Βιογραφικό
Ο Ρότζερ Ζελάζνυ (Roger Zelazny) ήταν Αμερικανός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας ΕΦ και ποιητής, γνωστός και με το ψευδώνυμο Χάρισον Ντένμαρκ (Harrison Denmark), κερδίζοντας την εκτίμηση του κοινού, των συναδέλφων του και των κριτικών. Σπούδασε αγγλική γλώσσα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, με μάστερ στην αγγλική γλώσσα. Από το 1962 δημοσίευσε το 1ο του διήγημα με τίτλο “Passion Play” στο περιοδικό Amazing, αλλά εργάστηκε για κάποια χρόνια στη Διεύθυνση Κοινωνικής Ασφάλισης της Βαλτιμόρης (1962-1969) μέχρι ν’ αποφασίσει ν’ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στη συγγραφή. Έχει τιμηθεί με τα βραβεία Επιστημονικής Φαντασίας Νεμπιούλα της Ένωσης Αμερικανών Συγγραφέων Επιστημονικής Φαντασίας και Χιούγκο του αναγνωστικού κοινού.

Γεννήθηκε 13 Μάη1937 στο Euclid του Οχάιο των ΗΠΑ, μοναχογιός του Πολωνού μετανάστη Joseph Frank Zelazny και της Ιρλανδο-αμερικάνας Josephine Flora Sweet. Στη μέση εκπαίδευση, ήταν εκδότης της σχολικής εφημερίδας, παράλληλα, απ’ τους ιδρυτές της Δημιουργικής Ομάδας Γραφής. Το 1955 μπήκε για σπουδές στο Western Reserve University, στη Βρεττανία κι αποφοίτησε το 1959. Αμέσως έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Ν. Υόρκης κι αποφοίτησε το 1962, μ’ εξειδίκευση στο ελισσαβετιανό δράμα.
Μεταξύ 1962-9 εργάζεται στο Social Security Administration στο Cleveland και μετά στη Baltimore, περνώντας τον ελεύθερο χρόνο του γράφοντας ιστορίες ΕΦ. Θεωρείται, μαζί με τον Σάμουελ Ντιλέινι (Samuel Delany) και τον Χάρλαν Έλισον, από τις αντιπροσωπευτικές μορφές του αμερικανικού νέου κύματος που στρέψανε το ενδιαφέρον της ΕΦ από τον εξωτερικό κόσμο της τεχνολογίας στην εξερεύνηση του εσωτερικού κόσμου μέσω ψυχολογίας, κοινωνιολογίας, γλωσσολογίας κ.λπ.

Άρχισε να δημοσιεύει διηγήματά του το 1962 και βρίσκει αναγνώριση το 1965, κερδίζοντας 2 βραβεία Νέμπιουλα κι ένα Χιούγκο. Το τελευταίο ήτανε για το μυθιστόρημα του “This Immortal“, και τα πρώτα για το διήγημα “Οι Πόρτες Του Προσώπου Του, Οι Λάμπες Του Στόματός Του” και για τον “Κυρίαρχο Των Ονείρων“. Σημαντικά έργα και τα τρία, φανερώνουνε τη γοητεία που ασκούνε σ’ αυτόν οι αρχετυπικές εικόνες των μύθων είτε είναι παλιότεροι όπως οι αρχαιοελληνικοί, είτε νεότεροι, όπως ο “Μόμπυ Ντικ“. Η αγάπη του για τις μυθολογικές αναφορές είναι εμφανέστερη στο “Lord Of Light” (1967), που κέρδισε και βραβείο. Πρόκειται για ιδιοφυές έργο με καλοσχεδιασμένη πλοκή και θαυμάσια αφήγηση όπου μια ομάδα ανθρώπων σ’ έναν άλλον πλανήτη υποδύονται (και κατά μία έννοια γίνονται) τους θεούς του ινδικού πανθέου, με τη βοήθεια μιας ιδιαίτερα εξελιγμένης τεχνολογίας, αναπαριστώντας με τις προσωπικές τους διαμάχες τη “Μαχαμπχαράτα“.
Ακολούθησε το “Isle Of Dead” (1969) και το “Creatures Of Light And Darkness” (1969), που κυριαρχούν οι Θεοί της Αιγυπτιακής μυθολογίας. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το “Damnation Alley“, το πιο βίαιο ίσως βιβλίο του, που μεταφέρθηκε πολύ αλλαγμένο στον κινηματογράφο το 1977 από τον Τζακ Σμάιτ. Από το 1970 άρχισε ν’ απομακρύνεται προς το χώρο της φαντασίας με τη σειρά μυθιστορημάτων “‘Aμπερ“, μα επιστρέφει στην EΦ το 1975 κερδίζοντας το Χιούγκο και το Νέμπιουλα με τη νουβέλα “Home Is The Hangman“.

Συνέχισε συνεργασία με τον Φίλιπ Ντικ στο “Deus Ire” (1976), κάπως αντιφατικό μυθιστόρημα κι εξακολούθησε να γράφει παρακολουθώντας το ρεύμα της εποχής κι αφομοιώνοντας στοιχεία της 10ετίας του ’80, όπως γίνεται φανερό περισσότερο στο μυθιστόρημα “Coils” (1982), που ‘γραψε σε συνεργασία με τον Φρεντ Σαμπερχάγκεν και το διήγημα “Η Βασίλισσα Των Διόδων“.
Έπεσε πολύ νωρίς θύμα της μοίρας των λογοτεχνών που γράφουν στο ζενίθ της έντασης και του οίστρου τους -την αναπόφευκτη πτώση, όταν οι έμμονες ιδέες κι οι ανησυχίες τους πάρουνε συγκεκριμένη μορφή. Οι επίπονες εξερευνήσεις του στο χώρο του εσωδιαστήματος και στους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιδρούν στις βαθιές ψυχικές προκλήσεις και τις κρίσεις της εξέλιξης της προσωπικότητας τους φάνηκαν να τον εξάντλησαν για ένα διάστημα. Αργότερα έδειξε κάποια σημάδια δημιουργικής ανάκαμψης, χάρη στην αναζωπύρωση του είδους από το αμφιλεγόμενο κίνημα των τεχνοπάνκ.
Πέθανε στις 14 Ιουνίου 1995 από καρκίνο, σ’ ηλικία 58 ετών.
=========================
Ο Πυρετός Του Συλλέκτη
-“Τί κάνεις εκεί πέρα άνθρωπε“;
-“Μεγάλη ιστορία“.
-“Και μ’ αρέσουν οι μεγάλες ιστορίες. Κάτσε κάτω και λέγε. Όχι! όχι πάνω μου“!
-“Συγνώμη. Λοιπόν για όλα φταίει ο θείος μου, ο απίστευτα ζάπλουτος…“
-“Στάσου. Τί πα να πει ζάπλουτος“;
-“Ε, πολύ πολύ πλούσιος“.
-“Και πλούσιος“;
-“Μμ. Πολλά λεφτά“.
-“Τί είναι τα λεφτά“;
-“Να στη πω την ιστορία ή όχι“;
-“Ναι, αλλά να τη καταλάβω κιόλας“.
-“Λυπάμαι, Βράχε, αλλά κι εγώ δε βγάζω άκρη“.
-“Λίθο με λένε“.
-“Εντάξει, Λίθε. Ο θείος μου, που είναι πολύ σπουδαίος άνθρωπος, θα μ’ έγραφε υποτίθεται στην Ακαδημία του Διαστήματος, αλλά δε μ’ έγραψε. Θεώρησε καλύτερη τη φιλελεύθερη μόρφωση και μ’ έβαλε με το ζόρι στο δικό του το στριμμένο κολλέγιο για να ειδικευτώ στις εξωγήινες ανθρωπότητες. Ως εδώ εντάξει“;
-“Όχι, αλλά η κατανόηση δεν αποτελεί υποχρεωτικά ορισμό της αναγνώρισης“.
-“Αυτό λέω κι εγώ. Ποτέ μου δεν κατάλαβα το θείο Σίδνεϋ, αλλά αναγνωρίζω κάλλιστα τα εξωφρενικά του γούστα, το ένστικτο του αρπακτικού και τη πρόστυχη επιμονή του ν’ ανακατώνεται σε ξένες υποθέσεις. Τ’ αναγνωρίζω τόσο που μου ανακατεύουνε το στομάχι. Δε μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Είναι ένας σαρκοβόρος οικογενειακός δεινόσαυρος που ‘χει τη μανία να περνά πάντα το δικό του. Δυστυχώς έχει κι όλο το χρήμα της οικογένειας στα χέρια του οπότε, όπως το ωωτ έπεται του ψψη, πάντα περνά το δικό του“.
-“Αυτό το χρήμα θα είναι σπουδαίο πράγμα“.
-“Τόσο, που μ’ έφερε δέκα χιλιάδες έτη φωτός μακρυά, σε τούτο δω τον κόσμο χωρίς όνομα, που, ενημερωτικά, μόλις ονόμασα Ντάνχιλ“.
-“Το ζαττ που πετά χαμηλά τρώει πολύ, πράγμα που εξηγεί το γιατί πετά χαμηλά…”
-“Το παρατήρησα. Αυτό εδώ είναι φυτικό πάντως, έτσι δεν είναι“;
-“Ναι“.
-“Ωραία, οπότε το σακκούλιασμα δε θα ‘ναι δύσκολο“.
-“Τί είναι το σακκούλιασμα“;
-“Το να βάζεις κάτι σ’ ένα τσουβάλι για να το μεταφέρεις κάπου αλλού“.
-“Σα να φεύγεις ταξίδι“;
-“Ναι“.
-“Τί θα σακκουλιάσεις“;
-“Εσένα, Λίθε“.
-“Ποτέ δε συμπάθησα τα σούρτα-φέρτα…”
-“Κοίτα να δεις, Λίθε, ο θείος μου είναι συλλέκτης βράχων κι είσαστε η μοναδική φυλή έλλογων πετρωμάτων του γαλαξία. Κι εσύ, ειδικά, είσαι το μεγαλύτερο δείγμα που ‘χω βρει ως τώρα. Το αντιλαμβάνεσαι“;
-“Ναι, αλλά δεν το θέλω“.
-“Μα, γιατί; Θα ‘σαι ο άρχοντας της συλλογής του. Κάτι σα μονόφθαλμος στη χώρα των τυφλών, αν μου επιτρέπεις μια άτοπη παρομοίωση“.
-“Σε παρακαλώ, δε σου επιτρέπω. Ακούγεται απαίσια. Πες μου, πώς κι έμαθε ο θείος σου για τον κόσμο μας“;
-“Ένας καθηγητής μου μου διάβασε για τούτο το μέρος από ένα παλιό ημερολόγιο διαστημοπλοίου. Εκείνος ήτανε συλλέκτης παλιών ημερολογίων από διαστημόπλοια. Το ημερολόγιο ήτανε κάποιου Κυβερνήτη Φέρχιλ, που πριν από κάμποσους αιώνες είχε προσεδαφιστεί εδώ κι έκανε διεξοδικές διαλέξεις στο λαό σου“.
-“Τί καλός γεράκος ο Βρωμόκαιρος Φέρχιλ! Είναι καλά; Δώστου χαιρετισμούς“.
-“Έχει πεθάνει“.
-“Πώς“;
-“Πεθαμένος. Καπούτ. Πουφ. Πάει. Ντήμπολ“.
-“Ω, τι κρίμα! Πότε συνέβη; Φαντάζομαι θα ήταν γεγονός υψηλής αισθητικής“.
-“Δεν έχω ιδέα. Αλλά μίλησα για το θέμα στο θείο μου κι εκείνος αποφάσισε να σας προσθέσει στη συλλογή του. Κι έτσι βρέθηκα εδώ -εκείνος μ’ έστειλε“.
-“Ειλικρινά, όσο κι αν με κολακεύει η προτίμησή σου, μου είναι αδύνατο να σε συνοδέψω. Έχω φτάσει σχεδόν στην ώρα μου για ντήμπολ“.
-“Ξέρω, τα χω διαβάσει όλα για το ντήμπολ στο ημερολόγιο του Φέρχιλ προτού το δώσω στο θείο Σίδνεϋ. Εκείνες τις σελίδες τις έσκισα. Θέλω να ‘ναι εκεί κοντά όταν συμβεί. Οπότε θα κληρονομήσω τα λεφτά του και θ’ αυτοπαρηγορηθώ με ό,τι πανάκριβο τρόπο υπάρχει για να ξεχάσω τη στεναχώρια μου που δεν πήγα στην Ακαδημία. Πρώτα-πρώτα θα γίνω αλκοολικός, ύστερα πιάνω τον ποδόγυρο – ή μάλλον θα ξεκινήσω ανάποδα…”
-“Μα θέλω ντήμπολ εδώ πέρα, ανάμεσα στα προσφιλή μου αντικείμενα“!
-“Αυτός εδώ είναι λοστός. Θα σε ξεκολλήσω“.
-“Έτσι και δοκιμάσεις θα σου ρθει ένα ντήμπολ ξεγυρισμένο“.
-“Δεν μπορείς. Προτού πιάσουμε την κουβέντα μέτρησα τη μάζα σου. Θέλεις τουλάχιστον οχτώ μήνες, υπό Γήινες Συνθήκες, ώσπου να φτάσεις σε μέγεθος για ντήμπολ“.
-“Εντάξει, μπλόφαρα.Αλλά δεν έχεις έλεος; Αναπαύομαι δω για αιώνες κι αιώνες, από μικρό-μικρό βοτσαλάκι, όπως κι οι γονείς μου πριν από μένα. Με υπομονή αμέτρητη κι εκλεκτικότητα αυστηρή μεγάλωνα τη συλλογή μου από άτομα, φτιάχνοντας τη πιο ραφινάτη μοριακή δομή σ’ όλη τη γειτονιά. Και να με ξεριζώνουνε τώρα, που φτάνει η ώρα του ντήμπολ, ε, αυτό είναι – τελείως αλίθινο εκ μέρους σου“.
-“Μη το παίρνεις κατάκαρδα. Σου υπόσχομαι να συλλέξεις τα πιο φίνα άτομα που υπάρχουνε στη Γη. Θα ταξιδέψεις σε μέρη που ποτέ άλλος Λίθος δε πάτησε“.
-“Μικρή παρηγοριά. Θέλω να δουν οι φίλοι μου“.
-“Φοβάμαι πως αυτό αποκλείεται“.
-“Είσαι πολύ άσπλαχνος Γήινος. Εύχομαι να ‘σαι κοντά μου την ώρα του ντήμπολ“.
-“Σκοπεύω να ‘μαι όσο μακρυά γίνεται και να προετοιμάζομαι για αχαλίνωτες ακολασίες“.
Βοηθούσης της υπο-Γ βαρύτητας του Ντάνχιλ, ο Λίθος κύλησε εύκολα στο πλάι του διαστημικού ημιφορτηγού, σακκουλιάστηκε και τοποθετήθηκε στην αποθήκη δίπλα στον ατομικό αντιδραστήρα. Εξαιτίας του ότι το διαστημόπλοιο ήταν ένα απλό σπόρ ημιφορτηγό μικρών αποστάσεων, ειδικά διαμορφωμένο από τον ιδιοκτήτη του, ο οποίος είχε αφαιρέσει μεγάλο μέρος από τα μολυβένια διαφράγματα, ο Λίθος ένιωσε ένα ξαφνικό ηφαιστειώδες φούντωμα ανήκουστης μέθης, πρόσθεσε ταχύτατα σπάνια κομμάτια στη συλλογή του και πραγματοποίησε ντήμπολ επιτόπου.
Ορθώθηκε μεγαλόπρεπα σα μανιτάρι κι ύστερα σάρωσε με τεράστια κύματα τις πεδιάδες του Ντάνχιλ. πολλοί νεαροί Λίθοι κατέβηκαν σα βροχή από τους κονιορτούς των ουρανών γοερά διαλαλώντας την οδύνη της γέννησής τους κατακλύζοντας ολόκληρο το φάσμα συχνοτήτων της κοινότητας.
-“Μπράβο διάσπαση“, ακούστηκε το σχόλιο ενός μακρινού γείτονα, μέσα από τον στατικό ηλεκτρισμό “και μάλιστα νωρίτερα από το αναμενόμενο. Να και το θερμικό κύμα“!
-“Τέλειο ντήμπολ“, συμφώνησε κι άλλος ένας. “Ποτέ δε χάνεις αν είσαι προσεκτικός συλλέκτης“.
____________________
Roger Joseph Zelazny
“Collector ‘s Fever” 1964
μτφρ.:Γιώργος Γούλας
___________________________________________
Ο Άνθρωπος Που Αγάπησε Μια Φαϊόλι
Τούτη είναι η ιστορία του Τζων Ώντεν και μιας Φαϊόλι και κανείς δεν τη γνωρίζει καλύτερα από μένα. Ακούστε τη…
Άρχισε κείνη τη βραδιά ενώ ο Ώντεν σεργιάνιζε -γιατί αυτό μπορούσε να το κάνει- στις πιο αγαπημένες του τοποθεσίες σε κείνο τον κόσμο. Αντάμωσε τη Φαϊόλι κοντά στο Φαράγγι των Νεκρών ήτανε καθισμένη σ’ ένα βράχο, με τα φτερά της από φως να τρεμοσβήνουν, πάλι και πάλι, και μετά να χάνονται εντελώς, ώσπου κάτι που έμοιαζε με ανθρώπινο κορίτσι φάνηκε καθισμένο εκεί. Ήτανε σαν μια κοπέλα ντυμένη στα λευκά κι έκλαιγε, με τις μακριές μαύρες μπούκλες της να πέφτουν απαλά γύρω από τη μέση της.
Τη πλησίασε μέσα σε κείνο το απόκοσμο φως από το ετοιμοθάνατο, σχεδόν πεθαμένο ήλιο, όπου τα ανθρώπινα μάτια δεν μπορούσαν να υπολογίσουν αποστάσεις ή να συλλάβουν σωστά την προοπτική (αν και τα δικά του μπορούσαν), κι ακούμπησε το δεξί του χέρι στον ώμο της. Τη χαιρέτησε και της μίλησε με λόγια παρηγοριάς. Ωστόσο θα έλεγε κανείς ότι ο Ώντεν ήταν σαν να μην υπήρχε καθόλου. Η κοπέλα συνέχισε να κλαίει, κι ασημένια ρυάκια σχηματίστηκαν στα μάγουλά της που είχαν το χρώμα του χιονιού ή του γυμνού κόκαλου. Τα αμυγδαλωτά μάτια της κοίταζαν μπροστά σαν να έβλεπαν από μέσα του, και τα μακριά νύχια της χώνονταν στις παλάμες της, και παρ’ όλα αυτά δεν έβγαζαν αίμα.
Ο Ώντεν κατάλαβε τότε ότι ήταν αλήθεια τα όσα έλεγαν για τις Φαϊόλι -ότι τα μάτια τους μπορούσαν να δουν μονάχα ότι ήταν ζωντανό αλλά ποτέ κάτι νεκρό κι ότι στη μορφή ήταν σαν τις πιο ωραίες γυναίκες στο σύμπαν. Όντας νεκρός ο ίδιος, ο Ώντεν στάθηκε για μια στιγμή να αναλογιστεί τις συνέπειες αν ξαναγινότανε ζωντανός, προσωρινά βέβαια.
Ήτανε γνωστό ότι οι Φαϊόλι έρχονταν να συντροφέψουν τον άνθρωπο ένα μήνα πριν το θάνατό του -εκείνους τους σπάνιους ανθρώπους που συνέχιζαν ακόμη να πεθαίνουν- και περνούσαν μαζί του τον τελευταίο μήνα της ζωής του. Στο διάστημα αυτό του πρόσφεραν κάθε δυνατή απόλαυση που ήταν δυνατό να νιώσει ένα ανθρώπινο πλάσμα. Έτσι, όταν έφτανε η μέρα για το φιλί του θανάτου, το φιλί που ρουφούσε και τη τελευταία στάλα ζωής από το κορμί του, εκείνος αποδεχόταν το θάνατο με προθυμία κι αξιοπρέπεια. Τον αποδεχόταν; Κάτι ακόμη περισσότερο -τον αποζητούσε! Γιατί ήτανε τόση η μαγική δύναμη των Φαϊόλι πάνω σε όλα τα πλάσματα που, ύστερα από αυτή την εμπειρία, δεν τους απόμενε τίποτα άλλο να ποθήσουν από τούτη τη ζωή.
Ο Τζων Ώντεν αναλογίστηκε τη ζωή και το θάνατό του, στη κατάσταση του κόσμου στον οποίο βρισκόταν, τη φύση των καθηκόντων του και της κατάρας που τον βάραινε… και τη Φαϊόλι. Ήταν το πιο πανέμορφο πλάσμα που είχε δει ποτέ σε όλα τα τετρακόσιες χιλιάδες χρόνια της ύπαρξής του. Και η θέα της τον έκανε να αγγίξει το σημείο κάτω από την αριστερή μασχάλη του που ενεργοποιούσε τον απαραίτητο μηχανισμό για να ξαναγυρίσει στον κόσμο των ζωντανών.
Το πλάσμα ανασκίρτησε μόλις ένιωσε το άγγιγμά του γιατί, ξαφνικά τώρα ο Ώντεν ξαναποκτούσε τις αισθήσεις της ζωής, το κορμί του ήταν πάλι σάρκα, και το ίδιο σάρκα, ζεστή και θηλυκιά ήταν κι εκείνη που άγγιζε. Κατάλαβε ότι για μια ακόμη φορά το άγγιγμά του είχε ένα άγγιγμα άντρα. Είπε:
-“Γεια σου, και μη κλαις“, κι εκεινη τις επανέλαβε.
Η φωνή της ήτανε σαν αύρα, που ο Ώντεν είχε ξεχάσει, που θρόϊζε μέσα σε φυλλωσιές που επίσης είχε ξεχάσει, με όλη τη δροσιά, τις ευωδιές και τα χρώματά τους. Όλα ξαναγύρισαν σαν χείμαρρος στη θύμησή του, έτσι, όταν την άκουσε να τον ρωτά:
“Από που ξεφύτρωσες, άνθρωπε; Πριν από μια στιγμή δεν ήσουν εδώ“.
-“Έρχομαι από το Φαράγγι των Νεκρών“, της αποκρίθηκε.
-“Άσε με να αγγίξω το πρόσωπό σου“. Ο Ώντεν έγνεψε καταφατικά κι εκείνη άπλωσε το χέρι της. “Είναι παράξενο που δεν σ’ ένιωσα να πλησιάζεις“.
-“Παράξενος είναι και τούτος ο κόσμος“, της απάντησε.
-“Αυτό είναι αλήθεια“, έγνεψε εκείνη. “Είσαι το μοναδικό ζωντανό πλάσμα πάνω του“.
-“Πως σε λένε;” τη ρώτησε ο Ώντεν.
-“Μπορείς να με φωνάζεις Σύθια“, αποκρίθηκε εκείνη.
-“Κι εμένα Τζων. Τζων Ώντεν“.
-“Ήρθα για να μείνω μαζί σου, να σου προσφέρω παρηγοριά κι ηδονή“, του είπε, και ο Ώντεν κατάλαβε ότι η τελετουργία άρχιζε.
-“Γιατί έκλαιγες όταν σε βρήκα;”
-“Γιατί νόμιζα ότι δεν υπήρχε κανένας σε τούτο τον κόσμο και γιατί ήμουν τόσο κουρασμένη από τα ταξίδια μου” του απάντησε. “Μένεις εδώ κοντά;”
-“Όχι πολύ μακριά“, της απάντησε. “Μάλλον κοντά, θα ‘λεγα“.
-“Θα με πας εκεί;” του ζήτησε. -“Στο μέρος όπου ζεις“.
-“Μετά χαράς“.
Κατηφόριζαν ολοένα και πιο βαθιά στο Φαράγγι, ενώ ολόγυρά τους απλώνονταν τα λείψανα των πλασμάτων που είχαν ζήσει κάποτε. Ωστόσο η Σύθια δε φαινόταν να βλέπει τίποτε από όλα αυτά. Περπατούσε με τα μάτια καρφωμένα στο πρόσωπό του ‘Ωντεν και με το χέρι της ακουμπισμένο στο μπράτσο του.
-“Γιατί ονομάζεις τούτο το μέρος Φαράγγι των Νεκρών;” τον ρώτησε.
-“Γιατί βρίσκονται εδώ, ολόγυρά μας, τα πλήθη των νεκρών“.
-“Δε νιώθω τίποτα“.
-“Το ξέρω“.
Διέσχισαν τη Κοιλάδα των Ωστών, όπου εκατομμύρια κόκαλα νεκρών από πάμπολες φυλές και κόσμους του σύμπαντος ήταν σωριασμένα ολόγυρά τους, αλλά εκείνη δεν έβλεπε τίποτε από όλα αυτά. Είχε έρθει στο κοιμητήρι όλων των κόσμων, αλλά ούτε που το καταλάβαινε αυτό. Είχε συναντήσει το φροντιστή, το νεκροφύλακά του, αλλά δεν ήξερε ότι ήταν εκείνος που περπατούσε δίπλα της τρικλίζοντας σαν μεθυσμένος. Ο Τζων Ώντεν την οδήγησε σπίτι του. Δεν ήταν στα αλήθεια εκεί η κατοικία του, αλλά θα γινόταν τώρα. Μπαίνοντας ενεργοποίησε τα αρχαία ηλεκτρονικά κυκλώματα τα οποία βρίσκονταν μέσα στο σπίτι που φώλιαζε στη πλαγιά του βουνού. Σαν απάντηση, φώτα λάμψανε στους τοίχους, φώτα που ποτέ δεν τα είχε χρειαστεί ως τότε αλλά που τα χρειαζόταν τώρα.
Η πόρτα έκλεισε συρτά πίσω τους κι η θερμοκρασία ανέβηκε φτάνοντας σε φυσιολογικά επίπεδα ζεστασιάς. Φρέσκος αέρας άρχισε να κυκλοφορεί στο χώρο. Ο Ώντεν τον ρούφηξε στα πνευμόνια του και τον έβγαλε πάλι, απολαμβάνοντας αυτή τη ξεχασμένη αίσθηση. Η καρδιά του χτυπούσε πάλι στο στήθος του, κάτι κόκκινο και ζεστό που του θύμιζε τον πόνο και τη χαρά. Για πρώτη φορά εδώ και αμέτρητα χρόνια ετοίμασε φαγητό και έβγαλε ένα μπουκάλι κρασί από τα βαθιά, σφραγισμένα κελάρια. Πόσοι άλλοι θα μπορούσαν να αντέξουν τα όσα είχε αντέξει εκείνος; Ίσως κανείς. Η Σύθια τονε συντρόφεψε στο γεύμα, τσιμπολογώντας από το πιάτο της, δοκιμάζοντας λίγο από το κάθετι, τρώγοντας ελάχιστα. Από την άλλη μεριά, εκείνος καταβρόχθισε απίστευτες ποσότητες. Ήπιαν και το κρασί τους και ένιωσαν ευτυχείς.
-“Πολύ παράξενος τούτος ο τόπος“, παρατήρησε κάποια στιγμή εκείνη. “Που κοιμάσαι;“
-“Συνήθιζα να κοιμάμαι εκεί“, της απάντησε, δείχνοντας ένα δωμάτιο που σχεδόν είχε ξεχάσει ότι υπήρχε.
Μπήκανε και της έδειξε το χώρο. Εκείνη του έγνεψε προς το κρεβάτι, προσκαλώντας τον να γευτεί τις ηδονές της σάρκας. Εκείνη τη νύχτα έκανε έρωτα μαζί της, πολλές φορές, με ένα άγριο πάθος που έκαψε το αλκοόλ από τις φλέβες του κι έδωσε μια βίαιη ώθηση στη ζωή του. Ήταν κάτι σαν πείνα, αλλά ακόμα πιο δυνατό. Την άλλη μέρα, όταν ο ετοιμοθάνατος ήλιος έριξε τις χλωμές σαν από φεγγαρόφωτο πινελιές του στην Κοιλάδα των Οστών, ο Ώντεν ξύπνησε. Η Σύθια τράβηξε το κεφάλι του πάνω στο στήθος της, μην έχοντας κοιμηθεί η ίδια, και τον ρώτησε:
-“Τι είναι εκείνο που σε ωθεί Τζων Ώντεν; Δεν είσαι σαν τους ανθρώπους που ζουν και πεθαίνουν. Εσύ δέχεσαι τη ζωή σχεδόν σαν ένας Φαϊόλι, ρουφώντας από αυτή ότι μπορείς και ζώντας τη με ένα ρυθμό που μαρτυρά μια αίσθηση χρόνου που κανένας άνθρωπος δε θα μπορούσε να έχει. Πες μου, τι ακριβώς είσαι;“
-“Είμαι κάποιος που ξέρει“, της απάντησε. -“Είμαι κάποιος που ξέρει ότι οι μέρες ενός ανθρώπου είναι μετρημένες και που πασχίζει να τις διαθέσει ανάλογα, καθώς νιώθει να του τελειώνουν“.
-“Είσαι παράξενος“, είπε η Σύθια. “Πες μου, σε ευχαρίστησα;”
-“Περισσότερο από το καθετί που γνώρισα ποτέ“, τη διαβεβαίωσε.
Η Σύθια αναστέναξε κι ο Ώντεν αναζήτησε τα χείλη της για μια ακόμα φορά. Έφαγαν πρωινό μαζί, και μετά βγήκαν να σεργιανίσουν στην Κοιλάδα των Οστών. Εκείνος δεν μπορούσε τώρα να διακρίνει τις αποστάσεις ούτε να συλλάβει σωστά την προοπτική κι εκείνη δεν μπορούσε να δει οτιδήποτε που είχε ζήσει κάποτε αλλά τώρα ήταν νεκρό. Οι δυο τους κάθισαν σε ένα βραχάκι κι ο Ώντεν της έδειξε το σκάφος που μόλις είχε φτάσει από τον ουρανό. Η Σύθια κοίταξε προς το σημείο που έδειχνε το χέρι του. Της εξήγησε ότι τα ρομπότ είχαν κιόλας αρχίσει να ξεφορτώνουν από τα αμπάρια του σκάφους τα λείψανα των νεκρών από τους διάφορους κόσμους. Αλλά όσο κι αν η Σύθια κοίταζε προς τα κει, ήταν αδύνατον να δει τη σκηνή που της περιέγραφε. Ακόμη και όταν τον πλησίασε ένα ρομπότ και του έδωσε να υπογράψει τις αποδείξεις παραλαβής των νεκρών, η Σύθια ούτε έβλεπε ούτε καταλάβαινε τι γινόταν.
Στις μέρες που ακολούθησαν, η ζωή του άρχισε να αποκτά μια ονειρική όψη, γεμάτη με τις απολαύσεις που του χάριζε η Σύθια, αν και με κάποιες αναπόφευκτες πινελιές οδύνης. Εκείνη τον έβλεπε συχνά να κάνει μορφασμούς πόνου, και τον ρωτούσε σχετικά, απορώντας για την έκφρασή του. Ο Ώντεν γελούσε πάντα και απαντούσε. “Ο πόνος κι η ηδονή είναι συχνά πολύ κοντά το ένα στο άλλο“, ή κάτι ανάλογο.
Καθώς οι μέρες κυλούσαν, η Σύθια άρχισε να ετοιμάζει το φαγητό, να του τρίβει τις πλάτες, να του ετοιμάζει το ποτό του και να του απαγγέλλει κάποια ποιήματα που ο Ώντεν είχε αγαπήσει κάποτε.
Ένας μήνας. Ο Ώντεν ήξερε ότι σε ένα μήνα όλα θα τελείωναν. Οι Φαϊόλι ότι και αν ήταν, πλήρωναν για τη ζωή που έπαιρναν με τις απολαύσεις της σάρκας. Πάντοτε ήξεραν πότε πλησίαζε η τελευταία ώρα ενός ανθρώπου. Και από την άποψη αυτή, έδιναν πάντοτε περισσότερα από όσα έπαιρναν. Η ζωή ήταν κάτι το φευγαλέο και πρόσκαιρο, έτσι και αλλιώς, και οι Φαϊόλι την έκαναν πιο πλούσια πριν την πάρουν μαζί τους. Ίσως το έκαναν για να συντηρήσουν τη δική τους, σαν αντίτιμο για τις υπηρεσίες που είχαν προσφέρει’ ποιος ξέρει;
Ο Τζων Ώντεν ήξερε ότι καμία Φαϊόλι σε ολάκερο το σύμπαν δεν είχε γνωρίσει ποτέ άνθρωπο σαν κι αυτόν. Η Σύθια ήταν σαν φίλντισι’ με το κορμί της πότε κρύο και πότε καυτό στα χάδια του, το στόμα της μια μικροσκοπική φλόγα που φούντωνε ότι άγγιζε, με τα δόντια της σαν μυτερές βελόνες και τη γλώσσα της σαν την καρδιά του λουλουδιού. Κι έτσι ο Ώντεν ένιωσε κάποτε να ξυπνά μέσα του κείνο που λεγόταν αγάπη για τη Φαϊόλι που λεγόταν Σύθια.
Τίποτε δεν έπρεπε να συμβεί στα αλήθεια πέρα από αυτή την αγάπη. Ο Ώντεν ήξερε ότι τον ήθελε, για να τον χρησιμοποιήσει τελικά, και ήταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος στο σύμπαν που ήταν σε θέση να ξεγελάσει ένα πλάσμα του είδους της. Είχε την τέλεια άμυνα τόσο ενάντια στη ζωή όσο και ενάντια στο θάνατο. Τώρα που ήταν πάλι άνθρωπος, και ζωντανός, έκλαιγε συχνά όταν το αναλογιζόταν. Του έμενε παραπάνω από ένας μήνας ζωή. Του έμεναν ίσως τρεις ή και τέσσερις μήνες. Έτσι τούτος ο μήνας ήταν ένα τίμημα που το πλήρωνε μετά χαράς για τα όσα είχε να του προσφέρει η Φαϊόλι.
Η Σύθια όργωνε το κορμί του και το αποστράγγιζε από κάθε στάλα ηδονής που έκρυβαν τα κουρασμένα νεύρα του. Τον άλλαζε μεταμορφώνοντάς τον σε φλόγα, σε πάγο, σε μικρό παιδί, σε γέρο… Όταν οι δυο τους ήταν μαζί, τα συναισθήματά του ήταν τέτοια που σκεφτόταν ότι δεν θα ‘ταν κι άσκημη ιδέα να αποδεχτεί το θάνατο στο τέλος του μήνα που ήδη πλησίαζε γοργά. Γιατί όχι; Ήξερε ότι σκόπιμα η Σύθια τον είχε γεμίσει με τη παρουσία της. Αλλά τι παραπάνω θα είχε να του προσφέρει μετά η ζωή; Τούτο το πλάσμα που είχε έρθει πέρα από τα άστρα του είχε προσφέρει ότι θα μπορούσε ποτέ να ποθήσει ένας άντρας. Τον είχε περάσει από τη βάπτιση του πάθους και τον είχε χρίσει με τη γαλήνη που ακολουθεί μετά. Ίσως η τελική λήθη του τελευταίου της φιλιού ήταν η ιδανική λύση.
Ο Ώντεν την άρπαξε και την έσφιξε πάνω του. Η Σύθια δεν τον καταλάβαινε, αλλά ανταποκρίθηκε. Τη λάτρεψε τότε, και παρά λίγο αυτό να γίνει ο χαμός του. Υπάρχει κάτι που λέγεται αρρώστια και που χτυπά όλα τα ζωντανά πλάσματα. Αυτός το ήξερε καλύτερα από τον κάθε θνητό. Εκείνη δεν μπορούσε να το καταλάβει’ ήταν ένα πλάσμα με μορφή γυναίκας που δε γνώριζε παρά μονάχα ότι είχε σχέση με τη ζωή. Έτσι ποτέ δεν επιχείρησε να της εξηγήσει, αν και με την κάθε μέρα που περνούσε τα φιλιά της γίνονταν πιο φλογερά και πιο αλμυρά. Το καθένα τους του φαινόταν να είναι η ολοένα και πιο πυκνή σκιά, η ολοένα πιο σκοτεινή, πιο βαριά και πιο παράξενη, του μοναδικού πράγματος που ο Ώντεν ήξερε ότι λαχταρούσε πιότερο από καθετί. Και η μέρα θα ‘ρχόταν. Και ήρθε. Την έσφιγγε πάνω του και τη χάιδευε, και οι μέρες συνέχιζαν να φυλλορροούν γύρω τους.
Ο Ώντεν ήξερε, καθώς παραδινόταν στα παιχνίδια της, στο μεγαλείο των χειλιών της και στα στήθη της, ότι σαν όλους όσοι είχαν γνωρίσει τις Φαϊόλι, είχε παγιδευτεί από τη δύναμη της σαγήνης τους. Η δύναμη τους αυτή ήταν και η αδυναμία τους. Μια Φαϊόλι ήταν η Ιδανική Γυναίκα. Μέσα από την αδυναμία τους γεννιόταν η επιθυμία να ευχαριστήσουν. Ο Ώντεν ποθούσε να ενωθεί και να γίνει ένα με τη χλωμή εικόνα του κορμιού της, να βυθιστεί μέσα στους κύκλους των ματιών της και να μη ξαναβγεί ποτέ από εκεί.
Είχε νικηθεί, το ‘ξερε. Γιατί όπως χάνονταν οι μέρες γύρω του, έτσι χανόταν και η δύναμή του. Μόλις και μπόρεσε να συρθεί για να πλησιάσει και να υπογράψει τις αποδείξεις που του έφερε το ρομπότ, τσακίζοντας πλευρά και θρυμματίζοντας κρανία με το φοβερό βήμα του. Για μια στιγμή ζήλεψε το μηχάνημα που στεκόταν μπροστά του. Ήταν δίχως φύλο, δίχως πάθη και πόθους, απόλυτα αφοσιωμένο στο καθήκον. Πριν το αφήσει να φύγει, ο Ώντεν το ρώτησε:
-“Πες μου, τι θα έκανες αν διέθετες επιθυμίες και συναντούσες κάτι που σου πρόσφερε όλα όσα πόθησες ποτέ;”
-“Θα -προσπαθούσα να το- κρατήσω“, απάντησε το ρομπότ, με κόκκινα φωτάκια να αναβοσβήνουν γύρω στο κεφάλι του. Ύστερα έκανε μεταβολή κι απομακρύνθηκε αργά, αφήνοντας πίσω του το Μεγάλο Κοιμητήρι.
-“Σωστά“, μουρμούρισε, μονολογώντας ο Ώντεν, -“μονάχα που αυτό είναι αδύνατο να γίνει“.
Η Σύθια δεν τον καταλάβαινε. Εκείνη τη τριακοστή πρώτη μέρα επέστρεψαν στο μέρος που είχαν ζήσει μαζί ένα μήνα τώρα κι ο Ώντεν ένιωσε να τον κυριεύει, δυνατός και πανίσχυρος, ο φόβος του θανάτου. Η Σύθια ήταν πιο υπέροχη από κάθε άλλη φορά κι ο Ώντεν φοβόταν τούτη τη τελευταία συνάντηση.
-“Σε αγαπώ“, της είπε τελικά, κάτι που το έλεγε για πρώτη φορά, κι εκείνη τον φίλησε.
-“Το ξέρω“, του αποκρίθηκε, -“κι έφτασε σχεδόν η ώρα να με αγαπήσεις ολοκληρωτικά. Πριν από τη τελευταία πράξη αγάπης, Τζων Ώντεν, πες μου ένα πράγμα: τι είναι εκείνο που σε ξεχωρίζει; Πως ξέρεις όσο κανένας θνητός για πράγματα που δεν είναι ζωή; Πως με πλησίασες εκείνη την πρώτη βραδιά δίχως να το καταλάβω;”
-“Είναι γιατί είμαι ήδη νεκρός“, της αποκρίθηκε. “Δεν μπορείς να το δεις όταν κοιτάξεις στα μάτια μου;”
-“Δεν καταλαβαίνω” μουρμούρισε εκείνη.
-“Τότε φίλησέ με και ξέχασέ το. Είναι καλύτερα έτσι“.
Όμως η Σύθια ήταν περίεργη και επέμεινε.
-“Πως γίνεται και πετυχαίνεις αυτή την ισορροπία ανάμεσα στη ζωή και σε εκείνο που δεν είναι ζωή, αυτό το κάτι που σου επιτρέπει να έχεις συνείδηση κι ωστόσο όχι ζωή;”
-“Υπάρχουνε συσκευές μέσα σε τούτο το σώμα που έχω την ατυχία να κατοικώ. Αν αγγίξω αυτό το σημείο κάτω από την αριστερή μασχάλη μου, οι πνεύμονές μου θα σταματήσουν να ανασαίνουν και η καρδιά μου να χτυπά. Ταυτόχρονα θα μπει σε λειτουργία ένα ηλεκτρο-χημικό σύστημα σαν εκείνο που διαθέτουν τα ρομπότ- ναι, τα ρομπότ είναι αόρατα για τα μάτια σου, το ξέρω. Αυτή είναι η ζωή μου μέσα στο θάνατο. Είναι κάτι που το ζήτησα ο ίδιος, γιατί με τρόμαζε η ιδέα της τελικής εκμηδένισης. Έτσι προσφέρθηκα εθελοντικά να γίνω ο νεκροφύλακας του σύμπαντος, γιατί σε τούτο τον τόπο δεν υπάρχουν άλλοι που να με βλέπουν και να νιώθουν αποτροπιασμό από το νεκρικό παρουσιαστικό μου. Γι’ αυτό είμαι αυτό που είμαι. Φίλησέ με και κάνε με να δεχτώ το θάνατο“.
Αλλά έχοντας πάρει τη μορφή γυναίκας, ή ίσως όντας γυναίκα από την αρχή, η Φαϊόλι που λεγόταν Σύθια εξακολουθούσε να νιώθει περιέργεια.
-“Εδώ αγγίζεις είπες;” τον ρώτησε, και τον άγγιξε στο σημείο κάτω από την αριστερή μασχάλη.
Με τη πράξη της αυτή ο Ώντεν χάθηκε από τα μάτια της, και ταυτόχρονα ένιωσε να κυριαρχεί πάλι μέσα του η ψυχρή λογική ανεξάρτητη από κάθε συναίσθημα. Κι επειδή ακριβώς δεν ένιωθε πια συναίσθημα, ο Ώντεν δεν ξανάγγιξε το κρίσιμο σημείο για να ξαναζήσει. Αντίθετα στάθηκε αθέατος να την παρακολουθεί, καθώς τον αναζητούσε παντού στα μέρη όπου είχε ζήσει κάποτε.
Η Σύθια τον αναζήτησε σε κάθε γωνιά, σε κάθε τρύπα και κάθε κρυψώνα, και όταν δεν μπόρεσε να ξαναβρεί κανένα ζωντανό άνθρωπο εκεί, άρχισε πάλι να κλαίει γοερά, όπως τη νύχτα που την είχε πρωτοδεί. Ύστερα τα φτερά της εμφανίστηκαν πάλι στη ράχη της, τρεμοσβήνοντας πάλι και πάλι, αδύναμα, πριν υλοποιηθούν εντελώς. Μετά το πρόσωπό της έλιωσε και το κορμί της διαλύθηκε. Στη θέση της έμεινε μια στήλη από σπίθες που στροβιλίστηκε για λίγο μπροστά του πριν σβήσει κι αυτή. Αργότερα εκείνη τη τρελή νύχτα, όταν ο Ώντεν απόκτησε πάλι την ικανότητα να διακρίνει αποστάσεις και να έχει την αίσθηση της προοπτικής, άρχισε να την αποζητά.
Αυτή ήταν η ιστορία του Τζων Ώντεν, του μοναδικού ανθρώπου που αγάπησε ποτέ μια Φαϊόλι κι έζησε -αν μπορεί να το πει κανείς αυτό ζωή. Και κανείς δεν τη ξέρει καλύτερα από μένα.
Καμμία θεραπεία για την αρρώστια του δεν βρέθηκε ποτέ. Και ξέρω ότι εξακολουθεί να τριγυρίζει εκεί, στο Φαράγγι των Νεκρών, και να στοχάζεται κοιτάζοντας γύρω του τους σκελετούς. Πότε πότε κοντοστέκεται δίπλα στο βράχο όπου τη γνώρισε, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του με δάκρυα που δεν υπάρχουν, κι αναρωτιέται για την απόφασή του.
Έτσι έχει το πράγμα, και το δίδαγμα μπορεί να είναι ότι η ζωή (κι ίσως και η αγάπη) είναι πιο δυνατή από εκείνο που περιέχει. Όμως μονάχα μια Φαϊόλι θα μπορούσε να σας απαντήσει με σιγουριά, αλλά οι Φαϊόλι δεν έρχονται πια εδώ…
________________________________
Roger Zelazny
“The Man Who Loved The Faioli” 1967
μτφρ.: Γιώργος Μπαλάνος