσασταν; Υπάρχουν ατέλειες ακόμα και στο σοσιαλισμό. Όταν είναι κανείς Ιβάν, παραμένει πάντα Ιβάν. “Πι-έρ”. ΄Οχι, αυτό δε θα ταίριαζε ποτέ στον Πρισίπκιν. Την εποχή εκείνη, σύντροφοι, δεν ήταν πάντα σίγουρο πως ο σοσιαλισμός θα χτιζόταν ποτέ. Σήμερα, όμως, στη Παγκόσμια Ομοσπονδία, όλ’ αυτά ανήκουν πια στο παρελθόν.

     Ενώ μιλά, ο ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ μεταφέρεται μέσα στη σκηνή από δυο λευκοντυμένους εργάτες ιατρικού εργαστηρίου, χωμένος σε μια παγοκολώνα. Η παγοκολώνα τοποθετείται πάνω σε μια μεγάλη πλάκα, δένεται πάνω της και συνδέεται με ένα ηλεκτρικό μηχάνημα.

     “Έστω, ας υποθέσουμε πως βρήκες ένα μαστόδοντο καταψυγμένο στη Σιβηρία, λόγου χάρη. Θα ‘θελες να ρίξεις μια ματιά, έτσι δεν είναι; ‘Ασχετα από το πόσο βρώμικο, πόσο αποσυντεθημένο θα ‘ταν αυτό το πράγμα. Σε τελευταία ανάλυση, αυτή είν’ η φύση του ανθρώπου, ακόμα και στα σοσιαλιστικά καθεστώτα. (Κλείνει τη μύτη του). Χόμο Πρισίπικους! (Βγαίνει).


     Ο ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ αποψύχεται και ξαναζωντανεύει. Η πλάκα υψώνεται αργά και στέκεται κάθετα προς το έδαφος. Το κοινό ανακαλύπτει πως η μορφή που βρίσκεται πάνω της είν’ ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ. Τα μάτια του είναι κλειστά. Ο ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ κάνει ένα βήμα μπροστά. Κρατά ένα μικρό, διάφανο βαλιτσάκι.

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Για φανταστείτε, φίλοι μου! Έχουμε αιχμαλωτίσει εδώ, εντελώς ανέπαφο και διατηρημένο κατά τρόπο θαυμαστό, το μοναδικό υπαρκτό δείγμα ενός κάποτε ζωντανού οργανισμού: του ψύλλου. (Ανοίγει το βαλιτσάκι). Παρατηρήστε, πολίτες. Το έντομο έχει αποκοιμηθεί. Είχε ξεφύγει από τον οικοδεσπότη του, αυτό εδώ το αναστημένο θηλαστικό, με τον οποίο, απ’ ό,τι φαίνεται, είχε εντοιχισθεί κατά λάθος. Δεν έχουμε ακόμα εξακριβώσει τη βιολογική σχέση μεταξύ του ενός και του άλλου ζώου και τα πειράματά μας έχουν αναβληθεί προς το παρόν, για λόγους δημόσιας υγείας. Αυτό το αηδιαστικό ον (δείχνει το ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ) μετέδωσε, απ’ ό,τι φαίνεται, μια πραγματική επιδημία στο πληθυσμό. Όταν αποψύχθηκε, βρωμούσε τόσο πολύ αλκοόλ, που εμείς το χρησιμοποιούμε για αντισηπτικό, αλλά, -αν πιστέψουμε τα παλιά αρχεία, κάποτε καταναλωνόταν σαν ποτό- που δε μπορούσε να τον πλησιάσει κανείς. Επιπλέον, ενοχλούσε τόσο πολύ το ιατρικό μας προσωπικό γι’ αυτό το απεχθές καταπότι, ώστε, πιστεύοντας ότι μπορεί να συσχετιζόταν με τη λειτουργία του μεταβολισμού του, προσπαθήσαμε να κατασκευάσουμε κάτι χημικά παρεμφερές με αυτό, με αξιοθρήνητα αποτελέσματα.
     (Καθώς διηγείται αυτά τα γεγονότα ο ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ, ο ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ περπατά τρεκλίζοντας, σαν μεθυσμένος).
     “Το εργαστήριο άλλαξε τρεις φορές προσωπικό και πεντακόσιοι εργάτες αναγκάστηκαν να νοσηλευθούν. (Το κοινό βλέπει σε παντομίμα μεθυσμένους εργάτες. ΄Ενας άντρας περπατά τρεκλίζοντας πάνω στη σκηνή, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας φάλτσα). Αυτό το απωθητικό εργαλείο, προφανώς κάποιο είδος μουσικού οργάνου, βρέθηκε επίσης στη κατοχή του όντος. Όταν κινούσε κανείς τις χορδές του, συνοδεύοντας τη κίνησή του με κάποιους ημιάναρθρους ήχους, προκαλούσε στις ευαίσθητες νέες γυναίκες μια “ερωτική διάθεση”! Έτσι αποκαλείτο αυτή η παλιά αρρώστεια, που η σεξουαλική ενέργεια, αντί να κατανέμεται λογικά σ’ όλη τη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής, συμπυκνωνόταν ξαφνικά σ’ έναν παροξυσμό που διαρκούσε μια βδομάδα και κατέληγε σε παράλογες και γελοίες συμπεριφορές. Φυσικά, υποχρεωθήκαμε να δώσουμε ηρεμιστικά στο ον και να το βάλουμε σε καραντίνα. Ύστερα από σύσκεψη με τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής, αποφασίστηκε να το μεταφέρουμε αμέσως στο ζωολογικό κήπο.

  1. Η ΄Εκθεση

     Στο ζωολογικό κήπο. Ένα πλήθος ανάκατο. Στο κέντρο, ένα κλουβί πάνω σε μια υπερυψώμενη πλατφόρμα. Η πλατφόρμα είναι διακοσμημένη με σημαιάκια, ενώ το κλουβί είναι σκεπασμένο μ’ ένα κουρτινάκι.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Από ‘δω, σύντροφοι του ξένου Τύπου! Πλησιάστε στο βήμα! (Ακούγεται μια μπάντα). Σύντροφοι, κηρύσσω την έναρξη της διαδικασίας. Η εποχή μας είναι στοιχειωμένη από την ανάμνηση πολλών επώδυνων γεγονότων. Η ανθρωπότητα, εξουθενωμένη από τις συμφορές των προηγουμένων εποχών, μπήκε μ’ ευγνωμοσύνη σ’ ένα λιμάνι ειρήνης, γαλήνης κι αδελφοσύνης. Ωστόσο, δε πρέπει να χαλαρώνουμε ποτέ την επαγρύπνησή μας. Τα μελαγχολικά γεγονότα που παρατηρήσαμε στη πόλη μας τις τελευταίες δέκα μέρες, ήταν αποτέλεσμα μιας ανεπαρκούς επιστημονικής προσοχής, λόγω της κυκλοφορίας ανάμεσά μας, δυο επικίνδυνων παρασίτων, φορέων φριχτών κι απωθητικών ασθενειών που ‘χουν εδώ και καιρό εξαλειφθεί στο πολιτισμένο κόσμο. Χάρη στις προσπάθειες της Κεντρικής Επιτροπής και με τη συνεργασία της παγκόσμιας ιατρικής κοινότητας, η κρίση αυτή έληξε. Η ασφάλεια κι η υγεία του κοινού αποκαταστάθηκαν.
     “Ωστόσο, υπενθυμίζοντας τις φρίκες του παρελθόντος, τα γεγονότα αυτά ανακαλούν ζωηρά στη μνήμη μας, την ένταση του αγώνα που ‘καναν οι εργάτες όλης της υφηλίου, για να φτάσουν στο σημερινό επίπεδο πολιτισμού.

     Καθώς ολοκληρώνει την ομιλία του ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ, ακούγονται βελάσματα και μουγκρητά ζώων. Οι ήχοι αυτοί δυναμώνουν κατά τη διάρκεια της επόμενης ομιλίας.

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Έτσι, χάρη στην επαγρύπνηση των αρχών, αυτή η παραλίγο τραγωδία μετατράπηκε σ’ εορταστικό γκαλά και σε μάθημα σύνεσης για όλους μας. Βασιζόμενοι σ’ ορισμένα μιμητικά χαρακτηριστικά που παρατηρήθηκαν στο αποψυγμένο ζώο, οι συνάδελφοι του Ινστιτούτου Ανθρώπινης Ανάστασης το κατέταξαν κατά λάθος στο είδος Χόμο Σάπιενς και μάλιστα στο ανώτερο γένος του, στην εργατική τάξη. Αλλά η δική μου εξέταση διαπίστωσε αμέσως, ότι το εν λόγω ον ήταν απλώς ένα ανθρωποειδές. Πράγματι, και τα δυο ζώα που έχουμε εδώ (ο ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ δείχνει το ψύλλο στο βαλιτσάκι του), παρ’ όλη τη διαφορά μεγέθους και σωματικής διαπλασης, είναι ουσιαστικά ίδια: Παράσιτα στο σώμα της ανθρωπότητας. Και τα δυο τρώνε και πίνουν άπληστα χωρίς ντροπή. Και τα δυο κάνουν σάλτο μορτάλε στα μαλακά στρώματα του χρόνου. Το ‘να εξαλείφθηκε βιολογικά, το άλλο ιστορικά. Αυλαία, παρακαλώ!

     Οι βοηθοί ξεσκεπάζουν το κλουβί. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ κοιτάζει μπροστά, ανέκφραστα, σφίγγοντας τα κάγκελα. Φοράει ένα κοστούμι που του πέφτει πολύ μικρό. Το κλουβί έχει μέσα ένα κρεβάτι κι ένα γλόμπο με κίτρινο φως. Σε μια γωνιά, υπάρχει μια κιθάρα. Οι κραυγές των ζώων δυναμώνουν κι άλλο.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Ελάτε, σύντροφοι. Πλησιάστε, πλησιάστε! Δεν έχετε να φοβηθείτε τίποτα. Είν’ εντελώς εξημερωμένο τώρα. Δείτε, θέλει να μας ψυχαγωγήσει.


     Ο ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ διασχίζει με ύφος όλη τη σκηνή και σταμάτα μπροστά στο κλουβί. Είναι μεθυσμένος, αλλά ευδιάθετος. Κρατάει μια κιθάρα. Από τη μια τσέπη του, προεξέχει ένα μπουκάλι.

ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ: (Παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας βραχνά). Είμαστε οι φουτουριστές
προάγγελοι ενός γενναίου νέου κόσμου…

-Όχι, όχι αυτό.

-Είμαστε οι άνθρωποι της ΝΕΠ,
με το σοσιαλισμό συνοδοιπορούμε…

– (Κουνώντας στο μπουκάλι). Στο μέλλον! Να μη ξεραθεί ποτέ. (Τραβάει ένα τσιγάρο που ‘ταν στερεωμένο στο αφτί το και χτυπά τις τσέπες του). Πού είναι τα σπίρτα μου; Διαολοπράγματα. Δε τα βρίσκεις ποτέ σα τα χρειάζεσαι. (Προς τον ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ). Ε, φίλε, έχεις φωτιά; (Κατά λάθος, χτυπά τις χορδές της κιθάρας του).

ΦΩΝΕΣ: Ω, όχι!

-Αηδία!

-Τι προστυχιά!

-Σύντροφε, μην του δώσεις φωτιά!

     Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ ανάβει το τσιγάρο του ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ, κλείνοντας το μάτι στο κοινό. Ο ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ βγάζει ένα σύννεφο καπνού από τη μύτη.

-Όχι, όχι!

-Δείτε τι κάνει!

-Τι προστυχιά!

– Τι απρέπεια!

    Ο ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ παθαίνει αναγούλα.

-Δείτε, δείτε!

-Βοηθήστε τον!

-Τι απρέπεια!

-Τι επιθετικότητα!

-(Όλοι μαζί). Τι βρωμιά!

     Ο ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ προσπαθεί να καθαρίσει το λαιμό του πίνοντας μια μεγάλη γουλιά βότκα.
-Όχι, όχι! Πω, πω…

     Οι κραυγές αυτές κάνουν τον ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ να συνειδητοποιήσει πως υπάρχουν γύρω του άνθρωποι. Σπρώχνει πέρα τον ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ και πετάει τη κιθάρα κάτω. Καθώς μιλάει, ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ αρχίζει να ταρακουνάει τα κάγκελα. Γίνεται όλο και πιο βίαιος, βγάζοντας ένα βρυχηθμό που σμίγει με τις κραυγές των ζώων και τελικά τις επικαλύπτει.

ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ: Πολίτες! Σύντροφοι! Λαέ μου! Αγαπητοί μου! Πώς φτάσατε εδώ; Όλοι εσείς! Γιατί είμαι μόνος μου στο κλουβί; Αγαπητοί μου, δικοί μου άνθρωποι! Ελάτε μαζί μου! Γιατί υποφέρω; Σύντροφοι…

ΦΩΝΕΣ: (Πανικόβλητες) -Πω, πω, πω!

-Αφήστε με να φύγω! Αφήστε με να φύγω!

-Σώστε τα παιδιά!

-Φιμώστε το! Φιμώστε το! Είναι φριχτό!

-Βοήθεια! Βοήθεια! Βοήθεια!


     Προβολείς σαρώνουν τη σκηνή προς όλες τις κατευθύνσεις.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Μη πανικοβάλλεστε, σύντροφοι!

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Δεν έχετε κανένα λόγο ν’ ανησυχείτε.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Γρήγορα! Ανοίξτε τις πόρτες! Θα ποδοπατηθούν!

     Ανάβουν τα φώτα κι ανοίγουν οι πόρτες του θεάτρου.


-Μουσική! Μουσική! Μουσική!


     Ακούγεται μια μπάντα να παίζει δυνατά μουσική. Τα φώτα του θεάτρου σβήνουν. Λευκοντυμένοι βοηθοί με χειρουργικές μάσκες και γάντια, βγάζουν τον ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ έξω από τη σκηνή. Οι κραυγές των ζώων καταλαγιάζουν. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, που ‘ναι τώρα σιωπηλός, ξαναπαίρνει την αρχική του στάση. Το εσωτερικό του κλουβιού του, έχει καταστραφεί εντελώς.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Ελπίζουμε να σας άρεσε το θέαμα.

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Το μόνο που θέλουμε είναι να σας ψυχαγωγήσουμε.

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Κι αν έρθετε αύριο βράδι…

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: …θα δείτε ξανά το ίδιο απωθητικό θέαμα!

(Κι οι δυό μαζί): Καλή νύχτα! Καλή νύχτα! Καλή νύχτα! Καλή νύχτα!

     Περπατούν σα να είναι μέλη κάποιας μπάντας. Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ κι ο ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ βγαίνουν. Ακούγονται ακόμα αμυδρά, κραυγές ζούγκλας. Ξανακούγεται μουσική κι όλοι οι “ηθοποιοί” εμφανίζονται στο κοινό, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου και κάνοντας υπερβολικά βαθιές υποκλίσεις. Κάποιοι φωνάζουν: “Θέλουμε το συγγραφέα! Θέλουμε το συγγραφέα”!

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ: Βεβαίως! Το συγγραφέα.

     Ο ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ ξεκλειδώνει το κλουβί. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ βγαίνει έξω, πιάνει τα χέρια των υπολοίπων στο κέντρο της σκηνής. Υποκλίνονται όλοι.
     Τα φώτα σβήνουν
.

Σκηνή ΙΙΙ

     Ένα κουδούνι χτυπά μια φορά. Τα φώτα ανάβουν δείχνοντας το διαμέρισμα των ΜΠΡΙΚ. Το δωμάτιο είναι γεμάτο από κόσμο που μιλά και γελά δυνατά. Μέσα στο κόσμο υπάρχουν ηθοποιοί από τη προηγούμενη σκηνή (εκτός από τον ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗ ΤΟΥ ΤΣΙΡΚΟΥ), συνάδελφοι (ΑΣΕΓΙΕΦ, ΚΑΜΕΝΣΚΗ, ΡΟΝΤΣΕΝΚΟ) και μέλη από τον κύκλο των ΜΠΡΙΚ, μεταξύ των οποίων, ο ΓΚΟΡΤΚΩΦ και διάφορα μέλη της κυβέρνησης και της GPU. Οι άνθρωποι της κυβέρνησης, που φορούν κοστούμια σα να ‘ναι επιχειρηματίες, ξεχωρίζουν σαφώς από τους ανθρώπους του θεάτρου, που φορούν εσάρπες, κάπες και μερικές φορές μάσκες ή ορισμένα ρούχα από τα θεατρικά τους κοστούμια, ενώ κάποιοι απ’ αυτούς δεν έχουν ακόμα αφαιρέσει πλήρως το μακιγιάζ τους. Οι άνθρωποι της GPU φορούν καπέλα και καμπαρντίνες.
     Το διαμέρισμα είναι διακοσμημένο με αφίσες και σχέδια σχετικά με τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ και το έργο του. Μερικά απ’ αυτά είναι σχεδιασμένα από τον ίδιο τον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, που μπαίνει φορώντας ένα καλορραμμένο κοστούμι. Κρατά δυό σαμπανιέρες γεμάτες με σαμπάνιες. Ο κόσμος τον χαιρετά φωνάζοντας
:

– Α, ήρθες!

– Βολόντια, Βολόντια!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Ακουμπώντας με δύναμη τις σαμπανιέρες). Φίλοι! (Βήχει, καθαρίζει το λαιμό του). Τι ωραία που είναι!

ΦΩΝΕΣ: ‘Ανοιξε τα μπουκάλια! (Πετάγονται φελλοί). Μπράβο! Μπράβο! Λόγο! Λόγο!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Χαμογελώντας) Για τίποτα στο κόσμο.

ΦΩΝΕΣ: Ναι, ναι! Λόγο! Λόγο!

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ ανοίγει τα χέρια, να μιλήσει, σταμάτα, ανασηκώνει τους ώμους, επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις. Γέλια, γιουχαΐσματα, επευφημίες.

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Ωραία μιλήσες, Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς.

     Κι άλλα γέλια. Η ΛΙΛΗ προχωρά και τον φιλά στο μάγουλο με μια ανάλαφρη αλλά κτητική διάθεση. Προσπαθεί να τη φιλήσει, αλλά αυτή ξεγλιστρά.

ΟΣΙΑ: Καλωσόρισες σπίτι, Βολόντια.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Νιώθω σαν ήρωας κάποιου πολέμου. Δημοσιεύτηκαν οι κριτικές ή όχι ακόμα; Πρέπει να ‘μαι πληγωμένος κάπου. (Αρχίζει να χοροπηδά στο ‘να πόδι, πιάνοντάς το με το χέρι, να το στηρίξει τάχα. Αυτό μετατρέπεται σ’ έν’ απρόβλεπτο χοροπήδημα. Όπως προσπερνά τη ΝΟΡΑ, τη πιάνει απ’ τη μέση, τη περιστρέφει μιά-δυό φορές και τη φιλά στο στόμα. Αυτή τραβιέται, αμήχανη και προσβεβλημένη). Λοιπόν, τα πόδια δουλεύουν ακόμα. Το ίδιο κι η γλώσσα. Όσο μπορεί κανείς να κλωτσά και να φτύνει, υπάρχει πάντα ελπίδα.

ΑΣΕΓΙΕΦ: Ποιος νοιάζεται για μια κακόβουλη κριτική; Είδες το κοινό σου. Το έργο ήταν καθαρός θρίαμβος!

ΚΑΜΕΝΣΚΗ: (Υψώνοντας το ποτήρι). Στον Σαίξπηρ!

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: (Σοβαρά). Όχι, όχι στον Σαίξπηρ. Όχι ακόμα. Στον Μολιέρο.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Στο Μο-λιέ-ρο! (Σηκώνει με παλμό τα πόδια και κάνει ένα μικρό, σκερτσόζικο βήμα).

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Στον Μο-λιέ-ρο!

ΠΡΙΣΙΠΚΙΝ: (Ρίχνοντας μια μαύρη κάπα στους ώμους του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ). Που ‘ναι το κοστούμι σου, Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς; Δεν είμαστε σε σύσκεψη της Κεντρικής Επιτροπής!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Στριφογυρίζοντας τη κάπα). Αγαπημένο μου έκτρωμα! Ούτε είμαστε σε κηδεία. Έχεις όμως δίκιο. Δεν είμαι κατάλληλα ντυμένος. Που ‘ν’ η μάσκα; (Ψάχνει ανάμεσα στις μάσκες και βάζει μια μάσκα τράγου). Να! (Βελάζει). ‘Αψογα. (Περιφέρεται στο δωμάτιο βελάζοντας σε καλεσμένους).

ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ: Θαύμα. Τώρα μοιάζεις με θεατρικό συγγραφέα.

     Ο Μαγιακόφσκι του βελάζει.

ΡΟΝΤΣΕΝΚΟ: Τώρα ακούγεσαι σα θεατρικός συγγραφέας.

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ χτυπά ελαφρά το φαλακρό κεφάλι του ΡΟΝΤΣΕΝΚΟ σα να ‘ταν το χέρι του πατούσα. Κάθεται καβάλα σε μια καρέκλα στο κέντρο της σκηνής. Η ΑΝΟΥΣΚΑ φέρνει ένα δίσκο με σκεπασμένα πιάτα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ χτυπά παλαμάκια και βάζει γύρω απ’ το λαιμό του μια πετσέτα φαγητού.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Αχ, αυτοί οι κριτικοί! Για να τους δούμε. (Ανοίγει ένα πιάτο, βελάζει). Τσουζάκ! Εδώ είσαι! (Σπρώχνει το πιάτο με το πηρούνι του). Έχεις πάθει μαλάκυνση εγκεφάλου, γέρο μου. (Βελάζει. Ακούγονται γέλια). Ξέρετε πώς πρέπει ν’ απαντά κανείς σ’ ένα κριτικό, κυρίες και ζώα; Τρώγοντας τον! (Τρώει). Ελάτε όλοι σας, να φάτε ένα κριτικό.

     Σερβίρεται το υπόλοιπο φαγητό.

ΑΣΕΓΙΕΦ: (Μιμούμενος τον Τσουζάκ). Σε παρακαλώ πολύ, σύντροφε Μαγιακόφσκη, άσε ήσυχους τους κριτικούς. Πώς μπορούμε να χτίσουμε το σοσιαλισμό χωρίς αυτούς;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Έχεις δίκιο. Δε τρώγονται. Βάλε αυτό το πράγμα πίσω στο πιάτο.

     Γέλια, βελάζουν όλοι.

ΓΚΟΡΤΚΩΦ: Μα, σύντροφε, δεν είναι καννιβαλισμός, το να τρώει κανείς ένα κριτικό;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Μασώντας ένα ραπανάκι). Ω, όχι, όχι μεταξύ ζώων. Εδώ είμαστε όλοι κρεατοφάγοι, χαρούμενοι κατά πώς μας έπλασε ο Θεός. Λίγο κρεατάκι, λίγη πρασινάδα. (Βουτά μια κοπέλα και της δαγκώνει τρυφερά το αφτί). Τρώμε τα πάντα ωμά. Μόνο τους κριτικούς πρέπει να βράζουμε λίγο. Και τους παραγωγούς. (Τσιμπά τρυφερά τον ΜΕΓΙΕΡΧΟΛΝΤ). Και τους εκδότες των κακόβουλων λογοτεχνικών περιοδικών. Και τους προλετάριους ποιητές. (Βελάζει). Ιδιαίτερα δύσπεπτοι. Οι γραφειοκράτες χρειάζονται μια τζούρα αλάτι. Αλλά ένα κομμάτι (φιλά τη ΝΟΡΑ) κατεβαίνει μια και κάτω. (Προς τη ΝΟΡΑ). Έλα τώρα, συντρόφισσα, δεν ήταν δα κι άσχημα, ε; Μόλις που ακούμπησες λίγο τα δόντια μου. (Η ΝΟΡΑ απομακρύνεται προσβεβλημένη ξανά. Ο Μαγιακόφσκη ανασηκώνει τους ώμους). Ορισμένοι άνθρωποι είναι χαρούμενοι όταν έχουν να ταΐσουν ένα τράγο. Ορισμένοι θέλουν να τρέφονται απ’ αυτόν. Τα πάντα είναι μέρος του φυσικού κύκλου της ζωής. (Πλησιάζει τον ΓΚΟΡΤΚΩΦ, τακτοποιώντας ελαφρά το κοστούμι του). Μόνο που εδώ δεν αρέσει ο Χόμο Σάπιενς. Είναι το μόνο είδος που δεν ανεχόμαστε. Ο ‘Ανθρωπος! (Προς τον ΟΣΙΑ). Επομένως, αν δεις κάποιον εδώ γύρω, βγάλ’ τον αμέσως έξω. (Υποκλίνεται). Ευγενικά. (Φοράει πάλι τη μάσκα και βελάζει δυνατά. Γέλια).

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ: Κι όμως, είμαι σίγουρη πως πρέπει να υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι εδώ γύρω, Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς. Ήρθα ειδικά για να τους συναντήσω.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Κινδυνεύετε τότε ν’ απογοητευθείτε, κυρία μου. Δείτε, για παράδειγμα, τον Κόλια. Είναι καμηλοπάρδαλη. Και τον Αλεξέϊ. Έχει κάτι από ελέφαντα. Και τον Όσια. Είναι λίγο ώς πολύ σκίουρος. Κι εδώ είν’ ένας μυρμηγκοφάγος, μια γαζέλα κι ένα λάμα. Ακόμα κι ο σύντροφος Γκορτκώφ έχει κάτι από ύαινα. Ο σύντροφος Τρότσκι είν’ απλώς κόπανος. Και σε τελευταία ανάλυση, ποιος είναι ο πιο μεγάλος απ’ όλους τους τράγους; (Σοκαρισμένη σιωπή). Μα, ο Μαγιακόφσκη, βέβαια. (Ανακούφιση, γέλια).

ΑΣΕΓΙΕΦ: Λοιπόν, αγαπητοί μας φίλοι, ο Βολόντια έχει δίκιο, όπως πάντα. Είμαστ’ όλοι μέρος του υπέροχου τσίρκου του. Μια επανάσταση χωρίς ποιητή είν’ απλώς ποδοβολητό άγριων ζώων κι ο Βολόντια είν’ ο ποιητής μας. Έδωσε τα πάντα, όλο τον απέραντο, γενναιόδωρο χυμό του, για να φτιαχτεί μια επανάσταση αντρών…

ΛΙΛΗ: …και γυναικών.

ΡΟΝΤΣΕΝΚΟ: Ιδίως γυναικών (Γέλια).

ΑΣΕΓΙΕΦ: Έδωσε λαρύγγι και τραγούδι στην ανθρώπινη δικαιοσύνη. (Υψώνει το ποτήρι. Τον μιμούνται όλοι).

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Λόγο! Λόγο!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Όχι, πράγματι, δεν… (Βήχει).

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ: Ναι, ναι, έλα!

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ έχει μια κρίση βήχα. Κουνά το χέρι αρνητικά.

ΚΑΜΕΝΣΚΗ: Εντάξει, Βολόντια, ένα ποίημα τότε.

ΦΩΝΕΣ: Ναι, ναι! Τουλάχιστον, ένα ποίημα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Λίλισκα, μου βάζεις λίγο τσάι; (Η Λίλη κάνει αυτό που της ζητά).

ΑΣΕΓΙΕΦ: Δε μπορείς να μας αρνηθείς ακόμα και το ποιήμα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Λυπάμαι. Δεν έχω τίποτα καινούργιο.

ΚΑΜΕΝΣΚΗ: Κάτι παλιό τότε.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Όχι, όχι, δεν υπάρχει πια τίποτα ενδιαφέρον σ’ αυτά…

ΝΟΡΑ: (Επιτακτικά). Σε παρακαλώ, Βολόντια, μη χαλάς τη γιορτή.

     Ο Μαγιακόφσκη κοιτάζει ερωτηματικά τη ΝΟΡΑ. Περιφέρεται ανάμεσα στους καλεσμένους, κρατώντας το φλυτζάνι με το τσάι κι απαγγέλλει:

Γκριμπ,
Γκραμπ,
Γκρομπ,
Γκρουμπ,
Γκριμπ,
Γκραμπ,
Γκρομπ,
Γκρουμπ.

Ανεμοσουρωμένος,
παγοπόδετος,
γλιστράει ο Κουζνέτσκη.
Πάνω στα καπούλια του
πέφτει ένα άλογο,
πάνω στο χιόνι
γέρνει στο πλευρό.
Ωρύεται ο Κουζνέτσκι.
Γιουχάρει ο Κουζνέτσκι.
Ένα άλογο έπεσε,
ένα άλογο έπεσε,
κάτω έχει ξαπλώσει
“.
Κι ο δρόμος συνεχίζει
με την ανθρωποπλημμύρα του.

Πλησίασα
και κοίταξα
σ’ εκείνα τ’ αλογίσια μάτια
μια-μια οι σταγόνες
κυλήσανε στην αλογίσια μούρη
και χάθηκαν σ’ εκείνο τ’ αλογίσιο τρίχωμα.

‘Αλογο, μη κλαίς.
‘Αλογο, άκουσέ με.
Μη και θαρρείς πως είσαι
χειρότερο απ’ αυτούς;
Καλό μου αλογάκι,
ο καθένας μας είναι λιγάκι άλογο
ο καθένας ένα άλογο με το τρόπο του.

      Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ γυρίζει τη πλάτη στους ηθοποιούς και βγαίνει αργά. Οι υπόλοιποι μένουνε πίσω σιωπηλοί.
     Τα φώτα σβήνουν αργά
.

Σκηνή IV

     ΓιάλταΈνα λιτά διακοσμημένο δωμάτιο ξενοδοχείου. Απ’ το ταβάνι κρέμεται ένας γυμνός γλόμπος. Ένας ανεμιστήρας περιστρέφεται αδιάφορα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στέκεται στο κέντρο της σκηνής, με παντελόνι, φανέλα και παντόφλες. Κρατά ένα ποτήρι νερό. Το κεφάλι του είναι ξυρισμένο. Δίπλα του στέκεται ο ΛΑΒΟΥΤ. Είναι κοντός και φορά κοστούμι. Το κολλάρο του είναι χαλαρωμένο. Κρατά μια πετσέτα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Το ‘βρασες αυτό; (Μυρίζει το ποτήρι και κάνει μια γκριμάτσα. Σηκώνει το ποτήρι κόντρα στο φως). Φύκια! (Κοιτάζει για λίγο το ποτήρι και το ακουμπά με δύναμη στο τραπέζι). Είχαμε καμιάν απάντηση;

ΛΑΒΟΥΤ: Όχι, Βολόντια. Πώς πάει ο λαιμός σου;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ξέρεις τί μου θυμίζουν τα τηλεγραφεία; Πνευματιστικά τραπεζάκια. (Χτυπά το ποτήρι μ’ ένα κουτάλι). Τα-τα-τατα-τατα… Βαλς φαντασμάτων. Αραιός αέρας που αγκαλιάζει αραιό αέρα. Τι ώρα φεύγουμε απόψε;

ΛΑΒΟΥΤ: Στις οκτώ.

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ χτυπά το ποτήρι δυό φορές δυνατά κι έπειτα δυό φορές μαλακά. Αμέσως μετά, ακούγονται δυό κοφτά χτυπήματα στη πόρτα.

ΛΑΒΟΥΤ: Το μπάνιο σου είναι έτοιμο. Έλα!

     Εμφανίζεται μια ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ με ζεστό νερό, σαπούνι, πετσέτες και βούρτσα. Βλέπει ξαφνιασμένη, ΛΑΒΟΥΤ και ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ να βγάζουν από ‘να μπαούλο μια λαστιχένια μπανιέρα και ν’ αρχίζουν να τη φουσκώνουν.

ΛΑΒΟΥΤ: Ακούμπησέ τα ‘δώ, σε παρακαλώ. Ευχαριστώ. (Της δίνει ένα νόμισμα). Μπορείς να πηγαίνεις, συντρόφισσα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τί συμβαίνει; Δεν έχεις ξαναδεί ποτέ άνθρωπο να φουσκώνει κάτι; Πώς σε λένε;

ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ: Μαρία.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Λοιπόν, Μαρία, αν σκοπεύεις να μείνεις, θα πρέπει να δραστηριοποιηθείς. Φέρε ‘δώ το νερό και τη βούρτσα. (Η ΜΑΡΙΑ κινείται μηχανικά, εντυπωσιασμένη ακόμα από τη μπανιέρα). Πόσων χρονών είσαι, παιδί μου;

ΜΑΡΙΑ: Δεκαεννιά.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Δεκαεννιά! Θα πίστευες ποτέ πως υπάρχει ακόμα αυτό το νούμερο, Λαβούτ; (Προς τη ΜΑΡΙΑ). Ξέρεις πόσο είμ’ εγώ; Εκατό. Δε το πιστεύεις; Είμαι το φάντασμα του Πούσκιν, φουσκωμένο με λίγο ζεστό αέρα, όπως είν’ όλα τα πράγματα σήμερα. Θα με βοηθήσεις να κάνω μπάνιο; (Η ΜΑΡΙΑ ρίχνει μέσα στη μπανιέρα ένα κομμάτι σαπούνι. Πισωπατεί προς τη πόρτα). Ω, μην ανησυχείς. Θα φερθώ μ’ απόλυτη αξιοπρέπεια. Πάβια, που ‘ν’ η ρόμπα μου;

     Ο ΛΑΒΟΥΤ του δίνει μια μεταξωτή ρόμπα. Η ΜΑΡΙΑ πλησιάζει λίγο.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Αμήχανος, λόγω της χλιδής της ρόμπας). Ε, είναι από το Παρίσι. Το Παρίσι, καταλαβαίνεις; (Η ΜΑΡΙΑ δε καταλαβαίνει). Το Παρίσι είν’ ένα μέρος που τα πάντα είναι φτιαγμένα από μετάξι. (Παύση). Δε μπορείς ν’ αγοράσεις τίποτα άλλο. (Κάνει ένα βήμα προς τη κατεύθυνση της ΜΑΡΙΑΣ). Πιάσ’ το. (Η ΜΑΡΙΑ απλώνει διστακτικά το χέρι. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ παίρνει τα δάχτυλα της και τα ακουμπά πάνω στη ρόμπα. Με το που ακουμπά τη ρόμπα, της κόβεται η ανάσα, τραβά γρήγορα το χέρι και κάνει πάλι προς τα πίσω). Η αγάπη μας δεν είναι του κόσμου τούτου, Μαρία. (Βάζει δυο νομίσματα στη παλάμη της). Πάρε. Φέρε μου ένα ποτήρι βραστό νερό, έτσι; Πολύ ζεστό. Κι ένα πιάτο μ’ αλάτι. (Της κλείνει τη παλάμη με τα νομίσματα). ‘Αντε. (Ο ΛΑΒΟΥΤ έχει ετοιμάσει το μπάνιο. Βγάζει ένα μεγάλο παραβάν και τακτοποιεί τις πετσέτες στο πάνω μέρος του. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ γδύνεται πίσω από το παραβάν και μπαίνει μέσα στη μπανιέρα). Καθόλου κακή η μικρή Σαρλότ Κορντέ, τί λες κι εσύ, Πάβια; Καλό κομμάτι για τον αντιπρόσωπο του λαού. Θα της άρεσε αρκετά το Παρίσι, δε νομίζεις;

ΛΑΒΟΥΤ: Σταμάτα να μιλάς. Δεν μ’ αρέσει ν’ ακούω τη φωνή σου.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Πες κάτι πρωτότυπο, δε μπορείς; (Τον πιάνει ένας παροξυσμός βήχα).

ΛΑΒΟΥΤ: Βλέπεις τί εννοώ; (Παύση). Να στείλω άλλο τηλεγράφημα;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Αποκαρδιωμένα). Αν έχεις την ευγενή καλωσύνη.

     Ο ΛΑΒΟΥΤ βγαίνει. Ακούγετ’ ένας χτύπος στη πόρτα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Εμπρός. (Μπαίνει ντροπαλά η ΜΑΡΙΑ, κρατώντας ένα δίσκο μ’ αλάτι, νερό και μια μικρή λεκάνη). Ποιος είναι;

     Η ΜΑΡΙΑ προχωρά φέρνοντας το δίσκο στον ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ. Ακολουθεί μια σιγανή συνομιλία, αθέατη λόγω του παραβάν. Βγαίνει γρήγορα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ αναστενάζει βαθιά. Αρχίζει να κάνει γαργάρες, φτύνοντας στη λεκάνη.
     Τα φώτα σβήνουν
.

Σκηνή V

     Ανάβουν γρήγορα τα μισά φώτα, ένας προβολέας φωτίζει τη μπανιέρα και το παραβάν. Η μπανιέρα αρχίζει να περιστρέφεται αργά. Μπαίνουν η ΜΑΡΙΑ κι ο ΛΑΒΟΥΤ. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ σηκώνει τελετουργικά τα χέρια καθώς η ΜΑΡΙΑ τον σκουπίζει. Ένα πούρο είναι σφηνωμένο στα δόντια του. Ο ΛΑΒΟΥΤ του κρατάει τη ρόμπα, ώσπου να τη φορέσει. Η μπανιέρα περιστρέφεται πάλι. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, χωρίς πούρο, βγαίνει από τη μπανιέρα. Φορά ρόμπα και παντόφλες. Ακούγεται απόηχος χειροκροτημάτων, σα μακρινός φλοίσβος. Αριστερά και δεξιά, δυό μεγάλες υφασμάτινες αφίσες πέφτουν κάτω με πάταγο. Δείχνουν δυό πανομοιότυπες εικόνες του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, με εργατική τραγιάσκα, να κοιτάζει με έντονη, προκλητική έκφραση στο πρόσωπο. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ παίρνει την ίδια έκφραση κοιτώντας το κοινό. Καθώς αρχίζει να μιλά, το πρόσωπο του μαλακώνει.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Σύντροφοι! Είμ’ ευτυχισμένος. Βαθιά ευτυχισμένος, που ‘μαι σήμερα ανάμεσά σας. Που βλέπω τόσους εργάτες και φοιτητές να χτίζουν το σοσιαλισμό. Αυτό είναι το κοινό που θέλω ν’ απευθύνομαι, αυτό είναι το μόνο κοινό που θέλησα ποτέ ν’ απευθυνθώ, το κοινό του μέλλοντος. Ήρθα κοντά σας απόψε άρρωστος, αλλά θα προσπαθήσω να σας διαβάσω όσο καλύτερα μπορώ. Κανένας εργάτης δε πρέπει ν’ αποφεύγει τα καθήκοντά του. Τα δικά μου είναι διαφορετικά από τα δικά σας, αλλά αποβλέπουν στον ίδιο στόχο. Όταν θα μάθετε να χρησιμοποιείτε τη ποίηση εξίσου φυσικά, όσο κι ένα πηρούνι, όταν θα καταλάβετε ότι και τα δυο πρέπει να ‘ναι φτιαγμένα από καθαρό μέταλλο, τότε το έργο μου θα ‘χει ολοκληρωθεί. (Βήχει δυνατά). Σας παρακαλώ να συγχωρήσετε τις ανωμαλίες της φωνής μου. Έχει κάποιο πρόβλημα ο λαιμός μου. Ίσως αναγκαστώ να σταματήσω για καιρό, τις δημόσιες αναγνώσεις. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου βράδι. Ποιος ξέρει; Αλλά είναι καλύτερα να μοιράσει κανείς έστω και λίγο ψωμί απ’ το να μη δώσει τίποτα.

Σύντροφοι κληρονόμοι,

σύντροφοι απόγονοι:

Αναδιφώντας τα σκατά

αυτών των κατασκότεινων νεκρών αιώνων,

Ίσως

ν’ αναρωτηθείτε,

για τον Μαγιακόφσκη,

Εμένα.

Πείτε λοιπόν

πως ήρθα για ν’ αντλήσω το νερό

και να καθαρίσω τους βόθρους

της Επανάστασής μας.

Ανακληθείς στα πρόσω

από το περιβόλι των Μουσών,

σμιλεύω το μελλοντικό μου ανδριάντα

όχι σ’ ένα ροδόκηπο,

αλλά σ’ εκείνη τη πλατεία

όπου πουτάνες και φρικιά

αφήσανε τα χτικιασμένα τους πλεμόνια

σε αιματηρές ροχάλες,

και ξάπλωναν αντάμα με έλκη συφιλιδικά…


     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ διακόπτεται από απρόσωπες κραυγές:
“Ντροπή! Ντροπή!” “Σταματήστε τον!” “Όχι…”

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Σύντροφοι, θ’ απαντήσω σ’ όλες τις ερωτήσεις. Σας παρακαλώ, μη φωνάζετε.

ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ: Οι εκφράσεις αυτές είναι βρώμικες, άσεμνες. Δεν είναι εκφράσεις για ποίηση.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Πώς ξέρεις ποιες εκφράσεις είναι κατάλληλες για τη ποίηση, σύντροφε; Έχεις γράψει ποτέ σου ποίηση; Δεν υπάρχουν βρώμικες λέξεις. Μόνο τα γεγονότα είναι βρώμικα.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ: Είπες ότι η ποίηση είναι σαν ένα πηρούνι. Τί σχέση έχει η ποίηση με το πηρούνι;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Και τα δυό έχουν μεγάλα δόντια. Και τα δυο σχετίζονται με τη τροφή. Και τα δυο μπορούν να πληγώσουν τους ανθρώπους που δε ξέρουν να τα χειριστούν σωστά.

ΤΡΙΤΗ ΦΩΝΗ: Αυτή είναι αστική στάση. Οι εργάτες δε καταλαβαίνουν το Μαγιακόφσκη. Το μόνο που θέλει είναι να τους κάνει να αισθάνονται αδαείς για να νιώθει αυτός ανώτερος.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Σύντροφοι, δεν είναι καθόλου ευγενικό αυτό που λέτε. Τα λόγια σας με πληγώνουν βαθιά. Όλα μου τα ποιήματα είναι γραμμένα για τις μάζες. Δεν υπάρχει τίποτα σ’ αυτά που να μη μπορεί να το καταλάβει ένας εργάτης…

ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ: Σοβαρά; Για άκου αυτό εδώ:
“‘Αλειψα τα κουρέλια του καθεμέρα
με χρώμα απ’ το πάτο ενός κρασοπότηρου
σ’ ένα πιάτο με πηχτή έδειξα
τα μάγουλα του ωκεανού
από αστραφτερά λέπια ψαριών έβγαλα
ένα μήνυμα νέο, αν και βουβό.
Κι εσύ… μήπως μπορείς να παίξεις νυκτερινή μουσική
στο φλάουτο ενός νεροσωλήνα;”
     -Τί μπορεί να σημαίνουν αυτοί οι στίχοι για έναν εργάτη; Παρακμιακά αστικά σκουπίδια! Δεν έχει τίποτα άλλο παρά μόνο Εγώ, Εγώ, Εγώ! Τί σχέση έχουν όλα αυτά με την Επανάσταση; Κρίνετε μόνοι σας, σύντροφοι!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Δε μπορείς ν’ απομονώνεις φράσεις κι εικόνες, χωρίς ν’αναφέρεις τα συμφραζόμενα. Στο στόμα ενός παλαβού, τα πάντα ακούγονται γελοία.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ: Επιμένεις λοιπόν, ότι όλα όσα γράφεις είναι προσιτά στο λαό;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Δε προϋποθέτω πως οι εργάτες είν’ αδαείς, όπως εσείς. Είν’ αρκετά έξυπνοι για να κάνουν τη πρώτη λαϊκή επανάσταση της παγκόσμιας ιστορίας ή το ‘χετε ξεχάσει μήπως;

ΤΡΙΤΗ ΦΩΝΗ: Ναι! Γι’ αυτό ακριβώς απορρίπτουν τον αστικό εγωτισμό.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Σφίγγοντας τις γροθιές του, μιλά αργά και καθαρά). Τα ποιήματά μου δεν έχουν τίποτα το αστικό.

     Σύντομη σιωπή. Ύστερα, γρήγορα:

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΩΝΗ: Γιατί φοράς αυτή τη κόκκινη ρόμπα;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Γιατί φοράς αυτή τη ροζ μπλούζα;

ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΩΝΗ: Λένε πως είσαι γυναικάς.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Λέω πως το μισό ανθρώπινο είδος αποτελείται από γυναίκες κι ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να τις αγνοούμε.

