Βιογραφικό
Ο σπουδαίος γλύπτης από την Πάρο που έζησε στη σκιά του Πραξιτέλη. Φιλοτέχνησε τη Νίκη της Σαμοθράκης, τον ναό της Αλέας Αθηνάς στη Τεγέα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, που υπήρξε ένα από τα 7 θαύματα του κόσμου.
Ο 4ος αιώνας ήταν η περίοδος που ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός αναπτύχθηκε ραγδαία. Τότε έδρασαν οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες που δημιούργησαν αξιοθαύμαστα έργα. Ανάμεσα τους ο Παριανός γλύπτης Σκόπας, στον οποίο αποδίδονται μερικά από τα σπουδαιότερα γλυπτά της κλασικής περιόδου. Ο Σκόπας γεννήθηκε στην Πάρο, στο νησί όπου προέρχονται τα περίφημα λευκά μάρμαρα της αρχαιότητας.
Το ταλέντο της γλυπτικής κληρονόμησε από τον πατέρα του, τον χαλκουργό Αρίστανδρο. Η ζωή του δεν είναι γνωστή, αλλά τα έργα που ανέλαβε, άλλοτε με την ιδιότητα του αρχιτέκτονα κι άλλοτε με του γλύπτη, φέρουν ακόμα και σήμερα ανεξίτηλο το στίγμα του.
Συνεργάστηκε με τον Πραξιτέλη κι ανέλαβε τη δημιουργία σημαντικών ιερών και ναών της εποχής, όπως ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο και το ιερό της Σαμοθράκης. Εργάστηκε ως αρχιτέκτονας στο ναό της Εστίας στην αρχαία αγορά της Πάρου.
Ένας από τους διασημότερους γλύπτες κι αρχιτέκτονες, ο Σκόπας ήτανε γιος του Πάριου γλύπτη Αρίστανδρου. Γνώρισε μεγάλη δόξα στον 4ο π.Χ. αι. και θεωρείται, μαζί με το Φειδία, τον Πολύκλειτο, τον Πραξιτέλη και το Λύσιππο, από τους πιο μεγαλόπνοους καλλιτέχνες της αρχαίας Ελλάδας. Αυτός έκτισε το 395 π.Χ. το ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα της Αρκαδίας, που θεωρείται από τους ωραιότερους ναούς της Πελοποννήσου. Ήταν περίπτερος, εξάστυλος, δωρικού ρυθμού, με θαυμαστά αετώματα, που το ανατολικό παριστάνει το κυνήγι του Καλυδώνιου κάπρου και το δυτικό τη μάχη των Ελλήνων της τρωικής εκστρατείας με τον Τήλεφο, που ήταν γιος της Αύγης, της κόρης του βασιλιά της Τεγέας Αλέου.
Τα αντίγραφα των έργων του που σώθηκαν, η Βακχίς του μουσείου του Μονάχου και το άγαλμα του Μελέαγρου, του μυθικού ήρωα των Αιτωλών, μας δίνουν την εντύπωση ότι ο Σκόπας, φρόντιζε ν’ αποδώσει στα έργα του την έκφραση του σφοδρού και βίαιου πάθους. Αυτή την έκφραση τη βλέπουμε καθαρά στα κεφάλια του Μελέαγρου και του Αχιλλέα, με τα σφιγμένα, καλογραμμένα χείλια, τα βαθουλωτά μάτια, τα πυκνά φρύδια κι ιδιαίτερα τα εξογκωμένα οστά του μετώπου, που εκφράζουν την ψυχική δύναμη και την ισχυρή θέληση.
Το 350 π.Χ. μαζί με άλλους γλύπτες και αρχιτέκτονες, εργάστηκε για τη διακόσμηση και την κατασκευή του μαυσωλείου της Αλικαρνασσού. Στην ώριμη τέχνη του Σκόπα, αποδίδουν την αμαζονομαχία, που ξεπερνά στη σύνθεση κι εκτέλεση όλα τα άλλο γλυπτό του μαυσωλείου, γιατί συνδυάζει τη χάρη της αθηναϊκής σχολής με τη δύναμη και τη σωματική αρμονία των πελοποννησιακών εργαστηρίων, που αποτελούσαν το χαρακτηριστικό της τέχνης του Σκόπα, ο οποίος δούλεψε και στον περίφημο Ναό του Μαυσώλου στην Αλικαρνασσό και το 356 π.Χ. στο νέο Ναό του Αρτεμισίου στην Έφεσσο.
Η Τεγέα, η σημαντικότερη πόλη της Αρκαδίας στην αρχαιότητα (πριν από την ίδρυση της Μεγαλόπολης), είχε ταραγμένη ιστορία και γνώρισε πολλές καταστροφές, με αποτέλεσμα σήμερα να σώζονται ελάχιστα μόνον ίχνη των αλλοτινών επιβλητικών τειχών της. Το σπουδαιότερο αξιοθέατο της περιοχής αποτελεί ο ναός της Αλέας Αθηνάς, που ξεχωρίζει από τους άλλους ναούς της Πελοποννήσου τόσο για την κατασκευή όσο και για το μέγεθός του. Η παράδοση αναφέρει πως τον είχε χτίσει ο Αλέας, εγγονός του Αρκάδα. Το 395 π.Χ. ο ναός αυτός καταστράφηκε από πυρκαγιά και ξαναχτίστηκε το 390 π.Χ., οπότε τον διακόσμησε ο διάσημος γλύπτης Σκόπας με διάφορες γλυπτές παραστάσεις. Στη θέση της αρχαίας Τεγέας βρίσκεται σήμερα το χωριό Αλέα που υπάγεται στην επαρχία Μαντινείας του νομού Αρκαδίας.
Tη γλυπτική του διακόσμηση κι αρχιτεκτονική του έκανε ο Παριανός γλύπτης κι αρχιτέκτονας Σκόπας, ο οποίος μάλιστα καινοτόμησε μεταχειριζόμενος συγχρόνως και τους τρεις ρυθμούς Δωρικό, Κορινθιακό και Ιωνικό για να λαμπρύνει το εσωτερικό και την είσοδο του ναού. Για την κατασκευή του χρησιμοποίησε ντόπιο μάρμαρο των Δολιανών. Σήμερα δεν σώζεται παρά το κρηπίδωμα από το νεότερο δωρικό ναό και ορισμένα αρχιτεκτονικά μέλη, έργο του Παριανού γλύπτη Σκόπα. Εξάλλου είχε κάνει για τη πόλη Κνίδο ένα άγαλμα του Διονύσου, όπου σ΄ αυτή τη πόλη υπήρχε κι άλλο άγαλμα του Διονύσου, έργο του Βρύαξη. Είναι πιότερο γνωστός από τα αρχιτεκτονικά γλυπτά ναών στην Επίδαυρο και τη Τεγέα. Του αποδίδεται ο κορμός Μαινάδας σε βακχικό οίστρο. Ο Σκόπας ξεχωρίζει για την κατάκτηση του τρισδιάστατου χώρου και την απόδοση του πάθους στις μορφές του. Εξάλλου σ’ αυτόν προσγράφονται αγάλματα του Έρωτα, του Πόθου και του Ίμερου που έφτιαξε για τα Μέγαρα.
Ο Τιμόθεος κι ο Σκόπας συμμετείχαν μαζί με το Λεωχάρη τον Αθηναίο και το Βρύαξη (από την Aθήνα ή την Kαρία) στη διακόσμηση του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού. Το άγαλμα του Μαύσωλου στην Αλικαρνασσό, το κατασκεύασαν ο Βρύαξης, ο Σκόπας, ο Λεωχάρης, ο Τιμόθεος και ο Πύθις με επίβλεψη του Πραξιτέλη. Έχει αποκληθεί Μαυσωλείο, από το όνομα του συζύγου της κι έτσι ονομάζεται ακόμη και σήμερα κάθε μεγαλειώδης κρατικός τάφος σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι στάχτες του βασιλικού ζεύγους τοποθετήθηκαν σε χρυσά αγγεία στον ταφικό θάλαμο στη βάση του οικοδομήματος. Πέτρινοι λέοντες ανέλαβαν τη φύλαξη του θαλάμου. Επάνω από την ισχυρή πέτρινη βάση υψώθηκε ένα κτίσμα όμοιο με ελληνικό ναό, περιζωμένο από κίονες και αγάλματα. Στην κορυφή του κτιρίου υπήρχε μια κλιμακωτή πυραμίδα. Και επάνω από αυτήν, σε 43 μέτρα ύψος, στήθηκε το άγαλμα ενός άρματος που το έσερναν άλογα. Μέσα στο άρμα υπήρχε ενδεχομένως τα αγάλματα του βασιλέα και της βασίλισσας. Δεκαοκτώ αιώνες αργότερα, ένας σεισμός ισοπέδωσε το Μαυσωλείο.
Το 1489 οι Χριστιανοί Ιππότες του Αγίου Ιωάννου απέσπασαν τα υλικά προκειμένου να οικοδομήσουν το γειτονικό φρούριο. Ορισμένα τείχη του φρουρίου χτίστηκαν από πράσινους ογκόλιθους που κάποτε πλαισίωναν το κύριο τμήμα του Μαυσωλείου. Μερικά χρόνια αργότερα οι ιππότες ανακάλυψαν τον ταφικό θάλαμο του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας. Αλλά μια νύχτα τον άφησαν αφύλαχτο, με αποτέλεσμα να τον λεηλατήσουν οι πειρατές και ν’ αρπάξουν όσα χρυσά κι άλλα πολύτιμα αντικείμενα περιείχε. Πέρασαν άλλα 300 χρόνια μέχρι να ερευνήσουν την τοποθεσία οι αρχαιολόγοι. Ανέσκαψαν τμήμα των θεμελίων του Μαυσωλείου και βρήκαν αγάλματα κι άλλα γλυπτά, που συνέβη να διατηρηθούν ανέπαφα. Ανάμεσά τους εντόπισαν και μεγάλα αγάλματα, που ενδεχομένως παρίσταναν το βασιλιά και τη βασίλισσα. Το 1857 τα μετέφεραν στο Βρεττανικό Μουσείο του Λονδίνου κι εκεί βρίσκονται μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιήθηκαν κι άλλες ανασκαφές κι έτσι σήμερα μονάχα λίγες πέτρες θυμίζουν τη δόξα του Μαυσωλείου στην Αρχαία Αλικαρνασσό.
Φαίνεται δε, ότι κι ο περίφημος εκ Πάρου αγαλματοποιός Σκόπας διέμεινε κι εργάσθηκε στη Σαμοθράκη και σ’ αυτόν αποδίδεται το στο Μουσείο Λούβρου ευρισκόμενο σήμερα άγαλμα της Νίκης, αφιερωθέν κατά πάσα πιθανότητα υπό Δημητρίου του Πολιορκητού εις το Ιερόν των Καβείρων, καθόσον νομίσματα του βασιλέως τούτου φέρουν επ’ αυτών αποτυπωμένον το ομοίωμα της Νίκης της Σαμοθράκης. Επίσης θεωρείται πως ο Σκόπας φιλοτέχνησε στο τέμενος, το σύμπλεγμα της Αφροδίτης και του Έρωτα, κατά τον Πλίνιο.
Νότια από το Αρσινόειο βρίσκεται το Τέμενος, περιστοιχισμένη ορθογώνια πλακόστρωτη αυλή, που χρησίμευε σε ιεροτελεστίες και θρησκευτικούς χορούς. Στον χώρο αυτόν έμπαινε κανείς από το επιβλητικό ιωνικό πρόπυλο από θασίτικο μάρμαρο, που το διακοσμούσε ζωφόρος με ανάγλυφη παράσταση κοριτσιών που χορεύουν, ένα θέμα που αναφέρεται στα ιερά δρώμενα. Εδώ βρισκόταν ίσως το άγαλμα της Αφροδίτης και του Πόθου, που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Σκόπας. Το Τέμενος κατασκευάστηκε το 340 π.Χ. κι ήτανε πιθανότατα ανάθημα του Φιλίππου του Β’.
Το ωραιότερο αγαλμάτινο σύμπλεγμα Νηρηίδων ήταν εκείνο που φιλοτέχνησε, κατά τον Παυσανία, ο Σκόπας. Σ’ αυτό απεικονιζόταν η μεταφορά του νεκρού Αχιλλέως για ταφή από τον Ποσειδώνα, τη Θέτιδα και τις Νηρηίδες. Ακόμα, οι δυο μεγάλοι Έλληνες καλλιτέχνες είχαν ασχοληθεί με αναπαραστάσεις του Ερμή, ο Σκόπας κι ο Λύσιππος. Ο Σκόπας θα προτείνει νέες ιδέες. στα έργα του με τις γεμάτες πάθος εκφράσεις στα πρόσωπα που εντυπωσιάζουν με τα βαθουλωμένα μάτια με τις βίαιες εκρηκτικές κινήσεις των σωμάτων, τη σύσπαση των μυώνων, όλ’ αυτά τον οδηγούν μακριά από ης γαλήνιες, νηφάλιες μορφές των Φειδία και Πραξιτέλη, από τους κλασικούς κανόνες του μέτρου και της εξιδανίκευσης.
Τα σημερινά λείψανα προέρχονται από την ανοικοδόμηση του ναού τον 4ο αιώνα εξαιτίας της πυρκαγιάς που ξέσπασε το 395, έργο του Παριανού γλύπτη και αρχιτέκτονα Σκόπα, δημιουργού σημαντικών έργων στον ελλαδικό και το μικρασιατικό χώρο. Η έναρξη της κατασκευής του περίλαμπρου ναού της Αλέας Αθηνάς τοποθετείται το 370, αλλά πρέπει να ολοκληρώθηκε με αρκετή χρονική καθυστέρηση. Ο Σκόπας αναπαράστησε στα αετώματα μυθικές σκηνές από τους Τεγεάτες ήρωες των προϊστορικών χρόνων. Άλλα γνωστά έργα του είναι ο “Μελέαγρος”, το χάλκινο άγαλμα της “Αφροδίτης” κ. α. Τα αγάλματά του χαρακτηρίζονται από πνευματικότητα και πάθος.
Τα γλυπτά του Μαυσωλείου φιλοτέχνησαν από κοινού ο Σκόπας, ο φημισμένος αρχιτέκτοντας και γλύπτης από την Πάρο, ο οποίος φιλοτέχνησε τα γλυπτά της ανατολικής πλευράς, ο μαθητής και συνεργάτης του Βρύαξης, Έλληνας ανδριαντοποιός από την Καρία, με τον Λεωχάρη, ο οποίος ανέλαβε την νότια πλευρά, και ο Αθηναίος Τιμόθεος. Ο Βιτρούβιος αναφέρει τον Τιμόθεο ως αντικαταστάτη του Πραξιτέλη. Το μέρος πάνω από την κιονοστοιχία είχε αναλάβει να κατασκευάσει ο χαλκουργός κι αρχιτέκτονας Πύθεος, που φρόντισε να υπάρχει μια βαθμιδωτή πυραμίδα με μαρμάρινο τέθριππο άρμα στη κορφή της και στη βάση διακοσμούσε ζωοφόρος με τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων.
Ένας σεισμός του 13ου αιώνα, φαίνεται να καταστρέφει την οροφή και τη κιονοστοιχία, αλλά η ολοκληρωτική καταστροφή έρχεται 2 αιώνες περίπου αργότερα, το 1494, από τον ανθρώπινο παράγοντα. Οι Οσπιτάλιοι όταν αποφάσισαν ότι έπρεπε να ενισχύσουν το οχυρό τους, βρήκαν στο Μαυσωλείο όλα τα απαραίτητα οικοδομικά υλικά. Όχι μόνο τους κυβόλιθους που το απάρτιζαν, αλλά και τα ίδια τα γλυπτά κι αγάλματα, που κομματιάστηκαν και παραδόθηκαν στην πυρά να παράγουν ασβεστοκονίαμα. Επί τριάντα σχεδόν χρόνια το κατεδάφιζαν. Έφθασαν μέχρι τα θεμέλια και δεν άφησαν τίποτα όρθιο.
Με την αποπεράτωση ενός έργου ταξίδευε σε καινούργιες περιοχές ώστε να αναλάβει νέα οικοδομήματα. Η παρουσία του Σκόπα σε σημαντικά οικοδομικά προγράμματα που πραγματοποιήθηκαν τον 4ο αι. π.Χ., γίνεται φανερή από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του. Τα γλυπτά του ξεχωρίζουν από εκείνα της προηγούμενης περιόδου. Τα πρόσωπα ήταν πιο εκφραστικά, είχαν βαθουλωμένα μάτια και πιο ρεαλιστικό ύφος. Οι μύες των κορμιών ήταν πιο έντονοι και τα ενδύματα είχανε κίνηση.
Μερικά από τα γλυπτά που φέρεται να φιλοτέχνησε ήταν το άγαλμα της Υγείας , το άγαλμα του Έρωτα, του Διονύσου κι ένα από τα πιο διάσημα αγάλματα της αρχαιότητας, τη Νίκη της Σαμοθράκης.
Όταν επισκέφτηκε την Ασία υιοθέτησε ανατολίτικα στοιχεία που είναι εμφανή στα μετέπειτα δημιουργήματά του. Ο Σκόπας εργάστηκε για την ανέγερση ενός από τα 7 θαύματα της αρχαιότητας, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού. Ο τάφος δημιουργήθηκε στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας για να στεγάσει τα άψυχα σώματα του Πέρση σατράπη Μαύσωλου και της γυναίκας του Αρτεμισίας.
Ο φαραωνικός τάφος είχε δύο ορόφους, ορθογώνιο σχήμα και 45 μέτρα ύψος. Οι Έλληνες αρχιτέκτονες, Σάτυρος και Πύθεος, το σχεδίασαν κι άλλοι 4 Έλληνες γλύπτες το φιλοτέχνησαν. Ο Σκόπας ήταν ανάμεσα τους κι είχε αναλάβει την ανατολική πλευρά του Μαυσωλείου. Εκτός από το εντυπωσιακό του μέγεθος φημιζόταν για τα εξαίρετης ποιότητας γλυπτά που τον κοσμούσαν, ανάμεσά τους η ζωοφόρος με την Αμαζονομαχία του Σκόπα.
Ταξίδεψε στην Επίδαυρο όπου γνώρισε το γλύπτη Τιμόθεο κι εργάστηκε στο πλευρό του στο το Ασκληπιείο της Επιδαύρου, που παρουσιάζει κοινά στοιχεία με τα μετέπειτα έργα του. Αντίγραφα των έργων του εκτίθενται στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ θραύσματα πρωτότυπων έργων του από το ναό της Αλέας Αθηνάς εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Ο αναπαυόμενος Άρης βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο της Ρώμης. Ένα αντίγραφο του κιθαρωδού Απόλλωνα βρίσκεται στο αρχαιολογικό Μουσείο Καπιτολίνι της Ρώμης. Η κεφαλή τους Μελέαγρου εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο και στο Μουσείο Tέχνης του Χάρβαρντ (μουσείο Arthur M. Sackler) στις ΗΠΑ. Αντίγραφα του Πόθου εκτίθενται σε πολλά μουσεία.
Στο Ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, σύμφωνα με τον Παυσανία εργάστηκε ως αρχιτέκτονας. Ο ναός ανεγέρθηκε στα πρότυπα του Ναού του Επικούρειου της Φιγαλείας και αποτέλεσε από τους σημαντικότερους της Πελοποννήσου. Ο Σκόπας εφάρμοσε όλες τις καλλιτεχνικές καινοτομίες της εποχής. Ο ναός ήταν εξάστυλος δωρικού ρυθμού και συνδύαζε στοιχεία ιωνικού κι κορινθιακού ρυθμού. Ήτανε διακοσμημένος με καλαίσθητα αετώματα που αναπαριστούσαν σκηνές από γνωστούς μυθικούς ήρωες. Στο ανατολικό απεικονίζονταν το κατόρθωμα της Αταλάντης και στο δυτικό η μάχη του Τηλέφου, γιου του Ηρακλή, εναντίον των Ελλήνων.
Tα πρώτα στάδια της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Σκόπα ανιχνεύονται στο Πρυτανείο της Πάρου, στο οποίο εργάστηκε, κατά τον G. Gruben, ως αρχιτέκτονας. Ο καθηγητής στο Berkeley University A. Stewart θεωρεί πως ο Σκόπας μετέβη στη Πελοπόννησο, γύρω στο 380 π.Χ., όπου μαθήτευσε στην Επίδαυρο, ως γλύπτης, στο πλευρό του Τιμόθεου. Τη συμμετοχή του στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου συνυποδηλώνει ο αρχιτεκτονικός παραλληλισμός του ναού με τον σκοπάδειο ναό της Τεγέας, καθώς κι η τυπολογική-εικονογραφική ομοιότητα των έφιππων Νηρηίδων ή Αύρων, ακρωτηρίων του Ασκληπιείου, με τη πάνδημον Αφροδίτη του. Το έργο, κατασκευασμένο από χαλκό, προσγράφεται στον καλλιτέχνη, βάσει της μαρτυρίας του Παυσανία. Η Chr. Vroster εύλογα διατυπώνει το ερώτημα, αν πρόκειται για δημιουργία του Σκόπα του 4ου αι. π.Χ. ή του προγενέστερου Σκόπα, καθώς ο Σκόπας αναφέρεται από τις πηγές αποκλειστικά ως αγαλματοποιός. Ο εικονογραφικός τύπος του αγάλματος έχει αναγνωριστεί, από τους μελετητές, σε μία σειρά απεικονίσεων σε άλλες μορφές τέχνης, όπως ερυθρόμορφα αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και ανάγλυφα. Το έργο είναι επίσης γνωστό από νομίσματα της Ήλιδας, των αυτοκρατορικών χρόνων.
Η μαθητεία του Σκόπα στην Επίδαυρο, πλησίον του γλύπτη Τιμοθέου και άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, υπηρξε διδακτική, καθώς οι κατακτήσεις της αρχιτεκτονικής του πρώιμου 4ου π.Χ. αι. -υπό το πρίσμα της αττικής καλλιτεχνικής παράδοσης- αφομοιώνονται δημιουργικά στον τεγεατικό ναό της Αλέας Αθηνάς. Ο ναός αποδίδεται στον Σκόπα, βάσει της μαρτυρίας του Παυσανία, ο οποίος παρέχει ένα terminus post 395 π. Χ. για τη χρονολόγηση του σκοπάδειου ναού. Παρά τη μέχρι στιγμής εμμονή των μελετητών από την εποχή του Furtwängler κι εξής, ο Σκόπας εργάστηκε στη Τεγέα ως αρχιτέκτονας κι όχι ως γλύπτης. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να κατασκευάστικαν τα εναέτια γλυπτά κι οι μετόπες από τους μαθητές του, εφ’ όσον η κατασκευή του ναού διήρκησε άνω των 20 ετών κι ο Πάριος καλλιτέχνης, κατά τη περίοδο αυτή, εργαζόταν σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου.
Ο περιηγητής του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανίας αναφέρεται στον τεγεάτικο ναό ως εξής: “Τεγεάταις δὲ Ἀθηνᾶς τῆς Ἀλέας τὸ ἱερὸν τὸ ἀρχαῖον ἐποίησεν Ἄλεος χρόνῳ δὲ ὕστερον κατασκευάσαντο οἱ Τεγεᾶται τῇ θεῷ ναὸν μέγαν τε καὶ θέας ἄξιον, ἐκεῖνο μὲν δὴ πῦρ ἠφάνισεν ἐπινεμηθὲν ἐξαίφνης, Διοφάντου παρ’ Ἀθηναίοις ἄρχοντος, δευτέρῳ δὲ ἔτει τῆς ἔκτης καὶ ἐνενηκοστῆς ὀλυμπιάδος, ἥν Εὐπόλεμος Ἡλεῖος ἐνίκα στάδιον. Ὁ δὲ ναὸς ὁ ἐφ’ ἡμῶν πολὺ δὴ τι τῶν ναῶν, ὅσοι πελοποννησίοις ἐστὶν, ἐς κατασκευὴν προέχει τὴν ἅλλην καὶ ἐς μέγεθος…. ἀρχιτέκτονα δὲ ἐπυνθανόμην Σκόπαν αὐτοῦ γενέσθαι τὸν Πάριον…ὁ μὲν δὴ πρῶτος ἐστιν αὐτῷ κόσμος τῶν κιόνων Δώριος, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ Κορίνθιος· ἐστήκασι δὲ καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ κίονες ἐργασίας τῆς Ἰώνων.…τὰ δὲ ἐν τοῖς ἀετοῖς ἔστιν ἔμπροσθεν ἡ θήρα τοῦ ὑός τοῦ Καλυδωνίου. Πεποιημένου δἐ κατἀ μέσον μάλιστα τοῦ ὑός τῇ μὲν ἐστιν Ἀταλάντη καὶ Μελέαγρος καὶ Θησεὺς Τελαμών τε καὶ Πηλεύς και Πολυδεύκης καὶ Ἰόλαος, ὅς τὰ πλεῖστα Ἡρακλεῖ συνέκαμνε τῶν ἔργων, καὶ Θεστίου παῖδες, ἀδελφοὶ δὲ Ἀλθαίας, Πρόθους καὶ Κομήτης. Κατὰ δὲ τοῦ ὑός τὰ ἕτερα Ἀγκαῖον ἔχοντα ἤδη τραύματα καὶ ἀφέντα τὸν πέλεκυν ἀνέχων ἐστὶν Ἔποχος, παρὰ δὲ αὐτὸν Κάστωρ καὶ Ἀμφιάραος Ὀϊκλέους, ἐπὶ δὲ αὐτοῖς Ἱππόθους ὁ Κερκυόνος τοῦ Ἀγαμήδους τοῦ Στυμφήλου· τελευταῖος δέ ἐστιν εἰργασμένος Πειρίθους. Τὰ δὲ ὄπισθεν πεποιημένα ἐν τοῖς ἀετοῖς Τηλέφου πρὸς Ἀχιλλέα ἐστίν ἡ ἐν Καΐκου πεδίῳ μάχη…”
Η θέση του ναού επισημάνθηκε 1η φορά το 1830, από τον Άγγλο αρχαιοδίφη, περιηγητή και τοπογράφο William Leake. Πρόκειται για επίμηκες κτήριο με 3μερή διάταξη (πρόναος, σηκός κι οπισθόδομος), κατά τα πρότυπα προγενέστερων μνημείων. Η ευθυντηρία του μνημείου έχει διαστάσεις 49.56×21.20 μ. Το πτερό περιβάλλεται από δωρική περίσταση, η οποία συνάδει με το λιτό αρκαδικό τοπίο. Ωστόσο, η καλαισθησία του Σκόπα εκφράζεται εναργέστερα στο εσωτερικό, όπου διαμορφώνεται κορινθιακή κι ιωνική κιονοστοιχία.
Ο Σκόπας είναι γνωστός κυρίως από τις φιλολογικές πηγές. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των σχετικών αρχαιολογικών μαρτυριών δεν επιτρέπει την προσγραφή παρά ελαχίστων στον Πάριο γλύπτη. Από τα έργα που του αποδίδονται με βεβαιότητα, θεωρουνται οι αγαλματικοί τύποι του Πόθου και της πανδήμου Αφροδίτης. Λατρεύονταν σε όλη την Ελλάδα και, ιδιαίτερα, στην αρχαία Αθήνα και Σικυωνία, φιλοτέχνησε ο διάσημος γλύπτης Σκόπας.
Εν συγκρίσει με τους υπολοίπους μεγάλους γλύπτες του 4ου αι. π.Χ., η μελέτη του έργου του Σκόπα είναι προβληματική, λόγω της απουσίας έργων που προσγράφονται με ασφάλεια σε αυτόν. Η καλλιτεχνική του δημιουργία έχει, ήδη από τον Neugebauer, συνδεθεί με τα -αποσπασματικά διατηρημένα- εναέτια γλυπτά του ναού της Αθηνάς Αλέας, στην Τεγέα. Ωστόσο, σύμφωνα με την μαρτυρία του περιηγητή Παυσανία, στην οποία βασίζεται η σύνδεση του Σκόπα με το μνημείο, ο Πάριος καλλιτέχνης εργάστηκε ως αρχιτέκτονας και όχι ως γλύπτης, στην Τεγέα. Επομένως, τα γλυπτά της Τεγέας δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως ασφαλές τεκμήριο για την τεχνοτροπία του Σκόπα.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Berkeley Andrew Stewart, οι κύριες πηγές για την καλλιτεχνική δημιουργία του Σκόπα είναι τρεις: οι φιλολογικές πηγές, τα αρχαιολογικά realia και οι επιγραφικές μαρτυρίες. Οι κύριες φιλολογικές πηγές για το έργο του Σκόπα είναι η Ελλάδος Περιήγησις του Παυσανία, και η Naturalis Historia του Πλινίου. Στις φιλολογικές πηγές, αναφέρεται κυρίως ως λιθοποιός, αν και είναι γνωστό ότι φιλοτέχνησε ένα τουλάχιστον χάλκινο άγαλμα, αυτό της πανδήμου Αφροδίτης στην Ήλιδα. Ο Σκόπας αναφέρεται στις πηγές ως αρχιτέκτονας μόνο στην Τεγέα. Ωστόσο, νεώτεροι μελετητές προτείνουν την εργασία του Σκόπα τόσο στο Πρυτανείο της Πάρου όσο και στον ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος, στην Αλέα της ορεινής Αργολίδας, ο οποίος ακόμα δεν έχει εντοπιστεί.
Παρατίθενται τα αποσπάσματα των σχετικών με τον Σκόπα φιλολογικών πηγών:
1. «Τεγεάταις δὲ Ἀθηνᾶς τῆς Ἀλέας τὸ Ἱερὸν τὸ ἀρχαῖον ἐποίησεν Ἄλεος, χρόνῳ δὲ ὕστερον κατεσκευάσαντο οἱ Τεγεᾶται τῇ θεῷ ναὸν μέγαν τε καὶ θέας ἄξιον, ἐκεῖνο μὲν δὴ πῦρ ἠφάνισεν ἐπινεμηθὲν ἐξαίφνης, Διοφάντου παρ’ Ἀθηναίοις ἄρχοντος, δευτέρῳ δὲ ἔτει τῆς ἕκτης καὶ ἐνενηκοστῆς Ὀλυμπιάδος, ἣν Εὐπόλεμος Ἠλειος ἐνίκα στάδιον. Ὁ δὲ ναὸς ὁ ἐφ’ ἡμῶν πολὺ δή τι τῶν ναῶν, ὅσοι Πελοποννησίοις εἰσίν, ἐς κατασκευὴν προέχει τὴν ἄλλην καὶ ἐς μέγεθος. Ὁ μὲν δὴ πρῶτος ἐστιν αὐτῷ κόσμος τῶν κιόνων δώριος, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ κορίνθιος. ἐστήκασι δὲ καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ κίονες ἐργασίας τῆς Ἰώνων, ἀρχιτέκτονα δὲ ἐπυνθανόμην Σκόπαν αὐτοῦ γενέσθαι τὸν Πάριον, ὃς καὶ ἀγάλματα πολλαχοῦ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τὰ δὲ καὶ περὶ Ἰωνίαν τε καὶ Καρίαν ἐποίησε. Τὰ δὲ ἐν τοῖς ἀετοῖς ἐστιν ἔμπροσθεν ἡ θήρα τοῦ ὑὸς τοῦ καλυδωνίου. Πεποιημένου δὲ κατὰ μέσον μάλιστα τοῦ ὑὸς τῇ μέν ἐστιν Ἀταλάντη καὶ Μελέαγρος καὶ Θησεὺς Τελαμών τε καὶ Πηλεὺς καὶ Πολυδεύκης καὶ Ἰόλαος, ὃς τὰ πλεῖστα Ἡρακλεῖ συνέκαμνε τῶν ἔργων, καὶ Θεστίου παῖδες, ἀδελφοὶ δὲ Ἀλθαίας, Πρόθους καὶ Κομήτης. Κατὰ δὲ τοῦ ὑὸς τὰ ἕτερα Ἀγκαῖον ἔχοντα ἤδη τραύματα καὶ ἀφέντα τὸν πέλεκυν ἀνέχων ἐστὶν Ἔποχος, παρὰ δὲ αὐτὸν Κάστωρ καὶ Ἀμφιάραος Ὀϊκλέους, ἐπὶ δὲ αὐτοῖς Ἱππόθους ὁ Κερκυόνος τοῦ Ἀγαμήδους τοῦ Στυμφήλου. Τελευταῖος δὲ ἐστιν εἰργασμένος Πειρίθους. Τὰ δὲ ὄπισθεν πεποιημένα ἐν τοῖς ἀετοῖς Τηλέφου πρὸς Ἀχιλλέα ἐστὶν ἡ ἐν Καΐκου πεδίῳ μάχη.» (Παυσ.,8.45.4-7).
Το αρχαίο Ιερό της Αθηνάς Αλέας κατασκεύασε ο Άλεος. Ύστερα από ορισμένο καιρό, κατασκεύασαν οι Τεγεάτες μεγάλο και αξιοθέατο ναό για χάρη της θεάς. Αυτόν τον εξαφάνισε πυρκαγιά που ξέσπασε ξαφνικά, (sc. κατά την περίοδο που) ο Διοφάντης ήταν Επώνυμος Άρχοντας των Αθηνών, κατά το 2ο έτος της 96ης Ολυμπιάδας. Ο τωρινός ναός υπερέχει αρκετά των υπολοίπων ναών της Πελοποννήσου, όσον αφορά την κατασκευή και το μέγεθος. Από την μία πλευρά, η διακόσμηση λοιπόν του κατωτέρου τμήματος των κιόνων είναι δωρικού ρυθμού, ενώ η ανωδομή κορινθιακού. Από την άλλη, εξωτερικά του ναού, είχαν ανατεθεί κίονες ιωνικού ρυθμού. Αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο Πάριος Σκόπας, ο οποίος φιλοτέχνησε επίσης αγάλματα σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας, καθώς επίσης στην Ιωνία και στη Καρία. Στο αέτωμα της πρόσοψης, απεικονίζεται η θήρα του Καλυδωνίου κάπρου. Αφού αποδόθηκε βεβαίως ο κάπρος, στο κέντρο του αετώματος, απεικονίζονται, από τη μία πλευρά, η Αταλάντη, ο Μελέαγρος, ο Θησέας, ο Τελάμονας, ο Πηλέας, ο Πολυδεύκης, ο Ιόλαος,που βοήθησε αρκετά τον Ηρακλή, κατά τους άθλους του, κι οι γιοί του Θεστίου, δηλαδή οι αδελφοί Αλθαίας, Πρόθους και Κομήτης. Από την άλλη πλευρά, απεικονίζεται ο Αγκαίος, που είναι ήδη τραυματισμένος κι έχει εναποθέσει τον πέλεκυ• ο Έποχος, που τον υποβαστάζει• δίπλα σε αυτόν, ο Κάστωρ κι ο Αμφιάραος, γιος του Οικλέους• πλάι σε αυτόν, ο Ιπποθόοντας, ο γιος του Κερκύονα, γιου του Αγαμήδη, γιου του Στυμφήλου. Τελευταίος έχει αποδοθεί ο Πειρίθους. Στο αέτωμα της οπίσθιας όψης, έχει αποδοθεί η μάχη του Τηλέφου με τον Αχιλλέα, στην πεδιάδα του Καΐκου ποταμού.
2. “….rursus (olympiade) LXXXX Polyclitus, Phradmon, Myron, Pythagoras, Scopas, Perellus(floruere).” (Plinius, Naturale Historia, XXXIV, 49)
…και στην ενενηκοστή Ολυμπιάδα ο Πολύκλειτος, ο Φράδμων, ο Μύρων, ο Πυθαγόρας, ο Σκόπας κι ο Πέρελλος.
3. “Scopae laus cum his certat. Is fecit Venerem et Pothon, qui Samotrace sanctissimis caerimoniis coluntur, item Apollinem Palatinum, Vestam sedentem laudatam in Servilianis hortis duosque campteras circa eam, quorum pares in Asini monumentis sunt, ubi et canephoros eiusdem. Sed in maxima dignatione delubro Cn.Domitii in circo Flaminio Neptunus ipse et Thetis atque Achilles, Nereides supra delphinos et cete aut hippocampus sedentes, item Tritones chorusque Phorci et pistrices ac multa alia marina, omnia eiusdem manu, praeclarum opus etiam si totius vitae fuisset.nunc vero praeter supra dicta quaeque nescimus Mars etiamnum est sedens colossiaeus eiusdem (Scopae) manu in templo Bruti Callaeci apud circum eundem (Flaminium),praeterea Venus in eodem loco nuda, Praxiteliam illam antecedens et quemcumque alium locum nobilitatura. ” (Plinius, Natura Historia, XXXVI, 25-26)
O Σκόπας συναγωνίζεται στον έπαινο με αυτούς (τον Κηφισόδοτο, τον Πραξιτέλη και τους άλλους μεγάλους γλύπτες του 4ου αιώνα). Φιλοτέχνησε την Αφροδίτη και τον Πόθο, που τιμούνται στη Σαμοθράκη με ιερές τελετουργίες• επίσης, τον Απόλλωνα στο Παλατίνο και, στους κήπους του Σερβιλίου,μία καθιστή Εστία που επαινείται. Πλάι της, δύο κίονες των οποίων τα κιονόκρανα ευρίσκονται στην καλλιτεχνική συλλογή του Ασινίου, στην οποία ευρίσκεται και ο κανηφόρος του.
4. “Scopas habuit aemulos eadem aetate Bryaxim et Timotheum et Leocharen, de quibus simul dicendum est, quoniam pariter caelavere Mausoleum, sepulerum hoc est ab uxore Artemisia factum Mausolo, Cariae regulo, qui obiit olympiadis CVII anno secundo. Opus id ut esset inter septem miracula, hi maximi fecere artifices. Pater ab austro et septentrione sexagenosternos pedes, brevius a frontibus, toto circumitu pedes CCCCXXXX, attollitur in altitudinem XXV cubitus, cingitur columnis XXXVI, pteron, vocavere circumitum. Ab oriente caelavit Scopas, a septentrione Bryaxis, a meridie Timotheus, ab occasu Leochares, priusque quam peragerent regina obiit. Non tamen recesserunt nisi absoluto, iam di glorie ipsorum artisque monimentum iudicantes ; hodieque certant manus. Accessit et quintus artifex.namque supra pteron pyramis altitudinem inferiorem aequat, viginti quattuor gradibus in metae cacumen se contrahens ; in summo est quadriga marmorea, quam fecit Pythis. Haec adiecta CXXXX pedum altitudine totum opus includit. ” (Plinius, Natura Historia, XXXVI, 30-31)
Ο Βρύαξις, ο Τιμόθεος και ο Λεωχάρης ήταν ανταγωνιστές και σύγχρονοι του Σκόπα, και αναφέρονται συχνά μαζί με αυτόν, καθως συνεργάστηκαν στο Μαυσωλειο. Αυτός είναι ο τάφος που αναγέρθηκε από την Αρτεμισία προς τιμή του συζύγου της Μαυσώλου, ηγεμόνα της Καρίας, ο οποιος πέθανε κατά το δεύτερο έτος της 107ης Ολυμπιάδος(351 π.Χ.) και η θέση του μνημείου ανάμεσα στα επτά θαύματα του κόσμου ωφείλεται στην εργασία αυτων των καλλιτεχνων. Το μηκος της νότιας και βόρειας πλευρας είναι 63 πόδια. Oι δύο προσόψεις είναι βραχύτερες και η συνολική περίμετρος του μνημείου είναι περίπου τετρακόσια σαράντα πόδια. Το ύψος του Μαυσωλείου είναι εικοσιπέντε πήχεις και έχει τριάντα έξι κίονες. Η κιονοστοιχία καλειται πτερό. Τα γλυπτά της ανατολικης πλευρας φιλοτεχνήθηκαν από τον Σκόπα, αυτά στη βόρεια από τον Βρύαξι, στα νότια από τον Τιμόθεο και στην δυτική από τον Λεωχάρη. Η βασίλισσα πέθανε πριν την ολοκλήρωση του έργου, αλλά οι καλλιτέχνες συνέχισαν τις εργασίες τους, θεωρώντας ότι (sc. το Μαυσωλειο) θα αποτελέσει ένα μόνιμο μνημειο της δικης τους δόξας και της καλλιτεχνικης κληρονομιας, και ανταγωνίζονταν για τη δόξα. Ένας πέμπτος καλλιτέχνης επίσης εργάστηκε για το μνημειο. Πάνω στο πτερό στηρίζεται μία πυραμίδα, ισουψής με το κατώτερο τμήμα της κατασκευης(το πόδιο), αποτελουμένη από εικοσιτέσσερα βαθμιδωτά σκαλοπάτια που υψώνονται σε σχήμα κώνου. Στην κορυφή υπάρχει ένα μαρμάρινο τέθριππο, έργο του Πυθέα. Μαζί με το άρμα, το ύψος του μνημείου είναι εκατό σαράντα πόδια.
5. “Universo templo (Ephesiae Dianae) longitudo est CCCCXXV pedum, latitudo CCXXV, columnae CXXVII a singulis regibus factae LX pedum altitudine, ex iis XXXVI caelatae, una a Scopa. Operi praefuit Chersiphron architectus.” (Plinius, Natura Historia,XXXVI, 95)
Ολόκληρο το μηκος του ναου είναι 425 πόδια και το πλάτος του 225• υπάρχουν επίσης 127 κίονες, ύψους 60 ποδιών, καθεμία κατασκευασμένη από διαφορετικό ηγεμόνα. Από αυτές, οι τριάντα έξι είναι ανάγλυφες, μία από αυτές (sc. φιλοτεχνημένη) από τον Σκόπα. Ο επιβλέπων αρχιτέκτονας ηταν ο Χερσίφρων.
6. “Sunt in Cnido et alia signa marmorea inlustrium artificum, Liber pater Bryaxidis et alter Scopae et Minerva, nec maius aliud Veneris Praxiteliae specimen quam quod inter haec sola memorantur.” (Plinius,Natura Historia, XXXVI, 22)
Υπάρχουν στην Κνίδο και άλλα μαρμάρινα αγάλματα από μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ένας Διόνυσος από τον Βρύαξι, άλλος ένας Διόνυσος, και επίσης μία Αθηνά από το Σκόπα, και δεν υπάρχει πιο ευχάριστος έπαινος από την Αφροδίτη του Πραξιτέλη από το γεγονός ότι ανάμεσα σε όλα αυτά μόνο αυτου διασώζεται η φήμη μέχρι σήμερα.
7. “par haesitatio in templo Apollinis Sosiani, Niobae liberos morientes Scopas an Praxiteles fecerit; item Ianus pater, in suo templo dicatus ab Augusto ex Aegypto advectus, utrius manu sit, iam quidem et auro occultatus.” (Plinius, Natura Historia, XXXVI, 28)
Είναι σχεδόν αβέβαιο αν ο Σκόπας ή ο Πραξιτέλης φιλοτέχνησε τα θνήσκοντα παιδιά της Νιόβης στο ναό του Σωσίου Απόλλωνος, και επίσης ποιος από αυτούς φιλοτέχνησε τον Ιανό που μετεφέρθη από τον Αύγουστο από την Αίγυπτο και ανετέθη στο ναό του. Το άγαλμα αυτό του Ιανου είναι επιχρυσωμένο.
8. “…..neque tu pessuma munerum .
ferres, divite me scilicet atrium
quas aut Parrhasius protulit aut Scopas,
hic saxo, liquidis ille coloribus
sollers nunc hominem ponere, nunc deum.” (Οράτιος, Carm.,IV, 8, 4-8)
…ουτε θα μπορουσε να φέρει την ευτέλεια των δώρων μου,
αν ήμουν πλούσιος, στους θησαυρούς που ο Παρράσιος παρηγαγε,
ή ο προικισμένος Σκόπας, ο ένας σε μάρμαρο,
ο άλλος σε χρώματα, για να απεικονίσουν
πότε έναν ήρωα, πότε έναν θεό.
9. “Fingebat Carneades in Chiorum lapicidinis saxo diffisso caput extitisse Panisci. Credo aliquam non dissimilem figuram, sed certe non talem ut eam factam a Scopa diceres” (Cic., De divinat., I, 13).
Ο Καρνεάδης συνήθιζε να αναφέρει μία ιστορία ότι, μια φορά, στα λατομεία της Χίου, όταν μια πέτρα εξορύχθηκε, εμφανίστηκε σε αυτή η παιδική κεφαλή του Πάνα. Πιστεύω ότι η μορφή ίσως ειχε μια κάποια ομοιότητα με τη μορφή του θεου, αλλά σίγουρα η ομοιότητα αυτή δεν θύμιζε έργο του Σκόπα.
Κι ένα επίγραμμα ανωνύμου που αφορά στον Σκόπα:
-Τίς άδε;
-Βάκχα.
-Τίς δέ νιν ξέσε;
-Σκόπας.
-Τίς δ’ εξέμηνε,
Βάκχος ή Σκόπας;
-Σκόπας.
-Ποια είν’ αυτή εδώ;
-Η Βάκχα.
-Ποιος τη σκάλισε;
-Ο Σκόπας.
-Ποιος την έκαμε τρελλή,
ο Βάκχος ή ο Σκόπας;
-Ο Σκόπας.
———————————————————–
Το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού
Ο Ναός της Αλέας Αθηνάς σε 2 φωτογραφίες, κάτω όπως είναι σήμερα.
Κεφάλι της Θεάς Υγείας, κόρης Ασκληπιού (4ος αι.π.Χ.,Αρχαιολογικό Μουσείο)

Απόλλων Κιθαρωδός
Η Αθηνά με άρπα
Κεφαλή του Μελεάγρου
Άρης & Έρωτιδεύς
Η Νίκη της Σαμοθράκης σε πρόσθια άνω και πλάγια κάτω, όψη
ο Πόθος
Μελέαγρος
Από τοιχογραφίες των αρχιτεκτονημάτων του
Τήλεφος
Αθηνά
Νύμφη ή Μούσα
Μελέαγρος
Βακχίς