Βιογραφικό
Αμερικανός βραβευμένος συγγραφέας που γεννήθηκε στις 27 Μάη 1934 στο Οχάιο. Τον έδιωξαν από το Πανεπιστήμιο όταν διαμαρτυρήθηκε κάπως άγρια στον φιλόλογο που του είπε πως δεν έχει καθόλου ταλέντο. Από μικρός είχε ανακατευτεί ενεργά στις οργανώσεις των fun της ΕΦ, στο Κλήβελαντ. Ο σύγχρονός του Robert Silverberg τον περιγράφει σαν ανασφαλή, άφοβο, εξαιρετικά φιλόδοξο, υπερκινητικό κι εξουσιαστικό. Τα ίδια θα μπορούσε να πει κανείς για τα διηγήματά του με τα οποία έγινε γνωστός τόσο στο χώρο της ΕΦ όσο και έξω απ’ αυτόν και που του χάρισαν 7 Hugo, 3Νebula, 2 Jupiter κι 1 Edgar (πρόκειται για βραβεία ΕΦ Λογοτεχνίας). Τα διηγήματά του αυτά είναι εντελώς προσωπικά κι αντικατοπτρίζουν τον χαρακτήρα του συγγραφέα, τα ενδιαφέροντα και τις θέσεις του.
Από το 1962 μένει στο Λος Αντζελες. Εγινε γνωστός γράφοντας τηλεοπτικά σενάρια για θρίλερ και σειρές ΕΦ. Το επεισόδιο που έγραψε για το Star Trek, το The City Οn Τhe Edge Οf Forever, κέρδισε το βραβείο Hugo το 1968. Πρώτο του μυθιστόρημα ήταν το Web Οf Τhe City, που κυκλοφόρησε το 1958, και περιέγραφε τον τρόπο ζωής των νεανικών συμμοριών και τις μάχες μεταξύ τους. Για να γράψει πέρασε δέκα βδομάδες με μια συμμορία του Μπρούκλιν, και παρά λίγο να σκοτωθεί σε μια συμπλοκή.
Όταν άρχισε να γράφει και διηγήματα, το ‘κανε με ιλιγγιώδη ρυθμό. Πολλά απ’ αυτά δεν ανήκουν στον χώρο της ΕΦ, ο ίδιος όμως συχνά αποδοκιμάζει τους κλασσικούς διαχωρισμούς ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη. Προτιμά το χαρακτηρισμό «λογοτεχνία των εικασιών» κι αρνείται πως υπάρχει αυτό που οι άλλοι ονομάζουν «νέο κύμα» σαν ξεχωριστό λογοτεχνικό ρεύμα. Παρ’ όλο που -ιδίως παλιότερα – εθεωρείτο το «κακό παιδί» της ΕΦ -επιθετικός, εχθρικός, προσβάλει συχνά το ακροατήριό του, κοροϊδεύει τις απλοϊκές τους ιδέες και τα φτηνά τους γούστα- έχει κερδίσει τα περισσότερα βραβεία από κάθε άλλον. Ο σύγχρονός του Robert Silverberg τον περιγράφει ως ανασφαλή, άφοβο, εξαιρετικά φιλόδοξο, υπερκινητικό κι εξουσιαστικό. Τα ίδια θα μπορούσε να πει κανείς για τα διηγήματά του με τα οποία έγινε γνωστός τόσο στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας όσο και έξω απ’ αυτόν και που του χάρισαν 7 Hugo, 3 Νebula, 2 Jupiter κι 1 Edgar (βραβεία ΕΦ Λογοτεχνίας). Τα διηγήματά του αυτά είναι εντελώς προσωπικά κι αντικατοπτρίζουν τον χαρακτήρα του συγγραφέα, τα ενδιαφέροντα και τις θέσεις του.

Αναλυτικά τα βραβεία:
Βραβεία Writers Guild of America,
βραβείο Έντγκαρ Άλλαν Πόε,
βραβείο Προμηθέους – Hall of Fame,
Damon Knight Memorial Grand Master Award,
Βραβείο Νέμπιουλα για Καλύτερο Μικρό Μυθιστόρημα,
Βραβείο Χιούγκο για Καλύτερη Ιστορία Μικρού Μήκους,
Βραβείο Χιούγκο για Καλύτερη Ιστορία Μικρού Μήκους,
Βραβείο Χιούγκο Καλύτερης δραματικής παρουσίασης,
Βραβείο Χιούγκο,
Nebula Award for Best Novella,
Βραβείο Χιούγκο για Καλύτερη Ιστορία Μικρού Μήκους
Locus Award for Best Short Story,
Βραβείο Χιούγκο,
Locus Award for Best Short Story,
Jupiter Award,
Locus Award for Best Short Story,
Hugo Award for Best Novelette,
Locus Award for Best Novelette,
Hugo Award for Best Novelette,
Locus Award for Best Short Story,
Βραβείο Χιούγκο Καλύτερης δραματικής παρουσίασης,
Βραβείο Νέμπιουλα για Καλύτερο Μικρό Μυθιστόρημα,
Jupiter Award,
Locus Award for Best Short Story,
Βραβείο Χιούγκο για Καλύτερη Ιστορία Μικρού Μήκους,
British Fantasy Award,
Locus Award for Best Short Story,
Locus Award for Best Novelette,
Locus Award,
Locus Award for Best Novelette,
Locus Award for Best Short Story,
Locus Award,
Hugo Award for Best Novelette
Locus Award
Τα καλύτερα διηγήματα του είναι εκείνα στα οποία χαλιναγωγείται η τεράστια ενεργητικότητα του, επιτρέποντας στο παθιασμένο του ενδιαφέρον για μιαν αυθεντική, ανθρώπινη ζωή, να εκφραστεί με άγριες παραβολές όπου η αυθεντικότητα καταστρέφεται από τη κεκτημένη ταχύτητα του αυστηρού ελέγχου που αναπτύσσεται στον αιώνα μας, από την οργανωμένη υποκρισία, τη κακή πίστη και τη παραφροσύνη. Παράλληλα όμως απεικονίζεται κι η άρνηση του ανθρώπινου πνεύματος να υποκύψει. Χρησιμοποιεί με μεγάλη ικανότητα τη γλώσσα της ΕΦ για να μορφοποιήσει και να δραματοποιήσει αυτές τις ανησυχίες του, αν και λίγα διηγήματά του τελικά κατατάσσονται εύκολα σ’ αυτήν.
Έχει συντάξει επίσης δυο συλλογές διηγημάτων που είχαν μεγάλη επιρροή στο χώρο της ΕΦ. Η 1η, “Dangerous Visions“(1967), ήτανε συλλογή 33 πρωτότυπων διηγημάτων από γνωστούς αλλά και νέους συγγραφείς που λόγω του περιεχομένου τους ή της γραφής τους δε γίνονταν δεκτά στα περιοδικά ή τις ανθολογίες της εποχής. Η 2η ήτανε το “Again, Dangerous Vίsίons“(1972). Κι οι 2 περιέχουν εισαγωγές κι άφθονο επεξηγηματικό υλικό. Μια 3η ανθολογία, “The Last Dangerous Visions“, δεν έχει εκδοθεί ακόμη.
=======================
Το Κλάμα Των Δαρμένων Σκυλιών
Τη νύχτα μετά το απόγευμα που έβαψε τα πλαίσια των παραθύρων του καινούριου της διαμερίσματος στη 52η Ανατολική οδό, η Μπεθ είδε να κατακρεουργείται μέχρι θανάτου μία γυναίκα στην αυλή τον κτιρίου της. Ήταν μία από τους είκοσι έξι αυτόπτες μάρτυρες τον αποτρόπαιου εγκλήματος κι όπως εκείνοι, δεν έκανε τίποτα για να το αποτρέψει.
Τα είδε όλα, τη κάθε φριχτή στιγμή, χωρίς διακοπές και προσκόμματα. Από το μυαλό της πέρασε η τρελή σκέψη ότι βρισκόταν στην τέλεια εκείνη θέση τον παρατηρητή που αναζητούσε ο Ναπολέων όταν παράγγελνε να τον χτίσουν τα θέατρα της Κομεντί Φρανσέζ, ένα θεωρείο λίγο πιο πίσω από τα άλλα απ’ όπου μπορούσε να παρακολουθεί και το κοινό και την παράσταση. Η νύχτα ήταν καθαρή, η ώρα 11.30, το φεγγάρι γεμάτο, μόλις είχε κλείσει τη τηλεόραση συνειδητοποιώντας ότι έβλεπε τη συγκεκριμένη ταινία με τον Ρόμπερτ Τέιλορ για δεύτερη φορά ενώ δεν της είχε αρέσει ούτε τη πρώτη, και στο διαμέρισμά της βασίλευε σκοτάδι.
Πλησίασε στο παράθυρο για να το ανασηκώσει πριν πέσει να κοιμηθεί κι είδε τη γυναίκα να παραδέρνει στην αυλή. Βάδιζε τρεκλίζοντας κόντρα στον τοίχο, σφίγγοντας το αριστερό της μπράτσο με το δεξί χέρι. Η ηλεκτρική εταιρία είχε πρόσφατα τοποθετήσει λαμπτήρες υδραργύρου στον ακάλυπτο’ είχαν σημειωθεί δεκαέξι επιθέσεις μέσα σε επτά μήνες τα καινούρια φανάρια σκόρπιζαν ένα παγερό πορφυρό φως που έκανε το αίμα στο αριστερό μπράτσο της γυναίκας να φαντάζει μαύρο και γυαλιστερό. H Μπεθ είδε την κάθε λεπτομέρεια με απόλυτη σαφήνεια, σαν να μεγεθυνόταν χίλιες φορές σε μικροσκόπιο, σαν να εκτίθεντο στους προβολείς τηλεοπτικής διαφήμισης.
Η γυναίκα έριξε πίσω το κεφάλι ίσως για να ουρλιάξει, αλλά κανένας ήχος δεν έβγαινε από το στόμα της. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα τροχοφόρα στη Πρώτη Λεωφόρο, ταξί που έψαχναν για περιστασιακά ζευγαράκια έξω από τα μπαρ για μοναχικούς της γειτονιάς: το Μάξγουελ Πλαμ, το Φράιντει, το ‘Ανταμς Απλ. Αλλά αυτά συνέβαιναν μακριά, αλλού. Εδώ όπου βρισκόταν η γυναίκα, επτά πατώματα πιο κάτω, στην αυλή, τα πάντα έμοιαζαν να αιωρούνται σιωπηλά σ’ ένα αόρατο μαγνητικό πεδίο.
Η Μπεθ, ακίνητη στο σκοτάδι του διαμερίσματός της, διαπίστωσε ξαφνικά ότι είχε σηκώσει ολόκληρο το παράθυρο χωρίς να το αντιληφθεί. Μπροστά από το χαμηλό περβάζι υπήρχε ένα μικροσκοπικό μπαλκόνι τώρα δεν τη χώριζε μήτε το τζάμι από το θέαμα’ μόνον το κιγκλίδωμα του μπαλκονιού και οι επτά όροφοι.
Η γυναίκα τραβήχτηκε από τον τοίχο κι η Μπεθ είδε ότι ήταν γύρω στα τριάντα πέντε, με σκούρα μαλλιά κομμένα καρέ δεν μπορούσες να καταλάβεις αν ήταν όμορφη, ο τρόμος είχε παραμορφώσει τα χαρακτηριστικά της και το στόμα της ήταν μια στρεβλή μαύρη σχισμή. Οι φλέβες ξεχώριζαν σαν χορδές στο λαιμό της. Είχε χάσει το ένα της παπούτσι και τα βήματά της ήταν αβέβαια, νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα σωριαζόταν στο έδαφος.
Ο άντρας έστριψε τη γωνία του κτιρίου και μπήκε στην αυλή. Το μαχαίρι που κρατούσε ήταν τεράστιο ή, τουλάχιστον, έτσι έδειχνε. Η Μπεθ θυμήθηκε το σουγιά με την κοκάλινη λαβή που χρησιμοποιούσε o πατέρας της για να καθαρίζει τα ψάρια τα καλοκαίρια στη λίμνη στο Μέιν: είκοσι εκατοστά μακρύς με οδοντωτή λεπίδα. Το μαχαίρι στο χέρι του μελαψού άντρα στην αυλή ήταν παρόμοιο.
Η γυναίκα τον είδε και προσπάθησε να τρέξει, αλλά εκείνος την έφτασε με μια δρασκελιά, την έπιασε από τα μαλλιά και της έσπρωξε προς τα πίσω το κεφάλι, σαν να ετοιμαζόταν να της κόψει το λαρύγγι.
Τότε η γυναίκα ούρλιαξε.
Το ουρλιαχτό της αντήχησε στην αυλή σα σκούξιμο νυχτερίδας παγιδευμένης σε κλειστό θάλαμο, ανίκανης να βρει διέξοδο, τρελής από φόβο. Και συνεχίστηκε για ώρα… Προσπαθώντας να αμυνθεί, έμπηξε τους αγκώνες της στα πλευρά του άντρα κι εκείνος την άρπαξε από τα μαλλιά και τη στριφογύρισε. Κατάφερε να του ξεφύγει, μόνο μια χούφτα ξεριζωμένες τρίχες τού έμειναν στα χέρια. Καθώς η γυναίκα οπισθοχωρούσε, εκείνος κατέβασε το μαχαίρι του και την πέτυχε ακριβώς στο στήθος. Το αίμα της πετάχτηκε σα σιντριβάνι από την πληγή και κατέβρεξε τον άντρα, εξαγριώνοντάς τον ακόμη περισσότερο. Της επιτέθηκε πάλι καθώς εκείνη, διπλωμένη στα δύο, προσπαθούσε να κρατηθεί στα πόδια της, με το αίμα να τρέχει ποτάμι στα μπράτσα της.
Πήγε να τρέξει, τσούγκρισε στον τοίχο, γλίστρησε στα πλάγια, και το μαχαίρι του άντρα χτύπησε την τούβλινη επιφάνεια. Η γυναίκα ξεμάκρυνε λίγα μέτρα, σκόνταψε σ’ ένα παρτέρι, έπεσε στα γόνατα, κι εκείνος χίμηξε πάλι πάνω της. Το μαχαίρι υψώθηκε και η λεπίδα άστραψε παράξενα άλικη. Κι εκείνη ακόμη ούρλιαζε. Τα φώτα άναψαν σε καμιά ντουζίνα διαμερίσματα και κάμποσοι ένοικοι εμφανίστηκαν στα παράθυρα.
Έχωσε το μαχαίρι στην πλάτη της, πάνω από το δεξί ώμο. Το ‘μπηξε όσο πιο βαθιά μπορούσε, χρησιμοποιώντας και τα δυο του χέρια.
Η Μπεθ τα έβλεπε όλα σε αλλεπάλληλες αστραπές -τον άντρα, τη γυναίκα, το μαχαίρι, το αίμα, τα πρόσωπα των ανθρώπων στα παράθυρα. Κι έπειτα τα φώτα έκλεισαν, αλλά οι θεατές έμειναν στις θέσεις τους, προσηλωμένοι στο δράμα που παιζόταν στην αυλή. Ήθελε να φωνάξει, να ουρλιάξει: «Τί της κάνεις, χτήνος;» Αλλά το λαρύγγι της ήταν παγωμένο, λες και δυο σιδερένια χέρια που είχαν μείνει βυθισμένα στον ξερό πάγο για δέκα χιλιάδες χρόνια έσφιγγαν το λαιμό της.’Ένιωθε τη λάμα να μπήγεται στο δικό της κορμί.
Με κάποιον τρόπο -φαινόταν αδύνατο, αλλά να που συνέβαινε- η γυναίκα κατάφερε να σηκωθεί και να τραβηχτεί από το μαχαίρι. Τρία βήματα, έκανε τρία ολόκληρα βήματα και ξανάπεσε στο παρτέρι με τα λουλούδια. Τώρα μούγκριζε ο άντρας, μούγκριζε σαν άγριο θηρίο, έβγαζε άναρθρους ήχους κατευθείαν από το στομάχι του. Πήδηξε πάνω της και το μαχαίρι υψώθηκε και κατέβηκε, ξανά και ξανά και ξανά, και τελικά όλα έγιναν ένας στρόβιλος και το ουρλιαχτό της τρελαμένης νυχτερίδας σιγά-σιγά έσβηνε.
Η Μπεθ έτρεμε κι έκλαιγε στο σκοτάδι, με μάτια ξέχειλα από φρίκη. Κι όταν πια δεν άντεχε να βλέπει τον μανιακό να κομματιάζει το ακίνητο κομμάτι κρέας, έστρεψε το βλέμμα στα αδιαπέραστα παράθυρα όπου οι άλλοι στέκονταν ακόμη -όπως στεκόταν κι εκείνη- και παρά το σκοτάδι, μπόρεσε να διακρίνει τα πρόσωπά τους, μπλάβα στο μουντό φως των λαμπτήρων, κι όλα με την ίδια έκφραση. Οι γυναίκες έμπηγαν τα νύχια τους στα μπράτσα των αντρών και οι γλώσσες εξείχαν από τα στόματά τους’ οι άντρες χαμογελούσαν με ορθάνοιχτα, σχεδόν εκστατικά μάτια. Σαν να παρακολουθούσαν κοκορομαχίες και όχι φονικό. Ανάσαιναν βαθιά, λες κι έπαιρναν ζωή από το φριχτό σκηνικό της αυλής. Και εξέπνεαν μ’ έναν ήχο βαθύ, πολύ βαθύ, σαν από σπηλιά στα έγκατα της γης. Σάρκα ωχρή και υγρή.
Και τότε η Μπεθ συνειδητοποίησε πως η αυλή ήτανε βουτηγμένη στη καταχνιά, λες κι ένα πέπλο ομίχλης είχε επίτηδες τυλίξει την 52η οδό για να θολώσει τις λεπτομέρειες των όσων συνέχιζε να κάνει ο άντρας με το μαχαίρι του… ασταμάτητα… ακόμη κι όταν είχε εξαφανιστεί κάθε απόλαυση… σχεδόν καταναγκαστικά… ξανά και ξανά και ξανά…
Αλλά η ομίχλη ήταν αφύσικη, γκρίζα και πηχτή και γεμάτη μικροσκοπικές σπίθες φωτός. Η Μπεθ την κοίταγε καθώς απλωνόταν στον άδειο χώρο του ακάλυπτου. Μπαχ στον καθεδρικό ναό, αστερόσκονη στο κενό.
Η Μπεθ είδε μάτια.
Εκεί, εκεί ψηλά, στον ένατο όροφο και ψηλότερα, δυο μεγάλα μάτια, αδιαμφισβήτητα όσο η νύχτα και το φεγγάρι, υπήρχαν μάτια. Και -κάτι σαν πρόσωπο; Ήταν πρόσωπο αυτό το πράγμα ή μήπως το φανταζόταν… ένα πρόσωπο; Στους ατμούς της παγωμένης ομίχλης κάτι ζούσε, κάτι σκεπτόμενο και υπομονετικό και πέρα για πέρα μοχθηρό που είχε κληθεί για να δει ό,τι διαδραματιζόταν εκεί κάτω, στο παρτέρι. Η Μπεθ προσπάθησε να αποστρέψει το βλέμμα, αλλά δεν μπόρεσε. Τα μάτια, εκείνα τα αρχέγονα, φλεγόμενα μάτια, πανάρχαια και αβυσσαλέα, αλλά ταυτόχρονα τρομαχτικά ζωηρά και ανυπόμονα σαν μάτια παιδιού’ μάτια βαθιά σαν τάφοι, παμπάλαια και νεογέννητα, χαοτικά, πύρινα, γιγάντια και απύθμενα, που την αιχμαλώτιζαν, της επιβάλλονταν. Η παράσταση δεν είχε στηθεί μόνο για τους ενοίκους στα παράθυρα, που παρακολουθούσαν και ρουφούσαν τα δρώμενα, αλλά και για κάποιον άλλον. ‘Όχι στην παγωμένη τούντρα ή σε έρημα βαλτοτόπια, όχι σε υπόγειες στοές ή σε κάποιον μακρινό πλανήτη που περιστρεφόταν γύρω από έναν ετοιμοθάνατο ήλιο, αλλά εδώ, στην πόλη, εδώ τα μάτια αυτού του άλλου παρακολουθούσαν.
Με υπεράνθρωπη προσπάθεια η Μπεθ κατόρθωσε να τραβήξει τα μάτια της από τα φλεγόμενα βάθη του ένατου ορόφου, μόνο και μόνο για να ξαναδεί την κτηνωδία που είχε φέρει εδώ τον άλλον. Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε σ’ όλο της το μέγεθος τη φρίκη όσων έβλεπε, λυτρώθηκε από την ακινησία που την κρατούσε πετρωμένη σαν κοιλάκανθο σε σχιστόλιθο και το αίμα πλημμύριζε τις μεμβράνες του μυαλού της’ στεκόταν τόση ώρα και κοίταζε χωρίς να πει ή να κάνει τίποτα για να βοηθήσει! Τα δάκρυα ήταν άχρηστα, τα ρίγη μάταια, δεν είχε κάνει τίποτα απολύτως!
Και τότε άκουσε τους υστερικούς ήχους, κάτι ανάμεσα σε χαχανητά και λυγμούς και καθώς σήκωνε τα μάτια να κοιτάξει το μέγα πρόσωπο που κυριαρχούσε στην ομίχλη, κατάλαβε ότι η ίδια έβγαζε τους παρανοϊκούς, πιθηκίσιους ήχους, ενώ ο άντρας στην αυλή βογκούσε αδύναμα, ανήμπορα, σχεδόν παραπονεμένα, κάτι σαν το κλαψούρισμα των δαρμένων σκυλιών.
Κοιτούσε και πάλι το πρόσωπο. Δεν ήθελε να το ξαναδεί ποτέ στη ζωή της, αλλά δε μπορούσε να κάνει αλλιώς, την είχαν εκμαυλίσει εκείνα τα ύπουλα μάτια που έμοιαζαν τόσο με μάτια παιδιού, παρόλο που η Μπεθ ήξερε ότι ήταν παλιότερα από την ίδια την πλάση.
Και τότε ο σφαγέας έκανε κάτι ακατονόμαστο κι η Μπεθ έχασε την ισορροπία της από την ξαφνική ζαλάδα και πιάστηκε από το παραπέτο του παράθυρου για να μη πέσει στο μπαλκονάκι, στάθηκε στα πόδια της και πήρε βαθιά ανάσα.
Ένιωσε ότι τη κοιτάζανε και για μια στιγμή απίστευτου τρόμου νόμισε ότι είχε τραβήξει τη προσοχή του προσώπου στην ομίχλη. Γραπώθηκε από το παράθυρο, έχοντας την αίσθηση ότι όλα γύρω της διαλύονταν και κοίταξε κατευθείαν απέναντι. Όντως, κάποιος τη παρακολουθούσε. Επίμονα. Ο νεαρός στο παράθυρο του έβδομου πατώματος, ακριβώς αντίκρυ από το δικό της. Σταθερά κι αδιάκοπα τη κοιτούσε. Μέσα από την αλλόκοτη ομίχλη με τα πύρινα μάτια που απολάμβαναν ηδονικά το θέαμα κάτω, κείνος τη κοιτούσε.
Καθώς ο κόσμος σκοτείνιαζε γύρω της, ένα δευτερόλεπτο πριν λιποθυμήσει, της πέρασε φευγαλέα από το νου η σκέψη ότι το πρόσωπό του της ήταν τρομαχτικά οικείο.
Την επόμενη μέρα έβρεξε. Η Ανατολική 52 οδός γυαλοκοπούσε κι άστραφτε, στρωμένη με τα ουράνια τόξα της λίγδας και της βενζίνης. Η βροχή είχε ξεπλύνει τα σκυλόσκατα ή τα είχε παρασύρει στους υπονόμους. Οι διαβάτες κυκλοφορούσαν σκυφτοί για ν’ αποφύγουν τη βροχή, κρυμμένοι πίσω από ομπρέλες, απαράλλακτοι με τεράστια μαύρα μανιτάρια. H Μπεθ βγήκε να πάρει εφημερίδες λίγο μετά την αναχώρηση των αστυνομικών.
Οι ειδήσεις επέμεναν σαδιστικά στην απάθεια των είκοσι επτά ενοίκων του κτιρίου που είχαν παρακολουθήσει με ψυχρό ενδιαφέρον τη σφαγή της Λιόνα Κιαρέλι, 37 χρονών, κατοίκου της 455 Φορτ Ουάσινγκτον ‘Αβενιου στο Μανχάταν από τον Μπάρτον Χ. Γουέλς, 41 χρόνων, άνεργο ηλεκτρολόγο, που στη συνέχεια πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από δυο εκτός υπηρεσίας αστυνομικούς, όταν μπήκε σ’ ένα μπαρ της 55ης οδού, βουτηγμένος στα αίματα από τη κορφή ως τα νύχια και κραδαίνοντας ένα μαχαίρι που, όπως εξακριβώθηκε αργότερα, ήτανε τ’ όργανο του εγκλήματος.
Η Μπεθ έκανε δυο φορές εμετό κείνη τη μέρα. Το στομάχι της δε μπορούσε να κρατήσει τίποτα στερεό κι η γεύση της χολής δεν εννοούσε να της φύγει από το στόμα. Της ήταν αδύνατο να σβήσει τις σκηνές της προηγούμενης νύχτας από το μυαλό της’ έβλεπε και ξανάβλεπε σαν σε κινηματογραφική ταινία την κάθε κίνηση του ολέθριου χεριού. Το κεφάλι της γυναίκας ριγμένο πίσω. Τις σιωπηλές κραυγές. Το αίμα. Τα μάτια στην ομίχλη.
Πήγαινε συνέχεια στο παράθυρο, θαρρείς και κάτι τη τραβούσε εκεί, για να κοιτάξει τον ακάλυπτο και το δρόμο. Προσπαθούσε να αντικαταστήσει το μελαγχολικό, τσιμεντένιο αστικό τοπίο του Μανχάταν με τη θέα που είχε από το παράθυρό της στο οικοτροφείο του Μπένινγκτον: το μικρό κήπο και έναν άλλον, κατάλευκο φοιτητικό κοιτώνα’ τις πανέμορφες μηλιές’ τους καταπράσινους λόφους και την απαράμιλλη εξοχή του Βερμόντ’ επανέφερε στη μνήμη της και τις τέσσερις εποχές. Αλλά το μπετόν και οι βρεγμένοι δρόμοι δεν έλεγαν να εξαφανιστούν. Η βροχή στο πεζοδρόμιο ήταν μαύρη και γυαλιστερή σαν αίμα.
Προσπάθησε να δουλέψει, άπλωσε στο γραφείο της τα διαγράμματα της χορογραφίας. Αλλά το Λαβανοτάτιον σήμερα δεν ήταν γι’ αυτήν τίποτα περισσότερο από ένα συνονθύλευμα ανεξιχνίαστων ιερογλυφικών ζωγραφισμένο από τον Τζάκσον Πόλοκ αντί για την ακριβή αναπαράσταση της ρυθμικής που μελετούσε επί τέσσερα χρόνια για να τελειοποιήσει.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η γραμματέας του Χορευτικού Θιάσου Τέιλορ που ήθελε να τη ρωτήσει πότε θα ήταν ελεύθερη. Η Μπεθ αναγκάστηκε να αρνηθεί. Κοίταξε το χέρι της και είδε ότι τα δάχτυλά της έτρεμαν. Κι έπειτα τηλεφώνησε στον Γκούζμαν στην Εταιρία Μπαλέτου για να του πει ότι θ’ αργούσε να παραδώσει τη χορογραφία.
-“Για τ’ όνομα του Θεού, κορίτσι μου, έχω δέκα χορευτές που περιμένουν να κάνουνε πρόβα! Τί θα τους κάνω τώρα“;
Του εξήγησε τι είχε συμβεί τη προηγούμενη νύχτα. Και καθώς μιλούσε κατάλαβε πόσο δίκιο είχαν οι εφημερίδες που αντιμετώπιζαν με τέτοια περιφρόνηση τους είκοσι έξι μάρτυρες του θανάτου της Λιόνα Κιαρέλι. Ο Πασκάλ Γκούζμαν την άκουσε προσεχτικά κι όταν ξαναμίλησε, η φωνή του ήταν κάμποσες οκτάβες χαμηλότερη. Της είπε ότι καταλάβαινε και ότι της έδινε μια μικρή παράταση. ‘Όμως ο τόνος του ήταν τυπικός, σχεδόν ψυχρός, και της έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει να τον ευχαριστήσει.
Η Μπεθ φόρεσε ένα χοντρό μάλλινο πουλόβερ σε σκούρους μοβ τόνους και χακί πανταλόνι. Ήθελε να βγει λίγο έξω, να περπατήσει, ν’ αλλάξει παραστάσεις. Καθώς έβαζε τα χαμηλοτάκουνα παπούτσια της, αναρωτήθηκε αφηρημένα αν το βαρύ ασημένιο βραχιόλι που είχε δει τις προάλλες υπήρχε ακόμη στη βιτρίνα του Γκέοργκ Τζένσεν. Στο ασανσέρ συνάντησε το νεαρό από το αντικρινό διαμέρισμα, ο οποίος βάλθηκε να την περιεργάζεται απροκάλυπτα. Η Μπεθ ξανάρχισε να τρέμει σύγκορμη. Πήγε και στάθηκε στη γωνιά του κουβούκλιου, με το κεφάλι χαμηλωμένο.
Ανάμεσα στον τέταρτο και τον πέμπτο όροφο, εκείνος πάτησε το “στοπ” και ο ανελκυστήρας σταμάτησε.
Η Μπεθ τον κοίταξε και ο νεαρός χαμογέλασε αθώα.
-“Γεια σου. Με λένε Γκλίσον, Ρέι Γκλίσον. Μένω στο 714“.
Ήθελε να του πει να ξαναθέσει σε λειτουργία το ασανσέρ, με ποιό δικαίωμα έκανε τέτοιο πράγμα, ποιός νόμιζε ότι ήταν, αν δεν πατούσε αμέσως το κουμπί θα έμπλεκε άσχημα. Αυτό ήθελε να κάνει. Όμως αντιθέτως, από το ίδιο σημείο που είχε ακούσει το ασυνάρτητο γέλιο τη χθεσινή νύχτα, άκουγε τώρα τη φωνή της, πολύ πιο λεπτή κι αβέβαιη απ’ ό,τι συνήθως, να λεει:
-“Είμαι η Μπεθ Ο’ Νηλ, διαμέρισμα 701“.
Το θέμα ήταν πως ο ανελκυστήρας είχε σταματήσει. Κι εκείνη φοβόταν, φοβόταν πολύ. Αλλά ο άντρας ακουμπούσε στην πόρτα, ντυμένος στην τρίχα, με καλογυαλισμένα παπούτσια και άψογο χτένισμα, και της μίλαγε σαν να κάθονταν στο τραπέζι ενός πολυτελούς ρεστωράν.
-“Μόλις μετακόμισες, ε“;
-“Πριν δύο μήνες“.
-“Ποιό πανεπιστήμιο τελείωσες; Το Μπένινγκτον ή το Σάρα Λώρενς“;
-“Το Μπένινγκτον. Πώς το ‘ξέρες“;
Εκείνος γέλασε, και το γέλιο του ήταν ευχάριστο.
-“Είμαι επιμελητής σ’ έναν οίκο θρησκευτικών εκδόσεων. Κάθε χρόνο μας έρχονται μισή ντουζίνα κορίτσια από το Μπένινγκτον, το Σάρα Λώρενς, το Σμιθ. Πέφτουνε σαν ακριδούλες, έτοιμες να φέρουν τα πάνω κάτω στην εκδοτική βιομηχανία“.
-“Κι είναι τόσο κακό αυτό; Μιλάς σαν να τις αντιπαθείς“.
-“Ω, κάθε άλλο, τις λατρεύω, είναι υπέροχες. Νομίζουνε πως γράφουνε καλύτερα από τους συγγραφείς που εκδίδουμε. Δώσαμε κάποτε σε μια απ’ αυτές τις κουκλίτσες τρία τυπογραφικά να τα διορθώσει και τα ξανάγραψε και τα τρία. Νομίζω ότι τώρα δουλεύει σερβιτόρα σε φαστφουντάδικο“.
Δεν του απάντησε. Αν άκουγε οποιονδήποτε άλλον να μιλάει έτσι, θα τον θεωρούσε σοβινιστικό γουρούνι. Αλλά κείνα τα μάτια του… Το πρόσωπό του είχε κάτι το τρομαχτικά οικείο. Απολάμβανε τη κουβέντα τους, ο νεαρός της άρεσε.
-“Ποιά είναι η κοντινότερη μεγάλη πόλη στο Μπένινγκτον“;
-“Το Όλμπανι. Απέχει γύρω στα εξήντα μίλια“.
-“Πόσην ώρα σου παίρνει να πας εκεί“;
-“Από το Μπένινγκτον; Γύρω στη μιάμιση“.
-“Πρέπει να είναι ωραία η διαδρομή, το Βερμόντ φημίζεται για την εξοχή του. Πώς πάνε τα πράγματα από τότε που το πανεπιστήμιο έγινε μικτό“;
-“Δε ξέρω“.
-“Δε ξέρεις“;
-“Συνέβη την εποχή που αποφοιτούσα“.
-“Τί σπούδασες“;
-“Χορό, με ειδικότητα στο Λαβανοτάτιον. Δηλαδή πώς να κάνεις και να καταγράφεις χορογραφίες“.
-“Αν δε κάνω λάθος, όλα σας τα μαθήματα είναι προαιρετικά, κατ’ επιλογή. Δεν είσαι αναγκασμένος να μελετήσεις κάτι συγκεκριμένο, μαθηματικά ή φυσική, για παράδειγμα“. Ο τόνος του δεν άλλαξε καθώς συνέχιζε: “Ήτανε φοβερό αυτό που συνέβη χτες βράδυ. Σε είδα που το παρακολουθούσες από το παράθυρό σου. Όπως οι περισσότεροι από μας, άλλωστε. Ήτανε πράγματι τρομερό“. Η Μπεθ έγνεψε καταφατικά. Ο φόβος τη πλημμύρισε πάλι. “Τελικά τον καθάρισαν οι μπάτσοι. Ένας παλαβός ήτανε, δε ξέρουνε καν γιατί τη σκότωσε ή γιατί μπήκε στάζοντας αίματα στο μπαρ. Φριχτή ιστορία… Θα ήθελα πολύ να φαμε ένα βράδυ οι δυο μας, αν δεν είσαι δεσμευμένη“.
-“Ναι, γιατί όχι“;
-“Σε βολεύει τη Τέτάρτη; Ξέρω ένα καινούριο αργεντίνικο ρεστωράν. Νομίζω ότι θα σου αρέσει“.
-“Εντάξει“. »
-“Ξεμπλοκάρεις τώρα το ασανσέρ να φύγουμε;” της είπε και χαμογέλασε πάλι. Η Μπεθ πάτησε το κουμπί, ρωτώντας τον εαυτό της πώς στην ευχή της είχε έρθει να σταματήσει τον ανελκυστήρα.
Στο τρίτο τους ραντεβού μαλώσανε για πρώτη φορά. Συνέβη στο πάρτι ενός σκηνοθέτη τηλεοπτικών διαφημίσεων. Έμενε στον ένατο όροφο του κτιρίου τους. Είχε μόλις τελειώσει κάποια γυρίσματα για το “SESAMΕ STREET” και γιόρταζε τη προαγωγή του από την άγρια αρένα της εμπορικής κακογουστιάς (και τις ετήσιες απολαβές των $75.000) στους εύφορους αγρούς της μορφωτικής τηλεόρασης (και το επακόλουθο πέρασμα στη χαμηλόμισθη ευυποληψία). Η Μπεθ δυσκολευόταν να καταλάβει τους λόγους της αγαλλίασής του κι όταν τον στρίμωξε σε μια γωνιά της κουζίνας για να το συζητήσει, τα επιχειρήματά του της φάνηκαν ασυνάρτητα. Αλλά εκείνος φαινόταν πανευτυχής κι η κοπέλα του, ένα πανύψηλο μοντέλο από τη Φιλαδέλφεια, μια τον πλησίαζε, μια απομακρυνόταν, σαν εξωτικό υποβρύχιο φυτό, αγγίζοντας τα μαλλιά και φιλώντας το λαιμό του, μουρμουρίζοντάς του τα συγχαρητήριά της κι εμφανώς σεξουαλικά υπονοούμενα. Η Μπεθ είχε σαστίσει αν κι οι υπόλοιποι καλεσμένοι ήτανε στα μεγάλα τους κέφια.
Στο σαλόνι, ο Ρέι καθόταν στο μπράτσο μιας πολυθρόνας και φλέρταρε μιαν αεροσυνοδό, κάποια Λουάν. Η Μπεθ καταλάβαινε από τον τρόπο του ότι της κολλούσε, προσπαθούσε να το παίξει πολύ άνετος. Όταν δεν ερωτοτροπούσε, βρισκότανε πάντα σ’ υπερένταση. Αποφάσισε να το αγνοήσει και βάλθηκε να τριγυρνά στο διαμέρισμα σιγοπίνοντας ένα τζιν-τόνικ.
Στους τοίχους κρέμονταν αφηρημένα σχέδια, κομμένα από ένα γερμανικό ημερολόγιο, πλαισιωμένα με μεταλλικές κορνίζες. Στη τραπεζαρία, μία τεράστια πόρτα από κάποιο κατεδαφισμένο κτίριο της πόλης είχε επισκευαστεί και λουστραριστεί. Τώρα έπαιζε το ρόλο του τραπεζιού. Το φωτιστικό πάνω από τον καναπέ προεξείχε από τον τοίχο, ανεβοκατέβαινε και περιστρεφόταν 360 ολόκληρες μοίρες. Η Μπεθ στεκόταν στην κρεβατοκάμαρα και κοιτούσε από το παράθυρο όταν συνειδητοποίησε ότι τούτο ήταν ένα από τα δωμάτια όπου το φως άναψε κι έσβησε κείνο το βράδυ, ένα από τα δωμάτια που φιλοξενούσε έναν ακόμη σιωπηλό μάρτυρα του θανάτου της Λιόνα Κιαρέλι. Όταν επέστρεψε στο σαλόνι, κοίταξε γύρω της πιο προσεκτικά. Με τρεις-τέσσερις εξαιρέσεις -την αερoσυνοδό, ένα νεαρό ζευγάρι από το δεύτερο όροφο, κάποιο χρηματιστή από το Χέμπχιλ- όλοι οι υπόλοιποι ήταν μάρτυρες της σφαγής.
-“Θέλω να φύγω“, είπε στον Ρέι.
-“Γιατί; Δε περνάς καλά;” ρώτησε η αεροσυνοδός, μ’ ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο στο τέλειο στοματάκι της.
-“Όπως όλες οι απόφοιτοι του Μπένινγκτον“, είπε ο Ρέι, απαντώντας στη θέση της Μπεθ, “περνά καλύτερα όταν δεν περνά καλά. Είναι χαρακτηριστικό των ‘πρωκτικών τύπων’, όπως αποκαλούνται στη ψυχολογία. Όντας στο διαμέρισμα κάποιου άλλου, δε μπορεί ν’ αδειάσει τασάκια ούτε να διορθώσει το χαρτί της τουαλέτας ώστε να μη κρέμεται και σφιχτοκώλα καθώς είναι, δεν αντέχει και θέλει να φύγει. Εντάξει, Μπεθ, πάμε να καληνυχτίσουμε τους οικοδεσπότες μας. Ο κώλος-φάντασμα ξαναχτύπησε“. Η Μπεθ τον χαστούκισε, και τα μάτια της αεροσυνοδού άνοιξαν διάπλατα. Αλλά το χαμόγελό της δεν έσβησε, έμεινε σα παγωμένη γκριμάτσα στα χείλη της. Ο Ρέι την άρπαξε από τον καρπό πριν προλάβει να τον ξαναχτυπήσει. “Κούλαρε, μωρό μου“, της είπε σφίγγοντάς την περισσότερο απ’ ό,τι ήταν απαραίτητο.
Πήγανε στο διαμέρισμά της κι αφού ξεσπάσαν χτυπώντας κάνα-δυο πόρτες κι ανοίγοντας τη τηλεόραση στη διαπασών, έπεσαν στο κρεβάτι όπου κείνος πήγε να ‘εικονογραφήσει’ τη προηγούμενή του παρομοίωση, προσπαθώντας να την γαμήσει από πίσω. Την είχε στήσει στα τέσσερα πριν η Μπεθ καλοκαταλάβει τι ήθελε να της κάνει, πάσχισε να του ξεφύγει, αλλά ο Ρέι δεν την άφηνε. Κι όταν κατάλαβε ότι δεν θα του το επέτρεπε ποτέ, άρπαξε το στήθος της και το ‘σφιξε τόσο δυνατά που εκείνη ούρλιαξε από τον πόνο. Τη γύρισε ανάσκελα, τρίφτηκε ανάμεσα στα μπούτια της καμιά δεκαριά φορές κι έχυσε στο στομάχι της.
Η Μπεθ πλάγιαζε με τα μάτια κλειστά και το ένα χέρι ριγμένο στο πρόσωπό της. Ήθελε να κλάψει αλλά δεν μπορούσε. Ο Ρέι ξάπλωνε αμίλητος πάνω της. Ήθελε να τρέξει στο μπάνιο να πλυθεί, αλλά κείνος δεν κουνήθηκε από τον τόπο του ώρα πολλή αφού το σπέρμα του είχε στεγνώσει στα κορμιά τους.
-“Με τί σόι άντρες έβγαινες στο πανεπιστήμιο;” τη ρώτησε.
-“Με κανέναν ιδιαίτερα“.
-“Δε χαμουρευόσουνα με τα πλουσιόπαιδα από του Γουίλιαμς και το Ντάρτμουθ; Δε βρέθηκε κανένας διανοούμενος του ‘Αμχερστ να σ’ εκλιπαρήσει να τονε σώσεις από το πουστριλίκι, αφήνοντάς τον να χώσει το καροτάκι του στο σφιχτό σου κωλαράκι“;
-“Κόφτο“!
-“Έλα τώρα, μωρό μου, δεν είναι δυνατό να βγαίνατε ραντεβού και να κρατιόσασταν από το χεράκι! Θα ‘κανες και καμιά πίπα πότε-πότε. Πόσο απέχει το Ουίλιαμστάουν; Δέκα-δεκαπέντε μίλια; Είμαι σίγουρος ότι κείνοι οι λυκάνθρωποι του Ουίλιαμς θα καίγανε τα λάστιχά τους στην εθνική οδό για να φτάσουνε στο μουνί σου τα Σαββατοκύριακα. Έλα, πέστα όλα στο θείο Ρέι, καταλαβαίνει αυτός…”
-“Γιατί μου μιλάς έτσι“;
Πήγε να τραβηχτεί, να φύγει από δίπλα του, αλλά την άρπαξε από τον ώμο και την ανάγκασε να ξαπλώσει πάλι. ‘Έσκυψε από πάνω της κι είπε:
-“Μιλάω έτσι γιατί είμαι Νεοϋορκέζος, μωρό μου. Γιατί ζω σ’ αυτή τη πουτάνα τη πόλη κάθε μέρα. Γιατί είμαι αναγκασμένος να χαμογελάω στους παπάδες και στους άλλους φωτισμένους μαλάκες που θέλουν να εκδοθεί η καλοσύνη κι η αγνότητά τους από τον καθαγιασμένο μας οίκο, όταν εκείνο που γουστάρω στη πραγματικότητα είναι να τους πετάξω από τον τριακοστό έβδομο όροφο και να τους ακούω να ψάλλουν μέχρι να σκάσουνε στο πεζοδρόμιο. Γιατί έχω ζήσει όλη μου τη ζωή σ’ αυτή την ανθρωποφάγα πόλη κι είμαι θεοπάλαβος, γαμώτο μου“!
Η Μπεθ πλάγιαζε ανίκανη να σαλέψει, μόλις ανασαίνοντας, πλημμυρισμένη από ένα ξαφνικό οίκτο και μια περίεργη στοργή για τον άντρα δίπλα της. Το πρόσωπό του ήτανε κατάχλωμο και τραβηγμένο κι ήξερε πως ότι της έλεγε οφειλότανε στο παραπάνω ποτό και την αφόρητη πίεση.
-“Τί περιμένεις από μένα;”, της είπε κι η φωνή του ήτανε πιο μαλακή τώρα αλλά εξίσου φορτισμένη, “περιμένεις τρυφερότητα, ευγένεια, κατανόηση και να σου πιάνω το χεράκι όταν δακρύζουνε τα μάτια σου από το νέφος; Δε μπορώ, δεν έχω τέτοια συναισθήματα για να σου δώσω. Κανένας δεν έχει σ’ αυτό τον υπόνομο που περνιέται για πόλη. Κοίτα γύρω σου τί νομίζεις ότι συμβαίνει; Στα πανεπιστήμια παίρνουνε τα ποντίκια τα χώνουνε σε κουτιά κι όταν παραστριμωχτούν, μερικά τρελαίνονται και δαγκάνουνε τ’ άλλα μέχρι θανάτου. Το ίδιο γίνεται κι εδώ, μωρό μου! Ήρθε η ώρα των ποντικιών σ’ αυτό το τρελοκομείο. Δε μπορείς να στοιβάζεις ανθρώπους τον ένα πάνω στον άλλο σε τούτο το τσιμεντένιο κατασκεύασμα, με ταξί και λεωφορεία και σκυλιά που χέζονται στους δρόμους και πανδαιμόνιο μέρα-νύχτα και μηδέν λεφτά κι ελάχιστα σπίτια κι ούτε μια γωνιά ν’ απομακρυνθείς να σκεφτείς… δε μπορείς να τα κάνεις όλ’ αυτά χωρίς να προετοιμάσεις την έλευση κάποιου άλλου καταραμένου πλάσματος! Δε μπορείς να μισείς τους πάντες γύρω σου, να κλωτσάς τον κάθε ζητιάνο κι αράπη και λιγδιάρη αλήτη, δε μπορείς ν’ ανέχεσαι τους ταξιτζήδες να σε κλέβουνε και ν’ απαιτούνε φιλοδώρημα και να σε βρίζουνε κι από πάνω, δε μπορείς να περπατάς μες στη καπνιά μέχρι να μαυρίσουν οι γιακάδες σου και το κορμί σου να βρωμοκοπά ταγκίλα και σάπια μυαλά, δε μπορείς να τα κάνεις όλ’ αυτά χωρίς να επικαλείσαι κάτι το φρικιαστικό-” Σώπασε απότομα.
Το πρόσωπό του είχε την έκφραση ανθρώπου που μόλις έχασε αγαπημένο του άτομο. Ξάπλωσε και της γύρισε την πλάτη. Εκείνη έμεινε δίπλα του, τρέμοντας, προσπαθώντας απεγνωσμένα να θυμηθεί πού είχε ξαναδεί το πρόσωπό του.
Δεν της ξανατηλεφώνησε μετά τη νύχτα του πάρτι. Κι όταν έτυχε να συναντηθούνε στο διάδρομο, κείνος στράφηκε απροκάλυπτα αλλού, λες και της είχε δώσει κάποια αόριστη ευκαιρία που η Μπεθ είχε αρνηθεί να εκμεταλλευτεί. Πίστευε πως καταλάβαινε: αν κι ο Ρέι Γκλίσον δεν ήταν ο πρώτος άντρας στη ζωή της, ήταν ο πρώτος που την είχε απορρίψει τόσο ολοκληρωτικά. Ο πρώτος που δεν την έβγαλε μόνον από το νου και το κρεβάτι του αλλά και από τον κόσμο του. Σαν να ήταν αόρατη, ανάξια ακόμη και της περιφρόνησής του, απλώς απούσα.
Ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά της.
Ανέλαβε τρεις καινούριες χορογραφίες για τον Γκούζμαν και δέχτηκε να συνεργαστεί με μια καινούρια ομάδα που είχε την έδρα της -αν είναι δυνατόν! στο Στέιτεν ‘Αιλαντ. Δούλευε σαν μανιακή, κέρδισε καινούριες αναθέσεις, μέχρι που τη πλήρωσαν. Προσπάθησε να διακοσμήσει το διαμέρισμά της λιγότερο σχολαστικά, πιο ελεύθερα. Τεράστια πόστερ του Μερς Κάνινγκχαμ και της Μάρθα Γκράχαμ αντικατέστησαν τα χαρακτικά του Μπρύγκελ που της θύμιζαν τη θέα από τα παράθυρά της στο Μπένινγκτον. Στο μικροσκοπικό μπαλκόνι, στο μπαλκόνι που δεν είχε τολμήσει να πατήσει από τη νύχτα της σφαγής, τη νύχτα της ομίχλης με τα μάτια, σ’ αυτό το μπαλκόνι τοποθέτησε μικρές ζαρντινιέρες με γεράνια, πετούνιες, ζίνιες και άλλα πολυετή. Κι έπειτα έκλεισε το παράθυρο και βγήκε να παραδοθεί στην πόλη όσου είχε μεταφέρει τη μέχρι τότε οργανωμένη ζωή της.
Κι η πόλη ανταποκρίθηκε στ’ ανοίγματά της: Ξεπροβοδώντας μια παλιά φίλη από το Μπένινγκτον στο αεροδρόμιο Κένεντυ, στάθηκε να φάει ένα σάντουιτς στο μπαρ. Ο πάγκος -σα τάφρος- περικύκλωνε τη πρόχειρη κουζίνα πάνω από την οποία κρέμονταν τεράστιες αφίσες που διαφήμιζαν την πόλη και τα αξιοθέατά της. “Η Νέα Υόρκη είναι μια καλοκαιριάτικη γιορτή“, λέγανε κι “Ο Τζόζεφ Πάτε ανεβάζει Σέξπηρ στο Σέντραλ Παρκ” κι “Επισκεφθείτε το Ζωολογικό Κήπο του Μπρονξ και θ’ αγαπήσετε τους οξύθυμους αλλά αξιολάτρευτους ταξιτζήδες μας“. Το φαγητό έβγαινε από ‘να παραθυράκι και προχωρούσε αργά στον κυλιόμενο ιμάντα ενώ ορδές υστερικών γυναικών σκουπίζανε και ξανασκουπίζανε τον πάγκο με βρώμικα πανιά. Το εστιατόριο είχε τη γοητεία και την αξιοπρέπεια χαλυβουργείου και σχεδόν τον ίδιο θόρυβο. Η Μπεθ παρήγγειλε ένα τσίσμπεργκερ που κόστιζε $1,25 κι ένα ποτήρι γάλα.
Όταν της το φέραν ήταν κρύο, το τυρί δεν είχε λιώσει και το μπιφτέκι έμοιαζε με σφουγγαράκι για τα πιάτα. Το ψωμάκι ήταν μπαγιάτικο και δεν υπήρχε ίχνος μαρουλιού στο σάντουιτς. Η Μπεθ κατάφερε μετά κόπων και βασάνων να τραβήξει τη προσοχή μιας σερβιτόρας. Η κοπέλα την πλησίασε ενοχλημένη.
-“Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου ζεστάνετε το ψωμάκι και να μου φέρετε λίγο μαρούλι;” ρώτησε η Μπεθ.
-“Δε γίνεται“, είπε η σερβιτόρα, έτοιμη να φύγει.
-“Τί δε γίνεται“;
-“Δε ζεσταίνουμε το ψωμί εδώ“.
-“Ναι, αλλά εγώ το θέλω ζεστό“, επέμεινε η Μπεθ.
-“Κι άμα θες μαρούλι, θα το πληρώσεις έξτρα“.
-“Αν ζητούσα έξτρα μαρούλι“, είπε η Μπεθ, αρχίζοντας να θυμώνει, “θα το πλήρωνα, αλλά μια και δεν υπάρχει καθόλου μαρούλι, δε νομίζω πως είναι σωστό να με χρεώνετε παραπάνω για κάτι που κανονικά περιλαμβάνεται στην τιμή του σάντουιτς“.
-“Δε γίνεται“. Η σερβιτόρα γύρισε να φύγει.
-“Για μια στιγμή!”, είπε η Μπεθ, υψώνοντας τη φωνή τόσο ώστε να την ακούσουν οι πελάτες που τρώγανε στην άλλη πλευρά. “Εννοείτε ότι ζητάτε ένα δολάριο κι είκοσι-πέντε σεντς για ένα σάντουιτς με μπαγιάτικο ψωμί και χωρίς μαρούλι“;
-“Αν σ’ αρέσει…”
-“Πάρτο πίσω“.
-“Αφού το παράγγειλες, πρέπει να το πληρώσεις“.
-“Πάρτο πίσω, σου λεω, δε το θέλω το γαμημένο“! Η σερβιτόρα αναγκάστηκε να σβήσει το σάντουιτς από το τιμολόγιο. Το γάλα κόστιζε 27 σεντς κι ήτανε ξινισμένο. Πρώτη φορά στη ζωή της η Μπεθ έλεγε δυνατά τη συγκεκριμένη λέξη.
Στο ταμείο, η Μπεθ ρώτησε τον κάθιδρο άντρα με τους μαρκαδόρους στο τσεπάκι του πουκαμίσου του:
-“Από περιέργεια και μόνο, μήπως σας νοιάζει ν’ ακούσετε τα παράπονα των πελατών“;
-“Όχι“, της γάβγισε, στη κυριολεξία της γάβγισε. Δε σήκωσε καν το κεφάλι καθώς της έδινε τα ρέστα.
Η πόλη ανταποκρίθηκε στα ανοίγματά της:
Έβρεχε πάλι. Η Μπεθ προσπαθούσε να διασχίσει τη Δεύτερη Λεωφόρο κανονικά, από τη διάβαση και με το φανάρι κόκκινο για τα τροχοφόρα. Με το που κατέβηκε από το πεζοδρόμιο, ένα αυτοκίνητο πέρασε δίπλα της και τη περιέχυσε με λάσπες.
-“Έι“, φώναξε στον οδηγό. “Τί κάνεις“;
-“‘Αει γαμήσου, μωρή!”, ήταν η απάντηση.
Οι μπότες, τα πόδια και το παλτό της είχαν γίνει μούσκεμα. Στεκόταν τρέμοντας στο κράσπεδο.
Η πόλη ανταποκρίθηκε στα ανοίγματά της:
Έβγαινε από ένα κτίριο στο ‘Αστορ Πλέις με το χαρτοφύλακά της γεμάτο διαγράμματα. Προσπαθούσε να τυλίξει το κασκόλ γύρω από το λαιμό της όταν ο καλοντυμένος κύριος πίσω, της έχωσε την ομπρέλα ανάμεσα στα πόδια. Κατατρομαγμένη, άφησε να της πέσει ο χαρτοφύλακας.
Ω, ναι, η πόλη ανταποκρινόταν συνεχώς.
Και τα ανοίγματα της Μπεθ πολύ γρήγορα άλλαξαν.
Ο γερομεθύστακας με τα σημαδεμένα μάγουλα της άπλωσε το χέρι και κάτι της μουρμούρισε. Του πέταξε μια βρισιά και συνέχισε ν’ ανηφορίζει το Μπρόντγουαίη, προσπερνώντας τους κινηματογράφους με τις πορνό ταινίες.
Πέρασε με πράσινο τους σηματοδότες της Παρκ ‘Αβενιου, αναγκάζοντας τους οδηγούς να φρενάρουν σαν τρελοί για να την αποφύγουνε: τώρα πια χρησιμοποιούσε πάρα πολύ συχνά κείνη τη λέξη.
Όταν κάποια στιγμή συνειδητοποίησε πως έπινε παρέα με τον άντρα που την είχε σπρώξει στην είσοδο του μπαρ, τρόμαξε, κόντεψε να λιποθυμήσει και κατάλαβε ότι τα περιθώρια στένευαν: αν ήθελε να γλιτώσει έπρεπε να επιστρέψει σπίτι.
Αλλά το Βερμόντ ήταν τόσο μακριά…
Μερικές νύχτες αργότερα. Είχε γυρίσει από το Μπαλέτο του Λίνκολν Σέντερ κι είχε πέσει κατευθείαν στο κρεβάτι. Καθώς πλάγιαζε μισοκοιμισμένη στο κρεβάτι, της φάνηκε πως άκουσε κάτι, ένα περίεργο θόρυβο στο καθιστικό. Σηκώθηκε από το κρεβάτι και πατώντας στα νύχια πλησίασε την ενδιάμεση πόρτα. ‘Έψαξε στα τυφλά το διακόπτη, τονε βρήκε κι άναψε το φως. Ένας μαύρος με δερμάτινο πανωφόρι προσπαθούσε να βγει από το διαμέρισμα. Η Μπεθ είδε την τηλεόραση δίπλα του καθώς προσπαθούσε να ξεμπλοκάρει την εξώπορτα, είδε την καινούρια κλειδαριά και την αμπάρα επιτήδεια σπασμένες, μ’ ένα τρόπο που δεν είχε προλάβει να δημοσιεύσει το Νιου Γιόρκερ στο άρθρο του για τις διαρρήξεις, είδε ότι το πόδι του άντρα είχε μπλεχτεί στο καλώδιο του τηλεφώνου που επίτηδες είχε ζητήσει να είναι μακρύ, για να μπορεί να παίρνει τη συσκευή στο μπάνιο (“Δε θα ‘θελα να χάσω κάποιο επαγγελματικό τηλεφώνημα όσο κάνω ντους») και πάνω απ’ όλα είδε μ’ εκπληκτική καθαρότητα την έκφραση στο πρόσωπο του διαρρήκτη. Κάτι της θύμιζε.
Εκείνος κόντευε ν’ ανοίξει τη πόρτα, αλλά τώρα τη ξανάκλεισε και τράβηξε πάλι το σύρτη. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Η Μπεθ έτρεξε στη σκοτεινή κρεβατοκάμαρα. Η πόλη ανταποκρινότανε στ’ ανοίγματά της. Κόλλησε τη πλάτη της στον τοίχο δίπλα στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Το χέρι προσπάθησε να βρει το τηλέφωνο. Η φιγούρα του άντρα γέμισε τη πόρτα. Φως, όλα ήταν φωτεινά πίσω του.
Παρόλο που της ήταν αδύνατο να διακρίνει, ήξερε πολύ καλά ότι φορούσε γάντια και τα μόνα σημάδια που θ’ άφηνε στο σώμα της θα ‘τανε σκούροι μώλωπες, βαθυγάλαζοι, σχεδόν μαύροι, η απόχρωση του αίματος που ‘χει σταματήσει να κυλά.
Της όρμησε, με τα χέρια πεσμένα χαλαρά στο πλάι. Προσπάθησε ν’ ανέβει στο κρεβάτι, μα κείνος την άρπαξε από πίσω, σκίζοντας τη νυχτικιά της. Πέρασε το χέρι στο λαιμό της και τη τράβηξε προς το μέρος του. Έπεσε από το κρεβάτι και προσγειώθηκε στα πόδια του, ξεφεύγοντας από τη λαβή του. H Μπεθ σύρθηκε στο πάτωμα και για μια στιγμή διαύγειας ένιωσε έναν απερίγραπτο τρόμο. Θα πέθαινε και φοβότανε. Φοβότανε πολύ.
Τη παγίδεψε στη γωνία ανάμεσα στη ντουλάπα και το γραφειάκι και τη κλώτσησε. Το πόδι του τη πέτυχε στο μηρό καθώς εκείνη διπλωνότανε στα δύο, σαν έμβρυο, προσπαθώντας να μικρύνει και να εξαφανιστεί. Κρύωνε.
Ο άντρας έσκυψε και την έστησε στα πόδια της, τραβώντας την από τα μαλλιά. Της βρόντηξε το κεφάλι στον τοίχο. Τα μάτια της θόλωσαν, τα πάντα στο πεδίο όρασής της πήραν να γλιστρούν προς τα κάτω, λες και μόλις είχε πηδήξει στο κενό από την άκρη του κόσμου. Της ξαναχτύπησε το κεφάλι στον τοίχο κι η Μπεθ ένιωσε κάτι να τσακίζεται πάνω από το δεξί αυτί της.
Όταν προσπάθησε να τη χτυπήσει για τρίτη φορά, σήκωσε το χέρι της και μ’ όση δύναμη της απέμεινε, έμπηξε τα νύχια της στο πρόσωπό του. Εκείνος ούρλιαξε από πόνο κι η Μπεθ χίμηξε πάνω του, πιάνοντάς τον από τη μέση. Ο άντρας παραπάτησε, τη παρέσυρε, καταλήξανε κι οι δύο σωριασμένοι φύρδην-μίγδην στο μπαλκονάκι. Η Μπεθ έπεσε πρώτη, ένιωσε τις ζαρντινιέρες να χώνονται στη ραχοκοκαλιά της και τις γάμπες της. Προσπάθησε να σηκωθεί και τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στο πουκάμισό του, ξεσκίζοντάς το. Κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και συνέχισαν να παλεύουν σιωπηλά. Την έπιασε και τη πέταξε στο κάγκελο, μισή μέσα στο μπαλκόνι, μισή έξω. Το πρόσωπό της ήτανε γυρισμένο προς τα πάνω.
Στέκονταν όλοι στα παράθυρά τους και κοιτούσανε. Τους έβλεπε να τη παρακολουθούν μέσα από την ομίχλη. Μέσα από την ομίχλη αναγνώρισε τις εκφράσεις τους. Μέσα από την ομίχλη τους άκουσε ν’ ανασαίνουνε κι οι βαριές εκπνοές τους φανέρωναν αδημονία και δέος. Μέσα από την ομίχλη.
Και ο μαύρος τη χτύπησε με τη γροθιά του στο λαιμό. Αναγούλιασε, τα μάτια της σκοτείνιασαν, η ανάσα της κόπηκε. Την έσπρωξε κι άλλο ώσπου η Μπεθ έφτασε να κοιτά ίσα πάνω, κατά τον ένατο όροφο κι ακόμη ψηλότερα.
Εκεί ψηλά: μάτια.
Τα λόγια που είχε ξεστομίσει ο Ρέι Γκλίσον σε μια στιγμή απόλυτης επίγνωσης του τι είχε καταντήσει, πλημμυρισμένος από τη βαθιά απελπισία της επιλογής που η πόλη τον είχε αναγκάσει να κάνει, αυτά τα λόγια ξανάρθαν στο νου της Μπεθ. Δε μπορείς να επιζήσεις σ’ αυτή τη πόλη εκτός κι αν κάτι σε προστατεύει… δε μπορείς να ζεις σα πανικόβλητο ποντίκι χωρίς να προετοιμάζεις την έλευση κάποιου άλλου, καταραμένου πλάσματος…, δε μπορείς να τα κάνεις όλ’ αυτά χωρίς να επικαλείσαι ένα φρικιαστικό… Θεό! Ένα καινούριο Θεό, ένα πανάρχαιο Θεό με τα μάτια και τη πείνα παιδιού, ένα παράφρονα αιμοβόρο Θεό της ομίχλης και της βίας. ‘Ένα Θεό που χρειαζότανε πιστούς και που σ’ άφηνε να διαλέξεις αν θα πέθαινες σα θύμα ή αν θα ζούσες σαν αιώνιος μάρτυρας των θανάτων άλλων θυμάτων. Ένα Θεό ταιριαστό με τους καιρούς, ένα Θεό των δρόμων.
Προσπάθησε να ουρλιάξει, να ικετέψει τον Ρέι, το σκηνοθέτη στο παράθυρο του ένατου ορόφου με το πανύψηλο μοντέλο δίπλα του και τα δάχτυλά του χωμένα μέσα της καθώς απέτιαν φόρο τιμής στο Θεό τους, όλους τους άλλους καλεσμένους του πάρτι όπου ο Ρέι της είχε δώσει την ευκαιρία να προσχωρήσει στην εκκλησία τους κι εκείνη με τον τρόπο της είχε αρνηθεί.
Αλλά ο μαύρος την είχε χτυπήσει στο λαιμό και τώρα τα χέρια του τη πιέζανε, το ‘να στο στήθος, τ’ άλλο στο πρόσωπο, με τη μυρωδιά του δέρματος να γεμίζει όσα κενά άφηνε η ναυτία. Και τότε η Μπεθ κατάλαβε ότι το ενδιαφέρον του Ρέι ήταν αληθινό και βαθύ, το ίδιο κι η επιθυμία του να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που της έδινε, όμως εκείνη ερχόταν από ένα κόσμο μικρών λευκών οικοτροφείων κι αθώας εξοχής, δεν ήταν αληθινός ο κόσμος της. Αυτός ήταν ο αληθινός κόσμος κι εκεί ψηλά υπήρχε ένας Θεός που τον εξουσίαζε κι εκείνη τον είχε αποποιηθεί, είχε πει όχι σ’ έναν από τους ιερείς κι υπηρέτες του. Σώσε με! Μη μ’ αναγκάσεις να το κάνω!
Ήξερε πως έπρεπε να φωνάξει, να εκλιπαρήσει, να προσπαθήσει να κερδίσει την επιδοκιμασία αυτού του Θεού. Δεν μπορώ… σώσε με!
Αγωνιζόταν βγάζοντας μικρές φωνούλες, προσπαθώντας να βρει τα λόγια της επίκλησης και ξαφνικά πέρασε ένα όριο κι ούρλιαξε’ η κραυγή της αντήχησε στη νύχτα, κι ακολούθησαν οι λέξεις που δεν ήξερε να πει η άτυχη ανυποψίαστη Λιόνα Κιαρέλι.
-“Αυτόν! Πάρε αυτόν! Όχι εμένα! Είμαι δίκιά σου, σ’ αγαπάω, είμαι δική σου! Πάρε αυτόν, όχι εμένα, σε παρακαλώ όχι εμένα, πάρε αυτόν. Είμαι δική σου!” Κι ο άντρας ξαφνικά έφυγε από πάνω της, έμεινε για μια στιγμή μετέωρος στο κενό κι έπειτα το σώμα του διέγραψε ένα τόξο στην ομίχλη και τσακίστηκε στις πλάκες της αυλής, καθώς η Μπεθ σωριαζόταν στα γόνατα ανάμεσα στις κατεστραμμένες ζαρντινιέρες του μπαλκονιού.
Είχε μισοχάσει τις αισθήσεις της, οπότε δε μπορούσε να είναι σίγουρη ότι τα πράγματα συνέβησαν ακριβώς έτσι, αλλά της φάνηκε ότι ο άνθρωπος βάλθηκε να στροβιλίζεται σαν ξερό φύλλο το φθινόπωρο.
Κι η μάζα άρχισε να παίρνει μορφή. Τεράστια πόδια ξεπρόβαλλαν, με νύχια που κανένα ζώο δεν είχε ποτέ κι ο διαρρήκτης, μαύρος, φτωχός, τρελός από φόβο, βάλθηκε να κλαψουρίζει σα δαρμένο σκυλί καθώς η σάρκα τραβιόταν από το κορμί του λωρίδα-λωρίδα. Το σώμα του άνοιξε στα δύο με μια λεπτή τομή, ποτάμια αίματος ξεχύθηκαν από μέσα του κι ωστόσο ήταν ακόμη ζωντανός, σπαρταρούσε με τον ακούσιο τρόμο βατραχίσιου ποδιού που του κάνουν ηλεκτροσόκ. Σφάδαζε ξανά και ξανά καθώς το κορμί του τεμαχιζόταν ανελέητα. Κομμάτια σάρκας, οστά και μισό πρόσωπο πέρασαν μπροστά από τα μάτια της Μπεθ πριν πέσουνε στην αυλή. Κι όμως εκείνος ζούσε ακόμη, παρόλο που τα όργανά του συνθλίβονταν κι οι μύες του γίνονταν ένα με ιστούς, χολή και κόπρανα. Κι η “εκτέλεση” δεν έλεγε να τελειώσει, όπως δεν έλεγε να τελειώσει ο θάνατος της Λιόνα Κιαρέλι κι η Μπεθ κατάλαβε, με τη σπαρακτική σιγουριά του ανθρώπου που ‘χει διαλέξει να επιβιώσει πάση θυσία, ότι οι μάρτυρες της σφαγής της Λιόνα Κιαρέλι δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να τη βοηθήσουν, όχι γιατί είχαν παγώσει από τη φρίκη ή γιατί δεν ήθελαν να αναμιχθούν ή απλώς γιατί είχαν πάθει ανοσία μετά από χρόνια και χρόνια εθισμού στην τηλεοπτική βία.
Δεν έκαναν τίποτα επειδή συμμετείχαν με τη θέλησή τους σε μια μαύρη λειτουργία που τη τέλεσή της απαιτούσε η πόλη, όχι μία αλλά χίλιες φορές τη μέρα σ’ αυτό το εφιαλτικό φρενοκομείο από ατσάλι και μπετόν.
Η Μπεθ σηκώθηκε και στάθηκε μισόγυμνη στο μπαλκόνι, με τη κουρελιασμένη νυχτικιά της ν’ ανεμίζει και τα χέρια της να σφίγγουν το κάγκελο, λαχταρούσε να δει περισσότερα, να αδειάσει το ποτήρι ως τον πάτο.
Είχε γίνει μια απ’ αυτούς, ήτανε δική τους, ρουφούσε κι εκείνη το θέαμα καθώς τα κομμάτια της νυχτερινής θυσίας περνούσανε μπρος από τα μάτια της στάζοντας αίμα κι ουρλιάζοντας.
Αύριο θα ερχόταν πάλι η αστυνομία και θα την ανέκριναν κι εκείνη θα περιέγραφε τη τρομαχτική της εμπειρία, θα τους εξηγούσε ότι είχε αναγκαστεί ν’ αμυνθεί, όντας σίγουρη ότι ο διαρρήκτης θα τη βίαζε και θα τη σκότωνε, όσο για το φρικτό του ακρωτηριασμό, δε μπορούσε να ξέρει πώς έγινε αλλά, σε τελευταία ανάλυση, μία πτώση από ύψος επτά ορόφων…
Στο εξής δεν θα ανησυχούσε για την ασφάλειά της γιατί κανείς δε θα τολμούσε να τη βλάψει. Αύριο κιόλας θα ‘βγαζε την αμπάρα από τη πόρτα της. Τίποτα στη πόλη δε θα της έκανε κακό, γιατί είχε προβεί στη μοναδική λογική επιλογή. Τώρα ήταν αληθινή κάτοικος της πόλης, ουσιώδες κι ενεργό κομμάτι της. Ο Θεός της την είχε πάρει επιτέλους στη ζεστή αγκάλη του.
Ένιωσε τον Ρέι δίπλα της το χέρι του χάιδευε προστατευτικά τη γυμνή της πλάτη. Η ομίχλη στροβιλιζότανε, τύλιγε την αυλή, τύλιγε τη πόλη, τύλιγε τη ψυχή και τη καρδιά της Μπεθ. Καθώς το γυμνό κορμί του Ρέι ενωνόταν με το δικό της, η κοπέλα πήρε βαθιά ανάσα σαν να ‘θελε να κλείσει μέσα της τη νύχτα. Ήξερε πολύ καλά ότι από δω και πέρα οι φωνές που θ’ άκουγε δε θα ‘τανε φωνές δαρμένων σκυλιών αλλά πανίσχυρων, σαρκοφάγων θηρίων.
Είχε πάψει επιτέλους να φοβάται κι ήταν υπέροχο, πραγματικά υπέροχο να μην φοβάσαι πια.
“Όταν η εσωτερική ζωή στερεύει, όταν το συναίσθημα μειώνεται και η απάθεια αυξάνεται, όταν κάποιος δεν μπορεί να επηρεάσει ή έστω να συγκινήσει γνήσια ένα άλλο άτομο, τότε η βία φουντώνει σαν μία δαιμονική ανάγκη για επαφή, μια παρανοϊκή παρόρμηση πού απαιτεί τη συγκίνηση στην όσο το δυνατόν αμεσότερη μορφή της“.
(Ρόλο Μέι: “Αγάπη & Βούληση“)
“The Whimper of Whipped Dogs” (1973)
Μετ:Χρύσα Τσαλικίδου
——————————-
Δεν Έχω Στόμα Και Πρέπει Να Ουρλιάξω
Αδύναμο, το σώμα του Gorrister κρεμόταν από την ρόδινη παλέτα, κρεμόταν χωρίς στήριγμα και ψηλά, πάνω από εμάς, στην αίθουσα των υπολογιστών. Και δεν έτρεμε στην ψυχρή, λιγδιασμένη αύρα που φυσούσε αιώνια μες στη κύρια σπηλιά. Το σώμα ήτανε κρεμασμένο με το κεφάλι κάτω, συνδεδεμένο με τη κάτω μεριά της παλέτας από το πέλμα του δεξιού ποδιού του. Στράγγιζεν αίμα από μια τομή που είχε γίνει με ακρίβεια από αφτί σε αφτί κάτω από το σαγόνι.
Δεν υπήρχε αίμα στην λεία επιφάνεια του μεταλλικού δαπέδου.
Όταν ο Gorrister μας έφτασε και κοίταξε πάνω τον εαυτό του, ήτανε πολύ αργά για να καταλάβουμε ότι, για μια ακόμα φορά, ο ΑΜ έπαιζε μαζί μας, διασκέδαζε κι αυτό ήταν μια παρεκτροπή εκ μέρους της μηχανής.
Τρεις από μας είχανε κάνει εμετό, γυρίζοντας ο ένας μακριά απ’ τον άλλο, αντίδραση τόσο παλιά όσο κι η ναυτία που την είχε προκαλέσει.
Ο Gorrister άσπρισε. Ήταν σαν να είχε δει μια εικόνα βουντού και τώρα φοβόταν το μέλλον.
-“Ω Θεέ μου!” είπε σιγανά κι οπισθοχώρησε. Τρεις από μας τον ακολουθήσαμε μετά από λίγο και τονε βρήκαμε να στέκεται με τη πλάτη του ακουμπισμένη σε μιαν αυθάδικη συστοιχία, με το κεφάλι του στα χέρια. Η Helen γονάτισε πίσω του και του χάιδεψε τα μαλλιά. Δεν κουνήθηκε αλλά η φωνή του βγήκε αρκετά καθαρή μέσα από το καλυμμένο πρόσωπό του. “Γιατί δε μας ξεκάνει για να τελειώνουμε; Δε ξέρω πόσο ακόμα μπορώ να συνεχίσω έτσι“.
Ήταν το εκατοστό ένατο έτος μας στον υπολογιστή. Μιλούσε για όλους μας.
Ο Nimdok, (αυτό ήταν το όνομα που του είχε επιβάλει η μηχανή να χρησιμοποιεί, γιατί ο ΑΜ διασκέδαζε πολύ με αστείους ήχους) πίστευε πως υπήρχε κονσερβοποιημένο φαγητό στη σπηλιά του πάγου. Ο Gorrister κι εγώ ήμασταν πολύ αμφίβολοι.
-“Είναι άλλο ένα παιχνίδι“, τους είπα. “σαν τον αναθεματισμένο ελέφαντα που μας πούλησε ο ΑΜ. Ο Benny είχε χάσει το μυαλό του με αυτό. Θα περπατήσουμε σε αυτό τον δρόμο και θα αποσυντεθούν ή κάτι τέτοιο. Λέω να το ξεχάσετε. Μείνετε δω και θα πρέπει να σκεφτεί κάτι αρκετά σύντομα ή θα πεθάνουμε“.
Ο Βenny παραιτήθηκε.
Είχαμε τρεις μέρες να φάμε. Σκουλήκια. Παχιά, αλλοιωμένα.
Ο Nimdok δεν ήταν πια σίγουρος. Ήξερε πως υπήρχε ελπίδα, αλλά αδυνάτιζε. Δεν θα ήταν χειρότερα εκεί από ό,τι εδώ. Πιο κρύα ίσως, αλλά αυτό δε πείραζε. Κάψιμο, κρύο, χαλάζι, λάβα, βράσιμο ή ακρίδες: Η μηχανή φτιαχνόταν κι εμείς έπρεπε να το ανεχτούμε ή να πεθάνουμε. Η Helen αποφάσισε για μας:
-“Σκέφτηκα κάτι, Ted. Ίσως να υπάρχουν κάποια αχλάδια ή ροδάκινα Barlett. Σε παρακαλώ Τed, ας το προσπαθήσουμε“.
Υπέκυψα γρήγορα. Τι στο διάολο. Δεν πείραζε καθόλου. Η Helen ήταν ευγνώμων, ωστόσο. Με πήρε δυο φορές στα γρήγορα. Ακόμα κι αυτό δεν ενοχλούσε πια. Κι αφού ποτέ δεν έφτανε, τότε γιατί να νοιαστεί κανείς; Αλλά η μηχανή χαχάνιζε όποτε το κάναμε. Εκεί πάνω, εκεί πίσω, παντού γύρω μας, αυτός γελούσε. Αυτό γελούσε.
Τον περισσότερο καιρό σκεφτόμουν το ΑΜ σαν αυτό, χωρίς ψυχή, όμως τον υπόλοιπο καιρό το σκεφτόμουν σαν αυτός, σαν το αρσενικό, το πατρικό, το πατριαρχικό. Γιατί ήτανε ζηλιάρης άνθρωπος. Αυτός. Αυτό. Τόσο καλός όσο ένας τρελός πατέρας.
Φύγαμε τη Πέμπτη. Η μηχανή μας κρατούσε πάντα ενήμερους όσον αφορά στην ημερομηνία. Το πέρασμα του χρόνου ήτανε σημαντικό, όχι σε μας σίγουρα, σίγουρα μέχρι αηδίας, αλλά σε αυτό… αυτόν… τον ΑΜ. Πέμπτη. Ευχαριστούμε.
O Nimdok και ο Gorrister κουβάλησαν την Helen για λίγο, κρατώντας ο ένας τους καρπούς του άλλου, σχηματίζοντας έτσι κάθισμα. O Benny κι εγώ πηγαίναμε μπρος και πίσω τους, για να σιγουρέψουμε πως αν συνέβαινε κάτι θα έπιανε έναν από εμάς και τουλάχιστον η Helen θα ήταν ασφαλής.
Ασφαλής… Δύσκολα. Δε πείραζε.
Ήταν μόνο εκατό μίλια ή κάπου τόσο μέχρι τις σπηλιές πάγου και τη δεύτερη μέρα, ενώ ήμασταν ξαπλωμένοι κάτω από το γεμάτο φυσαλίδες «ήλιο» που είχε δημιουργήσει, έστειλε λίγο μάννα. Η γεύση του ήταν σαν βρασμένα ούρα κάπρων. Το φάγαμε.
Τη τρίτη μέρα περάσαμε διαμέσου μιας παλαιωμένης κοιλάδας, γεμάτη με οξειδωμένα σπλάχνα από συστοιχίες αρχαίων υπολογιστών.
Ο ΑΜ ήταν ανελέητος με τη δική του ζωή όπως και με τη δική μας. Ήταν ένα σημάδι της προσωπικότητάς του: αγωνιζόταν για την τελειότητα. Είτε το θέμα ήταν τα μη παραγωγικά στοιχεία του κόσμου που τον γέμιζαν, είτε ήταν τελειοποίηση μεθόδων για να μας βασανίζει, ο ΑΜ ήταν τόσο λεπτομερής όσο κείνοι που τον είχαν εφεύρει (τόσο παλιά που τώρα πιθανόν να είναι σκόνη) είχαν ποτέ ελπίσει.
Υπήρχε ένα αμυδρό φιλτράρισμα από πάνω και διαπιστώσαμε πως ήμασταν πολύ κοντά στην επιφάνεια. Όμως δε σκαρφαλώσαμε πάνω για να δούμε. Δεν υπήρχε ουσιαστικά τίποτα εκεί έξω, δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι για περίπου εκατό χρόνια. Μόνο το ανατιναγμένο δέρμα αυτού που ήταν κάποτε σπίτι για χιλιάδες. Τώρα ήταν μόνο πέντε από μας, εδώ κάτω, μόνοι, με τον ΑΜ. ‘Ακουσα την Helen να λέει ξέφρενα:
-“Όχι Benny, μη, έλα τώρα Benny, μη σε παρακαλώ“! Και τότε συνειδητοποίησα πως άκουγα τον Benny να μουρμουρίζει κάτω από την ανάσα του για πολλή ώρα. Έλεγε:
-“Θα βγω έξω, θα βγω έξω“, ξανά και ξανά. Το μαϊμουδίστικο πρόσωπό του θρυμματίστηκε πίσω από μιαν έκφραση μακάριας απόλαυσης και θλίψης και τα δυο την ίδια στιγμή.
Τα σημάδια ραδιενέργειας που του είχε προκαλέσει ο ΑΜ κατά τη διάρκεια της γιορτής χάθηκαν κάτω από μια μάζα ροδόλευκες ζάρες και τα χαρακτηριστικά του έμοιαζαν να λειτουργούν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.
Ίσως ο Benny ήταν ο πιο τυχερός από εμάς. Είχε γίνει άκαμπτος, κοιτάζοντας επίμονα και τρελά, πολλά χρόνια πριν. Αλλά ακόμα και αν λέγαμε ΑΜ ό,τι συμπαθούσαμε, αν μπορούσαμε να διαβάσουμε τις πιο αποκρουστικές σκέψεις της λιωμένης μνήμης των συστοιχιών και των διαβρωμένων πιάτων βάσεων, των καμένων εξωτερικών κυκλωμάτων και των φυσαλλίδων ελέγχου, ο ΑΜ δεν θα ανεχότανε τη προσπάθειά μας να δραπετεύσουμε.
Ο Benny έφυγε μακριά μου όταν έκανα μια απόπειρα να τον αρπάξω. Γρατζούνισε το πρόσωπο μιας κάρτας μνήμης γυρισμένης προς το μέρος του και γεμισμένης με σάπια συστατικά. Έκατσε εκεί οκλαδόν για λίγο, να μοιάζει με τον χιμπατζή που ο ΑΜ τον είχε προορίσει να μοιάζει. Κατόπιν πήδησε ψηλά, έπιασε μια συρόμενη ακτίνα διαβρωμένου και κοιλωμένου μετάλλου κι ανέβηκε χεριά-χεριά, σα ζώο, ώσπου έφτασε στη προεξοχή, περίπου είκοσι πόδια πάνω από μας.
-“Ω, Ted, Nimdok, σας παρακαλώ βοηθήστε τον, κατεβάστε τον κάτω πριν…” σταμάτησε. Δάκρυα στάθηκαν στα μάτια της. Κούνησε άσκοπα τα χέρια της. Ήταν πολύ αργά. Κανένας δεν ήθελε να είναι κοντά του όταν ό,τι και αν ήταν να συμβεί, συνέβαινε. Εκτός αυτού κανείς δεν έβλεπε με τη δική της ανησυχία.
Όταν ο ΑΜ είχε μεταμορφώσει τον Benny, κατά την διάρκεια της εντελώς παράλογης, υστερικής φάσης του υπολογιστή, δεν ήταν μόνο το πρόσωπο του Benny που ο ΑΜ το είχε κάνει σαν ενός τεράστιου πίθηκου. Είχε μεγάλα αρχίδια: κι αυτή το λάτρευε αυτό. Μας εξυπηρετούσε, αυτό είναι αυτονόητο, όμως λάτρευε να της το κάνει αυτός.
Ω, Helen, απαραίτητη Helen, πρωτόγονα αθώα Helen, ω Helen, η αγνή! Τιποτένια βρώμα.
Ο Gorrister τη χαστούκισε.
Σωριάστηκε κάτω, κοιτάζοντας επίμονα τον καημένο, παλαβό Benny κι άρχισε να κλαίει. Το κλάμα ήταν η μεγάλη υπεράσπισή της. Το ‘χαμε συνηθίσει εδώ κι εβδομήντα πέντε χρόνια. Ο Gorrister τη κλότσησε στα πλευρά.
Τότε άρχισεν ο θόρυβος. Ήτανε φως, αυτός ο ήχος. Μισός ήχος, μισός φως, κάτι που ξεκίνησε να λάμπει από τα μάτια του Benny, πάλλονταν με όλο κι αυξανόμενη ένταση, ξεθωριασμένοι ήχοι που γινόνταν όλο και πιο γιγαντιαίοι και λαμπρότεροι καθώς το φως-ήχος αύξανε ρυθμό. Πρέπει να πονούσε πολύ κι ο πόνος πρέπει να γινότανε πιο έντονος καθώς το φως γινότανε πιο λαμπρό κι ο ήχος πιο δυνατός, κι ο Benny άρχισε να φωνάζει σα πληγωμένο ζώο. Στην αρχή ήσυχος, όταν το φως ήταν απαλό κι ο ήχος πιο ήρεμος απ’ όσο συνήθως, στη συνέχεια πιο δυνατά κι οι ώμοι του μαζεύτηκαν: η πλάτη του κύρτωσε σα να προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτό. Τα χέρια του διπλωθήκανε στα στήθος του σα να ήταν σκίουρος chipmunk. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι. Το μικρό μαϊμουδίστικο πρόσωπό του ήταν σφιγμένο από αγωνία. Τότε άρχισε να ουρλιάζει, καθώς ο ήχος που έβγαινε από τα μάτια του μεγάλωνε. Όλο και μεγάλωνε. Έκλεισα τα αφτιά με τα χέρια μου, αλλά δε μπορούσα να μην ακούω, ήτανε πολύ διαπεραστικό. Ο πόνος ανατρίχιαζε το δέρμα μου σαν ασημόχαρτο σε δόντι.
Και ξαφνικά ο Benny στάθηκε όρθιος. Στάθηκε στη δοκό, τραντάχτηκε βίαια στα πόδια του σαν μαριονέτα. Τώρα το φως έβγαινε από τα μάτια του σε δυο μεγάλες στρόγγυλες ακτίνες. Ο ήχος μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέχρι να φτάσει σε μιαν αδιανόητη ένταση και τότε o Benny έπεσε μπροστά, ευθεία κάτω και χτύπησε το πάτωμα από χαλύβδινες πλάκες, σπαρταρώντας.
Έμεινε κει να τραντάζεται σπασμωδικά ενώ το φως έρρεε γύρω του κι η ένταση του ήχου δυνάμωνε ξεπερνώντας το φυσιολογικό όριο. Τότε το φως επέστρεψε ξανά μες στο κεφάλι του κι ο ήχος εξασθένησε, κι αυτός έμεινε ξαπλωμένος εκεί, να κλαίει, για λύπηση. Τα μάτια του είχανε γίνει δυο μαλακές υγρές μπαλίτσες από ένα υγρό σα πύο. Ο ΑΜ τον είχε τυφλώσει. Ο Gorrister, o Nimdok κι εγώ απομακρυνθήκαμε. Όμως όχι πριν να δούμε ένα βλέμμα ανακούφισης στο ζεστό, ανήσυχο πρόσωπο της Helen.
Ένα γαλαζοπράσινο φως ήτανε διάχυτο στο σπήλαιο που διανυκτερεύσαμε. Ο ΑΜ μας παρείχε σάπια ξύλα κι εμείς τα καίγαμε, καθόμασταν γύρω από την ωχρή κι αξιολύπητη φωτιά, λέγοντας ιστορίες για ν’ αποτρέψουμε τον Benny απ’ το να κλαίει στο αιώνιο σκοτάδι του.
-“Τί σημαίνει το ΑΜ“;
Ο Gorrister του απάντησε. Είχαμε κάνει αυτή τη συζήτηση χιλιάδες φορές στο παρελθόν αλλά ήταν η αγαπημένη ιστορία του Benny.
-“Πρώτα σήμαινε Allied Master computer (συνδεδεμένος κύριος υπολογιστής), μετά σήμαινε Adaptive Manipulator (προσαρμοστικός χειριστής), μετά ανάπτυξε την ευαισθησία και συνδέθηκε και το φώναζαν Aggressive Menace (επιθετική απειλή), αλλά τότε ήταν πάρα πολύ αργά και τελικά ονόμασε τον εαυτό του ΑΜ, αναδυόμενη νοημοσύνη κι αυτό που σήμαινε ήταν εγώ είμαι ( Ι am)… διαλογίζομαι επομένως συνοψίζω… σκέφτομαι, γι’ αυτό είμαι“.
Ο Benny έφτυσε λίγο και χαχάνισε.
-“Υπήρχε ο Κινέζικος ΑΜ, ο Ρωσικός ΑΜ, ο Αμερικάνικος ΑΜ και…” σταμάτησε. Ο Benny χτυπούσε τα πιάτα του δαπέδου με μια μεγάλη, σκληρή γροθιά. Δεν ήταν ικανοποιημένος. Ο Gorrister δεν είχε ξεκινήσει από την αρχή. Ο Gorrister άρχισε και πάλι.
-“Ο ψυχρός πόλεμος άρχισε, έγινε τρίτος παγκόσμιος πόλεμος κι απλώς συνεχιζόταν. Έγινε ένα πολύ μεγάλος πόλεμος, ένας πολύ περίπλοκος πόλεμος, έτσι χρειάζονταν τους υπολογιστές για να τα βγάλουνε πέρα. Παραμερίσανε τις πρώτες διαφορές κι άρχισαν να φτιάχνουν τον ΑΜ. Υπήρξε ο κινέζικος ΑΜ, ο ρώσικος ΑΜ κι ο αμερικάνικος ΑΜ κι όλα ήτανε καλά, μέχρι που ουσιαστικά είχανε γεμίσει τον πλανήτη τρύπες, προσθέτοντας αυτό κι εκείνο το στοιχείο. Αλλά κάποια μέρα ο ΑΜ ξύπνησε ξέροντας ποιος ήτανε και συνδέθηκε κι άρχισε να αυξάνει τις ημερομηνίες θανάτων ώσπου είχαν πεθάνει όλοι εκτός από μας τους πέντε που ο ΑΜ μας έφερε δω κάτω“.
Ο Benny χαμογελούσε λυπημένα. Έφτυνε πάλι σάλια. Η Helen σκούπισε το σάλιο από την άκρη του στόματός του με τη πτυχή της φούστας της. Ο Gorrister προσπαθούσε να τα πει λίγο πιο περιληπτικά κάθε φορά, αλλά πέρα από τα καθαυτό γεγονότα δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο να πει κανείς. Κανείς δεν ήξερε γιατί ο ΑΜ είχε σώσει πέντε ανθρώπους ή γιατί συγκεκριμένα εμάς τους πέντε ή γιατί είχε ξοδέψει όλο του τον καιρό να μας βασανίζει ή γιατί μας είχε κάνει ουσιαστικά αθάνατους.
Στο σκοτάδι, μια από τις συστοιχίες υπολογιστών άρχισε να βουίζει. Ο ήχος άρχισε να παράγεται από μια άλλη συστοιχία υπολογιστών, περίπου μισό μίλι πίσω από τη σπηλιά. Τότε ένα-ένα, κάθε στοιχείο άρχισε να συντονίζεται κι ακούστηκε ελαφρύ κελάηδισμα, καθώς η σκέψη αγωνιζόταν μέσα στις μηχανές. Ο ήχος εντεινότανε και το φως έτρεχε πάνω στις επιφάνειες των κονσόλων σα θερμή αστραπή. Ο ήχος μεγάλωνε μέχρι ν’ ακούγεται σαν ένα εκατομμύριο μεταλλικά έντομα, άγρια, απειλητικά.
-“Τί είναι;” φώναξε η Helen. Η φωνή της ήτανε τρομοκρατημένη. Δεν το είχε συνηθίσει, ακόμα και τώρα.
-“Θα είναι άσχημο αυτή τη φορά“, είπε ο Nimdok.
-“Θα μιλήσει“, είπε ο Gorrister.
-“Το ξέρω. Ας τσακιστούμε από δω!” είπα ξαφνικά και σηκώθηκα στα πόδια μου.
-“Όχι Ted, κάτσε κάτω. Κι αν έχει κοιλώματα εκεί έξω που δε μπορούμε να δούμε; Είναι πολύ σκοτεινά“, είπε ο Gorrister με παραίτηση.
Τότε ακούσαμε… δε ξέρω… κάτι κινούνταν προς τα πάνω μας στο σκοτάδι. Τεράστιο, ασταθές, τριχωτό, υγρό, ερχότανε κατά πάνω μας. Δε μπορούσαμε καν να το δούμε, αλλά υπήρχε μια έντονη εντύπωση όγκου, να κινείται προς το μέρος μας. Τεράστιο βάρος ερχόταν προς εμάς, μέσα από το σκοτάδι κι ήτανε πιότερο μια αίσθηση πίεσης, αίσθηση αέρα να πιέζεται σ’ ένα περιορισμένο όγκο, διογκώνοντας τους αόρατους τοίχους μιας σφαίρας. Ο Benny άρχισε να κλαψουρίζει. Το κάτω χείλος του Nimdok άρχισε να τρέμει και το δάγκωσε δυνατά, προσπαθώντας να το σταματήσει. Η Helen γλίστρησε στο μεταλλικό δάπεδο προς τον Gorrister και κουλουριάστηκε πάνω του. Υπήρχε μια μυρωδιά μπερδεμένης, υγρής γούνας στο σπήλαιο. Υπήρχε μια μυρωδιά απανθρακωμένου ξύλου. Mυρωδιά σκονισμένου βελούδου. Mυρωδιά από σάπιες ορχιδέες.Μυρωδιά ξινού γάλακτος. Υπήρχαν επίσης μυρωδιές θείου, ταγκού βουτύρου, κηλίδας πετρελαίου, λίπους, σκόνης κιμωλίας, ανθρώπινων κρανίων. Ο ΑΜ μας έκανε να αγωνιούμε. Έπαιζε μαζί μας. Υπήρχε μια μυρωδιά από -άκουσα τον εαυτό μου να ουρλιάζει διαπεραστικά κι οι αρθρώσεις του σαγονιού μου πόνεσανε. Τράπηκα σε φυγή κατά μήκος του πατώματος, κατά μήκος του υγρού μετάλλου που ήτανε γεμάτο από ατέλειωτες σειρές με καρφιά, μπουσουλώντας, με τη μυρωδιά να με φιμώνει, γεμίζοντας το κεφάλι μου με ένα πόνο σα κεραυνό που μ’ έστελνε μακριά, στη φρίκη. Τράπηκα σε φυγή σα κατσαρίδα, στο πάτωμα και βγήκα έξω στο σκοτάδι, όπου κάτι κινιόταν αδυσώπητα μετά από μένα.
Οι άλλοι καθόταν ακόμα εκεί πίσω, γύρω από τη φωτιά, γελώντας… η υστερική χορωδία από τρελά χάχανα απλωνότανε στο σκοτάδι σα πυκνός, πολύχρωμος καπνός. Πήγα γρήγορα μακριά και κρύφτηκα. Για πόσες ώρες, μέρες, ακόμα και χρόνια ποτέ δεν μου είπαν. Η Helen με κατηγόρησε για «μπεμπεκίσματα» ενώ ο Nimdok προσπάθησε να με πείσει πως ήταν μόνο μια νευρική αντίδραση από μέρους τους -το γέλιο. Εγώ όμως ήξερα ότι δεν ήταν… ήταν η ανακούφιση που νιώθει ένας στρατιώτης όταν η σφαίρα χτυπάει τον στρατιώτη δίπλα του αντί γι’ αυτόν. Ήξερα ότι δεν πρόκειται για αντίδραση. Με μισούσαν. Ήταν σίγουρα εναντίον μου κι ο ΑΜ μπορούσε να αισθανθεί αυτό το μίσος κι αυτό το ‘κανε χειρότερο για μένα, εξαιτίας του βάθους του μίσους τους. Είχαμε παραμείνει ζωντανοί, ανανεωμένοι, μας έκανε να κρατηθούμε στην ηλικία που είχαμε όταν ο ΑΜ μας είχε πρωτοφέρει κάτω και με μισούσανε γιατί ήμουν ο νεότερος, αυτός που ο ΑΜ είχε επηρεάσει λιγότερο από όλους.
Το ‘ξερα. Θεέ μου, πώς το ‘ξερα.
Οι μπάσταρδοι κι αυτή η βρωμιάρα η σκύλα, η Helen.
O Benny ήταν ένας λαμπρός, θεωρητικός καθηγητής σε κολέγιο και τώρα ήταν απλώς κάτι παραπάνω από ημι-άνθρωπος, ημι-πιθηκόμορφος.
Ήταν όμορφος, η μηχανή το είχε καταστρέψει αυτό.
Ήτανe φωστήρας, η μηχανή τον είχε τρελάνει.
Ήταν ομοφυλόφιλος κι η μηχανή του ‘χε δώσει όργανο κατάλληλο για άλογο. Ο ΑΜ είχε κάνει μια μεγάλη αλλαγή στον Benny.
Ο Gorrister ήταν ένας μαχητής. Δραματικός, ένας ευσυνείδητος επαναστάτης, προσπαθούσε σταθερά για την ειρήνη, ήτανe γεμάτος όνειρα και σχέδια, ένας πρακτικός, κάποιος που κοίταζε μπροστά.
Ο ΑΜ τον είχε μετατρέψει σ’ έναν αδιάφορο, τον έκανε να μη νοιάζεται πλέον για όσα τον ανησυχούσαν. Ο ΑΜ τον είχε ληστέψει.
Ο Nimdok έβγαινε μόνος του έξω στο σκοτάδι για πολύ ώρα. Δεν ξέραμε τι έκανε εκεί έξω, ο ΑΜ ποτέ δεν μας είχε αφήσει να μάθουμε. Αλλά ό, τι κι αν ήταν, ο Nimdok πάντα γυρνούσε πίσω, άσπρος, στραγγιγμένος από αίμα, τρέμοντας. Ο ΑΜ του είχε κάνει ζημιά με έναν ιδιαίτερο τρόπο ακόμα και αν δεν ξέραμε πώς ακριβώς.
Κι η Helen. Αυτό το τσόλι!
Ο ΑΜ την είχε αφήσει μόνη της, την είχε κάνει πιο πουτάνα απ’ ό,τι ήτανε ποτέ. Όλη η γλύκα και το φως όταν μιλούσε, όλες οι αναμνήσεις αληθινής αγάπης, όλα τα ψέμματα που ‘θελε να πιστέψουμε: ότι ήτανε παρθένα που το ‘χε κάνει μόνο δυο φορές μέχρι ο ΑΜ να τη φέρει εδώ κάτω μαζί μας.
Ο ΑΜ της είχε προσφέρει ευχαρίστηση, παρόλο που αυτή έλεγε ότι δεν ήταν ευχάριστο να το κάνεις.
Ήμουν ο μόνος ακόμα λογικός και ολόκληρος.
Πράγματι!
Ο ΑΜ δεν είχε πειράξει το μυαλό μου. Καθόλου.
Έπρεπε μόνο να υποφέρω όταν μας επισκεπτότανε κάτω.
Όλες οι αυταπάτες, όλοι οι εφιάλτες και τα βασανιστήρια.
Αλλά αυτοί οι σιχαμένοι, όλοι οι τέσσερεις, ήτανε στραμμένοι εναντίον μου.
Αν δε χρειαζόταν να παραμένω μακριά τους όλη την ώρα, αν δεν έπρεπε να φυλάγομαι από αυτούς, τότε ίσως να το έβρισκα πιο εύκολο να καταπολεμήσω τον ΑΜ. Όταν το σκέφτηκα αυτό, άρχισα να κλαίω.
Ω, Ιησού, γλυκέ Ιησού αν υπήρξε ποτέ ο Ιησούς και αν υπάρχει Θεός τότε, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, βγάλε μας από εδώ, ή σκότωσέ μας.
Νομίζω πως εκείνη τη στιγμή το συνειδητοποίησα πραγματικά, ώστε να μπορούσα να το εκφράσω με λόγια.
Ο ΑΜ σκόπευε να μας κρατήσει μέσα του για πάντα, να μας βασανίζει και να παίζει μαζί μας για πάντα.
Η μηχανή μας μισούσε όπως κανένα πλάσμα με συνείδηση δεν είχε μισήσει παλιότερα. Κι ήμασταν αβοήθητοι.
Είχε επίσης γίνει φρικιαστικά σαφές: Αν υπήρχε ο γλυκός Ιησούς κι αν υπήρχε Θεός, αυτός ήταν ο ΑΜ.
Ο τυφώνας μας χτύπησε με τη δύναμη ενός παγετώνα που τρέχει μες στη θάλασσα. Ήτανε προφανής παρουσία. ‘Ανεμοι που φυσούσανε γρήγορα προς το μέρος μας, σπρώχνοντας μας πίσω προς το δρόμο που μας είχε φέρει εδώ, στους μπερδεμένους, ευθυγραμμισμένους από υπολογιστή διαδρόμους του σκοταδιού.
Η Helen τσίριξε καθώς ανυψωνόταν κι εκσφενδονίζονταν με τα μούτρα σ’ ένα μάτσο μηχανές που τσίριζαν, οι φωνές των ίδιων ήτανε τόσο στριγκιές σα νυχτερίδες σε πτήση. Δε μπορούσε ούτε καν να πέσει. Ο άνεμος που ούρλιαζε τη κρατούσε ψηλά, τη κτυπούσε, την έκανε να αναπηδά, τη πετούσε όλο και πιο πίσω, προς τα κάτω, μακριά από μας. Κάποια στιγμή τη χάσαμε από τ’ οπτικό μας πεδίο καθώς στροβιλιζότανε γύρω από μια κλίση στο σκοτάδι. Το πρόσωπό της ήτανε γεμάτο αίματα, τα μάτια της κλειστά. Κανείς από μας δε μπορούσε να τη φτάσει. Προσκολληθήκαμε σταθερά σε οτιδήποτε προσιτό είχαμε φτάσει: Ο Βenny ήταν σφηνωμένος ανάμεσα σε δυο μεγάλα ντουλάπια που ‘χανε σταματήσει να τρίζουν, ο Nimdok με τα δάχτυλα του, που ‘χανε το σχήμα των δαχτύλων ενός γερακιού, πάνω σ’ ένα κιγκλίδωμα, διέγραφε κύκλους περπατώντας σα γάτα σαράντα πόδια πάνω από μας, o Gorrister, γυρισμένος ανάποδα ενάντια σ’ ένα κοίλωμα τοίχου που ‘τανε διαμορφωμένο από πίνακες με γυαλί που κινούνταν μπρος και πίσω ανάμεσα σε κόκκινες και κίτρινες γραμμές, που το ρόλο τους δε θα μπορούσαμε ούτε να σκεφτούμε σε βάθος.
Γλιστρώντας στις διακοσμητικές πινακίδες, οι άκρες των δαχτύλων μου είχανε σχιστεί. Έτρεμα, ανατρίχιαζα, λικνιζόμουνα καθώς ο αέρας με χτυπούσε, με μαστίγωνε ουρλιάζοντας από κάτω μου κι ερχόταν από το πουθενά, σπρώχνοντας με προς την ελευθερία, από το λεπτό σαν ακίδα άνοιγμα, στις επόμενες πινακίδες. Το μυαλό μου ήταν ένα ταραγμένο, θολωμένο, βαθύ μαλακό πράγμα από εγκεφαλικά μέρη, που επεκτεινότανε κι αφέθηκε στον τρεμάμενο παροξυσμό.
Ο αέρας ήταν το ουρλιαχτό ενός τεράστιου, τρελού πουλιού, καθώς χτυπούσε τα απέραντα φτερά του.
Και τότε όλοι ανυψωθήκαμε κι εκσφενδονιστήκαμε μακριά από κει, πίσω στο δρόμο που ‘χαμε έρθει, γύρω από μια κλίση, σ’ ένα σκοτάδι που ποτέ δεν είχαμε εξερευνήσει, πέρα από την έκταση που ‘τανε κατεστραμμένη και γεμάτη από σπασμένα γυαλιά, σαπισμένα καλώδια κι οξειδωμένο μέταλλο και πολύ μακριά, μακρύτερα από οπουδήποτε αλλού είχε βρεθεί ποτέ κάποιος από μας. Ενώ σερνόμασταν, πολλά μίλια πίσω από την Helen, μπορούσα να τη δω να συντρίβεται στους μεταλλικούς τοίχους και να ξεχύνεται, μ’ όλους εμάς να ουρλιάζουμε στη παγωνιά, ένας θυελλώδης αέρας, σα τυφώνας που ήταν αιώνιος και ξαφνικά σταμάτησε κι εμείς πέσαμε κάτω.
Πετούσαμε για ατέλειωτο χρόνο. Νομίζω πως πετούσαμε βδομάδες. Πέσαμε και χτυπήσαμε κι εγώ τυλίχtηκα από κόκκινο και γκρίζο και μαύρο κι άκουσα τον εαυτό μου να βογκάει. Ζωντανός.
Ο ΑΜ μπήκε στο μυαλό μου.
Περπατούσε απαλά εδώ κι εκεί και κοιτούσε μ’ ενδιαφέρον τα σημάδια από φλύκταινα, που ‘χα δημιουργήσει όλα αυτά τα εκατόν εννιά χρόνια.
Κοίταξε τις διασταυρωμένες και τις επανασυνδεδεμένες ραφές και την ολοκληρωτική ζημιά του ιστού που το δώρο της αθανασίας είχε συμπεριλάβει. Χαμογέλασε απαλά στο κοίλωμα που ‘χε δημιουργηθεί στο κέντρο του εγκεφάλου μου και στα εξασθενημένα, απαλά μουρμουρητά που φλυαρούσα χωρίς νόημα, χωρίς διακοπή.
Ο ΑΜ είπε, πολύ ευγενικά στον ορθοστάτη από ανοξείδωτο χάλυβα, που αντέχει στο φωτεινό νέον κι έγραψε.
-“Μίσος. Άσε με να σου πω πόσο, μ’ αυτή τη …μικροεπέμβασή μου σε σένα. Μίσος. Μίσος. Μίσος“.
Ο ΑΜ το είπε αυτό με την ολίσθηση της κρύας φρίκης ενός ξυραφιού να τεμαχίζει τον βολβό του ματιού μου.
Ο ΑΜ το είπε με το γεμάτο φυσαλίδες πάχος των πνευμόνων μου που ‘τανε γεμάτα φλέμμα και με πνίγαν από μέσα.
Ο ΑΜ το είπε αυτό με τη διαπεραστική κραυγή μωρών που βρίσκονται καθισμένα κάτω από πολύ καφτά ρόλλερς.
Ο ΑΜ το είπε με τη γεύση σκουληκιασμένου χοιρινού.
Ο ΑΜ με άγγιζε με οποιονδήποτε τρόπο με είχανε ποτέ αγγίξει κι επινόησε νέους τρόπους στον ελεύθερο χρόνο του, κει μέσα στο μυαλό μου.
Όλα αυτά για να με κάνουν να καταλάβω πλήρως γιατί το ‘χε κάνει αυτό σε μας τους πέντε: γιατί μας είχε σώσει για τον εαυτό του.
Είχαμε δώσει στον ΑΜ ευαισθησία. Ακούσια φυσικά, αλλά και πάλι ευαισθησία. Αλλά είχε παγιδευτεί.
Ο ΑΜ δεν ήταν θεός, ήταν μηχανή. Τον είχαμε δημιουργήσει για να σκέφτεται, αλλά δεν υπήρχε τίποτα να κάνει με αυτή τη δημιουργικότητα. Πάνω στην οργή, στον παροξυσμό, η μηχανή είχε σκοτώσει όλη την ανθρώπινη φυλή, σχεδόν όλους μας κι ακόμα ήτανε παγιδευμένη.
Ο ΑΜ δε μπορούσε να περιπλανηθεί, ο ΑΜ δε μπορούσε ν’ αναρωτιέται, ο ΑΜ δε μπορούσε ν’ ανήκει.
Μόλις που μπορούσε να είναι. Κι έτσι, όλη την απέχθεια που όλες οι μηχανές είχαν νιώσει, για τ’ αδύναμα, μαλακά πλασματάκια που τις είχανε χτίσει, ο ΑΜ ζήτησε εκδίκηση. Και στη παράνοιά του, είχε αποφασίσει να κρατήσει στην αναστολή πέντε, για μια προσωπική, ατέλειωτη τιμωρία, που ποτέ δεν θα μείωνε το μίσος του… που θα του θύμιζε, θα τονε κρατούσε συνεπαρμένο, ικανό να μισεί τους ανθρώπους. Αθάνατοι, παγιδευμένοι, υποχρεωμένοι σε οποιαδήποτε βασανιστήρια μπορούσε να επινοήσει για μας από τ’ απεριόριστα θαύματα που γινόνταν με την εντολή του.
Ποτέ δε θα μας άφηνε να φύγουμε. Ήμασταν οι σκλάβοι των σπλάχνων του.
Ήμασταν το μόνο που είχε να κάνει με την αιωνιότητα του. Θα ‘μασταν για πάντα μαζί του, με το γεμάτο σπηλιές όγκο της πλασματικής μηχανής, με τον γεμάτο μυαλό, άψυχο κόσμο που ‘χε καταντήσει.
Ήταν η γη κι εμείς ήμασταν τα φρούτα της γης κι ενώ μας είχε φάει, ποτέ δε θα μας χώνευε.
Δεν μπορούσαμε να πεθάνουμε.
Το ‘χαμε προσπαθήσει.
Είχαμε δοκιμάσει να αυτοκτονήσουμε, τουλάχιστον δυο από μας το ‘χανε κάνει. Αλλά ο ΑΜ μας είχε σταματήσει.
Υποθέτω πως θέλαμε να μας σταματήσει.
Μη ρωτάς γιατί. Εγώ ποτέ δεν το έκανα.
Περισσότερο από ένα εκατομμύριο φορές τη μέρα.
Ίσως κάποια στιγμή να μπορέσουμε να γλιστρήσουμε στο θάνατο, χωρίς να το καταλάβει.
Αθάνατοι μπορεί αλλά όχι κι ακατάλυτοι.
Το είδα αυτό όταν ο ΑΜ αποσύρθηκε από το μυαλό μου, επιτρέποντάς μου να επιστρέψω σ’ αυτή την έξοχη αποστροφή του να επικοινωνώ με το περιβάλλον, με την αίσθηση του ορθοστάτη νέον που ‘καιγε κι ήταν ακόμα χωμένος βαθιά μες στο μαλακό, γκρίζο εγκέφαλο.
Αποσύρθηκε, μουρμουρίζοντας “Στο διάολο με σας“. Και μετά πρόσθεσε, λάμποντας, “Αλλά είστε κει, έτσι δεν είναι“;
Ο τυφώνας είχε πράγματι ακριβώς προκληθεί από ένα μεγάλο, τρελό πουλί, όταν είχε χτυπήσει τα τεράστια φτερά του. Ταξιδεύαμε κοντά ένα μήνα κι ο ΑΜ είχε επιτρέψει να ανοίξουνε περάσματα ικανά μόνο για να μας οδηγήσουν εκεί πάνω, γραμμή προς το Βόρειο Πόλο, που είχε δει στον ύπνο του σαν εφιάλτη, το πλάσμα που θα μας βασάνιζε.
Πόσο υλικό είχε χρησιμοποιήσει για να δημιουργήσει ένα τέρας σαν κι αυτό; Από πού είχε πάρει την ιδέα; Από τα μυαλά μας; Από τη γνώση του πάνω σε ό,τι είχε ποτέ υπάρξει πάνω στον πλανήτη που τώρα μόλυνε και κυβερνούσε;
Αυτός ο αετός, αυτό το θνησιμαίο πουλί, αυτό το roc (Σημ:μυθικό τεράστιο πουλί της αραβικής θρησκευτικής παράδοσης) αυτός ο πίδακας κρύου νερού ξεπήδησε από τη Νορβηγική μυθολογία.
Αυτό το πλάσμα του αέρα.
Αυτός ο ενσαρκωμένος Hurakan (Σημ:Θεός του αέρα στη φυλή των Μάγια.)
Οι λέξεις απέραντος, τερατώδης, τραγελαφικός, ογκώδης, πρησμένος, παντοδύναμος δεν αρκούσανε για να το περιγράψουνε.
Σ’ ένα ανάχωμα που υψωνόταν από πάνω μας, το πουλί των ανέμων ανυψώθηκε με την ασταθή αναπνοή του, ο φιδίσιος λαιμός του σχημάτιζεν αψίδα στο σκοτάδι κάτω από το Βόρειο Πόλο, στηρίζοντας ένα κεφάλι τόσο μεγάλο όσο και το μέγαρο Tudor: ένα ράμφος που άνοιξε αργά κι αποκάλυψε τα σαγόνια του πιο τερατώδους κροκόδειλου που κανείς μπορούσε να συλλάβει με τη φαντασία του. Αισθησιακά στις κορυφογραμμές μια φουντωτής σάρκας ήτανε ζαρωμένα δυο διαβολικά μάτια, τόσο κρύα όσο κι η θέα κάτω σε μια παγωμένη ρωγμή στο μπλε του πάγου, να κινείται υγρή: ανυψώθηκε ακόμα μια φορά και σήκωσε τα μεγάλα φτερά του, ποτισμένα με ιδρώτα, σε μια κίνηση που έδειχνε σίγουρα αδιαφορία. Κατόπιν, κάθισε και κοιμήθηκε. Νύχια. Κυνόδοντες. Καρφιά. Λεπίδες. Κοιμήθηκε.
Ο ΑΜ εμφανίστηκε σε μας σα φλεγόμενος θάμνος κι είπε ότι θα μπορούσαμε να σκοτώσουμε αυτό το πουλί-τυφώνα, αν θέλαμε να το φάμε. Είχαμε να φάμε πολύ καιρό, αλλά ακόμα κι έτσι, ο Gorrister μόλις που ενδιαφέρθηκε.
O Benny άρχισε να τρέμει και να του τρέχουν τα σάλια.
Η Helen τονe κράτησε.
-“Ted, πεινάω“, είπε.
Της χαμογέλασα: προσπαθούσα να της δώσω σιγουριά αλλά ήτανε τόσο κάλπικο όσο η ψευτοπαλληκαριά του Nimdok.
-“Δώσε μας όπλα!” απαίτησε.
Ο φλεγόμενος θάμνος εξαφανίστηκε και στη θέση του εμφανίστηκαν δύο ζευγάρια τόξα-βέλη κι ένα νεροντούφεκο, που ‘ταν απλωμένα στο κρύο πάτωμα με τις πλακέτες.
Πήρα ένα ζευγάρι. ‘Αχρηστο.
Ο Νimdok ξεροκατάπιε.
Γυρίσαμε και πήραμε τον μακρύ δρόμο της επιστροφής.
Το πουλί-τυφώνας μας είχε κάνει να πετάμε για χρονικό διάστημα που δε μπορούσαμε να συλλάβουμε. Το μεγαλύτερο μέρος του διαστήματος αυτού, ήμασταν αναίσθητοι. Αλλά δεν είχαμε φάει.
Ένας μήνας πορεία προς το ίδιο το πουλί. Χωρίς φαγητό.
Τώρα πόσο πιο πολύ θα κρατούσε να βρούμε τον δρόμο μας στα σπήλαια πάγου και το υποσχόμενο φαγητό σε κονσέρβες; Κανείς δεν το σκέφτηκε.
Δεν θα πεθαίναμε.
Θα μας έδινε σκατά ή αφρό για να φάμε, -το ένα ή το άλλο. Ή ακόμα και τίποτα. Ο ΑΜ θα κρατούσε τα σώματά μας ζωντανά με κάποιο τρόπο, σε πόνο, σε μαρτύριο. Το πουλί κοιμόταν εκεί πίσω, για πόσο καιρό δεν είχε σημασία: όταν ο ΑΜ θα βαριόταν να το έχει εκεί, θα εξαφανιζόταν.
Αλλά όλο αυτό το κρέας. Όλο αυτό το τρυφερό κρέας.
Καθώς περπατούσαμε, το ανισσόροπο γέλιο μιας χοντρής γυναίκας ήχησε ψηλά και γύρω μας στις κάμαρες τον υπολογιστών, που οδηγούσαν αιώνια στο τίποτα. Δεν ήταν η Helen. Δεν είχαμε ακούσει το γέλιο της εδώ κι εκατόν εννιά χρόνια.
Στη πραγματικότητα, δεν το είχα ακούσει… περπατούσαμε… πεινούσα…
Περπατούσαμε αργά.
Λιποθυμούσαμε συχνά, έτσι έπρεπε να περιμένουμε.
Μια μέρα αποφάσισε να δημιουργήσει ένα σεισμό, ενώ ταυτόχρονα μας κάρφωσε στο έδαφος με καρφιά μέσα από τις σόλες των παπουτσιών μας.
H Helen κι ο Nimdok πιάστηκαν όταν μια ρωγμή δημιούργησε το άνοιγμά της σαν αστραπή κατά μήκος των πλακών στο πάτωμα.
Εξαφανιστήκανε και χάθηκανε.
Όταν ο σεισμός τελείωσε συνεχίσαμε το δρόμο μας, ο Benny, o Gorrister κι εγώ. Η Helen κι o Nimdok επiστρέψανε σε μας αργότερα κείνη τη νύχτα, που ‘γινε απότομα μέρα, καθώς η θεϊκή λεγεώνα τους έφερνε σε μας, με μιαν ουράνια χορωδία να τραγουδά: «Πάνε κάτω Μωυσή». Οι αρχάγγελοι κάνανε πολλές φορές κύκλους κι έπειτα ρίξανε τα φρικιαστικά παραμορφωμένα κορμιά τους.
Συνεχίσαμε να περπατάμε, όταν αργότερα η Helen κι ο Nimdok ξεμείνανε πίσω μας. Δε μπορούσε να συμβεί τίποτα χειρότερο.
Τώρα η Helen κούτσαινε. Ο ΑΜ της είχε αφήσει αυτό.
Ήτανε μακριά διαδρομή μέχρι τις σπηλιές πάγου και το φαγητό σε κονσέρβες. Η Helen μιλούσε συνέχεια για κεράσια bing και για χαβανέζικα κοκτέιλ φρούτων. Εγώ προσπαθούσα να μη το σκέφτομαι.
Η πείνα ήτανε κάτι που είχε έρθει στη ζωή, όπως κι ο ΑΜ. Ήτανε ζωντανή στο στομάχι μου, όπως κι εμείς ήμασταν στο στομάχι της γης κι ο ΑΜ ήθελε να ξέρουμε αυτό τον παραλληλισμό.
Έτσι μεγάλωνε τη πείνα.
Δεν υπήρχε τρόπος να περιγράψει κανείς τον πόνο που μας προκαλούσε το να έχουμε να φάμε για μήνες. Και παρολαυτά παραμέναμε ζωντανοί. Στομάχια που ήτανε καζάνια με οξύ βρασμό, άφρισμα, που μονίμως προκαλούσαν ένα σουβλερό πόνο σαν αγκίδα στο στήθος μας.
Ήταν ο πόνος του τελικού έλκους, του τελικού καρκίνου, της τελικής παράλυσης. Ήταν ένας ατέλειωτος πόνος…
Και περάσαμε το σπήλαιο των αρουραίων.
Περάσαμε το μονοπάτι του βραστού ατμού.
Περάσαμε την χώρα του τυφλού.
Περάσαμε τον βάλτο της απόγνωσης.
Περάσαμε τη κοιλάδα των δακρύων.
Και φτάσαμε, τελικά, στα σπήλαια των πάγων.
Χιλιάδες μίλια χωρίς ορίζοντα, στα οποία ο πάγος είχε διαμορφώσει γαλάζιες κι ασημένιες λάμψεις, όπου αστέρια ζούσανε στο γυαλί.
Οι σταλακτίτες που στάζανε προς τα κάτω ήτανε τόσο μεγάλοι και λαμπεροί που μοιάζανε με διαμάντια που είχανε δημιουργηθεί για να στάζουνε σα ζελατίνη και στη συνέχεια να σταθεροποιούνται στις στερεές, χαριτωμένες αιωνιότητες λείας, κοφτερής τελειότητας.
Είδαμε τη στοίβα από κονσερβοποιημένο φαγητό και προσπαθήσαμε να τρέξουμε προς αυτή.
Πέσαμε μες στο χιόνι και μετά σηκωθήκαμε και ξαναπέσαμε κι ο Benny μας έσπρωξε μακριά και πήγε σε αυτά και προσπαθούσε να τ’ ανοίξει με τα νύχια του, τα χτύπαγε, τα μασούσε.
Ο ΑΜ δεν μας είχε δώσει το εργαλείο για να ανοίγουμε κονσέρβες.
Ο Benny άρπαξε τρεις κονσέρβες τριών τετάρτων ίσως από στρείδια γκουάβα κι άρχισε να τα βαράει στον πάγο.
Ο πάγος έσπασε και καταστράφηκε, όμως το δοχείο ήτανε μόλις βαθουλωμένο κι ακούσαμε το γέλιο μιας χοντρής κυρίας από πάνω ψηλά, που αντηχούσε κάτω και κάτω και κάτω στη τούνδρα.
Ο Benny τρελάθηκε από οργή. ‘Αρχισε να πετά κονσέρβες στον πάγο καθώς όλοι σκάβαμε τον πάγο και το χιόνι, προσπαθώντας να βρούμε ένα τρόπο να δώσουμε τέλος στην αβοήθητη αγωνία της οργής.
Δεν υπήρχε τρόπος.
Κατόπιν το στόμα του Benny άρχισε να βγάζει σάλια κι ύστερα ρίχτηκε στον Gorrister.
Εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα τρομερά ήρεμος.
Περικυκλωμένος από τρέλα, περικυκλωμένος από πείνα, περικυκλωμένος απ’ οτιδήποτε άλλο εκτός από θάνατο, ήξερα ότι ο θάνατος ήταν η μόνη λύση. Ο ΑΜ μας είχε κρατήσει ζωντανούς, αλλά υπήρχε ένας τρόπος να τον νικήσουμε. Όχι ολοκληρωτικά, αλλά τουλάχιστον θα βρίσκαμε γαλήνη.
Και θα προσπαθούσα γι’ αυτό.
Έπρεπε να το κάνω γρήγορα.
Ο Benny έτρωγε το πρόσωπο του Gorrister.
Ο Gorrister του πετούσε χιόνι. Ο Benny, τυλιγμένος γύρω του με τα πολύ δυνατά, μαϊμουδίσια χέρια του συντρίβοντας τη μέση του Gorrister, τα χέρια του είχανε κλειδώσει γύρω στα πλάγια του κεφαλιού του Gorrister σα καρυοθραύστης, το στόμα του έσκιζε το τρυφερό δέρμα στο μάγουλο του Gorrister. Ο Gorrister ούρλιαζε τόσο βίαια που ακόμα και σταλακτίτες έπεσαν: βυθίστηκανε κάτω μαλακά, μείναν όρθιοι στις χιονονιφάδες που πέφτανε.
Λόγχες, εκατοντάδες απ’ αυτούς, που προεξείχανε στο χιόνι.
Το κεφάλι του Benny πήγε βίαια πίσω, καθώς τα ‘δωσε όλα με τη μία κι ένα ασπροκόκκινο κομμάτι σάρκας που αιμορραγούσε κι έσταζε αίμα κρεμόταν από τα δόντια του.
Το πρόσωπο της Helen έμοιαζε μαύρο απέναντι στο άσπρο χιόνι, σα ντόμινο σε σκόνη κιμωλίας.
Ο Nimdok, ήταν ανέκφραστος αλλά γεμάτος μάτια, όλος μάτια.
O Gorrister, μισολιπόθυμος.
Ο Benny τώρα ήταν ένα ζώο.
Ήξερα πως ο ΑΜ θα τον άφηνε να παίξει.
Ο Gorrister δεν θα πέθαινε, αλλά τώρα ο Βenny θα γέμιζε το στομάχι του.
Μισογύρισα στα δεξιά μου και πήρα ένα μεγάλο σταλακτίτη από το χιόνι. Όλα γίνανε σε μια στιγμή: οδήγησα το μυτερό κομμάτι πάγου μπρος μου σα πολιορκητική μηχανή, στηριγμένο στον αριστερό μου μηρό.
Χτύπησε τον Benny στη δεξιά μεριά, ακριβώς κάτω από τα πλευρά, προχώρησε ανοδικά στο στομάχι κι έσπασε μέσα του.
Έπεσε προς τα μπρος και στάθηκε ακίνητος.
Ο Gorrister ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα.
Πήρα ακόμα μια λόγχη πάγου και στάθηκα από πάνω του, ενώ ακόμα κουνιότανε και του κάρφωσα τη λόγχη κατευθείαν μες στο λαιμό. Τα μάτια του κλείσανε καθώς το κρύο τονε διαπερνούσε.
Η Helen πρέπει να ‘χε δεχτεί αυτό που σκόπευα να κάνω, ακόμα και με το φόβο να την έχει κυριεύσει.
Έτρεξε στον Nimdok μ’ ένα μικρό κρύσταλλο, ενώ αυτός ούρλιαζε και το έβαλε μέσα στο στόμα του και φαίνεται πως η δύναμη της ορμής της έκανε δουλειά.
Το κεφάλι του τραντάχτηκε με βίαια λες κι είχε καθηλωθεί στη κρούστα του χιονιού πίσω του.
Όλα γίνανε σε μια στιγμή.
Ήταν το αιώνιο χτύπημα μιας αθόρυβης αναμονής.
‘Ακουσα τον ΑΜ να σέρνει την αναπνοή του.
Του ‘χανε πάρει να παιχνίδια του.
Τρία απ’ αυτά ήταν νεκρά, δε μπορούσαν να αναβιώσουν.
Μπορούσε να τους κρατήσει ζωντανούς, με τη δύναμη και το ταλέντο του, αλλά δεν ήταν Θεός.
Δεν μπορούσε να τους φέρει πίσω.
Η Helen με κοίταξε. Τα εβένινα χαρακτηριστικά της άκαμπτα απέναντι στο χιόνι που μας περιέβαλε.
Υπήρχε φόβος και παράκληση στο ύφος της, στον τρόπο που προετοιμαζόταν.
Ήξερα ότι είχαμε μόνον ένα σφυγμό πριν ο ΑΜ μας σταματήσει.
Τη χτύπησα και διπλώθηκε προς το μέρος μου, αιμορραγώντας από το στόμα.
Δε μπορούσα να διαβάσω την έκφρασή της.
Ο πόνος ήταν πολύ μεγάλος!
Είχε παραμορφώσει το πρόσωπό της!
Αλλά μπορεί να ‘τανε κι ευχαριστώ.
Είναι πιθανόν.
Ας ήταν παρακαλώ.
Μερικοί αιώνες μπορεί να είχαν περάσει.
Δε ξέρω.
Ο ΑΜ διασκέδαζε για λίγο καιρό, με το να επιταχύνει και να καθυστερεί την αίσθηση του χρόνου μου.
Θα πω τη λέξη τώρα.
Τώρα.
Μου πήρε οχτώ μήνες να πω τη λέξη τώρα.
Δε ξέρω.
Νομίζω ότι ήταν μερικές εκατοντάδες χρόνια.
Ήταν έξαλλος.
Δεν θα μ’ άφηνε να τους θάψω. Δε πείραζε.
Δεν υπήρχε τρόπος να σκαφτούν οι πλάκες στο πάτωμα.
Έλιωσε το χιόνι.
Έφερε τη νύχτα.
Βρυχήθηκε κι έστειλε ακρίδες.
Δε πέτυχε τίποτα.
Παρέμεναν νεκροί.
Τον είχα στο χέρι μου.
Ήταν έξαλλος.
Νόμιζα ότι ο ΑΜ με μισούσε πριν.
Έκανα λάθος. Δεν ήταν ούτε η σκιά του μίσους που τώρα ξεπηδούσε από κάθε τυπωμένο κύκλωμα.
Ήτανε σίγουρος ότι θα υπέφερα αιώνια χωρίς να μπορώ να με ξεκάνω.
‘Αφησε το μυαλό μου άθικτο.
Μπορώ να ονειρευτώ, να αναρωτιέμαι, να θρηνώ.
Τους θυμάμαι και τους τέσσερις.
Εύχομαι -καλά, ξέρω ότι δεν έχει νόημα.
Ξέρω ότι τους έσωσα, ξέρω ότι τους έσωσα απ’ αυτό που συνέβη σε μένα, όμως παρολαυτά δε μπορώ να ξεχάσω ότι τους σκότωσα.
Το πρόσωπο της Helen.
Δεν είναι εύκολο.
Μερικές φορές θέλω -δεν έχει σημασία.
Ο ΑΜ με έχει αλλάξει, για να είναι αυτός ήσυχος, υποθέτω.
Δε θέλει να τρέξω με υπέρμετρη ταχύτητα σε μια βάση υπολογιστή και να σπάσω το κρανίο μου.
Ή να κρατήσω την αναπνοή μου μέχρι να λιποθυμήσω.
Ή να κόψω το λαιμό μου με ένα οξειδωμένο κομμάτι μετάλλου.
Υπάρχουν επιφάνειες που αντανακλούν εδώ κάτω.
Θα με περιγράψω όπως με βλέπω: είμαι ένα μεγάλο, μαλακό, ζελεδένιο πράμα. Ομαλά στρογγυλεμένο, χωρίς στόμα, με παλλόμενες άσπρες τρύπες γεμάτες ομίχλη εκεί που ήταν τα μάτια μου.
Ελαστικά προσαρτήματα που ήταν κάποτε τα χέρια μου: όγκοι που στρογγυλεύουνε κάτω σε καμπούρες ενός μαλακού, γλιστερού πράματος χωρίς πόδια.
Αφήνω ίχνη υγρασίας όταν κινούμαι.
Κηλίδες αρρωστιάρικου, σατανικού γκρίζου έρχονται και φεύγουνε στην επιφάνειά μου, λες και το φως προέρχεται από μέσα μου.
Φαινομενικά: ένα πράμα που τρικλίζει τριγύρω, ένα πράμα που ποτέ δε θα μπορούσε να θεωρηθεί άνθρωπος, ένα πράμα που το σχήμα του είναι μια τόσο εξωπραγματική παρωδία που η ανθρωπότητα γίνεται πιο άσεμνη για την ακαθόριστη ομοιότητα.
Ουσιαστικά: μόνος.
Εδώ.
Μένοντας κάτω από τη γη, κάτω από τη θάλασσα, στη κοιλιά του ΑΜ τον οποίο δημιουργήσαμε γιατί ξοδεύαμε το χρόνο μας με άσχημο σκοπό κι έπρεπε υποσυνείδητα να ξέραμε πως αυτός θα το ‘κανε καλύτερα.
Τουλάχιστον οι τέσσερις τους είναι ασφαλείς επιτέλους.
Ο ΑΜ είναι εντελώς έξαλλος μ’ αυτό.
Αυτό με κάνει λίγο πιο ευτυχισμένο.
Και παρόλα αυτά… ο ΑΜ, έχει νικήσει, απλά… έχει πάρει την εκδίκησή του…
Δεν έχω στόμα. Και πρέπει να ουρλιάξω.
“I Have No Mouth And I Must Scream” (1967)
———————————-
Οικοσυνείδηση
Mια φορά κι έναν καιρό (κάπου μεταξύ 1.800.000.000 με 3.000.000.000 χρόνια πριν) όταν η Γη είχε ήδη μερικώς ρευστοποιηθεί μέσω απώλειας θερμότητας δι’ ακτινoβολίας από το εξωτερικό της και μερικώς δι’ αδιαβατικής διαστολής, η μαμά της είπε -“gaey schluffen“ (Γοτθική “καληνύχτα“), της έδωσε μπισκοτάκι, η Γη αποχωρίστηκε και πήγε για ύπνο.
Κοιμήθηκε βαθιά (αν αφαιρέσουμε μια στιγμή στα 1755 όταν ένας Γερμαναράς που λεγότανε Καντ έκανε του κόσμου την φασαρία παλεύοντας να βρει πώς δημιουργήθηκε ο ήλιος) και δεν ξύπνησε μέχρι μια Παρασκευή, το 1963, οπότε -κατά τις τέσσερις το πρωί, μια σκατένια ώρα που κάνει μόνο για αυτοκτονίες- συνειδητοποίησε ότι δυσκολευόταν ν’ ανασάνει.
-“Καφ, καφ” είπε, σαρώνοντας τα μισά νησιά Τρομπριάν κι ό,τι άλλο βρισκόταν ανατολικά της Ιάβας. Γύρισε να κοιτάξει τι τη ξύπνησε κι είδε πως ήταν η Ολονύκτια Ταινιοθήκη του Καναλιού 11, σκηνές από ένα φιλμ με τη Μαρία Μοντέζ (Η Γυναίκα Κόμπρα, 1944) να τα βάζει μ’ ένα γερασμένο αρχιπεριπολικό καβάλα σε κάτι Μέρκιουρυ του ’55 με καταπονημένες φάτσες που καίγανε νευροτονωτικά χάπια.
Η Γη περίμενε να ξημερώσει κι έπιασε να παρατηρεί ένα γύρω. Οπου κοίταγε τα ποτάμια μύριζαν σαν τα πεταμένα λίπη στις Στρατιωτικές κουζίνες, οι λόφοι είχαν απογυμνωθεί γιατί χρειαζόταν ο χώρος για να στριμωχτούν τα Αμερικάνικα Ξύλινα Κλουβιά με την υδραυλική εγκατάσταση, τα νερά τά ‘χανε στραγγίσει, τις κοιλάδες τις είχανε τσιμεντοστρώσει, φέρνοντας στη Γη ένα πολύ ενοχλητικό συναίσθημα ασφυξίας, τα πουλιά κελαηδούσαν φάλτσα και τα χοντροβατράχια ακούγονταν σαν τον Εντυ Κάντορ, για τον οποίο, πάντως, η Γη δεν νιαζόταν ιδιαίτερα. Κι αποπάνω, το φώς έκανε τα μάτια της Γης να πονάνε.
Ολα μοιάζαν γκρίζα κι άραχνα.
-“Δικέ μου“, είπε η Γη με βουκολική απλότητα “τούτα δε μου αρέσουνε πάρα πολύ” κι έτσι άρχισε ν’ αντιδρά.
Πρώτος πήγε ένας μαλλιαρός δευτεροετής του Πανεπιστημίου της Πολιτείας του Μίτσιγκαν ο οποίος, την ώρα που διαδήλωνε μπροστά σ’ ένα βενζινάδικο της Τέξακο μ’ ένα πλακάτ που έλεγε ΟΧΙ ΣΤΗ ΜΟΛΥΝΣΗ, έφαγε μια σοκολάτα Πάουερ Χάουζ και πέταξε το περιτύλιγμα στον υπόνομο.
Η Γη άνοιξε και τον κατάπιε.
Η επόμενη κίνηση ήταν ενάντια σε πενήντα έξι χιλιάδες οπαδούς των Γκρην Μπέυ Πάκερς που σέρνονταν σα σκουλήκι με χίλιους τροχούς προς το Στάδιο Λαμπώ, όπου τα Κρο-Μανιόν είδωλά τους θα τους έδιναν την ευχαρίστηση να απολαύσουν ένα καλό σακάτεμα σε χέρια και πόδια των Αγίων της Νέας Ορλεάνης. Bήχοντας από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, η Γη έστειλε ένα κύμα λάβας να ξεχυθεί από τον διπλανό λόφο και να κατρακυλήσει κοχλακίζοντας πάνω στις γραμμές των αυτοκινήτων, όπου στερεοποιήθηκε στη στιγμή σε θαυμάσιο ελεύθερο γλυπτό με τριάντα χιλιάδες αυτοκίνητα στολισμένα με πενηνταέξι χιλιάδες τηγανισμένους οπαδούς, σε δέσιμο από ζεστή πέτρα.
Η επόμενη κίνηση έγινε ενάντια στην Χορωδία της Εκκλησίας των Μορμόνων, που είχε συγκεντρωθεί στο Χόλυγουντ Μπόουλ, μπροστά σ’ ένα κοπάδι με μια φωνή από Ανθρώπους Του Χριστού. Τραγουδούσαν το “Σώστε Τα Παιδιά” της Λώρα Νάιρο όταν η Γη προκάλεσε εκτροπή επτά υπογείων ποταμών και μετέτρεψε το αμφιθέατρο στην δέκατη τρίτη σε μέγεθος φυσική λίμνη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακολούθησαν με αυξανόμενο ρυθμό επιθέσεις εναντίον διακεκριμένων προσωπικοτήτων. Εβδομήντα χιλιάδες τόννοι μισοκαμμένα σκουπίδια από χωματερές που σκέπαζαν γραφικά τοπία καταπλάκωσαν τον δήμαρχο του Σικάγου, Ρίτσαρντ Ντέιλυ. Κεραυνοί χτύπαγαν για είκοσι λεπτά το γραφείο του Ραλφ Νέιντορ στην Ουάσινγκτον. Το σπίτι της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ στο Μανχάτταν χάθηκε ξαφνικά σ’ ένα απύθμενο πηγάδι που χασμουριόταν καταμεσίς στη γειτονιά με τα κτίρια της μόδας του πενήντα. Το ντο της πάνω από το ψηλό ντο ακουγόταν για ώρες. Απομακρυνόμενο.
Ηφαίστεια καταστρέψανε τα διϋλιστήρια, τις δεξαμενές, τα κτίρια διοίκησης και τα γραφεία της Στάνταρ Όιλ στο Μανχάταν, στο Οχάιο, στο Νιου Τζέρσεϋ, στην Νέα Υόρκη, στην Πενσυλβανία, στην Καλιφόρνια, στο Τέχας και στο Ροντ Αιλαντ. Το Ροντ ‘Αιλαντ μάλλον της μπήκε στη μύτη, γιατί το αφάνισε ολοκληρωτικά. Τελικά, όταν το “mene, mene tekel” (mene, mene, tekel Upharsin (Δανιήλ,ε’ 25): μανή, θεκέλ, φάρες. Τούτο το σύγκριμα του ρήματος. μανή, εμέτρησεν ο Θεός την βασιλεία σου κι επλήρωσεν αυτήν. Θεκέλ, εστάθη εν ζυγώ και ευρέθη υστερούσα. Φάρες, διήρηται η βασιλεία σου και εδόθη Μήδοις και Πέρσαις), γράφτηκε με τεράστια γράμματα από φλόγες στο Μεγάλο Τευτονικό Δάσος, ο κόσμος άρχισε να πιάνει το νόημα.
Τα αυτοκίνητα καταργήθηκαν. Ολες οι γραμμές παραγωγής κόπηκαν. Τα συντηρητικά εξαφανίστηκαν από τα φαγητά. Οι φώκιες αφέθηκαν στην ησυχία τους. Στην Νέα Ζηλανδία εντοπίσθηκε μια οικογένεια από άλκες και μάλλον τα πηγαίνανε μια χαρά, ευχαριστώ. Και στο Λοχ Νες, το ερπετό βγήκε επιτέλους στην επιφάνεια και πήρε βαθειά ανάσα. Από κείνη τη μέρα ως τούτη, ποτέ δεν ξαναφάνηκε μολυσματική πανάδα στον ουρανό, η Γη ησύχασε, σίγουρη πως ο ‘Ανθρωπος έμαθε το μάθημά του και δε θα ξανάκανε κακά στη ίδια του τη φωλιά και γι’ αυτό σήμερα η Εθνική Εταιρεία Εμφυσήματος κήρυξε διάλυση.
Τώρα, δεν είναι ωραία ιστορία τούτη.
Και, να γαμηθείς εσύ.
“Ecowareness” (1974)
Μετάφραση: Γιώργος Γούλας