ΠΕΜΠΤΗ ΦΩΝΗ: Γιατι οδηγείς ιδιωτικό αυτοκίνητο;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Γιατί είμαι πολύ ψηλός και δε χωράω στο λεωφορείο.

ΕΚΤΗ ΦΩΝΗ: Γιατι δεν έγινες ποτέ μέλος του Κόμματος;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Με φωνή αλλοιωμένη). Φαίνεται πως έχω αποκτήσει πολλές συνήθειες που δε μπορούν να συμβιβαστούν με την οργανωμένη δράση. Επίσης, φαίνεται ότι δεν είμαι δημοφιλής. Οι ψείρες τρελλαίνονται να σέρνονται πάνω μου.

ΠΡΩΤΗ ΦΩΝΗ: Ώστε μας περιφρονείς!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Βαριεστημένα). Δε περιφρονώ κανένα.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΩΝΗ: Δημαγωγέ!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Γυρίζοντας απότομα). Ποιος μ’ αποκάλεσε έτσι;

ΤΡΙΤΗ ΦΩΝΗ: Εγώ!

ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΩΝΗ: Κι εγώ!

ΠΕΜΠΤΗ ΦΩΝΗ: Κι εγώ!

     Καθώς η κατηγορία επαναλαμβάνεται, καθίσταται φανερό πως οι ΦΩΝΕΣ προέρχονται από ανθρώπινες ΦΙΓΟΥΡΕΣ που κάθονται μπροστά από τη σκηνή. Η κάθε ΦΙΓΟΥΡΑ φορά μια μάσκα ίδια με το πρόσωπο του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στην αφίσα. Όλες φορούν ήδη πανομοιότυπες κάπες. Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΙΓΟΥΡΑ φορά μια μάσκα με το πρόσωπο της ΛΙΛΗ.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Προκλητικά). Ώστε οι ύαινες βγήκανε να κυνηγήσουν αγεληδόν. Πολύ καλά. Για ελάτε κοντά στο φως, να σας δω καλύτερα. Πιο κοντά, αν τολμάτε. (Οι ΜΑΣΚΟΦΟΡΕΜΕΝΕΣ ΦΙΓΟΥΡΕΣ πλησιάζουν. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ χλωμιάζει βλέποντάς τες, αλλά παραμένει αποφασιστικός. Είναι ωστόσο προφανές ότι τον έχει κλονίσει η εικόνα της ΛΙΛΗ). Ώστε έτσι έχουν τα πράγματα. Εντάξει… Ποιος από σας θέλει να μιλήσει;

     Οι ΦΙΓΟΥΡΕΣ περιβάλλουν τώρα τη σκηνή. Μ’ ένα ξαφνικό ευκίνητο άλμα, σαν άλμα ζώου, η πρώτη φιγούρα ανεβαίνει στη σκηνή. Είναι τόσο ψηλή όσο κι ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ.

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Είναι σωστό να κοιτάζει κανείς κατάματα τους κατηγόρους του, σύντροφε Μαγιακόφσκη. Έχεις πολύ δυνατή φωνη, όλοι το ξέρουμε αυτό. Αυτή η δυνατή σου φωνή, σκέπασε πολλές άλλες φωνές που ‘χανε καλύτερα πράγματα να πούνε. Ήταν πολύ δυνατή για πολύ καιρό και δεν είναι καθόλου περίεργο που τελικά βράχνιασε. Ειλικρινά όμως, μερικοί από μας την εύρισκαν ήδη κουραστική από την αρχή.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Με αποκάλεσες… (αναπνέει με κοφτές ανάσες, συνέρχεται), με αποκάλεσες δημαγωγό!

     Οι άλλες ΦΙΓΟΥΡΕΣ ανεβαίνουν κι αυτές σιγά-σιγά στη σκηνή.

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Από την αρχή, προσπάθησες να γίνεις ένα με τις μάζες, εσύ, ο ειδικός Μωυσής τους! Και ποιος σου όρισε μια τέτοια μεσσιανική αποστολή; Ποια πράξη της Κεντρικής Επιτροπής σε κατέστησε ταυτόχρονα αντιπρόσωπο του λαού και βραβευμένο ποιητή; Εσύ, που δε θεωρήθηκες ποτέ κατάληλος για να γίνεις μέλος του Κόμματος ή ίσως που δεν έγινες ποτέ δεκτός;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Αυτό είναι ψέμμα!

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Δεν είναι ψέμμα. Είναι γεγονός πως δεν είσαι μέλος του Κόμματος.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Πως τολμάτε να μου κάνετε κήρυγμα!

ΤΡΙΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Δε δέχεσαι καθόλου κριτικές, σύντροφε. Ούτε φαίνεται να ενδιαφέρεσαι πολύ για τα γεγονότα, εκτός αν σ’ εξυπηρετούν.

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Αυτό είναι θέμα για συζήτηση, σύντροφε. Οι άνθρωποι που αρέσκονται στο να μιλούν και ν’ απαιτούν να μιλούν στ’ όνομα των υπολοίπων, αλλά ταυτόχρονα δε δέχονται κριτικές γιατί ‘ναι παρά πολύ ευαίσθητοι και δε δέχονται τη κομματική πειθαρχία γιατί ‘ναι παρά πολύ εκκεντρικοί στις συνήθειές τους, οι άνθρωποι αυτοί μπορεί τελικά να καταλήγουνε, να μη ξέρουνε τι λένε. Δεν είναι μόνο γεγονός ότι έχεις περιφρονήσει το Κόμμα…

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Δεν έχω περιφρονήσει το Κόμμα!

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: …αλλά κι ότι έχεις περιφρονήσει και τους συντρόφους σου, το Ρωσικό Σωματείο Προλεταριακών Συγγραφέων. Πώς είναι δυνατό να ισχυρίζεσαι πως μιλάς στ’ όνομα του προλεταριάτου και ταυτόχρονα ν’ αρνείσαι τη κοινωνία των προλεταριακών συγγραφέων;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Γιατί προτιμώ να μην κουρνιάζω πάνω σ’ ένα σωρό κοπριές.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Τέλειο δείγμα της νοοτροπίας του!

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Λυπηρό. Γιατί το ταλέντο που είχες -και ξαναλέω, είχες- θα μπορούσε να ‘χε τεθεί στην υπηρεσία της Επανάστασης κι όχι σ’ αυτή ενός άστατου ατομικισμού. Ποτέ όμως δε μπορείς να υπερβείς τις αστικές σου ρίζες…

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Πάλι λες ψέμματα! Ο πατέρας μου ήταν χωρικός, ένας εργάτης…

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Ναι, βέβαια, το ‘χουμε ακούσει όλοι μας στη περίφημη αυτοβιογραφία σου. Εννοώ τις πολιτιστικές σου ρίζες. Ο Εσένιν γεννήθηκε εξίσου φτωχός μ’ εσένα, αν όχι φτωχότερος. Αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ το λαό…

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Και πώς χαρακτηρίζεις την αυτοκτονία; Η αυτοκτονία είναι η έσχατη λιποταξία.

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: …δε τον εγκατέλειψε ποτέ στη τέχνη του. Κι ο λαός τον αγαπούσε γι’ αυτό το λόγο. Δε πήγε στο Παρίσι ούτε είχε φιλενάδες στο Βερολίνο. Έζησε χωρίς ακριβά αυτοκίνητα και χρυσές πένες. Τα πουκάμισά του ήταν από τίμια μουσελίνα κι όχι από μετάξι. Δεν είχε ανάγκη να στριφογυρίζει κάποιο μπαστούνι, σα φτηνός ιμπρεσάριος. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η τέχνη του ήταν αγνή, καθαρή, δίπλα στη ψυχή του λαού, στις ελπίδες του, στα αισθήματα του…

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: ‘Ασε τον ήσυχο. Ήταν αγόρι που προσπάθησε να πιεί σαν άντρας.

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: …κι έτσι δε χωρίστηκε ποτέ από το λαό. Ούτε κι όταν πέθανε.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Πολύ ενδιαφέρον. Αλλά, χωρίς να θέλω να φανώ ασεβής προς τον Εσένιν, του οποίου το όνομα συνεχίζω πάντα να τιμώ, νομίζω πως είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε κάποια ποιήματα και, με την “άδειά” σας βέβαια, θα συνεχίσουμε μ’ αυτά.

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Κάνεις λάθος, σύντροφε Μαγιακόφσκη. Δεν είμαστε εδώ για ν’ ακούσουμε τα ποιήματά σου. Είμαστε εδώ για να μάθουμε τι συμβαίνει με το λαιμό σου.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Έκπληκτος). Τί εννοείτε;

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Μας λες ότι ο λαιμός σου είν’ άρρωστος, ότι ίσως να μη ξαναδιαβάσεις πια ποτέ για μας. Θέλουμε να μάθουμε τα πάντα γι’ αυτή την αρρώστια. Να σου κάνω τη διάγνωσή μου, σύντροφε; Νομίζω ότι είσαι άρρωστος από τον …ίδιο σου τον εαυτό. Επί είκοσι χρόνια προσπαθείς να γράψεις ποίηση, χρησιμοποιώντας μόνο τρία από τα γράμματα του αλφαβήτου: -Ε-Γ-Ω-! Ο Μαγιακόφσκη κι ο ήλιος, ο Μαγιακόφσκη και το φεγγάρι, ο Μαγιακόφσκη κι η Επανάσταση. Τα πάντα πάνω στη γη πρέπει να ‘ρθουν στα μέτρα του Μαγιακόφσκη, έτσι ώστε στο τέλος, όπου και να κοιτάξουμε να μη μπορούμε να δούμε τίποτα άλλο πέρα από το Μαγιακόφσκη.

     Οι άλλες ΦΙΓΟΥΡΕΣ μαζεύονται σιωπηλά γύρω του. Αυτός κοιτάζει γύρω αφηρημένα και, βλεποντας τη μορφή της ΛΙΛΗ, την αρπάζει από το μπράτσο.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Λίλη, πολυαγαπημένη, είν’ αλήθεια, αυτό που λένε; Είναι αλήθεια;

ΦΙΓΟΥΡΑ ΤΗΣ ΛΙΛΗ: Σύντροφε, εγώ… δε ξέρω τι εννοείς. Σου ζητώ συγγνώμη. (Ξεφεύγει από τα χέρια του και τρίβει το μπράτσο της).

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Να γιατί, σύντροφε Μαγιακόφσκη, δε σημαίνεις τίποτα για τις μάζες: γιατί δε σημαίνεις τίποτα για σένα τον ίδιο. Να γιατί είσαι δημαγωγός, ένας κούφιος τσαρλατάνος με μια τσάντα γεμάτη φτηνά ποιητικά κόλπα. Λες ότι η δουλειά σου αφορά το μέλλον; Λοιπόν, το μέλλον θα φροντίσει μόνο του τον εαυτό του. Εγώ, όμως, σου λέω πως δεν έχεις τίποτα να κάνεις με το παρόν μας. Το λέω και το ξέρεις. Μαγιακόφσκη: είσαι τελειωμένος. Αυτοί οι άνθρωποι (δείχνει το κοινό), δε σε χρειάζονται. Δεν έχεις να τους προσφέρεις τίποτα άλλο πέρα από τον ίδιο σου τον εαυτό! Ακριβώς αυτό που αποφεύγεις!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μπράβο. (Σφίγγει το χέρι της πρώτης φιγούρας). Τα ‘πες πολύ καλά, πράγματι. Είσαι καλύτερος δημαγωγός από μένα. Με τα ψέμματα σου κάνεις ακόμα και το Διάβολο να ντρέπεται. Θα σου απαντήσω, όμως, μ’ ένα ποίημα. (Ετοιμάζεται ν’ απαγγείλει).

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Όχι, σύντροφε Μαγιακόφσκη, δε θα ξαναδιαβάσεις πια ποιήματα. Η παράστασή σου τελείωσε.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Εγώ, σ’ άκουσα. Τώρα, θα μ’ ακούσεις κι εσύ.

ΠΡΩΤΗ ΦΙΓΟΥΡΑ: Όχι, Μαγιακόφσκη, τελειώσανε τα πάντα. Σύντροφοι! Γιουχάρετε τον!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Με βροντερή φωνή). Δε γεννήθηκε ακόμη αυτός που θα με γιουχάρει! (Αρχίζει να γυρίζει γύρω-γύρω, διασκορπίζοντας τις φιγούρες με τις κινήσεις των χεριών του. Μόνος, φωτισμένος από ένα προβολέα, απαγγέλει):

Ο στίχος μου θα φτάσει σ’ εσάς,

πάνω από τις βουνοκορφές των αιώνων,

πάνω από τα κεφάλια

κυβερνητών και ποιητάδων.

Θα φτάσει ο στίχος μου,

όχι σα βέλος

στη φαρέτρα ενός ερωτιδέα

όχι όπως φτάνει νόμισμα παλιό

στα χέρια νομισματολόγου

όχι όπως φτάνει ώς εσάς το φως σβησμένων άστρων,

αλλά αγχωμένος, ιδρωμένος,

σπάζοντας τους βράχους των αιώνων,

για να επιβάλει μόνος του τον εαυτό του,

χοντροκομμένος,

άγαρμπος,

χειροπιαστός,

όπως στις μέρες μας φτάνει υδραγωγείο

θεμελιωμένο στις πλάτες Ρωμαίων δούλων.

Όταν σε κάποιο σκονισμένο σωρό βιβλίων

ανακαλύψετε αυτούς τους σιδερένιους στίχους,

αγγίξτε τους με δέος,

όπως θα κάνατε

με κάποιο φοβερό

αρχαίο

όπλο.

Όταν μια μέρα εμφανιστώ

ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής

των φωτεινών αιώνων που ‘ρχονται

θα σηκώσω ψηλά,

σα κομματική ταυτότητα

και τους εκατό τόμους

των κομματικών μου

βιβλίων!


     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ κοιτάζει το κοινό έχοντας το ένα του χέρι σηκωμένο. Μένει ακίνητος.
     Τα φώτα σβήνουν
.

Σκηνή VI

     Μεσάνυχτα στο διαμέρισμα του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ στην οδό Λιουμπιάνσκι. Ο ΑΣΕΓΙΕΦ κι ο ΚΑΤΑΓΙΕΦ έχουν βγάλει τα σακάκια τους. Πάνω στο τραπέζι υπάρχουν τα υπολείμματα ενός αργοπορημένου δείπνου. Μια παρτίδα χαρτιά είναι παρατημένη στη μέση. Στα δεξιά, μια σκοτεινή κρεβατοκάμαρα. Στ’ αριστερά, στέκεται ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ πλένοντας τα χέρια. Τα σαπουνίζει προσεκτικά, τα ξεπλένει, ελέγχει το αποτέλεσμα και ξαναρχίζει. Φορά ένα λεκιασμένο σακάκι σμόκιν κι ένα χοντρό κασκόλ γύρω απ’ το λαιμό.

ΑΣΕΓΙΕΦ: Κανείς δε καταλαβαίνει τι σου ‘ρθε να το κάνεις αυτό.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Ύστερα από μεγάλη σιωπή, με χαμηλή φωνη). Ας μη καταλάβει λοιπόν κανείς.

ΑΣΕΓΙΕΦ: Για όνομα του Θεού, Βολόντια, ύστερα από τόσα χρόνια!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Ακόμα πιο χαμηλά). Δε γινόταν αλλιώς.

ΑΣΕΓΙΕΦ: Μα, τί στο καλό έλπιζες ότι θα κερδίσεις;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Να κερδίσω;

ΚΑΤΑΓΙΕΦ: Φτάνει, εσείς εκεί. Πότε θα ‘ρθετε να συνεχίσουμε το παιγνίδι;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τί ώρα είναι;

ΚΑΤΑΓΙΕΦ: Δώδεκα παρά τέταρτο.

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ σηκώνει το κεφάλι, με μια έκφραση βουβής αγωνίας.

ΑΣΕΓΙΕΦ: Γιατί έπλενες τα χέρια σου τόσο προσεκτικά;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Προσπαθώ να βγάλω από πάνω μου κάποιες χειραψίες.

ΑΣΕΓΙΕΦ: Αυτός ο φουκαράς ο ανθρωπάκος με το λιγδιασμένο κοστούμι να σου κάνει μάθημα για τη σοσιαλιστική ποίηση! Ν’ ανοίγει το μικρό, φτηνιάρικο χαρτοφύλακά του, σα πλασιέ εσωρρούχων που δείχνει την πραμάτεια του…

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Κοιτώντας τα χέρια του). Μερικές φορές, μαθαίνει κανείς πολλά από τέτοια λιγδιάρικα ανθρωπάκια. (Πλένει ξανά τα χέρια του.)

ΑΣΕΓΙΕΦ: Κι αυτός ο χοντρο-‘Αβερμπαχ, που καθόταν στη καρέκλα σα τον Πάπα όταν δίνει άφεση αμαρτιών… Τη φαντάζομαι τη σκηνή.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Δεν ήταν τόσο άσχημα όσο νομίζεις.

ΚΑΤΑΓΙΕΦ: Ήταν χειρότερα;

ΑΣΕΓΙΕΦ: Και το πώς κουρνιάζουν όλοι γύρω από τη Μόσχα… Επιτέλους, ο σύντροφος Μαγιακόφσκη έγινε μέλος των Προλεταριακών μας Συγγραφέων. Τώρα, το μεγάλο ταλέντο του θα τεθεί στην υπηρεσία της Επανάστασης…

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: ‘Ασε, Κόλια. (Σταματά να πλένει τα χέρια, τα κοιτάζει και τα σκουπίζει). Δεν είναι τόσο απλό. Δε μπορεί κανείς να μένει για πάντα μόνος.

ΑΣΕΓΙΕΦ: (Βαθιά πληγωμένος). Ήσουν μόνος μαζί μας;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Αρπάζοντας απότομα το μπαστούνι και χτυπώντας βίαια τη ράχη μιας καρέκλας). Μ’ αγαπά, δε μ’αγαπά! Ξέρει τι ώρα είναι, δε ξέρει τι ώρα είναι!

ΚΑΤΑΓΙΕΦ: (Ψύχραιμα). Έλα καλύτερα να παίξεις χαρτιά.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Παίξε μόνος σου.

     Διασχίζει τη σκηνή και μπαίνει στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα, με το κασκόλ να σέρνεται στο πάτωμα. Στέκεται στη μέση του δωματίου, αναβοσβήνοντας το φως. Τελικά, αφήνει το φως αναμμένο και, μένοντας μόνο με τη φανέλα και τις τιράντες, ξυρίζεται προσεκτικά, κοιτάζοντας το κοινό, σα να κοιτάζεται σε καθρέφτη.
     Ακούγεται ένας χτύπος. Μπαίνει η ΝΟΡΑ
.

ΝΟΡΑ: Γειά σου Κόλια. Γειά σου, Βαλεντίν.

ΑΣΕΓΙΕΦ: Γειά σου, Νόρα.

     Ο ΚΑΤΑΓΙΕΦ σηκώνεται, γνέφει με το κεφάλι. Η ΝΟΡΑ κοιτάζει ερωτηματικά προς την κρεβατοκάμαρα. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, που ‘σβησε το φως μόλις μπήκε μέσα η ΝΟΡΑ, εμφανίζεται στο κατώφλι του δωματίου, κρατώντας ένα ξυράφι.

ΝΟΡΑ: Βολόντια, ξέρεις…

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Πρέπει να ‘χες πάρα πολλά μπιζαρίσματα απόψε.

ΝΟΡΑ: Γινόταν μια δεξίωση. Δε μπορούσα να το αποφύγω.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ούτε να μ’ ειδοποιήσεις.

ΝΟΡΑ: Δεν ήθελα να καυγαδίσουμε απ’ το τηλέφωνο. Τί κάνεις μ’ αυτό το ξυράφι;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Θερίζω για σένα τα γκρίζα μου μαλλιά. (Χτυπά το ξυράφι με το δάχτυλο του, αφήνοντας το αίμα να τρέχει στον αντίχειρά του. Το κοιτάζει). Επιτέλους.

ΝΟΡΑ: Βολόντια, μη γίνεσαι δυσάρεστος.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ναι, πού ‘ν’ οι καλοί μου τρόποι; Έχεις αργήσει δυο ώρες και το μόνο που βρίσκω να κάνω, είναι να κόψω τον αντίχειρά μου. Σε παρακαλώ, κάθησε.

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ πηγαίνει προς το τραπέζι. Η ΝΟΡΑ κάθεται. Εκείνος κάθεται απέναντί της. Τυλίγει ξανά το κασκόλ γύρω απ’ το λαιμό τουΤης προσφέρει φαγητό, αλλά αυτή αρνείται.

ΝΟΡΑ: Δε πεινάω.

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ γράφει βιαστικά ένα σημείωμα σ’ ένα από τα τραπουλόχαρτα και το δίνει στη ΝΟΡΑ.

ΝΟΡΑ: Σου ζήτησα συγγνώμη.

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ της απαντάει μ’ άλλο τραπουλόχαρτο, πετώντας το προς το μέρος της. Η ΝΟΡΑ του απαντάει με τον ίδιο τρόπο. Η μονομαχία συνεχίζεται τόσο, ώστε εξαντλούνται όλα τα τραπουλόχαρτα. Τότε, κόβουν κομμάτια τη θήκη της τράπουλας, χρησιμοποιούν τις πετσέτες του φαγητού κλπ. Η έκφραση των ανταγωνιστών είναι σφιγμένη και περήφανη, αλλά το πρόσωπο της ΝΟΡΑΣ δείχνει ταυτόχρονα δέος και φόβο.

ΑΣΕΓΙΕΦ: Λέω να πηγαίνω.

     Ο ΚΑΤΑΓΙΕΦ γνέφει και βγαίνει μαζί με τον ΑΣΕΓΙΕΦ. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ κι η ΝΟΡΑ συνεχίζουν όπως πριν. Στην τελευταία φράση του ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ, η ΝΟΡΑ καλύπτει τα μάτια της. Είν’ έτοιμη να βάλει τα κλάματα.

ΝΟΡΑ: Τί θες από μένα;

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Τίποτα.

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ αγκαλιάζει τη ΝΟΡΑ και την οδηγεί στη κρεβατοκάμαρα. Ακούγονται οι κραυγές τους ενόσω κάνουν έρωτα, αλλά μόνο στο σαλόνι έχει φως. Ησυχία, απόλυτη σιωπή. Ανάβει το φως στη κρεβατοκάμαρα, ταυτόχρονα σβήνει το φως στο σαλόνι. Η ΝΟΡΑ προσπαθεί να ντυθεί.

ΝΟΡΑ: Έχει ξημερώσει σχεδόν. Πρέπει να πάω σπίτι.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μη φεύγεις.

ΝΟΡΑ: Πρέπει να ‘μαι στο θέατρο στις δέκα!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Μη πας στο θέατρο!

ΝΟΡΑ: Βολόντια, σημαίνει πολλά για μένα. Πρέπει να πάω.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Βρες μια δικαιολογία.

ΝΟΡΑ: Δεν είσαι δίκαιος μαζί μου.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Βέβαια, είναι φοβερά άδικο το να θέλω να είμαι μαζί σου. (Αρχίζει να ντύνεται).

ΝΟΡΑ: Λυπάμαι. Δε μπορεί πια να συζητήσει κανείς μαζί σου.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Γιατί προσπαθείς να με πληγώσεις;

ΝΟΡΑ: Βολόντια, εγώ πνίγομαι! Δεν αφήνεις καθόλου αέρα στη ζωή του άλλου, είν’ αδύνατο ν’ αναπνευσει κανείς…

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Θα μείνεις.

ΝΟΡΑ: Όχι!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ναι!

ΝΟΡΑ: Όχι!

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Πρέπει!

ΝΟΡΑ: Βολόντια, φεύγω.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: (Αλλάζοντας ξαφνικά τόνο). Φύγε, τότε.

ΝΟΡΑ: Θα… θα σου τηλεφωνήσω αργότερα.

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ: Ναι.

ΝΟΡΑ: Θα σε δω απόψε; (Εκείνος δεν απαντά. Γυρίζει τη πλάτη στη ΝΟΡΑ, καθώς αυτή μπαίνει στο σαλόνι και παίρνει το παλτό και τη τσάντα της. Σταματά για μια στιγμή, κοιτάζοντας το είδωλό της στο καθρέφτη). Λογικέψου, Βολόντια. Αν μπορούσες να λογικευτείς λίγο, θα ‘μασταν μια χαρά.

     Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ παίρνει ένα περίστροφο. Περιστρέφει τον κύλινδρο, βάζει τη κάννη στο στόμα και τραβά τη σκανδάλη. Ακούγεται ένας κούφιος ήχος. Ο ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΗ αρχίζει να γελά ενόσω βγαίνει από το δεξί άκρο της σκηνής, με το περίστροφο να κρέμεται από τα δάχτυλά του.

ΝΟΡΑ: Φεύγω.

     Η ΝΟΡΑ βγαίνει από το αριστερό άκρο της σκηνής. Ακούγεται ένας πυροβολισμός. Η ΝΟΡΑ εμφανίζεται ξανά ουρλιάζοντας. Συνεχίζει να ουρλιάζει καθώς η ΛΙΛΗ, ο ΟΣΙΑ, ο ΑΣΕΓΙΕΦ, ο ΚΑΤΑΓΙΕΦ κι όλα τα υπόλοιπα επώνυμα πρόσωπα του έργου, μπαίνουν μέσα τρέχοντας. Περιφέρονται, παίρνοντας στάσεις πόνου, έκπληξης, απελπισίας, αλλά μόνον η φωνή της ΝΟΡΑΣ ακουγεται. Μένουν όλοι ακίνητοι.
     Τα φώτα σβήνουν

                                                     ΤΕΛΟΣ

==============================


     ΣημΑπόλαυσα τη κάθε στιγμή, που προσπάθησα να μεταφέρω αυτό το θεατρικό στη σελίδα μου. Κόπος κι απόλαυση. Απόλαυση που κάνει το κόπο να φαίνεται … λίγος! Πιστεύω, ένα θεατρικό, Σταθμός. Ένα θεατρικό, Θεσμός. Τόσο κόντα και τόσο μακριά, όσο κι όπου ακριβώς απαιτείται. Ανάλαφρο και βαρύ, όσο κι όπου ακριβώς απαιτείται. Ευχαριστώ το πρόσωπο εκείνο που μου το ‘δειξε! Ελπίζω να τύχει της δέουσας προσοχής και της απόλαυσης κι από τους επισκέπτες του. Ευελπιστώ να συμμεριστούν, όσο πιο πολλοί γίνεται, τη προσωπική μου άποψη!

            Νοέμβρης 2004                   Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *