Barker Clive: Φρικιαστικός Γοητευτικός Μοναδικός

Βιογραφικό

   Γεννήθηκε 5 Οκτώβρη 1952, στο Λίβερπουλ, στην Αγγλία. Είναι Βρεττανός συγγραφέας, σκηνοθέτης κι εικαστικός καλλιτέχνης. Μελέτησε αγγλικά και φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ. Είναι από τους κύριους συγγραφείς σύγχρονων ιστοριών φρίκης/φαντασίας. Από μικρός άρχισε να γράφει τέτοια διήγηματα, που υπάρχουνε στη συλλογή “Βιβλία Του Αίματος 1 – 6“, τη νουβέλα “Faustian” και το μυθιστόρημα “Το Καταδικασμένο Παιγνίδι“. Αργότερα στράφηκε προς την επική φαντασία με μερικά στοιχεία φρίκης. Το διακριτικό ύφος του χαρακτηρίζεται από την έννοια των κρυμμένων φανταστικών κόσμων που υπάρχουν δίπλα-δίπλα με τους δικούς μας (μια ιδέα μοιράζεται με τον σύγχρονο Neil Gaiman), ο ρόλος της σεξουαλικότητας στο υπερφυσικό κι η κατασκευή των συνεπών, σύνθετων και λεπτομερών μύθων. Όταν τα “Βιβλία Του Αίματος” δημοσιεύθηκαν στις ΗΠΑ αρχικά στις φτηνές εκδόσεις χαρτόδετων βιβλίων, η πρωτοτυπία, η ένταση κι η γενική ποιότητα των ιστοριών οδήγησαν τον δημοφιλή συγγραφέα Stephen King να δηλώσει: “Έχω δει το μέλλον της φρίκης και τ’ όνομά αυτού είναι Clive Βarker.” (Παράφραση ενός διάσημου κομματιού που λέει ο Bruce Springsteen στην αρχή της σταδιοδρομίας του.) Πολλά βιβλία του έχουνε γυριστεί ταινία και σε μερικές απ’ αυτές είναι σκηνοθέτης ο ίδιος.

——————————————-

                      Η Κρεοφόρος Του Μεσονυχτίου


    Ο Λίον Κάουφμαν δεν ήταν πια νέος στη πόλη. Το «Παλάτι Tων Απολαύσεων», έτσι την ονόμαζε στην εποχή της αθωότητάς του. Αυτό όμως όταν ζούσε ακόμη στην Ατλάντα, τότε που θεωρούσε τη Νέα Υόρκη Γη της Επαγγελίας, πολιτεία όπου επιτρέπονταν τα πάντα κι όπου τα πάντα μπορούσαν να συμβούν. Αλλά τώρα, μετά από τρεισήμισι μήνες διαμονής στη πόλη των ονείρων του, το Παλάτι Tων Απολαύσεων είχε πάψει να του φαίνεται συναρπαστικό. Είχε στα αλήθεια περάσει τόσο λίγος καιρός από τη μέρα που, βγαίνοντας από το σταθμό των λεωφορείων, έμεινε να κοιτάει μαγεμένος την 42η οδό στη διασταύρωσή της με το Μπρόντγουεϊ; Ψευδαισθήσεις μιας ζωής χαμένες σ’ ελάχιστους μήνες. Η παλιά του αφέλεια του προκαλούσε τώρα φοβερή αμηχανία. Ανατρίχιαζε από ντροπή όταν θυμόταν πώς είχε σταθεί στη μέση του δρόμου κι είχε αναφωνήσει: «Νέα Υόρκη, σ’ αγαπώ». Αγάπη; Ποτέ. Το πολύ-πολύ ένας φλογερός, αλλά παροδικός έρωτας. Και τώρα, μετά τρεις μόνο μήνες συμβίωσης με το αντικείμενο της λατρείας του, ζώντας μέρα-νύχτα μαζί του, ανακάλυπτε πως έχανε σιγά-σιγά τη μαγεία του. Η Νέα Υόρκη ήταν απλά μια πόλη.
     Την είχε δει να ξυπνά το πρωί -μια βρομιάρα μέγαιρα- και να ξεκολλά δολοφονημένους ανθρώπους από τα δόντια της, αυτόχειρες από τα μπερδεμένα της μαλλιά. Την είχε δει αργά τη νύχτα -τσούλα αλανιάρα- με τα βρωμερά απόμερα σοκάκια της να κορτάρουν ξεδιάντροπα τη διαστροφή. Τη παρακολουθούσε τα καφτά απογεύματα, νωθρή κι άσχημη, αδιάφορη στις φρικαλεότητες που διαπράττονταν κάθε στιγμή στ’ αποπνικτικά περάσματά της. Δεν ήταν το «Παλάτι Των Απολαύσεων». Το θάνατο έτρεφε στον κόρφο της, όχι την ηδονή. Δεν υπήρχε περίπτωση να συναντήσει άτομο που να μην είχε έρθει σ’ επαφή με τη βία ο κίνδυνος ήταν μέρος της καθημερινότητας. Το άκρον άωτο της κομψότητας ήταν να συμπεριλαμβάνεται στον κύκλο των γνωριμιών σου άνθρωπος που είχε πεθάνει από βίαιο θάνατο: απόδειξη ότι ζούσες στην πόλη. Αλλά ο Κάουφμαν αγαπούσε τη Νέα Υόρκη από μακριά επί είκοσι χρόνια. Σχεδίαζε τη σχέση του μαζί της το μεγαλύτερο διάστημα της ενήλικης ζωής του. Δεν ήταν εύκολο λοιπόν ν’ απαλλαγεί από το πάθος. Υπήρχαν ακόμη στιγμές, πολύ νωρίς το πρωί ή το σούρουπο, πριν αρχίσουν το στριγκό τους τραγούδι οι σειρήνες των περιπολικών, που το Μανχάταν ξαναγινόταν ένα θαύμα. Γι’ αυτές τις στιγμές και για χάρη των ονείρων του, αντιμετώπιζε τη πόλη με επιείκεια, ακόμη κι όταν η συμπεριφορά της δεν ήταν συμπεριφορά κυρίας. Δε σε διευκόλυνε όμως να της δώσεις άφεση. Στους λίγους μήνες που ο Κάουφμαν ζούσε στη Νέα Υόρκη, οι δρόμοι της πλημμύριζαν καθημερινά στο αίμα. Δηλαδή, όχι ακριβώς οι δρόμοι, αλλά τα τούνελ κάτω απ’ αυτούς.
     Ο «Χασάπης Του Υπόγειου» ήταν στα στόματα όλων. Μόλις τη περασμένη βδομάδα είχαν αναφερθεί άλλοι τρεις φόνοι. Τα πτώματα ανακαλύφθηκαν σ’ ένα βαγόνι στο σταθμό των Λεωφόρων της Αμερικής, ανοιγμένα στα δύο και μισό-ξεκοιλιασμένα, σα να είχε διακοπεί έμπειρος σφαγέας την ώρα της δουλειάς. Οι δολοφονίες έφεραν τόσο έντονα τη σφραγίδα του επαγγελματισμού που οι αστυνομικοί ανέκριναν όσα άτομα με ποινικό μητρώο είχαν ποτέ σχέση με το εμπόριο κρεάτων. Τα εργοστάσια συσκευασίας κρέατος της προκυμαίας παρακολουθούνταν άγρυπνα, τα σφαγεία ερευνούνταν εξονυχιστικά. Μα μόλο που η «επικείμενη σύλληψη του ενόχου» εξαγγέλλονταν καθημερινά, δεν είχε πραγματοποιηθεί ακόμη. Τα τελευταία τρία πτώματα δεν ήταν τα πρώτα που ανακαλύπτονταν σε αυτή την κατάσταση την ίδια κιόλας μέρα που o Κάουφμαν πατούσε το πόδι του για πρώτη φορά στη πόλη, οι Τάιμς δημοσίευαν μια είδηση που συζητιόταν ακόμη από τις τρομολάγνες γραμματείς στη δουλειά του. Η είδηση, λοιπόν, έλεγε πως ένας Γερμανός τουρίστας, που είχε χαθεί στο πολύπλοκο σύστημα του μετρό, έπεσε -στη κυριολεξία- πάνω σ’ ένα πτώμα. Το θύμα ήταν μια καλοφτιαγμένη, ελκυστική τριαντάχρονη γυναίκα από το Μπρούκλιν. Κάποιος την είχε γδύσει τελείως. Όλα της τα ρούχα βγαλμένα, όλα της τα κοσμήματα. Ακόμη και τα σκουλαρίκια από τ’ αφτιά της. Περισσότερο αλλόκοτος κι από το γδύσιμο ήταν ο τακτικός και συστηματικός τρόπος που τα ρούχα της είχαν διπλωθεί και χωθεί σε πλαστικές σακούλες στο κάθισμα δίπλα στο κουφάρι.
     Έν’ άλλο, πιο παράξενο στοιχείο από το προσεχτικό ξεγύμνωμα του πτώματος, ήταν η ασυνήθιστη προσβολή -στα όρια της ύβρεως- που είχε υποστεί. Οι εφημερίδες ισχυρίζονταν, αν κι η αστυνομία απέφευγε να το επιβεβαιώσει, ότι το θύμα βρέθηκε σχολαστικά ξυρισμένο. Δεν είχε απομείνει τρίχα πάνω του: ούτε στο κεφάλι, ούτε στην ήβη, ούτε στις μασχάλες πουθενά. Ακόμη και τα φρύδια κι οι βλεφαρίδες είχαν ξεριζωθεί. Τέλος, τούτο το γυμνό κομμάτι κρέας είχε κρεμαστεί ανάποδα από μια χειρολαβή στην οροφή του βαγονιού κι ένας μαύρος πλαστικός κουβάς, καπλαντισμένος με μια μαύρη πλαστική σακούλα, είχε τοποθετηθεί κάτω από το πτώμα έτσι ώστε να δέχεται τη σταθερή ροή του αίματος. Σ’ αυτή την κατάσταση, ξεγυμνωμένο, ξυρισμένο, κρεμασμένο και στραγγισμένο από αίμα, είχε βρεθεί το σώμα της Λορέτα Ντάιερ. Ήταν αηδιαστικό. Ήταν βαθύτατα ανησυχητικό. Δεν υπήρχαν σημάδια βιασμού, ούτε βασανιστηρίων. Η γυναίκα είχεν εκτελεστεί γρήγορα κι αποτελεσματικά, σα ζώο στο σφαγείο. Κι ο χασάπης κυκλοφορούσε ακόμη ελεύθερος.
     Οι δημοτικοί άρχοντες, εν τη σοφία τους, απαγόρευσαν τη δημοσίευση οποιασδήποτε είδησης σχετικής με το έγκλημα. Οι φήμες έλεγαν πως ο άντρας που είχε ανακαλύψει το πτώμα μεταφέρθηκε βιαστικά και με ισχυρή αστυνομική προστασία στο Νιου Τζέρσεϊ, μακριά από τους δημοσιογράφους. Αλλά η συγκάλυψη απέτυχε. Κάποιος άπληστος μπάτσος αφηγήθηκε τις μακάβριες λεπτομέρειες σ’ ένα συντάκτη των Τάιμς. Οι πάντες στη Νέα Υόρκη έμαθαν για τις φριχτές δολοφονίες. Ήταν το θέμα συζήτησης σε κάθε εστιατόριο και μπαρ και, φυσικά, στον υπόγειο. Αλλά η Λορέτα Ντάιερ ήταν μόνον η πρώτη. Τώρα τρία ακόμη πτώματα είχαν βρεθεί στην ίδια κατάσταση, αν κι η «δουλειά» σ’ αυτή τη περίπτωση είχε μείνει στη μέση. Δεν ήταν όλα ξυρισμένα, οι σφαγίτιδες φλέβες δεν είχαν ανοιχτεί για να χυθεί το αίμα τους. Κι υπήρχε ακόμη μία, πιο σημαντική διαφορά: τούτη τη φορά δεν τ’ ανακάλυψε τουρίστας, αλλά δημοσιογράφος των Τάιμς της Νέας Υόρκης.
     Ο Κάουφμαν διάβασε την περιγραφή στη πρώτη σελίδα της εφημερίδας. Δεν τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η ιστορία, σ’ αντίθεση με το διπλανό του στον πάγκο της καφετέριας. Το μόνο που ένιωσε ήταν μια ελαφριά αηδία κι έσπρωξε μακριά του το πιάτο με τα αβγά μάτια. Δεν ήταν τίποτε περισσότερο από άλλη μια απόδειξη της παρακμής της πόλης. Δεν έβρισκε καμιά ευχαρίστηση στην αρρώστια της. Ωστόσο, όντας άνθρωπος, δεν μπορούσε ν’ αγνοήσει εντελώς τις σιχαμερές λεπτομέρειες. Το άρθρο δεν προσπαθούσε να εντυπωσιάσει, μα η απλή σαφήνεια του στυλ καθιστούσε το αντικείμενο ακόμη πιο αποτρόπαιο. Αλλωστε δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί για το άτομο πίσω απ’ αυτές τις θηριωδίες. Ήταν ένας ο ψυχωτικός ή περισσότεροι, που αντέγραφαν τον πρώτο φόνο; Ίσως τούτη ήταν μόνον η αρχή της φρίκης. Ίσως ακολουθούσαν κι άλλα εγκλήματα, έως ότου ο δολοφόνος, μες στον ενθουσιασμό ή την εξάντλησή του, παρέβλεπε κάτι σημαντικό, κάτι που θα οδηγούσε στη σύλληψή του. Μέχρι τότε η πόλη, η λατρεμένη πόλη του Κάουφμαν, θα ζούσε κάπου ανάμεσα στην υστερία και την έκσταση. Ο διπλανός έδωσε μια με τον αγκώνα κι αναποδογύρισε το φλιτζάνι του Κάουφμαν.
 -«Φτου, γαμώ το!» είπε. Ο Κάουφμαν τραβήχτηκε για ν’ αποφύγει τον καφέ που χυνόταν από τον πάγκο.
 -«Δε πειράζει», μουρμούρισε μες από τα δόντια του. Κοίταξε με ανεπαίσθητη περιφρόνηση τον άγνωστο. Ο αδέξιος μπάσταρδος προσπαθούσε να σκουπίσει τον καφέ με μια χαρτοπετσέτα, που κόντευε να γίνει πολτός. Ο Κάουφμαν αναρωτήθηκε αν τούτος ο βλάκας, με τις πεσμένες κόκκινες μαγούλες και την απεριποίητη γενειάδα ήταν ικανός για φόνο. Υπήρχε άραγε κάποιο σημάδι σ’ αυτό το παχύ μούτρο, κάποια ένδειξη στο σχήμα του κεφαλιού ή την έκφραση των μικρών ματιών, που πρόδινε την αληθινή του φύση; Ο άντρας μίλησε.
 -«Να σου παραγγείλω άλλον καφέ;» Ο Κάουφμαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Καφέ. κανονικό. μαύρο», είπε ο ασχημομούρης στο κορίτσι πίσω από τον πάγκο. Εκείνη έπαψε για μια στιγμή να καθαρίζει τη σχάρα από τα παγωμένα λίπη.
 -«Τί»;
 -«Καφέ. Κουφή είσαι;» Ο τύπος χαμογέλασε στον Κάουφμαν. «Κουφή», του είπε. Ο Κάουφμαν πρόσεξε ότι του λείπανε τρία μπροστινά δόντια. «Φοβερό, ε;» Τι εννοούσε; Τον καφέ; Το ξεδοντιασμένο του στόμα; «Να πεθάνουν τρεις άνθρωποι έτσι… Κομματιασμένοι σα γουρούνια!» Ο Κάουφμαν ένευσε καταφατικά. «Σε βάζει σε σκέψεις», συνέχισε ο άλλος.
 -«Ε, ναι».
 -«Θέλω να πω, παν να τα κουκουλώσουν. Ξέρουν ποιος το έκανε». “Αυτή η συζήτηση δεν έχει κανένα νόημα, είναι γελοία”, σκέφτηκε ο Κάουφμαν. Έβγαλε τα γυαλιά και τα ‘βαλε στη τσέπη. Δεν έβλεπε πια τόσο καθαρά το πρόσωπο του παχύδερμου. Κάτι ήταν κι αυτό.
 -«Να κουκουλώσουν τί»;
 -«Έχουν αποδείξεις, αλλά εμάς μας κρατάνε στο σκοτάδι. Κάτι κυκλοφορεί στη πόλη. Πάντως, άνθρωπος δεν είναι». Ο Κάουφμαν κατάλαβε. Ο ηλίθιος του σέρβιρε τη γνωστή θεωρία περί συνωμοσίας. Την είχε ξανακούσει, πολλές φορές πανάκεια. «Έκαναν πειράματα γενετικής οι πούστηδες και κάτι τους πήγε στραβά. Να δεις που έφτιαξαν τέρατα, αλλά εμείς, ο λαουτζίκος, θα το μάθουμε τελευταίοι. Δε μας λένε τίποτα. Κουκούλωμα σου λεω. Πάω στοίχημα». Ο Κάουφμαν έβρισκε ελκυστική τη σιγουριά του τύπου. Τέρατα στους δρόμους. Έξη κεφάλια: μια ντουζίνα μάτια. Γιατί όχι; Ήξερε γιατί όχι. Επειδή αυτό απάλλασσε τη πόλη: την άφηνε ατιμώρητη. Κι ο Κάουφμαν πίστευε ακράδαντα πως τα τέρατα στα τούνελ ήταν ανθρωπόμορφα. Ο γενειοφόρος πέταξε τα λεφτά στον πάγκο και σήκωσε το χοντρό του κώλο από το βρώμικο πλαστικό σκαμνί. «Μπάτσος την έκανε τη δουλειά», ανακοίνωσε πριν φύγει. «Πήγε να το παίξει ήρωας κι αντί γι’ αυτό γίνηκε τέρας». Χαμογέλασε απαίσια. «Πάω στοίχημα ό,τι θες», πέταξε, και βγήκε απ’ το μαγαζί χωρίς άλλη κουβέντα. Ο Κάουφμαν ξεφύσηξε ανακουφισμένος νιώθοντας την ένταση να εγκαταλείπει το κορμί του. Σιχαινόταν τις αναμετρήσεις αυτού του είδους: τον έκαναν να αισθάνεται ανίσχυρος, του δένανε τη γλώσσα. Εδώ που τα λέμε, σιχαινόταν και τη συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων: τους χοντροκέφαλους αγροίκους, σήμα κατατεθέν της Νέας Υόρκης.
     Κόντευε έξη η ώρα όταν ξύπνησε ο Μαχόγκανι. Η καταιγίδα του πρωινού είχε δώσει τη θέση της σε μια σιγανή βροχή. Η ατμόσφαιρα ήταν καθαρή, όσο καθαρή μπορεί να είναι η ατμόσφαιρα στο Μανχάταν. Τεντώθηκε στο κρεβάτι, πέταξε τη κουβέρτα στο πάτωμα και σηκώθηκε να ετοιμαστεί για τη δουλειά. Στο μπάνιο η βροχή έπεφτε στη συσκευή του κλιματισμού, αντηχώντας στο διαμέρισμα σα σταθερό, ρυθμικό πλατάγισμα. O Μαχόγκανι άνοιξε τη τηλεόραση για να καλύψει το θόρυβο, αδιάφορος σ’ ό,τι πρόγραμμα είχε να προσφέρει. Πλησίασε στο παράθυρο. Ο δρόμος, έξη πατώματα πιο κάτω, ήταν γεμάτος οχήματα κι ανθρώπους. Μετά από μια ημέρα σκληρής δουλειάς, η Νέα Υόρκη πήγαινε σπίτι: να παίξει, να κάνει έρωτα. Ο κόσμος ξεχυνόταν από τα γραφεία, έμπαινε στα’ αυτοκίνητα. Κάποιοι θα ήταν εκνευρισμένοι μετά από οχτώ ώρες εγκλεισμού σε πνιγηρά γραφεία, άλλοι ήμεροι σαν αρνιά θα επέστρεφαν στα διαμερίσματά τους, παρασυρμένοι από ένα αδιάκοπο ανθρώπινο κύμα. Μερικοί πάλι θα στριμώχνονταν στον υπόγειο, τυφλοί στα μηνύματα των τοίχων, κουφοί στα ίδια τους τα ψελλίσματα και στους κεραυνούς των τούνελ.
     Ο Μαχόγκανι διασκέδαζε μ’ όλα αυτά. Σε τελευταία ανάλυση, κείνος δεν ανήκε στο κοπάδι. Στεκόταν στο παράθυρο και κοιτούσε τα χιλιάδες κεφάλια κάτω, ξέροντας πως ήταν ο εκλεκτός. Είχε βέβαια κι εκείνος προθεσμίες να τηρήσει, όπως ο κοσμάκης στο δρόμο. Αλλά η δική του απασχόληση δεν είχε καμία σχέση με το δικό τους άσκοπο κάματο, ήταν κάτι σαν ιερό καθήκον. Χρειαζόταν φαγητό κι ύπνο, όπως οι πληβείοι. Το δικό του κίνητρο ωστόσο δεν ήταν η οικονομική αναγκαιότητα, αλλά οι απαιτήσεις της ιστορίας. Πρόσθετε κι αυτός το λιθαράκι του στη μεγαλειώδη παράδοση, παράδοση αιώνων, που δεν περιοριζόταν στην Αμερική. Ήταν κυνηγός της νύχτας: σαν τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, σαν τον Ζιλ ντε Ραι, ζώσα ενσάρκωση του θανάτου, στοιχειό με πρόσωπο ανθρώπου. Ήταν το φάντασμα του ύπνου, ο τελάλης του τρόμου. Τα ανθρωπάκια από κάτω του δεν μπορούσαν να ξέρουν το πρόσωπό του, ούτε θα γυρνούσαν ποτέ να τον ξανακοιτάξουν. Αλλά το δικό του βλέμμα τους ανακάλυπτε παντού, τους ζύγιζε, διαλέγοντας μόνον τους ωριμότερους από τη μουντή παρέλαση, τους υγιέστερους και τους νεότερους, για να πεθάνουν από το καθαγιασμένο του μαχαίρι.
     Μερικές φορές ο Μαχόγκανι λαχταρούσε ν’ αποκαλύψει τη ταυτότητά του στην οικουμένη, αλλά είχε ευθύνες, ευθύνες μεγάλες και σοβαρές. Δεν μπορούσε να προσδοκεί δόξα και φήμη. Η ζωή του ήταν μυστική και μόνο η ματαιοδοξία του ποθούσε την αναγνώριση. “Στο κάτω-κάτω”, σκεφτόταν, “μήπως χαιρετά το μοσχάρι το θύτη του όταν σφαδάζει στα πόδια του”; Γενικά ήτο ευχαριστημένος. Του αρκούσε να είναι μέρος της λαμπρής παράδοσης, πραγματικά του αρκούσε. Τελευταία όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν τόσο καλά. Δεν ήταν βέβαια δικό του το λάθος. Κανείς δεν μπορούσε να τονε ψέξει. Οι καιροί είχαν αλλάξει προς το χειρότερο. Η ζωή δεν ήταν τόσο εύκολη όσο πριν μια δεκαετία. Ήταν φυσικά κι o ίδιος δέκα χρόνια μεγαλύτερος, πράγμα που έκανε τη δουλειά εξουθενωτική, οι υποχρεώσεις βάραιναν όλο και περισσότερο στους ώμους του. Ήταν εκλεκτός, αβάσταχτο προνόμιο. Κάπου-κάπου αναρωτιόταν μήπως είχε φτάσει πια η ώρα να εκπαιδεύσει ένα νεότερο, τον διάδοχό του. Θα συμβουλευόταν και τους Πατέρες, αυτό οπωσδήποτε, αλλά αργά ή γρήγορα έπρεπε να βρεθεί αντικαταστάτης. Το θεωρούσε εγκληματικό ν’ αφήσει όλη τη πολύτιμη πείρα του να πάει χαμένη. Είχε τόσα και τόσα να διδάξει. Τόσα μυστικά του ασυνήθιστου επαγγέλματός του. Τους καλύτερους τρόπους να παραμονεύεις, να σφάζεις, να γδέρνεις, ν’ αποστραγγίζεις. Να διαλέγεις το καλύτερο κρέας για τον ιερό σκοπό. Την καλύτερη μέθοδο για να ξεφορτώνεσαι τα λείψανα. Τόσες λεπτομέρειες, τέτοια εξαιρετική, συσσωρευμένη εμπειρία και γνώση!
     Ο Μαχόγκανι προχώρησε αργά κατά το μπάνιο, άνοιξε τις βρύσες. Πριν μπει στη μπανιέρα, περιεργάστηκε το σώμα του. Το στομάχι, τις γκρίζες τρίχες στο πλαδαρό του στέρνο, τις ουλές, τα σκορπισμένα στο χλωμό του πετσί εξανθήματα. Γερνούσε. Ωστόσο απόψε, όπως κι όλες τις νύχτες, δε μπορούσε να μη πάει στη δουλειά του…
     Ο Κάουφμαν ξαναγύρισε βιαστικός στην είσοδο του ουρανοξύστη, μ’ ένα σάντουιτς στο χέρι, σιάχνοντας το γιακά της καμπαρτίνας του, σκουπίζοντας τη βροχή από τα μαλλιά του. Το ρολόι πάνω από τον ανελκυστήρα έδειχνε εφτά και τέταρτο. Θα δούλευε μέχρι τις δέκα, λεπτό παραπάνω. Βγήκε στο δωδέκατο όροφο και τράβηξε κατά τα γραφεία της εταιρείας Πάπας. Διέσχισε άκεφα τον τεράστιο λαβύρινθο των άδειων γραφείων με τις σκεπασμένες γραφομηχανές μέχρι τη δική του μικροσκοπική επικράτεια, που το φως άναβε ακόμη. Οι καθαρίστριες φλυαρούσαν στην άλλη άκρη του διαδρόμου: κατά τ’ άλλα ο χώρος ήταν έρημος. Έβγαλε τη καμπαρτίνα, τη τίναξε να φύγουν οι ψιχάλες, τη κρέμασε. Κάθισε μπροστά στο σωρό των παραγγελιών που τον απασχολούσαν τρεις μέρες τώρα και βάλθηκε να τις ταχτοποιεί. Χρειαζόταν μόνον ένα βράδυ ακόμη, ήταν σίγουρος, για να βάλει μια τάξη στο χάος και του ήταν ευκολότερο να συγκεντρωθεί χωρίς την ασταμάτητη φλυαρία των δακτυλογράφων τριγύρω του. Ξετύλιξε το σάντουιτς με χοιρομέρι και μαγιονέζα, δάγκωσε μια μπουκιά και μ’ έναν αναστεναγμό, άρχισε να δουλεύει. Ήταν ωραία τώρα.
     Ο Μαχόγκανι είχε ντυθεί για τη νυχτερινή βάρδια. Φορούσε το συνηθισμένο του σκούρο κοστούμι, με τη καφετιά γραβάτα προσεχτικά δεμένη, τα ασημένια μανικετόκουμπα -δώρο της πρώτης του συζύγου- στερεωμένα στα μανίκια του άψογα σιδερωμένου του πουκάμισου, τα μαλλιά του καλοστρωμένα με μπριγιαντίνη, τα νύχια του κομμένα και περασμένα με διάφανο βερνίκι, το μούτρο του αναψοκοκκινισμένο από την κολόνια. Όλα τα χρειαζούμενα ήταν στο σάκο. Οι πετσέτες, τα εργαλεία, η ολόσωμη ποδιά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Περνούσε ακόμη για άντρας σαράντα πέντε χρόνων, σκέφτηκε, το πολύ πενήντα. Καθώς περιεργαζόταν το πρόσωπό του, υπενθύμισε στον εαυτό του το καθήκον. Πάνω απ’ όλα, προσοχή. Θα είχε πολλά μάτια πάνω του απόψε, θα παρακολουθούσαν τις επιδόσεις του, θα τον έκριναν. Έπρεπε να δείχνει αθώος, να μη κινεί τη παραμικρή υποψία.
   “Αν ήξεραν“, συλλογίστηκε. Οι άνθρωποι που βάδιζαν, έτρεχαν, τον προσπερνούσαν στους δρόμους, που τον έσπρωχναν χωρίς ποτέ να ζητούν συγνώμη, που αντιμετώπιζαν το βλέμμα του με περιφρόνηση, που περιγελούσαν το σφιγμένο στο στενό κοστούμι όγκο του! “Αν ήξεραν τι έκανε, ποιος ήταν και τι κουβαλούσε“!
 -“Προσοχή“, επανέλαβε μεγαλόφωνα, κι έσβησε τα φώτα. Το διαμέρισμα σκοτείνιασε. Πήγε ως την εξώπορτα και την άνοιξε, συνηθισμένος στο σκοτάδι. Χαρούμενος στο σκοτάδι. Ο ουρανός είχε καθαρίσει. Ο Μαχόγκανι κατηφόρισε την ‘Αμστερνταμ κατά το σταθμό του μετρό στην 145η οδό. Απόψε θα ξανάπαιρνε τη Λεωφόρο Της Αμερικής, την αγαπημένη του γραμμή, συχνά τη πιο αποδοτική.
     Στα σκαλιά του υπόγειου με το εισιτήριο στο χέρι. Στις αυτόματες πόρτες. Η μυρωδιά των τούνελ ερέθιζε τώρα τα ρουθούνια του. Όχι η οσμή των βαθύτερων τούνελ, βέβαια. Εκείνα είχαν το δικό τους άρωμα. Αλλά ο Μαχόγκανι έβρισκε ασφάλεια ακόμη και στο μπαγιάτικο ηλεκτρικό αέρα τούτης της λίγο-πολύ επιφανειακής γραμμής. Σ’ αυτό τον κυκεώνα κυκλοφορούσε η ανακυκλωμένη αναπνοή εκατομμυρίων επιβατών, ανακατευόταν με την ανάσα πανάρχαιων πλασμάτων πλασμάτων με φωνές μαλακιές σαν τον πηλό, με ορέξεις ακατονόμαστες. Πως του άρεσαν. Η μυρωδιά, το έρεβος, ο κεραυνός. Στάθηκε στη πλατφόρμα και περιεργάστηκε με κριτικό μάτι τους συνταξιδιώτες του. Βρήκε ένα-δυο που άξιζαν να τους παρακολουθήσει, αλλά υπήρχε τόση σαβούρα γύρω του: ήταν ελάχιστοι εκείνοι που πληρούσαν τις προδιαγραφές. Χιλιάδες άρρωστοι, παχύσαρκοι, σακάτηδες, τσακισμένοι από την κούραση. Σώματα αφανισμένα από τις καταχρήσεις και την αδιαφορία. Του προκαλούσαν αηδία, μολονότι καταλάβαινε τις αδυναμίες που καταστρέφουν και τους καλύτερους των ανθρώπων. Χασομέρησε στο σταθμό για μια περίπου ώρα, τριγυρνώντας στις πλατφόρμες, ενώ τα τραίνα έρχονταν κι έφευγαν, μαζί τους κι ο κόσμος. Ήταν απογοητευτικό το πόσο σπάνιζε η ποιότητα. Του φαινόταν πως, με τη κάθε μέρα που περνούσε, δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να βρει σάρκα άξια να χρησιμοποιηθεί. Κόντευε δέκα και μισή και δεν είχε ανακαλύψει ούτε ένα πλάσμα κατάλληλο για σφαγή. “Δεν πειράζει“, μονολόγησε, “έχω καιρό ακόμα. Σύντομα θα τελείωναν οι παραστάσεις κι εκατοντάδες άτομα θα ξεχύνονταν από τα θέατρα. Ανάμεσά τους υπήρχαν πάντα κάμποσα εύρωστα κορμιά. Καλοταϊσμένοι διανοούμενοι, που κρατούσαν σφιχτά τα προγράμματά τους κι αποφαίνονταν για την ουσία της τέχνης. -Ω, ναι, κάτι θα τύχαινε“.
     Αν όχι -κι ήταν νύχτες που του φαινόταν αδύνατο να βρει το σωστό κορμί- θα κατέβαινε στο κέντρο και θα στρίμωχνε κανένα αποξεχασμένο ζευγαράκι ή κάποιον αθλητή, φρέσκο-φρέσκο από το γυμναστήριο. Καλό υλικό αυτοί οι τελευταίοι, αλλά υπήρχε πάντα ο κίνδυνος να προβάλλουν αντίσταση. Θυμήθηκε τους δύο μαύρους πέρσι ή πρόπερσι, με σαράντα χρόνια διαφοράς μεταξύ τους, πατέρας και γιος μάλλον. Τράβηξαν μαχαίρια, με αποτέλεσμα να τον στείλουν για έξη εβδομάδες στο νοσοκομείο. Ήταν μία μεγάλη ήττα που τον ώθησε τότε να αμφισβητήσει τις ικανότητές του. Κι ακόμα χειρότερα, τον έκανε να αναρωτηθεί πώς θα τον μεταχειρίζονταν οι αφέντες του σε περίπτωση που θα δεχόταν το θανάσιμο πλήγμα. Θα τον έστελναν στην οικογένειά του στο Νιου Τζέρσεϊ για μιαν αξιοπρεπή χριστιανική κηδεία; Ή θα κρατούσαν το πτώμα του για τους δικούς τους σκοπούς;
     Ο τεράστιος τίτλος στην πρώτη σελίδα της Νιου Γιορκ Ποστ, παρατημένης στο κάθισμα δίπλα του, τράβηξε την προσοχή του Μαχόγκανι: «Το σύνολο των αστυνομικών δυνάμεων στο κυνήγι του δολοφόνου». Δε μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Όλες οι ζοφερές σκέψεις για την αποτυχία, την ανικανότητα, το θάνατο εξαφανίστηκαν. Στο κάτω-κάτω, ήταν ο άνθρωπος που ολόκληρη η πόλη συζητούσε κι έτρεμε, ο στυγερός φονιάς αυτοπροσώπως κι ειδικά απόψε η ιδέα της σύλληψης ήταν γελοία. Σε τελευταία ανάλυση, δεν είχαν εγκρίνει -κι ευλογήσει- το έργο του οι ύψιστες αρχές; Κανένας αστυνομικός δεν μπορούσε να τον αγγίξει, κανένα δικαστήριο να τον δικάσει. Οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης, που είχαν αναλάβει με τέτοιο ζήλο την εξολόθρευσή του, υπηρετούσαν τους ίδιους μ’ αυτόν αφέντες. Σχεδόν ευχόταν να τον πιάσει κάποιος ανυποψίαστος μπάτσος και να τον οδηγήσει θριαμβευτικά στο δικαστή, μόνο και μόνο για να δει τα μούτρα τους όταν κατέφτανε το μήνυμα από το σκοτάδι πως o Μαχόγκανι ήταν ιερός, υπεράνω κάθε νομικού κώδικα.
     Ήταν έντεκα η ώρα. Οι θεατρόφιλοι είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν, αλλά δε διέκρινε τίποτα το σπουδαίο ακόμα. Θα περίμενε να σκορπίσει το πλήθος: θ’ ακολουθούσε ένα-δυο διαλεχτά κομμάτια μέχρι το τέλος της γραμμής. Όπως όλοι οι σοφοί κυνηγοί, δε βιαζόταν. Κόντευε έντεκα, μια ώρα μετά τη προθεσμία που ο Κάουφμαν είχε θέσει στον εαυτό του κι ακόμη δεν έλεγε να τελειώσει. Αλλά η αγανάκτηση κι η πλήξη κάνανε τη δουλειά δυσκολότερη, οι αριθμοί μπροστά του είχαν αρχίσει να θολώνουν. Στις έντεκα και δέκα πέταξε το στυλό και παραδέχτηκε την ήττα του. Έτριψε τα μάτια του μέχρι που το κεφάλι του γέμισε χρώματα. “Βρε, δε γαμείς”, μονολόγησε. Δεν έβριζε ποτέ μπροστά σε κόσμο. Όμως ένα “γαμώ το” κάπου-κάπου, όταν δεν υπήρχε κανείς να τον ακούσει, ήταν μεγάλη παρηγοριά. Διέσχισε τα γραφεία, με την υγρή καμπαρτίνα στο χέρι, και τράβηξε για τους ανελκυστήρες. Τα μέλη του ήταν μουδιασμένα, μόλις και μετά βίας κρατούσε τα μάτια του ανοιχτά. Έξω έκανε περισσότερο κρύο απ’ όσο περίμενε. Το ψυχρό αεράκι τον αναζωογόνησε κάπως. Ξεκίνησε για το σταθμό του μετρό στην τριακοστή τέταρτη οδό. Από κει θα έπαιρνε το τραίνο για το Φαρ Ρόκαγουεϊ. Σπίτι σε μια ώρα.
     Δεν το ήξεραν ούτε ο Μαχόγκανι ούτε ο Κάουφμαν, αλλά στο Μπρόντγουεϊ οι αστυνομικοί είχαν συλλάβει το Δολοφόνο του Υπόγειου (ή έτσι νόμιζαν) σ’ ένα από τα τραίνα με προορισμό τα βόρεια προάστια. Ένας κοντός ανθρωπάκος ευρωπαϊκής καταγωγής, που κράδαινε στο ένα χέρι σφυρί και στο άλλο πριόνι, είχε στριμώξει μια νεαρή στο δεύτερο βαγόνι και απειλούσε να τη κόψει στα δύο, εν ονόματι του Ιεχωβά. Τώρα το αν μπορούσε να πραγματοποιήσει την απειλή του ήταν πράγμα αμφίβολο. Εν πάση περιπτώσει, δεν του δόθηκε ποτέ η ευκαιρία. Ενώ οι υπόλοιποι επιβάτες -ανάμεσά τους και δυο πεζοναύτες- παρακολουθούσαν, χωρίς να επεμβαίνουν, τη σκηνή, το θύμα έριξε μια τέτοια κλωτσιά στ’ αρχίδια του τύπου που παραλίγο να τον αφήσει να τραγουδά σοπράνο για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Το σφυρί έπεσε από τα χέρια του. Η κοπελιά το άρπαξε και του έσπασε την κάτω σιαγόνα και το δεξί ζυγωματικό πριν προλάβουν να τη σταματήσουν οι πεζοναύτες.
     Όταν το τραίνο σταμάτησε στην 96η οδό, η αστυνομία περίμενε πανέτοιμη να συλλάβει τον Χασάπη Του Μετρό. Όρμησαν όλοι μαζί στο βαγόνι, ουρλιάζοντας σαν αγριεμένα στοιχειά και χεσμένοι από το φόβο τους. Ο χασάπης κείτονταν σε μια γωνιά με το μούτρο του κομμάτια. Τον πήραν κι έφυγαν, θριαμβευτές. Η κοπέλα, αφού έδωσε κατάθεση, πήγε σπίτι της παρέα με τους πεζοναύτες. Το επεισόδιο έμελλε ν’ αποδειχθεί χρήσιμος αντιπερισπασμός, μόλο που ο Μαχόγκανι δεν μπορούσε να το ξέρει. Οι αστυνομικοί πέρασαν τη μισή και παραπάνω νύχτα προσπαθώντας να εξακριβώσουν την ταυτότητα του συλληφθέντος, κυρίως γιατί τους εμπόδιζε να καταλάβουν τα λόγια του το τσακισμένο σαγόνι. Ήταν πια τρεις και μισή τα ξημερώματα όταν κάποιος αρχιφύλακας Ντέιβις, που ήρθε να πιάσει βάρδια, αναγνώρισε τον άντρα. Ήταν κάποιος Χανκ Βάσαρλι, συνταξιούχος ανθοπώλης από το Μπρονξ. Ο Χανκ είχε πολλές συλλήψεις στο ενεργητικό του γι’ «απρόκλητες επιθέσεις και βάναυση προσβολή της δημοσίας αιδούς», όλα στο όνομα του Ιεχωβά. Τα φαινόμενα απατούσαν: ήταν τόσο επικίνδυνος όσο το Λαγουδάκι Του Πάσχα και, φυσικά, σε καμία περίπτωση, ο Χασάπης Του Μετρό. Αλλά μέχρι να το εμπεδώσουν οι μπάτσοι, ο Μαχόγκανι κόντευε να τελειώσει τη δουλειά του.
     Ήταν έντεκα και τέταρτο όταν ο Κάουφμαν μπήκε στο εξπρές για τη Μοτ Αβενιου. Μοιραζόταν το βαγόνι μ’ άλλους δύο επιβάτες. Η μία ήταν μια μεσόκοπη μαύρη γυναίκα με βυσσινί πανωφόρι, ο άλλος ένας χλωμός σπυριάρης έφηβος που κοιτούσε το γκράφιτι «Γλείψε μου τον άσπρο κώλο» με τελείως φευγάτα μάτια. Ο Κάουφμαν καθόταν στο πρώτο βαγόνι. Το ταξίδι του θα διαρκούσε τριάντα πέντε λεπτά. Έκλεισε τα μάτια, νανουρισμένος από τη ρυθμική κίνηση του τραίνου. Η διαδρομή ήταν βαρετή κι εκείνος κουρασμένος. Δεν είδε τα φώτα να σβήνουν στο δεύτερο βαγόνι. Δεν είδε το πρόσωπο του Μαχόγκανι στο τζάμι να ψάχνει για λίγο ακόμη κρέας. Στην 14η οδό η μαύρη κατέβηκε. Κανείς δεν ανέβηκε. Ο Κάουφμαν άνοιξε για μια στιγμή τα μάτια, πρόσεξε την άδεια πλατφόρμα, τα ξανάκλεισε αμέσως. Οι πόρτες έκλεισαν με το χαρακτηριστικό τους σφύριγμα. Λικνιζόταν στη ζεστή ατμόσφαιρα ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνιο, στο νου του φτερούγιζαν φευγαλέες εικόνες. Ωραίο συναίσθημα. Το τραίνο ξεκίνησε πάλι, βροντολογώντας στα τούνελ. Ίσως, κάπου στο μισοκοιμισμένο μυαλό του, ο Κάουφμαν να συνειδητοποίησε πως η πόρτα ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο βαγόνι άνοιξε. Ίσως να μύρισε το ξαφνικό ρεύμα του αέρα των τούνελ, να κατάλαβε ότι το βουητό των τροχών στιγμιαία δυνάμωσε. Αλλά επέλεξε να το αγνοήσει. Ίσως ν’ άκουσε ακόμη και τους πνιχτούς ήχους της συμπλοκής, καθώς ο Μαχόγκανι εξουδετέρωνε τον έφηβο με το αλλοπαρμένο βλέμμα. Αλλά ο θόρυβος του φάνηκε μακρινός, δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό του ύπνου. Βυθίστηκε πάλι.
     Για κάποιο λόγο, ονειρευόταν τη κουζίνα της μάνας του. Καθάριζε γογγύλια και του χαμογελούσε γλυκά. Ήταν μικρούλης στ’ όνειρο και κοιτούσε μαγεμένος το λαμπερό της πρόσωπο. Τα μάτια του άνοιξαν απότομα, η μητέρα χάθηκε. Το βαγόνι ήταν άδειο, ο νεαρός εξαφανισμένος. Πόση ώρα κοιμόταν; Δε θυμόταν να είχε σταματήσει το τραίνο στη Δυτική Τέταρτη Οδό. Σηκώθηκε, μισοζαλισμένος ακόμη και σχεδόν έχασε την ισορροπία του σ’ ένα απότομο τράνταγμα του τραίνου. Η ταχύτητα είχε αυξηθεί πολύ. Ίσως ο οδηγός βιαζόταν να πάει σπίτι, να πέσει στο κρεβάτι αγκαλιά με τη γυναίκα του. ‘Έτρεχαν πάρα πολύ εδώ που τα λέμε, ήταν τρομαχτικό το πόσο έτρεχαν. Ένα κομμάτι μαύρο ύφασμα κάλυπτε το τζάμι της πόρτας ανάμεσα στα δύο βαγόνια, μια κουρτίνα που σίγουρα δεν υπήρχε προηγουμένως. Η ανησυχία τρύπωσε στο μυαλό του Κάουφμαν. Λες να κοιμόταν πολλή ώρα και να μην τον πρόσεξε ο ελεγκτής; Λες να είχαν περάσει το Φαρ Ρόκαγουεϊ και το τραίνο να κατευθυνόταν τώρα για το μέρος όσου περνούν συνήθως τη νύχτα τους τα τραίνα;
 -«Γαμώτο», αναφώνησε. Να πήγαινε μπροστά να ρωτήσει τον οδηγό; Μα ήταν τόσο ηλίθια ερώτηση: Πού βρίσκομαι; Τέτοια ώρα, πιθανότερο ήταν να του απαντήσει με βρισιές παρά με πληροφορίες. Και τότε το τραίνο έκοψε ταχύτητα. Σταθμός. Ναι, σταθμός. Το τραίνο πέρασε από το τούνελ στο λερό φως του σταθμού της Δυτικής Τετάρτης Οδού. Δεν είχε χάσει καμία στάση. Μα τότε πού ήταν το αγόρι; Ή είχε αγνοήσει την απαγόρευση για τη μετακίνηση ανάμεσα στα βαγόνια όσο το τραίνο βρισκόταν σε κίνηση ή είχε πάει στη καμπίνα του οδηγού. “Να δεις που αυτή τη στιγμή θα του παίρνει πίπα“, σκέφτηκε μ’ ένα μορφασμό αηδίας. Δεν ήταν δα κι από αυτά που δεν συμβαίνουν. Τούτο ήταν το «Παλάτι Των Απολαύσεων», όχι παίξε-γέλασε κι όλοι είχαν δικαίωμα σε μια δόση λαθραίου σεξ. Ανασήκωσε τους ώμους. Και τι τον ένοιαζε αυτόν πού πήγε το αγόρι; Οι πόρτες κλείσανε. Κανείς δεν είχε ανεβεί στο τραίνο. Ξεκίνησε πάλι και τα φώτα αναβόσβησανε καθώς ανέπτυξε απότομα ταχύτητα.
     Ο Κάουφμαν νύσταζε ακόμη, αλλά ο ξαφνικός φόβος είχε αυξήσει την έκκριση αδρεναλίνης στον οργανισμό του, κάνοντας τα μέλη του να ριγούν από νευρική υπερένταση. Οξύτερες είχαν γίνει και οι αισθήσεις του. Ακόμη και πάνω από το μπουμπουνητό των τροχών στις ράγες, άκουσε από το διπλανό βαγόνι τον ήχο ρούχων που σκίζονταν. “Ποιός διαρρήγνυε τα ιμάτιά του;” σκέφτηκε μ’ ένα χαμόγελο. Σηκώθηκε, αρπάζοντας μια χειρολαβή για στήριγμα. Το τζάμι ανάμεσα στα βαγόνια ήταν τελείως καλυμμένο, εκείνος ωστόσο το κοιτούσε συνοφρυωμένος, σα να είχε αποκτήσει ξαφνικά ακτίνες Χ στα μάτια. Το βαγόνι χόρευε ροκ εν ρολ. Έτρεχαν σα δαιμονισμένοι πάλι. Κι άλλο σκίσιμο. Βιασμός μήπως; Χωρίς να νιώθει τίποτε περισσότερο από την ήπια περιέργεια ίσως του ερασιτέχνη ηδονοβλεψία, διέσχισε το βαγόνι κατά την ενδιάμεση πόρτα, ελπίζοντας να βρει μια ρωγμή στο παραπέτασμα. Τα μάτια του ήταν ακόμη στυλωμένα στο παράθυρο κι έτσι δεν πρόσεξε τα αίματα που πάνω τους πατούσε. Ώσπου γλίστρησε. Κοίταξε κάτω. Το στομάχι του είδε το αίμα πριν το αντιληφθεί ο εγκέφαλός του και το χοιρομέρι του ανέβηκε στο λαρύγγι. Αίμα. Πήρε κάμποσες βαθιές ανάσες και γύρισε το κεφάλι αλλού στο παραθυράκι πάλι. Μια λέξη αντηχούσε στο κεφάλι του: αίμα. Τίποτα δεν μπορούσε να τη διώξει. Έπρεπε να δει. Είχε αίμα στο παπούτσι του, οι κηλίδες έφταναν ως το επόμενο βαγόνι, αλλά ο Κάουφμαν έπρεπε να δει. Οπωσδήποτε. Έπρεπε. Προχώρησε άλλα δυο βήματα κατά την πόρτα κι έψαξε το ύφασμα για μια τρυπούλα: μια ξεφτισμένη, τραβηγμένη κλωστή του αρκούσε. Να την η χαραμάδα. Κόλλησε πάνω της το μάτι του.
     Ο νους αρνιόταν να δεχτεί αυτό που βλέπανε τα μάτια. Απέρριπτε το θέαμα ως παράλογο, εικόνα ονείρου. Η λογική τού έλεγε πως δεν μπορούσε να είναι αληθινό, μα η σάρκα του ήξερε ότι ήταν. Το κορμί του πάγωσε από τον τρόμο. Τα μάτια του, ορθάνοιχτα, δεν μπορούσαν ν’ αποφύγουν τη φριχτή σκηνή πίσω από την κουρτίνα. Παρέμεινε στην πόρτα όσο το τραίνο τραβούσε το δρόμο του, όσο το αίμα στράγγιζε από τα άκρα του, όσο ο εγκέφαλός του ασφυκτιούσε από την έλλειψη οξυγόνου. Αστραπές άρχισαν να στροβιλίζονται μπροστά του, κρύβοντας επιτέλους τη θηριωδία. Και μετά λιποθύμησε.
     Ήταν ακόμη αναίσθητος όταν ο συρμός έφτασε στην Τζέι Στρητ. Κουφός στην ανακοίνωση του οδηγού πως όλοι οι επιβάτες που ήθελαν να συνεχίσουν έπρεπε ν’ αλλάξουν τραίνο. Αν την άκουγε, θ’ αμφισβητούσε την ορθότητά της. Κανένα μετρό δεν άφηνε όλους τους επιβάτες στην Τζέι Στρητ. Η γραμμή συνεχιζόταν ως τη Μοτ ‘Αβενιου, πέρα από το αεροδρόμιο Κένεντυ. Θα ρωτούσε τι διάβολο τραίνο ήταν αυτό. Μόνο που ήδη ήξερε. H αλήθεια κρεμόταν στο διπλανό βαγόνι. Η αλήθεια χαμογελούσε αυτάρεσκα πίσω από μια ολόσωμη ποδιά. Ήταν η Κρεοφόρος Του Μεσονυχτίου.
     Ο χρόνος χάνει το νόημά του όταν είσαι λιπόθυμος. Μπορεί να είχαν περάσει δευτερόλεπτα ή ώρες μέχρι να συνέλθει ο Κάουφμαν και να κατορθώσει να σκεφτεί την κατάστασή του. Πλάγιαζε κάτω από μια θέση, κολλητά στο δομούμενο τοίχωμα του βαγονιού. “Μέχρι τώρα η τύχη ήταν με το μέρος του“, σκέφτηκε: “η κίνηση του τραίνου είχε κρύψει το αναίσθητο σώμα του“. Σκέφτηκε τη φρίκη του δεύτερου βαγονιού και κατάπιε τον εμετό που του ανέβηκε στο στόμα. Ήταν μόνος. Όπου και να βρισκόταν ο ελεγκτής -δολοφονημένος μάλλον-, δεν μπορούσε να τον καλέσει σε βοήθεια. Κι ο οδηγός; Νεκρός πάνω από τους μοχλούς του; Μήπως το τραίνο έτρεχε τώρα σ’ ένα άγνωστο τούνελ, ένα τούνελ δίχως σταθμούς, προς τη καταστροφή του; Ακόμη κι αν δε σκοτωνόταν στη τελική σύγκρουση, υπήρχε πάντα ο Χασάπης, που πετσόκοβε ανενόχλητος λίγα μόλις μέτρα μακριά από τον Κάουφμαν. Όπου και να γυρνούσε, η επιγραφή στις πόρτες έλεγε ΘΑΝΑΤΟΣ.
     Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός, ιδίως τώρα που ήταν ξαπλωμένος χάμω. Τα δόντια του Κάουφμαν χοροπηδούσαν στα ούλα τους, το πρόσωπό του είχε μουδιάσει από τις δονήσεις’ ακόμη και το κρανίο του πονούσε. Σιγά-σιγά ένιωσε τη δύναμη να επιστρέφει στα εξαντλημένα του μέλη. Τέντωσε προσεχτικά τα δάχτυλα κι έσφιξε τις γροθιές του για να αποκαταστήσει την κυκλοφορία του αίματος. Μαζί με τις αισθήσεις του επέστρεψε κι η ναυτία. Η κτηνωδία του διπλανού βαγονιού δεν έφευγε από τα μάτιά του. Είχε βέβαια ξαναδεί φωτογραφίες δολοφονημένων ανθρώπων, αλλά τούτοι δεν ήταν συνηθισμένοι φόνοι. Βρισκόταν στο ίδιο τραίνο με τον Χασάπη Του Μετρό, το τέρας που κρέμαγε ανάποδα τα θύματά του, γυμνά και ξυρισμένα. Πόση ώρα ακόμη μέχρι να διαβεί το θηρίο το κατώφλι και να του χιμήξει; Ήταν σίγουρος πως αν δεν τον έσφαζε ο Χασάπης, θα τον αποτελείωνε η αναμονή. ‘Ακουσε κάτι να σαλεύει πίσω από τη πόρτα. Μίλησε το ένστικτο. Χώθηκε πιο βαθιά κάτω από το κάθισμα, τυλίχτηκε σα κουβαράκι, με το κάτασπρο πρόσωπό του κολλημένο στο τοίχωμα. Σκέπασε το κεφάλι με τα χέρια του κι έκλεισε τα μάτια τόσο σφιχτά όσο το παιδάκι που φοβάται τον Μπαμπούλα.
     Η πόρτα άνοιξε. Αργά. Σφυριχτά. Αέρας από τις ράγες. Μύριζε παράξενα κι ήτανε παγωμένος. Τούτος ήταν αρχέγονος αέρας στα ρουθούνια, εχθρικός κι ανεξιχνίαστος. Τον έκανε να τρέμει σα φύλλο. Η πόρτα έκλεισε. Κλικ. Ο Χασάπης πλησίαζε, ο Κάουφμαν το ήξερε. Ίσως και να στεκόταν λίγα εκατοστά μακριά του. Μήπως κοιτούσε αυτή τη στιγμή τη πλάτη του Κάουφμαν; Μήπως έσκυβε, με το μαχαίρι στο χέρι, να τον τραβήξει από την κρυψώνα του, σα να ξερίζωνε σαλιγκάρι από το καβούκι του; Δεν έγινε τίποτα. Δεν ένιωσε καφτή ανάσα στο σβέρκο του. Κανείς δεν του άνοιξε στα δύο τη ράχη. Μόνο βήματα ακούστηκαν κοντά στο κεφάλι του Κάουφμαν, κατόπιν τα ίδια βήματα απομακρύνθηκαν. Η αναπνοή του Κάουφμαν, κρατημένη στους πνεύμονες τόση ώρα, βγήκε μ’ ένα ρόγχο από τα χείλη του.
     Ο Μαχόγκανι απογοητεύτηκε όταν ανακάλυψε ότι ο άντρας που κοιμόταν είχε κατέβει στη Δυτική Τέταρτη Οδό. Ήλπιζε να τελειώσει μια ακόμη δουλειά απόψε, ν’ απασχοληθεί με κάτι πριν φτάσει στον προορισμό του. Όμως όχι: ο τύπος είχε φύγει. Το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν ότι το παραλίγο θύμα δε βρισκόταν σε τόσο καλή κατάσταση: ένας ακόμη αναιμικός Εβραίος λογιστής. Η σάρκα του δε θα ήταν πρώτης ποιότητας. Ο Μαχόγκανι τράβηξε για τη καμπίνα του οδηγού. Θα περνούσε το υπόλοιπο της διαδρομής εκεί. “Θεέ μου”, σκέφτηκε ο Κάουφμαν, “θα σκοτώσει τον οδηγό. ‘Ακουσε τη πόρτα ν’ ανοίγει. Κατόπιν τη φωνή του Χασάπη: χαμηλή και τραχιά.
 -«Γεια».
 -«Γεια». Γνωρίζονταν.
 -«Όλα εντάξει»;
 -«Εντάξει».
     Ο Κάουφμαν σοκαρίστηκε από την κοινοτυπία του διαλόγου. Όλα εντάξει; Τί πήγαινε να πει: όλα εντάξει; Τα υπόλοιπα λόγια χάθηκαν στο θόρυβο του τραίνου. Ο Κάουφμαν δεν άντεχε άλλο. Ξεδιπλώθηκε φοβισμένος κι έριξε μια ματιά στο βαγόνι πάνω από τον ώμο του. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα πόδια του Χασάπη και το κάτω μέρος της πόρτας. Διάβολε! Ήθελε να ξαναδεί το πρόσωπο του τέρατος. Γελούσαν τώρα. Υπολόγισε τον κίνδυνο που διέτρεχε: τα μαθηματικά του πανικού. Αν έμενε στη θέση του, αργά ή γρήγορα o Χασάπης θα τον ανακάλυπτε και θα τον λιάνιζε. Από την άλλη πλευρά, αν ξεμυτούσε, ρισκάριζε να τον δουν και να τον πάρουν στο κατόπι. Ποιο ήταν το χειρότερο; Να μείνει ακίνητος και ν’ αφήσει να τον σκοτώσουν σαν το ποντίκι στη φάκα ή να σηκωθεί και ν’ αντιμετωπίσει, αν χρειαζόταν, το χτήνος; Έμεινε άναυδος κι ο ίδιος με την απόφασή του: θα σηκωνόταν. Αργά-αργά, απίστευτα αργά, σύρθηκε έξω από το κάθισμα, με τα μάτια πάντα καρφωμένα στη πλάτη του Χασάπη. Με το που βγήκε, βάλθηκε να μπουσουλάει κατά τη πόρτα. Το κάθε βήμα ήταν μαρτύριο, μα ο Χασάπης φαινόταν απορροφημένος στην κουβέντα.
     Ο Κάουφμαν έφτασε στην πόρτα. ‘Αρχισε να ορθώνεται, προσπαθώντας συγχρόνως να προετοιμάσει τον εαυτό του για το θέαμα που τον περίμενε στο βαγόνι δύο. ‘Αρπαξε το χερούλι, έσπρωξε την πόρτα. Ο θόρυβος δυνάμωσε κι ένα κύμα υγρού αέρα, αέρα που βρωμούσε σκουπίδια αιώνων, τον χτύπησε καταπρόσωπο. Δεν είναι δυνατόν, δεν άκουσε ο Χασάπης; Δε μύρισε; Να, όπου να ‘ναι θα στραφεί Όμως όχι. Ο Κάουφμαν συνέχισε τη δύσκολη πορεία του μέχρι το σφαγείο δίπλα. Η ανακούφιση τον έκανε απρόσεχτο. Δε στάθηκε να κλείσει καλά τη πόρτα πίσω κι έτσι, με τους κραδασμούς του τραίνου, μισάνοιξε πάλι, γλιστρώντας. Ο Μαχόγκανι έβγαλε το κεφάλι από τη καμπίνα του οδηγού να δει τι γινόταν.
 -«Τί σκατά ήταν αυτό;» ρώτησε ο οδηγός.
 -«Τίποτα. Δεν έκλεισα καλά τη πόρτα».
     Ο Κάουφμαν άκουσε τον Χασάπη να πλησιάζει. Ζάρωσε, ένα κουβάρι αγωνίας, κόντρα στον ενδιάμεσο τοίχο, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι κόντευε να τα κάνει πάνω του. Η πόρτα τραβήχτηκε από την άλλη πλευρά και τα βήματα απομακρύνθηκαν. Ασφαλής, για λίγο τουλάχιστον, άνοιξε τα μάτια, σφίγγοντας τα δόντια για ν’ αντέξει το θέαμα που θ’ αντίκριζε. Δεν υπήρχε τρόπος να τ’ αποφύγει. Επιτέθηκε σε κάθε μία από τις αισθήσεις του: η οσμή των χυμένων στο πάτωμα εντέρων, η θέα των κορμιών, η αίσθηση των υγρών στις παλάμες του, ο ήχος των χειρολαβών που τριζοβολούσαν κάτω από το βάρος, ακόμη κι η γεύση της ατμόσφαιρας ήταν αλμυρή από το αίμα. Ήταν κλεισμένος με το θάνατο σε μια τρύπα, έτρεχαν παρέα στο σκοτάδι. Τουλάχιστον η ναυτία του είχε περάσει. Κανένα δυσάρεστο συναίσθημα εκτός από την απέχθεια. Μέχρι που έσκυψε να εξετάσει τα πτώματα με μια περιέργεια που, θαρρείς, δεν ήταν δική του. Το πιο κοντινό κουφάρι ήταν του έφηβου από το βαγόνι ένα. Το κορμί κρεμόταν ανάποδα, ταλαντευόταν πέρα-δώθε στο ρυθμό του τραίνου, μαζί με τ’ άλλα τρία, ένας αχρείος μακάβριος χορός. Τα χέρια πέφτανε χαλαρά από τους ώμους, όπου υπήρχαν τομές δύο ιντσών. Το κάθε μέλος του αγοριού αιωρούνταν σαν εκκρεμές, με μια κίνηση που υπνώτιζε. Η γλώσσα, πεταγμένη έξω. Το κεφάλι, χαλαρό στον τσακισμένο λαιμό. Ακόμη και το πέος του νεαρού πηγαινοερχόταν δεξιά-αριστερά στους ξυρισμένους του βουβώνες. Από το κεφάλι και την ανοιχτή σφαγίτιδα φλέβα έσταζε αίμα σ’ ένα μαύρο κουβά. Υπήρχε μια παράξενη χάρη στο όλο θέαμα: έφερε τη σφραγίδα μιας δουλειάς καμωμένης στην εντέλεια.
     Πίσω του κρέμονταν τα στραγγισμένα πτώματα δυο νεαρών λευκών γυναικών κι ενός μισο-γδαρμένου σκουρότερου άντρα. Ο Κάουφμαν έγειρε το κεφάλι να κοιτάξει τα πρόσωπά τους. Το ένα κορίτσι πρέπει να είχε διατελέσει καλλονή. Ο άντρας ήταν μάλλον Πορτορικάνος. Δεν είχε απομείνει ούτε μια τρίχα πάνω τους. Ο αέρας μύριζε ακόμη κουρεμένο μαλλί. Καθώς ο Κάουφμαν ανασηκωνόταν, το σώμα της μιας κοπέλας πήρε μια ολόκληρη στροφή, παρουσιάζοντάς του τη πλάτη. Δεν ήταν έτοιμος γι’ αυτή τη τελευταία φρίκη. Η σάρκα ήταν ανοιγμένη στα δύο από το σβέρκο ίσαμε τους γοφούς κι οι μύες είχανε τραβηχτεί πίσω, αφήνοντας εκτεθειμένους τους γυαλιστερούς σπόνδυλους της ραχοκοκαλιάς. Ο έσχατος θρίαμβος του τεχνίτη Χασάπη. Κι ιδού τ’ απομεινάρια ανθρώπων, κρεμασμένα, ξυρισμένα, στραγγισμένα, ξεκοιλιασμένα σα ψάρια, έτοιμα για το ανίερο συμπόσιο. Ο Κάουφμαν σχεδόν χαμογέλασε με τη τελειότητα της φρίκης του. Ένιωσε το ύπουλο άγγιγμα της παράνοιας στη βάση του κρανίου του, τον δελέαζε με τη λησμονιά, του υποσχόταν τη μακάρια αδιαφορία. ‘Αρχισε να τρέμει. Ανεξέλεγκτα. Αισθάνθηκε τις φωνητικές του χορδές να τεντώνονται σε μια κραυγή. Ήταν ανυπόφορο: όμως το ουρλιαχτό του -αν έβγαινε- θα τονε καταντούσε σαν τα… πλάσματα μπροστά του.
 -«Γαμώ το», είπε δυνατότερα απ’ όσο σκόπευε και στη συνέχεια ξεκόλλησε από τον τοίχο και διέσχισε το βαγόνι, περνώντας ανάμεσα από τα πτώματα, παρατηρώντας τους τακτικούς σωρούς των καλοδιπλωμένων ρούχων στα καθίσματα πλάι στους ιδιοκτήτες τους. Τα παπούτσια του γλιστρούσαν στα υγρά του πατώματος. Μόλο που είχε μισοκλείσει τα μάτια, εξακολουθούσε να βλέπει το αίμα στους κουβάδες: παχύρρευστο κι αφρισμένο, με κομματάκια στερεάς ύλης στην επιφάνεια. Είχε προσπεράσει τον έφηβο και μπορούσε τώρα να διακρίνει τη πόρτα του βαγονιού τρία. Το μόνο που του απέμενε ήταν ν’ αντισταθεί στη πρόκληση αυτής της θηριωδίας και να συγκεντρωθεί στη πόρτα που θα τον οδηγούσε ξανά στη πνευματική ισορροπία. Πέρασε και τη πρώτη γυναίκα. Ελάχιστα μέτρα ακόμα, παρηγόρησε τον εαυτό του, το πολύ δέκα βήματα, λιγότερα αν προχωρούσε μ’ αυτοπεποίθηση. Και τότε τα φώτα έσβησαν. “Ω Θεέ μου“, ψιθύρισε. Το τραίνο ταρακουνήθηκε ολάκερο κι ο Κάουφμαν σωριάστηκε χάμω.
     Στο απόλυτο σκοτάδι προσπάθησε να βρει στήριγμα και βρέθηκε αγκαλιά με το πτώμα δίπλα του. Πριν προλάβει να εμποδίσει τα χέρια του, τα ένιωσε να μπήγονται στη χλιαρή σάρκα, αισθάνθηκε τα δάχτυλά του ν’ αρπάζουν τη ξεσκισμένη πλάτη της νεκρής γυναίκας, ν’ αγγίζουν τα οστά της σπονδυλικής της στήλης. Το μάγουλό του ακουμπούσε στην άτριχη σάρκα του μηρού της. Ούρλιαξε και την ώρα που ούρλιαζε, τα φώτα άναψαν. Πριν καλά-καλά προλάβει η κραυγή του να σβήσει, άκουσε τα βήματα του Χασάπη στο βαγόνι ένα. ‘Αφησε το νεκρό κορμί. Το πρόσωπό του ήτανε λεκιασμένο μ’ αίμα. Το ένιωθε στο μάγουλό του σαν έμβλημα μάχης. Η κραυγή καθάρισε το μυαλό του κι ένιωσε ξαφνικά να τον πλημμυρίζει μια παράξενη δύναμη. Δε θ’ άφηνε τον Χασάπη να τον κυνηγήσει σαν ποντίκι σ’ ολόκληρο το τραίνο: δεν είχε τα περιθώρια να φανεί δειλός, όχι πια. Τούτη θα ήταν μια πρωτόγονη αναμέτρηση, δύο άνθρωποι, ο ένας απέναντι στον άλλον. Και δε θ’ άφηνε τέχνασμα για τέχνασμα ανεκμετάλλευτο προκειμένου να κατατροπώσει τον εχθρό του. Ήταν πια θέμα επιβίωσης, όλα επιτρέπονταν. Το χερούλι της. πόρτας σείστηκε.
     Ο Κάουφμαν έψαξε γύρω του για κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν όπλο, το βλέμμα του σταθερό, ψύχραιμο. Το μάτι του έπεσε στα ρούχα του Πορτορικάνου. Είδε ένα μαχαίρι ανάμεσα στα δαχτυλίδια με τις ψεύτικες πέτρες και τις φτηνές επίχρυσες αλυσίδες. Ένα πεντακάθαρο, γυαλιστερό στιλέτο, προφανώς το καμάρι του, νεκρού. Προσπαθώντας να μην αγγίξει το πτώμα, ο Κάουφμαν τράβηξε το μαχαίρι από το σωρό. Το ένιωσε οικείο στο χέρι του, φώλιασε στην παλάμη του σα να το κρατούσε χρόνια’ τον διαπέρασε ένα ρίγος συγκίνησης. Η πόρτα τραβήχτηκε, το μούτρο του Χασάπη φάνηκε στο άνοιγμα. Ο Κάουφμαν κοίταξε τον Μαχόγκανι. Τίποτε το φοβερό, απλά ένας ακόμη βαρύς, φαλακρός, μεσήλικας άντρας, με πλαδαρό πρόσωπο, μάτια χωμένα βαθιά στις κόγχες, στόμα μικρό με ντελικάτα χείλη. Στόμα γυναίκας.
     Ο Μαχόγκανι δεν καταλάβαινε από πού είχε ξεφυτρώσει αυτός ο παρείσακτος, αλλά ήξερε ότι αντιπροσώπευε μιαν ακόμη παράλειψη, άλλο ένα σημάδι ανικανότητας. Έπρεπε να ξεφορτωθεί τούτο το θλιβερό πλάσμα αμέσως. Μόλις ένα-δυο μίλια τους χώριζαν από το τέρμα της γραμμής. Ήταν αναγκαίο να σφάξει και να κρεμάσει το ανθρωπάκι πριν φτάσουν στον προορισμό τους. Μπήκε στο βαγόνι δύο.
 -«Κοιμόσουν», είπε στον Κάουφμαν, αναγνωρίζοντάς τον. «Σε είδα». Ο Κάουφμαν έμεινε βουβός. «Έπρεπε να είχες κατέβει. Τί πάσχιζες να κάνεις; Να μου κρυφτείς;» Ο Κάουφμαν εξακολουθούσε να κρατάει το στόμα του κλειστό. Ο Μαχόγκανι έσφιξε τη λαβή του μπαλτά που κρεμόταν από τη φθαρμένη δερμάτινη ζώνη του. Ήταν λερωμένος μ’ αίμα, όπως κι η ποδιά, το σφυρί, το πριόνι του. «Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, είμαι αναγκασμένος να σε σκοτώσω». Ο Κάουφμαν σήκωσε το μαχαίρι. Έδειχνε αναποτελεσματικό και μικροσκοπικό μπρος στην εξάρτυση του Χασάπη.
 -«’Αει γαμήσου», έφτυσε ο Κάουφμαν τις λέξεις. Ο Μαχόγκανι χαμογέλασε με τα καμώματα του ανθρωπάκου.
 -«Δεν έπρεπε να τα δεις αυτά, δεν είναι για τα μάτια σου», είπε, πλησιάζοντας ένα ακόμη βήμα τον Κάουφμαν. «Είναι μυστικά».
   “Α, ώστε έτσι, το τέρας ακούει φωνές“, σκέφτηκε ο Κάουφμαν. “Τώρα κάτι εξηγείται“.
 -«’Αει γαμήσου», επανέλαβε. Ο Χασάπης συνοφρυώθηκε. Τον εκνεύριζε η αδιαφορία του ασήμαντου αυτού τύπου για τη δουλειά και την υπόληψή του.
 -«Όλοι πεθαίνουμε κάποτε», του εξήγησε. «Θα ‘πρεπε να είσαι ευχαριστημένος. Δε θα καταλήξεις στο χώμα όπως οι περισσότεροι. Θα γίνεις τροφή για τους πατέρες». Η μοναδική απάντηση του Κάουφμαν ήταν ένα χαμόγελο. Δεν τον τρόμαζε πια αυτός ο χοντρός, άχαρος φονιάς. Ο Χασάπης ξεθηλύκωσε το μπαλτά από τη ζώνη και τον ανέμισε πάνω από το κεφάλι του. «Ένας βρωμοεβραίος σαν του λόγου σου», είπε, «θα ‘πρεπε να μ’ ευγνωμονεί. Σε τελευταία ανάλυση, τι παραπάνω ελπίζεις να γίνεις εκτός από κρέας
     Χωρίς προειδοποίηση, ο Χασάπης χτύπησε. Ο μπαλτάς έσκισε τον αέρα, όμως ο Κάουφμαν πρόλαβε να τραβηχτεί. H λεπίδα πέρασε ξυστά από δίπλα του και καρφώθηκε στη γάμπα του Πορτορικάνου. Το πόδι κόπηκε σχεδόν στα δύο και το βάρος του κορμιού άνοιξε κι άλλο τη πληγή. Η σάρκα του μηρού έμοιαζε με φιλέτο πρώτης διαλογής, ζουμερό κι ορεκτικό. Ο Χασάπης έτρεξε να τραβήξει τον μπαλτά από το τραύμα κι ο Κάουφμαν διάλεξε κείνη τη στιγμή για να επιτεθεί. Το στιλέτο προοριζόταν για το μάτι του Χασάπη, αλλά, εξαιτίας λανθασμένου υπολογισμού, βυθίστηκε λίγο παρακάτω, στο λαιμό του. Τον διαπέρασε ολόκληρο και βγήκε, πασαλειμμένο αίματα, από την άλλη πλευρά. Πέρα για πέρα. Μ’ ένα μόνο χτύπημα. Πέρα για πέρα.
     Ο Μαχόγκανι ένιωσε να τον πνίγει το μαχαίρι, σα να του είχε σφηνωθεί στο λαρύγγι κοκαλάκι κότας. Έβγαλε ένα γελοίο, δισταχτικό ήχο πού θύμιζε βηχαλάκι. Το αίμα ξεπήδησε από τα χείλη του, βάφοντάς τα κόκκινα, σαν κραγιόν σε γυναικείο στόμα. Ο μπαλτάς έπεσε με κρότο στο πάτωμα.
     Ο Κάουφμαν τράβηξε το μαχαίρι. Οι δύο πληγές ανάβλυζαν αίμα.
     Ο Μαχόγκανι σωριάστηκε στα γόνατα, κοιτώντας το όπλο που τον είχε σκοτώσει. Ο ανθρωπάκος τον παρακολουθούσε ανέκφραστος. Κάτι έλεγε, μα τ’ αυτιά του Μαχόγκανι ήταν, θαρρείς, βυθισμένα σε νερό. Δεν άκουγε.
     Ξαφνικά ο Μαχόγκανι τυφλώθηκε. Κατάλαβε, με μια τρυφερή νοσταλγία για τις αισθήσεις του, πως ούτε θ’ άκουγε ούτε θα έβλεπε ξανά. Αυτός ήταν λοιπόν ο θάνατος. Τα χέρια του όμως αισθάνονταν ακόμη την υφή του πανταλονιού του, τις ζεστές κηλίδες στο δέρμα του. Η ζωή του παρέπαιε στο χείλος της αβύσσου όσο τα δάχτυλά του κρατιόνταν από μια τελευταία αίσθηση, κατόπιν το σώμα του κατέρρευσε και τα χέρια, η ζωή, το ιερό καθήκον τσακίστηκαν κάτω από το βάρος της γκρίζας σάρκας.
     Ο Χασάπης είχε πεθάνει.
     Ο Κάουφμαν γέμισε με μπαγιάτικο αέρα τους πνεύμονές του, αρπάχτηκε από μια χειρολαβή να στηριχτεί. Τα δάκρυα θόλωσαν τη φρίκη μπροστά του. Πέρασε ώρα, δεν ήξερε πόση, είχε χαθεί σ’ ένα όνειρο θριάμβου.
     Και τότε το τραίνο άρχισε να κόβει ταχύτητα. Ένιωσε κι άκουσε το φρενάρισμα. Τα κρεμασμένα κορμιά τινάχτηκαν προς τα μπρος καθώς ο συρμός σταματούσε, με τους τροχούς να στριγκλίζουν σε ράγες που ίδρωναν βλέννα.
     Μια ακατανίκητη περιέργεια κυρίευσε τον Κάουφμαν. Θα έμπαιναν άραγε τώρα στο υπόγειο σφαγείο του Χασάπη, το διακοσμημένο με τα κρέατα που είχε συσσωρεύσει στη λαμπρή του σταδιοδρομία; Κι ο γελαστός οδηγός, που με τόση απάθεια αντιμετώπιζε το μακελειό, Τι θα ‘κανε μόλις σταματούσε το τραίνο; Ακαδημαϊκές ερωτήσεις, απορίες δίχως νόημα. Μπορούσε πια ν’ αντιμετωπίσει τα πάντα. Περιμένετε και θα δείτε. Τα μεγάφωνα έτριξαν. Η φωνή του οδηγού.
 -«Φτάσαμε, δικέ μου. Πάρε θέση, γρήγορα». Πάρε θέση; Τι ήταν πάλι αυτό; Το τραίνο προχωρούσε τώρα αργά, σα σαλιγκάρι. Γύρω σκοτάδι, πηχτό σκοτάδι. Τα φώτα τρεμούλιασαν, κατόπιν έσβησαν. Τούτη τη φορά δεν ξανάναψαν. Ο Κάουφμαν βρέθηκε στο έρεβος. «Αναχώρηση σε μισή ώρα», ανακοίνωσε το μεγάφωνο, σα να ενημέρωνε το κοινό για κανονικό δρομολόγιο. Το τραίνο σταμάτησε. Ο ήχος των τροχών στις ράγες, η ορμητική κίνηση, όλα απουσίαζαν. Το μόνο που άκουγε ήταν το βούισμα των μεγαφώνων. Δεν έβλεπε τίποτα.
     Και μετά ένα σφύριγμα. Οι πόρτες άνοιγαν. Μια μυρωδιά γλίστρησε στο βαγόνι, μια μυρωδιά τόσο καυστική που ο Κάουφμαν έφερε το χέρι στο πρόσωπο για να προφυλαχτεί. Στεκόταν στη σιωπή, με την παλάμη στο στόμα, για ένα διάστημα που του φάνηκε ζωή ολόκληρη. Σαν τους τρεις πίθηκους της ιστορίας, επαναλάμβανε μέσα του: Δε βλέπω τίποτα. Δεν ακούω τίποτα. Δε λεω τίποτα.
     Και τότε μια αχνή λάμψη φώτισε το παράθυρο. Στην αρχή φάνηκε μόνο το περίγραμμα της πόρτας, μα το φως πήρε σιγά σιγά να δυναμώνει. Σύντομα ο Κάουφμαν μπόρεσε να διακρίνει το πτώμα του Χασάπη στα πόδια του, τα κομμάτια κρέας που κρέμονταν ολόγυρα. Κι ακόμη, ακουγόταν ένας ψίθυρος στο σκοτάδι έξω από το τραίνο, ψιλοί, αδύναμοι θόρυβοι, σα φωνές σκαθαριών. Στο τούνελ υπήρχαν άνθρωποι, ανθρώπινα όντα, που πλησίαζαν με κόπο, σέρνοντας τα πόδια τους, το τραίνο. Ο Κάουφμαν ξεχώριζε τώρα τις σιλουέτες τους. Μερικοί βαστούσαν πυρσούς που έδιναν ένα πεθαμένο, καφετί φως. Ίσως τα βήματά τους στην υγρή γη έβγαζαν αυτόν τον ήχο, ίσως οι γλώσσες που πλατάγιζαν στα στόματά τους, πιθανόν και τα δύο.
     Ο Κάουφμαν δεν ήταν πια τόσο αφελής όσο μια ώρα πριν. Μπορούσε να υπάρχει αμφιβολία για τις προθέσεις αυτών των πλασμάτων που, μέσα από τη μαυρίλα, πλησίαζαν το τραίνο; O Χασάπης είχε σκοτώσει τον άντρα και τις γυναίκες για να εφοδιάσει με κρέας τούτους τους κανίβαλους που έρχονταν τώρα, σαν επιβάτες αμαξοστοιχίας, να δειπνήσουν στο βαγκόν ρεστωράν.
     Μάζεψε από κάτω τον μπαλτά του Χασάπη. O θόρυβος όλο και δυνάμωνε. Τραβήχτηκε από τις ανοιχτές πόρτες του βαγονιού μόνο για ν’ ανακαλύψει πως ήταν ανοιχτές κι οι θύρες πίσω του, πως ερχόταν κι από κει το εφιαλτικό μουρμουρητό που σήμαινε ότι το πλήθος πλησίαζε.
     Ζάρωσε σε μία από τις θέσεις και ετοιμαζόταν να κρυφτεί κάτω από το κάθισμα όταν ένα χέρι, λιπόσαρκο σε βαθμό διαφάνειας, χώθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από πάνω του. Όχι ότι τον είχε παγώσει ο τρόμος όπως προηγουμένως, στο παράθυρο. Τώρα ήθελε απλά να δει. Το πλάσμα μπήκε στο βαγόνι. Οι πυρσοί από πίσω σκίαζαν το πρόσωπό του, αλλά η σιλουέτα του φαινόταν καθαρά.
     Κι, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, δεν είχε τίποτα το αξιοπερίεργο. Διέθετε δύο πόδια και δύο χέρια όπως ο Κάουφμαν, το σχήμα του κεφαλιού του έδειχνε κανονικό. Ο κορμός του ήταν μικρός κι η προσπάθεια ν’ ανεβεί στο βαγόνι τού είχε κόψει την ανάσα. Θύμιζε περισσότερο ανήμπορο γερόντιο παρά επικίνδυνο ψυχωτικό, οι γενιές φανταστικών κανιβάλων της λογοτεχνίας δεν τον είχαν προετοιμάσει για το θλιβερό θέαμα μπροστά του.
     Πίσω του, παρόμοιες φιγούρες ξεπρόβαλλαν από το σκοτάδι και πάσχιζαν ν’ ανεβούν στο τραίνο. Έμπαιναν απ’ όλες τις πόρτες. Ήτανε παγιδευμένος. Ζύγισε τον μπαλτά στο χέρι του, έτοιμος ν’ αρχίσει τη μάχη μ’ αυτά τα πανάρχαια τέρατα. Κάποιος πυρσός φώτισε τα μούτρα των αρχηγών.
     Δεν είχαν τρίχα στα κεφάλια τους. Η κουρασμένη σάρκα των προσώπων τους ήταν τόσο τεντωμένη στο κρανίο που λαμποκοπούσε σα φανάρι. Υπήρχαν ίχνη αποσύνθεσης κι αρρώστιας στο δέρμα τους και σε μεριές-μεριές οι μυς είχαν καταντήσει μαύρο πύο, αφήνοντας ακάλυπτα τα οστά τους. Μερικοί ήταν ολόγυμνοι σα μωρά. Το φύλο μόλις και διακρινόταν στα σαθρά, συφιλιδικά κορμιά τους. Ό,τι κάποτε ήταν στήθη, κρέμονταν τώρα σαν πέτσινες σακούλες, πέη κι όρχεις είχανε ζαρώσει σε σημείο ανυπαρξίας σχεδόν.
     Χειρότεροι κι από τους γυμνούς ήταν όσοι φορούσαν ρούχα. Ο Κάουφμαν διαπίστωσε πολύ γρήγορα ότι τα σάπια κουρέλια γύρω από τους ώμους ή δεμένα πρόχειρα στη μέση τους ήταν φτιαγμένα από ανθρώπινο δέρμα. Όχι ένα, αλλά μια ντουζίνα ή περισσότερα ήταν ριγμένα το ένα πάνω στο άλλο, σαν άθλια τρόπαια. Οι αρχηγοί τούτης της γκροτέσκας συνάθροισης είχαν φτάσει πια στα πτώματα και τα καχεκτικά τους χέρια άγγιζαν κομμάτια κρέας, χάιδευαν την ξυρισμένη σάρκα με τρόπο που μαρτυρούσε αισθησιακή απόλαυση. Γλώσσες κρέμονταν από τα στόματα, σάλια περιέχυναν τα νεκρά κορμιά. Τα μάτια των τεράτων στριφογύριζαν στις κόγχες από πείνα και διέγερση.
     Κάποια στιγμή ένα τους είδε τον Κάουφμαν. Τα μάτια έπαψαν να παίζουν και καρφώθηκαν πάνω του. Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση απορίας, παρωδία της έκπληξης.
 -«Εσύ», είπε. Η φωνή ήταν τόσο μαραμένη όσο και τα χείλη απ’ όπου έβγαινε. Ο Κάουφμαν σήκωσε τον μπαλτά, υπολογίζοντας τις πιθανότητες. Ήταν περίπου τριάντα στο βαγόνι και πολλοί περισσότεροι έξω. Όμως φαίνονταν τόσο αδύναμοι και δεν είχαν άλλα όπλα από τη σάρκα και τα κόκαλα τους. Το τέρας μίλησε πάλι, η φωνή του, από τη στιγμή που τη βρήκε, αρμονική, φωνή ανθρώπου που είχε κάποτε υπάρξει γοητευτικός, πνευματώδης, καλλιεργημένος: «Κυνήγησες τον άλλον, έτσι δεν είναι»; Κοίταξε το πτώμα του Μαχόγκανι. Ήταν σαφές πως είχε κατανοήσει πλήρως την κατάσταση. «Έτσι κι αλλιώς είχε γεράσει», συνέχισε, γυρνώντας πάλι τα άψυχα μάτια του στον Κάουφμαν. Τονε περιεργαζότανε προσεχτικά.
 -«’Αει γαμήσου», είπε ο Κάουφμαν. Το πλάσμα προσπάθησε να χαμογελάσει, μα είχε σχεδόν ξεχάσει τον τρόπο και το αποτέλεσμα ήταν ένας μορφασμός που αποκάλυψε δόντια μυτερά και κοφτερά σαν ξυράφια.
 -«Τώρα πρέπει να πάρεις εσύ τη θέση του», πρόφερε μέσα από το διαστροφικό χαμόγελο. «Δε ζούμε χωρίς τροφή». Το χέρι του χάϊδεψε τον γλουτό του κοντινότερου πτώματος, ψηλαφώντας την τρυφερή σάρκα. «Το σιχαίνομαι όσο κι εσύ», δήλωσε το πλάσμα. «Αλλά αν δε φάμε τέτοιο κρέας, θα πεθάνουμε. Δε μ’ αρέσει καθόλου, στ’ ορκίζομαι. Δεν μπόρεσα ποτέ να συνηθίσω τη γεύση». Παρόλα αυτά, τα σάλια του έτρεχαν. Ο Κάουφμαν κατόρθωσε επιτέλους να μιλήσει. Η φωνή του ακούστηκε σιγανή, περισσότερο απορημένη παρά τρομαγμένη.
 -«Τί είστε;» Θυμήθηκε τα λόγια του μουσάτου στην καφετέρια. «Δημιουργηθήκατε κατά λάθος; Βγήκατε από πειράματα που πήγαν στραβά»;
 -«Είμαστε οι Πατέρες Της Πόλης», είπε το πράγμα. «Και μάνες και θυγατέρες και γιοι. Οι κατασκευαστές, οι νομοθέτες. Εμείς τη φτιάξαμε».
 -«Τη Νέα Υόρκη; Το “Παλάτι Των Απολαύσεων“»;
 -«Πριν γεννηθείς, πριν γεννηθεί οποιοσδήποτε ζωντανός». Καθώς μιλούσε, τα νύχια του πλάσματος ψαχούλευαν το δέρμα του ξεκοιλιασμένου πτώματος, αφαιρώντας τη λεπτή ελαστική στρώση από τη γευστική πηχτή. Πίσω από τον Κάουφμαν, τα άλλα πλάσματα είχαν αρχίσει να ξεκρεμούν τα πτώματα από τις χειρολαβές, τα χέρια τους απασχολημένα με τον ίδιο τρόπο. «Θα μας φέρει κι άλλους», είπε ο πατέρας. «Περισσότερο κρέας. Ο προηγούμενος ήταν λιπόψυχος».
 -«Εγώ;» ψέλλισε άναυδος ο Κάουφμαν. «Εγώ να σας ταΐζω; Ποιός νομίζετε πως είμαι»;
 -«Θα το κάνεις για μας και για κείνους που είναι πιο ηλικιωμένοι από μας. Για όσους υπήρχαν πριν γεννηθεί καν η ιδέα της πόλης, τότε που η Αμερική ήταν ακόμη έρημος και δάση». Το σκελετωμένο χέρι έδειξε πέρα από το τραίνο. Το βλέμμα του Κάουφμαν ακολούθησε το δάχτυλο στο μισοσκόταδο. Ήταν και κάτι άλλο εκεί έξω, κάτι που δεν είχε προσέξει πριν, μεγαλύτερο από οτιδήποτε ανθρώπινο. Τα πλάσματα τραβήχτηκαν για να περάσει ο Κάουφμαν και να εξετάσει από κοντά την παρουσία, όποια κι αν ήταν, μα τα πόδια του δεν έλεγαν να σαλέψουν. «Πήγαινε», είπε ο Πατέρας.
     Ο Κάουφμαν συλλογίστηκε την πόλη που αγαπούσε. Ήταν στ’ αλήθεια τούτοι δω οι προύχοντες, οι φιλόσοφοι, οι δημιουργοί της; ‘Έπρεπε να το πιστέψει. Ίσως υπήρχαν άνθρωποι στην επιφάνεια -γραφειοκράτες, πολιτικοί, αρχές κάθε είδους- που γνώριζαν αυτό το τρομερό μυστικό και που οι ζωές τους ήταν αφιερωμένες στη συντήρηση τούτων των εξαμβλωμάτων, που τους πρόσφεραν ανθρώπινες σάρκες όπως οι άγριοι θυσίαζαν σφάγια στους θεούς. Υπήρχε κάτι το φριχτά οικείο στην τελετουργία. Κάτι θύμιζε στον Κάουφμαν, όχι στο συνειδητό νου του, αλλά στο βαθύτερο, γεροντότερο εαυτό του. Τα πόδια του, μην υπακούοντας πια στο μυαλό αλλά στο λατρευτικό ένστικτό του, κινήθηκαν. Διέσχισε το διάδρομο των πτωμάτων και βγήκε από το τραίνο.
     Οι πυρσοί μόλις και φώτιζαν το απέραντο σκοτάδι έξω. H ατμόσφαιρα έμοιαζε συμπαγής, έτσι να έκανες το χέρι σου θα την άγγιζες, τόσο έντονη ήταν η οσμή του αρχαίου χώματος. Αλλά ο Κάουφμαν δε μύριζε τίποτα. Βάδιζε με σκυφτό το κεφάλι, προσπαθώντας απεγνωσμένα να μην ξαναχάσει τις αισθήσεις του. Ήταν εκεί ο πρόδρομος των ανθρώπων. Ο αρχέγονος Αμερικάνος που όριζε τούτο τον τόπο πριν από τους Πασαμακόντι ή τους Τσεγιέν. Τα μάτια του -αν είχε μάτια- ήταν στυλωμένα πάνω του. Ο Κάουφμαν έτρεμε σύγκορμος. Τα δόντια του χτυπούσαν. ‘Ακουγε τους θορύβους του οργανισμού του: τριξίματα, θροΐσματα, αναφιλητά.
     Το ον σάλεψε στο σκοτάδι. Ο ήχος της κίνησής του προκαλούσε δέος. Σα να ανακαθόταν βουνό. Το πρόσωπο του Κάουφμαν είχε υψωθεί προς το μέρος του και, χωρίς να σκέφτεται τι κάνει ή γιατί, γονάτισε μέσα στα σκατά μπροστά στον Πατέρα Των Πατέρων. Η κάθε ημέρα της ζωής του οδηγούσε σ’ αυτή τη νύχτα, το κάθε λεπτό βιαζόταν να φτάσει σ’ αυτή την αβέβαιη στιγμή του ιερού τρόμου. Αν σ’ αυτόν το λάκκο υπήρχε αρκετό φως, που θα του επέτρεπε να δει το σύνολο, ίσως η μικρούλα καρδιά του να έσπαγε. Ήδη φτερούγιζε μπροστά στο θέαμα. Ήταν ένας γίγαντας. Δίχως κεφάλι ή μέλη. Χωρίς ένα χαρακτηριστικό ανάλογο με τα ανθρώπινα, χωρίς όργανα, χωρίς αισθήσεις. Αν έμοιαζε με κάτι αυτό ήταν κοπάδι ψαριών. Χιλιάδες ρύγχη που σάλευαν μπουμπουκιάζοντας, ανθίζοντας και μαραζώνοντας ταυτόχρονα. Ιρίδιζε, σα φίλντισι, μα στιγμές-στιγμές τα χρώματα βάθαιναν τόσο που ο Κάουφμαν δεν ήξερε να τ’ αναγνωρίσει.
    Αυτά μόνο μπόρεσε να δει κι ήταν πιο πολλά απ’ όσα ήθελε. yπήρχαν περισσότερα στο σκοτάδι, πράγματα που αναριγούσαν και πετάριζαν. Αλλά δεν άντεχε να κοιτάξει άλλο. Καθώς πήγαινε να στρέψει το βλέμμα, μια μπάλα πετάχτηκε από το τραίνο κι ήρθε να σταθεί μπροστά στον Πατέρα. Στην αρχή τουλάχιστον την πέρασε για μπάλα, μέχρι που την κοίταξε πιο προσεχτικά και ανακάλυψε πως ήταν ανθρώπινο κεφάλι, το κεφάλι του Χασάπη. Γυάλιζε καταματωμένο καθώς κειτόταν μπροστά στον Κύριό του. Ο Κάουφμαν ξεκίνησε, κοιτώντας αλλού, να επιστρέψει στο τραίνο. Του φαινόταν πως όλο του το κορμί έκλαιγε εκτός από τα μάτια. Έκαιγαν από το θέαμα πίσω του, εξάτμιζαν τα δάκρυα.
     Μέσα, τα πλάσματα είχαν ήδη αρχίσει το δείπνο. Ένα τους προσπαθούσε να βγάλει το μάτι μιας γυναίκας από την κόγχη του. Κάποιο άλλο μασουλούσε ένα χέρι. Στα πόδια του Κάουφμαν πλάγιαζε το ακέφαλο πτώμα του Χασάπη, αιμορραγώντας ακόμη από τις δαγκωματιές στο λαιμό του. Ο Πατέρας που είχε μιλήσει πρωτύτερα στάθηκε μπροστά στον Κάουφμαν.
 -«Θα μας υπηρετήσεις;» ρώτησε μαλακά, μειλίχια, όπως θα ζητούσε κανείς από μια αγελάδα να τον ακολουθήσει. Ο Κάουφμαν κοιτούσε το μπαλτά, το έμβλημα του λειτουργήματος του Χασάπη. Τα πλάσματα εγκατέλειπαν σιγά-σιγά το τραίνο, σέρνοντας ξοπίσω τους τα μισοφαγωμένα κουφάρια. Και καθώς έπαιρναν τους πυρσούς μαζί τους, το σκοτάδι τύλιγε πάλι το βαγόνι. Μα πριν εξαφανιστούν τελείως τα φώτα, ο πατέρας άρπαξε ξαφνικά το κεφάλι του Κάουφμαν, έσφιξε το πρόσωπο ανάμεσα στις παλάμες του και τον ανάγκασε να στραφεί και να κοιτάξει το είδωλό του στο λερό τζάμι. Παρά το μισοσκόταδο και το θαμπό γυαλί, ο Κάουφμαν μπόρεσε να δει πόσο αλλαγμένος ήταν. Πιο άσπρος κι από πανί, βουτηγμένος ολόκληρος σε κιτρινωπά υγρά και αίματα. Το χέρι του Πατέρα κρατούσε ακόμη το πρόσωπο του Κάουφμαν, έχωσε το δείκτη του μέσα στο στόμα, ως κάτω στον οισοφάγο, με το νύχι να του γρατζουνάει το λαρύγγι. Ο Κάουφμαν κόντεψε να ξεράσει, μα δεν είχε πια κουράγιο να αποκρούσει την επίθεση. «Υπηρέτησε», είπεν επίσημα το πλάσμα. «Εν σιγή».
     Ο Κάουφμαν κατάλαβε τις προθέσεις του τέρατος, μα ήταν αργά πια. Ένιωσε τα δάχτυλα να του αρπάζουν τη γλώσσα και να του την τραβούν από τη ρίζα. Ο Κάουφμαν, κλονισμένος, άφησε να του πέσει ο μπαλτάς. Προσπάθησε να ουρλιάξει, αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Αίμα πλημμύρισε το λαρύγγι του, άκουσε τη σάρκα του να σκίζεται, φριχτοί πόνοι συντάραξαν το κορμί του. Και τότε το χέρι βγήκε από το στόμα του και τ’ άλικα, περιχυμένα με αίμα δάχτυλα ανέμισαν μπροστά στα μάτια του την ίδια του τη γλώσσα. Ο Κάουφμαν έμεινε άλαλος.
 -«Υπηρέτησε», πρόσταξε ο πατέρας και, χώνοντας τη γλώσσα στο δικό του στόμα, βάλθηκε να τη μασάει με φανερή ευχαρίστηση. Ο Κάουφμαν σωριάστηκε χάμω και ξέρασε ό,τι είχε απομείνει από το σάντουιτς του. Ο Πατέρας χανόταν ήδη στο σκοτάδι, οι υπόλοιποι είχαν εξαφανιστεί στους υπόγειους λαβύρινθους για μια ακόμη νύχτα. Το μεγάφωνο ξερόβηξε.
 -«Πάμε σπίτι», ανακοίνωσε ο οδηγός. Οι πόρτες έκλεισαν, ο θόρυβος των μηχανών διαπέρασε το τραίνο. Τα φώτα άναψαν, έσβησαν, άναψαν πάλι. Ο συρμός άρχισε να κινείται. Ο Κάουφμαν κειτόταν στο πάτωμα, με τα δάκρυα να κυλούν ποτάμι στο πρόσωπό του, δάκρυα συντριβής και παραίτησης. Θα έμενε πλαγιασμένος εκεί, αποφάσισε, μέχρι να πεθάνει από την αιμορραγία. Δεν τον ένοιαζε πια για τίποτα, δε φοβόταν το θάνατο. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν κόσμος αυτός, σκέτη βρωμιά ήταν.
     Τον ξύπνησε ο οδηγός. Ανοιξε τα μάτια του. Το πρόσωπο που έσκυβε από πάνω του ήταν μαύρο, κι όχι εχθρικό. Χαμογελούσε. Ο Κάουφμαν προσπάθησε να μιλήσει, μα το στόμα του ήταν σφραγισμένο με ξεραμένο αίμα. Ταρακούνησε το κεφάλι του σα μωρό που προσπαθεί να φτύσει λέξεις. Δε βγήκαν παρά μόνο μουγκρητά.
     Δεν είχε πεθάνει. Ζούσε ακόμη. Ο οδηγός τον πήρε στα γόνατά του, μιλώντας του σα σε τρίχρονο παιδάκι.
 -«Σπουδαία δουλειά βρήκες, φιλαράκο. Είναι ενθουσιασμένοι μαζί σου». Ο οδηγός έγλειψε τα δάχτυλά του κι έτριψε τα πρησμένα χείλη του Κάουφμαν, προσπαθώντας να τα χωρίσει. «Έχεις πολλά να μάθεις μέχρι αύριο το βράδυ.» Πολλά να μάθει. Πολλά να μάθει. Βοήθησε τον Κάουφμαν να κατέβει από το τραίνο. Βρίσκονταν σ’ ένα σταθμό που δεν είχε ξαναδεί. Παντού κατάλευκα πλακάκια, πεντακάθαρα, καμιά επιγραφή δε λέρωνε τους τοίχους. Δεν υπήρχαν γκισέ εισιτηρίων, μα ούτε είσοδοι ούτε επιβάτες. Τούτη ήταν η γραμμή που εξυπηρετούσε μόνο ένα τραίνο: την Κρεοφόρο του Μεσονυχτίου. Οι καθαριστές της πρωινής βάρδιας ξέπλεναν το αίμα από τα καθίσματα και το πάτωμα των βαγονιών. Κάποιος έγδυνε το πτώμα του Χασάπη, ετοιμάζοντάς το για την αποστολή στο Νιου Τζέρσεϊ. Ένα σωρό κόσμος δούλευε γύρω από τον Κάουφμαν. Μια βροχούλα πρωινού φωτός έπεφτε από το καφασωτό της οροφής του σταθμού. Μόρια σκόνης στροβιλίζονταν στα δοκάρια. Ο Κάουφμαν παρακολουθούσε, μαγεμένος. Είχε να δει τέτοια ομορφιά από τότε που ήταν παιδί. Υπέροχη σκόνη. Πολύχρωμη, εξαίσια σκόνη.
     Ο οδηγός είχε κατορθώσει να ξεκολλήσει τα χείλη του Κάουφμαν. Το στόμα του ήταν καταπληγωμένο, μα τουλάχιστον μπορούσε να αναπνέει πιο εύκολα. Και ο πόνος είχε ήδη αρχίσει να υποχωρεί. Ο οδηγός του χαμογέλασε, κατόπιν στράφηκε στο συνεργείο.
 -«Να σας συστήσω τον αντικαταστάτη του Μαχόγκανι. Τον καινούριο μας Χασάπη», ανακοίνωσε. Όλοι γύρισαν να κοιτάξουν τον Κάουφμαν. Τα πρόσωπά τους έδειχναν σεβασμό, πράγμα που εκείνος έβρισκε ελκυστικό. Ο Κάουφμαν κοίταξε τη λιακάδα που τώρα τον έλουζε από παντού. Τίναξε το κεφάλι προς τα πάνω, δίνοντάς τους να καταλάβουν πως ήθελε να βγει έξω, στον καθαρό αέρα. Ο οδηγός ένευσε καταφατικά τον οδήγησε σε μια απότομη σκάλα, τον βοήθησε ν’ ανέβει, τον έβγαλε από ένα αδιέξοδο δρομάκι στο πεζοδρόμιο.
     Ήταν μια πανέμορφη μέρα. Στον καταγάλανο ουρανό ταξίδευαν αχνορόδινα σύννεφα, ο αέρας μύριζε πρωί. Οι λεωφόροι ήταν έρημες. Κάπου μακριά ένα ταξί διέσχισε μια διασταύρωση, ο θόρυβος της μηχανής του ένας ψίθυρος κάποιος δρομέας ίδρωνε στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
     Όπου να είναι τα ίδια έρημα πεζοδρόμια θα γέμιζαν κόσμο. Η πόλη θα πήγαινε στη δουλειά της, ανυποψίαστη, ανίδεη: χωρίς να ξέρει πάνω σε τι είχε κτιστεί ή σε τι χρωστούσε τη ζωή της. Χωρίς δισταγμό, ο Κάουφμαν έπεσε στα γόνατα και φίλησε το βρώμικο τσιμέντο με τα ματωμένα του χείλη, ενώ ορκιζόταν σιωπηλά την αιώνια αφοσίωσή του στη συνέχισή της.
     Το “Παλάτι Tων Απολαύσεων” αποδέχτηκε τη λατρευτική του εκδήλωση δίχως σχόλια.

____________________________________
Clive Barker
The Midnight Meat Train” (1986)
Μτφρ.: Χρύσα Τσαλικίδου
 ——————————-

                           Στους Λόφους, Οι Πόλεις…

     Μέχρι τη πρώτη βδομάδα του ταξιδιού τους στη Γιουγκοσλαβία, ο Μικ δεν είχε καταλάβει τον πολιτικό φανατισμό που διέπνεε τον εραστή που ‘χε διαλέξει: Φυσικά, τον είχανε προειδοποιήσει. Μια από τις αδελφές στα Λουτρά του ‘χε πει πως ο Τζουντ ήτανε δεξιότερα του Αττίλα, αλλά ο τύπος ήταν ένας από τους πρώην εραστές του κι ο Μικ είχε συμπεράνει πως η κακεντρεχής αυτή κριτική είχε γίνει από προσωπική εμπάθεια πιότερο, παρά από αντικειμενική κρίση.
     Έπρεπε να τον είχε ακούσει. Γιατί τότε δε θα βρισκότανε στο Φολκσβάγκεν, πού ξαφνικά έμοιαζε μικρό σα φέρετρο, να ταξιδεύει σε δρόμο χωρίς τέλος και ν’ ακούει τις απόψεις του Τζουντ πάνω στον σοβιετικό επεκτατισμό. Θεέ μου, ήτανε τρομερά βαρετό. Ο Τζουντ δε συζητούσε, έβγαζε λόγο κι ατέρμονα μάλιστα. Στην Ιταλία το κήρυγμα, αφορούσε τον τρόπο που οι Κομμουνιστές είχαν εκμεταλλευθεί τη ψήφο των αγροτών. Τώρα, στη Γιουγκοσλαβία, ο Τζουντ είχε πάρει πολύ ζεστά το θέμα κι ο Μικ ήταν έτοιμος ν’ αρπάξει ένα σφυρί και να του σπάσει το δογματικό του κεφάλι.
     Δε διαφωνούσε μ’ όλα όσα έλεγε ο Τζουντ. Μερικά από τα επιχειρήματά του, τουλάχιστον αυτά πού καταλάβαινε, ήταν αρκετά λογικά. ‘Όμως, τι ήξερε αυτός; ‘Ήτανε δάσκαλος χορού. Ο Τζουντ ήταν δημοσιογράφος κι εξ επαγγέλματος πρόβαλλε τον εαυτό του σαν αυθεντία.
     Όπως κι οι περισσότεροι δημοσιογράφοι που ‘χε γνωρίσει ο Μικ. Θεωρούσε πως έπρεπε να ‘χει άποψη επί παντός επιστητού κι ιδιαίτερα στη πολιτική. Η πολιτική ήταν η ιδανική γούρνα για τσαλαβούτημα. Μπορείς να χώσεις, σαν το γουρούνι τη μουσούδα σου, τα μάτια, το κεφάλι σου, τις οπλές σου μέσα στη λάσπη και να περνάς πολύ διασκεδαστικά την ώρα σου πλατσουρίζοντας. Ήταν ένα θέμα ανεξάντλητο για όποιον ήθελε να το καταβροχθίσει, μια τροφή πού εμπεριείχε κάτι απ’ όλα, γιατί, σύμφωνα με τον Τζουντ, τα πάντα ήταν πολιτική. Οι τέχνες ήταν πολιτική. Το σεξ ήταν πολιτική. Η θρησκεία, το εμπόριο, η κηπουρική, το φαγητό, το ποτό, το κλάσιμο -όλα ήτανε πολιτική.
     Θεέ μου, ήταν αδιανόητα βαρετό, δολοφονικά και θανατηφόρα βαρετό για τον έρωτα. Κι ακόμα χειρότερα, ο Τζουντ δεν έδειχνε να παρατηρεί την αφόρητη πλήξη του Μικ ή αν την είχε παρατηρήσει, δε τον ενδιέφερε. Συνέχιζεν απλώς να παραληρεί, αναπτύσσοντας όλο και πιο πολύπλοκα επιχειρήματα κι επιμηκύνοντας τις προτάσεις του ανάλογα με τα χιλιόμετρα που διέσχιζαν. Ο Μικ είχε αποφασίσει πως ο Τζουντ δεν ήτανε παρά ένας εγωκεντρικός μπάσταρδος και, μόλις τέλειωνε ο μήνας του μέλιτός τους, θα χώριζε με τον τύπο.
     Μέχρι το ταξίδι τους, αυτή την ατέλειωτη κι άσκοπη περιπλάνηση στα νεκροταφεία του μεσευρωπαϊκού πολιτισμού, ο Τζουντ δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο άσχετος πολιτικά ήταν ο Μικ. Ο τύπος δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για την οικονομική και πολιτική κατάσταση των χωρών που διασχίζανε. Είχε δείξει πλήρη αδιαφορία για τα γεγονότα πού κρύβονταν πίσω από τη κατάσταση στην Ιταλία και χασμουριόταν, -μάλιστα, χασμουριόταν-, όταν προσπάθησε (χωρίς επιτυχία) ν’ ανοίξει συζήτηση για την απειλή που αντιπροσώπευαν οι Ρώσοι για τη παγκόσμια ειρήνη. Έπρεπε να δεχτεί την πικρή αλήθεια: ο Μικ ήταν απλώς αδελφή, δεν υπήρχε άλλη λέξη να τον χαρακτηρίσεις. Εντάξει, ίσως δεν κουνιότανε ναζιάρικα και δε παραφορτωνότανε με κοσμήματα, αλλά παρ’ όλα αυτά ήταν αδελφή και του αρκούσε να περιδιαβαίνει αμέριμνος στον ονειρικό κόσμο των πρώιμων αναγεννησιακών τοιχογραφιών και των γιουγκοσλαβικών εικόνων. Οι πολυπλοκότητες, οι αντιθέσεις, ακόμη κι οι ωδίνες που προκάλεσαν την άνθηση και τη παρακμή αυτών των πολιτισμών, ήταν απλώς κουραστικές γι’ αυτόν. Το μυαλό του ήτανε τόσο ρηχό όσο και το παρουσιαστικό του: ήταν ένα καλοβαλμένο μηδενικό.
     Ωραίος μήνας του μέλιτος, κι αυτός.
     Ο δρόμος που ξεκινούσε νότια από το Βελιγράδι για το Νόβι Παζάρ ήτανε, για τα γιουγκοσλαβικά δεδομένα, αρκετά καλός. Ήτανε σχετικά ευθύς κι οι λακκούβες ήτανε λιγότερες απ’ ό,τι στους άλλους δρόμούς που ‘χανε ταξιδέψει. Η πόλη του Νόβι Παζάρ βρισκόταν στη κοιλάδα του ποταμού Ράσκα, νότια της πόλης που ‘χε πάρει τ’ όνομά της από το ποτάμι. Η περιοχή δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στους τουρίστες. Παρά τον καλό δρόμο, ήταν ακόμη δυσπρόσιτη κι οι ανέσεις που παρείχε δεν ήτανε γι’ απαιτητικά γούστα. ‘Όμως ο Μικ ήταν αποφασισμένος να επισκεφθεί το μοναστήρι της Σοποτσάνης, στα δυτικά της πόλης και μετά από ένα δριμύτατο καβγά η άποψή του επικράτησε.
     Το ταξίδι αποδείχθηκε αδιάφορο. Στις δυο πλευρές του δρόμου οι καλλιεργημένοι αγροί ήτανε ξεροί και γεμάτοι σκόνη. Το καλοκαίρι ήταν ασυνήθιστα ζεστό και πολλά χωριά υπέφεραν από τη ξηρασία. Οι σοδειές δεν είχανε πάει καλά και πολλοί είχαν αναγκαστεί να σφάξουνε τα ζώα τους πρόωρα, για να μη πεθάνούν από τη πείνα. Οι λίγοι άνθρωποι που συναντήσανε στον δρόμο είχαν έκφραση ήττας χαραγμένη στα πρόσωπά τους. Ακόμη και τα παιδιά ήτανε σκυθρωπά, με τα φρύδια τους σουφρωμένα και βαριά σα την αποπνικτική ζέστη που ‘ζωνε τη κοιλάδα.
     Έχοντας εκφράσει ανοιχτά τη γνώμη τους, μετά από τον καβγά στο Βελιγράδι, οδηγούσανε σιωπηλοί τη περισσότερη ώρα όμως ο ίσιος δρόμος, όπως οι περισσότεροι ίσιοι δρόμοι, προσελκύει τη φιλονικία. ‘Όταν η οδήγηση είναι εύκολη, το μυαλό ψάχνει κάτι για ν’ απασχοληθεί. Τι το καλύτερο, λοιπόν, από μια λογομαχία;
-“Γιατί διάολε, θέλεις να πας σ’ αυτό το μοναστήρι;” ρώτησε ο Τζουντ. ‘Ήταν αναμφισβήτητη πρόκληση.
-“Κάναμε όλο αυτόν το δρόμο…” Ο Μικ προσπάθησε να κρατήσει τη κουβέντα σε φιλικό επίπεδο. Δεν είχε διάθεση για καβγά.
-“Θες να δεις κι άλλες γαμημένες Παρθένους;” Προσπαθώντας να διατηρήσει τον τόνο της φωνής του ήρεμο, ο Μικ πήρε τον ταξιδιωτικό οδηγό και διάβασε δυνατά ένα απόσπασμα:
 -“…εκεί, μπορείτε να δείτε και ν’ απολαύσετε κάποια από τα σημαντικότερα έργα της σερβικής ζωγραφικής, συμπεριλαμβανομένου και του πίνακα που από πολλούς κριτικούς θεωρείται το διαχρονικό αριστούργημα της σχολής της ΡάσκαΤη «Κοίμηση Της Παρθένου»”: Σιωπή.
 -“Έχω μπουχτίσει με τις εκκλησίες“.
-“Πρόκειται γι’ αριστούργημα“.
-“Σύμφωνα μ’ αυτό το καταραμένο βιβλίο, όλα είναι αριστουργήματα“. Ο Μικ άρχισε να χάνει τον αυτοέλεγχό του.
-“Δυόμισι ώρες το πολύ-“
-“Σου είπα ότι δε θέλω να δω άλλη εκκλησία, η μυρωδιά τους μ’ αρρωσταίνει. Ξεθυμασμένο λιβάνι, ιδρώτας και ψέματα…”
-“Είναι μια μικρή παράκαμψη, όταν επιστρέψουμε στο δρόμο, μπορείς να μου κάνεις άλλη μια διάλεξη για τις αγροτικές επιχορηγήσεις στο Σαντζάκ“.
-“Απλώς προσπαθώ να κάνω κάποιαν αξιοπρεπή συζήτηση αντί γι’ αυτές τις ατέλειωτες μπούρδες περί γαμημένων σέρβικων αριστουργημάτων-“
-“Σταμάτα το αυτοκίνητο!”
-“Τι“;
-“Σταμάτα το αυτοκίνητο!”
     Ο Τζουντ έβγαλε το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμού. Ο Μικ βγήκε έξω. Ο δρόμος ήταν καυτός, αλλά φυσούσε ένα ελαφρό αεράκι. Πήρε βαθιάν ανάσα και περπάτησε στη μέση του δρόμού. Ήταν έρημος από πεζούς κι αυτοκίνητα και στις δύο του κατευθύνσεις. Τελείως έρημος. Οι λόφοι γύρω από τους αγρούς έμοιαζαν ν’ ανασαλεύουνε μες στη καλοκαιρινή κάψα. Στα χαντάκια, στις άκρες του δρόμου, φύτρωναν άγριες παπαρούνες. Ο Μικ διέσχισε το δρόμο, κάθισε στις φτέρνες κι έκοψε μια. ‘Ακουσε τη πόρτα του Φολκσβάγκεν να κλείνει δυνατά πίσω του.
-“Γιατί σταματήσαμε;” ρώτησε ο Τζουντ. ‘Ήταν εκνευρισμένος, αποζητούσε ακόμη τον καβγά κι έψαχνε αφορμή για να μαλώσουνε. Ο Μικ ανασηκώθηκε παίζοντας με τη παπαρούνα. Το καλοκαίρι ήταν προχωρημένο κι ήταν έτοιμη να σποριάσει. Τα πέταλά της έπεφταν από την ανθοδόχη μόλις τ’ άγγιζε, μικρές κόκκινες πινελιές που κυμάτιζαν στη γκρίζα άσφαλτο.
-“Σου ‘κανα μιαν ερώτηση“, είπε ο Τζουντ.
     Ο Μικ κοίταξε γύρω του. Ο Τζουντ στεκόταν πίσω από το αυτοκίνητο, με τα φρύδια του ζαρωμένα από τον θυμό που φούντωνε. ‘Όμως ήταν όμορφος ω, ναι! το πρόσωπό του έκανε τις γυναίκες να κλαίνε μ’ απελπισία γιατί ήταν ομοφυλόφιλος. Είχε παχύ, μαύρο μουστάκι (άψογα ψαλιδισμένο) και μάτια που μπορούσες να τα κοιτάς για πάντα χωρίς να δεις την ίδια λάμψη μέσα τους δεύτερη φορά. “Για τ’ όνομα του Θεού“, σκέφθηκε ο Μικ, “γιατί ένας τόσον όμορφος άντρας να ‘ναι ένας αναίσθητος μαλάκας“;
     Ο Τζουντ ζύγισε με τον ίδιο περιφρονητικό τρόπο το όμορφο, κατσουφιασμένο αγόρι στην άλλη άκρη του δρόμου. Του ‘ρχότανε να κάνει εμετό βλέποντας τη μικρή παράσταση που ‘δινεν ο μικρός στην άκρη του δρόμου, πως όμως ν’ αναζητήσεις κάθε αξιοπιστία από έναν εικοσιπεντάχρονο νεαρό.
     Ο Μικ άφησε το λουλούδι κι έβγαλε τη μπλούζα από το παντελόνι του. ‘Ένα σφιχτό στομάχι και στη συνέχεια ένα λιγνό κι απαλό στήθος αποκαλύφθηκαν καθώς τη σήκωσε και γδύθηκε από τη μέση και πάνω. ‘Όταν το κεφάλι του εμφανίστηκε ξανά, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, και χαμογελούσε. Ο Τζουντ κοίταξε το κορμί του. Συμμετρικό, όχι πολύ μυώδες. Η ουλή από μια παλιά εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας προεξείχε από το ξεθωριασμένο τζιν του. Μια μικρή χρυσή αλυσίδα που αντανακλούσε το φως του ήλιου φώλιαζε στο λακκάκι του λαιμού του. Χαμογέλασε αυθόρμητα στον Μικ κι ένα είδος ειρήνης αποκαταστάθηκε μεταξύ τους. Ο Μικ ξεκούμπωνε τη ζώνη του.
-“Θέλεις να πηδηχτούμε;” ρώτησε με το χαμόγελο πάντα στα χείλη.
-“Δεν έχει νόημα“, ήρθε η απάντηση, αν και δε προοριζόταν γι’ αυτή την ερώτηση.
-“Και τι έχει“;
-“Δε ταιριάζουμε“.
-“Βάζεις στοίχημα;” Είχε κατεβάσει το φερμουάρ και προχωρούσε στα σιτοχώραφα που πλαισιώνανε τον δρόμο. Ο Τζουντ τον έβλεπε ν’ ανοίγει δρόμο σα θεριστής μέσα στη κυματιστή θάλασσα. Τα στάχια είχανε το ίδιο χρώμα με τη πλάτη του και τον έκρυβαν ανάμεσά τους.
     Ήταν επικίνδυνο να πηδηχτούν έξω, στην ύπαιθρο -εδώ δεν ήτανε Σαν Φρανσίσκο, ούτε καν Χάμπστεντ Χηθ. Ο Τζουντ κοίταξε νευρικά το δρόμο. Ήταν ακόμη άδειος και στις δύο κατευθύνσεις. Κι ο Μικ απομακρυνότανε βαθιά μέσα στους αγρούς, γυρίζοντας κάθε λίγο και λιγάκι, γνέφοντάς του και προσκαλώντας τον σαν κολυμβητής που επέπλεε πάνω σ’ ένα χρυσαφένιο κύμα. Τι διάβολο… δεν υπήρχε ψυχή να τους δει, ψυχή να το μάθει. Μόνο οι λόφοι, υγροί μέσα στην αχλύ της ζέστης, με τις δασωμένες ράχες τους γερμένες στη γη κι ένα χαμένο σκυλί ξαπλωμένο στην άκρη του δρόμου, περιμένοντας κάποιον χαμένο αφέντη.
     Ο Τζουντ ακολούθησε τα χνάρια του Μικ ανάμεσα στα στάρια, ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό του καθώς περπατούσε. Ποντίκια του αγρού έτρεχαν βιαστικά ανάμεσα στα καλάμια, φοβισμένα από τον γίγαντα που τα πλησίαζε και το πόδι του που τράνταζε τη γη. Είδε τον πανικό τους και χαμογέλασε. Δεν είχε πρόθεση να τους κάνει κακό, αλλά δεν ήτανε σε θέση να το γνωρίζουν. Ίσως αφαιρούσε εκατοντάδες ζωές, ποντίκια, σκαθάρια, σκουλήκια, μέχρι να φτάσει στο σημείο που ο Μικ τον περίμενε ξαπλωμένος κι ολόγυμνος πάνω σ’ ένα στρώμα από πατημένα στάχια, χαμογελώντας ακόμη.
     Έκαναν όμορφο έρωτα, όμορφο και παθιασμένο με ίση ευχαρίστηση και για τους δυο. Υπήρχεν ακρίβεια στο πάθος τους, ένιωθαν τη στιγμή που η αβίαστη απόλαυση γινόταν επιτακτική, τη στιγμή που η επιθυμία γινόταν ανάγκη. Δένανε μεταξύ τους, το ένα μέλος γύρω από το άλλο, η μια γλώσσα πάνω στην άλλη, σ’ ένα σφιχτό κόμπο που μόνον ο οργασμός μπορούσε να λύσει. Οι πλάτες τους καψαλίζονταν και γδέρνονταν εναλλακτικά καθώς κυλιόντουσαν αγκαλιασμένοι, ανταλλάσσοντας φιλιά και γλείφοντας ο ένας τον άλλο. Τη στιγμή του παροξυσμού τους, όταν χύνανε μαζί, ακούσανε τον ήχο ενός τρακτέρ που περνούσε, τους άφησε όμως εντελώς αδιάφορους.
     Επέστρεψαν στο Φολκσβάγκεν με τα μαλλιά, τ’ αφτιά, τις κάλτσες, τα δάχτυλά τους γεμάτα από στάχια που ‘χαν αλωνίσει με τα κορμιά τους. Τα χαμόγελά τους είχαν αντικατασταθεί από άνετα γελάκια: η ανακωχή, αν όχι μόνιμη, θα κρατούσε τουλάχιστον για λίγες ώρες.
     Το αυτοκίνητο έβραζε μέσα στη ζέστη και χρειάστηκε ν’ ανοίξουν όλα τα παράθυρα και να περιμένουνε να το δροσίσει λίγο το αεράκι πριν ξεκινήσουνε για το Νόβι Παζάρ. Ήταν τέσσερις η ώρα κι είχανε μιαν ώρα οδήγησης μέχρι να φτάσουν. Όταν μπήκαν στο αυτοκίνητο, ο Μικ είπε:
-“Ας ξεχάσουμε το μοναστήρι, ε;” Ο Τζουντ δεν απάντησεν αμέσως. Και μετά:
-“Έλεγα-“
-“Δε θ’ άντεχα άλλη μια γαμημένη Παρθένα!” Γέλασαν ανάλαφρα μεταξύ τους, φιληθήκανε, γευόμενοι ο ένας τον άλλο και συγχρόνως τον εαυτό τους, ένα μίγμα σάλιου κι αλμυρού σπέρματος.
     Η επόμενη μέρα ήτανε λαμπερή, αλλ’ όχι ιδιαίτερα ζεστή. Το γαλάζιο του ουρανού ήτανε καλυμμένο απ’ ομοιόμορφο στρώμα λευκών νεφών. Ο πρωινός αέρας έφτανε στα ρουθούνια αψύς σαν αιθέρας ή μέντα. Ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ παρακολουθούσε τα περιστέρια στη κεντρική πλατεία του Πόπολατς να ερωτοτροπούνε με τον θάνατο, πηδώντας και φτεροκοπώντας μπροστά από τα σχήματα που κυκλοφορούσαν παντού: άλλα για δουλειές του στρατού, άλλα για καθαρά ιδιωτικές. Επικρατούσεν ατμόσφαιρα νηφάλιας προσμονής, που όμως δεν ήταν ικανή να καταπνίξει την υπερδιέγερση που ‘νιωθε αυτή τη μέρα και που γνώριζε ότι τη μοιραζότανε μ’ όλους τους άντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά του Πόπολατς. Ήταν σίγουρος ότι την ένιωθαν ακόμη και τα περιστέρια. Ίσως γι’ αυτό παίζανε κάτω από τις ρόδες με τόσην επιδεξιότητα, γνωρίζοντας ότι αυτήν ακριβώς τη μέρα τίποτε κακό δε θα μπορούσε να τους συμβεί.
     Κοίταξε πάλι τον ουρανό, τον ίδιο λευκό ουρανό που μελέταγε από την αυγή. Τα σύννεφα ήτανε χαμηλά, πράγμα που δεν ήταν ιδανικό για τους εορτασμούς. Θυμήθηκε μιαν έκφραση, μια αγγλική έκφραση που ‘χεν ακούσει από φίλο: “Με το κεφάλι, του στα σύννεφα“. Αυτό σήμαινε, απ’ ό,τι είχε συμπεράνει, να ζεις ονειροπολώντας, μέσα σ’ ένα λευκό, άπιαστο όνειρο. “Αυτό μόνο“, σκέφτηκε ειρωνικά, “καταλάβαιναν οι δυτικοί από τα σύννεφα, πως συμβόλιζαν τα όνειρα. Δεν ήταν τυχαίο ότι είχαν αποτύχει να βγάλουν κάτι αληθινό απ’ αυτή τη τυχαία έκφραση. Εδώ, σ’ αυτούς τους μυστικούς λόφους, αυτοί θα δημιουργούσαν μια θεαματική πραγματικότητα απ’ αυτές τις επιπόλαιες λέξεις. Μια ζωντανή παροιμία“.
     Με το κεφάλι στα σύννεφα.
     Ήδη η πρώτη ομάδα συγκεντρωνότανε στη πλατεία. Υπήρχαν ένας ή δυο απόντες που ‘ταν άρρωστοι, αλλά οι αναπληρωματικοί τους ήταν έτοιμοι και περιμένανε να πάρουνε τη θέση τους. Με πόσην ανυπομονησία! Τι πλατύ χαμόγελο όταν ένας αναπληρωματικός άκουγε τον αριθμό και το όνομά του ή το όνομά της κι έβγαινε από τη γραμμή για να συμπληρώσει το μέλος που ήδη σχηματιζόταν. Παντού υπήρχε εκπληκτική οργάνωση και συγχρονισμός. Ο καθένας είχε μια δουλειά να κάνει και μια θέση να καταλάβει. Ούτε φωνές ούτε σπρωξίματα: στην πραγματικότητα, η ένταση της φωνής τους δεν υψωνόταν πάνω από έναν ανυπόμονο ψίθυρο. Παρακολουθούσε με θαυμασμό τη διαδικασία της σωστής τοποθέτησης, της ασφάλισης και του δεσίματος να προχωρά.
     Η μέρα επρόκειτο να ‘ναι μεγάλη και κουραστική. Ο Βάσλαβ είχε έρθει στη πλατεία μια ώρα πριν το χάραμα ήπιε καφέ σε πλαστικά, εισαγόμενα κύπελλα, σχολίαζε τα δελτία καιρού που έφταναν κάθε μισάωρο από τη Πρίστινα και τη Μιτρόβιτσα και παρακολουθούσε στον άναστρο ουρανό το γκρίζο φως της αυγής ν’ απλώνεται αργά. Τώρα έπινε τον έκτο καφέ της ημέρας, κι ήταν μόλις επτά η ώρα. Στην απέναντι πλευρά της πλατείας, ο Μέτζινγκερ φαινόταν το ίδιο κουρασμένος κι ανυπόμονος όσο κι αυτός.
     Είχανε δει μαζί το χάραμα, ο Μέτζινγκερ κι αυτός. ‘Όμως τώρα είχανε χωριστεί, ξεχνώντας τη συντροφικότητά τους, και δεν θα μιλούσαν μέχρι να τελειώσει η αναμέτρηση. Στο κάτω-κάτω ο Μέτζινγκερ ήταν από το Ποντούγιεβο. ‘Έπρεπε να υποστηρίξει τη δική του πόλη στην επερχόμενη μάχη. Αύριο θα συζητούσαν τις εμπειρίες τους και θα διηγιόντουσαν τις περιπέτειές τους, αλλά σήμερα έπρεπε να συμπεριφέρονται σαν να ήταν άγνωστοι, να μην ανταλλάξουν ούτε ένα χαμόγελο. Σήμερα έπρεπε να είναι οπαδοί πάνω απ’ όλα, να ενδιαφέρονται μόνο για τη νίκη της πόλης τους πάνω στην αντίπαλό της.
     Τώρα το πρώτο σκέλος του Πόπολατς ανυψωνόταν, προς αμοιβαίαν ικανοποίηση του Μέτζινγκερ και του Βάσλαβ. Οι έλεγχοι ασφαλείας είχανε γίνει προσεκτικά και το σκέλος αποχώρησε από τη πλατεία ρίχνοντας την ογκώδη σκιά του στη πρόσοψη του Δημαρχείου.
     Ο Βάσλαβ ήπιε μια γουλιά από τον πολύ γλυκό καφέ του κι επέτρεψε στον εαυτό του ένα γρύλισμα ικανοποίησης. Τι μέρες, Θεέ μου, τι μέρες. Μέρες γεμάτες δόξα, με σημαίες να κυματίζουν και θεάματα που προκαλούσαν δέος, ικανά να σημαδέψουν όλη σου τη ζωή. ‘Ήταν μια πρώτη γεύση από τον Παράδεισο.
     ‘Ασε την Αμερική να ‘χει τις απλές της απολαύσεις, τα Μίκυ Μάους, τα ζαχαρωμένα κάστρα της, τις μόδες και τις τεχνολογίες της. Δεν ήθελε τίποτε απ’ αυτά. Το μεγαλύτερο θαύμα του κόσμου βρισκόταν εδώ, κρυμμένο στους λόφους.
     Α! Τι μέρες!
     Στη κεντρική πλατεία του Ποντούγιεβο η σκηνή δεν ήτανε λιγότερο ζωντανή κι εμπνευσμένη. Ίσως διέκρινες μια βουβή υποψία θλίψης να υποβόσκει στον φετινό εορτασμό, αλλά ήτανε κατανοητή. Η Νίτα Ομπρένοβιτς, η πολυαγαπημένη κι αξιοσέβαστη διοργανώτρια του Ποντούγιεβο δε ζούσε πια. Ο θάνατος την είχε πάρει κοντά τον περασμένο χειμώνα, στα ενενήντα τέσσερά της χρόνια κι η πόλη είχε στερηθεί τις έντονες απόψεις της και τις ακόμη πιο έντονες αναλογίες της. Για εξήντα χρόνια η Νίτα είχε δουλέψει με τους πολίτες του Ποντούγιεβο, προγραμματίζοντας την επόμενη αναμέτρηση, βελτιώνοντας τα σχέδια, ξοδεύοντας όλη της την ενέργεια στο να κάνει την επόμενη δημιουργία πιο φιλόδοξη και πιο αληθοφανή από τη προηγούμενη.
     Τώρα ήταν νεκρή κι όλοι την νοσταλγούσανε. Δεν υπήρχε αποδιοργάνωση στους δρόμους χωρίς αυτήν, οι άνθρωποι ήταν από μόνοι τους πολύ πειθαρχημένοι, αλλά είχανε πέσει έξω στο χρονοδιάγραμμά τους κι ήταν ήδη επτά κι είκοσι πέντε. Η κόρη της Νίτα την είχε αντικαταστήσει, αλλά δε διέθετε την ικανότητα της μητέρας της να εμψυχώνει τους ανθρώπους την ώρα της δράσης.
     ‘Ήταν, με λίγα λόγια, πολύ ανεκτική για τη συγκεκριμένη δουλειά. Μια δουλειά που απαιτούσε έναν αρχηγό εν μέρει προφήτη κι εν μέρει συντονιστή, ικανό να καλοπιάνει, να φοβερίζει και να εμπνέει τους πολίτες στο έργο τους. ‘Ίσως μετά από δυο-τρεις δεκαετίες, έχοντας τη συσσωρευμένη εμπειρία λίγων αναμετρήσεων ακόμη, η κόρη της Νίτα Ομπρένοβιτς να γινόταν πετυχημένη διοργανώτρια. “Όμως, προς το παρόν, το Ποντούγιεβο είχε μείνει πίσω οι έλεγχοι ασφαλείας είχαν παραμεληθεί, και νευρικά βλέμματα είχαν αντικαταστήσει την αυτοπεποίθηση των προηγούμενων χρόνων.
     Παρ’ όλα αυτά, έξι λεπτά πριν τις οκτώ το πρώτο μέλος του Ποντούγιεβο βγήκε από τη πόλη και κατευθύνθηκε στο σημείο συγκέντρωσης να περιμένει το ταίρι του. Την ίδια ώρα στο Πόπολατς οι πλευρές είχαν ήδη δεθεί κι οπλισμένες μονάδες περιμένανε διαταγές στη Κεντρική Πλατεία.
      Ο Μικ ξύπνησε στις επτά παρ’ όλο που δεν υπήρχε ξυπνητήρι στο λιτά επιπλωμένο τους δωμάτιο στο Ξενοδοχείο Μπέογκραντ. Έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι άκουγε τη ρυθμική αναπνοή ταυ Τζουντ στο μονό κρεβάτι στην άλλη άκρη του δωματίου. Το μουντό πρωινό φως που ‘μπαινε από τις λεπτές κουρτίνες δεν προδιέθετε για γρήγορη αναχώρηση. Αφού έκατσε λίγα λεπτά χαζεύοντας τη ξεφλουδισμένη μπογιά στο ταβάνι και τον χοντροκομμένο ξύλινο Εσταυρωμένο στον απέναντι τοίχο, σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο. Η μέρα, όπως είχε μαντέψει, ήτανε μουντή. Ο ουρανός ήτανε συννεφιασμένος κι οι στέγες του Νόβι Παζάρ φαίνονταν γκρίζες κι ομοιόμορφες στο θαμπό φως της ημέρας. Όμως πέρα από τις στέγες, στην ανατολή, διέκρινε τους λόφους, που ‘ταν ηλιόλουστοι. Έβλεπε τις ακτίνες του ήλιου να φωτίζουνε τα σμαραγδένια δάση, προσκαλώντάς τους για μια βόλτα στις πλαγιές τους.
     Σήμερα ίσως πήγαιναν νότια, στη Κοσόφσκα Μιτρόβιτσα. Υπήρχεν αγορά εκεί κι ένα μουσείο, έτσι δεν είναι; Και θα μπορούσαν να κατεβούνε στη κοιλάδα του Ίμπαρ και ν’ ακολουθήσουνε τον δρόμο πλάι στο ποτάμι, εκεί που οι λόφοι υψώνονταν απρόσιτοι κι ηλιόλουστοι, πάνω από τις δυο όχθες του. Οι λόφοι… ναι! σήμερα έπρεπε να επισκεφθούνε τους λόφους.
     Ήταν οκτώ και τέταρτο.
     Στις εννιά, τα κυρίως σώματα του Πόπολατς και του Ποντούγιεβο είχαν ουσιαστικά συγκροτηθεί. Τα μέλη και των δυο πόλεων ήταν έτοιμα και περιμένανε στις καθορισμένες περιοχές να ενωθούνε με τους μελλοντικούς τους κορμούς.
     Ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ σκίασε με γαντοφορεμένα χέρια τα μάτια του κι επιθεώρησε τον ουρανό. Τη τελευταία ώρα τα σύννεφα είχανε σηκωθεί ψηλότερα και στα δυτικά είχαν αραιώσει περιστασιακά, έβλεπες και τις αχτίδες του ήλιου. ‘Ίσως η μέρα να μην ήταν ιδανική για την αναμέτρηση, αλλά οπωσδήποτε ήταν ικανοποιητική.
      Ο Μικ κι ο Τζουντ πήρανε το πρωινό τους καθυστερημένοι. Φάγανε χέμεντεκς -η τοπική απόδοση του ζαμπόν μ’ αβγά- κι ήπιαν αρκετά φλιτζάνια σκέτου, αρωματικού καφέ. Ο ουρανός καθάριζε, ακόμη και στο Νόβι Παζάρ και προγραμμάτισαν τη μέρα τους φιλόδοξα. Θα τρώγανε στη Κοσόφσκα Μιτρόβιτσα για μεσημέρι και το απογευματάκι ίσως πηγαίνανε βόλτα στο κάστρο του λόφου του Ζβέκαν.
     Γύρω στις εννέα και μισή έφυγαν από το Νόβι Παζάρ και πήραν το δρόμο του Σέρμποβατς προς το νότο με προορισμό την κοιλάδα του Ίμπαρ. Ο δρόμος δεν ήτανε καλός, αλλά οι λακκούβες και τα εξογκώματα δεν ήταν ικανά να τους χαλάσουνε τη διάθεση, αυτή τη μέρα.
     Ο δρόμος ήταν άδειος, εκτός από λίγους πεζούς. Αντί για τα χωράφια με στάρι και καλαμπόκι που στοίχιζαν το δρόμο τους τη προηγούμενη μέρα, σήμερα βλέπανε κυματοειδείς λόφους με τις πλαγιές τους καλυμμένες από πυκνά και σκοτεινά δάση. Εκτός από λίγα πουλιά, δε συνάντησαν άλλα ζώα. Ακόμη κι οι σπάνιοι συνταξιδιώτες τους, μετά από λίγα χιλιόμετρα εξαφανίστηκαν. Τα λίγα αγροτόσπιτα που συναντούσαν ήταν κλειδωμένα και τα παράθυρά τους κλειστά. Μαύρα γουρούνια τρέχανε στις αυλές, αλλά δεν υπήρχαν παιδιά να τα ταΐσουν. Οι μπουγάδες κυματίζανε σ’ ακανόνιστα σχήματα στα σκοινιά, αλλά οι νοικοκυρές είχαν εξαφανιστεί.
     Αρχικά, το μοναχικό τους ταξίδι ανάμεσα στους λόφους, με τη παντελή έλλειψη ανθρώπινης επαφής, ήταν αναζωογονητικό, αλλά με το προχώρημα της μέρας άρχισαν ν’ ανησυχούν.
-“Δε θα ‘πρεπε να ‘χουμε συναντήσει τη πινακίδα για τη Μιτρόβιτσα, Μικ;” Κοίταξε τον χάρτη.
-“Ίσως…”
-“Μάλλον πήραμε λάθος δρόμο“.
-“Αν υπήρχε πινακίδα, θα την είχα δει. Νομίζω πως πρέπει να βγούμε απ’ αυτό τον δρόμο, να συνεχίσουμε νότια λίγο ακόμη και να μπούμε στη κοιλάδα πιο κοντά στη Μιτρόβιτσα απ’ ότι είχαμε σχεδιάσει“.
-“Πως θα βγούμε απ’ αυτό τον αναθεματισμένο δρόμο;”
-“Είχε μερικές εξόδους…”
-“Χωματόδρομους“.
 -“Δεν υπάρχει άλλη λύση είτε βγαίνουμε σε χωματόδρομο, είτε συνεχίζουμε στον ίδιο“. Ο Τζουντ σούφρωσε τα χείλη.
-“Μου δίνεις ένα τσιγάρο;” είπε.
-“Έχουνε τελειώσει εδώ και πολλά χιλιόμετρα“. Μπροστά τους οι λόφοι σχηματίζανε μιαν αδιαπέραστη γραμμή. Δεν υπήρχαν ίχνη ζωής: ούτε τολύπες καπνού από καπνοδόχους ούτε ήχοι φωνών ή αυτοκινήτων.
-“Τέρμα“, είπε ο Τζουντ, “στρίβουμε στον πρώτο δρόμο που συναντάμε. Αποκλείεται να ‘ναι χειρότερα“. Συνέχισαν. Ο δρόμος βαθμιαία χειροτέρευε, οι λακκούβες είχανε γίνει κρατήρες, τα εξογκώματα ήτανε σαν ανθρώπινα κορμιά κάτω από τις ρόδες. Και τότε:
-“Εκεί!”
     Στροφή: μια χειροπιαστή στροφή. Δεν ήταν μεγάλος δρόμος φυσικά. Στη πραγματικότητα, ήταν χειρότερος απ’ αυτούς που ο Τζουντ είχε χαρακτηρίσει χωματόδρομους, αλλ’ αποτελούσε διέξοδο από τη παγίδα του κεντρικού δρόμου, που φαινόταν ατέλειωτος.
-“Έχει αρχίσει να γίνεται πραγματικό σαφάρι“, είπε ο Τζουντ καθώς το Φολκσβάγκεν άρχισε να τρίζει και ν’ αγκομαχά στο θλιβερό μονοπάτι.
-“Που ‘ναι το ένστικτο της περιπέτειας που σε διακρίνει;”
-“Ξέχασα να το φέρω μαζί μου“.
     Είχαν αρχίσει να ανηφορίζουν τώρα, καθώς το μονοπάτι σκαρφάλωνε στριφογυριστό πάνω στους λόφους. Τα δέντρα πυκνώνανε γύρω τους κι οι ψηλές κορφές τους έκρυβαν τον ουρανό, μ’ αποτέλεσμα το ταξίδι τους να γίνεται σ’ εναλλαγή φωτός και σκιάς. Αίφνης ακούσανε κελάδημα πουλιών, άσκοπο κι αισιόδοξο και στα ρουθούνια τους έφτασε η μυρωδιά του πεύκου και της ακαλλιέργητης γης. Μπροστά τους μια αλεπού διέσχισε το μονοπάτι. Σταμάτησε για μια στιγμή να τους κοιτάξει, καθώς το αυτοκίνητο μούγκριζε ανεβαίνοντας προς το μέρος της και στη συνέχεια εξαφανίστηκε μέσα στα δέντρα με το νωχελικό βήμα ενός ατρόμητου πρίγκιπα.
     “Όπου και να πήγαινανε“, σκέφτηκε ο Μικ, “ήτανε καλύτερα από τον δρόμο που άφησαν“. Σε λίγο ίσως θα ‘πρεπε να σταματήσουνε και να περπατήσουνε λιγάκι, να βρουν άνοιγμα για να δουν από ψηλά τη κοιλάδα, ακόμη και το Νόβι Παζάρ κουρνιασμένο κάτω από τα πόδια τους. Οι δυο άντρες ήτανε σ’ απόσταση μιας ώρας από το Πόπολατς όταν το κεφάλι της ομάδας βγήκε από τη Κεντρική Πλατεία και πήρε τη θέση του με το υπόλοιπο σώμα.
     Αυτή η τελευταία έξοδος άφησε τη πόλη εντελώς έρημη. Κανείς δεν έμενε παραμελημένος εκείνη τη μέρα, ούτε οι άρρωστοι ούτε οι γέροι. Όλοι είχανε το δικαίωμα να παρακολουθήσουν το θέαμα και τον θρίαμβο της αναμέτρησης. Ο κάθε πολίτης, μωρό ή κατάκοιτος γέρος, οι τυφλοί, οι ανάπηροι, βρέφη στην αγκαλιά των μανάδων τους, έγκυες γυναίκες -όλοι ανέβαιναν από τη περήφανη πόλη τους στο πεδίο της μάχης. Ο νόμος όριζε πως ήταν υποχρεωμένοι να παρευρίσκονται, αλλά ποτέ δε χρειάστηκε να επιβληθεί. Κανένας πολίτης των δύο πόλεων δεν ήθελε να χάσει την ευκαιρία να δει αυτό το θέαμα -να ζήσει τη συναρπαστική εμπειρία αυτής της αναμέτρησης. Η μάχη έπρεπε να είναι ολοκληρωτική: πόλη εναντίον πόλης. Ανέκαθεν μ’ αυτό τον τρόπο γινόταν.
     Οι πόλεις, λοιπόν, ανεβήκανε στους λόφους. Μέχρι το μεσημέρι οι κάτοικοι του Πόπολατς και του Ποντούγιεβο είχανε συγκεντρωθεί στο μυστικό πηγάδι των λόφων, κρυμμένοι από τα πολιτισμένα βλέμματα, για να δώσουνε την αρχαία και τελετουργική τους μάχη.
     Δεκάδες χιλιάδες καρδιές χτυπούσανε δυνατά. Δεκάδες χιλιάδες κορμιά τανυστήκανε, μοχθήσανε κι ίδρωσαν καθώς οι αδελφές πόλεις πήραν θέση. Οι σκιές των κορμών τους κάλυπταν εκτάσεις γης στο μέγεθος μικρών πόλεων το βάρος των ποδιών τους έλιωνε το γρασίδι σε πρασινωπό χυμό. Οι κινήσεις τους σκότωναν ζώα, ποδοπατούσαν θάμνους και γκρέμιζαν δέντρα. Η γη κυριολεκτικά σειότανε στο πέρασμά τους, οι λόφοι αντιλαλούσαν από τα βροντερά τους βήματα.
     Στο πυργωτό σώμα του Ποντούγιεβο αρχίζανε να διακρίνονται κάποιες τεχνικές ανωμαλίες. Μια ανεπαίσθητη ατέλεια στο δέσιμο του αριστερού πλευρού είχε σαν αποτέλεσμα, ανεπάρκεια σ’ αυτό το σημείο και κατά συνέπεια, δημιουργούσε προβλήματα στον μηχανισμό περιστροφής των γοφών. ‘Ήταν πιο άκαμπτος από το κανονικό κι οι κινήσεις δεν ήταν στρωτές. ‘Όσοι ήταν σ’ αυτή τη περιοχή της πόλης κοπιάζανε πολύ περισσότερο. Βέβαια το αντιμετώπιζανε με γενναιότητα’ άλλωστε η αναμέτρηση είχε στόχο να ωθήσει τους αντιπάλους στην υπέρβαση των ορίων τους. ‘Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το οριακό σημείο ήταν κοντύτερα απ’ όσο τολμούσε κανείς να φανταστεί. Οι πολίτες δεν ήταν τόσο ανθεκτικοί όσο στις προηγούμενες αναμετρήσεις. Μια δεκαετία φτωχών συγκομιδών είχε σαν αποτέλεσμα κορμιά λιγότερο καλοθρεμμένα, σπονδυλικές στήλες λιγότερο ευλύγιστες και θέληση λιγότερο αποφασιστική. Το κακοφτιαγμένο πλευρό μπορεί να μη προκαλούσε ατύχημα από μόνο του, αλλά, επιπλέον εξασθενημένο από την αδυναμία των πολεμιστών, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ένα σκηνικό θανάτου σε μιαν, άνευ προηγουμένου, κλίμακα. Σταμάτησαν το αυτοκίνητο.
-“Τ’ άκουσες αυτό;”
     Ο Μικ έγνεψε αρνητικά. Η ακοή του ήταν ελαττωματική από την εποχή της εφηβείας. Οι, πολλές συναυλίες ροκ που ‘χε παρακολουθήσει είχανε τινάξει τα τύμπανα του αφτιού του στον αέρα. Ο Τζουντ βγήκε από το αμάξι. Τα πουλιά είχαν ησυχάσει τώρα. Ο θόρυβος που ‘χεν ακούσει όταν οδηγούσε επαναλήφθηκε. Δεν ήταν απλώς ένας θόρυβος. Ήταν σχεδόν δόνηση της γης, ένα υπόκωφο μουγκρητό που ερχόταν από τα έγκατα των λόφων. Ήταν βροντή; Όχι, ήτανε πολύ ρυθμικός ήχος. Τ’ άκουσε ξανά, κάτω από τις σόλες των παπουτσιών του.

                                     Μπουμ.

     Αυτή τη φορά το άκουσε κι ο Μικ. ‘Έσκυψε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου.
-“Έρχεται από μπροστά. Το ακούω“. Ο Τζουντ έγνεψε καταφατικά .

                                                            Μπουμ.

     Η γη βρόντησε ξανά.
-“Τι στο διάολο είναι αυτό;” είπε ο Μικ.
 -“Ο,τι και να ‘ναι, θέλω να το δω– “. Ο Τζουντ γύρισε στο Φολκσβάγκεν χαμογελώντας.
-“Μοιάζει με ήχο όπλων“, είπε, βάζοντας το αμάξι μπροστά. “Μεγάλων όπλων“.
     Μέσα από τα ρώσικα κιάλια του, ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ παρακολουθούσε τον αφέτη να σηκώνει το πιστόλι. Είδε ένα συννεφάκι λευκού καπνού να υψώνεται από τη κάνη και μετά από ένα δευτερόλεπτο άκουσε τον πυροβολισμό ν’ αντηχεί στη κοιλάδα.
     Η αναμέτρηση είχε αρχίσει.
     Κοίταξε τους δίδυμους πύργους του Πόπολατς και του Ποντούγιεβο. Με το κεφάλι στα σύννεφα -ή σχεδόν στα σύννεφα. Είχαν υψωθεί τόσο που σχεδόν έτειναν ν’ αγγίξουν τον ουρανό. ‘Ήταν ένα θέαμα που σε γέμιζε δέος, σου έκοβε την ανάσα, στοίχειωνε τα όνειρά σου. Δύο πόλεις που λικνίζονταν και σπαρταρούσαν καθώς προετοιμάζονταν να κάνουν το πρώτο βήμα, η μια ενάντια στην άλλη, σ’ αυτή την τελετουργική μάχη.
     Το Ποντούγιεβο ήταν η λιγότερο σταθερή από τις δύο. Διέκρινε έναν ανεπαίσθητο δισταγμό όταν η πόλη σήκωσε το αριστερό της πόδι για να ξεκινήσει. Τίποτε το σοβαρό, απλώς μια μικρή δυσκολία στο συγχρονισμό των μυών του γοφού και τον μηρού. Αρκούσαν λίγα βήματα για να βρει η πόλη το ρυθμό της λίγα βήματα ακόμη κι οι κάτοικοί της θα κινούνταν σαν ένα πλάσμα, ένας τέλειος γίγαντας έτοιμος να συνταιριάξει τη χάρη και την ισχύ του ενάντια στο είδωλό του.
     Ο πυροβολισμός αναστάτωσε σμήνη πουλιών που πέταξαν από τα δέντρα της κρυμμένης κοιλάδας. Υψώθηκαν στον αέρα, γιορτάζοντας τη μεγάλη αναμέτρηση, κελαηδώντας τον ενθουσιασμό τους καθώς σάρωναν τον ουρανό πάνω από το πεδίο της μάχης.
 -“‘Ακουσες πυροβολισμό;” ρώτησε ο Τζουντ. Ο Μικ έγνεψε καταφατικά.
-“Στρατιωτικά γυμνάσια…;” Το χαμόγελο του Τζουντ έγινε πλατύ. Έβλεπε ήδη με τη φαντασία του τους τίτλους των εφημερίδων: αποκλειστικό ρεπορτάζ από μυστικά γυμνάσια στα βάθη της γιουγκοσλαβικής υπαίθρου. Ίσως και ρώσικα τανκς, τακτικές στρατιωτικές ασκήσεις, μακριά από τα ερευνητικά μάτια της Δύσης. Με λίγη τύχη θα ‘ταν ο ίδιος ο αγγελιοφόρος της είδησης.

                                    Μπουμ.
                                                                    Μπουμ.

     Πουλιά πετάξανε στον ουρανό. Η ομοβροντία ήταν ισχυρότερη τώρα. Έμοιαζε πράγματι με ήχο όπλων.
-“Πρέπει να ‘ρχεται πίσω από την επόμενη κορφή…” είπε ο Τζουντ.
-“Νομίζω πως δε πρέπει να προχωρήσουμε άλλο“.
-“Πρέπει να πάω να δω“.
-“Δε θέλω. Δε θα ‘πρεπε να βρισκόμαστε καν εδώ“.
-“Δε βλέπω απαγορευτικές πινακίδες“.
-“Θα μας συλλάβουνε, θα μας απελάσουνε -δε ξέρω… απλώς νομίζω…”

                                    Μπουμ!

-“Πρέπει να δω“.
     Μόλις πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του κι ακούστηκαν οι κραυγές.
    Το Ποντούγιεβο ούρλιαζε -μια επιθανάτια κραυγή. Κάποιος στο αδύναμο πλευρό είχε πεθάνει από το υπερβολικό ζόρισμα και μια αλυσιδωτή αποσύνθεση είχε ξεκινήσει σ’ όλο το σύστημα. ‘Ένας άνθρωπος έχανε τον γείτονά του κι αυτός με τη σειρά του έχανε τον δικό του, με αποτέλεσμα την εξάπλωση ενός καρκινογόνου χάους στο κορμί της πόλης. Η συνοχή της πυργωτής δομής τον χειροτέρευσε με τρομακτική ταχύτητα, καθώς η αποδιοργάνωση του ενός τμήματος της ανατομίας του προκαλούσε αφόρητη πίεση στα υπόλοιπα.
     Το αριστούργημα που οι καλοί πολίτες του Ποντούγιεβο είχανε κατασκευάσει από τη σάρκα και το αίμα τους κλονίστηκε και, σαν ουρανοξύστης που ανατινάχθηκε, άρχισε να καταρρέει. Το σπασμένο πλευρό ξέρναγε τους πολίτες όπως η κομμένη αρτηρία το αίμα. Με γοητευτική νωθρότητα, που έκανε την αγωνία των πολιτών ακόμη πιο οδυνηρή, έγειρε στη γη, αποσυνδέοντας όλα του τα μέλη καθώς έπεφτε.
     Το τεράστιο κεφάλι, που πριν από λίγα λεπτά άγγιζε τα σύννεφα, έπεσε πίσω στον χοντρό λαιμό του. Δέκα χιλιάδες στόματα έβγαλαν μια μοναδική κραυγή από το τεράστιο στόμα του, μια άναρθρη, μια απερίγραπτα αξιοθρήνητη ικεσία στον ουρανό. Ήταν ένα ουρλιαχτό οδύνης, ένα ουρλιαχτό προσδοκίας, ένα ουρλιαχτό απορίας. Πώς είναι δυνατόν, ρωτούσε αυτή η κραυγή, να τελειώσει η ημέρα των ημερών μ’ αυτό τον τρόπο, μ’ ένα πλήθος γκρεμισμένων κορμιών;
-“Τ’ άκουσες;”
     Ήταν αναμφισβήτητα ανθρώπινο, αν κι εκκωφαντικά δυνατό. Ο Τζουντ ένιωσε το στομάχι του να συσπάται. Κοίταξε τον Μικ, που ‘χε γίνει άσπρος σα χαρτί. Σταμάτησε το αυτοκίνητο.
-“Όχι“, είπε ο Μικ.
-“‘Ακου -για τ’ όνομα του Θεού-” Η αντάρα των επιθανάτιων κραυγών, ικεσιών κι αναθεματισμών πλημμύρισε τον αέρα. Ήτανε πολύ κοντά.
-“Πρέπει να φύγουμε τώρα“, εκλιπάρησε ο Μικ.
     Ο Τζουντ κούνησε το κεφάλι. Είχε προετοιμαστεί για κάποιο στρατιωτικό θέαμα. Είχε φανταστεί όλο τον ρώσικο στρατό συγκεντρωμένο πίσω από τον επόμενο λόφο, όμως αυτός ο θόρυβος που ‘φτανε στ’ αφτιά του ήταν ο ήχος ανθρώπινης σάρκας -πολύ ανθρώπινος για να περιγραφεί με λόγια. Του θύμισε τις παιδικές φαντασιώσεις του για τη Κόλαση, τ’ ατέλειωτα, ακατονόμαστα μαρτύρια που μ’ αυτά τον απειλούσε η μητέρα του αν δε γινότανε καλός Χριστιανός. Είχε ξεχάσει αυτό τον τρόμο για είκοσι ολόκληρα χρόνια, αλλά ξαφνικά, να που ‘χε αναβιώσει πάλι, απειλητικός όσο ποτέ. Ίσως η ίδια η άβυσσος να ‘χασκε πίσω από την επόμενη πλαγιά, με τη μητέρα του να τον περιμένει στο χείλος της, καλώντας τον να γευθεί τη τιμωρία του.
-“Αν δεν βάλεις μπρος, θα οδηγήσω εγώ“.
     Ο Μικ βγήκε από το αυτοκίνητο και προχώρησε μπροστά, κοιτάζοντας το μονοπάτι. Για μια στιγμή δίστασε, όχι παραπάνω και τα μάτια του ανοιγοκλείσανε δύσπιστα. Στράφηκε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου ακόμη χλωμότερος από πριν και ψέλλισε:
-“Θεέ μου…” με φωνή πνιγμένη από την αναγούλα. Ο εραστής του καθόταν ακόμη πίσω από το τιμόνι, με το κεφάλι στα χέρια του, προσπαθώντας να διώξει τις αναμνήσεις.
-“Τζουντ… “
     Ο Τζουντ σήκωσε το κεφάλι του αργά. Ο Μικ τον κοίταζε σα τρελός. Το πρόσωπό του ήτανε μούσκεμα από τον ξαφνικό, παγωμένο ιδρώτα. Ο Τζουντ κοίταξε πέρα από τον φίλο του. Λίγα μέτρα μπροστά τους, το μονοπάτι είχε σκουρήνει μυστηριωδώς. Είδε μια πλημμυρίδα να πλησιάζει το αμάξι, μια πυκνή, βαθιά παλίρροια αίματος. Το λογικό του Τζουντ στροβιλίστηκε προσπαθώντας να δώσει διαφορετική ερμηνεία στο θέαμα που ‘βλεπε, αντί γι’ αυτό το αναπόφευκτο συμπέρασμα. Αλλά δεν υπήρχε λογικότερη εξήγηση. Ήταν αίμα, αίμα σ’ αβάσταχτη αφθονία, μια ατέλειωτη θάλασσα αίματος και τώρα στον αέρα ήρθε διάχυτη η μυρωδιά φρεσκοανοιγμένων πτωμάτων: η μυρωδιά από τα βάθη του ανθρώπινου κορμιού, γλυκερή και πικάντικη.
     Ο Μικ τρέκλισε μέχρι τη θέση του συνοδηγού και ψηλάφισε άτονα τη πόρτα για να βρει το χερούλι. Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά κι όρμησε μέσα με παγωμένο βλέμμα.
-“Γύρνα πίσω“, είπε. Ο Τζουντ άπλωσε το χέρι στη μίζα. Η πλημμυρίδα του αίματος έλουζε τις μπροστινές ρόδες. Μπροστά τους, ο κόσμος είχε βαφτεί κόκκινος.
-“Βάλε μπρος, για τ’ όνομα του Θεού, βάλε μπρος“.
Ο Τζουντ δεν έκανε καμία προσπάθεια να ξεκινήσει τ’ αμάξι.
-“Πρέπει να δούμε“, είπε άτονα, “πρέπει“.
-“Δε πρέπει να κάνουμε τίποτα“, είπε ο Μικ, “μόνο να σηκωθούμε να φύγουμε από δω. Δεν είναι δική μας δουλειά…”
-“Ίσως έπεσε ένα αεροπλάνο-“
-“Δεν έχει καπνούς“.
-“Μα είναι ανθρώπινες φωνές“.
     Ο Μικ ήθελε ενστικτωδώς να σηκωθεί να φύγει. Θα διάβαζε για τη τραγωδία σε κάποια εφημερίδα -θα ‘βλεπε τις φωτογραφίες αύριο, όταν θα ‘τανε θολές και γκρίζες. Σήμερα ήτανε πολύ νωπές, πολύ απρόβλεπτες. Οτιδήποτε μπορεί να βρισκότανε στο τέρμα αυτού του μονοπατιού κι αιμορραγούσε.
-“Πρέπει-” Ο Τζουντ έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο, ενώ ο Μικ δίπλα του άρχισε να βογγά χαμηλόφωνα. Το Φολκσβάγκεν άρχισε να κινείται επιφυλακτικά μέσα στο αιμάτινο ποτάμι, με τις ρόδες του να γυρίζουνε σα τρελές μέσα στην αηδιαστική, αφρισμένη παλίρροια.
-“Όχι“, ψιθύρισε ο Μικ, “σε παρακαλώ, όχι…”
-“Πρέπει“, ήρθε η απάντηση του Τζουντ. “Πρέπει. Πρέπει“.
     Λίγα μόνο μέτρα πιο πέρα, η ζωντανή πόλη του Πόπολατς ανακτούσε την ισορροπία της μετά τους πρώτους σπασμούς. Κοίταζε με χιλιάδες μάτια τα συντρίμμια του καθιερωμένου εχθρού της, σπαρμένα σ’ ένα κουβάρι σκοινιών και κορμιών, οριστικά τσακισμένα πάνω στο έδαφος. Το Πόπολατς οπισθοχώρησε από τη σκηνή, ισοπεδώνοντας με τα τεράστια πόδια του τα δάση που περιέβαλλαν το πεδίο της μάχης, μαστιγώνοντας με τα χέρια του τον αέρα.
     Κατάφερε να διατηρήσει την ισορροπία του παρ’ όλο που μια καθολική παραφροσύνη, που τηνε προκάλεσε η φρίκη που απλωνότανε στα πόδια του, όρμησε σα φουσκοθαλασσιά στα νεύρα του και θρόμβωσε τον εγκέφαλό του. Η διαταγή δόθηκε: το κορμί σφάδασε, στριφογύρισε κι έστρεψε τα νώτα του στο αποκρουστικό χαλί του Ποντούγιεβο, τρέχοντας μέσα στους λόφους.
     Στη πορεία του για τη λήθη, ο πυργωτός του όγκος πέρασε ανάμεσα στον ήλιο και το αυτοκίνητο, ρίχνοντας τη κρύα σκιά του πάνω στον αιματοβαμμένο δρόμο. Ο Μικ δεν είδε τίποτα μέσα στα δάκρυά του κι ο Τζουντ, με τα μάτια μισόκλειστα, φοβούμενος το θέαμα που θ’ αντίκριζε στην επόμενη στροφή, μόνο συγκεχυμένα αντιλήφθηκε πως κάτι σκέπασε τον ήλιο για ένα λεπτό. ‘Ίσως ένα σύννεφο. Ένα σμήνος πουλιών.
     Αν είχε κοιτάξει ψηλά κείνη τη στιγμή, αν είχε ρίξει ένα κλεφτό βλέμμα στα βορειοανατολικά, θα ‘χε δει το κεφάλι του Πόπολατς, το τεράστιο σμήνος του κεφαλιού μιας τρελής πόλης, να εξαφανίζεται πέρα από το οπτικό του πεδίο, καθώς έτρεχε μέσα στους λόφους. Θα είχε καταλάβει ότι ο τόπος αυτός ξεπερνούσε τη δυνατότητα της αντίληψής του, ότι δεν μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια σ’ αυτή τη γωνία της Κόλασης. ‘Όμως δεν είδε τη πόλη κι έτσι χάθηκε, γι’ αυτόν και τον Μικ, η τελευταία ευκαιρία επιστροφής. Από δω κι εμπρός, ακριβώς όπως το Πόπολατς κι ο νεκρός δίδυμος αδελφός του, είχανε χάσει κάθε διέξοδο στη λογική, σε κάθε ελπίδα για ζωή.
     Μόλις έστριψαν, αντίκρισαν τα συντρίμμια του Ποντούγιεβο. Η εξημερωμένη τους φαντασία δεν είχε ποτέ συλλάβει ένα θέαμα τόσο απερίγραπτα βάρβαρο. Ίσως και στα πεδία των μαχών της Ευρώπης να είχανε σκοτωθεί τόσοι άνθρωποι, κάποτε: όμως υπήρχανε τόσες γυναίκες και παιδιά σφιχταγκαλιασμένα με τα πτώματα των αντρών; Είχαν σίγουρα υπάρξει σωροί νεκρών το ίδιο μεγάλοι, αλλά όχι με ανθρώπους που πριν από λίγο σφύζαν από ζωή. Είχανε καταστραφεί πόλεις το ίδιο γρήγορα, είχε χαθεί όμως ποτέ μια ολόκληρη πόλη επειδή απλώς υπάκουσε στον νόμο της βαρύτητας;
     Ήταν ένα θέαμα πέρα από κάθε παράνοια. Το ανθρώπινο μυαλό, μπροστά του, σερνόταν σαν το σαλιγκάρι, οι δυνάμεις της λογικής ψηλαφούσανε σχολαστικά τις αποδείξεις, ψάχνοντας για ένα ψεγάδι, κάτι που θα σου επέτρεπε να πεις: “Αυτό δεν συμβαίνει. Είναι ένας εφιάλτης θανάτου, όχι ο ίδιος ο θάνατος“. Όμως η λογική δε μπορούσε να βρει ρωγμή στον τοίχο. Ήταν αληθινό, ήταν ο ίδιος ο θάνατος.
     Το Ποντούγιεβο είχε πέσει.
     Τριάντα οκτώ χιλιάδες επτακόσιοι εξήντα πέντε πολίτες ήτανε σκορπισμένοι στο έδαφος ή καλύτερα πεταμένοι άχαρα σε σωρούς, ποτίζοντας το χώμα με τα υγρά του κορμιού τους. Όσοι δεν είχανε πεθάνει από τη πτώση ή την ασφυξία, ήταν ετοιμοθάνατοι. Δε θα υπήρχαν επιζώντες απ’ αυτή τη πόλη, εκτός από τους λίγους παρατηρητές που ‘χανε βγει από τα σπίτια τους για να παρακολουθήσουνε την αναμέτρηση. Αυτοί οι λιγοστοί πολίτες του Ποντούγιεβο, οι σακάτηδες, οι άρρωστοι, οι λίγοι γέροντες που κοίταζανε τώρα αποσβολωμένοι, όπως ο Μικ κι ο Τζουντ, το μακελειό, μη θέλοντας να πιστέψουνε στα μάτια τους.
     Ο Τζουντ βγήκε πρώτος από το αμάξι. Το έδαφος κάτω από τα δερμάτινα παπούτσια του κολλούσε από το πηγμένο αίμα. Κοίταξε το μακελειό. Δεν υπήρχανε συντρίμμια: κανένα ίχνος συντριβής αεροπλάνου, φωτιάς, μυρωδιάς καυσίμων. Απλώς δεκάδες χιλιάδες κορμιά, είτε γυμνά είτε ντυμένα με ομοιόμορφο γκρίζο σερζ, άντρες, γυναίκες και παιδιά, όλοι το ίδιο. Είδε ότι κάποιοι φορούσαν δερμάτινα λουριά περασμένα σφιχτά, σταυρωτά στο στήθος τους κι απ’ αυτά ξεκινούσανε σκοινιά σα φίδια που πρέπει να ‘χανε μήκος ολόκληρα χιλιόμετρα. Όσο κοιτούσε, έβλεπε όλο και μεγαλύτερο μέρος απ’ αυτό το ιδιόμορφο σύστημα κόμπων και σκοινιών που συγκρατούσε τα κορμιά μεταξύ τους. Για κάποιο λόγο αυτοί οι άνθρωποι είχανε δεθεί μαζί, ο ένας δίπλα στον άλλο. Κάποιοι ήτανε ζεμένοι καβάλα πάνω στους ώμους των συντρόφων τους, όπως τα παιδιά που παίζουνε γαϊδουροκαβαλαρία. Κάποιοι άλλοι ήταν πιασμένοι σφιχτά από τα μπράτσα, πλεγμένοι μεταξύ τους με σκοινιά σ’ ένα τοίχωμα μυών και κοκάλων. ‘Αλλοι ήτανε δεμένοι σφιχτά σα κουβάρια, με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια τους. Όλοι ήταν συνδεδεμένοι με κάποιο τρόπο με τους συνανθρώπους τους, σα να συμμετείχανε σε κάποιο παράλογο, συλλογικό μαζοχιστικό παιχνίδι.
    Άλλος ένας πυροβολισμός. Ο Μικ σήκωσε το κεφάλι.
     Στην άλλη άκρη της πεδιάδας ένας μοναχικός άντρας, ντυμένος με χοντρό γκρίζο παλτό, περπατούσε ανάμεσα στα πτώματα και σκότωνε όσους δεν είχαν ακόμη πεθάνει. Επρόκειτο για μια θλιβερά ανεπαρκή πράξη βοήθειας, αλλά παρ’ όλα αυτά συνέχιζε, δίνοντας προτεραιότητα στα παιδιά που υπέφεραν. ‘Αδειαζε το ρεβόλβερ, το γέμιζε, το άδειαζε, το γέμιζε, το άδειαζε…
     Ο Μικ ξέσπασε. Φώναξε μ’ όλη την ένταση της φωνής του για να καλύψει τ’ αγκομαχητά των τραυματισμένων.
-“Τι είναι αυτό; ” Ο άντρας σήκωσε το βλέμμα του από το αποκρουστικό του καθήκον. Το πρόσωπό του ήτανε γκρίζο σα το χρώμα του παλτού του.
-“Ε;” γρύλισε, κοιτάζοντας συνοφρυωμένος τους δύο παρείσακτους μέσα από τους χοντρούς φακούς των γυαλιών του.
-“Τι έγινε εδώ πέρα;” φώναξε ο Μικ. Ένιωθε καλά που φώναζε, ένιωθε καλά που φώναζε αγριεμένος στον άντρα. Ίσως έφταιγε αυτός. Θα ‘τανε μεγάλη ανακούφιση να ‘χεις κάποιο να κατηγορήσεις. “Πες μας-” είπε ο Μικ με σπασμένη φωνή. ‘Ακουγε τους λυγμούς του να πνίγουν τη φωνή του. “Πες μας, για τ’ όνομα του Θεού, εξήγησέ μας“.
     Ο γκριζοφορεμένος κούνησε το κεφάλι του. Δε καταλάβαινε λέξη απ’ όσα του ‘λεγε αυτός ο νεαρός ηλίθιος. Αγγλικά μιλούσε, αλλά μέχρις εκεί έφταναν οι γνώσεις του. Ο Μικ προχώρησε προς το μέρος του, νιώθοντας διαρκώς τα μάτια των νεκρών καρφωμένα πάνω του. Μάτια σαν μαύρα, λαμπερά πετράδια δεμένα σε κατεστραμμένα πρόσωπα’ μάτια που τον κοίταζαν ανάποδα, σε κεφάλια αποκομμένα από τη βάση τους. Μάτια σε κεφάλια που οι φωνές τους είχανε γίνει ουρλιαχτά. Μάτια σε κεφάλια που δε φωνάζανε και δεν ανάσαιναν πια.
     Χιλιάδες μάτια.
     Πλησίασε τον γκριζοφορεμένο. Το όπλο του ήταν σχεδόν άδειο. Είχε βγάλει τα γυαλιά του και τα είχε πετάξει δίπλα. ‘Έκλαιγε κι αυτός. Οι λυγμοί τράνταζαν το άχαρο κορμί του.
     Στα πόδια του Μικ, κάποιος προσπαθούσε να τον αγγίξει. Δεν ήθελε να κοιτάξει, αλλά το χέρι έπιασε το παπούτσι του, και δεν είχε άλλη επιλογή από το να αντικρίσει τον ιδιοκτήτη του. ‘Ήταν ένας νεαρός άντρας, με το κορμί του στρεβλωμένο στο σχήμα της σβάστικας, με όλες τις κλειδώσεις του σπασμένες. ‘Ένα κοριτσάκι ήταν πλακωμένο κάτω από το κορμί του τα ματωμένα ποδαράκια του προεξείχαν σαν δυο ροζ μπαστούνια.
     Ήθελε να πάρει το ρεβόλβερ, να σταματήσει το άγγιγμα του άντρα. Ακόμη καλύτερα, ήθελε ένα οπλοπολυβόλο, ένα φλογοβόλο, οτιδήποτε θα μπορούσε να εξαφανίσει αυτήν τη μαζική οδύνη. Όταν σήκωσε το βλέμμα του από το θρυμματισμένο κορμί, ο Μικ είδε τον γκριζοφορεμένο να σηκώνει το ρεβόλβερ.
-“Τζουντ-” είπε, αλλά πριν προλάβει να συνεχίσει, ο γκριζοφορεμένος γλίστρησε τη κάνη του όπλου στο στόμα του και τράβηξε τη σκανδάλη. Ο γκριζοφορεμένος είχε φυλάξει τη τελευταία σφαίρα για τον εαυτό του. Το πίσω μέρος του κεφαλιού του άνοιξε σα σπασμένο αβγό, τινάζοντας το κέλυφος του κρανίου του. Το κορμί του παρέλυσε και σωριάστηκε στο έδαφος, με το ρεβόλβερ ακόμη ανάμεσα στα χείλη του.
-“Πρέπει-” άρχισε ο Μικ, μιλώντας στον εαυτό του. “Πρέπει…” Τι ήτανε το πιο επιτακτικό; Σ’ αυτή τη κατάσταση, τι έπρεπε να κάνουν; “Πρέπει-” Ο Τζουντ είχε πλησιάσει.
-“Να βοηθήσουμε-” είπε στον Μικ.
-“Ναι. Πρέπει να καλέσουμε βοήθεια. Πρέπει-“
-“Να φύγουμε“.
     Να φύγουν! Αυτό έπρεπε να κάνουν. Μ’ οποιοδήποτε πρόσχημα, για οποιονδήποτε δειλό, άνανδρο λόγο, έπρεπε να φύγουνε. Ν’ απομακρυνθούν από το πεδίο της μάχης, ν’ απομακρυνθούν από την εμβέλεια του ετοιμοθάνατου χεριού που ‘χε μιαν ανοιχτή πληγή για κορμί.
-“Πρέπει να ενημερώσουμε τις αρχές. Να βρούμε μια πόλη. Να φέρουμε βοήθεια-“
-“Ιερείς“, είπε ο Μικ. “Χρειάζονται ιερείς“.
     Η σκέψη του να δώσουν τον Τελευταίο Αγιασμό σε τόσους ανθρώπους ήτανε παράλογη. Θα χρειαζόταν ένας στρατός ιερέων, ένα βυτίο γεμάτο αγιασμό κι ένα μεγάφωνο για ν’ απαγγείλουν τις Ευχές. Γυρίσανε κι οι δύο μαζί, αγκαλιασμένοι και διασχίσανε τον τόπο της σφαγής για να φτάσουνε στ’ αυτοκίνητο. ‘Ήτανε κατειλημμένο.
     Ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ καθόταν στο τιμόνι και προσπαθούσε να βάλει μπρος το Φολκσβάγκεν. Γύρισε το κλειδί μια, δυο, τρεις κι η μηχανή πήρε μπρος. Οι ρόδες στριφογύρισαν στη κοκκινωπή λάσπη καθώς έβαλε την όπισθεν για να κατέβει το μονοπάτι. Είδε τους Εγγλέζους να τρέχουνε ξοπίσω βρίζοντας. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν ήθελε να κλέψει το αμάξι, αλλά είχε μια δουλειά να κάνει. ‘Ήταν διαιτητής, υπεύθυνος για την αναμέτρηση και την ασφάλεια των αντιπάλων. Η μία από τις ηρωικές πόλεις είχε ήδη πέσει. ‘Όφειλε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να εμποδίσει το Πόπολατς ν’ ακολουθήσει την τύχη του δίδυμου αδελφού του. Έπρεπε να κυνηγήσει το Πόπολατς και να το λογικέψει. Να καθησυχάσει τον τρόμο του μ’ ήρεμα λόγια κι υποσχέσεις. Αν αποτύχαινε στην αποστολή του, το αποτέλεσμα θα ‘ταν άλλη μια καταστροφή, ίσης έκτασης μ’ αυτή που ‘χε μπροστά στα μάτια του. Η συνείδησή του δε το άντεχε.
     Ο Μικ συνέχισε να κυνηγά το Φολκσβάγκεν φωνάζοντας στον Γέλοβτσεκ. Ο κλέφτης δεν έδωσε σημασία, απορροφημένος καθώς ήτανε με το να μανουβράρει το αμάξι στο στενό, γλιστερό μονοπάτι. Ο Μικ έμεινε πίσω. Το αυτοκίνητο άρχισε να επιταχύνει. Εξαγριωμένος, αλλά και λαχανιασμένος τόσο που να μη μπορεί να εκφράσει το θυμό του, ο Μικ σταμάτησε στο δρόμο με τα χέρια στα γόνατα, κλαίγοντας λαχανιασμένα.
-“Μπάσταρδε!” φώναξε ο Τζουντ. Ο Μικ κοίταξε το μονοπάτι. Το αυτοκίνητο είχε ήδη εξαφανιστεί.
-“Ο μαλάκας! Δε ξέρει καν να οδηγεί“.
-“Πρέπει… πρέπει… να τον… προλάβουμε…” είπε ο Μικ με κομμένη την ανάσα.
-“Πως;”
-“Με τα πόδια-“
-“Ούτε χάρτη δεν έχουμε, είναι στο αυτοκίνητο“.
-“Θεέ μου…! Δεν είναι… δυνατόν“. Κατηφόρισαν το μονοπάτι μαζί, μακριά από το πεδίο της μάχης
     Μετά από λίγα μέτρα η πλημμυρίδα του αίματος άρχισε να εξαντλείται. Μόνο λίγα ρυάκια πηγμένου αίματος αργοκυλούσαν στον κυρίως δρόμο. Ο Μικ κι ο Τζουντ ακολουθήσανε τα ίχνη των ματωμένων τροχών στη διασταύρωση. Ο δρόμος του Σέρμποβατς ήταν άδειος και στις δύο κατευθύνσεις. Τα χνάρια των τροχών έδειχναν ότι το αυτοκίνητο είχε στρίψει αριστερά.
-“Πηγαίνει στους λόφους“, είπε ο Τζουντ κοιτάζοντας το μοναχικό, σμαραγδένιο τοπίο στο βάθος του δρόμου. “Είναι τρελός“.
-“Θα γυρίσουμε από το δρόμο που ήρθαμε;”
-“Θα πρέπει να περπατάμε όλη νύχτα“.
-“Κάποιος θα βρεθεί να μας πάρει“. Ο Τζουντ κούνησε το κεφάλι. Το πρόσωπό του ήτανε καταπονημένο και το βλέμμα του απλανές.
-“Δε καταλαβαίνεις, Μικ, όλοι το γνώριζαν αυτό που συνέβη. Οι άνθρωποι που ζουν στ’ αγροκτήματα, σηκωθήκανε και φύγανε τη στιγμή που αυτοί οι τρελοί ανεβήκανε στους λόφους. Βάζω ό,τι στοίχημα θες, πως δε θα βρούμε αυτοκίνητο σ’ αυτό τον δρόμο, εκτός ίσως από κάναν άσχετο τουρίστα σαν εμάς. Και κανένας τουρίστας δε θα σταματήσει να μας πάρει έτσι που ‘μαστε“.
     Είχε δίκιο. Μοιάζανε με χασάπηδες -ήταν πιτσιλισμένοι μ’ αίματα. Τα πρόσωπά τους ήταν λιγδιασμένα, τα μάτια τους τρελαμένα.
-“Τότε πρέπει να περπατήσουμε στη κατεύθυνση που πήρε το αυτοκίνητο“, είπε ο Τζουντ. Έδειξε το δρόμο. Οι λόφοι είχαν σκοτεινιάσει ο ήλιος είχε ξαφνικά πάψει να φωτίζει τις πλαγιές τους. Ο Μικ ανασήκωσε τους ώμους. Ούτως ή άλλως είχανε μπροστά τους μια νύχτα πεζοπορίας. ‘Όμως ήθελε να περπατήσει, να φύγει για κάπου -οπουδήποτε- φτάνει ν’ απομακρυνόταν από το πλήθος των νεκρών.
      Στο Πόπολατς βασίλευε ηρεμία. Η φρενίτιδα του πανικού είχεν αντικατασταθεί από μούδιασμα, μια μοιρολατρική αποδοχή του κόσμου όπως ήτανε. Παρέμεναν ασφαλισμένοι στις θέσεις τους, αλληλοδεμένοι με σκοινιά, λουριά και χαλινάρια, έχοντας δημιουργήσει έναν ζωντανό μηχανισμό που δεν επέτρεπε στη μια φωνή να υψωθεί δυνατότερα από την άλλη, στη μια πλάτη να κοπιάζει περισσότερο από τη γειτονική της. Είχαν επιτρέψει σε μια παράλογη συναίνεση ν’ αντικαταστήσει την ήρεμη φωνή της λογικής. Είχαν συσφιχθεί σ’ ένα μυαλό, μια σκέψη, μια φιλοδοξία. Μετατραπήκανε, μέσα σε λίγες στιγμές, στον γίγαντα με τον μοναδικό σκοπό στο νου, που την εικόνα του είχανε με τόσην ευφυΐα αναπλάσει. Η ψευδαίσθηση της ασήμαντης ατομικότητας είχε σαρωθεί από την ακατανίκητη παλίρροια του συλλογικού συναισθήματος -όχι το πάθος του όχλου, αλλά ένα τηλεπαθητικό κύμα που αφομοίωνε τις ατομικές φωνές χιλιάδων σε μιαν ανυπέρβλητη προσταγή.
     Η φωνή έλεγε: Φύγε!
     Η φωνή έλεγε: Διώξε αυτή τη φρικτή σκηνή μακριά, εκεί όπου δε θα τη ξαναδώ ποτέ.
     Το Πόπολατς κατευθύνθηκε στους λόφους. Ο κάθε του διασκελισμός ήτανε μισό χιλιόμετρο. ‘Όλοι οι άντρες, οι γυναίκες και τα παιδιά σ’ αυτόν τον κοχλάζοντα πύργο ήταν τυφλοί. ‘Έβλεπαν μόνο μέσα από τα μάτια της πόλης. Σκέφτονταν μόνο με το μυαλό της πόλης. Και πίστευαν ότι ήταν αθάνατοι μέσα στην αδυσώπητη, βαριά κι αδέξια δύναμή τους. Ογκώδεις, τρελοί κι αθάνατοι.
     Μετά από τρία περίπου χιλιόμετρα, ο Μικ κι ο Τζουντ μύρισαν βενζίνη στον αέρα και λίγο παρακάτω συνάντησαν το Φολκσβάγκεν. Είχε ανατραπεί στο χαντάκι της αποχέτευσης στην άκρη του δρόμου, που ήταν φραγμένο από καλάμια. Δεν είχε αρπάξει φωτιά.
     Η πόρτα του οδηγού ήταν ανοιχτή, και το κορμί του Βάσλαβ Γέλοβτσεκ είχε πεταχτεί έξω. Το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο τώρα που είχε χάσει τις αισθήσεις του. Δεν είχε ίχνη τραυματισμού, εκτός από δύο αμυχές στο πρόσωπό του. Τον απομάκρυναν απαλά από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου και τη βρωμιά του χαντακιού και τον έφεραν στο δρόμο. Βόγκησε λίγο καθώς προσπαθούσαν να τον βολέψουν κάπως άνετα. ‘Έλυσαν τη γραβάτα του, έβγαλαν το σακάκι του και τύλιξαν το πουλόβερ του Μικ αντί για μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του. ‘Ανοιξε τα μάτια του, ξαφνικά. Τους κοίταξε.
-“Είσαι καλά;” ρώτησε ο Μικ. Ο άντρας δεν είπε τίποτα για μια στιγμή. Δεν έδειχνε να καταλαβαίνει. Και μετά:
-“Εγγλέζοι;” ρώτησε. Η προφορά του ήτανε βαριά, αλλά η ερώτηση ήταν ευκρινής.
-“Ναι“.
-“‘Ακουσα τις φωνές σας. Εγγλέζοι“. Το πρόσωπό του συσπάστηκε και σκυθρώπιασε.
-“Πονάς;” ρώτησε ο Τζουντ. Ο άντρας έδειξε να βρίσκει την ερώτηση κωμική.
-“Αν πονάω;” επανέλαβε με πρόσωπο τεντωμένο από αγωνία κι ικανοποίηση ταυτόχρονα. “Θα πεθάνω“, είπε με σφιγμένα δόντια.
-“Όχι“, είπε ο Μικ, “θα γίνεις καλά-“
Ο άντρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, απολύτως σίγουρος.
-“Θα πεθάνω“, επανέλαβε μ’ αποφασιστική φωνή. “Θέλω να πεθάνω“. Ο Τζουντ πλησίασε πιο κοντά. Η φωνή του είχε εξασθενήσει.
-“Πρέπει να μας πεις τι να κάνουμε“, είπε. Ο άντρας είχε κλείσει τα μάτια. Ο Τζουντ τον τράνταξε απότομα για να συνέλθει.
-“Πες μας“, επανέλαβε. Η επίδειξη συμπόνιας είχε τελειώσει. “Πες μας τι συνέβη“.
-“Τι συνέβη;” είπε ο άντρας, συνεχίζοντας να κρατά τα μάτια του κλειστά. “Έπεσε. Ήταν απλώς μια πτώση, αυτό είναι όλο...”
-“Τι έπεσε;”
-“Η πόλη. Το Ποντούγιεβο. Η πόλη μου…”
-“Από που έπεσε;”
-“Από τον εαυτό της, φυσικά“. Ο άντρας δεν εξηγούσε τίποτα απλώς απαντούσε στον ένα γρίφο μ’ άλλο.
-“Που πήγαινες;” ρώτησε ο Μικ, προσπαθώντας να μη φαίνεται επιθετικός.
-“Ήθελα να προλάβω το Πόπολατς“, είπε ο άντρας.
-“Το Πόπολατς;” είπε ο Τζουντ. Ο Μικ άρχισε να πιάνει έναν λογικό ειρμό στην ιστορία.
-“Το Πόπολατς είναι μια άλλη πόλη. Σα το Ποντούγιεβο. Είναι αδελφές πόλεις. Υπάρχουν στον χάρτη-“
-“Που βρίσκεται η πόλη τώρα;” ρώτησε ο Τζουντ. Ο Βάσλαβ Γέλοβτσεκ προτίμησε να πει την αλήθεια. Για μια στιγμή δίστασε ανάμεσα στο να πεθάνει μ’ ένα γρίφο στα χείλη ή να ζήσει μέχρι να εξομολογηθεί την ιστορία του. Τι θα πείραζε αν τα ‘λεγε όλα; Δεν επρόκειτο να υπάρξει επόμενη αναμέτρηση. Όλα είχανε τελειώσει.
-“Ήρθανε να παλέψουν“, είπε, με φωνή πολύ αδύναμη τώρα, “το Πόπολατς και το Ποντούγιεβο. Αυτό γίνεται κάθε δέκα χρόνια“.
-“Να παλέψουν;” είπε ο Τζουντ. “Εννοείς ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι σφάχτηκαν;” Ο Βάσλαβ κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
-“Όχι, όχι. Πέσανε. Σας το ‘πα“.
-“Πως παλεύουνε;” ρώτησε ο Μικ.
-“Πηγαίνετε στους λόφους“, ήταν η μοναδική απάντηση. Ο Βάσλαβ άνοιξε λίγο τα μάτια. Τα πρόσωπα που διαγράφονταν από πάνω του ήτανε ταλαιπωρημένα κι αναστατωμένα. ‘Ήταν αθώοι κι είχαν υποφέρει. Είχανε το δικαίωμα ν’ ακούσουνε κάποιες εξηγήσεις.
-“Σα γίγαντες“, είπε. “Πάλευαν σα γίγαντες. Κατασκεύαζαν ένα κορμί από τα κορμιά τους, με καταλαβαίνετε; Τον σκελετό, τους μυς, τα κόκαλα, τα μάτια, τη μύτη, τα δόντια, όλα φτιαγμένα από άντρες και γυναίκες“.
-“Παραληρεί“, είπε ο Τζουντ.
-“Πηγαίνετε στους λόφους“, είπε ξανά, “να δείτε μόνοι σας αν λέω αλήθεια“.
-“Ακόμη κι αν υποθέσουμε-” άρχισε ο Μικ. Ο Βάσλαβ τον διέκοψε, ανυπομονώντας να ολοκληρώσει τη διήγησή του.
-“Ήτανε καλοί στο παιχνίδι των γιγάντων. Χρειαστήκανε πολλοί αιώνες εξάσκησης -κάθε δέκα χρόνια φτιάχνανε τη κατασκευή όλο και μεγαλύτερη. Η κάθε πόλη φιλοδοξούσε να ‘ναι μεγαλύτερη από την άλλη. Δένονταν όλοι με σκοινιά, άψογα. Τένοντες… σύνδεσμοι… Μέσα στη κοιλιά του υπήρχε τροφή… από τα νεφρά του έβγαιναν σωλήνες που απομάκρυναν τα απόβλητα. Αυτοί που βλέπανε καλά κάθονταν στις κόγχες των ματιών, όσοι είχανε δυνατές φωνές, στο στόμα και τον λάρυγγα. Δε θα πιστεύατε ποτέ πως υπάρχει τόσο καλοσχεδιασμένος μηχανισμός”.
-“Πράγματι, δεν το πιστεύω”, είπε ο Τζουντ και σηκώθηκε όρθιος
.
-“Είναι το σώμα του κράτους“, είπε ο Βάσλαβ, σχεδόν ψιθυριστά, “είναι το σχήμα της ζωής μας“.
     Σιωπή. Μικρά σύννεφα περάσανε πάνω από το δρόμο και σκορπίσαν αθόρυβα στον αέρα.
-“Ήταν ένα θαύμα“, είπε. Μίλησε σα να συνειδητοποιούσε για πρώτη φορά το πραγματικό μέγεθος αυτού του γεγονότος. “Ήταν ένα θαύμα“. Είχε πει αρκετά. Ναι, ήταν αρκετά. Αφού ειπωθήκανε κι οι τελευταίες λέξεις, το στόμα του έκλεισε και πέθανε.
     Ο Μικ πόνεσε γι’ αυτό τον θάνατο πολύ πιο έντονα απ’ ότι για τους χιλιάδες άλλους που ‘χαν αφήσει πίσω τους. ‘Ίσως γιατί ο συγκεκριμένος θάνατος ήτανε το κλειδί που απασφάλιζε την οδύνη που αισθανόταν για όλους. Ήταν ανίκανος ν’ αποφασίσει κατά πόσον ο άντρας είχε θελήσει να πει ένα φανταστικό ψέμα τη στιγμή που πέθαινε ή κατά πόσον αυτή η ιστορία ήταν αληθινή. Η φαντασία του ήταν πολύ στενή για να περιλάβει στα όριά της αυτή την ιδέα. Υπέφερε μόνο που το σκεφτόταν, κι η συμπόνια του ράγιζε κάτω από το βάρος της δυστυχίας που ένιωθε. Στάθηκαν στο δρόμο βλέποντας τα σύννεφα να ρίχνουν τις συγκεχυμένες, γκρίζες σκιές τους πάνω τους, καθώς έτρεχαν παρασυρμένα από τον άνεμο στη κατεύθυνση των αινιγματικών λόφων.
     Είχε σουρουπώσει. Το Πόπολατς δεν άντεχε να περπατήσει άλλο. Ένιωθε όλους τους μυς του εξαντλημένους. Σε διάφορα σημεία της τεράστιας ανατομίας του, κάποιοι είχαν πεθάνει αλλά η πόλη δεν πενθούσε για τα αποσυντεθειμένα της κύτταρα. Αν οι νεκροί ήταν στο εσωτερικό, τους άφηναν να κρέμονται από τα χαλινάρια. Αν βρίσκονταν στο δέρμα της πόλης, τους έλυναν από τη θέση τους και τους άφηναν να πέσουν κάτω στο δάσος.
     Ο γίγαντας δεν ήταν ικανός για οίκτο. Η μόνη του φιλοδοξία ήταν να συνεχίσει μέχρι τέλους.
     Όταν ο ήλιος χάθηκε από τον ορίζοντα, το Πόπολατς κάθισε να ξεκουραστεί σ’ ένα μικρό λοφίσκο, αναπαύοντας το τεράστιο κεφάλι του στα τεράστια χέρια του.
     Τα άστρα άρχισαν να βγαίνουν με τη συνηθισμένη τους επιφυλακτικότητα. Η νύχτα πλησίαζε, γιατρεύοντας μεγαλόψυχα τις πληγές της ημέρας, τυφλώνοντας τα μάτια που είχαν δει τόσο πολλά.
     Το Πόπολατς σηκώθηκε στα πόδια του κι άρχισε να προχωρεί με το βροντερό του βήμα. Η εξάντληση θα το παρέλυε γρήγορα. Δε θ’ άντεχε για πολύ. Σύντομα θα ξάπλωνε στον τάφο κάποιας χαμένης κοιλάδας και θα πέθαινε.
     ‘Όμως για λίγο ακόμη έπρεπε να προχωρήσει, παρ’ όλο που το κάθε του βήμα ήταν όλο και πιο οδυνηρό, μέσα στη νύχτα που άνοιγε τα μαύρα της πέταλα γύρω από το κεφάλι του. Ο Μικ ήθελε να θάψουν τον κλέφτη του αυτοκινήτου, κάπου στην άκρη του δάσους. ‘Όμως ο Τζουντ του εξήγησε ότι ένα θαμμένο πτώμα, στο υγιέστερο φως της αυριανής ημέρας, μπορεί να φαινόταν ύποπτο. Κι επιπλέον, ήταν παράλογο να ασχολούνται με ένα πτώμα όταν, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από το σημείο όπου στέκονταν, υπήρχαν κυριολεκτικά χιλιάδες άθαφτα πτώματα.
     Έτσι εγκατέλειψαν το πτώμα στο δρόμο και το αυτοκίνητο μέσα στο χαντάκι. ‘Αρχισαν ξανά να περπατάνε. Το κρύο όλο και δυνάμωνε, και πεινούσαν, αλλά τα λιγοστά σπίτια που συνάντησαν στο δρόμο τους ήταν κλειστά και κλειδωμένα.
-“Τι εννοούσε;” είπε ο Μικ, καθώς στέκονταν μπροστά σε άλλη μια κλειδωμένη πόρτα.
 -“Μιλούσε μεταφορικά-“
-“Όλη αυτή η κουβέντα για τους γίγαντες;”
-“Τροτσκιστικές ανοησίες-” επέμενε ο Τζουντ.
-“Δε νομίζω“.
-“Είμαι βέβαιοςΈβγαλε τον τελευταίο του λόγο. Πιθανότατα, τον προετοίμαζε εδώ και χρόνια“.
 -“Δε νομίζω“, είπε πάλι ο Μικ κι άρχισε να περπατά προς το δρόμο.
-“Γιατί;” ρώτησε ο Τζουντ πίσω από τη πλάτη του. “Δε φαινόταν ν’ απαγγέλλει τη κομματική του γραμμή“.
-“Θέλεις να μου πεις ότι πιστεύεις πως υπάρχουν γίγαντες εδώ γύρω; Για τ’ όνομα του Θεού!”
     Ο Μικ γύρισε ν’ αντικρίσει τον Τζουντ. ‘Ήτανε δύσκολο να διακρίνεις το πρόσωπό του μέσα στο σούρουπο, αλλά η φωνή του ήταν σοβαρή και φανέρωνε βεβαιότητα.
-“Ναι. Νομίζω πως έλεγε την αλήθεια“.
-“Αυτό είναι παράλογο. Είναι γελοίοΌχι“. Ο Τζουντ μίσησε τον Μικ εκείνη τη στιγμή. Μίσησε την αφέλειά του, την ανάγκη του να πιστεύει την όποια ηλίθια ιστορία στο βαθμό που τη διέκρινε μια δόση ρομαντισμού. Κι η συγκεκριμένη ήταν η χειρότερη, η πιο βλακώδης… “Όχι“, επανέλαβε. “Όχι. ‘Όχι. ‘Όχι“. Ο ουρανός ήταν λείος σαν πορσελάνη, και το περίγραμμα των λόφων μαύρο σαν κατράμι.
-“Έχω πεθάνει στο κρύο“, φώναξε ο Μικ μέσα από το σκοτάδι. “Θα κάτσεις εδώ ή θα έρθεις να περπατήσεις μαζί μου;”
-“Δε πρόκειται να βρούμε τίποτα σ’ αυτή τη κατεύθυνση“, φώναξε ο Τζουντ.
-“Είναι πολύ μακριά για να πάμε πίσω“.
-“Έτσι χωνόμαστε πιο βαθιά μέσα στους λόφους“.
 -“Κάνε ό,τι θες… εγώ φεύγω“.
     Τα βήματά του απομακρύνθηκαν. το σκοτάδι τον τύλιξε. Μετά από ένα λεπτό, ο Τζουντ τον ακολούθησε.
     Η νύχτα ήταν ξάστερη και κρύα. Συνέχισαν να περπατούν με τους γιακάδες τους σηκωμένους για να προφυλαχτούν από την παγωνιά, με τα πόδια τους πρησμένα μέσα στα παπούτσια τους. Πάνω τους ο ουρανός ολόκληρος ήταν μια παρέλαση αστεριών. Ένας θρίαμβος διάσπαρτου φωτός, από το οποίο το μάτι μπορούσε να φτιάξει αμέτρητα σχέδια. Μετά από λίγο τύλιξαν τα κουρασμένα μπράτσα τους, ο ένας γύρω από τον άλλο, για ζεστασιά και θαλπωρή.
     Γύρω στις έντεκα, είδαν από μακριά, φως στο παράθυρο ενός σπιτιού.
     Η γυναίκα στη πόρτα του πέτρινου αγροτόσπιτου δε χαμογέλασε όταν τους είδε, αλλά κατάλαβε τη κατάστασή τους και τους άφησε να μπούνε. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσουνε να εξηγήσουνε στη γυναίκα ή στον σακάτη άντρα της, αυτό που ‘χανε δει. Η αγροικία δεν είχε τηλέφωνο, ούτε είδανε κάποιο μεταφορικό μέσον, οπότε, ακόμη κι αν έβρισκαν κάποιον τρόπο να εκφραστούν, δε θα μπορούσανε να κάνουνε τίποτα.
     Με παντομίμα και γκριμάτσες εξήγησανε πως ήταν νηστικοί κι εξαντλημένοι. Προσπαθήσανε να τους εξηγήσουν επιπλέον ότι είχανε χαθεί, οικτίροντας την αφηρημάδα τους -είχανε ξεχάσει το βιβλίο με τους διάλογους στο Φολκσβάγκεν. Η γυναίκα δεν έδειξε να καταλαβαίνει πολλά απ’ αυτά που της έλεγαν, όμως τους έβαλε να κάτσουν δίπλα στη δυνατή φωτιά και ζέστανε μια κατσαρόλα με φαγητό στο μάτι της κουζίνας.
     Φάγανε πηχτή, ανάλατη σούπα μ’ αρακά κι αβγά. Σποραδικά χαμογελούσανε στη γυναίκα προσπαθώντας να της εκφράσουνε την ευγνωμοσύνη τους. Ο άντρας της κάθισε δίπλα στο τζάκι. Δεν έκανε καμιά απόπειρα να κουβεντιάσει με τους επισκέπτες ή έστω να γυρίσει να τους κοιτάξει.
     Το φαγητό ήτανε νόστιμο και τόνωσε το ηθικό τους.
     Θα κοιμόντουσαν μέχρι το πρωί και θα ξεκινούσανε για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Μέχρι την αυγή τα πτώματα στο πεδίο της μάχης θα ‘χανε μετρηθεί, θα ‘χαν αναγνωριστεί, θα ‘χανε μαζευτεί και θα ‘χανε σταλεί στις οικογένειές τους. Η ατμόσφαιρα θα ‘τανε γεμάτη από καθησυχαστικούς θορύβους και θα σβήνανε τα βογκητά, που ακόμη αντηχούσανε στ’ αφτιά τους. Θα ‘βλεπαν ελικόπτερα, φορτηγά με ανθρώπους που θα καθαρίζανε τη περιοχή. Όλες οι τυπικές διαδικασίες που συνοδεύουν ένα πολιτισμένο δυστύχημα. Και μετά από λίγο καιρό, θα ήταν ευπρόσδεκτο. Θ’ αποτελούσε τμήμα της εμπειρίας τους. Θα επρόκειτο πάντα για τραγωδία, φυσικά, μα μια τραγωδία που θα ‘τανε σε θέση να εξηγήσουνε, να ταξινομήσουνε και να μάθουνε να ζούνε μαζί της. Όλα θα πηγαίνανε καλά, ναι, όλα θα πηγαίνανε καλά. Με το ξημέρωμα της καινούριας μέρας.
     Ο ύπνος που φέρνει η μεγάλη κούραση, τους πήρεν αιφνιδιαστικά. Κοιμήθηκαν εκεί που κάθονταν, στο τραπέζι του φαγητού, με τα κεφάλια τους πάνω στα σταυρωμένα χέρια τους, ανάμεσα στ’ άδεια, βρώμικα πιάτα και τα ξεροκόμματα του ψωμιού.
     Δε καταλάβανε τίποτα. Δεν ονειρευτήκανε τίποτα. Δεν αισθανθήκανε τίποτα.
     Και τότε άρχισε ο ορυμαγδός.
     Ένας ρυθμικός βηματισμός ακούστηκε από τα έγκατα της γης, ο βηματισμός ενός τιτάνα, που βαθμιαία πλησίαζε. Η γυναίκα ξύπνησε τον άντρα της. Έσβησε τη λάμπα και πήγε στη πόρτα. Ο νυχτερινός ουρανός έλαμπε μ’ άπειρα αστέρια. Οι λόφοι υψώνονταν γύρω τους σκοτεινοί.
     Η βροντή συνέχιζε ν’ ακούγεται. Μεσολαβούσε μισό λεπτό ανάμεσα σε κάθε γδούπο, αλλά ήταν όλο και δυνατότερη.
     Σταθήκανε δίπλα-δίπλα στο κατώφλι της πόρτας, άντρας και γυναίκα κι αφουγκραστήκανε τους λόφους ν’ αντηχούνε τον θόρυβο μες στη νύχτα. Αστραπές, δε συνόδευαν αυτή τη βροντή.
     Μόνον ο θόρυβος.

                             Μπουμ!
                                                    Μπουμ!

     Το έδαφος έτρεμε. Σκόνη έπεφτε από το πρέκι της πόρτας και τα μάνταλα των παραθύρων κροτάλιζαν.

                                        Μπουμ!
                                                                    Μπουμ!

     Δε ξέρανε τι ήταν αυτό που πλησίαζε, αλλά όποιο σχήμα και να ‘παιρνε, όποιες και να ‘ταν οι προθέσεις του, δεν είχε νόημα ν’ απομακρυνθούνε. Το σημείο που κάθονταν, το αξιοθρήνητο καταφύγιο της αγροικίας τους, ήταν το ίδιο ασφαλές με οποιαδήποτε γωνιά στο δάσος. Πως θα μπορούσαν να διαλέξούν, από τα εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα, αυτό που θα έστεκε όρθιο όταν ο ορυμαγδός περνούσε; Ήταν καλύτερα να περιμένουν- να περιμένουν και να κοιτάζουν.
     Η όραση της γυναίκας δεν ήταν καλή, γι’ αυτό και δε πίστεψε στα μάτια της όταν είδε τη μαυρίλα του λόφου ν’ αλλάζει σχήμα και να υψώνεται μέχρι τον ουρανό, σβήνοντας το φως των αστεριών. Όμως το είδε κι ο άντρας της’ το αφάνταστα τεράστιο κεφάλι, που μέσα στο απατηλό σκοτάδι έμοιαζε ακόμη μεγαλύτερο, να διαγράφεται όλο και ψηλότερα, επισκιάζοντας μέσα στην αχαλίνωτη φιλοδοξία του ακόμη και τους λόφους.
     ‘Έπεσε στα γόνατα, μουρμουρίζοντας προσευχές, με τα πονεμένα από την αρθρίτιδα πόδια του στρεβλωμένα πίσω του.
     Η γυναίκα του ούρλιαξε: καμιά προσευχή απ’ αυτές που γνώριζε, κανένα ξόρκι, καμιά ικεσία δεν ήταν ικανή να εξουδετερώσει αυτό το τέρας.
     Μες στο αγροτόσπιτο ο Μικ ξύπνησε. Το τεντωμένο χέρι του, που ‘παθε ξαφνική κράμπα, τίναξε τα πιάτα και τη λάμπα από το τραπέζι.
     Έσπασαν. Ο Τζουντ ξύπνησε.
     Τα ουρλιαχτά στην εξώπορτα είχαν σταματήσει. Η γυναίκα είχε εξαφανιστεί μέσα στο δάσος. Οποιοδήποτε δέντρο, όλα τα δέντρα ήταν καλύτερα απ’ αυτό το θέαμα. Αράδες προσευχών συνέχιζαν ν’ αργοκυλούν από το άψυχο στόμα του άντρα της, καθώς ο γίγαντας σήκωσε το πόδι του για να κάνει άλλο ένα βήμα:

                                    Μπουμ!

     Το αγροτόσπιτο σείστηκε ολόκληρο. Τα πιάτα άρχισαν να χορεύουν στα ντουλάπια, έσπασαν. Ο πήλινος καπναγωγός κύλησε μέσα από την καμινάδα του τζακιού κι έγινε συντρίμμια στις στάχτες της λιθόπλακας. Οι εραστές γνώριζαν τον θόρυβο που αντηχούσε μέσα στο ίδιο το κορμί τους, αυτή τη γήινη βροντή. Ο Μικ πλησίασε τον Τζουντ και τον έπιασε από τους ώμους.
-“Βλέπεις“, είπε, με δόντια που φάνταζαν γκριζογάλανα μες στο σκοτεινό σπίτι. “Βλέπεις; Βλέπεις“;
     Υπήρχε ένα είδος υστερίας στη φωνή του. ‘Έτρεξε στην πόρτα, σκοντάφτοντας σε μια καρέκλα μέσα στο σκοτάδι. Χτυπημένος και βρίζοντας, βγήκε τρικλίζοντας έξω στη νύχτα…

                                                                  Μπουμ!

     Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Αυτή τη φορά έσπασε όλα τα τζάμια στο αγροτόσπιτο. Στην κρεβατοκάμαρα μια τράβα της στέγης ράγισε και μπάζα γέμισαν το πάτωμα. Ο Τζουντ συνάντησε τον εραστή του στο κατώφλι. Ο γέροντας είχε πέσει με το πρόσωπο στη γη, με τα άρρωστα, πρησμένα δάχτυλά του κυρτά, τα ικετευτικά του χείλη να πιέζουν το υγρό έδαφος.
   Ο Μικ κοίταζε ψηλά τον ουρανό. Ο Τζουντ ακολούθησε το βλέμμα του.
     Υπήρχε ένας χώρος στον ουρανό χωρίς αστέρια. Το σκοτάδι είχε πάρει το σχήμα ενός ανθρώπου, ενός τεράστιου, σωματώδους ανθρώπινου σκελετού, ενός κολοσσού που υψωνόταν μέχρι τ’ αστέρια. Δεν ήταν ακριβώς τέλειος ο γίγαντας. Το περίγραμμά του δεν ήταν καθαρό: αναδευόταν και μυρμήγκιαζε.
     Ήταν φαρδύτερος από κάθε ζωντανό άνθρωπο. Οι γάμπες του ήταν ασυνήθιστα κοντόχοντρες, και τα μπράτσα του δεν ήταν μακριά. Τα χέρια του, καθώς σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν, είχαν παράδοξες κλειδώσεις κι ήταν υπερβολικά λεπτά για τον κορμό του. Σήκωσε το ένα γιγάντιο, επίπεδο πόδι του και το ‘βαλε στη γη, κάνοντας ένα ακόμη βήμα προς το μέρος τους.

                                    Μπουμ!

     Το βήμα του προκάλεσε την κατάρρευση της στέγης. ‘Όλα όσα τους είχε πει ο κλέφτης του αυτοκινήτου ήταν αληθινά. Το Πόπολατς ήταν μια πόλη, και συγχρόνως ένας γίγαντας κι είχε φύγει στους λόφους…
     Τα μάτια τους είχαν συνηθίσει πια το νυχτερινό φως. Διέκριναν με κάθε φρικτή λεπτομέρεια τον τρόπο κατασκευής αυτού του τέρατος. ‘Ήταν ένα αριστούργημα ανθρώπινης μηχανικής: ένας άνθρωπος φτιαγμένος εξ ολοκλήρου από ανθρώπους. Ακόμη καλύτερα, ένας γίγαντας χωρίς φύλο, φτιαγμένος από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Όλοι οι πολίτες του Πόπολατς σφάδαζαν και τανύζονταν στο σώμα αυτού του πλεγμένου από ανθρώπινη σάρκα γίγαντα. Οι μύες τους ήταν τεντωμένοι σε οριακό σημείο, τα κόκαλά τους ήταν έτοιμα να σπάσουν. Είδαν με ποιον τρόπο οι αρχιτέκτονες του Πόπολατς είχανε διαφοροποιήσει ελαφρά τις αναλογίες του ανθρώπινου κορμιού: είχαν φτιάξει το πλάσμα κοντόχοντρο, για να χαμηλώσουν το κέντρο βάρους του τα πόδια του ήταν χοντρά σαν του ελέφαντα, για ν’ αντέχουν τον όγκο του κορμού, το κεφάλι ήταν χωμένο βαθιά μέσα στους φαρδιούς του ώμους, έτσι ώστε να ελαχιστοποιήσουν τα προβλήματα ενός αδύναμου λαιμού.
     Παρά τις όποιες παραμορφώσεις του, έμοιαζε τρομακτικά ζωντανό. Τα κορμιά που ήταν δεμένα μαζί για να φτιάξουν το δέρμα του ήταν γυμνά, δε φορούσανε τίποτα εκτός από τα χαλινάρια, μ’ αποτέλεσμα η επιφάνειά του να λάμπει στην αστροφεγγιά σαν ένας τεράστιος ανθρώπινος κορμός. Ακόμη κι οι μύες, αν κι απλοποιημένοι, ήτανε πολύ καλά αντεγραμμένοι. Διέκριναν τον τρόπο με τον οποίο τα δεμένα κορμιά έσπρωχναν και τραβούσαν το ένα το άλλο σε συμπαγείς χορδές σάρκας και οστών. Διέκριναν τους διαπλεκόμενους ανθρώπους που σχημάτιζαν το κορμί: οι πλάτες τους σαν πλάτες χελώνας είχαν στοιχηθεί για να σχηματίσουν την καμπύλη του θώρακα- οι δεμένοι και κομποδεμένοι ακροβάτες στους συνδέσμους των μπράτσων και των χεριών κουλουριάζονταν και ξετυλίγονταν εναλλακτικά για να κινούν τις αρθρώσεις της πόλης.
     Όμως, το εκπληκτικότερο όλων ήταν το πρόσωπο. Μάγουλα από ανθρώπινα κορμιά σπηλαιώδεις κόγχες ματιών, ο κάθε βολβός φτιαγμένος από πέντε ανθρώπινα κεφάλια μια φαρδιά κι επίπεδη μύτη ένα στόμα που ανοιγόκλεινε καθώς οι μύες του σαγονιού μάζευαν και άπλωναν ρυθμικά. Κι απ’ αυτό το στόμα, που για δόντια είχε φαλακρά παιδικά κεφαλάκια, έβγαινε η φωνή του γίγαντα, μια ασθενική πλέον απομίμηση της πρότερης έντασής της, που επαναλάμβανε την ίδια νότα ενός χαζού σκοπού.
     Το Πόπολατς περπατούσε και τραγουδούσε.
     Υπήρξε ποτέ, σ’ όλη την Ευρώπη, θέαμα αντίστοιχο μ’ αυτό;
     Ο Μικ κι ο Τζουντ το παρακολουθούσαν καθώς έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος τους.
     Ο γέροντας είχε κατουρηθεί πάνω του. Κλαίγοντας κι εκλιπαρώντας, σύρθηκε με τα χέρια στο χώμα, εγκαταλείποντας το ερειπωμένο σπίτι του, προσπαθώντας να βρει καταφύγιο μέσα στα δέντρα.
     Οι Εγγλέζοι έμειναν ακίνητοι στη θέση τους, παρακολουθώντας το θέαμα καθώς πλησίαζε. Ούτε ο τρόμος ούτε η φρίκη μπορούσαν να τους επηρεάσουν τώρα, μόνο το δέος που τους κρατούσε ριζωμένους στα πόδια τους. Γνώριζαν ότι αυτό ήταν κάτι που δεν θ’ αντίκριζαν ποτέ ξανά’ ήταν ο Κολοφώνας -μετά απ’ αυτό, όλα θα ήταν κοινότοπες εμπειρίες. Καλύτερα να μείνουν, λοιπόν, παρ’ όλο που με το κάθε βήμα πλησίαζε κι ο θάνατος. Καλύτερα να μείνουν και να το κοιτάζουν όσο ήταν ακόμη ορατό. Κι αν τους σκότωνε, αυτό το τέρας, τουλάχιστον θα είχαν δει ένα θαύμα, θα είχαν γνωρίσει το φρικτό μεγαλείο τον για μια μοναδική στιγμή.
     Ήταν δίκαιη συναλλαγή.
     Το Πόπολατς απείχε δύο βήματα από το αγροτόσπιτο. Βλέπανε τη πολυπλοκότητα της δομής του πεντακάθαρα. Διέκριναν τις λεπτομέρειες στα πρόσωπα των πολιτών κάτωχρα, μούσκεμα στον ιδρώτα, αλλά ικανοποιημένα μέσα στην κόπωσή τους. Μερικοί κρέμονταν νεκροί από τα χαλινάρια τους, με τα πόδια τους να αιωρούνται μπρος πίσω σαν απαγχονισμένοι. Άλλοι, ιδιαίτερα τα παιδιά, είχαν σταματήσει να υπακούουν στις οδηγίες κι είχαν χαλαρώσει, με αποτέλεσμα το σχήμα του κορμιού να εκφυλίζεται, να αναδεύεται μαζί με τα επαναστατημένα κύτταρα. Κι όμως περπατούσε ακόμη το κάθε του βήμα, μια ανυπολόγιστη προσπάθεια συγχρονισμού και κίνησης.

                                                                    Μπουμ!

     Το βήμα που ισοπέδωσε το αγροτόσπιτο ήρθε πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμεναν.
     Ο Μικ είδε τη γάμπα να σηκώνεται, είδε τα ανθρώπινα πρόσωπα στο καλάμι, στον αστράγαλο, στο πέλμα -ήταν στο μέγεθός του τώρα- όλοι μεγαλόσωμοι άντρες που ‘χαν επιλέξει να σηκώσουν το βάρος της γιγάντιας κατασκευής. Πολλοί ήταν νεκροί. Στη πατούσα είδε ένα συνονθύλευμα λιωμένων και ματωμένων κορμιών, πιεσμένων μέχρι θανάτου από το βάρος των συμπολιτών τους.
     Το πόδι κατέβηκε με βουητό.
     Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το αγροτόσπιτο είχε γίνει συντρίμμια και σκόνη.
     Το Πόπολατς έκρυβε ολοκληρωτικά τον ουρανό. Για μια στιγμή έγινε ολόκληρος ο κόσμος, γη και ουρανός. Η παρουσία του πλημμύριζε τις αισθήσεις σε εκρηκτικό βαθμό. Από τόσο κοντά, μια ματιά δεν μπορούσε να το αγκαλιάσει ολόκληρο’ το μάτι έπρεπε να περιφέρεται πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά για να το συλλάβει σ’ όλο του το μέγεθος, και πάλι το μυαλό αδυνατούσε να αποδεχθεί την αλήθεια.
     Ένα στροβιλιζόμενο αγκωνάρι εκτοξεύτηκε από το σπίτι όταν κατέρρευσε και χτύπησε τον Τζουντ καταπρόσωπο. Με το μυαλό του άκουσε το θανατηφόρο χτύπημα σαν μπάλα που χτυπούσε σε τοίχο ένα δυστύχημα σε ώρα παιχνιδιού. Κανένας πόνος -καμία μεταμέλεια. ‘Έσβησε σα το φως, -μικρό, ασήμαντο φως- η επιθανάτια κραυγή του χάθηκε μέσα στο πανδαιμόνιο, το κορμί του κρύφτηκε μέσα στη σκόνη και το σκοτάδι. Ο Μικ δεν είδε ούτε άκουσε τον Τζουντ να πεθαίνει.
     Ήταν πολύ απασχολημένος με το να παρακολουθεί το πόδι, που έκατσε για μια στιγμή στα ερείπια, ενώ το άλλο επιστράτευε όλη τη θέληση και τη δύναμή του για να σηκωθεί. Ο Μικ άρπαξε την ευκαιρία. Ουρλιάζοντας σα δαίμονας, έτρεξε προς το μέρος του ποδιού, ποθώντας ν’ αγκαλιάσει το τέρας. Σκόνταψε μέσα στα συντρίμμια, σηκώθηκε πάλι, ματωμένος, για να προλάβει ν’ αρπάξει το πόδι πριν σηκωθεί και μείνει πίσω. Ακούστηκε μια οχλοβοή αγωνίας όταν έφτασε στο πόδι η εντολή ότι έπρεπε να σηκωθεί ξανά, ο Μικ είδε τους μυς της κνήμης να μαζεύονται και ν’ αγκαλιάζονται όταν το πόδι άρχισε να υψώνεται. Πήδησε προς το μέλος τη στιγμή που άρχισε να εγκαταλείπει το έδαφος, προσπαθώντας ν’ αδράξει ένα χαλινάρι, ένα σκοινί, ανθρώπινα μαλλιά ή έστω ανθρώπινη σάρκα -οτιδήποτε για να πιάσει αυτό το διερχόμενο θαύμα και ν’ αποτελέσει τμήμα του. Καλύτερα να πήγαινε μαζί του, όπου κι αν πήγαινε, να υπηρετήσει τους στόχους του όποιοι κι αν ήταν, καλύτερα να πεθάνει μαζί του, από το να ζήσει χωρίς αυτό.
     Έπιασε το πόδι και βρήκε ένα ασφαλές στήριγμα στον αστράγαλό του. Τη στιγμή που ούρλιαξε εκστασιασμένος από την επιτυχία του, ένιωσε το πόδι να σηκώνεται, και κοίταξε μέσα από το στρόβιλο της σκόνης το σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως να υποχωρεί μαζί με τη γη.
     Το έδαφος είχε απομακρυνθεί κάτω από τα πόδια του. Είχε κάνει ωτοστόπ σ’ ένα Θεό- η ζωή που ‘χεν εγκαταλείψει δε σήμαινε τίποτε γι’ αυτόν τώρα και για πάντα πια. Θα ζούσε μ’ αυτό το πλάσμα, ναι, θα ζούσε μαζί του και θα το ‘βλεπε συνέχεια, θα το ‘τρωγε με τα μάτια, μέχρι να πεθάνει από καθαρή αδηφαγία.
     Φώναζε, ούρλιαζε κι έκανε κούνια πάνω στα σκοινιά, μεθώντας από τον θρίαμβό του. Κάτω, πολύ μακριά, είδε το κορμί του Τζουντ, κουλουριασμένο, χλωμό πάνω στο σκοτεινό χώμα, ανεπανόρθωτα χαμένο. Ο έρωτας, η ζωή κι η λογική είχανε χαθεί μαζί με τη θύμηση του ονόματός, του φύλου και των φιλοδοξιών του.
     Όλα ήταν ασήμαντα. Τελείως ασήμαντα.

                Μπουμ!
                                                            Μπουμ!

     Το Πόπολατς περπατούσε. Τα βήματά του σβήνανε στην ανατολή. Το Πόπολατς περπατούσε. Η φωνή του χανόταν στη νύχτα.
     Μια μέρα πέρασε κι ήρθαν τα πουλιά, οι αλεπούδες, οι μύγες, οι πεταλούδες, οι σφήκες. Ο Τζουντ μετακινήθηκε, ο Τζουντ μεταμορφώθηκε, ο Τζουντ γέννησε. Προνύμφες αναπτύχθηκαν μέσα στη κοιλιά του, το θρεπτικό κρέας του μηρού του φαγώθηκε στη φωλιά μιας αλεπούς. Μετά απ’ αυτό, όλα εξελίχθηκαν γρήγορα. Τα κόκαλά του κιτρίνισαν, τα κόκαλά του θρυμματίστηκαν: στη θέση που κάποτε είχε γεμίσει με απόψεις κι ιδέες, σύντομα απέμεινε ένα κενό.
     Σκοτάδι, φως, σκοτάδι, φως…
     Τ’ όνομά του δε διέκοψε τίποτα από τα δυο…

__________________________________________
In Τhe Hills, Τhe Cities…” (1986)
Το διήγημα περιλαμβάνεται στην
6τομη συλλογή διηγημάτων του:
Τα Βιβλία Του Αίματος” Εκδόσεις ΤΡΙΤΩΝ
Μτφρ.: Ροζίνα Μπέργκνερ

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *