Απελλής

Βιογραφικό

     O Απελλής υπήρξεν απ’ τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους της αρχαιότητας που άκμασε στη πρώιμη Ελληνιστική περίοδο. Αρχαίες πηγές αναφέρουνε πως καταγόταν από τη Κω ή την Έφεσσο, ωστόσο θεωρείται πιθανότερο πως γεννήθηκε στην αρχαία ιωνική πόλη Κολοφώνα, βόρεια της Εφέσσου. Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του αντλούνται από το 35ο βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας (Naturalis Historia) του Πλίνιου του Πρεσβύτερου(23-79 μ.Χ.), σύμφωνα με τον οποίο, βρέθηκε στην ακμή του κατά τη περίοδο της 112ης Ολυμπιάδας (332-329 π.Χ.). Η συνεργασία του με τον Πτολεμαίο Α’ της Αιγύπτου υποδηλώνει πως υπήρξε ενεργός τουλάχιστον μέχρι το 305 π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς.

     Γεννήθηκε περί το 370 π.Χ. ήτανε γιος του Πυθέα κι υπήρξεν αρχικά μαθητής του Εφόρου του Εφέσιου κι αργότερα του Παμφίλου από τη Σικυώνα, αν και σύμφωνα με τον Πλούταρχο διέθετεν ήδη σημαντική φήμη πριν φοιτήσει στη Σικυώνεια Σχολή. Εκεί ανέλαβε μαζί με τον Μελάνθιο μία σημαντική παραγγελία για τoν τύραννο Αρίστρατο. Στη Σικυώνα τονε βρήκε ο Μ. Αλέξανδρος και μαζί με το Λύσιππο τους πήρε στη μακεδονική βασιλική αυλή. Σημειώνεται ότι ο Απελλής τον ακολούθησε στην εκστρατεία του στην Ασία μέχρι την Έφεσσο. Εργάστηκε ως ζωγράφος στο περιβάλλον του Φιλίππου Β’ και του Μ. Αλεξάνδρου, φιλοτεχνώντας αρκετές προσωπογραφίες τους. Όπως αναφέρει ο Πλίνιος, ο Μ. Αλέξανδρος εκτιμούσε ιδιαίτερα τις ικανότητες του, τόσον ώστε να ‘ναι ο μοναδικός ζωγράφος που επιτρεπόταν να φιλοτεχνεί πορτραίτα του. Στη πραγματικότητα, κατείχεν επίσης μεγάλη ευγένεια ηθών, που τον έκανε πιο ευχάριστο και για τον Μ. Αλέξανδρο, ο οποίος  τ επισκεπτότανε συχνά στο στούντιό του -γιατί ο Αλέξανδρος είχεν ήδη δημοσιεύσει διάταγμα που απαγόρευε σε κάθε άλλο καλλιτέχνη να ζωγραφίσει το πορτραίτο του-, αλλά εκεί μιλούσε πολύ για ζωγραφική χωρίς καμία πραγματική γνώση της κι ο Απελλής τονε συμβούλευεν ευγενικά να ρίξει τους τόνους για το θέμα, λέγοντας ότι τα αγόρια που ασχολούνται με την άλεση των χρωμάτων εκεί γελούσανε μαζί του! Τόση δύναμη ασκούσε πάνω σ’ ένα τέτοιο  βασιλιά, που κατά τ’ άλλα ήταν οξύθυμος.
     Παρά το γεγονός πως δε διασώζεται κανέν έργο του, αρκετές πληροφορίες για παραγγελίες που ανέλαβε στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του και πίνακες που φιλοτέχνησε, αντλούνται από ιστορικές πηγές. Η Αναδυόμενη Αφροδίτη συγκαταλέγεται στις κορυφαίες δημιουργίες του, για την οποία πιθανώς χρησιμοποίησε ως μοντέλο την παλλακίδα του Μ. Αλεξάνδρου, Πανκάσπη (γνωστή κι ως Καμπάσπη) ή την ερωμένη του ΠραξιτέληΦρύνη. Ο Στράβων γράφει ότι ο Απελλής εμπνεύσθηκε το θέμα του πίνακα όταν είδε την περίφημη εταίρα Φρύνη να λούζεται στην Ελευσίνα. Ο πίνακας αφιερώθηκε στο Ναό του Ασκληπιού στη Κω. Το έργο μεταφέρθηκε στη Ρώμη όπου αφιερώθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο στο ναό του Ιούλιου Καίσαρα, ωστόσο αργότερα καταστράφηκε, ενώ κατά τη περίοδο της αυτοκρατορίας του Νέρωνα ο Δωρόθεος φιλοτέχνησε έν αντίγραφό του. Ο Απελλής είχε ξεκινήσει να φιλοτεχνεί μία 2η εκδοχή του ίδιου θέματος, ωστόσο έμεινε ημιτελής εξαιτίας του θανάτου του.

     Ότσν ήτανε στη μακεδονική αυλή ζωγράφισε την ερωμένη του Αλεξάνδρου, Καμπάσπη την οποία όμως ερωτεύτηκε. Η Καμπάσπη ή Πανκάστη στην Αττική διάλεκτο, εμφανίζεται σε 5 κύριες πηγές για τη ζωή του Αλεξάνδρου. Τα του θρύλου της ανάγονται πίσω στους Ρωμαίους συγγραφείς, στους Πλίνιο (Φυσική Ιστορία), Λουκιανό κι Αιλιανό. Αναφέρουνε πως η Καμπάσπη ήταν επιφανής πολίτης της Λάρισας στη Θεσσαλία. ( Γιατί επίσης  έχουμε και τη Μικρασιατική Λάρισα στη περιοχή της Τρωάδος, αλλά τ’ όνομα μάλλον σιγουρεύει τη θεσσαλική της καταγωγή). Ο δε Αιλιανός αναφέρει πως απ’ αυτή ξεκίνησε για το νεαρό Αλέξανδρο, η μύηση στον έρωτα. Ο πίνακας λοιπόν που έφτιαξε, εντυπωσίασε τόσο τον Αλέξανδρο ώστε αργότερα του τη παραχώρησε. Η ιστορία όπως μας τη διηγείται ο Πλίνιος, συνοπτικά:

Καμπάσπη ή Πανκάστη στην Αττική διάλεκτο, ήταν ερωμένη του Μ. Αλεξάνδρου και μία εξέχουσα πολίτης της Λάρισας. Ήτανε ζωγραφισμένη ως πρότυπο από τον Απελλή, που ‘χε φήμη στην Αρχαιότητα ως ο μεγαλύτερος όλων των ζωγράφων. Βλέποντας την ομορφιά της δοσμένη στο γυμνό πορτραίτο, ο Αλέξανδρος ένιωσε πως ο καλλιτέχνης, όχι μόνο την εκτιμούσε, αλλά και τη λάτρευε πιότερο απ’ ό,τι ο ίδιος κι έτσι κράτησε το πορτραίτο, αλλά έδωσε τη Καμπάσπη στον Απελλή“.

     Ο  βιογράφος του, Robin Lane Fox περιγράφει αυτό το… κληροδότημα ως τη πιο γενναιόδωρη δωρεά οποιουδήποτε προστάτη. Ο Απελλής χρησιμοποιήσεν επίσης τη Καμπάσπη ως πρότυπο για τη 2η εκδοχή της Αναδυομένης Αφροδίτης, κι η εικόνα της περιγράφεται σαν «το στίψιμο στα μαλλιά της κι η πτώση των σταγόνων του νερού είναι που σχηματίζουνε διαφανές ασημένιο πέπλο γύρω από τη μορφή της».

     Παραθέτω την άνω φωτογραφία, αντίγραφο του πίνακα της Αναδυομένης και τη κάτω αντίγραφο της ημιτελούς 2η; προσπάθειάς του, με μοντέλο τη Καμπάσπη. Και πιο κάτω ακόμα η Καμπάσπη σε αντίγραφο γλυπτό κι ακόμα πιο κάτω η Καμπάσπη έτσι ως ενέπνευσε τον Γκόντγουαρντ.

Αναδυομένη Αφροδίτη 2

     Θεωρείται ότι είναι από ένα βωμό, με την Αφροδίτη αναδυόμενη  μες από τη θάλασσα, οι διάφανες πτυχώσεις του υγρού ενδύματος κολλάνε στο σώμα της. Ένας καλλιτεχνικός χαρακτηρισμός των έργων του Απελλή που έγινε πρότυπο στη τέχνη.

Καμπάσπη

     Φημισμένο έργο του είναι επίσης η Η Συκοφαντία (ή Διαβολή), που αντλούμε πληροφορίες από τη πραγματεία τού Λουκιανού Περὶ τοῦ μὴ ῥᾳδίως πιστεύειν διαβολῆ (πως δεν θα πιστεύετε εύκολα τη συκοφαντία). Αφορμή για την ολοκλήρωση του αλληγορικού αυτού έργου υπήρξε, κατά το Λουκιανό, ο φθόνος του Αντίφιλου, ο οποίος διέβαλε τον Απελλή στον Πτολεμαίο Α’, διαρρέοντας μία συκοφαντία περί συμμετοχής του σε δολοπλοκία με στόχο την ανατροπή του βασιλιά. Η ιστορία αναφέρεται στον ζωγράφο Αντίφιλο που ενοχλείτο γιατί ο Μακεδόνας βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Α’ ο Λάγου έδειχνε ιδιαίτερη εκτίμηση στον Απελλή παρά σε αυτόν. Για το λόγο αυτό, τονε συκοφάντησε στο βασιλιά ότι δήθεν συμμετείχε στη συνωμοσία του έπαρχου της Τύρου Θεοδότα εναντίον του. Ο Πτολεμαίος εξοργίστηκε κατά του Απελλή αλλά όταν αργότερα έμαθε την αλήθεια ντράπηκε, δώρισε στον Απελλή 100 τάλαντα και του έδωσε τον Αντίφιλο σα δούλο. 
     Η σύνθεση απεικόνιζε τη Συκοφαντία ως όμορφη γυναικεία μορφή, κρατώντας μία καιόμενη δάδα στο αριστερό της χέρι και πλησιάζοντας έναν άνδρα με υπερμεγέθη αυτιά, περιτριγυρισμένο από την Άγνοια και την Υπόληψη, με οδηγό έναν άνδρα που συμβόλιζε το Φθόνο. Τη Συκοφαντία πλαισίωναν 2 ακόμα γυναικείες μορφές, η Επιβουλή κι η Απάτη, ενώ από πίσω τους ακολουθούσε η δακρυσμένη Μετάνοια που ανέμενε την έλευση της Αλήθειας. H περιγραφή του έργου, όπως δίνεται από τον Λουκιανό, ενέπνευσε τον Σάντρο Μποτιτσέλλι (βλ πιο κάτω φωτό) για τη δημιουργία του αλληγορικού πίνακα Η Συκοφαντία του Απελλή (1494/95, Ουφίτσι). Στις πιο γνωστές συνθέσεις του, περιλαμβάνεται επίσης μία προσωπογραφία του μονόφθαλμου βασιλιά Αντίγονου, την οποία φιλοτέχνησε απεικονίζοντας μόνο τα 3/4 τού προσώπου του -κατά τον Πλίνιο υπήρξεν ο 1ος που απεικόνισε με τέτοιο τρόπο μία προσωπογραφία- ώστε να μη διακρίνεται η ιδιαιτερότητά του.

Σάντρο Μποτιτσέλλι: Η Συκοφαντία Του Απελλή

    Ιδού πως  περιγράφει τον πίνακα ο Λουκιανός:

   «Στα δεξιά κάθεται κάποιος άνδρας με πολύ μεγάλα αυτιά, σχεδόν όμοια με αυτά του Μίδα, προτείνοντας το χέρι στη Συκοφαντία ενώ ακόμα στέκεται μακριά της. Γύρω του στέκονται δύο γυναίκες, η Άγνοια, νομίζω κι η Δοξασία. Από την άλλη μεριά πλησιάζει η Συκοφαντία, γυναίκα υπερβολικά όμορφη, γεμάτη θέρμη κι ερεθισμό, σαν να δείχνει τη λύσσα και την οργή, κρατώντας στο αριστερό χέρι αναμμένη δάδα και με το άλλο χέρι σέρνοντας από τα μαλλιά ένα νεαρό που τεντώνει τα χέρια στον ουρανό και καλεί για μάρτυρες τους θεούς. Προηγείται άνδρας κάτωχρος κι άσχημος, με διαπεραστική ματιά, που μοιάζει να έχει γίνει σκελετός από μακρόχρονη ασθένεια. Θα μπορούσε κάποιος να νομίσει ότι αυτός είναι ο Φθόνος (ζήλεια). Επιπρόσθετα, τη Συκοφαντία ακολουθούν κι άλλες δύο γυναίκες που την ενθαρρύνουν τη ντύνουν και τη στολίζουν. Η μία είναι η Επιβουλή κι η άλλη η Απάτη. Μετά ακολουθούσε κάποια γυναίκα με εμφάνιση εντελώς πένθιμη, ντυμένη στα μαύρα αληθινά ράκος. Αυτή λεγόταν, νομίζω, Μετάνοια. Αυτή, λοιπόν, στρεφόταν προς τα πίσω με δάκρυα και γεμάτη ντροπή έριχνε λοξές ματιές στην Αλήθεια που πλησίαζε».

     Άλλο σπουδαίο έργο του είναι: Ο Αλέξανδρος Κεραυνοφόρος στο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσσο για τον οποίο αμείφθηκε με το υπέρογκο ποσό των 20 χρυσών ταλάντων (Πλίνιος, βιβλίο 35, παρ. 92). Ο Πλούταρχος στο Περί Αλεξάνδρου Τύχης ή Αρετής, λέγει πως “εκ των Αλεξάνδρων ο μεν του Φιλίππου υπήρξεν ανίκητος, ο δε του Απελλού αμίμητος”. Ο ίδιος συγγραφέας λέει, επίσης, για τον ίδιο πίνακα, ότι έδωσε το χρώμα του δέρματος του Αλεξάνδρου φαιότερο, ενώ το πρόσωπο και το στήθος είχανε καταπληκτική ερυθρωπή λευκότητα.
     Έγινε αναφορά παραπάνω για την υπέροχη Φρύνη και πως εμπνεύστηκαν και φιλοτέχνησαν αυτήν, Πραξιτέλης κι Απελλής.Τώρα θα δούμε σε τι χέρια κατέληξαν τα συγκεκριμένα έργα τέχνης και ποια ήταν η τύχη τους. Η ολόγυμνη Αφροδίτη (με μοντέλο τη πανέμορφη Φρύνη), κατασκευασμένη από υπέροχο μάρμαρο της Πάρου, τοποθετήθηκε στον ναό της Αφροδίτης της Κνίδου, στη μέση ενός ιερού άλσους κι οι Κνίδιοι το αγάπησανε τόσον ώστε κόψαν νομίσματα με την όψη του και χάραξαν αναρίθμητους σφραγιδόλιθους. Κι όταν κάποτε καταχρεώθηκαν από υπέρογκο δημόσιο χρέος και προσφέρθηκε ο βασιλέας Νικομήδης της Βιθυνίας να το εξοφλήσει, με αντάλλαγμα το περίφημο άγαλμα, οι Κνίδιοι αρνήθηκαν και προτίμησαν να δουλέψουν για χρόνια, σκληρά, παρά να στερηθούνε την Αφροδίτη τους!!! Χάρη στην αφοσίωση των Κνιδίων, το άγαλμα έμεινε στη θέση του μέχρι τις αρχές του 5ου μ. Χ. αι., οπότε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος, το πήρε στη Πόλη.
     Συγκριτικά η Αναδυόμενη Αφροδίτη του Απελλή είχε καλύτερη τύχη. Αρχικά την αγόρασαν οι Κώοι και τη τοποθέτησαν στο περίφημο Ασκληπιείο του νησιού τους. 4 σχεδόν αιώνες αργότερα, οι καταχρεωμένοι Κώες, πληρώσανε τους οφειλόμενους φόρους στο δημόσιο ταμείο της Ρώμης με τον πίνακα του Απελλή. Τη χάρη τους την έκανε ο ίδιος ο Αύγουστος, που σαν όλους τους Ρωμαίους, είχεν ιδιαίτερην αδυναμία στα ελληνικά αριστουργήματα και τοποθέτησε τον πίνακα στον ναό του «θεού» Ιουλίου Καίσαρα. Δυστυχώς τα έργα της ζωγραφικής δεν έχουνε τη μακροβιότητα των έργων της γλυπτικής. Μέσα σε 400 έτη τα χρώματα είχαν αρχίσει να αλλοιώνονται. Ο Αύγουστος κάλεσε ζωγράφους Έλληνες φυσικά, να τον επιδιορθώσουν αλλά κανείς δεν τόλμησε να βάλει τα πινέλα του εκεί όπου άγγιξαν οι χρωστήρες του Απελλή. Μερικές 10ετίες αργότερα, ο φιλότεχνος φιλέλλην αλλά και παλαβούτσικος Νέρων, λιγότερο βάρβαρος από τον Αύγουστο κι απροσδοκήτως, κατάλαβε το ηθικό δίλημμα των ζωγράφων. Σεβάστηκε τον πίνακα και σκέφτηκε κάτι καλλίτερο από τη συντήρηση. Ζήτησε από τον ζωγράφο Δωρόθεο να τον αντιγράψει. Ο Δωρόθεος εκτέλεσε τη παραγγελία φιλότιμα. Το πρωτότυπο καταστράφηκε αλλά το αντίγραφο του σώθηκε στη Ρώμη. Αργότερα κατά τον σκοτεινό μεσαίωνα, ο πίνακας παρέμεινε στο Βατικανό και κάποιος άλλος ζωγράφος αντέγραψε το αντίγραφο του Δωρόθεου, ενώ κατά την Αναγέννηση κι ιδιαίτερα στην εποχή της λεγόμενης Αντιμεταρρύθμισης, η εξαίρετη σύνθεση του Απελλή, έστω και σε αντίγραφο, ενέπνευσε τη πασίγνωστη σήμερα Αναδυόμενη Αφροδίτη του Μποτιτσέλι αλλά κι άλλων ζωγράφων της εποχής που ένιωσαν την ανάγκη να στραφούνε προς την Αρχαία Ελλάδα για ν’ αποτινάξουν από πάνω τους τ’ απάνθρωπα σκοτάδια του δεσπόζοντος Μεσαίωνα.
     Σχετικά με τις ικανότητές του στη ζωγραφική, ο Πλίνιος υποστήριξε πως ο Απελλής υπήρξεν ανώτερος από τους ζωγράφους που διαδέχτηκε κι από κείνους που υπήρξανε συνεχιστές του. Ανέφερε χαρακτηριστικά πως οι προσωπογραφίες του ήτανε τόσον αληθοφανείς, ώστε ένας μετωποσκόπος μπορούσε να προβλέψει την ηλικία του εικονιζόμενου προσώπου, καθώς και να πραγματοποιήσει προβλέψεις για το μέλλον του. Κατά τον Κοϊντιλιανό, διακρίθηκε στην «ευφυΐα και τη χάρη», ενώ οι περισσότερες ιστορικές πηγές σχολιάζουνε τη τεχνική του αναφερόμενες στη κομψότητα και στην οικονομία των έργων του, επισημαίνοντας την ικανότητά του να εγκαταλείπει έναν πίνακα τη κατάλληλη χρονική στιγμή, χωρίς να υπερβάλει με τη προσθήκη περιττών λεπτομερειών (τεράστιο πράγμα αυτό κι απαιτεί τελικά μεγαλύτερη τέχνη, ίσως). Οι εφευρέσεις του στη τέχνη της ζωγραφικής ήτανε χρήσιμες για όλους τους άλλους ζωγράφους και πολύ μετέπειτα από την εποχή του, αλλά υπήρχε ένα στοιχείο που κανείς δεν ήταν σε θέση να μιμηθεί  Όταν τελείωνε τα έργα του συνήθιζε να τα καλύπτει από πάνω με ένα μαύρο βερνίκι με τόση  λεπτότητα που ήταν σχεδόν αόρατο και δυσδιάκριτη  η ίδια παρουσία του, ενώ η αντανάκλαση του γεννούσε λάμψη σ’ όλα τα χρώματα και τα προφύλασσε  από τη κόνι και τη βρωμιά, ήταν ορατό το βερνίκι αυτό  μόνο σ’ όποιον το κοίταζε από κοντά, αλλά και λειτουργούσε με  πολύ ακριβή  υπολογισμό του  φώτος, τσι ώστε η λάμψη των χρωμάτων  «δεν θ πρέπει να προσβάλλει το θέαμα» όταν οι άνθρωποι παρατηρούσαν το έργο, ήταν σαν να το κοιτάζανε σαν μέσα από  γυαλί έτσι ώστε το ίδιο το έργο από απόσταση μπορεί να αποδώσει αόρατα τη λαμπρότητα των χρωμάτων τα οποία ήταν πάρα πολύ φωτεινά.
     Συνήθειά  του ήταν, όταν τέλειωνε έργο να το τοποθετεί σε υπαίθρια έκθεση κι άκουγε την άποψη των περαστικών κι ο ίδιος στεκότανε  κρυμμένος πίσω από την εικόνα κι άκουγε τι έχουν να παρατηρήσουν για όποια  σφάλματα, βαθμολογώντας το κοινό ως πιο παρατηρητικός κριτικός από τον ίδιο του τον εαυτό. Λέγεται ότι βρέθηκε σφάλμα από ένα τσαγκάρη, διότι σε κάποιο πίνακα, στα σανδάλια ενός ατόμου είχε φτιάξει τα σημεία  των βρόχων πάρα πολύ μικρά και την επόμενη μέρα ο ίδιος ο τσαγκάρης ως  κριτικ ήτανε τόσο περήφανος για τη διόρθωση από τον καλλιτέχνη, του σφάλματος που υπέδειξε κι  ότι αυ ς βρήκε σφάλμα με το πόδι, αλλά ο Απελλής με αγανάκτηση τονε κοίταξε, βγήκε πίσω απ’ τη διορθωμένη εικόνα και τον επέπληξε, λέγοντας ότι ένας τσαγκάρης στη κριτική του δεν πρέπει να υπερβαίνει το σανδάλι (στο μπόι) -παρατήρηση που έχει επίσης περάσει σα παροιμία κι έχει έρθει σε μας στα λατινικά:

