Φαγιούμ (πορτραίτα)

Φαγιούμ (αραβالفيوم,  Fayum,  Al Fayyum) είναι η ονομασία πόλης της Αιγύπτου καθώς κι όασης που βρίσκεται κοντά της και λέγεται κι αλλιώς κήπος της Αιγύπτου, για την οργιαστική βλάστησή της. Ήτανε πλούσια κοιλάδα που φάνταζε σαν όαση στη σιωπή της απέραντης ερήμου. Στο κέντρο της κοιλάδας που θυμίζει φυσική λεκάνη βρισκόταν η λίμνη Μοίριδα, που ‘μοιαζε με θάλασσα όταν το θέρος ξεχείλιζε ο Νείλος και τα νερά του πλημμυρίζαν τη περιοχή. Όταν τα νερά αποσύρονταν οι άνθρωποι που κατοικούσανε στα ψηλώτερα σημεία της κοιλάδας, καλλιεργούσανε την εύφορη γη. Οι πόλεις ήτανε κτισμένες στις παρυφές των λόφων που ζώνουν το Φαγιούμ κι εκεί κοντά συνήθιζαν να θάβουν τους νεκρούς τους. Απέχει 85 χλμ ΝΔ του Καΐρου κι αποτελεί τμήμα της αρχαίας Κροκοδειλόπολης. Ήταν από τα κορυφαία θρησκευτικά κέντρα της αρχαίας Αιγύπτου. Η ονομασία Φαγιούμ προέρχεται από το κοπτικό Πα γιούμ (pA y-m), που σημαίνει η θάλασσα κι η αρχαία ονομασία της πόλης, λόγω των εδαφικών χαρακτηριστικών της, ήτανε Σε ρεσι δηλαδή νότια λίμνη και Τα σε που σημαίνει μεγάλη υδάτινη έκταση. Στα βόρεια της πόλης υπάρχουν ερείπια από την ελληνορωμαϊκή νεκρόπολη της Αρσινόης, γνωστή από τον Ηρόδοτο ως Κροκοδείλων Πόλις. Η Αρσινόη ήταν από τα κορυφαία θρησκευτικά κέντρα της αρχαίας Αιγύπτου όπου και λατρευόταν ο θεός Σεμπέκ, το όνομα του οποίου σημαίνει κροκόδειλος.
     Όπως λοιπόν λέει τ’ όνομά της, αυτή η μεγάλη υδάτινη έκταση, απαιτείτο να ελεγχθεί, καθώς κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, η ετήσια πλημμύρα του Νείλου κατέστρεφε μεγάλο μέρος της κοιλάδας. Στα χρόνια της εξουσίας του Φαραώ Αμενεμχάτ Γ’ (1842-1797 π.Χ), χτίστηκε η μεγάλη πυραμίδα του στη Χουάρα και παράλληλα ανοιχτήκανε κανάλια με σκοπό να ελεγχθεί η ροή των νερών για να προστατεύθει η κοιλάδα από τις πλημμύρες, φαίνεται όμως ότι οι προσπάθειες δεν πέτυχανε και το μέρος ξεχάστηκε. Γνώρισεν όμως μεγαλύτερην άνθιση της στα χρόνια της διακυβέρνησης της Ελληνοαιγυπτικής δυναστείας των Πτολεμαίων. Οι Πτολεμαίοι αναλαμβάνουν την εξουσία το 332 π.Χ., όταν ο Μ. Αλέξανδρος, βασιλιάς της Μακεδονίας, προσαρτεί την Αίγυπτο κι εισέρχεται στη χώρα με τιμές αντάξιες απελευθερωτή. Πιο συγκεκριμένα, η μεγάλη ανάπτυξη ήρθε κατά τη διακυβέρνηση του Πτολεμαίου Β’ του Φιλάδελφου (285-246 π.Χ.), όπου κι έδωσε στη περιοχή το όνομα της αδελφής και συζύγου του, Αρσινόης, ύστερα από το θάνατο της οποίας η περιοχή μετονομάστηκε σε Φιλαδέλφεια. Ο πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε σημαντικά και μεγάλο μέρος του συνέχισε να απαρτίζεται από Έλληνες πολίτες. Η Ελληνοαιγυπτιακή κοινότητα που δημιουργήθηκε λόγω των επιγαμιών, είχε σαν αποτέλεσμα τη μεγάλη αλληλεπίδραση των 2 αυτών πολιτισμών. Μια ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα συνύπαρξη και πρόσμειξη που περιλάμβανε: Ελληνες, Αιγύπτιους, Σύριους, Κόπτες, Νούβιους κι Εβραίους και στην οποία 3 αιώνες αργότερα θα προστεθούνε στοιχεία του ρωμαϊκού πολιτισμού, ως αποτέλεσμα της κατάκτησης της χώρας από τους Ρωμαίους και την υποταγή στον Οκταβιανό Αύγουστο.
     Ήταν μια πολυεθνική κοινωνία, δεκτική στα διαφορετικά ήθη που προέρχονταν από άλλους τόπους κι άλλες φυλές. Οι πλούσιες τάξεις των γαιοκτημόνων και των εμπόρων ζούσανε στις παρυφές της λεκάνης του Φαγιούμ κι οι Αιγύπτιοι ασχολούνταν με τη καλλιέργεια της γης. Οπως και στην υπόλοιπη Αίγυπτο, αυτά τα χρόνια οι άνθρωποι μιλούσαν ελληνικά. Εξακολουθούσαν όμως να λατρεύουνε τους αιγυπτίους θεούς και να διατηρούνε τα παλιά θρησκευτικά έθιμα. Το Φαγιούμ γνώρισε σε αυτή τη περίοδο μεγάλη άνθηση, που συνεχίστηκε και στους πρώτους τρεις αιώνες της Ρωμαιοκρατίας. Τελικά οι φόροι που επέβαλλαν οι Ρωμαίοι πλήξανε κατά κύριο λόγο τους πλούσιους γαιοκτήμονες, που σιγά-σιγά εγκαταλείψανε τη περιοχή, που στη συνέχεια σκεπάστηκε από την άμμο που οι άνεμοι φέρναν απ’ την έρημο. Έτσι η κοιλάδα του Φαγιούμ ξεχάστηκε για μιαν ακόμη φορά και μαζί οι κάτοικοί της, τα έργα τους κι οι συνήθειές τους.
     Στη λεκάνη του Φαγιούμ λοιπόν, εγκαταστάθηκαν έλληνες μισθοφόροι που είχαν πολεμήσει στο στρατό του Μ. Αλεξάνδρου και των 1ων Πτολεμαίων βασιλέων. Εκεί τους αποδόθηκε γη για αγροτική χρήση μετά την αποξήρανση της τοπικής λίμνης Μοίριδος κι οι επήλυδες παντρεύτηκαν με αυτόχθονες Αιγύπτιες υιοθετώντας τις αιγυπτιακές πεποιθήσεις για τη μετά θάνατον ζωή και τα αντίστοιχα ταφικά έθιμα που περιλάμβαναν τη μουμιοποίηση. Η λεκάνη του Φαγιούμ μετετράπη σε μια περιοχή εύφορη, γεμάτη κήπους, περιβόλια και αμπελώνες. Στα μεγάλα αγροκτήματα της περιοχής ήρθαν να εργαστούν Αιγύπτιοι από διάφορες περιοχές της χώρας, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα συνονθύλευμα πληθυσμιακό, από το οποίο περίπου το 30% ήταν Έλληνες ή ορθότερα οι απόγονοι των πρώτων ελληνόφωνων αποίκων.
     Αυτή η πολυπολιτισμική κοινωνία όπου υπήρχαν διαφορετικά ήθη, έθιμα και παραδόσεις, διατήρησε τα πάντα, καθώς τα φύλαξαν οι εκφραστές κάθε πολιτισμού. Οι τελευταίοι κατάφεραν με έναν υπέροχο τρόπο να τα ενοποιήσουν φέρνοντας στο φως μια σημαντική πολιτισμική κληρονομιά. Φιλοτεχνήθηκε πληθώρα έργων μεγάλης καλλιτεχνικής αλλά κι ιστορικής αξίας, μέσα από τα οποία μαρτυρούνται σημαντικές λεπτομέρειες για τη ζωή του τότε. Σε αντίθεση λοιπόν με τους Ρωμαίους, που είχαν έθιμο τη καύση των νεκρών, οι Αιγύπτιοι συνέχισαν να θάβουν τους νεκρούς τους.
     Οι άνθρωποι αυτοί, που συνιστούσαν τη τοπική αριστοκρατία, είχαν την οικονομική δυνατότητα να παραγγέλνουν πορτραίτα στους ζωγράφους και να πληρώνουν για την ακριβή μουμιοποίησή τους. Μάλιστα, παρά το γεγονός ότι μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση της Αιγύπτου οι Ρωμαίοι τους αντιμετώπισαν ως Αιγύπτιους, φαίνεται ότι οι ίδιοι εξακολούθησαν να θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες και ως Έλληνες παρουσιάζονταν στις ρωμαϊκές αρχές που τους παραχώρησαν αρκετά αυτοδιοικητικά προνόμια και μειώσεις φόρων. Η επιλογή τους να απεικονίζονται με έναν ελληνικό ζωγραφικό τρόπο συνδέεται προφανώς με την επιθυμία τους να μην χάσουν την ταυτότητά τους. Αυτοί οι άνθρωποι εικονίζονται στις προσωπογραφίες που θαυμάζουμε σήμερα, οι οποίες χρονολογούνται από τα μέσα του 1ου αι. μ.Χ ως τον 3ο αι. μ.Χ. Πιθανότερη εκκίνηση το 14 π.Χ. την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας στην Αίγυπτο και πρόκειται για καταξοχήν ντοκουμέντα της ελληνορωμαϊκής ζωγραφικής που έχουνε φιλοτεχνηθεί πάνω σε καβαλέτο.
     Σήμερα η Φαγιούμ υπολογίζεται πως έχει περίπου 350.000 κατοίκους κι έχει κεντρική μεγάλη εβδομαδιαία λαϊκή αγορά, πολλά παζάρια, τεμένη και λουτρά. Τη διασχίζει το κανάλι Μπαχρ Γιούσεφ, ενώ πάνω από το ποτάμι είναι χτισμένες 2 γέφυρες. Πορτραίτα Φαγιούμ: εννοείται το σώμα των προσωπογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1ο ως τον 3ο αι. μ.Χ. από συνεχιστές της ύστερης ελληνιστικής παράδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής και διασώθηκαν ως τη σημερινή εποχή. Βρεθήκανε σ’ ανασκαφές στην όαση Φαγιούμ έξω από το Κάιρο, ενσωματωμένα σε αιγυπτιακές μούμιες, με ρωμαϊκά χτενίσματα, ρούχα και κοσμήματα και με ελληνική τεχνοτροπία. Για αρκετά χρόνια τα μουσεία τα παρουσίαζαν σαν ξεχωριστή κατηγορία. Κι όμως, είναι μοναδικά, εναπομείναντα δείγματα από την τέχνη της Ελληνιστικής περιόδου της Αιγύπτου. Τ’ ανακάλυψε κι ανέφερε 1ος ο Ιταλός περιηγητής Πιέτρο ντελα Βάλλε (Pietro Della Valle) το 1615. Αυτά τα νεκρικά πορτραίτα, προορισμένα για ταφική χρήση, πήρανε τ’ όνομά τους από την όαση Φαγιούμ, επειδή εκεί ανακαλύφθηκαν τυχαία τα 1α δείγματά τους.
     Αργότερα πολυάριθμα πορτραίτα βρέθηκαν και σε κοντινές νεκροπόλεις με σημαντικότερη εκείνη της Χουάρα αλλά και τη Σακάρα, τη Φιλαδέλφεια κ.α. Δεν είναι γνωστό αν είχαν αποκλειστικά ταφικό προορισμό ή γίνονταν στη διάρκεια ζωής των εικονιζόμενων κι ίσως στόλιζαν ως έργα τέχνης τα σπίτια τους. Οπωσδήποτε το ζωηρό βλέμμα κι οι εκφράσεις των προσώπων προκρίνουν τη 2η άποψη. Το ζήτημα όμως είναι πολύπλοκο. Δεν εξηγούνται έτσι ικανοποιητικά τα παιδικά πορτραίτα. Δεν εξηγείται επίσης το γεγονός ότι κατά κανόνα οι ακτινογραφίες σε μούμιες δείχνουν ότι η ηλικία του εικονιζόμενου συμφωνεί με την ηλικία θανάτου.

     Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που διεξήχθησαν από γαλλικες κι αγγλικές αποστολές στις αρχές του 19ου αι. φέρανε στην επιφάνεια περισσότερες προσωπογραφίες, χωρίς ωστόσο να κεντριστεί το ενδιαφέρον των ειδημόνων της τέχνης. Το 1887, κάτοικοι της περιοχής κοντά στο Ελ-Ρουμπαγιάτ ανακάλυψαν κι ανέσκαψαν μουμιοποιημένα σώματα με προσωπογραφίες στη θέση της κεφαλής. Τα συγκεκριμένα έργα αγόρασε ο Τεοντόρ Γκραφ (1840-1903), Αυστριακός επιχειρηματίας και τα παρουσίασε σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις και στη Ν. Υόρκη. Μεγάλο μέρος του συνόλου ωστόσο, ήλθε στην επιφάνεια χάρη στον Άγγλο αρχαιολόγο ΣερΓουΐλιαμ Φλίντερς Πέτρι (Sir William Flinders Petrie), που το Γενάρη του 1900, αναζητώντας την είσοδο της πυραμίδας Χαουάρα στην όαση Φαγιούμ της Αιγύπτου, εντόπισε την ελληνορωμαϊκή νεκρόπολη της Αρσινόης, γνωστή από τον Ηρόδοτο ως Κροκοδείλων πόλις, κέντρο λατρείας του θεού Σεμπέκ. Άριστα διατηρημένα εξαιτίας του ξηρού κλίματος της αιγυπτιακής ερήμου, τα πορτραίτα Φαγιούμ είναι ζωγραφισμένα είτε με την εγκαυστική ή με τη τεχνική της τέμπερας. Οι τεχνικές αυτές προέρχονται από την αρχαιοελληνική ζωγραφική παράδοση, που συνεχίστηκε στις 1ες χριστιανικές εγκαυστικές εικόνες που φυλάσσονται σήμερα στη μονή της Αγίας Αικατερίνης, Σινά. Η εγκαυστική χαρακτηρίζεται από το λιωμένο κερί που, με τη βοήθεια του καυτηρίου, του πινέλου ή του κέστρου, απλωνόταν πάνω στο ξύλο ή το πανί που έπρεπε να ζωγραφιστεί. Το κερί απλωνόταν ομοιόμορφα στη ζωγραφική επιφάνεια και πάνω του ο καλλιτέχνης εκτελούσε τη παράσταση που επιθυμούσε. Στο έργο σε αρκετές περιπτώσεις και ανάλογα με την οικονομική επιφάνεια του νεκρού χρησιμοποιούνταν φύλλα χρυσού, με τα οποία αποδίδονταν διακοσμητικοί στέφανοι και κοσμήματα.

     Τα πορτραίτα ζωγραφίζονται είτε απευθείας πάνω στο νεκρικό σεντόνι είτε πάνω σε λεπτά ξύλινα φύλλα, αρχικά 4πλευρα, που αργότερα κόβονταν να προσαρμοστούν και να τοποθετηθούν στις μούμιες των νεκρών στο πρόσωπο. Στη 2η, έχει χρησιμοποιηθεί ξύλο από κέδρο, έλατο, πεύκο, συκομουριά, φλαμουριά και κυπαρίσσι. Οι προσωπογραφίες εκτελούνται ακολουθώντας κατά βάση 2 τεχνικές, τη τέμπερα (δηλαδή με υδατοδιαλυτά χρώματα και ζωική κόλλα) και την εγκαυστική (δηλαδή με κερί ζεστό ή κρύο και κάποιου είδους ρητίνη, όπως η μαστίχα Χίου). Η σπουδαία μελετήτρια των πορτραίτων Φαγιούμ, Ευφροσύνη Δοξιάδη, που επιχείρησε πειραματικά να προσεγγίσει την αρχαία εγκαυστική τεχνική, γράφει χαρακτηριστικά πως η ποικιλία στις λεπτομέρειες της ζωγραφικής τεχνικής αυτών των έργων είναι εντυπωσιακά μεγάλη και συνδέεται συχνά με προσωπικές επιλογές των ζωγράφων που φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται τις αρετές των διαφόρων τεχνικών μέσων προκειμένου να αποδώσουνε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Στις 2 πάνω φωτογραφίες, δείγματα του σκηνώματος με το ενσωματωμένο πορτραίτο και κάτω, μια θαυμάσια ξύλινη κορνίζα της εποχής!

Δείτε εδώ μιαν αρχαία ξύλινη κορνίζα!

     Οι καλλιτέχνες δούλευαν τις προσωπογραφίες εκ του φυσικού με βάση το ζωντανό πρόσωπο. Τα ρούχα των γυναικών είναι συνήθως πολύχρωμα. Τα κυρίαρχα χρώματα είναι το μοβ, το ροζ και το κυκλαμινί. Τα μαλλιά είναι πάντα μαζεμένα στο πάνω μέρος του κεφαλιού, ενώ μικρές μπούκλες πλαισιώνουν το μέτωπο και τους κροτάφους. Οι άνδρες φοράνε συνήθως λευκό χιτώνα με 2 φαρδιές χρωματιστές ρίγες. Αντίθετα, η ένδυσή τους με χρωματιστό χιτώνα υποδηλώνει στρατιωτική ιδιότητα ή δημόσιο αξίωμα. Τα μαλλιά είναι κοντά με μπούκλες. Οι ώριμοι άνδρες έχουνε γένεια, ενώ οι νεαρότεροι εικονίζονται αγένειοι. Οι άνδρες ιερείς διακρίνονται απ’ τους υπόλοιπους απ’ το γεγονός ότι φέρουνε στα μαλλιά τους άστρο με 7 ακτίνες, που ήτανε το έμβλημα του ήλιου. Για την απόδοση της ανθρώπινης σάρκας, χρησιμοποιούσανε λευκό, κίτρινη ώχρα, κόκκινο και μαύρο, τα λεγόμενα και γαιώδη ή φυτικά χρώματα. Αρχικά άπλωναν ένα απαλό χρώμα, πάνω στο οποίο προσέθεταν ορισμένα λευκά σημεία «αυγές» και ροζ ανταύγειες. Όταν το πορτραίτο τελείωνε, προσθέτανε διάφορα χρυσά διακοσμητικά στοιχεία στα μαλλιά και στα ρούχα, ενώ πολλά από τα στεφάνια δεν είναι ζωγραφισμένα, αλλά προσθήκες από φύλλα χρυσού. Σημειωτέον ότι σε λίγες μούμιες αποδίδεται ζωγραφικά ολόσωμος ο νεκρός.

«Στάσου για λίγο, περαστικέ, και μάθε ποιος ήμουν.
  Είμαι ο Κροκόδειλος, αγαπημένος γιος του Βησαρίωνα.
  Έζησα είκοσι δύο χρόνια μόνο.
  Το σώμα μου είναι θαμμένο κάτω απο σωρούς άμμου,
  αλλά η ψυχή μου έχει πετάξει στον αέρα,
στη χώρα της Λήθης.
  Όλοι οι θνητοί θα κατοικήσουν κάποτε στον Άδη.
  Αυτή η σκέψη παρηγορεί τις σκιές των πεθαμένων
».
   (Επιτύμβιο επίγραμμα του Κροκόδειλου 3ος μ.Χ. αι., βρέθηκε στη Σακάρα).

     Η εγκαυστική* εμφανίζεται πιο γνωστή για τη ρεαλιστική απεικόνιση. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι η χρήση του κεριού κι αν σκεφτεί κανείς πως λόγω της ιδιαιτερότητας του υλικού, που ‘πρεπε να ‘ναι θερμό στην επεξεργασία κι η διαδικασία έπρεπε να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα αλλά και με ακρίβεια, μπορεί εύκολα να εικάσει πόσο επιδέξιος θα έπρεπε να είναι ο ζωγράφος. Όπως αναφέρει κι ο Σενέκας, Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας, δραματουργός και στωικός φιλόσοφος:

   “Ο ζωγράφος, με μεγάλη ταχύτητα, διαλέγει από τα χρώματα που έχει τοποθετήσει μπροστά του άφθονα, σε μεγάλη ποσότητα και ποικιλία, με σκοπό να αποδώσει πιστά τη φυσικότητα μιας σκηνής˙ απομακρύνει και πλησιάζει τα μάτια του και το σώμα του, κινούμενος ανάμεσα στα κεριά και το έργο“. Επιστολή 121.5

     Όσον αφορά στη τέμπερα, αξίζει να πω πως στην ανάμιξη των χρωμάτων χρησιμοποιούνταν και διάφορα συνδετικά υλικά, όπως ζωικές κόλλες, αραβική γόμμα, ρητίνες όπως μαστίχα Χίου κι ασπράδι ή κρόκος αυγού. Τα πορτραίτα είχανε διαστάσεις περίπου 35χ18cm και το ξύλο που χρησιμοποιούνταν ήτανε συνήθως κέδρος, βελανιδιά, πλάτανος αλλά κι άλλα είδη όχι πάντα προερχόμενα από την Αίγυπτο. Επιπλέον βασικό χαρακτηριστικό ήταν πώς το ξύλο έπρεπε να αποκτήσει ένα κάπως κυρτό σχήμα ώστε να εφάπτεται στη μούμια. Το μέγεθος της προσωπογραφίας συνήθως ήτανε σ’ απόλυτη αρμονία με τη μούμια, έχει παρατηρηθεί πως τα νεκρικά πορτρέτα συνήθως ήτανε σε φυσικό μέγεθος καθώς ο ζωγράφος όταν δούλευε με ζωντανό μοντέλο, ζωγράφιζε από κάποια απόσταση με αποτέλεσμα να είναι λίγο μικρότερο το πρόσωπο αντίθετα από τη πλευρά του θεατή που η απόσταση που παρατηρεί το έργο, του δίνει ψευδαίσθηση του φυσικού μεγέθους.
     Τα πορτραίτα Φαγιούμ κρύβουν μέσα τους ιστορία αιώνων, πρόκειται για ένα είδος ζωγραφικής που γοήτευσε τους ειδήμονες της τέχνης λόγω της ιδιαιτερότητας και της μοναδικότητας του. Ένα μείγμα πολιτισμών διαφαίνεται με τη 1η ματιά κι εξάπτει την περιέργεια, πρόκειται για ευρήματα που ακόμη κι οι αρχαιολόγοι δυσκολεύονταν να κατατάξουνε σε μια κατηγορία, τα μουσεία αμφιταλαντεύονταν για την ένταξή τους στην αιγυπτιακή ή άλλη συλλογή και συνήθως επιλέγαν να τα εκθέτουν σα ξεχωριστό κομμάτι ιστορίας. Πρόκειται, ουσιαστικά για νεκρικά πορτραίτα, προορισμένα για ταφική χρήση κι αποτελούν μοναδικά δείγματα της ελληνιστικής καθώς και ρωμαϊκής περιόδου της Αιγύπτου. Σε μια χώρα όπου η παράδοση από τον 1ο αι. μ.Χ. ήθελε οι νεκροί να ταριχεύονται και στο ύψος του προσώπου να υπάρχουνε τρισδιάστατες νεκρικές μάσκες, τώρα προστίθενται προσωπογραφίες ζωγραφισμένες σε ξύλο ή λινό σάβανο, φιλοτεχνημένες από ζωγράφους συνεχιστές της αλεξανδρινής σχολής.
     Χαρακτηριστικά σε όλες τις προσωπογραφίες ανδρών και γυναικών, είναι τα μεγάλα μαύρα εκφραστικά μάτια, τα οποία έχουν μικρά βλέφαρα και καμπυλόγραμμα φρύδια που ενώνονται πάνω από την ίσια μύτη. Πρόκειται για ρεαλιστικά πορτραίτα που έχουν αποδοθεί με ιμπρεσιονιστική αντίληψη. Οι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν αυτό που βλέπανε και το απέδιδαν νατουραλιστικά. Οι μορφές αποδίδονται σχεδόν πάντα μετωπικά ή σε στάση 3/4ων μ’ ελαφρά στροφή προς αριστερά ή δεξιά και διακατέχονται από αυστηρότητα, ηρεμία, ιερατικότητα και πνευματικότητα. Με αυτή την έννοια τα εν λόγω εξπρεσιονιστικά πορτραίτα αποτελέσανε πρότυπο για τις μετέπειτα βυζαντινές αγιογραφίες. Αυτές υιοθετήσανε στοιχεία τόσο τεχνικής, όσο κι απόδοσης και χαρακτηριστικών των μορφών του Φαγιούμ, σε μια προσπάθεια να εκφράσουνε τον εσωτερικό κόσμο των εικονιζόμενων και να δώσουν έμφαση σε πνευματικά στοιχεία. Με τα χείλη σφραγισμένα, όλη η δύναμη της ζωής που έφυγε είναι συγκεντρωμένη στο βλέμμα, ένα βλέμμα που μαγεύει το θεατή.

     Ο Αντρέ Μαλρό έγραψε ότι στο βλέμμα των προσώπων του Φαγιούμ, μοιάζει να καίει καντήλι αιώνιας ζωής κι ο Θανάσης Τριαρίδης αναφέρει:

   “Στα Φαγιούμ το βλέμμα είναι σώμα. Τίποτε άλλο δεν θα μπορούσε (: δεν θα γινόταν) να κρατά την εικόνα σε τούτη την άκρη του γκρεμού, σε κείνο το σημείο που πια ο γκρεμός έχει αρχίσει. Αλλιώς: οι Φαγιούμ πέθαναν κι όμως βλέπουν. Δεν θα ξαναπώ εγώ, γιατί; Γιατί πριν από τον θάνατό μας σταθήκαμε ο ένας με τον άλλον απέναντι. Γιατί πια κοιταχτήκαμε…”

     Τα πορτραίτα, εκτός των άλλων, είναι πηγές πληροφοριών για την ενδυμασία αλλά και για τα κοσμήματα των γυναικών της εποχής και της περιοχής. Χαρακτηριστικές χρυσές αλυσίδες στο λαιμό με ή χωρίς πολύτιμους λίθους, σκουλαρίκια αλλά και διαδήματα στολίζουν τις φιγούρες των απεικονιζόμενων γυναικών. Η ενδυμασία, η κόμμωση κι άλλα στοιχεία, αν συγκριθούν με προτομές της εποχής, μας επιτρέπουνε γρήγορη χρονολόγηση. Η πλειοψηφία των απεικονίζει νέους ανθρώπους και παιδιά κι αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι ο μέσος όρος ζωής δε ξεπερνούσε τα 35 χρόνια καθώς και στο ότι η παιδική θνησιμότητα ήταν αρκετά μεγάλη. Παρατηρώντας ένα πορτραίτο αυτό που θα προσέξει κανείς είναι η στάση του προσώπου σε 3/4, χαρακτηριστικό της ελληνιστικής τέχνης, επιπλέον θα δούμε τα χείλη του απεικονιζόμενου πάντα σφραγισμένα καθώς και περίτεχνα κοσμήματα φιλοτεχνημένα από φύλλα χρυσού. Πολλά πορτραίτα έχουν έκδηλα ρωμαϊκά χαρακτηριστικά που μαρτυράνε το συρμό της εποχής κι αυτό που ολοκληρώνει την εικόνα του πορτρέτου και σίγουρα μαγεύει τον παρατηρητή είναι τα μεγάλα κι έντονα αιγυπτιακά μάτια που μαγνητίζουνε το βλέμμα με την εκφραστικότητα και το βάθος τους. Ένα βλέμμα που έγινε πηγή έμπνευσης για μετέπειτα μεγάλους έλληνες ζωγράφους όπως οι: ΤσαρούχηςΕγγονόπουλος, Μόραλης, ΠικιώνηςΚόντογλουΧατζηκυριάκος -ΓκίκαςΝικολάουΜαυροειδής και Παππάς. Διακρίνονται δε από ιδιαίτερο νατουραλισμό, προσπάθεια αποτύπωσης πραγματικότητας μ’ εντυπωσιακό τρόπο. Το είδος αυτό της ζωγραφικής, ξεκίνησε από τον Απελλή, Έλληνα ζωγράφο του 4ου π.Χ. αι. και προσωπικό φίλο κι αποκλειστικό προσωπογράφο του Μ. Αλεξάνδρου.
     Αν και χρονολογούνται στους 1ους 3 αι. της Ρωμαιοκρατίας στην Αίγυπτο, μια εποχή δηλαδή που ανθούσε ακόμα το ελληνικό στοιχείο, οι φυσιογνωμίες συχνά δεν έχουνε τίποτα το ελληνικό και μόνον η τεχνοτροπία κι ο ρεαλιστικός τρόπος με τον οποίον αποδίδονται οι μορφές μάς υποδεικνύουν ότι οι ρίζες αυτής της ζωγραφικής βρίσκονται στη σχολή της Αλεξάνδρειας κι είναι ελληνικές. Τα πρόσωπα ανήκουν αναμφίβολα στην άρχουσα τάξη των οικογενειών των ρωμαίων και των Ελλήνων γαιοκτημόνων κι εμπόρων αλλά και σ’ όσους άλλους είχαν οικονομικήν άνεση να εξασφαλίσουνε την αθανασία με την απεικόνιση της μορφής τους στη μούμια τους. Ετσι το κοινό στοιχείο στα περισσότερα απ’ αυτά τα έργα είναι η μοναδική ποιότητα τέχνης που υπερβαίνει τους όποιους φυλετικούς, μορφολογικούς ή και πολιτισμικούς φραγμούς.
Σήμερα μας είναι γνωστά περισσότερα από 1000 πορτραίτα που βρίσκονται σκορπισμένα σε μεγάλα μουσεία κι ιδιωτικές συλλογές. Είναι το μεγαλύτερο corpus ζωγραφικής που ‘φτασε στις μέρες μας απ’ την αρχαιότητα. Πρόκειται για θαυμάσιες νατουραλιστικές προσωπογραφίες, βλέμματα που μας κοιτάνε κατάματα, απευθείας από την αρχαιότητα. Το σώμα των πορτραίτων του Φαγιούμ αποτελεί ένα δείγμα μόνο της μεγάλης ελληνικής ζωγραφικής παράδοσης για την οποία δυστυχώς γνωρίζουμε λιγότερο από πραγματικά κατάλοιπα και πιότερο από την αρχαία γραμματεία, από πραγματείες όπως το 35ο βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας του Πλίνιου Περί της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής. Στα πορτραίτα αυτά συναντώνται 3 μεγάλοι πολιτισμοί της αρχαιότητας: Αρχαία ΕλλάδαΡώμη κι Αίγυπτος κι αυτό προσθέτει κάτι περισσότερο στη σαγήνη τους. Έχουν μείνει σε μεγάλο μέρος τους σ’ εξαιρετική κατάσταση, καθώς η στεγνή άμμος της Αιγύπτου τα διατήρησε στεγνά και ξερά. Αρκετά όμως έχουν υποστεί φθορές καθώς ήταν ενσωματωμένα πάνω σε μια μούμια και ως εκ τούτου οι ζημιές στον χώρο φύλαξής τους ήταν αναπόφευκτες. Επίσης, πολλά καταστράφηκαν κατά τη διαδικασία της ταφής, αλλά και της μεταφοράς τους από την Αίγυπτο σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις. Μερικά είναι ζωγραφισμένα στο σάβανο του νεκρού. Το ξύλινο υπόστρωμα των πορτραίτων είναι πολύ λεπτό (2χλ – 1,5εκ) με αποτέλεσμα πολλά να έχουνε καταστραφεί κι εξ αυτού.

     Αξίζει να σημειωθεί πως καλλιτεχνικά εκτιμούνται ιδιαιτέρως τα πορτραίτα όπου η αναπαράσταση του νεκρού είναι νατουραλιστική κι η απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου γίνεται με λεπτομέρεια και πιστά με τη πραγματικότητα. Ρεαλισμός, ένταση κι εκφραστικότητα μορφών, πολλάκις θυμίζει αριστουργήματα Ρέμπραντ. Υπάρχουν όμως και πιο σχηματικά, που δε βασίζονται στην αναπαράσταση του πραγματικού μοντέλου αλλά σκοπός είναι ν’ αποδοθεί η προσωπικότητα του απεικονιζόμενου προσώπου. Έργα στα οποία το συναίσθημα είναι σε 1ο πλάνο κι ακολουθάνε τα χαρακτηριστικά. Ρεύμα ζωγραφικής που μας φέρνει στο νου Μοντιλιάνι ή Πικάσσο. Τέλος είναι επίσης πολύ σημαντικό να υπογραμμιστεί πως θεωρούνται πρόδρομοι των βυζαντινών εικόνων: τεχνοτροπία, χρώματα, εκφραστικότητα και κυρίως εμφανής συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών που συνθέτουν αρμονικήν εικόνα, αποτελέσανε πηγήν έμπνευσης και δημιουργίας για νεότερους ζωγράφους. Πολλοί τ’ απεικονίσανε βασισμένοι σε καθαρά ελληνιστικά πρότυπα όπως ο Κόντογλου κι άλλοι επηρεασμένοι από πιο Ευρωπαϊκά πρότυπα ζωγραφικής όπως ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Όλοι τους όμως μας κληροδότησαν έργα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας που παράλληλα μαρτυρούν ιστορία αιώνων. Σήμερα, σημαντική συλλογή πορτραίτων Φαγιούμ μπορούμε να θαυμάσουμε τόσο στο Μουσείο Μπενάκη, στο Κεντρικό Κτίριο όσο και στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, στην Αίθουσα Σταθάτου, στη συλλογή με τα αιγυπτιακά εκθέματα. Αξίζει να θαυμάσει κανείς από κοντά, τι ήταν αυτό που γοήτευσε πολλούς μεγάλους ζωγράφους και κράτησε ζωντανή την ιστορία των αιώνες τώρα κι αν δε κεντρίζει η ιστορία τους, σίγουρα θα το καταφέρουνε τα ίδια.
     Υπάρχει τάχα κάποιο καλά κρυμμένο μυστικό σ’ αυτά; Χαμένος κρίκος στην αλυσίδα της αρχαίας ζωγραφικής, τα Φαγιούμ ήρθαν στο φως τέλη του περασμένου αιώνα προβληματίζοντας έναν μικρό κύκλο μελετητών και συλλεκτών που σκύψαν επάνω τους με ενδιαφέρον, χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να εξηγήσουνε τι κρυβότανε πίσω απ’ τα περίεργα πρόσωπα με τα σφιχτά σφραγισμένα χείλη και τα φλογερά μάτια. Τα πορτραίτα, που αποδίδουν με ρεαλιστικό τρόπο άλλοτε γυναίκες, άλλοτε άνδρες κι άλλοτε παιδιά, κράτησανε το μυστικό τους και, κατά κάποιον τρόπο, τις αποστάσεις τους από το ευρύτερο κοινό. Χρειάστηκε να περάσουν άλλα 100 χρόνια για να γίνουνε γνωστά στον κόσμο, χωρίς ωστόσο ακόμη και τώρα, να έχουνε κατακτήσει πλήρη κατανόηση. Σε αυτό ίσως κάποιο ρόλο πρέπει να ‘παιξε το ότι πρόκειται για νεκρικά πορτραίτα, το ότι δηλαδή από την αρχή προορισμός τους ήταν η μελλοντική ζωή: γίνανε για να συνοδέψουνε το νεκρό στον άγνωστον άλλο κόσμο. Αν τώρα σε αυτό προστεθεί το ότι πρόκειται για επίσης άγνωστο είδος ζωγραφικής που προβλημάτισε ακόμη και τους ειδήμονες ως προς το πού να το εντάξουνε, γίνεται κατανοητό γιατί οι νεκρικές προσωπογραφίες είναι ακόμη τυλιγμένες με πέπλο μυστηρίου. Επί 1 αι. τα μεγάλα μουσεία ήταν αναποφάσιστα αν έπρεπε να τις εντάξουνε στις αιγυπτιακές, στις κοπτικές ή στις ελληνορωμαϊκές συλλογές τους και το μόνο που κάναν ήταν να τις παρουσιάζουν ως είδος αξιοπερίεργο, πάντα στο περιθώριο πότε της μιας και πότε της άλλης από αυτές τις συλλογές. Ο Νίκος Γιανναδάκης στον πρόλογο του Καταλόγου 3ης Έκθεσης που ‘γινε στην Ελλάδα, κι επιμελήθηκε, σημειώνει:

Κι οι 2 εκθέσεις για μένα προσωπικά δεν είχαν άλλο νόημα παρά κείνο της αναζήτησης της ιστορικής και πολιτιστικής αυτοσυνείδησής μας. Δεν είμαι ειδικός ούτε μπορώ να περιπλανώμαι στους πολυδαίδαλους δρόμους των επιστημονικών συγγραφών και των λεπτομερών βιβλιογραφικών παραπομπών. Έτσι αυτό που αναζητούσα δε μπορούσα να το εντοπίσω. Φευγαλέα σκιά ήταν, όλο άπιαστη. Στις πρωταρχές των μ. Χ. αιώνων θα πρέπει να είχε πάρει κάποια ένυλη μορφή. Έτσι σκέφτηκα: Η πρωτοχριστιανική τέχνη κι η παράδοση της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής, που κάπου τότε θα σμίξαν, ίσως να κρύβανε την απάντηση. Εδώ η ώρα των πορτρέτων του Φαγιούμ είχε φθάσει..

     Αν και τα ίδια τα πρόσωπα που απεικονίζονται κρατάνε σφιχτά σφραγισμένα τα χείλη τους για την ιστορία που εκτυλίχθηκε στο Φαγιούμ όταν μετά τους Ελληνες πήραν την εξουσία στην Αίγυπτο οι Ρωμαίοι, οι έρευνες των τελευταίων ιδίως χρόνων αρχίζουν να φωτίζουν τις άγνωστες πτυχές και σιγά-σιγά η εικόνα συμπληρώνεται. Στους 1ους 3 αι. λοιπόν της Ρωμαιοκρατίας στην Αίγυπτο, στις νεκροπόλεις που βρίσκονταν έξω από τις πόλεις ανθούσε βιομηχανία θανάτου που απασχολούσε μεγάλον αριθμό Αιγυπτίων που ήταν εγκατεστημένοι εκεί με τις οικογένειές τους. Το φαινόμενο δεν ήταν νέο. Οι κοινωνίες αυτές που ασχολούνταν με το θάνατο υπήρχαν πάντα έξω από τις πύλες των αιγυπτιακών πόλεων απ’ την εποχή των 1ωνΦαραώ. Όταν μεταφέρονταν οι νεκροί, παραδίδονταν κατ’ αρχάς στους ταριχευτές, που ξεκινούσαν αμέσως τη μακρόχρονη διαδικασία της ταρίχευσης, που υπολογίζεται ότι διαρκούσε 70 περίπου μέρες. Τότε οι ιερείς κάνανε τελετουργίες, διάβαζαν ιερά κείμενα και γενικά παρακολουθούσαν όλα τα στάδια της προετοιμασίας του νεκρού ως τη ταφή. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ενσωματώνανε στις μούμιες τα νεκρικά πορτραίτα και τις κατεβάζανε με σχοινιά σε βαθιά πηγάδια όπου η ξηρασία της αιγυπτιακής γης τις διατήρησε άθικτες ως τις μέρες μας.
     Ξαφνικά πριν από μερικά χρόνια τα παράξενα πορτραίτα Φαγιούμ βγήκαν από την αφάνεια κι από τα στενά περιθώρια ενός μικρού κύκλου καλλιεργημένων κριτικών τέχνης και συλλεκτών, οι οποίοι, είναι η αλήθεια, από την αρχή είχανε κατανοήσει την αξία τους. Μελετήθηκαν αρχαίες μαρτυρίες που βρεθήκανε στις αιγυπτιακές νεκροπόλεις και σχετίζονται με τα χρώματα και τον τρόπο που αυτά χρησιμοποιήθηκαν ενώ οι σύγχρονες αρχαιολογικές έρευνες προσέφεραν πολλά στη γνώση μας γι’ αυτά και το ίδιο έγινε και με τη καταγραφή και τη μελέτη τους από διάφορους ερευνητές. Το βιβλίο της Ευφροσύνης Δοξιάδη: Τα πορτραίτα του Φαγιούμ, που κυκλοφόρησε το 1995 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη και στην Αμερική κι 1 έτος μετά και στην Ελλάδα, έφθασε τη κατάλληλη στιγμή. Εδώ η ώρα των πορτραίτων Φαγιούμ είχε φτάσει.
     Όπως πρόσφατα αποκαλύφθηκε στο μεγάλο νεκροταφείο της αρχαίας Αλεξάνδρειας, έτσι κι εδώ υπήρχανε συμφωνίες για τις θέσεις των τάφων που ήτανε καθορισμένες, όπως καθορισμένο ήτανε και το έργο της κάθε συντεχνίας σε αυτή τη κοινωνία που απασχολούνταν αποκλειστικά με τη μετά θάνατο ζωή. Η ταρίχευση των νεκρών ήτανε στην Αίγυπτο πανάρχαια και μακρόχρονη διαδικασία που συνεχίστηκε και στη Ρωμαιοκρατία με τη προσθήκη νέων ηθών. Μια τέτοια καινοτομία ήταν η εμφάνιση των προσωπογραφιών που συνοδεύανε τη μούμια στον άλλον κόσμο. Σήμερα είναι σχεδόν βέβαιον ότι πολλά από τα πορτραίτα αυτά είχανε γίνει όταν ακόμη ο άνθρωπος βρισκόταν εν ζωή. Οι προσωπογραφίες φυλάσσονταν στα σπίτια κι ίσως να είχανε διακοσμητική χρήση, όπως γίνεται και σήμερα. Σε ανασκαφές έχουνε βρεθεί ακόμη και τα πλαίσια με τα οποία κρεμούσανε τις προσωπογραφίες στον τοίχο όσο ζούσεν ακόμη ο άνθρωπος που απεικόνιζαν, ενώ ακτινογραφίες έχουν αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι η ηλικία του νεκρού δεν αντιστοιχούσε πάντα στην ηλικία του ειδώλου του πορτρέτου.

=============================
*Η εγκαυστική τεχνική γινόταν με λιωμένο κερί ανακατεμένο με χρώμα που το άπλωναν πάνω στο ξύλο ή το ύφασμα που έπρεπε να ζωγραφιστεί. Το κερί μαζί με το χρώμα εφαρμόζονταν ομοιόμορφα και γρήγορα στη ζωγραφική επιφάνεια και ο καλλιτέχνης έπρεπε να τελειώσει τη βάση του έργου πριν κρυώσει το κερί. Μετά, αφού θέρμαιναν μεταλλικά εργαλεία (τον καυστήρα) προσπαθούσαν για τη τελική μορφοποίηση του χρώματος πάνω στη ζωγραφική επιφάνεια. Χρησιμοποιούσανε και μιαν άλλη τεχνική, όπου ανακάτευαν κερί, θαλασσινό νερό και νίτρο κι έπαιρναν ένα υλικό πιο εύκολο στο χειρισμό και το εφάρμοζαν με ειδικά πινέλα. Πολλά έργα είχανε γίνει και με τις 2 τεχνικές. Η εγκαυστική εικόνα τελείωνε με χάραξη κάποιων λεπτομερειών πάνω στη κέρινη επιφάνεια.
Τα πορτραίτα Φαγιούμ μ’ εγκαυστική τεχνική έχουν ιδιαίτερη αντίθεση μεταξύ φωτεινών και έντονων χρωμάτων. Εξαιτίας των εργαλείων που χρησιμοποιήθηκαν παρουσιάζουν πλατιές πινελιές και χρώματα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, όχι καλά ανακατεμένα, έχουν ανάγλυφη υφή και πολλά απ΄ αυτά μας παραπέμπουν σε έργα του Van Gogh. Σήμερα όσοι χρησιμοποιούν την εγκαυστική τεχνική, εξοπλίζονται με σύγχρονα μέσα όπως θερμαινόμενες επιφάνειες, ειδικές θερμαινόμενες «πένες», πιστόλι θερμού αέρα κ.ά. που διατηρούνε το κερί μαλακό και κάνουνε την εργασία αρκετά πιο εύκολη.
==============================

     Παρακάτω παραθέτω μερικά πορτραίτα με φωτογραφίες αλλά πριν, ρίξτε μια ματιά στο βίντεο, όπου παρατίθενται τη συνοδεία μουσικής, μερικά εξ αυτών. Π. Χ.

===========================

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *