Βιογραφικό
Άγγλος συγγραφέας ΕΦ που όμως σταδιοδρόμησε στις ΗΠΑ ούτως ώστε να χαρακτηριστεί πιότερο Αμερικανός. Έδωσε βάρος κυρίως στο χιούμορ και στην ειρωνεία, κατά τη ξεδίπλωση πλοκής στις ιστορίες του, παρουσιάζοντας συνήθως του εξωγήινους σα μεγαλοπρεπείς και τους γήινους σα κλόουν. Χρησιμοποίησε τη διαφορετικότητα κουλτούρας που τυχόν θα υπήρχε σε πιθανά όντα από άλλους πλανήτες κι έρριξε το βάρος στο χιούμορ εκείνο που υπάρχει στο στρατό και στη γραφειοκρατία. Υπήρξεν οπαδός του πασίγνωστου αντιδογματιστή Τσαρλς Φορτ. Επίσης υπήρξεν ειρωνικός, στήνοντας έτσι τα κείμενά του, ώστε να καθοδηγήσουνε κατάλληλα τον αναγνώστη εκεί που ‘θελεν αυτός. Υπήρξε δε πρόσχαρος και γελαστός καλός άνθρωπος. Χρησιμοποίησε τα ψευδώνυμα: Duncan H. Munro, Maurice A. Hugi και Webster Craig.

O Έρικ Φρανκ Ράσσελ γεννήθηκε στις 6 Γενάρη 1905 στο Sandhurst του Surrey, στην Αγγλία, από στρατιωτικήν οικογένεια κι υπηρέτησε στο Β’ Παγκ. Πολ. στη Βασιλικήν Αεροπορία. Πρωτοεμφανίζεται το 1936, δημοσιεύοντας μερικά διηγήματα στο Astounding, περιοδικό ΕΦ. Μετά μια σύντομη θητεία σα μηχανικός, στράφηκεν ολοκληρωτικά στη συγγραφή κι έγινε φανατικός υποστηρικτής της ΕΦ. Θεωρούσε τον Τσαρλς Φορτ (Charles Fort, 1874-1932), σα μέντορά του, έναν Aμερικανό δημοσιογράφο, συγγραφέα και χρονικογράφο -που επωνομαζότανε και Προφήτης Του Ανεξήγητου-, που τον επηρέασε πάρα πολύ στο έργο του. Μερικές από τις καλύτερες ιστορίες του γραφτήκανε στα χρόνια μετά τον Β’ Παγκ. Πόλ. κι είχανε σημαντική συμβολή στη χιουμοριστική ΕΦ. Στα μυθιστορήματά του ήτανε σοβαρότερος από την ειρωνική διηγηματογραφία του. Το 1955 κέρδισε το Hugo Award, με το διήγημά του Allamagoosa, ενώ το 1985 κέρδισε το Βραβείο Προμηθέας με το Great Explosion και το 2000 βραβεύτηκε συνολικά για τη προσφορά του στο είδος, τα δυο τελευταία μετά θάνατο. Πέθανε στις 28 Φλεβάρη 1978, σ’ ηλικία 73 ετών.

Θα ‘ταν αδικία να περιπέσει πια στη λήθη, γιατί οι ιστορίες του δεν έχουνε χάσει τη φρεσκάδα τους με τη πάροδο του χρόνου. Αντίθετα, στέκουνε θαυμάσια και σήμερα με γοητεία, ευρηματικότητα κι είναι επίκαιρα. Στη Βρεττανία θεωρείται πατέρας του μαύρου χιούμορ κι ειδικότερα των Douglas Adams και Terry Pratchetts. Το διήγημά του, Ύστερα Χάθηκαν Όλα προσφέρει ένα σύστημα εμπορικής, οικονομικής συναλλαγής που ‘χουν υιοθετήσει οι αναρχικοί σπουδαστές στη Κολωνία.
========================
Συμβίωση
Αναθέσανε στο Μαραθών να εξετάσει ένα πλωτό σώμα κοντά στον Ρίγκελ. Πολλοί από μας απορούσανε πως διάολο οι Γήινοι αστρονόμοι μας μπορούν να διακρίνουνε τέτοια πράματα σε τόσο μεγάλες αποστάσεις. Αλλά και το τελευταίο ταξίδι ήταν καλή δουλειά. Μας είχανε στείλει σε κείνο τον μηχανικό κόσμο με υδάτινο περίγυρο που βρίσκεται κοντά στον Αρκτοφύλακα. Το Μαραθών, τελευταίο σχέδιο του Φλέτνερ, ήτανε κάτι απίθανο. Δεν είχε το ταίρι του σ’ ολάκερο τον κόσμο. Έτσι, για να λύσουμε το αίνιγμα, υποθέταμε πως οι αστρονόμοι μας είχαν ανακαλύψει κάποιο εργαλείο εξίσου επαναστατικό.
Στο μεταξύ ολοκληρώσαμε το εσωτερικό ταξίδι σύμφωνα με τις οδηγίες και πλησιάζαμε στο σημείο όπου γι’ άλλη μια φορά θα βλέπαμε πως οι αστρονόμοι ονειρεύονται συνήθως όταν νομίζουν ότι ανακαλύπτουν ζωή σε μακρινούς πλανήτες. Ο Ρίγκελ άστραφτε στο στερέωμα σα μια μακρινή εστία ύψους τριάντα μοιρών περίπου από το επίπεδο, που κείνη τη στιγμή ήταν οριζόντιο. Οριζόντιο επίπεδο εννοούμε πάντα το οριζόντιο επίπεδο του πλοίου και το διάστημα πρέπει να συμβαδίζει μ’ αυτό είτε θέλει είτε όχι. Αλλά το αρχέτυπο αυτού του επιπέδου δεν ήταν ο μακρινός Ρίγκελ. Ήταν ένα μικρό αδελφάκι του ήλιου λιγάκι μικρότερο και χλωμότερο από τον Γέρο-Ήλιο. Υπήρχαν δυο ακόμα πλανήτες λίγο πιο μακριά κι άλλος ένας από τη πίσω πλευρά του ήλιου: σύνολο δηλαδή τέσσερις αλλά οι τρεις απ’ αυτούς φαίνονταν στείροι σα το μυαλό ενός ατσίδα κατοίκου της Αφροδίτης, ενώ ο τέταρτος, αυτός που βρισκότανε στην εσωτερική σειρά, έδειχνε ενδιαφέρον.
Προσεγγίσαμε στην αρχή με τη πλώρη. Ο τρόπος που κλυδωνιζόταν ο κόσμος στα πλάγια του σκάφους μου ανακάτευε τα σπλάχνα. Σ’ ένα ταξίδι με τον περιστρεφόμενο Στροβιλανθό χρωστώ τα διαστημικά μου πόδια και τη συνήθεια να ζω έντονα πάνω από εκατομμύρια μίλια χάους, αλλά λογαριάζω πως θα μου χρειαστούν ένας-δυο αιώνες ακόμα για να συνηθίσω τις τρελές προσγειώσεις κι απογειώσεις του σκάφους του Φλέτνερ. Ο νεαρός Ούιλσον γρύλιζε μες από το σκάφανδρό του και κατάλαβα πως ακολουθούσε την ευλαβική συνήθειά του να προσεύχεται για την ασφάλεια των πολύτιμων φιλμ του. Αν έβλεπε κανείς τη βαθιά αγωνία των ματιών του θα πίστευε πως ήτανε παντρεμένος με τα καταραμένα αυτά πράματα. Προσγειωθήκαμε, γιούχουου! το πλοίο γλίστρησε λίγο με τη κοιλιά.
-“Εγώ δε θα πενθούσα στη θέση σου“, είπα στον Ούιλσον, “αυτά τα πράματα δε σου ψήνουνε μπιφτέκια ούτε ταΐζουνε ποτέ με τάρτα φράουλα το λιγούρικο στόμα σου“.
-“Όχι, βέβαια“, παραδέχτηκε. Προσπαθώντας να βγει από το σκάφανδρο με κοίταξε σκυθρωπά και γρύλισε: “Πώς θα σου φαινόταν αν έφτυνα πάνω στις βελόνες του καντράν“;
-“Δε θα μ’ άρεσε“, αποκρίθηκα κοφτά.
-“Βλέπεις;” είπε κι αμέσως έτρεξε να δει αν τα πράματά του ήταν ακόμη σώα.
Κόλλησα τη μύτη μου στο πιο κοντινό φινιστρίνι και μες από τον εξαιρετικά ισχυρόν υαλοπίνακα Πέρμεξ έριξα μια ματιά στο νέο κόσμο. Ήταν καταπράσινος. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ πως υπάρχει τόσο πυκνό κι απόλυτο πράσινο. Ο ήλιος, που έξω στο διάστημα φαινόταν αχνορόδινος, είχε τώρα πολύ χλωμό πράσινο χρώμα κι έριχνε πηχτό κιτρινοπράσινο φως πάνω στον πλανήτη. Το Μαραθών είχε προσγειωθεί σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο που ‘κοβε στη μέση ένα πυκνό δάσος, με μια χέρσα έκταση γεμάτη χορτάρι, θάμνους και πουρνάρια. Το δάσος ήτανε μάζα από πελώριους κορμούς με φυλλώματα που κυμαίνονταν από το βεραμάν ως το σκούρο, γυαλιστερό, σχεδόν μαύρο, πράσινο. Ο Μπρέναντ ήρθε και στάθηκε πίσω μου -στο φως, το πρόσωπό του είχε χρώμα πράσινο χολής με κίτρινους λεκέδες. Έμοιαζε σαν αθάνατο τέρας.
-“Να ‘μαστε πάλι“, είπε. Έπαψε να κοιτά από το φινιστρίνι, μου χαμογέλασε σαρδόνια κι απότομα άλλαξε ύφος: “Έι μην αηδιάζεις τόσο πολύ μαζί μου“!
-“Είναι το φως“, του εξήγησα. “Μοιάζεις με κάτι που επιπλέει στην αποχέτευση ενός σκάφους απ’ αυτά που πηγαινοέρχονται στη Σελήνη“.
-“Ευχαριστώ“.
-“Υποχρέωσή μου“.
Μείναμε εκεί κοιτάζοντας έξω και περιμένοντας το προσκλητήριο στη γενική συνέλευση που γινότανε συνήθως πριν από τη πρώτη έξοδο στο νέο κόσμο. Λογάριαζα πως η ρέντα μου θα συνεχιζόταν και σ’ αυτή τη κλήρωση κι ο Μπρέναντ λαχταρούσε επίσης να πατήσει έξω το πόδι του. Αλλά το προσκλητήριο δεν ακουγόταν. Σε λίγο ο Μπρέναντ είπε:
-“Ο ναύκληρος αργεί. Τι κάνει εκεί πίσω“;
-“Δεν έχω ιδέα“. Κοίταξα άλλη μια φορά το βλογιοκομμένο πρόσωπό του. Ήταν απαίσιο. Αν έκρινα από το ύφος του, δεν ένιωθε ούτε εκείνος καμια γοητεία από τα χαρακτηριστικά μου. “Ξέρεις πόσο επιφυλακτικός είναι ο Μακνάλτυ. Φαντάζομαι, πως το πάθημά μας στη Μεκανίστρια τον έπεισε να μετρά ως το εκατό προτού δώσει διαταγή“.
-“Ναι“, συμφώνησε ο Μπρέναντ. “Πάω να δω τι μας μαγειρεύει“. Έφυγε από το διάδρομο. Δε μπορούσα να πάω μαζί του γιατί η θέση μου ήτανε κοντά στο οπλοστάσιο. Ποτέ δε μπορούσες να ξέρεις αν θα ‘ρθουν να ζητήσουν τα όπλα κι όταν έρχονταν ήταν συνήθως πολύ βιαστικοί. Ο Μπρέναντ γκρίνιαζε ακόμα απαρηγόρητος στην άλλη γωνιά και μόλις έφυγε από τη μέση όρμησαν στο θάλαμο τα μέλη της ανιχνευτικής ομάδας. Ήταν έξι όλοι κι όλοι: ο Μόλντερς, ένας μηχανικός, ο Τζέησον αξιωματικός, ο Σαμ Χίγκνετ, νέγρος χειρούργος, ο νεαρός Ούιλσον και δυο ‘Αρειοι, ο Κλι Ντρην κι ο Κλι Μοργκ.
-“Τυχεράκια!” σφύριξα στον Σαμ πετώντας του το όπλο των ακτίνων και τα άλλα μυστήρια μαραφέτια.
-“Μάλιστα, λοχία“. Τ’ άσπρα δόντια του Σαμ αστράψανε στο μαύρο του πρόσωπο καθώς χαμογελούσε ικανοποιημένος. “Ο ναύκληρος διέταξε να μη βγει κανείς πεζός έξω αν δεν ανιχνεύσουμε πρώτα τη περιοχή με την άκατο υπ’ αριθμόν τέσσερα“.
Ο Κλι Μοργκ άρπαξε το ακτινοβόλο με την μακρουλή, φιδόσχημη κεραία του, ανέμισε το εργαλείο με ψυχρή αδιαφορία για την προσωπική ασφάλεια του πλησίον του και τερέτισε:
-“Δώσε μας τώρα τα κράνη“.
-“Κράνη;” τον κοίταξα και μετά τους Γήινους. “Θέλετε και σεις, παιδιά, διαστημικές στολές“;
-“Όχι“, αποκρίθηκε ο Τζέησον. “Η ατμόσφαιρα έξω είναι 15 λιβρών και τόσο πλούσια σε οξυγόνο που φεύγεις σβουριχτός ενώ νομίζεις ότι περπατάς με το πάσο σου“.
-“Λάσπη“, είπε κοφτά ο Κλι Μοργκ. “Ακριβώς σα λάσπη. Φέρε τα κράνη μας“.
Πήρε λοιπόν τα κράνη. Αυτοί οι ‘Αρειοι ήτανε συνηθισμένοι σ’ ατμοσφαιρική πίεση τριών λιβρών στον πλανήτη τους κι ενοχλούνταν αφόρητα όταν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν κάτι περισσότερο. Γι’ αυτό κι είχαν αναλάβει τον έλεγχο της βαλβίδας αέρος φροντίζοντας να διατηρούνε χαμηλά επίπεδα πίεσης. Μπορούσαν ν’ αντέξουν τη πυκνότερη ατμόσφαιρα για πολύ λίγο διάστημα κι αμέσως μετά γίνονταν δύστροποι και συμπεριφέρονταν σα να κουβαλούσαν στη πλάτη τους όλα τα βάσανα του κόσμου.
Εμείς οι Γήινοι βοηθήσαμε τους ‘Αρειους να χώσουνε το κεφάλι τους στις γυάλες και να ρυθμίσουνε τον αέρα για να αισθάνονται άνετα. Ποτέ μου δε μπόρεσα να χωνέψω αυτή τη διαδικασία. Δεν είναι σωστό να ησυχάζουν οι άνθρωποι μόνον όταν ανασαίνουνε με γοργές ρουφηξιές, σα ψάρια.
Ο Τζαίη Σκορ παρουσιάστηκε βαρύς κι ασήκωτος όταν είχα πια στολίσει όλους τους πελάτες σα χριστουγεννιάτικα δέντρα. Ακούμπησε τα εκατόν πενήντα κιλά του πάνω στο σωληνωτό χώρισμα που ‘βγαλε προειδοποιητικό τρίξιμο. Ο Τζαίη άλλαξε αμέσως θέση. Το δυνατό πρόσωπό του ήταν απαθές όπως πάντα, τα μάτια του λάμπαν από εξωγήινο φως. Δοκίμασα το χώρισμα για να δω αν είχε σπάσει, λέγοντάς του:
-“Το κακό με σένα είναι ότι δε ξέρεις τη δύναμή σου“.
-“Αλήθεια;” είπε αδιάφορα. Μετά έστρεψε τη προσοχή του στους άλλους: “Ο ναύκληρος θέλει να ‘στε πολύ προσεκτικοί. Δε μπορούμε να επιτρέψουμε ανάλογα ατυχήματα, με κείνα που συνέβησαν στον Χαίηνς και την ομάδα του. Μη πετάτε κάτω από χίλια πόδια ύψος, έχετε την αυτόματη κάμερα σε συνεχή λειτουργία, κρατάτε τα μάτια σας ανοιχτά κι ελάτε πίσω αμέσως μόλις βρείτε οτιδήποτε αξιοπαρατήρητο“.
-“Εντάξει, Τζαίη“. Ο Μόλντερς σήκωσε δυο ζώνες ασφαλείας στο δεξί του χέρι. “Θα ‘μαστε προσεκτικοί“.
Βγήκαν έξω συρτά. Σε λίγο η άκατος αποσυνδέθηκε από το σκάφος με μια παρωδία του μεγαλοπρεπούς βουητού απογείωσης του Μαραθώνα. Πήρε στροφή μες στο πράσινο φως έμεινε μετέωρη πάνω από τα τεράστια δέντρα και μίκρυνε ώσπου έγινε τελεία στον ορίζοντα. Ο Μπρέναντ ξαναγύρισε, στάθηκε πλάι στο φινιστρίνι κοιτάζοντας το πλοιάριο που χανόταν.
-“Ο Μακνάλτυ είναι σεμνός σα γριά που πέρασε τα νιάτα της στο αναμορφωτήριο“.
-“Έχει δίκιο“, τον έχαψα. “Αυτός θα δώσει λογαριασμό όταν γυρίσουμε“. Ένα μισό χαμόγελο φώτισε το χολωμένο δέρμα του καθώς συνέχιζε: “Πήγα βόλτα στη θορυβώδη πρύμνη κι είδα πως ένα ζευγάρι από τις χαμηλοβλεπούσες που δουλεύουν εκεί πέρα, μας τη φέραν από πίσω. Έχουνε βγει έξω και παίζουν τη πάπια-στο-βράχο“.
-“Τι παίζουν λέει“;
-“Τη πάπια-στο-βράχο“, επανέλαβε πολύ ευχαριστημένος από τον εαυτό του.
Έβαλα μπρος για τη πρύμνη ενώ ο Μπρέναντ με ακολουθούσε με πλατύ μορφασμό που ‘μοιαζε με χαμόγελο. Ήταν φανερό ότι δυο από τους βρωμομηχανικούς που καθαρίζουν την ουρά πετάχτηκαν έξω. Θα ‘πρεπε να γλίστρησαν από κανένα κεντρικό αγωγό πριν ακόμα κρυώσει και συσταλθεί. Τώρα στέκονται βουλιαγμένοι ως τα γόνατα στη πρασινάδα, στηρίζοντας ο ένας τον άλλο και πετώντας χαλίκια σ’ ένα μικρό βράχο που ταλαντευόταν στη σχισμή μιας πλαγιάς. Νόμιζες ότι είχανε βγει με το σχολείο για κυριακάτικο πικ-νικ.
-“Το ξέρει ο ναύκληρος“;
-“Και βέβαια όχι. Νομίζεις ότι θα διάλεγε αυτούς τους αξύριστους αλήτες για να βγούνε πρώτοι έξω“;
Ένας από τους δυο γύρισε και μας είδε να κοιτάμε από το φινιστρίνι. Χαμογέλασε πλατιά, φώναξε κάτι που δε μπορέσαμε ν’ ακούσουμε, πήδηξε εννιά πόδια πάνω από τη γη και χτύπησε το στήθος του με το μουντζουρωμένο του χέρι. Συμπέρανα ότι η έλξη ήταν μειωμένη, το οξυγόνο άφθονο κι ότι αυτός είχε φτιαχτεί. Το πρόσωπο του Μπρέναντ έδειχνε ότι τον έτρωγε o πειρασμός να γλιστρήσει από κανένα σωλήνα και να μπει κι αυτός στην παρέα.
-“Ο Μακνάλτυ θα τους γδάρει αυτούς τους αρουραίους των υπόνομων“, είπα.
-“Δε μπορώ να τους καταδικάσω. Στο εσωτερικό λειτουργεί ακόμα η τεχνητή βαρύτητα το σκάφος είναι γεμάτο καπνούς και ταξιδεύουμε τόσο καιρό. Θα ‘τανε σπουδαίο να βγαίναμε έξω. Κι εγώ θα ‘θελα να παίξω χτίζοντας στην άμμο“.
-“Δεν υπάρχει άμμος“. Το ζευγάρι εκεί έξω, είχε βαρεθεί τον βράχο. Μάζεψαν απόθεμα χαλικιών κάτω από τα δέντρα και προχωρήσανε προς ένα μεγάλο θάμνο που φύτρωνε πενήντα γυάρδες μακριά από τη πλώρη του Μαραθώνα. Όσο ξεμάκραιναν, τόσο πιο εύκολο θα ‘ταν να τους μυριστεί ο ναύκληρος. Όμως δε δίνανε δεκάρα. Ήξεραν ότι ο Μακνάλτυ το πολύ-πολύ να τους κατσάδιαζε.
Ο θάμνος είχε δέκα-δώδεκα πόδια ύψος και πολύ πυκνό λαμπερό πράσινο φύλλωμα πάνω σ’ ένα λεπτό, ευλύγιστο κορμό. Ο ένας από τους δυο φιλαράκους έφτασε πρώτος εκεί κοντά κι εκσφενδόνισε ένα χαλίκι που χτύπησε το κέντρο του φυλλώματος. Αυτό που ‘γινε μετά, ήτανε τόσο γοργό κι αναπάντεχο που δυσκολευτήκαμε να το παρακολουθήσουμε.
Το χαλίκι χάθηκε μέσα στα φύλλα, ο θάμνος λύγισε λες κι o κορμός του ήταν από ατσάλινο σύρμα. Τρία μικροσκοπικά πλάσματα πέσαν από τα φύλλα κι εξαφανίστηκανε στο χορτάρι. Ο θάμνος ξανασηκώθηκε όπως πριν, ανεπηρέαστος εκτός από μερικές σύντομες κινήσεις των ψηλότερων κλώνων του. Αλλά o τύπος που είχε ρίξει τη πέτρα ήταν πεσμένος μπρούμυτα στο χώμα. Ο σύντροφός του είχε σταματήσει κι έχασκε σαν στηλη άλατος μπροστά στο απροσδόκητο θέαμα.
-“Χμμ“, γρύλισε ο Μπρέναντ, “τι γίνεται κει πέρα“;
Έξω, ο χτυπημένος γύρισε ανάσκελα, ανασηκώθηκε, κάθισε κι άρχισε να συνέρχεται. Ο άλλος τονε πλησίασε και τονε βοήθησε να σηκωθεί. Οι ήχοι δε φτάναν ως εμάς κι έτσι δε μπορούσαμε ν’ ακούσουμε τι λέγαν ή πως βλαστημούσανε. Με τη βοήθεια του συντρόφου του ο χτυπημένος στάθηκε στα πόδια του. Τρίκλιζε συνέχεια κι ο άλλος τονε στήριζε προσπαθώντας να τονε φέρει κοντά στο σκάφος. Πίσω τους ο θάμνος έμενε ακίνητος όπως πριν -ακόμα και τα ψηλά κλαριά του είχαν ησυχάσει. Στα μισά του δρόμου ο πετροπολεμιστής λύγισε, το πρόσωπό του άσπρισε. Μετά σκούπισε τα χείλια του που βγάζαν αφρούς. Ο άλλος κοίταξε ανήσυχα προς τη μεριά του θάμνου σα να περίμενε να τους ρίξουν από κει. Σκύβοντας χαμηλά έδεσε το σώμα στο γάντζο των πυροσβεστών και προσπάθησε να περάσει μαζί μ’ αυτό στο πρώτο στεγανό διαμέρισμα. Ο Τζαίη Σκορ τον έφτασε προτού κάνει δέκα βήματα. Διέσχισε με μεγάλα σίγουρα βήματα το πράσινο χαλί, πήρε το χλωμό σώμα από τα χέρια του άλλου, το σήκωσε ψηλά σα να ‘τανε καρυδότσουφλο. Τρέξαμε στη πλώρη να μάθουμε τα καθέκαστα. Ο Τζαίη πήγαινε μπρος, κουβαλώντας το φορτίο του στο μικρό χειρουργείο όπου ο Γουώλυ Σίμκοξ, βοηθός του Σαμ, άρχισε αμέσως την εξέταση του αρρώστου. Ο σύντροφός του περίμενε απ’ έξω μ’ αρρωστημένη όψη. Κι αρρώστησε πιο πολύ όταν ο Κάπταιν Μακνάλτυ πέρασε από μπρος του και τον έσφαξε με μια ματιά πριν μπει στο δωμάτιο. Ύστερα από μισό λεπτό ο καπετάνιος ξεπρόβαλε κόκκινος, οργισμένος σαν αστακός και φώναξε:
-“Πήγαινε να πεις στον Στηβ να φέρει αμέσως πίσω την άκατο. Ο Σαμ είναι απολύτως απαραίτητος εδώ“.
Πετάχτηκα στον ασύρματο κι έδωσα το μήνυμα. Τα φρύδια του Στηβ διαγράφανε κύκλους καθώς χειριζότανε τα κουμπιά με το μικρόφωνο κρεμασμένο στο στήθος. Έστειλε το σήμα και περίμενε την απάντηση.
-“Έρχονται αμέσως“. Γυρίζοντας ρώτησε τον αμήχανο παίκτη του πάπια-στον-βράχο: “Τι έγινε, βλάκα“; Ο άλλος ταράχτηκε:
-“Αυτός ο θάμνος τον έβαλε στο σημάδι κι έριξε καταπάνω του χιλιάδες βέλη. Μικρά και λεπτά σαν αγκάθια. Του γέμισε το πρόσωπο, το λαιμό, τα ρούχα. Ένα απ’ αυτά του τρύπησε το αφτί αλλά τα μάτια δεν πειράχτηκαν“.
-“Διάβολε!” μούγκρισε ο Μπρέναντ.
-“Μερικά τέτοια βέλη περάσανε σφυρίζοντας αριστερά μου και πέσαν είκοσι πόδια μακρύτερα. Τ’ άκουσα να βουίζουνε σα μέλισσες“. Ξεροκάταπιε κι άλλαξε θέση. “Θα πρέπει να ‘φαγε καμια πενηνταριά σ’ όλο το σώμα. Στάθηκα πολύ τυχερός“. Εκείνη την ώρα βγήκε ο Μακνάλτυ. Φαινόταν πολύ αγριεμένος κι ο λεβέντης ξέχασε αμέσως την τύχη του. Ο ναύκληρος του είπε αργά κι αποφασιστικά:
-“Θα τα πούμε αργότερα εμείς οι δυο!”. Η ματιά που του ‘ριξε ήταν αρκετή για να κόψει τα πόδια σ’ ολόκληρο λόχο αστροναυτών. Είδαμε την ογκώδη σιλουέτα του να διασχίζει τη γέφυρα. Το θύμα μάζεψε τα βρεμένα του κι έβαλε πλώρη για το πόστο του. Το επόμενο λεπτό η άκατος έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών μπροστά στα μάτια μας και χαμήλωσε μ’ ένα λεπτό βούισμα που έγινε στο τέλος βαρύ θρόισμα. Το πλήρωμά της ξεχύθηκε στο Μαραθών ενώ οι αρμοί δέσανε με μεταλλικούς κρότους τους είκοσι τόνους του πλοιαρίου στο μητρικό σώμα του μεγάλου σκάφους. Ο Σαμ έμεινε στο χειρουργείο μία ώρα και βγήκε τελικά κουνώντας το κεφάλι:
-“Πάει. Δε μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτόν“.
-“Πάει να πει… πέθανε“;
-“Ναι. Υπάρχει ένα είδος φυτικού δηλητηρίου σ’ αυτά τα βέλη. Είναι πολύ ισχυρό. Δε βρήκαμε το αντίδοτο του. Φαίνεται πως δημιουργεί εσωτερικά αιματώματα, ένα είδος θρόμβωσης“. Πέρασε το κουρασμένο χέρι μες από τα σγουρά πυκνά μαλλιά του. “Δε μ’ αρέσει καθόλου που θ’ αναφέρω κάτι τέτοιο στον ναύκληρο“.
Τον ακολουθήσαμε στην πλώρη. Κόλλησα το μάτι μου στο παραθυράκι του θαλάμου ελέγχου αέρος, για να δω τι κάνουν οι ‘Αρειοι. Ο Κλι Ντρην έπαιζε σκάκι με τον Κλι Μοργκ και τρεις άλλοι παρακολουθούσαν. Ο Σουγκ Φαρν κοιμόταν όπως συνήθως σε μια γωνιά. Χρειάζεται να ‘σαι ‘Αρειος για να βαριέσαι τη περιπέτεια και να ιδρώνεις από αγωνία μπροστά σ’ ένα αργό παιχνίδι σαν το σκάκι. Έχουνε πάντα ανάποδη αίσθηση των αξιών. Ο Κλι Ντρην είχε το βατραχίσιο μάτι του καρφωμένο στον πίνακα έλέγχου ενώ το άλλο έβλεπε μ’ απάθεια το πρόσωπό μου μες στα πλαίσια του παράθυρου. Η περιστροφική όρασή του μου ‘φερε ζάλη. Είχα ακούσει πως οι χαμαιλέοντες στρέφουνε τα μάτια τους προς όλες τις κατευθύνσεις αλλά κανείς χαμαιλέων δε θα ‘κανε κάτι τέτοιο τόσο βίαια ώστε να προκαλεί έντονες αντιδράσεις στο δικό μου οπτικό νεύρο. Έτρεξα πίσω από τον Μπρένανr και τον Σαμ. Μυριζόμουν φασαρία στην άλλη άκρη του σκάφους. Ο ναύκληρος ξέσπασε με δίκαια οργή στο άκουσμα της αναφοράς του Σαμ. Η φωνή του αντηχούσε δυνατή και επιτιμητική από τη μισάνοιχτη πόρτα.
-“Μόλις προσγειωθήκαμε και πάθαμε κιόλας ατύχημα τόσο σοβαρό… μεγάλη απερισκεψία… κάτι παραπάνω από ανόητο παιχνίδι… απειθαρχία… ασέβεια προς τον κανονισμό“. Σταμάτησε για να πάρει αναπνοή. “Η ευθύνη είναι δική μου. Τζαίη, κάλεσε το πλήρωμα του σκάφους“.
Το γενικό προσκλητήριο αντήχησε σ’ όλο το διαστημόπλοιο μόλις ο Τζαίη Σκορ τράβηξε τον ειδικό μοχλό. Μαζευτήκαμε μες στην αίθουσα, οι υπόλοιποι μας ακολουθήσανε κι οι ‘Αρειοι φτάσανε τελευταίοι, κοιτάζοντάς μας σκυθρωπά, ο Μακνάλτυ βημάτιζε πάνω κάτω ψέλνοντας σκολιανά. Μας επιλέξανε σα πλήρωμα του Μαραθών γιατί μας θεωρούσαν νηφάλιους, πειθαρχημένους, προνοητικούς χαρακτήρες που ‘χανε μεγαλώσει ξεπερνώντας τις παιδικές συνήθειες.
-“Για να μην αναφερθώ και στο σκάκι“, πρόσθεσε με ιδιαίτερα δηλητηριώδες ύφος. Ο Κλι Ντρην κοίταξε ολόγυρα για να βεβαιωθεί αν όλοι άκουσαν την ανήκουστη βλαστήμια. Κανείς δεν αντέδρασε. “Προσέξτε“, συνέχισε ο ναύκληρος μετά από σκέψη, “δεν είμαι εχθρός της χαράς αλλά πρέπει να αντιληφθείτε ότι υπάρχει καιρός και τόπος για όλα“, οι ‘Αρειοι ανασυγκροτήθηκαν, “και γι’ αυτό“, είπε ο Μακνάλτυ, “θέλω οπωσδήποτε…”
Το τηλέφωνο του σκάφους κουδούνισε δυνατά και τον έκοψε. Είχε τρία τηλέφωνα πάνω στο γραφείο του και τα κοίταξε σα να μη πίστευε στ’ αφτιά του. Οι αστροναύτες έψαχναν γύρω τους για να δούνε ποιος λείπει. Υποτίθεται πως όλοι ήτανε μαζεμένοι κεί μέσα. Ο Μακνάλτυ αποφάσισε ξαφνικά πως ο μόνος τρόπος να λυθεί το μυστήριο ήταν να σηκώσει το τηλέφωνο. ‘Αδραξε το ακουστικό και φώναξε:
-“Ναι;” το κουδούνισμα συνεχιζόταν αποδείχνοντας του ότι έκανε κακή εκλογή. Χτύπησε κάτω το ακουστικό που κρατούσε, έπιασε το άλλο κι επανέλαβε κραυγάζοντας: “Ναι;” Μπερδεμένοι ήχοι φτάσαν ως τ’ αφτιά μας ενώ βλέπαμε τα έντονα χαρακτηριστικά του αρχηγού μας να παίρνουν τις πιο αλλόκοτες εκφράσεις. “Ποιός; Τί;” έλεγε κατάπληκτος. “Ποιός σε ξύπνησε;” Γούρλωσε τα μάτια του. “Κάποιος που χτύπησε τη πόρτα;” Έκλεισε το τηλέφωνο με ύφος υπνοβάτη και μετά είπε άτονα στον Τζαίη Σκορ. “Ήταν ο Σαγκ Φαρν. Παραπονιέται ότι κάποιος τον ενόχλησε την ώρα της σιέστας χτυπώντας το περιστρεφόμενο πόμολο της εξωτερικής πόρτας“. Ο αρχηγός σωριάστηκε σε μια καρέκλα αναπνέοντας βαριά. Τα αεικίνητα μάτια του έπεσαν πάνω στον Στηβ Γκρέγκορυ: “Για το θεό, άνθρωπέ μου”, του φώναξε, “μάθε να ελέγχεις τα βλέφαρά σου“!
Ο Στηβ άνοιξε το ένα μάτι, έκλεισε το άλλο, προσπάθησε να πάρει ύφος συντετριμμένο. το αποτέλεσμα ήτανε μορφασμός ηλίθιου. Ο Τζαίη Σκορ έσκυψε πάνω από τον ναύκληρο και κουβέντιασε μαζί του χαμηλόφωνα. Ο Μακνάλτυ συμφώνησε κουρασμένα. Ο Τζαίη ορθώθηκε και στράφηκε ορός το μέρος μας.
-“Εντάξει, παιδιά, στις θέσεις σας! Οι ‘Αρειοι ας κρατήσουν τα κράνη τους. Θα εγκαταστήσουμε ένα σύστημα έλέγχου στη κλειδαριά και θα ‘χουμε τους ένοπλους φρουρούς σ’ επιφυλακή μέσα στη λέμβο. Μετά θ’ ανοίξουμε τη πόρτα“.
Σωστή σκέψη. Γιατί μπορούσες να δεις οποιονδήποτε πλησίαζε το σκάφος στο φως της μέρας αλλά έπαυες να τονε βλέπεις μόλις πλησίαζε πολύ κοντά. Τα πλαϊνά του σκάφους εμποδίζανε τη θέα, άλλωστε όποιος στεκόταν κάτω από τη κλειδαριά ήταν προστατευμένος από τον όγκο της καρίνας. Κανείς δε τόλμησε να το αναφέρει αλλά ήταν λάθος του ναύκληρου που κάλεσε γενική συνέλευση χωρίς να ορίσει φρουρά. Αν οι επισκέπτες δεν αποφάσιζαν να οπισθοχωρήσουνε θα ‘μεναν αόρατοι έκτός αν ανοίγαμε τη πόρτα. Και δε θ’ αρχίζαμε τη προετοιμασία για το βραδινό φαγητό και τον ύπνο αν δε βλέπαμε πρώτα τι συμβαίνει έξω. Όχι σαν την άλλη φορά που οι έλλογες μηχανές άρχισαν ν’ αποσυναρμολογούν το σκάφος χωρίς να πάρουμε είδηση. Κουνήσαμε λοιπόν τον τεμπέλαρο Σαγκ Φαρν να πάει να φέρει τη γυάλα του. Στήσαμε το πολυβόλο έτσι ώστε η όγδοη κάννη του να σκοπεύει τη κλειστή πόρτα. Μόλις τελειώσαμε ακούστηκαν κάτι περίεργα χτυπήματα έξω, κάτι σα μια βροχή από πέτρες πάνω στο θυρόφυλλο.
Αργά-αργά η πόρτα περιστράφηκε γύρω από τον άξονά της και τραβήχτηκε στην άκρη. Μια λαμπερή ακτίνα πράσινου φωτός χύθηκε στο εσωτερικό μαζί με πνοή αέρα που μ’ έκανε να νιώσω σαν υγιής ιπποπόταμος. Την ίδια στιγμή ο πρώτος μηχανικός Ντάγκλας έκλεισε το τεχνητό σύστημα βαρύτητας και το βάρος όλων μας μειώθηκε κατά τα δυο τρίτα. Παρατηρούσαμε το πράσινο φωτισμένο άνοιγμα με τόση ένταση κι αγωνία που ο νους μας εύκολα θα δεχότανε την εικόνα ενός μεταλλικού κινούμενου κιβωτίου με φακούς που θα στυλώνονταν πάνω μας. Αλλά δεν ακούστηκε ήχος κρυμμένης μηχανής, ούτε απειλητική κλαγγή μεταλλικών όπλων και βημάτων, τίποτ’ άλλο έκτός από το φύσημα του αναζωογονητικού ανέμου στα μακρινά δέντρα, το θρόισμα του χόρτου κάτω από την αύρα κι ένας απόμακρος παλμός κάτι σα δονήσεις της ατμόσφαιρας που δε μπορούσα να εντοπίσω.
Βασίλευε τέτοια σιωπή που άκουγα πολύ καθαρά τη κανονική ανάσα του Τζέησον πίσω από τον ώμο μου. Ο πολυβολητής λαμποκοπούσε στο μεταλλικό του κάθισμα, τα μάτια του χτενίζανε τον ορίζοντα, το δάχτυλο ήταν έτοιμο πάνω στη σκανδάλη και κάτω από τις ειδικές θήκες των χεριών του μέσα σε στρώματα καουτσούκ αναπαύονταν τα πρόσθετα πυρομαχικά. Τότε ακούστηκε μαλακός ήχος βημάτων στο γρασίδι κάτω από τη κλειδαριά.
Όλοι ξέραμε ότι ο Μακνάλτυ θα ‘ριχνε κεραυνούς αν κάποιος από μας ξεμύτιζε έξω από το σκάφος. Δεν είχα ξεχάσει ακόμη τη τελευταία φορά που κάποιος το αποτόλμησε κι έγινε αμέσως κομμάτια. Γι’ αυτό μείναμε εκεί σα κοπάδι πρόβατα περιμένοντας. Τότε ακούστηκε ένα ζωηρό κροτάλισμα κάτω από το άνοιγμα. Ένας λείος βράχος στο μέγεθος ενός καρπουζιού ήρθε καταπάνω μας, πέρασε λίγες ίντσες μακριά από τον Τζέησον και σταμάτησε θορυβώδικα τη πορεία του στον πίσω τοίχο.
Εχασα και τον ναύκληρο και το καλό του, έσφιξα τ’ όπλο στο δεξί μου χέρι, προχώρησα μπουσουλώντας στο διάδρομο κι έφτασα στο κράσπεδο που βρισκότανε σε ύψος εννιά ποδιών από το έδαφος, ξεπροβάλλοντας το έκπληκτο πρόσωπό μου. Ο Μόλντερς ερχόταν από κοντά. Ο παλμός ακουγόταν καθαρότερα τώρα αλλά δεν έμοιαζε με τίποτα συγκεκριμένο.
Από κάτω μου βρίσκονταν έξι πλάσματα που η όψη τους θύμιζε γενικά άνθρωπο. Το ίδιο περίγραμμα του σώματος, τα ίδια άκρα, παρόμοια χαρακτηριστικά. Διέφεραν από μας κυρίως στο δέρμα, που ‘τανε τραχύ και ρυτιδωμένο, με θαμποπράσινο χρώμα και σ’ ένα περίεργο όργανο που ξεφύτρωνε πάνω στο θώρακά τους κι έμοιαζε με σαρκώδες, πράσινο χρυσάνθεμο. Τα μάτια τους ήταν μαύρα, λαμπερά και περιστρέφονταν γοργά κι αεικίνητα σα του πιθήκου.
Παρ’ όλες τις διαφορές, η ομοιότητα μας ήτανε τόσον εντυπωσιακή που έμεινα ακίνητος παρατηρώντας τους, καθώς κι εκείνοι με παρατηρούσαν. Τότε ένας από αυτούς κελάηδησε κάτι, σα νευρικός Κινέζος, ανασήκωσε το δεξί του χέρι κι έκανε ό,τι μπορούσε για σκορπίσει αυτό που χρησιμοποιώ για κεφάλι. Έσκυψα απότομα κι άκουσα το βλήμα να σφυρίζει πάνω από τα μαλλιά μου. Κι ο Μόλντερς έσκυψε σπρώχνοντάς με άθελά του. Η σφαίρα χώθηκε κάπου μέσα από την είσοδο άκουσα κάποιον να ξεστομίζει μια φοβερή βρισιά ενώ έχανα την ισορροπία μου κι έπεφτα έξω. Σφίγγοντας γερά το ακτινοβόλο, βούτηξα ατό μαλακό στρώμα χόρτου, πήρα μερικές τούμπες και στάθηκα μ’ ένα πήδημα στα δύο μου πόδια. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή ένα καταιγισμό από μετεωρίτες. Αλλά οι έξι δεν ήτανε πια εκεί. Τρέχανε πενήντα γυάρδες πιο πέρα προς το δάσος, με μεγάλα, ελαφρά πηδήματα που θα ζήλευε κι ένα πεινασμένο καγκουρό. Θα ‘ταν εύκολο να χτυπήσω ένα-δυο αλλά ο Μακνάλτυ θα με σταύρωνε. Οι νόμοι της Γης ήταν κατηγορηματικοί στο ζήτημα της μεταχείρισης εξωγήινων ιθαγενών. Ο Μόλντερς προσγειώθηκε πίσω μου μαζί με τον Τζέησον, τον Ούιλσον και τον Κλι Γιανγκ. Ο Ούιλσον φορούσε τη φωτογραφική μηχανή τύπου «μάτι-κουκουβάγιας» με χρωματιστά φίλτρα πάνω από τον φακό. Ήτανε κατασυγκινημένος:
-“Τους πήρα από το τέταρτο φινιστρίνι. Τους φωτογράφισα δυο φορές καθώς τρέχανε“!
-“Χμ! Χμ!” έκανε ο Μόλντερς εξετάζοντας τα πέριξ. Ήταν ένας μεγαλόσωμος, παχύσαρκος, φλεγματικός τύπος που έμοιαζε περισσότερο με σκανδιναβό ζυθοποιό παρά με ήρωα του διαστήματος: “Ας τους ακολουθήσουμε ως την άκρη του δάσους“.
-«Ναι, Ναι!» συμφώνησε ο Τζέησον ενθουσιασμένος. Αλλά δε θα ήταν τόσο πρόθυμος αν ήξερε τι τον περίμενε. Χοροπηδώντας πάνω στο πυκνό γρασίδι ρούφηξε βαθιά τον πλούσιο σε οξυγόνο αέρα: “Είναι μοναδική ευκαιρία για ένα νόμιμο περίπατο“. Ξεκινήσαμε χωρίς χρονοτριβή ξέροντας ότι ο ναύκληρος δε θ’ αργούσε να μας τραβήξει πίσω με το ζόρι. ‘Hταv αδύνατο να πείσεις αυτό τον άνθρωπο ότι χρειάζεται να διακινδυνεύει κανείς κι ότι τα ατυχήματα είναι το τίμημα της γνώσης αλλά και κανείς άλλος έκτός απ’ αυτόν δε πήγε ποτέ τόσο μακριά αποφασισμένος να κάνει τόσο λίγα πράγματα.
Όταν έφτασαν στην αρχή του δάσους οι έξι πράσινοι σταμάτησαν και μας παρακολουθούσαν. Όσο γρήγορα τρέχανε στο ξέφωτο τόσο άνετα στέκονταν τώρα στη σκιά των δέντρων που για κάποιον άγνωστο λόγο τους ενέπνεαν εμπιστοσύνη. Ένας απ’ αυτούς μας γύρισε τη πλάτη, έσκυψε κι άρχισε να μας παρατηρεί μέσα από το άνοιγμα των ποδιών του. Το θεωρήσαμε παράλογο.
-“Τι σημαίνει αυτό;” μούγκρισε ο Τζέησον. Ο Ούϊλσον γέλασε πονηρά κι είπε:
-“Είναι ο χαιρετισμός του ‘Αραβα στο φαρί του, θα πρέπει να έχει κοσμικό νόημα“.
-“Θα του τις έβρεχα στα πισινά αν τονε πρόφταινα έτσι“, παρατήρησε ο Τζέησον αγριεύοντας. Μετά σκόνταψε σε μια λακκούβα κι έπεσε μπρούμυτα. Οι πράσινοι βγάλανε κραυγές χαράς, πετάξανε μια βολή από πέτρες που πέσαν όλες πολύ μακριά μας. Αρχίσαμε να τρέχουμε, προχωρώντας με μεγάλα πηδήματα. Η μειωμένη βαρύτητα δεν εξουδετερωνόταν από το πυκνό στρώμα αέρα που πίεζε εξίσου προς όλες τις κατευθύνσεις. Το βάρος μας είχε ελαττωθεί τόσο ώστε ξεπερνούσαμε άνετα τον μεγαλύτερο Ολυμπιονίκη. Πέντε από τους πράσινους εξαφανίστηκαν αμέσως μέσα στο δάσος. Ο έκτος σκαρφάλωσε σα σκίουρος στον κορμό του κοντινότερου δέντρου. Η συμπεριφορά τους μας έδωσε να καταλάβουμε πως θεωρούσανε τα δέντρα ασφαλές καταφύγιο ενάντια σε κάθε επιβουλή. Σταματήσαμε ογδόντα γιάρδες μακριά από το δέντρο που, όπως ξέραμε, θα μπορούσε να κρύβει ένα θανατηφόρο απόθεμα από βέλη. Δε ξεχνούσαμε Τι δυνατότητες είχε ο πρώτος θάμνος. Προχωρούσαμε σ’ αρκετή απόσταση ο ένας από τον άλλο, έτοιμοι να το βάλουμε στα πόδια με τη πρώτη παράξενη κίνηση. Τίποτα δεν συνέβηκε. Πλησιάσαμε περισσότερο και πάλι τίποτα. Έτσι, σιγά-σιγά φτάσαμε κάτω από τα κλαδιά του και κοντά στον κορμό. Έβγαζε μια περίεργη μυρωδιά, ένα μίγμα κανέλας κι ανανά. Ο μακρινός παλμός ακουγόταν τώρα δυνατότερα.
Ήταν ένα μεγάλο επιβλητικό δέντρο. Ο σκουροπράσινος ινώδης κορμός του υψωνόταν ως τα εικοσιπέντε πόδια προτού χωριστεί σε μακριά, δυνατά κλαριά που καταλήγανε σ’ ένα μόνο πλατύ φύλλο. Η διάμετρος του κορμού θα πρέπει να ‘ταν εφτά-οχτώ πόδια. Κρίνοντας από το είδος του κορμού καταλαβαίναμε πως ήτανε δύσκολο να σκαρφαλώσει κανείς επάνω. Ο σκίουρός μας όμως το ‘χε καταφέρει με μεγάλην άνεση κι επιδεξιότητα. Αυτός δε φαινότανε διόλου. Προσεχτικά κάναμε τον κύκλο του δέντρου ψάχνοντας με τα μάτια μέσα απ’ τα μεγάλα κλαριά του, που φιλτράριζαν το πράσινο φως σε διάφορα σχήματα. Ούτε ίχνος από το παράξενο πλάσμα. Κάπου εκεί θα ‘τανε βέβαια αλλά εμείς δε μπορούσαμε να το δούμε. Δεν υπήρχε τρόπος να περάσει από το δέντρο αυτό σε κανένα άλλο ούτε να κατέβει. Η ορατότητα μας μέσα στον εξώκοσμο αυτό δρυμό ήταν αρκετά καλή, αν υπολογίσουμε μάλιστα και το παράξενο φως, αλλά όσο κι αν εντείναμε την προσοχή μας δε διακρίναμε τίποτα.
-“Είναι μαγική εικόνα!” είπε ο Τζέησον κι απομακρύνθηκε από τον κορμό αναζητώντας καλύτερην οπτική γωνιά. Βουίζοντας υπόκωφα, ένα κλαρί χαμήλωσε πάνω από το κεφάλι του. Το πλατύ φύλλο τονε χτύπησε στη μέση της ραχοκοκαλιάς κι ο τόπος πλημμύρισε από έντονη μυρωδιά κανέλας κι ανανά. Αθόρυβα και μαλακά το κλαρί ξανανέβηκε παίρνοντας μαζί του τον Τζέησον. Βρίζοντας σα τον τελευταίο μηχανικό, πάλευε απεγνωσμένα να ξεφύγει ενώ εμείς μαζευτήκαμε από κάτω του. Ήτανε κολλημένος στο κάτω μέρος του τεράστιου φύλλου και καλυπτότανε σιγά-σιγά από ένα παχύρρευστο, κιτρινοπράσινο πολτό που εμπόδιζε τις κινήσεις του. Το πράγμα αυτό πρέπει να ‘τανε πενήντα φορές βαρύτερο από βενζινόκολλα. Του φωνάξαμε να μείνει ακίνητος πριν σκεπαστεί και το πρόσωπό του μ’ αυτή τη φοβερή αλοιφή. Τα ρούχα του πάψανε να φαίνονται και το δεξί του χέρι είχε κολλήσει στο σώμα. Φαινότανε χάλια. Ήτανε σίγουρο πως αν του ‘κλεινε μύτη και στόμα θα πέθαινε από ασφυξία.
Ο Μόλντερς έκανε προσπάθεια ν’ ανέβει στον κορμό αλλά δε κατάφερε τίποτα. Ξεμάκρυνε λίγο για να κοιτάξει προς τα πάνω και παρατήρησε άλλο ένα φύλλο σε θέση ετοιμότητας. Το ασφαλέστερο σημείο ήτανε κάτω από τον άτυχο Τζέησον. Είκοσι πόδια πάνω από το κεφάλι μας η κόλλα απλωνόταν αργά πάνω στο θύμα του δέντρου κι ήτανε φανερό πως σε μισή ώρα θα τον είχε καλύψει ολότελα ή και πολύ συντομότερα αν σάλευε προσπαθώντας να λευτερωθεί. Όλη κείνη την ώρα οι ρυθμικοί παλμοί αντηχούσαν σα να χρονομετρούσανε τις τελευταίες στιγμές του καταδικασμένου. Ακούγονταν σαν ήχοι τύμπανου μέσα από πολύ χοντρούς τοίχους. Δείχνοντας τον χρυσό κύλινδρο του Μαραθών που γυάλιζε πεντακόσιες γιάρδες μακρύτερα, στο ξέφωτο, ο Ούιλσον φώναξε:
-“Πάμε πίσω να φέρουμε σκοινιά. Θα τονε κατεβάσουμε κάτω“.
-“Όχι“, απάντησα. “Θα τονε κατεβάσουμε πολύ γρηγορότερα, μα τον άγιο!”
Αμέσως σκόπευσα με το ακτινοβόλο μου το μίσχο του φύλλου του Τζέησον. Το όπλο έριξε μια από τις ισχυρότερες βολές του. Το φύλλο έπεσε στη γη και το δέντρο παραφρόνησε. O Τζέησον έπεσε στη μαλακιά, χλωρή βλάστηση με το φύλλο κολλημένο ακόμα στη πλάτη. Προσγειώθηκε βγάζοντας άγρια κραυγή κι έναν οχετό από βρισιές. Ξαπλώσαμε όλοι κατάχαμα προσπαθώντας να χωθούμε αν ήταν δυνατό στο χώμα, ενώ το δέντρο λυσσομανούσε σείοντας τα φύλλα του, διψώντας εκδίκηση. Ένα πεισματάρικο κλαρί χτυπούσε ακόμα το χώμα σ’ απόσταση μιας γιάρδας από το κεφάλι μου καθώς προσπαθούσα να διασώσω το πολύτιμο αυτό κομμάτι μου χώνοντάς το στη γη. Αηδίαζα μ’ αυτή τη μυρουδιά κανέλας κι ανανά που πότιζε τον αγέρα. Κι ίδρωνα όταν σκεφτόμουν πως θα φούσκωναν τα πλεμόνια μου, πως θα γούρλωναν τα μάτια μου και πως θα ράγιζε η καρδιά μου, αν έτρωγα καμια χούφτα απ’ αυτή την απαίσια ουσία στο πρόσωπο. Προτιμούσα να με χτυπήσει ένα καθαρό και γρήγορο ακτινοβόλο.
Το δέντρο σταμάτησε την άγρια διαμαρτυρία του, έμεινε ακίνητο σαν κοιμισμένος γίγαντας έτοιμος να πάθει νέα κρίση από στιγμή σε στιγμή. Σέρνοντας τον Τζέησον τονε βγάλαμε έξω από την επικίνδυνη ζώνη. Δε μπορούσε να περπατήσει γιατί τα παπούτσια και τα μπατζάκια του παντελονιού του αποτελούσαν ένα σώμα. Το αριστερό του χέρι ήταν κολλημένο στο πλευρό. Ήτανε πολύ ταραγμένος κι έβριζε συνέχεια χωρίς παύση γι’ αναπνοή ή σκέψη. Ποτέ δεν είχαμε φανταστεί ότι διέθετε τέτοιαν ευγλωττία. Αλλά τονε μεταφέραμε στην ασφάλεια του ανοιχτού ξέφωτου και τότε πια θυμήθηκα μερικές λέξεις που ‘χε παραλείψει.
Ο Μόλντερς έδειξε εγκράτεια, δεν έβγαλε λέξη, άκουγε μόνο τον Τζέησον και μένα. Ο Μόλντερς μ’ είχε βοηθήσει στη μεταφορά και τώρα κανείς από τους δυο δε μπορούσε ν’ αλλάξει θέση. Είμαστε κολλημένοι στο αρχικό θύμα, δεμένοι σαν αδέλφια, αλλά χωρίς να μιλάμε σαν αδέλφια. Δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο από το να μεταφέρουμε το σώμα του Τζέησον με τα χέρια κολλημένα στα πιο άβολα σημεία της ανατομικής του κατασκευής. Έπρεπε να τον έχουμε οριζόντια και με το πρόσωπο προς τα κάτω, σα μεθυσμένο που τονε πηγαίνουνε σηκωτό για ύπνο. Ήταν ακόμα στολισμένος με το πράσινο φύλλο και συνέχιζε ν’ απαγγέλλει. Η αποστολή μας δε διευκολυνότανε διόλου από τον νεαρό τρελο-Ούιλσον που έβρισκε αστείες τις συμφορές των συντρόφων του. Μας ακολουθούσε κραδαίνοντας τη καταραμένη του φωτογραφική μηχανή που θα του τη φόραγα καπέλο με μεγάλην ευχαρίστηση, αν είχα χέρια. Ήτανε πολύ ευχαριστημένος που δεν είχε κολλήσει κι αυτός.
Ο Τζαίη Σκορ, ο Μπρέναντ, ο ‘Αρμστρονγκ, ο Πέτερσεν κι o Ντρέικ ήρθανε να μας προϋπαντήσουνε καθώς σέρναμε άκεφα τα βήματά μας πάνω στη χλόη. Κοιταξανε με περιέργεια τον Τζέησον και τον ακούσανε με βαθύ σεβασμό. Τους προειδοποιήσαμε να μη τον αγγίξουν. Εμείς οι δυο δε νιώθαμε και πολύ ζωηροί όταν φτάσαμε πια στο Μαραθών. Το βάρος του Τζέησον ήταν μόνο τα δυο τρίτα του κανονικού, αλλά μετά από πεντακόσιες γιάρδες έμοιαζε σα το τελευταίο κομμάτι ενός παχύσαρκου μαμούθ. Τον ακουμπήσαμε στο γρασίδι κάτω από την ανοιχτή πόρτα και καθίσαμε αναγκαστικά πλάι του. Ο ρυθμικός χτύπος της καρδιάς από το δάσος, έφτανε ακόμα ως τ’ αφτιά μας. Ο Τζαίη μπήκε στο σκάφος και ξανάρθε φέρνοντας τον Σαμ και τον Γουώλυ για να δουν τι θα έκαναν με την υπέρ-κολλητική ουσία. Το υλικό αυτό γινόταν ολοένα σκληρότερο. Ένιωθα σα να ‘χα χώσει τα μπράτσα και τα δάχτυλά μου σε γάντια από γουταπέρκα.
Ο Σαμ κι ο Γουώλυ δοκίμασαν το κρύο, το χλιαρό και το καφτό νερό χωρίς να καταφέρουνε τίποτα. Ο πρώτος μηχανικός Ντάγκλας. τους υποχρέωσε δανείζοντάς τους ένα μπουκάλι από τα καύσιμα του σκάφους. Ανώφελα όμως. Δοκίμασαν ειδική βενζίνη που κουβαλούσε ο Στηβ Γκρέγκορυ για τους αναπτήρες του πληρώματος. Χάναν άδικα το καιρό τους. Η βενζίνη αυτή θα ‘χε διαλύσει αμέσως τη γόμα, δεν έκανε όμως τίποτα σ’ αυτό το μυστήριο πράμα.
-“Κολλήστε το μάγκες!” φώναξε ο Ούιλσον, γελώντας δυνατά. Ο Τζέησον έκανε σπινθηροβόλα μνεία των συγγενών αυτού του ηλίθιου. Πλειοδότησα μιλώντας για τους προγόνους του. O Τζέησον γύρισε το θέμα στους ανύπαρκτους απόγονους του. O Μόλντερς έμεινε σταθερός, δεν είπε τίποτα. “Σας έπιασε στα πράσα“, συνέχισε ο Ούιλσον. “Μα τη κόλλα!”
Τότε ο Σαμ ήρθεν έξω με το ιώδιο. Δε βοήθησε σε τίποτα αλλά έβγαλε τρομερή βρώμα. Ο Μόλντερς επέτρεψε στο πρόσωπό του να δείξει κάποια δυσφορία. Λίγο νιτρικό οξύ προκάλεσε φουσκάλες στην επιφάνεια της κολλητικής ουσίας αλλά τίποτα περισσότερο. ‘Αλλωστε ήταν ένα πολύ επικίνδυνο υγρό. Ο Σαμ έφυγε μουτρωμένος για να βρει κάτι άλλο και στο μεταξύ πέρασε ο Τζαίη Σκορ για να δει πως τα πάμε. Ο Τζαίη σκόνταψε όταν έφτασε πιο κοντά, πράμα παράξενο γιατί διέθετε υπεράνθρωπη αίσθηση ισορροπίας. Τα εκατόν πενήντα κιλά του σπρώξαν απότομα τη πλάτη του Ούιλσον κι η παιχνιδιάρα αύτη μέλισσα έπεσε με τα μούτρα πάνω στα πόδια του Τζέησον. Ο Ούιλσον προσπάθησε μάταια να ξεφύγει αλλά έμεινε κολλημένος κι έχασε αμέσως το κέφι του. Ο Τζέησον του πέταξε ένα σαρκαστικό “χα-χα” και τονε στενοχώρησε βαθιά. Ο Τζαίη έπιασε τη φωτογραφική μηχανή από κάτω, τη κρέμασε στο στιβαρό του ώμο κι είπε θλιμμένα:
-“Κρίμα, πολύ κρίμα. Σπανίως σκοντάφτω εγώ“.
-“Κρίμα να γίνεις!” ούρλιαξε ο Ούιλσον. Ο Σαμ ήρθε πάλι μ’ ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι και ράντισε με το περιεχόμενό του τα κολλημένα μου χέρια. Η αηδιαστική πράσινη αλοιφή εξαερώθηκε στη στιγμή και τα χέρια μου καθάρισαν.
-“Αμμωνία“, παρατήρησε ο Σαμ. Δε χρειαζόταν να το αναφέρει. Θα μπορούσα να το μυρίσω και μόνος. Ήτανε καλό διαλυτικό και σε λίγο είμαστε όλοι καθαροί. Τότε κυνήγησα τον Ούιλσον τρεις φορές γύρω από το σκάφος. Ήταν όμως πιο γρήγορος από μένα. Είμαστε έτοιμοι ν’ ανέβουμε στη πλώρη και να διηγηθούμε την ιστορία στο ναύκληρο όταν το δέντρο άρχισε πάλι να σαλεύει. Μπορούσες να δεις τα απειλητικά κλαριά του να χτυπούν τον αέρα και ν’ ακούσεις το βίαιο θρόισμά τους ακόμα κι απ’ αυτή την απόσταση. Παρατηρούσαμε το θέαμα γεμάτοι απορία. Ξαφνικά ο Τζαίη Σκορ μίλησε με τη στεγνή, μεταλλική φωνή του.
-“Πού είναι ο Κλι Γιανγκ“;
Κανένας δεν ήξερε. Τώρα που το σκεφτόμουν δε θυμόμουν να μας ακολουθεί καθώς μεταφέραμε τον Τζέησον. Η τελευταία φορά που τον είδα ήταν κάτω από το δέντρο όταν έπαθα κράμπα στο στομάχι βλέποντας τα στρογγυλά μάτια του να ψάχνουν τα κλαριά σε δυο αντίθετες κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Ο ‘Αρμστρονγκ έτρεξε στο σκάφος και γύρισε αναφέροντας ότι ο Κλι Γιανγκ δε βρισκόταν πουθενά. Με μάτια γουρλωμένα πιο πολύ κι από μάτια ‘Αρειου, ο Ούιλσον είπε ότι δε θυμόταν τον Κλι Γιανγκ να βγαίνει από το δάσος. Τότε πήραμε τ’ ακτινοβόλα και ξεκινήσαμε τρέχοντας για το δέντρο. Στο μεταξύ το τεράστιο φυτό συνέχισε να στροβιλίζεται σα τρελό, δεμένο όμως στη γη με τις ρίζες του. Όταν φτάσαμε κοντά στο φυτό-τέρας, κάναμε κύκλο έξω ακριβώς από την εμβέλεια των δόλιων κλώνων του και κοιτάξαμε προσεχτικά να βρούμε τον ‘Αρειο κολλημένο σε κανένα φύλλο. Δεν ήτανε κολλημένος πουθενά. Τονε βρήκαμε σκαρφαλωμένο πάνω στον κορμό, σε ύψος σαράντα ποδών. Πέντε από τα ισχυρά άκρα του ήτανε γαντζωμένα στο δέντρο ενώ τ’ άλλα πέντε σφίγγανε τον πράσινο ιθαγενή που ‘χαμε χάσει. Ο αιχμάλωτός του αγωνιζόταν άγρια κι απελπισμένα βγάζοντας ακατάληπτες γοερές κραυγές.
Ο Κλι Γιανγκ κατέβαινε προσεχτικά. Η όψη κι οι κινήσεις του τον έκαναν να μοιάζει μ’ απίθανη διασταύρωση καθηγητή πανεπιστημίου κι εκπαιδευμένου πολύποδα. Ο ιθαγενής χτυπούσε κατατρομαγμένος το διαφανές, στέρεο κράνος του Κλι. Ο Κλι αγνόησε την εχθρική συμπεριφορά, έφτασε στο κλαρί που είχε αρπάξει τον Τζέησον και σταμάτησε. Κρατώντας γερά τον διαμαρτυρόμενο πράσινο γλίστρησε πάνω στο κλαρί ώσπου έφτασε στην κολοβή άκρη του. Την ώρα εκείνη ο Κλι κι ο ιθαγενής λικνίζονταν από τα σαλέματα του δέντρου πάνω-κάτω σε απόσταση εικοσιπέντε ποδών. Χρονομετρώντας τα διαστήματα, ο Κλι πήδηξε από το χαμηλότερο σημείο στη γη και βρέθηκε σ’ ασφαλές σημείο πριν προλάβει να τον αρπάξει κανέν άλλο οργισμένο κλαρί. Μια τραγουδιστή κραυγή ακουγόταν από το δάσος και κάτι που ‘μοιαζε με πρασινογάλαζη καρύδα έσκασε μπροστά στα πόδια του Ντραίηκ. Το πράγμα αυτό ήτανε λεπτό κι εύθραυστο σα κέλυφος αβγού, είχε λευκήν εσωτερικήν επιφάνεια και δε περιείχε απολύτως τίποτε. Ο Κλι Γιανγκ δεν έδωσε σημασία στις κραυγές ούτε στο βλήμα και προχωρούσε σταθερά προς το Μαραθών μαζί με το φορτίο του.
Ο Ντραίηκ καθυστέρησε λίγο για να εξετάσει την περίεργη καρύδα κι έσπασε το τσόφλι με την άκρη της μπότας του. Αυτό που κέρδισε ήταν ένα τσίμπημα από κάτι αόρατο που πέρασε πάνω από τα μάτια και τα μάγουλά του και χάθηκε. Αμέσως φταρνίστηκε. Αλλά τόσο δυνατά που έπεσε κάτω. Ευτυχώς που σκεφτήκαμε να τονε σηκώσουμε και να τονε κουβαλήσουμε πίσω από τον Κλι χωρίς να νοιαστούμε κείνη την ώρα γι’ αυτό που τον είχε χτυπήσει. Εκείνος ξερνούσε σ’ όλο το δρόμο και συνήλθε μόνο όταν φτάσαμε κάτω από την κοιλιά του σκάφους.
-“Πανάθεμά τονε για καπνό!”, ξέσπασε. “Τι βρώμα ήταν αυτή! Ακόμα κι η βρωμούσα μπροστά της μυρίζει τριαντάφυλλο“. Σκούπισε τα χείλια του. “Το στομάχι μου έγινε άνω-κάτω“. Γυρίσαμε στον Κλι που ‘χε στείλει τον αιχμάλωτο του στο μαγειρείο για το γεύμα ειρήνης. Ο Κλι έβγαλε το κράνος του κι είπε:
-“Δεν ήτανε δύσκολο για μένα να σκαρφαλώσω στο δέντρο. ‘Έκανε μεγάλο σαματά βέβαια καθώς ανέβαινα αλλά δε μπορούσε με κανένα τρόπο να φτάσει τον κορμό του“. Ρούφηξε τη μύτη, έτριψε το πλατύ πρόσωπό του από τον Κόκκινο Πλανήτη με το ευλύγιστο άκρο μιας από τις μεγάλες λαβίδες του. “Δε καταλαβαίνω πως εσείς τα δίποδα καταπίνετε αυτή τη σούπα που θεωρείτε αέρα“.
-“Πού τονε βρήκες τον πρασινέλη, Κλι;” ρώτησε ο Μπρέναντ.
-“Ήτανε κολλημένος στον κορμό σε ύψος πάνω από σαράντα πόδια. Το μπροστινό του μέρος εφάρμοζε τέλεια σ’ ένα βαθούλωμα του κορμού με ίδιο σχήμα κι η πλάτη του εναρμονιζόταν τόσο τέλεια με την υφή του δέντρου που δε θα τον έβλεπα αν δεν έκανε απότομη κίνηση μόλις τονε πλησίασα“. Σήκωσε το κράνος του. “Ήταν εξαιρετικής ποιότητας καμουφλάζ“. Κοίταξε το κράνος με μισό μάτι, στύλωσε το άλλο στον Μπρέναντ που ‘δειχνε μεγάλο ενδιαφέρον κι έκανε ένα μορφασμό αηδίας. “Τι θα γινόταν αν μειώνατε λίγο τη πίεση έτσι ώστε να ζουν ειρηνικά κι ανώτερες μορφές ζωής“;
-“Κάτι θα κάνουμε και για σένα“, υποσχέθηκε ο Μπρέναντ. “Και μη κάνεις τόσο πολύ τον έξυπνο γιατί είσαι σα λαστιχένια αράχνη“.
-“Μπα!” είπε ο Κλι, με μεγάλη αξιοπρέπεια, “ποιός επινόησε το σκάκι; Και ποιος δε μπορεί ούτε καν πάπια-στο-βράχο να παίξει χωρίς ν’ αρπάξει κατσάδα“; Με την υβριστική αυτή υπενθύμιση της αδεξιότητας των Γήινων στο σκάκι, χώθηκε στο θόλο από συνθετικό γυαλί. Εγώ τρομπάρισα την ειδική αντλία οξυγόνου. “Ευχαριστώ!” μου φώναξε μέσα από το διάφραγμα. Και τρέξαμε να μη χάσουμε το θέαμα με τον πρασινέλλη.
Ο Κάπταιν Μακνάλτυ ανέκρινε αυτοπροσώπως τον ιθαγενή. Ο ναύκληρος κάθισε μεγαλοπρεπώς πίσω από το μεταλλικό γραφείο, ατένισε τον αιχμάλωτο μ’ ένα ύφος ανάμικτου στόμφου κι ευγένειας. Ο ιθαγενής στεκότανε μπροστά του και τα μαύρα μάτια του ψάχναν ολόγυρα, τρομαγμένα. Από κοντά έβλεπες ότι φορούσε ύφασμα γύρω από τη μέση σε χρώμα ίδιο με το δέρμα του. Η πλάτη του ήταν λίγο πιο σκούρα, με δέρμα πιο τραχύ, γεμάτο ίνες και ρόζους εδώ κι εκεί -τέλεια απομίμηση της επιφάνειας του κορμού όπου είχε καταφύγει. Ακόμα και το ρούχο του ήταν σκουρότερο πίσω παρά μπρος. Τα πόδια του ήταν πλατιά και γυμνά. Τα δάχτυλα είχανε διπλές αρθρώσεις και μήκος όσο τα δάχτυλα της παλάμης. Εκτός από το ρούχο γύρω από τη μέση ήτανε γυμνός και δε κρατούσεν όπλα. Το αλλόκοτο χρυσάνθεμο που φύτρωνε στο στήθος του τραβούσε τη προσοχή όλων μας.
-“Του προσφέρατε φαγητό;” ρώτησε ο ναύκληρος με πολύ ενδιαφέρον.
-“Ναι, βέβαια“, είπε ο Τζαίη, “αρνήθηκεν όμως. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω θέλει να γυρίσει στο δέντρο του“.
-“Χμμ!”, γρύλισε ο Μακνάλτυ. “Εν καιρώ, εν καιρώ“. Πήρε ύφος καλόβολου θείου και ρώτησε τον ιθαγενή: “Πώς σε λένε;” Ο πράσινος κατάλαβε τον ερωτηματικό τόνο, σήκωσε τα χέρια ψηλά και ξέσπασε σ’ ακατανόητην ιερεμιαδα. Συνέχισε έτσι αρκετή ώρα συνοδεύοντας το παραλήρημα του με εμφαντικές χειρονομίες. Η ομιλία του ήτανρ γεμάτη υγρά σύμφωνα και κοφτή, σα κινέζικο τραγούδι. “Κατάλαβα“, είπε ο Μακνάλτυ όταν κόπασε η θύελλα. Έκλεισε το μάτι στον Τζαίη Σκορ. “Νομίζεις πως ο τύπος είναι τηλεπαθητικός όπως ήταν εκείνοι οι αστακοειδείς“;
-“Αμφιβάλλω. Τονε τοποθετώ στο επίπεδο ενός πυγμαίου του Κογκό ή ακόμα χαμηλότερα. Δεν έχει ούτε καν κοντάρι και μη μιλήσουμε για τόξο, βέλη ή για φλογέρα“.
-“Έτσι μου φαίνεται κι εμένα“. Διατηρώντας το μειλίχιο πατρικό του ύφος ο Μακνάλτυ συνέχισε: “Λοιπόν, Τζαίη. Βλέπω πως δεν υπάρχει κοινή βάση για να συνεννοηθούμε κατ’ αρχήν. Και γι’ αυτό πρέπει να δημιουργήσουμε μια. Θα βρούμε ένα με ταλέντο στις γλώσσες, θα τονε βάλουμε να μάθει τις στοιχειώδεις βάσεις της διαλέκτου αυτού του τύπου και θα τονε διδάξει τη δική μας“.
-“Έχω το πλεονέκτημα της μηχανικής μνήμης. Επιτρέψτε μου λοιπόν να δοκιμάσω“, πρότεινε ο Τζαίη. Πλησίασε τον πράσινο ιθαγενή κινώντας το μεγάλο αλλά με σωστές αναλογίες σώμα του πάνω στα μαλακά καουτσουκένια πέλματα. Ο ιθαγενής αισθάνθηκε άσχημα από το μπόι, το ύφος ή από τα ζωηρά, λαμπερά μάτια του. Πισωπάτησε και κόλλησε στον τοίχο ενώ τα μάτια του παίζανε σα τρελά. Ο Τζαίη σταμάτησε όταν τον είδε τρομαγμένο, χτύπησε το κεφάλι του με τη χερούκλα που θα μπορούσε να κόψει το δικό μου σα μαργαρίτα. Είπε: “Κεφάλι“. Το ‘κανε καμια δεκαριά φορές επαναλαμβάνοντας, “κεφάλι, κεφάλι“. Ο Πράσινος δεν ήτανε και τόσο βλάκας. Το ‘πιασε αμέσως κι απάντησε κάνοντας το ίδιο:
-“Μαχ“.
Αγγίζοντας το κεφάλι του πλάι ο Τζαίη είπε ερωτηματικά:
-“Μαχ“;
-“Μπαϊά!” τσίριξε ο άλλος, αρχίζοντας να ξαναπαίρνει θάρρος.
-“Πολύ εύκολο“, ενθουσιάστηκε ο Μακνάλτυ. “Μαχ – κεφάλι, Μπαϊά – ναι“.
-“Όχι, ακριβώς”, διαφώνησε ο Τζαίη. “Δε ξέρουμε πως αντιλήφθηκε τη πράξη μου. Το Μάχ μπορεί να σημαίνει, κεφάλι, πρόσωπο, άνθρωπος, μαλλιά, θεός, νους, σκέψη, ξένος ή ακόμα και το μαύρο χρώμα. Αν σκεφτείτε τα μαλλιά του και τα δικά μου, τότε Μαχ σημαίνει μαύρο και Μπαϊά πράσινο“.
-“Δε πήγε κει ο νους μου”, είπεν αμήχανα ο ναύκληρος.
-“Πρέπει να συνεχίσουμε αυτό το θέατρο ώσπου να βρούμε αρκετές λέξεις για να σχηματίζουμε στοιχειώδεις φράσεις. Τότε μπορούμε να βρούμε τα νοήματα από τα συμφραζόμενα. Δώστε μου μερικές μέρες“.
-“Κάνε ό,τι μπορείς, Τζαίη. Δε σου ζητήσαμε να μάθεις τούρκικα σε πέντε λεπτά. Δε θα ‘τανε λογικό“.
Ο Τζαίη πήρε μαζί του τον αιχμάλωτο στο σαλόνι και επιστράτευσε τον Μίνσχαλ και τον Πήτερσεν. Σκέφτηκε πως τρεις μαζί θα μαθαίνανε περισσότερα από ένα. Ο Μίνσχαλ κι o Πήτερσεν ήταν άσσοι στις γλώσσες, μιλούσαν Εσπεράντο, Τίντο, τη γλώσσα της Αφροδίτης καθώς και τις διαλέκτους του ‘Ανω και του Κάτω ‘Αρη. Ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι στο σκάφος που μπορούσαν να πατήσουν ένα πρωτότυπο βρισίδι στους μανιακούς σκακιστές. Βρήκα τον Σαμ στο οπλοστάσιο έτοιμο να επιστρέψει το υλικό που είχαν πάρει μαζί τους φεύγοντας.
-“Τι είδατε από την άκατο, Σαμ“;
-“Τίποτα σπουδαίο. Δε πήγαμε και πολύ μακριά. Ούτε καν μακρύτερα από εκατόν είκοσι μίλια. Βλέπαμε ένα δάσος, ένα απέραντο δάσος με ξέφωτα εδώ κι εκεί. Μερικά ξέφωτα είχαν μέγεθος μικρών χωριών. Το μεγαλύτερο απ’ αυτά αρχίζει μετά από μια μακρόστενη λίμνη. Είδαμε ποτάμια και χείμαρρους“.
-“Τίποτα σημάδια ζωής“;
-“Κανένα“. Έδειξε προς την κατεύθυνση του σαλονιού όπου o Τζαίη κι οι άλλοι διαβουλεύονταν με τον ιθαγενή. “Φαίνεται ότι στο δάσος υπάρχει ζωή ανώτερης μορφής αλλά δε διακρίνεται από ψηλά. Ο Ούιλσον εμφανίζει το φιλμ, αμφιβάλλω όμως αν ο φακός του έπιασε τίποτα που δεν είδαμε“.
-“Καλά“, είπα. “Εκατόν είκοσι μίλια προς μια κατεύθυνση δεν είναι αρκετά για να εκτιμήσεις ένα κόσμο. Δεν απελπίζομαι ποτέ από τότε που μου πούλησαν ένα κουτί ριγέ μπογιά“. Χαμογέλασε:
-“Και δε σου βγήκε“;
-“Έβαψα τον τοίχο από την ανάποδη“, του απάντησα. Στη μέση αυτής της ενδιαφέρουσας συζήτησης έλαμψε στο νου μου μια φαεινή ιδέα. Βγήκα από το οπλοστάσιο κι έτρεξα στο θάλαμο του ασύρματου. Ο Στηβ Γκρέγκορυ καθόταν πλάι στη συσκευή προσπαθώντας να φαίνεται απασχολημένος χωρίς να κάνει τίποτα. Ήμουν ικανός να του προκαλέσω ηλεκτροπληξία με την ένταση του νου μου κείνη τη στιγμή. Καθώς ο Στηβ με κοιτούσε ερωτηματικά, του είπα:
-“Τι θα ‘λεγες αν σου πρότεινα να ξεσκουριάσεις λίγο“;
-“Τι“;
-“Θυμάσαι τα σφυρίγματα και τους κελαηδισμούς που έπιασες στη Μεκανίστρια; Αν εκπέμπει κανείς εδώ, δε μπορείς να τονε τσιμπήσεις”;
-“Βέβαια“. Τα πυκνά του φρύδια έμειναν ακίνητα για μια στιγμή αλλά αμέσως το τοπίο χάλασε γιατί κουνήθηκαν τ’ αφτιά του: “Αν εκπέμπει κανείς“.
-“Εμπρός, ψάξε λοιπόν. Κάτι θα μάθουμε. Τι περιμένεις“;
-“Τ’ ακτινοβόλα είναι καθαρά και γυαλισμένα;” με ρώτησε. Τονε κοίταξα προσεχτικά:
-“‘Ακου λέει! Είναι πάντα έτοιμα για δράση. Αυτή είναι η δουλειά μου“.
-“Κι αυτή εδώ η δική μου“, είπε, ξερά. Κούνησε πάλι τ’ αφτιά του πάνω-κάτω. “Έρχεσαι δεύτερος. Έψαξα τον αιθέρα αμέσως μόλις προσγειωθήκαμε και δε βρήκα τίποτα εκτός από ένα αχνό σφύριγμα στα δώδεκα κόμμα τρία μέτρα. Ήταν ο χαρακτηριστικός ήχος του Ρίγκελ κι ερχόταν έτσι στα ερτζιανά. Ποιός διάβολο νομίζεις πως είμαι; Ο κοιμήσης Σαγκ Φαρν“;
-“Όχι, βέβαια. Με συγχωρείς, Στηβ, αλλά μου ‘ρθε έτσι σαν έμπνευση“.
-“Εντάξει, λοχία“, είπε φιλικά. “Κάθε άνθρωπος με τη δουλειά του και κάθε μηχανικός στη μουτζούρα του“. Νωχελικά έπαιξε με τα δάχτυλα τους γυαλιστερούς διακόπτες του καντράν. Το μεγάφωνο έβηξε σα να ‘θελε να καθαρίσει το λαιμό του κι αμέσως μετά ακολούθησαν κάτι οξύφωνα σήματα:
«Πιπ-πιπ-γιουπ! Πιπ-πιπ-γουπ!»
Ήτανε το καλύτερο τέχνασμα για να καταστρέψει την αποφασιστική ηρεμία των φρυδιών του ασυρματιστή. Μπορώ να ορκιστώ πως ανέβηκαν ως τα μαλλιά, κατηφόρισαν στη πλάτη και χωθήκανε στο κολάρο του.
-“Μορς !” είπε, με το παραπονεμένο ύφος ενός πονεμένου παιδιού.
-“Νόμιζα πως το Μορς είναι κώδικας κι όχι μόδα“, παρατήρησα “πάντως αν είναι Μορς, θα μπορέσεις να το μεταφράσεις“. Σταμάτησα για να μιλήσει το μεγάφωνο που είπε: «Πιπ-Πόπερ-πιπ-γουπ!» και κατέληξα: “Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του“.
-“Δεν είναι Μορς“, είπε τότε ο άλλος. “Είναι όμως συγκεκριμένα σήματα“. Θα μπορούσε να συνοφρυωθεί αλλά θα χρειαζόταν τόση πολλή ώρα να ξαναφέρει τα φρύδια στη θέση τους. Ρίχνοντάς μου μια από κείνες τις τραγικές ματιές που συχνά συναντάς στη ζωή, άρπαξε ένα μπλοκ κι άρχισε να καταγράφει τους ήχους. Είχα πολλή δουλειά με τις διαστημικές στολές, το πολυβόλο και τ’ άλλα εξαρτήματα και γι’ αυτό γύρισα αμέσως στο οπλοστάσιο και στρώθηκα στη δουλειά. Εκείνος καταγινόταν με τα σήματα ώσπου σκοτείνιασε. Σκληρά δούλευε κι ο Τζαίη με τη παρέα του αλλά όχι για πολύ.
Ο ήλιος έδυσε, οι πρασινωπές αχτίνες του ξεθώριασαν στον ουρανό και ένα βελούδινο σκοτάδι σκέπασε το δάσος και το ξέφωτο. Ήμουν έτοιμος να μπω στο σαλόνι όταν η πόρτα άνοιξε απότομα κι ο πράσινος ξένος πετάχτηκε έξω έξαλλος. Το πρόσωπό του είχε μιαν έκφραση απελπισίας και τα πόδια του κουνιόνταν τρελά. Ο Μίνσχαλ του φώναξε κάτι καθώς εκείνος έπεφτε σβουριχτός στην αγκαλιά μου. Ο πρασινέλλης στριφογύριζε σα σβούρα, με χτυπούσε στο πρόσωπο, προσπαθούσε να μου βάλει τρικλοποδιά με τα γυμνά του πόδια. Το τραχύ και σκληρό κορμί του έβγαζε αδύνατη μυρουδιά κανέλας κι ανανά. Οι άλλοι πετάχτηκαν έξω, τονε κρατήσανε γερά από τους ώμους κι άρχισαν να του μιλούν ακατανόητη διάλεκτο ώσπου ησύχασε. Με τα ευκίνητα, ανήσυχα μάτια του σταύρωνε τον Τζαίη Σκορ, του έκανε τρελές χειρονομίες κουνώντας τα χέρια του μ’ ένα τρόπο που μου θύμιζε τα κλαριά που χτυπούσαν τον αέρα. Ο Τζαίη τον καθησύχαζε με λόγια που ηχούσανε σα καθαρά ψελλίσματα. Φαίνεται πως είχανε μάθει αρκετά λόγια για να συνεννοούνται αλλά όχι όσα χρειάζονταν για να καταλαβαίνει τέλεια ο ένας τον άλλο. Πάντως τα κατάφερναν. Κάποια στιγμή ο Τζαίη είπε στον Πήτερσεν:
-“Πες στον ναύκληρο πως θέλω ν’ αφήσω τον Κάλα να φύγει“. Ο Πήτερσεν πήρε δρόμο και γύρισεν αμέσως:
-“Είπε να κάνεις ό,τι νομίζεις καλύτερο“.
-“Καλά“.
Ο Τζαίη οδήγησε τον ιθαγενή στην έξοδο και τονε χαιρέτησε μ’ ένα προστατευτικό χτύπημα στη πλάτη. Ο πρασινέλλης πήδηξε από το κράσπεδο. Κάποιος στο δάσος θα του χρωστούσε κανένα ύφασμα για κοστούμι γιατί μόλις πάτησε στη γη έβαλε τέτοια τρεχάλα που αναστάτωσε όλο το ξέφωτο. O Τζαίη στάθηκε για λίγο στο κράσπεδο καρφώνοντας τους φωτεινούς προβολείς των ματιών του στο σκοτάδι.
-“Γιατί τον άφησες να φύγει, Τζαίη“; Γύρισε και μου ‘πε:
-“Προσπάθησα να τονε πείσω να ξαναγυρίσει το πρωί. Μπορεί να γυρίσει μπορεί κι όχι, θα το δούμε. Δε προφτάσαμε να μάθουμε και πολλά αλλά η γλώσσα του είναι εξαιρετικά απλή. Ξέρουμε πως τονε λένε Κάλα κι ότι είναι από τη φυλή Κα. Όλοι όσοι ανήκουν σ’ αυτή τη φυλή ονομάζονται Κατάδε’ όπως Καλή, Κανού ή Καλέρ“.
-“Κάτι σαν τους ‘Αρειους που βάζουν μπροστά το Κλι, το Σαγκ ή το Ληντ“, παρατήρησα.
-“Κάτι τέτοιο“, συμφώνησε χωρίς να νοιάζεται για το πως θα αντιδρούσαν οι ‘Αρειοι σ’ αυτή τη σύγκριση με τους πράσινους ιθαγενείς. “Μου ‘πεν επίσης ότι κάθε άνθρωπος έχει το δέντρο του, κάθε ζωύφιο τη λειχήνα του. Δε μπορώ να καταλάβω τι εννοεί μ’ αυτό αλλά μ’ έπεισε πως η ζωή του εξαρτάται από τη παραμονή του κοντά στο δέντρο τη νύχτα. Ήταν κατηγορηματικός σ’ αυτό. Προσπάθησα να τονε καθυστερήσω αλλά ήταν αξιολύπητος. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να μείνει μακριά από το δέντρο του“.
-“Μου φαίνεται πολύ ανόητο“, είπα ξεφυσώντας και καγχάζοντας. “Φαίνεται ακόμα πιο ανόητο στον Τζέησον“. Ο Τζαίη ατένιζε το πυκνό σκοτάδι απ’ όπου έρχονταν παράξενες νυχτερινές μυρωδιές κι αυτός ο διαρκής υπόκωφος σφυγμός. Μου είπε ήρεμα:
-“Έμαθα επίσης ότι υπάρχουν κι άλλοι μέσα στο σκοτάδι, ισχυρότεροι από τον Κα. Έχουνε πολύ γκάμις“.
-“Τι έχουνε λεει“;
-“Πολύ γκάμις!” ξανάπε. “Η λέξη αυτή μ’ έχει εξαντλήσει. Τη χρησιμοποιούσε όλη την ώρα. Έλεγε ότι το Μαραθών έχει πολύ γκάμις, ότι εγώ έχω πολύ γκάμις κι ότι ο Κλι Γιανγκ έχει πάρα πολύ γκάμις. Φαίνεται πως ο κάπταιν Μακνάλτυ έχει κατά τη γνώμη του πολύ λίγο. Οι Κα δεν έχουνε διόλου“.
-“Ήτανε κάτι που το φοβάται“;
-“Όχι ακριβώς. Όπως κατάλαβα καθετί ασυνήθιστο ή μοναδικό έχει πλούσιο γκάμις. Καθετί λιγότερο ασυνήθιστο έχει μικρότερη ποσότητα γκάμις. Και τα κανονικά πράγματα δεν έχουνε καθόλου“.
-“Αυτό δείχνει τις δυσκολίες της επικοινωνίας. Δεν είναι τόσον εύκολη όσο νομίζουν εκεί κάτω στη πατρίδα“.
-“Όχι, δεν είναι“. Οι συσκευές που είχε για μάτια στράφηκαν προς τον ‘Αρμστρονγκ που ήταν ακουμπισμένος πάνω στο πολυβόλο. “Εσύ φυλάς σκοπιά“;
-“Ως τις δώδεκα. Μετά έρχεται ο Κέλυ“.
Η επιλογή του Κέλυ για τη θέση του σκοπού ήταν άψυχoλόγητη. Ο γίγαντας αυτός με τα τατουάζ, ήτανε συναισθηματικά αφοσιωμένος σ’ ένα μακρύ σιδερένιο λοστό κι ήταν ικανός να προτιμήσει αυτό το εργαλείο σε μια επικίνδυνη στιγμή αντί για τα μοντέρνα αυτά πυροβόλα κι ακτινοβόλα. Υπάρχουν φήμες ότι δεν ήθελε ν’ αποχωριστεί το σιδερένιο λοστό ούτε στο γάμο του κι ότι η γυναίκα του πήρε διαζύγιο με δικαιολογία τη κακή επίδραση του πράγματος αυτού πάνω στο ηθικό της. Η προσωπική μου γνώμη ήταν ότι ο Κέλυ είχε το μυαλό ένας Νεάντερταλ.
-“Θα κλείσουμε τη πόρτα“, αποφάσισε ο Τζαίη, “κι ας χάσουμε τον καθαρό αέρα“. Ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του που τον έκαναν να μη ξεχωρίζει από τους ανθρώπους. Μπορούσε να θυμάται τον καθαρό αέρα χωρίς να τονε χρησιμοποιεί ο ίδιος. Το ‘λεγε τόσο φυσικά ώστε σ’ έκανε να ξεχνάς ότι ποτέ δεν είχε πάρει αναπνοή από τη μέρα που ο γέρο Ναντ Γιόχανσεν τον έστησε στα λαστιχένια πόδια του. “Ας βάλουμε την αμπάρα“. Γύρισε τη πλάτη του στο ζωντανό σκοτάδι και βάδισε μέσα στο φωτισμένο διάδρομο περπατώντας προσεχτικά πάνω από τα καλώδια. Μια σφυριχτή φωνή έσκισε το σκοτάδι:
-“Νου Μπεντέρς!” O Τζαίη έμεινε ακίνητος. Τα μάτια του άστραφταν. Βήματα ακούστηκαν έξω, ακριβώς κάτω από την πόρτα. Κάτι σφαιρικό, γυάλινο, κύλησε μέσα από τη σωληνωτή διάβαση, πέρασε πάνω από τον αριστερό ώμο του Τζαίη και διαλύθηκε σε θρύψαλα μέσα στο κουβούκλιο του πολυβόλου. Ένα αραιό, χρυσόχρωμο υγρό σκορπίστηκε ολόγυρα κι αμέσως εξαερώθηκε.
Ο Τζαίη έκανε μεταβολή και στάθηκε μπροστά στο σκοτεινό άνοιγμα. Ο ‘Αρμστρονγκ μετακινήθηκε προς τον τοίχο για να τραβήξει τη λαβή της σειρήνας συναγερμού. Πριν αγγίξει τη λαβή, ο ‘Αρμστρονγκ έπεσε κάτω σα να τονε χτύπησε κάποιο αόρατο γκλομπ. Έβγαλα το ακτινοβόλο από τη θήκη, απασφάλισα τη κάννη και κινήθηκα προσεχτικά προς τα μπρος. Τότε είδα το στόμιο του αγωγού να πλαισιώνει το σώμα του Τζαίη που στεκόταν απέναντι στο ερεβώδες φόντο. Ήταν φοβερό λάθος -έπρεπε να είχα σημάνει πρώτα συναγερμό. Τρία βήματα κι η εικόνα αλλιώθηκε σα μπαλόνι που φουσκώνει, o κύκλος πλάτυνε, ο αγωγός έγινε πλατύς και βαθύς με το γιγάντιο σχήμα του Τζαίη. Το μπαλόνι έσκασε και βρέθηκα το ίδιο απότομα στο πλευρό του ‘Αρμστρονγκ.
Δε ξέρω πόση ώρα έμεινα σ’ αυτή τη θέση γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου είχα την εντύπωση πως άκουσα πολλές κραυγές και βήματα πάνω από το κεφάλι μου προτού τα κλείσω. Πολλά πρέπει να γίνανε γύρω μου όσο εγώ κειτόμουν εκεί σα πτώμα. Τώρα ήμουν ακόμα ξαπλωμένος. Αναπαυόμουν πάνω σ’ ένα τρυφερό, νοτισμένο στρώμα χόρτου με το παλλόμενο δάσος αριστερά μου και τ’ αδιάφορα άστρα να λάμπουν στο θόλο της νύχτας. Ήμουνα δεμένος σαν Αιγυπτιακή μούμια. Ο Τζέησον ήταν άλλη μια μούμια δίπλα μου ενώ ο ‘Αρμστρονγκ και μερικοί άλλοι ήτανε στρωμένοι από την άλλη. Μερικές εκατοντάδες γιάρδες μακρύτερα, θόρυβοι σπάζανε την ησυχία της νύχτας, ένα μίγμα από γήινες βρισιές και ξενικά σφυρίγματα και τερετίσματα. Το Μαραθών στεκόταν στη θέση του. Φαινότανε μόνο μια στρογγυλή δέσμη φωτός που ‘βγαινε από την ανοιχτή του πόρτα διαλύοντας σε μικρή ακτίνα το σκοτάδι. Το φως αναβόσβησε μερικές φορές, χανόταν ολότελα ή κοβότανε στη μέση από καμιά σκιά. Γινότανε πάλη σ’ αυτό το φωτεινό άνοιγμα κι ανάλογα με την εξέλιξη της εμποδιζόταν η δέσμη του φωτός.
Ο Τζέησον ροχάλιζε σαν να ήταν Σάββατο βράδυ στο παλιό του σπίτι στη πόλη, αλλά ο ‘Αρμστρονγκ είχε πλήρη έλεγχο της γλώσσας και των βίτσιων του. Έβριζε άγρια. Κύλησε προς τα κάτω κι άρχισε να μασουλά τα δεσμά του Μπλαίην. Κάποια ακαθόριστη ανθρώπινη φιγούρα αναδύθηκε αθόρυβα από το σκοτάδι κι έσκυψε από πάνω του. Ο ‘Αρμστρονγκ ησύχασε. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια μου τα προσάρμοσα στον φωτισμό κι είδα πολλές ακόμα αθόρυβες σκιές να μας περιτριγυρίζουν. Μένοντας ακίνητος και διατηρώντας τη ψυχραιμία μου έκανα μερικές καθόλου φιλοφρονητικές σκέψεις για τον Μακνάλτυ, το Μαραθών, το γέρο Φλέτνερ που είχε εφεύρει το σκάφος κι όλα αυτά τα νοήμονα πλάσματα που τον είχαν υποστηρίξει ηθικά κι οικονομικά. Είχα πάντα την εντύπωση ότι αργά ή γρήγορα θα μου σκάβανε το λάκο. Βαθιά μέσα μου άκουγα μια φωνή να μου λέει: «Θυμάσαι, λοχία, την υπόσχεση που έδωσες στη μάνα σου για τις χυδαίες εκφράσεις; Θυμάσαι όταν έδωσες σ’ εκείνο τον τύπο μια κονσέρβα συμπυκνωμένο γάλα πείθοντάς τον ότι πρόκειται για πολύτιμη πέτρα; Μετανόησε, λοχία, όσο είναι καιρός!»
Τα μακρινά τερετίσματα δυνάμωσαν, οι γήινες φωνές έσβησαν. Οι εναλλαγές του φωτός με το σκοτάδι δείξανε μερικές ακόμα λεπτομέρειες. Σκιές μετέφεραν κι άλλα σώματα, τ’ απόθεσανε πίσω μας και γίνανε πάλι ένα με το σκοτάδι. Θα ‘θελα να μπορούσα να μετρήσω τα θηράματα αλλά το σκοτάδι μ’ εμπόδιζε. Όλοι οι νεοφερμένοι ήταν αναίσθητοι. Συνήλθαν γρήγορα. Μπορούσα ν’ αναγνωρίσω τη θυμωμένη φωνή του Μπρέναντ και την ασθματική αναπνοή του ναύκληρου. Ένα γαλάζιο άστρο έλαμπε μέσα από την αραιή δαντέλα ενός σύννεφου. Η πάλη είχε τελειώσει. Η σιωπή που επακολούθησε ήταν φοβερή: μια απειλητική, επικίνδυνη σιωπή που τη διέκοπτε μόνον ο θόρυβος από βήματα πάνω στο γρασίδι κι o σταθερός παλμός του δάσους.
Οι σκιές συγκεντρώθηκαν γύρω μας: το ξέφωτο είχε γεμίσει απ’ αυτές. Χέρια με σήκωσαν, δοκίμασαν τα δεσμά μου και με ξαπλώσανε πάνω σ’ ένα πλεκτό φορείο. Ανασήκωσα λίγο τον ώμο μου κι είδα πως με μεταφέρανε προσεκτικά. Θα ‘λεγε κανείς ότι ήμουν χτυπημένο αγριογούρουνο που ακολουθούσε το καραβάνι ενός κυνηγού στα χέρια ιθαγενών αχθοφόρων. Σκέτο κρέας -αυτό ήμουν. Έν από τα λάφυρα του γιουρουσιού. Το καραβάνι χώθηκε στο δάσος κι είχα την τιμή να ‘μαι επικεφαλής της πομπής. ‘Αλλο ένα φορείο ακολουθούσε τα βήματά μας και μπορούσα να καταλάβω πως η γραμμή συνεχιζόταν έτσι και πολύ πίσω. Ο Τζέησον ήταν η σαρδέλα που με ακολουθούσε. ‘Αρχισε ν’ απαγγέλλει δυνατά τα βάσανά του από την ώρα που πάτησε το πόδι του σ’ αυτό τον απερίγραπτο κόσμο. Κάνοντας μια παρέκκλιση για να αποφύγει τον σκοτεινό κορμό ενός δέντρου, η πομπή προχώρησε αδίσταχτα κάτω από τη σκιά ενός άλλου, αλλά έστριψεν αλλού όταν πλησιάσαμε σ’ ένα τρίτο. Ήθελα να ξέρω πως κατάφεραν αυτά τα φαντάσματα να ξεχωρίζουν το ένα δέντρο από τ’ άλλα, μέσα σε τόσο λίγο φως.
Χωνόμαστε όλο βαθύτερα στο πυκνό σκοτάδι όταν η γη τραντάχτηκε από τρομερή έκρηξη στο ξέφωτο πίσω μας και μια πύρινη στηλη υψώθηκε στον ουρανό. Ακόμα κι η φωτιά είχε πράσινες ανταύγειες. Η πομπή σταμάτησε. Διακόσιες ή τρακόσιες φωνές αντήχησαν θρηνητικά από κάπου κοντά μου ως ένα μακρινό σημείο εκατό γιάρδες πίσω μου. «Ανατινάξανε τον καλό μας Μαραθών», σκέφτηκα. «Έστω! όλα τελειώνουν κάποτε, ακόμα κι η πιο αδύναμη ελπίδα να γυρίσουμε στη πατρίδα». Τα περιστεράκια μου είχανε καταπιεί τη γλώσσα τους όταν η πύρινη κολώνα συνοδεύτηκε από ένα τρομερό βρυχηθμό. Το φορείο μου άρχισε να ταλαντεύεται από τις αντιδράσεις αυτών που το κρατούσανε. Είναι απίστευτος ο τρόπος που συνέχισαν να βαδίζουν: ένιωθα σα να πετώ περνώντας ξυστά από τον ένα κορμό αλλά μακριά από τον επόμενο, αποφεύγοντας μερικές φορές κάτι σκοτεινά φυτά που δεν ήταν ούτε καν δέντρα. Η καρδιά μου είχε ανέβει στο στόμα μου. Η λικνιστική αυτή τρεχάλα προς το ξέφωτο τέλειωσε κάποτε και βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα συναρπαστικό θέαμα: μια πορφυρή λόγχη εξακοντιζότανε στον ουρανό κι έσκιζε τα σύννεφα. Ήταν μια εικόνα που γνώριζα καλά. Ένα διαστημόπλοιο που απογειώνεται. Ήταν το Μαραθών!
Ήταν αυτά τα όντα τόσο επιδέξια πια να μπορούν να πάρουν στα χέρια τους ένα τελείως άγνωστο σκάφος και να τ’ οδηγήσουν με τη πρώτη; Μήπως ήταν η φυλή που μας περιέγραψε σαν ανώτερη ο Κάλα; Αλλά τα υπόλοιπα φαίνονταν ασυμβίβαστα. Πεπειραμένοι αστροναύτες, λόγου χάρη, που μεταφέρουνε τους αιχμάλωτους τους με πλεχτά φορεία. ‘Αλλωστε ο τρόπος που αντέδρασαν έδειξε ότι το ξεκίνημα του Μαραθών ήταν γι’ αυτούς έκπληξη. Το μυστήριο παρέμενε σκοτεινό. Ενώ το διαστημόπλοιο συνέχιζε περήφανα τη πορεία του προς τον βορά, οι φίλοι μας πορεύονταν βιαστικά. Έγινε μια στάση που στη διάρκειά της οι κύριοι της τύχης μας συναθροίστηκαν και με τις φωνές τους μας δώσαν να καταλάβουμε ότι δεν νοιάζονταν για φαγητό ούτε γι’ ανάπαυση. Είκοσι λεπτά αργότερα έγινε άλλη μια στάση και στην αρχή της πομπής ξέσπασε φοβερή φασαρία. Οι φύλακες μας πρόσεχαν από κοντά ενώ σε μικρή απόσταση μπροστά μας γίνονταν φωνητικές ασκήσεις ανακατεμένες με νιαουρίσματα κι ήχους από κλαριά δέντρων. Προσπάθησα να φανταστώ έναν ωραίο πράσινο τίγρη.
Κάτι υπόκωφοι θόρυβοι σβήσανε τους προηγούμενους και το νιαούρισμα κατέληξε σε ρόγχο. Ο ήχος των κλαριών σταμάτησε Προχωρήσαμε κάνοντας μεγάλο κύκλο γύρω από ένα τερατώδη όγκο που μάταια προσπάθησα να δω καθαρότερα. Αν είχε τουλάχιστον φεγγάρι αυτός ο κόσμος! Αλλά δεν υπήρχε ούτε φεγγάρι. Υπήρχαν μόνον άστρα, σύννεφα και το δάσος απ’ όπου έβγαινε ο αιώνιος αυτός παλμός. Χάραζε η αυγή και το καραβάνι μας απόφυγε προσεχτικά μια μικρή συστάδα από φαινομενικά αθώους βάτους. Φτάσαμε στην όχθη ενός μεγάλου ποταμού. Εδώ μπορέσαμε να ρίξουμε μια ματιά στους δεσμοφύλακές μας καθώς φορτίο κι αχθοφόροι ποτίζονταν. Ήταν πλάσματα όμοια σχεδόν με το Κα, αλλά ψηλότερα, πιο αδύνατα, με μεγάλα έξυπνα μάτια. Είχανε το ίδιο ροζιασμένο δέρμα αλλά με γκρίζο χρώμα και τα ίδια χρυσάνθεμα στο στήθος. Αντίθετα με τους Κα φορούσαν πτυχωτά φορέματα, πλεχτούς θώρακες και κουβαλούσαν ξύλινα εργαλεία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζανε κάτι αεροβόλα με πολύπλοκη κατασκευή και κάτι δοχεία μ’ ένα κουτί σε σχήμα βολβού προσαρτημένο στο κάτω μέρος τους. Μερικοί κουβαλούσαν πανέρια με μικρές σφαίρες σαν εκείνη που με είχε εξουδετερώσει μέσα στον αγωγό του αέρα.
Τεντώνοντας επικίνδυνα το κεφάλι μου προσπάθησα να δω περισσότερα αλλά διέκρινα μόνο τον Τζέησον στο επόμενο φορείο και τον Μπρέναντ στο πιο πίσω. Την επόμενη στιγμή το φορείο μου είχε βουτηχτεί χωρίς πολλές διατυπώσεις στο ρηχό ρεύμα του ποταμού, το ίδιο και του Τζέησον και των άλλων πίσω μας. Ο Τζέησον γύρισε το κεφάλι του με κοίταξε και είπε:
-“Τα καθάρματα!”
-“Φρόνιμα“, τον συμβούλεψα, “αν παίξουμε μαζί τους ίσως μας δέσουνε πιο αναπαυτικά“.
-“Δε μ’ αρέσουνε διόλου οι τύποι που αστειεύονται σ’ ακατάλληλες στιγμές“, αποκρίθηκε ξινισμένα.
-“Δεν αστειεύομαι” αντιμίλησα. “Δεν έχουμε όλοι δικαίωμα να εκφράζουμε τη γνώμη μας“;
-“‘Αντε πάλι!” Προσπάθησε να γυρίσει στο πλάι χαλαρώνοντας τις φασκιές του. “Κάποτε θα σου κόψω αυτό το συνήθειο!” Δε χρειάζεται να σπαταλάς τις δυνάμεις σου με τέτοιους συνομιλητές. Τον άφησα χωρίς απάντηση. Το φως δυνάμωσε, γέμισε πράσινες λάμψεις την ομίχλη που κρεμόταν πάνω από το πράσινο ποτάμι. Τώρα μπορούσα να δω τον Μπλαίην και τον Μίνσχαλ δεμένους πίσω από τον ‘Αρμστρονγκ και πίσω απ’ αυτούς τη πλουσιοπάροχη φιγούρα του Μακνάλτυ. Είχαμε ταξιδέψει περίπου δύο ώρες. Δέκα από τους δεσμοφύλακές μας πέρασαν δίπλα μας ξεκουμπώνοντας τις στολές μας κι αποκαλύπτοντας το στέρνο μας. Κουβαλούσαν μαζί τους τα περίεργα δοχεία. Δυο απ’ αυτούς άνοιξανε τη φόρμα μου, μου γύμνωσανε το στήθος κι άρχισαν να το κοιτάζουν όπως κοίταζε ο Αντώνιος τη Κλεοπάτρα. Κάτι τους έκανε μεγάλη εντύπωση και δε πιστεύω αυτό το κάτι να ήταν το χνούδι μου. Δε χρειαζότανε κι άλλη σκέψη για να καταλάβω ότι ψάχνανε το χρυσάνθεμο κι ότι δεν μπορούσανε να χωνέψουνε πως ζω χωρίς αυτό. Φωνάξανε τους φίλους τους κι όλοι μαζί συζητήσανε το γεγονός, ενώ εγώ έμενα ξαπλωμένος σα παρθένα στο βωμό. Τότε σκέφτηκαν νέα μέθοδο έρευνας και τη βάλαν αμέσως σ’ εφαρμογή.
Πιάσανε τον Μπλαίην και τον μπούφο που ‘θελε να παίξει πάπια-στον-βράχο, τους έλυσαν, τους έγδυσαν από τη κορφή ως τα νύχια και τους εξέτασαν σα να ‘ταν ελλανόδικος επιτροπή σ’ έκθεση ζώων. Ένας απ’ αυτούς ζούληξε τον Μπλαίην στο ηλιακό πλέγμα με αποτέλεσμα να φάει μια σπρωξιά. Ο άλλος γυμνιστής πρόσφερε αμέσως ενισχύσεις. Ο ‘Αρμστρονγκ που δεν κατέβαινε ποτέ κάτω από ογδόντα κιλά, έσπασε τα δεσμά του, σηκώθηκε μελανιασμένος από τη προσπάθεια κι ανακατεύτηκε στον καβγά. Όλοι οι άλλοι καταβάλαμε τεράστια προσπάθεια να ελευθερωθούμε αλλά μάταια. Οι πράσινοι μπήκανε στη μέση, σκόρπισανε τις γυάλινες σφαίρες τους εδώ κι εκεί γύρω από τους τρεις ξεσηκωμένους Γήινους. Ο μηχανικός κι ο Μπλαίην καταρρεύσανε ταυτόχρονα. Ο ‘Αρμστρονγκ μούγκριζε τρέμοντας, πάλευε σα τρελός και πρόφτασε έτσι να ρίξει δυο πράσινους στο ποτάμι και να στραπατσάρει τη πρόσοψη ενός τρίτου. Μετά έπεσε κι αυτός. Οι πράσινοι έσυραν τους συντρόφους τους έξω από το νερό, ντύσανε τον ναρκωμένο Μπλαίην και τον άλλο και τους δέσανε πάλι γερά. ‘Αλλη μια φορά κάνανε συμβούλιο. Δε μπορούσα να βγάλω λέξη από τα τιτιβίσματά τους αλλά είχα την αίσθηση πως κατά τη γνώμη τους διαθέταμε αμφίβολη ποσότητα γκάμις.
Τα δεσμά μου άρχισαν να χαλαρώνουν. Θα ‘δινα πολλά για λίγη δράση και για την ευκαιρία να θερίσω μερικά πράσινα κεφάλια. Στριφογυρίζοντας, παρακολουθούσα μ’ άπληστο μάτι ένα μικρό θάμνο που φύτρωνε κοντά στο φορείο μου. O θάμνος σάλευε τ’ αραιά κλαριά του κι έβγαζε μια μυρουδιά καμένης καραμέλας. Η βλάστηση του τόπου αυτού ήταν όλο κουνήματα και μυρωδιές. Ξαφνικά οι πράσινοι σταμάτησαν τις κουβέντες και μαζευτήκανε στην άκρη της όχθης. Ένας στολίσκος από μακρόστενα πλοιάρια κατέβαινε το ρεύμα. Σηκώνοντας αφρισμένα κύματα τα πλοιάρια προσεγγίσανε την όχθη. Μας φόρτωσαν αμέσως ανά πέντε σε κάθε σκάφος. Καθώς απομακρυνόμαστε από την ακτή, το εικοσαμελές πλήρωμα κάθε πλοίου τραβούσε κι έσπρωχνε ρυθμικά μια διπλή σειρά ξύλινων μοχλών, οδηγώντας το σκάφος ενάντια στο ρεύμα. Πλέαμε σταθερά αφήνοντας ένα ρηχό αυλάκι στα νερά του παχύρρευστου ποταμού.
-“Είχα ένα παππού ιεραπόστολο“, είπα στον Τζέησον. “Κι αυτός αντιμετώπισε κάτι τέτοια προβλήματα“.
-“Και λοιπόν“;
-“Κατέληξε στο καζάνι“, είπα.
-“Κι συ το ίδιο“, μ’ έκοψε ο Τζέησον και συνέχισε να τραβολογά τα σκοινιά που τον έδεναν.
Επειδή δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω παρατηρούσα τον τρόπο που κινούσαν το σκάφος και κατέληξα στο συμπέρασμα πως οι μοχλοί βάζανε σε λειτουργία δυο μεγάλες αντλίες ή ένα συγκρότημα από μικρότερες κι ότι το πλοίο προχωρούσε αντλώντας νερό από τη πλώρη κι εκσφενδονίζοντας το στη πρύμνη. Αργότερα κατάλαβα πως έκανα λάθος. Η μέθοδός τους ήταν πολύ πιο απλή. Οι μοχλοί ήτανε συνδεδεμένοι με είκοσι διχαλωτές πατούσες που ήτανε βυθισμένες λίγο πιο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Τα δυο πτερύγια άνοιγαν όταν η κίνηση ήτανε προς τα μπρος, έκλειναν όταν γινότανε προς τα πίσω. Μ’ αυτό το σύστημα προχωρούσαμε πολύ γρηγορότερα απ’ ό,τι αν είχαμε κουπιά, γιατί τα πτερύγια αυτά κάτω από το νερό κινούνταν μόνο και μόνο από το βάρος τους χωρίς να χρειάζεται η δύναμη των μυώνων του κωπηλάτη για ν’ αναδυθούν από το νερό, να πάρουν στροφή στον αέρα και να ξαναβυθιστούν.
Ο ήλιος ανηφόρισε ψηλότερα καθώς ανεβαίναμε το ρεύμα του ποταμού. Στη δεύτερη στροφή το ποτάμι χωρίστηκε στα δυο. Το ρεύμα του κυλούσε γοργά από τις πλευρές μιας νησίδας με μήκος που πλησίαζε τις εκατό γιάρδες. Τέσσερα ψηλά δέντρα με σκουρόχρωμους κορμούς υψώνονταν στη βόρεια άκρη της νησίδας. Καθένα απ’ αυτά είχε μιαν οριζόντια στεφάνη από κλαριά. Από πάνω τους ο κορμός συνεχιζότανε με μια μαλλιαρή φούντα περίπου σαράντα πόδια ψηλή. Κάθε κλαρί κατέληγε σε μισή ντουζίνα δυνατούς μίσχους, καμπύλους στην άκρη, σαν τα δάχτυλα μιας αγκυλωτής παλάμης.
Τα πληρώματα χειρίζονταν με μεγάλη ταχύτητα τους μοχλούς ενώ περνούσαν από το δεξιό παρακλάδι του ποταμού κάτω από το μεγαλύτερο από τα μεγάλα κλαριά. Μόλις η πλώρη του πρώτου σκάφους πλησίασε, το κλαρί κούνησε απειλητικά και πεινασμένα τα «δάχτυλα». Δεν ήταν ψευδαίσθηση. Το ‘δα τόσο καθαρά όσο βλέπω το μπουναμά μου ύστερ’ από κάθε ταξίδι να γλιστρά πάνω στο γυαλιστερό γραφείο του αρχηγού. Η χερούκλα ήταν έτοιμη να μας αρπάξει κι από το μέγεθος και την ορμή της καταλάβαινα ότι θα μπορούσε να σηκώσει ολόκληρο το πλοιάριο έξω από το νερό και να του κάνει πράγματα που δεν ήθελα να βάλω με το νου μου. Δεν το έκανε όμως. Μόλις το σκάφος μπήκε στην επικίνδυνη περιοχή, ο πιλότος στάθηκε όρθιος και κραύγασε μιαν ακατάληπτη φράση προς το δέντρο. Τα δάχτυλα χαλάρωσαν. Ο πιλότος του επόμενου σκάφους έκανε το ίδιο. Μετά ο δικός μου. Ξαπλωμένος ανάσκελα, έτοιμος για δράση όσο ένα πτώμα, θαύμασα τον τεράστιο αυτό στραγγαλιστή καθώς περνούσαμε αργά από κάτω του και τον αφήναμε πίσω μας. Ο πιλότος μας σώπασε, ο επόμενος άρχισε το ίδιο παραμύθι. Μ’ έλουζε κρύος ίδρώτας.
Πέντε μίλια μακρύτερα βάλαμε πλώρη για την ακτή. Το κεφάλι μου ήτανε γυρισμένο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Δεν είδα λοιπόν τα κτίρια ως τη στιγμή που οι πράσινοι ακουμπήσανε κάτω το φορείο, λύσανε τα πόδια μου και μ’ έστησαν όρθιο. Έχασα την ισορροπία μου και κάθισα στη γη. Τα πόδια μου ήτανε προς το παρόν άχρηστα. Τρίβοντάς τα για να βοηθήσω τη κυκλοφορία εξέταζα με περιέργεια το μελαγχολικό αυτό θέαμα που θα μπορούσε να ‘ναι οτιδήποτε, χωριουδάκι ή αληθινή μητρόπολη. Τα κτίρια ήτανε κατασκευασμένα από ανοιχτοπράσινο ξύλο, κυλινδρικά, με διάμετρο ίση προς το ύψος και μέσα στο καθένα φύτρωνε ένα μεγάλο δέντρο. Το φύλλωμα του δέντρου εκτεινόταν μακρύτερα από την ακτίνα κάθε σπιτιού, κρύβοντάς το τελείως από πάνω. Ήταν η αρμοδιότερη κατασκευή για να προστατεύει τον τόπο από εναέριους εχθρούς παρ’ όλο που δεν υπήρχε λόγος να πιστέψουμε πως οι κάτοικοι αντιμετωπίζανε καμιάν ουράνια απειλή. Ο τρόπος που ‘τανε μοιρασμένος ο τόπος σε σπίτια και δέντρα εμπόδιζε τον υπολογισμό του μεγέθους του, γιατί πίσω από τη κοντινότερη σειρά κτιρίων φαίνονταν δέντρα, δέντρα και πάλι δέντρα που θα μπορούσαν να κρύβουν από ένα σπίτι. Δεν ήξερα αν έβλεπα κατασκήνωση ή το παραποτάμιο προάστιο κάποιας πρωτεύουσας που χανότανε στον ορίζοντα. Δεν ήτανε παράξενο που το ανιχνευτικό σώμα ανέφερε μόνο δάσος μετά την επιστροφή του. Μπορεί να ‘χε πετάξει πάνω από μια περιοχή που στέγαζε πληθυσμό εκατομμυρίων και να πίστευε ότι βρισκότανε στη ζούγκλα. Με όπλα προτεταμένα και μάτια άγρυπνα, οι πράσινοι μας φρουρούσαν ενώ οι σύντροφοί τους έλυναν και τους τελευταίους αιχμάλωτους. Το γεγονός ότι φτάσαμε με τόσο μεγαλοπρεπές σκάφος σαν το Μαραθών δεν τους είχε εντυπωσιάσει καθόλου. Τα πόδια μου πειθαρχούσανε τώρα κι έτσι φόρεσα τις μπότες μου και πανέτοιμος κοίταξα ολόγυρα. Τότε ένιωσα δυο ισχυρά τραντάγματα.
Το πρώτο ήταν όταν αντίκρισα τους συντρόφους μου στη δυστυχία. Ήταν οι μισοί τουλάχιστον από το πλήρωμα του Μαραθών. Οι υπόλοιποι λείπανε. Σ’ ένα φορείο κειτόταν ακίνητο το σώμα του παιδιού που ‘χε χτυπηθεί από τα βέλη μόλις προσγειωθήκαμε. Σ’ ένα άλλο αναπαυόταν η ισχνή, αδιάφορη μορφή του Σαγκ Φαρν. Αυτός ήταν κι ο μόνος ‘Αρειος στη παρέα. Κανείς άλλος δε βρισκόταν κοντά μας. Δεν έβλεπα επίσης τον Τζαίη Σκορ, τον Ντάγκλας, τον Μπάνιστερ, τον Καίην, τον Ρίτσαρντς, τον Κέλυ, τον Στηβ Γκρέγκορυ, το νεαρό Ούιλσον και καμιά δεκαριά άλλους. Ήταν νεκροί; Δεν το πίστευα. Γιατί οι πράσινοι θα μεταφέρανε το ένα πτώμα κι όχι τ’ άλλα; Το ‘χανε σκάσει ή αποτελούσαν ένα δεύτερο σώμα αιχμάλωτων που ‘χεν οδηγηθεί κάπου αλλού; Δε μπορούσαμε να μαντέψουμε τη τύχη τους μολονότι φαινόταν απίθανο να λείπουνε. Έκανα νόημα στον Τζέησον: “Παρατήρησες“;
Ένας φοβερός θόρυβος ακούστηκε πάνω από το ποτάμι κι οι πράσινοι γυρίσανε προς τα πάνω κραδαίνοντας όπλα. Το στόμα τους έκανε διάφορες κινήσεις αλλά ο θόρυβος έσβηνε κάθε ήχο. Γύρισα από την άλλη και τα μάτια μου πετάχτηκαν έξω από τις κόγχες τους όταν είδα τη στιλπνή καρίνα του Μαραθών ν’ ακουμπά ξυστά την επιφάνεια του νερού και να ξανακερδίζει ύψος. Χάθηκε πίσω από τις κορφές των δέντρων και μας άφησε μόνο τον φοβερό απόηχο. Μετά το ξανακούσαμε να περιστρέφεται σε μεγάλη ακτίνα. O ήχος του δυνάμωσε καθώς έκανε ακόμα μια βουτιά. Ξαναφάνηκε μπροστά μας, ανατάραξε λίγο την επιφάνεια του νερού, σήκωσε μια βροχή από πράσινες σταγόνες πίσω του κι έστειλε ένα γερό κύμα στην όχθη. Μετά πέταξε μακριά, βουίζοντας και σφυρίζοντας, με τέτοια ταχύτητα ώστε ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις οτιδήποτε στη καμπίνα του πιλότου. Ο Τζέησον έφτυσε στα χέρια του, κοίταξε άγρια τους πρασινέλληδες κι είπε:
-“Τώρα θα τους τη φέρουνε για τα καλά“.
-“Σουτ“, ψιθύρισα.
-“Σουτ στα μούτρα σου“, συνέχισε αυτός. Δεν μπόρεσε να πει τίποτα παραπάνω γιατί ένας ψηλός, αδύνατος κι αγριωπός πράσινος τον άρπαξε.
Του ‘δωσε μια γροθιά στο στήθος και τιτίβισε κάτι μ’ ερωτηματικό ύφος. “Μη μου το κάνεις εμένα αυτό“, μούγκρισε ο Τζέησον δίνοντας μιαν άλλη γροθιά γι’ απάντηση. Ο πράσινος οπισθοχώρησε, ξαναβρήκε την ισορροπία του, κλώτσησε με το δεξί πόδι. Νόμιζα πως προσπαθούσε να χτυπήσει τον Τζέησον στα καλάμια αλλά δεν ήταν αυτό. Πέταξε κάτι από το πόδι του κι αυτό το κάτι ήταν ζωντανό. Το μόνο που μπόρεσα να ξεχωρίσω ήτανε πως έμοιαζε με μικρό φιδάκι. Δεν είχε μεγαλύτερο μήκος και πάχος από ένα μολύβι και, για μια φορά, δεν ήτανε πράσινο αλλά ζωηρό πορτοκαλί με μικρούς μαύρους λεκέδες. Προσγειώθηκε στο στήθος του Τζέησον, τονε τσίμπησε και μετά σύρθηκε προς τα κάτω τόσο γοργά που δυσκολευόμουν να το παρακολουθήσω με τα μάτια. Όταν έφτασε στο έδαφος, έτρεξε προς τον αφέντη του μαστιγώνοντας δεξιά κι αριστερά το χορτάρι με την ουρά του. Μετά εγκαταστάθηκε στον αστράγαλο του πράσινου, φρόνιμο κι ακίνητο σαν άκακο στολίδι. Πολύ λίγοι από τους υπόλοιπους ιθαγενείς φορούσαν παρόμοια αντικείμενα, όλα με μαύρο και πορτοκαλί χρώμα εκτός από ένα που ‘τανε μαύρο και κίτρινο.
Ο Τζέησον γούρλωσε τα μάτια, άνοιξε το στόμα αλλά δεν έβγαλε ήχο. Ξαφνικά άρχισε να τρέμει. Ο τύπος που φορούσε το κιτρινόμαυρο εργαλείο του κακού παρακολουθούσε τον Τζέησον με ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. Του έσπασα το λαιμό! Ο θόρυβος που έκανε σπάζοντας, μου θύμισε σκουπόξυλο. Το πραγματάκι στο πόδι του ξεκίνησε όταν αυτός τίναξε τα πέταλα αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Τζέησον σωριαζότανε καταγής την ώρα που η μπότα μου σύνθλιβε το ζούδι πάνω στο γρασίδι. Γύρω μου γινόταν σαματάς. Μπορούσα ν’ ακούσω τον Μακνάλτυ να φωνάζει με αγωνία.
-“‘Ανδρες, άνδρες!” Ακόμα και μια τέτοια στιγμή ο καλαμαράς μας μπορούσε να επηρεάζεται από το φόβο της καταγγελίας ότι κακομεταχειρίζεται ιθαγενείς. O ‘Αρμστρονγκ μούγκριζε συνεχώς:
-“‘Αλλο ένα κάθαρμα!” και κάθε φορά αντηχούσε ένας δυνατός παφλασμός στα νερά. Διάφορα παφ-παφ ακούγονταν από μικρές σφαίρες που σκάζανε στον αγέρα. Ο Τζέησον κειτότανε σα νεκρός ενώ οι άλλοι παλεύανε γύρω από το κορμί του. Ο Μπρέναντ με χαιρέτισε μ’ ένα ουρλιαχτό. Ανάπνεε με κοφτές ανάσες και προσπαθούσε να ξεριζώσει ένα μαύρο μάτι από ένα πράσινο πρόσωπο. Εκείνη την ώρα είχα πάρει για λογαριασμό μου άλλον ένα πράσινο κι ήμουν έτοιμος να τονε κάνω κομμάτια. Προσπάθησα να φανταστώ πως ήτανε τηγανητό κοτόπουλο που ‘πρεπε να φαω το τελευταίο του κομμάτι. Με δυσκολία τονε κρατούσα γιατί πάλευε, αγωνιζόταν και στριφογύριζε σαν λαστιχένια κούκλα. Πάνω από τον ταλαντευόμενο ώμο του μπορούσα να δω τον Σαγκ Φαρν να καταπιάνεται με πέντε τέτοιους μαζί και ζήλεψα τα πλοκάμια που του είχε δώσει η φύση αντί για χέρια. O αντίπαλος μου ‘χωσε τα δάχτυλά του στο ανύπαρκτο χρυσάνθεμό μου, φάνηκε ξαφνιασμένος από την έλλειψη και προσπαθούσε ακόμα να σκεφτεί κάτι άλλο καθώς έκανε τη βουτιά του στο ποτάμι.
Τότε μισή ντουζίνα σφαίρες έσκασαν στα πόδια μου και το τελευταίο πράγμα που άκουσα ήταν η θριαμβευτική κραυγή του ‘Αρμστρονγκ πριν από άλλον ένα παφλασμό. Το τελευταίο που είδα ήταν ο Σαγκ Φαρν που χρησιμοποιούσε ένα ξεχασμένο πλοκάμι του προσπαθώντας να προσγειώσει μόνο πέντε από τους έξι πράσινους που ορμήσανε καταπάνω μου. Έτσι ο έκτος κέρδιζε ύψος την ώρα που εγώ έπεφτα. Για κάποιο λόγο δε λιποθύμησα όπως πριν. Ίσως πήρα μικρή δόση μόνο από το περιεχόμενο των σφαιρών ή ίσως να περιείχανε διαφορετικό μίγμα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι πέντε ιθαγενείς με ποδοπατούσαν, ότι ο ουρανός γέμισε αστράκια και το μυαλό μου έγινε σούπα. Τότε ξαφνικά ξύπνησα και βρέθηκα πάλι δεμένος χειροπόδαρα.
Αριστερά μου μια ομάδα ιθαγενών είχε σωριαστεί πάνω από μορφές που δεν έβλεπα αλλά που άκουγα καθαρά. Ο ‘Αρμστρονγκ έκανε σα να λάβαινε μέρος σε πρωτάθλημα βωμολoχιών και μετά από μερικά λεπτά αγωνιάς το τεράστιο κορμί του αναδύθηκε δεμένο μέσα από το σωρό μαζί με το σώμα του Μπλαίην και του Σαγκ Φαρν. Δεξιά μου κειτόταν ο Τζέησον με τα άκρα ελευθέρα αλλά μάλλον άχρηστα. Το διαστημόπλοιο είχε εξαφανιστεί. Χωρίς χρονοτριβή οι πρασινέλληδες μας οδηγήσανε στο βάθος αυτού του δάσους ή πόλης ή μέρους χωρίς όνομα. Δυο απ’ αυτούς κουβαλούσαν τον Τζέησον σ’ ένα είδος πλεκτού καλαθιού. Βλέπαμε συνέχεια πως υπήρχανε τόσα δέντρα όσα και σπίτια. Εδώ κι εκεί μερικοί απαθείς πολίτες έβγαιναν στις πόρτες της κατοικίας τους και μας έβλεπαν να περνάμε. Νόμιζε κανείς ότι είμαστε τα μόνα επιζώντα δείγματα ανθρωπιάς.
Ο Μίνσχαλ κι ο Μακνάλτυ βρίσκονταν ακριβώς από πίσω μου σ’ αυτήν τη νεκροπομπή κι άκουσα τον δεύτερο ν’ αναγγέλλει μεγαλόπρεπα:
-“Θα μιλήσω στον αρχηγό τους γι’ αυτό το θέμα. Θα του εξηγήσω ότι όλες αυτές οι άτυχες διενέξεις είναι αποτέλεσμα της εριστικότητας του λαού του“.
-“Αναμφίβολα“, άντεξε να πει ο Μίνσχαλ με απόχρωση σατανικής ειρωνείας στη φωνή.
-“Υπολογίζοντας όλα τα ελαφρυντικά που δίνουν οι δυσκολίες αμοιβαίας συνεννόησης“, συνέχισε ο Μακνάλτυ, “εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να μας δεχθούνε με κάποιαν ευγένεια“.
-“Μάλιστα“, είπε ο Μίνσχαλ με ύφος προέδρου συνεδρίου νεκροθαφτών “και θεωρούμε πως η υποδοχή μας είχε πολλά κενά“.
-“Αυτή ακριβώς είναι η άποψή μου“, είπε ο ναύκληρος.
-“Και περαιτέρω εχθροπραξίες είναι εντελώς ανεπιθύμητες“, συνέχισε ο Μίνσχαλ.
-“Οπωσδήποτε!” συγκατάνευσε ο Μακνάλτυ.
-“Αλλ’ αν επαναληφθούνε θα σκίσουμε σα σαρδέλα κάθε πρασινέλλη αυτού του βρωμοπλανήτη!”
-“Πως;” Ο Μακνάλτυ έχασε τον ειρμό των σκέψεών του κι η φωνή του έγινε δύο-τρεις τόνους οξύτερη.
-“Τίποτα“, είπε ο Μίνσχαλ καλόβολα. “Δεν άνοιξα το στόμα μου“. Tι σκόπευε ν’ απαντήσει ο θιγμένος ναύκληρος παραμένει μυστήριο γιατί σε κείνο το σημείο κάποιος πράσινος θεώρησε ότι βραδυπορεί και τον πρόγκηξε στη πλάτη. Μ’ ένα θυμωμένο γρύλισμα επιτάχυνε το βήμα του συνεχίζοντας τη πορεία μέσα σε μιαν εσωστρεφή σιωπή. Τώρα διασχίσαμε μια μακριά τακτική σειρά σπιτιών-δέντρων και φτάσαμε σ’ ένα ξέφωτο δυο φορές μεγαλύτερο από κείνο που προσγειώθηκε ο χαμένος Μαραθών. Είχε σχεδόν κυκλικό σχήμα κι η επιφάνεια του ήτανε στρωμένη με πυκνό χαλί σμαραγδένιου δροσερού χόρτου. Ο ήλιος μεσουρανούσε πια ρίχνοντας τις ωχροπράσινες αχτίδες του στο παράδοξο αυτό αμφιθέατρο που περιστοιχιζόταν από ένα πλήθος σιωπηλών, ανήσυχων ιθαγενών.
Στο μέσο του ξέφωτου κάτι τράβηξε τη προσοχή μας. Σαν ουρανοξύστης μέσα σε χωριό υψωνότανε στο σημείο κείνο ένα υπερφυσικό δέντρο. Ήταν αδύνατο να εκτιμήσει κανείς το ύψος του αλλά το πλάτος του κορμού του ήταν ικανό να κάνει τους γιγάντιους κορμούς της γης να φαίνονται σαν καλαμάκια. Η διάμετρος του πρέπει να ξεπερνούσε τα σαράντα πόδια και το άνοιγμα των τεράστιων κλώνων του, που μοιάζανε με της οξιάς, φαινόταν ατελείωτο παρ’ όλο που ‘τανε τόσο ψηλά στον ουρανό. Τόσο πελώριο ήτανε που δε μπορούσαμε να ξεκολλήσουμε τα μάτια μας από πάνω του. Αν αυτοί οι υπερκόσμιοι Ζουλού είχανε σκοπό να μας κρεμάσουνε τότε πραγματικά το ‘χαν οργανώσει καλά. Τα σώματά μας θα μοιάζανε με ζουζούνια που ψυχομαχούν κάπου ανάμεσα σε γη κι ουρανό. Ο Μίνσχαλ είχε κυριευτεί από την ίδια σκέψη, όπως έδειξε αυτό που ‘πε στον Μακνάλτυ:
-“Να το χριστουγεννιάτικο δέντρο! Εμείς είμαστε τα στολίδια. Θα ρίξουνε κλήρο κι όποιος από μας πάρει τον άσο σπαθί θα πάει κατευθείαν στη κορφή“.
-“Μη γίνεσαι νοσηρός“, αποκρίθηκε ο Μακνάλτυ. “Δε πρόκειται να κάνουνε τέτοια παρανομία“.
Τότε ένας ιθαγενής έδειξε τον κατηγορηματικό πλοίαρχο κι έξι ορμήσανε πάνω του προτού προφτάσει ν’ αναπτύξει τη θεωρία του για τη διαπλανητική νομοθεσία. Αδιαφορώντας πλήρως για τις απόψεις του περί υποδοχής οδήγησαν το θύμα τους προς το δέντρο που περίμενε. ‘Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχαμε παρατηρήσει τον τυμπανιστό ήχο που αναδινόταν υπόκωφα απ’ όλο τον τόπο. Ήταν δυνατός τώρα κι ο επίμονος, βαθύς αχός του ακουγότανε με κάποιο ρυθμό. Ήταν ο ίδιος παλμός που παρατηρήσαμε από την αρχή. Τον είχαμε συνηθίσει, είχε περάσει στο υποσυνείδητο μας με τον ίδιο τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς το τικ-τακ ενός ρολογιού μέσα στο σπίτι. Αλλά τώρα, σε μια τόσο δραματική σκηνή, νομίζαμε πως υπήρχε κάποια έμφαση στο απάνθρωπο αυτό ντουμ-ντουμ-ντουμ.
Το πράσινο φως έδινε αποτρόπαιο χρώμα στο πρόσωπο του ναύκληρου καθώς προχωρούσε προς το κέντρο. Παρ’ όλ’ αυτά, προσπαθούσε να δώσει ένα τόνο μεγαλείου στη χαρακτηριστική του σοβαρότητα και το πρόσωπό του είχε το ύφος ανθρώπου που ‘χει ακλόνητη πίστη στην αρετή του πράου ορθολογισμού. Δεν είχα ξανασυναντήσει άνθρωπο με τόση εμπιστοσύνη στο νόμο. Καθώς προχωρούσε καταλάβαινα πως στηριζότανε στη βαθιά πεποίθηση πως αυτοί οι κακόμοιροι δε θα μπορούσαν να του κάνουνε τίποτα προτού συμπληρώσουνε τ’ αναγκαία έντυπα, τα σφραγίσουνε δεόντως και τα υπογράψουν. O θάνατος του Μακνάλτυ χρειαζόταν επίσημα έγκριση. Στα μισά του δρόμου προς το δέντρο εφτά ψηλοί ιθαγενείς συναντήσανε τον ναύκληρο και τη φρουρά του. Δε φορούσανε διαφορετική στολή από τους όμοιούς τους αλλά με κάποια αόριστα σημάδια κατόρθωναν να δίνουνε την εντύπωση πως ήτανε ξεχωριστά πλάσματα, ανώτερα από τον όχλο. Μάγοι-γιατροί; αποφάσισε το ταραγμένο μυαλό μου. Αυτοί που κρατούσανε τον Μακνάλτυ τονε παραδώσανε στους νιοφερμένους και μετά τρέξαν ολοταχώς προς τη περιφέρεια του ξέφωτου σα να ‘χεν εμφανιστεί ο ίδιος ο διάβολος στη μέση. Δεν υπήρχε διάβολος αλλά μόνο το τερατώδες αυτό δέντρο. Ξέροντας τι μπορούσαν να κάνουν μερικά φυτά σ’ αυτόν τον πρασινόπληκτο κόσμο μπορούσα να υποθέσω ότι αυτό εδώ o προπάππους όλων των άλλων, θα πρέπει να είχε ειδικά καταστροφικά προσόντα. Για το κολοσσιαίο αυτό φυτό ένα πράγμα ήταν οπωσδήποτε σίγουρο: ότι διέθετε πάρα πολύ γκάμις.
Ξαφνικά οι εννιά άρπαξανε τον Μακνάλτυ από τη μέση. Τους μιλούσε όλη την ώρα αλλά βρισκόμαστε πολύ μακριά για ν’ απολαύσουμε το ύφος του λόγου του κι οι φρουροί του δε δίνανε τη παραμικρή σημασία. Και πάλι εξέτασαν το στήθος του, συζήτησαν μεταξύ τους και παίρνοντας απόφαση άρχισαν να τονε τραβούν πιο κοντά στο δέντρο. Ο Μακνάλτυ αντιστάθηκε με τη πρέπουσα αξιοπρέπεια. Τότε τον σήκωσαν στα χέρια και προχώρησαν εμπρός. Ο ‘Αρμστρονγκ είπε σκληρά:
-“Έχουμε ακόμα πόδια έτσι δεν είναι;” και μ’ αυτή τη σιγουριά φίλεψε τον φρουρό του με μια γερή κλωτσιά. Πριν προφτάσουμε όμως ν’ ακολουθήσουμε το παράδειγμά του και ν’ αρχίσουμε άλλον έναν ανώφελο καυγά, μας διέκοψε o από μηχανής θεός. Ο σταθερός παλμός του δάσους σβήστηκε από ένα βαρύ κι ισχυρό βουητό που σύντομα εξελίχθηκε σε μηχανικό βρυχηθμό. Ο βρυχηθμός έγινε εκρηκτική βουή καθώς το ασημένιο, σβέλτο διαστημόπλοιο πήρε μια στροφή πάνω από το μοιραίο δέντρο. Κάτι έπεσε από τη κοιλιά του σκάφους σ’ έναν από τους γύρους του, κάτι που φούσκωσε παίρνοντας σχήμα μανιταριού, δίστασε λίγο και μετά προσγειώθηκε στη κορφή του δέντρου. Ήταν αλεξίπτωτο! Είδα ένα ανθρώπινο σχήμα να κρέμεται από τα σκοινιά του προτού το καταπιεί το πλούσιο φύλλωμα. Η απόσταση μας εμπόδιζε να αναγνωρίσουμε τον ουράνιο αυτόν εισβολέα. Οι εννιά που κρατούσανε τον Μακνάλτυ τονε πετάξανε χωρίς τσιριμόνιες πάνω στο γρασίδι και σταθήκανε κοιτάζοντας ερευνητικά το δέντρο. Κατά ένα περίεργο τρόπο οι ιθαγενείς έδειχναν μάλλον περιέργεια κι όχι τρόμο για τα εναέρια αυτά γεγονότα. Το δέντρο έμενε ακίνητο. Ξαφνικά μέσα από τα ψηλά κλαριά του ακούστηκε το σφύριγμα ενός ακτινοβόλου. Η ακτίνα χτύπησε ένα από τα μεγάλα κλαριά στην ένωσή του με τον κορμό και το ‘κοψε. Το ακρωτηριασμένο μέλος έπεσε με πάταγο στο έδαφος.
Αμέσως χιλιάδες εξογκώματα που μοιάζανε με μπουμπούκια κι ήταν κρυμμένα κάπου μέσα στα φύλλα, φούσκωσανε σα μπαλόνια, πήρανε το μέγεθος μιας τεράστιας κολοκύθας κι ανατινάχτηκαν μ’ εκρήξεις που άφηναν αστείους κρότους. Αμέσως o τόπος γέμισε από έναν αχνοκίτρινο καπνό που έβγαινε σε τέτοιες ποσότητες ώστε το δέντρο χάθηκε από τα μάτια μας σε λιγότερο από ένα λεπτό. Όλοι οι ιθαγενείς που βρίσκονταν τριγύρω κράξανε σα κουκουβάγιες, έκαναν μεταβολή και το βάλανε στα πόδια. Οι εννιά φρουροί του Μακνάλτυ αναστείλανε τη τελετή που ‘χανε προγραμματίσει κι ακολούθησανε τους συντρόφους τους. Το ακτινοβόλο πέτυχε δυο απ’ αυτούς πριν κάνουν δέκα βήματα. Οι υπόλοιποι επτά διπλασιάσανε τη ταχύτητα της φυγής τους. Ο Μακνάλτυ αγωνιζόταν να λύσει τα χέρια του καθώς τονε πλησίαζε σύννεφο κίτρινου καπνού. Μια νέα εκπυρσοκρότηση ακούστηκε στη κορφή του δέντρου που ‘χε γίνει σκοτεινός όγκος μέσα στην ίδια του την ομίχλη κι άλλο ένα κλαρί έπεσε στο έδαφος. Όλοι οι ιθαγενείς είχαν εξαφανιστεί από το πρόσωπο της γης. Η ομίχλη απείχε τώρα τριάντα γυάρδες από τον ναύκληρο που στεκότανε και τη κοίταζε σα μαγεμένος. Τα χέρια του ήταν ακόμα δεμένα στα πλευρά. Βαθιά κάπου στο κέντρο της ομίχλης συνεχίζονταν οι εκρήξεις αλλά πιο ασθενικές τώρα.
Φωνάζοντας στον άμυαλο Μακνάλτυ να χρησιμοποιήσει τα κάτω του άκρα, βάλαμε αμέσως σε λειτουργία τα δικά μας προσπαθώντας ταυτόχρονα να λευτερώσουμε τα χέρια μας. Ο Μακνάλτυ αντέδρασε οπισθοχωρώντας αργά μόνο μερικές γιάρδες. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια ο ‘Αρμστρονγκ λευτερώθηκε, έβγαλε το σουγια από τη τσέπη του παντελονιού του κι άρχισε να κόβει τα σκοινιά που μας έδεναν. Ο Μίνσχαλ κι o Μπλαίην, οι δυο πρώτοι που λύθηκαν έτρεξαν αμέσως στον Μακνάλτυ που ποζάριζε δέκα γιάρδες μακριά από την ομίχλη σαν ένας παχύσαρκος ‘Αρης που αψηφούσε τη δύναμη των ξένων θεών. Τονε φέρανε πίσω σηκωτό. Μόλις είχαμε απαλλαγεί από τα δεσμά μας ξαναφάνηκε το διαστημόπλοιο, έκανε ένα κύκλο πάνω από τα κεφάλια μας και χάθηκε πίσω από το σύννεφο του κίτρινου καπνού κερδίζοντας απόσταση. Το χαιρετήσαμε με χαρούμενες κραυγές. Μετά μες από την ομίχλη ξεπρόβαλε μια ογκώδης μορφή που ‘σερνε έν’ άψυχο σώμα στο κάθε χέρι. Ήταν ο Τζαίη Σκορ. Στη πλάτη του μετέφερε ένα μικρό ασύρματο με πομπό και δέκτη. Ήρθε προς το μέρος μας μεγάλος, δυνατός με τα μάτια του φωτισμένα από το αιώνιο φως, έριξε μπροστά μας τα δυο σώματα κι είπε:
-“Κοιτάξτε τι θα πάθετε από τον ατμό αν δε κινηθείτε γρήγορα“. Κοιτάξαμε. Αυτά τα πράγματα ήταν τα λείψανα των δυο ιθαγενών που ‘χε χτυπήσει με το ακτινοβόλο, αλλ’ οι ακτίνες δεν είχανε προκαλέσει τη φοβερή φθορά της σάρκας. Τα δυο αυτά αντικείμενα ήτανε πιότερο σκελετοί παρά πτώματα. Κουρέλια σάρκας και μισοφαγωμένων οργάνων κρέμονταν πάνω σε τσακισμένα κόκαλα. Ήταν εύκολο να καταλάβουμε τι θα συνέβαινε στον Τζαίη αν ήταν φτιαγμένος από σάρκα κι αίμα ή αν ανάπνεε όπως εμείς. “Πίσω στο ποτάμι“, μας συμβούλεψε ο Τζαίη, “ακόμα κι αν χρειαστεί να πολεμήσουμε γι’ αυτό. Το σκάφος θα προσγειωθεί στην όχθη. Πρέπει να φτάσουμε κει με κάθε τρόπο“.
-“Έχετε το νου σας, άντρες“, πρόσθεσεν ο Μακνάλτυ. “Δε θέλω περιττές βιαιοπραγίες“.
Ξεσπάσαμε σε γέλια. Τα μόνα όπλα που ‘χαμε ήτανε το ακτινοβόλο του Τζαίη, ο σουγιάς του ‘Αρμστρονγκ κι οι γροθιές μας. Πίσω μας πολύ κοντά και προχωρώντας ολοένα κοντύτερα ήταν ο θανάσιμος αυτός καπνός. Ανάμεσα σε μας και στο ποτάμι απλωνόταν η πράσινη πρωτεύουσα μ’ άγνωστον αριθμό κατοίκων οπλισμένο μ’ άγνωστα όπλα. Βρισκόμαστε πραγματικά ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη. Ξεκινήσαμε με τον Τζαίη επικεφαλής, τον Μακνάλτυ και τον μεγαλόσωμο ‘Αρμστρονγκ αμέσως από πίσω του. Δυο άνδρες μεταφέρανε τον Τζέησον που χρησιμοποιούσε ακόμα τη γλώσσα του, αλλά όχι τα πόδια. Δυο άλλοι μεταφέρανε το πτώμα που οι εισβολείς είχαν αρπάξει από το σκάφος. Χωρίς εμπόδιο ή αντίδραση περπατήσαμε μερικές εκατοντάδες γιάρδες κι εκεί, στα βάθη του δάσους, θάψαμε το σώμα του ανθρώπου που πρώτος πάτησε το πόδι του σ’ αυτό τον πλανήτη. Κρύφτηκε στην αγκαλιά της γης μέσα σε νεκρική σιγή ενώ γύρω μας το δάσος αντηχούσε από τον γνωστό παλμό του. Εκατό γιάρδες μακρύτερα αναγκαστήκαμε να θάψουμε έναν άλλο. Ο επιζών παίκτης του πάπια-στο-βράχο, επηρεασμένος από το τέλος του συντρόφου του, θέλησε να μπει επικεφαλής της πομπής. Περπατούσαμε αργά και προσεχτικά, ψάχνονrτας με τα μάτια για κρυμμένους ιθαγενείς, έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε την επίθεση κανενός θάμνου που εξακοντίζει βέλη ή κανενός κλαριού που ξερνά κόλλα. Ο άνθρωπός μας έκανε μια παρέκκλιση γύρω από ‘να δέντρο που φύτρωνε μέσα από μια σιωπηλή κι άδεια κατοικία. Είχε συγκεντρώσει τη προσοχή του στην ανοιχτή είσοδο του σπιτιού και δε πρόσεξε ότι περνούσε κάτω από εν’ άλλο δέντρο. Ήταν ένα φυτό μετρίου μεγέθους μ’ ασημοπράσινη φλούδα και μακριά κομψά φύλλα απ’ όπου κρέμονταν φούντες από κλωστές. Οι άκρες αυτές έφταναν σε απόσταση τεσσάρων ποδιών από το έδαφος. Όταν εκείνος άγγιξε δυο απ’ αυτές τις φούντες, φάνηκε μια γαλαζωπή αστραπή, μυρίσαμε άζωτο και καμένο μαλλί και τον είδαμε να πέφτει. Είχε πάθει ηλεκτροπληξία σα να τον είχε χτυπήσει δυνατός κεραυνός.
Ξεχνώντας την ομίχλη πισωγυρίσαμε εκατό γιάρδες και τον θάψαμε πλάι στον σύντροφό του. Η δουλειά έγινε στο άψε-σβήσε. Η έρπουσα λέπρα ήταν πίσω από την πλάτη μας όταν ξεκινήσαμε πάλι. Ψηλά στον ουρανό που φαινόταν ελάχιστα, o ήλιος έριχνε τις διάφανες αχτίνες του τρυπώντας το πλέγμα των δέντρων με φωτεινά αραβουργήματα. Παρακάμπτοντας τη τελευταίαν αυτή απειλή που ονομάσαμε ηλεκτρόδεντρο, φτάσαμε στην άκρη της κεντρικής λεωφόρου. Εδώ είχαμε ορισμένα πλεονεκτήματα αλλά και διαφορετικά εμπόδια. Τα σπίτια ήταν αραιά παραταγμένα από τις δυο μεριές. Μπορούσαμε να περπατάμε στο κέντρο του δρόμου κάτω από το πλατύ άνοιγμα τ’ ουρανού και ν’ αποφεύγουμε τη φιλοπόλεμη βλάστηση αυτού του πλανήτη. Αλλά αυτό εξέθετε τη πορεία μας σ’ επιθέσεις από τη μεριά των ιθαγενών που θα ‘ταν ίσως αποφασισμένοι να εμποδίσουνε την αποχώρηση μας. Θα ‘πρεπε να κάνουμε αυτό το ταξίδι διατρέχοντας διπλό κίνδυνο. Ο Σαγκ Φαρν μου ‘πε:
-“Ξέρεις, έχω μια πολύ καλήν ιδέα“.
-“Για λέγε!” είπα ‘γω γεμάτος ελπίδα.
-“Ας υποθέσουμε πως έχουμε είκοσι τετράγωνα στη κάθε πλευρά“, πρότεινε, “θα μπορούσαμε τότε να παίζουμε με τέσσερις στρατιώτες παραπάνω και τέσσερις ακόμα αξιωματικούς. Προτείνω να τους ονομάσουμε ‘τοξότες’. Θα κινούνταν δυο τετράγωνα κάθε φορά και θα μπορούσαν να χτυπάν αντιπάλους σ’ όλα τα διπλανά τετραγωνάκια. Δε θα γινόταν έτσι εξαιρετικά περίπλοκο παιχνίδι“;
-“Δε πας να πνιγείς, λέω ‘γω“;
-“Έπρεπε να θυμάμαι το χαμηλό διανοητικό σου επίπεδο“. Λέγοντας έτσι έβγαλε ένα μπουκαλάκι άρωμα χουλού που φρόντισε να περισώσει μες απ’ όλες τις περιπέτειές μας, απομακρύνθηκε δυο βήματα από κοντά μου και το μύρισε μ’ επιδεικτικά προσβλητικό τρόπο. Δε με νοιάζει τι λένε αλλά είμαι βέβαιος ότι δε βρωμάμε έτσι όπως υποστηρίζουν αυτοί οι καταραμένοι ‘Αρειοι! Αυτά τα πολύποδα έχουν το ψέμα στο αίμα τους. Σταματώντας τη πορεία και τη συζήτηση ο Τζαίη Σκορ είπε:
-“Μου φαίνεται πως αυτό είναι!” Ξεκρέμασε το φορητό του ασύρματο, βρήκε τη συχνότητα και μίλησε στο μικρόφωνο. “Εσύ είσαι, Στηβ;” Παύση. Έπειτα: “Ναι, σας περιμένουμε μισό μίλι περίπου μακριά από το ξέφωτο στην όχθη του ποταμού. Όχι, δεν έχουμε συναντήσει αντίσταση ως τώρα. Αλλά κάτι θα γίνει. Εντάξει θα περιμένουμε“. ‘Αλλη μια παύση. “Θα σας οδηγήσουμε με τον ήχο“.
Ο Τζαίη άκουγε προσεκτικά τον ασύρματο με το ένα αφτί και τον ουρανό με τ’ άλλο. Όλοι ακούγαμε προσεκτικά. Στην αρχή δεν υπήρχε τίποτα έκτός από το ντουμ-ντουμ-ντουμ, που ποτέ δε σταματούσε στον τρελό αυτό κόσμο αλλά σε λίγο ακούστηκε μακρινό βουητό σαν το πλησίασμα ενός μπούρμπουλα. Ο Τζαίη όρμησε στο μικρόφωνο: “Σας πιάσαμε, πλησιάζετε“. Το βουητό δυνάμωσε. “Πλησιάζετε, πλησιάζετε“. Περίμενε μια στιγμή. “Έχετε πάρει λάθος δρόμο“. Ο θόρυβος χαμήλωσε. “Περάσατε από το πλάι“. Περιμέναμε πάλι. Ο μακρινός ήχος έγινε ξαφνικά δυνατότερος. “Σωστή κατεύθυνση τώρα“. Ο θόρυβος έγινε τρομερή βουή. “Εντάξει!” φώναξε ο Τζαίη. “Είσαστε σχεδόν από πάνω μας!”
Κοίταζε ανήσυχα τον ουρανό και σαν ένας άνθρωπος ακολουθήσαμε όλοι το βλέμμα του. Την επόμενη στιγμή το διαστημόπλοιο φάνηκε στο άνοιγμα του ουρανού και το διέσχισε τόσο γρήγορα ώστε δε προφτάσαμε ούτε καν ανάσα να πάρουμε. Αλλά κείνοι από πάνω θα πρέπει να μας είδανε γιατί το σκάφος διέγραψε κύκλο και το καλοσχεδιασμένο σχήμα του ξαναφάνηκε πάνω από την ευθεία του κεντρικού δρόμου, μερικά μίλια πιο κάτω -ερχότανε προς το μέρος μας με τρομερή ταχύτητα. Αυτή τη φορά μπορούσαμε να παρακολουθήσουμε τη πορεία του και το χαιρετούσαμε σα χαρούμενα παιδιά. “Μας βρήκατε;” ρώτησε ο Τζαίη από το μικρόφωνο. “Εντάξει, δοκιμάστε άλλη μια φορά“. Το σκάφος πήρε πάλι μια στροφή κι ακολούθησε τον ίδιο δρόμο σκίζοντας τον αγέρα καθώς περνούσε από πάνω μας. Ήτανε σα μια τεράστια οβίδα από κανόνι παλιού καιρού. Από τη κοιλιά του πέσανε κοντά μας διάφορα πράγματα, πακέτα και μπόγοι. Μας ήρθανε σαν το μάνα εξ ουρανού καθώς το σκάφος πέρασε βιαστικό και χάθηκε ανοίγοντας τρύπα στον ουρανό προς το βορρά. Αν δεν ήταν αυτά τα καταραμένα δέντρα, το διαστημόπλοιο θα μπορούσε να προσγειωθεί και να μας σώσει από τη θανάσιμη απειλή.
Με λαχτάρα τρέξαμε κοντά στα εφόδια ανοίγοντας πακέτα και λύνοντας σκοινιά. Σκάφανδρα για όλους. Αυτά θα μας προστάτευαν από διάφορα δυσάρεστα στοιχεία της φύσης. Λαδωμένα και γεμισμένα ακτινοβόλα μαζί με αποθέματα από καπνογόνα. Ένα μικρό κιβώτιο με φροντισμένη συσκευασία όπου μέσα σε μπαμπάκια και λάστιχα αναπαύονται έξι ατομικές βόμβες. Μια μπουκάλα ιώδιο κι ένα δέμα με πρόχειρα είδη πρώτων βοηθειών. Ένα μεγάλο δέμα είχε σκαλώσει στα κλαριά ενός δέντρου ή μάλλον το αλεξίπτωτό του είχε μπερδευτεί κι εκείνο ταλαντευόταν δελεαστικά πάνω από τα κεφάλια μας. ‘Ελπίζοντας ότι δεν περιείχε υλικό που θα μπορούσε να μας θάψει κάτω από τη γη πυροβολήσαμε τα σκοινιά και το κατεβάσαμε. Μέσα κει βρήκαμε συμπυκνωμένες μερίδες φαγητού κι ένα μπιτόνι με χυμό ανανά. Πακετάραμε τ’ αλεξίπτωτα, φορτωθήκαμε τις προμήθειες και ξεκινήσαμε. Το πρώτο μίλι ήταν εύκολο. Δέντρα, δέντρα και πάλι δέντρα και παρατημένα σπίτια. Σ’ αυτό το διάστημα της πορείας παρατήρησα ότι μέσα στα σπίτια φύτρωνε πάντα ο ίδιος τύπος δέντρου. Δεν υπήρχαν κατοικίες χτισμένες γύρω από τα κολλόδεντρα ή τα ηλεκτρόδεντρα που ‘χαμε μάθει πια να ξεχωρίζουμε. Κανείς δε φαινόταν να ‘χει όρεξη ν’ ανακαλύψει αν αυτά τα δέντρα ήταν επικίνδυνα ή όχι αλλά τελικά ο Μίνσχαλ είχε το τυχερό του. Έτσι μας εξηγήθηκε κι αυτός ο αδιάκοπος σφυγμός του δάσους.
Αδιαφορώντας για τον Μακνάλτυ που τονε φοβέριζε σα ταραγμένη χήνα, περιδιάβασε ένα άδειο σπίτι με τ’ όπλο στο χέρι. Ένα λεπτό αργότερα βγήκεν έξω και μας ανακοίνωσε ότι το σπίτι ήτανε παρατημένο αλλά πως το δέντρο στο κέντρο του έβγαζε θόρυβο σαν το ταμ-ταμ της ζούγκλας. Κόλλησε το αφτί του στον κορμό κι άκουσε το χτύπο της δυνατής του καρδιάς. Τότε ο Μακνάλτυ άρχισε να φτιάχνει θεωρία με θέμα, αν είχαμε το νόμιμο δικαίωμα ν’ ακρωτηριάζουμε τα δέντρα σ’ αυτό τον πλανήτη. Πραγματικά, αν αυτά είχανε καρδιά ανήκανε στην κατηγορία των όντων και θεωρούνταν από το νόμο ιθαγενείς, συνεπώς και σύμφωνα με το άρθρο τάδε, παράγραφος δείνα του Διακοσμικού Κώδικα που διακανόνιζε τις διαπλανητικές σχέσεις έπρεπε να τηρηθεί απέναντι τους ορισμένη συμπεριφορά. Συνέχισε αυτό το κήρυγμα με κέφι και προφανή αδιαφορία για το γεγονός ότι με τη δύση του ήλιου θα μπορούσε να πεθάνει βραστός ή ψητός κάτω από τα δέντρα. Όταν σταμάτησε για να πάρει ανάσα, ο Τζαίη Σκορ είπεν ήρεμα:
-“Ναύκληρε, ίσως αυτοί οι άνθρωποι να ‘χουνε δικούς τους νόμους και να ‘ναι έτοιμοι να τους εφαρμόσουνε δια της βίας”. Κι έδειξε ολόισια μπροστά του.
Ακολούθησα τη κίνηση του ανεπηρέαστου από αισθήματα κι αμέσως χώθηκα με βιασύνη μέσα στο διαστημικό μου κοστούμι. Αυτό είναι, σκέφτηκα. Το μακρύ χέρι της δικαιοσύνης ήταν έτοιμο να μας αδράξει. Αυτό που μας περίμενε σε μισό μίλι ήταν μια εμπροσθοφυλακή από τεράστια φιδόσχημα πράγματα με σώματα παχιά όσο το δικό μου κι εκατό πόδια μήκος. Προχωρούσαν έρποντας προς το μέρος μας με μια περίεργη δυσκαμψία λες κι ήτανε συμπαγή και μονοκόμματα. Πίσω τους ακολουθούσε ένας μικρός στρατός από θάμνους με απογοητευτικά ακίνδυνη όψη. Και πιο πίσω ερχόταν πολύβουη ορδή ιθαγενών που προχωρούσανε με τη σιγουριά κείνη που αισθάνονται ασφαλείς. Η προέλαση αυτού του εφιαλτικού πλήθους εξαρτιόταν από το ρυθμό των όφιoειδών που βρίσκονταν επικεφαλής κι αυτά κινούνταν με τόσο κόπο σα να δείχναν ότι προχωρούσαν εκατό φορές γρηγορότερα απ’ όσο τους έμαθε η φύση.
Σταματήσαμε έκθαμβοι μπροστά στο παράλογο αυτό θέαμα. Τα ερπετά προχωρούσαν σταθερά και κατόρθωναν να δίνουν την εντύπωση μιας τρομερής συμπυκνωμένης δύναμης που περιμένει να εκραγεί. Όσο πλησιάζανε τόσο μεγαλύτερα φαίνονταν κι όταν έφτασαν σ’ απόσταση μικρότερη από τρακόσες γιάρδες κατάλαβα ότι το καθένα μπορούσε ν’ αγκαλιάσει έξι από μας και να μας περιποιηθεί όπως κάνει ένας βόας μ’ ένα τρυφερό κατσικάκι. Ήταν οι κακοί του μεγάλου κι ημιέμψυχου δάσους. Το κατάλαβα από ένστικτο καθώς άκουγα τα υπόκωφα νιαουρίσματα τους. Αυτοί ήταν οι λαμπεροί πράσινοι τίγρεις που φανταζόμουν όταν χτες τη νύχτα οι εχθροί μας πάλευαν μ’ ένα θηρίο μέσα στη σμαραγδένια ζούγκλα. Είχανε δαμαστεί, όμως, η δύναμη κι η οργή τους βρισκόταν κάτω από έλεγχο. Αύτή η φυλή το είχε καταφέρει. Πραγματικά ήταν σπουδαιότεροι από τους Κα.
-“Πιστεύω ότι μπορώ να το κάνω σ’ αυτή την απόσταση“, είπε ο Τζαίη Σκορ όταν το μεσοδιάστημα μειώθηκε σε διακόσιες γιάρδες. ‘Αδραξε νωχελικά μιαν ατομική βόμβα που θα μπορούσε να κάνει θρύψαλα όλο το Μαραθών. Η κυριότερη αδυναμία του ήταν ότι δε μπορούσε να εκτιμήσει την ισχύ των πραγμάτων που κάνουν μπαμ. Την έπαιζε λοιπόν στα χέρια για να πάρει φόρα, μ’ ένα τρόπο που μ’ έκανε να του ευχηθώ ταξίδι στην άλλη άκρη του Σύμπαντος και την ώρα ακριβώς που ‘μουν έτοιμος να ξεσπάσω σε δάκρια, τη πέταξε μακριά. Το δυνατό του χέρι την εκσφενδόνισε στον αέρα κι εκείνη έφυγε σφυρίζοντας και διαγράφοντας ένα μεγάλο τόξο. Τρανταχτήκαμε. Η γη τρεμούλιασε σαν τη κοιλιά ενός άρρωστου. Τεράστια σύννεφα πλάσματος και κομμάτια από πράσινο ινώδες υλικό σκορπίστηκαν στον αέρα, μετεωρίστηκαν για μια στιγμή και μετά πέσανε πάλι ολόγυρα μας βροχή. Σηκωθήκαμε, προχωρήσαμε περίπου εκατό γιάρδες και ξαναπέσαμε μπρούμυτα καθώς ο Τζαίη έριχνε άλλη μία. Αυτή η τελευταία μου θύμισε ηφαίστειο. Η δύναμη της έκρηξης μ’ έκανε να βουλιάξω σχεδόν μέσα στη διαστημική στολή μου. Η βροντή ξεθύμαινε όταν εμφανίστηκε πάλι το διαστημόπλοιο, πέταξε πάνω από την οπισθοφυλακή κι έριξε μερικές ακόμα βόμβες. Μεγαλύτερη καταστροφή. Μου πάγωσε το αίμα από το θέαμα που έβλεπα μπροστά μου. “Τώρα!” φώναξε ο Τζαίη. Αρπάζοντας τον παράλυτο Τζέησον, τονε σήκωσε στην αγκαλιά του και προχώρησε μπροστά. Τον ακολουθήσαμε από κοντά.
Το πρώτο μας εμπόδιο ήταν ένας μεγάλος κρατήρας που στο βάθος του φαίνονταν αχνιστές ρωγμές γης και κομμάτια των τεράστιων σκουληκιών. Περπατώντας στην περιφέρεια αυτού του κρατήρα έπεσα πάνω σ’ ένα κατασπαραγμένο ερπετό που ακόμα κι ετοιμοθάνατο σφάδαζε σπασμωδικά κι απειλητικά. Κομμάτια από άλλα ερπετά συνέχιζαν να σέρνονται ανάμεσα στον πρώτο και τον δεύτερο κρατήρα. Ήταν όλα καταπράσινα και διάσπαρτα με προεξοχές που έμοιαζαν με υπερφυσικό τρίχωμα και συσπώνταν τώρα με αγωνιά σαν να προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τη ζωή που έφευγε. Καλύψαμε την απόσταση ανάμεσα στους κρατήρες σε χρόνο ρεκόρ, με τον Τζαίη πάντα επικεφαλής παρά το βαρύ φορτίο του. Ίδρωνα σαν ταραγμένος ταύρος κι ευχαριστούσα το άστρο μου για την διαφορά της βαρύτητας που μας βοηθούσε να συνεχίσουμε την ξέφρενη αυτή τρεχάλα. ‘Αλλη μια φορά χωριστήκαμε τρέχοντας στα πλάγια του δεύτερου κρατήρα. Αυτό μας έφερε αντιμέτωπους με τον εχθρό και μετά άρχισε η σύγχυση. Ένας θάμνος με βούτηξε. Η καθαρά γήινη ιδιοσυγκρασία μου μ’ έκανε να παραγνωρίσω το μαραμένο αυτό πράγμα παρ’ όλες τις πρόσφατες εμπειρίες μου. Σε μια στιγμή που δεν το πρόσεχα, έγειρε στο πλάι, τυλίχτηκε γύρω από τα πόδια μου και μ’ έριξε κάτω. Έπεσα μπρούμυτα βλαστημώντας ενώ ο θάμνος πασπάλισε το πρόσωπό μου με μια λεπτή γκρίζα σκόνη. Κατόπιν, μια μακριά δερμάτινη λαβίδα τινάχτηκε από πίσω μου, άρπαξε το θάμνο και τον έκανε κομμάτια.
-“Ευχαριστώ, Σαγκ Φαρν!” Ανάσανα, σηκώθηκα κι όπλισα το ακτινοβόλο μου. Ένα δεύτερο αιμοβόρο φυτό κατέρρευσε μπροστά στο όπλο μου κι η ισχυρή ακτίνα συνέχισε την πορεία της ψήνοντας τα εντόσθια ενός ιθαγενούς που λίγο πιο πέρα κραύγαζε και χειρονομούσε. Ο Σαγκ ξερίζωσε έναν τρίτο θάμνο και τον πέταξε μακριά με περιφρόνηση. Η σκόνη που τίναξε δε φάνηκε να τον πειράζει. Ο Τζαίη μας είχε προσπεράσει αρκετά. Σταμάτησε, ετοίμασε άλλη μια βόμβα, την πέταξε μακριά, σηκώθηκε και συνέχισε τη πορεία του με τον Τζέησον πάντα στην αγκαλιά. Το διαστημόπλοιο με τον χαρακτηριστικό του θόρυβο έκανε ένα κύκλο πάνω από το κεφάλι μας, χαμήλωσε και προκάλεσε νέες καταστροφές στα μετόπισθεν του εχθρού. Ένα ακτινοβόλο εκπυρσοκρότησε πίσω μου, η ριπή πέρασε επικίνδυνα κοντά στο κράνος μου κι έκαψε ένα θάμνο. ‘Ακουγα μέσα από το μικρόφωνο μου μια φωνή να βλαστημάει σταθερά καθώς προχωρούσα. Στα δεξιά μου ένα μεγάλο δέντρο τινάχτηκε σαν κεραυνοβολημένο και ξαπλώθηκε στο έδαφος αλλά δεν είχα ούτε όρεξη ούτε χρόνο να το κοιτάξω.
Τότε έπιασε τον Μπλαίην ένα φίδι. Πώς επέζησε μόνο αυτό ήταν μυστήριο. Κειτόταν σφαδάζοντας όπως και τ’ άλλα κομματιασμένα τέρατα αλλά ήταν ολόκληρο και μόλις ο Μπλαίην πήδηξε από πάνω του στριφογύρισε απειλητικά και τυλίχτηκε γύρω του. Τον έχωσε σ’ ένα αβυσσαλέο στόμα κι η κραυγή που ακούστηκε μας σπάραξε τη καρδιά. Το σκάφανδρο του συντρόφου μας σκίστηκε κι από τις σχισμάδες πετάχτηκε το αίμα σαν σιντριβάνι. Ο ήχος και το θέαμα με τάραξαν τόσο ώστε σταμάτησα απότομα κι ο ‘Αρμστρονγκ που ερχόταν από πίσω σκόνταψε πάνω μου.
-“Εμπρός!”, ούρλιαξε. Με το ακτινοβόλο του χτύπησε τον πράσινο συσφιγκτήρα κομματιάζοντάς τον μ’ άγρια χαρά. Συνεχίσαμε τη πορεία μας αφήνοντας αναγκαστικά πίσω το συντριμμένο και καταξεσχισμένο σώμα του Μπλαίην. Περνούσαμε τώρα μέσα από τις γραμμές των ιθαγενών που ‘χαν αποδεκατιστεί. Μικρές, γυαλιστερές σφαίρες συνθλίβονταν στα βήματά μας αλλά το αερώδες περιεχόμενό τους ήταν ακίνδυνο σαν τον καλοκαιρινό αέρα. Είμαστε προστατευμένοι από τα σκάφανδρα αλλά και περπατούσαμε τόσο γρήγορα ώστε δεν προφταίναμε να ρουφήξουμε το αέριο. Πυροβόλησα τρεις πράσινους στη σειρά κι είδα τον Τζαίη να κόβει το κεφάλι ενός άλλου χωρίς να επιβραδύνει καθόλου την ορμητική του φυγή. Προχωρούσαμε με σπουδή όταν απροσδόκητα ο εχθρός υποχώρησε. Οι ιθαγενείς που απόμεναν χώθηκαν μέσα στο δάσος που τους προστάτευε καθώς το διαστημόπλοιο έκανε άλλο ένα απειλητικό πέρασμα πάνω από τα κεφάλια μας. Ο δρόμος ήταν ανοιχτός. Χωρίς να καθυστερούμε καθόλου, μ’ άγρυπνη την προσοχή κι έτοιμα όπλα τρέξαμε στην ακτή κι εκεί, πάνω στο πράσινο χαλί ενός ξέφωτου, βρήκαμε το γλυκύτερο θέαμα σ’ όλο το Σύμπαν: το Μαραθών. Τότε ο Σαγκ Φαρν μας τρόμαξε γιατί ενώ ορμούσαμε χαρούμενα μέσα από την ανοιχτή πόρτα μας σταμάτησε, σήκωσε ψηλά το ένα πλοκάμι του κι είπε:
-“Καλύτερα να μη μπούμε ακόμα“!
-“Γιατί όχι;” ρώτησε ο Τζαίη. Τα ψυχρά, λαμπερά μάτια του καρφώθηκαν πάνω στο πρόσωπο του ‘Αρειου. “Τι διάβολο έχεις, λοιπόν“;
-“Αναγκάστηκα να κόψω ένα κλαρί” είπε ο Σαγκ Φαρν μιλώντας με το ύφος ενός άνθρώπου που κόβει ένα κλαρί όπως βγάζει το καπέλο του. “Είδα τη σκόνη. Ήτανε φτιαγμένη από χιλιάδες έντομα. Έντομα που κινούνται εδώ κι εκεί και τρώνε. Κοιτάξτε πως είσαστε“! Μα το ποδόσφαιρο, είχε δίκιο! Τώρα που το πρόσεχα έβλεπα μικρές συναθροίσεις από γκρίζα σκόνη που αλλάζανε θέση πάνω στο διαστημικό μου σκάφανδρο. Η κίνησή τους ήτανε κυκλοτερής. Αργά ή γρήγορα θα κάνανε τρύπα στη στολή και θ’ άρχιζαν να τρώνε το σώμα μου. Ποτέ στη ζωή μου δεν ένιωσα πιο δυσάρεστα. Περάσαμε λοιπόν αναγκαστικά μισή ώρα, ιδρωμένοι κι ανυπόμονοι, ψήνοντας ο ένας το κοστούμι του άλλου με τα ακτινοβόλα γυρισμένα σε πλατιά ριπή χαμηλής έντασης. Όταν κάηκε κι ο τελευταίος μικροσκοπικός ψύλλος ένιωθα πια βρασμένος.
Ο νεαρός Ούιλσον βρήκε την ευκαιρία να ξεφουρνίσει μια κινηματογραφική μηχανή και ν’ αποθανατίσει την αμοιβαία κάθαρση μας. Όπως κατάλαβα, το έργο θα παιζότανε σε πολύ ήσυχους ανθρώπους καθισμένους σ’ αναπαυτικές πολυθρόνες μακριά από τις ταραχές του Ρίγκελ. Ενδόμυχα ευχήθηκα ν’ απόμενε κανένα έντομο απ’ αυτά και να ‘βρισκε τον τρόπο να επέμβει την ώρα της προβολής του φιλμ. Με πιο επίσημο ύφος πήρε μερικές σκηνές από το δάσος, το ποτάμι κι από μερικά αναποδογυρισμένα σκάφη με όλη την καρίνα και τα πτερύγια στον αέρα. Έπειτα μαζευτήκαμε επιτέλους όλοι μέσα στο διαστημόπλοιο.
Η άκατος φορτώθηκε στο σκάφος και το Μαραθών έβαλε μπρος. Δεν πιστεύω ότι θα υπάρξει άλλη πιο ευτυχισμένη στιγμή από εκείνη που ένιωσα όταν το κανονικό, λαμπρό φως μπήκε από τα φινιστρίνια και το πρόσωπό μας έχασε την ωχροπράσινη απόχρωση. Μαζί με τον Μπρέναντ παρατηρούσαμε τον παράξενο, δαιμονισμένο κόσμο να χάνεται από κάτω μας και δεν μπορώ να πω ότι ανησυχούσα βλέποντάς τον να ξεμακραίνει. Ο Τζαίη ήρθε κοντά μας λέγοντας:
-“Λοχία, δε θα προσγειωθούμε πουθενά αλλού. Ο ναύκληρος αποφάσισε να επιστρέψουμε κατευθείαν στη Γη και να δώσουμε πλήρη αναφορά“.
-“Γιατί;” ρώτησε ο Μπρέναντ. Έδειξε κάτω. “Φεύγουμε χωρίς τίποτα άξιο λόγου“.
-“Ο Μακνάλτυ πιστεύει πως μάθαμε αρκετά“. Ο ρυθμικός βόμβος των κυλίνδρων της πρύμης διέκοψε τη στιγμιαία παύση. “Λέει ότι διευθύνει εξερευνητική Αποστόλη κι όχι σφαγείο. Έχει βαρεθεί και σκέφτεται να υποβάλει την παραίτησή του“.
-“Τι χοντροκέφαλος!” είπε ο Μπρέναντ με απόλυτη έλλειψη σεβασμού προς τους ανώτερους.
-“Τι μάθαμε λοιπόν; Τίποτα;” ρώτησα.
-“Ξέρουμε πως η ζωή σ’ αυτό τον πλανήτη είναι κυρίως συμβιωτική“, αποκρίθηκε ο Τζαίη. “Διαφορετικές μορφές ζωής μοιράζονται την ύπαρξη και τις ιδιότητες τους. Οι άνθρωποι μοιράζονται τον εαυτό τους με τα δέντρα, ανάλογα με το είδος τους. Το κοινό σημείο είναι εκείνο το παράξενο όργανο στο στήθος“.
-“Σαχλαμάρες!” είπε ο Μπρέναντ.
-“Αλλά υπάρχουν“, συνέχισε απτόητος ο Τζαίη, “και μερικοί ανώτεροι από τους Κα, τόσο ανώτεροι ώστε να μπορούν ν’ αποχωρίζονται τον κορμό του δέντρου και να ταξιδεύουνε στον κόσμο τους μέρα και νύχτα. Μπορούν ν’ αρμέγουν τα δέντρα, να μεταφέρουν τη τροφή και να την απορροφούν από ειδικές σφαίρες-αποθήκες. Από τον συνεταιρισμό που τους είχε επιβληθεί κατόρθωσαν να λευτερωθούν, ν’ αναλάβουν πλεονεκτικές ευθύνες κι έτσι κατά τη γνώμη των ανθρώπων αυτού του πλανήτη να ‘ναι λεύτεροι“.
-“Tι φοβερό λάθος!” παρατήρησα.
-“Όχι και τόσο”, αντιμίλησε ο Τζαίη. “Σκοτώσαμε αλλά δε κατακτήσαμε. Ο κόσμος είναι πάντα δικός τους. Υποχωρούμε με απώλειες και πρέπει επίσης να φροντίσουμε για τη θεραπεία του Τζέησον“. Ήταν έτοιμος να φύγει. Μιά σκέψη μου ήρθε στο νου και τον σταμάτησα για να τον ρωτήσω:
-“Μα τι έγινε με την επίθεση στο σκάφος; Πως μας ακολουθήσατε“;
-“Θα χάναμε τη μάχη και γι’ αυτό απογειωθήκαμε”, απάντησε: “Μετά σας ακολουθήσαμε εύκολα“. Τα μάτια του είχανε πάντα την ίδια λαμπερή ένταση αλλά ήμουν βέβαιος ότι η φωνή του είχε μια ελαφρύ υπόνοια χιούμορ καθώς έλεγε: “Είχατε τον Σαγκ Φαρν μαζί σας. Εμείς είχαμε τον Κλι Γιανγκ και τους υπόλοιπους“. Κούνησε με νόημα το κεφάλι του. “Οι ‘Αρειοι έχουν πολύ γκάμις“.
-“‘Ασα, η τηλεπάθεια!” φώναξε ο Μπρέναντ. “Το ‘χα τελείως ξεχάσει. Ο Σαγκ Φαρν δε μου ‘πε τίποτα. Αυτή η ανοιχτομάτα αράχνη κοιμόταν μόλις έβρισκε ευκαιρία“.
-“Βρισκόταν όμως σε συνεχή επαφή με τους συντρόφους του“, είπε ο Τζαίη.
Πέρασε το διάδρομο κι έστριψε τη γωνία. Τότε ακούστηκε το σύνθημα του συναγερμού κι ο Μπρέναντ κι εγώ κατάπιαμε τη γλώσσα μας καθώς το σκάφος άρχισε να οδηγείται από τον Φλέτνερ. Ο πράσινος κόσμος χάθηκε από τα μάτια μας με μια ταχύτητα που πάντα μου κάνει εντύπωση. Σηκωθήκαμε και ταχτοποιήσαμε λίγο τις στολές μας. Τότε ο Μπρέναντ πήγε στο διακόπτη του συστήματος παροχής οξυγόνου και γύρισε το κουμπί ανεβάζοντας τη πίεση από τις τρεις λίβρες στις δεκαπέντε.
-“Οι ‘Αρειοι είναι κάπου δώ“, του θύμισα “και δε θα τους αρέσει καθόλου αυτό“.
-“Δε με νοιάζει αν τους αρέσει. Θα τους μάθω να μου κρατάνε μυστικά, οι λαστιχάνθρωποι“!
-“Αλλά ούτε και στον Μακνάλτυ θ’ αρέσει“.
-“Και ποιος νοιάζεται για το τι αρέσει στον Μακνάλτυ!” φώναξε. Τότε φάνηκε ο Μακνάλτυ να στρίβει τη γωνία, βηματίζοντας με παχύσαρκη αυτοπεποίθηση κι ο Μπρέναντ πρόσθεσε με δυνατότερη φωνή.
-“Θα ‘πρεπε να μιλάς με περισσότερο σεβασμό αν αναφέρεσαι στον ναύκληρο“.
Όταν ταξιδεύεις στο κενό μη χολοσκάς για το σκάφος -να διαλέγεις προσεχτικά τους άνδρες που θα σ’ ακολουθήσουν.
______________________
Eric Frank Russell
Symbiotica (1943)
Μτφρ.:Τζούλια Τσακίρη
_______________________
Διαβολογική
Έκανε μια περιφορά γύρω από τον πλανήτη για απόλυτη σιγουριά. Αυτή ήταν κι η καθιερωμένη τεχνική των διαστημικών ανιχνευτών: ρίχνεις μια ματιά πλησιάζοντας και μετά μια πιο προσεκτική σε πλήρη γύρο. Τύχαινε συχνά η δεύτερη να ‘ρχότανε σ’ αντίθεση με τη πρώτη και πιο μακρινή. Χάρη σε κάποια ιδιοτροπία του νόμου των πιθανοτήτων, έβρισκες να σου χαμογελά η τύχη από την άλλη πλευρά ενός πλανήτη. Δυστυχώς αυτό δε συνέβη τούτη τη φορά. Τα όσα είχε παρατηρήσει πλησιάζοντας, δεν αλλάξανε διόλου και στη πλήρη περιφορά. Τούτος ο κόσμος ήτανε κατοικημένος από νοήμονα πλάσματα πολύ εξελιγμένα. Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα: λιμάνια, ναυπηγεία, σιδηροδρομικές γραμμές, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, διαστημοδρόμια, λατομεία, εργοστάσια, ορυχεία, σπίτια, γέφυρες, κανάλια και γενικά όλα τα σημάδια πολιτισμού που προοδεύει γοργά και σταθερά. Τα διαστημοδρόμια ιδιαίτερα, μαρτυρούσανε πολλά. Μέτρησε τρία τέτοια. Δεν είδε κανένα σκάφος έτοιμο για πτήση τη στιγμή που περνούσε από ψηλά, εκτός από ένα που το επισκεύαζαν. Ήτανε στενόμακρο, μαύρο και μυτερό, περίπου στο μέγεθος ενός εμπορικού της γραμμής Γης-Άρη. Σίγουρα δεν ήταν ούτε τόσο μεγάλο, ούτε τόσο κομψό, όσο ένα αστρόπλοιο της γραμμής Σολ-Σείριου.
Κοιτάζοντας μες από το θωρακισμένο κρύσταλλο της μικρής καμπίνας του, κατάλαβε πως τούτη θα’ταν η Μεγάλη Επαφή. Στους αιώνες της ανθρώπινης εξάπλωσης στ’ άστρα, είχανε βρεθεί, χαρτογραφηθεί, εξερευνηθεί και συχνά ξεζουμιστεί, πάνω από εφτακόσιοι κατοικήσιμοι κόσμοι. Όλοι τους είχαν αναπτύξει ζωή, αλλά ελάχιστοι νοημοσύνη. Μέχρι αυτή τη στιγμή πουθενά δεν είχανε βρεθεί πλάσματα αρκετά εξελιγμένα για να ταξιδεύουνε στ’ άστρα. Μια τέτοια ανακάλυψη είχε βέβαια, προβλεφτεί θεωρητικά. Η ανθρώπινη τόλμη είχε δημιουργήσει στο σύμπαν μια σφαίρα εξερευνήσεων που μεγάλωνε συνέχεια. Αργά ή γρήγορα, σύμφωνα με τις προβλέψεις, η σφαίρα τούτη θ’ άγγιζε κάποιαν άλλη κάπου στο διάστημα. Το ποιες θα ‘ταν οι συνέπειες, ήτανε θέμα εικασίας. Ίσως οι δυο σφαίρες θα συγχωνεύονταν, δημιουργώντας μια μεγαλύτερη και λαμπρότερη σύνθετη ή ίσως σκάζανε κι οι δυο σα σαπουνόφουσκες. Όπως και να ‘χε, αυτή η μεγάλη στιγμή της επαφής είχε φτάσει.
Αν το ανιχνευτικά του βρισκότανε στην ακτίνα λήψης κάποιου προχωρημένου σταθμού, θα ‘στελνε λεπτομερήν αναφορά για το εύρημά του. Ακόμα και τώρα δεν ήτανε πολύ αργά για να γυρίσει πίσω σ’ απόσταση δεκαεφτά βδομάδων, ώσπου να βρεθεί σ’ ακτίνα λήψης σημάτων. Όμως για να το κάνει, κάπου έπρεπε να βρει τ’ αναγκαία καύσιμα. Το σκάφος του δε διέθετε αρκετά για τέτοια διπλή διαδρομή, συν το ταξίδι της επιστροφής στη Γη. Εκεί κάτω σίγουρα υπήρχανε καύσιμα. Ίσως να του διαθέτανε λίγα κι ίσως να ‘τανε κατάληλα για τις μηχανές του. Αλλά ήτανε το ίδιο πιθανό, η προσπάθεια ν’ αποδειχτεί μάταιη. Προς το παρόν διέθετε αρκετά για να προσεδαφιστεί και μετά να επιστρέψει στη βάση. Κάλλιο ένα και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, σκέφτηκε. Έτσι έστρεψε το ρύγχος του σκάφους του προς τα κάτω και βούτηξε στη ξένην ατμόσφαιρα με στόχο του το μεγαλύτερο από τα τρία διαστημοδρόμια. Το χαμόγελο της αυτοπεποίθησης ήτανε πολύ χρήσιμον όπλο, στο οπλοστάσιο της ανθρώπινης διαβολογικής.
Η προσεδάφισή του έκαμε εξαιρετικά μεγάλο ντόρο. Τα εννιά δέκατα της γήινης μάζας του πλανήτη επέτρεψαν λίγες παραπάνω φιγούρες δεξιοτεχνίας στο χειρισμό του σκάφους. Βούτηξε χαμηλά, ανέβηκε πάλι και μετά κατέβηκε με την ουρά, για να προσγειωθεί στα πίσω πτερύγια στήριξης. Ύστερα έσβησε τους κινητήρες και στάθηκε στο έδαφος μ’ ακρίβεια που θα του επέτρεπε να προσεδαφιστεί και στη τρύπα δεκάρας. Οι ντόπιοι φάνηκαν να ξεφυτρώνουν από το χώμα, όπως γίνεται με τους περίεργους στα τροχαία δυστυχήματα. Δεκάδες κι εκατοντάδες από δαύτους. Ήταν μάλλον κοντοί με τον ψηλότερο όχι πάνω από ενάμιση μέτρο. Κατά τ’ άλλα μοιάζανε με το δικό του ροδαλοπρόσωπο, γαλανομάτικο τύπο, όσο κι ένας Κινέζος αν είχε λεπτό γκρίζο τρίχωμα σ’ όλο του το κορμί.
Συγκεντρωμένοι γύρω από τον καμμένο κύκλο των πυραύλων του, κοιτούσανε το σκάφος του, φωνάζανε, χειρονομούσανε, σκούνταγαν ο ένας τον άλλο, λογομαχούσανε και κουνούσανε το κεφάλι τους. Γενικά συμπεριφέρονταν όπως κάθε περίεργο πλήθος που θ’ ανακάλυπτε μια βαθιά, σκοτεινή τρύπα, όπου βγαίνανε περίεργοι θόρυβοι. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι κανείς δεν έδειχνε τρομαγμένος, μήτε και δοκίμασε να το σκάσει μακριά, φανερά ή στη ζούλα. Το μόνο που δείχνανε να προσέχουν ήταν να κρατούν απόσταση ασφαλείας από τυχόν νέαν ανάφλεξη των σβηστών τζετ. Δε βγήκεν αμέσως. Αυτό θα ‘τανε λάθος… κι εκείνοι που κάνουνε συχνά λάθη δε διαλέγονται για πιλότοι ανιχνευτικών διαστημοπλοίων. Ο κανόνας νούμερο ένα είναι να ελέγχεις την ατμόσφαιρα πριν βγεις. Αυτό που ανάσαινε το πλήθος απέξω δεν ήταν οπωσδήποτε καλό και για τα πνευμόνια του. Έτσι κι αλλιώς, θα ‘κανε λελεγχο του αέρα ακόμα κι αν έβλεπε τη μάνα του να στέκεται απέξω στη πρώτη γραμμή, καπνίζοντας πούρο.
Ο αυτόματος αναλυτής χρειαζότανε τέσσερα λεπτά για να πάρει δείγμα αέρα, να το κάνει φύλλο και φτερό, να καγχάσει βλέποντας τα χάλια του, να μετρήσει τα βακτηρίδια και να ειδοποιήσει τον κύριο κι αφέντη του πως μπορούσε να καταδεχτεί ν’ ανασάνει το ντόπιο πράμα. Όση ώρα κράτησεν η ανάλυση, περίμενε υπομονετικά. Τελικά η βελόνα στο κοκκινόασπρο καντράν κουνήθηκεν απρόθυμα προς τα μισά του άσπρου. Η γρήγορη κίνηση θα σήμαινε πως η ατμόσφαιρα έκανε και γι’ αριστοκρατικές μύτες. Η βαριεστημάρα της κίνησης ήταν ο τρόπος που ο αναλυτής τονε προειδοποιούσε πως ο αέρας ήταν μόνο για πιο παρακατιανές. Ο αναλυτής ήταν από κατασκευής, πολύ σνομπ ρομπότ που ταξινομούσε τις ατμόσφαιρες σε κάστες. Η καλύτερη κι αγνότερη ατμόσφαιρα ήτανε γνήσια βραχμανική. Η χειρότερη ήτανε σκέτος παρίας, ούτε να την αγγίζεις..
Σβήνοντας τον αναλυτή, άνοιξε την εσωτερική και την εξωτερική στεγανή πόρτα και κάθισε στο χείλος της με τα πόδια κρεμασμένα ογδόντα μέτρα από το έδαφος. Απ’ αυτό το πλεονεκτικό σημείο περιεργάστηκεν ήρεμα το πλήθος, με ύφος ανθρώπου που μπορεί να φτύσει αλλά όχι και να τονε φτύσουν. Ο έκτος νόμος της διαβολογικής ορίζει πως όσο πιο ψηλά τόσο το καλύτερο. Εκείνοι που οι ατυχείς περιστάσεις τους είχανε καταδικάσει σ’ ογδόντα μέτρα κοντύτερα στο κέντρο της βαρύτητας ήταν νοήμονα όντα και συνειδητοποίησαν αμέσως το μειονέκτημά τους. Εκτός κι αν τουμπάριζαν το διαστημόπλοιο ή σκαρφαλώνανε στο λείο τοίχωμά του, ήταν ανήμποροι να τονε φτάσουν. Όχι ότι το επιδίωκαν από εχθρική διάθεση. Αλλά όσο πιο ανέφικτη ήταν η επιθυμία τους, τόσο πιο σφοδρή γινόταν. Έτσι, θέλανε να τονε κατεβάσουνε στο ύψος τους, να τον έχουνε πρόσωπο με πρόσωπο, απλά και μόνο γιατί τώρα ήταν απρόσιτος.
Για να τους δυσκολέψει ακόμα πιότερο τη ζωή, γύρισε στο πλάι κι έγειρε στο πλαϊνό τοίχωμα, με το ‘να πόδι ανασηκωμένο και με τα δάχτυλα πλεγμένα γύρω από το γόνατο. Μετά συνέχισε να τους ατενίζει μ’ αυτάρεσκον ύφος. Εκείνοι ήταν υποχρεωμένοι να κοιτάζουνε προς τα πάνω με κίνδυνο να στραβολαιμιάσουν. Πότε-πότε χαμηλώνανε τα κεφάλια και τα μάτια σ’ ασφαλές επίπεδο, αλλ’ ακόμα πιο μαρτύριο ήταν να τους κοιτάζουνε χωρίς να μπορούν να κοιτάξουν. Όσο πιο πολύ κρατούσε το πράμα, τόσο πιο δυσάρεστο γινόταν. Μερικοί αρχίσαν να του φωνάζουν με τσιριχτές κραυγές. Σ’ αυτούς χάρισε καλοκάγαθο χαμόγελο. ‘Αλλοι του κούνησαν με νόημα τα χέρια και τους ανταπόδωσε τις χειρονομίες, πράμα που τσάτισε ιδιαίτερα τους εξυπνότερους. Για κάποιο παράξενο λόγο, κανένας επιστήμονας δεν ερεύνησε ποτέ γιατι μερικές χειρονομίες, ερεθίζουν ορισμένους αδένες σ’ όλες τις γωνιές του σύμπαντος. Όμως η εκπαίδευση στη διαβολογική συμπεριλάμβανε και σειρά μαθημάτων στη τεχνική των λεγομένων σινιάλων ξεφουσκώματος. Εκεί μάθαινες πως να κάνεις σμπαράλια το εγώ ενός εξωγήινου μ’ εν απλό κούνημα του χεριού σου.
Για κάμποσην ώρα, το πλήθος περίμενε σ’ αναμμένα κάρβουνα, μασουλώντας νευρικά τις τρίχες από τη ράχη των δαχτύλων τους, μουρμουρίζοντας και ρίχνοντας κατά καιρούς φαρμακερές ματιές προς το μέρος του. Εξακολουθούσαν να μη ζυγώνουνε την επικίνδυνη ζώνη. Θα ‘χανε σίγουρα την εντύπωση πως ο τύπος που την είχεν αράξει ψηλά στη πόρτα, είχε κι άλλο σύντροφο μέσα, που μπορεί να ‘βαζε μπρος ξαφνικά. Στη συνέχεια γίνανε σκυθρωπότεροι, ρίχνοντας μόνο πότε-πότε καμιάν ανήσυχη ματιά προς τα πτερύγια στήριξης. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι που κατέφτασε μια φάλαγγα από βαριά οχήματα κι άρχισε να ξεφορτώνει στρατιώτες. Οι νιοφερμένοι ήταν οπλισμένοι με γκλομπ και πιστόλια και φορούσανε στολές στο χρώμα της μάκας που κυλιούνται τα γουρούνια. Αμέσως σχηματίσανε τριπλές σειρές, κάνανε δεξιά μεταβολή κατόπιν διαταγής και βάδισαν εμπρός. Το πλήθος άνοιξε για να τους κάνει δρόμο να περάσουν.
Με σβελτάδα και πείρα, καταλαβάνε θέσεις σχηματίζοντας οπλισμένο κλοιό ανάμεσα στο σκάφος και τις ορδές των περιέργων. Τρεις αξιωματικοί κάνανε βόλτα γύρω από το σκάφος εξετάζοντας τα πτερύγια στήριξης, δίχως να ζυγώνουνε πιο κοντά απ’ όσο ήταν αναγκαίο. Ύστερα κάνανε πίσω και σηκώσανε τα μάτια προς τη πόρτα του σκάφους. Ο τύπος εκεί πάνω, ανταπόδωσε το κοίταγμα μ’ ακαδημαϊκόν ενδιαφέρον. Ο ανώτερος από τους τρεις αξιωματικούς, χτύπησε ελαφρά το σημείο της καρδιάς, μετά έσκυψε κι έκανε το ίδιο με το έδαφος. Παίρνοντας μια ζορισμένη έκφραση φιλειρηνικής αγαθότητας, σήκωσε πάλι το βλέμμα προς τον γήινο. Η κίνηση έκανε το καπέλο του να πέσει και, γυρίζοντας να το σηκώσει, το πάτησε και το ‘καμε πίτα.
Αυτό το ασήμαντο επεισόδιο φάνηκε να διασκεδάζει τον τύπο που καθόταν ογδόντα μέτρα ψηλότερα, γιατί γέλασε, μάζεψε το πόδι που κρατούσε κι έσκυψε ν’ απολαύσει καλύτερα το θύμα. Κόκκινος σαν αστακός κάτω από το γκρίζο του τρίχωμα, ο αξιωματικός επανέλαβε τη χειρονομία με τη καρδιά και το έδαφος.. Ο επισκέπτης έδειξε να καταλαβαίνει τούτη τη φορά. Έγνεψε με καταδεχτικήν ευγένεια κι εξαφανίστηκε μες στο σκάφος. Λίγες στιγμές αργότερα μια νάιλον ανεμόσκαλα έπεφτε στο πλάι του σκάφους κι ο επισκέπτης άρχισε να κατεβαίνει με την ευκινησία μαϊμούς. Τρία πράματα εντυπωσιάσανε τους στρατιώτες και τους θεατές αμέσως μόλις στάθηκε μπρος τους: το άτριχο δέρμα του, το μεγάλο ύψος και βάρος του και το γεγονός ότι δε φαινόταν να κρατά όπλο. Οι διαφορές στο σχήμα και τη μορφή δε τους ξενίσανε. Στο κάτω-κάτω, κάποιες εξερευνήσεις είχανε κάνει κι αυτοί στο διάστημα κι είχανε συναντήσει ακόμα πιο παράξενα πλάσματα. Αλλά τι σόι πλάσμα διέθετε το μυαλό να φτιάχνει διαστημόπλοια κι όχι τη λογική να ‘χει πάνω του κάποιο μέσον άμυνας; Οι ίδιοι ήταν μια εξαιρετικά λογική ράτσα. Οι φουκαράδες!
Οι αξιωματικοί δε κάνανε καμιά προσπάθεια να μιλήσουν με τούτο το πλάσμα που τους κατέβηκε από το μεγάλο άγνωστο. Δεν είχανε τηλεπαθητικές ικανότητες κι η διαστημική τους πείρα, τους είχε διδάξει πως οι θόρυβοι του στόματος ήταν άχρηστοι πριν η μια ή η άλλη πλευρά μάθει τη γλώσσα. Έτσι του δώσανε να καταλάβει με χειρονομίες, πως θέλανε να τον οδηγήσουνε στη πόλη. Εκεί θα συναντούσε πιο ειδικούς της ράτσας τους που θα μπορούσαν να βρούνε τρόπο συνεννόησης. Ήτανε πολύ καλοί στη γλώσσα των χειρονομιών, πράμα φυσικό για ράτσα που ‘χε ταξιδέψει στ’ άστρα. Συμφώνησε στη πρόταση με το ίδιο ύφος και τη πόζα που ‘χεν από την αρχή, δηλαδή σαν άρχοντας που ‘χε να κάμει με παρακατιανούς. Ίσως τον είχεν επηρεάσει υπερβολικά κι εκείνος ο αναλυτής του αέρα. Το πλήθος άνοιξε πάλι χώρο να περάσουνε καθώς η φρουρά τονε συνόδευε στα φορτηγά. Πέρασε μπρος από χιλιάδες μάτια και χαιρέτησε τα πλήθη με τη ξεφουσκωτική κίνηση νούμερο δεκαεφτά. Αυτή ήταν ένα συγκαταβατικό κούνημα του κεφαλιού, που ‘δειχνε πως αναγνωρίζει μεγαλόψυχα την ύπαρξή τους κι ανεχότανε το χυδαίο ενδιαφέρον τους για το πρόσωπό του.
Τα φορτηγά αναχώρησαν από τη περιοχή της προσεδάφισης. Το διαστημόπλοιο παρέμεινε κει με τη πόρτα ανοιχτή, την ανεμόσκαλα κρεμασμένη απ’ έξω και τους στρατιώτες να φρουρούν ολόγυρα. Αυτή η λεπτομέρεια δε πέρασεν απαρατήρητη από κανένα. Δεν υπήρχε τίποτε που να εμποδίζει τους ειδικούς να εξετάσουνε το σκάφος και να κλέψουν ιδέες από μιαν άλλη τεχνολογικά εξελιγμένη φυλή. Όμως κανείς τόσον εξελιγμένος δε μπορεί να ‘τανε τόσον εγκληματικά αμελής. Συνεπώς δε πρέπει να ‘ταν αμέλεια. Η καθαρή λογική έλεγε πως σύμφωνα με την άποψη του επισκέπτη, δεν άξιζε τον κόπο να κλαπούνε τα σχέδια του διαστημοπλοίου γιατί ήτανε πολύ ξεπερασμένα. Ή ακόμα χειρότερα, ήταν αδύνατο να κλαπούν επειδή ήταν ασύλληπτα προχωρημένα για καθυστερημένα πλάσματα σα τους ντόπιους. Σα πολύ μεγάλην ιδέα είχε για τον εαυτό του τούτος ο τύπος! Μα τον Μαύρο Κόσμο του Κας, έπρεπε να του δώσουνε το κατάλληλο μάθημα.
Ένας κατώτερος αξιωματικός σκαρφάλωσε αμέσως την ανεμόσκαλα. Εξερεύνησε το εσωτερικό του σκάφους και κατέβηκε για ν’ αναφέρει πως δεν υπήρχαν άλλοι μέσα, ούτε ψυχή, ούτε καν δεύτερο ζευγάρι κάλτσες. Ο ξένος είχε φτάσει μόνος. Η πληροφορία τούτη κυκλοφόρησε στο πλήθος. Δε τους άρεσε και τόσο σαν ιδέα. Ο ερχομός ενός στόλου θωρηκτών με δέκα χιλιάδες πολεμιστές ήτανε κάτι που θα το καταλαβαίνανε καλύτερα. Θα ‘ταν επίδειξη δύναμης αντάξια του πλανήτη τους. Αλλά τούτη η ανεπίσημη επίσκεψη ενός ανθρώπου, θύμιζε κάπως τους ιεραπόστολους που στέλναν οι ίδιοι στους ιθαγενείς των δυο πλανητών της Μοράντια.
Στο μεταξύ τα φορτηγά είχαν αφήσει πίσω το διαστημοδρόμιο, διασχίσανε καμιά τριανταριά χιλιόμετρα υπαίθρου και μπήκανε σε μια πόλη. Εκεί το επικεφαλής όχημα, άφησε πίσω τα υπόλοιπα και συνέχισε προς τα δυτικά προάστια για να φτάσει τελικά σ’ ένα οχυρό τριγυρισμένο από πελώριους τοίχους. Ο ξένος κατέβηκε κι αμέσως τονε πετάξανε στο πρώτο διαθέσιμο μπουντρούμι. Πάντως κι εδώ η αντίδρασή του ήτανε περίεργη. Κανονικά θα ‘πρεπε να εξοργιστεί με τη φυλάκισή του, αφού κανένας δε του εξήγησε τους λόγους. Αλλ’ αυτός τίποτα! Απεναντίας, αντιμετώπισε το καλοστρωμένο κρεβάτι του κελιού του σα να ‘ταν η μέγιστη πολυτέλεια, ειδική προσφορά σ’ αναγνώριση των δικαιωμάτων του. Την άραξε αμέσως φαρδύς-πλατύς, άφησε ένα στεναγμό ικανοποίησης και το ‘ριξε στον ύπνο. Το ρολόι του τ’ άφησε δίπλα στ’ αφτί του. Ο ήχος του αντικαθιστούσε το συνεχές τικ-τακ του αυτόματου πιλότου, που δίχως τη συντροφιά του δε μπορούσε να κοιμηθεί άνετα.
Μες στις επόμενες λίγες ώρες, οι φρουροί επιθεωρούσανε συχνά το κελί του. Θέλανε να σιγουρευτούν ότι δε πασπάτευε τη κλειδαριά, μήτ’ εξαΰλωνε τα κάγκελα με κάποια μυστηριώδη τεχνική. Δε τον είχανε ψάξει και συνεπώς ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί. Κείνος όμως ροχάλιζε του καλού καιρού, αδιαφορώντας για την ανησυχία που ‘χεν αρχίσει να εξαπλώνεται στη διαστημικήν αυτοκρατορία. Κοιμόταν ακόμη όταν έφτασεν ο Παρμίθ μαζί με μιαν αγκαλιά εικονογραφημένα βιβλία. Ο Παρμίθ ηλικιωμένος και μύωπας κάθισε δίπλα στο κρεβάτι και περίμενε υπομονετικά. Κάποια στιγμή και τα δικά του μάτια αρχίσαν να γλαρώνουνε κι έπιασε τον εαυτό του να νοσταλγεί με λαχτάρα το μαλακό χαλί στο πάτωμα. Στο σημείο κείνο αποφάσισε πως έπρεπε ή ν’ αρχίσει τη δουλειά ή να το ρίξει κι αυτός στον ύπνο. Γύρισε και σκούντησε τον κρατούμενο να ξυπνήσει.
Αρχίσανε με το βιβλίο. Το “Α” είναι για το αχμούντ που παίζει στο γρασίδι. Το “Αϊ” είναι για το αϊσίντ που φυλάγεται κάτω από το γυαλί.. Το “Οομ” είναι για το Όομ-τουκ που βρίσκεται στο φεγγάρι. Το “Ουμ” είναι για το ουμλάκ, είδος παλιάτσου ή γελωτοποιού… και πάει λέγοντας. Διακόπτοντας μόνο για φαγητό, συνέχισαν έτσι όλη μέρα κι η πρόοδος ήτανε γοργή. Ο Παρμίθ ήτανε πρώτης τάξεως δάσκαλος κι ο άλλος πρώτης τάξεως μαθητής, μάθαινε εκπληκτικά γρήγορα και δε ξεχνούσε τίποτα. Στο τέλος του πρώτου πολύωρου μαθήματος μπορούσαν ν’ ανταλλάξουν μερικά απλά και σύντομα λόγια.
-“Με λένε Παρμίθ. Πως σε λένε σένα“;
-“Γουέην Χίλντερ“.
-“Δυο ονόματα“;
-“Ναι“.
-“Πως λέγονται οι πολλοί σας“;
-“Γήινοι“.
-“Εμείς λεγόμαστε Βαρντ“.
Η κουβέντα τους τέλειωσε κει, γιατί τους εξαντλήθηκαν οι λέξεις κι ο Παρμίθ έφυγε. Εννιά ώρες αργότερα ήτανε πάλι πίσω, αυτή τη φορά μαζί με κάποιο Γκέρκα. Ο τελευταίος ήταν νεότερος κι ειδικευότανε στη συνεχήν επανάληψη λέξεων και φράσεων, μέχρι που ο μαθητής μάθαινε τέλεια τη προφορά τους. Συνέχισαν έτσι για τέσσερις μέρες ακόμη, από το πρωΐ ως αργά το βράδυ.
-“Δεν είσαι κρατούμενος“.
-“Το ξέρω“, είπε ο Γουέην Χίλντερ με γαλήνια αυτοπεποίθηση. Ο Παρμίθ φάνηκε να σαστίζει.
-“Πως το ξέρεις“;
-“Δε θα τολμούσατε να με φυλακίσετε“.
-“Γιατί όχι“;
-“Γιατί δε ξέρετε αρκετά. Σαν αποτέλεσμα, γυρεύετε μια κοινή γλώσσα συνεννόησης. Θέλετε πληροφορίες από μένα… και γρήγορα μάλιστα“. Αυτό ήταν ολοφάνερο για να το αρνηθεί ο Παρμίθ. Έτσι το αγνόησε και συνέχισε:
-“Είχα υπολογίσει πως θα χρειάζονταν εννενήντα μέρες για να μάθεις τη γλώσσα τέλεια. Τώρα νομίζω πως είκοσι θα ‘ναι αρκετές“.
-“Δε θα βρισκόμουν εδώ αν δεν ήταν έξυπνη η ράτσα μου“, τόνισεν ο Χίλντερ. Ο Γκέρκα έδειξεν ανησυχία στα λόγια του κι ο Παρμίθ ταράχτηκε. “Εμείς δεν έχουμε ακόμα κάνει μαθήματα σε κανένα Βαρντ“, πρόσθεσε ο Χίλντερ σα δεύτερη δόση, “γιατί κανένας δεν έφτασε ακόμα στα μέρη μας“.
-“Ας συνεχίσουμε τη δουλειά“, πρότεινε βιαστικά ο Παρμίθ. “Μια σημαντική επιτροπή περιμένει να σας εξετάσει, αμέσως μόλις μάθεις να μιλάς με σαφήνεια κι άνεση. Θα δοκιμάσουμε πάλι με το πρόθεμα ‘φθ’ που δε το ‘χετε χωνέψει ακόμα. Λοιπόν να ένας γλωσσοδέτης σα χρήσιμη άσκηση. Πρόσεξε τον Γκέρκα“.
Η επιτροπή ήτανε καθισμένη σε μιαν εντυπωσιακήν, αμφιθεατρικήν αίθουσα με δέκα σειρές καθισμάτων. Τετρακόσια άτομα είχανε συγκεντρωθεί εκεί. Οι τεμενάδες των συνοδών και των κατωτέρων υπαλλήλων μαρτυρούσαν ότι πρόκειται για πολύ σημαντικά πρόσωπα. Κι έτσι ήταν. Οι τετρακόσιοι αντιπροσωπεύανε τη πολιτική και στρατιωτικήν αφρόκρεμα ενός κόσμου που ‘χε στήσει διαστημικήν αυτοκρατορία σε καμιά εικοσιπενταριά ηλιακά συστήματα και διπλάσιους πλανήτες. Μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν οι καλύτεροι, απ’ όσο μπορούσαν να ξέρουν, οι κύριοι κι οι εκλεκτοί του σύμπαντος. Τώρα υπήρχε κάποια αμφιβολία γι’ αυτό. Είχανε σοβαρό πρόβλημα να λύσουν, αυτό που ένας ασεβής γήινος ιστορικός θα περιέγραφε στο μέλλον σα “σημείον αμφισβήτησης”. Σταμάτησαν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους όταν έφτασαν οι δυο φρουροί που συνοδεύανε τον Χίλντερ και τον οδηγήσανε σ’ ένα κάθισμα αντικριστά στις σειρές των άλλων. Τετρακόσια ζευγάρια μάτια περιεργαστήκανε τον ξένο, μερικά με περιέργεια, άλλα μ’ αμφισβήτηση, ορισμένα προκλητικά και πολλά με φανερόν ανταγωνισμό.
Ο Χίλντερ θρονιάστηκε στη θέση του και κοίταξε την ομήγυρη σα να επιθεωρούσε κλουβί με μάλλον σιχαμερά πλάσματα, σε κάποιο ζωολογικό κήπο. Έτριψεν ελαφρά το πλάι της μύτης του και τη ρούφηξε. Ήταν η ξεφουσκωτική κίνηση νούμερο είκοσι δύο, κατάλληλη για μεγάλη συνάθροιση εκπροσώπων της εξουσίας. Η αντίδραση ήταν ικανοποιητική. Μισή ντουζίνα από τους πιο επιθετικούς τύπους, τονε κάρφωσαν με φαρμακερά βλέμματα. Ένας χνουδομούρης γέρος σηκώθηκε σμίγοντας τα φρύδια του κι άρχισε να μιλά στον Χίλντερ σα να ‘χε προβάρει καλά τον λόγο του πριν έρθει:
-“Κανένα είδος, εκτός από τα πλέον νοήμονα κι απολύτα λογικά, δε θα μπορούσε να κατακτήσει το διάστημα. Είναι αυταπόδεικτο πως ανήκετε σ’ ένα τέτοιον είδος κι επομένως θα μπορείτε να εκτιμήσετε τη θέση μας. Αυτή η ίδια η παρουσία σας, μας υποχρεώνει να λάβουμε υπόψη τις έσχατες εναλλακτικές λύσεις: Συνεργασία ή ανταγωνισμό, ειρήνη ή πόλεμο“.
-“Υπάρχουνε πολλές εναλλακτικές λύσεις στο καθετί“, παρατήρησε ο Χίλντερ. “Υπάρχει το μαύρο, το άσπρο και χιλιάδες ενδιάμεσοι τόνοι. Υπάρχει το ναι, το όχι και χιλιάδες αν κι ίσως. Για παράδειγμα στο συγκεκριμένο δίλημμα μια τρίτη λύση θα ‘ταν ν’ απομακρυνθείτε πέρα από την ακτίνα δράσης μας“. Στα πλάσματα με πολύ τακτοποιημένο νου δεν άρεσε να τους κόβουνε το νήμα του λογικού ειρμού τους. Ακόμα λιγότερο κάνανε κέφι τον κόμπο που προκάλεσε στις σκέψεις τους η τελευταία πρόταση. Το συνοφρύωμα του γέρου έγινε πιο έντονο κι η φωνή του πιο κοφτή:
-“Θα ‘πρεπε να εκτιμάτε και τη δική σας θέση. Είστε μόνος ανάμεσα σ’ εκατομμύρια ξένων. ‘Ασχετα ποια μπορεί να ‘ναι η δύναμη της ράτσας σας, εσείς προσωπικά είστε αδύναμος. Έτσι εμείς ρωτάμε κι εσείς απαντάτε. Αν οι θέσεις μας αντιστρέφονταν θα ίσχυε το αντίθετο. Αυτό είναι λογικό. Είστε έτοιμος ν’ απαντήσετε στις ερωτήσεις μας“;
-“Πανέτοιμος“.
Μερικοί φανήκαν να ξαφνιάζονται από την απάντηση. ‘Αλλοι τη δέχτηκαν με καρτερική δυσπιστία, θεωρώντας δεδομένο ότι θ’ απαντούσε σ’ ό,τι έκρινε φρόνιμο και θα κρατούσε μυστικά τα λοιπά. Ο γέρος κάθισε πάλι στη θέση του κι έγνεψε στον Βαρντ στ’ αριστερά του. Κείνος σηκώθηκε και ρώτησε:
-“Που είναι η κεντρική βάση σας“;
-“Για την ώρα δε ξέρω“.
-“Δε ξέρεις“; Η έκφρασή του έδειχνε πως κάτι τέτοιες δυσκολίες περίμενε από την αρχή. “Πως μπορείς να επιστρέψεις αν δε ξέρεις που βρίσκεται“;
-“Όταν βρεθώ στην εμβέλεια του ραδιοφάρου της, θα πιάσω το σήμα και θα το ακολουθήσω“.
-“Οι διαστημικοί χάρτες σας δεν είναι αρκετά ακριβείς για να τη βρείτε“;
-“Όχι“.
-“Γιατί όχι“;
-“Γιατί“, εξήγησεν ο Χίλντερ, “δεν είναι δέσμια άστρου. Κόβει βόλτες στο διάστημα“. Ο άλλος έδειξε τη δυσπιστία του ρωτώντας:
-“Εννοείτε πως πρόκειται για πλανήτη που ξέφυγε από το ηλιακό του σύστημα“;
-“Καθόλου. Πρόκειται γι’ ανιχνευτική βάση. Φαντάζομαι να ξέρετε τι είναι αυτό“.
-“Όχι!” γρύλισεν ο ανακριτής. “Τι είναι“;
-“Ένας μικροσκοπικός, αυτάρκης κόσμος, εφοδιασμένος μ’ όλα τ’ αναγκαία μαραφέτια. Μια τεχνητή σφαίρα που χρησιμεύει για προκεχωρημένη βάση“. Η απάντηση προκάλεσε νευρικότητα και ψιθύρους στο ακροατήριομ καθώς καθένας προσπαθούσε να εκτιμήσει τη σημασία αυτής της πληροφορίας. Κρύβοντας τις δικές του σκέψεις, ο ανακριτής συνέχισε:
-“Τ’ ονόμασες προκεχωρημένη βάση. Αυτό δε μας λέει που βρίσκεται ο κεντρικός κόσμος σας“.
-“Δε με ρωτήσατε γι’ αυτόν. Με ρωτήσατε για τη βάση μου. Σας άκουσα καθαρά με τα ίδια μου τ’ αφτιά“.
-“Τότε που είναι ο κεντρικός κόσμος σας“;
-“Δε μπορώ να σας δείξω δίχως χάρτη. Έχετε χάρτες αγνώστων περιοχών“;
-“Έχουμε“. Ο άλλος μόρφασε σαν ευχαριστημένος γάτος. Με μια μελοδραματική χειρονομία, έβγαλε κάτι χάρτες και τους ξετύλιξε. “Τους πήραμε από το σκάφος σου”.
-“Πολύ προνοητικό από μέρους σας“, παρατήρησεν ο Χίλντερ μ’ ανησυχητικήν ανεμελιά. Αφήνοντας το κάθισμά του πλησίασε κι ακούμπησε το δάχτυλό του στον πρώτο χάρτη. “Ορίστε! Η καλή μας, γριά-Γη!” Ύστερα κάθισε πάλι. Ο Βαρντ κοίταξε πρώτα το συγκεκριμένο σημείο και μετά ολόγυρα τους συναδέλφους του σα να ‘θελε να πει κάτι, μα το μετάνιωσε και δεν είπε λέξη. Βγάζοντας μια πένα, μαρκάρισε τον χάρτη και τονε τύλιξε πάλι μαζί με τους άλλους.
-“Αυτός ο κόσμος που ονομάσατε Γη, είναι το λίκνο και το κέντρο της αυτοκρατορίας σας“;
-“Ναι“.
-“Ο μητρικός πλανήτης της ράτσας σας“;
-“Μάλιστα“.
-“Και τώρα“, συνέχισε μ’ αυστηρό τόνο ο άλλος, “πόσοι από σας υπάρχουν“;
-“Κανείς δε ξέρει“.
-“Δε κάνετε απογραφή του πληθυσμού σας“;
-“Κάναμε κάποτε. Τώρα πια είμαστε πολύ σκορπισμένοι για τέτοια“. Ο Χίλντερ το συλλογίστηκε για μια στιγμή και μετά πρόσθεσεν εξυπηρετικά: “Μπορώ να σας εγγυηθώ πως υπάρχουνε κάπου τέσσερα δισεκατομμύρια από μας σε τρεις πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος. Για πιο έξω τίποτε δεν είναι σίγουρο. Θα μπορούσε να μας κατατάξει κανείς σε δυο κατηγορίες: τους ριζωμένους και τους ξεριζωμένους κι οι τελευταίοι δε μπορούν να μετρηθούν. Δεν αφήνουν οι ίδιοι να τους μετρήσουν γιατί φοβούνται μήπως κάποιος σκεφτεί να τους φορολογήσει. Πάντως είμαστε σίγουρα τέσσερα δισεκατομμύρια και“.
-“Αυτό δε μας λέει τίποτε“, διαμαρτυρήθηκε ο άλλος, “δε ξέρουμε πόσον είναι αυτό το και“.
-“Ούτε κι εμείς“, τονε παρηγόρησεν ο Χίλντερ με ύφος σα να ‘νιωθε δέος στη σκέψη. “Είναι φορές που το γεγονός τρομάζει κι εμάς τους ίδιους“. Γύρισε και κοίταξε το ακροατήριο του. “Αν δε φοβήθηκε ποτέ κανείς ένα ‘και’, τώρα είναι η ευκαιρία“. Ο ανακριτής κατσούφιασε και προσπάθησε να το πιάσει από άλλη μεριά:
-“Λέτε πως είστε σκορπισμένοι. Σε πόσους κόσμους“;
-“Εφτακόσιους δέκα τέσσερις σύμφωνα με τη τελευταίαν αναφορά. Ήδη το νούμερο είναι ξεπερασμένο. Η κάθε αναφορά είναι οχτώ με δέκα πλανήτες πίσω“.
-“Κι εξουσιάζετε όλον αυτό τον τεράστιον αριθμό“;
-“Και ποιος εξουσιάζει ένα πλανήτη; Ακόμα δεν έχουμε μάθει καλά-καλά τον δικό μας κι αμφιβάλλω αν θα τον μάθουμε ποτέ“. Ανασήκωσε φιλοσοφικά τους ώμους και πρόσθεσε: “Όχι, απλά βολευόμαστε και τους ταλαιπωρούμε λίγο“.
-“Εννοείς πως τους εκμεταλλεύεστε“;
-“Πέστε το κι έτσι αν προτιμάτε“.
-“Δε συναντήσατε ποτέ κάποιαν αντίδραση“;
-“Λίγα πράματα φίλε μου, λίγα πράματα“, απάντησεν ο Χίλντερ.
-“Και πως την αντιμετωπίσατε“;
-“Ανάλογα τη περίπτωση. Μερικούς δύστροπους, τους αγνοήσαμε, σε μερικούς ρίξαμε σφαλιάρα και μερικούς τους οδηγήσαμε στο φως το αληθινό“.
-“Ποιο φως αληθινό;” ρώτησεν ο άλλος απορημένα.
-“Κείνο που δείχνει τα πράματα από τη δική μας άποψη“. Τούτο φάνηκε βαρύ για ένα κοιλαρά της τρίτης σειράς. Πηδώντας πάνω φώναξε με δηκτική φωνή:
-“Και περιμένετε να δούμε κι εμείς τα πράματα από τη δική σας άποψη“;
-“Όχι αμέσως“, απάντησεν ο Χίλντερ.
-“Μήπως μας θεωρείτε ανίκανους να …” Ο γέρος που ‘χε πάρει πρώτος τον λόγο σηκώθηκε και παρενέβη στη λογομαχία.
-“Πρέπει να συνεχίσουμε τούτη την έρευνα λογικά ή να τη διακόψουμε τελείως. Αυτό σημαίνει μια κατηγορία ερωτήσεων και μ’ ένα να τις κάνει, τη κάθε φορά“. Έγνεψεν αγέρωχα στον Βαρντ με τους χάρτες. “Συνέχισε Θορμίν“.
Ο Θορμίν συνέχισεν επί δυο ολάκερες ώρες. Κατά τα φαινόμενα, ήταν ειδικός στην αστρονομία, γιατί όλες οι ερωτήσεις περιστρέφονταν γύρω απ’ αυτό το θέμα. Ήθελε λεπτομέρειες απόστασης, ταχύτητες, κατηγορία ηλίου, πλανητικές θέσεις και τα παρόμοια. Ο Χίλντερ απαντούσε πρόθυμα σ’ όσα ήξερε, ενώ δήλωνε άγνοια στα υπόλοιπα. Τελικά ο Θορμίν κάθισε στη θέση του κι έπεσε με τα μούτρα στις σημειώσεις του, σαν άνθρωπος που είχεν ανακαλύψει τη μεγάλην αλήθεια. Τη θέση του πήρε ένας σκληρός τύπος ονόματι Γκρασούντ, που μισή ώρα τώρα δε κρατιόταν από ανυπομονησία.
-“Είναι το σκάφος σου το πιο πρόσφατο μοντέλο του είδους του“;
-“Όχι“.
-“Υπάρχουν και καλύτερα“;
-“Ασφαλώς“.
-“Πολύ καλύτερα“;
-“Δε ξέρω, αφού δε μου ‘χουν αναθέσει ακόμα κανένα“.
-“Δεν είναι παράξενο“, παρατήρησε πονηρά ο Γκρασούντ, “που μας ανακάλυψε ένα παλιό σκάφος, ενώ τα πιο τέλεια δε το κατάφεραν“;
-“Καθόλου. Ήταν καθαρή τύχη. Το δικό μου έτυχε να ‘χει αναλάβει αυτή τη περιοχή. ‘Αλλοι ανιχνευτές, με παλιά ή νεότερα σκάφη, ακολούθησαν άλλες πορείες. Πόσες κατευθύνσεις υπάρχουνε στο διάστημα; Πόσες ακτίνες μπορει να προεκτείνει κανείς από μια σφαίρα“;
-“Δεν είμαι μαθηματικός. Εγώ…”
-“Αν ήσαστε μαθηματικός“, τον διέκοψε ο Χίλντερ, “θα ξέρατε πως ο αριθμός είναι ο δύο υψωμένος στη νιοστή”. Κοίταξε προς το ακροατήριό του και συνέχισε με διδακτικό τόνο. “Ο παράγοντας του δύο καθορίζεται από το αποδεικτικό γεγονός ότι μια ακτίνα είναι ημίσεια διάμετρος και το δύο στη νιοστή ορίζεται ως ο μικρότερος αριθμός που συνθέτει ένα γούρλον“. Ο Γκρασούντ γούρλωσε τα μάτια του προσπαθώντας να συλλάβει το γούρλον, αλλά το παράτησε και ρώτησε:
-“Να συμπεράνω πως ο συνολικός αριθμός των εξερευνητικών σκαφών σας είναι αυτής της τάξης“;
-“Α όχι. Δε χρειάζεται να ψάχνουμε προς όλες τις ορατές κατευθύνσεις. Αρκεί να βάζουμε πλώρη προς τα ορατά άστρα“.
-“Και δεν υπάρχουν ορατά άστρα προς όλες τις κατευθύνσεις“;
-“Αν αγνοήσουμε την απόσταση, ναι, υπάρχουν. Αλλά ποτέ δεν αγνοεί κανείς την απόσταση. Απλά βάζουμε για στόχο το κοντινότερο ανεξερεύνητο ηλιακό σύστημα κι έτσι μειώνουμε τις αποστολές σε λογικό αριθμό“.
-“Απαντάτε με υπεκφυγές“, τον κατηγόρησεν ο Γκρασούντ. “Τελικά πόσα σκάφη της κατηγορίας βρίσκονται σε χρήση“;
-“Είκοσι“.
-“Είκοσι;” φάνηκε πολύ απογοητευμένος. “Τόσα μόνο“;
-“Φτάνουν, δε φτάνουν; Πόσα χρόνια θέλετε να κρατάμε σε υπηρεσία απαρχαιωμένα σκάφη“;
-“Δε ρωτάω γι’ απαρχαιωμένα σκάφη. Πόσα ανιχνευτικά κάθε κατηγορίας λειτουργούνε συνολικά“;
-“Ειλικρινά δε ξέρω. Αμφιβάλλω αν ξέρει κανείς. Χώρια από τους στόλους της Γης, μερικές από τις πιο προοδευμένες αποικίες μας στέλνουνε και δικές τους αποστολές. Πέρ’ απ’ αυτό, καναδυό συμμαχικές ξένες ράτσες έμαθαν από μας, τους κόλλησε το χούι κι αρχίσαν να ψάχνουν κι αυτές. Η απογραφή σκαφών είναι το ίδιο αδύνατη όσο και των ανθρώπων“. Δίχως να το αμφισβητήσει ο Γκρασούντ συνέχισε:
-“Το σκάφος σας δεν είναι μεγάλο σύμφωνα με τα δεδομένα μας. Αναμφίβολα θα διαθέτετε κι άλλα με μεγαλύτερη μάζα“. Έγειρε μπροστά και τονε κάρφωσε με το βλέμμα του. “Ποιο είναι περίπου το μέγεθος του μεγαλύτερου σκάφους σας“;
-“Το μεγαλύτερο που είδα ποτέ ήτανε το θωρηκτό Λανς. Σαράντα φορές μεγαλύτερο σε μάζα από το δικό μου“.
-“Πόσους μπορεί να μεταφέρει“;
-“Έχει πλήρωμα πάνω από εξακόσιους, αλλά σε περίπτωση ανάγκης μπορεί να μεταφέρει και τριπλάσιους“.
-“Ώστε έχετε υπόψη ένα τουλάχιστον σκάφος με μέγιστη ικανότητα μεταφοράς δυο χιλιάδες άντρες“;
-“Ακριβώς“. Κι άλλοι ψίθυροι και νευρικές κινήσεις παρατηρηθήκανε στο ακροατήριο. Δίχως να δώσει σημασία ο Γκρασούντ συνέχισε με ύφος ανθρώπου αποφασισμένου να μάθει και τη πιο δυσάρεστην αλήθεια:
-“Έχετε κι άλλα θωρηκτά ανάλογου μεγέθους“;
-“Βέβαια“.
-“Πόσα“;
-“Δεν έχω ιδέα. Αν ήξερα θα σας έλεγα. Λυπάμαι“.
-“Μπορεί να ‘χετε και μεγαλύτερα“;
-“Πολύ πιθανό“, παραδέχτηκεν ο Χίλντερ. “Πάντως εγώ δεν έχω δει μέχρι στιγμής κανένα, αλλ’ αυτό δε σημαίνει τίποτα. Μπορεί κανείς να ζήσει ως τα βαθιά γεράματα δίχως να δει τα πάντα. Αν υπολογίσετε πόσα πράγματα μπορείτε να δείτε στο σύμπαν κι απ’ αυτά αφαιρέσετε τον αριθμό όσων έχετε δει, το υπόλοιπο που μένει είναι ο αριθμός εκείνων που δεν έχετε δει. Κι αν τα μελετήσετε με ρυθμό ένα το δευτερόλεπτο θα χρειαστείτε…”
-“Δε μ’ ενδιαφέρει“, γαύγισε ο Γκρασούντ, αρνούμενος να υποκύψει σ’ αυτή την απόκοσμη επιχειρηματολογία.
-“Κακώς“, του αποκρίθηκεν ο Χίλντερ, “γιατί άπειρο μείον όσα εκατομμύρια θέλετε, μας κάνει πάλι άπειρο. Πράμα που σημαίνει πως μπορείτε ν’ αφαιρέσετε το μέρος από το σύνολο και να σας μένει ανέπαφο το σύνολο. Μπορείτε να ‘χετε και τη πίτα σωστή και τον σκύλο χορτάτο. Σωστά δε μιλάω“;
Ο Γκρασούντ σωριάστηκε βαριά στη καρέκλα του και γύρισε να πει στον πρώτο γέρο:
-“Ήθελα πληροφορίες, όχι κατάφωρη παραβίαση των κανόνων της λογικής. Τα λόγια του με μπερδεύουν. Ας συνεχίσει ο Σάχντινγκ μαζί του“.
Στέκοντας όρθιος ο Σάχντινγκ, άρχισε να τονε ρωτά για όπλα, τη κατασκευή τους, τον τρόπο λειτουργίας τους, το βεληνεκές και την αποτελεσματικότητα τους. Επέμεινε αποφασιστικά στο συγκεκριμένο θέμα κι απόφυγε όλους τους πειρασμούς να παρασυρθεί σ’ άλλες συζητήσεις. Οι ερωτήσεις του ήταν εύστοχες κι οξυδερκείς. Ο Χίλντερ απάντησε σ’ όσες μπορούσε, ελεύθερα και δίχως δισταγμούς.
-“Λοιπόν“, παρατήρησε ο Σάχντινγκ προς το τέλος, “φαίνεται πως στηρίζεστε στα ενεργειακά πεδία σας, σ’ ορισμένες ακτίνες που παραλύουνε το νευρικό σύστημα, τα βακτηριολογικά όπλα, την επίδειξη δύναμης και σε μπόλικη δόση πειστικότητας. Η επιστήμη της βαλλιστικής σας δε θα πρέπει να ‘ναι πολύ προχωρημένη, ύστερα από τόση παραμέληση“.
-“Ποτέ δε θα μπορούσε να προοδεύσει“, αποκρίθηκεν ο Χίλντερ, “γι’ αυτό και την εγκαταλείψαμε. Για τον ίδιο λόγο που σταματήσαμε να παίζουμε με τόξα και βέλη. Καμιά αρχική ώθηση δε μπορεί να συγκριθεί με μια συνεχή και παρατεταμένη. Η βλητική σου δίνει ό,τι έχει να σου δώσει και μετά τέρμα“. Ύστερα πρόσθεσε σα δεύτερη σκέψη: “Όπως και να ‘χει μπορεί ν’ αποδειχτεί πως καμιά σφαίρα δε μπορεί να προλάβει κάποιον που τρέχει“.
-“Ανοησίες!”, φώναξε ο Σάχντινγκ, έχοντας προσωπική πείρα από δυο μολύβια που προσπάθησε ν’ αποφύγει κάποτε.
-“Ώσπου να φτάσει η σφαίρα στο σημείο εκκίνησης του ανθρώπου, εκείνος έχει απομακρυνθεί“, εξήγησεν ο Χίλντερ. “Μετά η σφαίρα, έχει να καλύψει κι αυτή την απόσταση, αλλά και πάλι ο άνθρωπος έχει απομακρυνθεί κι άλλο. Όταν η σφαίρα καλύψει και τη νέαν απόσταση, ο άνθρωπος είναι ακόμα πιο πέρα και …πάει λέγοντας“.
-“Η διαφορά της απόστασης μειώνεται διαδοχικά, ώσπου παύει να υπάρχει“, παρατήρησε σαρκαστικά ο Σάχντινγκ.
-“Το κάθε διαδοχικό προχώρημα απαιτεί συγκεκριμένη περίοδο χρόνου, άσχετα πόσο μικρή είναι αυτή“, τον αντέκρουσεν ο Χίλντερ. “Δε μπορείς να διαιρείς και να υποδιαιρείς ένα κλάσμα και να φτάνεις σ’ υπόλοιπο μηδέν. Η σειρά είναι άπειρη. Μια άπειρη σειρά πεπερασμένων χρονοπεριόδων μας κάνει άπειρο χρόνο. Σκεφτείτε το και θα δείτε πως έτσι είναι. Η σφαίρα δε μπορεί να χτυπήσει τον άνθρωπο γιατι δε μπορεί να τονε φτάσει“.
Η αντίδραση των ακροατών μαρτυρούσε πως ποτέ άλλοτε δεν είχαν ακούσει τούτα τα επιχειρήματα, ούτε κι είχανε φανταστεί κάτι ανάλογο από μόνοι τους. Κανένας δεν ήταν αρκετά βλάκας για να πιστέψει πως ο ξένος το ανέφερε σα πραγματικό γεγονός. Ήταν αρκετά έξυπνοι για να καταλάβουνε πως επρόκειτο για μια λογική ή ψευτολογικήν άρνηση μιας φανερής και κατάδηλης αλήθειας. Έτσι ρίχτηκαν αμέσως στο ψάξιμο να βρούνε τον αδύνατο κρίκο αυτής της ξένης λογικής. Οι κουβέντες φουντώσανε τόσο πολύ που ο Σάχντινγκ αναγκάστηκε ν’ απομείνει σιωπηλός περιμένοντας να ησυχάσουν. Στεκόταν εκεί σα κούκλα για κανά δεκάλεπτο, ενώ η οχλαγωγία έφτανε στ’ αποκορύφωμά της. Μερικοί από τις μπροστινές σειρές σηκώθηκαν από τις καρέκλες τους, γονατίσανε κι αρχίσανε να σχεδιάζουνε διαγράμματα στο πάτωμα, συνεχίζοντας να λογομαχούν παθιασμένα. Δυο Βαρντ στη τελευταία σειρά δείχναν έτοιμοι να ‘ρθουνε στα χέρια.
Τελικά ο γέρος, ο Σάχντινγκ και δυο άλλοι, γκάριξαν ένα ομαδικό “Ησυχία!”. Η ανακριτική επιτροπή ηρέμησε με κάποιαν απροθυμία, αλλά συνέχισαν τα μουρμουρητά, τις χειρονομίες και την επίδειξη σχεδιαγραμμάτων μεταξύ τους. Ο Σάχντινγκ κοίταξεν οργισμένος τον Χίλντερ κι άνοιξε το στόμα του να συνεχίσει. Προλαβαίνοντάς τον ο Χίλντερ είπε μ’ αδιάφορον ύφος:
-“Φαίνεται γελοίο, έτσι; Εξάλλου, τα πάντα είναι δυνατά, κυριολεκτικά τα πάντα. Ακόμα κι ένας άντρας να παντρευτεί την αδερφή της χήρας του“.
-“Αδύνατο!”, φώναξε ο Σάχντινγκ. Αυτό μπορούσεν εύκολα να το αντικρούσει δίχως πολύπλοκους υπολογισμούς. “Πρέπει να ‘ναι κανείς πεθαμένος για να ‘ναι η γυναίκα του χήρα“.
-“Ένας άντρας παντρεύεται μια γυναίκα που πεθαίνει. Μετά παντρεύεται την αδερφή της. Ύστερα πεθαίνει κι ο ίδιος. Δεν ήταν η πρώτη του γυναίκα αδερφή της χήρας του“;
-“Δεν ήρθα δω για να μπλέξω στους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους ενός ξένου νου“, φώναξεν ο Σάχντινγκ. Αχνίζοντας ανταριασμένος, κάθισε βαριά και γύρισε προς τον διπλανό του. “Εντάξει, Καντίνα, η σειρά σου να συνεχίσεις και καλή διασκέδαση“.
Γεμάτος σιγουριά κι αυτοπεποίθηση ο Καντίνα σηκώθηκε και κοίταξεν αγέρωχα τριγύρω. Ήτανε ψηλός για Βαρντ και φορούσε καλοραμμένη στολή με κόκκινες επωμίδες και κόκκινη ρίγα στα μανίκια. Για πρώτη φορά εδώ και κάμποσην ώρα γίνηκε ησυχία. Ικανοποιημένος από το εφέ του στην ομήγυρη, γύρισε προς τον Χίλντερ και μίλησε με φωνή πιο μπάσα και λιγότερο τσιριχτή από των προηγουμένων.
-“Πέρ’ από τ’ ασήμαντα προβλήματα που θέσατε για να διασκεδάσετε με τη σύγχυση των συμπατριωτών μου“, άρχισε με γλοιώδη ευγένεια, “απαντήσατε μ’ ειλικρίνεια και προθυμία στης ερωτήσεις τους. Προσφέρατε πολλές πληροφορίες που ‘ναι πολύτιμες από στρατιωτική άποψη“.
-“Χαίρομαι που το εκτιμάτε“, απάντησεν ο Χίλντερ.
-“Ασφαλώς και το εκτιμάμε. Και πολύ μάλιστα“. Ο Καντίνα του χάρισεν ένα τόσο γλυκερό χαμόγελο που τελικά φάνηκεν ιδιαίτερα κακόβουλο. “Ωστόσο υπάρχει ένα θέμα που απαιτεί κάποια διευκρίνιση“.
-“Και ποιο είναι αυτό“;
-“Αν η παρούσα κατάσταση αντιστρεφόταν, αν ένας μοναχικός ανιχνευτής μας περνούσεν από ανάκριση των Γήινων κι αποκάλυπτε πληροφορίες με τη δική σας προθυμία…” ‘Αφησε τα λόγια του να σβήσουν ενώ το βλέμμα του σκλήραινε. Ύστερα γύρισε τραχιά. “Θα τον θεωρούσαμε προδότη της φυλής του. Η ποινή θα ‘τανε θάνατος“.
-“Τότε είμαι τυχερός που δεν είμαι Βαρντ“, αποκρίθηκεν ο Χίλντερ.
-“Μη βιάζεστε να συγχαρείτε τον εαυτό σας“, τον έκοψεν ο Καντίνα. “Η ποινή του θανάτου δε φοβίζει παρά μόνο κείνους που ‘χουν ήδη καταδικαστεί μ’ αυτή“.
-“Τι θέλετε να πείτε“;
-“Αναρωτιέμαι μήπως είστε κανένας μεγάλος εγκληματίας που ήρθε να βρει άσυλο σε μας. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι λόγοι. Όποιοι κι αν είναι αυτοί, δε διστάζετε να προδώσετε τους συμπατριώτες σας“. Χαμογέλασε πάλι με τον ίδιο τρόπο. “Θα ‘τανε χρήσιμο να ξέραμε γιατί είστε τόσο συνεργάσιμος“.
-“Μπορώ εύκολα να σας λύσω την απορία“, απάντησεν ο Χίλντερ, χαμογελώντας κι αυτός με τρόπο που δεν άρεσε στον Καντίνα. “Το κάθε τι που λέω είναι ψέμα“. Με τα λόγια τούτα, σηκώθηκεν από τη θέση του και προχώρησε θαρραλέα προς την έξοδο. Οι φρουροί τον οδηγήσανε πίσω στο κελί του.
Έμεινε κει για τρεις μέρες ακόμα, τρώγωντας κανονικά κι απολαμβάνοντας το φαγητό του μ’ εκνευριστικήν όρεξη. Σκότωνε την ώρα του σημειώνοντας νούμερα σ’ ένα μικρό καρνέ κεφάτος κι ανέμελος σαν τον μυθικόν ανιχνευτή Λάρυ. Στο τέλος αυτής της περιόδου τον επισκέφθηκεν ένας άγνωστος Βαρντ με βαθιά συλλογισμένο πρόσωπο.
-“Λέγομαι Μπούλακ. Ίσως με θυμάστε, καθόμουνα στη τελευταία σειρά όταν σας εξέταζεν η επιτροπή“.
-“Ήτανε τετρακόσια άτομα κει“, παρατήρησεν ο Χίλντερ. “Δε μπορώ να τους θυμάμαι όλους. Μόνο κείνους που υπέφεραν“. Έσπρωξε μια καρέκλα προς τον επισκέπτη του. “Δεν έχει σημασία. Καθίστε να ξεκουράσετε τα πόδια σας… αν δηλαδή έχετε πόδια μες σ’ αυτές τις περίεργες μπότες. Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος“;
-“Δε ξέρω“.
-“Σίγουρα κάποιος λόγος σας έφερε δω“. Ο Μπούλακ πήρε μελαγχολικήν έκφραση.
-“Προσπαθώ να ξεφύγω από τη σύγχυση“.
-“Ποια σύγχυση“;
-“Εκείνη που σκορπίσατε παντού“. Έτριψε σκεφτικά το μαλλιαρό αφτί του, περιεργάστηκε συλλογισμένος τα δάχτυλά του και μετά κοίταξε τον τοίχο. “Ο βασικός σκοπός της επιτροπής ήταν να καθορίσει τα σχετικά στάνταρντς νοημοσύνης και να δώσει απάντηση στο ζωτικόν ερώτημα αν η εξυπνάδα της ράτσας σας είναι μικρότερη, μεγαλύτερη ή ίση με τη δική μας. Απ’ αυτό και μόνον εξαρτάται το πως θ’ αντιδράσουμε στην επαφή μ’ έναν άλλο κατακτητή του διαστήματος“.
-“Πάντως έκαμα ό,τι μπορούσα για να βοηθήσω, δε συμφωνείτε“;
-“Να βοηθήσετε;” ψέλλισεν ο Μπούλακ, σα να τανε κάποια καινούρια και παράξενη λέξη. “Βοήθεια το λέτε σεις αυτό; Αυτό που θέλαμε να εξακριβώσουμε ήτανε κατά πόσον η λογική σας είναι πιο προχωρημένη από τη δική μας και κατά πόσον αυτό σας οδήγησε σε πιο εξελιγμένα συμπεράσματα“.
-“Λοιπόν“;
-“Τελειώσατε την ανάκριση αφού τσαλακώσατε πρώτα όλους τους νόμους της λογικής. Μια σφαίρα είπατε, δε μπορεί να σκοτώσει κανένα! περάσανε τρεις μέρες κι ακόμα πενήντα από τους επιτρόπους τσακώνονται πάνω σ’ αυτό, χώρια που σήμερα το πρωί κάποιος κατάφερε ν’ αποδείξει πως κανείς δε μπορεί να σκαρφαλώσει σε σκάλα. Φίλοι πάψανε να μιλιούνται, συγγενείς κόψανε και τη καλημέρα… Αλλά κι οι υπόλοιποι τρακόσιοι πενήντα είναι σ’ ελάχιστα καλύτερα χάλια“.
-“Ποιο είναι το πρόβλημά τους;” ρώτησεν ο Χίλντερ μ’ ενδιαφέρον.
-“Τσακώνονται για την ουσία της αλήθειας με κάθε επιχείρημα εκτός από ρόπαλο“, εξήγησεν ο Μπούλακ μ’ έκφραση σα να μιλούσεν αναγκαστικά για κάτι πρόστυχο. “Το κάθε τι που λέτε είναι ψέμα! Συνεπώς κι αυτός ο ισχυρισμός είναι ψέμα. Συνεπώς το κάθε τι που λέτε δεν είναι ψέμα. Το συμπέρασμα είναι πως όλα όσα λέτε είναι ψέματα μόνον αν δεχτούμε πως όλα όσα λέτε δεν είναι ψέματα. Κι ωστόσο δε μπορεί να λέτε πάντα ψέματα κι αυτό να ‘ναι αλήθεια“.
-“Είναι πρόβλημα“, παραδέχτηκε συμπονετικά ο Χίλντερ.
-“Είναι ακόμα χειρότερο“, τονε διαβεβαίωσεν ο Μπούλακ, “γιατί αν στ’ αλήθεια λέτε πάντα ψέμματα -ισχυρισμός με λογικήν αντίφαση- τότε όλα όσα μας είπατε είναι σκέτα παραμύθια. Αν πάλι μας είπατε μόνον αλήθεια, τότε κι ο τελευταίος ισχυρισμός ότι λέτε ψέματα, πρέπει να ‘ναι αλήθεια. Αλλ’ αν λέτε πάντα ψέματα τότε τίποτε δεν είναι αλήθεια“.
-“Πάρτε μια βαθιάν ανάσα“, τονε συμβούλεψεν ο Χίλντερ.
-“Όμως“, συνέχισεν ο Μπούλακ, αφού πήρε μια βαθιάν ανάσα, “εφόσον ο τελευταίος ισχυρισμός είναι ψέμα τότε όλα τ’ άλλα μπορεί να ‘ναι αλήθεια“. Τα μάτια του γυαλίσανε παράξενα κι άρχισε να κουνά έξαλλα τα χέρια. “Αλλά είναι κείνο το αναθεματισμένο ‘κάθε τι’ που κάνει αδύνατο να εκτιμηθεί η αλήθεια ή μη, οποιασδήποτε δήλωσης γιατί αναλύοντάς την υπάρχει μια άλυτη αντίφαση η οποία…”
-“Ελάτε, ηρεμήστε“, έκανε ο Χίλντερ χτυπώντας τον φιλικά στον ώμο, “είναι φυσικόν οι κατώτεροι να παθαίνουνε σύγχυση από την επαφή τους με τους ανώτερους. Το πρόβλημα είναι πως δεν έχετε ακόμα προοδέψει αρκετά. Η συλλογιστική σας παραμένει λίγο πρωτόγονη“. Δίστασε λιγάκι πριν προσθέσει με ύφος σα να ‘κανε κάποια τολμηρήν εικασία. “Εδώ που τα λέμε, δε θα μου ‘κανεν εντύπωση αν μάθαινα πως συνεχίζετε να σκέφτεστε λογικά“.
-“Για τ’ όνομα του Μεγάλου Ήλιου“, φώναξεν ο Μπούλακ, “πως αλλιώς μπορεί να σκέφτεται κανείς“;
-“Σαν κι εμάς“, εξήγησεν ο Χίλντερ. “Όταν βέβαια προοδέψετε πνευματικά“. Βημάτισε πάνω-κάτω στο κελί του και μετά πρόσθεσε με περισπούδαστον ύφος: “Στο τωρινό σας επίπεδο δε θα μπορούσατε ποτέ να λύσετε το πρόβλημα της προέλευσης του αβγού και της κότας“.
-“Το πρόβλημα του αβγού και της κότας;” τραύλισε χαζά ο Μπούλακ.
-“Καλά, ας δοκιμάσουμε κάτι πιο απλό, κάτι που θα κατάφερνε ο κάθε πιτσιρικάς της Γης“.
-“Λόγου χάρη“;
-“Εξ ορισμού ένα νησί είναι μια έκταση στεριάς που περιβάλλεται από νερό, έτσι“;
-“Ναι, πολύ σωστά“.
-“Τότε ας υποθέσουμε πως ολόκληρο το βόρειο ημισφαίριο αυτού του πλανήτη είναι στεριά κι ολόκληρο το νότιο, νερό. Λοιπόν, το βόρειο ημισφαίριο είναι νησί ή το νότιο λίμνη“;
Ο Μπούλακ το συλλογίστηκε για κανά πεντάλεπτο. Ύστερα ζωγράφισε κύκλο στο χαρτί, το χώρισε στα δυο, σκίασε το πάνω μισό και μετά εξέτασε σκεφτικά το αποτέλεσμα. Στο τέλος έχωσε το χαρτί στη τσέπη και σηκώθηκε.
-“Μερικοί από μας, θα σας κόβαν ευχαρίστως το λαιμό, αν δεν ανησυχούσανε μήπως ξέρουν οι δικοί σας που βρίσκεστε και μας κάνουν αντίποινα. Μερικοί άλλοι θα σας στέλνανε πίσω με τιμές, αν δε τους προβλημάτιζε το ρίσκο να σκύψουνε το κεφάλι σε μια κατώτερη ράτσα“.
-“Θα πρέπει να πάρουνε μιαν απόφαση κάποτε“, παρατήρησεν ο Χίλντερ, μη δείχνοντας να τον ενδιαφέρει ποια θα ‘ταν αυτή η απόφαση.
-“Στο μεταξύ“, συνέχισεν ο Μπούλακ μαζοχιστικά, “ρίξαμε μια ματιά στο σκάφος σας, που μπορεί να ‘ναι παλιό αλλά μπορεί και καινούργιο, ανάλογα με το αν μας είπατε ψέματα ή όχι. Μπορούμε να εξετάσουμε τα πάντα εκτός απ’ τις μηχανές και τα τηλεκοντρόλ, τα πάντα εκτός από κείνα που ‘χουνε σημασία. Για ν’ αποφασίσουμε αν είναι πιο εξελιγμένα από τα δικά μας, πρέπει να το διαλύσουμε, αλλά έτσι θα το καταστρέφαμε και θα μένατε αναγκαστικά αιχμάλωτος“.
-“Και ποιος σας εμποδίζει να το κάνετε“;
-“Η σκέψη πως μπορεί να ‘στε δόλωμα. Αν η ράτσα σας έχει μεγάλη δύναμη και γυρεύει κάποιαν αφορμή να μας χτυπήσει, θα βρει έτσι το πρόσχημα. Η αιχμαλωσία σας από μας θα ‘ταν ιδανική αφορμή πολέμου. Η σπίθα που θα ‘βαζε φωτιά στη μπαρουταποθήκη“. Έκανε χειρονομία απόγνωσης. “Τι μπορεί να κάνει κανείς όταν ψάχνει στο απόλυτο σκοτάδι“;
-“Θα μπορούσε ίσως ν’ αναρωτηθεί κατά πόσον ένα πράσινο φύλλο εξακολουθεί να ‘ναι πράσινο ακόμα κι όταν δεν υπάρχει φως“.
-“Δεν αντέχω άλλο“, βόγγηξε ο Μπούλακ πηγαίνοντας προς τη πόρτα. “Φτάνουνε και περισσεύουν όσα άκουσα. Νησί λέει ή λίμνη; Τι χρώμα έχει ένα πράσινο φύλλο στο σκοτάδι! Και τι με νοιάζει μένα; Πάω να δω τον Μορντάφα“. Με τα λόγια τούτα αναχώρησε παίζοντας νευρικά τα δάχτυλά του, ενώ η γούνα του τρεμούλιαζε κυματιστά. Οι δυο φρουροί απέξω κοιτάξανε τον Χίλντερ πίσω από τα κάγκελα με το αλαφιασμένο βλέμμα ανθρώπων που τους αναθέσανε να προσέχουν έναν επικίνδυνο μανιακό.
Ο Μορντάφα εμφανίστηκε το απομεσήμερο της άλλης μέρας. Ήταν ένας αδύνατος, ηλικιωμένος και κάπως ζαρωμένος τύπος, με ασυνήθιστα νεανικά μάτια. Κάθισε σε μια καρέκλα και περιεργάστηκε τον Χίλντερ με μελετημένα περίσκεπτον ύφος.
-“Απ’ ό,τι άκουσα κι απ’ όσα μου ‘πανε συμπεραίνω ένα βασικό κανόνα που ισχύει για κάθε μορφή ζωής που διαθέτει νοημοσύνη“.
-“Τον συμπεραίνετε“;
-“Αναγκαστικά. Δε μπορώ να κάνω διαφορετικά. Όλες οι μορφές ζωής που ανακαλύψαμε ως σήμερα, δε διέθεταν αληθινή νοημοσύνη. Μερικές είχανε κάτι που ‘μοιαζε, μα τίποτε το γνήσιο. Είναι φανερό πως η ράτσα σας έχει αποκτήσει εμπειρίες που μπορεί να γίνουνε και δικές μας κάποτε, αλλά για την ώρα μας λείπουν. Από την άποψην αυτήν είμαστε τυχεροί που ‘δαμε στις μέρες μας ότι αποτέλεσμα μιας τέτοιας επαφής είναι καθαρά θέμα κρίσης. Δε θα μπορούσα να τ’ αξιολογήσω με σιγουριά“.
-“Και ποιος είναι ο κανόνας που είπατε“;
-“Ότι κάθε κυβέρνηση οποιασδήποτε μορφής ζωής σα τη δική μας, αποτελείται μάλλον από λάτρεις της δύναμης παρά από σπεσιαλίστες“.
-“Λοιπόν δε συμβαίνει αυτό“;
-“Δυστυχώς συμβαίνει. Η δύναμη πέφτει στα χέρια κείνων που επιζητούνε την εξουσία κι όχι κείνων που ‘χουν άλλα ενδιαφέροντα“. Κοντοστάθηκε λίγο πριν συνεχίσει. “Μ’ αυτά δε θέλω να πω πως εκείνοι που μας κυβερνάν είναι ηλίθιοι. Είναι πολύ έξυπνοι στο συγκεκριμένο χώρο τους, της οργάνωσης των μαζών. Αλλά με το ίδιο κριτήριο, είναι αξιολύπητα αδαείς σ’ ό,τι αφορά στους άλλους χώρους. Γνωρίζοντας αυτό τον κανόνα, η τακτική σας ήταν να εκμεταλλευτείτε αυτή τους την άγνοια. Τ’ αδύνατο σημείο της εξουσίας είναι που δε μπορεί να μειωθεί στα μάτια του κοινού και να διατηρήσει τη δύναμή της. Το να παίζεις με την άγνοια της εξουσίας σημαίνει να στομώνεις το μαχαίρι της δύναμής της“.
-“Χμ!” Ο Χίλντερ τονε περιεργάστηκε μ’ όλο και μεγαλύτερην εκτίμηση. “Είστε ο πρώτος που συνάντησα και που μπορεί να δει πέρ’ από την άκρη της μύτης του“.
-“Ευχαριστώ“, αποκρίθηκεν ο Μορντάφα. “Τώρα το ίδιο το γεγονός ότι διακινδυνεύσατε να ‘ρθετε δω μόνος κι η σύγχυση που προκαλέσατε στους ηγέτες μας, δείχνει πως η ράτσα σας έχει αναπτύξει κάποια τεχνική για τις συγκεκριμένες συνθήκες. Διόλου απίθανο να ‘χετε μια σειρά τεχνικών για διάφορες ενδεχόμενες συνθήκες“.
-“Συνεχίστε“, παρότρυνεν ο Χίλντερ.
-“Αυτές οι τεχνικές βασίζονται μάλλον σ’ εμπειρικές παρά σε θεωρητικές γνώσεις“, συνέχισεν ο Μορντάφα. “Μ’ άλλα λόγια, είναι αποτέλεσμα μακρόχρονης πείρας, διορθώσεων πολλών λαθών, αναζήτησης πρακτικών μεθόδων κι αγώνων να επιτευχθούν τα μέγιστα αποτελέσματα με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια“. Έρριξε μια ματιά στον γήινο: “Έχω δίκιο ως εδώ“;
-“Καλά τα πηγαίνετε”.
-“Ως σήμερα έχουμε πατήσει πόδι σε σαρανταδυό πλανήτες δίχως να χρειαστεί να συγκρουστούμε, παρά μόνο με πρωτόγονες μορφές ζωής. Μπορεί να βρούμε αντάξιους αντιπάλους στον τεσσαρακοστό τρίτο πλανήτη όταν αυτός ανακαλυφθεί. Ποιος ξέρει; Ας υποθέσουμε χάρη της κουβέντας, πως υπάρχουν νοήμονα πλάσματα σ’ έναν από κάθε σαραντατρείς πλανήτες“.
-“Και που καταλήγουμε μ’ αυτό;” ρώτησεν ο Χίλντερ.
-“Υπολογίζω“, εξήγησε ο Μορντάφα σκεφτικά, “πως απαιτείται να προηγηθεί επαφή με τουλάχιστον έξι άλλους πολιτισμούς, προκειμένου να τελειοποιηθεί η τεχνική αντιμετώπισης ξένων λαών και σ’ άλλους κόσμους. Συμπερασματικά, η ράτσα σας πρέπει να ‘χει ανακαλύψει κι εξερευνήσει, όχι λιγότερους από διακόσιους πενήντα κόσμους. Αυτόν είναι το ελάχιστο δυνατό. Ο σωστός αριθμός μπορεί να ‘ναι κείνος που μας αναφέρατε ο ίδιος“.
-“Και δεν είναι ψέμματα κάθε τι που λέω;” ρώτησεν ο Χίλντερ χαμογελώντας.
-“Αυτό είναι άνευ σημασίας, φτάνει οι ηγέτες μας να ‘χανε το νου να το δούνε. Μπορεί να διαστρεβλώσατε ή να παραλλάξατε μερικά πράματα για προσωπικούς σας λόγους. Αν ναι, δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. Η ουσία δεν αλλάζει, πως οι διαστημικές σας περιπλανήσεις πρέπει να είναι σημαντικά πιο εκτεταμένες από τις δικές μας. Κατά συνέπεια, πρέπει να ‘στε πολύ πιο παλιά ράτσα, πιο εξελιγμένη κι αριθμητικά ισχυρότερη από τη δική μας“.
-“Είναι αρκετά λογικό συμπέρασμα“, παραδέχτηκεν ο Χίλντερ μ’ ακόμα πιο πλατύ χαμόγελο.
-“Τώρα μην αρχίσετε τα κόλπα σας και μαζί μου“, τον ικέτεψεν ο Μόρνταφα. “Αν με σαγηνέψετε με κανένα συναρπαστικό λογικό σόφισμα, δε θα ησυχάσω αν δε βρω τη λύση του και κάτι τέτοιο δε θα ‘τανε προς όφελος κανενός μας“.
-“Α ώστε ήρθατε με καλούς σκοπούς για μένα“;
-“Κάποιος πρέπει να πάρει απόφαση, αφού τα μεγάλα κεφάλια μας χάσανε πια το νου τους. Θα προτείνω ν’ αφεθείτε λεύτερος με τις καλύτερες ευχές και διαβεβαιώσεις μιας ειλικρινούς φιλίας“.
-“Και νομίζετε πως θα μ’ αφήσουν να φύγω“;
-“Ξέρετε πως θα σας αφήσουν. Αυτό άλλωστε περιμένατε από την αρχή“. Ο Μορντάφα τονε κοίταξε πονηρά. “Θ’ αρπάξουνε την ευκαιρία να διασώσουνε το γόητρό τους. Αν πετύχει η δουλειά, η δόξα θα ‘ναι δική τους. Αν αποτύχει, θα τα φορτώσουν όλα στη ράχη μου“. Έμεινε συλλογισμένος για λίγο και μετά ρώτησε με φανερή περιέργεια: “Τα ίδια συναντήσατε και σ’ άλλους κόσμους“;
-“Ακριβώς τα ίδια“, τονε διαβεβαίωσεν ο Χίλντερ. “Και πάντα βρισκότανε κάποιος Μορντάφα να δώσει λύση με τον ίδιο τρόπο. Βλέπετε, εξουσία κι αποδιοπομπαίοι τράγοι πάνε χέρι-χέρι σαν αντρόγυνο“.
-“Θα ‘θελα να συναντήσω τους κοσμικούς συναδέλφους μου κάποια μέρα“. Ο Μορντάφα σηκώθηκε και πήγε προς τη πόρτα. “Αν δεν είχα εμφανιστεί, πόσο θα περιμένατε μέχρι να πιάσουνε τα ψυχολογικά σας κόλπα“;
-“Μέχρι να εμφανιζότανε κάποιος σαν κι εσάς. Όταν δε παρουσιάζεται από μόνος του, οι δυνατοί που κυβερνάνε, χάνουνε την υπομονή τους και στέλνουνε κάποιον με το ζόρι. Ο καταλύτης γεννιέται από την ίδια του τη ράτσα. Η εξουσία ζει, τρώγοντας τα σωθικά της“.
-“Λογικά παράδοξη τοποθέτηση“, παρατήρησεν ο Μορντάφα, σα να τον μάλωνε φιλικά. Ύστερα έφυγε. Ο Χίλντερ στάθηκε πίσω από τη πόρτα κοιτάζοντας μες από τα κάγκελα που υπήρχανε στο πάνω μέρος της. Οι δυο φρουροί του ήταν ακουμπισμένοι στον αντικρυνό τοίχο και για μια στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρωθήκανε.
-“Ουδεμία γάτα έχει οκτώ ουρές. Κάθε γάτα έχει μιαν ουρά περισσότερη από την ουδεμία γάτα. Συνεπώς κάθε γάτα έχει εννιά ουρές“, τους είπε με φιλικήν εγκαρδιότητα. Εκείνοι σουφρώσανε τα φρύδια τους και τονε κοιτάξανε μ’ απέχθεια…
Μια πολύ εντυπωσιακή αντιπροσωπεία τονε συνόδεψε πίσω στο σκάφος του. Κι οι τετρακόσιοι επίτροποι ήτανε παρόντες, κάπου ένα τέταρτο απ’ αυτούς με στολή κι οι υπόλοιποι με τα κυριακάτικά τους. Μια ένοπλη τιμητική φρουρά, του παρουσίασεν όπλα στο σχετικό γαύγισμα του αξιωματικού της. Ο Καντίνα έβγαλε ένα γλυκερό λόγο όλο αδελφικές αγάπες και περί του λαμπρού μέλλοντος που ανοιγόταν μπροστά τους. Κάποιος του πρόσφερε ένα μπουκέτο μ’ αγριόχορτα που βρωμούσαν απαίσια κι ο Χίλντερ αναλογίστηκε φιλοσοφικά, πόσο πρέπει να διέφεραν τα οσμητικά τους όργανα. Αφού σκαρφάλωσε τα ογδόντα μέτρα ως τη πόρτα, ο Χίλντερ κοντοστάθηκε και κοίταξε κάτω. Ο Καντίνα του κούνησε το χέρι σ’ επίσημο χαιρετισμό. Το πλήθος γκάριζε “ουρά” και “ζήτω” με κατευθυνόμενο ρυθμό. Φύσηξε τη μύτη του σ’ ένα μαντίλι -ξεφουσκωτική κίνηση νούμερο εννιά- έκλεισε τα στεγανά και κάθισε μπροστά στη κονσόλα ελέγχου.
Οι προωθητήρες του ανάψαν με σιγανά μουγκρητά. Ένας κουρνιαχτός σηκώθηκε ολόγυρα, πασπαλίζοντας με σκόνη το πλήθος. Αυτή η τελευταία πινελιά ήτανε τυχαία και δεν αναφερότανε στο βιβλίο. “Κρίμα“, σκέφτηκε, “έπρεπε να την έχουνε συμπεριλάβει. Θα πρέπει να ‘μαστε συστηματικοί μ’ αυτά τα πράματα. Το σήκωμα κουρνιαχτού θα ‘πρεπε να συμπεριληφθεί στο σχετικό κεφάλαιο περί αποχαιρετισμού ενός πλανήτη“.
Το σκάφος υψώθηκε ροχαλίζοντας προς τον ουρανό κι αφήνοντας πίσω του τον κόσμο των Βαρντ. Ο Χίλντερ έμεινε στο κοντρόλ μέχρι που βγήκε από το βαρυτικό πεδίο του συστήματος. Ύστερα έστρεψε το ρύγχος προς τη περιοχή του ραδιοφάρου κι έθεσε σε λειτουργία τον αυτόματο πιλότο. Για λίγην ώρα έμεινε ατενίζοντας συλλογισμένα πέρα στην αστροστόλιστη απεραντοσύνη. Ύστερα από λίγο αναστέναξε κι άρχισε να συμπληρώνει το ημερολόγιο του σκάφους.
“Κύβος Κ49, Τομέας 1ος, ηλιακή διαβάθμιση Δ7. Όνομα Βαρντ. Ζωικές μορφές με το ίδιον όνομα, βαθμός κοσμικής νοημοσύνης ΒΒ, διαστημικά ταξίδια σαράντα δύο, αποικίες.
Σχόλιο: Στρωμένη δουλειά“.
Κοίταξε στη μικρή βιβλιοθήκη του στερεωμένη στο ατσάλινο τοίχωμα του μπουλμέ. Λείπανε δυο τόμοι. Οι Βαρντ είχανε σουφρώσει τους δυο πιο γεμάτους με διαγράμματα κι εικόνες. Είχαν αφήσει τους υπόλοιπους, μη διαθέτοντας το κλειδί για να μεταφράσουνε το γραπτό κείμενο. Δεν είχαν αγγίξει τον κοντινότερο τόμο με τίτλο: “Διαβολογική: Η Επιστήμη Του Να Τρελαίνεις Τον Κόσμο“.
Ο Χίλντερ αναστέναξε πάλι, έβγαλε ένα χαρτί από το συρτάρι και ξεκίνησε την εκατοστή, διακοσιοστή, μπορεί και τριακοσιοστή προσπάθεια να βρει έναν αριθμό Άλεφ μεγαλύτερο του του Α αλλά μικρότερο του Γ. Τραβούσεν αφηρημένα τις τρίχες των μαλλιών του μέχρι που σηκωθήκανε τούφες-τούφες σα σουράβλια.
Μπορεί να μη το ‘ξερε, αλλά δε φαινότανε τόσο στα καλά του κι ο ίδιος…
__________________
Eric Frank Russell
Diabologic (1955)
Μτφρ.:Γιώργος Μπαλάνος