Πραξιτέλης

Βιογραφικό

    Ο Πραξιτέλης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους γλύπτες της αρχαιότητας. Καταγόταν από την Αθήνα κι ήτανε γιος του Κηφισοδότου του Πρεσβυτέρου. Ήταν ο πιο διάσημος των αττικών γλυπτών του 4ου αι. π.Χ. κι ο πρώτος που φιλοτέχνησε τη γυμνή θηλυκή μορφή σε φυσικό μέγεθος. Ενώ δεν υπάρχουν πολλά έργα που να ‘ναι αναμφίβολα δικά του, έχουν επιζήσει πολυάριθμα αντίγραφα των έργων του. Αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς, όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, έγραψαν για τα έργα του. Υπάρχουν ακόμα νομίσματα που φέρουν τις σκιαγραφίες των διάφορων διάσημων αγαλμάτων του από την ίδια περίοδο. Μια υποτιθέμενη σχέση μεταξύ του Πραξιτέλη και του όμορφου μοντέλου του, της Θεσπίειας εταίρας Φρύνης, έχει εμπνεύσει μια σειρά έργων τέχνης που κυμαίνονται από τη ζωγραφική (Ζαν-Λεόν Ζερόμ) ως τη κωμική όπερα (Καμίγ Σαιν-Σανς) και το θέατρο σκιών (Donnay). Μερικοί συγγραφείς έχουν υποστηρίξει ότι υπήρξαν δύο γλύπτες με το όνομα Πραξιτέλης. Ο ένας ήταν σύγχρονος του Φειδία κι άλλος ο πιο γνωστός εγγονός του. Αν κι η επανάληψη του ίδιου ονόματος γενιά παρά γενιά είναι κοινή στην Ελλάδα, δεν υπάρχει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο.
     Γεννήθηκε στην Αθήνα στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. (~395 π.Χ.) κι ήτανε γιος ή ανιψιός του ήδη φημισμένου γλύπτη Κηφισοδότου του Πρεσβύτερου, -ο πιο γνωστός Αθηναίος χαλκοπλάστης των χρόνων 390-370 π.Χ.- , ήταν Αθηναίος πολίτης κι ανήκε πιθανότατα στο δήμο των Συβριδών. Ο Κηφισόδοτος ήταν μάλλον κι ο δάσκαλος του Πραξιτέλη, ο οποίος πρέπει να μυήθηκε στη τέχνη της γλυπτικής μέσα στο εργαστήρι του πατέρα του. Ίσως μάλιστα, να επηρεάστηκε σημαντικά από τη τεχνοτροπία των γλυπτών του πατέρα του. Η αδελφή του Κηφισόδοτου παντρεύτηκε το Φωκίωνα, πολιτικό, μαθητή του Πλάτωνα. Μέσω αυτού του γάμου, η οικογένειά του Πραξιτέλη πρέπει να απέκτησε δεσμούς με την πολιτική ηγεσία της Αθήνας καθώς και με τον κόσμο της Ακαδημίας. Η σχέση αυτή πιστοποιείται κι από ορισμένα επιγράμματα που επαινούν την Αφροδίτη της Κνίδου, το διασημότερο έργο του και που αποδίδονται στον Πλάτωνα, καθώς κι από ένα επίγραμμα που συνέθεσε ο Πραξιτέλης για να ερμηνεύσει τον Έρωτά του, στις Θεσπιές και που απηχεί τη Πλατωνική αντίληψη της αγάπης.
     Ο στρατηγός Τιμόθεος, ο οποίος επανέφερε την Αθηναϊκή ηγεμονία με τη Πανελλήνια Ειρήνη του 374 π.Χ., ανέθεσε στον Κηφισόδοτο τη κατασκευή ενός χάλκινου συμπλέγματος με την Ειρήνη να κρατά τον Πλούτο ως βρέφος. Επομένως, όσον αφορά στην ανατροφή του, ο Πραξιτέλης πρέπει να επωφελήθηκε της πολιτικής προστασίας του στρατηγού αυτού προς τον πατέρα του και το εργαστήρι του. Στα νεανικά του χρόνια, ο Πραξιτέλης άρχισε να ειδικεύεται στη μαρμαρογλυπτική, σύμφωνα με την αυξανόμενη προτίμηση για γλυπτά με μαρμάρινη επιφάνεια και σύμφωνα με την άποψη ότι τα μαρμάρινα γλυπτά αποκάλυπταν εκείνο που ήδη υπήρχε μέσα στο μάρμαρο, θεωρία που συνάδει με τη Πλατωνική καταδίκη της μίμησης στις εικαστικές τέχνες.
     Ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός γλύπτης κι εργαζότανε κυρίως με το μάρμαρο, αν και μερικά από τα ωραιότερα έργα του, ήτανε χάλκινα. Είχε την ιδιότητα να αποτυπώνει στα έργα του τη γλυκύτητα και τη τρυφερότητα με μοναδικό τρόπο, σε αντίθεση με τον Σκόπα, που έδινε ιδιαίτερο πάθος στα γλυπτά του. Ο Πραξιτέλης, είχε δύο γιούς, τον Τίμαρχο και τον Κηφισόδοτο τον Νεότερο, που ακολούθησαν το επάγγελμα του πατέρα τους. Είναι γνωστό ότι φιλοτέχνησε αγάλματα για Αθηναίες πιστές της Ελευσινιακής λατρείας και για πάτρωνες χορηγικών μνημείων. Το όνομα του παραγγελιοδότη ενός αγάλματος του Πραξιτέλη που στήθηκε στα Λεύκτρα μαρτυρείται επιγραφικά. Η πληροφορία ότι ο Πραξιτέλης εργάστηκε στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού σημαίνει ότι σχετιζόταν και με το βασιλικό οίκο της Καρίας. Επιπλέον, το γεγονός ότι αγάλματα του Πραξιτέλη βρίσκονταν κατά την αρχαιότητα στην Αθήνα, τα Μέγαρα, τη Κόρινθο, το Άργος, τη Μαντίνεια, την Ολυμπία, την Ήλιδα, τις Πλαταιές, τη Θήβα, τις Θεσπιές, τη Λιβαδειά, τους Δελφούς, την Αντίκυρα, τη Κω, τη Κνίδο, το Πάριον, την Όλβια Ποντική, την Έφεσο, την Αλεξάνδρεια στο Λάτμο και τη Μύρα σημαίνει ότι βρισκόταν σε επαφή με παραγγελιοδότες κι αγοραστές αγαλμάτων από αυτά τα κέντρα. Οι Σπαρτιάτες του παρήγγειλαν μιαν Αφροδίτη στα τέλη της 10ετίας του 340 π.Χ., αλλ’ αρνήθηκαν να δεχτούν το άγαλμα του Πραξιτέλη, επειδή είχε χρησιμοποιήσει ως μοντέλο την εταίρα Φρύνη, παρά τις μάταιες προσπάθειες του Αθηναίου γλύπτη να τους πείσει. Οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν το άγαλμα αυτό, καθώς η Αφροδίτη στη Σπάρτη λατρευόταν ως θεά της αγάπης στο γάμο κι όχι του έρωτα με εταίρες. Οι Θεσπιείς του ζήτησαν εν επίχρυσο άγαλμα της Φρύνης, που τοποθετήθηκε πάνω σ’ ένα ψηλό κίονα στους Δελφούς. Μία μέρα ο Πραξιτέλης ανακάλυψε πως είχε πάψει πλέον να είναι σκλάβος της αγάπης κι αναπαράστησε τη νέα αυτή κατάσταση με τον Κοιμώμενο Έρωτά του.
     Γνωρίζουμε 3 καλλιτέχνες που μεγάλωσαν στο εργαστήριό του: τον Αθηναίο ζωγράφο Νικία, που σα νέος χρωμάτιζε τις επιφάνειες των μαρμάρινων γλυπτών του, το χαλκοπλάστη Ηρόδοτο από την Όλυνθο, που συνεργάστηκε στη κατασκευή ενός χάλκινου αγάλματος της Φρύνης και τέλος τον Πάπυλο, μαθητή του. Ο Πραξιτέλης πρέπει να ήτανε πλούσιος, εφόσον τα οικονομικά του τού επέτρεπαν να ‘χει ερωμένη τη διασημότερη κι οπωσδήποτε ακριβότερη εταίρα της εποχής του, τη Φρύνη. Επιπλέον, ήταν ένας από τους περίπου 300 Αθηναίους που όφειλαν να καταβάλουν δημόσιες εισφορές. Η σύνδεση της οικογένειάς του με τον ολιγαρχικό πολιτικό Φωκίωνα κι η σχέση του με την Ακαδημία Πλάτωνα σημαίνουν ότι πιθανότατα είχεν ολιγαρχικές αντιλήψεις. Τα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης του έχουν επίσης ερμηνευτεί ως απόδειξη ολιγαρχικής ιδεολογίας.
     Ήτανε παντρεμένος κι είχε 2 γιους, ο μεγαλύτερος ονομαζόταν Κηφισόδοτος (επονομαζόμενος και «ο Νεότερος», για να ξεχωρίζει από έναν παλαιότερο συνώνυμό του που ήταν πιθανότατα ο πατέρας του Πραξιτέλη) κι ο νεότερος Τίμαρχος. Κι οι 2 τους εργάζονταν ως γλύπτες. Ο Κηφισόδοτος ο Νεότερος διαδέχτηκε τον Πραξιτέλη στο τιμόνι του εργαστηρίου όταν αποσύρθηκε, πιθανόν το 334 π.Χ. ή λίγο αργότερα. Η εταίρα Κρατίνη ήταν μία άλλη ερωμένη του Πραξιτέλη καθώς και το μοντέλο του για το πρόσωπο της Αφροδίτης της Κνίδου. Μία 3η εταίρα, η Γλυκήρα, αναφέρεται επίσης ως ερωμένη του.
     Ο Πραξιτέλης συνέθεσε τουλάχιστον δύο γραπτά έργα και φιλοτέχνησε πολύ μεγάλο αριθμό γλυπτών. Τα δύο λογοτεχνικά του έργα είναι ένα επίγραμμα, αναφερόμενο στο νόημα του αγάλματος του Έρωτα των Θεσπιών κι ένας Λόγος προς τους Σπαρτιάτες, που εκφωνήθηκε στη Σπάρτη με την ελπίδα να τους πείσει να δεχτούν ένα άγαλμα της Αφροδίτης που είχε φιλοτεχνήσει για τη πόλη τους. Η γραπτή παράδοση αποδίδει στον Πραξιτέλη περισσότερα από 70 γλυπτά. Αναφέρονται εδώ τα πιο σημαντικά από αυτά καθώς και τα αγάλματα του Πραξιτέλη που ήτανε στημένα σε κέντρα της Μικράς Ασίας:

 * Χάλκινο άγαλμα του Τοξότη Έρωτα, κατασκευάστηκε γύρω στα 367 π.Χ. και είναι γνωστό σε μας από τα αντίγραφα ενός αγαλματικού τύπου Farnese-Steinhaeuser, που πήρε το όνομά του από το καλύτερο αντίγραφό του: η πρώιμη αυτή δημιουργία εκφράζει ήδη την ανάγκη να εκφραστούν εσωτερικά αισθήματα παρά εξωτερικές υλικές καταστάσεις.

 *
 Χάλκινο άγαλμα του Οινοχόου Σάτυρου, χρονολογείται περίπου στα 366-365 π.Χ. και τα καλύτερα αντίγραφά του βρίσκονται στη Δρέσδη και το Παλέρμο. Με αυτό το άγαλμα ο γλύπτης οριοθετεί έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από χάρη, καλοσύνη, ομορφιά και νεότητα. Ο Σάτυρος, άγαλμα που βρισκόταν στην οδό Τριπόδων στην Αθήνα, αποτελούσε ένα από τα δύο αγαπημένα έργα του Πραξιτέλη και πάνω σε αυτό ο Παυσανίας, διηγήθηκε το τέχνασμα της Φρύνης. Μερικοί αποδίδουν μία σειρά αντιγράφων που δείχνουν έναν νεαρό Σάτυρο Οινοχόο, στον τύπο του αγάλματος αυτού. Η δυσκολία σύνθεσης του έργου θεωρείται μεγαλύτερη και από τον περίφημο Ερμή, που εκτίθεται στο μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας. Ο Σάτυρος του Πραξιτέλη υπήρξε ένα αριστουργηματικό έργο που φιλοτέχνησε ο γλύπτης τον 4ο αιώνα π.Χ. Απεικόνιζε έναν έφηβο σάτυρο σε χαλαρή στάση. Ο νεαρός στηρίζεται με το χέρι του σε ένα κορμό δέντρου, ενώ το υπόλοιπο σώμα του ακουμπά πάνω σε ένα δεύτερο κλαδί. Είναι τυλιγμένος με δέρμα αιλουροειδούς, το κεφάλι του οποίου πέφτει στους ώμους του. Στο χέρι του κρατάει μια φλογέρα. Το κεφάλι του έχει μια κλίση στα αριστερά και έχει σοβαρό ύφος, ενώ ένα αμυδρό χαμόγελο διαγράφεται στο πρόσωπό του. Πυκνά σγουρά μαλλιά καλύπτουν το κεφάλι του, ενώ το σώμα του είναι αγύμναστο και λίγο παχουλό. Ήταν ένα μυθικό πλάσμα που κατοικούσε στη φύση και γνώριζε πως να επιζεί και να αποφεύγει τους κινδύνους. Συντροφιά του έχει τη φλογέρα του, με την οποία παίζει ρυθμικές μελωδίες. Ο γλύπτης φιλοτέχνησε ένα πλάσμα της φύσης, τον Σάτυρο, με διαφορετικό τρόπο από τους γλύπτες του παρελθόντος, οι οποίοι συνήθως τους απεικόνιζαν φαλακρούς με μυτερά αυτιά και πόδια και ουρά τράγου. Ο Σάτυρος του Πραξιτέλη όμως ήταν εξευγενισμένος. Ήταν ένα όμορφο παιδί της φύσης, που έπαιζε μουσική κι έτρεχε στα δάση. Τη στιγμή που σταμάτησε για να αναπαυθεί σε ένα ξερό κορμό, ο Πραξιτέλης την αποτύπωσε στο περίφημο γλυπτό του, που σύμφωνα με τον Πλίνιο, ονομάζεται Σάτυρος Περιβόητος. Αρχικά το έργο του τοποθετήθηκε στην οδό των Τριπόδων, η οποία βρίσκεται στη Πλάκα και κατά την αρχαιότητα εκεί ήτανε στημένα τα έπαθλα των χορηγών των αγώνων. Παραμένει άγνωστο μέχρι πότε παρέμεινε σε αυτή τη θέση. Το αυθεντικό γλυπτό αγνοείται. Μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί περισσότερα από 100 αντίγραφά στις χώρες της Μεσογείου. Ένα από αυτά ήταν στημένο στα Προπύλαια του Παναθηναϊκού Σταδίου. Αριστερά βρισκόταν η Παλλάδα Αθηνά και δεξιά ο Σάτυρος του Πραξιτέλη. Σήμερα, αντίγραφά του βρίσκονται στη γλυπτοθήκη του Μονάχου, τη βίλα Μποργκέζε της Ρώμης, στο Λούβρο, στο Μουσείο Ερμιτάζ της Ρωσίας, όμως το πιο εντυπωσιακό αντίγραφου του Σάτυρου του Πραξιτέλη εκτίθεται στα Μουσεία του Καπιτωλίου της Ρώμης.



 * Ο Σάτυρος Περιβόητος ήταν ένα χάλκινο άγαλμα που, από το όνομα που του είχαν δώσει οι Έλληνες σύμφωνα με τον Πλίνιο, η φήμη που είχε το έργο κατά την αρχαιότητα γίνεται αντιληπτή. Μία σειρά 115 περίπου αντιγράφων, με το όνομα Σάτυρος Αναπαυόμενος, αποδίδεται στον τύπο του Περιβόητου από πολλούς, και το διασημότερο αντίγραφο, βρίσκεται στα Μουσεία του Καπιτωλίου στη Ρώμη. Τα αντίγραφα αυτά, απεικονίζουν έναν νεαρό άνδρα με επιμήκη αυτιά και θαμνώδη κόμη, να στηρίζεται με το δεξί του χέρι πάνω σε έναν κορμό δένδρου και να ακουμπάει το αριστερό, πάνω στη μέση του.

 * Μαρμάρινη Τριάδα του Έρωτα, της Φρύνης και της Αφροδίτης στις Θεσπιές, χρονολογείται γύρω στα 366-365 π.Χ. Ο Έρωτας, ο οποίος αναγνωρίζεται στον αγαλματικό τύπο Centocelle, που πήρε το όνομά του από το καλλίτερο αντίγραφό του, το οποίο βρέθηκε στο Centocelle, κοντά στη Ρώμη, αναπαριστάται ως μία θλιμμένη μορφή, προσωποποίηση της Πλατωνικής ιδέας του να υποφέρεις από έρωτα. Η Αφροδίτη, η οποία αναγνωρίζεται στον τύπο που πήρε το όνομά του από το σημαντικότερο αντίγραφό της, που βρίσκεται στην Arles της νότιας Γαλλίας, ήταν ημίγυμνη. Οι λείες επιφάνειές της, καθώς αποδίδονται με ένα ατελείωτο παιχνίδι φωτός και σκιάς, ανέδυαν έναν κόσμο αισθησιακής και παραμυθένιας ομορφιάς. Ο Έρως των Θεσπιών ήταν μεγάλο μαρμάρινο άγαλμα του θεού Έρωτος που βρισκόταν στις Θεσπιές κι αποτελούσε ένα από τα δύο αγαπημένα έργα του Πραξιτέλη. Με το έργο αυτό, ο Έρως απέκτησε τον τέλειο τύπο του κι έγινε τουριστικό αξιοθέατο της πόλης. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, ο Καλιγούλας το μετέφερε στη Ρώμη κι ο Κλαύδιος αργότερα το επέστρεψε στις Θεσπιές. Όμως ο Νέρων το μετέφερε ξανά στη Ρώμη, όπου κάηκε στη Μεγάλη Πυρκαγιά της πόλης, το 64 μ.Χ. Στην εποχή του Παυσανία υπήρχε στις Θεσπιές αντίγραφο του πραξιτελείου αγάλματος, έργο του γλύπτη Μηνοδώρου. Το επίγραμμα XVI 204 της ΕΑ (από το παράρτημα με τα επιγράμματα της ΠλΑν) σ’ ένα άγαλμα του Έρωτα του Πραξιτέλη, αποδίδεται από τον Paton στον ίδιο τον γλύπτη. (στη φωτογραφία κάτω άλλη 3άδα με Νύμφες Ορχούμενες).





 * Η Αφροδίτη της Κνίδου: το διασημότερο έργο του και το ωραιότερο άγαλμα της θεάς, σύμφωνα με όσους το είδαν. Το μαρμάρινο άγαλμα, αναπαριστούσε την Αφροδίτη γυμνή, λίγο πριν το λουτρό της και προσείλκυε, μάλιστα, αρκετούς για να το δούνε και να το θαυμάσουν. Ήταν η πρώτη απεικόνιση της γυμνής θηλυκής μορφής σε φυσικό μέγεθος παγκοσμίως. Η παράδοση, ήθελε την ίδια τη θεά Αφροδίτη να έχει δει το άγαλμα και να αναρωτιέται, πώς ο Πραξιτέλης την είδε γυμνή, αφού οι μόνοι θνητοί άνδρες που την είχαν δει έτσι ήταν ο Πάρις, ο Άδωνις κι ο Αγχίσης**. Το έργο καταστράφηκε από φωτιά στη Πόλη το 475 μ.Χ. Τα τέλη της 10ετίας του 360 π.Χ., ο Πραξιτέλης, ενισχυμένος από την επιτυχία του, έγινε τολμηρότερος κι απέδωσε τη πλήρη ομορφιά της Αφροδίτης, γυμνής. Το μαρμάρινο αυτό άγαλμα αγοράστηκε από τους Κνίδιους κι έγινε στη συνέχεια γνωστό ως η Αφροδίτη της Κνίδου. Η φήμη της εδραίωσε τη φήμη του δημιουργού της σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο. Έργα από τη περίοδο της ωριμότητας και των τελευταίων χρόνων του (360-334 π.Χ.) στηθήκανε σε πολλά κέντρα τόσο της Ελλάδας όσο και της Μικράς Ασίας.




  μπρος και πίσω όψη (αντίγραφο) της καλλιπύγου Κνίδιας Αφροδίτης

     ** Ανώνυμον Επίγραμμα στο άγαλμα της Αφροδίτης της Κνίδου
 
            
Γυμνήν είδε Πάρις με, και Αγχίσης, και Άδωνις.
            τούς τρείς οίδα μόνους. Πραξιτέλης δέ πόθεν;

         Πάρις, Αγχίσης κι Άδωνις μ’ είδαν γυμνή μονάχα.
         Ο Πραξιτέλης πότε, πού και πώς με πέτυχ’ έτσι τάχα;

*
 Ο χάλκινος Αναπαυόμενος Σάτυρος, πιθανόν των αρχών της 10ετίας του 350 π.Χ., γνωστός από περισσότερα των 100 αντιγράφων, εμφανίζει μία τονισμένη σιγμοειδή κάμψη του κορμού. Μία τέτοια μελέτη πάνω στην υποστηριζόμενη μορφή, σε συνδυασμό με την τοποθέτηση του Σατύρου στο δάσος, έγινε έμβλημα της μακρινής Αρκαδίας, η αναζήτηση της οποίας στη ζωή της πόλης ήταν μάταιη.

 * Ο χάλκινος Σαυροκτόνος Απόλλωνας (περ. 355 π.Χ.), φημισμένο χάλκινο άγαλμα που ο Πλίνιος απέδωσε στον Πραξιτέλη κι είχε την μορφή ενός εφήβου ή κατά τον Μαρτιάλιο, ενός παιδιού, που ετοιμαζόταν να σκοτώσει μία σαύρα που είχε σκαρφαλώσει σε ένα δένδρο. Το έργο, είναι γνωστό από πολλά αντίγραφα, αν κι ένα χάλκινο άγαλμα του ίδιου τύπου και σε φυσικό μέγεθος, που φυλάσσεται στο Μουσείο του Κλίβελαντ, ενδέχεται να είναι το αυθεντικό, επειδή είναι μοναδικό στο είδος του κι η ποιότητά του εξαιρετική. Γνωστός από διάφορα αντίγραφα, ήταν επίσης μια υποστηριζόμενη μορφή. Η εφηβική όψη του Απόλλωνα κι η παιχνιδιάρικη στάση του υποδεικνύουν τη σημασία της νεότητας ως αξία που σχετίζεται με τα ιδεώδη της ομορφιάς και της αγάπης. Είναι πιθανό το αρχικό άγαλμα του Πραξιτέλη να δημιουργήθηκε για την Απολλωνία στο Ρύνδακο, πόλη της Μυσίας, καθώς το άγαλμα αυτό εμφανίζεται μέσα σε ναό πάνω σε νομίσματα αυτού του κέντρου της Μικράς Ασίας.



 Μαρμάρινα αγάλματά του τοποθετήθηκαν στο Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού (γύρω στο 350 π.Χ.), σύμφωνα με το Ρωμαίο συγγραφέα Βιτρούβιο. Πιθανόν ορισμένα σωζόμενα θραύσματα ολόγλυφων αγαλμάτων από τη νότια πλευρά του Μαυσωλείου να κατασκευάστηκαν στο εργαστήρι του, καθώς εμφανίζουν εναλλαγή φωτός και σκιάς στις επιφάνειές τους όπως κι ένα λίκνισμα που είναι χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας του. Επιπλέον, κάποια λιοντάρια που φέρουν το γράμμα Π χαρακτηρίζονται από τη προτίμηση για κυματοειδής γραμμές κι επομένως είναι πιθανό να προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο. Τα ύστερα έργα του χαρακτηρίζονται από τον τονισμό της απόδοσης των επιφανειών μέσα από παιχνίδια του φωτός και της σκιάς, που κάνουν τη μορφή ασαφή και ονειρική. Τα έργα αυτά εκπλήρωναν επίσης την επιθυμία για εκλεπτυσμένες φιγούρες που θα ερέθιζαν την ηδονιστική απόλαυση του θεατή.

 * Ο μαρμάρινος Έρωτάς του, που στήθηκε στο Πάριον της Προποντίδας (χρονολογείται γύρω στα 350 π.Χ.), αναπαρίσταται σε νομίσματα αυτής της πόλης κι αποτέλεσε αντικείμενο μίμησης, αντί της συνήθους αντιγραφής, από αγάλματα της Ρωμαϊκής περιόδου. Οι δύο πιστότερες Ρωμαϊκές παραλλαγές αυτού του αριστουργήματος βρέθηκαν στη Κω και στη Γόρτυνα. Τα μεγάλα φτερά του θεού και το ένδυμά του καθορίζουνε το φόντο. Η αναπαράσταση, στην αριστερή πλευρά της μορφής όπως τη βλέπει ο θεατής, της παλιάς τοπικής λατρευτικής ερμαϊκής στήλης του θεού μεγεθύνει τη μορφή σε αυτή τη πλευρά, ενώ το βλέμμα του Έρωτα κοιτά μακρυά. Η δημιουργία αυτή στηρίχτηκε στη θεατρική αντίληψη που κυριαρχεί στα ύστερα έργα αυτού του μεγάλου καλλιτέχνη.

 * Οι μαρμάρινες πλάκες της Μαντινείας, πάνω στις οποίες αποτυπώνεται ανάγλυφα ο αγώνας του Απόλλωνα με το Μαρσύα ενώπιον των Μουσών. Οι πλάκες αυτές πιθανότατα κοσμούσαν τη βάση της τριάδας του Απόλλωνα, της Αρτέμιδος και της Λητούς στη Μαντινεία, που δημιουργήθηκε από τον Πραξιτέλη κι επομένως θα πρέπει ν’ αποδοθούνε στο εργαστήρι του (γύρω στα 345 π.Χ). Το θέμα αυτό αναπαριστάται μέσα από μία ποικιλία κομψών μορφών.

 * Ο μαρμάρινος Ερμής που κρατά το βρέφος Διόνυσο πιότερο γνωστός ως Ερμής του Πραξιτέλη, είναι μαρμάρινο άγαλμα που βρέθηκε στο Ηραίο της Ολυμπίας το 1877. Αποτελεί δε σημαντικό εκπρόσωπο της τέχνης του, καθώς ο Παυσανίας που το είδε, το απέδωσε σε κείνον και το ίδιο το άγαλμα είναι εξαιρετικής ομορφιάς, ποιότητας και κομψότητας πράγματα που το καθιστούν πρωτότυπο έργο κι όχι μεταγενέστερο αντίγραφο. Παριστάνει τον θεό Ερμή, να αναπαύεται σε ένα δένδρο, κρατώντας το κηρύκειό του και τον νήπιο Διόνυσο, που προσπαθεί να αρπάξει ένα τσαμπί με σταφύλια, που ο Ερμής βαστά ψηλά με το δεξί του χέρι. Το πρόσωπο του Ερμή, «παίζει» με τον νου των επισκεπτών του Μουσείου της Ολυμπίας, επειδή από την μία μεριά φαίνεται μελαγχολικό, από την άλλη ελαφρώς χαρούμενο, ενώ από εμπρός ήρεμο. Όταν γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο Δίας για να τον προστατέψει από την οργή της Ήρας, τον εμπιστεύθηκε στον Ερμή να τον μεταφέρει στις αδελφές της μητέρας του. Ο Πραξιτέλης απεικονίζει μία στιγμή ανάπαυσης του ταξιδιού. Στο δεξί χέρι που λείπει, πιθανόν ο Ερμής κρατούσε τσαμπί σταφύλι, σύμβολο του Διονύσου, που έδειχνε στο μικρό θεό. Είναι συμπληρωμένα το αριστερό πόδι από το γόνατο και κάτω, η δεξιά κνήμη και το κάτω μέρος του κορμού του δένδρου. Το άγαλμα, κύριος εκπρόσωπος του ελληνικού κάλλους, υπέστη επεμβάσεις στα ρωμαϊκά χρόνια όταν μεταφέρθηκε στο Ηραίο. Βρέθηκε ακριβώς στο σημείο όπου τον είχε δει ο περιηγητής Παυσανίας. Είχε διευκρινίσει μάλιστα πως επρόκειτο για έργο του Πραξιτέλη (γύρω στο 340 π.Χ.). Η τεχνοτροπία του Ερμή αναδεικνύει τη προτίμηση για μορφές με σιγμοειδή κάμψη του κορμού που ακουμπάνε σε κάθετα στηρίγματα καθώς και γι’ αγάλματα που χαρακτηρίζονται από μαλακές επιμέρους μορφές.




                                Κεφαλή Ερμή (λεπτομέρεια)

 * Η μαρμάρινη κεφαλή του Ευβουλέως (αρχές της 10ετίας του 330 π.Χ.), είναι κεφαλή αγάλματος, που βρέθηκε στην Ελευσίνα, εξαιρετικής ομορφιάς κι απεικονίζει ίσως τον ήρωα Ευβουλέα, αδελφό του Τριπτολέμου, με θαμνώδη μαλλιά. Η κεφαλή, που προέρχεται από ένα ενδεδυμένο άγαλμα, ίσως είναι έργο του Πραξιτέλη, καθώς μία ερμαϊκή στήλη του ιδίου τύπου, στα Μουσεία του Βατικανού, φέρει την επιγραφή Ευβουλεύς Πραξιτέλους. Αξιοσημείωτο, είναι ότι τα αντίγραφα του αγάλματος του Ευβουλέως είχανε τον τύπο των ερμαϊκών στηλών, ενώ η κεφαλή της Ελευσίνας είναι η μόνη στο είδος της με εμφανή την προέλευση από ολόσωμο άγαλμα. Θα ήτανε λογικό αν το πρωτότυπο άγαλμα βρισκόταν στην Ελευσίνα, μιας κι ο Ευβουλεύς ήταν χθόνια θεότητα που συνδεόταν με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Η κεφαλή της Ελευσίνας φυλάσσεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Η Κεφαλή γνωστή τόσο από την πρωτότυπη προτομή όσο κι από 10 αντίγραφα, αποδόθηκε σε τονισμένη ιμπρεσσιονιστική τεχνοτροπία.

 * Μαρμάρινα γλυπτά που κοσμούσαν το βωμό του ιερού της Αρτέμιδος στην Έφεσο είχαν κατασκευαστεί επίσης από τον Πραξιτέλη, πιθανότατα γύρω στα 334 π.Χ. Μια ανάγλυφη ζωφόρος, από την οποία σώζεται αντίγραφο σε μικρογραφία της Αμαζόνας του τύπου Sciarra, καθώς και θραύσματα ντυμένων μορφών, τα οποία κάποτε κοσμούσαν το βωμό και προέρχονται από τις Μούσες της βάσης της Μαντινείας, εμφανίζουν την χαρακτηριστική προτίμηση για αδιόρατα περιγράμματα, που αποτελεί κύριο γνώρισμα των ύστερων έργων του Πραξιτέλη.

 * Η μαρμάρινη κεφαλή Petworth της Αφροδίτης είναι επίσης χαρακτηριστική της ύστερης τεχνοτροπίας του Πραξιτέλη, με το παιχνίδι του φωτός και της σκιάς στην επιφάνειά της:46 επομένως είναι δυνατό να απηχεί την τελευταία Αφροδίτη του Πραξιτέλη, η οποία δημιουργήθηκε για το ιερό του Άδωνι στην Αλεξάνδρεια στο Λάτμο της Καρίας, λίγο μετά την ίδρυση της πόλης από τον Αλέξανδρο το 334 π.Χ.

 * Ο Απόλλων Λύκειος ήταν άγαλμα του θεού Απόλλωνος, που βρισκόταν έξω από το Λύκειον, ένα από τα γυμνάσια των Αθηνών. Το πρωτότυπο, που ίσως ήταν χάλκινο, παρίστανε τον θεό Απόλλωνα να στηρίζεται με το αριστερό του χέρι σε ένα δένδρο ή τρίποδα και να ακουμπάει το δεξί του χέρι, πάνω στο κεφάλι του, ως ένδειξη κούρασης. Ο Λουκιανός, που το είδε τον 1ο αι. μ.Χ., έγραψε ότι ο θεός έμοιαζε να αναπαύεται μετά από μακροχρόνια προσπάθεια, όμως δεν το απέδωσε σε κάποιον γλύπτη. Κατά καιρούς, αποδίδεται, με μερικές αμφισβητήσεις, στον Πραξιτέλη.



 * Η Άρτεμις Βραυρωνία ήταν το κολοσσιαίο, μαρμάρινο, λατρευτικό άγαλμα του ιερού της θεάς πάνω στην Ακρόπολη των Αθηνών, που ο Παυσανίας απέδωσε στον Πραξιτέλη κι η κεφαλή του, που αποδόθηκε στο άγαλμα από τον Γεώργιο Δεσπίνη, φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο της Ακρόπολης. Ο τύπος του αγάλματος θα μπορούσε να ταυτιστεί με το άγαλμα της Αρτέμιδος των Γαβίων στο Μουσείο του Λούβρου, ή την Άρτεμι της Δρέσδης.



 * Η Άρτεμις της Αντίκυρας ήταν το λατρευτικό άγαλμα, μες στο ναό της θεάς στην Αντίκυρα της Βοιωτίας κι ήταν έργο του Πραξιτέλη. Ο τύπος του αγάλματος είναι γνωστός από ένα χάλκινο νόμισμα της πόλης που δείχνει την θεά να κρατά στο ένα χέρι τόξο, στο άλλο μία δάδα κι έναν σκύλο να τρέχει στα πόδια της.

 * Η Κεφαλή Aberdeen είναι κεφαλή αγάλματος του Ερμή ή του νεαρού Ηρακλέους που ίσως σχετίζεται με τον Πραξιτέλη, από την έντονη ομοιότητά του με τον Ερμή της Ολυμπίας. Φυλάσσεται στο Βρεττανικό Μουσείο.

 * Η Κεφαλή Leconfield είναι κεφαλή αγάλματος, του τύπου της Αφροδίτης της Κνίδου, που βρίσκεται στην Οικία Petworth στην Αγγλία. Ο Άντολφ Φουρτβένγκλερ (Adolf Furtwangler) το απέδωσε στον Πραξιτέλη, από την υψηλή ποιότητά του.



 * Το Σύνταγμα της Μαντινείας ήταν σύνταγμα τριών αγαλμάτων, του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και της Λητούς, που βρισκόταν στην αρχαία Μαντίνεια και ήταν έργο του Πραξιτέλη. Το σύνταγμα δεν έχει σωθεί, αλλά τα ανάγλυφα της βάσης του, που απεικονίζουν τον Απόλλωνα, έναν σκλάβο, τον Μαρσύα κι έξι από τις Μούσες, φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, ενώ το ανάγλυφο με τις υπόλοιπες τρεις Μούσες έχει εξαφανιστεί.

 * Ο Έφηβος του Μαραθώνος είναι χάλκινο άγαλμα, μικρότερο του φυσικού μεγέθους, που δείχνει έναν νεαρό έφηβο σε χαρούμενη στάση και θυμίζει τον τύπο του Σατύρου Οινοχόου. Το άγαλμα σχετίζεται με την σχολή του Πραξιτέλη και πιθανώς αποτελεί έργο του ίδιου του γλύπτη. Το έργο βρίσκεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.


 * Τέλος, ο Πραξιτέλης δημιούργησε για τη Μύρα της Λυκίας ένα αγαλματίδιο Ένθρονης Λητούς σε κάποιο πράσινο πολύτιμο λίθο, πιθανότατα λίγο μετά την κατάκτηση της περιοχής από τον Αλέξανδρο το φθινόπωρο του 334 π.Χ.48 Η ύστερη Πραξιτελική απόδοση της Λητούς σε θρόνο αναγνωρίζεται σε αγγειογραφία του ζωγράφου της Βαλτιμόρης (γύρω στο 320 π.Χ.): η θεά χαρακτηρίζεται από μια Πραξιτελική ανατομία του προσώπου κι από ένα ένδυμα που πλησιάζει πολύ εκείνο των γυναικείων μορφών που σχετίζονται με τη βάση της Μαντινείας, σε συνδυασμό με ένα πλούτο του θρόνου που έχει ανατολίτικο χαρακτήρα. (στη φωτογραφία κάτω μιας και δεν έχω τη Λητώ βάζω ένα κομμάτι ζωφόρου με το πρόσωπο του Πραξιτέλη ανάγλυφο).



     Οι ακριβείς ημερομηνίες για τον Πραξιτέλη είναι αόριστες, αν και πιθανώς δεν απασχολούνταν πλέον στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου, όπως αποδεικνύεται από την έλλειψη οποιωνδήποτε στοιχείων που να δείχνουν ότι ο Αλέξανδρος υιοθέτησε τον Πραξιτέλη, κάτι που πιθανόν θα είχε κάνει για έναν τόσο μεγάλο γλύπτη. Μερικά από τα αγάλματα του Πραξιτέλη χρωματίστηκαν από το ζωγράφο Νικία και σύμφωνα με τη γνώμη του γλύπτη κέρδισαν πολύ από αυτή την επεξεργασία.
     Συμπερασματικά, είναι δυνατό να ειπωθεί με βεβαιότητα πως ο Πραξιτέλης είχε μεταφράσει τη Πλατωνική αποδέσμευση από τον κόσμο της πόλης-κράτους σε παραστατικούς όρους, δίνοντας σάρκα σ’ ένα κόσμο που κατοικούνταν από όμορφα, νέα κι αθάνατα πλάσματα, ένα μακρινό και μαγεμένο μύθο, ο οποίος προδιαγράφει την ονειρική Αρκαδία της Ελληνιστικής περιόδου.
     Τίποτε δεν είναι γνωστό σχετικά με την εμφάνιση του Πραξιτέλη. Είναι δυνατό να υποστηριχτεί από τα σωζόμενα αποσπάσματα του Λόγου του προς τους Σπαρτιάτες ότι ήταν ιδιαίτερα τολμηρός, ακόμη κι υπερόπτης, καθώς δήλωνε ότι ο εξαιρετικός καλλιτέχνης πρέπει να απολαμβάνει της ελευθερίας να αλλάζει τις παραδοσιακές εικονογραφίες και να εφευρίσκει νέες κι ότι η κοινωνία οφείλει να αποδέχεται αυτές τις καινοτομίες. Επομένως, οι θεωρητικές βάσεις για την ύστερη κλασσική ατομιστική θεώρηση των εικαστικών τεχνών είχαν ήδη τεθεί από τον Πραξιτέλη.
     Ο μεγαλύτερος γιος του Πραξιτέλη, ο Κηφισόδοτος ο Νεότερος, αναφέρεται αρκετές φορές στους καταλόγους της εύπορης τάξης των Αθηναίων που όφειλαν να καταβάλουν δημόσιες εισφορές, οι οποίοι χρονολογούνται στις 10ετίες 330 και 320 π.Χ.. Τ’ όνομά του συνοδεύεται από τ’ όνομα του πατέρα του, μέχρι το 326 π.Χ., ενώ δεν αναφέρεται πια μετά από αυτή την ημερομηνία. Επομένως, είναι δυνατό να υποστηριχτεί βάση αυτού πως ο Πραξιτέλης πιθανότατα πέθανε το 326 π.Χ.
     Ο Πραξιτέλης υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχημένος ως γλύπτης. Κατά τη διάρκεια της ύστερης περιόδου της δημιουργίας του, η Πραξιτελική τεχνοτροπία καθίσταται κυρίαρχη στην Αθήνα και γνωρίζει μεγάλη διάδοση σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο. Εν τούτοις, γύρω στα 360 π.Χ., οι Κώες αρνήθηκαν για λόγους ηθικής να αγοράσουν τη γυμνή Αφροδίτη, η οποία θα πουληθεί στους Κνίδιους. Επιπλέον, στα τέλη της 10ετίας του 340, οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να δεχτούν ένα άγαλμα της Αφροδίτης από τον Πραξιτέλη, καθώς θεωρήθηκε ότι διαφήμιζε τον έρωτα μεταξύ ανδρών και εταίρων. Τέλος, το άγαλμα που αναπαριστούσε την εταίρα Φρύνη στους Δελφούς αποτέλεσε από τη 10ετία του 330 και μετά αντικείμενο κριτικής από τους Κυνικούς, οι οποίοι το θεωρούσαν ως τρόπαιο της ασωτίας των Ελλήνων. Έτσι, η κοινή γνώμη που ήτανε περισσότερο προσκολλημένη στις αξίες της πόλης-κράτους δεν αποδέχτηκε εντελώς το ηδονιστικό μήνυμα της τέχνης του.
     Κατά τους πρώιμους Ελληνιστικούς χρόνους, ο Θεόκριτος, ο Λεωνίδας του Τάραντα κι ο Ηρώvδας αναφέρονται στο γλύπτη: η φήμη του φαίνεται ότι βασιζόταν τόσο στην υψηλή ποιότητα των έργων του (Θεόκρ.) όσο και στην άποψη ότι έδωσε σάρκα κι οστά σε μιαν εσωτερικευμένη άποψη του έρωτα (Λεων.). Κατά τους μέσους Ελληνιστικούς χρόνους, η πλατιά διαδεδομένη νοσταλγία για την Αττική τέχνη του 5ου αι. π.Χ. ανοίγει το δρόμο για την απερίφραστη άποψη πως ο Πραξιτέλης δεν ήτανε τόσο καλός όσο ο Φειδίας. Εν τούτοις, η τέχνη του αναβαθμίζεται στη μέσο-Ελληνιστική «μπαρόκ» κουλτούρα της Μικράς Ασίας και θεωρείται τώρα ως ο απόλυτος εκφραστής της φλόγας του πάθους.
     Στην εκλεκτική κουλτούρα της ύστερης Ελληνιστικής περιόδου, η άποψη ότι το τέλειο έργο αποτελεί ανθολογία στοιχείων που λαμβάνονται από διαφορετικές πηγές περιλαμβάνει την αρχή ότι τα καλλίτερα στοιχεία της τέχνης του θα πρέπει να χρησιμοποιηθούν ξανά και να ενωθούν με τα καλλίτερα στοιχεία των άλλων κορυφαίων καλλιτεχνών της κλασσικής Ελλάδας, προκειμένου να επιτευχθεί το τέλειο άγαλμα. Επιπλέον, Ρωμαίοι συγγραφείς της περιόδου τονε συμπεριλαμβάνουν μεταξύ των προσωπικοτήτων του Ελληνικού πολιτισμού που πρέπει να γνωρίζει κανείς. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με τη 1η έκρηξη της παραγωγής αντιγράφων που βασίζονταν σε αριστουργήματά του.
     Στα χρόνια του Αυγούστου, έλαβε τη δέουσα αναγνώριση στη λογοτεχνία της εποχής, όμως χωρίς ενθουσιασμό, αναμφίβολα επειδή η Ελληνική τέχνη του 5ου αι., ήταν ιδιαίτερα αγαπητή εκείνη την εποχή. Στα πρώιμα Ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια, εκλαμβάνεται ορισμένες φορές ως τεχνητή και σε άλλες περιπτώσεις αποτελεί αντικείμενο κριτικής για ηθικούς λόγους στη Λατινική λογοτεχνία. Τοποθετήσεις πως ο Πραξιτέλης έδωσε ζωή στα αγάλματά του, δίνοντάς τους ασύγκριτη γοητεία, επαναλαμβάνονται καθυστερημένα. Εν τούτοις, μες στη ­νεο-σοφιστική περίοδο, γεννάται μέγας ενθουσιασμός προς τη τέχνη του Πραξιτέλη, ως το πιο γλαφυρό σύμβολο των παλαιών καλών ημερών στην Ελλάδα, δηλαδή κατά τη περίοδο της μέσης και νέας κωμωδίας, όταν οι εταίρες αποτελούσανε σημαντικά πρόσωπα της Ελληνικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο το πως η παραγωγή αντιγράφων από αγάλματά του γίνεται ιδιαίτερα έντονη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
     Στη Χριστιανική απολογητική λογοτεχνία, συχνά γίνεται αντικείμενο επιθέσεων ως σύμβολο μίας λάγνας κι ηδονιστικής τέχνης, η οποία διαφθείρει τις κοινωνίες. Οι τελευταίοι Παγανιστές συγγραφείς θεωρούν μερικές φορές τον Πραξιτέλη ως μάγο, ο οποίος ήταν ικανός να εισάγει τις προσωπικότητες των θεοτήτων στα αγάλματά του και πάντοτε θεωρούνε τη τέχνη του ως σημαντικό συστατικό της Παγανιστικής κληρονομιάς, το οποίο πρέπει να διασωθεί και να θαυμάζεται. Εν τούτοις, η σημασία του Πραξιτέλη γίνεται αποδεκτή και στη Χριστιανική λογοτεχνία από τον 4ο αιώνα μ.Χ. και μετά. Στα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα, ο Πραξιτέλης, μαζί με άλλους «παλιούς» αριστοτέχνες, θεωρείται ορισμένες φορές ως το σύμβολο μίας άχρωμης τέχνης, η οποία απέχει από τη ζωή. Κι όμως, από τις αρχές του 10ου αι. μ.Χ. και μετά, η διογκούμενη νοσταλγία για την Αρχαιοελληνική τέχνη, η οποία θεωρούνταν πλέον ως ένας χαμένος παράδεισος, οριοθετεί κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο μίαν εκτεταμένη έρευνα που στόχευε στην εκ νέου ανακάλυψη της τεχνοτροπίας και της τέχνης του Πραξιτέλη, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
     Ο Πραξιτέλης έζησε σε μία κοινωνία η οποία άλλαζε ταχύτατα, από το στενό περιβάλλον της Ελληνικής πόλης-κράτους προς την παγκόσμια αυτοκρατορία, η οποία θα δημιουργηθεί από τον Αλέξανδρο. Προσέφερε σε αυτή την κοινωνία μία τέχνη και μία τεχνοτροπία που χρειαζόταν πολύ, δηλαδή αποστασιοποιημένες από τις αξίες της πόλης-κράτους κι ικανές ν’ αγγίξουνε και να κερδίσουνε τα εσωτερικά αισθήματα κι όνειρα των μεμονωμένων ατόμων. Αυτός είναι ο λόγος που η τέχνη του υπήρξεν εξαιρετικά πετυχημένη τόσο στις μέρες του όσο και για πολλές γενιές που θα ακολουθήσουν.

                             Μια Ερωτική Υπόθεση

          Ο μεγάλος έρωτας του Πραξιτέλη ήταν η Φρύνη, μια πρόσφυγας από τις Θεσπιές που ζούσε στην Αθήνα. Η ερωτική αυτή σχέση ξεκίνησε το 367-366 π.Χ. Ποιά ήταν όμως η Φρύνη;
     Το πραγματικό όνομά της ήταν Μνησαρέτη κι είχε γεννηθεί στις Θεσπιές, γύρω στο 385 π.Χ.. Ήτανε κόρη του πάμφτωχου Επικλή κι έβγαζε τα προς το ζην, μαζεύοντας και πουλώντας κάπαρη. Όμως, οι φιλοδοξίες της νεαρής την οδήγησαν στην Αθήνα, όπου έχτισε τη λαμπρή της καριέρα. Ξεκίνησε να εργάζεται ως αυλητρίδα κι η ομορφιά κι η γοητεία της πολύ γρήγορα την έκαναν να ξεχωρίσει.
     Όταν έγινε εταίρα, άλλαξε το όνομά της σε Φρύνη κι έτσι έχει μείνει γνωστή μέχρι σήμερα. Το όνομα «Φρύνη» προερχόταν από τους μικρούς βατράχους, που είναι σχεδόν διάφανοι όταν γεννιούνται. Το δέρμα της ήταν εξίσου λευκό κι αψεγάδιαστο. Όπως και πολλές άλλες εταίρες, φημιζότανε για τις υψηλές τιμές της. Μία νύχτα μαζί της κόστιζε μία μνα, δηλαδή 100 δραχμές. Το ποσό ήτανε τεράστιο, αλλά κανείς δεν έμεινε παραπονεμένος (σσ:  και κανείς δεν σε ‘βαζε με το ζόρι! Λέω εγώ). Λέγεται πως άλλαζε τις τιμές, ανάλογα με τη συμπάθεια που έτρεφε για τον κάθε πελάτη της. Γι’ αυτό προσέφερε δωρεάν της υπηρεσίες της στον φιλόσοφο Διογένη, που τον εκτιμούσε πολύ.  Φαίνεται πως είχε μεγάλη πέραση στις γυναίκες. Αντιθέτως, όταν αντιπαθούσε κάποιον, αρνούνταν να τον δεχτεί ως πελάτη, όσα χρήματα κι αν της έδινε (σσ: μαγκιάαααα, ξαναλέω εγώ).
     Κάποια στιγμή, τη προσέγγισε ο ρήτορας Ευθίας κι αυτή απέρριψε όλες του τις προτάσεις, γιατί τονε θεωρούσε πολύ άσχημο κι αγενή. Ο Ευθίας θίχτηκε (σσ: Ε! Ευθίας & εύθικτος… λογικό θα μου πείτε, τριτοξαναλέω εγώ)  κι αποφάσισε να τιμωρήσει την αυθάδη εταίρα. Τη κατηγόρησε ότι προσπαθούσε να εισάγει στην Αθήνα μία θρησκεία απ’ τη Θράκη, που θα έβλαπτε τα ήθη των νεαρών κοριτσιών. Αυτή ήταν ίσως η πιο συνηθισμένη κατηγορία στην αρχαία Αθήνα. Την έσυρε στο δικαστήριο, όπου την εκπροσώπησε ο πρώην εραστής της, Υπερείδης. Παρά το ανυπόστατο της κατηγορίας του Ευθία, η δίκη δεν εξελισσόταν αισίως. Οι δικαστές φαίνονταν να έχουν πειστεί απ’ το κατηγορητήριο και πίστευαν ότι ο Υπερείδης ήταν επηρεασμένος απ’ τη σχέση του με τη Φρύνη. Λίγο πριν παρθεί η τελική απόφαση, ο Υπερείδης τράβηξε την εταίρα στο κέντρο του δικαστηρίου, για να μπορούν να τη δουν όλοι. Χωρίς να πει κουβέντα, έσκισε τα ρούχα της κι αποκάλυψε στον κόσμο, το εκθαμβωτικά όμορφο κορμί της.
     Οι δικαστές τα χάσανε. Νόμισαν ότι έβλεπαν μπροστά τους την ίδια τη Θεά Αφροδίτη. Οι φήμες για το απαράμιλλο κάλλος της εταίρας αποδείχθηκαν αληθινές. Την εποχή εκείνη, ο κόσμος πίστευε ότι η σωματική ομορφιά είχε σχέση με το ήθος και την εύνοια των Θεών. Όταν οι δικαστές αντίκρισαν τη τελειότητα της Φρύνης (σσ: !!!!!!!!!!!), πείστηκαν ότι αν καταδίκαζαν αυτή τη γυναίκα, καταδίκαζαν την αγαπημένη των Θεών. Η εταίρα αθωώθηκε κι η φήμη ότι ήταν η επίγεια Θεά Αφροδίτη εξαπλώθηκε.
     Η Φρύνη ήτανε πλέον απ’ τις διασημότερες εταίρες της αρχαίας Ελλάδας. Είχε συγκεντρώσει τόσα πλούτη, που προσφέρθηκε ναξανα χτίσει τα τείχη της Θήβας, που είχε καταστρέψει ο Μέγας Αλέξανδρος το 336 π.Χ. Το μόνο που ζήτησε σαν αντάλλαγμα, ήταν να προστεθεί μία επιγραφή που θα έλεγε: «Καταστράφηκαν από τον Αλέξανδρο, επισκευάστηκαν από τη Φρύνη την εταίρα». Οι Θηβαίοι απέρριψαν τη πρότασή της, από φόβο μήπως προσβάλλουν τον Αλέξανδρο.
     Ο Πραξιτέλης λοιπόν την είδε πρώτη φορά κατά τη διάρκεια μιας γιορτής. Η Φρύνη φρόντιζε να μη δείχνει ποτέ το γυμνό κορμί της δημοσίως, για να διατηρεί την αίγλη της. Όμως σε εκείνη τη γιορτή, χωρίς καμία ντροπή, έλυσε τα μαλλιά της, έβγαλε το χιτώνα της και βούτηξε αμέριμνη στη θάλασσα. Οι παρευρισκόμενοι  πίστεψαν πάλι, πως έβλεπαν μπροστά τους την Αφροδίτη. Πολύ γρήγορα, ο Πραξιτέλης έγινε ένας απ’ τους πιο αφοσιωμένους εραστές της. Λέγεται πως ήταν ο μόνος που αγάπησε πραγματικά η εταίρα.
     Έγινε η μούσα του και με πρότυπο εκείνη, έφτιαξε 3 αγάλματα. Το 1ο το αγόρασαν οι Κνίδιοι κι έγινε ξακουστό ως η Αφροδίτη της Κνίδου. Το 2ο ήταν από πεντελικό μάρμαρο κι ο Πραξιτέλης το δώρισε στη γενέτειρα της Φρύνης, στις Θεσπιές. Το 3ο ήταν ολόχρυσο και στήθηκε στους Δελφούς.
     Η Φρύνη, παρά τον έρωτά της, δεν έχανε ευκαιρία να αποκομίζει δώρα απ’ τον Πραξιτέλη. Κάποια στιγμή της είπε, ότι θα της έδινε ότι του ζητούσε. Εκείνη ήθελε το μεγαλύτερο αριστούργημά του. Τότε ο Πραξιτέλης της απάντησε, ότι δεν μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα στα έργα του, ίσως για να αποφύγει να της δώσει το αγαπημένο του. Η πανούργα Φρύνη δεν τον πίστεψε. Έβαλε έναν υπηρέτη του Πραξιτέλη να φωνάξει μες στη μέση της νύχτας, ότι είχε πάρει φωτιά το εργαστήρι του γλύπτη. Ο Πραξιτέλης έντρομος, ζήτησε να βγάλουν έξω το άγαλμα του Έρωτα. Η Φρύνη, που ήτανε ξαπλωμένη δίπλα του, χαμογέλασε πονηρά και τον ενημέρωσε ότι το εργαστήριο δεν κινδύνευε. Εκείνη είχε στήσει όλο το σχέδιο, για να μάθει ποιο ήτανε το αγαπημένο του έργο. «Τον Έρωτα θα μου δώσεις», του είπε κι ο Πραξιτέλης δεν μπόρεσε να αρνηθεί.
     Η Φρύνη είχε βάλει στοίχημα, ότι κανείς άντρας δεν μπορούσε να αντισταθεί στα κάλλη της. Επέλεξε ως θύμα το φιλόσοφο Ξενοκράτη, μαθητή του Πλάτωνα και δάσκαλο του Δημοσθένη. Πήγε στο σπίτι του και του ζήτησε να διανυκτερεύσει εκεί, με τη δικαιολογία ότι την κυνηγούσανε ληστές. Ο Ξενοκράτης τη φιλοξένησε. Τη νύχτα, η Φρύνη μπήκε κρυφά στο δωμάτιο του Ξενοκράτη και ξάπλωσε δίπλα του. Ο φιλόσοφος δεν ενέδωσε στον πειρασμό. Της ζήτησε να επιστρέψει στο δωμάτιό της κι αυτή υπάκουσε απογοητευμένη. Την επόμενη μέρα, όταν γνωστοποιήθηκε η αποτυχία της, η Φρύνη προσπάθησε να δικαιολογηθεί λέγοντας: “Στοιχημάτισα να νικήσω άνθρωπο, όχι άγαλμα“. Η εταίρα συνέχισε να ασκεί το επάγγελμά της ακόμα και σε μεγάλη ηλικία. Ο αισθησιασμός κι η γοητεία της δεν εξασθένησαν με τη πάροδο του χρόνου. Υπολογίζεται ότι πέθανε γύρω στα 310 π.Χ.
     Ο Πραξιτέλης φιλοτέχνησε ένα άγαλμα Έρωτα προκειμένου να εκφράσει τη δική του κατάσταση ως σκλαβωμένου από αγάπη προς την Φρύνη, δηλώνοντας απερίφραστα το μήνυμα αυτό σ’ επίγραμμα που χαράχτηκε στη βάση του αγάλματος. Δώρισε το άγαλμα αυτό στη Φρύνη κι εκείνη το αφιέρωσε στο ιερό του Έρωτα στις Θεσπιές. Ο Έρωτας αυτός βρισκότανε στα αριστερά του θεατή μίας τριάδας αγαλμάτων, η οποία περιλάμβανε το πορτραίτο της Φρύνης στο μέσο και την Αφροδίτη στα δεξιά. Η Φρύνη δοξάστηκε ως ο καλλίτερος τρόπος για τον επίγειο κόσμο να γνωρίσει τη θεϊκή αγάπη (Έρωτα) και τη θεϊκή ομορφιά (Αφροδίτη). Σώζεται ένα απόσπασμα μίας επιστολής της Φρύνης προς τον Πραξιτέλη με το σχόλιό της για τη τριάδα των Θεσπιών. Ο Πραξιτέλης δημιούργησε την Αφροδίτη της Κνίδου χρησιμοποιώντας τη Φρύνη ως μοντέλο για το σώμα της θεάς. Επιπλέον, η γυναίκα αυτή ήταν επίσης το μοντέλο για το χάλκινο άγαλμα μιας εύθυμης εταίρας που δημιούργησε.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *