Βιογραφικό
Ένας από τους πιο ευφυείς αμερικάνους συγγραφείς εγκλήματος και μυστηρίου, δημοσίευσε κι ΕΦ, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της απλής μυθιστοριογραφίας. Οι πλοκές του ήταν ευρηματικές και χρησιμοποίησε συχνά χιούμορ και παραδοξότητα. Τη τεχνική του χαρακτηρίζει, εκτός του χιούμορ, μια λεπτότατη ειρωνεία. Αρκετές από τις ιστορίες του παίξανε με το θέμα νου και πραγματικότητας -τι είναι πραγματικό και τι αποκύημα της φαντασίας. Επίσης έγραψε επεισόδια για τη τηλεοπτική σειρά του Alfred Hitchcock.
Γεννήθηκε στο Σινσινάτι του Οχάιο, στις 29 Οκτώβρη 1906, σπούδασε στο εκεί νυχτερινο πανεπιστήμιο και για 1 χρόνο, στο κολέγιο Αννόβερο της Ιντιάνα. Στο διάστημα 1924-36 ήταν υπάλληλος γραφείου κι έπειτα διορθωτής δοκιμίων που θα πηγαίνανε για εκτύπωση για λογαριασμό του περιοδικού Μιλγουόκι. Έγινε επίσης μέλος της λέσχης Fictioneers του Μιλγουόκι, μαζί με τον Robert Bloch (Σημ: θ’ ακολουθήσει στο Στέκι παρουσίασή του, είναι ο συγγραφέας του “Ψυχώ“), ο οποίος του παρουσίασε το 1977, συλλογή ιστοριών του.
Από το 1929 ως το 1947 ήτανε παντρεμένος με τη Helen Ruth κι είχανε 2 γιους. Μετά το διαζύγιο ξαναπαντρεύτηκε, το 1948, την Elizabeth Charlier και ζήσανε στο Taos του New Mexico. Μετά από το 1947, επίσης, αποφάσισε ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά και μόνο με τη συγγραφή. Συνήθως περνούσε τ’ απογεύματα στο τοπικό μπαράκι με τους φίλους κι έγραφε τη νύχτα, μερικές από τις καλύτερες ιστορίες του.

Χαρακτηρίστηκε σαν μεγαλοφυΐα του είδους. Όπως οι περισσότεροι, άρχισε τη σταδιοδρομία του σα συγγραφέας της λεγόμενης, “φτηνής” λογοτεχνίας (pulp fiction) τις 10ετίες ’30-’40. Το 1936 δημοσιεύει μερικές χιουμοριστικές εμπορικές ιστορίες στον Τύπο και για μερικά χρόνια μετά έγραφε αστυνομικά. Το 1941 άρχισε να κερδίζει φήμη με παράξενες ιστορίες του αγνώστου, ΕΦ. Μετά από εμπειρία περίπου 300 σύντομων ιστοριών, δημοσίευσε το 1ο πλήρες μυθιστόρημα: “Mythic Clipjoint” (1947) και κέρδισε το Βραβείο EDGAR, καλυτέρου μυθιστορήματος πρωτο-εμφανιζόμενου, Αμερικανού συγγραφέα μυστηρίου. Μεταξύ των καλύτερων και δημοφιλών ιστοριών του είναι το “Screaming Mimi” (1949). Οι καλύτερές του υπάρχουνε στη συλλογή: “Angels & Spaceships” (1954).
Πέθανε στις 11 Μάρτη 1972 και στα μέσα της 10ετίας του ’80, ο εκδότης Dennis McMillan συγκέντρωσε κι εξέδωσε σε τόμους, όλες τις μέχρι τότε, διάσπαρτες ιστορίες του.====================
Απάντηση
Ο Ντγουάρ Εβ, χρησιμοποίησε με τελετουργικό τρόπο λίγο χρυσάφι για τη τελική σύνδεση. Τα μάτια μιας ντουζίνας από βιντεοκάμερες τονε παρατηρούσανε κι ο υποαιθέρας μοίραζε σε κάθε γωνιά του σύμπαντος, μια ντουζίνα εικόνες της πράξης του.
Τέντωσε την κορμοστασιά του, έγνεψε στον Ντγουάρ Ρέιν κι ύστερα τακτοποιήθηκε βολικά δίπλα στο διακόπτη, που θα ‘κανε την ιδανική επαφή, τη στιγμή ακριβώς που θα τονε κατέβαζε. Τον διακόπτη αυτό που θα συνέδεε ταυτόχρονα όλους αυτούς τους κτηνώδεις κομπιούτερς, όλων των κατοικημένων πλανητών του σύμπαντος -εννενηνταέξι δισεκατομμύρια- σ’ έν’ υπερκύκλωμα που με τη σειρά του θα τυπωνόταν σ’ έναν υπερυπολογιστή -αποθέωση μιας κυβερνητικής μηχανής, που με τη σειρά της θα συνδύαζε τις γνώσεις που υπήρχαν σε όλους τους γαλαξίες.
Ο Ντγουάρ Ρέιν προλόγισε για λίγο το κοσμοϊστορικό γεγονός, απευθυνόμενος στα τρισεκατομμύρια των θεατών ή ακροατών. Ύστερα από σιγή ενός λεπτού, είπε:
-“Τώρα, Ντγουάρ Εβ“.
Ο Ντγουάρ Εβ κατέβασε το διακόπτη. Ένας κατανυκτικός βόμβος ακολούθησε την αχαλίνωτη ορμή της δύναμης που ξέρασαν εννενηνταέξι δισεκατομμύρια πλανήτες. Φώτα αναβοσβήσανε στην εκτεινόμενη, ολάκερα μίλια, κονσόλα ελέγχου.
Ο Ντγουάρ Εβ έκανε κανα-δυο βήματα προς τα πίσω και πήρε μια βαθιάν ανάσα.
-“Η τιμή της επιλογής της πρώτης ερώτησης ανήκει σε σένα, Ντγουάρ Ρέιν“.
-“Ευχαριστώ“, απάντησεν απλά ο Ντγουάρ Ρέιν. “Θα ‘ναι μια ερώτηση που καμιά απλή κυβερνητική μηχανή δε στάθηκε ικανή ν’ απαντήσει“. Γύρισε για να αντιμετωπίσει τη μηχανή. “Υπάρχει Θεός“;
Η κατανυκτική φωνή απάντησε χωρίς δισταγμό, χωρίς το παραμικρό κλικ έστω κι ενός μοναδικού μεταλλάκτη.
-“Ναι, τώρα υπάρχει Θεός“.
Ξαφνικός φόβος φούντωσε στο πρόσωπο του Ντγουάρ Εβ. Τινάχτηκε για ν’ αρπάξει τον διακόπτη.
Ένα αστροπελέκι από τον καθάριο ουρανό τον έριξε κάτω κι έκαψε την ασφάλεια του τροφοδότη, βραχυκυκλώνοντας το κύκλωμα λειτουργίας.
“Answer” (1954)
________________
Εφιάλτης Στο Χρόνο
Εδώ και πολλά χρόνια ο καθηγητής Τζονς δούλευε τη θεωρία του για το χρόνο.
-“Κι ανακάλυψα την εξίσωση κλειδί“, είπε μια μέρα στη κόρη του. “Ο χρόνος είναι ένα πεδίο. Αυτή η μηχανή που ‘φτιαξα μπορεί να τροποποιήσει, ακόμα και να μεταβάλλει, αυτό το πεδίο“.
Πατώντας ένα κουμπί, συνέχισε:
-“Αυτό θα κάνει το χρόνο να κυλήσει πίσω κυλήσει να χρόνο το κάνει θα αυτό” συνέχισε, κουμπί ένα πατώντας.
-“Πεδίο το αυτό, μεταβάλει να κι ακόμα, τροποποιήσει να μπορεί έφτιαξα που η μηχανή αυτή. Πεδίο ένα είναι χρόνος ο“. Του κόρη στη μέρα μια είπε:
-“κλειδί εξίσωση την ανακάλυψα κι“.
Χρόνο το για του θεωρία τη δούλευε Τζονς καθηγητής ο χρόνια πολλά κι εδώ…
“Nightmare Ιn Time” (1961)
_______________________
Επαφή (Φοβού Τους Γήινους Και Δώρα Φέροντες)
Ο Ντχαρ Ράη καθόταν μόνος στο δωμάτιό του και διαλογιζόταν. Ένιωσε ένα κύμα σκέψης που ερχόταν απ’ έξω κι ισοδυναμούσε με χτύπημα και, κοιτάζοντας προς τη πόρτα, της επέβαλε με το βλέμμα του ν’ ανοίξει. Η πόρτα άνοιξε.
-“Πέρασε μέσα, φίλε μου“, είπε. Θα μπορούσε βέβαια να προβάλει την όλη ιδέα τηλεπαθητικά, αλλά μια και δεν ήταν κανένας άλλος μπροστά, η ευγένεια απαιτούσε τη χρήση της ομιλίας. Ο ‘Ετζον Κχη μπήκε μέσα.
-“Ξαγρύπνησες απόψε, αρχηγέ μου;” είπε.
-“Ναι, Κχη. Σε μια ώρα πρόκειται να φτάσει ο γήινος πύραυλος κι αυτό το θέαμα δεν θέλω να το χάσω. Ναι, το ξέρω, θα κατέβει χίλια μίλια πιο πέρα, αν οι υπολογισμοί τους είναι σωστοί. Πέρα από τον ορίζοντα. Μα ακόμα κι αν κατέβει σε διπλάσια απόσταση, η λάμψη από την ατομική έκρηξη θα είναι ορατή ώς εδώ. Είναι πολύς καιρός που περιμένω την πρώτη επαφή. Κι ενώ δεν θα υπάρχει κανένας γήινος σ’ αυτό τον πύραυλο, πάλι θα είναι η πρώτη επαφή -για κείνους. Φυσικά οι δικές μας τηλεπαθητικές ομάδες διαβάζουν τις σκέψεις τους εδώ και πολλούς αιώνες, αλλ’ αυτή θα ‘ναι η πρώτη φυσική επαφή ανάμεσα στη Γη και στον ‘Αρη“.
Ο Κχη κάθισε αναπαυτικά σε μια από τις χαμηλές καρέκλες.
-“Σωστά!” είπε. “Δεν έχω όμως παρακολουθήσει πολύ καλά τις τελευταίες αναφορές. Γιατί χρησιμοποιούν ατομική κεφαλή; Ξέρω, πιστεύουν ότι ο πλανήτης μας είναι ακατοίκητος, αλλά-“
-“Θα παρατηρήσουν τη λάμψη της έκρηξης με τα σεληνιακά τους τηλεσκόπια και θα της κάνουν -πώς το λένε- μια φασματοσκοπική ανάλυση. Η ανάλυση θα τους δώσει περισσότερα στοιχεία απ’ όσα ήδη γνωρίζουν (ή νομίζουν ότι γνωρίζουν -πολλά απ’ αυτά είναι λανθασμένα) για την ατμόσφαιρα του πλανήτη μας και τη χημική σύνθεση της επιφάνειάς του. Θα είναι μια -πες το μια πρώτη ανιχνευτική απόπειρα. Οι ίδιοι θα βρίσκονται εδώ μετά από μερικές αντιθέσεις. Και μετά-“
Ο ‘Αρης κράταγε, αντιστεκόταν, περιμένοντας τη Γη να έρθει. ‘Ο,τι απόμενε από τον ‘Αρη δηλαδή, μια μικρή πόλη μ’ εννιακόσια όντα. Ο πολιτισμός του ‘Αρη ήταν αρχαιότερος απ’ αυτόν της Γης ήταν όμως ένας πολιτισμός που σιγά-σιγά χανόταν. Ό,τι είχε απομείνει ήτανε μια πόλη, εννιακόσια άτομα. Περίμεναν, λοιπόν, τη πρώτη γήινη επαφή για έναν ιδιοτελή λόγο, αλλά και για άλλον έναν ακόμα, μη ιδιοτελή.
Ο πολιτισμός στον ‘Αρη είχε αναπτυχθεί ακολουθώντας μια τελείως διαφορετική κατεύθυνση απ’ αυτόν της Γης. Οι γνώσεις τους στις φυσικές επιστήμες ήταν μηδαμινές, η τεχνολογία τους ανύπαρκτη. Οι κοινωνικές όμως επιστήμες είχαν εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε επί πενήντα χιλιάδες χρόνια, δεν είχε γίνει στον ‘Αρη κανένα απολύτως έγκλημα, πόσο μάλλον πόλεμος. Ο ‘Αρης θα μπορούσε να διδάξει πολλά στη Γη. Όπως ας πούμε, σε πρώτη φάση πώς να αποφεύγονται τα εγκλήματα κι οι πόλεμοι. Και μετά απ’ αυτά τ’ απλά πράγματα θα ερχoταν η τηλεπάθεια, η τηλεκίνηση, η εναίσθηση…
Κι η Γη θα μπορούσε, αυτό έλπιζε ο ‘Αρης, να τους διδάξει κάτι που θα τους ήταν ακόμη πιο πολύτιμο: Πώς μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας -που ήταν πια πολύ αργά για να τις αναπτύξει ο ‘Αρης, ακόμα κι αν οι Αρειανοί διέθεταν τη νοητική ικανότητα που θα τους επέτρεπε να τις αναπτύξουν- θα μπορούσαν να διασώσουν και ν’ αναζωογονήσουν ένα πλανήτη που σιγά-σιγά έσβηνε, έτσι ώστε μια φυλή, που αλλιώς θα χανόταν, να μπορούσε να επιζήσει και να πολλαπλασιαστεί ξανά.
Κι οι δύο πλανήτες είχαν να κερδίσουν πολλά από την επαφή τους και σίγουρα κανένας δεν θα έχανε. Κι απόψε ήταν η νύχτα που η Γη θα έκανε τη πρώτη ανιχνευτική της προσπάθεια. Η επόμενη φάση, η αποστολή δηλαδή ενός πυραύλου επανδρωμένου με Γήινους, ή έστω μ’ έναν Γήινο, αναμενόταν στην επόμενη αντίθεση, μετά από δύο Γήινα ή περίπου τέσσερα Αρειανά έτη. Οι Αρειανοί το γνώριζαν, γιατί αν κι οι τηλεπαθητικές τους ομάδες μπορούσαν να συλλάβουν μόνο μερικές από τις σκέψεις των Γήινων, αυτές ήταν αρκετές για να ξέρουν τα σχέδιά τους. Δυστυχώς, σε μία τέτοια απόσταση η επαφή δεν ήταν αμφίδρομη. Ο ‘Αρης δεν μπορούσε να ζητήσει από τη Γη να επισπεύσει το πρόγραμμά της ή να μεταδώσει στους Γήινους επιστήμονες τα στοιχεία για τη χημική σύνθεση και την ατμόσφαιρα του ‘Αρη, στοιχεία που θα έκαναν αυτή την προκαταρκτική αποστολή περιττή.
Απόψε ο Ράη, ο αρχηγός (όσο πιστότερα μπορεί να μεταφραστεί αυτός ο Αρειανός τίτλος) κι ο Κχη, o διοικητικός του βοηθός και στενότερος φίλος του, κάθονταν και διαλογίζονταν μαζί μέχρι που πλησίασεν η ώρα. Μετά κάναν μια πρόποση στο μέλλον -μ’ ένα αφέψημα από μέντα που είχε την ίδια επίδραση στους Αρειανούς όπως το αλκοόλ στους Γήινους- κι ανέβηκαν στο ψηλότερο σημείο του κτιρίου τους. Κοίταζαν προς το βορρά, εκεί που θα κατέβαινε ο πύραυλος. Τα άστρα αστραφτερά κι ολοκάθαρα φώτιζαν άγρυπνα την αραιή ατμόσφαιρα.
Στο Αστεροσκοπείο Νούμερο Ένα της Σελήνης, του δορυφόρου της Γης, ο Ροτζ Έβερετ, με το μάτι του κολλημένο στο τηλεσκόπιο, είπε θριαμβευτικά στον Γουίλυ Σάγκερ:
-“Α! Νάτος, έσκασε Γουίλυ. Και σε λίγο, μόλις εμφανιστούνε τα φιλμ, θα μάθουμε τι τρέχει μ’ αυτόν το γερο-πλανήτη τον ‘Αρη». Ανασηκώθηκε, δεν υπήρχε πια τίποτε άλλο για να δει. Σφίξανε τα χέρια με μεγάλη επισημότητα. ‘Ηταν μια ιστορική στιγμή. “Ελπίζω να μη σκότωσε κανένα. Κανένα Αρειανό, δηλαδή. Δε μου λές, Ροτζ, έπεσε στο κέντρο ακριβώς της Μεγάλης Σύρτεως“;
-“Όχι ακριβώς, αλλά δεν πειράζει. Θα έλεγα ότι ξέφυγε από το στόχο του περίπου χίλια μίλια, προς τα νότια. Έπεσε πολύ κοντά, αν σκεφτείς πως ήτανε μία βολή πενήντα εκατομμυρίων μιλίων. Για πες μου Γουίλυ, πιστεύεις στ’ αλήθεια πως υπάρχουν Αρειανοί“;
Ο Γουίλυ το σκέφτηκε για λίγο και μετά απάντησε:
-“Όχι“.
Είχε δίκιο.
“Contact” {Earthmen Bearing Gifts} (1960)
——————————————————-
Οι Γκίζενστακς
Το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν πως η Όμπρεϋ Γουόλτερς δεν ήταν καθόλου παράξενο κοριτσάκι. Ήταν ένα παιδί τόσο συνηθισμένο όσο κι η μητέρα κι ο πατέρας της, που ζούσαν σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Ότις, παίζανε μπριτζ ένα βράδυ τη βδομάδα, βγαίναν έξω άλλο βράδυ και τα υπόλοιπα τα πέρναγαν ήσυχα στο σπίτι τους.
Η Όμπρεϋ ήταν εννέα χρονών. Είχε φακίδες και μαλλιά σα σπαγκάκια, αλλά στα εννιά του χρόνια δεν πολυσκάει κανείς για τέτοια πράγματα. Τα κατάφερνε αρκετά καλά στο, όχι και τόσον ακριβό ιδιωτικό σχολείο που την είχαν γράψει οι γονείς της, έπιανε εύκολα φιλίες με τ’ άλλα παιδιά και μάθαινε να παίζει ένα μικρό βιολί που παρά το μειωμένο μέγεθός του ηχούσε φριχτά. Το πιο μεγάλο της ελάττωμα ήταν ίσως η μανία της να ξενυχτά, το λάθος όμως ήταν των γονιών της που την άφηναν να μένει ξύπνια και ντυμένη ώσπου να νυστάξει και να ζητήσει μόνη της να πάει στο κρεβάτι. Ακόμα και στα πέντε ή τα έξη της χρόνια, σπάνια έπεφτε στο κρεβάτι πριν από τις δέκα το βράδυ. Κι αν τυχόν σε μια κρίση μητρικής ευσυνειδησίας η μητέρα της την έβαζε στο κρεβάτι πιο νωρίς, η Όμπρεϋ ποτέ δεν αποκοιμιόταν. Γιατί λοιπόν να μην άφηναν το παιδί να ξενυχτήσει;
Τώρα στα εννιά της χρόνια η Όμπρεϋ έμενε το βράδυ ξύπνια όσο κι οι γονείς της, πράγμα που σήμαινε ως τις έντεκα για τις κανονικές νύχτες και πιο αργά όταν έρχονταν φίλοι για το μπριτζ ή όταν έβγαιναν έξω. Τότε κοιμόταν πολύ πιο αργά γιατί συνήθως τη παίρναν μαζί τους. Της Όμπρεϋ της άρεσε πολύ αυτό, όπου και να πήγαιναν. Καθόταν ήσυχη σαν ποντικάκι σ’ ένα κάθισμα του θεάτρου ή τους κοίταζε με τη μοναδική σοβαρότητα των μικρών κοριτσιών, πάνω από το ποτήρι του τζιντζερέιλ, να πίνουν κοκτέιλ σ’ ένα νάιτ-κλαμπ. Παρακολουθούσε το χορό, τη μουσική, το θόρυβο με μάτια στρογγυλεμένα από τη περιέργεια και τα ‘βρισκε όλα υπέροχα.
Καμιά φορά πήγαινε μαζί τους κι ο θείος Ρίτσαρντ ο αδελφός της μητέρας της. Η Όμπρεϋ κι o θείος Ρίτσαρντ ήταν στενοί φίλοι. Αυτός ήταν που της έδωσε τις κούκλες.
-“Ένα περίεργο πράγμα μου έτυχε σήμερα“, είπε μια μέρα. “Κατηφόριζα τη Ρότζερς Πλέης, μετά το Κτίριο Μάρινερ -ξέρεις Ήντιθ, εκεί που είχε το γραφείο του ο Ντοκ Χάουαρντ- και ξαφνικά άκουσα κάτι να πέφτει στο πεζοδρόμιο ακριβώς πίσω μου. Γύρισα κι είδα αυτό εδώ το δεματάκι“.
«Αυτό το δεματάκι» ήταν ένα μικρό λευκό κουτί, λίγο μεγαλύτερο από κουτί παπουτσιών κι ήταν κάπως περίεργα δεμένο με μια γκρίζα κορδέλα. Ο Σαμ Γουόλτερς, ο πατέρας της Όμπρεϋ, το κοίταξε παραξενεμένος.
-“Δεν έχει κανένα βαθούλωμα” είπε. “Δεν πρέπει να ‘πεσε από πολύ ψηλά. Έτσι ήταν δεμένο“;
-“Έτσι ακριβώς. Αφού το άνοιξα και κοίταξα μέσα, ξανάδεσα τη κορδέλα όπως ήταν. Μη νομίζεις βέβαια ότι το άνοιξα αμέσως. Πρώτα σταμάτησα και κοίταξα να δω ποιος το είχε ρίξει -σκέφτηκα ότι θα ‘βλεπα κάποιον στο παράθυρο. Δεν ήταν κανείς όμως κι έτσι σήκωσα το κουτί. Κατάλαβα ότι κάτι είχε μέσα, όχι πολύ βαρύ κι ότι τόσο το κουτί όσο κι η κορδέλα δε δείχνανε πράγμα που το πετά κανείς επίτηδες. Έτσι κάθισα λίγο κοιτάζοντας προς τα πάνω αλλά δεν είδα κανένα. Κούνησα λοιπόν λίγο το κουτί και...”
-“Καλά, καλά“, είπε ο Σαμ Γουόλτερς, “μη μας τα λες πια και τόσον αναλυτικά. Τελικά δε βρήκες ποιος το είχε πετάξει“;
-“Δε βρήκα. Μάλιστα ανέβηκα ως το τέταρτο όροφο ρωτώντας τους ενοίκους που τα παράθυρά τους έβλεπαν στο δρόμο που είχε πέσει το κουτί. Ήταν όλοι σπίτι τους και κανείς δεν το είχε ξαναδεί. Σκέφτηκα πως μπορεί να είχε πέσει από κανένα περβάζι. Αλλά…“
-“Τι έχει μέσα Ντικ;” ρώτησε η Ήντιθ.
-“Κούκλες. Τέσσερις κούκλες. Τις έφερα μαζί μου για την Όμπρεϋ. Αν τις θέλει“. Έλυσε τη κορδέλα κι η Όμπρεϋ είπε:
-“Ωωω! θείε Ρίτσαρντ. Είναι… είναι πολύ όμορφες“.
-“Χμ. Αυτές εδώ μοιάζουν πιο πολύ με ανδρείκελα παρά με κούκλες, Ντικ“, είπεν ο Σαμ. “Θέλω να πω, o τρόπος που είναι ντυμένες. Πρέπει να στοιχίζουν κάμποσα δολάρια το κομμάτι. Είσαι σίγουρος πως δεν θα εμφανιστεί ο κάτοχός τους να τις ζητήσει“; Ο Ρίτσαρντ ανασήκωσε τους ώμους.
-“Δε μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να γίνει αυτό. Όπως σου είπα ανέβηκα τέσσερα πατώματα ρωτώντας. Αν κι από την όψη του κουτιού και τον ήχο του πεσίματος, δεν πρέπει να προερχόταν από τόσο ψηλά. Κι όταν άνοιξα το κουτί -κοίτα να δεις“. Σήκωσε μια από τις κούκλες και τη κράτησε να τη δει ο Σαμ Γουόλτερς. “Κερί. Το κεφάλι και τα χέρια είναι κέρινα. Κι ούτε ένα ράγισμα. Δεν θα μπορούσαν να είχαν πέσει παρά από το δεύτερο όροφο και κάτω. Αλλά κι έτσι ακόμη δεν καταλαβαίνω πως-” Ανασήκωσε και πάλι τους ώμους του.
-“Είναι οι Γκίζενστακς” είπε η Όμπρεϋ.
-“Τι;” ρώτησε ο Σαμ.
-“Έτσι θα τους ονομάσω, Γκίζενστακς” είπε η Όμπρεϋ. “Κοίτα, αυτός είναι ο Μπαμπάς Γκίζενστακ κι αυτή είναι η Μαμά Γκίζενστακ και το κοριτσάκι τους είναι η Όμπρεϋ Γκίζενστακ. Και τον άλλο άντρα θα τον βγάλουμε θείο Γκίζενστακ. Είναι ο θείος του κοριτσιού“. Ο Σαμ έβαλε τα γέλια.
-“Σαν κι εμάς ε; Μα αν o θείος -χμμ- Γκίζενστακ είναι αδελφός της Μαμάς Γκίζενστακ, όπως ο θείος Ρίτσαρντ είναι αδελφός της Μαμάς, τότε το όνομά του δεν μπορεί να είναι Γκίζενστακ“.
-“Δεν έχει σημασία” είπε η Όμπρεϋ. “είναι όλοι τους Γκίζενστακς. Μπαμπά θα μου αγοράσεις ένα σπιτάκι να τους βάλω μέσα“;
-“Ένα κουκλόσπιτο; Ναι-” Είχε αρχίσει να λεει «Ναι, βέβαια» αλλά έπιασε τη ματιά της γυναίκας του και θυμήθηκε. Σε μια εβδομάδα η Όμπρεϋ είχε τα γενέθλιά της και δεν ήξεραν τι να της πάρουν. ‘Αλλαξε γρήγορα τη φράση του σε: “Ναι, θα δούμε. Θα το σκεφτώ“.
Ήταν ένα όμορφο κουκλόσπιτο. Μ’ ένα μόνον όροφο αλλ’ αρκετά προσεγμένο, με στέγη που άνοιγε ώστε να μπορεί κανείς ν’ αλλάζει τη θέση των επίπλων και να κινεί τις κούκλες από δωμάτιο σε δωμάτιο. Από πλευράς κλίμακας ταίριαζε καλά με τ’ ανδρείκελα που είχε φέρει ο θείος Ρίτσαρντ. Η Όμπρεϋ ήταν πανευτυχής. Όλα τα υπόλοιπα παιχνίδια της μπήκαν σε δεύτερη μοίρα κι οι περιπέτειες των Γκίζενστακς απασχολούσανε τη σκέψη της τον περισσότερο χρόνο που ‘μενε ξύπνια.
Χρειάστηκε να περάσει κάποιος καιρός για ν’ αρχίσει ο Σαμ Γουόλτερς να παρατηρεί κάποιες περίεργες λεπτομέρειες στη ζωή των Γκίζενστακς. Στην αρχή το αντιμετώπισε μ’ ένα σιωπηλό γέλιο μπροστά στις συμπτώσεις που ακολουθούσαν η μια την άλλη. Μετά, με μιαν έκφραση απορίας στα μάτια. Χρειάστηκε να περάσει ακόμη περισσότερος καιρός για ν’ αποφασίσει να πάρει κατά μέρος τον Ρίτσαρντ. Μόλις είχαν γυρίσει κι οι τέσσερις από το θέατρο.
Είπε λοιπόν ο Σαμ:
-“Ξέρεις, Ντικ-“
-“Ναι, Σαμ“.
-“Αυτές τις κούκλες, Ντικ. Πού τις βρήκες“; Τα μάτια του Ρίτσαρντ τον κοίταζαν χωρίς να καταλαβαίνουν.
-“Τι θέλεις να πεις, Σαμ; Σου είπα πού τις βρήκα“.
-“Ναι βέβαια, αλλά μιλούσες σοβαρά; Θέλω να πω μπορεί να τις αγόρασες για την Όμπρεϋ και να φαντάστηκες ότι θα φέρναμε αντίρρηση σ’ ένα τόσο ακριβό δώρο, έτσι πιθανόν να-“
-“Όχι, στο λόγο μου, δεν τις αγόρασα“.
-“Μα τι στην οργή, Ντικ, δεν είναι δυνατόν να πέσαν από κάποιο παράθυρο ή να τις πέταξε κάποιος και να μη σπάσαν. Είναι από κερί. Μήπως κάποιος που περπατούσε πίσω σου ή περνούσε δίπλα μ’ ένα αυτοκίνητο ή κάτι παρόμοιο-“
-“Δεν ήταν κανένας εκεί γύρω, Σαμ. Απολύτως κανένας. Κι εμένα μου έκανε εντύπωση. Αν έλεγα ψέματα όμως, θα ‘φτιαχνα μια τόσο περίπλοκη ιστορία; Θα ‘λεγα απλώς ότι τις βρήκα παρατημένες σ’ ένα παγκάκι ή στο διπλανό κάθισμα του κινηματογράφου. Γιατί όμως αυτή η περιέργεια“;
-“Έτσι, απλώς αναρωτιόμουνα“.
Κι ο Σαμ Γουόλτερς συνέχισε να αναρωτιέται. Ήταν κάτι λεπτομέρειες εντελώς ασήμαντες. Όπως τη φορά που η Όμπρεϋ είχε πει:
-“Ο Μπαμπάς Γκίζενστακ δεν πήγε στη δουλειά του σήμερα. Είναι στο κρεβάτι άρρωστος“.
-“Μπα;” έκανε ο Σαμ. “Και τι έχει αυτός ο κύριος“;
-“Νομίζω ότι τον πείραξε κάτι που έφαγε“.
Την άλλη μέρα στο πρωινό:
-“Και πώς είναι σήμερα ο κύριος Γκίζενστακ, Όμπρεϋ“;
-“Λίγο καλύτερα αλλά ο γιατρός είπε να μη πάει ούτε σήμερα στη δουλειά. Ίσως αύριο“. Και την άλλη μέρα ο κύριος Γκίζενστακ γύρισε στη δουλειά του.
Μόνο που συνέπεσε αυτή ακριβώς τη μέρα να γυρίσει ο Σαμ Γουόλτερς στο σπίτι κάπως αδιάθετος από κάτι που είχε φαει το μεσημέρι. Ναι, έλειψε δυο μέρες από τη δουλειά του. Πρώτη φορά που έλειπε από τη δουλειά για λόγους ασθενείας, μέσα σε πολλά χρόνια.
Μερικά πράγματα έρχονταν πιο γρήγορα, άλλα πιο αργά. Δεν μπορούσες να σταθείς κάπου και να πεις «Να, αν αυτό συμβεί στους Γκίζενστακς, θα συμβεί και σε μας μέσα σ’ εικοσιτέσσερις ώρες». ‘Αλλοτε γινόταν μέσα σε μισή ώρα κι άλλοτε έπαιρνε βδομάδες.
-“Η Μαμά κι ο Μπαμπάς Γκίζενστακ τσακώθηκαν σήμερα“.
Ο Σαμ προσπάθησε ν’ αποφύγει αυτό τον καβγά με την ‘Ηντιθ αλλά ήταν αδύνατο. Είχε αργήσει να γυρίσει από τη δουλειά αν και δεν έφταιγε αυτός. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό, μόνο που τώρα η Ήντιθ αποφάσισε να το κάνει ζήτημα. Διάφορες μαλακές απαντήσεις απέτυχαν να καλμάρουν το θυμό της ώσπου έχασε κι ο Σαμ την ψυχραιμία του.
-“Ο θείος Γκίζενστακ θα πάει ταξίδι να δει κάτι φίλους του“. Ο Ρίτσαρντ είχε χρόνια να φύγει από τη πόλη, ξαφνικά όμως την επομένη βδομάδα του ήρθε να ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη.
-“Ο Πητ κι η ‘Αμυ, ξέρεις, έλαβα γράμμα τους και με καλούνε-»
-“Πότε;” ρώτησε σχεδόν απότομα ο Σαμ. “Πότε το έλαβες αυτό το γράμμα“;
-“Χτες”.
-“‘Αρα τη περασμένη εβδομάδα δεν… -ξέρω πως η ερώτησή μου φαίνεται ανόητη, Ντικ, αλλά πες μου-, τη περασμένη εβδομάδα σκεφτόσουν να πας κάπου; Μήπως μίλησες με… μήπως έκανες κουβέντα για τη πιθανότητα να κάνεις ένα ταξίδι“;
-“Όχι, βέβαια. Μάλιστα είχα μήνες ολόκληρους να σκεφτώ τον Πητ και την ‘Αμυ ώσπου έλαβα το γράμμα τους χθες. Θέλουν να μείνω μαζί τους μια βδομάδα“.
-“Σε τρεις μέρες θα είσαι πίσω… ίσως-” είχε πει o Σαμ. Δε θέλησε να εξηγήσει πώς το ήξερε, ακόμη κι όταν γύρισε ο Ρίτσαρντ σε τρεις μέρες. Φαινόταν εντελώς ηλίθιο να πει πως ήξερε πόσο θα έλειπε ο Ρίτσαρντ επειδή τόσο είχε λείψει ο θείος Γκίζενστακ. Ο Σαμ Γουόλτερς άρχισε να παρακολουθεί τη κόρη του και ν’ αναρωτιέται. Εκείνη ήταν, φυσικά, που έκανε τους Γκίζενστακς να κάνουν όλα αυτά τα πράγματα. Μήπως τελικά είχε η Όμπρεϋ κάποιαν υπερφυσική διόραση που της επέτρεπε, ασυνείδητα, να προβλέπει πράματα που θα συνέβαιναν στους Γουόλτερς και στον Ρίτσαρντ; Ο Σαμ βέβαια δεν πίστευε στη πρόγνωση του μέλλοντος. Μα ήταν πρόγνωση;
-“Η κυρία Γκίζενστακ θα παει για ψώνια σήμερα. Θα αγοράσει καινούριο παλτό…”
Αυτή τη φορά η ιστορία έμοιαζε σχεδόν στημένη. Η Ήντιθ είχε χαμογελάσει στην Όμπρεϋ και μετά είχε γυρίσει στον Σαμ.
-“Καλά που το θυμήθηκα Σαμ. Αύριο λεω να κατεβώ για ψώνια κι έχουν εκπτώσεις στο-“
-“Μα Ήντιθ μη ξεχνάς ότι έχουμε πόλεμο. Και δε χρειάζεσαι παλτό“. Είχε επιμείνει με τόση μανία που τελικά είχε αργήσει στη δουλειά του. Επιμονή αδικαιολόγητη γιατί και μπορούσε άνετα να πληρώσει το παλτό κι η ‘Ηντιθ είχε δυο χρόνια ν’ αγοράσει καινούριο. Δε μπορούσε όμως να εξηγήσει πως ο πραγματικός λόγος που δεν ήθελε να της το αγοράσει ήταν ότι η κυρία Γκίζεν- Δυσκολευόταν να πει τέτοια ανοησία, ακόμη και στον εαυτό του. Η Ήντιθ αγόρασε το παλτό.
“Περίεργο“, σκέφτηκε ο Σαμ, “να μην έχει παρατηρήσει κανείς άλλος αυτές τις συμπτώσεις. Ο Ρίτσαρντ όμως δεν ήταν συνεχώς στο σπίτι κι όσο για την ‘Ηντιθ, εκείνη είχε την ικανότητα ν’ ακούει την ατέλειωτη φλυαρία της Όμπρεϋ χωρίς να προσέχει ούτε το ένα δέκατο απ’ αυτά που έλεγε“.
-“Η Όμπρεϋ Γκίζενστακ έφερε σήμερα σπίτι τον έλεγχό της, Μπαμπά. Πήρε εννιά στην αριθμητική, οκτώ στην ορθογραφία και-“
Δυο μέρες αργότερα ο Σαμ τηλεφώνησε στο διευθυντή του σχολείου. Από ένα θάλαμο βέβαια για να μην τον ακούσει κανείς άλλος.
-“Κύριε Μπράντλεϋ θα ‘θελα να σας κάνω μιαν ερώτηση για την οποία έχω -χμ- κάπως ιδιαίτερο αλλά σημαντικό λόγο να τη κάνω. Θα μπορούσε ένας μαθητής στο σχολείο σας να ξέρει από πριν τι βαθμούς“;
-“Όχι, δεν είναι δυνατόν. Ούτε οι δάσκαλοι δε ξέρουνε μέχρι να βγάλουν τους μέσους όρους κι αυτό γινόταν το πρωί που έγραφαν τους ελέγχους και τους έστελναν στο σπίτι. Ναι, χθες το πρωί την ώρα του διαλείμματος των παιδιών“.
-“Σαμ“, είπε ο Ρίτσαρντ “σε βλέπω λίγο πεσμένο. Προβλήματα με τη δουλειά; Ξέρεις τα πράγματα θα πάνε καλύτερα από δω κι εμπρός, άλλωστε με τη δική σου εταιρεία δεν έχεις κανένα λόγο να ανησυχείς“.
-“Δεν είναι αυτό, Ντικ. Είναι -θέλω να πω δεν υπάρχει τίποτε ιδιαίτερο που να με ανησυχεί. Όχι ακριβώς, θέλω να πω-” Και για να γλιτώσει από τη περαιτέρω ανάκριση αναγκάστηκε να εφεύρει μια δυο σκοτούρες για τον Ρίτσαρντ.
Σκεφτόταν τους Γκίζενστακς πολύ. Πάρα πολύ. Αν ήταν τουλάχιστον προληπτικός ή εύπιστος, τα πράγματα ίσως να ήταν καλύτερα. Όμως δεν ήταν. Γι’ αυτό και κάθε διαδοχική σύμπτωση τον χτυπούσε πιο βαριά από τη προηγούμενη. Η Ήντιθ και ο αδελφός της το πρόσεξαν και το κουβέντιασαν μια φορά που δεν βρισκόταν εκεί o Σαμ
-“Φέρεται πολύ περίεργα τώρα τελευταία Ντικ. Ξέρεις -ανησυχώ πραγματικά. Κάνει σα… Νομίζεις πως θα μπορούσαμε να τον πείσουμε να δει ένα γιατρό ή-“
-“Ένα ψυχίατρο; Χμμ, αν μπορούσαμε, ναι. Δε νομίζω πως θα συμφωνήσει όμως. Κάτι τον βασανίζει, Ήντιθ, προσπάθησα να τον ψάξω λίγο αλλά δεν θέλει ν’ ανοιχτεί. Ξέρεις, νομίζω πως έχει κάποια σχέση μ’ αυτές τις καταραμένες κούκλες“.
-“Τις κούκλες; θες να πεις τις κούκλες της Όμπρεϋ; Αυτές που της χάρισες εσύ“;
-“Ναι, τους Γκίζενστακς. Κάθεται και κοιτάζει το κουκλόσπιτο με τις ώρες. Τον άκουσα να ρωτάει το παιδί με φοβερή σοβαρότητα. Νομίζω πως έχει κάποια ψύχωση μ’ αυτές. Ή κάποια μονομανία“.
-“Μα αυτό είναι φριχτό, Ντικ“!
-“Κοίταξε, ‘Ηντιθ, η Όμπρεϋ δεν τους έχει πια τόση αδυναμία όπως στην αρχή κι υπάρχει κάτι που να το θέλει πάρα πολύ“;
-“Να μάθει χορό. Κάνει όμως ήδη μαθήματα βιολιού και δε νομίζω πως πρέπει-“
-“Νομίζεις πως θα δεχτεί ν’ ανταλλάξει τις κούκλες με μαθήματα χορού; Πιστεύω πως πρέπει να τις ξεφορτωθούμε. Και δε θέλω να πληγωθεί η Όμπρεϋ γι’ αυτό-»
-“Εντάξει, αλλά τι θα πούμε στην Όμπρεϋ“;
-“Πες τις ότι ξέρω μια φτωχή οικογένεια με παιδάκια που δεν έχουν καθόλου κούκλες. Νομίζω πως θα συμφωνήσει τελικά, αν το παρουσιάσεις λίγο τραγικά“.
-“Στον Σαμ όμως τι θα πούμε, Ντικ; Θα καταλάβει πως δεν είναι αλήθεια“.
-“Βρες κάποια στιγμή που δεν θα είναι η Όμπρεϋ μπροστά και πες του ότι κατά τη γνώμη σου είναι πολύ μεγάλη για κούκλες. Ότι δείχνει υπερβολικό ενδιαφέρον γι’ αυτές κι ότι ο γιατρός σε συμβούλεψε -ξέρεις τώρα…”
Της Όμπρεϋ δεν της άρεσε και πολύ η ιδέα. Βέβαια δεν είχε την ίδια αδυναμία στους Γκίζενστακς όπως στην αρχή που ήταν καινούριοι, αλλά δε γινόταν να έχει και τις κούκλες και τα μαθήματα χορού;
-“Δε νομίζω πως έχεις καιρό και για τα δυο, γλυκιά μου. Και μη ξεχνάς αυτά τα φτωχά παιδάκια που δεν έχουν καθόλου κούκλες και θα ‘πρεπε να τα λυπάσαι“.
Τελικά η Όμπρεϋ υποχώρησε. Όμως η σχολή χορού δεν άνοιγε παρά δέκα μέρες αργότερα κι ήθελε να κρατήσει τις κούκλες ώσπου ν’ αρχίσει τα μαθήματά της. Προσπάθησαν να τη μεταπείσουν αλλά σ’αυτό στάθηκε ακλόνητη.
-“Εντάξει Ήντιθ” της είπε ο Ρίτσαρντ, “δέκα μέρες είναι καλύτερες από το τίποτε κι άλλωστε αν δεν τις δώσει με τη θέλησή της θα γίνει φασαρία και θα το πάρει είδηση ο Σαμ. Δεν του είπες τίποτε, έτσι“;
-“Όχι. Ίσως όμως να αισθανόταν καλύτερα αν ήξερε ότι εμείς-“
-“Δε νομίζω. Στη πραγματικότητα δε ξέρουμε τι τον κρατά ή τι τον απωθεί σ’ αυτές τις κούκλες. Περίμενε να γίνει το πράγμα και πες του το μετά. H Όμπρεϋ θα τις έχει δώσει ήδη. Αλλιώς μπορεί ο Σαμ να φέρει κάποιες αντιρρήσεις ή να θέλει να τις κρατήσει. Αν τις έχουμε απομακρύνει από το σπίτι, μετά δε θα μπορεί να κάνει τίποτε“.
-“Έχεις δίκιο, Ντικ. Έτσι κι αλλιώς η Όμπρεϋ δεν θα του πει τίποτε γιατί της είπα πως τα μαθήματα χορού θα είναι έκπληξη για τον πατέρα της κι έτσι δεν μπορεί να του μιλήσει για τις κούκλες χωρίς να προδώσει και το μυστικό της“.
-“Πολύ ωραία, Ήντιθ“.
Θα μπορούσε να είναι πολύ πιο ωραία αν τα ήξερε όλα ο Σαμ. Ίσως πάλι, τα πράγματα να ήταν ίδια ακόμη κι αν το ‘ξερε. Ο καημένος ο Σαμ. Πέρασε μια πολύ άσχημη στιγμή, το άλλο βράδυ. Είχε έρθει σπίτι μια συμμαθήτρια της Όμπρεϋ κι έπαιζαν με το κουκλόσπιτο. Ο Σαμ τις παρακολουθούσε κάνοντας τον αδιάφορο. Η Ήντιθ έπλεκε κι ο Ρίτσαρντ, που μόλις είχε έρθει, διάβαζε την εφημερίδα. Μόνον ο Σαμ πρόσεχε τα παιδιά κι άκουσε τη πρόταση:
-“…και μετά λεω να παίξουμε τη κηδεία, Όμπρεϋ. Θα κάνουμε πως ένας τους πεθαίνει και…“
Ο Σαμ Γουόλτερς έβγαλε μια πνιγμένη κραυγή κι όρμησε προς τα παιδιά τόσο γρήγορα που κόντεψε να πέσει. Ήταν μια δύσκολη στιγμή αλλά η Ήντιθ κι ο Ρίτσαρντ κατάφεραν να σκεπάσουν τα πράματα, εξωτερικά τουλάχιστον. Η Ήντιθ ανακάλυψε πως ήταν ώρα να φύγει η φιλενάδα της ‘Ομπρεϋ κι αντάλλαξε ένα βλέμμα γεμάτο σημασία με τον Ρίτσαρντ καθώς συνόδευαν το κοριτσάκι ως την πόρτα.
-“Βλέπεις Ντικ…” ψιθύρισε η Ήντιθ.
-“Ναι, κάτι συμβαίνει Ήντιθ. Τελικά ίσως είναι καλύτερα να ενεργήσουμε αμέσως. ‘Αλλωστε αφού η Όμπρεϋ το αποφάσισε να τις δώσει“.
Στο λίβιγκ-ρουμ ο Σαμ ανάσαινε ακόμη με δυσκολία. Η Όμπρεϋ τον κοίταζε σχεδόν σαν να τον φοβόταν. Ήταν η πρώτη φορά που τον κοίταζε έτσι κι o Σαμ ντράπηκε πολύ.
-“Με συγχωρείς, γλυκιά μου“, της είπε, “θέλω όμως να μου υποσχεθείς κάτι: ότι ποτέ δεν θα παίξεις τη κηδεία με τις κούκλες σου. Ούτε ότι κάποια αρρωσταίνει βαριά ή παθαίνει ατύχημα. Εντάξει, μου το υπόσχεσαι“;
-“Και βέβαια, Μπαμπά. ‘Αλλωστε τώρα θα τις φυλάξω“. Έβαλε τη στέγη πάνω στο κουκλόσπιτο και γύρισε προς τη κουζίνα. Στο διάδρομο η ‘Ηντιθ έλεγε:
-“Θα πάρω κατα μέρος την Όμπρεϋ και θα το κανονίσω μαζί της. Εσύ μίλησε στον Σαμ. Πες του… κοίτα, ας βγούμε έξω απόψε, ας πάμε κάπου να ξεφύγει λιγάκι απ’ όλη αυτή την ιστορία. Ρώτησέ τον αν θέλει“. Ο Σαμ κοίταζε ακόμη το κουκλόσπιτο.
-“Τι θα ‘λεγες για λίγη διασκέδαση, Σαμ;” είπε ο Ρίτσαρντ. “Είσαι να βγούμε λίγο έξω; Τον τελευταίο καιρό μένουμε συνεχώς σπίτι. Μια έξοδος θα μας κάνει καλό“. Ο Σαμ πήρε μια βαθιά ανάσα.
-“Εντάξει Ντικ. Όπως νομίζεις. Λίγη διασκέδαση θα μου κανε καλό πράγματι“. Η Ήντιθ ξαναγύρισε με την Όμπρεϋ κλείνοντας το μάτι στον αδελφό της.
-“Κατεβείτε εσείς οι δυο και φέρτε ένα ταξί από τη πιάτσα στη γωνία. Μέχρι να το φέρετε, η Όμπρεϋ κι εγώ θα ‘χουμε ετοιμαστεί“. Πίσω από τη πλάτη του Σαμ καθώς οι δύο άνδρες έβαζαν τα παλτά τους, ο Ρίτσαρντ έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στην Ήντιθ κι εκείνη του έκανε “ναι” με τα μάτια. Έξω είχε πέσει πυκνή ομίχλη, με δυσκολία έβλεπες λίγα μέτρα μπροστά σου. Ο Σαμ επέμεινε να περιμένει ο Ρίτσαρντ στη πόρτα την Ήντιθ και την Όμπρεϋ καθώς εκείνος θα πήγαινε να φέρει το ταξί. Η γυναίκα και το κοριτσάκι κατέβηκαν λίγο πριν φθάσει ο Σαμ.
-“Τελικά τις-” ρώτησε ο Ρίτσαρντ.
-“Ναι, Ντικ. Είχα σκοπό να τις πετάξω αλλά τελικά τις έδωσα. Έτσι τις ξεφορτωθήκαμε πραγματικά. Αν τις πέταγα μπορεί να ‘ψαχνε στα σκουπίδια και να τις έβρισκε-“
-“Τις έδωσες; Σε ποιον”;
-“Κοίτα να δεις μια περίεργη ιστορία, Ντικ. Μόλις άνοιξα τη πόρτα είδα μια γριά γυναίκα που προχωρούσε στον πίσω διάδρομο. Δεν ξέρω από ποιο διαμέρισμα ερχόταν, αλλά πρέπει να ήταν η καθαρίστρια ή κάτι τέτοιο αν κι έμοιαζε πιο πολύ με μάγισσα αλλά μόλις είδε τις κούκλες στα χέρια μου-»
-“Να, έρχεται το ταξί” είπε ο Ντικ. “Και τελικά τις έδωσες σ’ αυτήν“;
-“Ναι, ήταν πολύ περίεργη. Μου είπε: «Δικές μου; Να τις κρατήσω; Για πάντα;» Δεν ήταν πολύ περίεργος ο τρόπος της; Εγώ γέλασα και της είπα: «Μάλιστα κυρία μου. Δικές σας για πάντα…»” Σταμάτησε καθώς το θολό σχήμα του ταξί έφτανε απ’ τη γωνία κι ο Σαμ άνοιξε την πόρτα και φώναξε:
-“Ελάτε παιδιά!” Η Όμπρεϋ έτρεξε πρώτη να μπει, οι άλλοι την ακολούθησαν. Το ταξί έβαλε μπρος.
Η ομίχλη είχε πυκνώσει τώρα. Δε διέκριναν τίποτε από τα παράθυρα. Ήταν σαν ένας γκρίζος τοίχος να είχε καλύψει τα τζάμια, σαν ο κόσμος έξω να είχε χαθεί ολότελα και για πάντα. Ακόμη και το παρμπρίζ, από κει που κάθονταν έμοιαζε ένα γκρίζο κενό.
-“Πώς μπορεί να οδηγεί τόσο γρήγορα;” είπεν ο Ρίτσαρντ με μια αιχμή νευρικότητας στη φωνή του. “Τελικά πού πηγαίνουμε, Σαμ“;
-“Βρε, Στην οργή” είπε ο Σαμ, “ξέχασα να της πω“.
-“Της“;
-“Ναι. Γυναίκα είναι ο οδηγός. Τις χρησιμοποιούν παντού τώρα. Θα…»
Έσκυψε εμπρός, χτύπησε το διαχωριστικό τζάμι και η γυναίκα γύρισε προς το μέρος του.
Η Ήντιθ είδε το πρόσωπό της κι ούρλιαξε…
“The Geezenstacks” (1943)
Μετάφραση: Μαρίνα Λώμη
———————————
Κουκλοθέατρο
Η Φρίκη ήρθε στο Τσέρυμπελ νωρίς το απόγευμα μιας αβάσταχτα ζεστής αυγουστιάτικης μέρας. Αλλά ίσως αυτό να είναι πλεονασμός. Kάθε αυγουστιάτικη μέρα στο Τσέρυμπελ της Αριζόνα είναι αβάσταχτα ζεστή. Το Τσέρυμπελ βρίσκεται στο 89ο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού, περίπου 64 χιλιόμετρα νότια του Τάξον και 48 χιλιόμετρα βόρεια από τα σύνορα του Μεξικό. Αποτελείται από δυο βενζινάδικα, ένα από κάθε πλευρά του δρόμου, για ν’ αρπάζουν τους ταξιδιώτες απ’ όποια μεριά και αν πηγαίνουν, ένα μπακάλικο, μια ταβέρνα με άδεια να πουλά μόνο μπύρα και κρασί, ένα εμπορικό, παγίδα για τους τουρίστες που δε μπορούν να περιμένουν μέχρι να φτάσουνε στα σύνορα για ν’ αρχίσουν ν’ αγοράζουν ριγωτές κάπες και «χουαράτσες», ένα ερημωμένο μαγαζί που πούλαγε χάμπουργκερ και μερικά λασπόσπιτα, κατοικημένα από Μεξικανοαμερικάνους που δουλεύουν στο Νογκάλες, τη νότια μεθοριακή πόλη και που, ένας θεός ξέρει γιατί, προτιμούν να ζουν στο Τσέρυμπελ και να πηγαινοέρχονται από το ένα μέρος στο άλλο, μερικοί με μοντέλο Φορντ Τ. Η πινακίδα στο κεντρικό δρόμο γράφει: Cherrybell, Pop. 42, αλλά η πινακίδα υπερβάλλει. Ο Ποπ πέθανε πέρυσι -ο Ποπ ‘Αντερς, που κράταγε το έρημο πια μαγαζί για χάμπουργκερ- κι ο σωστός αριθμός θα ‘πρεπε να ‘ναι 41.
Η Φρίκη ήρθε στο Τσέρυμπελ καβάλα σ’ ένα γάιδαρο, μ’ οδηγό ένα παλιοβρωμιάρη γκριζογένη χρυσοθήρα -ποντικό της ερήμου, που αργότερα είπε ότι τον λένε Νταίηντ Γκραντ. Το όνομα της Φρίκης ήτανε Γκαρβάν. Το ύψος του ξεπέρναγε τα 2.70, αλλά ήτανε τόσον αδύνατος, σχεδόν σα κλαράκι, που το βάρος του θα ‘φτανε-δε θα ‘φτανε τα 45 κιλά. Το γέρικο γαϊδούρι του Νταίηντ τονε σήκωνε άνετα, παρά το γεγονός ότι τα δυο του πόδια σέρνονταν στην άμμο. Αν και σέρνονταν πάνω από 80 χιλιόμετρα -όπως αποδείχτηκεν αργότερα- τα παπούτσια του, που μοιάζανε περισσότερο με κοθόρνους, δεν είχαν υποστεί τη παραμικρή φθορά. Τα παπούτσια του ήταν όλο κι όλο το ντύσιμό του, αν εξαιρέσουμε κάτι που θα μπορούσε να ‘ναι μαγιό σε γαλάζιο χρώμα αβγού τσίχλας. Αλλά δεν ήταν οι διαστάσεις που τον έκαναν φριχτό στη θέα. Ήταν το δέρμα του. Φαινότανε κόκκινο. Ματωμένο, σαν να τον είχανε γδάρει ζωντανό κι έμεινε για δέρμα η ματωμένη εσωτερική επιφάνεια. Το κρανίο και το πρόσωπό του ήταν εξίσου στενά και μακρουλά, παρ’ όλ’ αυτά έμοιαζε μ’ άνθρωπο ή τουλάχιστον μ’ ανθρωποειδές, εκτός αν λάβουμε υπ’ όψη μας τέτοιες μικρολεπτομέρειες, όπως τα γαλάζια στο χρώμα του αβγού τσίχλας, μαλλιά του, που ταίριαζαν με το μαγιό του ή όπως τα μάτια κι οι μπότες του. Ανοιχτά γαλάζια και κόκκινες σαν αίμα.
Ο Κάζεϋ, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, ήταν ο πρώτος που τους είδε να ‘ρχονται διασχίζοντας τη πεδιάδα, ακολουθώντας την οροσειρά προς την ανατολή. Βγήκε στο κατώφλι της πίσω πόρτας της ταβέρνας του για να ανασάνει λίγο δροσερό, έστω ζεστό, αέρα. Τότε βρίσκονταν περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά και μπορούσε να δει την έκδηλη παραξενιά της μορφής που πήγαινε καβάλα στο γάιδαρο. Σ’ αυτή την απόσταση, μόνο τη παραξενιά. Η Φρίκη ήρθε μόνο όταν πλησίασαν. Ο Κάζεϋ έμεινε χάσκοντας μέχρι που το παράξενο τρίο έφτασε σ’ απόσταση μισού χιλιομέτρου. Τότε άρχισε να τους πλησιάζει αργά. Υπάρχουν άνθρωποι που το βάζουν στα πόδια στη θέα του άγνωστου, άλλοι που προχωρούν να το συναντήσουν. Ο Κάζεϋ προχώρησε να το συναντήσει.
Έτσι λίγο πιο έξω, καμιά διακοσαριά μέτρα από το πίσω μέρος της μικρής ταβέρνας, τους συνάντησε. Ο Νταίηντ Γκραντ σταμάτησε κι έριξε χάμω το σκοινί που τράβαγε το γάιδαρο. Το ζώο στάθηκε ακίνητο και χαμήλωσε το κεφάλι. Ο άνθρωπος-κλαρί δε χρειάστηκε να σηκωθεί παρά μόνο να πατήσει γερά στη γη και να σταθεί μ’ ανοιχτά τα πόδια πάνω από το γαϊδούρι. Πέρασε το ένα πόδι του πάνω από το ζώο και στάθηκε ένα λεπτό στηρίζοντας τα χέρια του στην πλάτη του γαϊδουριού, έπειτα κάθισε πάνω στην άμμο.
-«Πλανήτης με μεγάλη βαρύτητα», είπε. «Δε μπορώ να σταθώ πολλή ώρα».
-«Μπορεί φέρει νερό γαϊδούρι;» ρώτησε τον Κάζεϋ ο χρυσοθήρας. «Πρέπει πολύ διψάει τώρα. Εγώ άφησε παγούρια νερό, άλλα πράγματα, μπορέσει ζώο σηκώσει…» Έδειξε με το δάχτυλο τη κοκκινογάλαζη Φρίκη.
Ο Κάζεϋ μόλις τώρα άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ότι ήτανε πράγματι Φρίκη. Από μακριά ο χρωματικός συνδυασμός ήταν μόνο σε μικρό βαθμό αποτρόπαιος, αλλά από κοντά το δέρμα του ήταν άγριο, φαινόταν να ‘χει φλέβες στην επιφάνεια, έμοιαζε υγρό, αν και δεν ήταν και, διάολε, πράγματι το δέρμα του ήταν σα γδαρμένο, το μέσα-έξω. Ή απλώς γδαρμένο, τέρμα. Ο Κάζεϋ δεν είχε δει ποτέ του κάτι τέτοιο κι ευχόταν να μη ξανάβλεπε ποτέ. Ο Κάζεϋ ένιωσε κάτι πίσω του και γύρισε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Κι άλλοι είχαν δει κι έρχονταν, αλλά πιο κοντά του, σε απόσταση 100 μέτρων, βρίσκονταν δυο παιδιά.
-«Muchachos» φώναξε. «Agua por el burro. Un pozal. Pronto» (Παιδιά! Νερό για το γαϊδούρι. Ένα κουβά. Γρήγορα). Ξανακοίταξε μπροστά του, κι είπε: «Τι…; Ποιος…;»
-«Εγώ Νταίηντ Γκραντ», είπε ο χρυσοθήρας, απλώνοντας το χέρι του, που ο Κάζεϋ κράτησε αφηρημένα. Μετά τη χειραψία, τέντωσε το χέρι του πάνω από τον ώμο του ποντικού της ερήμου κι έδειξε το πράγμα που καθόταν στην άμμο. «Τ’ όνομά του Γκαρβάν, όπως μου λέει. Είναι κάτι αλλόκοτο και κάτι σαν υπουργός».
Ο Κάζεϋ χαιρέτησε με μια κίνηση του κεφαλιού του τον άνθρωπο – κλαρί κι ευχαριστήθηκε που κι αυτός τον χαιρέτησε μ’ ένα γνέψιμο, αντί ν’ απλώσει το χέρι του.
-«Είμαι ο Μάνουελ Κάζεϋ», είπε. «Τι εννοεί, κάτι αλλόκοτο»; Η φωνή του ανθρώπου-κλαριού ήταν απροσδιόριστα βαθιά και παλλόμενη.
-«Είμαι εξωγήινος. Και με πλήρη εξουσιοδότηση».
Παραδόξως, ο Κάζεϋ ήταν σχετικά μορφωμένος άνθρωπος και κατάλαβε και τις δυο προτάσεις. Προφανώς ήταν ο μόνος στο Τσέρυμπελ που θα μπορούσε ν’ αντιληφθεί το νόημα της δεύτερης. Λιγότερο παράδοξο, αν λάβουμε υπόψη μας το παρουσιαστικό του ανθρώπου-κλαριού, είναι που τις πίστεψε και τις δυο.
-«Τι μπορώ να κάνω για σας, κύριε;» ρώτησε. «Αλλά πριν απ’ όλα, ας τραβηχτούμε στη σκιά».
-«Όχι, ευχαριστώ. Κάνει λίγο περισσότερη ψύχρα από ότι μου ‘χανε πει, αλλά νιώθω αρκετά άνετα. Η θερμοκρασία σας αντιστοιχεί μ’ ένα δροσερό ανοιξιάτικο απόγευμα στον πλανήτη μου. Κι όσο για το τι μπορείτε να κάνετε για μένα, μπορείτε να ενημερώσετε τις αρχές για την άφιξή μου. Πιστεύω ότι θα τις ενδιαφέρει».
Λοιπόν, σκέφτηκε ο Κάζεϋ, από καθαρή σύμπτωση έπεσε πάνω στον πιο κατάλληλο άνθρωπο, τουλάχιστον σε απόσταση 30 χιλιομέτρων. Ο Μάνουελ Κάζεϋ ήταν μισό Ιρλανδός, μισό Μεξικάνος. Είχεν έναν ετεροθαλή αδερφό που ήταν μισό Ιρλανδός και μισό Αμερικάνος κι ο ετεροθαλής αδερφός του ήταν σμήναρχος στην Αεροπορική Βάση Νταίηβις Μόνθαν, στο Τάξον.
-«Ένα λεπτό, κύριε Γκαρβάν», είπε. «Θα τηλεφωνήσω αμέσως. Μήπως εσείς κύριε Γκραντ θέλετε να ‘ρθετε μέσα;»
-«Όχι, ντεν πειράζει. Εγώ κάθε μέρα έξω. Και Γκαρβάν είπε αν μείνει εγώ διαρκώς μαζί του, όσο τελειώσει δουλειά του, δώσει εμένα κάτι πολύτιμο. Κάτι … ληκτρονικό…»
-«Ένα φορητό ηλεκτρονικό ανιχνευτή μεταλλευμάτων που λειτουργεί με μπαταρία», είπε ο Γκαρβάν. «Ένα απλό μηχανηματάκι που εντοπίζει την παρουσία μεταλλεύματος σ’ απόσταση 3 χιλιομέτρων, καθορίζει το είδος, το βαθμό, τη ποσότητα και το βάθος».
Ο Κάζεϋ ξεροκατάπιε, ζήτησε συγγνώμη και σπρώχνοντας δεξιά κι αριστερά το συγκεντρωμένο πλήθος, έφτασε στη ταβέρνα του. Δε χρειάστηκε πάνω από ένα λεπτό για να μιλήσει στον σμήναρχο Κάζεϋ στο τηλέφωνο, αλλά του χρειάστηκαν άλλα τέσσερα για να τονε πείσει πως ούτε μεθυσμένος ήταν, ούτε αστειευόταν.
Είκοσι πέντε λεπτά αργότερα ακούστηκε θόρυβος στον ουρανό που όλο δυνάμωνε ώσπου έσβησε τελείως, καθώς ένα ελικόπτερο τεσσάρων θέσεων προσγειώθηκε κι έσβησε τη μηχανή του δέκα μέτρα πέρα από τον εξωγήινο, τους δυο άντρες και το γάιδαρο. Μόνο ο Κάζεϋ είχε πάλι το θάρρος να ξαναπλησιάσει το τρίο, υπήρχαν κι άλλοι θεατές, αλλά αυτοί κρατιόνταν ακόμα σε απόσταση.
Ο σμήναρχος Κάζεϋ, ένας επισμηναγός, ένας σμηναγός κι ένας υποσμηναγός -ο πιλότος του ελικοπτέρου- βγήκαν έξω κι ήρθανε τρέχοντας. Ο άνθρωπος-κλαρί σηκώθηκε σε όλο το ύψος των 2.70 μέτρων του κι από τη προσπάθεια που έκανε, μπορούσε κανείς να καταλάβει πως ήτανε συνηθισμένος σε βαρύτητα πολύ μικρότερη απ’ αυτή της γης. Υποκλίθηκε, επανέλαβε τ’ όνομα και την ιδιότητά του ως εξωγήινου και πλήρως εξουσιοδοτημένου, έπειτα ξανακάθισε χάμω ζητώντας συγγνώμη γι’ αυτό κι εξηγώντας γιατί ήταν απαραίτητο. Ο σμήναρχος κι οι τρεις συνοδοί του συστηθήκανε κι αυτοί.
-«Και τώρα, τι μπορούμε να κάνουμε για σας, κ. Γκαρβάν;» Ο άνθρωπος-κλαρί έκανε μια γκριμάτσα, κάτι σαν χαμόγελο. Τα δόντια του είχαν το ίδιο ανοιχτογάλαζο χρώμα των μαλλιών και των ματιών του.
-«Συνήθως λέτε ‘οδηγείστε με στον αρχηγό σας’. Εγώ δε ζητάω αυτό. Αντίθετα, πρέπει να μείνω εδώ. Ούτε ζητώ να φέρετε τους αρχηγούς σας σε μένα. Κάτι τέτοιο θα ήταν αγένεια. Είμαι απόλυτα σύμφωνος να τους αντιπροσωπεύσετε εσείς, να συζητήσω μαζί σας και να μου κάνετε διάφορες ερωτήσεις. Αλλ’ απαιτώ ένα πράγμα. Έχετε μαγνητόφωνα; Ζητώ να μου φέρετε ένα προτού μιλήσω ή απαντήσω στις ερωτήσεις σας. Θέλω να είμαι σίγουρος ότι το μήνυμα που ίσως λάβουν οι αρχηγοί σας θα είναι πλήρες κι ακριβές».
-«Ωραία», είπε ο σμήναρχος και στράφηκε στον πιλότο: «Υποσμηναγέ, ειδοποίησε με τον ασύρματο να μας στείλουν ένα μαγνητόφωνο, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Θα μπορούσαν να μας το ρίξουν με αλεξιπ… Όχι, αυτό θα μας φάει πιότερη ώρα, να το ετοιμάσουν μόνο και μόνο για να το ρίξουν. Ας το στείλουν μ’ έν άλλο ελικόπτερο». Ο υποσμηναγός ετοιμάστηκε να εκτελέσει τη διαταγή. «‘Ακου! Και καμιά πενηνταριά μέτρα καλώδιο για προέκταση. Θα χρειαστεί να το βάλουμε στη πρίζα της ταβέρνας του Μάνυ». Ο υποσμηναγός άρχισε να τρέχει προς το ελικόπτερο. Οι άλλοι κάθισαν ιδρωμένοι και τότε ο Μάνουελ Κάζεϋ σηκώθηκε κι είπε:
-«Θα περιμένουμε μισή ώρα περίπου. Αν πρόκειται να κάτσουμε έξω στον ήλιο, ποιος θέλει ένα μπουκάλι κρύα μπύρα; Κύριε Γκαρβάν»;
-«Είναι κρύο ποτό; Κρυώνω λιγάκι. Θα προτιμούσα κάτι ζεστό, αν έχετε».
-«Καφέ, αμέσως. Να σας φέρω μια κουβέρτα»;
-«Όχι, ευχαριστώ. Δε χρειάζεται».
Ο Κάζεϋ έφυγε και σε λίγο ξαναγύρισε κρατώντας ένα δίσκο με καμιά δεκαριά μπύρες κι ένα φλιτζάνι αχνιστό καφέ. Στο μεταξύ είχε γυρίσει κι ο υποσμηναγός. Ακούμπησε το δίσκο κάτω και σέρβιρε πρώτα τον άνθρωπο-κλαρί, που ρούφηξε τον καφέ κι είπε:
-«Νοστιμότατος!» Ο σμήναρχος Κάζεϋ ξερόβηξε:
-«Σέρβιρε το φίλο μας το χρυσοθήρα, Μάνυ. Όσο για μας, απαγορεύεται βέβαια να πιούμε σ’ ώρα υπηρεσίας, αλλά στο Τάξον η θερμοκρασία είχε φτάσει τους 45 Κελσίου στη σκιά, εδώ κάνει πιο ζέστη και δεν είμαστε και στη σκιά. Κύριοι, θεωρείστε ότι βρίσκεστε επίσημα σ’ άδεια μέχρι να πιείτε τη μπύρα σας ή μέχρι να ΄’ρθει το μαγνητόφωνο, όποιο από τα δυο συμβεί πρώτα».
Η μπύρα τελείωσε πρώτη, αλλά μέχρι να τελειώσει και το τελευταίο μπουκάλι, φάνηκε και το δεύτερο ελικόπτερο. Ο Κάζεϋ ρώτησε τον άνθρωπο-κλαρί αν ήθελε κι άλλο καφέ, αλλ’ αυτός αρνήθηκεν ευγενικά. Ο Κάζεϋ έγνεψε στον Νταίηντ Γκραντ κι ο ποντικός της ερήμου του ανταπόδωσε το γνέψιμο. Έτσι ο Κάζεϋ πήγε να φέρει άλλα δυο μπουκάλια, ένα για τον καθένα τους, μια που αυτοί ήταν και γήινοι και πολίτες. Επιστρέφοντας συνάντησε τον υπολοχαγό που ερχόταν με το καλώδιο και γύρισε μέχρι το κατώφλι του μαγαζιού του για να του δείξει τη πρίζα. Όταν ξαναβγήκε, είδε ότι το δεύτερο ελικόπτερο είχε φέρει, εκτός από το μαγνητόφωνο, ολόκληρο το πλήρωμά του. Είχαν έρθει εκτός από τον πιλότο, ένας σμηνίας-τεχνικός που ήταν έμπειρος στο χειρισμό του μαγνητοφώνου και που τώρα το τακτοποιούσε, ένας αντισμήναρχος κι ένας αρχισμηνίας που ‘ρθε μαζί τους για τη βόλτα ή από περιέργεια, για να δει γιατί ζητήθηκε εσπευσμένα κι εναέρια, ένα μαγνητόφωνο στο Τσέρυμπελ της Αριζόνα. Στεκόντουσαν χάσκοντας μπροστά στον άνθρωπο-κλαρί, σιγοκουβεντιάζοντας μεταξύ τους. Ο σμήναρχος είπεν ήρεμα:
-«Προσοχή!» κι όλοι σώπασαν αμέσως. «Καθίστε, κύριοι, παρακαλώ, σ’ ένα πρόχειρο κύκλο. Σμηνία, αν τοποθετήσεις το μικρόφωνο στο κέντρο του κύκλου θα μαγνητοφωνήσει καθαρά ότι ειπωθεί από μας;»
-«Μάλιστα. Είμαι σχεδόν έτοιμος». Δέκα άντρες κι ένας ανθρωποειδής εξωγήινος κάθισαν σε πρόχειρο κύκλο, με το μικρόφωνο να κρέμεται από ‘να μικρό τρίποδο τοποθετημένο περίπου στο κέντρο του κύκλου. Οι άνθρωποι χύναν άφθονο ιδρώτα, ο ανθρωποειδής εξωγήινος έτρεμε ελαφρά. Ακριβώς έξω από τον κύκλο, ο γάιδαρος στεκόταν κατσουφιασμένος, με το κεφάλι χαμηλωμένο. Πλησιάζοντας αργά, αλλά πάντα σ’ απόσταση όχι μικρότερη από πέντε μέτρα βρίσκονταν διασκορπισμένοι σ’ ημικύκλιο, όλοι οι κάτοικοι του Τσέρυμπελ, που πρωτύτερα ήταν στα σπίτια, στα μαγαζιά και στα βενζινάδικα, που τώρα ήταν αδειανά. Ο σμηνίας – τεχνικός πάτησε ένα κουμπί κι η μαγνητοταινία άρχισε να γυρίζει.
-«Δοκιμή… Δοκιμή…», είπε. Μετά πάτησε δυο άλλα κουμπιά κι ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε από το μεγάφωνο του μαγνητοφώνου: «Δοκιμή… Δοκιμή…» Δυνατά και καθαρά. Ο σμηνίας ξαναγύρισε την ταινία στην αρχή της έσβησε ότι είχε γραφτεί και πάτησε το στοπ.
-«Όταν πατήσω το επόμενο κουμπί», είπε στον σμήναρχο, «θα ‘μαστε έτοιμοι για μαγνητοφώνηση». Ο σμήναρχος στράφηκε στον πανύψηλο εξωγήινο, που του ‘γνεψε καταφατικά, έπειτα έκανε νόημα στο σμηνία. Αυτός με τη σειρά του πάτησε το κουμπί.
-«Ονομάζομαι Γκαρβάν», άρχισε ο άνθρωπος-κλαρί, αργά και καθαρά. «Έρχομαι από ένα πλανήτη ενός άστρου που δε βρίσκεται στους αστρικούς σας καταλόγους, αν και το σφαιρικό συγκρότημα των 90000 αστέρων στο οποίο ανήκει, σας είναι γνωστό. Η απόστασή του από δω είναι μεγαλύτερη από 4000 έτη φωτός, με διεύθυνση προς το κέντρο του γαλαξία. Όμως δε βρίσκομαι εδώ σαν αντιπρόσωπος του πλανήτη μου ή του λαού μου, αλλά σαν πληρεξούσιος πρεσβευτής της Γαλαξιακής Ένωσης, μιας Ομοσπονδίας των φωτισμένων πολιτισμών του Γαλαξία, που έχει δημιουργηθεί για το κοινό όφελος. Μου ‘χουν αναθέσει να σας επισκεφθώ και ν’ αποφασίσω, εδώ και τώρα, αν πρόκειται ή όχι να σας προταθεί να προσχωρήσετε στην Ομοσπονδία μας. Μπορείτε τώρα να υποβάλετε ελεύθερα ερωτήσεις. Διατηρώ όμως το δικαίωμα να αναβάλω την απάντηση μερικών απ’ αυτές, μέχρι ν’ αποφασίσω οριστικά. Αν η απόφασή μου είναι ευνοϊκή, τότε θ’ απαντήσω σ’ όλες τις ερωτήσεις, ακόμα και σ’ αυτές που στο μεταξύ είχα αναβάλει την απάντησή τους. Είστε ικανοποιημένοι»;
-«Ναι», απάντησε ο σμήναρχος. «Πως φτάσατε ως εδώ; Με διαστημόπλοιο»;
-«Σωστό. Βρίσκεται από πάνω μας τώρα, σε τροχιά 35000 χιλιομέτρων. Περιστρέφεται δηλαδή γύρω από τη γη και στέκεται ακριβώς πάνω απ’ αυτό το σημείο. Από εκεί με παρακολουθούνε κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που προτιμώ να κάθομαι έξω. Θα τους δώσω σήμα, όταν θελήσω να ‘ρθουν να με πάρουνε».
-«Πως γνωρίζετε τη γλώσσα μας τόσο καλά; Έχετε τηλεπάθεια»;
-«Όχι. Και σε κανένα μέρος του Γαλαξία, σε καμιά φυλή, δεν υπάρχει ον που να ‘χει τηλεπάθεια παρά μόνο ανάμεσα στους δικούς του. Έμαθα τη γλώσσα σας γι’ αυτόν ειδικά το σκοπό. Είχαμε παρατηρητές ανάμεσά σας επί πολλούς αιώνες. Λέγοντας ‘είχαμε’ εννοώ φυσικά τη Γαλαξιακή Ένωση. Εγώ βέβαια δε θα μπορούσα να περάσω για άνθρωπος, αλλά είναι άλλα είδη που μπορούν. Θα πρέπει να σας πω ότι δεν είναι ούτε κατάσκοποι, ούτε πράκτορες. Δε προσπάθησαν να σας βλάψουν με κανένα τρόπο, παρά είναι απλά και μόνο παρατηρητές».
-«Τι οφέλη θα ‘χουμε αν προσχωρήσουμε στην Ένωση σας, αν φυσικά μας ζητηθεί και δεχτούμε;» ρώτησε ο σμήναρχος.
-«Πρώτα-πρώτα, γρήγορη εξέλιξη στον τομέα θεμελιωδών κοινωνικών επιστημών, που θα βάλει τέρμα στη τάση σας να πολεμάτε μεταξύ σας και θα σταματήσει ή τουλάχιστον θα ελέγξει την επιθετικότητά σας. Αν δούμε ότι το πετύχατε αυτό ικανοποιητικά κι ότι είναι ακίνδυνο για σας, θα σας προσφέρουμε διαστημικά ταξίδια και πολλά άλλα, ανάλογα με το ρυθμό που θ’ αφομοιώνετε».
-«Κι αν δε μας ζητηθεί να προχωρήσουμε ή αν αρνηθούμε»;
-«Τίποτα. Θα μείνετε μόνοι σας, ακόμα κι οι παρατηρητές μας θ’ αποσυρθούν. Θ’ αφεθείτε στη μοίρα σας: είτε θα καταστήσετε τον πλανήτη σας ακατοίκητο και μη κατοικήσιμο πια μέσα στον επόμενο αιώνα, είτε θ’ αναπτύξετε μόνοι σας τις κοινωνικές επιστήμες, θα ξαναγίνετε υποψήφιοι για συμμετοχή και θα σας ξαναπροταθεί να προσχωρήσετε στην Ένωση. Θα κάνουμε έναν έλεγχο κατά διαστήματα κι όταν δούμε ότι δε πρόκειται ν’ αυτοκαταστραφείτε, τότε θα σας ξαναπλησιάσουμε».
-«Γιατί βιάζεστε τόσο, τώρα που είσαστε εδώ; Γιατί δε μένετε όσο χρειάζεται για να συζητήσετε με τους αρχηγούς μας, όπως τους αποκαλείτε»;
-«Αποκλείεται. Ο λόγος δεν είναι σημαντικός, αλλά πολύπλοκος κι απλώς δε θέλω να χάσω χρόνο εξηγώντας τον».
-«Ας υποθέσουμε πως η απόφασή σας είναι ευνοϊκή, πως θα ‘ρθουμε σ’ επαφή μαζί σας για να σας πούμε τη δική μας; Μας γνωρίζετε όπως φαίνεται, αρκετά καλά, ώστε να ξέρετε ότι δεν είμαι εγώ αυτός που θ’ αποφασίσει».
-«Θα μάθουμε την απόφασή σας από τους παρατηρητές μας. Προϋπόθεση ότι δέχεστε είναι η πλήρης κι όχι λογοκριμένη δημοσίευση στις εφημερίδες σας αυτής της συνέντευξης, λέξη προς λέξη, από τη ταινία που χρησιμοποιούμε τώρα για να τη μαγνητοφωνήσουμε. Επίσης όλων των συσκέψεων κι αποφάσεων της κυβέρνησής σας».
-«Κι οι άλλες κυβερνήσεις; Δε μπορούμε ν’ αποφασίσουμε μονόπλευρα για όλο τον κόσμο».
-«Η κυβέρνησή σας εκλέχτηκε για να γίνει μια αρχή. Αν δεχτείτε θα σας υποδείξουμε τις μεθόδους που θα κάνουνε τους άλλους να συμφωνήσουν γρήγορα, χωρίς χρησιμοποίηση ή απειλή βίας».
-«Θα πρέπει να ‘ναι καταπληκτικές μέθοδοι», είπε ο σμήναρχος μορφάζοντας, «αν κάνουν μια συγκεκριμένη χώρα, που δε χρειάζεται ν’ αναφέρω, να συμφωνήσει μαζί μας χωρίς απειλές».
-«Μερικές φορές η προσφορά ανταμοιβής είναι πιο σημαντική από τη χρήση απειλής. Πιστεύετε πως η χώρα που δε θέλετε ν’ αναφέρετε, θα χαρεί αν δημιουργήσετε σεις αποικίες σε πλανήτες μακρινών άστρων, προτού καν φτάσουν αυτοί στο φεγγάρι; Αλλ’ αυτό είναι σχετικά δευτερεύον. Μπορείτε να ‘χετε εμπιστοσύνη στις μεθόδους μας».
-«Μοιάζει πολύ ωραίο για να ‘ναι αληθινό. Αλλά είπατε ότι πρόκειται ν’ αποφασίσετε, εδώ και τώρα, αν πρόκειται να μας προτείνετε να προσχωρήσουμε ή όχι. Θα μπορούσα να μάθω σε ποιούς παράγοντες θα βασιστείτε»;
-«Ένας είναι ότι θα ελέγξω -ή μάλλον έλεγξα, γιατί το ‘χω ήδη κάνει- το βαθμό της ξενοφοβίας σας. Με τη χαλαρή έννοια που αποδίδετε στον όρο, αυτό σημαίνει φόβο για τους ξένους. Έχουμε μια λέξη που δεν αντιστοιχεί σε καμιά δική σας: σημαίνει φόβο και απέχθεια για το άγνωστο, το αλλόκοτα ‘ξένο’. Διάλεξαν εμένα -ή κάποιον τέλος πάντων του είδους μου- για να ‘ρθω σε μια πρώτη ανοιχτή επαφή μαζί σας. Επειδή είμαι κάτι που θ’ αποκαλούσατε περίπου ανθρωποειδές -όπως εσείς είστε κάτι που θ’ αποκαλούσα περίπου ανθρωποειδές- σας είμαι προφανώς πιο φριχτός, πιο απωθητικός απ’ όσον άλλα είδη τελείως διαφορετικά. Επειδή είμαι για σας μια καρικατούρα, ένα κακέκτυπο ανθρώπινου όντος, με βρίσκετε πιο φριχτό απ’ ότι ένα ον που δε θα σας έμοιαζε καθόλου. Μπορεί να σκέφτεστε ότι πράγματι σας προξενώ φρίκη κι απέχθεια, αλλά, πιστέψτε με, περάσατε το τεστ μ’ επιτυχία. Υπάρχουν είδη στο Γαλαξία που δε θα μπορέσουνε ποτέ να γίνουν μέλη της Ομοσπονδίας, ανεξάρτητα από την όλη τους ανάπτυξη, γιατί πάσχουν από βίαιη κι αγιάτρευτη ξενοφοβία. Δε θα μπορούσανε ποτέ ν’ αντικρίσουν ή να μιλήσουν σε ένα ‘ξένο’ οποιουδήποτε είδους. Ή θα το βάζανε στα πόδια ουρλιάζοντας ή θα προσπαθούσαν να τον σκοτώσουν στη στιγμή. Κοιτάζοντας εσάς κι αυτούς τους ανθρώπους» είπε δείχνοντας με το μακρύ του χέρι τους πολίτες του Τσέρυμπελ που στέκονταν σε μικρή απόσταση από τον κύκλο τους «ξέρω ότι νιώθετε απέχθεια στη θέα μου, αλλά πιστέψτε με, είναι σχετικά μικρή κι οπωσδήποτε όχι αγιάτρευτη. Πετύχατε σε αυτό το τεστ ικανοποιητικά».
-«Υπάρχουν κι άλλα τεστς»;
-«Ακόμα ένα. Αλλά πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να…» Αντί να τελειώσει τη πρόταση, ο άνθρωπος-κλαρί ξάπλωσε φαρδύς-πλατύς στην άμμο κι έκλεισε τα μάτια. Ο σμήναρχος αναπήδησε.
-«Τι διάβολο;» είπε. Πέρασε γρήγορα γύρω από το τρίποδο με το μικρόφωνο κι έσκυψε πάνω από τον ξαπλωμένο εξωγήινο, ακουμπώντας τ’ αφτί πάνω στο στήθος του, που ‘μοιαζε σα ματωμένο. Καθώς σήκωσε το κεφάλι, ο Νταίηντ Γκραντ, ο ψαρομάλλης χρυσοθήρας, κάγχασε ελαφρά:
-«Δε χτυπά η καρδιά του, σμήναρχε, γιατί δεν έχει καρδιά. Αλλά μπορώ να σας τον αφήσω εδώ σαν αναμνηστικό και θα βρείτε μέσα του πράγματα πολύ πιο ενδιαφέροντα από καρδιές και σπλάχνα. Ναι, είναι μια κούκλα που χειρίστηκα, όπως ο δικός σας, ο Έντγκαρ Μπέργκεν χειρίζεται τον -αλήθεια, πως τον λένε; α, ναι-, Τσάρλυ ΜακΚάρθυ του. Τώρα που εκπλήρωσε τον προορισμό του, έχει απενεργοποιηθεί. Γυρίστε στη θέση σας, σμήναρχε». Ο Σμήναρχος Κάζεϋ γύρισε στη θέση του αργά.
-«Γιατί;» είπε. Ο Νταίηντ Γκραντ τράβηξε τα γένια και τη περούκα του. Έτριψε μ’ ένα ύφασμα το πρόσωπό του για να το καθαρίσει από το μέηκαπ κι άφησε να φανεί τ’ όμορφο, νεανικό του πρόσωπο. Είπε:
-«Ότι σας είπε ή ότι ειπώθηκε μέσω αυτού, ήταν αλήθεια, ως εδώ. Ναι, είναι βέβαια μόνον ένα ομοίωμα και τίποτα παραπάνω, αλλά είναι το ακριβές πανομοιότυπο μιας από τις διακεκριμένες φυλές του Γαλαξία, κείνης που, σύμφωνα με τους ψυχολόγους μας, θα σας προκαλούσε -αν υποφέρατε από σφοδρή κι αγιάτρευτη ξενοφοβία- τη πιο έντονη φρίκη. Αλλά δε φέραμε ένα αληθινό μέλος του είδους του, γιατί πάσχουν από μια δική τους φοβία, την “αγοραφοβία” -το φόβο του διαστήματος. Οι παρατηρητές μας μας βεβαιώνουν ότι εσείς δεν έχετε αυτή τη φοβία. Αλλά δεν ήταν σε θέση να κρίνουν από πριν το βαθμό της ξενοφοβίας σας κι ο μόνος τρόπος για να γίνει αυτό ήταν να σας φέρουμε κάτι αντί για κάποιον, για να σας δοκιμάσουμε και για να κάνει προφανώς τις πρώτες επαφές». Ο συνταγματάρχης αναστέναξε βαθιά:
-«Δε μπορώ να πω ότι δεν ανακουφίστηκα από μιαν άποψη. Θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα μ’ ανθρωποειδή και θα το κάνουμε όταν χρειαστεί. Αλλά ομολογώ πως νιώθω ανακούφιση μαθαίνοντας ότι το κυρίαρχον είδος του Γαλαξία, είναι στο κάτω-κάτω ο άνθρωπος κι όχι κάποιο ανθρωποειδές. Ποιο είναι το δεύτερο τέστ»;
-«Το περνάτε αυτή τη στιγμή. Μπορείτε να με λέτε…» χτύπησε τα δάχτυλά του: «Ποιο είναι τ’ όνομα της δεύτερης κατά σειρά κούκλας του Μπέργκεν, μετά τον Τσάρλυ ΜακΚάρθυ»; Ο σμήναρχος δίστασε, αλλά ο σμηνίας-τεχνικός απάντησε:
-«Μόρτιμερ Σνερντ».
-«Σωστά! Να με λέτε λοιπόν Μόρτιμερ Σνερντ και τώρα νομίζω πως ήρθε η ώρα να…» Ξαπλώθηκε φαρδύς-πλατύς στην άμμο κι έκλεισε τα μάτια, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο άνθρωπος-κλαρί λίγο πριν.
Ο γάιδαρος ανασήκωσε το κεφάλι και το ‘βαλε μέσα στον κύκλο, πάνω από τον ώμο του λοχία.
-«Τελειώσαμε με τις κούκλες σμήναρχε», είπε. «Και τώρα, τί νόημα έχει αν το κυρίαρχο είδος είναι άνθρωπος ή έστω ανθρωποειδές; Τί είναι κυρίαρχο είδος»;
“Puppet Show” (1962)
Μετάφραση: Γιώργος Μπαλάνος