Anderson Poul: Πολυγραφότατος Πολυβραβευμένος Ιδιοφυής

Bιογραφικό

     Ο σκανδιναυικής καταγωγής πολυβραβευμένος Αμερικανός Poul William Anderson υπήρξε φυσικός, επάγγελμα ωστόσο που δεν ακολούθησε στιγμή και συγγραφέας των κλασσικών μυθιστορημάτων όπως το Brain Wave και το The Boat Οf Α Million Years, κι ένας από τους πιο παραγωγικούς και γνωστούς από τους δυνατούς συγγραφείς της ΕΦ, αν και διερεύνησε το είδος της φαντασίας κι ασχολήθηκε και με τη λόγοτεχνία. Ξεκίνησε μια μακρά και συναρπαστική καρριέρα στην ΕΦ to 1947 με το διήγημα Tomorrow’s Children για το περιοδικό Astounding σε συνεργασία με τον Φ.Ν. Γουώλντροπ και συνέχισε να γράφει και να βραβεύεται ως τις αρχές του 21ου αι. Έγραψε πολλές ιστορίες ΕΦ, ιστορικά μυθιστορήματα και διηγήματα, ενώ απέσπασε 3 βραβεία Νεμπιούλα κι 7 Χιούγκο! Ήτανε παραγωγικότατος κι έγραψε  πάνω από 100 βιβλία ΕΦ, Ηρωικής Φαντασίας & Φανταστικού. Κέρδισεν έτσι επάξια τον τίτλο του πιο αξιοσέεβαστου συγγραφέα ΕΦ του 20ού αι.
     Γεννήθηκε στις 25 Νοέμβρη 1926, στο Bristol της Πενσυλβανία, από Σκανδιναυούς γονείς. Λίγο μετά τη γέννησή του, ο πατέρας του, Anton, μηχανικός, μετέφερε την οικογένεια στο Τέξας, όπου μείνανε πάνω από 10 έτη. Μετά το θάνατο του πατέρα, η χήρα πήρε τα παιδιά της στη Δανία. Η οικογένεια επέστρεψε στις ΗΠΑ μετά την έκρηξη του Β’ Παγκ. Πολ., εγκαταστάθηκε τελικά σ’ ένα αγρόκτημα στη Μινεσότα. Η πρωτόλεια ιστορία του Τρεις Καρδιές & Τρία Λιοντάρια, πριν ξεκινήσει να γράφει στην ΕΦ, είναι μερικώς παρμένη από τη ζωή του στη Δανία, για όσο έζησε και γνώρισε προσωπικά.
     Ενώ ήτανε προπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μινεσότα, εξέδωσε τις 1ες ιστορίες του υπό τον John W. Campbell στο περιοδικό Astounding Science FictionΤα Παιδιά Του Αύριο  μαζί με τον F. N. Waldrop το Μάρτη του 1947 κι η συνέχειά της, Αλυσίδα Λογικής, τον Ιούλιο, μόνος τούτη τη φορά. Πήρε το πτυχείο στη φυσική με έπαινο, αλλά δεν έκανε καμμία σοβαρή προσπάθεια να εργαστεί ως φυσικός. Αντ’ αυτού, μετά την αποφοίτησή του το 1948, έγινε ελεύθερος συγγραφέας κι εξέδωσε τη 3η του ιστορία στο ίδιο περιοδικό του μηνός Δεκέμβρη, το 1948. Αν και δεν βρήκανε καθαρά ακαδημαϊκή εφαρμογή, οι γνώσεις του της φυσικής, είναι εμφανείς στη μεγάλη φροντίδα που δίνει σε λεπτομέρειες του επιστημονικού υπόβαθρου -από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του τρόπου γραφής του.

    Νυμφεύθηκε τη Karen Kruse το 1953 και μετακόμισε μαζί της στη περιοχή του Κόλπου του Σαν Φρανσίσκο. Η κόρη τους Astrid (παντρεμένη με τον πιο σύγχρονο συγγραφέα της ΕΦ, Greg Bear –θα ‘χει κι αυτός τη θέση του εδώ εν καιρώ) γεννήθηκε το 1954. Κάμανε το σπίτι τους στην Ορίντα της Καλιφόρνια. Με τα χρόνια ο Poul έδωσε πολλές αναγνώσεις στο βιβλιοπωλείο The Other Change of Hobbit του Μπέρκλεϊ κι η σύζυγός του αργότερα έδωσε τη γραφομηχανή και το γραφείο του στο κατάστημα. Το 1965 ο Algis Budrys (κι αυτός εν καιρώ) δήλωσε πως “ο Άντερσον κατέχει για αρκετό καιρό το τίτλο του καλλίτερου αφηγητή της ΕΦ“. Ήταν ιδρυτικό μέλος του Society for Creative Anachronism (SCA) το 1966 και του Swordsmen and Sorcerers Guild of America (SAGA) επίσης, στα μέσα της 10ετίας του ’60. Η τελευταία ήτανε μια χαλαρή ομάδα συγγραφέων Heroic Fantasy με επικεφαλής τον Λιν Κάρτερ, αρχικά ήταν 8, καταχώρημένοι με μόνο διαπιστευτήριο σα συγγραφέα φαντασίας. Ο Άντερσον ήταν ο 6ος Πρόεδρος της ΕΦ και των συγγραφέων της, στις ΗΠΑ, αναλαμβάνοντας το αξίωμα το 1972.
Ο Robert A. Heinlein (κι αυτός επίσης) αφιέρωσε το μυθιστόρημά του The Cat Who Walks Through Walls στον Άντερσον και στα 8 λοιπα μέλη του Citizen’s Advisory Council on National Space Policy. Οι συγγραφείς της ΕΦ των ΗΠΑ κάνανε τον Άντερσον τον 16ο Grand Master της το 1998 και το Science Fiction & Fantasy Hall of Fame τονε συμπεριέλαβε το 2000, στη 5η βαθμίδα 2 νεκρών και 2 εν ζωή συγγραφέων.
     Πέθανε από επιπλοκές στην επέμβαση για καρκίνο του προστάτη στις 31 Ιουλίου 2001, στην Ορίντα της Καλιφόρνια, μετά από ένα μήνα παραμονής στο νοσοκομείο στην ηλικία των 48 ετών μόλις. Μερικά από τα έργα του δημοσιευθήκανε 1η φορά μεταθανάτια.

     Ο Άντερσον είναι πιθανότατα πιο γνωστός για τις ιστορίες περιπέτειας όπου οι… Μεγάλοι Ήρωες επιτυγχάνουνε δοξασμένα ή αποτυγχάνουν ηρωικά. Οι χαρακτήρες του, ήτανε παρ’ όλ’ αυτά προσεκτικά και μελετημένα προσεγμένοι, συχνά ενδοσκοπικοί και καλώς ξεδιπλωμένοι στην αφήγησή του. Οι γραμμές του είχανε συχνά εφαρμογή κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων με ένα λιμαρισμένο τρόπο για να ‘ναι κατάλληλες για το είδος της ΕΦ. Έγραψε επίσης κάποια πιο ήπια έργα, γενικά μικρότερου μήκους, τα οποία εμφανιστήκανε συχνότερα προς τπ τέλος της σταδιοδρομίας του. Μεγάλο μέρος της ΕΦ του βασίζεται σε βάθος στην επιστήμη (με προσθήκη αντιεπιστημονικών αλλά συνηθισμένων εικασιών, όπως το ταχύτερο απ’ το φως ταξίδι). Μια από τις… σπεσιαλιτέ του ήτανε το να φανταζόταν κι εύλογα, επιστημονικά μη-γήινους πλανήτες. Ίσως ο πιο γνωστός ήταν Ο Πλανήτης Του Ανθρώπου Που Μετρά. Εκεί, προσάρμοσε το μέγεθος και τη σύνθεσή του έτσι ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να ζήσουνε στον ανοιχτό αέρα αλλά να πετούν οι ευφυείς αλλοφερμένοι, και να διερευνήσει τις συνέπειες αυτών των προσαρμογών.
    Σε πολλές ιστορίες, σχολίασε τη κοινωνία και τη πολιτική. Όποιες κι αν είναι οι άλλες αντιθέσεις ή παραδοξότητες που διατύπωσαν οι απόψεις του, διατήρησε σταθερά τη πίστη του στην άμεση κι αναπόσπαστη σχέση μεταξύ της ανθρώπινης ελευθερίας και της επέκτασης στο διάστημα, γι ‘αυτό αντέδρασε αρνητικά και μάλιστα έντονα, ενάντι σε οποιαδήποτε ιδέα πως η διαστημική εξερεύνηση είναι σπατάλη χρημάτων ή περιττή πολυτέλεια. Η σύνδεση μεταξύ της διαστημικής πτήσης και της ελευθερίας είναι σαφώς (όπως αναφέρεται ρητά σε μερικές από τις ιστορίες του) μια επέκταση της αμερικανικής έννοιας του Frontier του 19ου αι., όπου οι κακοδιατηρητές μπορούν να προχωρήσουνε περαιτέρω και να διεκδικήσουνε κάποια νέα γη κι οι πρωτοπόροι είτε φέρνουνε ζωή ή να εγκατασταθούν σε πλανήτες που μοιάζουν με τη Γη γεμάτοι ζωή, αλλά όχι ευφυείς μορφές.
     Όπως δήλωσε επανειλημμένα στα δοκίμια του, υποστήριξε σθεναρά πως η πτήση στο διάστημα δεν ήταν περιττή πολυτέλεια, αλλά υπαρξιακή ανάγκη και πως η εγκατάλειψη του χώρου θα καταστρέψει την ανθρωπότητα σε μια κοινωνία άρρωστων που θα κυβερνούν αγρότες. Αυτό εκφράζεται στη ψυχρή σύντομη ιστορία Welcome. Σε αυτό, η ανθρωπότητα έχει εγκαταλείψει το χώρο κι έχει μείνει σε μια υπερπλήρη Γη, όπου μια μικρή ελίτ όχι μόνον αντιμετωπίζει όλους τους υπόλοιπους ως σκλάβους κινηματίες, αλλά περιέχει και πρακτικές τακτικές κανιβαλισμό, οι σεφ τους προετοιμάζουνε για ψητό, για τα συμπόσια τους. Αντίστροφα, στον οδυνηρό οργουελιανό κόσμο των Υψηλών, όπου οι Σοβιετικοί έχουνε κερδίσει το Γ’ Παγκ. Πόλ. κι έχουν αποκτήσει τον έλεγχο ολόκληρης της Γης, οι αντιφρονούντες εξακολουθούν να έχουνε κάποια ελπίδα, ακριβώς επειδή δεν έχει εγκαταλειφθεί η διαστημική πτήση. Μέχρι το τέλος της ιστορίας, οι αντάρτες έχουν εγκατασταθεί σε άλλο αστρικό σύστημα -όπου οι απόγονοί τους, όπως διαβάζει ο αναγνώστης, τελικά θα οικοδομήσουν έναν απελευθερωτικό διαστημικό στόλο και θα επιστρέψουνε στη Γη..

     Ενώ τονε τρομάζει η προοπτική των (τότε) Σοβιετικών να κερδίζουνε πλήρη κυριαρχία πάνω στη Γη, δεν τον ενθουσίαζε διόλου το να έχουν οι Αμερικανοί αυτό το ρόλο. Αρκετές ιστορίες και βιβλία που περιγράφουνε τα επακόλουθα μιας συνολικής αμερικανικής νίκης σ’ έναν άλλο παγκόσμιο πόλεμο, όπως το Sam Hall κι η χαλαρή συνέχειά του Three Worlds Τo Conquer καθώς και το Shield, είναι ελάχιστα ζοφερές από τις προαναφερθείσες απεικονίσεις σοβιετικής νίκης. Όπως κι ο Heinlein στη Μη Ικανοποιητική Λύση, ο Άντερσον υποθέτει ότι η επιβολή αμερικανικής στρατιωτικής κυριαρχίας στον υπόλοιπο κόσμο θα συνεπαγόταν αναγκαστικά τη καταστροφή της δημοκρατίας των ΗΠΑ και την επιβολή σκληρής τυραννικής κυριαρχίας στους πολίτες της. Τόσον η απεικόνιση του Άντερσον για ένα κόσμο που κυριαρχείται από τους Σοβιετικούς όσο και για ένα κυριαρχούμενο από τις ΗΠΑ, αναφέρει μιαν εξέγερση που ξέσπασε στη Βραζιλία στις αρχές του 21ου αιώνα, που και στις 2 περιπτώσεις κατατροπώθηκε βίαια από τη κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη -αντεπαναστάτες στη μία περίπτωση και κομμουνιστές στην άλλη.
     Στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου -όταν ήταν, όπως περιγράφεται από τον πιο συντηρητικό εαυτό του, φλογερά φιλελεύθερες-, προστάτευε τις ελπίδες του για την ανάπτυξη των Ηνωμένων Εθνών σε μια πραγματική παγκόσμια κυβέρνηση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στο Un-man, ένα μελλοντικό θρίλλερ όπου οι καλοί τύποι είναι πράκτορες του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ που εργάζονται για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, ενώ οι κακοί είναι εθνικιστές (κυρίως Αμερικανοί) επιδιώκουνε τη κυριαρχία των αντίστοιχων εθνών τους με κάθε κόστος. (Ο τίτλος έχει διπλό νόημα: ο ήρωας είναι κυριολεκτικά άνθρωπος του ΟΗΕ κι έχει υπεράνθρωπες ικανότητες που κάνουνε τους εχθρούς του να τονε φοβούνται με την έννοια πως είναι μεν ΟΥνάϊτεντ Νέσιον Άντρας αλλά και Μη Ανθρώπινος, Υπεράνθρωπος).
     Ο Άντερσον κι η σύζυγός του ήταν μεταξύ εκείνων που το 1968 υπέγραψαν μια διαφήμιση για τον πόλεμο κατά του Βιετνάμ στο Galaxy Science Fiction. Μέχρι τότε είχεν αποκρούσει τη παγκόσμια κυβέρνηση. μ’ ένα ημιχιουμοριστικό κομμάτι στην αρχή του Tau Zero: μέλλον στο οποίο τα έθνη του κόσμου αναθέσανε στη Σουηδία την εποπτεία του αφοπλισμού και βρήκαν ότι ζούσαν υπό την κυριαρχία της σουηδικής αυτοκρατορίας. Στο The Star Fox, απεικονίζει δυσμενώς μια μελλοντική ειρηνευτική ομάδα που ονομάζεται “Παγκόσμιοι Αγωνιστές για την Ειρήνη”. Μια πιο σαφής έκφραση του ίδιου αυτού, εμφανίζεται στην μεταγενέστερη The Shield Οf Time, όπου μια νεαρή αμερικανίδα που ταξιδεύει στο χρόνο από τη 10ετία του ’90, κάνει μια σύντομη επίσκεψη σε μια πανεπιστημιούπολη της 10ετίας του ’60 και δεν είναι διόλου ενθουσιασμένη μι’ αυτά που βλέπει εκεί.

     Ο Άντερσον συχνά επέστρεφε στον right-libertarianism (Σημ:Ο όρος right-libertarianism, έχει χρησιμοποιηθεί απ’ ορισμένους συγγραφείς για να αναφερθεί σε φιλελεύθερες πολιτικές φιλοσοφίες που υποστηρίζουνε το φυσικό δίκαιο, τις πολιτικές ελευθερίες, τον καπιταλισμό laissez-faire και μια σημαντική ανατροπή του σύγχρονου κράτους πρόνοιας. Υποστηρίζουνε σθεναρά τα δικαιώματα ιδιωτικής ιδιοκτησίας κι υπερασπίζονται τη κατανομή των φυσικών πόρων και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στην αγορά. Αυτό έρχεται σ’ αντίθεση μ’ ορισμένες εκδοχές των left-libertarianism. Αυτό συμβαίνει επειδή στις ΗΠΑ η λέξη libertarian αποκλίνει από τη πολιτική της προέλευση στο βαθμό που η κοινή έννοια του ελευθεριακού καθεστώτος εκεί είναι διαφορετική από αλλού, όπου εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρέως για να αναφερθεί σε αντι-κρατικούς σοσιαλιστές όπως τους αναρχικούς και γενικώτερα τους libertarian κομμουνιστές και τους libertarian σοσιαλιστές.) και στον ηγήτορα των επιχειρήσεων ήρωά του, το χαρακτήρα Νίκολας Βαν Ρίιν. Το Van Rijn (πέρα από το ό,τι είναι το επίθετο του Ρέμπραντ), είναι διαφορετικό από το αρχέτυπο ενός σύγχρονου τύπου επιχειρησιακού στελέχους, αντανακλώντας πιότερο έναν έμπορο χρυσής εποχής της Ολλανδίας του 17ου αι.. Αν ξοδεύει οποιαδήποτε στιγμή στις αίθουσες συσκέψεων ή σχεδιάζει εταιρικές εξαγορές, ο αναγνώστης παραμένει άγιος σε αυτό, αφού σχεδόν όλες οι εμφανίσεις του βρίσκονται στα άγρια όρια ενός διαστημικού συνόρου. Αρχίζοντας τη 10ετία του ’70, τα ιστορικά τεκμηριωμένα έργα του επηρεάστηκαν από τις θεωρίες του ιστορικού John K. Hord, που ισχυρίστηκε πως όλες οι αυτοκρατορίες ακολουθάνε το ίδιο ευρύ κυκλικό πρότυπο, όπου η Terran Empire, από τις κατασκοπικές ιστορίες του Dominic Flandry ταιριάζει απόλυτα. Η συγγραφέας Sandra Miesel (1978) υποστηρίζει ότι το κυρίαρχο θέμα του Άντερσον είναι ο αγώνας ενάντια στην εντροπία και το θερμό θάνατο του σύμπαντος, μια κατάσταση τέλειας ομοιομορφίας όπου τίποτα δεν μπορεί να συμβεί.
     Στα πολυάριθμα βιβλία και τις ιστορίες του που περιγράφουνε συγκρούσεις σε επιστημονικο-φανταστικά ή φανταστικά περιβάλλοντα, δυσκολεύεται να κατανοήσει τις απόψεις των δύο πλευρών. Ακόμη κι όταν δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ως προς τη πλευρά του συγγραφέα, οι ανταγωνιστές συνήθως δεν απεικονίζονται ως κακοί, αλλά ως έντιμοι με τους δικούς τους όρους. Ο αναγνώστης έχει πρόσβαση στις σκέψεις και τα συναισθήματά του συγγραφέα και των ηρώων του και συχνά παίρνει με μια τραγική αξιοπρέπεια την ήττα. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων ιστοριών είναι Ο Χειμώνας Του Κόσμου & Οι Άνθρωποι Του Αέρα.
     Επίσης ένα κοινό θέμα στα έργα του και με προφανή προέλευση στους θρύλους της Βόρειας Ευρώπης, είναι πως η επιτέλεση του “σωστού” πράγματος συχνά συνεπάγεται την εκτέλεση ενεργειών που, με την ονομαστική τους αξία, φαίνονται ανέντιμες, παράνομες, καταστροφικές ή εντελώς κακές. Ο Άνθρωπος Που Μετρά, ο Νίκολας Βαν Ρίιν είναι “ο άνθρωπος” επειδή είναι διατεθειμένος να είναι τυραννικός κι επιπόλαια χειραγωγικός έτσι ώστε αυτός κι οι σύντροφοί του να μπορούν να επιβιώσουνε. Στην Υψηλή Προδοσία ο πρωταγωνιστής παραβιάζει τις εντολές και προδίδει τους υφισταμένους του για ν’ αποτρέψει ένα έγκλημα πολέμου που θα ‘φερνε σοβαρή τιμωρία στην Ανθρωπότητα. Στο A Knight of Ghosts and Shadows, ο Dominic Flandry πρώτα (αποτελεσματικά) λοβοτομεί το δικό του γιο και στη συνέχεια βομβαρδίζει τον πλανήτη της φυλής Chereionite για να κάνει το καθήκον του και να στηρίξει την αυτοκρατορία Terran. Αυτές οι ενέργειες επηρεάζουνε τους χαρακτήρες τους με διάφορους τρόπους κι η αντιμετώπιση των επιπτώσεων του να ‘χει κάνει το “σωστό” (αλλά δυσάρεστο) πράγμα που είναι συχνά το επίκεντρο των διηγήσεων του. Το γενικό μάθημα φαίνεται να είναι πως η ενοχή είναι η ποινή για τη δράση αυτή.
     Στο The Star Fox, ανάμεσα στον ήρωα, το διαστημικό πειρατή Gunnar Heim και τον εχθρό του Cynbe, έναν εξαιρετικά ταλαντούχο Alerione που ‘χει εκπαιδευτεί από νεαρή ηλικία για να καταλάβει τους ανθρώπινους εχθρούς του είδους του μέχρι να αποξενωθεί από το δικό του είδος. Στη τελική σκηνή, ο Cynbe προκαλεί το Heim σε μια διαστημική μάχη όπου θα επιβίωσε μόνον ένας τους. Ο Heim δέχεται, οπότε ο Cynbe λέει: “Σ’ ευχαριστώ, αδελφέ μου“.

    Ο Άντερσον τοποθέτησε μεγάλο μέρος του έργου του στο παρελθόν, συχνά με τη προσθήκη μαγείας ή σε εναλλασσόμενους ή μελλοντικούς κόσμους που μοιάζουν με παρελθόν. Μια ειδικότητά του ήταν η πατροπαράδοτη Σκανδιναυία, όπως στις νέες εκδοχές των θρύλων του Hrólf Kraki (Saga του Hrolf Kraki) και του Haddingus (Ο πόλεμος των θεών). Συχνά παρουσιάζει τέτοιους κόσμους ανώτερους από το θαμπό, υπερπολιτισμένο δώρο. Αξιοσημείωτες απεικονίσεις αυτής της ανωτερότητας είναι ο προϊστορικός κόσμος του The Long Remembering, η οιονεί μεσαιωνική κοινωνία του No Truce With Kings κι ο αδηφάγος Δίας του Call Me Joe και του Τρεις Κόσμοι Nα Κατακτηθούν. Έχει χειριστεί το δέλεαρ και τη δύναμη του ατταβισμού σατιρικά στο Pact, κριτικά στo Η Βασίλισσα Tου Aέρα & Tο Νυχτερινό Πρόσωπο και τραγικά στο Goat Song.
     Το μυθιστόρημα Τhe Corridors Of Time (1965), εναλλάσσεται μεταξύ της Ευρωπαϊκής Λίθινης Εποχής κι ενός καταπιεστικού μέλλοντος. Σε αυτό το όραμα του αύριο, σχεδόν όλοι είναι είτε φεουδαρχικοί δούλοι είτε βιομηχανικοί δούλοι, αλλά οι ηγέτες πιστεύουνε πραγματικά ότι δημιουργούν ένα καλλίτερο κόσμο. Τοποθετείται σε μεγάλο βαθμό στη Δανία, που αντιμετωπίζει τη νεολιθική κοινωνία με γνώση και σεβασμό ενώ δεν κρύβει τα δικά της λάθη. Είναι εκεί που ο πρωταγωνιστής, έχοντας κυριολεκτικά πρόσβαση σε όλες τις περιόδους του παρελθόντος και του μέλλοντος, τελικά αποφασίζει να εγκατασταθεί και να βρει μια ευτυχισμένη κι ικανοποιητική ζωή.
     Σε πολλές ιστορίες, ένας εκπρόσωπος μιας τεχνολογικά προηγμένης κοινωνίας υποτιμά τα πρωτόγονα και πληρώνει υψηλό τίμημα γι ‘αυτό. Στο The High Crusade, οι εξωγήινοι που προσγειώνονται στη μεσαιωνική Αγγλία με τη προσδοκία μιας εύκολης κατάκτησης διαπιστώνουν ότι δεν έχουν ιδέα από σπαθιά και βέλη. Στο The Only Game Ιn Town, ένας Μογγόλος πολεμιστής, αν και δεν γνωρίζει ότι οι δύο μάγοι που συναντά είναι ταξιδιώτες από το μέλλον, μαντεύει σωστά τις προθέσεις τους -και τους συλλαμβάνει με τη βοήθεια του μαγικού φακού που είχανε και που του δόθηκε σε μια προσπάθεια να τον εντυπωσιάσουνε. Σε μιαν άλλη ιστορία για το ταξίδι, The Shield Οf Time, ένας αστυνομικός του χρόνου από τον 20ό αι., εξοπλισμένος με πληροφορίες και τεχνολογίες από πολλά περισσότερα στο μέλλον, ξεπερνιέται από έναν μεσαιωνικό ιππότη κι ίσα που γλυτώνει δραπετεύοντας, τη ζωή του. Ακόμη σε μιαν άλλη ιστορία, The Man Who Came Early, βάζει ένα στρατιώτη του 20ου αι. του στρατού των ΗΠΑ να προσγειώνται στην Ισλανδία και να μεταφέρεται στο 18ο αι.. Αν κι είναι γεμάτος ιδέες, η έλλειψη πρακτικής γνώσης του πώς να τις εφαρμόσει και της πλήρους άγνοιάς του με την υπάρχουσα τότε τεχνολογία και τα έθιμα της εποχής οδηγείται στη πτώση του.

     Έγραψεν επίσης το σύντομο δοκίμιο Uncleftish Beholding, μια εισαγωγή στην ατομική θεωρία, χρησιμοποιώντας μόνο λέξεις με γερμανική ρίζα, περιγράφοντας την αγάπη του για τα παλιότερα χρόνια. Αυτό το είδος του γραπτού λόγου ονομάστηκε Ander-Saxon μετά απ’ αυτόν. Η ιστορία που αναφέρθηκε στο The Shield of Time είναι επίσης ένα παράδειγμα μιας τραγικής σύγκρουσης, ένα άλλο σύνηθες θέμα στη γραφή του. Ο ιππότης προσπαθεί να κάνει το καλλίτερό του από την άποψη της δικής του κοινωνίας και της εποχής, αλλά οι ενέργειές του θα μπορούσαν να προκαλέσουν ένα φρικτό 20ό αι. (ακόμα φρικτότερο απ’ αυτό που γνωρίζουμε). Ως εκ τούτου, οι πρωταγωνιστές Time Patrols, στους οποίους αρέσει ο νεαρός ιππότης και του εύχονται καλή τύχη (η κοπέλλα μάλιστα κοντεύει να τον ερωτευτεί), δεν έχουν άλλην επιλογή παρά να μονομαχήσουνε μαζί του και τελικά να τονε σκοτώσουνε. Στο The Sorrow Οf Odin ο Γκόθ ένας ανθρωπολόγος που ταξιδεύει στο χρόνο έχει αναλάβει να μελετήσει τη κουλτούρα μιας αρχαίας γοτθικής φυλής με τακτικές επισκέψεις κάθε λίγες 10ετίες. Σταδιακά προσελκύεται στενά, αισθάνεται προστατευτικός απέναντι τους (πολλοί από τους δικούς του απογόνους, μετά από μια σύντομη κι οδυνηρή επαφή με μια κοπέλλα της φυλής που πέθανε στον τοκετό) και τονε χαρακτηρίζουν ως το θεό Όντιν/Γουόταν. Κατόπιν διαπιστώνει ότι πρέπει να προδώσει σκληρά τους αγαπημένους του Γότθους, αφού μια μπαλλάντα λέει πως ο Οντίν το ‘κανε αυτό. η αδυναμία εκπλήρωσης του καθορισμένου ρόλου του μπορεί ν’ αλλάξει την ιστορία και να φέρει ολόκληρο τον 20ό αι. -όπως τον ξέρουμε τώρα- να καταρρέει. Στη τελική σκηνή, φωνάζει με αγωνία: “Ακόμα κι οι θεοί δεν μπορούν ν’ αψηφήσουνε τις Norns!” – δίνοντας μια νέα τροπή σ’ αυτή τη κεντρική πλευρά της νορβηγικής θρησκείας (Σημ:Norms είναι οι 3 παρθένες θεές του πεπρωμένου -Urd ή Urdar, Verdandi & Skuld- που κάθονται πλάι στο πηγάδι της μοίρας στη βάση του τεφρόδεντρου Yggdrasil κι υφαίνουνε τον ιστό της μοίρας).
     Στο Pirate, ο ήρωας έχει το καθήκον ν’ αρνηθεί σε μια ομάδα ανθρώπων από κοινωνίες που έχουνe καταστραφεί από τη φτώχεια να έχουνε την ευκαιρία για μια νέα εκκίνηση σε νέο πλανήτη, γιατί η εγκατάστασή τους εκεί θα εξαλείψει τα απομεινάρια των καλλιτεχνικών κι ομιλούντων όντων που ζούσαν εκεί πριν. Παρόμοιο θέμα, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, εμφανίζεται στο Planet Sister: αν κι η γηγενής φυλή Venus θα προσφέρει νέα ελπίδα στους ανθρώπους που λιμοκτονούνε στον υπερπλήθυσμό της Γης, θα θέλουν να εξοντώσουνε την έξυπνη αυτή φυλή κι ο ήρωας μπορεί ν’ αποτρέψει αυτή τη γενοκτονία μόνο με τη δολοφονία των καλλίτερων φίλων του. Στο Delenda Est το στοίχημα είναι το ψηλότερο που μπορεί να φανταστεί κανείς. Οι απατεώνες που ταξιδεύουνε στο χρόνο δημιούργησαν ένα νέο 20ό αι. -όχι καλλίτερο ή χειρότερο, απλώς εντελώς διαφορετικό. Ο ήρωας μπορεί να πολεμήσει τους απατεώνες και ν’ αποκαταστήσει τη γνωστή ιστορία του, αλλά μόνο με το τίμημα να καταστρέψει εντελώς τον κόσμο που έχει πάρει τη θέση του. “Διακινδυνεύοντας το λαιμό σου για ν’ αρνηθείς ένα κόσμο γεμάτο ανθρώπους σαν εσένα” είναι ο τρόπος που ο ήρωας περιγράφει αυτό που τελικά αναλαμβάνει.
     Κλασσικά μεταξύ άλλων είναι τα μυθιστορήματα Brain Wave (1953η Γη περνά σ’ ένα τμήμα του Γαλαξία με διαφορετικές ιδιότητες της ύλης με αποτέλεσμα την αύξηση την νοημοσύνης των ανθρώπων και τη μεταμόρφωση της ανθρωπότητας σε κάτι σχεδόν θεϊκό) και Tau Zero (1967ένα διαστημόπλοιο που μεταφέρει αποίκους αντιμετωπίζει μηχανικά προβλήματα, συνεχίζει να επιταχύνει ανεξέλεγκτα πλησιάζοντας τη ταχύτητα του φωτός, κι επιζεί από τη τελική κατάρρευση του σύμπαντος για να αποικίσει μια νέα Εδέμ), η σειρά νουβελών της Περιπόλου Tου Χρόνου (ένα σώμα αστυνομικών που προστατεύουν την ιστορία από κακόβουλες ή καλοπροαίρετες αλλαγές), το Three Hearts & Three Lions (1953ένα μυθιστόρημα φανταιζί με έναν άνθρωπο που από τον Β’ Παγκ. Πόλ. βρίσκεται ξαφνικά σ’ ένα κόσμο σπαθιών και μαγείας), η σειρά με ήρωα τον γαλαξιακό μεγιστάνα/πραματευτή Νίκολας Βαν Ρίιν κλπ.
    Αν κι η φαντασία του είναι συνήθως απαλλαγμένη από ψυχολογικές γνώσεις, τείνει να επικεντρώνεται σε μεγαλύτερες πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις που προκύπτουν από το ταξίδι στο χρόνο και τους πειρασμούς της εξουσίας που περιέχονται σ’ αυτές τις προσπάθειες. Κινήθηκε με άνεση από τη σκληρή ΕΦ στη φανταιζί κι έχει βραβευτεί με 10 Hugo και Nebula -1η φορά για το The Longest Voyage (1960, Hugo) και πιο πρόσφατα για Το Παιχνίδι Του Κρόνου (1981, Hugo & Nebula). Το 1977 στα βραβεία Nebula του απονεμήθηκε ο τίτλος του Grand Master. Πιο πρόσφατο έργο του είναι το Harvest the Stars (1993) και οι συνέχειές του The Stars Are Also Fire (1994) και The Fleet Οf Stars (1997).

Βραβεύσεις του:

 * Gandalf Grand Master of Fantasy (1978)

 * Hugo Award (7 φορές)

 * John W. Campbell Memorial Award (2000)

 * Locus Award (41 υποψηφιότητες μια το πήρε, 1972)

 * Mythopoeic Fantasy Award (1975)

 * Nebula Award (3 φορές)

 * Pegasus Award (με την Anne Passovoy) (1998)

 * Prometheus Award (4 φορές)

 * Special Prometheus Award for Lifetime Achievement 2001)

 * SFWA Grand Master (1997)

 * Science Fiction and Fantasy Hall of Fame (2000)

=====================

Ο Τυχοδιώκτης

     Αφού τέλειωσα το εσωτερικό καθάρισμα, περπάτησα λίγο έξω για να δω τη βραδιά. Ελάχιστες μέρες είχανε περάσει από τότε που μετακόμισα εδώ. Πριν, ήμουν χαμηλά, στα δάση. Τώρα βρισκόμουνα πάνω από τη δασωμένη περιοχή κι ο χρόνος που είχε περάσει μόλις που ήταν αρκετός για να βολέψω το κορμί μου εδώ -να συγυρίσω τη καμπίνα και την επίπλωσή της, να εξερευνήσω τη περιοχή, ν’ απλώσω τις συσκευές ηχογράφησης, ν’ αφήσω τα πνευμόνια μου να συνηθίσουνε τον αραιότερο αέρα.
     Η ψυχή μου ακόμα προσπαθούσε να προσαρμοστεί. Μου λείπαν οι σα χρυσάφι πιτσιλιές του ήλιου στ’ απαλά, σκούρα καφέ χαμόκλαδα, η αρρενωπή τραχύτητα κι η γλυκειά, σα γυναίκας, μυρωδιά των πεύκων, το πράσινό τους που σπάθιζε τον ουρανό, εκείνο το ρυάκι που άστραφτε και τραγουδούσε, οι φωνές των πουλιών, το γουαπιτί με τα θαυμάσια κέρατα που είχε γίνει φίλος μου κι έπαιρνε τροφή απ’ τα χέρια μου. (Του άρεσαν ιδιαίτερα οι αγγουρόφλουδες. Τον φώναζα Τσάρλυ).
     Δε ζεις έξι μήνες σ’ ένα μέρος, από τη φλόγα του φθινοπώρου και σ’ όλο το σίδερο και το λευκό του χειμώνα για να ξαναγεννηθείς με τη γη όταν ανασάνει πάνω της η άνοιξη -δεν είναι δυνατό να το κάνεις αυτό και να μη κρατήσεις κάτι απ’ αυτό το μέρος για πάντα, βαθιά μες στα σωθικά σου. Παρ’ όλ’ αυτά, εξακολουθούσα να θυμάμαι τη περιοχή στα ψηλά κι όταν η Τζο Μοντζελέσκι είπε ότι δεν κατάφερε να μου εξασφαλίσει παράταση του χρόνου διαμονής μου, αποφάσισα ν’ ανέβω εδώ για όσο καιρό μ’ απόμενε. Ήταν μέρος του σχεδίου μου, αγαπούσε τη φυσική περιοχή όσο κι εγώ, όμως κρατούσε τη καρδιά της για τις κορφές κι αυτές ήταν υποχρεωμένες να τη βοηθούν να δημιουργήσει τη κατάλληλη διάθεση. Ωστόσο, εγώ ο ίδιος χαιρόμουνα που θα επέστρεφα. Και καθώς απομακρυνόμουν από τη καμπίνα μου, αφού προσπέρασα το όχημά μου ώστε τίποτα φτιαγμένο απ’ τον άνθρωπο να βρίσκεται ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο, ξαφνικά όλη μου η ύπαρξη ανήκε και πάλι απόλυτα στον τόπο όπου βρισκόμουν.
     Αυτή η βάση ήταν εγκατεστημένη σ’ ένα ορεινό λιβάδι. Το χορτάρι φύτρωνε παχύ κι υγρό, ελαστικό κάτω απ’ τα πόδια με μαργαρίτες εδώ κι εκεί σαν αστέρια σκορπισμένα σ’ ένα πράσινο ουρανό. Βράχια σε μέγεθος σπιτιού υψώνονταν σκόρπια, γκριζάδα που έσπαγε από παγετώνα σμιλεμένο κάποτε από τη μικρή λίμνη που κελάρυζε και λαμπύριζε λίγο πιο πέρα: ένα σημάδι σε μένα, ότι κι εγώ συμπεριλαμβανόμουνα στην αιωνιότητα. Παντού τριγύρω, τα βουνά Γουίντ Ρίβερ φορούσανε στέμματα από χιόνι και το πιο σκούρο μπλε των Βράχων τους σ’ ένα ιλιγγιώδες, ουράνιο ύψος όπου περιπλανιόταν ένας αετός. Έπιανε στα φτερά του τις ηλιαχτίδες που ξεχύνονταν πλάγια απ’ τη δύση. Οι ακτίνες εκείνες έμοιαζαν να γεμίζουν τη παγωνιά κάνοντάς τη κατά κάποιο τρόπο να λιώνει και τα ύψη ζωντάνευαν με τις σκιές.
     Μύριζα γύρω μου το μεγάλωμα, πιο ασκητικό απ’ όσο στο δάσος αλλά καθόλου μα καθόλου λιγότερο δυνατό. Ένα ψάρι πήδηξε, είδα τη σύντομη λάμψη και μια στιγμή αργότερα, πολύ αμυδρά μες στην ησυχία, άκουσα το νερό να πλατσουρίζει. Μ’ όλο που δε φυσούσε καθόλου, ένιωσα στο πρόσωπο το φίλημα της αύρας. Κούμπωσα το δερμάτινο τζάκετ μου, Βρήκα τη πίπα κι ατένισα γύρω. Αρκούδα είχα ήδη παρακολουθήσει στο παρελθόν, δυο φορές. Δεν ήμουνα τόσον ανόητος ώστε να προσπαθήσω να επαναλάβω τη σχέση που είχα με τον Τσάρλυ μαζί της, οπωσδήποτε όμως θα μπορούσαμε να μοιραζόμαστε τη περιοχή φιλικά κι αν κατάφερνα να μάθω τις διαδρομές του ώστε να εγκαταστήσω μηχανήματα που θα μπορούσαν να καταγράψουνε τη ζωή του-ή της, που σημαίνει ότι θα γεννούσε και… -“Όχι. Είσαι υποχρεωμένος στο τέλος αυτής της βδομάδας να γυρίσεις στον πολιτισμό. Θυμάσαι; –Α, μα μπορεί να ξαναγυρίσω εδώ“.
     Σαν απάντηση στη σκέψη μου, άκουσα ψηλά ένα βούισμα. Δυνάμωσε μέχρι που μπόρεσα να δω άλλο ένα αερόχημα σαν το δικό μου να αιωρείται στον αέρα. Η Τζο απαντούσε στη πρόσκλησή μου μια ώρα νωρίτερα απ’ ό,τι περίμενα όταν της είπα: “Έλα για φαγητό γύρω στο ηλιοβασίλεμα“. Νωρίτερα απ’ ό,τι έλπιζα; Η καρδιά μου χτύπησε. ‘Εχωσα τον καπνό και τη πίπα στις τσέπες μου και περπάτησα γρήγορα για να τη χαιρετήσω. Προσγειώθηκε και τινάχτηκε έξω απ’ το κουβούκλιο πριν καν σωπάσουν οι αεροκινητήρες. ‘Ητανε πάντα γρήγορη στα πόδια κι ευγνώμων γι’ αυτό. Κατά τ’ άλλα η εμφάνισή της δεν άξιζε πολλά: πλακουτσωτή μύτη πυγμάχου, χλωμά στρογγυλά μάτια κατω από κοντοκομμένα μαύρα μαλλιά. Για τη περίσταση, είχε παρατήσει τη στολή του δασοφύλακα προτιμώντας ένα εφαρμοστό κουστούμι με πρισματικές αποχρώσεις, αλλά δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει πολύ, ακόμα κι αν ήξερε να το φορέσει σωστά.
 -“Καλωσόρισες“, είπα, έπιασα και τα δυο της χέρια και της έδωσα το πιο πλατύ μου  χαμόγελο.
 -“Γεια“. Ακουγόταν λαχανιασμένη. Το χρώμα πηγαινοερχόταν στα μάγουλά της. “Πώς είσαι;”
 -“Καλά. Λυπάμαι που θα φύγω, φυσικά“. Έκανα το χαμόγελο πικρόχολο για να μη δείχνω μεμψίμοιρος. Κοίταξε μακρυά.
 -“Γυρίζεις στη γυναίκα σου όμως“.
 -“Μη το παρατραβάς. “Ήρθες νωρίς Τζο. Ήθελα να ‘χω έτοιμα από πριν τα ποτά και τα ορεκτικά. Τώρα θα πρέπει να ‘ρθεις και να με δεις να δουλεύω“.
 -“Θα βοηθήσω“.
 -“Αποκλείεται όσο είσαι καλεσμένη μου. Κάθισε, ηρέμησε“. Πήρα το χέρι της και την οδήγησα στη καμπίνα. Αφησε ένα γέλιο αβέβαιο.   –
 -“Φοβάσαι μην μπλεχτώ στα πόδια σου Πητ; Μην ανησυχείς, τις ξέρω αυτές τις λυόμενες μονάδες -πώς αλλιώς, μετά από τρία χρόνια…”
     Εγώ ήμουν εδώ τέσσερα κι απ’ αυτά είχανε προηγηθεί έξι άλλα κατά τα οποία περιπλανιόμουν σ’ άλλες φυσικές περιοχές, μέχρi ν’ αποφασίσω πως αυτή εδώ ήταν που ήθελα να καταγράψω σε βάθος, μιας και ήταν για μένα η πιο όμορφη απ’ τις όμορφες.
 -“…κι έχουν μόνο ένα κατάλληλο μέρος για ν’ αποθηκεύσουν τα πάντα“, έλεγε. Ύστερα σώπασε κι αυτό έκανε κι εμένα να σωπάσω, γύρισε το κεφάλι της απ’ άκρη σ’ άκρη, ρούφηξε βαθιά αέρα κι ηλιαχτίδες. “Σε παρακαλώ, μη βιαστείς για χάρη μου. Είναι τόσο όμορφο το βράδυ. Ήσουν έξω για να το χαρείς“.
     Δεν ειπώθηκε: Και δε σου μένουν πολλά, Πητ. Το πρόγραμμα συλλογής στοιχείων τερματίσθηκε επίσημα πέρυσι. Είσαι ο τελευταίος από τους ελάχιστους ανθρώπους των μέσων μαζικής ενημέρωσης που πήραν ειδική άδεια να παραμείνουν και να τελειώσουν τη δουλειά τους. Tώρα, τέρμα οι καθυστερήσεις, τέρμα οι παρατάσεις, μια κουβέντα μόνο, Όλοι Έξω. Η δικιά μου ανείπωτη απάντηση: Εκτός από σας, τους δασοφύλακες, Εσάς τους ελάχιστους με πτυχία οικολογίας και βιοχημείας εδάφους, και τα ρέστα μια χούφτα άνθρωποι που νίκησαν μια ορδή -μήπως αυτό σας δίνει το δικαίωμα πάνω σ’ όλα τούτα;
 -“Ε, λοιπόν, ναι“, είπα και συνέχισα: “Θα τ’ απολαύσω, κι ιδιαίτερα μάλιστα, με την τωρινή μου συντροφιά“.
 -“Σας ευχαριστώ, ευγενικέ κύριε“. Δεν κατάφερε ν’ ακουστεί εύθυμη. Έσφιξα το χέρι της.
 -“Ξέρεις Τζο, θα μου λείψεις. Θα μου λείψεις τρομερά“. Τον τελευταίο χρόνο, όσο το σχέδιό μου φούντωνε μέσα μου, την είχα καλλιεργήσει. Όχι μονάχα παίζοντας χαρτιά μαζί της και συζητώντας για ώρα απ’ το αισθησιόφωνο. Όχι. Πάντα μαζί σε πεζοπορίες, περιπλανήσεις, πικνίκ, ψάρεμα, παρακολουθήσεις πουλιών, παρακολουθήσεις ελαφιών κι αστεριών. Ανθρωποι με το δικό μου επάγγελμα καταφέρνουν στην εντέλεια να καλλιεργούν απόψεις στο μυαλό των άλλων, και μολονότι η τελευταία δεκαετία ελάχιστες φορές μ’ ανάγκασε να χρησιμοποιήσω την τέχνη αυτή, δεν είχε πεθάνει. Με την ίδια ευκολία με την οποία ανάσαινα, μπορούσα να δείχνω ενδιαφέρον για τις μάλλον κοινότοπες παρατηρήσεις
της, τις μάλλον ανόητα συναισθηματικές της απόψεις…
 -“Να ‘ρχεσαι να με βλέπεις στις διακοπές σου“.
 -“Α, θα – θα σου τηλεφωνώ… πότε-πότε… αν δεν έχει.. αντίρρηση η Μαρί“.
 -“Εννοώ να ‘ρχεσαι εσύ η ίδια. Ολογραφικές εικόνες, στερεοφωνικός ήχος, ακόμα κι η μυρωδιά, η θερμοκρασία ή οποιοδήποτε άλλο κύκλωμα που θα μπορούσε κανείς να πληρώσει και να χρησιμοποιήσει -δεν είναι το ίδιο με το να ‘χεις ένα φίλο δίπλα σου“.
 -“Θα ‘σαι στη πόλη“. Μόρφασε.
 -“Δέν είναι και τόσο άσχημα“, είπα με το πιο γενναίο μου ύφος. “Ωραίο διαμέρισμα με ικανοποιητικό μέγεθος, πολύ μεγαλύτερο απ’ αυτό εδώ το πλαστικό κουβούκλιο. Ηχομονωμένο. Φιλτραρισμένος και κλιματισμένος αέρας. Ολόκληρο το συγκρότημα παρακολουθείται και προστατεύεται. Θωρακισμένα οχήματα για τις μετακινήσεις σου“.
 -“Και μια μάσκα για τη μύτη και το στόμα σου!“. Σχεδόν αστειευόταν.
 -“‘Οχι, όχι, τις έχουν καταργήσει από καιρό. Έχουν μειώσει τη σκόνη, το μονοξείδιο και τα καρκινογόνα σε χαμηλό επίπεδο, τουλάχιστον στη πόλη μου που-
 -“Οι βρωμιές. Οι γεύσεις. ‘Οχι, όχι Πητ, συγνώμη. Δεν είμαι κανένα ντελικάτο λουλουδάκι αλλά οι επισκέψεις στο Μπόσγουός που είμαι υποχρεωμένη να κάνω για τη δουλειά μου, είναι το όριο της ανεκτικότητάς μου… από τότε που γνώρισα αυτό τον τόπο“.
 -“Σκέφτομαι κι εγώ να μετακομίσω στην ύπαιθρο“, είπα. “Θα νοικιάσω ένα εξοχικό σπίτι σε αγροτική περιοχή, θα κάνω τις περισσότερες δουλειές μου μέσω τηλεφώνου, δεν θα χρειάζεται να κατεβαίνω στο κέντρο παρά μόνο όταν θα ‘χω να κάνω κάποιο ρεπορτάζ εκεί“.
 -“Συχνά σκέφτομαι πως οι αγροτικές περιοχές είναι χειρότερες από κάθε μεγαλούπολη“.
 -“Ε;” Μου ‘κανε έκπληξη το ότι μπορούσε ακόμα να με εκπλήσσει.
 -“Α, καθαρότερες, πιο ήσυχες, λιγότερο επικίνδυνες, οι κάτοικοι δεν είναι κολλημένοι ο ένας στον άλλο, πράγματι“, παραδέχτηκε. “Αλλά τουλάχιστον, εκείνος ο μανιακός κάτοικος της πόλης, εκείνος που ουρλιάζει κι αγχώνεται, έχει μια κάποια ελευθερία, μια κάποια… ζωή μέσα σ’ αυτήν. Ίσως να ‘ναι η ζωή ενός μπουλουκιού ποντικιών, είν’ όμως αληθινή, έχει κάποια δομή, αυθορμητισμό και στην ενδοχώρα, ελέγχεται εξονυχιστικά όχι μόνο η φύση αλλά κι οι άνθρωποιΕγώ πάντως δε ξέρω πώς αλλιώς θα μπορούσες να οργανώσεις τα πράγματα για να θρέψεις πληθυσμό δεκαπέντε δισεκατομμυρίων“.
 -“Εντάξει“, είπα. “Καταλαβαίνω. Αλλ’ αυτό το ζήτημα είναι καταθλιπτικό. Ας περπατήσουμε λίγο. Βρήκα μερικούς θάμνους γεντιανή“.
 -“Τόσο πρώιμα; Μπορούμε να πάμε περπατώντας; Θα ‘θελα να δω“.
 -“Φοβάμαι πως γι’ αυτή την ώρα είναι πολύ μακρυά. Τριγύρισα πολύ αυτές τις μέρες. Ωστόσο, μπορώ να σου δείξω εδώ κοντά ένα σύθαμνο με βατομουριές. Θα πρέπει να αξίζει μια επίσκεψη, έλα προς το τέλος του καλοκαιριού“.
     Καθώς ξανάπαιρνα το χέρι της, είπε μ’ ένα τρόπο κάπως αδέξιο:
 -“Τελικά έχεις γίνει ειδικός, ε Πητ“;
 -“Πώς να μη γίνω;” γρύλισα. “Δέκα χρόνια τώρα που μαζεύω αισθυλικό για το Σύστημα Φυσικών Περιοχών“.
 -“Δέκα χρόνια… πήγαινα γυμνάσιο όταν ξεκινούσες. ‘Ηξερα μονάχα τα συνηθισμένα πάρκα όπου στεκόμασταν σε γραμμές σε κάποιο ασφαλτοστρωμένο μονοπάτι για να δούμε μια σεγκόγια ή μια θερμοπηγή γκάυζερ και κλείναμε θέσεις στο κολυμβητήριο από ένα μήνα πριν. Ενώ εσύ…” Τα δάχτυλά της κλείσανε γύρω απ’ τα δικά μου, δυνατά και ζεστά: “…δε φαίνεται δίκαιο να τερματίσουνε τη παραμονή σου“.
 -“Η ζωή ποτέ δεν ήταν δίκαιη“.
 -“Πολλές, πάρα πολλές ανθρώπινες ζωές. Πολύ λίγες άλλων ειδών. Και πρέπει να ‘χουμε μερικές φυσικές περιοχές, χώρους απαραίτητους για να διατηρήσουμε ο,τι απόμεινε από το οικοσύστημα του πλανήτη, πηγή γνώσης για τους ερευνητές που προσπαθούν να μάθουν αρκετά γι’ αυτό το οικοσύστημα και να το στηρίξουν πριν να καταρρεύσει ολοκληρωτικά. Ποτέ δεν έγινε ειδική μνεία σ’ αυτό, όμως κάθε σκεπτόμενο μυαλό έχει υπόψη του το γεγονός ότι αν τελικά αυτή η κατάρρευση πραγματοποιηθεί, οι φυσικές περιοχές Θ’ αποτελούν το τελευταίο φυτώριο ελπίδας για τη Γη. Θέλω να πω“, είπε με δυσκολία η Τζο, “εντάξει, περιοχές σαν κι αυτήν καταστρέφονταν από τα πλήθη -τις αγαπούσαν μέχρι θανάτου, όπως έγραψε κάποιος- και το μόνο που θα μπορούσε να γίνει ήταν το να τις κλείσουν για όλους εκτός από μερικούς παρατηρητές κι επιστήμονες κι αυτό, πολιτικά, θα ήτανε δυνατό μόνον αν το για όλους σήμαινε, για όλους“.
     Α, ναι, ξαναγύρισε στα ευκολοφόρετα, αδέξια κλισέ της.
  -“Και στο κάτω κάτω, όλ’ αυτά τα αισθησιοντοκυμανταίρ που έχουν φτιάξει καλλιτέχνες σαν κι εσένα, θα είναι πρόσφορα και –
     H αβρότητα εξαφανίστηκε.
 -“Εσύ Πητ δεν μπορείς να ξανάρθεις! Ποτέ!”.
     Τα δάχτυλά της θυμήθηκαν πού βρίσκονταν και μ’ άφησαν. Τα δικά μου τ’ ακολούθησαν κι έσφιξαν με συγκρατημένη ευγένεια. Στο μεταξύ, ο σφυγμός μου φτερούγιζε. Φαίνεται επίσης ότι ούτε λόγια ταίριαζαν στη στιγμή, γιατί το στόμα μου ήταν στεγνό. Ένας άνθρωπος των media θα πρέπει να ‘χει περισσότερη αυτοπεποίθηση. Αλλά γαμώτο, ρισκάριζα τόσα πολλά σ’ αυτό το στοίχημα. Είχα κάνει τη Τζο να νοιάζεται για μένα, όχι απλά με τη φιλανθρωπία των συναδέλφων της που, απομονωμένοι απ’ τ’ ανθρώπινο γένος, μπορούσαν να είναι φιλάνθρωποι, αλλά για μένα, για τον Πητ προσωπικά, που ήθελε να περάσει όσες τρεμάμενες μέρες του έμεναν στα βουνά Γουίντ Ρίβερ. Μόνο, πόσο βαθιά νοιαζόταν;
     Περπατήσαμε γύρω απ’ τη λίμνη. Ο ήλιος έσταζε απ’ τις κορφές -για δευτερόλεπτα, τα χιόνια στ’ ανατολικά φλέγονταν- κι αναδύονταν σκιές. Άκουσα μια κουκουβάγια να κρώζει στο ταίρι της. Η Αφροδίτη λαμπύριζε μ’ ένα βασιλικό γαλάζιο χρώμα. Ο αέρας περόνιαζε κι έκανε το αίμα να κυλά γρηγορότερα.
 -“Μπρρρ!”. Η Τζο γέλασε. “Τώρα το θέλω εκείνο το ποτό“.
     Δεν μπορούσα να δω τα χαρακτηριστικά της στο σούρουπο. Τα πρώτα αστέρια ορθώθηκαν μ’ άπειρη καθαρότητα. Αλλά η Τζο ήτανε πια κάτι θολό, κάτι συμπαγές, θερμό. Σχεδόν θα μπορούσε να ‘ταν η Μαρί.  Αν ήταν! Η Μαρί ήταν όμορφη και σέξυ, έλαμπε και -φυσικά, είχε εραστές όταν έλειπα για μήνες συνέχεια, είχαμε συμφωνήσει ότι δικές μου ερωμένες ήταν οι φυσικές περιοχές. Δεν τις σκεφτόταν καθόλου όταν γύριζα… Αχ, αν μπορούσαμε να τα μοιραστούμε όλ’ αυτά. Σύντομα τ’ αστέρια στον ουρανό θα ‘ταν πιότερα απ’ το σκοτάδι, ο Γαλαξίας θα γινότανε καταρράχτης, η λίμνη θα παλλόταν κατάφωτη απ’ τη λάμψη τους κι όταν θ’ ανάτελλε ο Δίας θα ‘φτιαχνε ένα τέλειο ξέφωτο στην επιφάνεια του νερού. Είχα μείνει έξω μισή νύχτα για να τα παρακολουθήσω.
     Ήδη το φως ήταν τόσο που δεν χρειαζόμασταν φακό για να βρούμε την είσοδο της καμπίνας μου. Το μονωτικό τοιχείο υποχώρησε στ’ άγγιγμά μου. Μπήκαμε, έκλεισα το φερμουάρ της πόρτας και με ανοιχτό τον κεντρικό διακόπτη ο φωσφορισμός ξύπνησε τόσο απαλά όσο κι ο εξαερισμός. Η Τζο είχε δίκιο: αυτές οι λυόμενες κατασκευές δεν είχαν κάτι προσωπικό. (Η Τζο είχε μόνιμο κατάλυμα φτιαγμένο από ξύλα και γεμάτο με πράγματα που αγαπούσε). Εκτός από μερικά βιβλία και τα παρόμοια το μοναδικό μου δωμάτιο ήταν άμεσα λειτουργικό. Πράγματι, το αισθησιόφωνο θα μπορούσε να μου προσφέρει τη φαντασίωση απ’ οτιδήποτε ή οποιονδήποτε σχεδόν στον κόσμο θα μπορούσα να ζητήσω. Εμείς οι κάτοικοι των πόλεων μαθαίνουμε να ταξιδεύουμε δίχως βάρη. Ο εσωτερικός χώρος εδώ είχε καλές αναλογίες, ευχάριστα χρωματισμένος, αναπαυτικός. Ένα βήμα έξω βρισκόταν εκείνο το ορεινό λιβάδι. Τί άλλο θα μπορούσα να ζητήσω;
     Τηρώντας μια συνήθεια που πολύ δύσκολα κατόρθωσα ν’ αποκτήσω, έκανα έλεγχο στον πυρηνικό μετρητή -υπεραρκετή ενέργεια- προτού βγάλω το δείπνο απ’ το ψυγείο και το βάλω να μαγειρευτεί. Έπειτα πήγα κι έφερα μεζεδάκια, ρούμι και φρουτοχυμό κι έφτιαξα ποτά όπως άρεσαν στη Τζο. Τελικά δεν προσπάθησε να βοηθήσει αλλά βολεύτηκε σε μια αεροκαρέκλα. Κανείς μας δεν είχε μιλήσει πολύ όσο περπατούσαμε. Περίμενα ν’ αρχίσει να φλυαρεί -λίγο νευρικά, λίγο πιο γρήγορα απ’ ό,τι θα ‘πρεπε κι εύθυμα- από τη στιγμή που θα φτάναμε κι ύστερα. Αντίθετα το κοντόχοντρο σώμα της καμπούριαζε στο μαργαριταρένιο κουστούμι που δεν ήταν φτιαγμένο γι’ αυτή και κοίταζε τα χέρια της στα γόνατά της. Μη κρυώνοντας πια, έβγαλα το τζάκετ μου και της πήγα το ποτό της.
 -“Γιορτάζουμε, δεν ρεμβάζουμε!” διέταξα. Το πήρε. Τσούγκρισα τα ποτήρια μας. Άπλωσα το άλλο μου χέρι που είχε μείνει ελεύθερο για να τραβήξω με το δείκτη και τον αντίχειρα τις άκρες των χειλιών της. “Ε, χαμογέλα! Υποτίθεται πως το πάρτυ είναι χαρούμενο!”
 -“Είναι;” Τα μάτια που σήκωσε για να με κοιτάξει κολυμπούσαν στα δάκρυα.
 -“Βέβαια, απεχθάνομαι την ιδέα ότι θα φύγω“.
 -“Πού είναι η φωτογραφία της Μαρί“; 
     Αυτό με τίναξε πίσω. Δεν περίμενα μια τόσο απότομη ερώτηση.
 -“Μα, εεε…”. Εντάξει. Τα πράγματα πάνε πιο γρήγορα απ’ όσο σχεδίαζες, Πητ. Ακολούθησέ τα. Ήπια μια γουλιά, ίσιωσα τους ώμους κι είπα αντρίκεια: “Δεν ήθελα να σε φορτώσω με τους μπελάδες μου, Τζο. Η ουσία είναι πως η Μαρί κι εγώ έχουμε χωρίσει. Πέρ’ απ’ τις τυπικότητες δεν υπάρχει τίποτα“.
 -“Τί;” Το στόμα της είν’ ανοιχτό, η ματιά χαμένη στη δική μου, χύνει λίγο απ’ το ποτό της και δεν το καταλαβαίνει. Αλήθεια το κατάφερα τόσο γρήγορα; Σήκωσα τους ώμους.
 -“Ναι. Το σημείωμα με τη πρόθεσή της να διαλύσουμε τη σχέση μας, έφτασε χτες. Το ‘χα προβλέψει βέβαια. Είχε κουραστεί πολύ να περιμένει“.
 -“Ω, Πητ!”. Έγειρε προς το μέρος μου.
     Είχα πλήρη επίγνωση -τοίχοι, ράφια γεμάτα, η νύχτα σ’ ένα παράθυρο, ζέστη και μουρμουρητό απ’ τη μονάδα θέρμανσης, η λυχνία του φούρνου μικροκυμάτων κι η ευωδιά απ’ το κρέας, αυτή η γυναίκα που πρέπει να μάθω να ποθώ- και σκέφτηκα γρήγορα πως έτσι όπως είχαν τα πράγματα θα ‘ταν καλλίτερα να προσποιηθώ ότι δεν αντιλήφθηκα την κίνησή της.
 -“Δεν θέλω κάρτες με συμπάθεια“, είπα με επίπεδο τόνο στη φωνή μου. “Για να ‘μαι απόλυτα τίμιος, νιώθω πιο ανακουφισμένος που ήρθαν έτσι τα πράγματα“.
 -“Νόμιζα...” ψιθύρισε. “Νόμιζα ότι ήσασταν ευτυχισμένοι οι δυο σας“.
     Και πραγματικά έτσι ήταν, αγαπητή μου: αν και κάποιος με τόση επιτηδειότητα στα media εύκολα υποπτεύεται ότι σημαντικό μέρος της ευτυχίας μας, σαν αντίθετο στην ευδαιμονία, οφείλεται στις μακρόχρονες απουσίες μου όλη αυτή τη περασμένη δεκαετία. Αυτές είχανε βάλει τη γεύση. Κάτι που πάντα θα σου λείπει, Τζο, ο,τι και να συμβεί. Όμως, δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς μόνο με καρυκεύματα.
 -“Δεν κράτησε” είπα, όπως είχα σχεδιάσει. “Έχει βρει κάποιον που της ταιριάζει περισσότερο. Χαίρομαι γι’ αυτό“.
 -“Εσύ, Πητ“; 
 -“Θα τα βγάλω πέρα. Έλα, πιες το ποτό σου. Επιμένω ότι πρέπει να ‘μαστε χαρούμενοι“.
 -“Θα προσπαθήσω“, είπε πνιγμένα. Μετά από ένα λεπτό: “Δεν έχεις καν κάποιον, κάποιο σπίτι να σε περιμένει“; 
 -“Το σπίτι δε σημαίνει πολλά για έναν άνθρωπο της πόλης, Τζο. Το κάθε διαμέρισμα είν’ όμοιο με τ’ άλλα κι αλλάζουμε πολλά στη διάρκεια της ζωής μας“. Πρέπει να μ’ είχε πιάσει λίγο τ’ αλκοόλ, γιατί έβαζα συνέχεια καινούργια ζητήματα: “Μεγάλη η διαφορά απ’ αυτά τα βουνά, ας πούμε. Κάθε κομμάτι τους είν’ απόλυτα μοναδικό. Θα μπορούσε κανείς να περάσει όλη του τη ζωή προσπαθώντας να γνωρίσει ένα μόνο, μεγαλώνοντας σ’ αυτό καλά“. Αγγιξα ένα διακόπτη κι η αεροκαρέκλα προεκτάθηκε και μου ‘κανε χώρο να καθίσω δίπλα της. “Θα ‘θελες λίγη μουσική;” ρώτησα.
 -“Όχι“. Η ματιά της έπεσε -οι βλεφαρίδες της ήτανε κοντές -και κοκκίνισε σε κηλίδες- αλλά κατάφερε να πει αυτό που ‘θελε με τέτοιο πείσμα που μ’ έκανε να τη θαυμάσω. Μια γυναίκα με τέτοια κότσια δεν θα ‘ταν πολύ κακή συντρόφισσα. “‘Η τουλάχιστον, δεν θα την προσέξω . Αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να… να σου μιλήσω… αληθινά, Πητ. Έτσι δεν είναι“; 
 -“Όχι, ελπίζω“. Πάθος, Βάλε πάθος στη φωνή σου. “Μα το Θεό, ελπίζω να μην είν’ η τελευταία!”.
 -“Περάσαμε τρομερά καλές στιγμές μαζί. Οι συνάδελφοί μου είναι μια χαρά, ξέρεις, όμως…“, -τα μάτια της τρεμόπαιζαν γρήγορα. “Εσύ ήσουνα κάτι ξεχωριστό“.
 -“Το ίδιο κι εσύ για μένα“.
     Έτρεμε λίγο, τώρα συνάντησε τα μάτια μου, τα χείλη σ’ ελάχιστα εκατοστά απόσταση. Μιας κι έπινε σπάνια, μάντεψα πως αυτό που, είτε λίγο είτε πολύ, την ανάγκασα να πιει, την είχε επηρεάσει αρκετά κάτω απ’ αυτές τις περιστάσεις. Θυμήσου, δεν είναι καμιά της πόλης που θα πέσει στο κρεβάτι σου κι ούτε που θα το θυμάται σε δυο μέρες. Από μια μικρή πόλη πήγε κατευθείαν σ’ ένα σκληρό πανεπιστήμιο και μετά εδώ, μπορεί μάλιστα να ‘ναι παρθένα. Ωστόσο φιλαράκο, προετοίμαζες αυτή τη στιγμή εδώ και μήνες. Ξεκίνα λοιπόν! Ήταν το πιο ευγενικό φιλί που μου ‘δωσαν ποτέ.
 -“Τόσο καιρό, ξέρεις, φοβόμουνα να σου μιλήσω“, μουρμούρισα μες στα μαλλιά της που λάμπανε σαν βουνίσιοι τόποι. “Ίσως να φοβάμαι ακόμα. Μόνο, δεν θέλω, δεν θέλω να σε χάσω, Τζο“.
     Μισοκλαίγοντας, μισογελώντας, ξαναγύρισε στο στόμα μου. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερε ακριβώς πώς, αλλά στηριζόταν σταθερά πάνω μου και σκέφτηκα: Λες να πλαγιάσει μαζί μου απόψε κιόλας; Δεν έχει σημασία, έτσι κι αλλιώς. Αυτό που μετρά είναι πως η διαχείριση Φυσικών Περιοχών επιτρέπει σε αντρόγυνα με τα κατάλληλα προσόντα να ζουν μαζί κατά την άσκηση του επαγγέλματος κι η Τζο είναι δασοφύλακας κι εγώ ξέρω να χειρίζομαι συσκευές παρακολούθησης, Θα ‘μαι αποδεκτός σαν Βοηθός ερευνητής.
     Κι έπειτα: Δεν κατάλαβα, ούτ’ έχω καταλάβει ακόμα τι πήγε στραβά. Ήπιαμε δυο-τρία ποτά ακόμη παλεύοντας υπέροχα, τα μισά της ρούχα ήτανε βγαλμένα και το φαγητό είχε αρχίσει να καίγεται στο φούρνο, όταν. Βιάστηκα. Παραήταν δειλή ή απρόθυμη, γέμισα ανυπομονησία και το αισθάνθηκε. Ανάσανα μια από κείνες τις ιδιαίτερες λέξεις που οι άνθρωποι τις λένε μόνο μεταξύ τους κι  αυτή, τρομαγμένη κατά κάποιο τρόπο, αποφάσισε ότι δεν ήτανε κατά τύχη αλλά επειδή υποκρινόμουν στον εαυτό μου ότι ήταν η Μαρί, αφού μάλιστα τα μάτια μου ήτανε κλειστά. Δεν ήτανε τόσο αφελής όσο εντελώς αθώα, μ’ είχε αφήσει να πιστέψω και σε μια από κείνες τις στιγμές που πάντα (αντίθετα απ’ τη φαντασία) επιτίθενται στους εραστές, θα αναρωτήθηκε: “Ε, τί διάολο γίνετ’ εδώ πέρα!”. ‘Η δεν ξέρω κι εγώ τι. Αδιάφορο. Ξαφνικά θέλησε να τηλεφωνήσει στη Μαρί.
 -“Αν, αν είν’ έτσι όπως τα λες Πητ, θα χαρεί να μάθει ότι – “
 -“Για μια στιγμή! Μια στιγμή, γαμώ το! Δεν μ’ εμπιστεύεσαι“; 
 -“Ω, Πητ αγάπη μου, και βέβαια, όμως…”
 -“Όμως τίποτα!” Τραβήχτηκα για να δείξω ότι προσβλήθηκα. Αντί να μ’ ακολουθήσει, ρώτησε τόσο ήρεμα όσο η νύχτα έξω:
 -“Εσύ δεν εμπιστεύεσαι εμένα“;
     Τέλος πάντων. Δεν μπορείς ν’ απαντήσεις σε τέτοια ερώτηση. Προσπαθήσαμε κι οι δυο και δεν θα ‘πρεπε. Το μόνο που θυμάμαι αληθινά είναι το ότι την είδα έξω απ’ τη πόρτα. Μας καταδίωξε μια μυρωδιά από καρβουνιασμένο κρέας. Πέρ’ απ’ την καμπίνα, ο αέρας ήτανε ψυχρός και πεντακάθαρος, ο ουρανός ακατάστατα γεμάτος αστέρια, οι κορφές κατάφωτες. Τη παρακολουθούσα να πηγαίνει σκουντουφλώντας προς το αερόχημά της. Ο γαλαξίας φώτιζε το δρόμο της. Έκλαιγε σ’ ολόκληρη τη διαδρομή. Αλλά πήγε.

     Αν κι απογοητευμένος, ένιωσα παράλληλα και κάποια ανακούφιση. Θα έπρεπε να παίξω άσχημο παιχνίδι στη Μαρί που είχε επενδύσει δυνατή αγάπη πάνω μου. Και το διαμέρισμά μας είν’ αρκετά ευχάριστο καθώς είν’ ασφαλισμένο απ’ τα τριγύρω, ανήκω στην ελάχιστη μειονότητα των τυχερών. Ήταν όμορφο να ξαναζούμε μαζί. Μιλούσε ακόμα και για αίτηση ν’ αποκτήσουμε παιδί. Ήμουν αρκετά λογικός να κόβω κατευθείαν τη συζήτηση. Το επόμενο βράδυ γινόταν μια δημόσια συγκέντρωση που ήταν αρκετά δύσκολο να γλυτώσουμε τη παρακολούθησή της. Οι επίτροποι μπορεί να μην έχουν άδικο, έτσι κι αλλιώς πάνε οι περισσότεροι πολίτες.
 -“Το αισθησιόφωνο, ασχέτως του αριθμού των συσκευών που επικοινωνούν μεταξύ τους, δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει τη φυσική επαφή των ανθρώπινων όντων που ενώνονται υπό την αρχηγία των ηγετών τους για την επίτευξη των ένδοξων μαζικών μας σκοπών“.
     Εμείς ωστόσο, δεν βγάλαμε τίποτα παραπάνω από πονοκέφαλους, αυτιά που κουδούνιζαν απ’ τις ρυθμικές ζητωκραυγές, πνευμόνια γεμάτ’ αέρα που ‘χε περάσει ήδη από χιλιάδες άλλα πνευμόνια και δέρμα φορτωμένο με την αίσθηση της λίγδας και της σκόνης. Γυρίζοντας σπίτι συναντήσαμε νέφος τόσο πυκνό που μπέρδεψε το όχημά μας. Έτσι σταματήσαμε κοντά σ’ ένα σημείο όπου γίνονταν ταραχές και πριν η στρατιωτική αστυνομία μας επιτρέψει να περάσουμε, είδαμε ένα πολυβόλο να κόβει έναν άνθρωπο στα δύο. Ήταν τεράστια ανακούφιση το να περάσουμε έλεγχο ασφάλειας στην είσοδο του συγκροτήματός μας και να πάρουμε ένα μεταφορέα που δεν έκανε το παραμικρό λάθος στη διαδρομή για το διαμέρισμά μας. Εκεί, κάναμε ντους μαζί χρησιμοποιώντας ένα εξωφρενικό ποσοστό της μηνιάτικης υδροπαροχής μας και σκουπίσαμε ο ένας τον άλλον. έριξα πάνω μου μια ρόμπα κι η Μαρί κάτι μεμβρανώδες. Μ’ ένα ποτό κι ένα τσιγαριλίκι ενώ ακουγόταν η εύθυμη μουσική του Χάυντν ηρεμήσαμε μέχρι τη στιγμή που η Μαρί τίναξε τα μακριά της μαλλιά στους ώμους της και το ψιθύρισμά της μου χάιδεψε τ’ αυτί:
 -“Ω, έλα ήρωά μου, θα πρέπει να τέλειωσαν πια οι κομπιούτερ την επεξεργασία της περσινής σου δουλειάς. Τη περιμένω τόσο καιρό“.
     Πέρασε απ’ το μυαλό μου φευγαλέα η σκέψη της Τζο. Τι να κάνεις, δεν θα εμφανιζόταν σε δημόσια προβολή ντοκιμαντέρ άμεσης εμπειρίας των φυσικών περιοχών. Κι εγώ ο ίδιος ήμουνα περίεργος για το τι είχα δημιουργήσει τελικά κι ούτε που διανοήθηκα πως η επάνοδος σ’ ένα ηλεκτρονικό όνειρο θα με πλήγωνε, και μάλιστα μετά από τόσο λίγο καιρό. Ήτανε λάθος μου. Αυτό που με πλήγωσε περισσότερο ήταν η πλασματικότητα. Α, ναι, ικανοποιητική η αναπαραγωγή του ηράνθεμου που έγνεφε στην αύρα, του γερακιού που εφορμά, της αφρισμένης λευκότητας και του σεισμού που προκαλεί η μακρυνή χιονοστιβάδα, των πεσμένων φύλλων που γίνονταν καφέ απ’ το ψήσιμο του ήλιου, της μυρωδιάς και του τριξίματός τους, το γέλιο απ’ τη ριπή του ανέμου που τίναξε τα μαλλιά μου, την ευελιξία να παίρνει υπόσταση στο σώμα ενός φιδιού ή κάποιου πούμα, η φαντασμαγορία της δύσης κι η ντροπαλοσύνη της αυγής -θέαμα γεμάτο ικανότητα. Όμως δεν ήταν αληθινό, δεν ήταν τα πράγματα που ‘χα αγαπήσει. ‘Οπως καθόμασταν στο σκοτάδι, η Μαρί είπε αργά:
 -“Ήτανε καλλίτερα τα προηγούμενά σου. Στο Κρύγκερ, το Μάτο Γκρόσο, τη Βαϊκάλη, οι παλιότερες δουλειές σου σ’ αυτή τηπεριοχή -σχεδόν ένιωθα να βρίσκομαι στο πλευρό σου. Δεν έκανες απλά καταγραφές εκεί, ήσουν καλλιτέχνης, σπουδαίος καλλιτέχνης. Γιατί αυτό είναι διαφορετικό;”
 -“Δεν ξέρω“, είπα μασημένα. “Η παρουσίασή μου είναι κάπως μηχανική, το παραδέχομαι. Φαίνεται πως ήμουνα κουρασμένος“.
 -“Αν ήταν έτσι” τεντώθηκε, μισό μέτρο μακριά μου με τα δάχτυλα σφιγμένα, “δεν ήσουν υποχρεωμένος να μείνεις. Θα μπορούσες να γυρίσεις πίσω πολύ νωρίτερα“.
     Μα δεν ήμουν κουρασμένος, είπα έντονα μέσα μου. Όχι, τώρα νιώθω εξάντληση, τότε, εκεί, έσφυζα από ζωή. Η γεντιανή που ήθελε να δει η Τζο… φυτρώνει εκεί που η γη ξαφνικά βουλιάζει. Ακριβώς εκεί στην άκρη του λόφου φυτρώνουν τα λουλούδια εκείνα, ω, γαλάζιο, γαλάζιο πάνω σε χορτάρι πράσινο κι άσπρες μαργαρίτες και στο δυνατό γκρίζο της πέτρας, ένα μικρό ρυάκι περνάει από δίπλα, βουτάει προς τα κάτω κουδουνιστό, δροσερό, η γεύση του πάγος, βράχια, χώμα κι αέρας, αυτός που φυσάει κι ολόγυρα μου, γύρω απ’ τις ψηλές κι ιερές κορφές πέρα…
 -“Κόφ’ το!” ούρλιαξα. Η γροθιά μου χτύπησε το μπράτσο της καρέκλας. Το ύφασμα ήτανε τσιτωμένο, παραγεμισμένο. Μια ιδέα πιο ήρεμος είπα: “Εντάξει, ίσως να παραμπήκα στη πραγματικότητα και να ‘χασα την απαραίτητη απόσταση“. Λεω ψέματα Μαρί, λέω ψέματα σαν τον Ιούδα. Το μυαλό μου ποτέ δε δούλεψε πιότερο απ’ την εποχή που σχεδίαζα να χρησιμοποιήσω τη Τζο και να σ’ εγκαταλείψω. “Αγάπη μου, τα αισθησιοντοκυμανταίρ, μόνον αυτά θα ‘χω και τίποτ’ άλλο“. Ούτε μια γεντιανή. Παραήμουν δοσμένος στη δολοπλοκία μου για να ασχοληθώ με κάτι μικρό, λεπτεπίλεπτο και γαλάζιο. “Δεν αρκεί αυτή η ποινή“; 
 -“Όχι. Την είχες τη πραγματικότητα. Και δεν την έφερες μαζί σου“.
     Η φωνή της ήταν σαν άνεμος που περιδιάβαινε τα χιόνια κάποιου χειμώνα στα ψηλά…

                                    Μτφρ.:
Γιάννης Ανδρέου

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *