Waddell Martin S.: Αγάπα Με, Αγάπα Με, Αγάπα Με

Βιογραφικό

Ο Martin S. Waddell είναι συγγραφέας παιδικών βιβλίων από το Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Μπορεί να είναι περισσότερο γνωστός για τα κείμενά του με εικονογραφημένα βιβλία που παρουσιάζουν ανθρωπόμορφα ζώα, ειδικά τη σειρά Little Bear που εικονογραφήθηκε από τη Barbara Firth (δεν πρέπει να συγχέεται με τη σειρά Little Bear των Minarik & Sendak). Γράφει επίσης με το ψευδώνυμο Catherine Sefton για μεγαλύτερα παιδιά, κυρίως ιστορίες φαντασμάτων και μυθοπλασία. Το έργο του Sefton που διατηρείται ευρύτερα στις βιβλιοθήκες WorldCat είναι το μυθιστόρημα In a Blue Velvet Dress (1972). Για τη «διαρκή συνεισφορά» του ως συγγραφέας για παιδιά, ο Waddell έλαβε το μετάλλιο Hans Christian Andersen το 2004 – ο πρώτος Ιρλανδός συγγραφέας που τιμάται τόσο πολύ.
     Ο Waddell γεννήθηκε στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας 10 Απρίλη 1941 – στη διάρκεια μιας βομβαρδιστικής επιδρομής στο Μπέλφαστ,- κι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη γειτονική County Down, στο Newcastle, όπου ζει τώρα.. Ως παιδί, μεγάλωσε με αγάπη για τα ζώα και συχνά έλεγε ιστορίες με ζωηρό τρόπο. Αυτό τον ενέπνευσε κι “η αγάπη της ιστορίας” που του έμεινε από τότε. Προερχόμενος από οικογένεια ηθοποιών και συγγραφέων, πέρασε μεγάλο μέρος του χρόνου του ως παιδί παρέα με αφηγητές. Του είπαν ιστορίες για ανοησίες, για μύθους, για χώρες μακρυνές και κοντινές. Αυτές οι ιστορίες αιχμαλώτισαν τη φαντασία του νεαρού αγοριού και του δημιούργησαν μια ξεχωριστή αίσθηση του ανήκειν και μια ισχυρή αίσθηση του τόπου. Φιλοδοξούσε σε νεαρή ηλικία να γίνει ποδοσφαιριστής κι υπέγραψε στην ομάδα Fulham F.C. Ο Waddell ισχυρίζεται πως σημείωσε χατ-τρικ στο ντεμπούτο του στο ποδόσφαιρο, αλλά τελείωσε τη καρριέρα του ως τερματοφύλακας.
     Όταν έγινε σαφές ότι το μέλλον του δεν ήταν στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο, ο Waddell στράφηκε στην άλλη του αγάπη κι άρχισε να γράφει (αργότερα θα συνδύαζε τα δύο στη σειρά παιδικών βιβλίων Napper με επίκεντρο το ποδόσφαιρο). Αρχικά, έγραφε για ενήλικες. Η πρώτη του πραγματική επιτυχία ήταν ένα κωμικό θρίλερ, το Otley, το οποίο μετατράπηκε σε ταινία με πρωταγωνιστές τον Tom Courtenay και τη Romy Schneider. Αυτό του έδωσε την οικονομική ανεξαρτησία να αφιερώσει όλο τον χρόνο του στη συγγραφή. Έγινε ένας από τους πιο παραγωγικούς και επιτυχημένους συγγραφείς για παιδιά με πάνω από 100 βιβλία στο όνομά του.

     Αφού επέστρεψε στη Βόρεια Ιρλανδία στα τέλη της δεκαετίας του 60’s, έγραψε βιβλία που αντανακλούσαν τη μεταβαλλόμενη κατάσταση στη πατρίδα του. Σύντομα η αγάπη του για την αφήγηση θα τον τραβούσε στο να γράφει παιδική λογοτεχνία. Το 1972, πήγε σε μια εκκλησία για να σταματήσει κάποιους βάνδαλους και ενεπλάκη σε μιαν έκρηξη στο Donaghadee -εμπειρία που του πήρε χρόνια για να ξεπεράσει. Ως συγγραφέας, σχεδόν όλες οι ιστορίες του είναι εμπνευσμένες από γεγονότα ή μέρη στη ζωή του στους πρόποδες των βουνών Morne. Όπως ισχυρίστηκε ειρωνικά, “Με έχουν ανατινάξει, με έχουν θάψει ζωντανό κι είχα καρκίνο ως ενήλικας, κι επιβίωσα από όλες αυτές τις εμπειρίες, οπότε είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος“.
     Του αρέσει να γράφει για μωρά και για εφήβους, και για τις ενδιάμεσες ηλικίες. Τα βιβλία του περιλαμβάνουν ποδοσφαιρικές ιστορίες (σειρά Napper), βραβευμένα βιβλία με εικόνες και μυθιστορήματα που εξετάζουν τον αντίκτυπο της κατάστασης στη Βόρεια Ιρλανδία στις ζωές των νέων. Έχει επίσης γράψει πολλά βιβλία για εκπαιδευτικούς εκδότες. Ο Μάρτιν έχει κερδίσει πολλά βραβεία και βραβεία, μεταξύ των οποίων το βραβείο Smarties για το Can’t You Sleep Little Bear και το Farmer Duck. Έχει προταθεί για το βραβείο Guardian Young Fiction για τα Starry Night και Along a Lonely Road και για το βραβείο Carnegie με το Frankie’s Story. Το Park in the Dark κέρδισε το βραβείο Emil/Kurt Maschler και το Rosie’s Babies κέρδισε το βραβείο καλύτερου βιβλίου για μωρά.
     Ο Waddell κι ο Firth κέρδισαν το βραβείο Kurt Maschler, AKA the Emil, για το The Park in the Dark (Walker, 1989). Από το 1982 έως το 1999, το βραβείο αναγνώριζε ετησίως ένα βρεττανικό έργο φαντασίας για παιδιά, στο οποίο το κείμενο κι η εικονογράφηση είναι ενσωματωμένα έτσι ώστε το καθένα να ενισχύει και να εξισορροπεί το άλλο. Το διετές Βραβείο Hans Christian Andersen, που απονέμεται από το International Board on Books for Young People, είναι η υψηλότερη αναγνώριση σταδιοδρομίας που διατίθεται σε συγγραφέα ή εικονογράφο παιδικών βιβλίων. Ο Waddell έλαβε το βραβείο συγγραφής το 2004. Ο Waddell έχει γράψει πολλά βιβλία για παιδιά όλων των ηλικιών. Γράφει επίσης με το ψευδώνυμο Catherine Sefton που το χρησιμοποιεί για βιβλία με πιο σοβαρό θέμα για μεγαλύτερα παιδιά. Ο Μάρτιν δεν δίστασε ποτέ να γράψει για δύσκολες καταστάσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν μερικές φορές τα παιδιά, αυτό δεν αντικατοπτρίστηκε ποτέ περισσότερο στα βιβλία του. Τα Starry NightFrankie’s Story και  The Beat of the Drum αντιμετωπίζουνε τις δυσκολίες, το θυμό και τη θλίψη που αποδίδονται στα πολιτικά προβλήματα στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά από την οπτική γωνία ενός εφήβου. Τώρα δημοσιεύει όλα του τα βιβλία με το δικό του επίθετο.



    Τα βιβλία του για μικρότερα παιδιά, τα οποία είπε ότι είναι γραμμένα για καθαρή απόλαυση και διασκέδαση, έχουν κερδίσει ορισμένα βραβεία κύρους, όπως το Βραβείο Βιβλίου Smarties για όχι μία αλλά δύο περιπτώσεις. Έχει επίσης κερδίσει το Εικονογραφημένο Βιβλίο της Χρονιάς για Παιδιά του Βρετανικού Βραβείου Βιβλίου, το Καλύτερο Βιβλίο Μωρών της Χρονιάς, το Βραβείο Kurt Maschler και το Βραβείο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν ως αναγνώριση της προσφοράς του στην παιδική λογοτεχνία, για να αναφέρουμε μόνο μερικά. Η εξαιρετικά επιτυχημένη σειρά του Big Bear, Little Bear λατρεύεται από τα παιδιά σε όλο τον κόσμο, όπως και πολλοί άλλοι τίτλοι, και η εμπειρία του ως ποδοσφαιριστής στα νιάτα του έχει μεταφραστεί σε βιβλία όπως η σειρά Napper.
    Ο Waddell απολαμβάνει επίσης να γράφει για φαντάσματα, καθώς λέει ότι όχι μόνο είναι διασκεδαστικά αλλά μπορούν επίσης να δείξουν ότι το παρελθόν μπορεί να επηρεάσει το μέλλον. Είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς, ταλαντούχους και σεβαστούς συγγραφείς παιδικών βιβλίων σήμερα. Έχει συνεργαστεί με πολλούς εξαιρετικούς εικονογράφους, έχει κερδίσει πολυάριθμα βραβεία και τιμάται ιδιαίτερα από δασκάλους, βιβλιοθηκονόμους και γονείς. Ο Μάρτιν ήτανε τόσο παραγωγικός όσο κι επιτυχημένος. Έχει γράψει πάνω από 200 ιστορίες για παιδιά όλων των ηλικιών και πάνω από 14 εκατομμύρια αντίτυπα των βιβλίων του έχουνε βρει το δρόμο τους στα χέρια ανυπόμονων παιδιών σε σπίτια σε όλο τον κόσμο.
     Η πεποίθησή του πως η ιστορία πρέπει να απευθύνεται άμεσα στα ενδιαφέροντα των παιδιών -είτε πρόκειται για τις ελπίδες τους, τους φόβους τους ή την αίσθηση της διασκέδασης τους- έχει εξασφαλίσει ότι τα παιδιά (κι οι γονείς!) έχουν αγαπήσει κι εκτιμούν τα βιβλία του. Όταν ρωτήθηκε από πού αντλεί την έμπνευσή του, η απάντηση του Μάρτιν οδηγεί αναπόφευκτα σε κείνο το μικρό αγόρι που μεγάλωσε ανάμεσα σε φανταστικές ιστορίες με τη Θάλασσα της Ιρλανδίας στα πόδια του και τα βουνά του Μορν στη πλάτη του, τα ίδια μέρη που κατοικεί σήμερα.
     Πατέρας μεγάλων παιδιών, ο Μάρτιν ζει με τη γυναίκα του στο σπίτι τους δίπλα στη θάλασσα, όπου γράφει και περιγράφει τον εαυτό του ως «ευτυχισμένο άνθρωπο». Ζει δίπλα στη θάλασσα στη Βόρεια Ιρλανδία με τη γυναίκα του, τους τρεις γιους του και τη σκυλίτσα τους, Μπέσυ, μόνο μερικές εκατοντάδες μέτρα από το χώρο που μεγάλωσε. Η παραλία που έπαιζε ως παιδί είναι η ίδια παραλία που έπαιζε με τα δικά του παιδιά. Από το μικρό αγόρι που του έλεγαν ιστορίες, ο Μάρτιν έγινε ο ίδιος αφηγητής, λέγοντας παραμύθια σε παιδιά σε όλο τον κόσμο.

ΕΡΓΑ

Novels
In a Blue Velvet Dress (1972) [only as by Catherine Sefton]
The Back House Ghosts (1974) only appeared as:
Variant: The Back House Ghosts (1974) [as by Catherine Sefton]
Variant: The Haunting of Ellen: A Story of Suspense (1975) [as by Catherine Sefton]
Variant: The Haunting of Ellen (1991) [as by Catherine Sefton]
Emer’s Ghost (1981) [only as by Catherine Sefton]
The Blue Misty Monsters (1985) [only as by Catherine Sefton]
The Ghost Girl (1985) [only as by Catherine Sefton]

Anthologies
The Orchard Book of Ghostly Stories (2005)

Chapbooks
Harriet and the Robot (1985) [also as by Martin S. Waddell

Short Fiction
The Importance of Remaining Ernest (1963) only appeared as:
Variant: The Importance of Remaining Ernest (1963) [as by M. S. Waddell]
Translation: Kandidaten für Block B [German] (1966) [as by M. S. Waddell]
The Pale Boy (1963) [only as by M. S. Waddell]
Hand in Hand (1964) also appeared as: Translation: Hand in Hand [German] (1973) [as by M. S. Waddell]
The Treat (1964)
Love Me, Love Me, Love Me (1965) [only as by M. S. Waddell]
Man Skin (1965) only appeared as: Variant: Man Skin (1965) [as by M. S. Waddell] Translation: Menschenhaut [German] (1967) [as by M. S. Waddell]
Cannibals (1966)
The Old Adam (1966)
Suddenly – After a Good Supper (1967) also appeared as: Translation: Неожиданно… после хорошего ужина? [Russian] (1992) [as by Мартин Уоддел?
Whisper (1967)
Bloodthirsty (1968)
Old Feet (1968) also appeared as: Translation: Alte Füße [German] (1971)
The Fat Thing (1969)
Fried Man (1970)
Beware of the Ghost! (1980) [only as by Catherine Sefton]
Harriet and the Robot (1985) [also as by Martin S. Waddell]
The Butterfly Girl (1992)

     Δε θα πω περισσότερα, διαβάστε τη…

==========================

Αγάπα Με, Αγάπα Με, Αγάπα Με

Δεν ήμουν μόνος.
Σταμάτησα και κοίταξα πίσω.
Ήξερα ότι ήταν κάποιος εκεί, κάποιος που ακολουθούσε, κάποιος που δεν ήθελε να φανερωθεί, κάποιος ντροπαλός.
Λοιπόν, εντάξει, δεν ήταν κανείς εκεί.
Μπορεί να ήταν μόνο η φαντασία μου… πάλι.
Αναψα ένα τσιγάρο, σταματώντας κάτω από τη λάμπα του δρόμου.
Μπορεί να ήταν τα νεύρα μου, μπορεί να δούλευα πολύ, μπορεί τώρα να ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνω κάτι γι’ αυτό.
Δεν είμαι φτιαγμένος από σίδερο. Καιρός να ξεκουραστώ λίγο.
Ανηφόρισα στη λεωφόρο μετρώντας μηχανικά τα βήματά μου, ανάμεσα στα δέντρα που φύτρωναν κι από τις δύο πλευρές.
Ο Χάρκορτ μπορούσε να τα καταφέρει… καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Ήταν ικανός κι ήξερε τα κόλπα. Τίποτε δεν θα μπορούσε να πάει στραβά με τον Χάρκορτ στη διεύθυνση. Δεν υπήρχε ανάγκη να φύγω πραγματικά. Θα μπορούσα να μείνω σπίτι… όπου θα ήμουν διαθέσιμος αν συνέβαινε κάτι.
Αυτό το συναίσθημα πάλι, το συναίσθημα ότι κάποιος με παρακολουθούσε. Αγωνίστηκα ενάντιά του, αλλά ήταν μάταιο.
Κοίταξα πίσω.
Τίποτε.
Ένας ήσυχος δρόμος, δέντρα, θάμνοι κι ένα τυχαίο φιλικό φως που τρεμόσβηνε πάνω από την κορφή ενός φράκτη, μόνο που δεν υπήρχαν πολλά τώρα όπως υπήρχαν συνήθως γιατί ήταν αργά ή νωρίς, ανάλογα με τον τρόπο που το βλέπετε. Μία και τριάντα μετά τα μεσάνυχτα, ένα δροσερό πρωινό, όχι δυσάρεστο. Ο τρόπος που το βλέπω εγώ… ο καλύτερος τρόπος για να χαλαρώσεις’ όχι να ξαπλώσεις στο κρεβάτι, αλλά να σηκωθείς και να περπατήσεις. Όχι μακριά, έτσι λίγο κάτω στο δρόμο και πίσω, κάνει τις σκέψεις να σταματούν, κάνει τα πράγματα ασήμαντα. Ανθρωποι… παρά πολλοί άνθρωποι τη μέρα… κανένας τη νύχτα… συνήθως.
Έτσι, τάχυνα το βήμα. Ίσως να ήταν καλύτερα να γυρίσω σπίτι, να πέσω στο κρεβάτι. Αυτό το συναίσθημα… αυτό ήταν το κακό. Τα πόδια στο έδαφος… οι άνθρωποι που έχουν πόδια στο έδαφος δεν αρχίζουν να φαντάζονται οπτασίες, όχι έτσι… αυτό το θρόισμα στο δρόμο πίσω μου.
Nα κοιτάξω πίσω… πάλι; Εντάξει… δεν θα κοιτάξω πίσω. Τότε, τι είναι αυτό το θρόισμα στο δρόμο… κάποιος σκύλος;
Όμως, χαίρομαι που γυρίζω σπίτι. Ανοιξα την εξώπορτα, ανηφόρισα στο δρομάκι. Τριάντα μέτρα, πόδια που ξύνονται στα χαλίκια. Κλειδιά… ψάχνω για τα κλειδιά ψαχουλεύοντας την κλειδαριά.
Κάποιος στεκόταν στην εξώπορτα, κάτι. Μια μορφή… άχρωμη… μετά χάθηκε, έσβησε. Φαντασία… ή δεν ήταν φαντασία; Γύρισα πίσω στην εξώπορτα.
Τίποτε.
Πάντα τίποτε.
Ή μήπως υπήρχε κάτι; Τίποτε το χειροπιαστό… αλλά υπήρχε κάτι. Μια εντύπωση στην ατμόσφαιρα… μια τρυφερότητα… είναι ο μόνος τρόπος να το περιγράψω.
Κάτι το προσωπικό μέσα στη νύχτα.
Μετά, δεν υπήρχε. Υπήρχε μόνο η νύχτα, απρόσωπη. Καιρός να μπω μέσα και να πιω ένα ποτό και να πέσω στο κρεβάτι. Θα κανονίσω με τον Χάρκορτ αύριο για μια άδεια… για να ξεκουραστώ πραγματικά.
Πίσω μέσα στο σπίτι… ένα ποτό… να ηρεμήσω.
Κοιτάζω έξω από το παράθυρο… δεν υπάρχει τίποτε στην εξώπορτα.
Δεν υπάρχει τίποτε στην εξώπορτα.
Υπάρχει κάτι στην εξώπορτα… κάποιος.
Ένας κάποιος… που περιμένει στην εξώπορτα.
Την περασμένη νύχτα… δεν ξέρω για την περασμένη νύχτα. Μπορεί να μην υπήρξε περασμένη νύχτα. Απόψε υπάρχει κάποιος ή κάτι – δεν ξέρω – στην εξώπορτα. Περίεργα, δεν υπάρχει κανένα συναίσθημα ανησυχίας στο μυαλό μου… περιέργεια ναι… αυτό το καλό τουλάχιστον έφερε η ξεκούραση της μέρας.
Αυτό το πράγμα στην εξώπορτα… Ακόμη δεν είναι εκεί όταν κοιτάζω στα ίσια. Πότε – πότε μόνο… μια ματιά μέσα από τις κουρτίνες και να το, λάμποντας αμυδρά στο φως από το δρόμο.
Ο Χάρκορτ έρχεται απόψε. Αυτό θα πρέπει να είναι το τεστ. Μπορώ να το δω καθαρά τώρα… μέσα από την εξώπορτα. Ποτέ κοντά… αλλά μέσα από την εξώπορτα να στέκεται στην άκρη του κήπου στο σκοτάδι.
Δεν είναι τόσο ντροπαλό τώρα… με αφήνει να το κοιτάξω. Δεν φοβάμαι. Μπορεί να είναι φαντασία… μπορεί και όχι. Αν όχι, τότε θα έπρεπε να φοβάμαι. Αλλά δεν φοβάμαι… είμαι μάλλον ευτυχής. Δεν φοβάμαι… ίσως είναι ή ντροπαλό ή κάτι άλλο.
Ο Χάρκορτ δεν το είδε. Ήταν κοντά του, δίπλα του στο σκοτάδι, αλλά δεν το ήξερε. Δεν τον ρώτησα. Δεν μπορούσα να τον ρωτήσω γιατί θα νόμιζε… λοιπόν, είναι φανερό τι θα νόμιζε… δεν θα το νόμιζε ο καθένας;
Δεν μπορείς να μιλήσεις σε έναν άνθρωπο σαν τον Χάρκορτ για κάτι σαν… αυτό το πράγμα. Μπορεί να ονομάσεις ένα πράγμα πρόσωπο; Ο Χάρκορτ έχει το κεφάλι του γερά στερεωμένο. Μπορείς να του μιλήσεις για προϋπολογισμούς και σχέδια και θέματα προς εκτέλεση… το είδος του ανθρώπου μου, ένας άνθρωπος που δεν χρειάζεται φαντασία.
Μιλήσαμε. Καθίσαμε δίπλα στο παράθυρο και μιλήσαμε. Είχα τις κουρτίνες τραβηγμένες στο πλάι… ήθελα να δω αν θα το έβλεπε. Δεν ήθελε να το δει… όχι πραγματικά. Αν το έβλεπε, τότε δεν θα ήταν κάτι το άγνωστο… ήταν κάτι που μπορούσε να ταξινομηθεί και να αρχειοθετηθεί στο τακτικό μυαλό του… αν δεν το έβλεπε, ήταν κομμάτι της φαντασίας μου ή υπερένταση από υπερκόπωση ή νεύρα.
Λοιπόν… δεν το είδε.
Τον είδε αυτό.
Θα έπρεπε να το είχε δει, αν ήταν εκεί για να το δει. Βγήκε ίσια έξω στο φως όπως δεν είχε κάνει ποτέ πριν κι ανηφόρησε στον κήπο προς το παράθυρο.
Ήξερα περισσότερα γι’ αυτό τώρα.
Μοιάζει με γυναίκα… με κορίτσι, όχι γυναίκα. Πολύ λεπτό για γυναίκα, πολύ απαλό στις κινήσεις του. Ποτέ δεν φαίνεται να κινείται πραγματικά. Τη μια στιγμή είναι σε ένα σημείο και την άλλη στιγμή λίγο πιο πέρα. Αλλά, σίγουρα έρχεται προς το σπίτι. Ασπρο… ή ίσως όχι πραγματικά άσπρο. Αχρωμο, σαν νερό που έχει πάρει κάποια μορφή, σαν τη βροχή που έχει παγώσει σε σχέδια πάνω στα τζάμια.
-“Ξέρεις το δρόμο;” ρώτησα τον Χάρκορτ στη πόρτα.
-“Κάτω στο σταθμό… ναι“.
Του κράτησα ανοιχτή την πόρτα.
-“Καληνύχτα“.
-“Καληνύχτα“.
Κατηφόρισε το δρομάκι.
Στάθηκα στην πόρτα. Θα πρέπει να σκέφτηκε ότι κοίταζα εκείνον ειδικά, γιατί έκανε μια κίνηση αποχαιρετισμού στην εξώπορτα.
Το πράγμα στεκόταν δίπλα στο φράκτη. Είχε το πιο μελαγχολικό, όλο λαχτάρα προσωπάκι που έχω δει ποτέ. Στεκόταν στο ύψος του ώμου μου, ακίνητο, περισσότερο από όσο εννοεί η λέξη… ακίνητο, με τα δάχτυλα του σφιγμένα πάνω στην μπέρτα μου. Είχε γυρίσει το πρόσωπο στο πλάι έτσι ώστε δεν μπορούσα να το κοιτάξω στα ίσια. Φορούσε ψηλά παπούτσια παλιάς μόδας, ένα μακρύ φουστάνι με απλό κόψιμο, με μια μπέρτα ριγμένη πάνω από τους ώμους του.
Περίμενα στην πόρτα.
Δεν κουνήθηκε.
-“Έλα μέσα“, είπα μεγαλόφωνα. “Μπορείς να μπεις“.
Έκανα μπροστά κι εκείνο χάθηκε.
-“Δε πρέπει να με φοβάσαι“, είπα, στέκοντας στον κήπο μέσα στο σκοτάδι. “Δε πρέπει να φοβάσαι“. Η φωνή μου ακούστηκε στριγκή, αβέβαιη. Προσπαθούσα να είμαι ειλικρινής.
Ήταν φοβισμένο, παγωμένο και χαμένο, ότι και αν ήταν, όποια κι αν ήταν.
Περίμενα ένα λεπτό, δύο, τρία… ώσπου δεν είχε κανένα νόημα. Γύρισα πίσω στο σπίτι, σταματώντας στην πόρτα.
 -“Δε πρέπει να φοβάσαι“, είπα πάλι σιγανά.
Γύρισα μέσα στο σαλόνι. Κάθισα δίπλα στο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω, στην αγαπημένη μου πολυθρόνα, εκεί που θα περίμενε να με δει. Περίμενα. Με πήρε ο ύπνος.
Πρώι… κι ο ήλιος λάμπει μέσα από το τζάμι. Ξύπνησα αργά, άνετα, με την άνεση μου σαν γάτος. Είχα πολύ χρόνο… όλον το χρόνο στο κόσμο.
Μόνο εκείνο είχε λίγο χρόνο… δεν είχε βρει αυτό που χρειαζόταν, αναζητούσε ακόμη, με όλον το χρόνο στον κόσμο, αλλά ελάχιστο χρόνο διαθέσιμο.
Στην πάχνη του τζαμιού του παραθύρου είχε γράψει με το δάχτυλό του:

                     ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΑΓΑΠΑ ΜΕ, ΑΓΑΠΑ ΜΕ.|

Απόψε ο Χάρκορτ πέρασε από μέσα του. Περίμενε δίπλα στην πόρτα όταν του άνοιξα και πέρασε από μέσα του. Μόνο για μια στιγμή το πρόσωπο του ανακατεύτηκε με το κομψό μαύρο κοστούμι του Χάρκορτ και μετά το είδα πάνω από τον ώμο του… και με κοιτούσε.
-Φαίνεσαι χλωμός“, είπε ο Χάρκορτ καθώς έκλεινα την πόρτα. “Είχες δίκιο που ‘θελες άδεια για ξεκούραση“.
-“Δε ξέρω“, είπα. “Αρχίζω ν’ αναρωτιέμαι αν ήτανε τόσο καλή ιδέα“.
-“Ω“;
Κοίταξα το πρόσωπό του. Δεν ενδιαφερόταν πραγματικά. Αρκετά σωστό… δεν πληρωνόταν για να ενδιαφέρεται.
-“Έχει λιγάκι μοναξιά δώ πέρα“, είπα. “Ξέρεις πως είναι“.
-“Φεύγω για κάπου αλλού τότε“, είπε καθίζοντας στη καρέκλα του δίπλα από το τραπέζι κι απλώνοντας μπρος του τα χαρτιά από το χαρτοφύλακα. “Υπάρχει τίποτε που να σε κρατά δώ“;
-“Όχι“, είπα. “Νομίζω πως όχι“.
Συνέχισε τότε σε άλλα θέματα… θέματα του είδους του Χάρκοτ. Αλλά εγώ συνέχισα να το σκέφτομαι… και δεν ήταν σωστό. Υπήρχε κάτι που με κρατούσε εδώ… υπήρχε εκείνο το πράγμα στον κήπο.
Πόσον καιρό ακριβώς θα έμενε στον κήπο;
Όχι πολύ.
Εκείνη με περίμενε στο χολ όταν συνόδεψα τον Χάρκορτ στην πόρτα.
Η ίδια παγωμένη στάση, το ίδιο εύθραυστο χέρι που έσφιγγε την άκρη της κάπας της.
Αφησα τον Χάρκορτ να βγει, έκλεισα την πόρτα και γύρισα. Ήταν ακόμη εκεί, στέκοντας στη βάση της σκάλας, με τα μάτια της πάνω μου.
-“Λοιπόν, μπήκες μέσα τελικά“, είπα. “Τί θέλεις“;
Για φάντασμα δεν ήταν και πολύ κοινωνική.
Μόνο τα μάτια της, απαλά και μελαγχολικά, προσπαθούσαν να πουν κάτι.
Ένα εύθραυστο πλασματάκι.
-“Δε ξέρω πώς να σε φτάσω“, είπα. “Λυπάμαι. Δε ξέρω τι θέλεις“.
Χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά που την είχα δει να κάνει κάποια κίνηση. Ήταν ένα όμορφο χαμόγελο, γεμάτο λαχτάρα ίσως, αλλά όμορφο. Μετά, άρχισε να σβήνει. Τη μια στιγμή στεκόταν μπροστά από το κιγκλίδωμα και την άλλη δεν υπήρχε.
-“Δε πρέπει να φοβάσαι“, είπα μ’ ελπίδα.
Δεν είχε νόημα να περιμένω στο χολ για ένα δειλό φάντασμα, έτσι παράτησα την ιδέα. Ίσως να μην μπορούσε να μείνει πολύ σε ένα μέρος; Είχε πάντως χαθεί.
Περίμενα ακόμη λίγο εκείνη τη νύχτα, έτσι για να δω αν θα εμφανιζόταν. Δεν συνέβη τίποτε. Μια-δυο φορές φάνηκε σα κάποια σκιά, σα κίνηση στη λάμψη της φωτιάς, μα δε μ’ άφησε να τη δω.
Έτσι συνεχίστηκαν τα πράγματα για μια δυο μέρες. Εμφανιζόταν σε διάφορα σημεία γύρω από το σπίτι κι απλώς στεκόταν εκεί και χαμογελούσε. Μια φορά άπλωσε το χέρι προς το μέρος μου, με τα κομψά δάχτυλα να ανοίγουν. Κινήθηκα προς το μέρος της… υπερβολικά γρήγορα… έσβησε. Έτσι γινόταν πάντα… με ήθελε… ήθελε να έρθει σε επαφή μαζί μου, αλλά φοβόταν.
Ο Χάρκορτ ερχόταν ακόμη κάθε βράδυ. Δεν του έδινε καμία προσοχή. Μια ή δυο φορές εμφανίστηκε στο δωμάτιο ενώ μιλούσαμε, τη μία φορά όρθια δίπλα στο παράθυρο, με σουφρωμένα φρύδια, μετά κάθισε πάλι στη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα, με τα χέρια της μαζεμένα ντροπαλά πάνω στα γόνατά της. Με παρακολουθούσε όλη την ώρα, έτσι ήταν δύσκολο να συγκεντρώσω το μυαλό μου σε κείνα που έλεγε ο Χάρκορτ.
-“Αυτό δε μπορεί να συνεχιστεί“, είπα μια νύχτα, αφού έφυγε ο Χάρκοτ. Εκείνη ήταν ακόμη εκεί στην πολυθρόνα, ακόμη χαμογελαστή. “Δε καταλήγουμε πουθενά“.
Τη πλησίασα αργά αυτή τη φορά έτσι που να μην την τρομάξω. Είχα μάθει το μάθημά μου. Σταμάτησα δυο ή τρία πόδια από τη πολυθρόνα. Απλωσα το χέρι μου.
-“Δεν είναι τίποτε“, είπα. “Δεν είναι τίποτε“.
Αποτραβήχτηκε από το χέρι μου έτσι ώστε το σώμα της έσβησε για μια στιγμή μέσα στη ράχη της πολυθρόνας… αλλά μάθαινε και αυτή και δεν έσβησε εντελώς.
-“Δεν είναι τίποτε. Είσαι εντάξει“, συνέχισα να λέω.
Μετά, το χέρι της απλώθηκε κι άγγιξε τον δεξιό ώμο μου. Ένα κύμα παγωνιάς διαπέρασε το μπράτσο μου. Ένα αίσθημα που έτσουζε και μάραινε.
Αθελά μου, τράβηξα απότομα το χέρι μου.
Εκείνη έσβησε.
Έμεινα να σφίγγω το δεξί μου μπράτσο, το παγωμένο μου μπράτσο, με το αριστερό μου χέρι.
Αυτό ήταν η αρχή… η αληθινή αρχή φαντάζομαι.
Για πρώτη φορά φοβόμουν. Φοβόμουν γιατί ήθελα να την αγγίξω, ήθελα να χαϊδέψω εκείνο το πρόσωπο, να κρατήσω το μικρό εκείνο παγερό χέρι. Ήξερα πως κι εκείνη το ήξερε… Ήξερα ότι αυτό ήταν εκείνο που ήθελε… ότι τα άλλα, η κουβέντα, η αναζήτηση μιας επικοινωνίας της ήταν όλα τα προκαταρκτικά του έρωτα. Γι’ αυτό είχε έρθει. Αυτό ήταν το νόημα των λέξεων που είχε γράψει στο παράθυρο:

                       Αγάπα με, Αγάπα με, Αγάπα με.

Ήταν εύκολο. Δεν υπήρχε κανείς για να μπει ανάμεσα μας. Ο Χάρκορτ ερχόταν, αλλά ερχόταν μόνο τα βράδια και δεν έμενε πολύ. Εκείνη ερχόταν σε εμένα… ερχόταν διάφορες ώρες, δεν υπήρχε κανένας ρυθμός ή σχέδιο. Ερχόταν και καθόταν εκεί χαμογελώντας κι εγώ την πλησίαζα και την έπαιρνα στην αγκαλιά μου κι έσφιγγα το παγερό άυλο σώμα της στο δικό μου κι η παγωνιά με διαπερνούσε ολόκληρο.
-“Δε φαίνεσαι καλά” είπε ο Χάρκορτ, μαζεύοντας τα χαρτιά του. Για πρώτη φορά υπήρχε ένας τόνος αληθινού ενδιαφέροντος στη φωνή του.
-“Νιώθω καλά, αν λάβουμε υπόψη τα πράγματα“.
-“Το ατύχημά σου, βέβαια“. Η φωνή του έσβησε. Κοιτούσε το μπράτσο μου, που οι άσπρες άκρες του επιδέσμου φαίνονταν κάτω από το μανίκι.
-“Ένα κάψιμο“, είπα, “μάλλον πιο σοβαρό απ’ όσο νόμιζα“.
-“Θα κάλεσες βέβαια το γιατρό“.
-“Ασφαλώς“.
Με πίστεψε. Είχε εκπαιδευτεί να με πιστεύει και να μην αμφιβάλλει.
Μετά, έφυγε.
Γύρισα πίσω στο δωμάτιο κι εκείνη στεκόταν δίπλα στο παράθυρο, κοιτάζοντας τον να φεύγει. Αλλά γύρισε και πάλι προς το μέρος μου και την αγκάλιασα κι η σύντομη διαπεραστική παγωνιά διαπέρασε το πλάι του προσώπου μου καθώς τα όμορφα δάχτυλά της απλώθηκαν προς το μέρος μου.
Με αγγίζει τώρα, με χαϊδεύει.
Ξέρω ότι όπου με χαϊδεύει η σάρκα θα μαραθεί και θα ξεφλουδίσει, οι ιστοί θα σαπίσουν, το αίμα θα ξεραθεί.
Με χαϊδεύει τώρα.
Δεν μπορώ να τραβηχτώ μακριά της γιατί την αγαπώ, αλλά σύντομα… σύντομα όλα θα τελειώσουν.
Ο Χάρκορτ ήρθε πάλι απόψε. Μπήκε μόνος του.. του έχω δώσει ένα κλειδί. Ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρα και κουβεντιάσαμε. Κράτησα το δωμάτιο σκοτεινό ώστε να μην μπορεί να δει… ότι ήταν να δει. Του είπα ότι υπέφερα από τα μάτια μου… αλλά θα το μάθει αρκετά σύντομα. Εκείνη παρακολουθούσε. Καθόταν στα πόδια του κρεβατιού και τον παρακολουθούσε. Μια ή δυο φορές είδα τα μάτια του να ανοιγοκλείνουν προς το σημείο που καθόταν σαν να είχε δει κάτι, μια σκιερή μορφή στο σκοτάδι. Αλλά πάλι αυτός έχει ένα λογικό μυαλό.
Είπε αντίο και σηκώθηκε να φύγει.
Εκείνη κινήθηκε. Εκείνος βγήκε έξω. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Μου χαμογέλασε και γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά, γλίστρησε έξω από το δωμάτιο και κατάλαβα ότι έφευγε κι εκείνη.
Τους παρακολουθώ από το παράθυρο.
Εκείνος βηματίζει στο δρόμο κι εκείνη γλιστρά πίσω του.
Γυρίζει ξαφνικά σαν να νιώθει ότι κάποιος είναι εκεί.
Σταματά.
Ανάβει ένα τσιγάρο.
Κουνάει το κεφάλι του και συνεχίζει το δρόμο.
Ένα κομμάτι μαραμένης σάρκας πέφτει από το πρόσωπό μου στο χαλί καθώς γυρίζω να βρω ψαχουλευτά το κρεβάτι.
Ήταν δική μου… ήταν δική μου…

—————————————————
Martin S. Waddell:
Love Me, Love Me, Love Me
ΜτφρΓιώργος Μπαλάνος

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *