Βιογραφικό
Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο (Gabriele D’Annunzio) ήταν Ιταλός ποιητής, δημοσιογράφος, δραματουργός, σεναριογράφος, δοκιμιογράφος, θεατρικός συγγραφέας, πολιτικός και στρατιώτης στη διάρκεια του Α΄ Παγκ. Πολ., αλλά κι επιφανής εθνικιστής. Ο ρόλος του στη πολιτική αμφιλεγόμενος λόγω της επιρροής του στο φασισμό και της ιδιότητάς του σαν -υποτίθεται- προπομπού του Μουσολίνι. Υπήρξε απ’ τους περιφημότερους ποιητές της εποχής του, επηρέασε γενιές Ιταλών συγγραφέων και προκάλεσε έντονες εντυπώσεις σ’ όλη την Ευρώπη. Για την αεροπορική του δράση στον Α΄ Παγκ. Πόλ., που στοίχισε την απώλεια όρασης από το ένα μάτι, τη προπαγανδιστική του πτήση πάνω απ’ την εχθρική Βιέννη και την εν συνεχεία κατάληψη του Φιούμε (η σημερινή Ριέκα), που οργάνωσε κι εκτέλεσε επικεφαλής ατάκτων, θεωρήθηκε εθνικός ήρωας της Ιταλίας. Η ποιητική του φήμη συναγωνιζόταν αυτήν των ερωτικών και συγγραφικών σκανδάλων του. Γεννήθηκε 12 Μάρτη 1863 στη Πεσκάρα της επαρχίας Abbruzzi και πέθανε από εγκεφαλικό 1η Μάρτη 1938 στο Γκαρντόνε Ριβιέρα της Μπρέσσια, σε ηλικία 75 ετών. Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη σε μνήμα από λευκό μάρμαρο, στο νεκροταφείο Il Vittoriale degli Italiani.
Το 1883 νυμφεύτηκε τη δούκισσα Maria Hardοuin di Gallese, τη 1η του σύζυγο που θα του χαρίσει 3 παιδιά, το Mario (1885-1964) τον Gabriellino (1886-1945) και τον Ugo Veniero (1887-1945). Το 1890 η Maria αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει κι ο γάμος τους κατέληξε σε διαζύγιο. Το 1891 γνωρίστηκε µε τη πριγκήπισσα Maria Gravina Cruyllas di Ramacca από τη Σικελία, που το 1892 έγινε η 2η σύζυγός του. Μαζί της έζησε ως το 1898, όταν διαλύθηκε ο γάμος τους. Επέστρεψε στην Ιταλία με την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου και τέθηκε επικεφαλής των οπαδών της συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο, θέση που υποστήριξε μαχητικά μ’ έντονη αρθρογραφία, δημόσιες ομιλίες, ακόμη και με τα ποιήματά του. Η αεροπορική του δράση στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, -κατατάχθηκε εθελοντικά στην Αεροπορία-, του στοίχισε το ένα του μάτι, όταν στους Λογχοφόρους της Νοβάρα, το 1916, στη διάρκεια μιας πτήσης υποχρεώθηκε σε αναγκαστική προσθαλάσσωση, τραυματίστηκε κι έχασε μερικώς την όρασή του. Πραγματοποίησε προπαγανδιστική πτήση στη Βιέννη τον Αύγουστο του 1918 κι αναδείχθηκε σε εθνικό ήρωα της Ιταλίας. Υπήρξεν υπέρμετρα ανδρείος στο πεδίο της μάχης, επέδειξε πίστη δίχως όρια στους άντρες του αλλά κι αξεπέραστη σκληρότητά, καθώς πίστευε ότι: “…ο μόνος τρόπος για να κερδίσει μία φυλή το σεβασμό είναι να χύσει το αίμα των τέκνων της“. Υπηρέτησε και στο ναυτικό εκτός της αεροπορίας. κι έλαβεν επιίσης μέρος στη ναυτική επιχείρηση του Μπούκαρι.
Καταγόταν από πλούσια οικογένεια γαιοκτημόνων με ισχυρή πολιτική επιρροή. Γονείς του ήταν ο Φραντσέσκο Πάολο Ραπανιέτα κι η Λουίζα ντε Μπενεντίκτις. Στα 12 του γράφεται στο Κολλέγιο Τσικονίνι στο Πράτο, όπου έλαβε κλασσική παιδεία μ’ εξαιρετικές επιδόσεις. Όταν το 1878, έφηβος πια, θα διαβάσει τις Βάρβαρες Ωδές του Τζοζουέ Καρντούτσι, του ‘στειλε επιστολή όπου του εξέφραζε την επιθυμία ν’ ακολουθήσει τα χνάρια του. Το 1881 εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο της, όπου γρήγορα έγινε ο πρωταγωνιστής της λογοτεχνικής και κοσμικής ζωής, δίχως να αποφοιτήσει. Τα χρόνια της παραμονής του στη Ρώμη του επέτρεψαν να συνειδητοποιήσει τις κλίσεις του, ενώ οι έρωτες, οι μονομαχίες, οι δίκες, τα χρέη ήταν οι πρώτες μορφές με τις οποίες εκδήλωσε το ιδεώδες της ζωής του. Το 1897 εκλέχθηκε βουλευτής στην Ιταλική βουλή, όπου συντάχθηκε αρχικά µε ακραία συντηρητική παράταξη, όμως μετατοπίστηκε ιδεολογικά προς την αριστερά σταδιακά, ενώ παρέμεινε βουλευτής για 3 έτη. Επηρεάστηκε έντονα από τις ιδέες του Νίτσε κι ιδιαίτερα από τη θεωρία του Υπερανθρώπου. Το 1899 μετακόμισε στην υπερπολυτελή έπαυλη La Caponcina στο Σεντινιάνο της Τοσκάνης, κοντά στη Φλωρεντία, με την ηθοποιό Ελεονόρα Ντούζε, την οποία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το 1910, όταν αναγκάστηκε να διαφύγει στη Γαλλία, κυνηγημένος από τους πιστωτές του. Τη δεκαετία του 1920 είχε στη κατοχή του μία Trikappa Lancia εξοπλισμένη με 8κύλινδρο κινητήρα V, ικανό να φτάνει στην ιλιγγιώδη για την εποχή ταχύτητα των 130 χιλιομέτρων ανά ώρα.
Υπήρξεν ο εμπνευστής του χαιρετισμού με υψωμένο το δεξί χέρι, στη σύγχρονη εποχή, που εμφανίστηκε στο σινεμά στη ταινία Καμπίρια το 1914. Η ταινία θεωρείται απ’ τα έργα που ενέπνευσαν τον ιταλικό εθνικισμό, καθώς παρουσίαζε τους αρχαίους Ρωμαίους ευγενείς ως ήρωες στη διάρκεια του Καρχηδονιακού πολέμου. Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Aννούντσιο, που έγραψε το σενάριο θεωρείται ο πατέρας του ιταλικού φασισμού κι αυτός που διέδωσε το χαιρετισμό στην Ιταλία. Το 1919 χρησιμοποίησε το χαιρετισμό στο Φιούμε και το 1926 ο χαιρετισμός έγινε υποχρεωτικός για όλους τους Ιταλούς πολίτες. Το 1922, έπεσε από το παράθυρο της έπαυλης του και τραυματίστηκε σοβαρά. Υποστήριζε φανατικά τον Μουσολίνι, αν κι ο Ντούτσε θεωρούσε ότι ουδέποτε εξασφάλισε την υποστήριξη του «Πάπα» του ιταλικού φασισμού, για τον οποίο είχε πει: “Όταν υπάρχει ένα σάπιο δόντι, έχεις 2 λύσεις. Ή βγάζεις το δόντι και το πετάς ή το γεμίζεις χρυσάφι. Με τον Ντ’ Αννούντσιο προτίμησα τη 2η λύση“. Ο Λένιν τον είχε χαρακτηρίσει σαν τον μόνο αληθινό επαναστάτη της Ιταλίας στον οποίο λόγω της γενικότερης προσφοράς του, του απονεμήθηκαν οι τίτλοι του Πρίγκηπα του Μοντενεβόζο το 1924 και το 1937, ο τίτλος του Προέδρου της Ιταλικής Ακαδημίας, ενώ στις μέρες μας το πανεπιστήμιο της Πεσκάρα φέρει το όνομα του.
Το Σεπτέμβρη του 1919 αν και σχεδόν τυφλός, πορεύθηκε μαζί με τους μαυροφορεμένους άτακτους εθνικιστές συντρόφους του προς τη πολιορκημένη πόλη Φιούμε, στις ιταλικές ακτές της Αδριατικής, την οποία κατέλαβε. Παρέμεινε δούκας της πόλης κι εγκαθίδρυσε προσωπική δικτατορία διαρκείας 15 μήνών,ως ότου διαλύθηκε με την επέμβαση του Ιταλικού στρατού. Στο ενδιάμεσο διάστημα το κράτος του αναγνώρισε μόνον η κομμουνιστική πλέον Σοβιετική Ένωση. Αυτοαναγορεύτηκε ως Αρχηγός (Duce) της Αντιβασιλείας του Καρνάρο (Reggenza Italiana del Carnaro) κι η επιβολή Φασιστικών μέτρων στη περιοχή που είχε καταλάβει, προκαλέσανε σοβαρά προβλήματα στην Ιταλική κυβέρνηση, η οποία τελικά βομβάρδισε με το ναυτικό της τη πόλη και τον υποχρεώσανε να την εγκαταλείψει, Δεκέμβρη του 1920, αφήνοντάς τη στα χέρια των Γιουγκοσλαυικών αρχών. Στη διάρκεια αυτού του διαστήματος απαιτούσε να διακοσμούνε το κρεβάτι του τρεις φορές τη μέρα με συγκεκριμένα είδη φρέσκων λουλουδιών.
Επισκέφθηκε την Ελλάδα 2 φορές κι η αγάπη του για την αρχαία Ελλάδα υπήρξε προφανής από τη κυκλοφορία της 1ης συλλογής ποιημάτων του με τίτλο Primo Vere που αποτελεί ύμνο στις μορφές του Ομήρου, του Αλκαίου, της Σαπφούς, του Βάκχου και της ακτής της Ιωνίας. Στο 1ο ταξίδι του στην Ελλάδα έφτασε στη Λευκάδα στις 30 Ιουλίου 1895, με τη θαλαμηγό Fantasia του Εντουάρντο Σκαρφόλιο, προσωπικού του φίλου, διευθυντή της εφημερίδας Ιl Mattino της Νάπολι και συζύγου της συγγραφέως Ματίλντε Σεράο. Επισκέφτηκαν τον Κορινθιακό κόλπο, την Ολυμπία, τις Μυκήνες, επίσκεψη που τον ενέπνευσε να γράψει το ποίημα Νεκρή Πόλη, το Ναύπλιο, την Αθήνα, τη Πάτρα και μερικά νησιά κι εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τα αρχαία ελληνικά αγάλματα στα μουσεία. Σύμφωνα με τον καθηγητή Λαβανίνι, ο Ντ’ Αννούντσιο είχε διαβάσει μεταφράσεις ελληνικών έργων στα ιταλικά που είχε κάνει ο Νικολό Τομμαζέο το 1842, από τις οποίες χρησιμοποίησε στοιχεία στα έργα του Φραντσέσκα Ντα Ρίμινι, το 1902, Έπαινος Ζωής, το 1903, Παριζίνα, το 1912, και στη τραγωδία του Πλοίο, το 1907. Σε επιστολή για τις εντυπώσεις του ταξιδιού του γράφει, “…Η Ελλάδα είναι όπως τη φανταζόμουνα, ξερή και βραχώδης, καλυμμένη μ’ ελιές και κυπαρίσσια, με υπέροχες οροσειρές. Τα βουνά με την ομορφιά τους έχουνε την αξία ενός έργου τέχνης όπως τα αγάλματα..”.
Στο 2ο ταξίδι του, το Γενάρη του 1899, συνοδευόταν από την Ελεονόρα Ντούζε, ηθοποιό και σύντροφο του, για την οποία είχε γράψει ειδικά δράματα. Σταμάτησε στην Αθήνα, στην επιστροφή του από την Αλεξάνδρεια και το Κάιρο, και στις 24 του μηνός, μίλησε στη φιλολογική αίθουσα Παρνασσός, απαγγέλοντας τη Προσευχή Στους Αθηναίους με αναφορές ιδιαίτερα στη δόξα της αρχαίας Ελλάδας και του πολιτισμού της, ενώ η Ντούζε πρωταγωνίστησε στη σάλα του Παρνασσού, στο δράμα του Όνειρο Ανοιξιάτικης Αυγής. Ο Ιταλός διανοούμενος τιμήθηκε από τον Φιλολογικό όμιλο του Παρνασσού, συναντήθηκε και γνώρισε ανθρώπους των γραμμάτων, ενώ την άλλη μέρα στις 25 παρατέθηκε προς τιμή του γεύμα από το περιοδικό Άστυ και στη συνέχεια αναχώρησε με προορισμό τη Κέρκυρα, όπου έκανε διακοπές ενός μήνα κι έγραψε τη τραγωδία La Gloria.
Ο Ντ’ Αννούντσιο διατηρούσε προσωπική φιλική σχέση με τον εθνικιστή δημοσιογράφο και λογοτέχνη Κώστα Καιροφύλα, ο οποίος ως φοιτητής παρακολούθησε τη διάλεξη του Ιταλού διανοούμενου στον Παρνασσό. Λίγα χρόνια αργότερα ο Καιροφύλας τον επισκέφθηκε στο ξενοδοχείο Ρετζίνα στη Ρώμη για να του δώσει ένα αντίτυπο της μετάφρασης στα ελληνικά της ποιητικής συλλογής Ροδοδάφνη. Όπως γράφει ο Καιροφύλας, “Εκείνο κυρίως που μού ‘καμε ξεχωριστήν εντύπωση από τη 1η στιγμή στον κοντό και φαλακρόν αυτόν άνδρα ήσανε τα μάτια του, δυο φλόγες αεικίνητες, που σκλάβωναν αμέσως,. Όταν άρχισε να μιλεί, τότε κατάλαβα το μυστικό της γοητείας του, που κατακτούσε όσους τον πλησίαζαν. Μια μουσική γλυκολαλιά έντυνε βαθειές σκέψεις με την ωραία φωνή του. Ήταν ποιητής ακόμα κι όταν μιλούσε. Κι όσο έμεινα σιμά του, νόμιζα πως τον άκουγα ν’ απαγγέλλει ποίημα.. Άλλωστε αληθινό νοσταλγικό ποίημα ήσανε τα λόγια του. Μου μίλησε για τις 2 επισκέψεις του στην Ελλάδα κι ιδίως για τη τελευταία, που του ‘μεινε αλησμόνητη από τις τιμές που του γίνανε. Μού ‘πε ότι, φεύγοντας, σχεδίαζε να γυρίσει τον επόμενο χρόνο και να μείνει κάμποσο καιρό για ν’ αναπαυθεί στην ωραία Ζάκυνθο που είχε γνωρίσει από παιδί μέσα από τα ποιήματα του Φωσκόλου. Το σχέδιό του αυτό ήτανε παλιό, γιατί το ξεμυστηριεύεται και στη τραγωδία του Η Νεκρή Πόλη»…{…}… Κατάλαβα ότι, ενώ μου μιλούσε, ξαναγύριζε με τα μάτια της ψυχής του στα μακρινά αλλ’ αλησμόνητα ελληνικά τοπία, στα ελληνικά μνημεία κι ότι τη στιγμή εκείνη πρόβαινε μπρος του σαν όραμα ο Παρθενώνας· γιατί, όταν σηκώθηκα να φύγω, μού είπε: -Ανάμεσα στα πιο αγαπημένα κειμήλιά μου κρατώ ένα πολύτιμο ενθύμιο, ένα κλαδί ελιάς, που ένα ηλιοφώτιστο απόγευμα έκοψα από την ιερή ελιά της Ακρόπολης, χαιρετώντας με αυτοσχέδιους στίχους τον ιερό βράχο της Παλλάδος, από τον οποίο ξεχύθηκε στον κόσμο το θείο φως της τέχνης“.
Το 1938, όταν η είδηση του θανάτου του έφτασε στην Αθήνα, ο Καιροφύλας έδωσε διάλεξη για τον Ντ’ Αννούντσιο στον Παρνασσό με θέμα Ο Ντ’ Αννούντσιο και το ελληνικό πνεύμα. Στα 1905, επισκέφτηκε την Αθήνα κι έγινε δεκτός με ενθουσιασμό, καθώς ήταν ήδη γνωστός ελληνολάτρης, ενώ τα έργα του παίζονταν στα θέατρα της Αθήνας. Μετά το 1920 εγκαταστάθηκε στη βίλα του Βιτοριάλε [Vittoriale] στη λίμνη Γκάρντα στο Cargnaco, επισκέψιμο µνημείο ως τις μέρες μας. Έγραφε ελάχιστα και δεν συμμετείχε στα κοινά, ενώ έπεσε σε μελαγχολία και κατά διαστήματα διατηρούσε σχέση µε διάφορες ώριμες κυρίες, όπως η Luisa Baccara και η Aelis Mazoyer. Πέθανε στην έπαυλη του μέσα σε υπερβολική πολυτέλεια, λόγω των δώρων που του πρόσφερε ο Μουσολίνι, μεταξύ τους ένα ολόκληρο αεροσκάφος, αλλά και το εμπρόσθιο τμήμα πολεμικού πλοίου, τα οποία είχε τοποθετήσει στην αυλή του, δηλητηριασμένος ίσως από την τότε φιλενάδα του, η οποία μετά το θάνατό του αποδείχθηκε ότι εκτελούσε χρέη πράκτορα για λογαριασμό των Ναζί.
Ο Κωνσταντίνος Χρηστομάνος ήταν ένας από τους συγγραφείς που κατ’ εξοχήν συνδέθηκαν µε ντανουντσιακά διακείμενα. Ο εθνικιστής διανοούμενος Αρίστος Καμπάνης, αναφερόμενος στην επίδραση του στον εθνικιστή Περικλή Γιαννόπουλο γράφει: “Τον ακούσατε να σας διαβάζη κάτι, ένα ποίημα, ένα πεζογράφημα του ∆’ Αννούντσιο;“, ενώ το 1964, ο Τάσος Αθανασιάδης αναφέρει πως “Ο Γιαννόπουλος πήρε για εκφραστικό του πρότυπο τον Ντ’ Αννούντσιο“, ενώ ο Παύλος Νιρβάνας κατηγορήθηκε ως μιμητής του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Βάρναλη για τον Ιταλό ποιητή, όπως τη περιγράφει τόσο στα Απομνημονεύματα του όσο και στη 2η έκδοση του έργου Το Φως Που Καίει αλλά και στο Ο Σολωμός Χωρίς Μεταφυσική. Ο Βάρναλης παρουσιάζει ενδιαφέρουσες γνώσεις κι απόψεις για τον Ντ’ Αννούντσιο και τη λογοτεχνία του, καθώς με την αναφορά του στα Απομνημονεύματα του, προκύπτει πόσο δέσποζε στην εποχή του ο Ιταλός συγγραφέας, κι αυτά στην εποχή που ‘χε στραφεί οριστικά προς την αριστερά. Ο επίσης εθνικιστής λογοτέχνης Γιώργος Σαραντάρης είναι ο µόνος εκπρόσωπος των ποιητών της γενιάς του 1930 που ασχολήθηκε έστω και λίγο µε τον Ντ’ Ανούντσιο, δημοσιεύοντας άρθρο στο Ιταλόφωνο περιοδικό Olimpo (Rivista di cultura mediterranea).

Η Νέα Εστία, στις 15 Μάρτη 1938, αναγγέλλει το θάνατό του, τον οποίο τίμησε µε 2 άρθρα, ένα του Γεράσιμου Σπαταλά κι ένα του Κώστα Ουράνη, ενώ αναδημοσίευσε κλασσικά κείμενα για τις τύχες του Ντ’ Αννούντσιο στην Ελλάδα, ένα κείμενο του Νιρβάνα και μία επιστολή του ιατρού και λογοτέχνη Μιχάλη Αργυρόπουλου, γνωστού με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ρήγας Γραικός, με τίτλο Ένα γράμμα στον Ντ’ Ανούντσιο. Στο Ελεύθερο Βήμα, στις 2 Μάρτη 1938, δημοσιεύθηκε: “Απέθανε ο μέγας ποιητής και μέγας πατριώτης“, ενώ ο θάνατος του χαρακτηρίζεται εθνική απώλεια της Ιταλίας. Στις 3 Μαρτη 1938, η Σοφία Κ. Σπανούδη, έγραψε μεταξύ άλλων: “Για το θάνατο του ποιητή ανθίζουν οι ιταλικές δάφνες το φετινό Μάρτη […]…Ο λόγος του Γκαµπριέλε Ντ’ Αννούντσιο, ένα φλογερό μετέωρο που θάμπωνε όσους τολμούσαν να τον αντικρίσουν […] Τα λόγια του εξορμούν σαν ηρωικές λεγεώνες σ’ εκείνους που τον αγάπησαν“.
Ο Ντ’ Αννούντσιο αποκλήθηκε Vate (βάρδος) και θεωρείται ο θεόπνευστος ποιητής-προφήτης της ιταλικής λογοτεχνίας κι είναι ένας από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες στον κόσμο. Αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού, μελέτης, φθόνου κι ήταν ο εκφραστής ενός ιδιότυπου αισθητισμού, διανθισμένου με σεξιστικά αστεία κι ανέκδοτα. Η ζωή του υπήρξε ακραία, µε πολλές διακυμάνσεις και πάμπολλους έρωτες, σχολιάστηκε κι απασχόλησε συστηματικά τον πνευματικό κόσμο της εποχής του, ενώ τα ηρωικά πολεμικά κατορθώματα κι η ανάμιξη του στη πολιτική, του προσέδωσαν επιπλέον φήμη. Τη περίοδο 1887-92, διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση µε την Elvira Natalia Fraternali Leoni, γνωστή ως Barbara, ενώ το το 1894 ξεκίνησε τη σχέση του μες τη διάσημη ηθοποιό Ελεονόρα Ντούζε, για την οποία έγραψε αρκετά θεατρικά έργα.
Ακολούθησαν οι σχέσεις του µε την Alessandra di Rudini, από το 1904 ως το 1906, µε την Giuseppina Mancini, από το 1907 ως το 1908, και το 1909, µε τη Natalia de Golloubef. Θεωρούσε τη προσεγμένη εμφάνιση ως το κλειδί της επιτυχίας. Κυκλοφορούσε με λευκά γάντια, καλογυαλισμένα δερμάτινα παπούτσια και κοστούμια από ιταλικά υφάσματα σε κάθε του δημόσια εμφάνιση, λόγοι για τους οποίους κατάφερε να καθιερωθεί ως ο πατέρας του σύγχρονου ιταλικού στυλ και σχεδίαζε ο ίδιος τα βραδυνά φορέματα των συντρόφων του δημιουργώντας με τη πάροδο του χρόνου μιαν ολάκερη συλλογή που είναι σήμερα γνωστή ως Gabriel Nuntius Vestiarius Fecit (To μήνυμα στο βεστιάριο του Γκαμπριέλε).
Υπήρξεν από τους σημαντικώτερους ποιητές της εποχής του κι επηρέασε γενιές Ιταλών συγγραφέων, ενώ προκάλεσε έντονες εντυπώσεις σ’ όλη την Ευρώπη. Χαρακτηρίστηκε ποιητής-προφήτης της ιταλικής λογοτεχνίας κι υπήρξεν από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες στον κόσμο, καθώς η ποιητική του φήμη συναγωνιζόταν αυτήν των ερωτικών και συγγραφικών σκανδάλων του. Στα πρώιμα κείμενα του αντανακλώνται οι επιρροές των Γάλλων συμβολιστών, όπως ο Μωπασσάν κι ο Ζολά, ο αισθησιασμός κι ο εκλεκτικισμός του, ενώ αργότερα από τον Ντοστογιέφσκι, τον Ρίχαρντ Βάγκνερ και τον Νίτσε.
Ο Τζάκομο Πουτσίνι είχε εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία να συνεργαστεί μαζί του, ο Μαρσέλ Προυστ τονε θαύμαζε κι ο Τζέιμς Τζόυς είχε πει γι’ αυτόν ότι συγκαταλέγεται στους 3 πιο ταλαντούχους συγγραφείς του 19ου αι., πλάι στον Κίπλινγκ και τον Τολστόι, ενώ ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ως τον σπουδαιότερο δημιουργό από την εποχή του Δάντη και ζητούσε από τα παιδιά του να τον αποκαλούνε μαέστρο.
H λίστα με τις ιδιότητές του είναι μεγάλη. Κι εξίσου εντυπωσιακή με τη τρικυμιώδη ζωή του: πολυγραφότατος ποιητής, δημοσιογράφος, ένθερμος υποστηρικτής του φασισμού και προάγγελος του Μουσολίνι, κατακτητής πόλεων στον πόλεμο, θαυμαστής της Ελλάδας και της τέχνης της και παθιασμένος λατίνος εραστής με πάνω από χίλιες ερωτικές συντρόφους στη ζωή του, όπως ο ίδιος υπερηφανευότανε στους φίλους του. Ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο κατάφερε να δημιουργήσει μύθο γύρω από τ’ όνομά του που βασίστηκε όχι τόσο στο ποιητικό του έργο όσο στον υπέρμετρο ναρκισσισμό και την ακατάπαυστη ανάγκη του για δημοσιότητα. Κάτι που ποτέ δεν αρνήθηκε, ούτε προσπάθησε να κρύψει για χάρη των επικριτών του. Αυτό το μύθο, με αφορμή τα 150 έτη από τη γέννησή του, παρουσίασε το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο που μεταξύ άλλων φιλοξενησεν ομιλίες για μία από τις μεγάλες του αγάπες: την Ελλάδα. Κι η Ελλάδα όμως, όπως αποδεικνύεται, αγαπούσε τον Ιταλό ποιητή. “Ο Παλαμάς άλλωστε ήταν ένας από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του έργου του στη χώρα μας” είπεν ο Γεράσιμος Ζώρας, πρόεδρος του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κι ένας εκ των ομιλητών στο πλαίσιο της έκθεσης.
“Μπορώ με ειλικρίνεια να πω ότι είμαι ένας ήρωας” αποκρίθηκε ο Ντ’ Ανούντσιο στον αγγλογερμανό διπλωμάτη Χάρι Κλέμεν Κέσλερ όταν το 1911 σε συνάντησή τους στο Παρίσι τονε συνεχάρη για τη πολύ καλή γαλλική προφορά του, επιβεβαιώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις θεωρίες σύγχρονων βιογράφων του που κάνουνε λόγο για έναν εγωκεντρικό χαρακτήρα με μόνη του έννοια τη προσωπική δόξα κι ικανοποίησή του. Θεωρίες καθόλου άδικες κι αυθαίρετες, αν σκεφτεί κανείς πως το 1879, μόλις στα 16 του, έστειλε τηλεγράφημα στη Ρώμη με το οποίο ανακοίνωνε τον υποτιθέμενο θάνατό του προκειμένου -όπως παραδέχτηκε αργότερα- να αυξήσει τις πωλήσεις της πρώτης και πρόσφατα δημοσιευμένης ποιητικής συλλογής Primo Vere.
Μανιώδης λάτρης του Νίτσε και δεδηλωμένος οπαδός της καλαισθησίας (παρότι ο διάκοσμος των επαύλεών του τείνει σαφώς προς το κιτς), θεωρούσε τη προσεγμένη εμφάνιση το κλειδί της προσωπικής του επιτυχίας. Με λευκά γάντια στα χέρια, καλογυαλισμένα δερμάτινα παπούτσια και κοστούμια από ιταλικά υφάσματα σε κάθε δημόσια εμφάνιση κατάφερε να καθιερωθεί ως ο πατέρας του σύγχρονου ιταλικού στυλ. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε απομονωθεί στη βίλα Βιτοριάλε με τα αναρίθμητα φαλλικά σύμβολα κι ένα πολεμικό πλοίο στην αυλή του, και τη τεράστια συλλογή με τα βραδυνά φορέματα των συντρόφων του, θρυλική πλέον, που είναι σήμερα γνωστή ως Gabriel Nuntius Vestiarius Fecit.
Έγγαμος κι άπιστος υπήρξε πολλές φορές στη ζωή του. Γεγονός που οδήγησε στη τρέλλα και στην αυτοκτονία αρκετές από τις συντρόφους του. Οι σχέσεις του -κατά βάσην ερωτικές όπως επιβεβαιώνουνε τα πάνω από 1.500 ερωτικά γράμματα που σώζονται σήμερα- ήταν έντονες και γεμάτες πάθος. Κάτι που μαρτυρά ακόμα και το συμβόλαιο που υπέγραψε το 1903 μαζί με μια από τις νεαρές ιταλίδες ερωμένες του: “Η Αλεσάντρα Καρλότι παραχωρεί στον Γκαμπριέλ Ντ’ Αννούντσιο την απόλυτη κατοχή του κορμιού της, απελευθερωμένο από κάθε είδους ρούχο, από τα νύχια του ποδιού της μέχρι τα μαλλιά της, χωρίς εξαίρεση“.
Διακρίσεις στις γυναίκες δεν έκανε. Ο έρωτας ήτανε γι’ αυτόν πάνω απ’ όλα. Στη μεγάλη λίστα με τις ερωμένες του κατά καιρούς προσθέτανε τ’ όνομά τους από νεαρές φοιτήτριες κι ανήλικα κοριτσάκια που του τα παραχωρούσανε για τα λεφτά του οι μητέρες τους, ως η μεγάλη ιταλίδα ηθοποιός Ελεονόρα Ντούζε κι η γκέη ποιήτρια Ρομέν Μπρουκς. Σε σημείωμά της μάλιστα η τελευταία του ‘γραφε: “Ακόμα και στον παράδεισο, αγαπητέ ποιητή, θα έχουνε φυλάξει για σας ένα τεράστιο χταπόδι με χιλιάδες γυναικεία πόδια“. Κι η οικονόμος του στο παρελθόν εξομολογήθηκε πως αφού τελείωνε τις δουλειές του σπιτιού, ο σεξομανής ποιητής και λογοτέχνης την έριχνε τουλάχιστον 3 φορές τη μέρα στο κρεβάτι του.
Ο ναρκισσισμός κι η αγάπη του για το σεξ και μετέπειτα τη κοκαΐνη δεν ήτανε τα μοναδικά γνωρίσματα του ποιητή που ανάγκαζε τα παιδιά του να τον φωνάζουνε Μαέστρο αντί για πατέρα. Φιλόδοξος, πολεμοχαρής και βαθιά εθνικιστής, αφού καταταχθεί εθελοντικά στην Αεροπορία και στους Λογχοφόρους της Νοβάρα, το 1916, στη διάρκεια μιας πτήσης υποχρεώνεται σε αναγκαστική προσθαλάσσωση, τραυματίζεται και χάνει μερικώς την όρασή του. Αν και σχεδόν τυφλός, το 1919 πορεύεται με τους λεγεωναρίους του προς τη πολιορκημένη πόλη Φιούμε, την οποία τελικά καταλαμβάνει και διοικεί ως δικτάτορας για περίπου 18 μήνες, ως και τα Χριστούγεννα του 1920.
“Γεννημένος Δον Ζουάν” γονίδιο που ισχυριζότανε πως κληρονόμησε από τον μπερμπάντη πατέρα του κι αποφασισμένος να γευτεί στο έπακρο τις σεξουαλικές χαρές της ζωής, έριξε στο κρεβάτι του πολλές γυναίκες μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1938. Οι στραβοί ώμοι και τα εμφανώς χαλασμένα δόντια του δεν στάθηκαν εμπόδιο στη γοητεία που ασκούσε στα θηλυκά. Για να ωραιοποιήσει μάλιστα το φαλακρό του κεφάλι, υποστήριζε πως οφείλεται σε μια ουσία που χρησιμοποίησε για την επούλωση μιας πληγής όταν ακόμα ήτανε παιδί.
Ο ποιητής-προφήτης της ιταλικής λογοτεχνίας κι ένας από τους πιο γνωστούς λογοτέχνες στον κόσµο, συνειδητοποίησε τις κλίσεις του. Οι έρωτες, οι μονομαχίες, οι δίκες, τα χρέη ήταν οι πρώτες μορφές που εκδήλωσε το ωραιοπαθές ιδεώδες της απαράμιλλης ζωής του ποιητή, ως προνομιούχου ανθρώπου, που οικοδομούσε τη ζωή του σύμφωνα με δικούς του ανθρώπινους κι ηθικούς νόμους. Παράλληλα, στα κείμενά του εκείνης της εποχής αντανακλώνται οι επιρροές των Γάλλων συμβολιστών, ο αισθησιασμός κι ο εκλεκτικισμός του.
Τα χαρακτηριστικά αυτά της προσωπικότητάς του και της τέχνης του γίνονταν εντονότερα με το πέρασμα των χρόνων, υπό την επιρροή μάλιστα των ιδεών του Νίτσε, κι ιδιαίτερα της θεωρίας του υπερανθρώπου, όπως την προσλάμβανε ο ίδιος. Μετά τα έργα Ιωάννης Επίσκοπος (1891) κι Ο Αθώος (1892), τα οποία χαρακτηρίζονταν από την εξιδανίκευση της αγνότητας και της καλοσύνης, ακολούθησαν Ο Θρίαμβος Του Θανάτου (1894), Οι Παρθένες Των Βράχων (1896), Η Φωτιά (1900), διαφορετικές εκφράσεις των ακατόρθωτων επιδιώξεων του υπερανθρώπου, στη πολιτική, στη τέχνη, στην ηθική. Στις τραγωδίες του (Η Νεκρή Πόλη, 1898, Η Τζοκόντα, 1898, Η Δόξα, 1899, Φραντσέσκα Ντα Ρίμινι, 1902), υπό το φως του μεγαλείου, του εθνικισμού, της ηρωικής ηθικής, διαφαίνονται οι επιρροές από το αρχαίο ελληνικό θέατρο και τις νεώτερες συμβολιστικές και βαγκνερικές εμπειρίες. Ανάμεσα στα καλλίτερα έργα του συγκαταλέγεται το δράμα Η Κόρη Υου Ιόριο (1904), όπου περιγράφει, με γρήγορη διαδοχή γεγονότων αλλά και με μια τάση μυθοποίησης, τα βίαια πάθη και τα απλά αισθήματα του ποιμενικού κόσμου της περιοχής Αμπρούτσο, της γενέτειράς του.
Στα ποιήματά του, Το Παραδείσιο Ποίημα (1893), σε συμβολιστικούς και σκοτεινούς τόνους, Αλκυόνη (1902), Μάια (1903), Ηλέκτρα (1904), Μερόπη (1912), τα οποία αποτέλεσαν τη συλλογή Εγκώμια Τ’ Ουρανού, Της Θάλασσας, Της Γης & Των Ηρώων, απογειώθηκε η ικανότητά του σ’ ό,τι αφορά την επεξεργασία της μορφής και τη χρήση της γλώσσας. Τα Εγκώμια γράφτηκαν εν μέρει στη Νάπολι κι εν μέρει στην έπαυλη Λα Καποντσίνα στο Σεντινιάνο, κοντά στη Φλωρεντία, όπου ο ποιητής έζησε πολλά χρόνια με την ηθοποιό Ελεονόρα Ντούζε, την οποία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει το 1910, όταν αναγκάστηκε να διαφύγει στη Γαλλία, κυνηγημένος από τους πιστωτές του.
Εκεί έγραψε, στα γαλλικά, τα θεατρικά έργα: Το Μαρτύριο Του Αγίου Σεβαστιανού (1911), Η Πιζανέλα ή Ο Αρωματισμένος Θάνατος (1912), Παριζίνα (1913), τα οποία παρουσιάστηκαν στη σκηνή με μουσική του Κλωντ Ντεμπισί το 1ο και των Ιλντεμπράντο Πιτσέτι και Πιέτρο Μασκάνι τ’ άλλα 2. Το 1914 δέχτηκε να γράψει τους διαλόγους για τη ταινία Καμπίρια του Τζοβάνι Παστρόνε. Τα άλλα έργα του, εκείνης της περιόδου, η Ενατένιση Του Θανάτου (1913) κι Η Λήδα Χωρίς Κύκνο (1916), χαρακτηρίζονται από λυρισμό και μελαγχολία.
Τ’ ό,τι ήτανε γεννημένος τυχοδιώκτης το φώναζαν ο τρόπος της ζωής του, αλλά και τα μυθιστορήματα (Ο Θρίαμβος Του Θανάτου, Το Παιδί Της Ηδονής, Οι Παρθένες Των Βράχων, Φραντζέσκα Ντα Ρίμινι κ.ά), τα ποιήματα και τα θεατρικά του έργα (Νεκρή Πόλη, Η Κόρη Του Ιόριο, Το Μαρτύριο Του Αγίου Σεβαστιανού κ.ά.). Υμνούσε την ομορφιά, το πάθος και τον αισθησιασμό. Κάποια στιγμή, έγινε εραστής της κατά 4 έτη μεγαλύτερής του διάσημης ηθοποιού Ελεονόρας Ντούζε, που από το 1892 περιόδευε την Ευρώπη κι έδινε παραστάσεις με έργα του και με έργα του Ίψεν. Καθώς τίποτα δεν ήταν ικανό να τονε σταματήσει, κάθισε κι έγραψε το μυθιστόρημα Η Φωτιά, όπου περιέγραφε τη παράφορη σχέση του με την ηθοποιό. Η Ντούζε του ζήτησε να μη το εκδώσει και τονε πλήρωσε αδρά γι’ αυτό. Ο Ντ’ Ανούντσιο πήρε τα χρήματα και προχώρησε στην έκδοση του βιβλίου, που μοσχοπουλήθηκε. Στα 1905, επισκέφτηκε την Αθήνα κι έγινε δεκτός με ενθουσιασμό, καθώς ήταν ήδη γνωστός ελληνολάτρης, ενώ τα έργα του παίζονταν στις αθηναϊκές σκηνές.
“Βαρυέμαι, βαρυέμαι!”
Φέρονται να ‘ναι τα τελευταία λόγια του Γκαμπριέλε ντ’ Αννούντσιο. Έν έτος πριν το θάνατό του είχε συμβουλέψει τον Ιταλό δικτάτορα να εγκαταλείψει τον Άξονα, συμβουλή που το 1944 ο Μουσολίνι αναγνώρισε πως έπρεπε να ‘χε ακολουθήσει. Ήταν μια αμφιλεγόμενη δημόσια προσωπικότητα που, ως ποιητής, θεωρήθηκε ένας από τους καλλίτερους της εποχής του, ασκώντας τότε σημαντική επιρροή στους ομοτέχνους του. Έζησε την Ιταλία τών μεγάλων μεταλλάξεων. Βίωσε την Ιταλία μιας εντυπωσιακής άρχουσας τάξης με την αριστοκρατική κοινωνία της ν’ αποτελείται από δούκες, κόμητες, μαρκήσιους, πρίγκηπες, παλάτσο, μονομαχίες, δημοπρασίες περίφημων έργων τέχνης, μυθικά δείπνα, προκλητικές συμπεριφορές, ελευθεριάζουσες σχέσεις, αλόγιστες δαπάνες, πιστωτές.
Η Υπόθεση Φιούμε: Το 1915, ξεσήκωνε τους συμπατριώτες του στην ακόμα ουδέτερη Ιταλία ζητώντας έξοδο στον πόλεμο, στο πλευρό της Αντάντ. Κι όταν η Ιταλία συνέπραξε με την Αντάντ, πολέμησε κι ο ίδιος ως αεροπόρος κι ανδραγάθησε. Με τη λήξη του πολέμου, δημιουργήθηκε θέμα για το Φιούμε. Είναι μια πόλη στον μυχό της Αδριατικής (οι Κροάτες το ονομάζουνε Ριέκα). Το κατείχαν οι νικημένοι Αυστριακοί και το διεκδικούσαν Ιταλοί και Γιουγκοσλάβοι. Οι συζητήσεις τραβούσαν, ώσπου μπήκε στη μέση ο Ντ’ Αννούντσιο. Δημιούργησε σώμα Ιταλών εθελοντών, μπήκε επικεφαλής, το κατέλαβε στις 12 Σεπτέμβρη 1919 και το ανακήρυξεν ελεύθερη πολιτεία. Άγγλοι και Γάλλοι ζήτησαν απ’ τους Ιταλούς να διατάξουνε τον Ντ’ Αννούντσιο ν’ αποσυρθεί. Αρνήθηκαν. Στην επιμονή των Αγγλογάλλων, οι Ιταλοί αποχώρησαν από τις διαπραγματεύσεις κι άρχισαν να διαδίδουν ότι θίγονται τα συμφέροντά τους στη Μικρασία. Καθώς κατείχανε τα Δωδεκάνησα, άφηναν να διαφανεί ότι δεν θα τους ήταν ιδιαίτερα δύσκολη μια απόβαση στην απέναντι ακτή. Το θέμα έληξε με τη συνθήκη του Ραπάλο (12 Νοέμβρη 1920), όταν Γαλλία, Ιταλία κι Αγγλία τα βρίσκανε για το Φιούμε κι αναγνωρίσανε το καθεστώς της ελεύθερης πολιτείας. Το 1922, τη κατάπιε η Ιταλία. Στα 1924, ο Ντ’ Αννούντσιο έγινε κόμης.
Ο Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο ομιλεί στο Φιούμε:
-“Θέλετε να φύγω;”… -“Οοοοχι!”… -“Θέλετε να μείνω;”… -“Ναιιιι!”…
Αυτός ο διάλογος μεταξύ πλήθους και Ντ’ Αννούντσιο έγινε 15 Δεκέμβρη 1919. Ο φλογερός, ποιητής, εθνικιστής κι ήρωας πολέμου των Ιταλών, μιλώντας από το μπαλκόνι του μεγάρου του σ’ αυτό το ζωντανό» δημοψήφισμα για την τύχη του Φιούμε, έβγαζε τη γλώσσα στη νομιμότητα της Ρώμης που είχε συμβιβαστεί με την απόφαση της (μυστικής) Συνθήκης του Λονδίνου του 1915, σύμφωνα με την οποία η Μεγάλη Βρεττανία, η Γαλλία κι η Ρωσία είχανε συμφωνήσει με την Ιταλία ότι το -εθνολογικώς ιταλικό- λιμάνι του Φιούμε στην Αδριατική όφειλε να παραμείνει στην αυστροουγγρική αυτοκρατορία. Ο Ντ’ Αννούντσιο γνώριζε πώς να δημιουργεί σχέση πάθους με το κοινό του.
Μετά τον Α’ Παγκ. Πόλ. οι Ιταλοί απογοητεύτηκαν, αφού τα εδάφη που τους ανήκανε δεν τους αποδοθήκανε κι η μεταπολεμική ανέχεια κι οι κακουχίες είχανε δημιουργήσει εκρηκτικό μείγμα. Ο ποιητής, λοιπόν, δεν θα συνθηκολογούσε. Το Φιούμε έπρεπε πάση θυσία να γίνει ιταλικό -έστω κι αν εκείνος χρειαζόταν να καταλάβει το λιμάνι, να γίνει δικτάτορας και να κηρύξει ακόμη και πόλεμο στη συμβιβασμένη Ιταλία, 1η Δεκέμβρη 1920.
Μετά τη κήρυξη πολέμου στη Ρώμη, οι Ιταλοί στείλανε δυνάμεις κι αποκλείσανε το λιμάνι. Τη νύχτα των Χριστουγέννων σημειωθήκανε συγκρούσεις, αντηλλάγησαν πυρά. Το μέγαρο όπου γιόρταζε με τους φίλους του ο δικτάτορας βομβαρδίστηκε. Ένα βλήμα χτύπησε το κτίριο. Κάπως έτσι ήρθε το άδοξο τέλος στο όνειρο της προσάρτησης του Φιούμε. Ο Ντ’ Αννούντσιο δεν μπόρεσε να χτίσει τη Μεγάλη Ιταλία των ένδοξων Ρωμαίων προγόνων του που τόσο λάτρευε. Το έργο του όμως θα το ολοκλήρωνε ο θαυμαστής του Μπενίτο Μουσολίνι. Το Μάη του 1922, 20.000 φασίστες καταλαμβάνουνε τη Μπολώνια και τον Αύγουστο το Μιλάνο. Ο Μουσολίνι αποφασίζει τη Μεγάλη Πορεία προς τη Ρώμη, που θα οδηγούσε στη κατάληψη της εξουσίας. Στο «τελεσίγραφο» προς τη κυβέρνηση, με το οποίο ζητούσανε τη παραίτησή της, παίρνουν αρνητική απάντηση. Τελικά η Μεγάλη Πορεία πραγματοποιείται 2 μήνες μετά: στις 28 Οκτώβρη. Ο Μουσολίνι μπαίνει στις 30 του ίδου μήνα στη Ρώμη θριαμβευτής, σα Ρωμαίος αυτοκράτορας, σχηματίζοντας κυβέρνηση την επομένη μέρα. Ένα μήνα μετά εξασφαλίζει (προσωρινές) δικτατορικές εξουσίες. Και 2 έτη μετά, στις 27 Γενάρη 1924, κάνει τ’ όνειρο του Ντ’ Ανούντσιο πραγματικότητα: υπογράφει συνθήκη στη Ρώμη, βάσει της οποίας το Φιούμε γίνεται ιταλικό.
Ο Ντ’ Αννούντσιο Μιλά Στο Μπαλκόνι Του Μεγάρου του Στο Φιούμε
Συνοπτικά όλα τα έργα του:
Ποιητικές συλλογές:
* Primo Vere, 1879
,* Canto novo (Νέο τραγούδι, 1882)
* Elegie romane (Ρωμαϊκή ελεγεία, 1892)
* Poema paradisiaco (Παραδείσιο ποίημα, 1893)
* Αλκυόνη, 1902,
* Μάια, 1903, (το μεγαλύτερο τµήµα της καλύπτει το εκτενέστατο ποίημα, -περισσότεροι από 8.000 στίχοι- Laus Vitae. Για τη Μάια έγραψε ο Ντ’ Αννούντσιο: “Αφηγήθηκα το ταξίδι µας στην Ελλάδα. Ξανάζησα µ’ ένταση κείνες τις μέρες ευτυχίας...”.
* Ηλέκτρα, 1904,
* Μερόπη, 1912.
* Laudi del cielo, del mare, della terra e degli eroi (Ύμνοι του ουρανού, της θάλασσας, της γης και των ηρώων, 1903–1912)
Τραγωδίες:
* La città morta (Η νεκρή πόλη, 1899)
* La Gioconda (Τζοκόντα, 1899)
* Francesca da Rimini (Φραντσέσκα ντα Ρίμινι, 1902)
* L’Etiopia in fiamme (Η Αιθιοπία στις φλόγες, 1904)
* La figlia di Jorio (Η κόρη του Ιόριο, 1904)
* La fiaccola sotto il moggio (Ο λύχνος υπό τον μόδιον, 1905)
* La nave (Το πλοίο, 1908)
* Fedra (Φαίδρα, 1909)
* Le Martyre de Saint-Sébastien (γαλλ. Το μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού, 1911)
Έργα στη γαλλική γλώσσα (Έγραψε και δημοσίευσε στα γαλλικά, τα θεατρικά έργα, –
* Το Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού, 1911,
* Η Πιζανέλα ή Ο αρωματισμένος θάνατος, 1912,
* Παριζίνα, 1913,
-παρουσιάστηκανε στη σκηνή με μουσική Ντεμπισί το 1ο και των Ιλντεμπράντο Πιτσέτι και Πιέτρο Μασκάνι τα άλλα 2).
* Καμπίρια, 1914, κινηματογραφική ταινία του Ιταλού σκηνοθέτη Τζοβάνι Παστρόνε, στην οποία έγραψε τους διαλόγους.
* Ενατένιση του θανάτου, 1913,
* Η Λήδα χωρίς κύκνο, 1916, χαρακτηρίζονται από λυρισμό και μελαγχολία.
Μυθιστορήματα:
* Il piacere (Η ηδονή, 1889)
* Giovanni Episcopo (1891)
* L’innocente (Ο αθώος, 1892)
* Il trionfo della morte (Ο θρίαμβος του θανάτου, 1894)
* Le vergini delle rocce (Οι παρθένες των βράχων, 1895)
* Il fuoco (Η φωτιά, 1899)
* H Δόξα, 1899
* Forse che sì forse che no (Ίσως ναι, ίσως όχι, 1910)
* Νυχτερινό, 1921,
* Εκατό κι εκατό κι εκατό κι εκατό σελίδες του μυστικού βιβλίου του Γκαμπριέλε Ντ’ Αννούντσιο που θέλησε να πεθάνει, 1935.
Διηγήματα:
* Terra vergine (Παρθένα γη, 1882)
* Le novelle della Pescara (Τα διηγήματα της Πεσκάρα, 1884–1886)
Ταινίες:
* Cabiria, 1912 , Σεναριογράφος
* D’Annunzio, 1985 σκηνοθεσία Σέρτζιο Νάσκα, ταινία για τις ρομαντικές σχέσεις το ποιητή
* L’innocente, 1976, σκηνοθεσία Λουκίνο Βισκόντι, ταινία βασισμένη στ’ ομώνυμο έργο -κύκνειο άσμα του Βισκόντι.=======================
Ματιές Σε Έργα Του
Βροχή Στο Πευκοδάσος
Σώπα. Στις παρυφές του δάσους
λέξεις σου δεν ακουώ ανθρωπινές.
Ακουώ τις νιές που λέν’ οι στάλες
κι οι φυλλωσιές οι μακρυνές..
Άκου. Βρέχει απ’ τα σκόρπια σύννεφα.
Βρέχει πάνω στους θάμνους,
τους, απ’ τη θάλασσα, αλμυρούς
κι απ’ τον ηλιό καμμένους.
Βρέχει στα ντούρα πεύκα,
με τις σκασμένες φλούδες τους
και στις μυρτιές τις θεϊκές.
Στα λαμπερά τα λιόδεντρα,
λούλουδα φορτωμένα.
Βρέχει στους θάμνους τους πυκνούς
με τα κλαδιά τα μυρωμένα.
Βρέχει στα πρόσωπά μας
που με το δάσος γίναν ένα.
Βρέχει στα χέρια τα γυμνά μας,
στα λιγοστά ενδύματά μας.
Πάνω στις φρέσκιες σκέψεις μας,
που η καθαρή ψυχή ξανοίγει.
Στο παραμύθι τ’ όμορφο, -αν θες-
που σε απάτησε προχθές
και σήμερα γελά με μένα,
ω Ερμιόνη.
Άκουσες; Πέφτει η βροχή
στα φύλλα τα μοναχικά
θρηνεί με ψίθυρο που διαρκεί
κι αλλάζει στον αγέρα,
στις φυλλωσιές, αλλού πυκνές, αλλού αριές.
Στο κλάμα τούτο απαντά,
των τζιτζικιών η μελωδιά,
οπού το κλάμα του Νοτιά
βροχή δεν το τρομάζει,
ούτε ο γκρίζος ουρανός.
Άλλη του πεύκου η λαλιά
και άλλην έχει η μυρτιά
κι οι θάμνοι έχουν εδικιά.
Όργανα διαφορετικά,
κάτ’ από δάχτυλα άμετρα.
Κι εμείς είμαστε ζωντανοί
στο ψίθυρο του δάσους βυθισμένοι,
γιομάτοι πράσινη ζωή.
Πως μαλακώνει η όψη σου η μεθυσμένη
σαν ένα φύλλο απ τη βροχή.
Μοσκοβολάνε τα μαλλιά σου
σαν τα λευκά τα λιόδεντρα,
ω γέννημα απ’ τη γη,
ω Ερμιόνη!
Άκου. Η σουίτα απ’ τ’ αέρινα τζιτζίκια
γίνεται πιο αδύναμη σιγά-σιγά
Από το κλάμα της βροχής που δυναμώνει.
Μα ένα τραγούδι που μπερδεύεται βραχνά,
από ‘κει κάτω ανεβαίνει, απ’ την υγρή,
τη σκιά αυτή τη μακρινή.
Βαθύτερο κι αδύναμο, χάνεται, λιγοστεύει,
μόνο μια νότα ακόμα τρέμοσβύνει,
για λίγο ανασταίνεται, τρέμει και σβύνει.
Φωνή του πόντου δε γροικιέται πια.
Τώρα ακούγεται σ’ όλες τις φυλλωσιές,
να πέφτει ασημιά η βροχή που εξαγνίζει
Το θρόισμά της αλλάζει
ανάλογα απ’ το φύλλωμα:
Πιο αραιό ή πιο πυκνό.
Άκου του άνεμου το γιό
πως άδει στη βαθειά σκιά!
Ποιός ξέρει πού, ποιός ξέρει πού!
Στα μαύρα σου ματόκλαδά βρέχει,
ω Ερμιόνη,
έτσι που φαίνεται να κλαις από ηδονή,
σα μία νύμφη πράσινη κι όχι λευκή,
δείχνεις να βγαίνεις απ’ το φλοιό.
Κι όλη η ζωή είναι μέσα μας
φρέσκια και μυρωδάτη,
και η καρδιά στο στήθος μας
σαν τ’ άγγιχτο ροδάκινο.
Από τα βλέφαρα στα μάτια μέσα,
σα τις πηγές, στο φρέσκο το χορτάρι,
τα δόντια σου σαν άγουρα αμύγδαλα.
Πάμε μαζί από λογγάρι σε λογγάρι
κι η πράσινη πλεξίδα απ’ τ’ άγρια χόρτα
δένει τους αστραγάλους μας.
Ποιός ξέρει πού, ποιός ξέρει πού…
Βρέχει στα πρόσωπά μας τώρα,
που με το δάσος γίναν ένα.
Βρέχει στα χέρια τα γυμνά μας,
στα λιγοστά ενδύματά μας
Πάνω στις φρέσκιες σκέψεις μας
που η καθαρή ψυχή ξανοίγει
Στο παραμύθι τ’ όμορφο, -αν θες-
που σε απάτησε προχθές
και σήμερα γελά με μένα,
ω Ερμιόνη.
——————–
Λίγα λόγια για την Ηδονή του. κι ένα μικρό απόσπασμα:
Το Η Ηδονή γράφεται και γράφει γι’ αυτό το κοινωνικό πλαίσιο. Τα πρόσωπα που δρουν ή υπόκεινται τη δράση άλλων, δεν έχουνε καμμιά σχέση με τη κοινωνία τών ανθρώπων του μόχθου. Οι γενναίες κληρονομιές εξασφαλίζουν μια άνετη ζωή με κύρια ενδιαφέροντα τη πνευματική καλλιέργεια, την επίδειξη, τον ευδαιμονισμό. Σ’ αυτήν την κοινωνία ανήκει κι ο συγγραφέας, καθώς κι ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, ο νεαρός Αντρέα Σπερέλι. Βέβαια, στο πρόσωπο του Σπερέλι, σ’ ό,τι τουλάχιστον έχει σχέση με τη καλλιέργειά του, που είναι ευρύτατη, αναγνωρίζουμε τον ίδιο τον συγγραφέα. Είναι εντυπωσιακό πως ο Ντ’ Αννούντσιο διαθέτει αυτό το εύρος τής πολυμάθειας και της καλλιέργειας στα 25 του, που γράφει το μυθιστόρημα (Ιούλιος – Δεκέμβρης 1988).
Το εμβληματικό αυτό μυθιστόρημά του ανατέμνει τον κόσμο της αλόγιστης, τυφλής επιθυμίας, της ακόρεστης δίψας για ερωτικές κατακτήσεις, όπου όμως το πρόσωπο του πόθου σχεδόν δεν έχει καν πρόσωπο: το αντικείμενο του πόθου είναι ο ίδιος ο πόθος και το ξόδεμα του εαυτού έχει σα τίμημα μιαν αγκαθερή μοναξιά. Με το απαράμιλλο, πληθωρικό ύφος του ο Ιταλός συγγραφέας σκιαγραφεί στην Ηδονή τον εστέτ χαρακτήρα που αναζητά το ωραίο χάριν του ωραίου, γιορτάζοντας μια παρακμή που είναι την ίδια στιγμή μια γιορτή της ζωής και του θανάτου.
Πιθανότατα ο μοναδικός πεζογράφος της εποχής του, που μες απ’ αυτό το μυθιστόρημα καταθέτει τόση γνώση του παγκόσμιου πολιτισμού. Δεν υπάρχει κάτι στο οποίο αναφέρεται, που να μη το αντιπαραβάλλει, ή να το παραλληλίσει με κάτι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικό ή εξαιρετικό από τον κόσμο τής Λογοτεχνίας, της Φιλοσοφίας ή της Τέχνης. Τεράστιος ο κόσμος τού συγγραφέα, που ξεδιπλώνεται μες από τις σελίδες του βιβλίου του: Από τον Όμηρο και τη Παλαιά Διαθήκη, στον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε, αλλά και τον Σέλλεϋ, από τη Σαπφώ και τον Αλκαίο στους Σαλιέρι και Μπαχ, αλλά και τον Μπωντλαίρ, από τους ποιητές του Μεσαίωνα στους μεγάλους δημιουργούς τής Αναγέννησης. Ένας κατάλογος αναφορών, παρομοιώσεων, λογοτεχνικών σχημάτων που δεν έχει τέλος. Μάθημα για κάθε επίδοξο συγγραφέα, που έχει το θράσος να επιχειρεί να γράψει μυθιστόρημα, χωρίς να ‘χει διαβάσει κι αφομοιώσει έστω ελάχιστα αυτά που αποτελούνε τα στοιχειώδη του παγκόσμιου πολιτισμού. Αυτό το οπλοστάσιο, σε τεράστιο εύρος και βάθος, το διαθέτει ο Ντ’ Αννούτσιο, ήδη από τα 25 του. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το ότι θεωρείται μεγάλος όσο ο Κίπλινγκ κι ο Τολστόι και σεβαστός ακόμα κι από τον Προυστ, και τον Τζόις.
Κάποιοι επιμένουν να ταυτίζουνε και φάσεις τής ιδιωτικής ζωής του, με τη ζωή τού Σπερέλι και δεν έχουν άδικο. Υπήρξε θηρευτής της ηδονής. Αλλά, αυτά ενδιαφέρουνε περισσότερο ως ανάπτυξη της μυθοπλασίας, παρά ως εξερεύνηση της προσωπικής ζωής του συγγραφέα, που υπήρξε πολυκύμαντη και συχνά κινήθηκε πέρα των ορίων της συμβατικότητας. Το βιβλίο είναι ο ανάγλυφος χάρτης τής επιθυμίας, αλλά και του ανεξέλεγκτου πάθους.
Ο Αντρέα Σπερέλι είναι ο νεαρός πλούσιος κληρονόμος, αριστοκράτης, που διαθέτει τα πάντα: Ανατροφή, καλλιέργεια, ταλέντο στις Τέχνες, χρήματα, ευφράδεια λόγου, γοητεία, εκλεπτυσμένους τρόπους, σεξουαλισμό. Συνάμα είναι αδίστακτος ηδονοθήρας, επαγγελματίας εκμαυλιστής, που όμως ζει σ’ έναν κοινωνικό κύκλο που δέχεται ευχάριστα όλ’ αυτά, αφού τα μέλη της ζούνε στον εντελώς δικό τους κόσμο, απαλλαγμένο από προβλήματα επιβίωσης. Τα μέλη της απασχολούνε τα κονσέρτα, τα δείπνα, οι ιπποδρομίες, η ηδονοθηρία, οι δημοπρασίες έργων Τέχνης. Αποστρέφονται τις μάζες, περιφρονούν όσους στέκονται κοινωνικά πιο κάτω απ’ αυτούς. Είναι χαρακτηριστικό το πώς εκφράζεται ο συγγραφέας, δια του Σπερέλι, για το εξεγερμένο πλήθος τής Ρώμης μετά τη σφαγή των 430 Ιταλών στρατιωτών στη μάχη τού Ντογκάλι, στις 26-1-1887, στην Ερυθραία από τους Αβησσυνούς, αλλά και για τους θυσιασθέντες στρατιώτες:
“Για τετρακόσιους αγροίκους, που βρήκαν άγριο θάνατο“, ψιθυρίζει ο Αντρέα Σπερέλι στην τέως ερωμένη του, αφού το μόνο που τον ενδιαφέρει μέσα σε κείνη τη κοσμοχαλασιά είναι πώς θα ξανασμίξει μαζί της. Η Ιταλία ζει τον Α’ Ιταλοαιθιοπικό Πόλεμο, ενώ ο Αντρέα Σπερέλι ζει το δικό του εσωτερικό πόλεμο, που είναι το διαρκές κι αδίστακτο κυνήγι τού θηλυκού, που αντιστέκεται στη γοητεία του. Πίσω απ’ αυτό το κυνήγι, κρύβεται η απύθμενη μοναξιά του νεαρού ηδονοθήρα. Ο Αντρέα Σπερέλι έχει τα πάντα κι όμως βιώνει την ανάγλυφη μοναξιά. Το ίδιο και η μια από τις δυο μοιραίες ερωμένες του, η Έλενα.
“Και τότε, άξαφνα, κάτι σαν συναισθηματική έξαψη κατέκλυσε τη ψυχή και των δυο μπρος στο αίσθημα της μοναξιάς. Ήτανε θαρρείς και κάτι τραγικό κι ηρωικό διείσδυε στο πάθος τους…”
Κι ενώ ο Αντρέα Σπερέλι συντετριμμένος, μπρος στη προοπτική του χωρισμού τους, ομολογεί πως: “Εγώ σ’ έχω ανάγκη για να ζήσω, έχω ανάγκη τα μάτια σου, τη φωνή σου, τη σκέψη σου…” κι ο αφηγητής-συγγραφέας μας βεβαιώνει ότι “Η αγωνία του ήταν αληθινή κι η αγάπη του για κείνην είχε ξαναγεννηθεί ειλικρινά μέσα του…”, εκείνος κυριαρχείται από τη “διακαή αναζήτηση της ηδονής“, σαγηνεύοντας τις γυναικείες ψυχές του κύκλου του.
“Μέσα του -μας επισημαίνει ο συγγραφέας- συνυπήρχε κάτι από τον Ντον Τζοβάνι κι από τα Χερουβείμ: ήξερε πώς να γίνει ο άντρας μιας αχαλίνωτης νύχτας μα κι ένας συνεσταλμένος, άμωμος εραστής, σχεδόν παρθένος. Κι όλη του η γοητεία ενέκειτο σ’ αυτό: ότι στη τέχνη του έρωτα δεν απεχθανότανε καμμία πλάνη, καμμία προσποίηση, κανένα ψεύδος. Μεγάλο μέρος τής επιβολής του κρυβότανε στην υποκρισία… Ήτανε τέτοια η φύση του, που στους έρωτες αναζητούσε μια πολυσύνθετη χαρά: τη περίπλοκη απόλαυση όλων των αισθήσεων, την υψηλή πνευματική συγκίνηση, τη παραίτηση των συναισθημάτων, τη παραφορά της αγριότητας“.
Τον έρωτά του για την Έλενα θα τονε διαδεχτεί ο έρωτας για τη Μαρία. Αν στην Έλενα έχει για πρότυπό της την ωραία Ελένη της Σπάρτης, στη Μαρία θα μπορούσε να ‘χει τη Παναγία. Είναι το αντίθετό της. Αγνή, πειθαρχημένη στον σύζυγό της, αφοσιωμένη στη κόρη της. Αθώα κι αναμάρτητη. Θα μπει στο στόχαστρο του Αντρέα και θα βιώσει τη κόλαση. Η καρδιά και το πνεύμα της θα υποκύψει στη γοητεία του. Θα μείνει ανέγγιχτη όμως, αρνούμενη την ολοκληρωτική παράδοσή της στις εκμαυλιστικές του επιθέσεις μέχρι που ο ανέντιμος σύζυγός της θα καταστρέψει την οικογένειά του και θα τη βυθίσει στον εξευτελισμό και στην απελπισία. Τότε και μόνο τότε, θα τον επισκεφθεί στο σπίτι του με πρόθεση να του παραδοθεί για πρώτη και τελευταία φορά, για μια και μόνο φορά…
Η δόνα Μαρία Φέρες υ Καπντεβίλα είναι πρόσωπο τραγικό. Η βαθειά θρησκευτικότητά της τη κρατά μακρυά από τη προδοσία της συζυγικής κλίνης. Στο ημερολόγιό της ομολογεί: “Τα μάτια των Παρθένων και των Αγίων με καταδιώκουν. Ακόμα βλέπω εκείνα τα άδεια, σχιστά μάτια με τα χαμηλωμένα βλέφαρα, που κοιτούν με γοητευτικό βλέμμα, πράο σα βλέμμα περιστεριού, λοξό σαν του φιδιού. ‘‘Γίνεσθε ουν φρόνιμοι ως οι όφεις κι ακέραιοι ως αι περιστεραί’’, είπεν ο Ιησούς. Να είσαι φρόνιμη. Προσευχήσου, πλάγιασε και κοιμήσου“. Πάνω απ’ οτιδήποτε στον κόσμο έχει τη κόρη της: “Η κόρη μου είναι πάντα η παρηγοριά μου και με γιατρεύει από κάθε πυρετό, σαν το υπέρτατο βάλσαμο“.
Ανάμεσα στην Έλενα και στη Μαρία κινείται ένας αστερισμός άλλων γυναικών, ιδιαίτερα ελκυστικών, πρόθυμων να βιώσουνε τον έρωτα, παράνομο ή όχι, αρκεί να καταγράψουνε στο ενεργητικό τους το πέρασμα του Αντρέα, ως έπαθλο ζωής. (Σημ: Εδώ και με όλο το σεβασμό προς γράφοντες κι αναγνώστες, θέλω να υπενθυμίσω, την ίδια περίπου αναλογία μεταξύ των 2 γυναικών του ήρωα στο βιβλίο του Κούντερα: Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα Του Είναι με τις επίσης ανάλογες σκέψεις κι αναλύσεις καθώς και τις τελικές -αν μπορεί να το πει κανείς αυτό άνετα- επιλογές, τόσο του ήρωα όσο και των γυναικών του). Ο Ντ’ Αννούντσιο τις περιγράφει με όμοιο τρόπο, που θα ζωγράφιζαν οι φημισμένοι αναγεννησιακοί ζωγράφοι τις δικές τους Μόνα Λίζες ή Μαντόνες. Όλες ξεχωρίζανε για κάτι κι όλες είχαν αφήσει πίσω τους και μιαν ιδιαίτερη ανάμνηση, έτσι ώστε ο Αντρέα να δημιουργεί για κάθε μια κι έν ιδιαίτερο πορτραίτο. Ωστόσο καμμιά δε καλύπτει το κενό που αφήνουνε πίσω τους η Έλενα κι η Μαρία. Ο νεαρός ηδονοθήρας θα μείνει μόνος με την απελπισία και τη μοναξιά του, έχοντας κρατήσει, από τη τελευταία, ελάχιστα έπιπλα του σπιτιού της, αγορασμένα από τους πιστωτές που εκποιήσανε τη περιουσία του χρεοκοπημένου συζύγου της. Πολύ πριν, όμως, τη τελευταία πράξη του δράματος, ο Ντ’ Αννούντσιο έχει φροντίσει να καταδικάσει τον ήρωά του:
“Είχε πει πολλά ψέμματα, είχεν εξαπατήσει πολλές γυναίκες, είχε πέσει πολύ χαμηλά. Τονε κατέκλυσε απέχθεια για τον εαυτό του και τις ακολασίες του. Ντροπή! Ντροπή! Η αχρεία χυδαιότητά του του φαινόταν αθεράπευτη. Είχε την αίσθηση πως θα ‘νιωθε ναυτία για πάντα, για πάντα, σαν να βίωνε ένα μαρτύριο δίχως τελειωμό. Ντροπή“! Εν τέλει ο νιτσεϊκός Ντ’ Αννούντσιο θα θέσει ερωτηματικά που συνεχίζουνε δραματικά να υφίστανται σε κάθε αμφιλεγόμενη μορφή επιθυμίας:
-“…θέλεις ν’ αγαπήσεις σα θεός; Ο Αντρέα χαμογέλασε και σκέφτηκε: Να αγαπήσω ποιον; Τη Τέχνη; Μια γυναίκα; Ποιά; Η Έλενα του φάνηκε μακρυνή, χαμένη, πεθαμένη, όχι δική του. Οι άλλες του φάνηκαν ακόμα πιο μακρυνές, πεθαμένες για πάντα. Ήταν ελεύθερος, λοιπόν. Γιατί να συνεχίσει μια ανώφελη κ επικίνδυνη αναζήτηση; Στα βάθη της καρδιάς του είχε την επιθυμία να δοθεί, ελεύθερος κι ευγνώμων, σ’ ένα πιο υψηλό, πιο αγνό πλάσμα. Πού να βρισκόταν όμως το πλάσμα αυτό; Το Ιδανικό δηλητηριάζει κάθε ατελή κατάκτηση. Και στον έρωτα κάθε κατάκτηση είναι ατελής κι απατηλή, κάθε ηδονή ενέχει και θλίψη, κάθε απόλαυση είναι λειψή, κάθε χαρά κουβαλά τον σπόρο της δυστυχίας, κάθε εγκατάλειψη κουβαλά τον σπόρο της αμφιβολίας κι οι αμφιβολίες συντρίβουν, μολύνουν, μιαίνουν όλες τις χαρές όπως οι Άρπυιες λερώνανε τη τροφή του Φινέα. Γιατί λοιπόν ν’ απλώσει πάλι το χέρι του στο δέντρο της γνώσης…”
Εισαγωγή στο βιβλίο Η Επιστολή του ίδιου
Το βιβλίο τούτο, το οποίο έγραψα στο σπίτι σου ως ευπρόσδεκτος φιλοξενούμενός σου, αφιερώνεται σε εσένα ως έκφραση ευχαριστίας, ως ανάθημα. Μες στο μόχθο του μακρόσυρτου και απαιτητικού άθλου μου, η παρουσία σου στάθηκε ενθαρρυντική και παρηγορητική όπως η θάλασσα. Στην απέχθεια που ακολούθησε τα επώδυνα και δόλια τεχνάσματα του ύφους, η καθάρια απλότητα του συλλογισμού σου ήταν για εμένα παράδειγμα κι αφορμή βελτίωσης. Στις αμφιβολίες που διαδέχονταν την προσπάθεια της ανάλυσής μου, συχνά μια στοχαστική πρότασή σου ήταν πηγή φωτός για εμένα.
Σε σένα που μελετάς όλες τις μορφές και όλες τις μεταβολές του πνεύματος έτσι όπως μελετάς όλες τις μορφές και όλες τις μεταβολές των πραγμάτων, σε εσένα που κατανοείς τους νόμους βάσει των οποίων εκτυλίσσεται η εσωτερική ζωή του ανθρώπου έτσι όπως κατανοείς τους νόμους των σχεδίων και των χρωμάτων, σε εσένα που είσαι τόσο διεισδυτικός γνώστης της ψυχής όσο και σπουδαίος δημιουργός της ζωγραφικής τέχνης, οφείλω την άσκηση και την εξέλιξη της πιο ευγενούς απ’ όλες τις ικανότητες του πνεύματος: σου οφείλω τη συνήθεια της παρατήρησης και σου οφείλω, ιδιαιτέρως, τη μέθοδό μου. Τώρα πια είμαι πεπεισμένος, όπως κι εσύ, πως για εμάς υπάρχει μονάχα ένα αντικείμενο μελέτης: η Ζωή.
Στη πραγματικότητα, έχει περάσει κάμποσος καιρός από τότε που, ενώ εσύ έσπευδες να διεισδύσεις στα μυστικά του Ντα Βίντσι και του Τιτσιάνο στην Γκαλερία Σάρα, εγώ σου απηύθυνα χαιρετισμό με στίχους νοσταλγικούς:
Στα Ιδανικά που δεν έχουνε δύση,
Στην Ομορφιά που πόνο δε γνωρίζει!
Ωστόσο, ένας όρκος που δώσαμε εκείνη την εποχή πραγματοποιήθηκε. Επιστρέψαμε μαζί στη γλυκειά πατρίδα, στο “απέραντο σπίτι” σου. Δεν κρέμονται ταπισερί των Μεδίκων στους τοίχους, ούτε συρρέουνε γυναίκες στις συνάξεις μας, ούτε οι οινοχόοι και τα λαγωνικά του Βερονέζε περιφέρονται γύρω από τα τραπέζια μας, ούτε υπερφυσικά φρούτα γεμίζουν τις πορσελάνες που ο Γκαλεάτσο Μαρία Σφόρτσα παρήγγειλε στον Μαφέο ντι Κλιβάτε. Οι επιθυμίες μας δεν είναι τόσο αλαζονικές: κι η ζωή μας είναι πιο πρωτόγονη, ίσως και πιο ομηρική και πιο ηρωική, αν λάβουμε υπόψη τα γεύματα, αντάξια του Αίαντα, πλάι στη βουερή θάλασσα, γεύματα που ανακόπτουνε τις εξοντωτικές νηστείες μας.
Χαμογελώ όταν σκέφτομαι πως αυτό το βιβλίο, στο οποίο μελετώ με θλίψη τη τόση διαφθορά, τη τόση ακολασία, τη τόσο μάταιη ελαφρότητα κι υποκρισία και σκληρότητα, γράφτηκε εν μέσω της απλής και γαλήνιας ηρεμίας του σπιτιού σου, ανάμεσα στα τελευταία στορνέλα1 του θερισμού και στις πρώτες παστορέλες2 του χιονιού, ενώ μαζί με τις σελίδες μου θέριευε η πολύτιμη ζωή του γιου σου. Φυσικά, αν υπάρχει έστω κάποιο ανθρώπινο έλεος και καλωσύνη στο βιβλίο μου, οφείλω ένα ευχαριστώ στον γιο σου. Τίποτε άλλο δε συγκινεί και δεν ανακουφίζει τόσο όσο το θέαμα μιας ζωής που ξεδιπλώνεται μπρος μας. Ακόμη και το θέαμα της αυγής ωχριά μπρος σ’ αυτό το θαύμα.
Ιδού, λοιπόν, το πόνημά μου. Αν κατά την ανάγνωση το βλέμμα σου τρέξει πιο γρήγορα και δεις τον Τζόρτζο σου να σου απλώνει τα χέρια και με το στρογγυλό του πρόσωπο να σου γελά, όπως στη θεϊκή στροφή του Κάτουλλου, semihiante labello3, σταμάτα την ανάγνωση. Κι οι μικρές ροδαλές του φτέρνες, μπροστά σου, ας πατήσουνε τις σελίδες όπου αποτυπώνεται όλη η αθλιότητα της Ηδονής κι ας γίνει σύμβολο κι ευχή τούτο το ασυναίσθητο πάτημα.
Χαίρε, Τζόρτζο. Φίλε και δάσκαλε, ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Γκ. ντ’Α.
Από το Μοναστήρι4:
Τρίτη 9 Ιανουαρίου 1889
—————————————-
Κεφάλαιο 1ο:
Ο χρόνος αργόσβηνε γλυκά. Ο ήλιος της τελευταίας μέρας του χρόνου σκόρπιζε μια αιθέρια, εξαιρετικά απαλή, χρυσαφένια θαλπωρή στον ουρανό της Ρώμης, σχεδόν ανοιξιάτικη. Όλοι οι δρόμοι ήταν κοσμοπλημμυρισμένοι, όπως κάθε Κυριακή του Μαΐου. Πλήθος οχημάτων διέσχιζαν βιαστικά την Πιάτσα Μπαρμπερίνι, την Πιάτσα ντι Σπάνια· ένας αδιάκοπος, συγκεχυμένος αχός σκαρφάλωνε κι από τις δύο πλατείες ως την Τρινιτά ντέι Μόντι, τη Βία Σιστίνα και τρύπωνε υπόκωφος στα δωμάτια του Παλάτσο Τζούκαρι.
Τα δωμάτια πλημμύριζανς σιγά-σιγά από το άρωμα που ανέδιδαν τα φρέσκα λουλούδια στα βάζα. Βυθισμένα σε κρυστάλλινα ανθοδοχεία, τα ρόδα με τα πυκνά, πλατιά πέταλα στέκανε λυγερά πάνω στους χρυσούς τους μίσχους ανοίγοντας σαν αδαμάντινα κρίνα, όμοια με κείνα που ορθώνονται πίσω απ’ τη Παρθένο, στο τόντο5 του Μποττιτσέλλι, στη Γκαλερία Μποργκέζε. Κανέν άλλο ανθοδοχείο δεν έχει τέτοιο σχήμα: τα λουλούδια μέσα σ’ αυτή τη διάφανη φυλακή θαρρείς κι εξαϋλώνονταν κι έδιναν την αίσθηση θρησκευτικής ή ερωτικής προσφοράς.
Ο Αντρέα Σπερέλι περίμενε μιαν ερωμένη στα δωμάτιά του. Καθετί ολόγυρα φανέρωνε πραγματικά μια ιδιαίτερη ερωτική φροντίδα. Ξύλα άρκευθου καίγανε στο τζάκι και το μικρό τραπέζι του τσαγιού ήταν κιόλας στρωμένο με φλιτζάνια και πιατάκια από μαγιόλικα6 του Καστέλ Ντουράντε, ποικιλμένα από τον Λούτσιο Ντόλτσι με μυθολογικές παραστάσεις, αρχαίες μορφές με απαράμιλλη χάρη και κάτω από τα είδωλα, με πλάγια μαύρα γράμματα, ήταν γραμμένα εξάμετρα του Οβίδιου. Το φως έμπαινε μουντό μες απ’ τις κόκινες μπροκάρ κουρτίνες στολισμένες με ασημοκέντητα ρόδια, φύλλα κι αποφθέγματα. Έτσι όπως ο μεσημεριανός ήλιος χτυπούσε στα τζάμια, πάνω στο χαλί αντιφέγγιζε η λουλουδένια πλέξη των δαντελένιων κουρτινών.
Το ρολόι της Τρινιτά ντέι Μόντι σήμανε τρεις και μισή. Έμενε μισή ώρα ακόμη. Ο Αντρέα Σπερέλι σηκώθηκε από τον καναπέ όπου είχε ξαπλώσει και πήγε να ανοίξει ένα από τα παράθυρα· ύστερα έκανε μερικά βήματα στο διαμέρισμα· κατόπιν άνοιξε ένα βιβλίο, διάβασε μερικές αράδες, το ξανάκλεισε· στη συνέχεια, έψαξε τριγύρω να βρει κάτι, με βλέμμα διστακτικό. Τον βασάνιζε τόσο πολύ η αγωνία της προσμονής, που ένιωθε την ανάγκη να κινηθεί, να κάνει κάτι, να ξεχάσει το εσώψυχο μαρτύριό του με κάτι απτό. Έσκυψε πάνω απ’ το τζάκι, πήρε τη μασιά για να ανασκαλέψει τη φωτιά κι έβαλε στον σωρό με τα λαμπαδιασμένα ξύλα άλλο ένα κομμάτι άρκευθου. Ο σωρός κατέρρευσε· τα κάρβουνα κατρακύλησαν σπιθοβολώντας ως τη μεταλλική πλάκα που προστάτευε το χαλί· η φλόγα διασπάστηκε σ’ αμέτρητες μικρές γαλαζωπές γλώσσες που χάνονταν και εμφανίζονταν ξανά· τα κούτσουρα άρχισαν να καπνίζουν.
Και τότε μια ανάμνηση αναδύθηκε στη θύμηση του Αντρέα.
Κάποτε, ακριβώς μπρος σ’ αυτό το τζάκι, της Έλενας της άρεσε να χρονοτριβεί, προτού ντυθεί, μετά τις ερωτικές περιπτύξεις τους. Με μεγάλη δεξιοτεχνία στοίβαζε μεγάλα κομμάτια ξύλου στην πυροστιά. Έπιανε και με τα δυο της χέρια τη βαριά μασιά κι έγερνε προς τα πίσω το κεφάλι για να αποφύγει τις σπίθες. Σ’ εκείνη την κάπως κοπιαστική πράξη, έτσι όπως κινούνταν οι μύες και κυμάτιζαν οι σκιές, το κορμί της πάνω στο χαλί έδειχνε να χαμογελά απ’ όλες τις κλειδώσεις του, απ’ όλες τις πτυχές του, λουσμένο από μια κεχριμπαρένια ωχρότητα που θύμιζε τη Δανάη του Κορρέτζιο. Και είναι αλήθεια πως τα άκρα της θύμιζαν τη τέχνη του Κορρέτζιο, τα χέρια της, τα πόδια της, μικρά κι ευλύγιστα, σα κλαδιά δέντρου όπως απεικονίζονται στα αγάλματα της Δάφνης στο πρώτο στάδιο της μυθικής της μεταμόρφωσης. Μόλις εκείνη ολοκλήρωνε το έργο της, τα ξύλα αναφλέγονταν και εξέπεμπαν μια ξαφνική λάμψη. Μες στο δωμάτιο, εκείνο το ζεστό κοκκινωπό φως πάλευε για ώρα με το παγωμένο λυκόφως που τρύπωνε από τα τζάμια. Η οσμή του αναμμένου άρκευθου σου προκαλούσε μιαν ελαφριά ζάλη. Στη θέα της φωτιάς, η Έλενα έδειχνε να καταλαμβάνεται από μια παιδική τρέλλα. Έπειτα από κάθε ερωτική περίπτυξη, είχε το κάπως σκληρό συνήθειο να μαδάει στο χαλί όλα τα λουλούδια που υπήρχαν στα βάζα. Όταν επέστρεφε στο δωμάτιο, αφού πρώτα πήγαινε να ντυθεί, φορούσε τα γάντια της ή κούμπωνε μια κόπιτσα και χαμογελούσε περιστοιχισμένη από εκείνη τη καταστροφή· μα τίποτα δεν ξεπερνούσε σε χάρη εκείνη την κίνηση που έκανε κάθε φορά, ανασηκώνοντας τη φούστα και φέρνοντας μπρος πρώτα το ένα πόδι κι ύστερα το άλλο, ώστε ο γονατιστός εραστής της να της δέσει τα ακόμη λυτά κορδόνια των παπουτσιών της.
Το μέρος δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Απ’ όλα τα πράγματα που ‘χε κοιτάξει ή αγγίξει η Έλενα αναδυότανε πλήθος αναμνήσεων κι οι εικόνες από κείνο τον παλιό καιρό ξαναζωντάνευαν θυελλώδεις. Έπειτα από περίπου δύο χρόνια, η Έλενα θα διάβαινε πάλι κείνο το κατώφλι. Σε μισήν ώρα, ω ναι, η Έλενα θα ερχόταν, η Έλενα θα καθότανε σε κείνη τη πολυθρόνα ανασηκώνοντας από το πρόσωπό της το βέλο, ασθμαίνοντας ελαφρά όπως κάποτε και θα μιλούσε. Έπειτα από δύο χρόνια όλα τα αντικείμενα θ’ ακούγανε και πάλι τη φωνή της, μπορεί και το γέλιο της.
Η μέρα του μεγάλου αποχαιρετισμού ήταν η 25η Μάρτη του 1885, έξω από την Πόρτα Πία, σε μια άμαξα. Η ημερομηνία είχε αποτυπωθεί ανεξίτηλη στη μνήμη του Αντρέα. Τώρα, καθώς την περίμενε, μπορούσε να ανακαλέσει όλα τα γεγονότα εκείνης της ημέρας, με αλάνθαστη διαύγεια. Το τοπίο του Νομεντάνο ξεδιπλωνόταν τώρα μπροστά του λουσμένο σ’ ένα ιδανικό φως, σαν εκείνα τα τοπία που ονειρευόμαστε κι όπου τα πάντα σαν να φαίνονται από μακριά χάρη στην ακτινοβολία που σκορπίζουν οι μορφές τους.
Η κλειστή άμαξα γλυστρούσε αχολογώντας μονότονα, με τ’ άλογα να τροχάζουν: τα τείχη των παλιών αρχοντικών των πατρικίων περνούσαν μπρος από τις υπόλευκες πόρτες σαν να λικνίζονταν με μια αέναη, γλυκιά κίνηση. Πού και πού έβλεπες κάποια μεγάλη σιδερένια καγκελόπορτα, κι ανάμεσα από τα κάγκελα ξεχώριζες μια αλέα με ψηλούς θάμνους ή ένα καταπράσινο κιόσκι με ρωμαϊκά αγάλματα ή μια μακριά κατάσπαρτη αλτάνα με τις ηλιαχτίδες να γελούν χλωμά εδώ κι εκεί.
Η Έλενα σιωπούσε, τυλιγμένη στη φαρδιά κάπα της από βίδρα, με το βέλο στο πρόσωπο και τα χέρια της προστατευμένα από τα καστόρινα γάντια της. Εκείνος εισέπνεε ηδονικά το λεπτό άρωμα του ηλιοτρόπιου που αναδινόταν από την πολύτιμη γούνα, και συνάμα ένιωθε στο χέρι του το σχήμα του δικού της χεριού. Κι οι δυο τους είχανε την αίσθηση πως βρίσκονταν μακρυά από τους άλλους, μόνοι· ώσπου ξαφνικά περνούσε η μαύρη άμαξα ενός πρελάτου7, είτε κάποιος έφιππος βοσκός, είτε ένα πλήθος πορφυροντυμένων κληρικών, είτε ένα κοπάδι ζώα. Μισό χιλιόμετρο πριν από τη γέφυρα, εκείνη είπε: “Ας κατεβούμε“.
Στην ύπαιθρο, το παγερό και καθάριο φως θύμιζε γάργαρο νερό, κι έτσι όπως τα δέντρα λικνίζονταν στον άνεμο, ήταν θαρρείς και, σαν από οπτική ψευδαίσθηση, το λίκνισμα τούτο μεταδιδόταν σε καθετί ολόγυρα. Εκείνη σφίχτηκε πάνω του και τρεκλίζοντας στο ανώμαλο έδαφος είπε: “Απόψε φεύγω. Αυτή είναι η τελευταία φορά“. Κι ύστερα σώπασε· όταν ξαναπήρε τον λόγο, του μίλησε με παύσεις και με μια έκφραση όλο θλίψη για την αναγκαιότητα της αναχώρησής της, για την αναγκαιότητα του χωρισμού. Ο μανιασμένος άνεμος της έκλεβε τις λέξεις από τα χείλη. Εκείνη συνέχιζε. Εκείνος τη διέκοψε, της έπιασε το χέρι και με τα δάχτυλά του αναζητούσε ανάμεσα στα κουμπιά τη σάρκα του καρπού της.
-“Ποτέ ξανά! Ποτέ ξανά!”
Προχωρούσανε κόντρα στις ακατάπαυστες ριπές του ανέμου. Κι εκείνος, πλάι στη γυναίκα, μέσα σ’ εκείνη την υπέρτατη κι αβάσταχτη μοναξιά, ένιωσε άξαφνα την ψυχή του να κατακλύζεται από περίσσιο σθένος, απ’ την υπεροψία μιας πιο ελεύθερης ζωής.
-“Μη φύγεις! Μη φύγεις! Εγώ σε θέλω ακόμη, πάντα…”
Της γύμνωσε τον καρπό κι έμπηξε τα δάχτυλά του στο μανίκι, τρίβοντας το δέρμα της με μια ταραγμένη κίνηση, που έκρυβε τον πόθο του για ακόμα μεγαλύτερες κατακτήσεις.
1 Στορνέλο: είδος τρίστιχου ιταλικού ποιήματος, συνήθως αυτοσχέδιου.
2 Παστορέλα: είδος ποιμενικού ποιήματος.
3 “Με μισόκλειστα χείλη“. Λατινικά στο κείμενο. Από το 10ο άσμα της συλλογής του Κάτουλλου, Κάρμινα.
4 Το μοναστήρι της Αγίας Μαρίας του Ιησού στη Φρανκαβίλα αλ Μάρε αγοράστηκε από τον Μικέτι το 1883, ο οποίος το μετέτρεψε σε κατοικία και χώρο εργασίας.
5 Τόντο: πίνακας κυκλικού σχήματος, ιδιαίτερα διαδεδομένος στο 15ο αιώνα.
6 Μαγιόλικα: κεραμικό υλικό, ευρέως διαδεδομένο στην Ιταλία. Με τον ευρύτερο όρο «μαγιόλικες» εννοούμε τα ιταλικά κεραμικά κομψοτεχνήματα με τη στιλπνή ζωγραφισμένη επιφάνεια ή την ανάγλυφη διακόσμηση.
7 Πρελάτος: καθολικός αρχιερέας.
[…]
Ο Αντρέα μπήκε.
Στην αρχή, η ατμόσφαιρα του φάνηκε πολύ ζεστή, σχεδόν αποπνικτική· ένιωσε στον αέρα την ιδιαίτερη οσμή του χλωροφορμίου· διέκρινε κάτι κόκκινο στη σκιά, το κόκκινο δαμάσκο στους τοίχους, τις κουρτίνες του κρεβατιού· άκουσε την κουρασμένη φωνή της Έλενας που ψιθύριζε: “Σας ευχαριστώ που ήρθατε, Αντρέα. Είμαι καλλίτερα“.
Διστάζοντας λίγο, καθώς δεν έβλεπε καθαρά τα αντικείμενα μ’ εκείνο το αδύναμο φως, προχώρησε προς το κρεβάτι. Εκείνη χαμογελούσε, με το κεφάλι βυθισμένο στα μαξιλάρια, ανάσκελα, στο μισοσκόταδο. Είχε δέσει το μέτωπο και τα μάγουλά της με μια λωρίδα από λευκό μαλλί που περνούσε κάτω από το πιγούνι της σα μαγουλίκα μοναχής· το δέρμα του προσώπου της δεν ήτανε λιγώτερο λευκό από κείνη τη λωρίδα. Οι εξωτερικές γωνίες των βλεφάρων της ζάρωναν από τις επώδυνες συσπάσεις των ερεθισμένων νεύρων· κάθε τόσο τα κάτω βλέφαρα τρεμόπαιζαν ακούσια· και τα μάτια της, υγρά, εξαιρετικά γλυκά, θαρρείς και τα σκέπαζε ένα δάκρυ που δεν μπορούσε να κυλήσει, κοιτάζανε σχεδόν ικετευτικά ανάμεσα στις βλεφαρίδες που πάλλονταν.
Μια απέραντη τρυφερότητα κατέκλυσε τη καρδιά του νέου μόλις την αντίκρυσε από κοντά. Η Έλενα τράβηξε από τα σκεπάσματα το χέρι της και του το έτεινε με μια αργή κίνηση. Εκείνος έσκυψε, σχεδόν γονάτισε στην άκρη του κρεβατιού και βάλθηκε να καλύπτει με γρήγορα και ανάλαφρα φιλιά εκείνο το χέρι που έκαιγε, εκείνο τον καρπό που παλλότανε δυνατά.
-“Έλενα! Έλενα! Αγάπη μου!”
Η Έλενα είχε κλείσει τα μάτια της σαν να ήθελε να απολαύσει ακόμα πιο βαθιά εκείνο το ρυάκι της ηδονής που σκαρφάλωνε στο χέρι της, απλωνόταν στον κόρφο της και εισχωρούσε στις πιο κρυφές της ίνες. Έστρεφε το χέρι της κάτω από τα χείλη του για να νιώσει τα φιλιά του στην παλάμη της, στη ράχη του χεριού της, ανάμεσα στα δάχτυλά της, γύρω από τον καρπό της, σε όλες της τις φλέβες, σε όλους της τους πόρους.
-“Φτάνει!” ψέλλισε, ανοίγοντας και πάλι τα μάτια· και με το χέρι της, που το ένιωθε κάπως μουδιασμένο, άγγιξε τα μαλλιά του Αντρέα. Σε κείνο το ανάλαφρο χάδι υπήρχε τόση λατρεία, που για τη ψυχή του ήτανε σα ροδοπέταλο όταν πέφτει μέσα σε ξέχειλο ποτήρι. Κι έτσι ξεχείλισε το πάθος του. Τα χείλη του τρέμανε κάτω από το συγκεχυμένο κύμα λέξεων που δε γνώριζε, που δεν μπορούσε να προφέρει. Ένιωσε ένα βίαιο και συνάμα θεϊκό αίσθημα, σαν να ξεπηδούσε μια νέα ζωή μέσα από το κορμί του.
-“Τι γλυκύτητα! Είναι αληθινό όλο αυτό;” μονολόγησε η Έλενα χαμηλόφωνα, επαναλαμβάνοντας το χάδι της. Κι ένα ρίγος τη διαπέρασε κάτω από τα βαριά σκεπάσματα. Μόλις ο Αντρέα έκανε να της ξαναπιάσει το χέρι, εκείνη τονε παρακάλεσε…
-“Όχι… Έτσι, μείνε έτσι! Μου αρέσεις!”
Τον έσπρωξε από τον κρόταφο, αναγκάζοντάς τον να ακουμπήσει το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού έτσι ώστε να νιώσει στο μάγουλό του το γόνατό της. Τον κοίταξε για λίγο, συνεχίζοντας να του χαϊδεύει το κεφάλι· και με μια φωνή που λίγωνε από τέρψη, ενώ ανάμεσα στα βλέφαρά της περνούσε κάτι σαν λευκή λάμψη, πρόσθεσε, τραβώντας τα λόγια της: “Πόσο μου αρέσεις!”. Έτσι όπως άνοιγαν τα χείλη της, μαρτυρούσαν έναν ανομολόγητο ηδονισμό όταν πρόφερε την πρώτη συλλαβή εκείνου του ρήματος, τόσο υγρού και αισθησιακού στο στόμα μιας γυναίκας.
-“Ξανά!” ψιθύρισε ο εραστής που έλιωνε από το πάθος, από τα χάδια της, από τη σαγήνη της φωνής της. “Ξανά! Πες μου το ξανά! Μίλα μου!”
-“Μου αρέσεις!” επαναλάμβανε η Έλενα, βλέποντάς τον να τη κοιτά στα χείλη κι ίσως γνωρίζοντας τη λαγνεία που απέπνεε με κείνη τη λέξη. Κι ύστερα σώπασαν κι οι δύο. Ο ένας ένιωθε τη παρουσία του άλλου να κυλά μες στο ίδιο του το αίμα ώσπου να γίνει η ίδια του η ζωή. Μια βαθιεά σιωπή απλωνότανε στο δωμάτιο· η Σταύρωση του Ρένι προσέδιδε ευλάβεια στη σκιά που σκόρπιζαν οι κουρτίνες· ο αχός της Ρώμης ακουγόταν σαν το μουρμουρητό κάποιου μακρινού κύματος.
Και τότε, με μια απρόσμενη κίνηση, η Έλενα ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, έσφιξε στα χέρια της το κεφάλι του νέου και τον τράβηξε κοντά της, αναστέναξε από πόθο, τον φίλησε, ξάπλωσε πίσω και του παραδόθηκε.
Μα έπειτα μια απέραντη θλίψη τη κυρίευσε· τη κατέβαλε αυτή η σκοτεινή μελαγχολία που κρύβεται πίσω από κάθε ανθρώπινη ευτυχία, σαν το γλυφό νερό που κυλά στις εκβολές κάθε ποταμού. Έμεινε ξαπλωμένη με τα χέρια της έξω από τη κουβέρτα, που κρέμονταν στα πλάγια, σαν άψυχα και το μόνο που τα έκανε να σαλεύουνε κάθε τόσο ήταν έν ανάλαφρο σκίρτημα· κοιτούσε τον Αντρέα, με μάτια ορθάνοιχτα, με βλέμμα σταθερό, ασάλευτο, αβάσταχτο. Ένα-ένα τα δάκρυά της άρχισαν να αναβλύζουν και να κυλάνε σιωπηλά στα μάγουλά της.
-“Έλενα, τι έχεις; Πες μου τι έχεις“, την παρώτρυνε ο εραστής, πιάνοντάς την από τους καρπούς, σκύβοντας να πιει τα δάκρυα από τα βλέφαρά της. Εκείνη έσφιγγε δυνατά τα δόντια και τα χείλη για να πνίξει τους λυγμούς της.
-“Τίποτα. Αντίο. Άφησέ με, σε παρακαλώ! Θα με δεις αύριο. Πήγαινε τώρα“. Η φωνή κι η κίνησή της ήταεν τόσο ικετευτικές, που ο Αντρέα υπάκουσε.
-“Αντίο“, της είπε κι ύστερα τη φίλησε στο στόμα, τρυφερά, για να γευτεί εκείνες τις αλμυρές σταγόνες και να μουσκέψει τα χείλη του με κείνα τα ζεστά της δάκρυα. “Αντίο. Αγάπα με! Να το θυμάσαι αυτό!”
Διασχίζοντας το κατώφλι της, του φάνηκε σαν να άκουσε πίσω του αναφυλλητά. Προχώρησε κάπως αβέβαιος, διστακτικός, σαν κάποιος που δε βλέπει καθαρά. Η όσφρησή του κουβαλούσε ακόμη την οσμή του χλωροφορμίου, θαρρείς και ήταν κάποιο μεθυστικό άρωμα· όμως σε κάθε του βήμα κάτι δικό του ξεγλιστρούσε από μέσα του, χανόταν στον αέρα· κι εκείνος, από μια ενστικτώδη παρόρμηση, ήθελε να το αρπάξει σφιχτά, να το κλείσει μέσα του, να τυλιχτεί με αυτό, να εμποδίσει αυτό το σκόρπισμα. Τα δωμάτια ήταν αδειανά και βουβά. Σε μια πόρτα εμφανίστηκε η μαντμουαζέλ χωρίς να ακουστούνε τα βήματά της, χωρίς να ακουστεί το φόρεμά της να θροΐζει, αθόρυβη σα φάντασμα.
-“Από εδώ, κύριε κόμη. Δε θα μπορέσετε να βρείτε μόνος σας το δρόμο“.
Χαμογελούσε διφορούμενα και εκνευριστικά και η περιέργειά της έκανε ακόμα πιο διαπεραστικά τα γκρίζα της μάτια. Ο Αντρέα δε μίλησε. Η παρουσία αυτής της γυναίκας τού ήταν και πάλι ενοχλητική, τον τάραζε, του προκαλούσε μια απροσδιόριστη αποστροφή, τον εξόργιζε. Μόλις πέρασε τη στοά, ανάσανε σαν να του είχε φύγει ένα βάρος. Ένα υπόκωφο κελάρυσμα ακουγόταν από το σιντριβάνι, ξεσπώντας κάθε τόσο σε μια ηχηρή βοή· όλος ο ουρανός ακτινοβολούσε και πάλι από τα αστέρια που κάποια ξεφτισμένα σύννεφα τύλιγαν σαν μακριά γκρίζα μαλλιά ή σαν μεγάλα μαύρα δίχτυα· ανάμεσα από τους πέτρινους κολοσσούς, πίσω από την καγκελόπορτα, φαίνονταν και χάνονταν μεμιάς τα φανάρια των οχημάτων που περνούσαν· η πνοή της πόλης απλωνόταν στον παγωμένο αέρα· καμπάνες αντηχούσαν από κοντινές και μακρυνές εκκλησίες. Και τότε συνειδητοποίησε ολότελα την ευτυχία του.
Μια ευτυχία ολόγιομη, αστόχαστη, ελεύθερη, διαρκώς πρωτόφαντη κυρίευσε και τους δύο από τότε. Το πάθος τούς τύλιξε και τους έκανε απαθείς απέναντι σε ό,τι δεν τους πρόσφερε την άμεση ηδονή. Και οι δύο, απόλυτα εξασκημένοι, τόσο πνευματικά όσο και σωματικά, στην άσκηση των πιο υψηλών και σπάνιων απολαύσεων, αναζητούσαν ανελλιπώς το Ύψιστο, το Ανυπέρβλητο, το Απαράμιλλο· κι όταν το ξεπερνούσαν, μια δυσοίωνη ανησυχία τούς καταλάμβανε ενίοτε, μολονότι βρίσκονταν στο απόγειο της λησμονιάς, και μια φωνή ακουγόταν από τα βάθη της ύπαρξής τους για να τους προειδοποιήσει για μια άγνωστη τιμωρία, για το επικείμενο τέλος. Μέσα από την κούραση και των δυο, ο πόθος τους αναδυόταν πιο ανάλαφρος, πιο παράτολμος, πιο απερίσκεπτος· κι όσο περισσότερο μεθούσαν, η χίμαιρα της καρδιάς τους γιγαντωνόταν, ταραζόταν, γεννούσε νέα όνειρα· έδειχναν να μη βρίσκουν ανάπαυλα παρά μονάχα στην προσπάθεια, σαν τη φλόγα που ζει μόνο όταν υπάρχει ανάφλεξη. Άλλοτε, μια πηγή απροσδόκητης ηδονής ξεχυνόταν από μέσα τους, όπως ξαφνικά ξεπηδά ένας πίδακας κάτω από τα πόδια κάποιου που περιπλανιέται στα δαιδαλώδη μονοπάτια ενός δάσους· κι εκείνοι ξεδιψούσαν αλόγιστα στην πηγή, ώσπου να την εξαντλήσουνε. Κι άλλοτε η ψυχή, έρμαιο του πάθους και των ψευδαισθήσεων, γεννούσε την απατηλή εικόνα μιας ύπαρξης πιο μεγάλης, πιο ελεύθερης, πιο δυνατής, ‘πολυθέλγητρης’: κι εκείνοι βυθίζονταν σε αυτήν, την απολάμβαναν, την ανέπνεαν θαρρείς και είχαν γεννηθεί εκεί. Η λεπτότητα και η χάρη του συναισθήματος και της φαντασίας τους διαδέχονταν τις αισθησιακές τους ακρότητες.
Κανένας από τους δύο δεν έδειχνε την παραμικρή εγκράτεια στις ασωτίες της σάρκας και του πνεύματος. Ένιωθαν ανείπωτη χαρά να σκίζουν κάθε πέπλο μυστηρίου, να φανερώνουν κάθε μυστικό, να παραβιάζουν κάθε γρίφο, να κυριεύουν ολότελα ο ένας τον άλλον, να διεισδύουν ο ένας στον άλλον, να σμίγουν και να γίνονται ένα.
-“Τι περίεργος έρωτας!” έλεγε η Έλενα καθώς θυμόταν τις πρώτες μέρες, την ασθένειά της, την κεραυνοβόλα της αφοσίωση. “Θα μπορούσα να σου δοθώ το ίδιο κιόλας βράδυ που σε πρωτοείδα“. Ένιωθε κάτι σαν περηφάνεια μέσα της. Κι ο Αντρέα τής έλεγε: “Όταν εκείνο το βράδυ άκουσα ν’ αναγγέλλουνε τ’ όνομά μου πλάι στο δικό σου, σε κείνο το κατώφλι ένιωσα -δεν ξέρω γιατί- τη βεβαιότητα πως η ζωή μου θα έσμιγε με τη δική σου, για πάντα!”….