Βιογραφικό
Ο Άρθουρ Μάχεν (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Arthur Llewellyn Jones) ήταν Ουαλλός συγγραφέας του Φανταστικού, του υπερφυσικού, του τρόμου αλλά και μυστικιστής από την αρχή της 10ετίας 1890 ως και τις αρχές του 20 αι. Έμεινε γνωστός για την επιρροή που άσκησε στο χώρο της φανταστικής αλλά και τρόμου, λογοτεχνίας, -ίσως ο σημαντικώτερος όλων, καθώς ενέπνευσε πλήθος άλλων συγχρόνων αλλά και μεταγενέστερων συγγραφέων, ν’ ασχοληθούν με τη συγγραφή ιστοριών τρόμου. Η νουβέλα του με τίτλο The Great God Pan (1890 -94) είναι κυρίως υπεύθυνη για τη μεγάλη φήμη του κι ανάγκασε τον μεγάλο συγγραφέα τρόμου Στέφεν Κινγκ να τη περιγράψει ως τη καλλίτερη μες στην αμερικανική ιστορία τέχνης, αλλά και γενικά στην αγγλική γλώσσα, στο είδος της. Επίσης άλλη γνωστή πολύ είναι κι η The Bowmen, μικρό διήγημα που επίσης διαβάστηκε πολύ, εγκαθιδρύοντας έτσι τη θρύλο των Αγγέλων του Μονς (Οι Άγγελοι του Mons είναι ένας δημοφιλής μύθος για μια ομάδα αγγέλων που υποτίθεται ότι προστατεύανε τα μέλη του βρεττανικού στρατού στη μάχη του Mons στις αρχές του Α’ Παγκ. Πολ.). Αρκετοί σύγχρονοι συγγραφείς της Φανταστικής Λογοτεχνίας βλέπουνε τις προσπάθειές τους ν’ αντικατοπτρίζουνε τη ζωή και το έργο του Μάχεν. Ποιός όμως ήταν ο Άρθουρ Μάχεν;
Την πρώτη φορά που πιάνεις στα χέρια σου βιβλία από τις εκδόσεις Tartarus Press σου φαίνονται σχεδόν τόσο πνευματικά όσο οι υπερφυσικές ιστορίες που περιέχουν. Η εκλεπτυσμένη απλότητα της παρουσίασής τους, τα χειροποίητα δεσίματα και τα κρεμ εξώφυλλα με τις μινιμαλιστικές διακοσμήσεις τους επαναφέρουν ως αίσθηση τους περασμένους αιώνες όταν τα βιβλία ήτανε σπάνια σα θησαυρός. Οι ιστορίες του μπορεί να μη διαβάζονται τόσο συχνά πια, όμως οι ιδέες του κρύβονται στη καρδιά των σύγχρονων ιστοριών τρόμου που γράψανε συγγραφείς όπως ο Κing κι ο Clive Barker. Η μυθολογία Κθούλου του Λάβκραφτ είναι βαθιά επηρεασμένη από τα διηγήματά του, καθώς και τα βιβλία όλων σχεδόν των συγγραφέων ιστοριών τρόμου. Ίσως ο σημαντικώτερος λοιπόν, αλλά κείνος που θυμούνται λιγώτερο οι αναγνώστες από τους συγγραφείς του machenaliaεν λόγω εκδοτικού oίκου, ήταν ο Ουαλλός συγγραφέας του υπερφυσικού, της φαντασίας και του Τρόμου Άρθουρ Μάχεν (1863 -1947).
Γεννημένος μες στη κοινωνική ενδοχώρα ανάμεσα στις προνομιούχες Ανώτερες τάξεις και τη φτώχεια των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, έλαβε την εξαιρετική του αρχική εκπαίδευση αλλά δεν είχε τα χρήματα να φοιτήσει μετέπειτα στο πανεπιστήμιο. Παρ’ όλ’ αυτά κυνήγησε μία καρριέρα σα συγγραφέας, δουλεύοντας ως δημοσιογράφος και γράφοντας τις νύχτες, μία σκληρή δουλεία που τον έκανε ωστόσο να εδραιώσει τον εαυτό του στα 30 του ως συγγραφέα τρόμου. Αυτή η επιτυχία του όμως θα του γύριζε μπούμερανγκ όταν η σχέση του με τη παράξενη κατηγορία διηγημάτων καθιστούσε αδύνατη την όποια προσπάθεια εύρεσης εκδότη για τα συγγράμματά του καθώς εκείνα εξελίσσονταν συνεχώς, κάτι που έκανε τις ιστορίες του να παραμείνουν ανέκδοτες για αρκετά χρόνια. Με την αλλαγή του αιώνα κι έπειτα από το θάνατο της 1ης συζύγου του, εγκατέλειψε τη συγγραφή Φανταστικής Λογοτεχνίας. Όμως η πέννα του συνέχισε να μιλά για τον εαυτό της κι η άνοδός της οδήγησε σε μία μεγάλη αναζωπύρωση ενδιαφέροντος τη 10ετία του 1920, κάτι που έκανε τον Άρθουρ να ξεκινήσει τη συγγραφή ξανά.
Το Σπίτι που γεννήθηκε
Οι αξίες που έκαναν τόσο σημαντική την δουλειά του Μάχεν είναι οι ίδιες αξίες που οδηγήσανε τη παράδοση της παράξενης Λογοτεχνίας. Από τη πρώιμη ιστορία του The Great God Pan, το αριστούργημά του The Hill of Dreams ως τη δουλειά της τελευταίας περιόδου του, παρέμεινε αποφασισμένος να ταξιδέψει τους αναγνώστες του σε Μυστικιστικούς Κόσμους κι υπερφυσικές καταστάσεις. Μέσα σε μία κοινωνία προσηλωμένη στο χριστιανικό ζήλο, δημιούργησε μία παγανιστική κι απόκρυφη ιδεολογία για να ζωντανέψει τη γραφή του. Σε μία εποχή όπου ο επιστημονικός ρασιοναλισμός ερχότανε πλήρως στο προσκήνιο, ο Μαχεν κι άλλοι συγγραφείς της παράξενης λογοτεχνίας συνέχιζαν να υποστηρίζουνε πως οι μυστικιστικές εμπειρίες είναι ένα χρήσιμο εργαλείο για να κατανοήσουμε τον σύγχρονο κόσμο, επιχείρημα που διαρκεί στα βάθη του χρόνου ως και τις μέρες μας.
Από το ξεκίνημα της συγγραφικής του καρριέρας ο Άρθουρ Μάχεν ασπάστηκε τη μυστικιστική πεποίθηση πως ο συνηθισμένος κόσμος μας κρύβει ένα πιο μυστηριώδη και παράξενο κόσμο πέρα από μας. Οι gothic ιστορίες του που χρονολογούνται στο 1890 επισημαίνανε πως αν σηκώσει κανείς αυτό το πέπλο προς τον παράδοξο αυτό κόσμο θα μπορούσε να οδηγηθεί στη τρέλλα, το θάνατο ή και στον συνδυασμό αυτών. Ο Μάχεν ήταν ενθουσιασμένος για το είδος της λογοτεχνίας που εξέφραζε αυτή την όμορφη αίσθηση του άγνωστου, τη προσμονή του μυστηρίου που εστιαζότανε στη λέξη έκσταση. Ήτανε παθιασμένος για συγγραφείς κι ιστορίες που επιτύγχαναν αυτού του είδους την αίσθηση και το ίδιο επιχειρούσε να κάνει κι ο ίδιος με ομολογουμένως μεγάλην επιτυχία. Η έντονη αντίθεσή του με την υλιστική οπτική του σύγχρονου κόσμου είναι καταφανής σε αρκετά από τα έργα του, τοποθετώντας τον ως έναν από τους πρωτοπόρους του Νεορρομαντισμού.
Μερικά ακόμα έργα του Μάχεν, -εκτός τα 2 προαναφερθέντα είναι: The Inmost Light, The White People, The Three Impostors, The Novel of the Black Seal, The Novel of the White Powder, The Secret Glory, The Great Return, The Terror, The Shining Pyramid, A Fragment of Life, House of Souls, Tales of Horror and the Supernatural, και πολλών άλλων ακόμα, καθώς κι ενός πλήθους άρθρων, δοκιμίων και μυστικιστικών μελετών. Έζησε μια ζωή αφιερωμένη στη λογοτεχνία, στη μελέτη, στον μυστικισμό, στην αναζήτηση του Θαυμαστού, στις περιηγήσεις, στη φυσιολατρία, στις ασυνήθιστες και λεπτεπίλεπτες ενασχολήσεις ενός εκκεντρικού. Το έργο Ο Λόφος των Ονείρων (The Hill of Dreams) θεωρείται το αριστούργημά του, μια νουβέλα για ονειροπόλους, συγκαλυμμένα αυτοβιογραφική, αξεπέραστα ψυχεδελική, ένα ρομαντικό decadent όραμα, μια λογοτεχνική μεταστοιχείωση της πραγματικότητας.
Γεννήθηκε 3 Μάρτη 1863 στο Caerleon, Monmouthshire στην Ουαλλία. Το σπίτι της γέννησής του, απέναντι από το Olde Bull Inn στην πλατεία του Caerleon, είναι δίπλα στο ξενοδοχείο Priory και σήμερα επισημαίνεται με αναμνηστική μπλε πλάκα. Το πανέμορφο τοπίο του Monmouthshire (στο οποίο αναφέρεται συνήθως με το όνομα του μεσαιωνικού βασιλείου της Ουαλλίας, Gwent), με τις μίξεις της Κελτικής, Ρωμαϊκής και Μεσαιωνικής ιστορίας, του έκανε ισχυρή εντύπωση κι η αγάπη του γι’ αυτό τον τόπο, είναι χαραγμένη στη καρδιά πολλών από τα έργα του.
Καταγόταν από μια μακρά γραμμή κληρικών κι η οικογένειά έλκει τη καταγωγή της από το Carmarthenshire. Τέλη του 1864, όταν ήτανε στα 2 του περίπου, ο πατέρας του Τζον Έντουαρντ Τζόουνς έγινε αντιπρόσωπος της ενορίας Llanddewi Fach στο Llandegveth, περίπου 5 μίλια βόρεια του Caerleon κι ο Machen ανατράφηκε στη λέσχη εκεί. Ο Τζόουνς είχε υιοθετήσει το πατρικό του όνομα, Machen, για να κερδίσει μια κληρονομιά και νόμιμα να γίνει “Jones -Machen”. Ο γιος του βαφτίστηκε με αυτό το όνομα κι αργότερα χρησιμοποίησε μια σύντομη έκδοση του πλήρους ονόματός του, Arthur Machen, ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Ο τοπικός λαογράφος κι ιστορικός Φρέντ Χάντο παρακολουθεί το ενδιαφέρον του Μάχεν για τον αποκρυφισμό σ’ ένα τόμο του Household Words στη βιβλιοθήκη του πατέρα του, στην οποία διάβαζε, στα 8 του, έν εντυπωσιακό άρθρο για την αλχημεία. Ο Hando αναφέρει την άλλη πρώιμη ανάγνωση του Machen:
“Αγόρασε το De Quincey’s Confessions of an English Opium Eater, στο σιδηροδρομικό σταθμό του Πόντυπουλ, τις Αραβικές Νύχτες στον αντίστοιχο σταθμό του Χέρεφορντ και δανείστηκε τον Δονι Κιχώτη από τη κυρία Γκουίν από τη Λέσχη του πατέρα του. Στη βιβλιοθήκη του πατέρα του δε, βρήκε τις Νουβέλλες Γουέβερλυ, μια 3τομη έκδοση του Γλωσσαρίου της Γοτθικής Αρχιτεκτονικής κι έναν από τους 1ους τόμους ποίησης του Τέννυσον“.
Στα 11 του εισήχθη στη σχολή του Καθεδρικού Ναού του Χέρεφορντ, όπου έλαβεν εξαιρετική κλασσική εκπαίδευση. Η οικογενειακή φτώχεια απέκλειε τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο κι ο Άρθουρ εστάλη στο Λονδίνο, όπου έδωσε εξετάσεις στην ιατρική σχολή, αλλά χωρίς επιτυχία. Ωστόσο, έδωσε λογοτεχνικές υποσχέσεις, εκδίδοντας το 1881 ένα μακροσκελές ποίημα το Ελευσίνια, για τα Ελευσίνια Μυστήρια. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, έζησε σε σχετική φτώχεια, προσπάθησε να εργαστεί ως δημοσιογράφος, ως υπάλληλος του εκδότη του κι ως δάσκαλος παιδιών, γράφοντας το βράδυ και πηγαίνοντας σε πολυάριθμους περιπάτους στο Λονδίνο.
Το κτίριο της λάσχης Llanddewi Fach
Το 1884 δημοσίευσε το 2ο έργο του, το Pastiche The Anatomy of Tobacco κι εξασφάλισε συνεργασία με τον εκδότη και βιβλιοπώλη George Redway ως καταλογογράφος κι εκδότης περιοδικών. Αυτό οδήγησε σε περαιτέρω εργασία ως μεταφραστής από τα γαλλικά, μεταφράζοντας το Heptameron της Marguerite de Navarre, το Le Moyen de Parvenir (φανταστικές ιστορίες) της Béroalde de Verville και τα απομνημονεύματα του Casanova. Οι μεταφράσεις του Machen σε καθαρό πνευματικό αγγλικό ύφος μείνανε στο προσκήνιο για πολλά χρόνια.
Το 1887, το έτος που πέθανε ο πατέρας του, ο Machen παντρεύτηκε την Amelia Hogg, μιαν ασυνήθιστη δασκάλα μουσικής με πάθος για το θέατρο, που είχε λογοτεχνικούς φίλους στους μποέμικους κύκλους του Λονδίνου. Η Hogg σύστησε το σύζυγό της στον συγγραφέα κι αποκρυφιστή Α. Ε. Waite, ο οποίος επρόκειτο να γίνει ένας από τους πιό στενούς φίλους του. Γνωρίστηκεν επίσης και με άλλα λογοτεχνικά πρόσωπα, όπως ο Μ. Ρ. Shiel κι ο Edgar Jepson. Λίγο μετά το γάμο του, άρχισε να λαμβάνει μια σειρά κληροδοτημάτων από συγγενείς της Σκωτίας που του επέτρεπαν να αφιερώνει σταδιακά περισσότερο χρόνο στη γραφή.
Περί το 1890 άρχισε να δημοσιεύει σε λογοτεχνικά περιοδικά, γράφοντας ιστορίες επηρεασμένες από τα έργα του Robert Louis Stevenson, σε μερικές από τις οποίες χρησιμοποίησε γοτθικά ή φανταστικά θέματα. Αυτό οδήγησε στη 1η μεγάλη επιτυχία του, The Great God Pan. Δημοσιεύθηκε το 1894 από τον John Lane στη σειρά Keynotes, η οποία ήταν μέρος του αυξανόμενου αισθητικού κινήματος της εποχής. Η ιστορία του καταγγέλθηκε ευρέως για το σεξουαλικό και τρομακτικό περιεχόμενό της και κατά συνέπεια πωλήθηκε καλά, πηγαίνοντας σε μια 2η έκδοση.
Ο Machen εξέδωσε το 1895 το The Three Imposters, ένα μυθιστόρημα που αποτελείται από μια σειρά από περιπλεγμένα τεχνηέντως μικρά παραμύθια. Το μυθιστόρημα κι οι ιστορίες μέσα σε αυτό τελικά θεωρήθηκαν ως τα καλλίτερα έργα του. Ωστόσο, μετά από το σκάνδαλο γύρω από τον Oscar Wilde αργότερα εκείνο το έτος, η συνεργασία του Machen με έργα παρακμιακού τρόμου τονε δυσκόλευε να βρει έναν εκδότη για νέα έργα. Έτσι, αν και θα γράψει μερικά από τα μεγαλύτερα έργα του τα επόμενα χρόνια, κάποια δημοσιευθήκανε πολύ αργότερα. Αυτές περιλαμβάνουνε τα: The Hill of Dreams, Hieroglyphics, A Fragment of Life, The White People κι οι ιστορίες αυτές που συγκεντρωθήκανε στον τόμο Ornaments in Jade,

Το 1899, η σύζυγός του Amy, πέθανε από καρκίνο μετά από μια μακρά περίοδο ασθένειας. Αυτό είχε καταστροφική επίδραση στον ίδιο. Μόνο σταδιακά ανέκαμψε από την απώλειά του τον επόμενο χρόνο, εν μέρει μέσω της στενής του φιλίας με τον Α. Ε. Waite. Ήταν μέσω της επιρροής του Waite ότι ο Machen εντάχθηκε αυτή κείνη την εποχή στο Hermetic Order of the Golden Dawn, αν και το ενδιαφέρον του για την οργάνωση δεν ήταν διαρκές ή πολύ βαθύ. Η ανάκαμψη του Machen βοηθήθηκε περαιτέρω από την ξαφνική αλλαγή της σταδιοδρομίας του, που έγινε ηθοποιός το 1901 και μέλος της εταιρείας ταξιδιώτων του Frank Benson, ένα επάγγελμα που τον πήγε στη χώρα.
Αυτό οδήγησε το 1903 σε ένα 2ο γάμο, με τη Dorothie Purefoy Hudleston, η οποία έφερε πολύ ευτυχία στον ίδιο. Κατάφερε να βρει έναν εκδότη το 1902 για τη προηγούμενη γραπτή του εργασία τα Ιερογλυφικά, μια ανάλυση της φύσης της λογοτεχνίας, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αληθινή λογοτεχνία πρέπει να μεταφέρει “έκσταση”. Το 1906 η λογοτεχνική καρριέρα του ξεκίνησε για άλλη μια φορά να ευδοκιμεί καθώς το βιβλίο The House of Souls επιλέχτηκε σαν από τα πιο αξιοσημείωτα έργα του της δεκαετίας του ’90 κι άνοιξε δρόμους σε νέο ακροατήριο. Δημοσίευσε επίσης ένα σατιρικό έργο, Dr Stiggins: His Views and Principles, αλλά γενικά θεωρείται ένα από τα πιο αδύναμα έργα του.
Την ίδια εποχή επίσης διερευνούσε τον Κελτικό Χριστιανισμό, το Άγιο Δισκοπότηρο και το Βασιλιά Αρθούρο. Δημοσιεύοντας τις απόψεις του στην Ακαδημία του Λόρδου Άλφρεντ Ντάγκλας, για την οποία έγραφε τακτικά, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μύθοι του Δισκοπότηρου στη πραγματικότητα βασίζονταν σε αμυδρές αναμνήσεις των τελετών της Κελτικής Εκκλησίας. Αυτές οι ιδέες εμφανίστηκαν επίσης έντονα στο μυθιστόρημα The Secret Glory που έγραψε αυτή τη εποχή, σηματοδοτώντας τη 1η χρήση στη μυθοπλασία της ιδέας για την επιβίωση του Grail στη σύγχρονη εποχή με κάποια μορφή, μια ιδέα που χρησιμοποιείται μέχρι τώρα, όπως κι από τον Charles Williams (Πόλεμος στον Ουρανό), τον Νταν Μπράουν (Ο Κώδικας Ντα Βίντσι) και τον Τζωρτζ Λούκας (Ιντιάνα Τζόουνς κι η Τελευταία Σταυροφορία). Το 1907, το Hill of Dreams, που γενικά θεωρείται αριστούργημά του, δημοσιεύθηκε τελικά, αν και δεν αναγνωρίστηκε πολύ εκείνη την εποχή.
Μια συνέντευξή του στο ραδιόφωνο του BBC το 1937
Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να εργάζεται σε διάφορες θέσεις και με δημοσιογραφικό έργο, αλλά δυσκολευόταν όλο και πιότερο να κερδίσει τα προς το ζην και τα κληροδοτήματα του είχαν εξαντληθεί. Παρακολούθησε επίσης λογοτεχνικές συναντήσεις όπως οι New Bohemians κι οι Square Club. Τέλος, αποδέχτηκε την εργασία του δημοσιογράφου με πλήρη απασχόληση στα Evening News του Alfred Harmsworth το 1910. Το Φλεβάρη του 1912 γεννήθηκε ο γιος του Hilary, ακολουθούμενος από μια κόρη τη Janet το 1917. Η έλευση του πολέμου το 1914 είδε τον Machen να επιστρέφει στη δημοσιότητα για 1η φορά σε 20 έτη λόγω της έκδοσης του The Bowmen και της επακόλουθης δημοσιότητας γύρω από το επεισόδιο Angels of Mons. Δημοσίευσε μια σειρά από ιστορίες που αξιοποιούσαν αυτή την επιτυχία, οι περισσότερες από τις οποίες ήτανε προπαγάνδα που προκάλεσε την ηθική, αλλά η πιο αξιοσημείωτες ήταν, Η Μεγάλη Επιστροφή (1915) κι η νουβέλα The Terror (1917). Δημοσιεύει επίσης μια σειρά αυτοβιογραφικών άρθρων κατά τη διάρκεια του πολέμου, που αργότερα ανατυπωθήκανε σε μορφή βιβλίων ως Far Off Things. Κατά τη διάρκεια των μαχών συναντήθηκε επίσης κι υποστήριξε το έργο ενός συναδέλφου, του Welshman, Caradoc Evans.
Σε γενικές γραμμές, όμως, δεν του άρεσε να εργάζεται στην εφημερίδα και μόνον η ανάγκη να κερδίσει χρήματα για την οικογένειά του, ήτανε που τονε κράτησε σ’ αυτή. Τα χρήματα βοήθησαν αρκετά, επιτρέποντάς του να μετακομίσει το 1919 σε μεγαλύτερο σπίτι με κήπο, στο δάσος του Αγίου Ιωάννη, το οποίο κι έγινε αγαπημένο μέρος συγκέντρωσης για λογοτεχνικούς κύκλους, στους οποίους υπήρχανε φίλοι όπως ο ζωγράφος Augustus John, D. B., o Wyndham Lewis κι o Jerome K Jerome. Η απόλυσή του από την Evening News το 1921 ήρθε ως ανακούφιση από μιαν άποψη, αν και προκάλεσε οικονομικά προβλήματα. Ο Machen, όμως, αναγνωρίστηκε από τους συγχρόνους του ως ένας σπουδαίος χαρακτήρας του Fleet Street και παρέμεινε σε ζήτηση ως συγγραφέας δοκίμων για πολλά έτη ακόμα μες στα ’20’ς.
Το 1922 είδε μια αναβίωση των λογοτεχνικών πεπραγμένων. Η Μυστική Δόξα (The Secret Glory), που θεωρούνταν κάπως ως το τελικό αριστούργημά του, δημοσιεύθηκε τελικά, όπως κι η αυτοβιογραφία του Far Off Things κι οι νέες εκδόσεις των, The House of Souls και The Hill of Dreams. Τα έργα του βρήκανε τώρα ένα νέο ακροατήριο κι εκδότες στην Αμερική κι άρχισαν να έρχονται μια σειρά από αιτήματα για αναδημοσιεύσεις βιβλίων του. Οι Vincent Starrett, James Branch Cabell και Carl Van Vechten ήταν Αμερικανοί απόγονοι των Machen που βοηθήσανε σ’ αυτή τη διαδικασία. Έν άλλο σημάδι της αυξανόμενης τύχης του ήταν η έκδοση του 1923 μιας ανθολογημένης έκδοσης των έργων του (Caerleon Edition) και μια καταλογοβιβλιογραφία. Εκείνη τη χρονιά είδεν επίσης το φως ένας πρόσφατα ολοκληρωμένος 2ος τόμος αυτοβιογραφίας, Things Near & Far – ο 3ος και τελευταίος τόμος, The London Adventure, που δημοσιεύθηκε το 1924. Τα παλαιότερα έργα του Machen αρχίσανε ξαφνικά να έχουνε τρομερή ζήτηση και συλλεκτικά αυτή τη φορά, θέση που έχουνε κρατήσει από τότε. Το 1924 εξέδωσε μια συλλογή από κακές αναθεωρήσεις του δικού του έργου, με πολύ λίγα σχόλια, με τον τίτλο Precious Balms. Σ’ αυτή τη περίοδο ευημερίας, το σπίτι του Machen είδε πολλούς επισκέπτες και κοινωνικές συναντήσεις, ενώ ο ίδιος έκανε νέους φίλους, όπως ο Oliver Stonor.

Μέχρι το 1926, η έκρηξη στην αναδημοσίευση τελείωσε και τα έσοδα του Machen μειώθηκαν. Συνέχισε να αναδημοσιεύει προηγούμενα έργα σε συλλεκτικές εκδόσεις, καθώς και να γράφει δοκίμια κι άρθρα για διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες και να συνεισφέρει προλόγους κι εισαγωγές τόσο σε δικά του όσο και σε έργα άλλων συγγραφέων, όπως ο ιστορικός της Monmouthshire, Fred Hando, (The Pleasant Land of Gwent 1944) αλλά παρήγαγε λίγη νέα μυθοπλασία. Το 1927, έγινε αναγνώστης χειρογράφων για τον εκδότη Ernest Benn, πράγμα που του απόφερε ένα πολύ αναγκαίο τακτικό εισόδημα μέχρι το 1933.
Το 1929, αυτός κι η οικογένειά του απομακρύνθηκαν από το Λονδίνο στο Amersham στο Buckinghamshire, αλλά αντιμετώπιζαν ακόμη οικονομικές δυσκολίες. Έλαβε κάποια αναγνώριση για το λογοτεχνικό έργο του, όταν έλαβε σύνταξη 100 ₤ το χρόνο, το 1932, αλλά η απώλεια εργασίας από τον Benn ένα χρόνο αργότερα κατέστησε τα πράγματα δύσκολα για άλλη μια φορά. Λίγο περισσότερες ανθολογίες των μικρότερων έργων του Machen δημοσιεύθηκαν στη 10ετία του ’30, εν μέρει ως αποτέλεσμα της υποστήριξης του Machen από τον John Gawsworth, που άρχισε επίσης να εργάζεται σε μια βιογραφία του που δημοσιεύθηκε το 2005 μόνο χάρη στους φίλους του Arthur Machen. Οι οικονομικές δυσκολίες του τερματίστηκαν τελικά μόνο με τη λογοτεχνική υποστήριξη που ξεκίνησε το 1943 για τα 80στά γενέθλιά του. Τα αρχικά ονόματα της υποστήριξης αυτής δείχνουνε τη γενική αναγνώριση του αναστήματός του ως διακεκριμένου ανθρώπου των γραμμάτων, όπως οι Max Beerbohm, T. S. Eliot, Bernard Shaw, Walter de la Mare, Algernon Blackwood και John Masefield. Η επιτυχία της προσπάθειας αυτής επέτρεψε στον Machen να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μέχρι το θάνατό του στις 15 Δεκέμβρη του 1947, σε σχετική άνεση.

Από την αρχή της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας, υιοθέτησε μια μυστικιστική πεποίθηση ότι ο ταπεινός έκρυψε ένα πιο μυστηριώδη και παράξενο κόσμο πέρα από αυτόν. Τα γοτθικά και παρακμιακά του έργα της 10ετίας του 1890 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανύψωση αυτού του πέπλου θα μπορούσε να οδηγήσει σε τρέλλα, σεξ ή θάνατο και συνήθως σε συνδυασμό και των τριών. Τα μεταγενέστερα έργα του γίνανε κάπως λιγότερο προφανώς γεμάτα από γοτθικές παγίδες, αλλά γι’ αυτόν οι έρευνες στα μυστήρια είχανε πάντα ως αποτέλεσμα μετασχηματισμό και θυσία που άλλαζε τη ζωή. Αγάπησε τη μεσαιωνική εικόνα του κόσμου επειδή ένιωθε ότι εκδηλώθηκε μια βαθειά πνευματικότητα μαζί με μια θορυβώδικη γη.
Υπήρξεν ένας μεγάλος κι ενθουσιώδης υποστηρικτής της λογοτεχνίας που εξέφραζε την “το χάσιμο, την ομορφιά, τη λατρεία, το θαύμα, το δέος, το μυστήριο, την αίσθηση του άγνωστου, την επιθυμία για το άγνωστο” που συνοψίζεται στη λέξη έκσταση. Τα κύρια πάθη του ήτανε για τους συγγραφείς και το γράψιμο τους που αισθάνθηκε βαθιά και θέλησε να το πετύχει, μια ιδιοσυγκρασιακή λίστα που περιελάμβανε το Mabinogion και άλλα μεσαιωνικά μυθιστορήματα, τον François Rabelais, τον Miguel de Cervantes, τον William Shakespeare, τον Samuel Johnson, τον Thomas de Quincey, τον Charles Dickens, τον Arthur Conan Doyle, τον Edgar Allan Poe και το Robert Louis Stevenson. Αυτοί οι συγγραφείς που δεν κατάφεραν να επιτύχουν αυτό, ή πολύ χειρότερα δεν το επιχείρησαν καν, δεν κέρδισαν στιγμή τη προσοχή του Machen.
Η ισχυρή αντίθεσή του σε μιαν υλιστική άποψη είναι προφανής σε πολλά από τα έργα του, που τονε χαρακτηρίζουν σαν μέρος του νεορρομαντισμού. Ήτανε βαθειά καχυποψία για την επιστήμη, τον υλισμό, το εμπόριο και τον Πουριτανισμό, που ήταν αναθήματα για τη συντηρητική, μποέμικη, μυστικιστική και τελετουργική ιδιοσυγκρασία του. Η μολυσματική σατιρική σειρά του Machen από τα πράγματα που δεν του αρέσανε θεωρήθηκε ως αδυναμία του έργου και μάλλον χρονολογείται, ειδικά όταν έρχεται στο προσκήνιο σε έργα όπως ο Δρ Stiggins. Ομοίως, μερικές από τις ιστορίες του προπαγανδιστικού Α’ Παγκ. Πολ,.έχουν επίσης μικρή ελκυστικότητα σε σύγχρονο ακροατήριο.
Ο Machen, που γεννήθηκε ως γιος ενός κληρικού της εκκλησίας της Αγγλίας, είχε πάντα χριστιανικές πεποιθήσεις, αν και συνοδευόταν από μια γοητεία με αισθησιακό μυστικισμό. τα συμφέροντά του στον παγανισμό και τα απόκρυφα ήταν ιδιαίτερα εμφανή στα πρώτα του έργα. Διαβάστηκε καλά σε θέματα όπως η αλχημεία, η καμπάλα κι ο ερμητισμός, κι αυτά τα αποκρυφιστικά συμφέροντα αποτελούσαν μέρος της στενής του φιλίας με τον Α. Ε. Waite. Ο ιδιος πάντως, ήτανε πάντα πολύ προγειωμένος, απαιτώντας ουσιαστικήν απόδειξη πως είχε συμβεί ένα υπερφυσικό γεγονός κι ήταν επομένως εξαιρετικά σκεπτικιστής με τον Πνευματισμό. Σε αντίθεση με πολλούς από τους συγχρόνους του, όπως ο Όσκαρ Γουάιλντ κι ο Άλφρεντ Ντάγκλας, η αποδοκιμασία του για την Μεταρρύθμιση κι ο θαυμασμός του για τον μεσαιωνικό κόσμο κι η ρωμαιοκαθολιής του τελετουργία, δεν τον έσυραν πλήρως από τον Αγγλικανισμό -αν και ποτέ δεν είχε προσαρμοστεί άνετα στο βικτωριανό αγγλο -καθολικό πλήθος.
Ο θάνατος της πρώτης του συζύγου τον οδήγησε σ’ ένα πνευματικό σταυροδρόμι και βίωσε μια σειρά μυστικιστικών γεγονότων. Μετά τον πειραματισμό του με την Ερμητική Τάξη της Χρυσής Αυγής, το ορθόδοξο τελετουργικό της Εκκλησίας έγινε όλο και πιο σημαντικό γι ‘αυτόν, καθορίζοντας σταδιακά τη θέση του ως Υψηλής Εκκλησίας Αγγλικανός που ήτανe σε θέση να ενσωματώσει στοιχεία από τις δικές του μυστικιστικές εμπειρίες, τον Κελτικό Χριστιανισμό. αναγνώσεις στη λογοτεχνία και το θρύλο στη σκέψη του. Η λογοτεχνική σημασία του Machen είναι σημαντική. οι ιστορίες του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες κι ανατυπώνονται σε ανθολογίες αφηρημένων ιστοριών αμέτρητες φορές. Στη 10ετία του ’60’ς μια εκτύπωση χαρτόδετου στη σειρά Ballantine Adult Fantasy τον έφερε στο νου μιας νέας γενιάς. Πιο πρόσφατα, ο μικρός τύπος συνέχισε να κρατά την εργασία του σε έντυπη μορφή. Το 2010, για να σηματοδοτήσει τα 150 χρόνια από τη γέννησή του, 2 τόμοι του έργου του αναδημοσιευτήκανε στην αριστοκρατική σειρά Library of Wales.
Οι λογοτεχνικοί κριτικοί όπως οι Wesley D. Sweetser και ST. Joshi βλέπουνε τα έργα του Machen σαν ένα σημαντικό κομμάτι της ύστερης Βικτωριανής αναβίωσης του γοτθικού μυθιστορήματος και της παρακμιακής κίνησης της 10ετίας του 1890, με άμεση σύγκριση με τα θέματα που βρεθήκανε στα σύγχρονα έργα όπως το Strange του Robert Louis Stevenson, Η υπόθεση του Δρ Jekyll και του κ. Hyde, του Dracula του Bram Stoker και της εικόνας του Dorian Gray του Oscar Wilde. Τότε οι συγγραφείς όπως οι Wilde, William Butler Yeats και sir Arthur Conan Doyle ήταν όλοι οι θαυμαστές των έργων του Machen. Επίσης, σημειώνεται συνήθως στις καλliτερες μελέτες της αγγλο -ουαλικής λογοτεχνίας. Ο γάλλος συγγραφέας Paul -Jean Toulet μεταφράστηκε στο γαλλικό Machen’s The Great God Pan και τον επισκέφθηκε στο Λονδίνο. Ο Charles Williams ήταν επίσης αφοσιωμένος στο έργο του Machen, το οποίο ενέπνευσε τη μυθιστοριογραφία του. Ο ιστορικός της φανταστικής λογοτεχνίας Brian Stableford πρότεινε πως “ήταν ο πρώτος συγγραφέας αυθεντικών σύγχρονων ιστοριών φρίκης και τα καλλίτερα έργα του πρέπει ακόμα να θεωρηθούν μεταξύ των καλλίτερων προϊόντων του είδους“.
Η δημοτικότητα του Machen στη 10ετία του ’20 στην Αμερική σημειώθηκε και το έργο του ήταν επιρροή στην ανάπτυξη της pulp fiction τού που παρουσιάστηκε σε περιοδικά όπως το Weird Tales και σε τέτοιους αξιόλογους συγγραφείς φαντασίας όπως ο James Branch Cabell, ο Clark Ashton Smith, ο Robert E. Howard, ο Frank Belknap Long (που έγραψε αφιέρωμα στον Machen στο στίχο, “On Reading Arthur Machen“), ο Donald Wandrei, ο David Lindsay κι ο E. Charles Vivian. Η σημασία του αναγνωρίστηκε από τον Η. Ρ. Lovecraft, που στο έργο του “Υπερφυσικός Τρόμος Στη Λογοτεχνία” υον ονόμασε σαν έναν από τους 4 σύγχρονους δασκάλους υπερφυσικού τρόμου (με τους Algernon Blackwood, Lord Dunsany και M. R. James). Η επιρροή του στο έργο του Lovecraft ήτανε σημαντική. Η ανάγνωση του Lovecraft από τον Machen στις αρχές στα 1920 τον οδήγησε μακρυά από τη προηγούμενη γραφή του Dunsanian για την ανάπτυξη αυτού που έγινε ο Cthulhu Mythos. Η χρήση του Machen από ένα σύγχρονο ουαλλικό ή λουξεμβουργιανό υπόβαθρο, στο οποίο κρύβουνε θλιβερές αρχαίες φρίκες κι είναι ικανές να διασταυρωθούν με τους σύγχρονους ανθρώπους προκάλεσε προφανώς τη παρόμοια χρήση του Lovecraft με φόντο της Νέας Αγγλίας. Η ιστορία του Machen “Οι Λευκοί Άνθρωποι” περιλαμβάνει παράξενες αναφορές σε περίεργες άγνωστες τελετουργίες κι όντα, μια ιδέα που χρησιμοποιεί ο Lovecraft συχνά στους μύθους.
Ο Lovecraft αποτίει φόρο τιμής στην επιρροή, ενσωματώνοντας άμεσα μερικές από τις δημιουργίες κι αναφορές του Machen, όπως ο Nodens και το Aklo, στον Cthulhu Mythos και χρησιμοποιώντας παρόμοιες plotlines, όπως φαίνεται κυρίως από τη σύγκριση του The Dunwich Horror με το The Great God Pan και The Whisperer in Darkness στο Μυθιστόρημα Της Μαύρης Σφραγίδας. Άλλες ιστορίες του Lovecraft με χρέη ή αναφορά στο Machen περιλαμβάνουν το The Call of Cthulhu, The Festival, Cool Air, Ο Απόγονος και Το Χρώμα Από Το Διάστημα. Οι έντονα ατμοσφαιρικές ιστορίες τρόμου κι υπερφυσικού έχουνε διαβαστει με απόλαυση από πολλούς σύγχρονους συγγραφείς τρόμου και φαντασίας, επηρεάζοντας άμεσα τον Peter Straub, τον Stephen King, τον Ramsey Campbell, τον Karl Edward Wagner, τον Sarban, τη Joanna Russ, τον Graham Joyce, τον Simon Clark, τον Tim Lebbon και τον Ted Klein, για ν’ αναφέρω μερικούς μόνο. Το μυθιστόρημα Οι Τελετουργίες του Klein βασίστηκε εν μέρει στους Λευκούς Ανθρώπους του Machen κι η μυθιστοριογραφική ιστορία του Straub επηρεάστηκε από το The Great God Pan. Η επιρροή του δεν περιορίζεται μόνο στη φαντασία του είδους. Ο Jorge Luis Borges τον αναγνώρισε σα σπουδαίο συγγραφέα και μέσω αυτού ο Machen είχεν επιρροή στον μαγικό ρεαλισμό. Είχεν επίσης σημαντική επιρροή στους Paul Bowles και Javier Marías. Ήταν ένας από τους σημαντικώτερους συντελεστές της ζωής του ποιητή Sir John Betjeman, ο οποίος του αποδίδει τη μετατροπή του στην Αγγλικανική Ανωτάτη Εκκλησία, ένα σημαντικό μέρος της φιλοσοφίας και της ποίησης του. Η Sylvia Townsend Warner (ανηψιά της 2ης γυναίκας του Machen, Purefoy) τονε θαύμαζε κι επηρεάστηκε απ’ αυτόν, όπως κι η εγγονή του, η σύγχρονη καλλιτέχνις Tessa Farmer.
Ο Machen ήταν επίσης πρωτοπόρος στη ψυχολογία λόγω του ενδιαφέροντός του για τη διασύνδεση του τοπίου, της γης με το νου. Η περίεργη περιπλάνησή του στην Ουαλλία και στο Λονδίνο, που καταγράφεται στην όμορφη πεζογραφία του, τονε κάνει να ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους συγγραφείς, ειδικά εκείνους που επικεντρώνονται στο Λονδίνο, όπως οι Iain Sinclair και Peter Ackroyd. Ο Alan Moore έγραψε μια εξερεύνηση των μυστικών εμπειριών του Machen στο έργο του Φίδια & Σκάλες. Ο Aleister Crowley αγάπησε τα έργα του Machen, αισθανόμενος ότι περιείχε την αλήθεια “Magickal” και τα έβαλε στη λίστα ανάγνωσης για τους μαθητές του.. Άλλοι αποκρυφιστές, όπως ο Kenneth Grant, βρίσκουν επίσης στον Machen έμπνευση. Πολύ πιο κοντά στη προσωπική μυστικιστική άποψη του Machen ήταν η επίδρασή του στη φίλη του Evelyn Underhill, που αντικατόπτριζε μερικές από τις σκέψεις του Machen στο μυστηριώδες βιβλίο της. Ένα κεφάλαιο του γαλλικού μπεστ σέλλερ The Morning of the Magicians, από τους L. Pauwels και J. Berger (1960), ασχολείται εκτενώς με τη σκέψη και τα έργα του Machen. Η προσέγγισή του στη πραγματικότητα περιγράφεται ως παράδειγμα του φανταστικού ρεαλισμού που το βιβλίο είναι αφιερωμένο.
Στη μουσική, ο συνθέτης John Ireland βρήκε τα έργα του να είναι μια εμπειρία που αλλάζει τη ζωή κι επηρέαζε άμεσα μεγάλο μέρος της σύνθεσής του. Ο Mark E. Smith του The Fall τονε βρήκε επίσης σαν έμπνευση. Ομοίως, το Current 93 έχει σχεδιάσει τις μυστικιστικές κι απόκρυφες κλίσεις του Machen, με τραγούδια όπως το “The Inmost Light“, το οποίο μοιράζεται τον τίτλο του με την ιστορία του Machen. Μερικοί καλλιτέχνες στη Ghost Box Music, όπως η Belbury Poly κι το γκρουπ Focus, αντλούν έντονα από τον Machen. Το ίδιο ενδιαφέρον παρουσιάζουεν κι οι σκηνοθέτες κινηματογράφου όπως ο Guillermo del Toro κι ο Richard Stanley. Άλλες αξιοσημείωτες μορφές με ενθουσιασμό για το Machen είναι οι: Brocard Sewell, Barry Humphries, Stewart Lee και Rowan Williams, -Αρχιεπίσκοπο του Canterbury. Μια εταιρεία Arthur Machen ιδρύθηκε το 1948 στις ΗΠΑ κι επέζησε μέχρι τη 10 του ’60. Ακολούθησε η Arthur Machen Society με έδρα το Βρεττανία, το 1986, που με τη σειρά της αντικαταστάθηκε από τη σημερινή λογοτεχνική κοινότητα The Friends of Arthur Machen. Μια (ΦAM) μη κερδοσκοπική διεθνής λογοτεχνική κοινότητα που ιδρύθηκε το 1998 αφιερωμένη στην υποστήριξη του ενδιαφέροντος για τον Arthur Machen και το έργο του και για την ενίσχυση της έρευνας. Εκδίδει δύο περιοδικά: τον Faunus, που ανατυπώνει τα σπάνια άρθρα του Machen και τη κριτική του έργου του, τη Machenalia. Προωθεί το ενδιαφέρον όχι μόνο σ’ αυτόν, αλλά και σε γεγονότα που έπαιξε σημαντικό ρόλο, όπως η υπόθεση των Αγγέλων της Mons, και διοργανώνει ψυχογεωγραφικές εκδρομές. Κυριότερα μέλη της είναι: Javier Marías, Stewart Lee και R.B. Russell του Tartarus Press. Η κοινότητα προτάθηκε για το Παγκόσμιο Ειδικό Βραβείο Λογοτεχνίας Φανταστικού: Μη Επαγγελματική το 2006.
Θα κλείσω το άρθρο με κάτι που είχε γράψει ο Λάβκραφτ για τον Άρθουρ Μάχεν:
“Απ’ όλους τους δημιουργούς του Κοσμικού Τρόμου, ανυψωμένου στη πιο ψηλή καλλιτεχνική του βαθμίδα, πολύ λίγοι ή κανένας δεν μπορεί να ελπίζει να φτάσει το μεγαλείο του Άρθουρ Μάχεν, συγγραφέα μικρών και μεγάλων διηγήσεων στις οποίες τα στοιχεία του κρυμμένου τρόμου και του φόβου που παραμονεύει στις σελίδες του αγγίζουν ασύγκριτα επίπεδα σε ουσία και αληθοφάνεια. Ο κύριος Μάχεν είναι ένας άνθρωπος των γραμμάτων και διδάσκαλος ενός μοναδικού λυρικού και εκφραστικού ύφους. Έζησε μια ζωή αφιερωμένη στη δημιουργία του Φανταστικού, αλλά και σε αρχαιολογικές εξερευνήσεις, συνεπαρμένος από τα μυστήρια των σκοτεινών κελτικών δασών και από τους θρύλους της γενέτειράς του, της Ουαλλίας, λάτρης της διαλεκτικής και της μεταφυσικής φιλοσοφίας. Το αναμφισβήτητο γεγονός στη περίπτωση του Μάχεν είναι αυτό: το δυναμικό και τρομακτικό υλικό στα έργα του, στέκει μοναδικό στο είδος του κι υψώνεται σα ξεχωριστό σύμβολο, σημαδεύοντας την εποχή του αλλά και την Ιστορία της Λογοτεχνίας του Φανταστικού…”
—- H. P. Lovecraft, Supernatural Horror in Literature=========================
Το Απόκρυφο Φως
Ι.
Ένα φθινοπωριάτικο βράδυ, καθώς η λεπτή γαλαζωπή ομίχλη σκέπαζε σα πέπλο τις ασχήμιες του Λονδίνου, προσδίδοντας μιαν υπέροχη όψη στις δεντροστοιχίες και τους δρόμους, ο κος Τσαρλς Σαλίσμπουρυ κατηφόριζε με αργό βήμα τη Ρούπερτ Στρητ, πηγαίνοντας στο αγαπημένο του εστιατόριο. Περπατούσε με το βλέμμα καρφωμένο στο έδαφος, σα να μελετούσε το πεζοδρόμιο και καθώς έστριβε για να περάσει τη στενή πόρτα του ρεστωράν, συγκρούστηκε μ’ έναν άντρα που ερχόταν απ’ την αντίθετη κατεύθυνση.
–Με συγχωρείτε, δεν πρόσεχα πού βάδιζα… Ω!, μα είσαι ο Ντάισον!
–Ναι, εγώ είμαι. Πώς είσαι, Σαλίσμπουρυ;
–Μια χαρά. Μα πού χάθηκες;. Αν δεν κάνω λάθος, έχουμε να ιδωθούμε πέντε χρόνια περίπου, έτσι;
–Ναι, κάπου τόσο νομίζω κι εγώ. Θυμάσαι τότε που ήμουν απένταρος και μ’ είχες επισκεφθεί στο σπίτι μου στη Σάρλοτ Στρητ;
–Βεβαιότατα. Θυμάμαι που μου ‘λεγες ότι χρωστούσες νοίκια πέντε βδομάδων κι ότι είχες αναγκαστεί να πουλήσεις το ρολόι σου σ’ εξευτελιστική τιμή.
–Αγαπητέ μου η μνήμη σου είναι αξιοθαύμαστη. Ναι, ήμουν απένταρος τότε. Μα το περίεργο είναι ότι μετά την επίσκεψη σου, τα οικονομικά μου γίναν ακόμα χειρότερα. Ένας φίλος, περιγράφοντας τη κατάστασή μου, είπε πως είχα μείνει πανί με πανί. Δεν εκτιμώ αυτή τη χυδαία γλώσσα, αλλά δυστυχώς η έκφραση κείνη απεικόνιζε θαυμάσια τη κατάστασή μου. Αλλά γιατί δεν πάμε μέσα; Μπορεί να υπάρχουνε κι άλλοι άνθρωποι που θέλουν να δειπνήσουν -είναι μια ανθρώπινη αδυναμία το φαγητό, φίλε μου.
–Βεβαίως· ας μπούμε, λοιπόν. Καθώς ερχόμουν, αναρωτιόμουν αν θα ήτανε πιασμένο το γωνιακό τραπέζι· ξέρεις, εκείνο με το βελούδινο τραπεζομάντηλο.
–Δεν. ξέρω… είναι άδειο! Λοιπόν, όπως σου ‘λεyα, τα οικονομικα μου γίναν ακόμα χειρότερα.
–Και τί έκανες τότε; ρώτησε ο Σαλίσμπουρυ βγάζοντας το καπέλο. Κάθισε στην άκρη της καρέκλας, έχοντας ήδη το νου του στο μενού.
–Τί έκανα; Ε, λοιπόν, έκατσα κάτω και σκέφτηκα. Όπως γνωρίζεις, διαθέτω κλασσική παιδεία και με χαρακτηρίζει η απέχθεια για κάθε. είδους μπίζνες: αυτά τα δύο ήταν και το κεφάλαιο με το οποίο ανημετώπισα τον κοσμο. Ξέρεις, εχω ακούσει πολλούς να λένε πως οι ελιές είναι απαίσιες! Tί αξιοθρήνητος φαρισαϊσμός! Σκεφτόμουν συχνά, Σαλίσμπουρυ, όη Θα μπορούσα να γράψω αριστουργηματικά ποιήματα τρώγοντας μόνον ελιές και πίνοντας κόκκινο κρασί. Προτείνω να παραγγείλουμε Κιάντι μπορεί να μην είναι πολύ καλό, αυτό. τα μπουκάλια του είναι γοητευτικά.
–Εδώ είναι πολύ καλό. Ας παραγγείλουμε ένα μεyάλο μπουκάλι.
–Πολύ ωραία. Σκεφτόμουνα, λοιπόν, την έλλειψη προοπτικών για το άτομό μου κι αποφάσισα ν’ ανοίξω πανιά για τη Θάλασσα της λογοτεχνίας.
–Αλήθεια; Πολύ παράξενο. Παρ’ όλ’ αυτά, φαίνεσαι να τα καταφερνεις μια χαρά.
–Παρ’ όλ’ αυτά! Πόσο ειρωνικά αντιμετωπίζεις έν ευγενές επάγγελμα! Φοβάμαι, Σαλίσμπουρυ, ότι δεν ξέρεις τι σημαίνει καλλιτεχνική αξιοπρέπεια. Με βλέπεις να κάθομαι στο γραφείο μου -ή τουλάχιστον μπορείς να με δεις, αν δεήσεις να με επισκεφθείς – με πέννα και μελάνι, χωρίς τίποτε άλλο μπρος μου κι ερχόμενος ξανά λίγες ώρες αργότερα ανακαλύπτεις (κατά πάσα π1θανότητα) πωςέχω γράψει έν αριστούργημα.
–Ναι, έχεις δίκιο. Δεν είχα ιδέα πως η λογοτεχνία μπορεί να είναι επικερδής.
–Κάνεις λάθος· οι ανταμοιβές της είναι μεγάλες. Πρέπει να σου πω, μια και το ‘φερε η κουβέντα, ότι λίγο καιρό μετά την επίσκεψή σου, απέκτησα κάποια χρήματα. Ένας θείος που πέθανε αποδείχτηκε πολύ γενναιόδωρος.
–Α, μάλιστα· τώρα καταλαβαίνω. Πρέπει να ήρθανε τη κατάλληλη στιγμή.
–Ήταν ένα δώρο -ένα αναμφίβολα καλοδεχούμενο δώpο. Το εξέλαβα ως ανταμοιβή για τις έρευνές μου. Σου είπα πριν ότι είμαι άνθρωπος των γραμμάτων ίσως θα ήμουν ακριβέστερος αν περιέγραφα τον εαυτό μου ως άνθρωπο της επιστήμης.
–Αγαπητέ μου Ντάισον, έχεις στ’ αλήθεια αλλάξει πολύ τα λίγα τελευταία χρόνια. Πίστευα, το ξέρεις άλλωστε, ότι ήσουν ένας ανερμάτιστος χασομέρης της πόλης, το είδος του ανθρώπου που συναντά κανείς στη βόρεια πλευρά του Πικαντίλυ κάθε μέρα από το Μάη μέχρι τον Ιούλιο.
–Ακριβώς. Αλλά ακόμα κι όταν ζούσα έτσι, στη πραγμαπκότητα, ασυνείδητα βέβαια, μορφωνόμουν. Ξέρεις ότι ο καημένος ο πατέρας μου δεν είχε τη δυνατότητα να με στείλει στο πανεπιστήμιο. Πολλάκις γκρίνιαζα και τα ‘βαζα με τον εαυτό μου που δεν είχα καταφέρει να τελειώσω τη μόρφωσή μου. Τι τα θέλεις, η τρέλα της νιότης, Σαλίσμπουρυ ·το Πικαντίλυ ήτανε πανεπιστήμιο για μένα. Εκεί άρχισα να σπουδάζω τη μεyάλη επιστήμη που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να με απασχολεί.
–Και ποια είναι αυτή η επιστήμη;
–Η επιστήμη της μεyάλης πόλης· η φυσιολογία του Λονδίνου, κυριολεκηκά και μεταφορικά μιλώντας, το μέγιστο ζήτημα που συνέλαβε ποτέ το ανθρώπινο μυαλό. Πόσο συναρπαστική είναι η πόλη μας -πόσες συγκινήσεις κα ηδονές δεν προσφέρει η σπουδή της! Μερικές φορές τα χάνω μπρος στο μεγαλείο και τη πολυπλοκότητα του Λονδίνου. Το Παρίσι μπορεί κανείς να το γνωρίσει απ’ άκρη σ’ άκρη μετά από λίγο καιρό αλλά το Λονδίνο είναι πάντα ένα μυστήριο. Στο Παρίσι μπορείς να πεις: “Εδώ ζουν οι ηθοποιοί, εκεί οι μποέμ κι οι αποτυχημένοι” αλλά στο Λονδίνο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ενδεχομένως να ανακαλύψεις, με αρκετή δυσκολία βέβαια, ένα δρόμο όπου μένουν μόνο πλύστρες· αλλά στο δεύτερο όροφο ενός σπιτιού μπορεί κάποιος νέος να μελετά τη γραμματική των Χαλδαίων και στη σοφίτα που βλέπει στο δρόμο, κάποιος ξεχασμένος καλλιτέχνης να ψυχορραγεί.
–Βλέπω ότι δεν έχεις αλλάξει καθόλου, Ντάισον, είπε ο Σαλίσμπουρυ ρουφώντας αργά το κιάντι του. Νομίζω πως σε παρασύρει η οργιώδης φαντασία σου· το μυστήριο του Λονδίνου υπάρχει μόνο μες στο νου σου. Εμένα μου φαίνεται ότι η πόλη μας είναι αρκετά πληκτική. Σπάνια ακούμε για κάποιο αληθινά καλλιτεχνικό έγκλημα στο Λονδίνο, ενώ στο Παρίσι αφθονούν αυτού του είδους τα περιστατικά.
–Βάλε μου ακόμα λίγο κρασί. Ευχαριστώ. Κάνεις λάθος, φίλτατε, πέφτεις εντελώς έξω. Το Λονδίνο δεν έχει κανένα λόγο να ντρέπεται για τα εγκλήματα που διαπράπονται εδώ. Αν μας λείπει κάτι είναι οι Όμηροι κι οι Αγαμέμνονες. Carent quia νate sacro (επειδή δεν έχουμε ιερό κι όσιο -παράφραση), ξέρεις.
–Θυμάμαι το παράθεμα. Αλλά δε νομίζω ότι μπορώ να σε παρακολουθήσω.
–Λοιπόν, για να μιλήσω ανοιχτά, δεν υπάρχουν καλοί συγγραφείς στο Λονδίνο, ικανοί να ειδικευτούν σε τέτοιου είδους θεματογραφία. Ο μέσος δημοσιογράφος μας είναι βάρβαρος και πληκτικός μέχρι θανάτου· με τον τρόπο που διηγείται μια ιστορία τη καταστρέφει. Η ιδέα που έχει για τη φρίκη και για ό,τι την προκαλεί πάσχει αθεράπευτα. Το μόνο που τον ικανοποιεί είναι το αίμα, το κόκκινο, πηχτό αίμα. Όταν καταφέρνει να το ανακαλύψει, όχι μόνο το πετά σε εξωφρενικές ποσότητες στα μούτρα του αναγνώστη, αλλά πιστεύει κιόλας ότι έγραψε ένα καλό άρθρο. Πολύ φτωχή αντίληψη για το γράψιμο. Κι επί πλέον, το δυστύχημα είναι ότι μόνο κοινότοποι και κτηνώδεις φόνοι τραβούν την προσοχή των πολλών και γράφονται άρθρα γι’ αυτούς. Για παράδειγμα, τολμώ να πω ότι δεν άκουσες ποτέ για την υπόθεση του Χάρλεσντεν.
–Πολύ σωστά· δε θυμάμαι να άκουσα ποτέ κάτι.
–Και βέβαια δεν άκουσες· φυσικό είναι Κι ωστόσο πρόκειται για μια πολύ περίεργη ιστορία. Θα σου τη διηγηθώ καθώς θα πίνουμε τον καφέ μας. ΊΌ Χάρλεσντεν, ξέρεις, ή μάλλον δεν πρέπει να το ξέρεις, βρίσκεται στα περίχωρα του Λονδίνου· διαφέρει εντελώς απ’ τα παλιά πασίγνωστα προάστια όπως το Νόργουντ ή το Χάμπστεντ, είναι τόσο διαφορετικό κι από το ένα και από το άλλο όσο τουλάχιστον διαφέρουν τα δυο τελευταία μεταξύ τους. Στο Χάμπστεντ, για παράδειγμα, συναντά κανείς πολυτελή σπίτια σε οικόπεδα δώδεκα στρεμμάτων και γεμάτα πευκόδεντρα, αν και τώρα τελευταία μετακομίζουν εκεί πολλοί καλλιτέχνες, ενώ στο Νόργουντ μένουν εύπορες μεσοαστικές οικογένειες που διάλεξαν να εγκατασταθούν εκεί για «να βρίσκονται κοντά στο παλάτι», με αποτέλεσμα μετά από έξι μήνες να έχουν σιχαθεί και το παλάτι και την περιοχή τους. Το Χάρλεσντεν όμως είναι ένα προάστιο χωρίς χαρακτήρα· εξάλλου, είναι πολύ καινούριο για να έχει αποκτήσει από τώρα χαρακτήρα.
Οι δρόμοι του είναι γεμάτοι με άσπρα και κόκκινα σπίτια, που όλα τους έχουν παράθυρα με λαμπερές πράσινες περσίδες, πόρτες με φουσκωμένα απ’ την υγρασία κουφώματα και μικρές αυλές στην πίσω πλευρά τους, που οι ντόπιοι επιμένουν να αποκαλούν κήπους. Υπάρχουν ακόμα μερικά μικρομάγαζα διάσπαρτα στα σοκάκια, αλλά εκεί που νομίζεις ότι αρχίζεις να συλλαμβάνεις τη φυσιογνωμία του προαστίου, ξαφνικά τα πάντα εξαφανίζονται.
–Πώς διάβολο γίνεται αυτό; Τα σπίτια δεν καταρρέουν μπρος στα μάτια σου, υποθέτω.
–Όχι βέβαια δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αλλά το Χάρλεσντεν εξαφανίζεται εξ ολοκλήρου. Ο δρόμος που βαδίζεις γίνεται μια ήσυχη πρασιά, τα σπίτια γύρω σου μεταμορφώνονται σε φτελιές και οι μικροί κήποι σε πράσινα λιβάδια. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη περνάς από τη πόλη στην εξοχή· δεν υπάρχει κανένα μεταβατικό στάδιο όπως στις μικρές επαρχιακές πόλεις, καμμιά ενδιάμεση περιοχή με πλατιές πρασιές και περιβόλια, με σπίτια που ολοένα αραιώνουν. Η πόλη τελειώνει ξαφνικά κι απότομα. Οι περισσότεροι απ’ τους ανθρώπους που μένουν εκεί πρέπει να πηγαινοέρχονται στο Λονδίνο· έχω δει πολλές άμαξες και σούστες σταθμευμένες στις πόρτες και τα πεζούλια των σπιτιών. Όμως δεν μπορώ να διανοηθώ πιο μοναχικό κι ερημικό μέρος, νομίζω ότι νιώθει κανείς πιο μόνος στο Χάpλεσντεν μέρα μεσημέρι παρά στην έρημο τα μεσάνυχτα. Ί’έλος πάντων, πριν από δυο ή τρία χρόνια ζούσε εκεί ένας γιατρός. Είχε στήσει τη μπρούντζινη ταμπέλα του με το κόκκινο λαμπιόνι στην άκρη του τελευταίου τετραγώνου ενός στενού δρόμου, ενώ πίσω ακριβώς από το σπίτι του άρχιζαν να απλώνονται προς το βορρά, μεγάλοι αγροί και χωράφια. Δεν ξέρω για ποιο λόγο είχε διαλέξει να εγκατασταθεί σ’ ένα τόσον απόμερο σημείο.
Ίσως ο Δρ Μπλακ, όπως θα τον λέμε από δω και πέρα, να ήταν άνθρωπος ευφυής που έβλεπε μπροστά στο μέλλον. Οι φίλοι του, απ’ όσα γίνανε γνωστά αργότερα, τον είχανε χάσει για πολλά χρόνια· δε γνώριζαν καν ότι είχε γίνει γιατρός και, φυσικά, δεν ήξεραν πού έμενε. Οι πελάτες του ήταν λιγοστοί στο Χάρλεσντεν και τις περισσότερες ώρες της μέρας τις περνούσε στο σπiτι μαζί με την ασυνήθιστα όμορφη γυναίκα του. Ήτανε καλοκαίρι όταν εγκαταστάθηκαν εκεί κι οι άνθρωποι τους έβλεπαν σχεδόν κάθε βράδυ να κάνουν τον περίπατό τους. Όλα έδειχναν ότι ήταν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι. Οι περίπατοι αυτοί συνεχιστήκανε και το φθινόπωρο, αλλά μόλις μπήκε ο χειμώνας σταμάτησαν. Καθώς οι μέρες είχαν μικρύνει κι ο καιρός είχε ψυχράνει, οι δρόμοι κι οι πρασιές κοντά στο Χάρλεσντεν, όπως ήταν φυσικό, δεν προσφέρονταν πλέον για βόλτες. Ολόκληρο το χειμώνα κανείς δεν είδε τη κα Μπλακ. Όταν οι ασθενείς ρωτούσανε το γιατρό γι’ αυτήν, εκείνος τους απαντούσε ότι “η γυναίκα του ήτανε λίγο αδιάθετη, αλλά χωρίς αμφιβολία θα αισθανότανε καλλίτερα όταν θα ερχόταν η άνοιξη”.
Η άνοιξη ήρθε, ήρθε και το καλοκαίρι, αλλά η κα Μπλακ δεν έλεγε να εμφανιστεί. Οι άνθρωποι άρχισαν να σιγοψιθυρίζουνε διάφορα και κυκλοφόρησαν παράξενες φήμες. Οι σχέσεις του ζεύγους έγιναν αντικείμενο συζητήσεων στα απογευματινά τέια, που λίγο -πολύ αποτελούν τη μόνη μορφή διασκέδασης και συναναστροφής σε τέτοια προάστια. Σιγά -σιγά ο κος Μπλακ πρόσεξε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι τον κοιτούσανε παράξενα, ενώ οι λιγοστοί πελάτες του με τον καιρό γίνονταν ακόμα πιο λίγοι. Τελικά, οι γείτονες του ζευγαριού άρχισαν να ψιθυρίζουν μεταξύ τους ότι η κα Μπλακ ήταν νεκρή κι ότι την είχε σκοτώσει ο άντρας της. Όμως δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο· η κα Μπλακ εθεάθη ζωντανή τον Ιούνιο. Ήταν ένα κυριακάτικο απόγευμα ένα από κείνα τα υπέροχα απογεύματα που προσφέρει το κλίμα της Αγγλίας κι ολόκληρο το Λονδίνο είχε ξεχυθεί στους αγρούς, βόρεια, νότια, ανατολικά και δυτικά, για να μυρίσουνε τη μοσχοβολιά της τσαπουρνιάς και να δουν αν είχαν ανθίσει οι αγριοτριανταφυλλιές στους φράχτες.
Είχα βγει κι εγώ νωρίς το πρωί κι είχα κάνει ένα μακρυνό περίπατο. Δεν ξέρω πώς αλλά, καθώς είχα πάρει το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι, έτυχε να βρεθώ το απόγευμα στο Χάρλεσντεν. Για να λέμε την αλήθεια, είχα σταματήσει για ένα ποτήρι μπύρα στο Τζένεραλ Γκόρντον, το πιο ακριβό μπαρ της περιοχής και φεύγοντας από κει περιπλανήθηκα για κάμποση ώρα μάλλον άσκοπα, ώσπου αντίκρυσα εναν ανοιχτο φράχτη κι αποφάσισα να εξερευνήσω το λιβάδι που απλωνόταν πίσω του. Το μαλακό χορτάρι είναι πολύ ευεργετικό για τα πόδια, ειδικά μετά από ένα πολύωρο περπάτημα στους χαλικόστρωτους δρόμους των προαστίων. Περπάτησα λοιπόν, κάμποση ώρα και κάποια στιγμή αποφάσισα να καθίσω σ’ ένα παγκάκι και να καπνίσω. Καθώς έβγαζα απ’ τη τσέπη μου την καπνοσακκούλα, το βλέμμα μου στράφηκε προς τη κατεύθυνση των σπιτιών. Και ξαφνικά ένιωσα την ανάσα μου να κόβεrαι, τα δόντια μου άρχισαν να χτυπούν και το χέρι μου έσφιξε τόσο δυνατά το ξύλινο ραβδί που κρατούσα, ώστε το ‘σπασα στα δύο. Ήτανε σαν να διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα τη σπονδυλική μου στήλη κι ωστόσο, για μια στιγμή που μου φάνηκε αιώνας, πρόλαβα να δω κάτι που μ’ έκανε ν’ αναρωτηθώ τί στο διάβολο συνέβαινε. Χρειάστηκε να περάσουνε κάμποσες στιγμές για να συνειδητοποιήσω τι ήταν αυτό που είχε κάνει τη καρδιά μου να ριγήσει και τα κόκκαλα μου να τρίξουνε στις κλειδώσεις τους. Κοιτάζοντας τη σειρά των σπιτιών απέναντι μου, το μάτι μου είχε πέσει στο τελευταίο και στο πάνω παράθυρο κείνου του σπιτιού είχα δει, για κλάσματα δευτερολέπτου, ένα πρόσωπο. Ήτανε το πρόσωπο μιας γυναίκας· κι ωστόσο δεν ήτανε πρόσωπο ανθρώπινο. Εσύ κι εγώ, Σαλίσμπουρυ, όταν ήμασταν μικροί, ακούγαμε συχνά, στο στασiδι κάποιας λιτής εγγλέζικης εκκλησiας, για ένα είδος λαγνείας που είναι αχόρταγη, για μια φλόγα που δε σβήνει ποτέ. Λίγοι καταλαβαίνουμε, ακόμα και σήμερα, τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις.
Ελπίζω συ τουλάχιστον να μη το μάθεις ποτέ, γιατί εγώ, όταν είδα κείνο το πρόσωπο στο παράθυρο, κάτω από ένα γαλανό ουρανό και ζεστό αέρα να φυσά γύρω μου κατάλαβα πως είχα κοιτάξει μέσα σ’ έναν άλλο κόσμο, πως είχα κοιτάξει το ανοιχτό παράθυρο ενός συνηθισμένου σπιτιού κι είχα δει τη κόλαση ορθάνοιχτη μπρος μου. Όταν πέρασε το πρώτο σοκ, μου πέρασε απ’ το νου η ιδέα πως είχα, προς στιγμή, χάσει τις αισθήσεις μου· το πρόσωπό μου έσταζε κρύον ιδρώτα κι ανάσαινα με δυσκολία, σα να ήμουν μισοπνιγμένος. Τελικά κατάφερα να σηκωθώ και να βγω πάλι στο δρόμο. Προχώρησα με βήμα αργό ώσπου έφτασα μπρος σε κείνο το σπίτι. Στην εξώπορτα υπήρχε μικρή ταμπέλλα με το όνομα “Δρ Μπλακ”. Όμως το έφερε έτσι η μοίρα ώστε τη στιγμή που περνούσα από μπρος της, η πόρτα άνοιξε κι ένας άντρας κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά. Δεν είχα καμμιάν αμφιβολία πως ήταν ο ίδιος ο γιατρός. Ήταν ο συνηθισμένος τύπος Λονδρέζου: ψηλός, αδύνατος, με χλομό, κίτρινο πρόσωπο κι ένα θαμπό μαύρο μουστάκι Μου έριξε μια ματιά καθώς διασταυρωθήκαμε και παρ’όλο που με κοίταξε απλά, όπως κοιτάζει κανείς έναν άγνωστο διαβάτη, αισθάνθηκα μέσα μου ότι θα είχα κακά ξεμπερδέματα αν έμπλεκα μαζί του. Όπως μπορείς να φανταστείς, συνέχισα το δρόμο μου φοβερά σαστισμένος και τρομοκρατημένος απ’ όσα είχα δει.
Λίγο καιρό μετά ξαναπήγα στο Τζένεραλ Γκόρντον κι άκουσα πολλά απ’ τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσανε για τους Μπλακ. Δεν ανέφερα σε κανέναν ότι είχα δει το πρόσωπο μιας γυναίκας στο παράθυρο· άκουσα όμως ότι όλοι είχανε θαυμάσει τα όμορφα χρυσά μαλλιά της κας Μπλακ και θυμήθηκα πως εκείνο που μ’ είχε ξαφνιάσει και μ’ είχε γεμίσει με ανείπωτο τρόμο όταν κοίταζα τη μορφή στο παράθυρο των Μπλακ, ήταν μια ομίχλη κίτρινων μαλλιών που πλαισίωνε, σα φωτοστέφανο, το κεφάλι ενός σάτυρου. Όσα άκουσα κείνη τη μέρα με συγκλονίσανε. Γύρισα σπίτι κι έβαλα τα δυνατά μου να πείσω τον εαυτό μου να πιστέψει ότι το πρόσωπο στο παράθυρο ήταν μια παραίσθηση. Ανώφελο. Ήξερα πολύ καλά ότι πράγματι είχα δει αυτό που σου περιέγραψα, κατά βάθος ήμουνα βέβαιος ότι είχα δει τη κα Μπλακ. Από την άλλη, όμως, τα κουτσομπολιά των γειτόνων, η υποψία τους, εντελώς λανθασμένη κατά τη γνώμη μου, πως είχε γίνει φόνος κι η δική μου πεποίθηση ότι κάτι βρώμικο κι άσχημο κρύβαν οι τοίχοι του κόκκινου γωνιακού σπιτιού στη Ντέβον Στρητ, ήταν αρκετά για να με προβληματίσουνε. Πώς όμως να οικοδομήσω μια λογική θεωρία βασιζόμενος απλά σ’ αυτά τα ετερόκλητα στοιχεία; Με λίγα λόγια βρέθηκα ξάφνου μέσα σ’ ένα κόσμο μυστηρίου. Έσπασα το κεφάλι μου και πέρασα πολλές ώρες κάνοντας τολμηρούς συλλσyισμούς, μα δε προχώρησα ούτε βήμα πλησιέστερα στην αληθινή λύση και καθώς οι μέρες του καλοκαιριού περνούσαν, η όλη υπόθεση φαινόταν να ξεθωριάζει, να βυθίζεται στην αχλύ της λησμονιάς, να μένει στη μνήμη σαν ένας εφιάλτης του περασμένου μήνα που τέλειωσε.
Ήμουνα σίγουρος ότι με τον καιρό θα αποσυρότανε σε κάποια σκοτεινή γωνιά του νου μου -δε θα τη ξεχνούσα τελεόως βέβαια, γιατί τέτοια περιστατικά δεν ξεχνιούνται ποτέ – αλλά ένα πρωί, καθώς ξεφύλλιζα την εφημερίδα, το μάτι μου έπεσε πάνω στον τίτλο ενός μονόστηλου. Μόλις διάβασα τις λέξεις “Η υπόθεση του Χάρλεσντεν”, κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο. Η κα Μπλακ είχε πεθάνει. Ο Μπλακ είχε καλέσει έναν άλλο γιατρό για να πιστοποιήσει τα αίτια του θανάτου της. Εκείνος κάτι φαίνεται ανακάλυψε, που τον έβαλε σε υποψίες και ζήτησε αμέσως να γίνει νεκροψία στο πτώμα της άτυχης γυναίκας. Το αποτέλεσμα;
Ομολογώ ότι, διαβάζοντάς το, ένιωσα σαν να έτρωγα μια γροθιά στο στομάχι -ήταν ο θρίαμβος του απροσδόκητου. Οι δυο γιατροί που διενήργησαν τη νεκροψία αναγκάστηκαν να διαβεβαιώσουνε το δικαστήριο ότι δεν παρατηρησανε τίποτε που θα μπορούσε να αποδώσει το θάνατο σ’ εγκληματική ενέργεια· τα χημικά τεστ κι η εξέταση του πτώματος δεν εντοπίσανε τη παρουσία κανενός δηλητηρίου. Ο θάνατος, συμπέραναν, ήταν αποτέλεσμα κάποιας σκοτεινής κι επιστημονικά ανεξιχνίαστης μορφής εγκεφαλικής ασθένειας. Ο ιστός του εγκεφάλου και τα κύτταρα της φαιάς ουσίας της δύστυχης γυναίκας είχαν υποστεί κάποιου είδους παράξενες αλλοιώσεις. Μάλιστα, ο νεώτερος από τους δυο γιατρούς, που έχει κάποια φήμη, νομίζω, ως ειδικός επί των εγκεφαλικών διαταραχών, έκανε κάποιες παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της κατάθεσής του, που με ξαφνιάσανε καθώς τις διάβασα, αν και δεν κατανόησα απ’ τη πρώτη στιγμή πλήρως τη σημασία τους. Δήλωσε, που λες, εκείνος ο γιατρός τα εξής:
“Στην αρχή της εξέτασης του πτώματος διαπίστωσα με έκπληξη τα συμπτώματα μιας ασθένειας εντελώς νέας για μένα, παρά τη κάποια εμπειρία που έχω. Δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθω αυτήν τη στιγμή σε λεπτομέρειες. Πρέπει όμως να πω ότι, καθώς προχωρούσα στην εργασία μου, όλο και περισσότερο δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι ο εγκέφαλος, που βρισκότανε μπρος μου, ανήκε σε ανθρώπινο ον”.
Όπως καταλαβαίνεις, η δήλωση αυτή προκάλεσε αίσθηση κι ο ιατροδικαστής ρώτησε το γιατρό αν εννοούσε πως ο εγκέφαλος της γυναίκας έμοιαζε με εγκέφαλο ζώου. “‘Οχι”, απάντησε κείνος, “δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Μερικά απ’ τα συμπτώματα που παρατήρησα οδηγούνε βεβαίως προς αυτή τη κατεύθυνση, αλλά κάποια άλλα -κι αυτό ήτανε το παράξενο – προδίδουν μια διάταξη των νεύρων εντελώς διαφορετική από την αντίστοιχη ανθρώπινη ή ζωική”.
Ίσως να σου φανεί περίεργο, αλλά πρέπει να στο πω: η ετυμηγορία των ενόρκων ήτανε πως ο θάνατος της γυναίκας οφειλότανε σε φυσικά αίτια, οπότε, στο μέτρο που αφορούσε το κοινό, η υπόθεση θεωρήθηκε λήξασα και μπήκε στο αρχείο. Όμως εγώ, απ’ τη στιγμή που διάβασα όσα είχε πει ο γιατρός, αποφάσισα να μάθω περισσότερα, αναλαμβάνοντας μόνος μου μιαν έρευνα, που εκ πρώτης όψεως φαινόταν άκρως ενδιαφέρουσα. Αντιμετώπισα, βέβαια, πολλές δυσκολίες, αλλά μπορώ να πω πως σε κάποιο βαθμό, τα κατάφερα. Παρ’ όλο που -αλλά, φίλτατε, φαίνεται ότι έχουμε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Συνειδητοποιείς ότι καθόμαστε εδώ σχεδόν τέσσερις ώρες; Οι σερβιτόροι μας κοιτάζουνε περίεργα. Έλα να πληρώσουμε το λογαριασμό και να φύγουμε.
Οι δυο άντρες βγήκαν αμίλητοι από το εστιατόριο και σταθήκανε για λίγο να τους φυσήξει το δροσερό αεράκι. Η κίνηση στη Κόβεντρυ Στρητ ήτανε πολύ μεγάλη. Από παντού ακούγονταν τα καμπανάκια των διερχόμενων αμαξών κι οι φωνές των εφημεριδοπωλών. Όμως το βαθύ, υπόγειο μουρμουρητό της πόλης του Λονδίνου δυνάμωνε κάποιες στιγμές και κάλυπτε τους θορύβους της επιφάνειας.
–Πολύ παράξενη υπόθεση, έτσι; ρώτησε μετά από λίγο ο Ντάισον. Εσένα, ποια είναι η γνώμη σου;
–Αγαπητέ μου φίλε, εφόσον δεν έχω ακούσει το τέλος της ιστορίας, αδυνατώ να σχηματίσω γνώμη. Πότε θα μου διηγηθείς τη συνέχεια;
–Έλα κανένα βράδυ στο σπίτι μου· την επόμενη Τρίτη, ας πούμε. Ορίστε η διεύθυνσή μου. Καληνύχτα· πρέπει σε λίγο να βρίσκομαι στο Στραντ.
Ο Ντάισον σφύριξε σε μια διερχόμενη άμαξα κι ο Σαλίσμπουρυ προχώρησε με τα πόδια βόρεια, προς το σπίτι του.
ΙΙ.
Ο κος Σαλίσμπουρυ, όπως γίνεται αντιληπτό απ’ τα λίγα λόγια που πρόλαβε να πει τις ελάχιστες φορές που άνοιξε το στόμα του στο ρεστωράν, ήταν νεαρός τζέντλεμαν, καθ’ όλα προσγειωμένος στη πραγματικότητα, που αισθανόταν άσχημα μπρος σε καθετί μυστηριώδες κι ασυνήθιστο, κι απεχθανόταν εκ φύσεως το παράδοξο. Όση ώρα γευμάτιζε στο ρεστωράν, είχε αναγκαστεί ν’ ακούει σιωπηλά την απίθανη αφήγηση ενός ανθρώπου που ηδονιζόταν να ανακατεύεται με σκοτεινές υποθέσεις και μυστήριο. Έτσι, ένιωθε κάπως κουρασμένος τώρα που διέσχιζε τη Σέφτσμπουρυ Άβενιου και βυθιζότανε στα σοκάκια του Σόχο, με κατεύθυνση μια ταπεινή γειτονιά βόρεια της Όξφορντ Στρητ, όπου ήτανε το σπίτι του. Καθώς περπατούσε, προσπαθούσε να φανταστεί ποιό θα ήτανε το μέλλον του Ντάισον, ενός αξιαγάπητου νέου ανθρώπου, του οποίου τα μόνα εφόδια στη ζωή ήταν ένα αμφισβητήσιμο λογοτεχνικό ταλέντο και κάποιο πενιχρό εισόδημα από μια κληρονομιά που του είχε αφήσει ένας προνοητικός συγγενής. Θα ήτανε κρίμα μια τέτοια εξυπνάδα, συνδυασμένη με μια τόσο ζωηρή φαντασία, να καταντούσε κάποια μέρα να ακολουθήσει καρριέρα στη διαφήμιση.
Απορροφημένος απ’ αυτές τις σκέψεις και προβληματισμένος απ’ τις παράξενες ιδέες που είχανε γεννήσει στο μυαλό του φίλου του το πρόσωπο μιας άρρωστης γυναίκας και μια εγκεφαλική ασθένεια, ο Σαλίσμπουρυ βάδιζε στα αμυδρά φωτισμένα σοκάκια, χωρίς να πάρει είδηση ότι είχε αρχίσει να φυσάει άνεμος που μούγκριζε στα σταυροδρόμια παρασύροντας τα σκουπίδια στις άκρες των πεζοδρομίων, την ίδια ώρα μαύρα σύννεφα είχαν αρχίσει να ζώνουν απειλητικά το αρρωστημένο κίτρινο φεγγάρι. Οι σποραδικές βροχοστάλες που πέσανε στο πρόσωπό του δεν ήταν αρκετές για να τον βγάλουν απ’ τις σκέψεις του και μόνον όταν ξέσπασε ξαφνικά η μπόρα, συνειδητοποίησε πως έπρεπε να βρει κάποιο καταφύγιο. Η βροχή, σπρωγμένη απ’ τον άνεμο, γρήγορα έγινε ορμητική καταιγίδα Σε λίγα λεπτά ένας χείμαρρος νερού κυλούσε στα ρείθρα και σχημάτιζε λιμνούλες μπρος στους ξεχειλισμένους υπονόμους. Οι λιγοστοί διαβάτες που κυκλοφορούσανε τέτοιαν ώρα στο δρόμο, είχαν ήδη εξαφανιστεί, τρέχοντας σα τρομοκρατημένα κουνέλια προς κάποια αόρατα καταφύγια. Ο Σαλίσμπουρυ σφύριξε πολλές φορές για κάποια άμαξα, αλλά καμμιά δε φαινόταν. Έριξε μια ματιά γύρω του, προσπαθώντας να δει πόσο μακρυά βρισκόταν απ’ την Όξφορντ Στρητ. Διαπίστωσε με τρόμο πως οι σκέψεις του τον είχανε παρασύρει κι είχε χάσει το δρόμο του. Δυστυχώς, βρισκότανε πλέον σε μια περιοχή που δε γνώριζε κι απ’ όσο μπορούσε να δει, δεν υπήρχε πουθενά κάποιο υπνωτήριο ή άλλος δημόσιος χώρος όπου θα μπορούσε να καταφύγει πληρώνοντας το ασήμαντο αντίτιμο των δυο πεννών. Οι φανοστάτες ήτανε λίγοι κι απείχαν αρκετά ο ένας απ’ τον άλλο· το λάδι που καιγότανε στους βρώμικους γυάλινους θόλους τους σκόρπιζε ένα μουντό, τρεμουλιαστό φως που του επέτρεπε να διακρίνει τεράστιες σκιές μεγάλων παλιών σπιτιών του δρόμου.
Συνέχισε να βαδίζει με βήμα ταχύ και το κορμί του ζαρωμένο για να μετριάζει την ορμή της βροχής. Κάπου-κάπου σήκωνε το κεφάλι και το βλέμμα του έπεφτε στα ρόπτρα των σπιτιών, κάτω απ’ τα οποία υπήρχανε μπρούντζινες κι ως επί το πλείστον, παλιές και σκουριασμένες ταμπέλες με τα ονόματα των ιδιοκτητών ή των ενοικιαστών. Όσο περνούσε η ώρα, η καταιγίδα όλο και δυνάμωνε. Είχε γίνει μούσκεμα πλέον και το νέο του καπέλο είχε καταστραφεi, αλλά η Όξφορντ Στρητ δεν έλεγε να φανεί. Ένιωσε ανακούφιση κι αναστέναξε βαθιά όταν το μάτι του έπεσε στην είσοδο μιας σκοτεινής στοάς όπου Θα μπορούσε ν’ αποφύγει αν όχι τον άνεμο τουλάχιστον τη βροχ:ή. Έτρεξε και στάθηκε στη πιο στεγνή κι απάγκια γωνιά της κι έριξε μια ματιά γύρω του. Βρισκότανε σ’ ένα είδος πεζόδρομου κάτω απ’ το προστέγασμα ενός ψηλού σπιτιού· πίσω του ανοιγόταν μια μακρόστενη στοά που οδηγούσε, ανάμεσα από ξεβαμμένους τοίχους, σε περιοχές και δρόμους άγνωστους. Έμεινε εκεί κάμποσην ώρα περιμένοντας μάταια να στεγνώσει κι ελπίζοντας ν’ ακούσει τις ρόδες κάποιας άμαξας να αντηχούνε στο πλακόστρωτο.
Ξαφνικά έφτασαν στ’ αυτιά του φωνές και φασαρία· έρχονταν απ’ το βάθος της στοάς και σιγά-σιγά δυνάμωναν. Σε δυο λεπτά διέκρινε τη βραχνιασμένη φωνή μιας γυναίκας που φώναζε κι απειλούσε θεούς και δαίμονες, ενώ κάπου-κάπου ένας άντρας μούγκριζε κι έβριζε. Αν κι η όλη σκηνή στερούνταν ρομαντισμού, ο Σαλίσμπουρυ απολάμβανε πάντα τους καυγάδες του δρόμου κι ήτανε, κατά κάποιο τρόπο, εραστής του Θεάματος, οπτικού κι ακουστικού, που παρουσίαζαν οι μεθυσμένοι. Αποφάσισε, λοιπόν, να στήσει αυτί και να παρακολουθήσει τη σκηνή με τη διάθεση ενός Θεατή της μεγάλης όπερας. Δυστυχώς, όμως, ο θόρυβος της βροχής ξαφνικά δυνάμωσε, και το μόνο που μπορούσε να ακούσει ήτανε τα ανυπόμονα βήματα της γυναίκας και το τρέκλισμα του άντρα καθώς πλησιάζανε προς το μέρος του. Κουρνιασμένος στη σκιά
του τοίχου περίμενε ώσπου το ζευγάρι έφτασε σε απόσταση λίγων μέτρων. Ο άντρας ήταν εμφανώς μεθυσμένος κι αναγκαζόταν να καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για να μη καταρρεύσει· παραπατούσε και ταλαντευότανε δεξιά κι αριστερά, σαν κάτι σκυλιά που μερικές φορές κυνηγάνε τα αόρατα πλάσματα του ανέμου. Η γυναίκα είχε το βλέμμα της στυλωμένο μπρος· δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της, αλλά ξαφνικά, καθώς στάθηκαν κι οι δυο μπρος στον κρυμμένο Σαλίσμπουρυ, τα μάτια της αστράψανε και ξέσπασε σ’ ένα χείμαρρο ύβρεων κατά του συντρόφου της.
–Παλιάνθρωπε, σ’ εσένα μιλώ, βρωμόσκυλο, συνέχισε μετά από κάμποσες ασυνάρτητες βλαστήμιες, νομίζεις ότι θα δουλεύω για πάντα σα σκλάβα, ενώ εσύ θα τσιλημπουρδίζεις με τις τσούλες στη Γκριν Στρητ και θα χαλάς στο πιοτό ό,τι έχεις και δεν έχεις; Κάνεις λάθος, πολύ μεγάλο λάθος, Σαμ. Ειλικρινά, δεν αντέχω άλλο. Σε βαρέθηκα, καταραμένε παλιοκλέφτη, σε βαρέθηκα κι εσένα και τ’ αφεντικό σου. Τράβα και κάνε ό,τι σου κατεβαίνει στο κεφάλι. Το μόνο που θέλω είναι να σε τσιμπήσουνε και να σε χώσουνε μέσα για τα καλά.
Η γυναίκα ξαφνικά ξεκούμπωσε το φόρεμα της κι έβγαλε απ’ τον κόρφο της κάτι που έμοιαζε με χαρτί· το τσαλάκωσε νευρικά και το πέταξε μακρυά. Έπεσε στα πόδια του Σαλίσμπουρυ. Κατόπιν άρχισε να τρέχει και χάθηκε μες στο σκοτάδι, ενώ ο άντρας συνέχισε να παραπαίει μουγκρίζοντας και μονολογώντας ασυναρτησίες. Ο Σαλίσμπουρυ τον είδε να τρεκλίζει στον πεζόδρομο, να σταματά κάθε τόσο σα να μην είχε δυνάμεις να σταθεί στα πόδια του κι ύστερα να ξαναρχίζει το ασταθές βάδισμα και το παραμιλητό. Ο ουρανός είχεν αρχίσει να καθαρίζει· τα λευκά χνουδωτά σύννεφα απομακρύνονταν απ’ το φεγγάρι, επιτρέποντας στο φως του να φτάσει στη γη. Ο Σαλίσμπουρυ χαμήλωσε το βλέμμα του κι είδε μπρος του στο έδαφος το τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί. που είχε πετάξει η γυναίκα. Περίεργος να μάθει το περιεχόμενο του, το πήρε και το έχωσε στη τσέπη. Αμέσως μετά, βγήκε από τη στοά και συνέχισε το δρόμο του.
ΙΙΙ.
Ο Σαλίσμπουρυ ήταν άνθρωπος τακτικός. Μόλις έφτασε σπίτι, μουσκεμένος ως το κόκκαλο, με τα ρούχα κολλημένα στο κορμί και το καινούριο του καπέλο καταστραμμένο, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε να προφυλάξει ήταν η υγεία του. Έτσι, λοιπόν, γδύθηκε, φόρεσε ένα ζεστό μπουρνούζι κι αποφάσισε να πιει ένα εφιδρωτικό ποτό, ένα ποτήρι τζιν με νερό, βρασμένο σ’ ένα από κείνα τα καμινέτα που μετριάζουνε τις δυσκολίες της ζωής του σύγχρονου εργένη. Αφού ήπιε το ποτό και ζεστάθηκε, κάπνισε μια πίπα να χαλαρώσει και κατόπιν ξάπλωσε στο κρεβάτι σε μια κατάσταση ευχάριστης χαύνωσης χωρίς να σκεφτεί καθόλου τη περιπέτειά του στη σκοτεινή στοά ή τις παλαβομάρες που του είχεν αραδιάσει ο Ντάισον, στο ρεστοράν. Την ίδια διάθεση είχε και το πρωί στο πρόγευμα, γιατί ήταν απ’ τους ανθρώπους που δε σκέφτονται τίποτε πριν τελειώσουνε το πρωινό τους. Μόλις όμως μάζεψε το φλυτζάνι και τα πιάτα από το τραπέζι, θυμήθηκε το χαρτί που είχε μαζέψει απ’ το δρόμο κι άρχισε να το ψάχνει στις τσέπες του ακόμα βρεγμένου πανωφοριού. Δε θυμότανε σε ποια το ‘χε βάλει και προς στιγμή φοβήθηκε ότι το είχε χάσει, αν και δεν ήτανε σε θέση να εξηγήσει στον εαυτό του για ποιο λόγο έδινε τόση σημασία σε κάτι ολωσδιόλου ανόητο.
Αναστέναξε με ανακούφιση όταν τα δάχτυλα του άγγιξαν το τσαλακωμένο χαρτί στην εσωτερική του τσέπη. Το τράβηξε απαλά και το ακούμπησε στο τραπεζάκι του γραφείου, δίπλα στη καρέκλα του, με τόση προσοχή λες κι ήτανε κάποιο σπάνιο κόσμημα. Κατόπιν άναψε τη πίπα του και κοίταξε για λίγα λεπτά το εύρημά του. Ένας ανεξήγητος πειρασμός να το πετάξει στη φωτιά να καεί πάλευε μέσα του, με την επιθυμία να μάθει τι έγραφε και για ποιο λόγο το είχε πετάξει με τέτοια μανία κείνη η οργισμένη γυναίκα. Όπως είναι φυσικό, τελικά επικράτησε το δεύτερο συναίσθημα και πάλι όμως, συνέχισε να νιώθει ένα είδος απέχθειας, ακόμα κι όταν πήρε το χαρτί και το ξετύλιξε μπρος του. Ήτανε βρώμικο και λεκιασμένο, προφανώς το είχανε σκίσει από ένα φτηνό σχολικό τετράδιο και κάποιο τρεμάμενο χέρι είχε γράψει πάνω του μια δυσανάγνωστη φράση.
Πήρε μια βαθειάν ανάσα κι έσκυψε για να δει καλλίτερα. Μετά έγειρε στη καρέκλα κοιτάζοντας ανέκφραστα στο κενό, ώσπου ξαφνικά ξέσπασε σ’ ένα γέλιο τόσο βροντερό που το μωρό της σπιτονοικοκυράς του στο κάτω πάτωμα ξύπνησε κι απάντησε στην ιλαρότητά του με τσιρίδες. Όμως εκείνος δε σταμάτησε να γελά και πιάνοντας ξανά το χαρτί ξαναδιάβασε μια φράση που φαινόταν εντελώς ανόητη. “0 Κ. χρειάστηκε να πάει να δει τους φίλους του στο Γlαρίσι“, έγραφε το χαρτί. “Τράβερς Χάντελ Σ. Γύρος ένας στο χορτάρι,/γύροι δυο στη κοπελλιά,/ γύροι τρεις στη σφενταμιά“.
Τσαλάκωσε το χαρτί, όπως είχε κάνει κείνη η θυμωμένη γυναίκα τη προηγούμενη νύχτα κι ετοιμάστηκε να το πετάξει στο τζάκι. Όμως συγκρατήθηκε και το έριξε απαλά μες στο συρτάρι του γραφείου. Ύστερα έβαλε πάλι τα γέλια. Όλα αυτά ήτανε γελοία, σχεδόν προσβλητικά για τη λογική του κι ένιωσε ντροπή που προς στιγμήν είχε πιστέψει ότι θα ανακάλυπτε κάτι ενδιαφέρον. Αισθάνθηκε σαν εκείνους που ψάχνουν με αδημονία τις στήλες των εφημερίδων μήπως και ανακαλύψουνε κάτι συνταρακτικό και τελικά το μόνο που διαβάζουν είναι οι διαφημιστικές καταχωρήσεις και διάφορες άλλες κοινοτοπίες. Σηκώθηκε, πλησίασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω, τη νωχελική πρωινή ζωή της γειτονιάς του: υπηρέτριες με βρώμικες ποδιές έπλεναν τα κεφαλόσκαλα των σπιτιών, ενώ ο ψαράς κι ο χασάπης είχανε πιάσει ψιλή κουβέντα, προφανώς για την ακρίβεια και την αναδουλειά τους. Στο βάθος του δρόμου μια ελαφριά καταχνιά προσέδιδε κάποιο μεγαλείο στη προοπτική, αλλά συνολικά η θέα ήταν μάλλον καταθλιπτική, -θα ‘λεγε κανείς ότι παρουσίαζε ενδιαφέρον μόνο για κείνους τους ματαιόσπουδους μελετητές της λονδρέζικης ζωής, που αναζητούν μετά μανίας ό,τι έχουν μάθει απ’ τα βιβλία να θεωρούνε σπάνιο κι από πάσαν άποψη εκλεκτό. Απομακρύνθηκε απ’ το παράθυρο αηδιασμένος με τον εαυτό του και κάθισε στο αναπαυτικό κάθισμα, μια πολυθρόνα καπιτοναρισμένη με πράσινο μαξιλαρωτό κάλυμμα που κατέληγε σε λεπτά, κίτρινα κρόσσια -το καύχημα και το θέλγητρο του διαμερίσματός του. Σχεδόν κάθε πρωί καθότανε στο γραφείο και σχεδίαζε τη πλοκή ενός βιβλίου που σκόπευε να γράψει -ένα μυθιστόρημα που θα αναφερότανε στα σπορ και τον έρωτα και θα αφηγούνταν τις περιπέτειες ενός νεαρού που εργαζόταν στους στάβλους ενός αριστοκρατικού κολεγίου θηλέων.
Συνήθως ασχολούνταν μ’ αuτήν τη δουλειά μέχρι την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, αλλά εκείνο το πρωί δεν μπορούσε να χαλαρώσει. Αφού για κάμποσα λεπτά στριφογύριζε νευρικά στη πολυθρόνα, τελικά μάζεψε τα χαρτιά του και σηκώθηκε, βρίζοντας τον εαυτό του που δεν είχε διάθεση να δουλέψει. Στην πραγματικότητα, όμως, η νευρικότητα του οφειλότανε στο τραγουδάκι που ήταν γραμμένο στο χαρτί που είχε πετάξει εκείνη η γυναίκα στη στοά. Το τραγουδάκι αυτό είχε «καρφωθεί» στο μυαλό του και συνεχώς τα χείλη του σιγοψιθύριζαν μηχανικά:
Γύρος ένας στο χορτάρι,
γύροι δυο στη κοπελλιά,
γύροι τρεις στη σφενταμιά.
Συνειδητοποιώντας το, ξαφνιάστηκε και εκνευρίστηκε. Ήταν σαν εκείνα τα βλακώδη ρεφραίν του μιούζικ χωλλ που γίνονται αμέσως της μόδας κι όπου κι αν βρεθείς, ακούς τους άλλους να τα μουρμουρίζουν γύρω σου και να σου σπάνε τα νεύρα. Αποφάσισε να πάει μια βόλτα με την ελπίδα ότι ο συνωστισμός του πλήθους και η φασαρία των τροχοφόρων στους δρόμους θα τον βοηθούσαν να ξεχάσει τη νυχτερινή περιπέτεια του και τις σαχλαμάρες που είχε διαβάσει στο τσαλακωμένο χαρτί.
Βγήκε απ’ το σπίτι και για κάμποσην ώρα βάδιζε σα χαμένος, όταν κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι περπατούσε σ’ ένα απόμερο σοκάκι, μακρυά απ’ τη φασαρία και τους θορύβους της πόλης. Η απόπειρά του είχε αποτύχει η μάταιη προσπάθεια του να βγάλει κάποιο νόημα απ’ τη φράση του τσαλακωμένου χαρτιού τον είχε, για μια ακόμη φορά, αποπροσανατολίσει. Γύρισε σπίτι νευριασμένος. Ένιωσε κάπως καλλίτερα μόνο όταν ήρθε η Τρίτη και θυμήθηκε πως είχε ραντεβού με τον Ντάισον στο σπίτι του. Ήτανε σίγουρος ότι οι λεπτές ονειροφαντασίες ενός μοναχικού ανθρώπου των γραμμάτων θα ήταν ιδιαίτερα ευχάριστες συγκρινόμενες με τις έμμονες ιδέες που τον κατάτρυχαν, με κείνο το λαβύρινθο των σκέψεων, μέσα στον οποίο περιπλανιόταν χωρίς καμιά δυνατότητα διαφυγής.
Το σπίτι του Ντάισον βρισκότανε σ’ έναν από κείνους τους ήσυχους δρόμους που ενώνουν το Στραντ με το ποτάμι. Όταν ο Σαλίσμπουρυ διέσχισε τη στενή πόρτα του δωματίου του φίλου του, διαπίστωσε ότι ο μακαρίτης θείος είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα γενναιόδωρος. Στο πάτωμα άστραφταν και έλαμπαν όλα τα χρώματα της Ανατολής- ήταν, όπως τόνισε αυτάρεσκα ο Ντάισον, «ένα δειλινό μέσα σ’ ένα όνειρο», ενώ το φως των φανοστατών του δρόμου, το λυκόφως του λονδρέζικου σούρουπου, κρατιόταν έξω απ’ το δωμάτιο χάρη σε κάτι χοντρές κουρτίνες, υφασμένες με χρυσαφένιο νήμα. Στα ράφια ενός δρύινου ντουλαπιού υπήρχανε κανάτια και πιάτα από παλιά γαλλική πορσελάνη κι οι μαυρόασπρες γκραβούρες, που ήταν κρεμασμένες στις γιαπωνέζικες ταπετσαρίες των τοίχων, ήταν πολύ πιο όμορφες από κείνες που μπορεί να βρει κανείς στους αντικέρ του Χάιμαρκετ και της Μποντ Στριτ. Ο Σαλίσμπουρυ κάθισε σε μια καρέκλα κοντά στο τζάκι. Η ατμόσφαιρα μύριζε λιβάνι και καπνό. Είχε μείνει άφωνος μπροστά σ’ αυτό το μεγαλείο. Δε θυμόταν πια τις ξεφτισμένες ταπετσαρίες, τις ξεθωριασμένες χρωμολιθογραφίες και το σκουριασμένο καθρέφτη του δικού του διαμερίσματος,
–Είμαι πολύ χαρούμενος που ήρθες, είπε ο Ντάισον. Άνετο το δωματιάκι μου, έτσι; Αλλά εσύ φαίνεσαι χάλια. Σε πείραξε κανένας;
–Οχι, αλλά είχα πολλές σκοτούρες τις τελευταίες μέρες. Στη πραγματικότητα για όλα φταίει μια -μια παράξενη περιπέτεια, αν μπορώ να την ονομάσω έτσι. Για να λέμε την αλήθεια, πρόκειται για κάτι εντελώς ανόητο -αλλά, άσε, θα σου μιλήσω γι’ αυτό αργότερα. Μου είχες υποσχεθεί ότι θα μου έλεγες το τέλος εκείνης της ιστορίας που είχες αρχίσει να μου διηγείσαι στο εστιατοριο.
–Ναι. Αλλά φοβάμαι, Σαλίσμπουρυ, πως είσαι αδιόρθωτος. Είσαι σκλάβος αυτού που αποκαλείς ρεαλισμό. Γνωρίζω πολύ καλά ότι κατά βάθος θα ήθελες να πιστέψεις πως το παράδοξο σ’ αυτή την υπόθεση είναι δική μου επινόηση, ότι τα πάντα είναι στην πραγματικότητα ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα, όπως λένε και οι αναφορές της αστυνομίας. Όμως, μια και άρχισα να σου διηγούμαι αυτή την ιστορία, δεν πρόκειται να σε απογοητεύσω, θα συνεχίσω και θα σου τα πω όλα, μέχρι το τέλος. Πρώτα όμως θα φέρω κάτι να πιούμε. Στο μεταξύ εσύ μπορείς να ανάψεις τη πίπα σου.
Ο Ντάισον πήγε στο δρύινο ντουλάπι και ξεχώνιασε από τα βάθη του ένα σφαιρικό μπουκάλι και δυο ποτηράκια με επίχρυσο στόμιο.
–Είναι Βενεδικτίνη, είπε. Θα πιεις λίγο, έτσι;
Ο Σαλίσμπουρυ έγνεψε καταφατικά Οι δυο άντρες για κάμποσες στιγμές κάθονταν αμίλητοι, ρουφώντας το ποτό τους και καπνίζοντας. Τη σιωπή έσπασε πρώτος ο Ντάισον.
–Για να δούμε, είπε. Είχαμε μείνει στην έρευνα που έκανα, έτσι; Ή μάλλον όχι, σου είχα μιλήσει γι’ αυτήν. Α, ναι· τώρα το θυμήθηκα. Σου έλεyα ότι είχα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, αλλά κατά κάποιον τρόπο, κάτι κατάφερα. Εκεί δεν είχαμε μεινει;
–Ναι, εκεί. Για να είμαι ακριβέστερος, νομίζω πως οι λέξεις: παρόλο που… ήταν οι τελευταίες που άκουσα απ’ το στόμα σου γι’ αυτή την υπόθεση.
–Ακριβώς. Το σκέφτηκα πολύ αυτές τις μέρες και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι εκείνο το «παρόλο» στην ουσία ήταν πολύ πιο έντονο από όσο είχα αφήσει να εννοηθεί. Με κίνδυνο να σου φανώ ψεύτης, οφείλω να σου εκμυστηρευτώ, φίλτατε, ότι όσα ανακάλυψα, ή νόμισα πως ανακάλυψα, στην πραγματικότητα ήταν ένα μεγάλο τίποτε. Εξακολουθώ να παραμένω πολύ μακριά από τη λύση του προβλήματος. Όμως προτίθεμαι ό,τι γνωρίζω να σου το πω. Θα θυμάσαι πόσο μ’ είχαν εντυπωσιάσει οι παρατηρήσεις του ενός από τους δυο γιατρούς που διενήργησαν τη νεκροψία στο πτώμα της συζύγου του Μπλακ. Έκρινα, λοιπόν, ότι ήταν σκόπιμο, πριν απ’ όλα, να προσπαθήσω να τον βρω και να μάθω κάτι πιο συγκεκριμένο και σαφές. Κατάφερα, μέσω ενός κοινού γνωστού, να έρθω σε επαφή μαζί του και κανονίσαμε να συναντηθούμε στο σπίτι του. Αποδείχτηκε ότι ήταν ένας πολύ έξυπνος και ευχάριστος τύπος· μάλλον νεαρός, δεν έμοιαζε καθόλου στην τυπική εικόνα του γιατρού που έχουμε στο μυαλό μας. Να φανταστείς ότι πριν ξεκινήσουμε τη συζήτησή μας, μου πρόσφερε ουίσκι και πούρο. Όπως καταλαβαίνεις, δε δίστασα να του μιλήσω ανοιχτά. Του τόνισα ότι η κατάθεσή του στην υπόθεση του Χάρλεσντεν με είχε εντυπωσιάσει
και του έδειξα την εφημερίδα όπου είχα διαβάσει το ρεπορτάζ κι είχα υπογραμμίσει τις δηλώσεις του. Πριν απαντήσει, με κοίταξε εξεταστικά.
-“Σας εντυπωσίασε, έτσι;” είπε τελικά. “Λοιπόν, πρέπει να θυμάστε πως η υπόθεση του Χάρλεσντεν ήτανε πολύ παράξενη. Γολμώ να πω μάλιστα πως από πολλές απόψεις ήτανε και μοναδική -κυριολεκτικά μοναδική”.
-“Σίγουρα”, είπα, “και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο με ενδιαφέρει και θέλω να μάθω περισσότερα γι’ αυτήν. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να μου δώσει πιο σαφείς πληροφορίες, αυτός είστε εσείς. Ποια είναι η γνώμη σας τελικά”;
Ήταν εευθεία και ντόμπρα ερώτηση· ο γιατρός με κοίταξε ξαφνιασμένος.
-“Τέλος πάντων”, είπε. “Επειδή βλέπω ότι το μοναδικό κίνητρο της έρευνάς σας είναι η απλή περιέργεια, θα σας μιλήσω όσο πιο ελεύθερα μπορώ. Λοιπόν, κ. Ντάισον -Ντάισον δεν είπατε ότι λέγεστε;- εφόσον επιθυμείτε να τη μάθετε, η άποψη μου είναι η εξής: Πιστεύω πως ο δρ Μπλακ σκότωσε τη σύζυγο του”.
-“Αλλά η ετυμηγορία;” αντέτεινα, «η ετυμηγορία των ενόρκων βασίστηκε στη δική σας κατάθεση”.
-“Ακριβώς Η ετυμηγορία ήταν σύμφωνη με τις καταθέσεις, τη δική μου και του συναδέλφου μου. Νομίζω ότι, κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, οι ένορκοι κρίνανε σωστά. Στη πραγματικότητα, δε βλέπω τι άλλο θα μπορούσαν να είχανε κάνει. Όμως εγώ επιμένω στη γνώμη μου και σας λέω ότι ο Μπλακ σκότωσε τη σύζυγό του. Είμαι απόλυτα βέβαιοςωγι’ αυτό, δεν έχω καμμιά αμφιβολία, μόνο… νομίζω, απολύτως δικαιολογημένα”.
-“Δικαιολογημένος! Πώς είναι δυνατόν;” ρώτησα. Όπως καταλαβαίνεις, η απάντηση του με είχε αιφνιδιάσει. Ο γιατρός έγειρε στη καρέκλα του και με κοίταξε στα μάτια.
-“Νομίζω ότι δεν είστε επιστήμονας, έτσι;” είπε. “Όχι; Ωραία, λοιπόν έτσι δε θα χρειαστεί να μπω σε λεπτομέρειες. Πάντα ήμουνα σταθερά αντίθετος με την άποψη που πρεσβεύει πως υπάρχει σχέση ανάμεσα στη φυσική υπόσταση και τη ψυχή . Πιστεύω ότι αμφότερες είναι καταδικασμένες να υπαρέρουν μόνες. Κανείς δεν αναγνωρίζει αποφασιστικώτερα από μένα το αγεφύρωτο χάσμα, την άμετρη άβυσσο που χωρίζει τον κόσμο της συνείδησης από τη σφαίρα της ύλης. Ξέρουμε ότι κάθε αλλαγή της συνείδησης συνοδεύεται από μιαν επαναδιευθέτηση του κυτταρικού δεσμού της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου κι αυτό είν’ όλο, τίποτε περισσότερο. Πώς σχετίζονται μεταξύ τους ή για ποιό λόγο τέτοιες αλλαγές συμβαίνουνε ταυτόχρονα, αυτό δεν το γνωρίζουμε κι οι μεγαλύτερες αυθεντίες πιστεύουν ότι δε θα μπορέσουμε ποτέ να το μάθουμε. Ωστόσο, πρέπει να σας πω ότι καθώς έκανα τη νεκροψία, με το νυστέρι στο χέρι, αισθανόμουν απόλυτα σίγουρος, παρά τις αντίθετες θεωρίες, ότι αυτό που βρισκότανε μπρος μου δεν ήταν ο εγκέφαλος μιας νεκρής γυναίκας -ούτε καν ο εγκέφαλος ενός ανθρώπινου όντος. Φυσικά, έβλεπα το πρόσωπο. Ήταν μάλλον ήρεμο, ανέκφραστο. Χωρίς αμφιβολία, πρέπει να ήταν όμορφο, αλλά μπορώ να πω, με κάθε τιμιότητα, ότι δε θα τολμούσα να το αντικρύσω αν ήτανε ζωντανό, ακόμα κι αν μου προσφέρανε χίλιες γκινέες -ούτε καν κι αν διπλασιάζανε το ποσό”.
-“Αγαπητέ κύριε”, είπα, “τα λόγια σας με εκπλήσσουν. Είπατε ότι ο εγκέφαλος της νεκρής δεν ήταν ανθρώπινος. Τι ήτανε, λοιπόν”;
-“0 εγκέφαλος ενός διαβόλου”. ·ro είπε ήρεμα κι ούτε ένας μυς του προσώπου του δεν κινήθηκε. “0 εγκέφαλος ενός διαβόλου”, επανέλαβε, “και δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο Μπλακ βρήκε κάποιο τρόπο να τη θανατώσει. Δεν τον κατηγορώ ό,τι κι αν έκανε. Αυτό στο οποίο είχε μεταμορφωθεί η κα Μπλακ, ό,τι κι αν ήτανε, δεν έπρεπε να συνεχίσει να ζει σ’ αυτό τον κόσμο. Έχετε τίποτε άλλο να ρωτήσετε; Όχι; Καληνύχτα, καληνύχτα σαq>.
Περίεργο πράγμα να έχει τέτοια άποψη ένας γιατρός, έτσι; Τη στιγμή που μου έλεγε ότι δε θα δεχόταν να αντικρίσει εκείνο το πρόσωπο ζωντανό, έστω κι αν του πρόσφεραν χίλιες ή δυο χιλιάδες γκινέες, θυμήθηκα ότι εγώ το είχα δει, αλλά δεν είπα τίποτα. Πήγα ξανά στο Χάρλεσντεν και επισκέφθηκα όλα τα μαγαζιά, αγοράζοντας διάφορα μικροπράγματα και προσπαθώντας να ανακαλύψω κάτι καινούριο για τους Μπλακ. Τελικά δεν έμαθα τίποτε που να μην το ήξερα ήδη. Ένας μπακάλης μου εiπε ότι γνώριζε πολύ καλά τη νεκρή· συνήθιζε να πηγαίνει η ίδια και να αγοράζει απ’ το μαγαζί του ό,τι χρειάζονταν για το σπίτι, γιατί δεν είχαν υπηρέτρια -μόνο μια παραδουλεύτρα πήγαινε μια φορά τη βδομάδα και τους καθάριζε, αλλά κι εκείνη είχε δει για τελευταiα φορά την κ. Μπλακ πολλούς μήνες πριν το θάνατο της. Ο μπακάλης μου είπε ότι η σύζυγος του γιατρού ήταν «καλή κοπέλα>>- πάντα ει>γενική και καταδεκτική με όλους, λάτρευε τον άντρα της κι όπως όλοι πiστευαν, την αγαπούσε κι εκείνος.
Έτσι, αφού συνέλεξα όσες πληροφορίες μπορούσα, πέρα απ’ τη γνώμη του γιατρού που είχε διενεργήσει τη νεκροψία και τη προσωπική μου εμπειρία, έβαλα κάτω τα πράγματα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να με βοηθήσει να ρίξω φως στο μυστήριο ήταν ο ίδιος ο Μπλακ . Αποφάσισα, λοιπόν, να ψάξω να τον βρω. Όπως καταλαβαίνεις, εiχε μετακομίσει από το Χάρλεσντεν. Έμαθα από τους γείτονες ότι είχε αναχωρήσει λίγες μέρες μετά την κηδεία. Είχε φροντίσει πρώτα να πουλήσει όλα τα υπάρχοντα του και μια ωραία πρωία τον είδαν όλοι να μπαίνει στο τρένο, έχοντας σαν μόνη αποσκευή ένα χαρτονένιο βαλιτσάκι. Από τότε δεν ξανάγινε λόγος γι’ αυτόν κανείς δε γνώριζε πού είχε πάει ‘Γελικά, τον συνάντησα εντελώς τυχαία. Ένα πρωί περπατούσα στη Γκρέι’ς Ιν Ρόουντ . Δεν εί χα συγκεκριμένο προορισμό, είχα βγει για μια απλή βόλτα. Ήταν μια από τις πρώτες μέρες του Μάρτη και φυσούσε πολύ. Κρατούσα το καπέλο μου στο χέρι για να μη μου το πάρει ο αέρας. Τα μεγάλα κλαδιά των δέντρων του Ιν Ροκ λύγιζαν απ’ το σφοδρό άνεμο. Ερχόμουν από το Χόλμπορν Εντ και κόντευα να φτάσω στη Θίομπαλντ’ ς Ρόουντ, όταν πρόσεξα έναν άντρα να προχωρά μπροστά μου. Φαινόταν κάπως παράξενος. Δεν ξέρω γιατί αλλά άρχισα να περπατώ γρηγορότερα για να τον προσπεράσω. Ξαφνικά όμως ο αέρας του πήρε το καπέλο απ’ το κεφάλι και το έριξε στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα πόδια μου. Φυσικά το έπιασα και του έριξα μια ματιά, καθώς έσπευδα να το παραδώσω στν ιδιοκτήτη του. Ήταν από μόνο του μια ολόκληρη βιογραφία το όνομα ενός πιλοποιού του Πικαντίλι ήταν γραμμένο στη φόδρα του, αλλά έχω την εντύπωση ότι ακόμα κι ένας ζητιάνος δε θα έσκυβε να το πάρει αν το έβλεπε πεταμένο στη σχάρα ενός υπονόμου. Σήκωσα τα μάτια μου κι αντίκρυσα το δρα Μπλακ να με περιμένει με απλωμένο το χέρι του. Απtστευτη σύμπτωση, έτσι; Αλλά και πόσο τυχερός ήμουν, Σαλίσμπουρυ! Όταν τον είχα δει να βγαίνει απ’ το σπίτι του στο Χάρλεσντεν, ήτανε ψηλός άντρας, με γεροδεμένο κορμί, που περπατούσε με βήμα σταθερό -ένας άνθρωπος, θα έλεγε κανείς, που έσφυζε από ζωή. Και τώρα βρισκόταν μπροστά μου ένα ερείπιο, ένα αδύναμο, ζαρωμένο πλάσμα με βουλιαγμένα μάγουλα, άσπρα μαλλιά και μέλη που έτρεμαν στο θολό του βλέμμα είχες την εντύπωση ότι ήταν ζωγραφισμένη όλη η δυστυχία του κόσμου. Με ευχαρίστησε που είχα μαζέψει το καπέλο του λέγοντας:
-“Πίστεψα ότι θα το έχανα. Τα πόδια μου δεν έχουνε πια τη δύναμη να τρέχουνε. Και φυσά πολύ σήμερα, κύριε, έτσι δεν είναι”;
Και με τα λόγια αυτά μου γύρισε την πλάτη και συνέχισε το δρόμο του. Δεν τον άφησα να φύγει· τον πρόλαβα και του πρότεινα να τον συνοδεύσω. Δέχτηκε με βαριά καρδιά. Προχωρήσαμε λοιπόν, μαζί προς τα ανατολικά και κατάφερα να πιάσω κουβέντα. Μιλούσε αργά και δισταχτικά, δίνοντας μου την εντύπωση ότι θα χαιρόταν πολύ αν με ξεφορτωνόταν. Όμως εγώ δεν τον άφησα ήσυχο και συνεχίσαμε να βαδίζουμε κουβεντιάζοντας, ώσπου τελικά σταμάτησε μπροστά σε μια παλιά πόρτα ενός φτωχικού δρόμου. Ήταν, νομίζω, μια απ’ τις αθλιότερες γειτονιές που έχω δει ποτέ μου: τα σπίτια ήταν όλα παλιά και βρόμικα, και οι περισσότερες πόρτες σκουριασμένες· θα έλεγε κανείς ότι τα πάντα ήταν έτοιμα από στιγμή σε στιγμή να καταρρεύσουν.
-“Εδώ μένω”, είπε, δείχνοντας μου τη παλιά πόρτα. “Όχι στο μπροστινό δωμάτιο, αλλά στη πίσω πλευρά του κτιρίου. Είναι πολύ ήσυχη αυτή η γειτονιά. Δε σας προσκαλώ να περάσετε τώρα -ίσως μια άλλη μέρα, αν και…
Δεν τον άφησα να συνεχίσει· του είπα ότι θα χαιρόμουν πολύ κάποια μέρα να τον εmσκεφθώ. Με κοίταξε παραξενεμένος, σαν να απορούσε που κάποιος άγνωστος έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον για το άτομο του. Τον άφησα με το κλειδί στο χέρι να προσπαθεί να ανοίξει την εξώπορτα. Πιστεύω να συμφωνείς ότι έκανα πολύ καλά, αν σου πω ότι μετά από λίγες βδομάδες κατάφερα να γίνω στενός φίλος του. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη πρώτη φορά που μπήκα στο δωμάτιό του· ελπίζω να μην ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου τέτοια βρόμα και μιζέρια. Στους υγρούς τοίχους του είχ.ε κολλήσει με πινέζες κομμάτια φτηνής, ξεθωριασμένης ταπετσαρίας που είχαν απορροφήσει όλη την υγρασία του ανήλιαγου σπιτιού. Μόνο σε μια άκρη μπορούσες να σταθείς όρθιος, ενώ η θέα ενός ξεχαρβαλωμένου κρεβατιού κι η έντονη μυρωδιά της μούχλας σου ανακάτευαν τα σωθικά και σου ερχόταν να ξεράσεις. Τον βρήκα να μασουλάει ένα κομμάτι ψωμί. Φάνηκε να αιφνιδιάζεται απ’ την επίσκεψή μου, αλλά μου πρόσφερε τη μοναδική καρέκλα του κι εκείνος βολεύτηκε στην άκρη του κρεβατιού. Άρχισα να τον επισκέπτομαι συχνά και κάθε φορά κουβεντιάζαμε για πολλές ώρες, όμως ποτέ δεν αναφέρθηκε στο Χάρλεσντεν ή στη γυναίκα του. Ήτανε πολύ παράξενος άνθρωπος και καθώς καθόμασταν και καπνίζαμε, αναρωτιόμουνα συχνά αν ήτανε λογικός ή παράφρων. Νομίζω πάντως ότι τα αγριότερα όνειρα του Παράκελσου και των Ροδόσταυρων θα φαίνονταν απλά και ρεαλιστικά συγκρινόμενα με τις θεωρίες που άκουγα να μου εκθέτει αυτός ο άνθρωπος. Μια φορά μάλιστα τόλμησα να κάνω κάποιους υπαινιγμούς. Του δήλωσα ότι κάτι που είχε πει ερχόταν σε ευθείαν αντίθεση με κάθε εmστήμη κι εμπειρία.
-“‘Οχυ”, μου απάντησε, “όχι με κάθε εμπειρία, γιατί υπάρχει η δική μου. Δεν ασχολούμαι με αναπόδεικτες θεωρίες· όσα σου είπι τα έζησα ο ίδιος, και μάλιστα τα πλήρωσα ακριβά. Υπάρχει μια περιοχή της γνώσης που δε θα τη γνωρίσεις ποτέ· όλοι οι σοφοί τη βλέπουν από μακρυά και την αποφεύγουνε σαν την πανούκλα, αλλά εγώ την έχω δει από κοντά, την έχω ζήσει. Αν ήξερες, αν μπορούσες έστω να ονειρευτείς, τι έχουνε κάνει ένας ή δυο άνθρωποι σ’ αυτό τον ήσυχο κόσμο μας, η ψυχή σου θα ανατρίχιαζε απ’ τον τρόμο. Όσα άκουσες απ’ το στόμα μου δεν είναι παρά ο φλοιός, το εξωτερικό περίβλημα της αληθινής επιστήμης -εκείνης της επιστήμης που σημαίνει θάνατο, που είναι πιο φριχτή απ’ το θάνατο για όσους γοητεύτηκαν απ’ αυτήν. Όχι όταν οι άνθρωποι λένε πως υπάρχουνε πολλά παράξενα στον κόσμο μας, ελάχιστα γνωρίζουνε για τον τρόμο και τη φρίκη που κατοικοεδρεύουν μέσα και γύρω μας”.
Ο άνθρωπος αυτός εξέπεμπε μια γοητεία και κάθε φορά που τον επισκεπτόμουνα κρεμόμουν από τα χείλη του· γι’ αυτό το λόγο στενοχωρήθηκα όταν χρειάστηκε να απουσιάσω από το Λονδίνο για ένα-δυο μήνες. Λίγες μέρες μετά την επιστροφή μου στη πόλη, αποφάσισα να πάω να τον δω. Χτύπησα πολλές φορές το κουδούνι αλλά μάταια. Τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να φύγω, η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκε μια βρώμικη γυναίκα που με ρώτησε τί ήθελα. Προφανώς θα με είχε περάσει για αστυνομικό με πολιτικά που έψαχνε κάποιον απ’ τους νοικάρηδές της, αλλά όταν τη ρώτησα αν ήταν μέσα ο κος Μπλακ, με αντιμετώπισε διαφορετικά:
-“Δεν υπάρχει πλέον ο κος Μπλακ εδώ. Πάει· πέθανε πριν από έξι βδομάδες. Πάντα μου φαινότανε λίγο τρελούτσικος και παράξενος, δε λέω, μπορεί να’ίχε προβλήματα ο άνθρωπος. Κάθε πρωί έφευγε κι έλειπε από τις δέκα μέχρι τη μία. Μια Δευτέρα μεσημέρι τον ακούσαμε να γυρίζει, να μπαίνει στο δωμάτιο του, να κλείνει τη πόρτα και λίγα λεπτά αργότερα, ενώ καθόμασταν στο τραπέζι και τρώγαμε, ακούστηκε ξαφνικά ένα ουρλιαχτό που μας έκοψε την ανάσα. Μετά από λίγο ακούστηκε ένα ποδοβολητό στις σκάλες κι είδαμε έκπληκτοι τον κο Μπλακ να ορμά στο δωμάτιό μας, βρίζοντας σαν αμαξάς και φωνάζοντας ότι του είχανε κλέψει κάτι που άξιζε εκατομμύρια. Κι ενώ ούρλιαζε και χτυπιότανε σα μανιακός, ξαφνικά πέφτει ξερός στο πάτωμα. Στην αρχή νομίσαμε ότι πέθανε. Τον κουβαλήσαμε στο δωμάτιό του και τον ξαπλώσαμε στο κρεβάτι. Ο άντρας μου πήγε να φωνάξει γιατρό κι εγώ κάθισα στο προσκέφαλο του και περίμενα. Πρόσεξα ότι το μικρό παράθυρο που έβλεπε στο φωταγωγό ήταν ανοιχτό, ενώ ένα τενεκεδένιο κουτάκι ήτανε πεταμένο στο πάτωμα κι άδειο. Φυσικά ήταν αδύνατο να ‘χε μπει κάποιος απ’ το φωταγωγό, όσο για τ’ ότι κάτειχε κάτι που άξιζε εκατομμύρια ήτανε πέρα για πέρα ψέμματα. Βλέπετε, κάθε φορά καθυστερούσε πολλές βδομάδες να πληρώσει το νοίκι κι ο άντρας μου τον απειλούσε κάθε λίγο και λιγάκι να τον πετάξει στο δρόμο, γιατί, όπως έλεγε, έπρεπε να ζήσουμε κι εμείς -και φυσικά είχε δίκιο. Όμως εγώ δεν ήθελα να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο, παρόλο που ήταν αλλόκοτος κι ίσως θα ήτανε καλλίτερα αν τον είχε διώξει. Τέλος πάντων, να μη σας πολυλογώ, ήρθε ο γιατρός, τον είδε και μας είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Πέθανε την ίδια νύχτα· εγώ καθόμουν συνεχώς πλάι του, μέχρι που ξεψύχησε. Πρέπει να σας πω πως χάσαμε πολλά λεφτά εξαιτίας του,κύριε και δεν αποζημιωθήκαμε. Τα λίγα ρούχα που είχε δε πιάσανε τίποτα όταν τα πουλήσαμε”.
Έδωσα στη γυναίκα μισή κορώνα και γύρισα σπίτι. Σκεφτόμουνα συνεχώς τα όσα μου είχε πει για τον Μπλακ και δεν έπαψα στιγμή να αναρωτιέμαι τι μπορεί να ήταν αυτό που φώναζε ότι του είχανε κλέψει. Δε νομίζω βέβαια ότι κατείχε κάτι πολύτιμο ο φουκαράς· μάλλον ήτανε τρελλός κι είχε πεθάνει από μια ξαφνική κρίση παράνοιας. Η σπιτονοικοκυρά του μου είπε επίσης ότι μια-δυο φορές που είχε χρειαστεί να πάει στο δωμάτιο του (προφανώς για να του ζητήσει το νοίκι), δεν της είχε ανοίξει αμέσως την πόρτα· την είχε αφήσει να περιμένει για ένα λεπτό, και όταν μi:.’τά είχε περάσει μέσα, τον είχε δει να κρύβει το τενεκεδένιο κουτί του σε μια γωνιά κοντά στο παράθυρο. Πρέπει να του είχε γίνει έμμονη ιδέα ότι ήταν κάτοχος ενός θησαυρού, και πιθανότατα να φανταζόταν ότι ήταν πλούσιος μέσα στη μιζέρια που ζούσε. Explicit, η ιστορία μου τελείωσε, και βλέπεις ότι παρόλο που γνώρισα τον Μπλακ, δεν έμαθα τίποτα για τη γυναίκα του και για το θάνατό της. Αυτή είναι η υπόθεση του Χάρλεσντεν, Σαλίσμπουρυ και νομίζω ότι με ενδιαφέρει όλο και πιο πολύ, προφανώς επειδή δε φαίνεται να υπάρχει η παραμικρή πιθανότητα εγώ ή κάποιος άλλος να μάθουμε κάτι περισσότερο γι’ αυτήν. Ποια είναι η δική σου γνώμη;
–Κοίτα Ντάισον, νομίζω ότι το μυστήριο που περιβάλλει την υπόθεση, είναι δικό σου δημιούργημα. Εγώ τουλάχιστον προτιμώ τη λύση που πρότεινε ο γιατρός: ο Μπλακ δολοφόνησε τη γυναίκα του επειδή προφανέστατα ήτανε τρελλός.
–Σοβαρά; Πιστεύεις δηλαδή ότι αυτή η γυναίκα ήταν ένα πλάσμα τόσο τρομαχτικό και φριχτό που έπρεπε να φύγει απ’ τη ζωή; Θα θυμάσαι, βέβαια, ότι ο γιατρός είπε ότι ο εγκέφαλός της ήταν εγκέφαλος ενός διαβόλου, έτσι;
–Ναι, ναι, αλλά μιλούσε, προφανώς, μεταφορικά. Αν το δεις έτσι, τότε το πρόβλημα είναι απλούστατο.
–Α, ναι, μπορεί να ‘χεις δίκιο κι ωστόσο είμαι σίγουρος ότι δεν έχεις. Τέλος πάντων, ας αλλάξουμε θέμα. Λίγη βενεδικτίνη ακόμα; Ορίστε· δοκίμασε λίγο απ’ αυτό τον ταμπάκο. Αν δεν κάνω λάθος, μου είπες ότι είχες πολλές σκοτούρες τις τελευταίες μέρες μίλησες για μια παράξενη περιπέτεια που έζησες -σωστά;
–Ακριβώς. Είχα σκοτούρες, Ντάισον, πολλές σκοτούρες. Εγώ… αλλά είναι κουταμάρες… πράγματι, εντελώς παράλογο… θα νιώσω άσχημα αν σε μπλέξω και μ’ αυτό.
–Δεν πειράζει. Όσο παράλογο κι αν είναι, ας το κουβεντιάσουμε λιγάκι.
Πολύ διστακτικά και συγκρατημένα, επειδή ντρεπόταν, ο Σαλίσμπουρυ του διηγήθηκε την ιστορία του κι επανέλαβε, μάλλον απρόθυμα, το παράλογο μήwμα και το ακόμα πιο παράλογο ποιηματάκι του τσαλακωμένου χαρτιού, περιμένοντας να δει τον Ντάισον να ξεσπά σε βροντερά γέλια.
–Δεν είναι τελικά κουταμάρα μου που με απασχολεί εδώ και τόσες μέρες αυτό το συμβάν; ρώτησε μουρμουρίζοντας γι’ άλλη μια φορα το ποιηματακι.
Ο Ντάισον όλην αυτή την ώρα τον άκουγε σοβαρός. Μόλις τελείωσε, έμεινε για λίγα λεπτά σιωπηλός.
–Ναι, είπε τελικά, απίστευτη σύμπτωση να στέκεσαι στη στοά για να προφυλαχτείς από τη βροχή, ακριβώς τη στιγμή που εκείνοι οι δύο περνούσαν από κει. Αλλά δε νομίζω ότι το περιεχόμενο του χαρτιού είναι ανοησία, φαίνεται παράλογο, βέβαια, αλλά μπορεί για κάποιον κάτι να σημαίνει. Μου το λες άλλη μια φορά, σε παρακαλώ, να το γράψω; Ίσως καταφέρουμε να το αποκρυπτογραφήσουμε, αν και νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο.
Για άλλη μια φορά τα χείλη του Σαλίσμπουρυ ψέλλισαν απρόθυμα τους παραλογισμούς που ήτανε γραμμένοι στο χαρτί κι ο Ντάισον τους αντέγραψε στο σημειωματάριο του.
–Ρίξε μια ματιά, σε παρακαλώ, είπε όταν τελείωσε. Είναι σημαντικό όλες οι λέξεις να βρίσκονται στη σωστή σειρά. Εντάξει είναι;
-Ναι· το αντέγραψες μια χαρά. Αλλά δεν πιστεύω να βγάλουμε κάτι. Επιμένω ότι είναι ανοησίες. Καλλίτερα να φύγω τώρα, Ντάισον. Αρκετά είπαμε απόψε. Η ιστορία σου ήτανε πολύ ενδιαφέρουσα. Καληνύχτα.
-Αν καταφέρω να αποκρυπτογραφήσω το μήwμα, θέλεις να σε ενημερώσω;
–Όχι, σε καμμιά περίπτωση. Δε θέλω να ξανακούσω γι’ αυτό. Ό,τι κι αν ανακαλύψεις, αν υπάρχει κάτι, μπορείς να το κρατήσεις για τον εαυτο σου.
–Πολύ καλά. Καληνύχτα.
IV.
Πολλές ώρες μετά την επιστροφή του Σαλίσμπουρυ στην πράσινη καπιτονέ πολυθρόνα του, ο Ντάισον καθόταν ακόμα στο κομψό γιαπωνέζικο γραφείο του, καπνίζοντας τη μια πίπα μετά την άλλη και συλλογιζόμενος την ιστορία που του είχε διηγηθεί ο φίλος του. Το παράξενο περιεχόμενο του τσαλακωμένου χαρτιού, που τόσο πολύ τον είχε ανησυχήσει, τον ίδιο τον γοήτευε. Συνεχώς διάβαζε το κείμενο που είχε αντιγράψει, ιδίως το περίεργο τρίστιχο του τέλους. Πρέπει να ήταν ένα τραγουδάκι που κάτι συμβόλιζε για τον αποστολέα και τον παραλήπτη, κατέληξε κι όχι κάποιο κρυπτογραφημένο μήνυμα. Άρα η γυναίκα που είχε πετάξει το χαρτί πιθανότατα αγνοούσε τη σημασία του. Ίσως να τη γνώριζε ο Σαμ, τον οποίο εκείνη έβριζε και καταριόταν, ίσως ο μεθυσμένος άντρας να είχε κάποια σχέση με τον άγνωστο Κ. που είχε χρειαστεί να πάει να δει τους φίλους του στο Παρίσι. Αλλά τι σήμαινε εκείνο το Τράβερς Χάντελ Στρητ; Εδώ βρισκόταν η ρίζα και το κλειδί του αινίγματος, αλλά, ακόμα κι αν κάπνιζε όλο τον καπνό βιρτζίνια του κόσμου, πάλι θα ήτανε φοβερά δύσκολο να βρει τη λύση.
Δε διαφαίνονταν κάποιες ελπίδες, αλλά θεωρούσε τον εαυτό του Ουέλλινγκτον των Μυστηρίων, και τελικά έπεσε για ύπνο βέβαιοςπως αργά ή γρήγορα, θα έφτανε σε κάποιο αποτέλεσμα. Τις επόμενες μέρες βυθίστηκε ξανά στις λογοτεχνικες του εργασιες, εργασιες που παρέμεναν μυστηριο ακόμη και για τους πιο στενούς του φίλους, πουι μάταια ψάχνανε στα ράφια των βιβλιοπωλείων το αποτέλεσμα τόσων πολλών ωρών σπαταλημένων στο γιαπωνέζικο γραφείο, παρέα με δυνατό καπνό και μαύρο τσάι. Αυτή τη φορά όμως, έμεινε κλεισμένος στο σπίτι μόνο τέσσερις μέρες και το βραδάκι της τέταρτης εγκατέλειψε με ανακούφιση τη πέννα και βγήκε στους δρόμους να χαλαρώσει και να ανασάνει καθαρό αέρα. Οι γκαζόλαμπες ήταν ήδη αναμμένες κι οι εφημεριδοπώλες διαλαλούσανε τη πέμπτη έκδοση των βραδυνών φύλλων. Όμως ο Ντάισον ήθελε ησυχία, γι’ αυτό απομακρύνθηκε από το θορυβώδες Στραντ και προχώρησε προς τα βορειοδυτικά.
Σύντομα βρέθηκε να βαδίζει σε δρόμους όπου ακουγόταν μόνον ο ήχος των βημάτων του. Μετά από λίγο διέσχισε μια καινούρια πλατειά λεωφόρο κι έστριψε προς τα δυτικά. Σε λίγη ώρα διαπίστωσε πως είχε μπει στο Σόχο. Εδώ έσφυζε ζωή. Στις βιτρίνες των μαγαζιών υπήρχανε σπάνια προϊόντα απ’ τη Γαλλία και την Ιταλία, σ’ εξαιρετικά χαμηλές τιμές, που δελεάζανε τους περαστικούς, εδώ έβλεπες τυριά κάθε είδους, εκεί ελαιόλαδο, λίγο πιο πέρα διάφορες ποικιλίες αλλαντικών, που θα ‘λεγε κανείς ότι έρχονταν απευθείας απ’ τον κόσμο του Ραμπελαί. Στα κιόσκια των εφημεριδοπωλών μπορούσες να βρεις το σίινολο του παρισινού τύπου. Έν αλλόκοτο συνονθύλειυμα ανθρώπων από κάθε έθνος και φυλή σεριάνιζε στους δρόμους, όπου απουσίαζαν εντελώς οι άμαξες και τα τροχοφόρα. Απ’ τα παράθυρα των σπιτιών τους οι ένοικοι απολαμβάνανε το θέαμα του δρόμου. Προχώρησε στο πλήθος με αργό βήμα. Στ’ αυτιά του αντηχούσε μια αλλόκοτη βαβέλ γαλλικών, γερμανικών, ιταλικών κι αγγλικών, ενώ τα μάτια του χάζευαν μ’ ευχαρίστηση τις αναρίθμητες πολύχρωμες βιτρίνες των καταστημάτων.
Είχε φτάσει στο τέλος του δρόμου, όταν τη προσοχή του τράβηξε ένα μικρό μαγαζάκι στη γωνία, που δεν έμοιαζε διόλου με τα υπόλοιπα. Ήταν ένα τυπικό μικρομάγαζο μιας φτωχογειτονιάς, ένα κατάστημα εντελώς εγγλέζικο. Πουλούσε ταμπάκο και γλυκίσματα, φτηνές πήλινες πίπες, κεράσι και βύσσινο, σχολικά τετράδια και βιβλία ασκήσεων, θήκες για πέννες πάνω στις οποίες ήτανε τυπωμένα εύθυμα τραγουδάκια κι εικονογραφημένα περιοδικά, που δείχναν ότι ο ρομαντισμός διεκδικούσε τη θέση του δίπλα στην επικαιρότητα των βραδυνών εφημερίδων, οι οποίες ήτανε τοποθετημένες πάνω σ’ ένα πάγκο πλάι στην είσοδο. Ο Ντάισον διάβασε τ’ όνομα του ιδιοκτήτη του μαγαζιού στη ταμπέλλα πάνω απ’ τη πόρτα κι ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στομάχι, το πόνο που νιώθει κάποιος όταν ανακαλύπτει ξαφνικά κάτι σημαντικό. Για μια στιγμή αισθάνθηκε ανίκανος να κινηθεί. Το όνομα στη ταμπέλλα ήτανε Τράβερς. Ο Ντάισον στράφηκε και κοίταξε τη πινακίδα στη γωνία του τοίχου κάτω απ’ τη γκαζόλαμπα. Τα άσπρα γράμματα πάνω στο μπλε φόντο σχημάτιζαν τις λέξεις Χάντελ Στριτ, W.C.
Αναστέναξε ικανοποιημένος και χωρίς κανένα δισταγμό πλέον, μπήκε αμέσως στο μαγαζί και κοίταξε κατάματα το χοντρό άντρα που καθότανε πίσω απ’ τον πάγκο. Εκείνος σηκώθηκε αμέσως μόλις τον είδε, τον κοίταξε κι αυτός στα μάτια παραξενεμένος και προχώρησε στη στερεότυπη ερώτηση:
–Σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω, κύριε;
Ο Ντάισον για μια στιγμή στάθηκε, απολαμβάνοντας το σάστισμα που είχε αρχίσει να διαγράφεται στο πρόσωπο του άντρα. Τελικά σήκωσε το μπαστούνι, το ακούμπησε προσεκτικά στην άκρη του πάγκου, τέντωσε το κεφάλι κι απήγγειλε αργά κι υποβλητικά:
–Γύρος ένας στο χορτάρι, γύροι δυο στη κοπελλιά, γύροι τρεις στη σφενταμιά.
Είχε υπολογίσει το αποτέλεσμα που θα φέρνανε τα λόγια του, και δεν απογοητεύτηκε. Ο πωλητής τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, σα ψόφιο ψάρι κι έγειρε μπρος, στηρίζοντας τα χέρια στον πάγκο. Όταν μίλησε μετά από λίγο, η φωνή του ακούστηκε βραχνή και τρεμουλιαστή, σα ψίθυρος:
–Μπορείτε να το επαναλάβετε, κύριε; Δεν το άκουσα καλά.
–Και βέβαια όχι, φίλε μου, δεν πρόκειται να το επαναλάβω. Το άκουσες πολύ καλά, είμαι σίγουρος. Βλέπω ότι υπάρχει ρολόι στο μαγαζί σου· δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι θα πηγαίνει περίφημα. Σου δίνω, λοιπόν, ένα λεπτό προθεσμία με αυτό, το δικό σου ρολόι, να μου απαντήσεις.
Ο άντρας έριξε μια αμήχανη ματιά γύρω κι ο Ντάισον έκρινε πως έπρεπε να μιλήσει πιο τολμηρά.
–Κοίτα Τράβερς, είπε, η ώρα περνά και βιάζομαι Σίγουρα θα ‘χεις ακούσει για τον Κ. Θυμήσου ότι κρατώ τη ζωή σου στα χέρια μου. Λέyε, λοιπόν!
Ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος απ’ το θράσος του. Ο χοντρός άντρας ζάρωσε τρομαγμένος. Το πρόσωπο του ίδρωσε κι έγινε σταχτί, ενώ τα χέρια του πάνω στον πάγκο άρχισαν να τρέμουν.
–Κύριε Ντέιβις, κύριε Ντέιβις, μην το λέτε αυτό -για τ’ όνομα του Θεού, όχι! Δε σας αναγνώρισα αμέσως, αλήθεια σας λέω. Ω, Θεέ μου! Μη με καταστρέψετε, κ. Ντέιβις! Σας το φέρνω αμέσως.
–Τί κάθεσαι λοιπόν; Κουνήσου!
Ο άντρας γλύστρησε απ’ τη θέση του και πήγε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, όπου άνοιξε μια μικρή πόρτα και χάθηκε σ’ ένα άλλο δωμάτιο. Τον άκουσε να ψαχουλεύει ένα μάτσο κλειδιά κι ύστερα έφτασε στ’ αυτιά του ο ήχος ενός κουτιού που άνοιγε. Αμέσως μετά ο άντρας εμφανίστηκε στη πόρτα κρατώντας στα χέρια ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο σε καφέ χαρτί. Προχώρησε διστακτικά και του το παρέδωσε φοβισμένος.
–Χαίρομαι που το ξεφορτώνομαι, είπε. Δεν ξαναμπλέκω σε τέτοιες δουλειές.
Ο Ντάισον πήρε το πακέτο, κατέβασε το μπαστούνι από τον πάγκο και προyώρησε προς την έξοδο. Πριν περάσει τη πόρτα, στράφηκε και κοίταξε τον άλλο. Είχε βουλιάξει στο κάθισμά του και σκέπαζε με το χέρι τα μάτια του, το πρόσωπο του εξακολουθούσε να ‘ναι κάτωχρο απ’ τον τρόμο. Προχώρησε με γρήγορα βήματα στο δρόμο κι αναρωτήθηκε τι μπορεί να ήταν αυτό που είχε τρομοκρατήσει τόσο πολύ το χοντρό άντρα. Σταμάτησε τη πρώτη άμαξα που συνάντησε και πήγε κατευθείαν στο σπίτι. Άναψε τη λάμπα κι άφησε το πακέτο στο τραπέζι Δεν το άνοιξε αμέσως. Στάθηκε για λίγα λεπτά και το κοίταζε σκεφτικός. Ποιός ξέρει τί θα άστραφτε μετά από λίγο κάτω απ’ το φως της λάμπας του; Τελικά κλείδωσε τη πόρτα, τράβηξε τη κουρτίνα του παραθύρου και ξετύλιξε αργά-αργά το πακέτο, αποκαλύmοντας ένα μικρό ξύλινο κουτί. Δεν είχε κλειδαριά, το άνοιξε σηκώνοντας απλά το καπάκι . Αμέσως πήρε μια βαθειά ανάσα κι έκανε ένα βήμα πίσω. Η λάμπα φαινόταν να φωτίζει σαν να ήταν απλό κερί, αλλά ολάκερο το δωμάτιο λουζότανε στο φως -ένα φως εκτυφλωτικό, γεμάτο χρώματα, χιλιάδες χρώματα, που αντανακλούσανε τις λάμψεις τους στις ταπετσαρίες των τοίχων και στα έπιπλα του σπιτιού, προσδίδοντας τους μιαν ονειρική, φαντασμαγορική όψη.
Πηγή όλου αυτού του θαύματος ήτανε το υπέροχο πετράδι που βρισκότανε μες στο ξύλινο κουτί, το πιο όμορφο πετράδι που ‘χε δει ποτέ του. Από μέσα του ξεχύνονταν εκτυφλωτικά όλα τα χρώματα: το γαλάζιο του απέραντου ουρανού, το χρυσοπράσινο των κυμάτων που αφρίζουνε στα βράχια, το βαθυγάλαζο της βιολέτας, το κίτρινο του σταχυού, το μαύρο του αχάτη και στο κέντρο όλων αυτών, το κόκκινο της φωτιάς που διαπερνούσε τα πάντα, λες και μια πύρινη πηγή ξερνούσε μια λάβα που εκτόξευε τις σπίθες της δεξιά κι αριστερά, πάνω και κάτω, σα διάττων αστέρας. Αναστέναξε βαθιά, σωριάστηκε στη καρέκλα και σκέπασε με τα χέρια τα μάτια, προσπαθώντας να βάλει τάξη στις σκέψεις του. Το πετράδι έμοιαζε με οπάλι, αλλά η εμπειρία κι οι γνώσεις του έλεγαν ότι δεν υπήρχε οπάλι τόσο μεγάλο όσον αυτό. Κοίταξε ξανά το πετράδι, σχεδόν με δέος, και παρατήρησε για λίγες στιγμές εκστατικά την υπέροχη φλόγα που έλαμπε και σπίθιζε στο κέντρο του. Ύστερα το ‘βγαλε από το κουτί και το ακούμπησε προσεκτικά στο τραπέζι, ακριβώς κάτω από τη λάμπα. Γύρισε πάλι στο ξύλινο κουτί: Στο εσωτερικό της βάσης του ήταν απλωμένο ένα κομμάτι μάλλινο ύφασμα. Το σήκωσε, αλλά αυτή τη φορά δεν αποκαλύφθηκε πετράδι. Υπήρχε μόνον ένα μικρό, παλιό σημειωματάριο, οι άκρες του ήταν φαγωμένες και βρώμικες απ’ τη πολλή χρήση. Το άνοιξε στη πρώτη σελίδα κι αμέσως μετά το άφησε έντρομος να πέσει απ’ τα χέρια του. Είχε διαβάσει τ’ όνομα και τα στοιχεία του κατόχου του, γραμμένα πεντακάθαρα με μπλε μελάνι:
Στήβεν Μπλακ
ιατρός παθολόγος
Όρανμορ
Ντέβον Ρόουντ
Χάρλεσντεν
Πέρασαν λίγα λεπτά προτού βρει το θάρρος να το ξαναπάρει στα χέρια του και να το ανοίξει ξανά. Σαν αστραπή πέρασαν απ’ τη σκέψη του ο δύστυχος άντρας που είχε πεθάνει σε μια φτωχική σοφίτα, το πρόσωπο που είχε δει στο παράθυρο του σπιτιού στο Χάρλεσντεν και η συνομιλία του με το γιατρό που είχε διενεργήσει τη νεκροψία. Καθώς κρατούσε το παλιό σημειωματάριο μια ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά του. Ποιος ξέρει πόσα φοβερά και τρομερά θα ήταν γραμμένα στις σελίδες του; Όταν τι:-λικά το άνοιξε, ανακάλυψε ότι τα δυο πρώτα φύλλα ήταν λευκά. Αλλά η επόμενη σελίδα ήταν γεμάτη, από πάνω μέχρι κάτω, με μικρά, ευανάγνωστα γράμματα. Ο Ντάισον αναστέναξε κι άρχισε να διαβάζει στο φως των πύρινων χρωμάτων του πετραδιού.
V.
Από τότε που ήμουν νέος -άρχιζε το κείμενο- αφιέρωνα όλο το χρόνο μου, αλλά και πολλές ώρες που κανονικά θα ‘πρεπε να αφιερώνω στις άλλες υποχρεώσεις μου, στην έρευνα και τη μελέτη των περίεργων και σκοτεινών κλάδων της γνώσης. Οι συνηθισμένες απολαύσεις της ζωής ποτέ δε με γοήτευαν. Ζούσα μόνος στο Λονδίνο κι απέφευγα τους συμφοιτητές μου. Εξάλλου ούτε κι εκείνοι θέλανε τη παρέα μου- με θεωρούσαν μνστικοπαθή κι αντιπαθητικό. Όσον καιρό ήμουνς σε θέση να ικανοποιώ τη λαχτάρα μου για γνώση αλλόκοτη, γνώση που ακόμη και την ύπαρξη της αγνοούν οι περισσότεροι άνθρωποι, ήμουνα βαθύτατα ευτυχισμένος. Πολύ συχνά περνούσα νύχτες ολάκερες καθισμένος στο σκοτεινό μου δωμάτιο και σκεφτόμουνα τον παράξενο κόσμο, που στο χείλος του ακροπατούσα.
Οι σπουδές μου όμως κι η ανάγκη να πάρω το πτυχίο με αvαγκάσανε για κάμποσο καιρό να σταματήσω τις σκοτεινές ερευνές μου. Λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή μου από το πανεπιστήμιο, γνώρισα την Άγκνες και παντρευτήκαμε. Εγκατασταθήκαμε σ’ ένα καινούριο σπίτι σε κάποιο απομονωμένο προάστιο, όπου άρχισα ν’ ασκώ το επάγγελμά μου. Για κάμποσο καιρό ήμουν ευτυχισμένος, απολάμβανα τη ζωιj γύρω μου και σπάνια συλλογιζόμουνα την απόκρυφη επιστήμη που κάποτε είχε κατακυριεύσει ολόκληρο το είναι μου. Είχα μάθει αρκετά για τα μονοπάτια που είχα αρχίσει άλλοτε να εξερευνώ και γνώριζα πόσο δύσβατα κι επικίνδυνα ήταν. Αν επέμενα στη συνέχιση των ερευνών μου, πιθανότατα η ζωή μου θα καταστρεφότανε, θα οδηγούσα τον εαυτό μου σε περιοχές τόσο τρομαχτικές που ο ανθρώπινος νους ανατριχιάζει και μόνο που τις σκέφτεται. Επιπλέον, η γαλήνη κι η ειρήνη που ‘χε φέρει ο γάμος στη ζωή μου, με κρατούσαν μακριυα από μέρη που γνώριζα ότι καμμιά γαλήνη δε μπορούσε να κατοικήσει.
Αλλά ξαφνικά -νομίζω πως όλα ξανάρχισαν μέσα σε μια νύχτα που ξαγρυπνούσα ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου κι ατένιζα το σκοτάδι- η παλιά λαχτάρα, η αλλοτινή επιθυμία, επέστρεψε κι ήτανε δέκα φορές εντονώτερη εξαιτίας της μακράς απουσίας της. Μόλις χάραξε η μέρα, σηκώθηκα, πιίγα στο παράθυρο και κοίταξα με αγριεμένο βλέμμα τον ιίλιο ν’ ανατέλλει στον ουρανό. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως η μοίρα μου ήταν αποφασισμένη, ότι όπως παλιότερα είχα προχωρήσει μακριά, έτσι και τώρα ήτανε γραφτό μου να προχωρήσω μακρύτερα με βήματα σταθερά κι αταλάντευτα. Γύρισα στο κρεβάτι όπου η γυναίκα μου κοιμόταν ειρηνικά και ξάπλωσα πλάι της κλαίγοντας με μαύρο δάκρυ, γιατί ο ήλιος είχε δύσει στην ευτυχισμένη ζωή μας κι είχεν ανατείλει σε μιαν αυγή τρόμου και για τους δυο.
Δε θα εκθέσω εδώ με λεπτομέρειες όσα ακολουθήσανε. Κατά ένα παράξενο τρόπο, συνέχισα να εργάζομαι κάθε μέρα όπως πριν, χωρίς να πω τίποτε στη γυναίκα μου. Όμως σύντομα κατάλαβε πως είχα αλλάξει. Περνούσα τον ελεύθερο χρόνο μου στη σοφίτα που τη μετέτρεψα σε εργαστήρι. Κάθε νύχτα, μόλις η γυναίκα μου αποκοιμότανε, γλυστρούσα απ’ το κρεβάτι κι απουσίαζα μέχρι την αυγή. Κατέβαινα στη κρεβατοκάμαρα μόλις άρχιζε να χαράζει, τη γκρίζα ώρα του πρωινού που οι γκαζόλαμπες του Λονδίνου είναι ακόμα αναμμένες. Και κάθε νύχτα πλησίαζα ακόμα ένα βήμα πιο κοντά στη μεγάλη άβυσσο που είχα στόχο να γεφυρώσω, πιο κοντά στο βαθύ χάσμα που χωρίζει τον κόσμο της συνείδησης από τον κόσμο της ύλης.
Τα πειράματά μου ήτανε πολλά και πολύπλοκα και περάασανε κάμποσοι μήνες μέχρι να καταλάβω πού ακριβώς οδηγούσαν. Τη στιγμή που το συνειδητοποίησα, το πρόσωπο μου πάνιασε κι η καρδιά μου σταμάτησε προς στιγμιήν να χτυπά.. Όμως δεν είχα πλέον δύναμη να υπαναχωρήσω, τη δύναμη να σταθώ μπρος στις πύλες που ανοίγονταν διάπλατες μπρος μου και να μη τις διαβώ. Δεν υπήρχε πια για μένα δρόμος επιστροφιjς. Η θέση μου ήτανε στη κυριολεξία απελπιστική. Ένιωθα σαν τον φυλακισμένο σε βαθύ μπουντρούμι που δε βλέπει από πουθενά φως, οι πόρτες ήτανε κλειστές κι ήταν αδύνατον να δραπετεύσω.
Με τον καιρό τα επαναλαμβανόμενα πειράματα μου έδωσαν το ίδιο αποτέλεσμα. Καταλάβαινα πλέον, ανατριχιάζοντας κάθε φορά που η σκέψη αυτή περνούσε από το νου μου, πως στη δουλειά που έκανα απαιτούνταν στοιχεία που δεν μπορούσε κανέν εργαστήριο να προμηθεύσει και καμμιά κλίμακα να μετρήσει. Σ’ αυτή τη δουλειά, απ’ την οποία αμφέβαλλα αν θα ξέφευγα ζωντανός, ήταν ανάγκη να εισέλθει η ίδια η ζωή. Από κάποιο ανθρώπινο πλάσμα έπρεπε ν’ αντληθεί η ουσία που οι άνθρωποι λένε ψυχή και στη θέση της -γιατί στο σχήμα του κόσμου δεν υπάρχει χώρος κενός- να μπει αυτό που τα χείλη αδυνατούν να προφέρουνε, που ο νους δεν μπορεί να συλλάβει χωρίς να νιώσει φρίκη μεγαλύτερη ακόμα κι απ’ τη φρίκη του θανάτου. Κι όταν το κατάλαβα αυτό, κατάλαβα επίσης πάνω σε ποιον θα ‘πεφτε αυτιj η μοίρα, το κατάλαβα και κοίταξα τη γυναίκα μου στα μάτια. Αν εκείνη την ώρα αποφάσιζα να τα παρατιjσω όλα και να πάω να πάρω ένα σκοινί και να κρεμαστώ, τότε μπορεί να γλυτώναμε, κι εγώ κι εκείνη. Όμως δεν μπόρεσα.
Τελικά αναγκάστηκα να της μιλήσω. Ανατρίχιασε ακούγοντάς με, έβαλε τα κλάματα κι επικαλέστηκε τη πεθαμένη μητέρα της να τη βοηθήσει. Με ρώτησε αν την αγαπούσα, αν ένιωθα ακόμα κάποια αισθήματα γι’ αυτήν. Η μόνη μου απάντηση ήταν ένας βαθύς αναστεναγμός. Δεν της έκρυψα τίποτα, της είπα τι θα γινότανε και τι θα έμπαινε εκεί όπου τώρα υπήρχε η ψυχή της, της ατοκάλυψα τα πάντα για τη ντροπή και τη φρίκη. Εσύ που διαβάζεις αυτό εδώ τώρα που είμαι νεκρός -αν βέβαια επιτρέψω να διασωθεί αυτή η μαρτυρία- που ‘χεις ανοίξει το κουτί κι είδες τι περιέχει, αχ, αν μπορούσες να καταλάβεις τι βρίσκεται κρυμμένο μέσα σ’ αυτό το τεράστιο οπάλι! Γιατί μια νύχτα η γυναίκα μου δέχτηκε να κάνει αυτό που της ζητούσα, δέχτηκε με το όμορφο πρόσωπο της πνιγμένο στα δάκρυα, με το λαιμό και τα στήθη της κατακόκκινα απ’ την ντροπή, δέχτηκε να το κάνει για μένα. Άνοιξα τότε το παράθυρο και κοιτάξαμε, για τελευταία φορά κι οι δυο μαζί, τον ουρανό και τη σκοτεινή γη.
Ήταν μια νύχτα αστροφώτιστη και φυσούσε ένα δροσερό αεράκι. Τη φίλησα στα χείλη και τα δάκρυα της μουσκέψανε το πρόσωπό μου. Εκείνη τη νύχτα ανέβηκα στο εργαστήριό μου κι εκεί, με τα παράθυρα σφαλισμένα και τη πόρτα αμπαρωμένη, με τις χοντρές κουρτίνες τραβηγμένες ώστε να μη περνά μέσα το φως των αστεριών, με τη χοάνη και τους δοκιμαστικούς σωλήνες να δουλεύουνε πυρετωδώς κάτω απ’ το φως της λάμπας, της έκανα ό,τι έπρεπε να της κάνω κι όταν τέλειωσα δεν ήτανε πλέον γυναίκα. Αλλά πάνω στο τραπέζι, σπίθιζε κι άστραφτε το οπάλι. Έλαμπε μ’ ένα φως που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί ποτέ ανθρώπου μάτι, της φλόγας του οι ακτίνες φώτιζανε τα πάντα
και μπήγονταν στη καρδιά μου σα πύρινα μαχαίρια. Μόνο ένα πράγμα είχεν απαιτήσει από μένα η γυναίκα μου: μου ‘χε ζητήσει να της υποσχεθώ ότι θα τη σκότωνα, αν τελικά συνέβαιναν όσα της είχα πει.
Τήρησα την υπόσχεσή μου.
Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ο Ντάισον άφησε το σημειωματάριο να πέσει από τα χέρια και κοίταξε ξανά το οπάλι με το πύρινο, απόκρυφο φως του. Και ξάφνου μια ανείπωτη κι ακατανίκητη φρίκη κυρίεψε τη καρδιά του. Μέσα σε μια έκρηξη οργής και τρόμου, άρπαξε το πετράδι, το πέταξε στο πάτωμα κι άρχισε να το ποδοπατά ώσπου το έκανε θρύψαλα. Το πρόσωπό του ήταν ακόμα κάτωχρο όταν έστρεψε αλλού το βλέμμα. Στάθηκε μια στιγμή ακίνητος. Το στομάχι του ανακατευότανε και τα πόδια τρέμανε. Διέσχισε τρεκλίζοντας το δωμάτιο και κατάφερε να φτάσει στη πόρτα’. Πριν προλάβει να την ανοίξει, ακούστηκε πίσω του κάτι να σφυρίζει, σαν ατμός που δραπετεύει από βραστήρα υψηλής πίεσης. Στράφηκε κι είδε ανέκφραστος, έναν όγκο πυκνού κίτρινου καπνού να βγαίνει απ’ τα θρύψαλλα του πετραδιού και ν’ ανεβαίνει ελικοειδώς, σα φίδι που κουλουριάζεται, προς τη λάμπα και την οροφή. Ξαφνικά μια λεπτή λευκή φλόγα ξεπήδησε από μέσα του, σπιθοβόλησε στον αέρα για μια στιγμή, κι αμέσως μετά εξαφανίστηκε. Στο πάτωμα είχεν απομείνει ένα πράγμα σα στάχτη, μαύρο κι εύθρυπτο στην αφή σα πριονίδι…