
Ο Ελ Φρόντο Μάξιμο Κι Η Πτώση Του Φεγγαριού
Μη με ρωτήσετε πως τα ξέρω αυτά. Μη με ρωτήσετε πως τα έμαθα, ούτε πως τα είδα, ούτε ΓΙΑΤΙ τα είδα, ούτε ΓΙΑΤΙ σας τα λέω. Απλά τα είδα. Και τώρα με ανέβασαν μπροστά σε αυτό το κρύο κοινό και ένα βλάκα με σφυρί που επιμένει πως δεν είναι ξυλουργός, να τους τα πω. Γιατί κάτι έγινε κι είμαι ο μόνος που το είδε. Το ψυχρό κοινό ταρακουνήθηκε. Κάθισα και μου βάλαν ένα βιβλίο στα πόδια. Άρχισα να λέω…
Περπάταγε μόνος. Τα παπούτσια του μύριζαν ρούμι, τα χέρια του ήταν καλυμμένα ως τη μέση από τα μανίκια του παλτού. Σκαμμένο πρόσωπο, μύτη γαμψή. Καπέλο παράλληλο στη μύτη του. Κακός. Ηταν αυτό που οι κάτοικοι της πόλης φοβούνταν πιο πολύ σε κάθε επιδρομή. Μάλλον ήταν ένας από αυτούς. Ο θαλασσινός αέρας έφερε φαντάσματα μαζί του, τον ψέκασε στο πρόσωπο. Εκείνος χαμήλωσε το καπέλο και συνέχισε να περπατάει κουτσαίνωντας. Το περπάτημα του έμοιαζε με χαλασμένο ρολόι, που όσο πέρναγε η ώρα οι χτύποι συντόμευαν και δυνάμωναν. Κάτι πλησίαζε. Χώθηκε κοιτώντας αριστερά δεξιά σε μια είσοδο με χαμηλό φωτισμό. Οι χτύποι σταμάτησαν.
Νύχτα. Φεγγάρι. Γερασμένο, με στήθια που κρέμονται προς τη γη σα μουχλιασμένα φρούτα. Η πόλη λύγιζε χαμηλά, κουρασμένη. Ο θόρυβος του ξύλου που τρίζει, και η μυρωδιά του. Κρύο πολύ. Τι άλλο να σας πω. Κάθε φορά που έρχονται αυτοί, κάτι αλλάζει. Σα να σπείρουν λιβάνι από κηδεία στον αέρα. Και τα δένδρα να γίνονται ταφόπλακες. Τι άλλο να σας πω. Περίμενα. Μετά μπήκα κι εγώ μέσα. Δεν έβλεπα τίποτα. Μόνο μύριζα, ρούμι και σταφίδες κι ανθρώπινο ιδρώτα. Και γυναικείο άρωμα. Ελαφρύ, όχι πολύ, σου τρύπαγε τη μύτη όπως το καρφί τον τοίχο. Σύρθηκα σα μισοπαράλυτος ως το μέρος απ’ όπου έρχονταν τα βογγητά. Και το άρωμα. Σε μια καρέκλα απάνω, αφημένο το πανοφώρι του και το καπέλο, κατσιασμένο. Κάθισα. Πάνω στο καπέλο. Ένα παράθυρο φώτιζε θολά τη σκηνή. Μόνο τα παπλώματα έβλεπα. Κι απ’ έξω το φεγγάρι, να ραντίζει με το κίτρινο φως του τη σκηνή. Ακούστηκαν βήματα κάτω από το παράθυρο. Σταμάτησαν. Αναπνοές. Κάποιες φωνές μεθυσμένων, που προσπαθούσαν να μιμηθούν τον ήχο του βιολιού και να τραγουδήσουν μελωδίες από το καμπαρέ που είχε κλείσει εδώ κι ώρες.
Εκείνος σηκώθηκε απ’ το κρεββάτι, φόρεσε το καπέλο και τη καμπαρντίνα του στα γρήγορα κι έφυγε. Η γυναίκα έκλαιγε. Ήταν περίεργο, κανείς τους δε μ’ είδε, -ευτυχώς που πρόλαβα να σηκωθώ απ’ το καπέλο του, αλλιώς ποιος ξέρει που θα ήμουν τώρα… Βγήκε έξω. Βγήκα έξω. Ισως να πήγαινε πίσω στο πλοίο τους, δε ξέρω. Άρχισε να τρέχει, κουτσαίνωντας, να τρέχει και να ανασαίνει με δυσκολία. Κοπάναγε τις σιδερόπορτες πίσω του κι αγκομαχούσε, σα να ‘θελε κάπου να φτάσει πρώτος. Σταμάτησε έξω από την πύλη του νεκροταφείου. Το φως του φεγγαριού είχε γίνει μωβ. Τα δέντρα ήταν γυμνά και ξεραμένα. Μια θηλειά κρεμόταν από το μακρύτερο κλαδί. Μια άδεια θηλειά. Ένα ναρκοπέδιο γεμάτο πτώματα. Πνεύματα μάλλον. Κι οι ατμοί τους λες και κούναγαν το φεγγάρι πάνω κάτω, το θόλωναν.
Μπήκε μέσα. Χωρίς να κοπανήσει τη σιδερόπορτα. Ξεραμένος κι αφυδατωμένος σα σταφίδα. Ανέβηκε στο ψηλότερο λόφο. Εκεί, στα μαυσωλεία, μοναχικοί ζωντανοί, μοναχικοί νεκροί. Πλούσιοι. Η ζωή τους, ο θανατός τους, αγγελία ξεπεσμένου εργένη. Έτριψε τα χέρια του να ζεσταθεί. Ο ατμός της αναπνοής, του θολωνε το πρόσωπο, το κούναγε πάνω κάτω σα κούνια μωρού. Η σκιά μιας κουκουβάγιας τον σκέπασε προσωρινά, αλλά γρήγορα έφυγε. Ακολούθησε τη σκιά, πάνω στο βράχο. Μέχρι το ψηλότερο μαυσωλείο.
Σταμάτησε μπροστά στο κοντό κτίριο και κοίταξε δεξιά του το φεγγάρι. Ακούμπησε το μέτωπο στο κρύο μάρμαρο. Ένα φως άστραψε στο διπλανό δάσος. Ένα πρόσωπο έσκυψε πάνω απ’ το φεγγάρι. Σα να το πήρε απόφαση, όρμηξε πάνω στο κτίριο σπρώχνωντας με τους ώμους του την πόρτα. Τρεις φορές. Η πόρτα άνοιξε. Έσπασε. Όρμηξε μέσα. Σα να ζωντάνευαν τα κλάμματα της χήρας, τα κομμένα λόγια του παπά. Οι κατάρες των όσων είχε σκοτώσει. Ο ίδιος ο θαλασσινός αέρας, που αναγκάστηκε να γίνει συνοδός στα θανατικά ταξίδια και στις άδικες αιματοχυσίες του. Τον τράβηξε έξω αναπνέωντας θαλασσινό αέρα. Ένα πτώμα. Ένα κρανίο με τρίχες που ανέμιζαν άγαρμπα κι ένα τρύπιο καπέλο του γαλλικού ναυτικού. Πτώμα. Το ταρακούναγε εκδικητικά. Μετά το ακούμπησε κόντρα στο δέντρο κι άρχισε να το γρονθοκοπάει.Τρύπιο, ξεχαρβαλωμένο. Ντροπιασμένο για αμαρτίες παλιές. Χωρίς καμμιά μετάνοια, ντροπιασμένο. Το άφησε να πέσει, ταλαιπωρημένο, σα νυκτερίδα καμμένη από το φως.
Κάθησε κι ο ίδιος, στο χώμα. Ένα σύννεφο έκρυψε το μισόγυμνο φεγγάρι μέχρι τη μέση. Βαριανάσαινε. Έβγαλε το καπέλο και το ‘βαλε στο διπλανό σταυρό. Ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατα. Κοίταξε απότομα δεξιά. Προς το φεγγάρι. Φαινόταν μέσα από τη θηλειά. Στρογγυλό, καταλάθος στρογγυλό.
Το καπέλο του νεκρού ταρακουνήθηκε από τον αέρα. Αρμύρα…
Σηκώθηκε απότομα. Κοίταξε προς το φεγγάρι, έστριψε ένα τσιγάρο και κάθισε να κοιτάει τον νεκρό. Κοίταξα τη ταφόπλακα: Ελ Φρόντο Μάξιμο. Τ’ όνομα κάποιου χαμένου πειρατή. Θυμόμουν την ιστορία όλη. Ενας πειρατής, παλιός, που χάθηκε κάπου στις καραϊβες. Θεωρήθηκε νεκρός, θύμα μιας βίαιας ανταρσίας ενάντια στο καπεταναριό του. Μετά από μιαν έκλειψη, κάπου στη μέση του αλατιού, τόνε πέταξαν στα πεινασμένα ψάρια. Ο τάφος του χτίστηκε κενός, άδειος. Κι όλες οι μοιρολάτρισσες ήταν πληρωμένες. Το χέρι του Ελ Φρόντο Μάξιμο έκανε ένα γδούπο καθώς έπεφτε σα βαρίδι στο έδαφος. Γεμάτο δακτυλίδια.
Πλησίασε το πτώμα. Το κλώτσησε με φόρα, τόσο δυνατά που ξεκόλλησε το κεφάλι. Κύλησε κάτω, έφτασε μέχρι τη σιδερόπορτα και σφηνώθηκε ανάμεσα στα κάγκελα. Το φεγγάρι χαμήλωσε, βαρύ. Μετά σκοτείνιασε απότομα, δε ξέρω τι έγινε. Γύρισε προς το μέρος μου και κοίταζε τα δέντρα. Κάτι έψαχνε. Μετά ξαναγύρισε προς τον τάφο, πέταξε το τσιγάρο του στο πτώμα του παλιού πειρατή κι άρχισε να ταρακουνάει την ταφόπλακα πέρα δώθε. Σα δέντρο που το ξεριζώνεις. Ράγισε. Εκείνος συνέχισε. Τελικά την τράβηξε έξω κι έπεσε από πάνω της.
Άρχισε να την καθαρίζει με ταχύτητα, να βγάζει τα χώματα και τις ρίζες, από το μέρος που βρισκόταν κάτω από τη γη. Κάτι έλαμψε. Έλαμπε πολύ. Το ‘βλεπες σα δεύτερο φεγγάρι, κάτω από το χώμα, σα φτηνός αντικατοπτρισμός, με χωμάτινες απολήξεις. Το φίλησε.
Ήρθε πάλι προς το μέρος μου. Έψαχνε πάλι. Έσκυψε, σήκωσε μια πέτρα από χάμω και ξαναπήγε στον διαλυμένο τάφο. Πέταξε την πέτρα πάνω σ’ αυτό που γυάλιζε. Ταρακουνήθηκα. Το φεγγάρι χαμήλωσε. Σήκωσε την πέτρα και την ξαναπέταξε πάνω στο πράγμα που έλαμπε. Ξανά και ξανά. Και το φεγγάρι χαμήλωνε μες στους ατμούς. Και νόμιζα πως άκουγα τα τύμπανα των ιθαγενών των καραΐβων.
Τουπα-ταπα-τουπα-ταπα-τουπα-ταπα-τουπα-ταπα-τουπα-ταπα…
Χαμήλωνε ρυθμικά, σα να το είχανε δεμένο με τροχαλίες από την άκρη της γης και να το τράβαγαν. Λες κι ήταν θεατρικό σκηνικό κι είμασταν στο διάλειμα. Άκουγα και το σκουριασμένο τροχαλόσκοινο καθώς σερνόταν και τριβόταν πάνω στη τροχαλία. Σήκωσε ξανά την πέτρα, την σήκωσε όσο ψηλότερα μπορούσε και την πέταξε κάνωντας ένα σάλτο στην ταφόπλακα. Και τότε συνέβη:
Το φεγγάρι θάφτηκε. Κάπου έπεσε και χώθηκε μέσα στα χώματα. Και τα χώματα έκλεισαν από πάνω. Και χτίσανε μια πόλη από πάνω. Και περπατεί κόσμος πάνω στο φεγγάρι. Ναι, περπατεί! Και χωρίς να το ξέρει. Άμα σκάψεις τη γη ίσαμε σαράντα γιάρδες, θα το δεις. Γκρι σκοτεινό, μουντιασμένο, σα πεθαμένο. Με τρίχες να κρέμονται. Και δακτυλίδια. Άσχημο. Χωρίς μοιρολάτρες να το κλαίνε.
15/10/2001
Εκδρομή Του Μηχανικού Στο Αεροδρόμιο
Μετακινήθηκε παράλληλα προς το κάθισμα και κάθισε δυό θέσεις παραδίπλα. Κοίταξε ευθεία μπροστά και τα μάτια του άναψαν σπίθες, οι κόρες τους ανοιγόκλεισαν και τα ανοιγόκλεισε απότομα. Η κίνηση στο αεροδρόμιο αυξημένη όπως πάντα, αλλά οι τοίχοι έμοιαζαν να ρουφάνε κάθε ήχο μέσα στην τεράστια αίθουσα αναμονής. Ενοιωθες πως όταν κάποιος θα άνοιγε το στόμα του να μιλήσει, ένας τεράστιος ανεμιστήρας στο μακρινό ταβάνι θα ρούφαγε τον ήχο σα μπουρμπουλήθρα. Οι κινήσεις αργές, τα καρότσια έμοιαζαν να σέρνονται κοιμισμένα πάνω στο μάρμαρο, και οι βαλίτσες τραμπαλίζονταν σα χοντρές χορεύτριες μπαλλέτου στους ιμάντες.
Στο χέρι του κρατούσε μια σακκούλα άσπρη με κόκκινο πλαίσιο μαζί με ένα περίεργο εξάρτημα μηχανολογικό. Κόσμος πέρναγε μπροστά του, πέρασα και εγώ μπροστά του. Μου δόθηκε η εντύπωση πως ήταν σκαλιστός στον τοίχο, έτσι ακίνητος που καθόταν σα παγωμένο κρύσταλλο. Και καθώς τον προσπέρασα, μου φάνηκε να χάνει τις τρεις του διαστάσεις, να μην είναι πιά σκαλιστός και ανάγλυφος, μα να γίνεται επίπεδος, ζωγραφιστός. Κόλλησε πίσω στον τοίχο σαν αυτοκόλλητο και οι κόρες των ματιών του αναδιπλώνονταν ρυθμικά. Καμμιά απολύτως κίνηση, έμοιαζε να μην αναπνέει. Το χέρι του στιλβωμένο πάνω στη σακκούλα, την κράταγε σα γερανός σφιχτά.
Ηταν το μόνο ακίνητο κομμάτι της αίθουσας αναμονής. Κομμάτι. Σαν τοίχος. Παγερά ανέκφραστος, σκαλισμένη μορφή σε μάρμαρο. Η μόνη κίνηση πάνω του ερχόταν όταν κάποιος άνοιγε την πόρτα, και ο αέρας έσπρωχνε τα μαλλιά του προς τα αριστερά, όλα μαζί, σα να ήταν κολλημένα.
Στην απέναντι μεγάλη τζαμαρία έπεφταν οι σκιές των αεροπλάνων, και τραμπαλιζόταν από τους αέρες. Δίπλα του μια γιαγιά είχε αποκοιμηθεί και έγερνε το κεφάλι της στον τετράγωνο του ώμο. Μόλις τον ακούμπησε, ξύπνησε απότομα και πετάχτηκε προς την άλλη μεριά. Εκείνος σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς άλλη θέση.
Το περπάτημα του έμοιαζε κουρδισμένο… Κούναγε το δεξί χέρι ταυτόχρονα με το αριστερό πόδι, εναλλάξ μετά και για το άλλο πόδι. Και το κεφάλι του έστριβε ανεπαίσθητα προς τις γωνίες της αίθουσας, σα να ψάχνει κάτι να βρει. Το δεξί του χέρι πλησίασε το αριστερό, άρπαξε το μηχανολογικό εξάρτημα και το έχωσε βίαια στην δεξιά τσέπη. Κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα.
Το μάτι του καθρεπτιζόταν πάνω στον καθρέπτη και το είδωλο του τραμπαλιζόταν σα φλιπεράκι μεταξύ του καθρέπτη και του ματιού του, και έμοιαζε να ξεμακραίνει ολοένα. Οι κόρες των ματιών του συστάλθηκαν απότομα. Μπερδεύτηκε, και κοίταξε κάτω στο νιπτήρα. Εβγαλε το μηχανικό εξάρτημα και το ακούμπησε στον νιπτήρα. Εβρεξε τα χέρια του και άπλωσε το νερό πάνω στα μαλλιά του. Στέγνωσαν αμέσως.
Κλείστηκε σε μιά από τις μονωμένες τουαλέτες. Εβγαλε το κίτρινο γκρι μπουφάν και την μπλούζα του. Από την δεξιά τσέπη του έβγαλε ένα χωνί και το στερέωσε στον δεξιό του ώμο, στην τρύπα που είχε εκεί. Εβαλε το κλειδί στην ειδική θήκη στο στέρνο του και ετοιμάστηκε.
Το εξάρτημα. Εψαχνε στη μνήμη του να βρει το εξάρτημα. Μόνο με αυτό θα μπορούσε να γυρίσει το κλειδί στο στέρνο του. Πανικόβλητος, άφησε τα ρούχα του μέσα στην τουαλέτα και βγήκε με το χωνί στον ώμο και το κλειδί στο στέρνο μπροστά στον καθρέπτη, όπου είχε αφήσει το εξάρτημα. Το μάγκωσε στα δάχτυλα του, και τη στιγμή που έκανε να γυρίσει για να ξαναμπεί στην τουαλέτα, ανοίγει η πόρτα. Οι τοίχοι παγώνουν και βράζουν ταυτόχρονα. Οι κόρες των ματιών του πάλλονται σαν ανθρώπινες καρδιές, με ψεύτικη αγωνία, ατσάλινη. Το χωνί στον ώμο του τραμπαλίζεται και η αλυσιδίτσα στο κλειδί τρέπεται αριστερά δεξιά. Το νερό στη βρύση ακόμα τρέχει. Εκείνος έχει το εξάρτημα στο χέρι του.
Απέναντι, παγωμένος και φοβισμένος, μόλις είχε μπει ο υπάλληλος που καθάριζε τις τουαλέτες. Το μουστάκι του είχε παγώσει και από κάτω το στόμα του έμοιαζε με χωνί, παγωμένο και τρεμάμενο συνάμα. Ετρεμε, καρφωμένος στην ίδια θέση. Κοιτούσε ευθεία μπροστά, αυτό το πράγμα που σα χαλασμένο εργοστασιακό εξάρτημα είχε μεταμφιαστεί σε άντρα και ανάσαινε σα κουρασμένος εργάτης δίπλα στο νιπτήρα. Οι ιμάντες μέσα του, οι τροχαλίες, οι βίδες, οι μετρητές και τα καλώδια μέσα του, όλα ανάσαιναν αποτελεσματικότητα. Και ποτέ σα μηχανή δεν είχε αποτύχει.
Άρπαξε το εξάρτημα από το νιπτήρα και το χέρι του μαγνητίστηκε γύρω του. Στιλβώθηκε εκεί, σα να γεννήθηκαν μαζί ως μηχανές, από την ίδια μηχανή. Εσφιξε στη γροθιά του την αλλόκοσμη τανάλια και την βούιξε με δύναμη στο κεφάλι του ανθρώπου. Ξεκόλλησε την τανάλια από το σμπαραλιασμένο κεφάλι, και την κάρφωσε στην πλάτη του καθώς ο άνθρωπος έπεφτε. Γραμμές αίματος στόλισαν προσωρινά τον αέρα, ύστερα κάθισαν πάνω στο δέρμα του, στο χωνί, στους τοίχους, και στα μάτια του απάνω. Τα μάτια του έκλεισαν και ξανάνοιξαν, οι κόρες συστάλθηκαν και διεστάλλησαν, και το αίμα πετάχτηκε με βία από μέσα τους. Μπήκε πάλι στην τουαλέτα.
Κλείστηκε εκεί. Το πτώμα έξω είχε κολλήσει το πάτωμα. Τα γυαλιά του άχνιζαν, το στόμα του κολλημένο στο πάτωμα, το μουστάκι λερωμένο από το ίδιο του το αίμα. Η κηλίδα αίματος γύρω μεγάλωνε. Ηχος κανένας, το τεράστιο βεντιλατέρ του αεροδρομίου μούγκωνε τα πάντα.
Εκείνος πανικόβλητος έκοψε το σωλήνα από το καζανάκι και τον έβαλε στο χωνί. Με την τανάλια γύρισε το κλειδί στο στήθος του, και το χωνί άρχισε να ρουφάει το νερό. Μαζί με το νερό, μπήκαν μέσα του και οι ρανίδες αίματος που είχαν πεταχτεί πάνω στο χωνί. Τα υγρά στροβιλίστηκαν για λίγο στο χωνί παίρνωντας μια ροζ απόχρωση σα βυσσινάδα και χάθηκαν στις εσωτερικές του σωληνώσεις. Τα μάτια του άστραψαν. Έβγαλε το χωνί και το κλειδί. Πέταξε το κλειδί στη χέστρα και τράβηξε το καζανάκι. Ντύθηκε και βγήκε γρήγορα πάλι έξω, στην αίθουσα αναμονής.
Το τεράστιο βεντιλατέρ που ρούφαγε τους ήχους είχε σταματήσει να δουλεύει. Τώρα μπερδευόταν από τους πολλούς ήχους, μπλέκονταν, γίνονταν μια τεράστια πολύχρωμη γιρλάντα και χώνονταν βίαια σα τρυπάνι μέσα στα αυτιά του. Τα πόδια του άρχισαν να κουνιούνται ρυθμικά, ακολουθώντας τον άτυπο ρυθμό του θόρυβου. Τα κούναγε πάνω κάτω και τα έτριβε με μηχανικές κινήσεις πάνω στο μάρμαρο. Ακουγόταν μέσα σε όλους τους άλλους ήχους και ο θόρυβος από τους πιεστήρες και τους ιμάντες στα πόδια του. Ενα παιδάκι τον πιτσίλισε με το νεροπίστολο στο γόνατο και το υγρό διαπέρασε το ύφασμα και έβρεξε το δέρμα του. Κρύωσε.
Ξαφνικά στο μυαλό του άστραψαν οι εικόνες από τη δολοφονία που μόλις είχε διαπράξει. Η τανάλια καθώς σφηνωνόταν ανάμεσα στα κόκκαλα και τους ιστούς του κρανίου, οι πιτσιλιές το αίμα, τα λευκά πλακάκια που λαμπύριζαν από πίσω, και ο ήχος από το νερό που έτρεχε στη βρύση και στο καζανάκι μέσα στην τουαλέτα. Ανατρίχιασε. Τα μαλλιά του κάθισαν σε μια περίεργη στάση, πεταγμένα όρθια και σγουρά.
Για μια στιγμή τα πάντα πάγωσαν γύρω. Ο καπνός που πλανιόταν γύρω πάγωσε και έμεινε στον αέρα κρυσταλλωμένος, ο κόσμος πάγωσε και κοκκάλωσε σαν πέτρινα αγάλματα. Εκείνος σηκώθηκε και περπάτησε προς την έξοδο. Καθώς έφευγε, οι ανάγλυφοι άνθρωποι, σα μαρμάρινες μορφές, του φάνηκαν να στιλβώνονται επίπεδοι, σα ζωγραφιές με μια διάσταση. Πέταξε την τανάλια στον καπνό και θρυματίστηκε. Περπάτησε προς την έξοδο και ξανακοκκάλωσε, πριν όλα ζωντανέψουν ξανά.
10/1/2002
Η Μελοδραματική Δολοφονία Του Σενιόρ Φελίπε Σάντσεζ
Οι υπόλοιποι είχαν αποκοιμηθεί γύρω από την πισίνα. Ο ήλιος στο ψηλότερο σημείο. Κάτω φαινόταν η παραλία και τα άσπρα κυματάκια της θάλασσας, ο κόσμος που βούταγε και τα φρίσμπι που βολτοφέρναν πάνω κάτω τον κάβο. Αραλίκι. Καλοκαίρι. Φραπέ ή κοκτέιλ, όλοι με μια τράπουλα στο χέρι. Νότια Ισπανία, τα παράλια στη Μεσόγειο. Γήινος παράδεισος…
Χαμένος στο δρόμο, περπατώντας κάπου μεταξύ Νεβάδας και Βαλένθιας. Ο ιδρώτας να βολτοφέρνει στο μέτωπο του. Πουκάμισο ανοιχτό, φανελάκι βρώμικο από τη λάσπη και μαλλί κολλημένο στο κεφάλι σα τρίχινο τουρμπάνι. Ήλιος κι αντιηλιά από την άσφαλτο. Άκουγε τον εαυτό του ν’ αναπνέει. Άκουγε τα πόδια του να σηκώνονται και να ξανακουμπάνε το έδαφος. Είχε γίνει πιά μηχανικό το περπάτημα. Το ένα πόδι πήγαινε πιο μπροστά για να μην πέσει. Και μετά το άλλο. Εναλλάξ και περπάταγε. Νόμιζες πως κάτω από το δέρμα του αντί για κόκκαλα και μύες είχε δοκάρια και τροχαλίες, πρωτόγονα μηχανήματα για να περπατάει «αυτόνομα». Κάπου μακριά φάνηκε μια πινακίδα.
Ο Ενρίκε σηκώθηκε. Γελούσε, έτσι που είχαν αποκοιμηθεί οι άλλοι. Εμοιαζαν με αυγά χυμένα αδέξια σε κάποιο τηγάνι. Άλλοι τους είχανε μείνει με το στόμα ανοιχτό, με μύγες να σουλατσάρουν στο μπράτσο, άλλοι κρατούσαν ακόμα το ποτήρι με την πίνια κολάντα και αποκοιμόντουσαν ενώ το ποτό χυνόταν στο νερό της πισίνας. Αραλίκι. Δυο-τρεις γκόμενες ανέβηκαν από την παραλία στην πισίνα. Ο Ενρίκε έγνεψε στη μια κι αυτή κάθησε κοντά του.
Εψαξε βιαστικά στις τσέπες του. Το παντελόνι κόλλαγε στα πόδια του από τον ιδρώτα κι η πλάτη του έλιωνε. Μύριζε επιτέλους την αλατίλα της παραλίας. Έφτανε. Έβγαλε ένα πιστόλι από την τσέπη. Ο δρόμος άδειος. Μόλις έφτασε μπροστά στην πινακίδα, το έστρεψε στον αριθμό των χιλιομέτρων κι άνοιξε μια τρύπα, ακριβώς στο κέντρο του οχτώ. Ο σενιόρ Φελίπε Σάντσεζ φαινόταν πραγματικά έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Και πραγματικά πολύ κουρασμένος.
-“Τι θα πιεις κούκλα; Λέγομαι Ενρίκε και το μέρος αυτό είναι δικό μου“.
-“Δε θα έλεγα όχι σ’ ένα μπακάρντι με τριμμένο πάγο κύριε Ενρίκε“.
-“Μη με λες κύριο, νιώθω άσχημα“.
-“Αλήθεια, κύριε Ενρίκε, ο συνέταιρος σας Ντον Φελίπε, τι απέγινε; Τον ψάχνω, μου είχε εμπιστευτεί κάτι δικό του και πρέπει να του το επιστρέψω“.
Το μάτι του Ενρίκε άστραψε. Τώρα γίνονταν όλα ξεκάθαρα επιτέλους. Ο Φελίπε έλειπε δύο εβδομάδες τώρα κι είχε θεωρήσει πως έφυγε, όπως έλεγε, για το Μαϊάμι. “Εμ βέβαια“, σκέφτηκε ο Ενρίκε, “ο Φελίπε παραείναι ηλίθιος για να κάνει κάτι τέτοιο. Θα γυρίσει εδώ, έτσι δειλός που είναι. Και θα πει ως πρόσχημα πως άφησε το πορτοφόλι του στη γκόμενα αυτή. Όλο τρύπια άλλοθι είσαι, Φελίπε“.
-“Ο Φελίπε όταν έφυγε μου παραχώρησε την κυριότητα του μέρους. Μου είχε πει οτι θα πήγαινε στο Μαϊάμι για νέες δουλειές. Δε νομίζω να τον ξαναδούμε“.
Σηκώθηκε και έκανε νόημα στο σερβιτόρο.
Μυρωδιά αλατιού και βρεγμένου γυναικείου κορμιού. Αντιηλιακό, άμμος, θαλασσίλα. Κι ένα ελαφρύ άρωμα μπύρας, μάλλον από ψευδαίσθηση. Στο βάθος η θάλασσα, με τ’ άσπρα κυματάκια. Κτήρια χαμηλά, με κήπους, δρόμοι μεγάλοι και γεμάτοι εντυπωσιακά αυτοκίνητα. Γυναίκες καλοντυμένες με οπίσθια κουνάμενα σα τραμπάλες. Κι ο άλλοτε αξιοπρεπέστατος σενιόρ Φελίπε Σάντσεζ, καταϊδρωμένος σα κομμάτι καταϊφι με σορόπια, να ζέχνει τη βρώμα της ταξιδιάρικης κούρασης, την υγρασία που του έκοβε την πλάτη στα δυο, αξύριστος κι αχτένιστος. Και τα μάτια της υψηλής κοινωνίας στραμμένα πάνω του, χωρίς ν’ αναγνωρίζουν καν ποιός είναι, μα μονάχα να αναρωτιούνται «αχ τον φουκαρά, πως να βρέθηκε σε τέτοια κατάσταση;».
Πέρασε έξω από μιά μπυραρία, έπαιζε το “Τhe Thrill Is Gone“. Άρχισε να σιγοτραγουδάει τα λόγια και το βήμα του γρηγόρεψε.
Ο Ενρίκε γύρισε πλάι στην κοπέλα με δύο ποτά.
-“Το μπακάρντι σας μαντάμ. Παραξενεύομαι, ακόμα δε μου είπατε το όνομα σας…”
-“Προτιμώ να μένω ανώνυμη“.
Ο Ενρίκε πάγωσε. Πρώτη φορά αποτυγχάνει. Μετακινήθηκε λίγο στην ξαπλώστρα και πλησίασε πιο πολύ την όμορφη γυναίκα.
-“Κοιτάτε, ξέρω πως άπειροι πριν από μένα σας έκαναν τα κοπλιμέντα του τύπου «τα μάτια σας είναι σαν ανοιχτό πέλαγος, αφήστε με να γίνω καϊκι ναυαγημένο σ’ αυτά» και διάφορα παρόμοια. Δε θέλω να γίνω σα τους άλλους“. Η κοπέλα ρούφηξε λίγο από το ποτό της και τον κοίταξε στα μάτια. Δε μιλούσε. “Μη γίνεστε ψυχρή. Αλήθεια, γιατί μου αρνείστε το όνομα σας; Είναι μήπως απόρρητη πληροφορία;”
Η κοπέλα σηκώθηκε, κρατώντας το ποτό.
-“Αν έρθει ο κύριος Σάντσεζ, θα ‘μαι στο δωμάτιο τετρακόσια είκοσι οχτώ. Πείτε του πως είναι επείγον“.
-“Μα…“
-“Σας ευχαριστώ για το ποτό“.
H ταμπέλα φάνηκε: «Albergo Della Notte». Πανδοχείο Της Νύχτας. Θυμόταν σα χθες, πως τούβλο-τούβλο το είχε χτίσει. Θυμόταν το πρόβλημα που είχε προκύψει με την υδροδότηση της πισίνας, τα συνεταιριλίκια με κείνο τον απατεώνα τον Ενρίκε. Και τώρα, όσο έλειπεν εκείνος σε μιά αποτυχημένη κομπίνα στο Μαϊάμι, ο Ενρίκε να λυμαίνεται τους κόπους του. Να φέρνει φίλους του, να διοργανώνει όργια στο ξενοδοχείο και μονάχα σε τέσσερα δωμάτια να έχει κανονικούς πελάτες. Όλα τ’ άλλα από τους τσόγλανους τους φίλους του Ενρίκε. Σίγουρα είχε απολύσει ορισμένες καθαρίστριες λόγω οικονομικού ελλείματος και το ξενοδοχείο θα βρώμαγε τρισάθλια. Μόνο τον μπάρμαν δε θ’ απέλυσε. Ίσιωσε το γιακά του κι ανέβηκε τα σκαλιά της πισίνας.
Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν. Ο Ενρίκε πάγωσε για μια στιγμή. Μετά σηκώθηκε τρομαγμένος, σα να είχε ξυπνήσει από κάποιο ευχάριστο όνειρο, μάζεψε τις πετσέτες του και το ποτό κι ανέβηκε γρήγορα προς τα πάνω. Ο Φελίπε κάθησε σε μια από τις σεζλόνγκ. Έβαλε τα χέρια πίσω από το κεφάλι και κάθησε να κοιτάει τα ελάχιστα βαμβάκια γύρω από τον ήλιο.
Tο επόμενο πρωί ο σενιόρ Φελίπε Σάντσεζ βρέθηκε πνιγμένος να επιπλέει στην πισίνα…
15/11/2001
Ο Πανδοχέας Κι Η Μαριονέτα
Το ζευγάρι απομακρύνθηκε βιαστικά από το συντριβάνι. Είχε αρχίσει να βρέχει. Ο ουρανός είχε το μωβ φθινοπωρινό χρώμα της βραδιάς, τα κτήρια γύρω κοκκίνιζαν από ντροπή. Πιασμένοι χέρι-χέρι, ακολούθησαν τον ήχο του τακουνιού της γυναίκας πάνω στα καλντερίμια της Ρώμης. Κάπου βαθιά, στα σπλάχνα της φθινοπωριάτικης Ιταλίας, ένα ζευγάρι μόνο στο δρόμο. Κι η βροχή να ραντίζει ανελέητα και να μουσκέυει το γκρι του χώματος.
Φτάσανε στο πανδοχείο και μπήκαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν μέσα. Άφησαν τις ομπρέλες τους στην είσοδο. Η γυναίκα ανατρίχιασε και κούνησε περίεργα το κεφάλι της για να διώξει το ρίγος από πάνω της.
Ο πανδοχέας καθόταν ακίνητος πίσω από το γραφείο της ρεσεψιόν και κοίταζε ατάραχα ευθεία μπροστά. Έμοιαζε γυάλινος. Τα μάτια του ακίνητα, σα στιλβωμένα και βαμμένα από πάνω με κάποια χρώματα ξεφτισμένα, όπως τα παλιά τσίγκινα παιχνίδια. Ένα καπέλο κάλυπτε το πάνω μέρος του κεφαλιού του, σαν να έκρυβε κάποια τεράστια πληγή. Το κεφάλι του ήταν χωμένο μέσα στο καπέλο. Τα φρύδια του ήταν παχιά, μισά έξω από το καπέλο και μισά καλυμμένα από αυτό. Ηταν αξύριστος και χλωμός και κοίταζε ευθεία μπροστά, ένα λεκέ στην πράσινη ταπετσαρία του απέναντι τοίχου, ένα λεκέ από την υγρασία της βροχής.
Το ζευγάρι πλησίασε τη ρεσεψιόν. Ολα τα κλειδιά ήταν στη θέση τους. Έμοιαζαν να κουνιούνται λίγο, να τρέμουν, σα να ήθελαν να φύγουν από τα μικρά κουτάκια όπου τα είχαν κλεισμένα. Ο άντρας έβγαλε στυλό και συμπλήρωσε τα στοιχεία του στο τετράδιο που υπήρχε πάνω στον ξύλινο πάγκο. Μιά διανυκτέρευση. Τομασίνο Ουμπέρτο και Λύντια Αστραπόντε. Κι υπέγραψε.
Ο πανδοχέας σήκωσε το δεξί του χέρι. Κολλημένη σ’ αυτό, από τον αγκώνα και πάνω ήταν μια μαριονέτα. Ξεφτισμένη από παλιό ξύλο που είχε ρουφήξει υγρασία, με λευκό δέρμα και μάτια που έμοιαζαν να έχουν ξεβάψει και μαλλιά κόκκινα λαμπερά. Φορούσε κοστούμι όμοιο με αυτό του αφεντικού του. Ενα πράσινο σακάκι με μπαλώματα στους αγκώνες κι ένα πορτοκαλί κοτλέ παντελόνι. Και καρό πράσινο πουκάμισο. Η μαριονέτα αναδύθηκε σιγά σιγά πίσω από τον πάγκο. Εκλεισε το τετράδιο κι άνοιξε το στόμα της.
-“Σας εύχομαι ευχάριστη διαδρομή” είπε και χαμογέλασε δίνοντας στον άντρα το κλειδί.
Εκείνος στάθηκε για μια στιγμή παραξενεμένος, μα η γυναίκα τον άρπαξε από το χέρι κι ανέβηκαν μαζί γρήγορα τις σκάλες. Ο πανδοχέας έμεινε να κοιτά τον λεκέ στον απέναντι πράσινο τοίχο. Πριν σαράντα χρόνια, όταν ήταν νέος ακόμα και δούλευε στο λιμάνι, εκεί στις αποβάθρες, μεταφέροντας κιβώτια με προϊόντα για τις μακρινές χώρες της ανατολής, είδε το χέρι του να κόβεται από ένα συρματόσχοινο. Τυλίχτηκε γύρω από τον αγκώνα του, του το έκοψε από εκεί και κάτω, και το πέταξε πάνω στο σκαρί του πλοίου. Το αίμα κύλησε πάνω στην πλώρη, όπως παλιά που πετάγαν μπουκάλια σαμπάνιας για το καλοτάξιδο και λουζόταν το πλοιό το πιοτό. Και το πλοίο βάφτηκε με το αίμα του.
Έκτοτε, στο χέρι του πάνω φιγουράρει αυτή η μαριονέτα. Του τη κόλλησε εκεί ο ιατρός γιατί ήταν φτηνή, πιο φτηνή από χέρι με γάτζο. Σαρκαστική, τα βράδια να τραγουδά καθώς ο πανδοχέας κοιμάται, “κόψτου το χέρι για να χωρέσει στο μανίκι“. Να γυαλίζουν τα ξεφτισμένα μάτια της, κάθε φορά που ο πανδοχέας προσπαθούσε να ξαναμιλήσει. Του έφυγε φαίνεται, μαζί με το χέρι κι η λαλιά. Κι ο πανδοχέας κοιτούσε χλωμός κι αξύριστος, με το κεφάλι κλεισμένο από το καπέλο, τον λεκέ στον πράσινο τοίχο.
Το νερό χτύπαγε δυνατά στο τζάμι. Το νερό κύλαγε πάνω στα τζάμια και αυλακωνόταν, όπως το γλυκό πιοτό της σαμπάνιας που λούζει τα νέα πλοία πριν από το πρώτο τους ταξίδι. Το ζευγάρι καθόταν ξαπλωμένο στο κρεβάτι να καπνίζει. Με μάτια σα ξεφτισμένα, γυμνοί κι οι δύο. Το φως αναμμένο. Η μαριονέτα έκανε βόλτες στα μυαλά τους. “Σας εύχομαι ευχάριστη διαδρομή. Σας εύχομαι...” Η μαριονέτα… Το άσπρο ξύλο της μαριονέτας, τα ξεφτισμένα μπλε μάτια της και τα κόκκινα μαλλιά. “…ευχάριστη διαδρομή“. Το παγωμένο βλέμμα του πανδοχέα, κάπου καρφωμένο απέναντι σε κάποια κρεμάλα του τοίχου. Χλωμός, σα κομμάτι ξύλο, με μάτια ξεφτισμένα σα ψεύτικα. Και τα κλειδιά πίσω να τρίζουν.
Ο άντρας γύρισε απότομα προς τη γυναίκα.
-“Δε ξέρω τι μ’ έχει πιάσει“. Η γυναίκα τον κοίταξε με μάτια τρομαγμένα. “Τρόμαξα. Ο τύπος είχε κομμένο χέρι κι αυτή η μαριονέτα μοιάζει με αδέξια βαλμένο χανζαπλάστ. Αηδίασα, τρόμαξα, δεν μπορώ. Κατάλαβε με“. Η γυναίκα ρούφηξε το τσιγάρο της με αδιάφορο ύφος. Ο άντρας κοίταξε προς την πόρτα. Γύρισε προς τη γυναίκα που δε μιλούσε. “Ας δοκιμάσουμε ξανά“. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. Το νερό άρχισε να χτυπά πιο δυνατά στο τζάμι, ακουγόταν σα ταμπούρλο, που ολοένα γρηγόρευε. Και μπήκανε κάτω από τα σκεπάσματα. Και το κρεβάτι άρχισε να τρίζει. Ολο και πιο γρήγορα. Βαριές ανάσες, τα τσιγάρα να καίνε ήρεμα στο τασάκι και το τζάμι να χτυπιέται με τους ανέμους και τα νερά της βροχής.
Τα βήματα του ανέβαιναν γρήγορα τις σκάλες, η μαριονέτα εύθυμη. Τραγουδούσε. “Κόψτου το χέρι για να χωρέσει στο μανίκι. Κόψτου το χέρι για να χωρέσει...” Ο πανδοχέας κοίταζε χαμηλά τα πόδια του, καθώς άφηναν πίσω ένα-ένα τα σκαλιά. Η μαριονέτα πιάστηκε από το κεφάλι της. Η πόρτα άνοιξε. “…στο μανίκι“.
Το ζευγάρι σταμάτησε. Το κρεβάτι συνέχισε να τρίζει. Τα τσιγάρα ακόμα καίγανε στο τασάκι. Η βροχή στο τζάμι δυνάμωνε. Ο πανδοχέας κοίταζε απέναντι στο τζάμι. Το ζευγάρι κοιτούσε πανικόβλητο και λαχανιασμένο τον πανδοχέα. Ο πανδοχέας κοίταζε απέναντι στο τζάμι. Η μαριονέτα κοιταζε το ζευγάρι. Το ζευγάρι κρυβόταν, ο άντρας έτρεμε. Ο πανδοχέας έβγαλε ένα μαχαίρι από την τσέπη του. Η βροχή σταμάτησε, το κρεβάτι σταμάτησε να τρίζει. Η μαριονέτα άρχισε να τραγουδάει. “Κόψτου το χέρι για να χωρέσει στο μανίκι. Σφάξτον με το κουτάλι σου. Σφάξτον“. Ο πανδοχέας ύψωσε το μαχαίρι, με το μάτι γαλβανωμένο πάνω στο τζάμι. Η μαριονέτα συνέχισε να τραγουδά. Το μαχαίρι κατέβηκε με δύναμη.
Έκοψε το κεφάλι της μαριονέτας. Μετά το δεξί της χέρι. Κι αυτή συνέχισε να τραγουδά. Η μαριονέτα γονάτισε. Ο πανδοχέας μάτωνε, μάτωνε από τις πληγές της μαριονέτας πάνω του. Μια γραμμή αίματος σχηματίστηκε στο λαιμό του. Το πτώμα του έπεσε πάνω στη διαμελισμένη μαριονέτα.
Η βροχή στο τζάμι ξανάρχισε…
30/11/2001
————————
Φιλοξενείται και στους Ενδιαφέροντες με κείμενά του και βιογραφικό!