Βιογραφικό
Αρχές 1954. Είναι 6 μήνες που ‘χει κυκλοφορήσει Η Ιστορία Της Ο κι ολάκερο το Παρίσι κουτσομπολεύει, προσπαθώντας να μαντέψει τον ή τη συγγραφέα της. Πριν καλά-καλά κωπάσει ο σάλος, μια νέα μυστηριώδης ‘πολύτιμη πέτρα‘ έρχεται να ταράξει τα νερά της Ερωτικής Λογοτεχνίας του 20ού αιώνα: Η Μαύρη Πέρλα, με την υπογραφή Loulou Morin, που ανακαλεί τη βιτσιόζα, μελαγχολική, ακαταμάχητη Louise De Vilmorin (Λουλού, για τους φίλους), τελευταία μεγάλη κυρία των σαλονιών και του πικάντικου κοσμοπολιτισμού. Κανείς δεν έμαθε ποτέ με βεβαιότητα σε ποιον ανήκει αυτή η υπογραφή… Όλα όμως θυμίζουνε τη γυναίκα για την οποία ο Εξυπερί κι ο Αντρέ Μαλρό είχανε πει πως είναι “αρρώστια“, η γυναίκα που κάποτε ψιθύρισε στο αυτί του Όρσον Γουέλς: “Απόψε σ’ αγαπώ για πάντα“. Χιούμορ, ευφορία, τ’ όνειρο της εξωτικής ακολασίας, όμως δεν είναι τα μόνα μεγάλα μυστικά μιας γυναίκας που ‘ξερε να σοκάρει τη παρισινή κοινωνία, όσο καμιά άλλη…
Η Μαρί Λουίζ Λεβέκ Ντε Βιλμορίν (Marie Louise Lévêque De Vilmorin) ήτανε Γαλλίδα συγγραφέας, ποιήτρια και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε 4 Απρίλη 1902 στο οικογενειακό κάστρο της, στο Verrières-le-Buisson, Essonne, νοτιοδυτικό προάστιο του Παρισιού, κι ήτανε κληρονόμος μιας μεγάλης γαλλικής εταιρείας και φυσικά μιας μεγάλης περιουσίας. Είχε, άγνωστο πως, αποκτήσει ένα μικρό ελάττωμα, να κουτσαίνει ελαφρά, πράγμα όμως που προστέθηκε στη προσωπικότητα της με τρόπο θετικό κι έγινε σαν το σήμα κατατεθέν της. Ήτανε γνωστή για τις λεπτά ευαίσθητες αλλά και με τόνο σαρκασμού ιστορίες της, συχνά τοποθετημένες σε αριστοκρατικό ή καλλιτεχνικό περιβάλλον.
Ήτανε το 2ο παιδί -και 2η κόρη- του Philippe de Vilmorin (1872-1917) από τη σύζυγό του Berthe Marie Mélanie de Gaufridy de Dortan (1876-1937), κόρη του Roger de Gaufridy de Dortan (1843-1905) και της συζύγου του Adélaïde de Verdonnet 1853-1918). Η μεγάλη της αδελφή της ήταν η Marie “Mapie” Pierre (1901-1972), που παντρεύτηκε, σε 1ο γάμο της, ένα ξάδερφο, τον Guy Marie Félix Lévêque de Vilmorin (1896-1984). Παντρεύτηκε ξανά το 1933, τον Guillaume de Toulouse-Lautrec-Montfa, κόμη του Τουλούζ-Λωτρέκ (1902-1955), συγγενή του ζωγράφου Henri de Toulouse-Lautrec, με τον οποίον απέκτησε ένα γιο και μια κόρη. Έγινε δημοφιλέστατη αρθρογράφος τροφίμων σε γαλλικά περιοδικά ως Mapie de Toulouse-Lautrec. Τα υπόλοιπα αδέλφια: Henry (γέννηση το 1903), Olivier (1904-1962), Roger (1905-1980) -που ήτανε και πατέρας του Βασιλιά Αλφόνσου ΧΙΙΙ της Ισπανίας- κι André (1907-1987).
Στα 21 της το 1923, νεαρή κοπέλλα, είχε αρραβωνιαστεί με το γνωστό συγγραφέα και πιλότο, Αντουάν Ντε Σαιντ Εξυπερί, Ωστόσο διάλυσε σύντομα αυτή η δέσμευση, καθώς η οικογένειά της, έφερε ζωηρές αντιρρήσεις για την επικινδυνότητα του επαγγέλματός του, παρ’ όλο που ο Εξυπερί τότε και για λίγο, είχε παραιτηθεί από τα αεροπλάνα. Ο 1ος σύζυγος της ήταν Αμερικανός μεσίτης και κληρονόμος, ο Henry Leigh Hunt (1886-1972), μοναδικός γιος του Leigh S. J. Hunt, επιχειρηματίας που κάποτε είχε στη κατοχή του το Λας Βέγκας της Νεβάδα, από τη σύζυγό του Jessie Nobel. Παντρεύτηκαν το 1925 (1924 σύμφωνα με άλλες πηγές), μετακομίσανε στο Λας Βέγκας και χωρίσανε κατά το 1937 περίπου. Απέκτησαν μαζί 3 κόρες: τη Τζέσι, την Αλεξάνδρα και την Ελένη.
Ο 2ος σύζυγός της ήταν ο κόμης Paul Pálffy ab Erdöd (1890-1968), ένας πολύ παντρεμένος Αυστρο-Ούγγρος πλεημπόυ, που ήτανε 2ος σύζυγος της Ουγκαρέζας κοντέσσας της Etti Plesch, ιδιοκτήτριας 2 ίππων νικητών του Epsom Derby. Ο Palffy παντρεύτηκε τη Louise σε 5ο γάμο το 1938, αλλά το ζευγάρι σύντομα πήρε διαζύγιο. Ήταν επίσης ερωμένη ενός άλλου από τους συζύγους της Etti Plesch κι επίσης κόμη, του Maria Thomas Paul Esterházy de Galántha (1901-1964), που εγκατέλειψε τη σύζυγό του το 1942 για τη Vilmorin. Δεν παντρευτήκανε ποτέ. Για αρκετά χρόνια, ήταν ερωμένη του Duff Cooper, Βρεττανού πρεσβευτή στη Γαλλία. Η Louise πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της σύντροφος του Γάλλου Υπουργού Πολιτισμού και συγγραφέα André Malraux, αποκαλώντας τον εαυτό της “Marilyn Malraux”.

Τα παιδιά της Louise de Vilmorin, όλα από τον 1ο σύζυγό της, ήταν:
α) η Jessie Leigh Hunt (3 Φεβρουαρίου 1929, Hauts-de-Seine, Neuilly-sur-Seine 1928 ως ψευδής. Παντρεύτηκε το 1951 με τον Albert Cabell Bruce Jr. (11 Αυγούστου 1925), γιο του Albert Cabell Bruce (ανιψιό του William Cabell Bruce) από τη σύζυγό του Helen Eccleston Whitridge (εγγονή του Gov. Oden Bowie), από τον οποίο απέκτησε 4 γιούς: Cabell, Leigh, Thomas, και James, γεννημένοι το 1952-59 στο Midland του Τέξας. Στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Clement Biddle Wood, συντάκτη της The Paris Review, το 1965.
β) Η Alexandra Leigh Hunt (1 Απριλίου 1930 Hauts-de-Seine, Neuilly-sur-Seine) παντρεύτηκε τον Henry Ridgeley Horsey (18 Οκτωβρίου 1924, Dover, Delaware, ΗΠΑ). Τα παιδιά της ήταν ο Henry Ridgely Horsey νεώτερος, ο Edmond Philip de Vilmorin Horsey, η Alexandra Thérèse, ο Leigh-Hunt Horsey, ο Randall Revell Horsey κι ο Philippa Ridgely Horsey.
γ) Helena Leigh Hunt (23 Ιουνίου 1931 Hauts-de-Seine, Neuilly-sur-Seine – 28 Δεκεμβρίου 1995 Νοσοκομείο Σαουθάμπτον, Long Island, Νέα Υόρκη, 64 ετών ρεαλιστής ζωγράφος. Παντρεύτηκε τον Tracy Baxter (23 Αυγούστου 1926, Macon, Georgia), με τον οποίο απέκτησε 3 κόρες: Elizabeth Baxter, Etienne Baxter και Leigh Baxter (κυρία Warre).
Το πιο γνωστό δημιούργημά της ήτανε το Μαντάμ Ντε… το 1951, το οποίο γυρίστηκε και ταινία το 1953 με τίτλο: Τα Σκουλαρίκια Της Μαντάμ Ντε… σε σκηνοθεσία Max Ophüls με πρωταγωνιστές τους Charles Boyer, Danielle Darrieux και Vittorio de Sica. Άλλα έργα της Vilmorin είναι: Juliette, La lettre dans un taxi, Les belles amours, Saintes-Unefois και Intimités. Οι επιστολές της προς τον Jean Cocteau δημοσιεύθηκαν μετά το θάνατο και των δύο. Βραβεύτηκε δε, με το βραβείο Renée Vivien για γυναίκες ποιήτριες το 1949. Ο Francis Poulenc ύμνησε κυριολεκτικά με τους επαίνους του προς αυτή, θεωρώντας την ισότιμη με τον Paul Éluard και τον Max Jacob, βρήκε στη γραφή της, “είδος ευαίσθητης ακαταστασίας, ελευθερίας κι όρεξης, που μεταφέροντάς τα στα ποιήματά της, μου θυμίζει τη δική μου ακραία νιότη με τη Marie Laurencin στο Les Biches“. (Ivry 1996). Κλείνοντας αυτό το άρθρο θα παραθέσω ένα ποίημά της ως Λουίζ Ντε Βιλμορίν, πριν περάσω στη Λουλού Μορίν παρακάτω:
Το Nησί
Έχει κρίνα το νησί
Και πασχαλιές
Για τις ηδονές
υπάρχουνε στρωσίδια εκεί.
Κανένα πρόβλημα,
Εκατό ανάμικτα φυτά
Έλα κι οι ανησυχίες σου
θα σβήσουνε γοργά.
Μια βόλτα μας μαζί
στο Άλφα του Κενταύρου οδηγεί
Κάτω απ’ τις πασχαλιές
τα λάθη σου τα εκατό,
Αμέσως όλα τα ξεχνώ.
Ένα κυκλάμινο
Αιθέρια έλαια
Και σκέψεις πολλές
για το χρόνο που περνά.
Το νησί των απολαύσεων
θα είν’ ένα λιλά,
Με κρίνα έστρωσα
τη κλίνη σου εκεί…
1954
—————————————————-
Η Μαύρη Πέρλα
Ντουντού
Έχοντας χάσει τον άντρα της στον πόλεμο, η Μαρούσια Ντε Β. θεωρούσε χρέος της να προσφέρει υπηρεσίες ως εθελόντρια νοσοκόμα στο στρατιωτικό νοσοκομείο του Μπ. Έτσι ήρθε σ’ επαφή με τους πρώτους πειρασμούς. Πριν από τότε, αγνοούσε παντελώς τις χαρές του έρωτα. Ο άντρας της, μεσιέ Ντε Β., είκοσι χρόνια μεγαλύτερός της, τη παντρεύτηκε ύστερα από πολυτάραχη νιότη και με το γάμο αυτό πραγματοποίησε μιαν άκρως εγωιστική, αναξιοπρεπή, απόσυρση από τις εντάσεις του ερωτικού βίου. Το περιοδικό τίμημα που κατέβαλλε, για να εκπληρώνει τα συζυγικά του καθήκοντα, πολύ νωρίς μεταβλήθηκε σ’ οριστικήν αποχή κι αν η Μαρούσια δεν έβρισκε παρηγοριά με το δάχτυλο χωμένο ως τ’ άπατα του κώλου της, στον αυνανισμό, είναι σίγουρο πως δε θα βρισκόταν άνθρωπος να ζηλέψει τη τύχη της. Έπειτα, ήταν όμορφη, ξανθιά, με γκριζοπράσινα μάτια κι υπέροχο στόμα, παρ’ όλη τη θλίψη του για τα φιλιά που δε βρισκότανε κανείς να του δώσει. Κάθε φορά που ‘παιρνε μιαν απογοήτευση από το γάμο της, κάτι βέβαιοα που ‘ναι ψωμοτύρι σ’ όλους τους γάμους, δάγκανε τα χείλια της. Ο καθένας τιμωρεί τον εαυτό του όπως μπορεί…
Στο νοσοκομείο, έβλεπε νέους άντρες, ολοτσίτσιδους, κάθε μέρα. Το πόστο που της είχαν αναθέσει ήτανε στη πτέρυγα κείνων που βρίσκονταν σ’ ανάρρωση. Συντρέχοντας τους με τη πάπια, της ήταν αδύνατο ν’ αποφύγει να ‘ρθει ‘πρόσωπο με πρόσωπο‘ με τις μεγάλες νεανικές ψωλές και να μη νιώσει θαυμασμό για τα εξαίσια καφετιά τους αρχίδια. Τα φανταζότανε να πετρώνουν από τη κάβλα κι αντί για κάτουρο να εξακοντίζουνε σπέρμα. Η φαντασίωση αυτή ήτανε τόσο ζωηρή που την έσπρωχνε να τρέχει, να κλειδαμπαρώνεται στην ιματιοθήκη, να τραβά έξω ένα ψεύτικο, πλαστικό φαλλό που κρατούσε φυλαγμένο, -όπως όλες οι αξιοσέβαστες κυρίες της πόλης- μέσα σ’ ένα δερμάτινο κουτί σα κασετίνα για βιβλία. Σήκωνε τα φουστάνια, σάλιωνε το δάχτυλο, άνοιγε τα μουνόχειλά της, έβρισκε το λειρί της κι άρχιζε να το μαλακίζει απαλά, μουσκεύοντας στο μεταξύ κάθε τόσο τη χοντρή λαστιχένια βάλανο με σάλιο. Όταν ένιωθε τα κύματα της απόλαυσης να ξεχύνονται ανάμεσα στα μπούτια της, έβαζε το μακρύ εργαλείο μες στο μουνί κι άρχιζε να γαμιέται μοναχή της, με τη σκέψη κάποιου από τους νεαρούς τραυματίες που κάπως της είχε γυαλίσει. Κατέληγεν έτσι να βρυχιέται από ηδονή και μέσα στον πόθο της, ένιωθε να τη παρασέρνει η εικόνα μιας μαλλιαρής κοιλιάς με μισάνοιχτα ακόμα ράμματα να δείχνουνε σα βέλη προς το μέρος ενός τερατώδους μέλους, που οι φουσκωμένες φλέβες του, στέλνανε παχύρρευστο σπέρμα, μ’ άρωμα θαλασσινής αρμύρας σε μια πρησμένη βάλανο, σκληρή σα κουκουνάρι κι απαλή σε βελούδο… Ύστερα ξανάβαζε τον ψεύτικο φαλλό στη κασετίνα, έβγαινε από την ιματιοθήκη λίγο ταραγμένη και παριστάνοντας την αδιάφορη, πήγαινε να κάνει τσίσα της.
Μπορεί να φαίνεται παράξενο που μες απ’ όλον εκείνο τον ανθό της νιότη, δε διάλεξεν εραστή. Όμως κείνα τα χρόνια δεν ήταν η μοναδική γυναίκα που σήκωνε αυτό το σταυρό του μαρτυρίου, μήτε κι η μόνη που φοβότανε τη κακία και τη κακογλωσσιά μιας κοινωνίας που καταδίκαζε τις χήρες στον ψεύτικο φαλλό, μέχρι τουλάχιστον να εμφανιστεί κανά παχυλό -και γέρικο που να μην έχει ανάγκη κι ελπίδες με τις πιτσιρίκες- πορτοφόλι, που μετά τη δέουσα περίοδο πένθους για τα μάτια του κόσμου, θα προσέφερε τη δυνατότητα στη χήρα να συνενώσει τη μισοφαγωμένη της περιουσία με τη ‘μειωμένη απόδοση‘ του χήρου…
Έτσι κυλούσεν η ιστορία μέχρι τη μέρα που στο νοσοκομείο κατέφτασε ένας νέγρος λοχίας και θεωρήσανε σκόπιμο ν’ απομονώσουνε σε μονόκλινο δωμάτιο. Πράγματι οι προθυμότατες κατά τ’ άλλα, νοσοκόμες, αρνούνταν να τονε φροντίσουν, όχι τόσο γιατί ήταν ρατσίστριες, για όνομα του Θεού, αλλά γιατί κάπου είχανε διαβάσει πως οι νέγροι ήταν άγριοι και τρέφονταν μ’ ανθρώπινο κρέας. Θα ‘τανε πανευτυχείς και πολύ περήφανες να προσφέρουν ακόμα και το αίμα τους για τη Γαλλία, παρ’ όλη τη στροφή της προς τη δημοκρατία, αλλά να κάτσουν να τις κατασπαράξουνε ζωντανές έπεφτε πολύ ακόμα και σ’ αυτές. Έτσι έπεσε ο κλήρος στη Μαρί-Μαντλέν, την ηγουμένη του μοναστηριού που γειτόνευε με το νοσοκομείο, ν’ αναλάβει τον νέγρο κι εκείνη τονε συνέτρεξε με προθυμία που στο τέλος ψύλλιασε την Μαρούσια. Βάλθηκε να κατασκοπεύει την άγια κείνη γυναίκα. Τι άλλο να κάνει άλλωστε ένα τίμιο θηλυκό, μέσα σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, αν δε παραμονεύει κι αν δε κρυφοκοιτάζει ψωλές κάτω από τα σεντόνια;
Τα παραφυλάγματα αποδώσαν αμέσως τους καρπούς που ευχόταν η Μαρούσια. Έχοντας πλησιάσει αθόρυβα στη κλειδαρότρυπα της απομονωμένης κάμαρας, κατάφερε ν’ ανακαλύψει αμέσως, πως η ευσεβής γυναίκα συμβίβαζε τις ανάγκες του ταμπεραμέντου με κείνες της πίστης της. Απέφευγε να προσδώσει στις πράξεις της ακόμα και το παραμικρόν ίχνος της διανοητικής συμμετοχής που γεννά την αμαρτία, που ως γνωστόν, οφείλεται σε διαστροφή πιότερο του πνεύματος, παρά της σάρκας. Πλησίαζε λοιπόν στο κρεβάτι και χωρίς να βγάλει μιλιά, σήκωνε το ποδήρες ένδυμά της και σκέπαζε το κεφάλι για να κρύψει τη θέα αυτού που έμελλε να της συμβεί, όπως κάνουν οι στρουθοκάμηλοι, όταν ζυγώνει κίνδυνος. Κατ’ αυτό τον τρόπο, πρόσφερε στο γεμάτο πόθο βλέμμα του νέγρου, ένα κώλο που βαστιότανε καλά και στα μάτια της Μαρούσια μια κοιλιά που ‘σβηνε μέσα σ’ ένα δασώδες σκούρο τρίχωμα. Εκείνη τη στιγμή, ο νέγρος πετούσε πάνωθέ του το σεντόνι και σηκωνότανε σιωπηλός και φελπεδένιος σαν αίλουρος. Το ματσούκι του, τεράστιο και μακρύ, είχε την όψη τερατόμορφου σπαραγγιού, ενός μαύρου κολασμένου σπαραγγιού. Το χούφτωνε με τα δυο του χέρια, σα να ‘ταν όπλο κι ύστερα έφτυνε στις παλάμες του για να σαλιώσει τη βάλανο. Άνοιγεν έπειτα τα κωλομέρια της άγιας κείνης γυναίκας, μ’ ένα και μοναδικό τράνταγμα βύθιζε το φονικό του όπλο μες στο σφιγκτήρα της. Η Μαρί δε κατάφερνε να συγκρατήσει τη κραυγή πόνου, την ώρα που την υπέβαλλε σ’ αυτή τη δοκιμασία. Γρήγορα όμως άρχιζε να το υπομένει κι όσο ο νέγρος τη ξεκώλωνε με τα ρωμαλέα του τραντάγματα, κείνη παραμέριζε το φυλαχτό κι έχωνε το δάχτυλό της μες στο καταμουσκεμένο μουνί της, κουνώντας το όλο σπιρτάδα.
Σ’ αυτή τη στάση περίμενε στωικά τον άλλο να χύσει και κάθε τόσον επαναλάμβανε με φωνή που ‘βγαινε πνιχτή μες από τα ράσα της: “Ιησού Χριστέ… Ιησού Χριστέ...!” Όταν τελικά ένιωθε το ζεστό τίναγμα από το χύσι να πλημμυρίζει τα σπλάχνα της, φώναζε: “Ντουντού… Ντουντού…!” Πράγματι, αυτό ήτανε τ’ όνομα του Σενεγαλέζου. Τότε ξανασηκωνόταν, ταχτοποιούσε τα ρούχα της και σ’ ένδειξη ταπεινοφροσύνης και πλήρους μετάνοιας, έγλειφε κι εξάγνιζε τον βλάσφημο εκείνο πούτσο από τα χύσια και τα σκατά που βρίσκονταν σε τέλεια ώσμωση, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη πλειονότητα των πράξεων του ταπεινού και χυδαίου τούτου κόσμου. Πασπατεμένο από τη ζωηρή γλώσσα της αδελφής, το μέλος ορθωνότανε και πάλι. Τότε ο Ντουντού ήθελε να τη γαμήσει με τον φυσικό κείνο τρόπο που ο όφις έδειξε στον Αδάμ και την Εύα, στο παράδεισο. Εκείνη όμως δεν εννοούσε να του εκχωρήσει το χαράκωμα που ‘χεν αφιερωμένο, όταν διάλεξε να βάλει το ράσο, στον Ιησού της. Κι ενώ μοχθούσε να του δώσει να καταλάβει τους ιερούς λόγους αυτής της άρνησης, έχοντας κατά νου να του γαληνέψει τις κάψες, τον έσπρωχνε ως την άκρη του κρεβατιού κι άρχιζε να του το χαιδεύει.
Η Μαρούσια μπορούσε πίσω από τη κλειδαρότρυπα να θαυμάσει τις φλέβες που σιγά-σιγά φουσκώνανε τσιτώνοντας το σοκολατί μετάξι της επιδερμίδας του γλιστερού και τεράστιου κείνου ερπετού. Μερικές φορές όμως η Μαρί αθελά της, άγγιζε το φιλέτο με τη λαίμαργη γλώσσα της. Ύστερα όμως, θυμότανε πως η λαιμαργία είν’ αμάρτημα και πως ο εξομολογητής της απαγόρευε να βάλει στο στόμα της ακόμα και κριθοζάχαρο. Ξαναδίπλωνε λοιπόν τη γλώσσα της και την ξαναπέταγεν έξω μονάχα όταν εκείνος έφτανε στο τέλος. Το ‘κανε σα καλή νοικοκυρά κι οικονόμα, απο προνοητικότητα κι όχι από φιληδονία. Πράγματι, μιας κι η στέρνα που ‘χε μέσα του αυτός ο νέγρος δεν έλεγε ν’ αδειάσει ποτέ, φοβόταν μη τυχόν κι οι ριπές του σπέρματος καταλήγανε να γεμίσουνε λεκέδες τα σεντόνια που μ’ αυτά που στοίχιζε το πλυντήριο, έπρεπε να τ’ αλλάζουνε κάθε δυο βδομάδες.
Όταν ο Ντουντού κατάλαβεν επιτέλους πως η ευσεβής, έπραττε ως έπραττε μόνο και μόνο γι’ αυτοτιμωρία, πήρε την απόφαση να συμβάλλει στη σωτηρία της ψυχής της. Κι έτσι την ώρα που έχυνε, άρπαξε την άγια γυναίκα από τ’ αυτιά με τρόπο που να κρατά το παλούκι του καλοχωμένο μες στο λαρύγγι της ώσπου να κοπάσει κι η τελευταία ριπή. Σ’ αυτό το σημείο, με φωνή δυνατή, καθαρή και καλοζυγισμένη για ν’ ακούγετ’ επίσημη σαν ιερέας, της ανήγγειλε:¨
-“Και τώρα, αγαπητή αδελφή, μιας και το πυρ της κόλασης που πυρπολεί τα σωθικά σου δεν έχει ακόμα σβήσει εντελώς, σκοπεύω να κατουρήσω μες στο στόμα σου!” Το ‘πε και το ‘κανε. Η Μαρί κατάπιε με μεγάλες γουλιές τα καφτά ούρα του και μόνο τότε της άφησε τ’ αυτιά. Ευχαριστημένη από την εκτέλεση της αποστολής της, βοήθησε τον αναρρωνύοντα να ξαναπλαγιάσει, του τίναξε το μαξιλάρι, τονε σκέπασε με τις κουβέρτες, του άδειασε και του ‘πλυνε το ουροδοχείο, το αληθινό τούτη τη φορά.
Η Μαρούσια πατώντας στις μύτες των ποδιών, μόλις πρόλαβε ν’ αφήσει το πόστο της κι ερεθισμένη από το θέαμα έτρεξε στην ιματιοθήκη. Την ώρα που έχυνε, έχωσε κι εκείνη μια ψωλάρα -τι κι αν ήτανε ψεύτικη- στον κώλο, ενώ την ίδια στιγμή χαρχάλευε μανιασμένα και το κοκοράκι της. Ένιωσε να χάνεται μέσα σ’ ένα γεμάτο ηδυπάθεια τίποτε. Κι όσην ώρα τα λαστιχένια παπάρια τινάζανε μες στα σωθικά της πηχτό γάλα, κάτω από τα σφαλισμένα της βλέφαρα έβλεπε να ορθώνεται μες από το δάσος των τριχών, ένας τεράστιος μαύρος κορμός. Τώρα πια κείνη η πούτσα τη καταδίωκε παντού και πάντα. Την είχε κάνει να χάσει τον ύπνο της. Ύστερα μια μέρα των ημερών, ήτανε θέλημα Θεού μια οξύτατη ρευματική κρίση να κρατήσει τη Μαρί ακινητοποιημένη στο κρεβάτι και να την αναγκάσει, προσωρινά τουλάχιστον, να παραιτηθεί από τις σπονδές στο Σενεγαλέζο της. Η Μαρούσια δέχτηκε να θυσιαστεί κείνη στη θέση της. Οι συναδέλφισσές της, γεμάτες ευγνωμοσύνη, δε διακρίνανε φυσικά ίχνος ύποπτων προθέσεων.
Πέρασε ολάκερη νύχτα ν’ αναρωτιέται πως θα μπορούσε ν’ αποσπάσει από τον Ντουντού τις ίδιες απολαύσεις που αποσπούσεν η ευσεβής καλόγρια. Κατά το χάραμα κατέληξε στο συμπέρασμα πως, όπως λέει κι ο λαός, αν δε βρέξεις κώλο δε πιάνεις ψάρια, μήτε κι ομελέτα γίνεται αν δε σπάσεις αυγά κι αποκοιμήθηκε καθησυχασμένη. Έτσι την άλλη μέρα μπήκε στο δωμάτιο του Ντουντού κι αφού γύρισε το κλειδί στη πόρτα, σήκωσε τα φουστάνια της και χάρισε στο βλέμμα του, τα εξαίσια κωλομέρια της, με τη τρυπούλα στη μέση να ‘ναι ήδη πασαλειμμένη με μυρωδική λιπαντική αλοιφή, από το φόβο του τεράστιου μεγέθους του εργαλείου του. Δεν έμελλε να περιμένει πολύ. Σύντομα αισθάνθηκεν ένα τεράστιο ζεστόν όγκο να πιέζει πάνω στη πισινή σχισμή της και, λίγο χάρη στην αλειφή, λίγο χάρη στα νευρικά ανασηκώματα της λεκάνης της, ένιωσε να τη διαπερνά σα πυρωμένο δόρυ. Ύστερα ένα γερό χούφτωμα στη κοιλιά τη πίεσε και τη κόλλησεν ακόμα πιο πολύ στο αόρατο κι αγέρωχο κείνο καβλί, την ώρα που το άλλο χέρι, ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στις τρίχες της ψιψίνας της. άρχιζε να γλυκοπασπατεύει τα χείλη και το κουμπάκι της, για να χωθεί τελικά μέσα της, λες κι ήθελε, πίσω από τις λεπτοϋφασμένες εκείνες μεμβράνες να φτάσει ν’ αγγίξει την ατέλειωτη ψωλή που ορμούσε μες στα έντερά της σα κριάρι. Στην αγριεμένη επιδρομή του παλουκιού απαντούσε το παιγνίδισμα των δαχτύλων που μούσκευαν μέσα στη πάχνη της. Χύσανε μαζί και μάλιστα τόσον άγρια που καταρρεύσανε στο πάτωμα ουρλιάζοντας κι έμειναν εκεί, ασάλευτοι, για ώρα πολλή, βαριανασαίνοντας. Αυτή ν’ αφουγκράζεται το παραμικρό τρέμουλο του παραδείσιου κείνου πουλιού που κούρνιαζε στα βάθη της σάρκας της κι αυτός να πλέει σε πελάγη ευτυχίας που το ‘χε μέσα στο θάλπος της φιλόξενης κι εύοσμης εκείνης φωλιάς. Καλοδεχούμενη σίγουρα η αλλαγή μετά τις επισκέψεις στη φωλιά της θεοσεβούμενης που δεν ήτανε δα κι υπόδειγμα υγιεινής.
Όταν ξανασηκωθήκαν ο Ντουντού πιστός σ’ όσα τον είχανε συνηθίσει, της πρότεινε τον πούτσο του να του τονε καθαρίσει πιπιλώντας τον. Η Μαρούσια δε πρόλαβε καν ν’ ακουμπήσει τη ροδαλή της γλωσσίτσα κι αυτός ξαναπέτρωσε, ξαναγινότανε τεράστιος. Δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί. Έπεσεν ανάσκελα και τράβηξε τον Ντουντού πάνω της. Εκείνος πάλι, δεν έβλεπε την ώρα. Της βύθισε το πυρωμένο του σουβλί μες στο μουνί κι όταν εκείνη σήκωσε τα πόδια και του τα τύλιξε σα μέγκενη γύρω στο λαιμό, αυτός χώθηκεν ολότελα μες στα έγκατα μιας σάρκας που τονε καταβρόχθιζε μ’ απύθμενη λαιμαργία. Ύστερα της ξέσκισε τη στολή και με τις φουσκωτές χειλάρες του βάλθηκε να ρουφάει το στήθος της που ‘χε πεταχτεί έξω κι όσην ώρα με το αριστερό του χέρι πασπάτευε τη βαθυκόκκινη φράουλα του άλλου βυζιού, με το δεξί που ‘χε γλιστρήσει κάτω από τα κωλομέρια της, άνοιγε το δρόμο στο ρωμαλέο πηγαινέλα του κριαριού του. Η καημένη η Μαρούσια, δεν είχε χύσει ποτέ της τόσο πλουσιοπάροχα. Της φαινότανε πως έλυωνε κι ότι γινόταν ένα με το εβένινο κείνο κορμί. Τα στήθια συντονίζονταν στην απόλαυση με τη κοιλιά, με το μουνί και με τον κώλο, σε μια συμφωνία χαρά που ‘μοιαζε να προαναγγέλλει την απάλειψη κάθε φυλετικής διαφοράς. Τη κρίσιμη στιγμή, ο Ντουντού τράβηξε τα χέρια του κάτω από τα κωλομέρια της, της βύθισε τρία δάχτυλα στον κώλο, τα στριφογύρισε σα τρυπάνι μέσα της και την ίδια στιγμή, της έχωσε στο στόμα μιαν άπληστη και χοντρή γλώσσα, τεράστια σχεδόν όσο και το πουλί του. Τότε η Μαρούσια, καρφωμένη από τρεις μεριές απ’ αυτούς τους φλογισμένους δαυλούς που τη ταρακουνούσανε σαν ανταριασμένη θάλασσα, ναυάγησε μες στην ηδονή της. Ο Ντουντού έβγαλε μουγκρητό μακρόσυρτο σα χρεμέτισμα που αντίλαλός του ήτανε το αναφιλητό μιας ικανοποιημένης καλογαμημένης λευκής γυναίκας. Έπειτα κοιταχτήκανε στα μάτια και χωρίσανε χωρίς να πούνε λέξη.
Αυτό ήταν απαρχή μιας βουβής ιστορίας που ξαναζωντάνευε ολόιδια κάθε μέρα. Πράγματι, ήτανε θέλημα Θεού να μείνει η Μαρί καθηλωμένη στο κρεβάτι από ρευματισμούς, διασώζοντας τουλάχιστον την υγεία της ψυχής της.
… … …
απόσπ. από το ομώνυμο βιβλίο
Εκδόσεις Αφροδίτη, τίτλος πρωτοτύπου:
Madame de V*** a des idees noires
μτφρ.: Λέων Μαράς