Βιογραφικό
Ο Όγκαστ Γουίλλιαμ Ντέρλεθ (August William Derleth) ήταν Αμερικανός συγγραφέας κι ανθολόγος. Αν και τον θυμόμαστε καλύτερα ως τον πρώτο εκδότη βιβλίων των γραπτών του Χ.Φ. Lovecraft και για τη δική του συνεισφορά στη Μυθολογία Κθούλου και το είδος του κοσμικού τρόμου, καθώς και για την ίδρυση του εκδοτικού Arkham House (που τον έκανε κυρίως για να τυπώσει την υπερφυσική μυθοπλασία σε σκληρό εξώφυλλο στις ΗΠΑ που ήταν άμεσα διαθέσιμο μόνο στη Βρεττανία), ο Derleth ήτανε κορυφαίος Αμερικανός συγγραφέας ΕΦ της εποχής του, καθώς και παραγωγικός σε πολλά άλλα είδη, όπως ιστορική φαντασία, ποίηση, αστυνομική φαντασία, επιστημονική φαντασία και βιογραφία. Ως υπότροφος του Guggenheim το 1938, θεώρησε ότι το πιο σοβαρό έργο του ήτανε το φιλόδοξο Sac Prairie Saga, μια σειρά μυθοπλασίας, ιστορικής φαντασίας, ποίησης και φυσιολατρικών έργων που είχανε σχεδιαστεί για να μνημονεύσουν τη ζωή στο Wisconsin που γνώριζε. Ο Ντέρλεθ μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως πρωτοπόρος φυσιοδίφης κι ήταν επίσης συντηρητικός στη γραφή του. Μερικές από τις μεγαλύτερες επιρροές του ήτανε τα δοκίμια του Ralph Waldo Emerson, του Walt Whitman, του H. L. Mencken The American Mercury, του Samuel Johnson The History of Rasselas, Prince of Abissinia, ο Alexandre Dumas, ο Edgar Allan Poe, ο Walter Scott κι ο Walden του Henry David Thoreau.
Γιος του William Julius Derleth και της Rose Louise Volk, γεννήθηκε 24 Φλεβάρη 1909 και μεγάλωσε στο Sauk City του Wisconsin. Εκπαιδεύτηκε στο τοπικό δημοτικό και δημόσιο λύκειο. Έγραψε τη 1η του μυθοπλασία στα 13 του. Ενδιαφερότανε πιότερο για το διάβασμα και έκανε 3 επισκέψεις στη τοπική βιβλιοθήκη τη βδομάδα. Αποταμίευε τα χρήματά του για ν’ αγοράσει βιβλία -η προσωπική του βιβλιοθήκη ξεπέρασε τα 12.000 βιβλία αργότερα στη ζωή του. 40 ιστορίες του απορρίφθησαν και λίγα έτη μετά, σύμφωνα με τον ανθολόγο Jim Stephens, πούλησε τη 1η του ιστορία, Bat’s Belfry, στο περιοδικό Weird Tales. Ο Ντέρλεθ έγραφε στη διάρκεια των 4 ετών του στο Πανεπιστήμιο Ουισκόνσιν, όπου έλαβε πτυχίο B.A. το 1930. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου υπηρέτησε επίσης για σύντομο χρονικό διάστημα ως συνεργάτης συντάκτης του περιοδικού Fawcett Publications Mystic Magazine με έδρα τη Μιννεάπολη.
Επιστρέφοντας στο Sauk καλοκαίρι του 1931, εργάστηκε σ’ ένα τοπικό εργοστάσιο κονσερβοποιίας και συνεργάστηκε με τον παιδικό φίλο Mark Schorer (αργότερα Πρόεδρο του Τμήματος Αγγλικών Πανεπιστημίου Καλιφόρνια, στο Berkeley). Νοίκιασαν μια καμπίνα, γράφοντας γοτθικές και άλλες ιστορίες τρόμου και πουλώντας τες στο περιοδικό Weird Tales. Κέρδισε θέση στο O’Brien Roll of Honor for Five Alone, που δημοσιεύτηκε στο Place of Hawks, αλλά και βρέθηκε για 1η φορά στο περιοδικό Pagany. Ως αποτέλεσμα της πρώιμης δουλειάς του στο Sac Prairie Saga, τιμήθηκε με τη περίφημη υποτροφία Guggenheim. χορηγοί του ήταν η Helen C. White, ο νομπελίστας μυθιστοριογράφος Sinclair Lewis κι ο ποιητής Edgar Lee, Masters of Spoon River Anthology κερδίζοντας φήμη με αυτή την ανθολογία.

Στα μέσα της 10ετίας του ’30, οργάνωσε μια Λέσχη Ranger για νέους, υπηρέτησε ως υπάλληλος και πρόεδρος της τοπικής σχολικής επιτροπής, υπηρέτησε ως υπάλληλος αποφυλάκισης, οργάνωσε μια τοπική λέσχη ανδρών και μια ένωση γονέων και δασκάλων. Δίδαξε επίσης αμερικανική περιφερειακή λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ουισκόνσιν κι ήτανε συντάκτης του Outdoors Magazine. Με τον παλιό του φίλο Donald Wandrei, το 1939 ίδρυσε το Arkham House. Εκδοτικός που ο αρχικός του στόχος ήταν να δημοσιεύσει τα έργα του H. P. Lovecraft, που ‘χε είχε αλληλογραφία από τα εφηβικά του χρόνια. Παράλληλα, άρχισε να διδάσκει μάθημα Αμερικανικής Περιφερειακής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ουισκόνσιν. Το 1941, έγινε λογοτεχνικός συντάκτης της εφημερίδας The Capital Times στο Μάντισον, μια θέση που κράτησε μέχρι τη παραίτησή του το 1960. Τα χόμπι του περιελαμβάνανε ξιφασκία, κολύμπι, σκάκι, φιλοτελισμό και κόμικς (φέρεται να ξόδεψε τη χρηματοδότηση από την υποτροφία του Γκούγκενχαϊμ για ν’ αγοράσει τη συλλογή κόμικ του, η πιο πρόσφατη αξία της είναι εκατομμυρίων δολαρίων, αντί να ταξιδέψει στο εξωτερικό όπως προέβλεπε το βραβείο.). Η αληθινή ενασχόληση του Derleth, ωστόσο, ήταν η πεζοπορία στο έδαφος της πατρίδας στο Wisconsin κι η παρατήρηση κι η καταγραφή της φύσης με έμπειρο μάτι. Έγραψε κάποτε για τις μεθόδους γραφής του: “Γράφω πολύ γρήγορα, από 750.000 ως ένα 1.000.000 λέξεις ετησίως, πολύ λίγο από το υλικό σε χαρτί που διαθέτω“.
Το 1948, εξελέγη πρόεδρος των Associated Fantasy Publishers στο 6ο Παγκόσμιο Συνέδριο Επιστημονικής Φαντασίας στο Τορόντο. Νυμφεύτηκε στις 6 Απρίλη 1953 τη Σάντρα Έβελιν Γουίντερς. Χώρισαν 6 έτη μετά, αλλά διατήρησε την επιμέλεια των 2 παιδιών του, της April Rose και του Walden William. Η April κέρδισε πτυχίο Bachelor of Arts στα Αγγλικά από το Πανεπιστήμιο Wisconsin-Madison το 1977. Έγινε πλειοψηφούσα μέτοχος, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος του Arkham House το 1994. Παρέμεινε σ’ αυτή την ιδιότητα μέχρι το θάνατό της. Ήτανε γνωστή στη κοινότητα ως φυσιοδίφης κι ανθρωπιστής. Η April πέθανε στις 21 Μάρτη 2011. Το 1960, ο Derleth άρχισε να επιμελείται και να δημοσιεύει περιοδικό με το όνομα Hawk and Whippoorwill, αφιερωμένο σε ποιήματα του ανθρώπου και της φύσης. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 4 Ιουλίου 1971 και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο του Αγίου Αλοϋσίου στη Sauk. Η γέφυρα US 12 πάνω από τον ποταμό Ουισκόνσιν πήρε τ’ όνομά του προς τιμή του. Ο Ντέρλεθ ήτανε Ρωμαιοκαθολικός.
Έγραψε περισσότερα από 150 διηγήματα και περισσότερα από 100 βιβλία στη διάρκεια της ζωής του: μια εκτεταμένη σειρά μυθιστορημάτων, διηγημάτων, περιοδικών, ποιημάτων κι άλλων έργων για το Sac Prairie (το πρότυπο του οποίου είναι η Sauk City). Σκόπευε αυτή τη σειρά να περιλαμβάνει ως και 50 μυθιστορήματα που αφηγούνται τη προβλεπόμενη ιστορία της ζωής της περιοχής από τον 19ο αι. και μετά, ανάλογα με την Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ και την Ανάμνηση των Πραγμάτων του Προυστ. Αυτό, καθώς κι άλλα πρώιμα έργα του, τονε κάνανε γνωστό στις περιφερειακές λογοτεχνικές προσωπικότητες της εποχής του: τους πρώτους νικητές του βραβείου Pulitzer Hamlin Garland και Zona Gale, καθώς και τον Sinclair Lewis, τον τελευταίο θαυμαστή και κριτικό του Derleth..
Όπως έγραψε ο Edward Wagenknecht στο Cavalcade of the American Novel, “Αυτό που λείπει από τον κύριο Derleth και στους σύγχρονους μυθιστοριογράφους γενικά, είναι μια χώρα. Ανήκει, γράφει για μια γη κι ένα λαό που ‘ναι ως το κόκκαλο φανταστικός και στο φανταστικό του κόσμο αυτόν, υπάρχει μια ενότητα πολύ βαθύτερη και πιο θεμελιώδης από οτιδήποτε μπορεί να αποδοθεί με μια ιδεολογία. Είναι επίσης σαφές ότι δεν πήρε το καλλίτερο και πιο χρήσιμο από τη φαντασία: Το υπόβαθρο του υλικού του από την έρευνα στη βιβλιοθήκη, όπως ο Σκοτ, στα μυθιστορήματά του στο Border, δίνει, μάλλον, την εντύπωση ότι το έχει πιει με το γάλα της μητέρας του“. Ο Jim Stephens, εκδότης του An August Derleth Reader, (1992), υποστηρίζει: “αυτό που κατάφερε ο Derleth ήταν να συγκεντρώσει έναν μύθο του Ουισκόνσιν που ‘δινε σεβασμό στο αρχαίο θεμέλιο της σύγχρονης ζωής μας“.
Ο συγγραφέας, εγκαινίασε το Sac Prairie Saga με 4 νουβέλες που περιλαμβάνουν το Place of Hawks, που εκδόθηκε από το Loring & Mussey το 1935. Στη δημοσίευση, το Detroit News έγραψε: “Σίγουρα με αυτό το βιβλίο ο κύριος Derleth μπορεί να προστεθεί στους διακεκριμένους Αμερικανούς συγγραφείς“. Το 1ο του μυθιστόρημα, Still is the Summer Night, εκδόθηκε 2 έτη μετά από τον διάσημο συντάκτη του Charles Scribners, Maxwell Perkins κι ήτανε το 2ο στο Sac Prairie Saga.
Το Village Year, το πρώτο από μια σειρά περιοδικών -διαλογισμοί για τη φύση, η αμερικανική ζωή στο χωριό των Μεσοδυτικών χωριών και πολλά άλλα- δημοσιεύτηκε το 1941 για να επαινεθεί από τους New York Times Book Review: “Ένα βιβλίο άμεσης ανταπόκρισης, αναδημιουργεί τη σκηνή του με οξύτητα κι ομορφιά, και κάνει μια ασυνήθιστη συνεισφορά στην Americana της σημερινής ημέρας“. Η New York Herald Tribune παρατήρησε ότι “ο Ντέρλεθ εμπλουτίζει την αξία του σκηνικού του χωριού του, παρουσιάζοντας πλήρως το διαρκές φυσικό υπόβαθρο· με τους ανθρώπους που προβάλλονται σ’ αυτό, η γραφή έχει τη ποιότητα μιας παλιάς φλαμανδικής εικόνας, η ανθρωπότητα ζωντανή και διασκεδαστική κι αξιαγάπητη στο προσκήνιο και η φύση πέρα μαγευτική“. Ο Τζέιμς Γκρέι, γράφοντας στο St. Louis Dispatch, κατέληξε, “Ο Ντέρλεθ πέτυχε ένα είδος πεζογραφίας που ισοδυναμεί με την Ανθολογία του ποταμού Spoon“.
Την ίδια χρονιά εκδόθηκε το Evening in Spring από τις εκδόσεις Charles Scribners & Sons. Αυτό το έργο ο Derleth το θεωρούσε από τα καλύτερα του. Αυτό που η The Milwaukee Journal αποκάλεσε αυτή η όμορφη μικρή ιστορία αγάπης, είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα της πρώτης αγάπης που κατακλύζεται από θρησκευτικό φανατισμό της μικρής πόλης. Το έργο έλαβε κριτικούς επαίνους: Ο New Yorker το θεώρησε μια ιστορία που ειπώθηκε με τρυφερότητα και γοητεία, ενώ η Chicago Tribune κατέληξε: “Είναι σαν να γυρίζεις πίσω τις σελίδες ενός παλιού ημερολογίου και να λες, με αναζωπυρωμένα συναισθήματα, τους πόνους και τη κοφτερή, καθαρή γλυκύτητα της πρώτης αγάπης ενός αγοριού“. Η Helen Constance White, έγραψε στους The Capital Times ότι ήταν η καλύτερα διατυπωμένη, η πιο πειθαρχημένη από τις ιστορίες του. Ακολούθησαν το 1943 το Shadow of Night, ένα μυθιστόρημα των Scribners για το οποίο η Chicago Sun έγραψε: “Δομικά έχει τη τελειότητα ενός σκαλιστού κοσμήματος. Ένα ψυχολογικό μυθιστόρημα πρώτης τάξης και μια ιστορία περιπέτειας που είναι μοναδική κι εμπνευστική“.
Το Νοέμβρη του 1945, ωστόσο, το έργο του δέχτηκε επίθεση από τον άλλοτε θαυμαστή και μέντορά του, Sinclair Lewis. Γράφοντας στο Esquire, ο Lewis παρατήρησε: “Είναι απόδειξη της αξίας του κ. Derleth ότι κάνει κάποιον να θέλει να κάνει το ταξίδι και να δει το ιδιαίτερο Avalon του: Ο ποταμός Wisconsin να λάμπει ανάμεσα στα νησιά του και τα κάστρα του Baron Pierneau και του Hercules Dousman. Είναι πρωταθλητής και δικαιολογεί τον τοπικισμό. Ωστόσο, είναι επίσης ένας εύσωμος, δεσμευτικός, πολυλογάς, γεμάτος αυτοπεποίθηση, με γνώμη και πολύ κουρελιασμένος νεαρός άνδρας μ’ ελαττώματα τόσον οδυνηρά που μια μελαγχολική μελέτη τους μπορεί να ‘χει μεγαλύτερη αξία για τους μαθητευόμενους. Αν μπορούσε ποτέ να πειστεί ότι δεν είναι τόσο καλός όσο νομίζει ότι είναι, αν θα μάθαινε τη τέχνη του να κάθεται ακίνητος και να χρησιμοποιεί ένα μπλε μολύβι, θα μπορούσε να γίνει δύο φορές καλύτερος από νομίζει ότι είναι -κάτι που θα τον κατατάξει με τον Όμηρο“. Ο Ντέρλεθ επαντύπωσε με καλό χιούμορ τη κριτική μαζί με μια φωτογραφία του χωρίς πουλόβερ, στο οπισθόφυλλο του περιοδικού του για τη χώρα του 1948: Village Daybook.
Μια ελαφριά πλευρά του Sac Prairie Saga είναι μια σειρά οιονεί αυτοβιογραφικών διηγημάτων γνωστών ως Gus Elker Stories, διασκεδαστικές ιστορίες της ζωής της επαρχίας που ο Peter Ruber, ο τελευταίος εκδότης του Derleth, είπε ότι ήταν “...μοντέλο κατασκευής κι. ..ενωμένο με μερικούς από τους πιο αξέχαστους χαρακτήρες της αμερικανικής λογοτεχνίας“. Τα περισσότερα γράφτηκαν από το 1934 ως τα τέλη της 10ετίας του ’40, αν και το τελευταίο, Η Ουρά Του Σκύλου, δημοσιεύτηκε το 1959 και κέρδισε το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Scholastic για κείνη τη χρονιά. Η σειρά συγκεντρώθηκε και επανεκδόθηκε στο Country Matters το 1996. Ο Walden West, που δημοσιεύτηκε το 1961, θεωρείται από πολλούς το καλύτερο έργο του. Αυτός ο πεζογραφικός διαλογισμός βασίζεται στο ίδιο θεμελιώδες υλικό με τη σειρά των βιβλίων του Sac Prairie, αλλά επικεντρώνεται πάνω σε τρία θέματα: “η επιμονή της μνήμης… οι ήχοι και οι μυρωδιές της χώρας… κι η παρατήρηση του Thoreau ότι το πλήθος ανδρών ζουν ζωές ήσυχης απόγνωσης“. Ένας συνδυασμός γραφής της φύσης, φιλοσοφικών στοχασμών και προσεκτικής παρατήρησης των ανθρώπων και του τόπου του Sac Prairie. Σχετικά με αυτό το έργο, ο George Vukelich, συγγραφέας του North Country Notebook, γράφει: “Το Walden West του Derleth είναι… ίσο με το Winesburg του Sherwood Anderson, το Οχάιο, το Our Town του Thornton Wilder και το Spoon River Anthology του Edgar Lee Masters“. Αυτό ακολούθησε 8 έτη μετά το Return to Walden West, ένα έργο παρόμοιας ποιότητας, αλλά με πιο αξιοσημείωτο περιβαλλοντικό πλεονέκτημα στη γραφή, σημειώνει ο κριτικός Norbert Blei. Στενή συγγένεια με το Sac Prairie Saga είχει το Wisconsin Saga του, που περιλαμβάνει πολλά ιστορικά μυθιστορήματα.
Η αστυνομική λογοτεχνία αντιπροσώπευε ένα άλλο ουσιαστικό μέρος του έργου του. Το πιο αξιοσημείωτο μεταξύ αυτών ήταν μια σειρά από 70 ιστορίες με αναφορά στον Σέρλοκ Χολμς, που το δημιουργό του, σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ, θαύμαζε πολύ. Αυτά περιλάμβαναν επίσης ένα δημοσιευμένο μυθιστόρημα Το Τελευταίο Ταξίδι του κ. Fairlie. Η σειρά έχει σαν κεντρικό ήρωα ένα Βρεττανό ντετέκτιβ (στυλ Σέρλοκ Χολμς) που ονομάζεται Solar Pons, στην οδό Praed 7B στο Λονδίνο. Η σειρά θαυμάστηκε πολύ από αξιόλογους συγγραφείς και κριτικούς μυστηρίου κι αστυνομικής φαντασίας όπως οι Ellery Queen (Frederic Dannay), Anthony Boucher, Vincent Starrett και Howard Haycraft. Στον τόμο του The Misadventures of Sherlock Holmes, το 1944, ο Ellery Queen έγραψε για το The Norcross Riddle του Derleth, -μια πρώιμη ιστορία του Pons: “Πόσοι εκκολαπτόμενοι συγγραφείς, ούτε καν σε ηλικία για να ψηφίσουν, θα μπορούσαν να αποτυπώσουν το πνεύμα και την ατμόσφαιρα με τόση πιστότητα“; Ο Queen προσθέτει, “…κι η επιλογή του για το ευφωνικό Solar Pons είναι μια ελκυστική προσθήκη στη συναρπαστική παράδοση της ονοματολογίας του Σερλοκ“. Ο Βίνσεντ Στάρετ, στον πρόλογό του στην έκδοση του 1964 του The Casebook of Solar Pons, έγραψε ότι η σειρά είναι “…τόσο αστραφτερός γαλαξίας από σέρλοκ πινελιές όσο είχαμε από τότε που τελείωσαν οι κανονικές ψυχαγωγίες“.
Παρά τις στενές ομοιότητες με τη δημιουργία του Ντόιλ, ο Πονς έζησε στη μετά τον Α’ Παγκ. Πόλ. εποχή, στις δεκαετίες ’20 – ’30. Αν κι ο Derleth δεν έγραψε ποτέ μυθιστόρημα Pons που να ισοδυναμεί με το The Hound of the Baskervilles, ο εκδότης Peter Ruber έγραψε: “…Ο Derleth δημιούργησε περισσότερες από μερικές ιστορίες Solar Pons σχεδόν τόσο καλές όσο του Sir Arthur, και πολλές που είχανε καλλίτερη πλοκή.” Αν κι αυτές οι ιστορίες ήταν μια μορφή εκτροπής για αυτόν, ο Ruber, που επιμελήθηκε και το The Original Text Solar Pons Omnibus Edition (2000), υποστήριξε: “Επειδή οι ιστορίες ήτανε γενικά τόσο υψηλής ποιότητας, θα ‘πρεπε ν’ αξιολογούνται με βάση τα δικά τους πλεονεκτήματα ως μοναδική συνεισφορά στα χρονικά της μυθιστοριογραφίας, αντί να ταλαιπωρείται η σύγκριση ως ένας από τους ατελείωτους μιμητές του Σέρλοκ Χολμς“. Μερικές από τις ιστορίες δημοσιεύτηκαν μέσω μιας νέας αποτύπωσης που ονομάζεται “Mycroft & Moran“, μια ονομασία χιουμοριστικής σημασίας για τους μελετητές του Holmes. Για περίπου μια 10ετία, μια ενεργή υποστηρικτική ομάδα ήταν οι Praed Street Irregulars, με μοτίβο από τους Baker Street Irregulars. Το 1946, οι δύο γιοι του Doyle κάνανε κάποιες προσπάθειες νά τον αναγκάσουνε να σταματήσει να δημοσιεύει τη σειρά Solar Pons, αλλά οι προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς και τελικά αποσύρθηκαν. Το μυστήριο κι η αστυνομική λογοτεχνία του Derleth περιλάμβαναν επίσης μια σειρά έργων που διαδραματίζονται στο Sac Prairie και παρουσιάζουνε τον δικαστή Peck ως κεντρικό χαρακτήρα.
Ο Derleth έγραψε πολλά και ποικίλα έργα για παιδιά, συμπεριλαμβανομένων βιογραφιών που είχανε σκοπό να μυήσουνε στους νεότερους αναγνώστες τον εξερευνητή Jacques Marquette, καθώς και τον Ralph Waldo Emerson και τον Henry David Thoreau. Αναμφισβήτητα το πιο σημαντικό μεταξύ αυτών για τους νεότερους αναγνώστες, ωστόσο, είναι η σειρά Steve and Sim Mystery, γνωστή κι ως σειρά Mill Creek Irregulars. Η 10τομη σειρά, που δημοσιεύτηκε μεταξύ 1958-70, διαδραματίζεται στο Sac Prairie της 10ετίας του ’20 και μπορεί επομένως να θεωρηθεί από μόνη της μέρος του Sac Prairie Saga, καθώς και μια επέκταση του κύριου σώματος μυθιστοριογραφίας του Derleth. Ο Robert Hood, γράφοντας στους New York Times είπε: “Ο Steve κι ο Sim, οι κύριοι χαρακτήρες, είναι ξαδέρφια του 20ού αι. του Huck Finn και του Tom Sawyer· οι δευτερεύοντες χαρακτήρες του Derleth, μικρά διαμάντια του κωμικού σχεδίου“. Το 1ο της σειράς, The Moon Tenders, περιλαμβάνει, στη πραγματικότητα, μια περιπέτεια ράφτινγκ στον ποταμό Ουισκόνσιν, που οδήγησε τον τοπικό συγγραφέα Τζέσι Στιούαρτ να προτείνει ότι “οι ηλικιωμένοι θα μπορούσαν να διαβάσουν για να ξανασυλλάβουν το πνεύμα και το όνειρο της νιότης τους“. Η σύνδεση με το Sac Prairie Saga σημειώθηκε από τη Chicago Tribune: “Για άλλη μια φορά μια μικρή μεσοδυτική κοινότητα στη 10ετία του ’20 απεικονίζεται με αντίληψη, επιδεξιότητα και ξερό χιούμορ“.
Ο Ντέρλεθ ήταν ανταποκριτής και φίλος του Χ. Π. Λάβκραφτ όταν έγραψε για τον Κόμη της Έρλετ στη μυθοπλασία του, ήταν προς τιμήν του. Ο Derleth επινόησε τον όρο Cthulhu Mythos για να περιγράψει το φανταστικό σύμπαν που απεικονίζεται στη σειρά ιστοριών που μοιράζονται ο Lovecraft κι άλλοι συγγραφείς του κύκλου του. Όταν ο Lovecraft πέθανε το 1937, ο Derleth κι ο Donald Wandrei συγκέντρωσαν μια συλλογή από ιστορίες του και προσπάθησαν να τις δημοσιεύσουν. Οι υπάρχοντες εκδότες έδειξαν ελάχιστο ενδιαφέρον, έτσι οι Derleth και Wandrei ίδρυσαν τον εκδοτικό Arkham House το 1939 γι’ αυτό το σκοπό. Το όνομα της εταιρείας προέρχεται από τη φανταστική πόλη του Λάβκραφτ, Arkham, στη Μασαχουσέτη, που εμφανίζεται σε πολλές από τις ιστορίες του. Το 1939, το Arkham House δημοσίευσε το The Outsider and Others, μια τεράστια συλλογή που περιείχε τα περισσότερα από τα γνωστά διηγήματα του Lovecraft. Οι Derleth και Wandrei επεκτείνανε σύντομα το Arkham House και ξεκίνησαν ένα κανονικό πρόγραμμα εκδόσεων μετά τη δημοσίευση του 2ου βιβλίου, Someone in the Dark, μια συλλογή από μερικές από τις ιστορίες τρόμου του ίδιου του Derleth, το 1941.
Μετά τον θάνατο του Lovecraft, ο Derleth έγραψε μια σειρά από ιστορίες βασισμένες σε κομμάτια και σημειώσεις που του άφησε. Αυτά δημοσιεύτηκαν στο Weird Tales κι αργότερα σε μορφή βιβλίου, με τον τίτλο H. P. Lovecraft & August Derleth, με τον Derleth να αποκαλεί τον εαυτό του μεταθανάτιο συνεργάτη. Αυτή η πρακτική έχει εγείρει αντιρρήσεις σε ορισμένες πλευρές ότι απλά χρησιμοποίησε τ’ όνομα του Lovecraft για να πλασσάρει αυτό που ουσιαστικά ήτανε δική του μυθοπλασία. Ο S. T. Joshi αναφέρεται στις μεταθανάτιες συνεργασίες ως την αρχή της ίσως πιο ανυπόληπτης φάσης των δραστηριοτήτων του Derleth.
Ο Dirk W. Mosig, ο S.T. Joshi κι ο Richard L. Tierney ήτανε δυσαρεστημένοι με την έμπνευση του Derleth του όρου Cthulhu Mythos (ο ίδιος ο Lovecraft χρησιμοποίησε το Yog-Sothothery) και τη παρουσίαση της μυθοπλασίας του με ένα συνολικό μοτίβο που αντανακλά τη χριστιανική κοσμοθεωρία του Derleth, που ερχότανε σ’ αντίθεση με την απεικόνιση ενός ανήθικου σύμπαντος από τον Λάβκραφτ. Ωστόσο, ο Robert M. Price επισημαίνει ότι ενώ οι ιστορίες του Derleth διαφέρουν από τις ιστορίες του Lovecraft στη χρήση της ελπίδας και στην απεικόνισή του μιας πάλης μεταξύ καλού και κακού, εντούτοις η βάση της συστηματοποίησης του Derlerth βρίσκεται στο Lovecraft. Προτείνει επίσης ότι οι διαφορές μπορούν να υπερεκτιμηθούν:
Ο Ντέρλεθ ήτανε πιο αισιόδοξος από το Λάβκραφτ στην αντίληψή του για τους Μύθους, αλλά έχουμε να κάνουμε με μια διαφορά περισσότερο βαθμού παρά ευγένειας. Υπάρχουν πράγματι ιστορίες όπου οι πρωταγωνιστές του Ντέρλεθ ξεφεύγουν από τη σκοτεινιά (όπως οι The Shadow in the Attic, Witches’ Hollow ή The Shuttered Room), αλλά συχνά ο ήρωας είναι καταδικασμένος (π.χ. The House in the Valley, The Peabody Heritage, Something in Wood), όπως στο Lovecraft. Και πρέπει να θυμόμαστε ότι ένας περιστασιακός ήρωας Lovecraftian καταφέρνει να ξεπεράσει τις πιθανότητες, π.χ., στο The Horror in the Museum, The Shunned House και The Case of Charles Dexter Ward. Ο Derleth αντιμετώπισε επίσης τους Great Old Ones του Lovecraft ως εκπροσώπους στοιχειωδών δυνάμεων, δημιουργώντας νέες φανταστικές οντότητες για να εμπλουτίσουν αυτό το πλαίσιο.
Πέρα από τέτοιες συζητήσεις, η ίδρυση του Arkham House από τον Derleth κι η επιτυχημένη προσπάθειά του να σώσει τον Lovecraft από τη λογοτεχνική λήθη, αναγνωρίζονται ευρέως από τους επαγγελματίες στον τομέα του τρόμου ως θεμελιώδη γεγονότα. Για παράδειγμα, ο Ramsey Campbell έχει αναγνωρίσει την ενθάρρυνση και τη καθοδήγηση του Derleth στο 1ο μέρος της συγγραφικής του καρριέρας,(18) κι ο Kirby McCauley ανέφερε τους Derleth και Arkham House ως έμπνευση για τη δική του ανθολογία Dark Forces. Οι Arkham House κι Derleth εξέδωσαν επίσης το Dark Carnival, το 1ο βιβλίο του Ray Bradbury. Ο Brian Lumley αναφέρει τη σημασία του Derleth στο δικό του έργο Lovecraftian και υποστηρίζει σε μια εισαγωγή του 2009 στο έργο του Derleth ότι ήταν “...ένας από τους πρώτους, καλλίτερους και πιο απαιτητικούς εκδότες και εκδότες μακάβριας μυθοπλασίας“.
Σημαντικό όσο και το έργο του Derleth για τη διάσωση του H.P. Ο Λάβκραφτ από τη λογοτεχνική αφάνεια την εποχή του θανάτου του, ο Ντέρλεθ έχτισε επίσης ένα δικό του σώμα τρόμου και φασματικής φαντασίας. ανθολογείται ακόμα συχνά. Το καλλίτερο απ’ αυτό το έργο, που ανατυπώθηκε πρόσφατα σε 4 τόμους διηγημάτων -που οι περισσότεροι δημοσιεύτηκαν αρχικά στο Weird Tales κι απεικονίζουνε τις πρωτότυπες ικανότητές του στο είδος. Ενώ ο Derleth θεωρούσε το έργο του σ’ αυτό το είδος λιγότερο σημαντικό από τις πιο σοβαρές λογοτεχνικές του προσπάθειες, οι συντάκτες αυτών των 4 ανθολογιών, συμπεριλαμβανομένου του Ramsey Campbell, σημειώνουν ότι οι ιστορίες εξακολουθούν να έχουν απήχηση μετά από περισσότερα από 50 χρόνια. Το 2009, η Βιβλιοθήκη της Αμερικής επέλεξε την ιστορία του Derleth, The Paneled Room για συμπερίληψη στην αναδρομική έκθεση των Αμερικανικών Φανταστικών Ιστοριών 2 αι..
Παρά το γεγονός ότι θεωρείται ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς τρόμου, ο μεγάλος Χάουαρντ Λάβκραφτ πέθανε εν πολλοίς άγνωστος και παραγνωρισμένος. Είχεν όμως ένα σκληροπυρηνικό θαυμαστή, τον Όγκαστ Ντέρλεθ, που συγκέντρωσε κάθε γραμμή που είχε γράψει ο αγαπημένος του γραφιάς μετά το θάνατό του. Όταν μάλιστα ο εκδοτικός οίκος του Λάβκραφτ αρνήθηκε τα κατοπινά του έργα, ο Ντέρλεθ έφτιαξε τη δική του εκδοτική για να προωθήσει τον Λάβκραφτ. Μια καθόλου εύκολη δουλειά δηλαδή, καθώς ο τύπος έχανε πολλές χιλιάδες δολάρια για 10 συναπτά έτη στη προσπάθειά του να κάνει μεταθανάτια γνωστό τον συγγραφέα.
Στον Ντέρλεθ χρωστάμε τόσο τον όρο όσο και την ιδέα της Μυθολογίας Κθούλου, καθώς οι θεοί του Λάβκραφτ εμφανίστηκαν μόλις σε μία ιστορία του κι αυτό ήταν όλο. Ο εκδότης ήταν αυτός που έκανε τον Κθούλου μέρος ενός ευρύτερου σύμπαντος με συνάφειες και συσχετίσεις με άλλες μυθολογίες, αν κι όλοι σπεύσαν να τον κατηγορήσουν αρχικά για παραχάραξη της κληρονομιάς του Λάβκραφτ: ο μηδενισμός του Λάβκραφτ δεν αναγνώριζε το δίπολο καλός-κακός, ενώ οι μεταρρυθμίσεις του Ντέρλεθ έκαναν αυτό ακριβώς, χώρισαν τους ήρωες της Μυθολογίας Κθούλου σε στρατόπεδα καλών και κακών. Μέχρι και τέλη έγραψε στις ημιτελείς ιστορίες του Λάβκραφτ, ενώ στην ακραία μορφή της συμπλήρωσης των ιστοριών του, είχε πάρει 1.200 λέξεις του συγγραφέα και τις μετέτρεψε σε βιβλίο 50.000 λέξεων με την υπογραφή του Λάβκραφτ!
Ο Ντέρλεθ ήταν τελικά αυτός που έκανε γνωστό τόσο στις ΗΠΑ όσο και την οικουμένη, έναν από τους κορυφαίους αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αι. και σίγουρα πολλοί λίγοι θαυμαστές έχουνε τη τιμή να περηφανεύονται ότι κάνανε το αντικείμενο της λατρείας τους παγκόσμια μόδα.
Ο τάφος του
ΕΡΓΑ:
Sac Prairie Saga
Still is the Summer Night (1937)
Wind Over Wisconsin (1938)
Any Day Now (1938)
Restless is the River (1939)
Evening in Spring (1941)
Sweet Genevieve (1942)
Shadow of Night (1943)
The Shield of the Valiant (1945)
The House of Moonlight (1953)
Mill Creek Irregulars
The Moon Tenders (1958)
The Mill Creek Irregulars (1959)
The Pinkertons Ride Again (1960)
The Ghost of Blackhawk Island (1961)
The Tent Show Summer (1963)
The Irregulars Strike Again (1964)
The House by the River (1965)
The Watcher on the Heights (1966)
The Prince Goes West (1968)
Three Straw Men (1970)
Διάφορα
Murder Stalks the Wakely Family (1934)
The Man on All Fours (1934)
Three Who Died (1935)
Sign of Fear (1935)
Sentence Deferred (1939)
The Narracong Riddle (1940)
Bright Journey (1940)
The Seven Who Waited (1943)
Mischief in the Lane (1944)
No Future for Luana (1945)
Oliver, The Wayward Owl (1945)
The Country of the Hawk (1952)
The Captive Island (1952)
Fell Purpose (1953)
Death by Design (1953)
Empire of Fur (1953)
Land of Gray Gold (1954)
Land of Sky Blue Waters (1955)
The House on the Mound (1958)
Wilbur, The Trusting Whippoorwill (1959)
Sweet Land of Michigan (1962)
The Beast in Holger’s Woods (1968)
Sac Prairie Saga
Place of Hawks (1935)
Country Growth (1940)
Wisconsin Earth: A Sac Prairie Sampler (1948)
Sac Prairie People (1948)
Wisconsin in Their Bones (1961)
Country Matters (1996)
Return to Sac Prairie (1996)
The Lost Sac Prairie Novels (2000), including The Odyssey of Janna Meade (first published in the Star Weekly magazine December 3, 1949); The Wind in the Cedars (also as Happiness Shall Not Escape) (first published in Redbook Magazine, January 1946), Lamplight for the Dark (first published in Redbook Magazine January 1941); Shane’s Girls (also as Happiness is a Gift) (first published in Redbook Magazine 1948) Solar Pons
“In Re: Sherlock Holmes” – The Adventures of Solar Pons (UK: The Adventures of Solar Pons) (1945)
The Memoirs of Solar Pons (1951)
Three Problems for Solar Pons (1952)
The Return of Solar Pons (1958)
The Reminiscences of Solar Pons (1961)
The Adventure of The Orient Express novelette (1964)
Mr. Fairlie’s Final Journey (1968)
The Casebook of Solar Pons (1965)
A Praed Street Dossier (1968)
The Chronicles of Solar Pons (1973)
The Solar Pons Omnibus (1982)
The Final Adventures of Solar Pons (1998)
Horror and the Cthulhu Mythos
Someone in the Dark (1941)
Something Near (1945)
Not Long for this World (1948)
The Survivor and Others (1957) with H. P. Lovecraft
The Mask of Cthulhu (1958)
Lonesome Places (1962)
The Trail of Cthulhu (1962)
Mr. George and Other Odd Persons (1963) as Stephen Grendon
Colonel Markesan and Less Pleasant People (1966) with Mark Schorer
The Watchers Out of Time and Others (1974) with H. P. Lovecraft
Dwellers in Darkness (1976)
In Lovecraft’s Shadow (1998)
Who Shall I Say is Calling & Other Stories S. Deziemianowicz, ed. (2009)
The Sleepers and Other Wakeful Things (2009)
August Derleth’s Eerie Creatures (2009)
That Is Not Dead: The Black Magic & Occult Stories by August Derleth (2009)
Science fiction
Harrigan’s File (1975)
Άλλα
Consider Your Verdict (1937) ως Tally Mason
Διηγήματα
Derleth’s novelette “The Seal of the Damned” was the cover story in the July 1957 issue of Fantastic Universe, illustrated by Virgil Finlay
Bat’s Belfry (1926)
The Coffin of Lissa (1926)
The Devil’s Pay (1926)
The Night Rider (1927)
The River (1927)
The Sleepers (1927)
The Turret Room (1927)
The Conradi Affair (1928) with Carl W. Ganzlin
The Philosophers’ Stone (1928)
The Statement of Justin Parker (1928)
The Tenant at Number Seven (1928)
The Tenant (1928)
The Three-Storied House (1928)
“Melodie in E Minor” (1929)
The Deserted Garden (1929)
A Dinner at Imola (1929)
He Shall Come (1929)
The House on the Highway (1929)
The Inheritors (1929)
An Occurrence in an Antique Shop (1929)
Old Mark (1929)
Scarlatti’s Bottle (1929)
The Adventure of the Black Cardinal (1930)[1]
“Just a Song at Twilight” (1930)
Across the Hall (1930)
The Lilac Bush (1930)
A Matter of Sight (1930)
Mrs. Bentley’s Daughter (1930)
The Pacer (1930)
The Portrait (1930)
The Whistler (1930)
The Bridge of Sighs (1931)
The Captain Is Afraid (1931)
Prince Borgia’s Mass (1931)
The Bishop Sees Through (1932)
The Shadow on the Sky (1932)
The Sheraton Mirror (1932)
Those Who Seek (1932)
The House In the Magnolias (1932)
Birkett’s Twelfth Corpse (1933)
An Elegy for Mr. Danielson (1933)
Nellie Foster (1933)
The Thing that Walked on the Wind (1933)
The Vanishing of Simmons (1933)
The White Moth (1933)
A Cloak From Messer Lando (1934)
Feigman’s Beard (1934)
The Metronome (1934)
Wild Grapes (1934)
Mr. Berbeck Had a Dream (1935)
Muggridge’s Aunt (1935)
Lesandro’s Familiar (1936)
The Return of Sarah Purcell (1936)
The Satin Mask (1936)
The Telephone in the Library (1936)
Glory Hand (1937)
McGovern’s Obsession (1937)
The Panelled Room (1937)
The Shuttered House (1937)
The Wind from the River (1937)
Three Gentlemen in Black (1938)
Logoda’s Heads (1939)
Mrs. Elting Does Her Part (1939)
The Second Print (1939)
The Return of Hastur (1939)
After You, Mr. Henderson (1940)
Bramwell’s Guardian (1940)
The Sandwin Compact (1940)
“Come to Me!” (1941)
Altimer’s Amulet (1941)
Beyond the Threshold (1941)
Compliments of Spectro (1941)
Ithaqua (1941)
Here, Daemos! (1942)
Lansing’s Luxury (1942)
Mrs. Corter Makes Up Her Mind (1942)
Headlines for Tod Shayne (1942)
Mr. Ames’ Devil (1942)
Baynter’s Imp (1943)
McElwin’s Glass (1943)
No Light for Uncle Henry (1943)
A Thin Gentleman with Gloves (1943)
A Wig for Miss DeVore (1943)
No Light for Uncle Henry (1943)
The Dweller in Darkness (1944)
Lady Macbeth of Pimley Square (1944)
Pacific 421 (1944)
The Trail of Cthulhu (also as The House on Curwen Street) (1944)
Carousel (1945)
The God-Box (1945)
The Inverness Cape (1945)
The Lost Day (1945)
Mrs. Lannisfree (1945)
The Watcher from the Sky (1945)
A Collector of Stones (1946)
Pikeman (1946)
A Little Knowledge (1948)
The Lonesome Place (1948)
Saunder’s Little Friend (1948)
Something in Wood (1948)
The Whippoorwills in the Hills (1948)
Kingsridge 214 (1949)
The Slayers and the Slain (1949)
The Testament of Claiborne Boyd (also as The Gorge Beyond Salapunco) (1949)
Twilight Play (1949)
The Closing Door (1950)
The Fifth Child (1950)
The Island Out of Space (1950)
The Ormolu Clock (1950)
Potts’ Triumph (1950)
A Room in a House (1950)
The Keeper of the Key (1951)
A Knocking in the Wall (1951)
The Man Who Rode the Saucer (1951)
The Other Side of the Wall (1951)
Something from Out There (1951)
“Who Shall I Say is Calling?” (1952)
The Black Island (1952)
The Lost Path (1952)
McIlvaine’s Star (1952)
The Night Road (1952)
The Place of Desolation (1952)
“Sexton, Sexton, in the Wall” (1953)
Century Jumper (1953)
A Corner for Lucia (1953)
The Detective and the Senator (1953)
The Disc Recorder (1953)
The Ebony Stick (1953)
The House in the Valley (1953)
Invaders from the Microcosm (1953)
The Maugham Obsession (1953)
A Traveler in Time (1953)
Mark VII (1954)
The Mechanical House (1954)
The Penfield Misadventure (1954)
The Place in the Woods (1954)
The Remarkable Dingdong (1954)
Thinker, Mark VII (1954)
The Dark Boy (1956)
The Martian Artifact (1957)
The Seal of R’lyeh (1957)
Halloween for Mr. Faulkner (1959)
Lovecraft and “The Pacer” (excerpt) (1959)
The Adventure of the Intarsia Box (1964)
By Rocket to the Moon (1965)
Ferguson’s Capsules (1966)
The Adventure of the Unique Dickensians (1968)
An Eye for History (1975)
Protoplasma (1975)
Ταξιδιωτικά (Sac Prairie Saga)
Atmosphere of Houses (1939)
Village Year: A Sac Prairie Journal (1941)
Village Daybook (1947)
Countryman’s Journal (1963)
Walden West (1961)
Wisconsin Country: A Sac Prairie Journal (1965)
Return to Walden West (1970)
Ποίηση
Incubus (1934)
Omega (1934)
To a Spaceship (1934)
Man and the Cosmos (1935)
“Only Deserted” (1937)
The Shores of Night (1947)
Providence: Two Gentlemen Meet at Midnight (1948)
Jacksnipe Over (1971)
Something Left Behind (1971)
Ποιητικές Συλλογές
Hawk on the Wind (1938)
Man Track Here (1939)
Here on a Darkling Plain (1940)
Wind in the Elms (1941)
Rind of Earth (1942)
And You, Thoreau! (1944)
Selected Poems (1944)
The Edge of Night (1945)
Habitant of Dusk (1946)
A Boy’s Way (1947) (Illustrated by Claire Victor Dwiggins)
It’s a Boy’s World (1948)
Rendezvous in a Landscape (1952)
Psyche (1953)
Country Poems (1956)
West of Morning (1960)
This Wound (1962)
Δοκίμια-Άρθρα
Introduction (The Mask of Cthulhu) (;)
Foreword (Who Knocks?) (1946)
Foreword (The Night Side) (1947)
Introduction (The Sleeping and the Dead) (1947)
Foreword (Not Long for This World) (1948)
Introduction (Strange Ports of Call) (1948)
Introduction (The Other Side of the Moon) (1949)
Introduction (Beyond Time and Space) (1950)
Foreword (The Outer Reaches) (1951)
Introduction (The Haunter of the Dark) (1951)
Introduction (Beachheads in Space) (1952)
Introduction (Worlds of Tomorrow) (1953)
Foreword (Time to Come) (1954)
Introduction (Beachheads in Space) (1954)
Introduction (Portals of Tomorrow) (1954)
Introduction (Worlds of Tomorrow) (1955)
Foreword (Dark Mind, Dark Heart) (1962)
Foreword (Time to Come) (1963)
H. P. Lovecraft And His Work (1963)
H. P. Lovecraft And His Work (1963)
Introduction (Mr. George and Other Odd Persons) (1963)
Introduction (Worlds of Tomorrow) (1963)
Introduction (Beachheads in Space) (1964)
Introduction (From Other Worlds) (1964)
Foreword (The Night Side) (1966)
Foreword (The Unspeakable People) (1969)
Clark Ashton Smith: Master of Fantasy (1974) with Donald Wandrei
Bιογραφίες
Still Small Voice (1940) – biography of newspaperwoman and writer Zona Gale
H.P.L.: A Memoir (1945)
Some Notes on H. P. Lovecraft (1959)
Concord Rebel: A Life of Henry D. Thoreau (1962)
Forest Orphans: Carl Marty and His Animal Friends (1964)
Emerson, Our Contemporary (1970)
Ιστορικά
The Wisconsin: River of a Thousand Isles (1942)
The Milwaukee Road: Its First Hundred Years (1948)
Saint Ignatius and the Company of Jesus (1956)
Columbus and the New World (1957)
Father Marquette and the Great Rivers (1959)
Wisconsin Murders (1968)
Ανθολογίες
Poetry Out of Wisconsin (1937)
Sleep No More (1944)
Who Knocks? (1946)
The Night Side (1947)
The Sleeping and the Dead (1947)
Strange Ports of Call (1948)
The Other Side of the Moon (1949)
Beyond Time and Space (1950)
Far Boundaries (1951)
The Outer Reaches (1951)
Beachheads in Space (1952)
Night’s Yawning Peal: A Ghostly Company (1952)
Worlds of Tomorrow (1953)
Portals of Tomorrow (1954)
Time to Come (1954)
Dark Mind, Dark Heart (1962)
New Worlds for Old (1963)
The Sleeping and the Dead (abridged) (1963)
The Time of Infinity (1963)
The Unquiet Grave (1963)
When Evil Wakes (1963)
From Other Worlds (1964)
Over the Edge (1964)
Travellers by Night (1967)
Tales of the Cthulhu Mythos (1969)
Dark Things (1971)
New Horizons: Yesterday’s Portraits of Tomorrow (1998)
Ως Stephen Grendon
The Drifting Snow (1939)
A Gentleman from Prague (1944)
Alannah (1945)
Dead Man’s Shoes (1946)
Bishop’s Gambit (1947)
The Extra Passenger (1947)
The Ghost Walk (1947)
Mr. George (1947)
Parrington’s Pool (1947)
Blessed Are the Meek (1948)
Mara (1948)
The Night Train to Lost Valley (1948)
The Tsantsa in the Parlor (1948)
The Wind in the Lilacs (1948)
The Blue Spectacles (1949)
Mrs. Manifold (1949)
Open, Sesame! (1949)
The Song of the Pewee (1949)
The Man on B-17 (1950)
Balu (1949)
Miss Esperson (1962)
“Με τον H. P. Lovecraft“
The Lurker at the Threshold (1945)
The Survivor (1954)
Wentworth’s Day (1957)
The Gable Window (1957)
The Shadow Out of Space (1957)
The Ancestor (1957)
The Lamp of Alhazred (1957) (βλ. παρακάτω)
The Peabody Heritage (1957)
The Shuttered Room (1959)
The Dark Brotherhood (1966)
The Horror from the Middle Span (1967)
Innsmouth Clay (1971)
The Watchers Out of Time (1974) (unfinished)
Με τον Marc R. Schorer
The Elixir of Life (1926)
The Marmoset (1926)
The Black Castle (1927)
The Owl on the Moor (1928)
Riders in the Sky (1928)
The Pacer (1930)
In the Left Wing (1932)
The Lair of the Star-Spawn (1932)
Laughter in the Night (1932)
Red Hands (1932)
The Carven Image (1933)
The Return of Andrew Bentley (1933)
Colonel Markesan (1934)
A Matter of Faith (1934)
Death Holds the Post (1936)
They Shall Rise (1936)
The Woman at Loon Point (1936)
Spawn of the Maelstrom (1939)
The Vengeance of Ai (1939)
The Occupant of the Crypt (1947)
The Figure with the Scythe (1973)
Άλλες συνεργασίες
The Churchyard Yew (1947) ως Joseph Sheridan Le Fanu
The Adventure of the Snitch in Time (1953) με τον Mack Reynolds
The Adventure of the Ball of Nostradamus (1955) με τον Mack Reynolds
The House in the Oaks (1971) με τον Robert E. Howard
========================
Η Λάμπα Του Αλχάζρεντ
(1η δημοσίευση στο The Survivor and Others, υπό August Derleth, Arkham House, 1957)
(μτφρ.: Πάτροκλος)
Ηταν επτά χρόνια μετά την εξαφάνιση του παππού Γουίπλ που ο Γουόρντ Φίλιπς παρέλαβε τη λάμπα. Αυτό, όπως και το σπίτι στην οδό Έιντζελλ όπου έμενε ο Φίλιπς, ανήκε στον παππού του. Ο Φίλιπς είχε στη κατοχή του το σπίτι από την εξαφάνιση του παππού του, αλλά η λάμπα ήτανε στα χέρια του δικηγόρου του γέρου μέχρι τη πάροδο των επτά ετών που απαιτούνταν για το τεκμήριο του θανάτου. Ήταν επιθυμία του παππού του η λάμπα να φυλάσσεται με ασφάλεια από το δικηγόρο σε περίπτωση οποιασδήποτε δυσάρεστης περίστασης, είτε θανάτου είτε ό,τι άλλο, έτσι ώστε να ‘χει αρκετό χρόνο για να περιηγηθεί όπως ήθελε στη μεγάλη βιβλιοθήκη του Γουίπλ, όπου μεγάλο απόθεμα μάθησης περίμενε τη προσοχή του. Μόλις διάβαζε τους πολλούς τόμους στα ράφια, θα ήταν αρκετά ώριμος για να κληρονομήσει τον “πιο ανεκτίμητο θησαυρό” του παππού του -όπως τον είχε πει ο ίδιος ο γέρο-Γουίπλ.
Ο Φίλιπς ήτανε τότε τριάντα ετών κι είχε όχι και πολύ καλή υγεία, αν κι αυτό δεν ήτανε παρά μια συνέχεια της αρρώστιας που τόσο συχνά έκανε τη παιδική του ηλικία μίζερη. Είχε γεννηθεί σε μια μισοεύπορη οικογένεια, αλλά οι οικονομίες που κάποτε ήτανε του παππού του, είχανε χαθεί από αλόγιστες επενδύσεις και το μόνο που απέμεινε στον ίδιο, ήταν το σπίτι στην οδό Έιντζελλ και το περιεχόμενό του. Ο Φίλιπς είχε γίνει συγγραφέας για τα pulp περιοδικά κι είχε αναλάβει μια επιπλέον δραστηριότητα, με την αναθεώρηση απελπιστικά αμέτρητων σχεδόν χειρογράφων πεζογραφίας και στίχων από συγγραφείς πολύ πιο ερασιτέχνες από κείνον που του τα ‘στελνε, ελπίζοντας ότι μέσω του θαύματος της πέννας του θα μπορούσε να δει κάποια στιγμή το έργο του τυπωμένο. Η καθιστική ζωή, του είχε αποδυναμώσει την αντίστασή στις ασθένειες, ήτανε ψηλός, αδύνατος, φορούσε γυαλιά κρουογούσε συχνά κι εύκολα και μια φορά, προς μεγάλη του αμηχανία, κατέπεσε με ιλαρά.
Τις ζεστές μέρες του δινόταν η δυνατότητα να περιπλανηθεί στη πόλη που έπαιζε ως παιδί, πηγαίνοντας τη δουλειά του σε εξωτερικούς χώρους, όπου συχνά καθότανε στην ίδια υπέροχη δασώδη όχθη του ποταμού που ‘τανε το αγαπημένο του στέκι από τη βρεφική ηλικία. Αυτή η όχθη του ποταμού Seekonk δεν είχε αλλάξει καθόλου από τότε κι ο Φίλιπς, που έζησε πολλά στο παρελθόν, πίστευε ότι ο τρόπος για να νικήσει την αίσθηση ανίας του, ήτανε καιρός να ξαναεπιστρέψει κοντά σ’ αναλλοίωτα πρώιμα στέκια. Εξήγησε τον τρόπο ζωής του σε έναν ανταποκριτή γράφοντας: “Ανάμεσα σε κείνα τα δασικά μονοπάτια που γνωρίζω τόσο καλά, το χάσμα μεταξύ του παρόντος και των ημερών του 1899 ή του 1900 εξαφανίζεται εντελώς -έτσι που μερικές φορές σχεδόν τείνω να εκπλήσσομαι όταν ψάχνοντας ξαναφέρνω στη μνήμη μου, πως η πόλη ξεπήδησε από το τέλος του αιώνα!” Κι, εκτός από τις όχθες του Seekonk, πήγαινε συχνά σ’ ένα λόφο, τον Nentaconhaunt, που από τη πλαγιά του μπορούσε να κοιτάξει κάτω τη γενέτειρά του και να περιμένει εκεί το ηλιοβασίλεμα και το μαγευτικό πανόραμα της πόλης που ανάβλυζε θαρρείς τη ζωή της τη νύχτα, με τα καμπαναριά και τις σκεπές να σκοτεινιάζουνε πάνω στο πορτοκαλί και το κατακόκκινο ή το φίλντισι και τη σμαραγδένια λάμψη και τα φώτα να κλείνουνε το μάτι, ένα-ένα, κάνοντας την απέραντη, απλωμένη πόλη μια μαγική χώρα που -πιότερο από τη πόλη τη μέρα-, ο Φίλιπς φανταζόταν τον εαυτό του δεμένο μαζί της.
Ως αποτέλεσμα αυτών των ημερήσιων εκδρομών, δούλευε πολύ μέχρι που νύχτωνε κι η λάμπα, επειδή είχε εγκαταλείψει προ πολλού τη χρήση του ηλεκτρισμού για να διατηρήσει το πενιχρό του εισόδημα, θα του ήτανε πολύ χρήσιμη. Είχε περίεργο σχήμα και προφανώς ήτανε πολύ παλιά. Το γράμμα που ‘ρθε μ’ αυτό το τελευταίο δώρο από το γέρο, που η προσκόλληση με τον εγγονό του ήταν απεριόριστη κι εδραιώθηκε από τον πρόωρο θάνατο των γονιών του αγοριού, του εξηγούσε πως προερχόταν από ‘να τάφο στην Αραβία στις απαρχές της ιστορίας. Ήτανε κάποτε ιδιοκτησία ενός συγκεκριμένου μισότρελλου Άραβα, γνωστού ως Abdul Alhazred κι ήτανε προϊόν της υπέροχης φυλής Ad -μιας από τις 4 μυστηριώδεις, ελάχιστα γνωστές φυλές της Αραβίας, που ήταν οι Ad του νότου, Thamood του βορρά, Tasm και Jadis του κέντρου της χερσονήσου. Είχε βρεθεί πριν από πολύ καιρό στη κρυφή πόλη που ονομαζόταν Irem, η Πόλη των Πυλώνων, που ‘χε ανεγερθεί από τον Shedad, τελευταίο από τους δεσπότες της Ad κι ήτανε γνωστή από κάποιους ως η Ανώνυμη Πόλη και λέγεται ότι βρισκότανε στη περιοχή Hadramant, κι από άλλους, να ‘χει θαφτεί κάτω από την αγέραστη, διαρκώς μεταβαλλόμενη άμμο των αραβικών ερήμων, αόρατη στο συνηθισμένο μάτι, αλλά μερικές φορές τη συναντάται τυχαία οι αγαπημένοι του Προφήτη. Ολοκληρώνοντας τη μακροσκελή επιστολή του, ο γέρο-Γουίπλ είχε γράψει: “Μπορεί να φέρει ευχαρίστηση εξίσου αναμμένη ή και σβυστή ακόμα. Μπορεί επίσης να φέρει πόνο με τους ίδιους όρους. Είναι η πηγή της έκστασης ή του τρόμου“.
Η λάμπα του Αλχάζρεντ ήταν ασυνήθιστη στην εμφάνισή της. Προοριζόταν να καίει λάδι και φαινόταν να ‘ναι από χρυσό. Είχε σχήμα μικρού μακρόστενου δοχείου, με λαβή κυρτή από τη μια πλευρά και στόμιο για φυτίλι και φλόγα από την άλλη. Πολλά περίεργα σχέδια τη στόλιζαν, μαζί με γράμματα κι εικόνες διατεταγμένες σε λέξεις, σε μια γλώσσα άγνωστη στον Φίλιπς, που μπορούσε ν’ αντλήσει από τις γνώσεις του για περισσότερες από μία αραβικές διαλέκτους, αλλά δεν ήξερε τη γλώσσα της επιγραφής στη λάμπα. Ούτε ήτανε σανσκριτική γραφή σε μέταλλο, αλλά μια γλώσσα παλαιότερη απ’ αυτήν, γλώσσα με γράμματα κι ιερογλυφικά, μερικά από τα οποία ήταν εικονογραφήματα. Ο Φίλιπς δούλεψε ένα απόγευμα για να τη γυαλίσει, μέσα και έξω και μετά τη γέμισε λάδι.
Κείνο το βράδυ, αφήνοντας στην άκρη τα κεριά και τη λάμπα κηροζίνης που στο φως της δούλευε πολλά χρόνια, άναψε τη λάμπα του Αλχαζρέντ. Έμεινε έκπληκτος με τη ζεστασιά της λάμψης της, τη σταθερότητα της φλόγας της και τη ποιότητα του φωτός της, αλλά, καθώς ήτανε πίσω στη δουλειά του, δεν κάθισε να πολυσκεφτεί τέτοια πράγματα, αλλά έσκυψε αμέσως στην επιγραφή, που ήταν αναθεώρηση μιας μακροσκελούς δημιουργίας σε στίχο, που ξεκινούσε κάπως έτσι-
Ω, ήταν σ’ ένα φωτεινό
κι όμορφο πολύ, πρωινό,
έν έτος πριν να γεννηθώ,
ενώ σχιζότανε η γη,
πριν στους πολέμους τυλιχτεί…
-και συνέχιζε ακόμα πιο αρχαϊκά σε στυλ που προ πολλού ήταν εκτός σειρμού. Κανονικά ωστόσο, ο αρχαίος έκανε έκκληση στον Φίλιπς.
Έζησε τόσο σίγουρα στο παρελθόν, που ‘χε εκφράσει απόψεις και φιλοσοφία εντελώς δική του, για την επιρροή του παρελθόντος. Είχε μιαν ιδέα της απρόσωπης υπερηφάνειας και της φαντασίας που αψηφούσε το χρόνο και το χώρο, που ‘τανε πάντα απ’ τη πρώτη του συνείδηση τόσο άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενδόμυχη σκέψη και το συναίσθημά του, που κάθε ερευνητική μεταγραφή των διαθέσεών του θ’ ακουγόταν εξαιρετικά τεχνητή, εξωτική, εξωπραγματική κι αρωματισμένη με συμβατικές εικόνες, όσον απόλυτα πιστή κι αν είναι στην αλήθεια. Αυτό που στοίχειωνε τα όνειρα του Φίλιπς για δεκαετίες ήταν μια περίεργη αίσθηση περιπετειώδους προσδοκίας, που συνδέεται με τοπία, αρχιτεκτονική κι εφφέ στον ουρανό. Πάντα στο μυαλό του ήταν μια εικόνα του εαυτού του χωρισμένου στα τρία, κοιτάζοντας απέναντι και κάτω από μια σιδηροδρομική γέφυρα στο πιο πυκνοκατοικημένο σημείο της πόλης, νιώθοντας τη προσδοκία κάποιου επικειμένου θαύματος, που δεν μπορούσε ούτε να περιγράψει ούτε να συλλάβει πλήρως -μιαν αίσθηση θαυμασμού κι απελευθέρωσης που κρύβονται σε σκοτεινές διαστάσεις και προβληματικά προσβάσιμες, σε σπάνιες περιπτώσεις ακόμα μέσα από την όψη αρχαίων δρόμων, σε ολόκληρες οροσειρές ή σε ατελείωτα περάσματα από μαρμάρινα σκαλοπάτια που καταλήγουνε σ’ επίπεδα περικλεισμένα από κιγκλιδώματα.
Όμως, όσο κι αν ο Φίλιπς είχε τη τάση να υποχωρεί σε μιαν εποχή που ο κόσμος ήταν νεότερος και λιγότερο βιαστικός, στο δέκατο όγδοο αιώνα ή ακόμα πιο πίσω, όταν υπήρχε ακόμη χρόνος για τη τέχνη της συζήτησης κι όταν ένας άντρας μπορούσε να ντυθεί με μια συγκεκριμένη κομψότητα και να μη τονε κοιτάζουνε στραβά οι γείτονες, η έλλειψη εφευρέσεων στις γραμμές για τις οποίες αγωνιζότανε κι η έλλειψη ιδεών, μαζί με τη δική του κούραση, σύντομα συνδυαστήκανε για να τονε κουράσουνε σε τέτοιο βαθμό, ώστε που του ήταν αδύνατο να συνεχίσει, αναγνωρίζοντας ότι δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει όσο δίκαια επιβαλλόταν, αυτές τις χωρίς έμπνευση γραμμένες σελίδες. Τις έσπρωξε πέρα επιτέλους κι έγειρε πίσω να ξεκουραστεί. Τότε ήτανε που είδε ότι μια λεπτή αλλαγή είχε συμβεί στο περιβάλλον του…
Οι γνώριμοι τοίχοι των βιβλίων, που χωρίζονταν εδώ κι εκεί από παράθυρα, που πάνω τους ο Φίλιπς συνήθιζε να τραβά τις κουρτίνες σφιχτά, έτσι ώστε κανένα φως απ’ έξω -του ήλιου ή του φεγγαριού ή ακόμα και των αστεριών- να εισβάλει στο ιερό του, δεν ήτανε παραδόξως καλυμμένοι. μόνο με το φως της λάμπας από την Αραβία, αλλά κι από ορισμένα αντικείμενα με θέα σ’ αυτό το φως. Όπου κι αν έπεφτε το φως, πάνω στα βιβλία, στα γραμμωμένα ράφια τους, υπήρχανε τέτοιες σκηνές που ο Φίλιπς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ούτε στις πιο τρελλές εσοχές της φαντασίας του. Αλλά όπου υπήρχανε σκιές -όπως, για παράδειγμα, η σκιά της πλάτης μιας καρέκλας που ‘πεφτε από το φως στα ράφια- δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά το σκοτάδι της σκιάς κι η θαμπάδα των βιβλίων στα ράφια, σ’ αυτό το σκοτάδι.
Ο Φίλιπς καθόταν με απορία και κοίταζε τις σκηνές που εκτυλίσονταν εμπρός του. Σκέφτηκε φευγαλέα πως ήτανε θύμα μιας περίεργης οπτικής ψευδαίσθησης, αλλά δεν άργησε να διασκεδάσει αυτή την εξήγηση αυτού που είδε. Ούτε, περιέργως, δεν ήθελε μιαν εξήγηση. δεν ένιωθε την ανάγκη της. Είχε συμβεί ένα θαύμα και το ‘βλεπε με μια παροδική απορία μόνο γι’ αυτό που ‘δε. Διότι ο κόσμος που του φανερώθηκε στο φως της λάμπας ήταν ένας κόσμος με μεγάλη κι απίστευτη παραξενιά. Δεν έμοιαζε με τίποτα που ‘χε ξαναδεί, ούτε σαν κάτι που ‘χε διαβάσει ή ονειρευτεί. Έμοιαζε να ‘τανε μια σκηνή της γης όταν ήταν νέος, μια σκηνή που η γη βρισκόταν ακόμη στο στάδιο του σχηματισμού, μια περιοχή όπου οι μεγάλες διακυμάνσεις του εδάφους της προέρχονταν από ρωγμές και βράχους και τα ίχνη των ερπετών όντων δείχνανε καθαρά στη λάσπη . Ψηλά πάνω πετούσαν μεγάλα φτερωτά πλάσματα που μάχονταν μεταξύ τους και σκίζανε τον αγέρα κι από ένα άνοιγμα σ’ ένα βράχο στην άκρη μιας ακτής, ένα τρομερό μέλος ζώου, που ‘μοιαζε με πλοκάμι, ξετυλίγοντανε λοξά κι απειλητικά στο κόκκινο φως του ήλιου κείνης της ημέρας, σαν πλάσμα από κάποια φανταστική μυθοπλασία.
Μετά, σιγά-σιγά, το σκηνικό άλλαξε. Οι βράχοι δώσανε τη θέση τους στην έρημο που σαρώθηκε από τον άνεμο και, σαν αντικατοπτρισμός, υψώθηκε η έρημη και κρυμμένη πόλη, η χαμένη Πόλη Των Πυλώνων, η μυθική Irem κι ο Φίλιπς το ‘ξερε, ενώ κανένα ανθρώπινο πόδι δεν περπατούσε πια στους δρόμους αυτής της πόλης, ορισμένα τρομερά όντα κρύβονταν ακόμα ανάμεσα στους αρχαίους πέτρινους σωρούς των κατοικιών, που δεν ήταν ερειπωμένοι, αλλά όπως είχανε χτιστεί, πριν οι άνθρωποι αυτής της αρχαίας πόλης καταστραφούν ή εκδιωχθούν από τα πλάσματα που βγήκαν από τους ουρανούς, να πολιορκήσουνε και να κατακτήσουνε την Irem. Ωστόσο, τίποτα δεν φαινόταν απ’ αυτούς, υπήρχε μόνο σαν υποψία ενός κρυφού φόβου, για μια κίνηση, σαν μια σκιά εκτός χρόνου. Και πολύ πιο πέρα από τη πόλη και την έρημο υψώνονταν τα χιονισμένα βουνά, που με το που τα κοίταξε, ένιωσε τα ονόματά τους νε ξεπηδάνε στη σκέψη του: Η πόλη στην έρημο ήταν η Ανώνυμη Πόλη κι οι χιονισμένες κορφές ήτανε τα Βουνά της Τρέλλας ή ίσως η Καντάθ στους Ψυχρoύς Χερσοτόπους της. Και του άρεσε πολύ να δίνει ονόματα σ’ αυτά τα τοπία, γιατί έρχονταν απρόσκλητα και ξεπηδούσαν εύκολα στο μυαλό του, σαν να υπήρχαν από πάντα εκεί στις σκέψεις του, περιμένοντας να ‘ρθει αυτή η στιγμή.
Κάθισε για πολλήν ώρα νιώθωντας αυτή τη γοητεία να τονε κατακλύζει, αλλά προς το παρόν άρχισε ν’ αναδεύει μέσα του έν αόριστο συναίσθημα ανησυχίας. Τα τοπία που περνούσανε μπρος απ’ τα μάτια του δεν ήταν έτσι από την ποιότητα των ονείρων, αλλά υπήρχε μια ανησυχητική εμμονή πως κάτι κακό προμηνούσανε, μαζί με τους αναμφισβήτητους ανησυχητικούς υπαινιγμούς φρικτών οντοτήτων που κατοικούσαν εκείνα τα τοπία, έτσι που τελικά έσβησε τη λάμπα κι άναψε, με κάπως τρεμάμενα χέρια, ένα κερί και παρηγορήθηκε από την άτονη, απαλή, μα γνώριμη λάμψη του. Συλλογίστηκε πολύ αυτά που ‘χε δει. Ο παππούς του είχε αποκαλέσει τη λάμπα “την πιο ανεκτίμητη ιδιοκτησία του“, τότε οι ιδιότητές της πρέπει να του ήτανε γνωστές. Και ποιές ήταν αυτές οι ιδιότητές της, εκτός από μια προγονική ανάμνηση κι ένα μαγικό δώρο αποκάλυψης, ώστε αυτός που καθότανε στη λάμψη του μπορούσε να δει με τη σειρά του τα μέρη της ομορφιάς και του τρόμου που γνώριζαν οι ιδιοκτήτες της; Αυτό που ‘χε δει ο Φίλιπς, πεπεισμένος πως ήτανε τοπία που γνώριζε ο Αλχάζρεντ. Μα πόσον ανεπαρκής ήταν αυτή η εξήγηση! Κι όσο μπερδεμένος ήταν ο ίδιος, τόσο περισσότερο σκεφτόταν αυτό που ‘χε δει! Γύρισε επιτέλους στη δουλειά που ‘χε αφήσει στην άκρη και χάθηκε μέσα της, διώχνωντας απ’ τη σκέψη του όλες τις φαντασιώσεις και τους συναγερμούς που κραυγάζανε γι’ αναγνώριση.
Αργά την επόμενη μέρα, ο Φίλιπς βγήκε στο φως του Οκτωβριανού ήλιου, μακριά από τη πόλη. Πήρε τη δημοσιά στην άκρη της κατοικημένης περιοχής και στη συνέχεια έφτασε στη πόλη. Μέχρι που περπάτησε σ’ ένα έδαφος σχεδόν ένα μίλι μακρυά απ’ οποιοδήποτε σημείο που είχε πατήσει ποτέ στη διάρκεια της ζωής του, ακολουθώντας ένα δρόμο, που διακλαδιζότανε βόρεια και δυτικά από το Plainfield Pike κι ανεβαίνοντας σε μια χαμηλή ανηφοριά που παρέσυρε το δυτικό άκρο του Nentaconhaunt, και που διέθετε μια εντελώς ειδυλλιακή θέα από κυματιστά λιβάδια, αρχαίους πέτρινους τοίχους και μακρινές στέγες εξοχικών σπιτιών στα δυτικά και νότια. Ήτανε λιγότερο από τρία μίλια από τη καρδιά της πόλης και παρ’ όλ’ αυτά βρισκότανε στην αρχέγονη αγροτική Νέα Αγγλία των πρώτων αποίκων.
Λίγο πριν τη δύση του ηλίου, σκαρφάλωσε στο λόφο από ‘να απόκρημνο μονοπάτι που συνόρευε μ’ ένα παλιό δάσος κι απ’ αυτή τη σειόμενη κορφή, κατείχε μια σχεδόν απίστευτη θέα για την απέραντη ύπαιθρο που απλώνονταν εμπρός του: αστραφτερούς ποταμούς, μακρινά δάση και μυστικιστικό πορτοκαλί ουρανό, με τον μεγάλο ηλιακό δίσκο να βυθίζεται κατακόκκινος ανάμεσα σε μεγάλα στρώματα νεφών. Μπαίνοντας στο δάσος, είδε το πραγματικό ηλιοβασίλεμα μες απ’ τα δέντρα και μετά έστριψε ανατολικά, να διασχίσει το λόφο σε μια πιο οικεία πλαγιά προς τη πόλη που πάντα αναζητούσε. Ποτέ πριν δεν είχε συνειδητοποιήσει τη μεγάλη έκταση της επιφάνειας του Nentaconhaunt. Στη πραγματικότητα ήταν ένα μικροσκοπικό οροπέδιο σχήματος τραπεζίου, έδαφος με κοιλάδες, κορυφογραμμές και δικές του κορφές πιότερο παρά ένας απλός λόφος. Μερικά από τα κρυμμένα εσωτερικά λιβάδια, -απομακρυσμένα από κάθε σημάδι ανθρώπινης ζωής- έριξε πραγματικά κι αχόρταγα γοητευμένος ματιές, θαυμάζοντας τον υπέροχο, απομακρυσμένο αστικό ορίζοντα -ένα όνειρο με μαγεμένες κορφές και θόλους μισοαιωρούμενους στον αέρα και με μια σκοτεινήν αύρα μυστηρίου γύρω τους.
Τα πάνω παράθυρα μερικών από τους ψηλότερους πύργους κρατούσανε τη φωτιά του ήλιου που ‘χε πια χαθεί, προσφέροντας ένα θέαμα κρυφής παράξενης αίγλης. Έπειτα είδε τον μεγάλο στρογγυλό δίσκο του Φεγγαριού του Κυνηγού να επιπλέει γύρω από τα καμπαναριά και τους μιναρέδες, ενώ στη πορτοκαλί δύση η Αφροδίτη κι ο Δίας αρχίσανε να στράφτουν. Η διαδρομή του στο οροπέδιο διέφερε -μερικές φορές στο εσωτερικό- μερικές φορές φτάνοντας προς τη δασώδη της άκρη, όπου σκοτεινές κοιλάδες κατηφορίζανε στη πεδιάδα και τεράστιοι ισορροπούμενοι ογκόλιθοι σε βραχώδη ύψη προσέδιδαν ένα φασματικό, δρυιδικό αποτέλεσμα που ξεχώριζε στο λυκόφως.
Έφτασε τελικά στο πιο γνωστό έδαφος, όπου η χορταριασμένη κορυφογραμμή ενός παλιού θαμμένου υδραγωγείου έδινε τη ψευδαίσθηση ενός υπολειπόμενου ρωμαϊκού δρόμου και στάθηκε άλλη μια φορά στη γνωστή ανατολική κορφή που γνώριζε απ’ τα πρώτα παιδικά του χρόνια. Μπρος του, η απλωμένη πόλη φώτιζε γρήγορα και φάνταζε σαν αστερισμός στο βαθύ σούρουπο. Το φεγγάρι έριχνε ολοένα κι αυξανόμενες πλούσιες δέσμες από ανοιχτό χρυσό φως κι η λάμψη της Αφροδίτης και του Δία στην επερχόμενη γοργά δύση είχε γίνει έντονη. Ο δρόμος για το σπίτι βρισκόταν εμπρός του, σε μιαν απότομη πλαγιά λόφου μέχρι το αυτοκίνητο που θα τονε πήγαινε πίσω στα πεζά στέκια του ανθρώπου. Αλλά σε όλες αυτές τις χαλκόχρωμες ώρες, ο Φίλιπς δεν είχε ξεχάσει ούτε μια φορά την εμπειρία του από τη προηγούμενη νύχτα και δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί ότι περίμενε την έλευση του σκότους με αυξημένη προσμονή. Ο αόριστος συναγερμός που τον είχε ταράξει, είχεν υποχωρήσει υπό την υπόσχεση για περαιτέρω νυχτερινή περιπέτεια μιας φύσης άγνωστης μέχρι τότε σ’ αυτόν.
Έφαγε το μοναχικό του δείπνο κείνο το βράδυ βιαστικά, για να πάει νωρίς στο γραφείο του, όπου οι σειρές βιβλίων που φτάναν μέχρι το ταβάνι, τον υποδέχονταν με την ήπια σιγουριά του χώρου του. Αυτή τη νύχτα δεν έριξε καν μια ματιά στο έργο που τον περίμενε, αλλ’ άναψε αμέσως τη λάμπα του Αλχάζρεντ. Μετά κάθισε να περιμένει ό,τι θα μπορούσε να συμβεί. Η απαλή λάμψη της απλώθηκε μ’ ένα απαλό κίτρινο φως, μπρος από τις προσόψεις των ραφιών. Δεν τρεμόπαιξε, η φλόγα έκαιγε σταθερά κι όπως πριν, η πρώτη εντύπωσή του ήταν μια παρηγορητική, νανουριστική ζεστασιά. Έπειτα, σιγά-σιγά, τα βιβλία και τα ράφια φάνηκαν να θαμπώνουν, να ξεθωριάζουνε και να δίνουνε τη θέση τους στις σκηνές ενός άλλου κόσμου και χρόνου.
Ώρα με την ώρα κείνο το βράδυ, ο Φίλιπς παρακολουθούσε. Κι ονόμαζε τις σκηνές και τα μέρη που είδε, αντλώντας από μια ανοιχτή μέχρι τότε φλέβα της φαντασίας του, που διεγειρόταν απ’ τη λάμψη της λάμπας του Αλχάζρεντ. Είδε μια κατοικία εξαιρετικής ομορφιάς, στεφανωμένη στους ατμούς, σ’ έν ακρωτήρι όπως αυτό κοντά στο Γκλόστερ και το ονόμασε το παράξενο ψηλό σπίτι στην ομίχλη. Είδε μια αρχαία πόλη με σκεπή θολωτή σαν σε καζίνο, μ’ ένα σκοτεινό ποτάμι να τη διαρρέει, μια πόλη σαν το Σάλεμ, αλλά πιο τρελλή και παράξενη κι ονόμασε τη πόλη Άρκαμ και τον ποταμό Μισκατόνικο. Είδε τη σκοτεινή παραθαλάσσια πόλη Innsmouth και το Devil Reef πέρ’ απ’ αυτήν. Είδε τα υδάτινα βάθη του R’lyeh όπου κοιμόταν ο νεκρός Cthulhu. Κοίταξε το ανεμοδαρμένο οροπέδιο του Λενγκ και τα σκοτεινά νησιά των Νοτίων Θαλασσών -τα μέρη του ονείρου, τα τοπία άλλων τόπων, του διαστήματος, τα επίπεδα ύπαρξης που υπήρχαν σε άλλες χρονικές συνεχείς κι ήτανε παλαιότερα από την ίδια τη γη, ιχνηλατώντας μες απ’ τα Αρχαία στο Χάλι, στην αρχή κι ακόμη και μετά.
Αλλά είδε αυτές τις σκηνές σαν μέσα από ‘να παράθυρο, ή μια πόρτα που φαινόταν να τονε καλεί ν’ αφήσει το δικό του εγκόσμιο και να ταξιδέψει σ’ αυτά τα βασίλεια της μαγείας και του θαύματος. Κι ο πειρασμός γινόταν όλο και πιο δυνατός μέσα του, έτρεμε με λαχτάρα να υπακούσει, ν’ απορρίψει αυτό που ‘χε γίνει κι από τη τύχη αυτό που θα μπορούσε να είναι. κι όπως πριν, έσβησε τη λάμπα και καλωσόρισε τους γεμάτους βιβλία τοίχους του γραφείου του παππού Γουίπλ. Και για το υπόλοιπο κείνης της νύχτας, υπό το φως των κεριών, εγκαταλείποντας τις μονότονες εργασίες που ‘χε σχεδιάσει να κάνει, στράφηκε αντ’ αυτού στη συγγραφή μικρών παραμυθιών, όπου ανακαλούσε τις σκηνές και τα όντα που ‘χε δει στο φως της λάμπας του Αλχάζρεντ.
Όλο κείνο το βράδυ έγραφε κι όλη την επόμενη μέρα κοιμόταν εξαντλημένος…
Και το επόμενο βράδυ, έγραψε για άλλη μια φορά, αν κι αφιέρωσε χρόνο για ν’ απαντήσει στις επιστολές των ανταποκριτών του, -στους οποίους έγραφε για τα “όνειρά” του, χωρίς να ξέρει αν είχε δει τα οράματα που είχανε περάσει μπρος στα μάτια του ή αν τα ‘χε ονειρευτεί- κι έχοντας επίγνωση πως οι κόσμοι της μυθοπλασίας του, είχαν συνυφανθεί άρρηκτα μ’ αυτούς που ανήκανε στη λάμπα, έχοντας συνδυάσει στο μυαλό του τις επιθυμίες και τη λαχτάρα της νιότης του, με τα οράματα της δημιουργικής του ορμής, απορροφώντας εξίσου τις εικόνες της λάμπας και τις μύχιες πτυχές της καρδιάς του, που, όπως η λάμπα του Αλχάζρεντ, είχανε διασχίσει τα πέρατα των συμπάντων.
Για πολλές νύχτες ο Φίλιπς δεν άναβε τη λάμπα.
Οι νύχτες γίνανε μήνες, οι μήνες, χρόνια.
Γέρναγε αλλά οι μυθοπλασίες του βρίσκανε το δρόμο τους για τύπωση κι οι μύθοι του Cthulhu. του Χαστούρ του Αμίλητου· του Yog-Sothoth, και της Shub-Niggurath, της Μαύρης Κατσίκας των Δασών με Χίλιους Νέους. του Hypnos, του θεού του ύπνου. των Μεγάλων Παλιών και του αγγελιοφόρου τους, που ‘ταν ο Nyarlathotep -όλα γίναν μέρος της παραδόσεως της εσώτερης ύπαρξης του Φίλιπς και του σκιώδη κόσμου από πέρα. Έφερε την Arkham στη πραγματικότητα και σκιαγράφησε το παράξενο ψηλό σπίτι στην ομίχλη. Έγραψε για τη σκιά πάνω από το Innsmouth και τον ψιθυριστή στο σκοτάδι και τους μύκητες από το Yuggoth και τη φρίκη στο Dunwich και στη πρόζα και τους στίχους του, το φως από τη λάμπα του Αλχάζρεντ έλαμπε έντονα, παρόλο που ο Φίλιπς δε χρησιμοποιούσε πια τη λάμπα.
Πέρασαν δεκάξι χρόνια μ’ αυτό τον τρόπο και τότε ένα βράδυ, ο Γουόρντ Φίλιπς πήγε στη λάμπα, που την είχε βάλει πίσω από μια σειρά βιβλίων, σ’ ένα από τα πιο χαμηλά ράφια της βιβλιοθήκης του παππού Γουίπλ. Την έβγαλε κι αμέσως έπεσε πάνω του όλη η παλιά μαγεία και το θαύμα. Και τη γυάλισε ξανά και την έβαλε γι’ άλλη μια φορά στο τραπέζι. Στα πολλά χρόνια που ‘χανε περάσει, ο Φίλιπς είχε αδυνατίσει σταδιακά. Ήτανε τώρα θανάσιμα άρρωστος κι ήξερε πως ο χρόνος του ήτανε μετρημένος. Κι ήθελε να δει ξανά τους κόσμους της ομορφιάς και του τρόμου που βρίσκονταν μες στη λάμψη της λάμπας του Αλχάζρεντ. Άναψε τη λάμπα άλλη μια φορά και κοίταξε στους τοίχους…
Όμως συνέβη ένα περίεργο πράγμα: Εκεί που προηγουμένως υπήρχανε στους τοίχους τα μέρη και τα όντα των περιπετειών του Αλχάζρεντ, τώρα έγινε μια μαγική παρουσίαση μιας χώρας που γνώριζε στενά ο Φίλιπς -αλλά όχι για την εποχή του, μάλλον για ένα χρόνο που πέρασε, πολύ χαμένο χρόνο, όταν είχε περιπλανηθεί στα παιδικά του χρόνια παίζοντας τα ευφάνταστα παιχνίδια της ελληνικής μυθολογίας στις όχθες του Seekonk. Γιατί εκεί, γι’ άλλη μια φορά, ήτανε τα ξέφωτα της παιδικής ηλικίας. Υπήρχαν οι γνωστοί όρμοι κι οι κολπίσκοι που είχε περάσει τα τρυφερά του χρόνια. Υπήρχε γι’ άλλη μια φορά το δοξάρι που ‘χε φτιάξει για να τιμήσει τον μεγάλο Πάνα. Κι όλη η ανευθυνότητα, οι ευτυχισμένες ελευθερίες εκείνης της παιδικής ηλικίας βρίσκονταν σ’ αυτούς τους τοίχους. γιατί η λάμπα του ‘δινε τώρα τη δική του μνήμη. Και σκέφτηκε με ανυπομονησία πως ίσως του ‘δινε πάντα μια προγονική μνήμη, γιατί ποιος θα μπορούσε ν’ αρνηθεί πως ίσως στα χρόνια της νιότης του παππού Γουίπλ ή στα νιάτα εκείνων που ‘χανε πάει πριν από αυτόν, ή κάποιος από τη γραμμή του Φίλιπς, πως δεν είχε δει τα μέρη που φωτίζει η λάμπα;
Και γι’ άλλη μια φορά ήτανε σαν να κοίταζε πίσω από μια πόρτα. Η σκηνή τονε προσκαλούσε κι αυτός σκοντάφτοντας όντας αδύναμος, ωστόσο στάθηκε ξανά στα πόδια του σταθερά και προχώρησε προς τους τοίχους…
Δίστασε μόνο για μια στιγμή. μετά πήγε προς τα βιβλία…
Το φως του ήλιου έσκασε ξαφνικά ολόγυρά του. Ένιωσε λυμμένος από τα δεσμά του κι άρχισε να τρέχει σιωπηλά κατά μήκος της όχθης του Seekonk, εκεί που τονε περιμένανε μπροστά, οι σκηνές της παιδικής του ηλικίας και μπορούσε να ξανανιώσει, ξεκινώντας ξανά, ζώντας γι’ άλλη μια φορά τον χαλκόφωτο αιώνα που ο κόσμος ήταν ακόμα νέος…
Χρειάστηκε ένας περίεργος θαυμαστής των παραμυθιών του, που ‘ρθε στη πόλη για να τον επισκεφτεί, για ν’ ανακαλυφθεί η εξαφάνιση του Φίλιπς. Υποτίθεται πως είχε περιπλανηθεί στο δάσος, αρρώστησε και πέθανε εκεί, γιατί οι μοναχικές του συνήθειες ήτανε πολύ γνωστές στη γειτονιά της Έιντζελλ Στριτ κι η σταθερά πτωτική του υγεία του δεν ήτανε δα και μυστικό.
Μολονότι οργανωθήκανε και σταλθήκαν ομάδες αναζήτησης για να ψάξουνε τη περιοχή γύρω από το Nentaconhaunt και τις ακτές του Seekonk, δε βρήκανε πουθενά ίχνος του Γουόρντ Φίλιπς. Η αστυνομία ήτανε σίγουρη ότι κάποια μέρα θα βρίσκανε τα λείψανά του, αλλά τίποτα δεν ανακαλύφθηκε και με τον καιρό αυτό το άλυτο μυστήριο χάθηκε στο αρχεία της αστυνομίας και των εφημερίδων.
Και περάσανε τα χρόνια…
Το παλιό σπίτι στην οδό Έιντζελλ γκρεμίστηκε, η βιβλιοθήκη αγοράστηκε από βιβλιοπωλεία και τα περιεχόμενα του σπιτιού πουληθήκανε για σκουπίδια, συμπεριλαμβανομένης και μιας παλιομοδίτικης αραβικής αντίκας-λάμπας. Μια λάμπα, για την οποία κανείς στον τεχνολογικό κόσμο πριν από τα χρόνια του Φίλιπς δεν θα μπορούσε να φανταστεί οιαδήποτε χρήση…