“...ποτέ από χρέος μη κινούντες...”
“…για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη...”
Πριν από είκοσι χρόνια σχεδόν, καθισμένος μπροστά στο τζάκι, είχα μιαν εικόνα κι έγραψα ένα κείμενο*. Σήμερα, έχω πάλι την ίδια περίπου εικόνα. Σκέφτομαι πάλι το θνητό και φθαρτό Οδυσσέα πάνω σ’ ένα βράχο, λυπημένο και προβληματισμένο, ν’ αγναντεύει τη θάλασσα… Μόνο που αυτή τη φορά, όλο το υπόβαθρο αυτής της εικόνας, είναι τελείως διαφορετικό.
Πόσο λάτρεψε ο Όμηρος αυτό τον πνευματικό του γιο. Το μόνο απ’ όλους τους άλλους ήρωές του. Οι άλλοι μεγάλοι της Ιλιάδας, -Αίας, Αχιλλέας, Διομήδης, Αγαμέμνων, Μενέλαος- είχαν από άδοξο ως τραγικό τέλος, κερδίζοντας ελάχιστους στίχους καταγεγραμμένους, στο πλούσιο αυτό έπος, σε σύγκριση με τον υπέροχο Οδυσσέα, που κέρδισε ένα ολάκερο. Τονε λάτρεψε ο μέγας, ανυπέρβλητος, τυφλός ραψωδός και του φέρθηκε πάρα πολύ καλά. Γιατί άραγε; Τί άξιο θαυμασμού είχε αυτός, ο μόνος από τους άλλους;
Ψάχνοντας προσεκτικά το έργο, βρήκα να υπερτερεί, στην εξυπνάδα και την ικανότητα, να φέρνει σε πέρας δύσκολες αποστολές κι έπειτα ν’ αποσύρεται διακριτικά, αφήνοντας το έργο να μιλά μονάχο του. Δεν απέχω πολύ να πιστέψω πως μάλλον κουμαντάριζε αυτός το στράτευμα, παρασκηνιακά, μιας κι οι υποδείξεις του, δεόντως και διακριτικά διατυπωθείσες, γίνονταν δεκτές απ’ όλους κι απ’ τον ίδιο τον Αγαμέμνονα ακόμα.
Δε δημιούργησε ποτέ τριβές με την εξουσία, ήταν υπάκουος και καπάτσος -με τη καλή έννοια- δεν ήταν αλαζόνας κι έγινε αγαπητός ακόμα και στους εχθρούς του. Κέρδισε λοιπόν το σεβασμό και του ίδιου το δημιουργού κι έτσι, σαν ήρθανε τα δύσκολα τονε πρόσεξε τα μάλα. Στο δεύτερο έπος, του προσέδωσε ακόμα ένα μεγάλο κι αξιοπρόσεκτο χαρακτηριστικό: την αυστηρή κι υψηλή αίσθηση καθήκοντος και χρέους αν κι αυτό φαινόταν και στο πρώτο. Μπορεί να τονε ταλαιπώρησε αρκετά -όποιος αγαπά παιδεύει- αλλά του χάρισε ένα τέλος, που τηρουμένων των αναλογιών κι όλων των ευαισθήτων ισορροπιών, ήταν ό,τι καλλίτερο μπορούσε να του τύχει.
Ο Όμηρος τονε “χάιδεψε” στοργικά κι αφού πρώτα, πέρασε και τον δοκίμασε, δια πυρός και σιδήρου, δια ξηράς και θαλάσσης, μέσα από τέρατα, πειρασμούς κι άφθονα ηδονικά μυρωδικά, τονε γύρισε γερασμένο πίσω στο νησί του. Εκεί που τα βρήκε όλα ίδια κι απαράλλαχτα -πλην της πατίνας του χρόνου- να τονε περιμένουνε. Τί θα μπορούσε να ‘χε συμβεί, αν τον είχε αφήσει έρμαιο της τύχης; Αυτό θα προσπαθήσω να ‘πω παρακάτω, πριν όμως συνεχίσω, μερικές απλές και κατατοπιστικές σκέψεις, ειν’ απαραίτητες.
Άφησε το νησί Βασιλιάς, έγγαμος με παιδί, έχοντας ήδη τη μεγάλη φήμη να μιλά για ‘κείνον, άρα πρέπει να ‘τανε τουλάχιστον τριάντα χρονών. Η Πηνελόπη πάνω από είκοσι κι ο Τηλέμαχος κάτω από τα πέντε. Χάρη λοιπόν της περαιτέρω πορείας, ας δεχθούμε αυτές τις ηλικίες και θα προσθέσω, το επίσης γνωστό, είκοσι χρόνια ολικής απουσίας: δέκα στη Τροία και δέκα, περιπέτειες.
Νομίζω πως τώρα είμαστε έτοιμοι για το μικρό μας ταξίδι.
– – – – – – – – – – – – – – – – – –
”…Ο μεσήλικας, ρακένδυτος, αξύριστος άντρας ανηφορίζει προς τη πόλη, αφήνοντας πίσω του την ακροθαλασσιά, απ’ όπου έφθασε λίγην ώρα πριν. Τίποτε πια δε του θυμίζει τη πόλη ‘κείνη που άφησε, πριν πάρα πολλά χρόνια. Αλλαγμένη, πολύβουη και πιο σύγχρονη -κατ’ άλλους βελτιωμένη, κατ άλλους χειρότερη- είναι μιά άγνωστη κι ανοίκεια πόλη για κείνον. Παρόλο που θυμάται το δρόμο που οδηγεί στο παλάτι και το βασικό του περίγραμμα δεν έχει αλλάξει αισθητά, παρολίγο να μπερδευτεί στα νέα σοκάκια. Σε κάποια μικρή διασταύρωση μάλιστα, ένας βιαστικός ιππέας κόντεψε να τονε χτυπήσει. Η οδός Οδυσσέως έχει μετονομασθεί -ποιός ξέρει από πότε- σε οδό Νέας Ευτυχίας.
Ο δρόμος για το παλάτι, πήρε περισσότερο απ’ όσο περίμενε, ωστόσο φτάνει επιτέλους και περνά το κατώφλι. Αμέσως δυο οπλισμένοι μαντραχαλάδες του κλείνουνε το δρόμο:
-“Που νομίζεις πως πας, βρωμύλε;” του λένε ασεβώς. “Εδώ δε μπαίνει όποιος-όποιος“!
Εκείνος τους κόβει προσεχτικά πάνω-κάτω. Μπορεί να τους καταφέρει ακόμα και τώρα, -για παλιότερα δε γίνεται καν λόγος- ωστόσο επιλέγει τη σώφρονα οδό:
-“Σας παρακαλώ, έρχομαι από μακρυά, είμαι ταλαιπωρημένος, αλλά πριν από οτιδήποτε άλλο, πρέπει να δω το νεαρό κύριο Τηλέμαχο. Πείτε του πως θέλει να του μιλήσει ιδιαιτέρως κάποιος ξένος που ‘ξερε τον πατέρα του κι ότι θέλει να του πει νέα για ‘κείνον“.
Οι δυο ανεγκέφαλοι διστάζουνε λίγο και τελικά στέλνουν να φωνάξουνε τον πρίγκηπα φοβούμενοι την οργή του -αν υπάρχει έστω και μια μικρή δόση αλήθειας στα λεγόμενα του ξένου- χωρίς όμως να τον αφήσουνε λεπτό από τα μάτια τους.
Όταν τον βλέπει να ‘ρχεται, με κόπο συγκρατεί τα δάκρυα. Βλέπει έναν όμορφο νεαρό με τη δικιά του κοψιά, αλλά κάπως πιο αδύνατο, πιο ντελικάτο και πιο ψηλό. Όταν φτάνει κοντά, διακρίνει πάνω και τις “πινελιές” της γυναίκας του -όπως τη θυμάται ‘κείνος σα την άφησε: φρέσκια όμορφη και λυγερή- καθώς επίσης και την άρπα που κρατά στο δεξί χέρι. Δεν σπιθίζει πάνω του η εξυπνάδα, η πονηριά και δε δείχνει ιδιαίτερα γυμνασμένος, ωστόσο είναι γιός του.
-“Ποιος είστε κύριε“;
-“Πάμε κάπου παράμερα, παιδί μου; Έχουμε να μιλήσουμε“.
-“Με πληροφορήσανε πως φέρνετε νέα από το πατέρα μου. Αληθεύει αυτό“;
-“Αληθεύει… μα πάμε κάπου πιο ήσυχα αν θέλεις“;
-“Ακολουθήστε με, κύριε, στο κυνηγετικό μου περίπτερο, εκεί θα ‘μαστε ήσυχοι...”
Ξεκινά πρώτος ο Τηλέμαχος, ξοπίσω ακολουθεί ο ξένος. Όταν φτάνουν, ο νέος προσφέρει ένα κάθισμα…
-“Ορίστε καθήστε εκεί, μου φαίνεστε ταλαιπωρημένος” και μόλις εκείνος κάθεται φανερά ανακουφισμένος -δεν είχε προσέξει πόσο κουρασμένος ήταν μέχρι κείνη τη στιγμή- “λοιπόν σας ακούω κύριε… εεεε δε μου ‘πατε πως σας λένε“…
-“Ευχαριστώ για το κάθισμα παιδί μου… όχι δε σου ‘πα …μα θα τα πούμε όλα. Αλήθεια, πες μου τί θυμάσαι από το πατέρα σου; Τί εικόνες έχεις στη θύμσή σου γι’ αυτόν“;
-“Κύριε, ίσως δε γνωρίζετε πως λείπει πάνω από είκοσι χρόνια κι εγώ ήμουνα πολύ μικρός, σχεδόν βρέφος, εύλογον είναι να μη θυμάμαι πολλά πράγματα από ‘κείνον. Άλλωστε, απ’ όσο μου ‘χουνε πει κι εδώ που ‘ταν, έλλειπε συχνά στις δύσκολες δουλειές της διακυβέρνησης του τόπου κι έτσι πάλι δε μου αφιέρωνε πολύ χρόνο. Ωστόσο, σεις που τον γνωρίσατε, πείτε μου πώς ήταν; Ήτανε καλός; Ήταν ανδρείος; Ήταν έξυπνος όσο λένε; Του μοιάζω καθόλου; Αδημονώ να μάθω όλα όσα ξέρετε“.
-“Εσύ πώς τον έχεις πλάσει με τη φαντασία σου; Πώς τον σκέφτεσαι;”
-“Εγώ…να… τονε φαντάζομαι πολύ ψηλό, θεόρατο, αρρενωπό, άγριο μα γοητευτικό, με βλέμμα που πετά φωτιές, με γένι μεγάλο μα περιποιημένο, με μακριά κατάμαυρα μαλλιά, άξιο στο σπαθί, άξιο στο τόξο, ικανότατο στο άλογο, ευκίνητο κι ακούραστο…”
-“Εεε …τα παραλές το ξέρεις….” διακόπτει ο ξένος “σύ τώρα μου περιγράφεις τον …Δία τον θεό κι αφέντη μας...”
-“Μα… καθόλου…εδώ οι θρύλοι μας λένε γι’ αυτόν πολύ περισσότερα…”
-“Ξέρεις … παιδί μου… ” (ακολουθεί μεγάλη κι …υγρή παύση από μέρους του) “…Εγώ είμαι… εγώ είμαι ο πατέρας σου… Ορίστε… το είπα“!
Το βλέμμα, λιγάκι απλανές και γλυκό, που είχε μέχρι κείνη τη στιγμή ο νεαρός, αρχίζει με γοργούς ρυθμούς, να εγκαταλείπει το πεδίο της μάχης. Στη θέση του έρχεται, αντικαταστάτης, ένα, έκπληκτο κι εξεταστικό βλέμμα.
-“Εσείς…. ο πατέρας μου; …Εσείς; …Δε ξέρω τι να πω“!
-“Να μη πεις τίποτε… παιδί μου! ‘Ελα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου“.
Χωρίς να χάσει καιρό, κάνοντας ένα μόλις βηματάκι μπρος, αγκαλιάζει το γιο, που τόσα χρόνια σκεφτότανε στα μικρά διαλείμματα του ταραχώδικου βίου του, με τόση νοσταλγία και λαχτάρα. Κρατά επιτέλους στα χέρια, το βλαστάρι, το στήριγμα των γηρατειών, την ελπίδα του, τη προέκταση του είναι του! Αυτόν το γιο που δε τον είδε να μεγαλώνει και ν’ ανδρειώνεται, ωστόσο τον αγαπάει πάντα.
Ο Τηλέμαχος, έκπληκτος κι εμβρόντητος ακόμα από την απροσδόκητη τούτη εξέλιξη, δε δείχνει να ‘χει αντιληφθεί πλήρως το τρομερό τούτο συμβάν. Δε δείχνει επίσης να συμμερίζεται τα του πατρός και δε συμμετέχει ενεργά σ’ αυτό τον εναγκαλισμό. Ίσως φταίει, κατά ένα μέρος, η τρομερή δυσώδια που αναδίδει ο “ξένος”, από την απλυσιά. Δε κλείνει τα χέρια του στον εναγκαλισμό, το ένα κρατάει ακόμα την άρπα και το άλλο κρέμεται σα νεκρό κάτω κι είναι ακόμα εντελώς αμήχανος.
Τα μάτια του Οδυσσέα έχουνε γεμίσει δάκρυα, αλλά καθώς δε νιώθει κάτι ανάλογο κι από την άλλη πλευρά, τραβιέται πίσω. Κοιτά προσεκτικά το γιο του, βλέπει αμηχανία και πίσω διακρίνει ψήγματα ενόχλησης κι αδιαφορίας!
-“Παιδί μου… δε χαίρεσαι που με βλέπεις; Δε τραντάχτηκε η καρδιά σου; Δε καρτερούσες με λαχτάρα τούτη τη στιγμή; Εγώ… όλα αυτά τα χρόνια…”
-“…Είκοσι ολόκληρα χρόνια …και περιπλέον…” διακόπτει παρεμβαίνοντας ο Τηλέμαχος, που σιγά-σιγά, δείχνει να συνέρχεται από το αρχικό σοκ!
-“…άλλο δε σκεφτόμουν …παρά εσένα και τη μάνα σου ..” (συνέχισε ο Οδυσσέας σαν να μην είχε διακοπεί καθόλου, ωστόσο η διακοπή αυτή κάτι καταλάγιασε μέσα του!) “…πάλευα με τους οχτρούς ή με τα στοιχειά κι ο νους μου ήτανε πάντα εδώ. Πέρασα απ’ όπου μπορεί να φανταστεί το νιό μυαλό σου: πειρασμούς, κινδύνους, όμορφα κι άγρια μέρη, θηρία και ξωτικά κι όμως ποτέ δεν έφυγε η σκέψη μου από το νησί μας κι από τους ανθρώπους που αγαπώ! Άργησα… άργησα πολύ… το ξέρω… αλλά πίστεψέ με, ήτανε πάνω από τη θέλησή μου...”
Ο γηραλέος, βρώμικος άνδρας σταμάτησε να μιλά, νικημένος από ένα χείμαρρο δακρύων. Έκρυψε το πρόσωπό του μέσα στα χέρια και ξέσπασε στους ζορισμένους εκείνους αντρικούς λυγμούς. Ο νεαρός, καθαρός πρίγκηπας, κοίταζε, όσο κείνος ξεσπούσε το πολύχρονο ποταμό (ένας ποταμός που μαζευότανε, στάλα-στάλα, είκοσι και πλέον χρόνια) που έκρυβε μέσα του. Κύλησε πολύς σιωπηλός χρόνος, που διέκοπταν μόνον οι λυγμοί. Μέχρι που άδειασε η κοίτη -ενώ χρειάστηκαν είκοσι χρόνια να σωρευθεί, εξαντλήθηκε σε λιγώτερα από πέντε λεπτά- κι η σιγή που ακολούθησε, έσπασε από τη φωνή του νεαρού:
-“‘Ακουσε …πατέρα…δε λέω … έχεις κι εσύ τα δίκια σου… ωστόσο … άκουσε κι εμένα λιγάκι σε παρακαλώ! Βέβαια δεν είμαι τόσο έμπειρος, ούτε κοσμογυρισμένος, ούτε έξυπνος όσο εσύ, αλλά έχω κι εγώ ν’ αρθρώσω ένα λόγο, μιαν άποψη! Θέλεις να με ακούσεις;”
-“…Ναι … παιδί μου… φυσικά… σ’ ακούω…” είπε και κάρφωσε όλος αγωνία, τα υγρά ακόμα μάτια, πάνω στο βλαστάρι του.
-“Θα προσπαθήσω να στα πω όσο πιο όμορφα γίνεται, γιατί μαντεύω ότι πέρασες πολλά. Όσο πιο λογικά, γιατί η φωνή της λογικής είναι κάτι επιβεβλημένο τούτη τη στιγμή. Όσο πιο δίκαια, γιατί κι η δικαιοσύνη πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν και να στα πω, τέλος, όσο πιο σύντομα γίνεται γιατί έχω μάθημα μουσικής σε λίγη ώρα κι άμα λείψω θα δημιουργηθεί αναστάτωση...”
-“…Μα … τι μου λες … τώρα … παιδί μου;”
-“…Πριν 20 και πλέον χρόνια, ήσουν ένας νέος βασιλιάς, που ‘χε γίνει ήδη θρύλος σ’ όλο τον ελλαδικό χώρο! Είχες μιαν όμορφη, νια γυναίκα κι ένα μικρό παιδάκι. Με μια φράση: είχες ό,τι θα ονειρευόταν κι ό,τι θα ζήλευε κανείς για τη δική του ζωή. Για κάποιους -ανεξιχνίαστους, ωστόσο σεβαστούς- λόγους, επέλεξες ν’ ακολουθήσεις ένα δρόμο, που μοιραία σ’ οδήγησε μακρυά απ’ όλ’ αυτά.
“‘Ακουσα πως όλοι εσείς οι γενναίοι έπρεπε να πάτε να περιμαζέψετε τη πόρνη, την Ελένη και να… πριονίσετε τα κέρατα του Μενελάου, που -ας είναι καλά ο αδελφός του- ήτανε βασιλιάς κι έτσι θα καταγραφεί τελικά στην ιστορία, από ένα μέρος μακρυνό που θα ‘πρεπε τελικά να καταστραφεί, για χάρη της και για χάρη του, επειδή το νεαρό βλαστάρι τους, ήτανε λιγάκι ζωηρό κι άμυαλο. Πατέρα … μεταξύ μας… κι εγώ έχω πλαγιάσει με παντρεμμένη… -ξέρεις πως είναι αυτά τα πράγματα- λες να ‘ρθει ο άντρας της με στρατό και να μας καταστρέψει ή τελικά είναι και θέμα δυνατοτήτων;”
-“Μα τι μου λες τώρα; Το χρέος…”
-“Ποιό χρέος πατέρα; Θα ‘φτανα κι εκεί, αμέσως μετά τη σύντομη εισαγωγή μου. Το χρέος ενός Βασιλιά, ενός συζύγου και πάτερα -κατά τη ταπεινή, προσωπική μου άποψη- είναι να βρίσκεται κοντά στο λαό, στη σύζυγό και στο παιδί του. Γιατί όλοι αυτοί τονε χρειάζονται! Γιατί έρχονται και πολύ δύσκολες στιγμές που ‘ναι δυσβάσταχτες χωρίς αυτόν, πίστεψέ με. Να λείψει, δε λέω, αλλά για λίγο και για πραγματικά σοβαρούς λόγους. Ξέρεις πατέρα με τί αντίπαλο τα ‘βαλες όλ’ αυτά τα χρόνια; …Όχι … Όχι … Δεν ήσαν αυτοί οι πραγματικοί σου εχθροί…αυτοί δεν ήσαν τίποτε…! Τα ‘βαλες με το Χρόνο και μάλιστα σ’ αυτή τη μάχη, υπήρξες αλαζών!
“Ο Χρόνος ο γλύπτης είναι παράφορος, ειν’ αήττητος και φθείρει λίγο-λίγο, υπομονετικά κι αργά, όλα μας τα καλά, ιδιαίτερα όταν είμαστε απόντες. Βέβαια, εσύ είσαι πολύ σωστός σ’ όλα σου κι έτσι σ’ έφθειρε σαφώς λιγώτερο, όμως δε του γλύτωσες ούτε κι εσύ εντελώς. Έρχεσαι τώρα εδώ και μου ζητάς να σου προσφέρω κάτι, έτσι απότομα και ξαφνικά, όταν αυτό το κάτι κερδίζεται δευτερόλεπτο-δευτερόλεπτο, λεπτό-λεπτό, μέρα-μέρα, χρόνο-χρόνο και φυσικά με παρουσία. Πού ήσουν όταν εγώ αρρώσταινα; Όταν έκανα τα πρώτα μου δειλά βηματάκια; Όταν μεγάλωνα σιγά-σιγά και μαζί με μένα μεγαλώνανε κι οι απορίες κι οι ανησυχίες μου; Τί μυστικά μου ‘μαθες; Τόξο; Άλογα; Γυναίκες; Όχι! Έλειπες για το χρέος. Σεβαστόν, απολύτως σεβαστόν! Ωστόσο εφθάρης παρ’ όλο που ‘φερες μ’ επιτυχία -απ’ όσο έμαθα- σε πέρας το χρέος σου!
“Αλήθεια τη μητέρα τη σκέφτηκες καθόλου; Την άφησες ολομόναχη, νεαρή, ομορφούλα και λυγερή, να περιβάλλεται και να πολιορκείται από τόσους και τόσους όμορφους πρίγκηπες. Να ‘φαίνει και να ‘ξυφαίνει σ’ αυτό τον αργαλειό κι εγώ να τη κρυφοκοιτώ και να τη καμαρώνω! Ξέρεις τι έκανε τις νύχτες, όταν πίστευε πως δε την έβλεπε κανείς; Σκέπαζε τ’ όμορφο προσωπάκι με τα κρινένια χεράκια της κι έκλαιγε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε! Πήγαινε στο δωμάτιό σας, στο κρεβάτι το ολόαδειο κι έπαιρνε ένα πουκάμισό σου, το ‘φερνε στο στόμα το κεράσινο και το φιλούσε κλαίγοντας μ’ αναφιλητά!
“Άξιζε τελικά τόσο το χρέος σου πατέρα, τις τόσες απώλειες; Εκείνη μ’ ένα πουκάμισο αδειανό κι εσείς όλοι για μιαν Ελένη; … Όχι … μην απαντήσεις … συνεχίζω παρακαλώ…
“Πέρασε καιρός έτσι πατέρα… πολύς καιρός. Πόσος; Μη μου ζητάς να υπολογίσω. Η πολιορκία μαινόταν γύρω της. Τόσοι όμορφοι νεαροί, τόσον έξυπνοι κι ικανοί, τόσο ανδρείοι, τόσο άντρες,-όχι όσο εσύ, πουθενά-, αλλά τόσο… παρόντες! Τι πιστεύεις λοιπόν; Πόσες Άνοιξες μπορεί ν’ αντισταθεί μια νια καρδιά που τη στεγνώνει η απουσία;
“Μοιραία λοιπόν, κάποια απ’ αυτές τις Άνοιξες -εκείνη που το βασίλειο περνούσε μια από τις πιο δύσκολες περιόδους, χωρίς το Βασιλιά του- αφέθηκε να ενδώσει. Εκείνο το πρωί -τη κρυφοκοίταζα- σηκώθηκε, πλύθηκε, χτένισε τα όμορφα μακριά μαλλιά, στολίστηκε μ’ όμορφα κοσμήματα και φόρεσε το πιο όμορφο φόρεμα, έκρυψε επιμελώς το αδειανό σου πουκάμισο, -αφού πρώτα είχε κλάψει για πολύ κι είχε σκουπίσει τα μάτια της πάνω του- έβαλε ένα όμορφο λουλούδι στα μαλλιά και βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας το απολλωλός παρελθόν πίσω, με μιά πονεμένη αποφασιστικότητα.
“Είχε διαλέξει τον πρώτο μεταξύ ίσων -παρόντων- παλικαριών! Εκείνος δε γέμισε το τεράστιο κενό σου -μπορώ εύκολα να το υποθέσω, αλλά δε ξέρω κατά πόσο σ’ ανακουφίζει- ούτε κάλυψε πλέρια το δικό μου κενό. Απλά έγινε για μένα πατέρας-παρουσία και σύζυγος-παρών για κείνη. Έτσι όλα τακτοποιηθήκανε κατά τον καλλίτερο δυνατό τρόπο και σιγά-σιγά μα σταθερά, αποκαταστάθηκε η ελλειπής ζωή. Ξαναγύρισε το χαμόγελό μας -ίσως όχι τόσο πλατύ όσο θα το θέλαμε αλλά πάντως χαμόγελο- κι όλα πήρανε πάλι το χρώμα τους. Χτίσαμε στα ερείπιά σου, άλλα διαφορετικά κτίρια. Τώρα εσύ με τον ερχομό σου, ζητάς να τ’ αλλάξουμε όλ’ αυτά, να γκρεμίσουμε και να ξαναχτίσουμε από την αρχή.
“Αυτή η διαδικασία, -ακόμα και σ’ ιδανικότατες συνθήκες, που δεν υπόσχεται κανείς πως θα τύχεις, μάλιστα εκτιμώ πως οι πιθανότητες ειν’ ενάντιες-, είναι δύσκολη, χρονοβόρα κι επίπονη. Εκτός όμως όλων αυτών, επιφέρει τρομερές ανακατατάξεις, τόσο σωματικές, όσο συναισθηματικές σε μας και στους γύρω μας.
“Πατέρα… είσαι σίγουρος πως θέλεις να το ζήσεις όλο αυτό, ειδικά μετά από τόσα που -περάσαμε- πέρασες; Έχεις κερδίσει μέχρι τώρα, τη τρομερή και δοξασμένη φήμη, τη μακρυνή αγάπη και νοσταλγία μας -το πουκάμισό σου είναι μεν ακόμα κρυμμένο αλλά είναι …ακόμα εκεί- και το κρυφό μας καμάρι. Είσαι σίγουρος λοιπόν πως θέλεις να διακινδυνεύσεις όλα τούτα, διεκδικώντας, σε μιά αμφίβολη μάχη, κάποια άλλα παλιά, σχεδόν ξεχασμένα κι απενεργοποιημένα; Εκτιμώ πως πολλά θα ρισκάρεις κι ενώ έχεις κερδίσει πολλά σε απουσία. Είδες κι έμαθες καλά πως οι μάχες έχουνε δυστυχώς κι απώλειες. Είσαι λοιπόν σίγουρος; Σκέψου το…
“Εγώ τώρα …λυπάμαι, πρέπει να σ’ αφήσω… Έχω ήδη αργήσει στο μάθημά μου, αλλά έχω να πω και τούτο το τελευταίο: Πατέρα …χάρηκα που σε γνώρισα επιτέλους, έστω κι αργά κι έδωσα μορφή στο, μέχρι τώρα, τυφλό θαυμασμό μου. Αν φύγεις έτσι όπως ήρθες, διαφυλάσσοντας κεκτημένα, θα καταλάβω και κανείς ποτέ δε θα μάθει πως ήρθες και φυσικά σε τίποτε δε θα πέσεις στα μάτια μου. Ίσα-ίσα, ο θαυμασμός μου για μιαν ακόμα ανδρεία ενέργειά σου -γιατί αναγνωρίζω τί ανδρεία απαιτείται για να γίνει όλο τούτο- θα μεγαλώσει κι άλλο. Αν η απόφασή σου είναι να εγείρεις τελικά νέον αγώνα -που κι εκεί απαιτείται επίσης ανδρεία τρομερή- και να διεκδικήσεις τα χαμένα, σου δίνω υπόσχεση να τύχεις, από μένα τουλάχιστον, τίμιας αντιμετώπισης. Ελπίζω κι εσύ να ξέρεις τί ανδρεία απαιτείται από μένα για κάτι τέτοιο. Γεια σου πατέρα… και να με συγχωρείς πολύ αν σε λυπήσανε τα λόγια μου“…
Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι μηχανικά, μένοντας να κοιτά το κενό, εκεί που έστεκε ο γιος του! Ο οποίος απομακρύνθηκε βιαστικά, προς τα ενδότερα του παλατιού, ωστόσο πριν χαθεί πίσω από τους τοίχους έριξε μια τελευταία ματιά στον καταβεβλημένο, βρώμικο άντρα. Ήθελε να κρατήσει, για τη περίπτωση που δε τονε ξανάβλεπε ποτέ, μια τελευταία εικόνα. Δεν ένιωθε παραμικρή τύψη για όσα είπε, παρόλο που ‘πε και μερικά ψέμματα. Μερικά τόσα δα ψεμματάκια που δεν έκαναν κακό. Για το μόνο ψεμματάκι που ‘πε και τύπτεται απ’ αυτό, είναι κείνο περί της τίμιας αντιμετώπισης, αλλά μέσα του ξέρει -κι εύχεται μάλιστα ολόψυχα- πως μάλλον δε θα χρειαστεί να το δείξει πραγματικά.
Ο κουρασμένος, ρακένδυτος, βρώμικος άντρας κατηφορίζει αντίθετα το δρόμο που ανέβηκε πριν λίγη ώρα -και με πόση λαχτάρα- με βήμα αργό και κουρασμένο, γεμάτος σκέψεις. Στ’ αυτιά του ηχεί ακόμα παράξενα η φωνή του γιου, που μέσα σε λίγα λεπτά, αφαίρεσε το λόγο όλων εκείνων των ταλαιπωριών, κατά τη δεκαετή επιστροφή. Φωνή λογική, δε μπορεί να μη το παραδεχθεί αυτό κι αυτή η σκέψη τονε κάνει να νιώσει περήφανος γι’ αυτόν και ντροπή που αρχικά τον αδίκησε, με τη πρώτη ματιά.
Φτάνει ξανά πίσω στην ακτή και στην άκρη του κύματος, βλέπει μικρά κομμάτια ναυαγίου, -ίσως να ‘ν’ από το δικό του ναυάγιο, κανείς δε ξέρει, ο κόσμος είναι τόσο μικρός και τόσο μέγας- να χτυπάνε στα βράχια.
Στέκεται πάνω σε ένα βράχο κι αγναντεύει πέρα τον ορίζοντα σκεφτικός!
– – – – – – – – – – – – – – –
…Εκεί τον έπιασε αυτή τη φορά η φαντασία μου… κι εγώ λάτρεψα αυτό τον ήρωα κι εγώ τονε χάιδεψα λιγάκι, βάζοντας στο στόμα του Τηλέμαχου αυτά τα γλυκά ψεμματάκια. Θα μπορούσαν να ‘ναι πολύ χειρότερα τα πράγματα. Υπάρχουνε χρέη και χρέη. Μερικά πληρώνονται, μερικά πληρώνουν. Όσο και να τονε λατρεύω όμως, δε μπορώ να υποσχεθώ τίποτε. Ούτε τίμια μάχη, ούτε το βράχο της Ωγυγίας ή το νησί των Φαιάκων.
Εκεί είχε φθάσει νικητής, παρόλη τη πρόσκαιρη ήττα κι ήταν διεκδικήσιμος ελέω χρέους και παρελθόντος. Τώρα δεν είναι πια έτσι. Δεν έχει χρέος και το παρελθόν τον απεμπόλησε. Μήτε μπορώ να του υποσχεθώ άλλες Ωγυγίες κι όμορφες νύμφες. Δε μπορώ επίσης να δώσω πίσω τα νιάτα και το σφρίγος του. Ούτε μπορώ να τονε γυρίσω πίσω στην αρχή να ξαναεπιλέξει, αν κι είμαι σίγουρος πως πάλι τα ίδια θα επέλεγε.
Στέκεται λοιπόν σκεφτικός πάνω σ’ ένα βράχο κι αγναντεύει πέρα το μακρυνό ορίζοντα. Έτσι τονε φαντάστηκα και τώρα θα ‘θελα να κλείσω αυτό το κείμενο προσπαθώντας, όσο αυτό είναι δυνατό, να μπω λιγάκι στη σκέψη του.
– – – – – – – – – – – – – – – –
Στέκεται σκεφτικός πάνω σ’ ένα βράχο κι αγναντεύει πέρα το μακρυνό ορίζοντα. Είδε κι έμαθε, πως στο δρόμο προς το χρέος, μπορεί κανείς να γνωρίσει τα πάντα. Χωρίς το χρέος να τον ωθεί, νιώθει κενός κι η πορεία δεν έχει πια γοητεία. Έμαθε επίσης πως το χρέος μπορεί να ‘ναι τίποτε, απλά ένα σημάδι τερματισμού, σ’ έναν αγώνα δρόμου. Άρα λοιπόν εκείνο που χρειάζεται τώρα ειν’ ένα χρέος…
Για πρώτη φορά χαμογελά έστω και πικρά. Πετά ένα βότσαλο στην ήρεμη θάλασσα, με τέτοια δύναμη και δεξιοτεχνία, που κάνει πάμπολλες αναπηδήσεις πάνω στα νερά και βουλιάζοντας, στη τελευταία, κάνει και τη θάλασσα να χαμογελάσει, μ’ ένα χαμόγελο που όλο πλαταίνει…
Δεκέμβρης 2001
—————————————————————
* Αναφέρομαι στο κείμενο μου με τίτλο “Διέξοδος“.
Μια Άλλη Διέξοδος(20 χρόνια μετά)