Ne Sutor ultra crepidam!

     Ο Απελλής έγινε διάσημος για τον πλούτο των χρωμάτων του. Χρησιμοποιούσε κυρίως 4 χρώματα (μαύρο, λευκό, κίτρινο και κόκκινο) σχεδιάζοντας με απλές γραμμές. Είχεν ανακαλύψει μεθόδους παρασκευής χρωμάτων από ποικιλία διαφόρων ουσιών που ακόμα και σήμερα μας είναι άγνωστες. Χρησιμοποιούσε ένα τρόπο βαφής που κανείς άλλος δεν μπόρεσε να τον μιμηθεί. Επαινείται δε από όλους η ειλικρίνεια του καλλιτέχνη, ο οποίος έλεγε ότι υπολείπεται του Μελανθίου κατά τη διάταξη, του δε Ασκληπιόδωρου κατά τη συμμετρία και το μέτρο, για το οποίο τον θαύμαζε. Αναφέρεται επίσης ως καινοτόμος στον τομέα της τεχνικής, έχοντας επινοήσει μία ειδική μέθοδο προετοιμασίας, -το attramentum (=υγρό σα βερνίκι, που χρησιμοποιείται για γυάλισμα και σταθεροποίηση επιφανειών και μπορεί να κατασκευαστεί με διάφορες πρώτες ύλες, εν προκειμένω όμως ο Απελλής χρησιμοποιούσε το ελεφαντόδοντο, πράγμα που δεν έχει γίνει ακόμα κατορθωτό ως τις μέρες μας) όπως αποκαλείται από τον Πλίνιο-, της μίξης των ουσιών των χρωμάτων από ελεφαντόδοντο (Πλίνιος, βιβλίο 35, παρ. 25). Η χρήση του βοηθούσε στη διατήρηση και προστασία των έργων, ενώ παράλληλα επιδρούσε πιθανώς και στην άμβλυνση των χρωμάτων.

Για το attramentum που λέγαμε πιο πάνω

     Τα έργα του διαθέτουνε συνδυασμό Δωρικής ακρίβειας με Ιωνική κομψότητα. Κύριο χαρακτηριστικό της τέχνης του ήταν η λεπτότητα των χαρακτηριστικών γραμμών του, η αληθοφάνεια των χρωμάτων του, η άμετρη χάρη, η καλλονή, η εκφραστικότητα των μορφών του κι η αποφυγή κάθε υπερβολής και στο σχέδιο και στα χρώματα. Εκτιμάται ότι πρώτος αυτός ζωγράφισε αλληγορικές εικόνες και προσωποποιήσεις ιδεών όπως η βροντή, η άγνοια, η υπόληψη, ο φθόνος, η διαβολή, η αλήθεια. Ο Πίνδαρος έγραφε πως ο Απελλής «μείλιχα» εργάζεται για τους θνητούς κι αυτό το απέδιδε στη παιδική αριστοκρατική του αγωγή, τη βαθειά μουσική του παιδεία, την έμφυτη ευγένεια και τη χάρη που είναι δώρο των Θεών. Τα έργα του έχουν εμπνεύσει καλλιτέχνες  της ιτ ικής Αναγέννησης που θα τον μιμηθούν όπως  ο Bott elli που πίστευε ότι ήταν μετενσάρκωσή του, στο ίδιο μέτρο, όπως η Αναγέννηση ήταν αναβίωση του αξιών αρχαίου κόσμου. Παρακάτω, παραθέτω μια φωτογραφία ενός πίνακα του Τιέπολο με τίτλο Ο Μ. Αλέξανδρος & Καμπάσπη στο στούντιο του Απελλή σα χαρακτηριστικό παράδειγμα, αλλά δεν ήταν ο μόνος, που ενεπνεύσθη εξ αυτού. Αντίθετα μια αναζήτηση στο διαδίκτυο θα γεμίσει την οθόνη με συναφή ευρήματα.

     Ο Απελλής φαίνεται πως πέθανε το 305 π.Χ. μάλλον στη Κω.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *