ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ: Θ’: Σάρκινες Μούσες Της Αρχαίας

Πρόλογος

Αυτό το άρθρο που βγήκε καθοδόν προς την ολοκλήρωση (αν μπορεί να ειπωθεί αυτή η λέξη ασφαλώς), του άρθρου με τα Επιγράμματα και τους Δημιουργούς τους, αφορά σε μια λίστα 9+1 γυναικών ποιητριών της αρχαιότητας, αρχής γενομένης από το ξεκίνημα του 6ου π.Χ. αιώνα και μέχρι τέλους του 2ου π.Χ. Βέβαια, τα στοιχεία λιγοστά, οι απόψεις περί της ορθότητάς των, ποικίλλες κι αμφισβητούμενες, ωστόσο καλώς ή κακώς, αυτά έχουμε κι αυτά μπορούμε να παραθέσουμε κι η ιστορία ας κρίνει κι όπου απαιτηθεί, ας διορθώσει. ΗΛίστα Μουσώνκατ’ αλφαβητική σειρά, είναι η εξής ίδια που αναφέρει κι ο Αντίπατρος ο ΘεσσαλονικεύςΑνύτη η Τεγεάτις, Ήριννα η Τήνια, Κόριννα η Ταναγραία, Μοιρώ η Βυζαντία, Μύρτιδα η Θηβαία, Νοσσίς η Λοκρίς, Πράξιλλα η Σικυώνια, Σαπφώ η Λέσβια, Τελέσιλλα η Αργεία και Κλεοβουλίνα η ΛίνδιαΙδού λοιπόν οι 9 σάρκινες, αιμάτινες, χωμάτινες, γήινες, μεστές, θνητές κι υπέροχες μούσες, της αρχαιότητας και να ληφθεί υπόψιν πως λόγω των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών για τις γυναίκες κείνης της εποχής, η λίστα αυτή είναι τόσο… μικρή. Τέλος, υποθέτω πως ξέρουμε μόνον 9+1 εμείς, το πιθανώτερον είναι, να υπήρξανε κι άλλες που δε σωθήκαν ως τις μέρες μας ή ίσως η αρχαιολογική σκαπάνη φέρει κάποιες ακόμα στο φως, μελλοντικά. Τούτη τη χρονική στιγμή, αρχές Δεκεμβρη 2018 μ.Χ., τόσες μόνο μπορώ να παραθέσω.
Βέβαια τούτο το άρθρο μπορεί άνετα να γίνει το 8ο άρθρο μου για τις “Γυναίκες” μου του κόσμου.  Π. Χ.

=======================



                            Ανύτη η Τεγεάτις

     Η Τεγέα της Αρκαδίας γνώρισε σημαντική πνευματική άνθηση κατά την αρχαιότητα. Ανέδειξε μεγάλους μουσικούς, ιστορικούς και σπουδαίους δραματικούς και λυρικές ποιητές. Εξέχουσα μορφή μεταξύ των τελευταίων αποτελεί η ποιήτρια Ανύτη που έζησε στην Τεγέα στον 3ο αι. π.Χ. Για το πρόσωπο και τη ζωή της Ανύτης δυστυχώς δεν γνωρίζουμε πολλά. Παραμένει άγνωστη η οικογένειά της, το πρόγραμμα της Σχολής που φέρεται ότι διηύθυνε κι ο ακριβής χρόνος γέννησης και θανάτου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για εξέχουσα προσωπικότητα των γραμμάτων. Όμως για ποια Ανύτη πρόκειται; Και πότε ακριβώς έζησε; Οι γραπτές ειδήσεις μέχρι το 10ο αι. μ.Χ. συμφωνούν για την Ανύτη από τη Τεγέα ποιήτρια κι επιγραμματοποιό με αρκετούς θαυμαστές και μαθητές -μεταξύ των οποίων τον Λεωνίδα απ’ τον Τάραντα. Η επιρροή της στα κοινά φαίνεται να ήταν μεγάλη αφού οι Τεγεάτες τη τιμούσαν και μιλούσαν γι’ αυτήν με ευλάβεια. Χάλκινα πορτραίτα της, έργα του Ευθυκράτη γιου του Λυσίππου και του Μεγαλοπολίτη Κηφισόδοτου του Νεοτέρου (3ος αι. π.Χ.) σε περίοπτη θέση, κοσμούσαν τον Ναό της Αλαίας Αθηνάς -πολιούχου της Τεγέας. Τα πορτραίτα αυτά κάναν εντύπωση στους επισκέπτες της πόλης τουλάχιστον μέχρι τον 2ο αι. μ.Χ.
     Το 1606 που ανακαλύφθηκε στη Χαϊδελβέργη το μοναδικό χειρόγραφο της ΠΑ (μεταξύ άλλων περιέχει 22 επιγράμματα αποδιδόμενα σε αυτήν), ο φιλολογικός κόσμος άρχισε να αμφιβάλλει για την ύπαρξη μιας μόνο ποιήτριας με όνομα Ανύτη, διότι ένα από τα επιγράμματα που παραδίδονται αποδίδεται στην Ανύτη Μυτιληναία. Πρώτος πρόσεξε τη λεπτομέρεια αυτή ο J.C. Wolfius το 1734. Αργότερα (1874) ο Σκοτσέζος Charl Neaves διακρίνει 2  ποιήτριες με το όνομα Ανύτη. Τέλος ο Ακαδημαϊκός Σίμος Μενάρδος είναι ο 1ος Έλληνας που απέδωσε 2 επιγράμματα της ΠΑ στην Ανύτη Μυτιληναία χωρίς να μας πείθει για την αξιοπιστία των πηγών που χρησιμοποίησε. Από το τέλος του 19ου αι. κι όλο τον 20ο αι., Άγγλοι ερευνητές κι ερευνητικά κέντρα μεγάλων Αμερικανικών Πανεπιστημίων της Νέας Υόρκης, της Καλιφόρνια και του Ιλινόις ανέπτυξαν θεωρίες (χωρίς σοβαρά ερείσματα) για τουλάχιστον δύο Τεγεάτιδες ποιήτριες και μία Μυτιληναία με το όνομα Ανύτη. Πιστεύουν ότι μία από αυτές έζησε τον 8ο αι. μια άλλη τον 4ο αι. και μία τρίτη στο τέλος του 3ου αι.(κοντά στο 200 π.Χ.).
     Η σύγχυση γύρω από τη ταυτότητα της ποιήτριας ίσως οφείλεται στο γλωσσικό ιδίωμα των αποδιδομένων σε αυτήν επιγραμμάτων (διάλεκτος Αυστηρά Δωρίδα), αφού ελάχιστοι χειρίζονταν τη διάλεκτο αυτή τον 3ο αι. π.Χ. τόσο τέλεια όσο η Ανύτη. Δεν σχολιάστηκε από κανένα ερευνητή, το ότι η φερομένη ως Ανύτη Μυτιληναία γράφει στην ίδια διάλεκτο με τη Τεγεάτιδα (στην Αυστηρά Δωρίδα που ιδίως στα νησιά όλοι σχεδόν την είχανε ξεχάσει). Ακόμη κι ο μαθητής της Ανύτης Λεωνίδας απ’ τον Τάραντα που θέλει να μιμηθεί τη δασκάλα του αποφεύγει τις δύσκολες εκφράσεις. Μόνο στην Αρκαδία και στην Κύπρο -ιδιαίτερα οι Ιερείς-  χειρίζονταν τέλεια την Αυστηρά Δωρίδα. Η Ανύτη η Τεγεάτις γράφει με μεγάλη άνεση αυτή τη δύσκολη για την εποχή της διάλεκτο. Πιθανόν οι δεξιότητές της να σχετίζονται με τις στενές σχέσεις που είχε με το Ιερατείο του Ασκληπιού. Είναι αλήθεια πως κάποτε «πλεύσασα ἐς τήν Ναύπακτον» προσφέρθηκε να βοηθήσει τους ιατρούς – ιερείς- του Ασκληπιού για τη θεραπεία κάποιου πλούσιου που έπασχε από νόσο των οφθαλμών. Δεν είναι απίθανο η ποιήτρια να υπηρέτησε ως ιέρεια ή ως επιστημονικό προσωπικό  στο Ιερό του Ασκληπιού. Άλλωστε δεν ήταν η μόνη λογία της εποχής με ιερατικό αξίωμα. Λίγα χρόνια πριν από αυτήν  υπηρετούσαν και άλλες μορφωμένες γυναίκες σε διάφορα Ιερά, όπως το 429 π.Χ. η Πυθαγόρεια δασκάλα του Σωκράτη Διοτίμα από τη Μαντινεία.



  ΠΑ=παλατινή Ανθολογία
  ΠλΑν= Πλανούδη Ανθολογία

     Οι ερευνητές του Τμήματος Κλασσικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα σε ανακοινώσεις που δημοσιεύθηκαν από το 1991 ως το 2000 καταλήγουνε στο συμπέρασμα (που φαίνεται και πιο λογικό) ότι η γνωστή Ανύτη η Τεγεάτις έγραψε τα ποιήματά της στην αρχή του 3ου αι. Είναι αλήθεια ότι αν η φίλη της η μικρή Μυρώ ή Μοιρώ, ταυτίζεται με τη Μυρώ τη Βυζαντία (που γεννήθηκε όχι νωρίτερα από το 285 π.Χ.) τότε το επίγραμμα (ΑΠ 7, 190) δεν μπορεί να γράφτηκε πριν το 275 όταν η Μυρώ ήταν περίπου 10 ετών. Επίσης αν κάποτε η φερομένη ως  Ανύτη Μυτιληναία ταυτιστεί με τη Τεγεάτιδα (μιας και το ύφος και το γλωσσικό ιδίωμα δεν έχουν αξιόλογες διαφορές), τότε το επίγραμμα (ΑΠ 7, 492)  που ο Σίμος Μενάρδος το αποδίδει σε αυτήν, πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον μετά  το 278 αφού οι Γαλάτες εισέβαλαν στη Μικρά Ασία στις αρχές του 279 π.Χ. κι οι 3 Μιλήσιες ηρωίδες πού εξυμνούνται στο επίγραμμα προτίμησαν να αποφύγουν την ατίμωση και να κάνουν τον Άδη κηδεμόνα τους (μάλλον μεταξύ 279–270π.Χ. ). Η Ανύτη λοιπόν έγραφε -και βρισκόταν σε μεγάλη ακμή- μέχρι τουλάχιστον το 278 π.Χ.
     Η Ανύτη ήταν αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια κι επιγραμματοποιός και το κυρίως έργο της τοποθετείται λίγο μετά το 300 π.Χ.. Έγραψε στη δωρική διάλεκτο. Ανήκε στη σχολή των Πελοποννησίων επιγραμματοποιών, όπως ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος, είναι μάλιστα από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της, που ήκμασε γύρω στο 300 π.Χ., άλλαξε κατευθύνσεις στο είδος, αντικαθιστώντας το ηρωικό περιεχόμενο των παλαιότερων επιγραμμάτων με καταστάσεις και διαθέσεις της καθημερινής ζωής. Η σχολή αυτή ρέπει προς τη περιγραφή της φύσης με πληθωρικό και μπαρόκ ύφος, χαρακτηρίζεται από έντονη χρήση επιθέτων και μεγάλο πλούτο εικόνων. Οι εκπρόσωποι της Πελοποννησιακής σχολής των επιγραμματοποιών ανήκουν τοπικά στον χώρο της Πελοποννήσου, η επίδρασή τους ωστόσο, διαπιστώνεται σ’ όλο τον ελληνικό χώρο, ως τη κάτω Ιταλία, ως τα νησιά του Αιγαίου (κυρίως στη Ρόδο) κι ως το Βυζάντιο. Στα επιγράμματα των ποιητών αυτών κυριαρχούν τα αναθηματικά και τα επιτύμβια που συνδέονται δομικά κι εκφραστικά με τις παλαιές επιγραφές, έστω κι αν επινοούνται απλώς τα πρόσωπα και τα γεγονότα. Με τη ποίηση αυτή ανοίγεται νέος δρόμος της ανθρώπινης παρουσίας: παρουσιάζεται ο απλός λαός, χωρίς προβολή αριστοκρατικών, περίφημων ή ηρωικών προσώπων, όπως συχνά διατυπώνεται στην παλαιότερη ποίηση. Οι επιγραμματοποιοί της σχολής αυτής κινούνται με ιδιαίτερην αγάπη στον κύκλο του «μικρού ταπεινού ανθρώπου». Οι ψαράδες, οι αγρότες, οι βοσκοί κ.λ.π. παρουσιάζονται με όλες τις έγνοιες και τους μόχθους τους αλλά και με την απλή χαρά και τις ικανοποιήσεις τους. Έτσι πιο πολύ πληροφορούμαστε για τα επαγγέλματα και τη ζωή των ανθρώπων παρά για τα ονόματά τους.
     Είναι χαρακτηριστικό στοιχείο το γεγονός ότι στα επιγράμματα αυτά βλέπει κανείς τον κόσμο όχι με τα μάτια ωρίμων κι ηλικιωμένων ανθρώπων, αλλά με τα μάτια των παιδιών. Οι ποιητές τώρα αποκαλύπτουν τη γοητεία της παιδικής ψυχής και της παιδικής ζωής. Η επιλογή των θεμάτων συνάπτεται με τον μικρό και τον απλό λαό: Ο ναύτης, ο κηπουρός, ο κυνηγός, ο βοσκός κ α., που τώρα υμνούνται, δημιουργούν μια νέα μορφή στη ποίηση. Τώρα 1η φορά παρουσιάζονται στα ποιήματα ζώα και φυτά, με τρυφερή κι ανθρώπινη συμμετοχή. Έτσι δημιουργούνται τα επιτύμβια επιγράμματα των ζώων, όπου το προβάδισμα έδωσε η Ανύτη. Πιο πολύ από τη παλαιότερη ελληνική λογοτεχνία κυριαρχεί εδώ η ησυχία, η ειρήνη, η τρυφερότητα  και τα στοιχεία του ταπεινού και μικρού. Ότι βλέπουμε στα ποιήματα αυτά είναι πολύ μικρό τμήμα φύσης και δημιουργίας: ένα πουλί, ένα δένδρο, μια πηγή, ένας μικρός χώρος ανάπαυσης. Το ύφος κι η ευρύτατη θέα της κλασσικής ποίησης έχουν εξαφανιστεί. Όμως η Ανύτη όπως κι άλλοι ποιητές-παραμένουν, μορφολογικά στη παλιά παράδοση και παρουσιάζουνε τη περιγραφή να απευθύνεται στο διαβάτη, όπως οι παλαιές επιγραφές.
     Η ποίησή της διακρίνεται για τη φυσιολατρία της, τη τρυφερότητα των αισθημάτων και την αναζήτηση της γαλήνης. Λυρικότατα και γεμάτα συναίσθημα είναι και τα επιγράμματά της σε τάφους νεκρών κοριτσιών, ενώ υπήρξε η 1η που ‘γραψε επιτάφια επιγράμματα και για ζώα. Η Ανύτη άσκησε μεγάλη επίδραση στους νεότερους αυτής λογοτέχνες. Από τα επιγράμματά της σώζονται στη ΠΑ και στη ΠλΑν, από τα οποία τα 4 ή 6 δε θεωρούνται γνήσια κι ένα ακόμη που παραδίδει ο Πολυδεύκης (5,48). Και μες από τα 20 όμως που ‘ναι με βεβαιότητα δικά της, διακρίνεται το λεπτό της πνεύμα. Έτσι μπορούμε να αποκτήσουμε μια εικόνα για τη θεματολογία της και την ποιητική της διατύπωση. Τα επιγράμματα της Ανύτης εντάσσονται θεματολογικά στα αναθηματικά, στα επιτύμβια, στην παρουσίαση γεγονότων και της φύσης, όπου και αναφέρονται στον ήσυχο κι ωραίο χώρο της γης. Μες στους στίχους διαπιστώνεται ο στόχος της ποιήτριας να περιγράψει την πνευματική γοητεία των χώρων με ένα έντονο, ζωντανό και γνήσιο αίσθημα. Έτσι παρουσιάζεται ενώπιον μας μια ειδυλλιακή και μυθική φύση με πνευματικοποιημένη γοητεία και με απλούς κατοίκους: βοσκούς, διαβάτες κ.λ.π. που συνδέονται με τον Πάνα, με τις Νύμφες και με τους θεούς. Αρκάδες βοσκοί τιμούν το θεό Πάνα και του προσφέρουν αναθηματικά δώρα, που η Ανύτη τα τιμά ιδιαίτερα στα επιγράμματά της. Η Ανύτη συνάπτει τη φύση απλά. Ο διαβάτης (ή ο βοσκός ) απολαμβάνει μ’ ευγνωμοσύνη τη σκιά, το δροσερό νερό της πηγής, αλλά δεν παρουσιάζεται ως άνθρωπος που γοητεύεται και ζει έντονα τα γεγονότα. Όλα δίνονται απλά, ήρεμα, φυσικά. Ίσως αυτό συνδέεται και με το γεγονός ότι στα ποιήματα της Ανύτης λείπει το ερωτικό στοιχείο. Οι άνθρωποι που παρουσιάζει είναι βασικά περαστικοί , τυχαίοι διαβάτες που έρχονται από κάπου, σταματούνε κάπου και χάνονται πάλι.
     Η Ανύτη παρουσιάζει νέα μορφή ποίησης, μ’ ευαισθησία κι ανθρωπιά και με αναφορά στα απλά, μικρά κι ήρεμα πράγματα. Η ποίησή της είχεν αρκετή επίδραση σ’ άλλους σύγχρονους ή μεταγενέστερους ποιητές. Η περιγραφή της φύσης και τα επιτύμβια των ζώων αποτελούν το ιδιαίτερο στοιχείο στη θεματολογία της. Με πολλή γνώση η ποιήτρια προσαρμόζει τον τόνο του ποιήματος με τη κατάσταση που περιγράφει. Μες στα επιτύμβια των ζώων συνδέει διακριτικά κι όμορφα το πόνο με παιχνίδισμα του λόγου κι αστεία λόγια, τη πίκρα για το θάνατο με απλοϊκές κι εορταστικές  εκφράσεις, τη λύπη με χαμόγελο και λεπτή ειρωνεία. Μερικοί στίχοι των επιγραμμάτων της Ανύτης είναι μοναδικοί σε γλωσσική και ποιητική ποιότητα.



     Η Ανύτη έγραψε λυρικά κι επικά επιγράμματα διαφορετικής έμπνευσης: αναθηματικά, ταφικά, επιδεικτικά, βουκολικά. Χρησιμοποιεί τη δωρική διάλεκτο, μ’ έντονο επικό χρωματισμό. Η ποίησή της αποπνέει σπάνια ευαισθησία και χάρη, τρυφερότητα κι αγάπη για τη φύση, τα ζώα και τον απλό άνθρωπο. Για το έργο και τις αρετές της οι Τεγεάτες τίμησαν τη μεγάλη τους ποιήτρια με το άγαλμά της. Ο Αντίπατρος ο Θεσσαλονικέας την ονόμασε «θηλυκό Όμηρο» και “μία από τις εννέα γήινες μούσες” και παρομοίασε τα ποιήματά της κρίνα, ίσως λόγω του αρχαιοπρεπούς ύφους της. Ήταν μάλιστα η μοναδική γυναίκα, που μαζί με τη Σαπφώ μετείχε στη συλλογή Στέφανο του Μελεάγρου, που παραλληλίζοντας στην εισαγωγή κάθε συγγραφέα της ανθολογίας του μ’ ένα άνθος, παρομοίασε την Ανύτη με κόκκινο κρίνο. Ο Στέφανος Βυζάντιος τη χαρακτηρίζει μελοποιό.  Ο Ιούλιος Πολυδεύκης, τον 2ο αι. μ.Χ. διασώζει επιτύμβιο επίγραμμά της «με το οποίο η ποιήτρια δόξασε την Λοκρίδα». Το λεξικό Σουίδα (10ος αι. μ.Χ.) παραθέτει στίχους από ποιήματά της. Τέλος ο Παυσανίας κάνει αναφορά περί της Ανύτης στο κεφάλαιο X,38,13 των “Αρκαδικών”.
     Από τα σωζόμενα επιγράμματά της κι από τη παράδοση που διασώζει ο Παυσανίας κι ο Ιούλιος Πολυδεύκης φαίνεται ότι η Ανύτη έκανε πολλά ταξίδια εκτός Αρκαδίας, απέκτησε φιλίες στην Επίδαυρο και στα λιμάνια της Λοκρίδος (ιδιαίτερα τη Ναύπακτο) όπου γνώρισε -ή της χάρισαν ή αγόρασε- την  αγαπημένη της σκυλίτσα για την οποία έγραψε το ωραίο συγκινητικό επίγραμμα. Ταξίδεψε και σ’ άλλες Ελληνικές πόλεις. Κατά τον Δ. Σκιαδά η φήμη της είχε φθάσει στη Ρόδο, στη Κάτω Ιταλία και στο Βυζάντιο κι είδε από κοντά τα κοινωνικά προβλήματα του κόσμου.
     Ας μη ξεχνάμε ότι στην εποχή της, οι ραγδαίες πολιτικές ανατροπές ευνοούσαν κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας στη Μεσόγειο. Η δύναμη της «μοίρας» εξουσίαζε και καταπίεζε τη ζωή του μέσου πολίτη. Το φόβο μπρος στο άγνωστο (μπρος στην ανθρώπινη μοίρα) και το θρήνο για τον άδικο χαμό νέων ανθρώπων αποτυπώνει η Ανύτη σε Επιτύμβια Επιγράμματα: Τραγικές φιγούρες όπως η άτυχη Φιλαινίς που νεόνυμφη τη βρήκε ο θάνατος («χεῦμ’ ἀχέροντος ἔβα») (ΠΑ 7. 486), η όμορφη Αντιβία που ενώ ήταν περιζήτητη ως μέλλουσα νύμφη, η «οὐλομένα μοίρα» τη πρόδωσε (ΠΑ 7. 490), η μικρούλα Ερατώ που αγκαλιάζοντας τον πατέρα της  θρηνεί διότι «το βλέμμα της θα το σβήσει ο θάνατος» (ΠΑ 7. 646), συγκινούν έντονα την Ανύτη.  Όμως το χτύπημα της σκληρής μοίρας δεν μπορεί να νικήσει την αξιοπρέπεια. Η χαροκαμένη μητέρα της αδικοχαμένης Θερσίδος (ΠΑ 7. 649) στέκεται και κλαίει βουβά, χωρίς κραυγές κι οιμωγές μπρος στο άγαλμα της νεκρής κόρης της. Οι βίαιες κινήσεις κι η άκρα απόγνωση δεν αρέσουν στην Ανύτη.
     Τον βουβό θρήνο δεν τον προκαλεί μόνο ο θάνατος. Αν προσέξουμε θα δούμε ότι σε πολλά ποιήματά της η Ανύτη εκφράζει νοσταλγία -βαθειά θλίψη- γι’ αυτά που φύγαν ανεπιστρεπτί. Η θλιβερή -μοιραία- λέξη «οὐκέτι» (=ποτέ πια) αντηχεί πένθιμα: Το όμορφο περήφανο δελφίνι (ΠΑ 7. 215), ποτέ πια δεν θα φανεί να παίζει χαρούμενο με το κύμα (πλωτῆσιν ἀγαλλόμενος  πελάγεσιν) αλλά κείται νεκρό ριγμένο από την άγρια νοτιά στην ακτή. Κι ο πετεινός της ποιήτριας (ΠΑ 7. 202), ποτέ πια δε θα τη ξυπνήσει το πρωινό τινάζοντας χαρούμενα τα πλούσια φτερά του (πυκιναῖς πτερύγεσσι ἐρέσσων) διότι ο ληστής τον έπνιξε κρυφά τη νύχτα. Μήπως στις πικρές αυτές φράσεις κρύβεται η νοσταλγία για τις ελεύθερες –χαρούμενες- μέρες που χάθηκαν; Τα βαριά σύννεφα κείνα τα χρόνια είχανε πια αρχίσει να φαίνονται. Εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ ελληνικών πόλεων προετοιμάζανε τη κατάλυση των ελευθεριών. Άρχισε να λείπει στην Ανύτη και στους μαθητές της το ξένοιαστο πρωινό ξύπνημα. Γνώριζαν πως δεν τους περίμενε πια η Εκκλησία του Δήμου. Περισσότερη όμως θλίψη προκαλούσε ο αφοπλισμός των πολιτών. Το πολεμικό Δόρυ (ΠΑ 6, 123) δεν θα στάξει πια αίμα στις φονικές μάχες (φόνον δαΐων). Στέκεται σε κάποιο βάθρο στο Ναό της Αθηνάς να θυμίζει παλιές ηρωικές στιγμές. Οι πολίτες στη Μεσόγειο άοπλοι και νικημένοι είναι αναγκασμένοι να παρακολουθούν τα γεγονότα χωρίς να μετέχουνε στις αποφάσεις και χωρίς να μπορούν να ασκήσουν έλεγχο. Το μόνο που μένει στο ξεχασμένο πολίτη της Μεσογείου είναι η νοσταλγία για τις παλιές ηρωικές μέρες όταν ακόμη κι οι δούλοι (όπως ο Μάνης ΠΑ 7. 538) θυσιάζονταν για τη πατρίδα.
     Μοναδική ελπίδα για το ξεχασμένο και φοβισμένο πολίτη που γνώρισε η Ανύτη στις ακτές της Μεσογείου ήταν η προσδοκία σωτηρίας που θα προέλθει από υπερφυσική -θεία- δύναμη. Ο «Σωτήρ» έπρεπε να είναι επιβλητικός και να εμπνέει σεβασμό. Η ιδέα αυτή του μεγαλοπρεπούς «Σωτήρος» είχε επηρεάσει τους τεχνίτες και καλλιτέχνες της εποχής και έστηναν «ξόανα» και πέτρινα ή χάλκινα αγάλματα αφιερωμένα σε Νύμφες κι άλλους «πολιούχους» θεούς. ζητώντας από αυτά προστασία (σώζοιτε…). Τέτοια ήταν τα ξόανα αφιερωμένα στις «Ανιγρίδες Νύμφες» που περιγράφει σ’ επίγραμμά της η Μυρώ η Βυζαντία μαθήτρια και φίλη της Ανύτης.
     Στους θαλασσινούς, προστασία και σωτηρία προσέφερε μέσω των ναών και αγαλμάτων της η «φιλομειδής» (χαμογελαστή) «σκηπτούχος» «Κύπρις» (θεά Αφροδίτη). Οι ναυαγοί τη παρακαλούσαν πάντα στις προσευχές τους διότι ήταν «φιλική στους θαλασσοπόρους». Ένα τέτοιο επιβλητικό «ξόανο» της «Κύπριδος» είχε υπ’ όψιν η Ανύτη όταν έγραφε το σχετικό Επίγραμμα (ΠΑ 9. 144). Το είχαν στήσει ίσως στο προαύλιο ναού στην ακροθαλασσιά, ώστε να είναι ορατό από τα διερχόμενα πλοία και φαινόταν ως να ευλογούσε τους ναυτιλλομένους και τους υποσχόταν ευχάριστο ταξίδι («φίλον ναυτῆσι τελῇ πλόον»). Χαρακτηριστικό είναι ότι σε4 Δωρικούς στίχους η ποιήτρια εκφράζει ό,τι ένας κριτικός τέχνης θα περιέγραφε σε πολυσέλιδη πραγματεία. Η επιβλητική μορφή της Αφροδίτης δεσπόζει στο χώρο ο οποίος «της ανήκει». Το «λαμπρό ξόανο» ίσταται στη θέση του  να ατενίζει αλλά και να εποπτεύει το «λαμπρόν πέλαγος». Αυστηρή ήταν η θεά και δυναμική. Είχε τη δύναμη και τη θέληση να σώσει, να ελεήσει και να προστατεύσει, γι’ αυτό και ενέπνεε εμπιστοσύνη. Όμως παράλληλα η χαμογελαστή κι ευγενική μορφή της έδιωχνε το φόβο των ναυτιλλομένων και τους έκανε να ξεχνούν τον απέραντο «πόντο» με τους φόβους και τις παγίδες που κρύβει.
     Αν στην εποχή της Ανύτης η Κύπρις είχεν αναλάβει τη προστασία και σωτηρία των ναυτιλλομένων, όμως στην ξηρά ο Ερμής ήταν ο προστάτης των οδοιπόρων και των εμπόρων. Μες στη θολή, ζοφερή ατμόσφαιρα και στη πολιτική αστάθεια των Ελληνιστικών χρόνων το άγαλμα του Ερμή «στο τρίστρατο δίπλα στην κατάλευκη από τα κύματα ακτή» (ΠΑ 9. 314) περιμένει τους «κεκμηώτας» (κουρασμένους) να τους χαρίσει λίγη «ἄμπαυσιν ὁδοῖο» (ανάπαυση στη δύσκολη πορεία) και να τους δροσίσει με το νερό της παρακείμενης κρήνης. Είναι σαφής ο συμβολισμός που η Ανύτη θέλει να περάσει: Υπάρχει ελπίδα. Δεν τελείωσε τίποτε. Τον θεό του εμπορίου δεν τον νοιάζει ο άγριος (μήπως και πολεμικός;) άνεμος  που κτυπά το άγαλμά του στο «ἠνεμόεντα» (ανεμοδαρμένο) χώρο. Μέσα στη θύελλα των γεγονότων υπάρχει μία «κράνα» (κρήνη) με δροσερό νερό δίπλα στο ήρεμο άγαλμα του Ερμή να ξεκουράσει και να ξεδιψάσει τον ταλαίπωρο οδοιπόρο.
     Αν κι η Ανύτη ταξίδεψε και γνώρισε τα περισσότερα Ελληνικά κέντρα της εποχής της, όμως ο φυσικός της χώρος ήταν η Αρκαδία. Με γλαφυρές εικόνες περιγράφει τον κόσμο της στα ψηλά βουνά και προσκαλεί τους μαθητές και ακροατές της να απολαύσουν τα ειδυλλιακά ειρηνικά τοπία όπου ζει και χαίρεται. Την εμπνέει η Αρκαδική φύση και είναι η πρώτη που ασχολήθηκε με το «ποιμενικό επίγραμμα». Κάποιοι – όσοι τοποθετούν την ακμή της γύρω στο 300 π.Χ. -τη θεωρούνε πρώιμη βουκολική ποιήτρια προάγγελο του Θεόκριτου. Ο Οβίδιος αργότερα, είναι βέβαιο πως αναζήτησε στην Αρκαδία τον βουκολικό κόσμο της Ανύτης -«μυήθηκε» σ’ αυτόν- τον αγάπησε και τονε τραγούδησε.
     Όπως όλα τα Επιγράμματα και οι Επιτύμβιες Επιγραφές παραδοσιακά, έτσι και τα Επιγράμματα της Ανύτης απευθύνονται στον «ξένο», που καλείται να απολαύσει τη δροσιά του δάσους και να αναπαυθεί δίπλα στην πηγή ή στη σκιά ενός δένδρου. Όταν ο κουρασμένος διαβάτης αντλήσει «ὡραίου νάματος ἁδύ πόμα» (ΠΑ 9. 313) όλα τα βάσανά του θα τα ξεχάσει «ὑπό καλά δάφνας εὐθαλέα φύλλα». Ο ξένος (ΠΑ 9. 144) καλείται να καθίσει «ὑπό τάν πτελέαν» να απολαύσει το «θρόισμα των φύλλων της» στη δροσερή «πνοή του Ζεφύρου» πίνοντας δροσερό «ὕδωρ». Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι στα περισσότερα Επιγράμματα της Ανύτης το «ὕδωρ» έχει κεντρική θέση και είναι πάντα «μελιχρόν» (γλυκύ -δεν είναι γλυφό ΠΑ 16. 291), πηγάζει «ἐκ παγᾶς ψυχρόν» (ΠΑ 16. 228), είναι «ὡραίον νάματος ἁδύ πόμα» (ΠΑ 9. 313), είναι «ψυχρόν ἀχραές» (ΠΑ 9. 314). Δροσίζει κι αναπαύει. Πάντα μια πηγή ή μια κρήνη στη σκιά πλατύφυλλου δένδρου περιμένει τον «ξένο», τον «ὁδίτη» ή τον «κεκμηώτα» (κουρασμένο μετά από κοπιαστική αγροτική εργασία) να τον δροσίσει και να τον ξεκουράσει. από το «θερμόν καῦμα» (ΠΑ 16. 228), από τους «πόνους θέρεος» (κούραση κατακαλόκαιρου) (ΠΑ 9. 313) ή από το «ἀξαλέον θέρος» (ΠΑ 16.291).
     Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο Δίας ως θεότητα λείπει από τα σωζόμενα ποιήματα της Ανύτης και πουθενά δεν φαίνεται ο Ασκληπιός που διέθετε σημαντικά Ιερά σε μεγάλες πόλεις της Αρκαδίας -αν και κατά τον Παυσανία η Ανύτη συνεργάστηκε κάποτε με αυτά τα Ιερά. Απουσιάζουν επίσης ο Απόλλων, η Δήμητρα στο μεγάλο πλακόστρωτο δρόμο με τις δρυς που ξεκινούσε από τις πύλες της Τεγέας, αλλά και ο Διόνυσος με το περίφημο Ιερό στους πρόποδες του Παρθενίου31. Πλανάται μια ψυχρότητα και πικρή φραστική επίθεση στον πολεμικό θεό Άρη  γιατί έδωσε θανατηφόρο κτύπημα («Άρης τῦψεν») στο ωραίο -περήφανο- άλογο του Δάμιδος και «πότισε με αίμα το στεγνό χώμα» (ΠΑ 9. 144) (Ο θεός  αυτός ευθύνεται για την πολεμική ατμόσφαιρα, τις αιματηρές συγκρούσεις και την πρωτοφανή βία σε όλη τη Μεσόγειο).
     Ίσως η ψυχρή αντιμετώπιση του Άρεως κι η απουσία του Δία και των μεγάλων Θεών από τα έργα της Ανύτης, οδήγησε κάποιους ερευνητές να υποθέσουν ότι από το έργο της λείπει το θρησκευτικό στοιχείο. Κάνουν μεγάλο λάθος. Η Ανύτη τιμά τους δημοφιλέστερους θεούς της Αρκαδίας. Υμνεί τον «Πάνα αγρότη» (ΠΑ 16. 231) που δεν χτυπά θανατηφόρα κτυπήματα όπως ο Άρης αλλά «τίπτει» τον «ἁδυβόα αὐλό» (τη γλυκόφωνη φλογέρα) για να βόσκουν οι δαμάλεις στα δροσερά λιβάδια. Συγκινεί την Ανύτη το «δῶρον» που οι «οἰονόμοι» (βοσκοί) προσέφεραν στο Ιερό του Πανός και των Νυμφών όπως αυτό που προσέφερε ο Θεύδοτος (ΠΑ 16. 291). Ο θεός Παν κι οι Νύμφες χαρίζουνε στους Αρκάδες το πολύτιμο -μοναδικό- προνόμιο να χαίρονται την ελεύθερη φύση (δε μπόρεσε κανείς κατακτητής και καμμιά κακοτυχία να τους το αφαιρέσει).
     Η Ανύτη δεν ξεχνά επίσης το περίφημο Ιερό της Αλέας Αθηνάς στη Τεγέα -όπου ο στρατιώτης Εχεκρατίδας από την Κρήτη (ΠΑ 9. 144) αφιέρωσε μέρος του οπλισμού του. Και είναι ενημερωμένη για τις λατρευτικές εκδηλώσεις των πιστών Τεγεατών που -όπως ο Κλεύβοτος (ΠΑ 6. 312)- αφιέρωναν στη Θεά μεγάλους εντυπωσιακούς λέβητες και άλλα σκεύη για τις θυσίες.
     Στον κόσμο της ανήκουν και τα παιδιά (ΠΑ 6. 312) που «ἵππια παιδεύουσι» (παίζουν ιπποδρομίες) γύρω από τον ναό του Πανός βάζοντας «ἡνία και φιμά» (γκέμια και φίμωτρο) σ’ ένα τράγο. Κι οι φίλοι της που ζούνε στους βοσκότοπους της Μαντινείας και της Γορτυνίας είναι κι αυτοί μέλη της κοινωνίας που αρέσει στη ποιήτρια. Ξυπνάνε πρωί με το λάλημα του πετεινού, γιορτάζουνε, χαίρονται τη ζωή, τραγουδάνε και χορεύουνε στη πατρίδα τους την «εὑρύχορον» καθημερινά και χαρούμενοι, τρέφουν άλογα και βόσκουνε δαμάλια ή πρόβατα στα λιβάδια και γίδια στις απότομες πλαγιές του Πάρνωνα, του Μαινάλου και του Αρτεμισίου. Τα παιδιά τους, όπως η μικρή Ναΐς η κόρη του Βρομίου (ΠΑ 9. 745), μυούνται κι αυτά στην ίδια σκληρή -όμως γεμάτη χάρη- ζωή κι είναι περήφανα για τον «κεραιό τράγο» που εκτρέφουν «ὡς ἀγερώχως ὅμμα» (με πόσον αγέρωχο βλέμμα  μας κοιτά) ακόμη κι αν είναι απλό άγαλμα.
     Τέλος στον ίδιο κόσμο εντάσσονται και πλήθος φίλοι, μαθητές και συνεργάτες της όπως ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος που νοσταλγούνε τις πλαγιές των Αρκαδικών ορέων με τον «αγρονόμο Πάνα» και τις «Αυλιάδες Νύμφες» και ζηλεύουνε τους Αρκάδες βοσκούς που προσφέρουνε στους θεούς «πολύχρωμα άνθη από οπωροφόρα δένδρα» και «κόκκινα πέταλα από ρόδα». Πασίγνωστη έγινε για τη συγκινητική παιδική της ευαισθησία κι αφέλεια η «μικρή Μυρώ» που -όπως λέει ο Αντίπατρος- αγαπά τη «σοβαρή γλαύκα», τη «χαρωπή χήνα», τη «ζωηρή και γρήγορη στο τρέξιμο σκυλίτσα» και χαίρεται με τα έντομα του λιβαδιού και του δάσους (τον «τέττιγα» και την «ακρίδα»), παίζει μαζί τους και λυπάται όταν αυτά πεθαίνουν (ΠΑ 7.190).
     Τα αναθηματικά επιγράμματα, που ανήκουνε στο βιβλίο VI της ΠΑ, αναφέρονται σε αντικείμενα αφιερωμένα στο λαμπρό ναό της Αλέας Αθηνάς στη Τεγέα. Χαρακτηριστικό το παρακάτω επίγραμμα (ΑΠ VI, 123), μιλά για το δόρυ που αφιέρωσε ένας θαρραλέος Κρητικός πολεμιστής, ο Εχεκράτης (το όνομα είναι πλαστό και φαίνεται ότι επινοήθηκε από τη ποιήτρια), σε μαρτυρία της ανδρείας του. Αν και το δόρυ γενικά θεωρείτο ανάξιο ανάθημα, ήτανε στη περίπτωση αυτή μέγα για τη ποιήτρια.
     H Ανύτη μπορεί δίκαια να θεωρηθεί σα μία από τις σημαντικότερες ποιήτριες της Ελληνικής αρχαιότητας. Διακρίνεται για την ευαισθησία της, το άρτιο μέτρο, τη λιτή και μεστή γραφή, τον υπέροχο λυρισμό, τη λεπτότητα πνεύματος, το περήφανο φρόνημά της.  Σύμφωνα με τους μελετητές είναι σημαντική εκπρόσωπος του ποιητικού είδους αυτού της αναγέννησης του 3ου π.Χ. αι., στην οποία μάλιστα πρωταγωνίστησαν αρκετές γυναίκες. Σύμφωνα μάλιστα με τον μελετητή Perrotta:

   “Η Ανύτη είναι αψεγάδιαστη στη γλώσσα και το μέτρο. Απλότητα, λιτότητα, γνησιότητα είναι τα χαρίσματά της“.

     Ενώ ο Dover γράφει:

   “Και σ’ αυτή τη περίοδο βρίσκουμε επίσης γυναίκες χειραφετημένες. Ένας σημαντικός αριθμός ποιητριών, όπως η Ανύτη, η Ερίννα, η Μοιρώ, η Νοσσίς, άφησαν θαυμάσια ποιήματα. Υπήρξαν ακόμα γυναίκες φιλόσοφοι κι εξαιρετικές βασίλισσες”.

     Η Έκδοση Dubner ήταν η 1η εύχρηστη πλήρης έκδοση της ΠΑ με ενσωματωμένη  την «Ανθολογία Ελληνικών Επιγραμμάτων» του Πλανούδη (ως 16ο βιβλίο). Την έκδοση αυτή ακολουθούν σχεδόν όλες οι Αγγλικές κι Αμερικανικές μεταφράσεις των Επιγραμμάτων της Ανύτης. Εξίσου εύχρηστη είναι η Έκδοση Jacobs (Λειψία 1814). Σήμερα ευρύτατα χρησιμοποιούνται οι Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από το 1992 κι η 3τομη έκδοση της ΠΑ Βασιλείου Λαζανά. Σε Ολλανδική Ιστοσελίδα αναρτήθηκε το κείμενο των Επιγραμμάτων της Ανύτης με παράλληλη Γερμανική μετάφραση. Κι η Bibliotheca Augustiniana έχει αναρτήσει το πρωτότυπο κείμενο.
     Η Έδρα Ελληνικής&ι Λατινικής Λογοτεχνίας του Τμήματος  der Letteren Πανεπιστημίου Leiden στην Ολλανδία δημοσίευσε Κατάλογο με τις 47 γνωστότερες μελέτες Ευρωπαίων ερευνητών που αναφέρονται στο έργο και στη προσωπικότητά της. Ερευνητές και λογοτέχνες όπως ο Neaves, η Snyder, ο Rodd, ο Douglas, ο ποιητής Kenneth Rexroth που ηγήθηκε της Πολιτιστικής Αναγέννησης Σαν Φρανσίσκο, η Ellen Greene στην Οκλαχόμα κι η Ελίζαμπεθ Κοσμετάτου Λέκτωρ Παπυρολογίας & Επιγραφικής στο Πανεπιστήμιο Tulane της Λουιζιάνα είναι μερικοί από κείνους που μετέφρασαν κι έκαναν γνωστά στην Ευρώπη, Αμερική κι Αυστραλία, από 1 μέχρι και 5 επιγράμματά της. Απ’ αυτά, δημοφιλέστερα στους μεταφραστές είναι κείνα που αναφέρονται στο δελφίνι, στα παιδιά που παίζουν με τον τράγο, στον πετεινό που ξυπνούσε χαρούμενα την Ανύτη κάθε πρωί  και το επίγραμμα στο άγαλμα της Αφροδίτης στην ακρογιαλιά.
     Στην Ελλάδα ο Δρ. Χρήστος Α. Αλεξόπουλος Πανεπιστημίου Πατρών τον Ιούνιο του 2001 έκανε μια αξιόλογη μετάφραση των Επιγραμμάτων της Ανύτης για λογαριασμό της Ιστοσελίδας του Πανεπιστημίου Πάτρας. Το πρωτότυπο κείμενο το αντλεί από την ηλεκτρονική έκδοση της Αυγουστινιανής Βιβλιοθήκης, με τις διορθώσεις που εισάγει ο εκδότης της στο κείμενο της ΠΑ.
     Μεγάλοι συνθέτες εμπνεύστηκαν από τα Επιγράμματά της και συνέθεσαν αξιόλογα έργα.  Τον Ιούλιο 1937, η Priaulx Rainier μέλος της Βασιλικής Ακαδημίας Λονδίνου μελοποίησε 3 ποιήματά της σε μετάφραση Richard Aldington (έργο για μονοφωνία σοπράνο με συνοδεία πιάνο). Στην Gemeentebibliotheek του Ρότερνταμ φυλάσσεται παρτιτούρα με τα μελοποιημένα ποιήματα (ανάτυπο του 1951).
     Στο Βέλγιο, ο Willem Kersters, καθηγητής Αρμονίας και Διευθυντής στο Maastricht Conservatory μελοποίησε τέσσερα επιγράμματα της Ανύτης σε γαλλική μετάφραση των Couchoud-Maublanc. Η σύνθεση του Kersters, (σοπράνο ή τενόρο με συνοδεία πιάνου) κυκλοφορεί σε παρτιτούρα από  το 1996 (δυο χρόνια πριν τον θάνατο του συνθέτη).
     Μέσα από το πέρασμα τόσων αιώνων, η ποίηση της Τεγεάτισας Ανύτης παραμένει  διαχρονική,  αντανακλώντας έντονη πνευματικότητα, ξεχωριστή ευαισθησία κι ανόθευτη αγάπη για τη ζωή, τον άνθρωπο και τη φύση. Μια λαμπρή αχτίδα από το άπλετο φως του Τεγεατικού κάμπου, της ιστορίας και του πολιτισμού της αρχαίας Τεγέας. Ακόμα, την ελπίδα,  τη γνησιότητα, την ηρεμία και τη λιτότητα που καταυγάζει η απαράμιλλη αρκαδική φύση με τα πανέμορφα δάση και τα αγέρωχα βουνά της. Και συνεχίζει να μας καλεί με πρωτόγνωρη τρυφερότητα και χάρη στην επιστροφή σε ξεχασμένες θεμελιακές κι αρχέγονες αξίες.
     Απ’ ότι φαίνεται η ποιήτρια Ανύτη θα απασχολεί για πολύ ακόμη τους φιλολογικούς κύκλους. Η ερευνήτρια M. J. Baale, επισημαίνει ότι το πρόβλημα «πόσες ποιήτριες με το όνομα Ανύτη είναι γνωστές και πότε ακριβώς έζησαν» δεν έχει κλείσει ακόμη.

     Ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε:

                    Φαλύσιος, Ανύτη, Ασκληπιός

Χρόνια και χρόνια ο Φαλύσιος άρρωστος -κινδύνευαν τα μάτια του·
δεν έβλεπε πια μήτε την πόρτα. Κάποτε, την άνοιξη, κατά το δείλι,
τον έβγαζαν στον κήπο -όχι να δει τις πηγές, τα λουλούδια, τα δέντρα,
μόνο ν’ ακούσει τα πουλιά.
Ώσπου, μια μέρα, η ποιήτρια Ανύτη
έφυγε για λογαριασμό του από τη Ναύπακτο για την Επίδαυρο
να συναντήσει τον Ασκληπιό (μπορεί και με την υστεροβουλία
τίποτα στίχους να εμπνευστεί απ’ τα πολλά αναθήματα κι αγάλματα
που υμνούσανε την ήττα του θανάτου). Εκεί της παραδώσαν
έναν κλεισμένο φάκελο για τον Φαλύσιο.
Αυτός τον άνοιξε (κι ω, θαύμα απρόσμενο) μπόρεσε αμέσως να διαβάσει
πως όφειλε να δώσει στην Ανύτη δυο χιλιάδες στατήρες χρυσάφι.


Έτσι ο Φαλύσιος βρήκε ξανά την όρασή του, ευτυχισμένος τώρα
να βλέπει τις πηγές, τα λουλούδια, τα δέντρα, να διαβάζει
τους στίχους των ποιητών -προπάντων της Ανύτης. Μόνο
δε μάθαμε αν της πρόσφερε τη προσταγμένη απ’ το θεό αμοιβή της
ή καν αν της ανάφερε τί περιείχε ο φάκελος που κείνη του ‘χε φέρει.

Ω, οι ευσεβείς δε γίνεται τα μυστικά των Θεών ν’ ανακοινώνουν.

                                                                            Λέρος, 8.5.68

================================


Ήριννα δια χειρός Simeon Solomon (1840-1905)

                                     Ήριννα η Τήνια

     Η Ήριννα (ή Ήρινα ή Έριννα) ήτανε λυρική ποιήτρια απ’ τη νήσο Τήλο,μια απ’ τις 1ες που αναφέρει η ιστορία. Μια μικρή τραγουδίστρα που ωστόσο άφησε ανεξίτηλα ίχνη στη ποιητική μνήμη της μετακλασικής εποχής και της ύστερης αρχαιότητας και σταδιακά μετατράπηκε σε θρύλο συνώνυμο της ποιητικής αθωότητας. Η Σούδα τη θεωρεί σύγχρονη και φίλη της Σαπφούς, δηλαδή ποιήτρια του 6ου αι. π.Χ., ενώ ο Ευσέβιος της Καισάρειας στους καταλόγους των Χρονικών του, τη κατατάσσει στα πρόσωπα που έζησαν την εποχή της 107ης Ολυμπιάδος, δηλαδή το 353-2 π.Χ., άποψη που φαίνεται ορθότερη. Eλάχιστα είναι γνωστά για την ζωή της. Το μόνο σίγουρο, όπως μαθαίνουμε από τα αφιερωμένα σ’ αυτήν επιγράμματα της ΠΑ, είναι ότι πέθανε στα 19 της, άγαμη. Κάπως πιότερα είναι αυτά που ξέρουμε για το έργο της. Η ηλιόλουστη γαλήνια φύση του νησιού, η λατρεία της θεάς Αθηνάς, το γλωσσικό ιδίωμα κ.ά. μας δίνουνε την εξήγηση της καλλιτεχνικής ανάπτυξης εκείνης της εποχής που ‘κανε μια γυναίκα και μάλιστα τόσο νέα να εκφράσει τις σκέψεις της με ποιητικό μέτρο.
     Όλες οι νέες της εποχής της περνούσανε το χρόνο τους γνέθοντας κι υφαίνοντας κάτι όμως που δεν ταίριαζε καθόλου στην ευαίσθητη ψυχή της μικρής ποιήτριας που έψαχνε κι έβρισκε τρόπους να ξεφεύγει από τη προσοχή της αυστηρής μάνας για να εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της με λυρισμό κι  έμμετρο λόγο. Η μεγάλη της αγάπη για την, από τα παιδικά χρόνια, φίλη Βαυκίδα που επίσης πέθανε στα 19 αφού παντρεύτηκε κι εγκατέλειψε τη Τήλο, έγινε έμπνευση για έκφραση σε 6μετρο κι ελεγειακά 2στιχα που θρηνούσανε το χαμό της αλλά κι αιτία για να βρεθεί δίπλα της στου Πλούτωνα τα παλάτια.
     O Ασκληπιάδης ο Σάμιος το 290 π.Χ. σε ποίημά του, βεβαιώνει τη ποιήτρια ότι το τραγούδι της θα μείνει αθάνατο και θα τραγουδιέται απ’ τις Μούσες της Πιερίας, ο Λεωνίδας ο Ταραντίνος το 274 π.Χ. τη μνημονεύει επίσης σε ποίημα του, ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος το 120 π.Χ την αναφέρει ανάμεσα στις 9 γυναίκες που ασχολήθηκαν με τη ποίηση (Ανύτη η Τεγεάτις, Ήριννα η Τήνια, Κόριννα η Ταναγραία, Μοιρώ η Βυζαντία, Μύρτιδα η Θηβαία, Νοσσίς η Λοκρίς, Πράξιλλα η Σικυώνια, Σαπφώ η Λέσβια, Τελέσιλλα η Αργεία), ο Μελέαγρος το 90 π.Χ τη συμπεριλαμβάνει στη συλλογή του Στέφανος και την αποκαλεί ζαφορά, κρίνο της Ανύτης κ.α., από ένα  χωρίο του  Χριστόδωρου μαθαίνουμε ότι το άγαλμά της βρισκότανε στο Γυμνάσιο του Ζευξίππου στο Βυζάντιο, κατασκευασμένο από το Ναυκίδη.
     Το Ήριννα ή Έριννα όπως τη λέν ορισμένοι, σημαίνει ΆνοιξηἨρινὸν=ἐαρινόν, γράφει το λεξικό της Σούδας. Σύμφωνα μ’ αυτό, καταγόταν από τη Τέω ή τη Τήνο ή τη Λέσβο κι έζησε στα χρόνια της Σαπφούς. Άλλοι υποστηρίζουν ως τόπο καταγωγής της τη Τήλο (νησί κοντά στη Κνίδο), ενώ άλλοι πίστευαν ότι καταγόταν από τη Ρόδο (στην οποία πάντως η Τήλος ανήκε διοικητικά τον 4ο π.Χ. αι.).


                            Ήριννα & Βαυκίς

     Το μόνο που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα για τη ζωή της είναι ότι πέθανε στα 19 από μαρασμό, επειδή η μητέρα της δεν την άφηνε ν’ ασχολείται με τη ποίηση, αλλά την ανάγκαζε  να γνέθει και να υφαίνει. Αυτή κατάφερνε όμως κι έγραφε κρυφά.  Η ποίηση της απέκτησε μεγάλη απήχηση και φήμη, από την αρχαιότητα μέχρι και τις μέρες μας, κερδίζοντας σεβασμό κι εκτίμηση, πολλών μελετητών. Επιγράμματα που σώθηκαν στη ΠΑ κι αποδίδονται το ένα σε ανώνυμο και το άλλο στο Λεωνίδα τον Ταραντίνο (2ο αι.π.Χ) ή στο Μελέαγρο (3ο αι.π.Χ), κατατάσσουνε τη ποίησή της ισάξια της Ομηρικής.
     Περίφημο κατά την αρχαιότητα ήταν το έργο της Ηλακάτη, επύλλιο αποτελούμενο από 300 6μετρους στίχους σε δωρική διάλεκτο,  αναμεμειγμένους ωστόσο με στοιχεία και της αιολικής διαλέκτου. Ελάχιστοι  σώθηκαν απ’ αυτό το έπος μεγάλης ευαισθησίας της παιδικής ηλικίας, που ‘χεν ηρωίδα τη φίλη της Βαυκίδα, που πέθανε κι αυτή νεαρότατη και νιόπαντρη. Δεν είναι σίγουρο αν η ίδια ή μεταγενέστεροι μελετητές το ονόμασαν έτσι. Σώθηκε σ’ ένα πάπυρο,που χρονολογείτε στο 2ο αιώνα μ.Χ. και βρέθηκε το 1928. Σήμερα ο πάπυρος βρίσκεται στη Biblioteca Medicea Laurenziana. Διασώθηκαν μόνο 54 στίχοι από τους συνολικά 300 του ποιήματος κι εκείνοι όχι ακέραιοι, που αποκατεστημένοι από τον Bowra συνολικά συνιστούν βιογραφία της Βαυκίδας, της αγαπημένης φίλης των παιδικών χρόνων. Εδώ αναδύεται ειδυλλιακή μέσα στην απλότητά της ζωή με τη νοσταλγική αναφορά. Εκτός αυτών, στο Ανθολόγιο του Ιωάννη Στωβαίου, συγγραφέα του 5ου μ.Χ. αι., σώζονται 2 αποσπάσματα που ενδεχομένως (αν κι όχι μετά βεβαιότητας) προέρχονται από την Ηλακάτη. Το 1ο αναφέρεται στην αιώνια σιωπή και στο αιώνιο σκότος του Κάτω Κόσμου και το 2ο μιλά για τις άσπρες τρίχες των γηρατειών. Και τόσοι όμως είναι αρκετοί για να φανερωθεί στον αναγνώστη μια χαμηλόφωνη και ταπεινή ποίηση, ελεγειακή όχι στη μορφή αλλά στο περιεχόμενό της, θερμή και τρυφερή, που αντιμέτωπη με το οριακό γεγονός του θανάτου στρέφεται στην οικεία καθημερινότητα και ανακαλεί τις μικρές χαρές της ζωής προσφέροντας την παρηγοριά που μόνο η τέχνη μπορεί να χαρίσει στον άνθρωπο.
     Η Ήριννα είχε μια παιδική φίλη, τη Βαυκίδα, που παντρεύτηκε κι έφυγε ενδεχομένως από τη Τήλο, για να πεθάνει λίγο αργότερα νεότατη, όπως κι η ίδια η ποιήτρια μετά από λίγο καιρό. Καταπιεζόταν από την αυταρχική, όπως φαίνεται μητέρα της που την ανάγκαζε ν’ ασχολείται με όσα την εποχή εκείνη θεωρούντο πρέποντα για μια κοπέλα. Η αγάπη της όμως για τη ποίηση ήτανε τόσο μεγάλη, που ακόμη και την ώρα που έκλωθε το νήμα ή ύφαινε στον αργαλειό, το πνεύμα της ήτανε χαρισμένο στη Μούσα της Ποίησης. Θλιμμένη για το θάνατο της φίλης της, θρηνεί μακριά απ’ τη νεκρή, διότι δεν επιτρεπόταν να συμμετάσχει στη κηδεία και στο πένθος. Ίσως το γεγονός, ότι ήτανε πολύ νέα κι ανύπαντρη, να ήταν ο λόγος της απαγόρευσης αυτής. Δεισιδαιμονίες τέτοιου είδους, δεν επέτρεπαν μέχρι και λίγα μόλις χρόνια πριν, στα ανύπαντρα κορίτσια να πηγαίνουν σε κηδείες, θρήνους και πένθος, διότι θεωρούνταν γρουσουζιά και κακοτυχία.
     Οι στίχοι ξετυλίγονται τόσο ζωντανά, περιγράφοντας μ’ ευαισθησία, όσα η ποιήτρια επιθυμούσε να πει στη χαμένη φίλη. Στην Ηλακάτη (πρόκειται για τη ρόκα στην οποία τύλιγαν το νήμα οι γυναίκες πριν ξεκινήσουν το γνέψιμο στον αργαλειό) αναθυμάται και περιγράφει με πόνο και νοσταλγία, με θλίψη και τρυφερότητα, τα παιδικά παιχνίδια των δύο κοριτσιών, τις δουλειές που οι μητέρες αναθέτανε στις μικρές φίλες να κάνουν, τη Μορμώ, το φόβητρο κάθε παιδιού της εποχής εκείνης, αλλά και την εργασία τους με τη ρόκα (ηλακάτη). Κι ύστερα τη θλίψη της για την απομάκρυνση της Βαυκίδας από τη φιλενάδα της, τότε που παντρεύτηκε και σε κλίνη ανδρός βρέθηκε, και τον άφατο πόνο της όταν αναγκάστηκε να μη παρευρεθεί στη κηδεία της. Έτσι μένει σπίτι και γνέθει την Ηλακάτη εκφράζοντας τις σκέψεις της.
     Στους στίχους του, περιγράφει τα παιχνίδια που έπαιζαν ως παιδιά. Αγαπημένο παιχνίδι της εποχής όπως περιγράφεται στους κατεστραμμένους στίχους ήταν η χελώνη. Στο ομαδικό αυτό παιχνίδι ένα μικρό παιδί καθότανε στη μέση ενός νοητού κύκλου και παρίστανε τη χελώνα. Τ’ άλλα γύριζανε τρέχοντας γύρω της και ρωτούσαν:

χελύννη-χελύννη, τι ποιείς εν τω μέσω;
χελώνα-χελώνα, τι κάνεις στη μέση;

     Η χελώνα απαντούσε:

έρια μαρύομαι και κρόκην Μιλησίαν
μαλλί τυλίγω και νήμα της Μιλήτου

     Τα παιδιά ξαναρωτούσαν:

κι ο γιος σου τι απέγινε κι εχάθη;

     Η χελώνα απαντούσε:

από τ’ άσπρα του άτια πήδησέ στο πόντο κι εχάθη

     Τότε η χελώνα πηδούσε από τη μέση του κύκλου και προσπαθούσε να πιάσει κάποιο από τα παιδιά που έτρεχαν τριγύρω της, το οποίο με τη σειρά του γινόταν η χελώνα.
          Η Ήριννα περιγράφει τις παιδικές φωνές, τις κερένιες κούκλες, τις δαγύδες, που όπως και σήμερα κι όπως πάντα τις έντυναν νύφες, που συντρόφευαν τις μέρες τους, όταν έπαιζαν παρέα. Θυμάται τη Μορμώ, που ήταν ο μπαμπούλας της εποχής τους και πόσο τη φοβότανε, καθώς τάραζε τα αθώα χρόνια τους και το παιχνίδι όπου παρίσταναν τις κυρίες. Περιγράφει και σκηνές της καθημερινότητας, που το μαλλί μοιραζότανε στις δούλες και δούλευαν τη ρόκα και το παστό κρέας μοιραζότανε σ’ όλους.
     Οι στίχοι της Ηλακάτης που σώζονται μαζί με τα 3 επιγράμματά της που γνωρίζουμε, αν τους βάλουμε τον όλους μαζί δε φτάνουνε να γεμίσουνε 2 σελίδες βιβλίου. Κι όμως με αυτούς τους ελάχιστους στίχους κατορθώνει να ζωντανέψει έναν ολόκληρο χώρο, πραγματικό και ποιητικό ταυτόχρονα: τη ζωή στη μικρή κι απομονωμένη Τήλο κατά την ύστερη αρχαιότητα, τη καθημερινότητα των κοριτσιών, τα παιχνίδια τους, την αγάπη που τα συνδέει, το πέρασμα του χρόνου που τα αλλάζει. Κι όλα αυτά μ’ έναν τρόπο που κάποιες στιγμές φέρνει στον νου του αναγνώστη, παραδόξως, τον Παπαδιαμάντη -πιθανότατα επειδή οι συνθήκες ζωής δεν διέφεραν στη πραγματικότητα πολύ ανάμεσα στη Τήλο του 4ου αι.π.Χ. και στη Σκιάθο του 19ου, αλλά επίσης γιατί αυτό που κυριαρχεί και στους 2, είναι η αγάπη κι η νοσταλγία με την οποία αντικρίζουν και μεταμορφώνουν ό,τι περιγράφουνε, τα μικρά πράγματα κυρίως με την ανεξάλειπτη λάμψη.
     Η ποιητική της φωνή τρυφερή, ευαίσθητη, χωρίς εξάρσεις αλλά με λιτότητα και αμεσότητα,   οδηγεί τον αναγνώστη στον μικρό και μέγα κόσμο της ανθρώπινης ύπαρξης  μέσα από το γεγονός ενός  επώδυνου θανάτου. Είναι η έμπρακτη απόδειξη πως υπερέβη την απαγόρευση καταθέτοντας για την αγαπημένη φίλη ένα είδος βιογραφικού θρήνου της τιμώμενης νεκρής, μελαγχολικά οικείου σε μας τους νεοέλληνες κι από τα σπαρακτικά μοιρολόγια της Μάνης. Αποδεικνύει ακόμα ότι γυναίκες, γνωστές κι άγνωστες, σ’ όλες τις εποχές και σ’ όλους τους τόπους σκυμμένες πάνω στον αργαλειό ή σε άλλα έργα καθημερινής ενασχόλησης πλαισίωναν και πλαισιώνουν πάντα την τέχνη ή την εργασία τους με τραγούδια που επιχειρούν να αγγίξουν τον ουρανό της ποιητικής δημιουργίας για να αρθούν πάνω από την σκληρή πραγματικότητα και τα βάσανα που αυτή επιφυλάσσει στις ανυπεράσπιστες υπάρξεις.
     Στη ΠΑ σώζονται 3 επιγράμματά της (VI 352, VII 710 & VII 712). Το 1ο είναι εμπνευσμένο από τη προσωπογραφία μιας φίλης της, της Αγαθαρχίδας,  ενώ τ’ άλλα 2 είναι επιτύμβια της Βαυκίδας, έξοχα στο συναίσθημα, ειδικά το τελευταίο. Σε αυτά η ποιήτρια περιγράφει τη νεκρική πυρά και το μνήμα της φίλης της και κατηγορεί τον Άδη, το θεό του Κάτω Κόσμου, ότι ζήλεψε τη φίλη της.


                Ήριννα δια χειρός Ρέμπραντ

     Στη ΠΑ σώζονται επιγράμματα αφιερωμένα σ’ αυτή : Ο ανώνυμος επιγραμματοποιός του ΙΧ 190 την ανακηρύσσει ισάξια του Ομήρου κι υπέρτερη, από μιαν άποψη, της Σαπφούς. Ο Ασκληπιάδης ο Σάμιος (3ος π.Χ. αι.) (VΙΙ 11) αναρωτιέται πόση να ‘ταν η δόξα της αν δεν πέθαινε τόσο νέα, ο ανώνυμος του VΙΙ 12 τη χαρακτηρίζει αθάνατη και σύντροφο των Μουσών, ο Μελέαγρος (VΙΙ 13) μέμφεται τον Άδη γιατί άρπαξε τη παρθενική μέλισσα κι ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος (VΙΙ 713) παρομοιάζει τη ποίησή της με χαμηλόφωνο τραγούδι κύκνου.
     Αυτή η υπερβολή στον έπαινο σχετίζεται με την σύγχυση που επικρατούσε κατά την ύστερη αρχαιότητα κι ήθελε την Ήριννα ομόχρονη και φίλη της Σαπφούς. Σύγχυση που διαλύεται με βαθύτερη προσέγγιση στο έργο των 2, που ούτε γλωσσικά συγγενεύουν (στην αιολική η Σαπφώ, στη δωρική η Ήριννα) ούτε ως προς τη ποιητική τους ιδιοσυγκρασία. Ένας φλογερός κατά κανόνα ανεκπλήρωτος ερωτικός πόθος πυρπολεί το εξαίσιο σαπφικό έργο, το οποίο έρχεται από το τέλος της αρχαϊκής εποχής. Αντίθετα στο έργο της Ήριννας κυριαρχεί η χαμηλής έντασης αλλά μακράς διάρκειας θαλπωρή της αγάπης. Αυτής που συντηρεί θερμά τα χνάρια στη καρδιά και που ευδοκιμεί σε κλίμα ποιητικό απόλυτα εναρμονισμένο με της τροφή της τέχνης προς την καθημερινότητα την εποχή του 4ου αι.π.Χ. Της οφείλουμε την αναβίωση ενός χαρούμενου κοριτσίστικου κόσμου -είναι μοναδική περίπτωση μες στην αρχαία γραμματεία- που αποπνέει την ευγένεια και το ήθος του αιγαιακού πολιτισμού, που φαίνεται πως συνολικά και τηρουμένων πάντα των αναλογιών έδινε τη δυνατότητα στις γυναίκες να συμμετέχουν στη χαρά της ζωής.
     Προς τιμή της μεγάλης αυτής λυρικής ποιήτριας, το 2007 ιδρύθηκε ομώνυμο επιστημονικό περιοδικό (Ήριννα) από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Δωδεκανήσου (μ’ έδρα τη Ρόδο) στα 4 τεύχη του οποίου (2007, 2008, 2010) φιλοξενούνται πρωτότυπα επιστημονικά άρθρα που σχετίζονται με τη Φιλολογία και την Εκπαίδευση. Επίσης, έχει ιδρυθεί ομώνυμος Σύνδεσμος Τηλίων. Τέλος, η μορφή της αναπαρίσταται στη τοιχογραφία του Πανεπιστημίου Αθηνών μαζί με τη Σαπφώ και τη Κορίννα.

                           Ήριννα

Στᾶλαι, καὶ Σειρῆνες ἐμαί, καὶ πένθιμε κρωσσέ,
ὅστις ἔχεις Ἀίδα τὰν ὀλίγαν σποδιάν,
τοῖς ἐμὸν ἐρχομένοισι παρ᾽ ἠρίον εἴπατε χαίρειν,
αἴτ᾽ ἀστοὶ τελέθωντ᾽, αἴθ᾽ ἑτέρας πόλιος:
χὤτι με νύμφαν εὖσαν ἔχει τάφος,
εἴπατε καὶ τό χὤτι πατήρ μ᾽ ἐκάλει Βαυκίδα,
χὤτι γένος Τηνία, ὡς εἰδῶντι: καὶ ὅττι μοι
ἁ συνεταιρὶς Ἤρινν᾽ ἐν τύμβῳ γράμμ᾽ ἐχάραξε τόδε. 

Ώ στήλη και σειρήνες μου και συ, που κρύβεις τώρα
μέσα σου, κάσα πένθιμη, μια φούχτα μου σποδό,
σ’ όσους στο μνήμα μ’ έρχουνται, πείτε καλή τους ώρα,
είτε δημότες λέγονται ή ξένοι ήρθαν εδώ,
και πως ο τάφος με βαστά -πείτε το- και νυφούλα
και πως Βαυκίδα μ’ έλεγαν και πως γενιά κρατώ
από τη Τήνο -να το δουν – και πως η αδερφούλα
η Ήριννα, το επίγραμμα μού ‘χει χαράξει αυτό.

(επίγραμμα στη Βαυκίδα)

                   Μελέαγρος

Ο γλυκὺς Ἠρίννης οὗτος πόνος, οὐχὶ πολὺς μέν,
ὡς ἂν παρθενικᾶς ἐννεακαιδεκέτευς,
ἀλλ᾽ ἑτέρων πολλῶν δυνατώτερος:
ἰ δ᾽ Ἀίδας μοι μὴ ταχὺς ἦλθε,
τίς ἂν ταλίκον ἔσχ᾽ ὄνομα;


Μόχθος γλυκός της Ήριννας ετούτα τα στιχάκια,
όχι πολλά μα τα ‘γραψα δεκαεννιά χρονώ
μ’ από πολλά άλλα πολύ ανώτερα,
κι αν δε μ’ αρπούσε ο Χάρος τόσον άκαιρα
κανείς δε ξέρει όνομα ποιος  θα ’χε όπως εγώ
;
(επίγραμμα στην Ήριννα)

                      Ανώνυμος

Λέσβιον Ἠρίννης τόδε κηρίον εἰ δέ τι μικρόν,
ἀλλ᾽ ὅλον ἐκ Μουσέων κιρνάμενον μέλιτι.
οἱ δὲ τριηκόσιοι ταύτης στίχοι ἶσοι Ὁμήρῳ,
τῆς καὶ παρθενικῆς ἐννεακαιδεκέτευς:
ἣ καὶ ἐπ᾽ ἠλακάτῃ μητρὸς φόβῳ,
ἣ καὶ ἐφ᾽ ἱστῷ ἑστήκει Μουσέων λάτρις ἐφαπτομένη.
Σαπφὼ δ᾽ Ἠρίννης ὅσσον μελέεσσιν ἀμείνων,
Ἤριννα Σαπφοῦς τόσσον ἐν ἑξαμέτροις.


Ένα κεράκι Λέσβιο της Ήριννας το ποίημα,
μικρό πολύ, μα το ᾿πλασε το μέλι των Μουσών.
Τριακόσιοι μόν’ οι στίχοι της, μ’ Ομήρου κάνουν ρίμα
κι ας είναι στίχοι κοριτσιού δεκαεννιά χρονών.
Κι αν από φόβο δούλευε της μάνας το αδράχτι,
και αργαλειό ολημερίς, τη ποίηση είχεν άχτι,
θεράπευε στα στήθη της τη τέχνη τη κρυφή.
Κι αν η Σαπφώ καλύτερη στο λυρικό στιχάκι,
στο εξάμετρο τη ξεπερνά η νέα, με ψυχή!

    (επίγραμμα στην Ήριννα)

                Ασκληπιάδης

Λίγοι της Ήριννας  οι στίχοι και λιτοί
σαν την αθόρυβη ζωή της τη μικρή.
Όμως στο έργο τούτο δω, τη χάρη,
απ’ των Μουσών τα χέρια έχει πάρει,
των θνητών αγνοεί την εφήμερη ζήση
και σκιά των φτερών της μαύρης νυχτιάς
δεν το σβήνει, δε μπορεί να το σβήσει.

Κι εμείς όλοι των νιών ποιητών τα πλήθη,
μαραινόμαστε και σβήνουμε, σ τη λήθη.
Σαν τραγούδι του κύκνου, αντηχεί σιγαλό,
μ’ απ’ τον κρωγμό των κοράκων ηχεί πιο καλό,
απ’ την άδεια, που σβήνει και ξοφλά, την ηχώ,
στ΄ανοιξιάτικα πέρα τα νέφη, βουβό.

        (επίγραμμα στην Ήριννα)

           Ηλακάτη (απόσπασμα)

Απ’ τ’ άσπρα σου άτια πήδηξες με άλμα τρελό
μες στου βυθού της θάλασσας  τα’ άπειρο κύμα:
«Σ’ έπιασα!», δυνατά φωνάζω, αχ! Βαυκίδα μου.
Ήμουν η μάνα ‘γώ του παιχνιδιού και συ ήσουν η χελώνα
που πάνω-κάτω πήδαγες  στο χόρτο της αυλής μας.


Για όλα, καημένη μου, βαριά στενάζω και θρηνώ,
μες στη καρδιά, χνάρια ζεστά βρίσκονται ακόμα,
όμως εκείνα που ‘διναν χαρά, όλα ‘χουν γίνει στάχτη.
Κοριτσάκια μικρά, σα μεγάλες κυρίες ντυμένα,
στη κάμαρή μας χαρωπά που παίζαμε μικρά
ξένοιαστα τις κουκλίτσες μας κρατώντας γελαστά,
νωρίς είχ’ έρθει η μάνα να μοιράσει το μαλλί
στις πιστές υπηρέτρες και ζητούσε από σένα
το φρέσκο κρέας να παστώσετε μαζί.

Θυμήσου τι φόβο, η Μορμώ μάς γεννούσε
είχ’ αυτιά μυτερά και στρεβλά περπατούσε,
συνεχώς με γκριμάτσες φριχτές άλλαζ’ όψη.
Μα σε κλίνη ανδρός μόλις έπεσες, όλα μικρή,
παιδούλα ακόμα, στο κόρφο της μάνας
 τα ξέχασες πια, όλα όσ’ άκουγες κει.


Αχ, Βαυκίδα, καλή μου, λησμονιά στη καρδιά
η θεά Αφροδίτη  κρυφά σου ‘χε βάλει.
Μα πικρά τώρα κλαίω, τη κηδεία σου αφήνω,
δε βαστάνε τα πόδια να βγω απ’ το σπίτι,
δε βαστώ το κορμί σου νεκρό ν’ αντικρύσω
δε μπορώ να θρηνώ με λυτά τα μαλλιά μου
ολοπόρφυρο πένθος μού διαλεί τη καρδιά μου.

 …
Άδικα πάν’ τα κλάιμματα από εδώ, ως τον Άδη
Σιγή σκεπάζει τους νεκρούς, τα μάτια τους, σκοτάδι.
 

                     (Ήριννα συνέγραψεν)

================================


Κόριννα δια χειρός Γουίλλιαμ Μπλέηκ: σχεδίασμα

                   Κόριννα η Ταναγραία

     Η Κόριννα ήταν Αρχαία Ελληνίδα λυρική ποιήτρια, κόρη του Αχελωοδόρου και της Προκράτειας, τοποθετημένη κατά παράδοση στον 6ο αι. π.Χ. Σύμφωνα με αρχαίες πηγές, όπως ο Πλούταρχος κι ο Παυσανίας, καταγόταν από τη Τανάγρα της Βοιωτίας, όπου ήτανε διδάσκαλος κι αντίπαλον δέος του γνωστότερου Θηβαίου ποιητή Πινδάρου. Αν και 2 από τα ποιήματά της επέζησαν σ\ επιτομή, το μεγαλύτερο μέρος του έργου της διατηρείται σε αποσπάσματα παπύρου του 2ου αι. π.Χ.
     Η Σούδα μας πληροφορεί:  “Κόριννα Αχελωιοδώρου και Προκατίας Θηβαία ή Ταναγραία μαθήτρια Μυρτίδος ενίκησε δε πεντάκις, ως λόγος, Πίνδαρον, έγραψε δε βιβλία κι επιγράμματα και νόμους λυρικούς”. Τα ανέκδοτα, που συνδέουν τη Κόριννα με τον Πίνδαρο (και τη τοποθετούν στον 5ο αι. π.Χ) και τις νίκες επί αυτού δεν πρέπει να τα πάρουμε στα σοβαρά, αφού μάλιστα η ίδια η ποιήτρια κατηγορεί τη Μύρτιδα, ότι τόλμησε να τον ανταγωνιστεί.
     Όμως, από το 1930 κ.εξ. υποστηρίχθηκε από τον Lobel ότι δεν έζησε πριν απ’ τον 3ο αι. π.Χ. Το πρόβλημα παραμένει διότι και για τις δύο περιπτώσεις υπάρχουνε πολλά θετικά επιχειρήματα. Τα ποιήματα της Κόριννας δεν είναι βέβαιο ότι εκδόθηκαν από τους Αλεξανδρινούς. Το όνομά της προστίθεται με αμφισβήτηση στον κατάλογο των εννέα λυρικών, ως δέκατο όνομα. Από τους τίτλους των έργων κι από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα προκύπτει, ότι η Κόριννα, που γράφει στη Βοιωτική διάλεκτο γι’ αυτό είναι κάπως δύσκολη στη κατανόηση, χρησιμοποιούσε ευχαρίστως τοπικούς μύθους. Από τον πάπυρο του Βερολίνου, που μας χάρισε αρκετούς στίχους, διαπιστώνουμε μια ιδιότυπη ποιητική διατύπωση: απλή, παρατακτική, λιτή και μεστή, γεμάτη χάρη.
     Η ημερομηνία γέννησης της Κόριννας είναι άγνωστη, αλλά πιστεύεται ότι γεννήθηκε το μήνα Μάη. Αν ο Πίνδαρος ήταν όντως μαθητής της, μπορεί να υποτεθεί ότι είχε γεννηθεί μερικά έτη πιο νωρίς από τη χρονιά γέννησης του (522 π.Χ.). Μερικοί συγγραφείς, ωστόσο, την τοποθετούν στον 5ο ή 4ο αι. π.Χ. Ο Παυσανίας ισχυρίζεται ότι κέρδισε σε ποιητικό διαγωνισμό τον Πίνδαρο, γεγονός για το οποίο η ίδια παράγγειλε να της κατασκευάσουν μνημείο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, η επιτυχία της μάλλον οφειλότανε κυρίως στην ομορφιά της και στη χρήση της τοπικής βοιωτικής διαλέκτου, σε αντίθεση με τη δωρική των ποιημάτων του Πινδάρου. Ο Αιλιανός ισχυρίζεται ότι νίκησε 5 φορές τον Πίνδαρο κι ως αντίδραση στις ήττες αυτές, ο Πίνδαρος την αποκάλεσε γουρούνα. Ο Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς τη συγκαταλέγει στις 9 θνητές μούσες.



     Η Κόριννα έγραψε χορική λυρική ποίηση για πανήγυρεις στη βοιωτική διάλεκτο. Λέγεται ότι επέκρινε τον Πίνδαρο για εισαγωγή αττικισμού στα ποιήματά του. Αντίθετα με τον Πίνδαρο, έδωσε έμφαση σε τοπικούς μύθους, και χάραξε παραλλήλους μεταξύ του κόσμου της μυθολογίας και της συνήθους ανθρώπινης συμπεριφορας. Τα σχεδιάσματα δύο ποιημάτων της έχουν επιζήσει. Το ποίημα Μινύαι μιλά για τις τρεις ενήλικες κόρες του βασιλιά Μινύα του Ορχομενού: τη Λευκίππη, την Αρσίππη, και την Αλκαθόη. Το ποίημα Κορωνίδες μιλά τις 2 κόρες του Ωρίωνα, τη Μενίππη και τη Μητιόχη, που κόψανε το λαιμό τους με τη σαΐτα του αργαλιού τους, θυσιάζοντας τον εαυτό τους για χάρη των συμπολιτών τους.
     Πολλοί νεότεροι κριτικοί έχουν αμφισβητήσει την παραδοσιακή θεωρία ότι η Κόριννα ήταν σύγχρονη του Πινδάρου κι αξιώνουν μια αρκετά μεταγενέστερη ημερομηνία για αυτή. Παραθέτοντας τη βοιωτική ορθογραφία των σπαραγμάτων της, ο David Campbell, που διόρθωσε μια νεώτερη έκδοσή τους, υποστηρίζει ότι έζησε περίπου στα 200 π.χ. κι ότι η παραδοσιακή της βιογραφία, γεμάτη με αντιφατικές θεωρήσεις του χαρακτήρα της, αναδύθηκε σα θρύλος σε αρκετά μεταγενέστερη ημερομηνία.
     Άλλοι κλασσικοί φιλόλογοι, μεταξύ των οποίων και ο Peter Levi, την τοποθετούν επίσης σε μεταγενέστερη εποχή, βάσει των μυθολογικών της παραπομπών, οι οποίες προέρχονται από μεταγενέστερη εποχή, καθώς και της απουσίας οποιωνδήποτε συγχρόνων της μαρτυριών που να επιβεβαιώνουν τη νίκη της επί του Πινδάρου. Επιπλέον, τα αρχαιότερα από τα σπαράγματά της χρονολογούνται από το το 2ο αι. π.Χ., συμφώνως προς άλλες ενδείξεις σχετικά με το πότε πράγματι έζησε.
     Η πρωϊμότερη αναφορά στη ποιήτρια γίνεται από τον Αντίπατρο τον Θεσσαλονικέα τον 1ο αι. π.Χ. που τη περιλαμβάνει σε κατάλογο ποιητριών μαζί με τις Πράξιλλα , Μοιρώ , Ανύτη , Σαπφώ, Ήριννα, Τελέσιλλα, Νοσσίς και Μυρτίς. Η Σούδα γράφει πως η Κόριννα ήταν μαθήτρια της επίσης Βοιωτής ποιήτριας Μύρτιδος κι ότι πεντάκις ενίκησε Πίνδαρον. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως κι ο Οβίδιος, βασιζόμενος στον Αλεξανδρινό Κανόνα των 9 μεγάλων λυρικών , ονοματίζει Κόριννα τη κεντρική μορφή των ερωτικών ελεγειών του.
     Η Κόριννα έγραψε χορική λυρική ποίηση 5στιχες ή 6στιχες στροφές για πανηγύρεις στη βοιωτική διάλεκτο κι απλή μετρική. Εμπνεύστηκε κυρίως από τους αρχαίους βοιωτικούς μύθους, που τους απέδωσε με ύφος απλό και κάπως ξερό, ως προς τα κοσμητικά επίθετα. Ως προς το μέτρο, χρησιμοποίησε το ιαμβικό και το χοριαμβικό 2μετρο. Έγραψε βουκολικά ποιήματα, μερικά ηρωικά αφηγήματα κι ίσως τον πόλεμο των “Επτά επί Θήβας”. Υμνεί το θεό κυνηγό Ωρίωνα , που λατρευόταν στην Βοιωτία , ως συμπατριώτη της, και τον καταστερισμό του. Το ίδιο και τον πατέρα του Ωρίωνα , τον Υριέα (Ουριέυς ), που ήταν επώνυμος ήρωας , ιδρυτής Βοιωτικής πόλης κοντά στη Τανάγρα. Επίσης έχουνε διασωθεί και 1250 στίχοι ποιημάτων που εκδόθηκαν 1η φορά από τον ΒΙΛΑΜΟΒΙΤΣ-ΜΑΙΛΕΝΤΟΡΦ .
     Στο ποίημα με τίτλο Κουρήτες αναφέρεται στον Ακραιφέα (Ακραιφήν , Ακραιφεύς ) που ήταν επίσης επώνυμος ήρωας κι ιδρυτής της Βοιωτικής πόλης Ακραιφία κι ένας από τους 5 γιους του Ωρίων . Τέλος, υμνεί τον Ευώνυμο (Ευωνούμοι) που ήταν ο 1ος μάντης του Απόλλωνα γιος του Κηφισού και πατέρας της Αυλίδος . Με τη λατρεία του Απόλλωνα σχετίζεται και το ποίημα Ορέστας που αναφέρεται στην ανατολή του φεγγαριού και την επτάπυλη Θήβα . Έν άλλο ποίημα διηγείται τον φόνο της Τευμησσικής αλεπούς από τον Οιδίποδα και το βοηθό του τον Ιόλαο. Αποσπάσματα του έργου της ποιήτριας είναι σήμερα γνωστά από αιγυπτιακούς παπύρους.
     Αντίθετα με τον Πίνδαρο, έδωσε έμφαση σε τοπικούς μύθους και χάραξε παράλληλους μεταξύ του κόσμου της μυθολογίας και της συνήθους ανθρώπινης συμπεριφοράς. Λέγεται μάλιστα πως απευθυνόμενη στον μεγάλο ποιητή, τον οποίο κατηγορεί ότι δεν τραγουδά μύθους που είναι η ουσία της ποίησης αλλά κι όταν ακόμα τους μαζέψει τους σκορπά με τα δύο του χέρια, υπερήφανη για τη νίκη της, του είπε :

Ω ! Πίνδαρε τη χειρεί σπείρειν αλλά και μη όλω τω θυλάκω“.
(Πίνδαρε με το χέρι να σπέρνεις και όχι με το σακί).

     Ο Πλούταρχος, γράφοντας αρκετούς αιώνες μετά τα γεγονότα που περιγράφει, αναφέρει ότι η Κόριννα, όπως κι η Μύρτις, συμβούλευσε τον νεαρό Πίνδαρο. Του είπε ότι η ποίησή του δεν περιλαμβάνει αρκετούς μύθους και θρύλους, ότι βασίζεται σε ένα δυσνόητο και παρωχημένο λόγο, χρησιμοποιεί τη περίφραση κι η προσωδία είναι απλή. Ο Πίνδαρος επέστρεψε με καινούργιο ποίημα, στο οποίο αναφέρονταν 8 διαφορετικές μυθολογικές μορφές σε μόλις 6 γραμμές. Η Κόριννα γέλασε και του είπε: «Ο ποιητής πρέπει να σπέρνει με το χέρι κι όχι με ολόκληρο το τσουβάλι» (Πλούταρχος, Ηθ. 347F-348A).
     Τα σχεδιάσματα 2 ποιημάτων της έχουν επιζήσει. Το ποίημα Μινύαι μιλά για τις 3 ενήλικες κόρες του βασιλιά Μινύα του Ορχομενού: τη Λευκίππη, την Αρσίππη, και την Αλκαθόη. Το ποίημα Κορωνίδες μιλά τις δύο κόρες του Ωρίωνα, τη Μενίππη και τη Μητιόχη, οι οποίες έκοψαν το λαιμό τους με τη σαΐτα του αργαλιού τους, θυσιάζοντας τον εαυτό τους για χάρη των συμπολιτών τους.
     Ο Προπέρτιος μας λέει πως η antίqua Corίnna ήταν μέλος της συντροφιάς της Σαπφούς. Ο Παυσανίας που επισκέφθηκε την περιοχή της αρχαίας Τανάγρας αναφέρει το νήμα με την εικόνα της Κόριννας, ένα γλυπτό του Καλάμιδος , κοντά στο Γυμνάσιο της αρχαίας πόλης , αλλά και τη νίκη της επί του Πινδάρου σε ποιητικό αγώνα. Στο μουσείο της πόλης Compiegne φυλάσσεται ένα αγαλμάτιο ύψους περίπου 50 εκατοστών που παρουσιάζει γυναίκα ενδεδυμένη με χιτώνα, ιμάτιο κι αρχαϊκή κόμμωση. Στα χέρια της κρατά έναν ανοιχτό κύλινδρο . Στη βάση του φέρει εγχάρακτο το όνομα ΚΟΡΙΝΝΑ. Ίσως να πρόκειται για το ίδιο άγαλμα που είδε ο Παυσανίας κατά τη περιήγηση του στην αρχαία Τανάγρα , αφιερωμένο στην καλλίστη των γυναικών όπως ο ίδιος εκτιμά.
     Πολλοί νεότεροι κριτικοί έχουν αμφισβητήσει τη παραδοσιακή θεωρία ότι η Κόριννα ήτανε σύγχρονη του Πινδάρου κι αξιώνουν μια αρκετά μεταγενέστερη ημερομηνία για αυτή. Παραθέτοντας τη βοιωτική ορθογραφία των αποσπασμάτων της, ο David Campbell, ο οποίος διόρθωσε μια νεότερη έκδοσή τους, υποστηρίζει ότι έζησε περίπου στα 200 π.Χ. κι ότι η παραδοσιακή της βιογραφία, γεμάτη με αντιφατικές θεωρήσεις του χαρακτήρα της, αναδύθηκε σαν θρύλος σε αρκετά μεταγενέστερη ημερομηνία. Άλλοι κλασσικοί φιλόλογοι, μεταξύ των οποίων κι ο Peter Levi, την τοποθετούν επίσης σε μεταγενέστερη εποχή, βάσει των μυθολογικών της παραπομπών, οι οποίες προέρχονται από μεταγενέστερη εποχή, καθώς και της απουσίας οποιωνδήποτε συγχρόνων της μαρτυριών που να επιβεβαιώνουν τη νίκη της επί του Πινδάρου. Τέλος  αρχαιότερα απ’ τα’ αποσπάσματά της χρονολογούνται από το το 2ο αι. π.Χ., συμφώνως προς άλλες ενδείξεις σχετικά με το πότε πράγματι έζησε.



     Ωστόσο, άλλες Βοιωτικές (π.χ. Θήβα, Θεσπιές) και μη-Βοιωτικές πόλεις (π.χ. Κόρινθος) διεκδικούν την καταγωγή της, σύμφωνα με τους αρχαίους (Παυσανίας 9.22.3) και Βυζαντινούς συγγραφείς (Σούδα). Οι περισσότερες από τις βιογραφικές πληροφορίες για τη Κόριννα προέρχονται από στοιχεία εντός των σωζόμενων έργων της, καθώς και από μεταγενέστερες πηγές. Η χρονολόγησή της είναι προβληματική. Με βάση το ύφος και το περιεχόμενο του έργου της, πολλοί φιλόλογοι τη χρονολογούν στον 3ο αι. π.Χ. Ο αρχαιότερος πάπυρος με έργο της χρονολογείται περίπου στο 200 μ.Χ., ενώ δεν υπάρχουν αρχαίες αναφορές στο έργο της πριν από τον 1ο αι. π.Χ. (Anth. Pal. 9.26; Prοp. 2.3.21).
     Το ύφος της είναι διαφορετικό απ’ αυτό της χορωδιακής αρχαϊκής ποίησης και βρίσκεται πιο κοντά στο αττικό δράμα, ενώ το περιεχόμενο της ποίησής της δεν ασπάζεται το πανελλήνιο ιδεώδες που βρίσκουμε στον Πίνδαρο. Ρωμαϊκές πηγές, ωστόσο, αναφέρουν ότι η Κόριννα ήταν μέντορας του Πινδάρου (Πλούταρχος, Ηθ. 347F-348A) και μαθήτρια της Μύρτιδος της Ανθηδόνιας (Σούδας).
     Μπορεί η ιστορικότητα του γεγονότος να αμφισβητείται, δείχνει όμως ότι, τουλάχιστον οι αρχαίοι, πίστευαν ότι η Κόριννα κι ο Πίνδαρος ήτανε σύγχρονοι κι αντίπαλοι, καθώς επίσης ότι εκείνη ήταν ανώτερη από αυτόν. Αν όντως ήταν σύγχρονη με τον Πίνδαρο κι αντίπαλός του, τότε θα χρονολογούνταν στον 5ο αι. π.Χ. και, σύμφωνα με τις πηγές, θα τον είχε νικήσει ή μία (Παυσανίας 9.22.3) ή πέντε φορές (Ael. VH 13.25, Σουίδας). Ο Αιλιανός αναφέρει ότι ο Πίνδαρος την αποκάλεσε «Βοιωτική σκρόφα», αναφερόμενος προφανώς στην αντίστοιχη έκφραση που υπάρχει στην 6η Ολυμπιακή Ωδή του ποιητή (6.90). Ωστόσο, ο Πίνδαρος δεν κατονομάζει τη Κόριννα στην ωδή κι επομένως, η αναφορά μπορεί να εξηγηθεί είτε ως ερμηνεία του Αιλιανού, είτε ως εικασία της ρωμαϊκής παράδοσης της εποχής του.



     Ο Τατιανός αποδίδει ένα χάλκινο άγαλμα της Κόριννας στον Σιλανίωνα, ο οποίος άκμασε γύρω στο 328-325 π.Χ. (Tatianus, Ad Gr. 33-4). Σύμφωνα με τον Παυσανία, μνημείο της βρισκόταν σε ευδιάκριτο σημείο της Τανάγρας κι ένα πορτρέτο της, όπου δένει τα μαλλιά της με μια κορδέλα για τη νίκη της κατά του Πίνδαρου, υπήρχε στο γυμνάσιο της πόλης (9.22.3). Επιπλέον, ο Παυσανίας αναφέρει ότι ήταν όμορφη, η ωραιότερη των γυναικών της εποχής εκείνης κι ότι έγραφε στην αιολική διάλεκτο κι όχι στη δωρική, όπως ο Πίνδαρος. Αν κι έγραψε στη τοπική διάλεκτο, η Κόριννα έγινε γνωστή και πέρα από τη πατρίδα της από τον 1ο αι. π.Χ. και μετά (Anth. Pal. 9.26, όπου κατονομάζεται ως μία από τις 9 Μούσες) κι έτυχε μεγάλου θαυμασμού από τους Ρωμαίους.
     Η ποίησή της έχει χωριστεί σε 5 βιβλία αλλ’ έχουν σωθεί μόνο περί τα 40 αποσπάσματα. Αν κι η Σούδα τη περιγράφει ως συγγραφέα επιγραμμάτων, τα σωζόμενα αποσπάσματα αποτελούνται από λυρικές αφηγήσεις τοπικών μύθων και τοποθεσιών. Τίτλοι έργων της περιλαμβάνουν τα εξής: Βοιωτός, Επτά επί Θήβας, Γήροια, Ευωνυμία, Ιόλαος, Κατάπλους. Το απόσπασμα 655 (Γήροια) υποδηλώνει ότι τα ποιήματά της τραγουδιόνταν από χορωδίες κοριτσιών σε τοπικές γιορτές. Η Κόριννα φαίνεται να ήταν ποιήτρια που τραγουδούσε σε συγκεντρώσεις στις οποίες μπορούσε να συμμετάσχει το σύνολο του πληθυσμού. Ο μεγαλύτερος σωζόμενος πάπυρος διατηρεί 2 αποσπασματικές αφηγήσεις, πιθανώς από δύο διαφορετικά ποιήματα: Η 1η μιλά για διαγωνισμό τραγουδιού μεταξύ των προσωποποιημένων βουνών, του Κιθαιρώνα και του Ελικώνα, και για τη νίκη του Κιθαιρώνα, η 2η αφήγηση περιέχει συνομιλία ενός τοπικού μάντη με τον ποτάμιο θεό Ασωπό, στον οποίο εξηγεί πώς εξαφανίστηκαν οι 9 κόρες του θεού. Ο μάντης του λέει ότι 3 κόρες είναι με τον Δία, ενώ ο Ποσειδώνας πήρε άλλες 3 για συζύγους του. Επίσης ο Απόλλωνας κυβερνά τα κρεβάτια των 2 κι ο Ερμής έχει την άλλη. Από αυτές τις 9 γυναίκες, μια φυλή ημίθεων θα γεννηθεί, οι οποίοι θα είναι γόνιμοι κι αγέραστοι. Η απάντηση του Ασωπού δεν έχει διασωθεί.
     Στο πρώτο από τα εδώ αποσπάσματα το θέμα, κατά την εκδοχή της Κόριννας, στα ευανάγνωστα μέρη, είναι ένας λυρικός αγώνας τραγουδιού μεταξύ των δυο επώνυμων ηρώων των 2 φημισμένων βουνών, που πήραν τα ονόματά τους από αυτούς, στον οποίο νίκησε ο Κιθαιρώνας κι ο Ελικώνας από τη λύπη του κατακρημνίσθηκε. Κατά τον Λυσίμαχο τον Κυρηναίο ο Κιθαιρώνας κι ο Ελικώνας ήταν αδέλφια πολέμια μεταξύ τους, ενώ ο Ψευδο-Πλούταρχος, “Περί ποταμών και ορών επωνύμια”, αναφέρει πως, κατά τον Ερμηάνακτα τον Κύπριο, από τα δυο αδέλφια ο Ελικώνας ήταν πράος και προσηνής και γηροκομούσε τους γονείς του, ενώ ο Κιθαιρώνας, όντας πλεονέκτης και επιθυμώνατας να μεταφερθεί σ’ αυτόν η περιουσία, κατά πρώτο σκότωσε τον πατέρα του και στήνοντας ενέδρα κατακρήμνισε τον αδελφό του αλλά συμπαρασύρθηκε. “Κατά δέ θεών πρόνοιαν εις ομώνυμα όρη μεταμορφωθέντες εγένοντο Κιθαιρών μεν δια την ασέβειαν Ερινύων μυχός, Ελικών δε δια την φιλοστοργίαν Μουσών ενδιαίτημα”.

]ΚΏΡΕΙ-
ΤΕΣ ΈΚΡΟΥ]ΨΑΝ ΔΆΘΙΟ[Ν ΘΙ]ΆΣ
ΒΡΈΦΟ]Σ ΆΝΤΡΟΙ, ΛΑΘΡΆ[ΔΑ]Ν ΑΓ-
ΚΟ]ΥΛΟΜΕΊΤΑΟ ΚΡΌΝΩ, ΤΑ-
ΝΊΚΑΝ ΝΙΝ ΚΛΈΨΕ ΜΆΚΗΡΑ ΡΕΊΑ
ΜΕΓ]ΆΛΑΝ Τ’ [Α]ΘΑΝΆΤΩΝ ΈΣ-
ς] ΈΛΕ ΤΙΜΆΝ. ΤΆΔ’ ΈΜΕΛΨΕΜ.
ΜΆΚΑΡΑΣ Δ’ ΑΥΤΊΚΑ ΜΏΣΗ
Φ]ΕΡΈΜΕΝ ΨΆΦΟΝ Έ[Τ]ΑΤΤΟΝ
ΚΡ]ΟΥΦΊΑΝ ΚΆΛΠΙΔΑΣ ΕΝ ΧΡΟΥ-
ΣΟΦΑΊΣ. ΤΎ Δ’ ΆΜ ΠΆΝΤΕ[Σ] ΏΡΘΕΝ.

ΠΛΊΟΝΑΣ Δ’ ΕΊΛΕ ΚΙΘΗΡΏΝ.
ΤΆΧΑ Δ’ ΕΡΜΆΣ ΑΝΈΦΑΝ[ΈΝ
ΝΙ]Ν ΑΟΎΣΑΣ ΕΡΑΤΆΝ ΩΣ
Έ]ΛΕ ΝΊΚΑΝ ΣΤΕΦ[Ά]ΝΥΣΙΝ
…….].(.)ΑΤΏ. ΑΝΕΚΌΣΜΙΟΝ
ΜΆΚΑ]ΡΕΣ. ΤΏ ΔΈ ΝΌΟΣ ΓΕΓΆΘΙ
.

Ο ΔΈ ΛΟ]ΎΠΗΣΙ ΚΆ[Θ]ΕΚΤΟΣ
ΧΑΛΕΠ]ΉΣΙΝ FΕΛΙ[Κ]ΏΝ Ε-
…….]ΛΙΤΤΆΔΑ [Π]ΈΤΡΑΝ
…….]ΚΕΝ Δ’ Ό[ΡΟ]Σ. ΥΚΤΡΏΣ
…….]ΩΝ ΟΥΨ[Ό]ΘΕΝ ΕΊΡΙ-
ΣΈ ΝΙΝ Ε]Μ ΜΟΥ[ΡΙ]ΆΔΕΣΣΙ ΛΆΥΣ

Οι Κούρητες
έκρυψαν το θεϊκό της θεάς
βρέφος στη σπηλιά, κρυφά
απ’ τον πανούργο Κρόνο. όταν
το ‘κλεψε η μακάρια Ρέα,
μεγάλη απ’ τους αθανάτους
πήρε τιμή. αυτά τραγούδησε.
κι αμέσως οι Μούσες στους μακάριους
ψήφο να ρίξουν όρισαν
κρυφά μέσα στις κάλπες
χρυσές. κι αυτοί όλοι σηκώθηκαν ευθύς.

και πήρε περισσότερους ο Κιθαιρώνας.
και γρήγορα ο Ερμής στο πρόσωπό του έλαμψε,
φωνάζοντας ότι την ποθητή
τη νίκη κέρδισε, με στεφάνια
]τον στόλισαν
οι αθάνατοι. κι εκείνου ο νους εχάρη.

κι αυτός από λύπες κατεχόμενος
βαριές ο Ελικώνας
]γυμνή πέτρα
]το βουνό. οικτρά
]από ψηλά έπεσε
σε μυριάδες βράχια…

ΕΠΊ ΜΕ ΤΕΡΨΙΧΌΡΑ [
ΚΑΛΆ FΕΡΟΊ ΑΪΣΟΜΈΝΑΝ
ΤΑΝΑΓΡΊΔΕΣΣΙ ΛΕΥΚΟΠΈΠΛΥΣ
ΜΈΓΑ Δ’ ΕΜΉΣ ΓΈΓΑΘΕ ΠΌΛΙΣ
ΛΙΓΟΥΡΟΚΩΤΊΛΗΣ ΕΝΟΠΉΣ.


Όταν εμένα η Τερψιχόρη [
που όμορφα τραγούδαγα η γριά
στις Ταναγραίες τις λευκόπεπλες.
και πολύ με τα δικά μου η πόλη χάρηκε
γλυκόλαλα άσματα.

ΜΈΜΦΟΜΗ ΔΈ ΚΉ ΛΙΓΟΥΡΆΝ
ΜΟΥΡΤΊΔ’ ΙΏΝΓ’ ΌΤΙ ΒΑΝΆ ΦΟΎ-
Σ’ ΈΒΑ ΠΙΝΔΆΡΟΙ ΠΌΤ’ ΈΡΙΝ.

Κατηγορώ και τη γλυκόφωνη
Μυρτίδα εγώ, γιατί γυναίκα ενώ είναι,
με τον Πίνδαρο κάποτε συναγωνίστηκε.

ΘΈΣΠΙΑ ΚΑΛΛΙΓΈΝΕΘΛΕ, ΦΙΛΌΞΕΝΕ, ΜΩΣΟΦΊΛΕΙΤΕ.

Θέσπια από γενιά ευγενική, φιλόξενη, που οι Μούσες αγαπούνε.

==============================

                      Μοιρώ η Βυζαντία

     Δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για τη Μοιρώ (ή Μυρώ) από το Βυζάντιο, κόρη του τραγωδού Όμηρου και γυναίκα του Φιλολόγου Ανδρομάχου., Ο Μελέαγρος (Παλ. ανθ. 4, 1) τοποθετεί τη Μοιρώ στο ίδιο επίπεδο με τη Σαπφώ. Έγραψε επική ποίηση, λυρική κι ελεγειακή, αλλά μόνο λίγα από τα έργα της διασώζονται. Τα αποσπάσματα ενός 6μετρου ποιήματος με τον τίτλο Μνημοσύνη, στίχοι από ελεγείες, η μνεία ενός Ύμνου στον Ποσειδώνα καθώς και καταραστικής ποίησης με τον τίτλο Αραί (= κατάρες. Πβ. τα ποιήματα Αραί και Χιλιάδες του Ευφορίωνα). Υπήρξε μητέρα του επίσης ποιητή Όμηρου από το Βυζάντιο, που συμπεριλαμβάνεται στη Πλειάδα των Αλεξανδρινών ποιητών του Πτολεμαίου Φιλάδελφου. Κατά τη Σούδα ο Όμηρος αυτός άκμασε κατά την 124η ολυμπιάδα (284-1 π.Χ.), άρα η μητέρα του πρέπει να γεννήθηκε στο 2ο μισό του 4ου αι. και να ήτανε σύγχρονη με την Ανύτη. Πράγματι τα 2 επιγράμματά της μοιάζουνε στο ύφος με αυτά της Ανύτης, ενώ η δήλωση του Τατιανού (Προς Έλληνας 33, 1-2) ότι ο γλύπτης Κηφισόδοτος (2ο μισό 4ου αιώνα) έφτιαξε αγάλματα και των δύο ποιητριών ταιριάζουν με μια χρονολογία της Μοιρώς στα τέλη του 4ου αι.
          Μια ιδέα για το περιεχόμενο του έργου της Μοιρώς Αραί, μάς δίνει ο Παρθένιος (Περί Αλκινόης), στη τραγική ιστορία της Αλκινόης,που όπως σημειώνει ένα σχόλιο στο περιθώριο του χειρογράφου, ο Παρθένιος άντλησε από τη Μοιρώ. Φαίνεται ότι χρησιμοποίησε αυτή την ιστορία, καθώς κι άλλες που δε σώζονται, προκειμένου να καταραστεί κάποιον ή κάποιους να πάθουνε παρόμοιες συμφορές μ’ αυτές που υφίστανται τα πρόσωπα των ιστοριών.
     Ο επιγραμματοποιός του 1ου αι. μ.Χ. Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς τη περιλαμβάνει στον κατάλογο των διάσημων ποιητών του, ενώ ο γραμματικός του 2ου αι. μ.Χ. Αθήναιος αναφέρει στους Δειπνοσοφιστές ένα από τα ποιήματα της, τη Μνημοσύνη κι ο περιηγητής Παυσανίας την αναφέρει στο έργο του Ελλάδος Περιήγησης. Το λεξικό Σούδα του 10ου αιώνα την αναφέρει ως Μυρώ, όπως κι ο λόγιος του 12ου αι. Ευστάθιος ο Θεσσαλονικεύς.
     Ως κύριο όνομα η Μνημοσύνη ήταν η προσωποποίηση της μνήμης, γυναίκα του Δία και μητέρα των 9 Μουσών. Ίσως κάπου στο ποίημα γινόταν λόγος για την ένωση του Δία και της Μνημοσύνης και τη γέννηση των Μουσών.  Στο μοναδικό σωζόμενο απόσπασμα από τον Αθήναιο γίνεται λόγος για τις Πλειάδες, τη Πούλια, το γνωστό σύνολο άστρων στο ζωδιακό αστερισμό του Ταύρου. Οι Πλειάδες στη μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων ήταν οι 7 θυγατέρες του Άτλαντα και της Ωκεανίδας Πλειόνης, αδερφές των Υάδων και του Ύαντος. Τα ονόματά τους ήταν: Αλκυόνη, Αστερόπη, Ηλέκτρα, Κελαινώ, Μαία, Μερόπη, Ταϋγέτη. Η πιο γνωστή παράδοση γι’ αυτές αναφέρει ότι ο Ωρίων συνάντησε τις Πλειάδες στη Βοιωτία, τις ερωτεύτηκε και τις κυνήγησε για πέντε χρόνια. Τότε αυτές έγιναν περιστέρια για να γλιτώσουνε (στα αρχαία πέλειαι ή πελειάδες). Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Δίας τις μεταμόρφωσε στο γνωστό αστερισμό. Το ετυμολογικό παιχνίδι με τις λέξεις Πλειάδες – πελειάδες (=περιστέρια) ήταν εξαιρετικά σύνηθες στους αρχαίους ποιητές (π.χ. Πίνδαρος, Νεμ. 2. 16, Αισχ. απ. 312 Radt κ.α.). Τα περιστέρια ήτανε σύμβολο της φοβισμένης φυγής για τους αρχαίους. Εδώ υπάρχει περίπλοκο ετυμολογικό παιχνίδι: τα φοβισμένα περιστέρια (πελειάδες) που ταΐζουνε τον μικρό Δία στο άντρο είναι ταυτόχρονα οι φοβισμένες από τον Ωρίωνα Πλειάδες, που στο μύθο μεταμορφώνονται σε περιστέρια και στο γνωστό αστερισμό των Πλειάδων.
     Η αλλαγή του ονόματος, με την οποία οι Πλειάδες λέγονται Πέλειαι και Πελειάδες, υπάρχει σε πάρα πολλούς ποιητές. 1η, όμως, η Μοιρώ η Βυζάντια κατανόησε καλά το πνεύμα των ποιημάτων του Ομήρου στο ποίημά της που επιγράφεται Μνημοσύνη, ισχυριζόμενη ότι την αμβροσία στο Δία την πηγαίνουν οι Πλειάδες .

                Πελειάδες

Ο Δίας στην Κρήτη μεγάλωνε μέχρι να γίνει μέγας,
 χωρίς κανείς απ’ τους μακάριους θεούς να το γνωρίζει.
Κι εκείνος αύξαινε σε όλα του τα μέλη.
 Μες στο θεϊκό το άντρο οι Φοβισμένες  τον ταΐζανε
φέρνοντας αμβροσία απ’ του Ωκεανού το ρεύμα,
και με το ράμφος μέγας αετός ποτό
στο Δία το σοφό νέκταρ κουβάλαγε
από ένα βράχο αντλώντας το συνέχεια.
Αυτόν ο Δίας που ο κεραυνός του μακριά ηχεί,
σαν νίκησε τον Κρόνο, τον πατέρα του,
τον έβαλε αθάνατο, να κατοικεί στον ουρανό.
Ομοίως τις φοβισμένες Πελειάδες τίμησε
που αγγελιαφόροι του καλοκαιριού και του χειμώνα είναι.


                  Ελεγεία

Τσαμπί, γεμάτο με του Διόνυσου χυμό,
μες στον κοιτώνα αναπαύεσαι της χρυσής Αφροδίτης.
Κι ούτε πια η μητέρα σου άμπελος
θα σ’ αγκαλιάσει με κλήμα εράσμιο,
μήτε θα βγάλει φύλλα που ευωδιάζουνε
νέκταρ απ’ το κεφάλι σου απάνω.

Ανιγριάδες νύμφες, κόρες του ποταμού,
που τούτα τα βάθη έξοχες με ρόδινα
πόδια πάντοτε βαδίζετε, χαίρετε
και τον Κλεώνυμο σώζετε, που τούτα
τα ωραία σε σας αφιέρωσα
αγάλματα κάτω απ’ τα πεύκα.


========================



                                 Μύρτις η Θηβαία

     Στους πρόποδες του Μεσσάπιου, στον Ευβοϊκό Κόλπο, βρισκότανε χτισμένη η Ανθηδώνα. Πανάρχαια Βοιωτική πόλη, που πήρε το όνομά της από μια Μυθική Νύμφη. Μες στο Άλσος των Καβείρων, υπήρχε Ιερό της Δήμητρας και της Κόρης-Περσεφόνης. Σα λαμπερό απομεινάρι των Αρχαίων Σεληνιάδων Ιερειών της Μητριαρχικής εποχής, ήταν η Μυρτίς. Ποιήτρια, περίφημη για την τέχνη της, μυημένη Ιέρεια στις μυστηριακές τελετές των Καβείριων Θεών που αντιπροσωπεύανε τις αναπαραγωγικές δυνάμεις της φύσης. Η Ανθηδώνια Γυναίκα, εμπνεότανε τόσο από τη παράδοση και τα Μυστήρια της Λατρείας , όσο κι από τους καθημερινούς αγώνες και τις αγωνίες των συντοπιτών της γεωργών και ψαράδων
     Η Μύρτις ή Μύρτιδα ήτανε λυρική ποιήτρια από την Ανθηδόνα της Βοιωτίας.Ήτανε λίγο μεγαλύτερη από τον Πίνδαρο, ο οποίος την είχε ως πρότυπο στις αρχές τις ποιητικής πορείας του.Κάποιες πληροφορίες λένε ότι ήταν δασκάλα της Κόριννας και του Πίνδαρου. Η Μύρτιδα περιλαμβάνεται στο λυρικό κανόνα των Αλεξανδρινών. Έγραφε τα ποιήματά της στη βοιωτική διάλεκτο και δόξασε τους τοπικούς μύθους με τα τραγούδια της. Από τα έργα της σώθηκε μόνο ένα ποίημα σε πεζή μετάφραση στον Πλούταρχο, όπου αναφέρεται σε μια ερωτική τραγωδία. Επίσης κατέβηκε και σε αγώνα, όπου αγωνίστηκε μαζί με τον Πίνδαρο για το στεφάνι.
     Μαθήτριά της, υπήρξε η Κόριννα, αλλά κι ο Πίνδαρος που αργότερα διαγωνίστηκε μαζί της κι ίσως ακόμα ο Διρκαίος Κύκνος όπως αποκαλούσανε τον ποιητή των “επίνικων”, κοντά στη Μύρτιδα να σφυρηλάτησε περισσότερο τους δεσμούς που υπήρχαν ανάμεσα στην οικογένειά του και τα ιερά με τα Μαντεία. Κι όπως οι Οίακες διατηρηθήκανε μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι στίχοι της Αρχαίας Ποιήτριας εξαερώθηκαν και αναλήφθηκαν σαν Θρηνητικοί Ύμνοι προς την Αξιόκερσα Περσεφόνη.
     Στο χώρο του ελληνικού μύθου η Μυρτίς ή και παροξύτονο Μύρτιν ακόμη και Μυρτίλα (Stephanus, Thesaurus graecae Linguae, VI,1305) υπήρξε λυρική ποιήτρια καταγόμενη από την Ανθηδόνα της Βοιωτίας. Αναφορά της έχουμε στο λυρικό κανόνα των Αλεξανδρινών. Μεγαλύτερη σε ηλικία από τον Πίνδαρο (522-443 π.Χ.), καταγόμενος και αυτός από τη Βοιωτία (Κυνός Κεφαλές, χωρίο της Θήβας), λέγεται ότι υπήρξε δασκάλα του, καθώς και της άλλης σύγχρονης λυρικής ποιήτριας που μνημονεύεται από τον Πίνδαρο της Κόριννας. Η Κόριννα «…του Πινδάρου, όντα νέον έτι και τη λογιότητι σοβαρώς χρώμενον, ενουθέτησεν ως άμουσον όντα» (Πλούταρχος, Ηθικά,347Ε κι εξής).
     Στον Πλούταρχο (45-120 μ. Χ. από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας) απαντά η μαρτυρία: «…ως Μυρτίς η Ανθηδονία ποιήτρια μελών ιστόρηκε» (Πλουτ, Ερωτ. 40).
     Για τον επιγραμματοποιό Αντίπατρο το Θεσσαλονικέα (1ος αι. π.Χ.) η Μύρτις έζησε τον 7ο αι. π. Χ., ήτανε λυρική ποιήτρια κι αοιδός και λέγεται πως είχε διαγωνισθεί σε αγώνα με τον Πίνδαρο:«…ιδέ γλυκυαχέα Μύρτιν, πάσας αενάων εργάτιδας σελίδων» Τη κατατάσσει δε στις εννέα ποιήτριες: Μύρτις, Κόριννα, Σαπφώ, Ήριννα, Πράξιλλα, Μοιρώ, Ανύτη, Τελέσιλλα, Νοσσίς. (ΠΑ, 4, 9,26,7).
     Άλλη μαρτυρία: «Πίνδαρος…μαθητής δε Μύρτιδος γυναικός, γεγονώς κατά την ξε΄ Ολυμπιάδα…» (Σούδα,ΙΙ,1617). Δηλαδή η Μύρτις γεννήθηκε περί το 520/516 π. Χ. την 65η Ολυμπιάδα.

============================

                     Νοσσίς ή Νόσσις η Λοκρίς

     Η Νοσσίς ή Νόσσις ήταν Ελληνίδα ποιήτρια κι επιγραμματοποιός (πιθανότατα, σχεδόν σύγχρονη της Ανύτης) από τους Επιζεφύριους Λοκρούς (Οι Επιζεφύριοι Λοκροί ήταν αρχαία ελληνική αποικία της Κάτω Ιταλίας στην χερσόνησο της Καλαβρίας, βορειοδυτικά του Ρήγιου. Ιδρύθηκε κατά το 2ο ελληνικό αποικισμό από Λοκρούς, από τους οποίους πήρε και το όνομά της. Σήμερα στη περιοχή της αρχαίας πόλης βρίσκεται χτισμένη η Ιταλική κωμόπολη Λόκρι {Locri}) της Κάτω Ιταλίας που ‘ζησε την εποχή του Πτολεμαίου Α’, δηλαδή μεταξύ τέλους 4ου με αρχές 3ου αι. π.Χ. Στη ΠΑ σώζονται 12 επιγράμματά της, το ένα αμφισβητούμενο από τον Στέφανο του Μελεάγρου. Τα έργα της κατατάσσονται στη λεγόμενη δωρική σχολή. Τα θέματά της χαρακτηρίζονται από κάποια λαϊκότητα κι η έκφρασή της από κάποια εκζήτηση και περιπλοκότητα. Οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι την αναφέρουν ως μία από τις 9 καλύτερες λυρικές ποιήτριες κατ΄ αντιστοιχία με τις 9 Μούσες. Ο επιγραμματοποιός Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς σ’ επίγραμμά του τη χαρακτηρίζει ως “θηλύγλωσσο“, επίθετο που πιθανόν υποδηλώνει την ενασχόλησή της ιδιαίτερα με τη γυναικεία θεματολογία.



     Τα επιγράμματά της γράφτηκαν, για να συνοδεύσουν αναθηματικά δώρα άλλων γυναικών. Οι γυναίκες αυτές είναι φίλες της, ενώ τα ποιήματα είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να προϋποθέτουν ένα στενό κύκλο γνωστών μεταξύ τους γυναικών. Η ίδια εμφανίζεται στα επιγράμματά της κι εκφράζει τα ζεστά φιλικά της αισθήματα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι εξαρχής τα επιγράμματα δεν προορίζονταν μόνο για τα αφιερωματικά αντικείμενα που συνόδευαν, αλλά ότι κυκλοφόρησαν ως βιβλίο για το στενό φιλικό γυναικείο της κύκλο. Ωστόσο φαίνεται ότι το βιβλίο ξέφυγε από το στενό αυτό κύκλο κι απέκτησε ευρύτερο ακροατήριο. Στη ποίηση της υπάρχει συγγένεια με τη Σαπφώ, την αναφέρει μάλιστα σ’ επίγραμμά της, ειδικώτερα στη γενέτειρά της όπου υπήρχεν έντονη λατρεία της Αφροδίτης. Τέλος, η ποίησή της ήταν έντονα ερωτική με τον Έρωτα σαν ιδέα, τρυφερή, γλυκύτατη, τόσον ώστε ν’ αναγκάσει τον Μελέαγρο, εκτός του να τη συμπεριλάβει στο Στέφανό του, να της αφιερώσει κι εν επίγραμμα στο προοίμιό του, στο οποίο τη παρουσιάζει σαν έν όμορφο άνθος, που εσπάρη στο μεγάλο χωράφι της ελληνικής ποίησης, ένα άνθος που ‘ναι συνυφασμένο μ’ όλα τα λοιπά άνθη των άλλων Ελλήνων ποιητών κι επιγραμματοποιων.

…σὺν δ᾽ ἀναμὶξ πλέξας μυρόπνουν εὐάνθεμον ἶριν
   Νοσσίδος, ἧς δέλτοιςΧ κηρὸν ἔτηξεν Ἔρως·

…και μαζί μ’ αυτούς πλεγμένο το πανέμορφο
   και μοσχομυριστό ανθάκι της Νοσσίδος,
   τη μνήμη της που ο ίδιος ο Έρως σφράγισε με κερί!


Χ δέλτος
= (μια από τις ερμηνείες)  μικρός πίνακας, δίπτυχος, τριγωνικού συνήθως σχήματος, αλειμμένος με κερί, στον οποίο έγραφαν.
    Δηλαδή εδώ ο Μελέαγρος εννοεί, πως η Νοσσίς θα μείνει στις δέλτους της ιστορίας με τη φήμη της, τη ποιητική της παρακαταθήκη, την ανάμνησή της και πως αυτό το χάραξεν ο ίδιος ο Έρωτας, προσωπικά και το σφράγισε με κερί!

             Για Τη Σαπφώ

Ξένε, αν τυχόν πλέεις για Μυτιλήνη,
την πόλη αυτή των τραγουδιών,
να χαρείς το άνθος των χαρίτων της Σαπφούς,
πες της πως και μια Λόκρισσα και φίλη των Μουσών
έγραψε κι αυτή τα ίδια μ’ εκείνη μέλη
κι ότι Νοσσίς είναι τ’ όνομά μου.
Τράβα τώρα το δρόμο σου.

Τίποτα πιο γλυκό απ’ τον έρωτα,
κι όσα ωραία δεύτερα όλα είναι
απ’ το στόμα έφτυσα και το μέλι.
Τούτο το λέει η Νοσσίς κι όποιο
πρόσωπο η Κύπρις δεν αγάπησε
δεν ξέρει τι είναι τ’ άνθη της, τα ρόδα.


============================
 


                   Πράξιλλα η Συκιωνίς

     Η Πράξιλλα (μέσα 5ου αι. π.Χ., περί το 450) ήταν διθυραμβική ποιήτρια από τη Σικυώνα. Ήτανε καταξιωμένη κατά την εποχή που έζησε κι οι στίχοι της θαυμάζονταν ευρέως, ενώ υπήρξε η δημιουργός του Πραξίλλειου ποιητικού μέτρου. Θεωρείται πως έζησε την ίδια εποχή με τη Τελέσιλλα, ενώ σύμφωνα με τον αριστοφανικό σχολιασμό υπάρχουν αναφορές στα έργα της από τον Αριστοφάνη στις Σφήκες και τις Θεσμοφοριάζουσες σύμφωνα με τον αριστοφανικό σχολιασμό. Η γραφή του Αριστοφάνη είναι τέτοια, ώστε δείχνει πως η Πράξιλλα ήταν αναγνωρίσιμη στο αθηναϊκό κοινό. Εξακολουθούσε να βρίσκεται σε υψηλή εκτίμηση από τους μεταγενέστερους της, καθώς ο Λύσιππος (4ος αι. π.Χ.) κατασκεύασε ορειχάλκινο άγαλμα με την μορφή της, ενώ ο Αντίπατρος ο Θεσσαλονικέας (1ος αι. μ.Χ.) τη κατέτασσε ως μια από τις 9 ποιήτριες των οποίων η γλώσσα ήταν αθάνατη. Ήταν μία από τις 9 σπουδαιότερες ποιήτριες της αρχαιότητας, η 4η του Αλεξανδρινού κανόνα που χαρακτηρίστηκαν “Λυρικαί Μούσαι”, φημισμένη για τη χάρη και την αρμονία των στίχων της.
     Ο Τατιανός (2ος μ.χ. αι.), πηγή μάλλον αμφίβολης αξιοπιστίας, στο Προς Έλληνας μας πληροφορεί πως ήτανε σύντροφός του διάσημου στην αρχαιότητα γλύπτη Λύσιππου, της οποίας φιλοτέχνησε και περίτεχνο ορειχάλκινο άγαλμα, που μαρμάρινο αντίγραφό του βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο. Δύσκολα μπορούμε να συλλάβουμε την προσωπικότητά της. Έδειξαν όμως βιασύνη όσοι ήθελαν να την κάμουν εταίρα. Ότι συνέθεσε διθυράμβους με αφηγηματικό περιεχόμενο, είναι πιθανόν το ότι ο στίχος, στον οποίο κάποιος ψάλλει τη σκληρή καρδιά του Αχιλλέα, είναι 6μετρος, αυτό είναι βέβαια παράξενο. Στη Πράξιλλα αποδίδεται κι η συμβουλή του Άδμητου για τη καλή συντροφιά , καθώς και την σύσταση να προσέχουμε τον σκορπιό, που παραμονεύει κάτω από κάθε πέτρα.


Χορεύουσα Μούσα
βρέθηκε στην Έπαυλη του Αδριανού κι είναι η Πράξιλλα

     Διασώζεται μικρό τμήμα του έργου της, με λίγα αποσπάσματα τα οποία παραφράστηκαν από μεταγενέστερους Έλληνες συγγραφείς, από 2 ποιήματά της, με τους τίτλους Αχιλλεύς κι Άδωνις. Έγραψε διθυράμβους, τα σκόλια ή παροίνια άσματα και τους ύμνους της. Έγραψε διαφορετικούς τύπους ποιήσεως, αλλά έγινε ξακουστή για τα ποιήματα που απαγγέλλονταν στα συμπόσια του 5ου π.χ. αι. και τα οποία ήταν πολύ δημοφιλή ειδικά στην Αθήνα (γνωστά σαν σκόλια, τραγούδια του κρασιού). Τα σκόλια αυτά είναι τραγούδια του κρασιού (παροίνια) κι αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι μερικά ποιήματα της τα περίλαβαν στα συμποτικά. Έγραψε ύμνους για θεούς και θεότητες και πολλά από τα 8 εναπομείναντα κομμάτια έχουν να κάνουν με μύθους. Σε ότι αφορά τα σκόλια, αυτά ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή καθώς συνδέονταν με την κοινή δραστηριότητα της οινοποσίας. Ωστόσο το γεγονός ότι ήταν γυναίκα κι έγραφε τραγούδια για τον σκοπό αυτό, έχει οδηγήσει στην πιθανολόγηση πως ενδεχομένως ήταν εταίρα.
     Το έργο της δεν απολάμβανε πλέον την ίδια εκτίμηση κατά τη ρωμαϊκή περίοδο κι υπό την επίδραση του χριστιανισμού, όπως τα σχόλια του φιλοσόφου Τατιανού Ασσυρίου (2ος αιώνας) ο οποίος θεωρούσε ανάξια τα γραφόμενα της καθώς και το σχολιασμό του παροιμιογράφου Ζηνοβίου για την ανοησία των στίχων της. Ο μετρικός Ηφαιστίωνας αναφέρει ότι το ποιητικό μέτρο το οποίο δημιούργησε κι ονομάστηκε Πραξίλλειον, (-υυ-υυ-υυ-υ-υ), ήταν βραχυκαταληκτικό ιωνικό 3μετρο κι ήτανε γνωστό κι ως δακτυλικό λογαριδικό.
     Διακρίθηκε στην ερωτική ποίηση και ιδιαίτερα στα σκόλια ή παροίνια. Απέκτησε φήμη μεγάλης ποιήτριας και οι συμπατριώτες της την τιμούσαν πολύ. Από το ποιητικό έργο της Πράξιλλας σώζονται μόνο λίγοι στίχοι. Οι παρακάτω στίχοι είναι γνωστοί καθώς αναφέρονται από τον Ζηνόβιο (2ος αιώνας μ.Χ.) ως παράδειγμα για κάτι που είναι εξαιρετικά ανόητο και ακόμα πιο ηλίθιο από τους στίχους της Πράξιλλας για τον Άδωνι (Ἠλιθιώτερος τοῦ Πραξίλλης Ἀδώνιδος). Ωστόσο η συμπερίληψη των αγγουριών (σίκυοι στα αρχαία ελληνικά της εποχής της Πράξιλλας) πιθανώς έγινε ώστε να συμπέσει με τη πόλη καταγωγής της Σικυώνα. Επίσης το ἠδὲ μπορεί να αποδοθεί είτε ως τρώγοντας τα αγγούρια, είτε απλώς ως και…

       Ύμνος Προς Τον Άδωνι

Κάλλιστον μὲν ἐγὼ λείπω φάος ἠελίοιο,
δεύτερον ἄστρα φαεινὰ σεληναίης τε πρόσωπον
ἠδὲ καὶ ὡραίους σικύους καὶ μῆλα καὶ ὄγχνας.

Το καλύτερο απ’ ότι μου απομένει είναι το φως του ηλίου,
δεύτερο τα φωτεινά άστρα και της Σελήνης το πρόσωπο,
α και τα ωραία αγγούρια και τα μήλα και τα αχλάδια.


     Στους παραπάνω στίχους οι αρχαίες κρίσεις δε πρέπει να ήταν ιδιαιτέρως κολακευτικές, αφού η φράση”Ηλιθιώτερος του Πραξίλλης Αδώνιδος”αποτελούσε παροιμία. Στην αρχαιότητα αυτό το θεωρούσαν σαν έκφραση ιδιαίτερης απλοϊκότητας και ταίριασαν τη παροιμιακή φράση. Είναι πιο πιθανό ότι με αυτό ήθελαν να κοροϊδέψουν τη Πράξιλλα, παρά να δείξουν ότι η ίδια ήθελε να παρουσιάσει ανόητο τον Άδωνη.

Μάθε απ’ την ιστορία του Αδμήτου φίλε,
αγάπα τους καλούς, διώξε τους δειλούς,
γνωρίζοντας πως τα ευχαριστώ τους είναι ποταπά
και φίλε, πρόσεχε το σκορπιό κάτω από κάθε πέτρα.


                 Αχιλλέας
Αλλά δε μ’ έπεισε ποτέ η οργή στη καρδιά σου.

     Η Πράξιλλα ίδρυσε σχολή μουσικής και ποίησης. Έγραψε σκόλια, παρσίνια, διθυράμβους, φλογερά βακχικά ποιήματα κι ερωτικά σκόλια, όπως αυτό:

 Εσύ η χαμηλοβλεπούσα
που κοιτάς από το παράθυρο,
Παρθένα ως προς το κεφάλι,

πεπειραμένη νεόνυμφη στ’ «από κάτω».

============================

                        Σαπφώ η Λέσβια

     Υπάρχει αυτούσια ΕΔΩ!

============================



                      Τελέσιλλα η Αργεία

     Η πόλη του Άργους, από τις πρώτες ελληνικές πόλεις που αναφέρονται στην ιστορία και τη μυθολογία, χτισμένη από το 2.600 π.Χ. στην ίδια θέση που επιβιώνει και σήμερα, είναι γνωστή  για το πολύπλευρο ιστορικό ρόλο  που διαδραμάτισε στις 5 περίπου χιλιετίες της ζωής της.  Ελάχιστα όμως είναι γνωστά για την πολιτιστική ζωή και δραστηριότητα του Άργους, ιδιαίτερα στην αρχαιότητα. Φαίνεται πως η πνευματική παραγωγή των Αργείων δεν μπόρεσε να ανταγωνιστεί  αποτελεσματικά τα σημαντικά πνευματικά και πολιτικά κέντρα  με τα οποία γειτόνευε και μοιραία λειτουργούσε ανταγωνιστικά: Τη Τίρυνθα και τις Μυκήνες στην αρχαϊκή εποχή, την Αθήνα, τη Σπάρτη και τη Κόρινθο στη κλασσική περίοδο, τα άλλα κέντρα που επιβλήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο από την Ελληνιστική Εποχή κι αργότερα.
     Αρχαίον Aργος, πόλη λαμπρή κι ακμαία, πόλη περήφανη κι η μόνη που αντιτάχθηκε στη κυριαρχία της Σπάρτης στη Πελοπόννησο.  Κι αυτή τη τάση τους για ανεξαρτησία, οι Αργείτες την πλήρωσαν με αρκετούς πολέμους εναντίον τους από τους κυριαρχικούς Σπαρτιάτες και με φρικτές αιματοχυσίες.
     Η γεωγραφική θέση του Άργους φαίνεται πως έπαιξε κι εδώ το ρόλο της. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι και στα νεώτερα χρόνια, παρά το σημαντικό ρόλο που έπαιξε το Άργος στην επανάσταση του 1821, δεν μπόρεσε να αναδειχθεί σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο, αλλά επισκιάστηκε από το Ναύπλιο, την Αθήνα και άλλα μικρότερα επαρχιακά κέντρα. Όλα αυτά δε σημαίνουν  βέβαια ότι η πόλη του Άργους έμεινε στο περιθώριο. Αντίθετα μάλιστα εξελίχτηκε σε σημαντικό εμποροβιοτεχνικό κέντρο από την αρχαιότητα ακόμα και δεν έλειψαν οι  σημαντικές προσωπικότητες από τη πόλη.
     Ενδεικτικά μπορεί να σημειώσει κανείς ότι ο Φείδων, ο σημαντικότερος αρχαίος βασιλιάς του Άργους, είναι αυτός που πρώτος έκοψε αργυρά νομίσματα στην Ελλάδα, τον 7ο π.Χ. αιώνα. Στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους το Άργος αναδείχτηκε σε κέντρο πλαστικής με τεράστια συμβολή στη τέχνη. Το αργειακό εργαστήρι είναι από τα σημαντικότερα της αρχαίας Ελλάδας κυρίως της χαλκοπλαστικής κι Αργείοι ήταν οι μεγάλοι γλύπτες της αρχαιότητας Αγελάδας και Πολύκλειτος. Το Άργος διέθετε το αρχαίο του θέατρο, το μοναδικό λαξευμένο σε βράχο στις Ν.Α. πλαγιές της Λάρισας, αρχαίας ακρόπολης  του Άργους, θέατρο σύγχρονο αλλά μεγαλύτερο της Επιδαύρου (χωρούσε 20.000 θεατές) με εξαιρετική ακουστική κι αυτό. Αργείος ήταν κι ο μουσικός Σακάδας.
     Στον κατάλογο όμως των Αργείων πνευματικών ανθρώπων ανήκει και μια γυναίκα με εξαιρετική προσωπικότητα και σημαντική προσφορά στη πόλη της, η αρχαία λυρική ποιήτρια Τελέσιλλα. Θεωρείται μια ποιητική ευφυΐα που κέρδισε το θαυμασμό των συγχρόνων της, καταξιώθηκε ως λυρική ποιήτρια στην εποχή της, απέκτησε τεράστια φήμη και πανελλήνια εμβέλεια σε σημείο ώστε να τη συγκρίνουν με τη ξακουστή Σαπφώ από τη Λέσβο και την Κόρρινα από την Κόρινθο, και να την τιμούν με το διακριτικό επίθετο «αγακλή» δηλαδή περίφημη, ξακουστή, δοξασμένη. Ο επιγραμματοποιός μάλιστα Αντίπατρος ο Θεσσαλονικεύς τη κατατάσσει στις 9 μεγάλες ποιήτριες της αρχαιότητας σ’ ένα επίγραμμά του αφιερωμένο σ’ αυτές:

Αυτές τις γυναίκες ανέδειξε ο Ελικώνας με θεϊκή λαλιά
στους ύμνους κι η Μακεδονική κορυφή του Ολύμπου:

τη Πρήξιλλα, τη Μοιρώ, τη φωνή της Ανύτης, το θηλυκό Όμηρο,
τη Σαπφώ, το στολίδι για τις ομορφομαλλούσες της Λέσβου
 την Ήριννα, την Τελέσιλλα την ξακουστή, και σένα Κόρρινα
 που τραγούδησες την πολεμική ασπίδα των Αθηναίων, τη Νοσσίδα τη γλυκομίλητη και τη γλυκολαλούσα Μύρτιν, όλες εργάτισσες ατέλειωτων σελίδων.
 Εννέα μούσες ο μέγας Ουρανός, εννέα επίσης κι η Γη γέννησε
 αστέρευτη χαρά για τους ανθρώπους
.

     Στο επίγραμμα λοιπόν μνημονεύονται με τ’ όνομά τους οι 9 πιο γνωστές ποιήτριες της αρχαίας Ελλάδας, ανάμεσά τους κι η Αργείτισσα, (Πράξιλλα, Μοιρώ, Ανύτη, Σαπφώ, Ήριννα, Τελέσιλλα, Νοσσίς, Μυρτίς, Κόρρινα) που θεωρούνται μάλιστα ισότιμες κι ισάξιες με τις 9 μούσες του Ολύμπου (Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια, Ουρανία, Καλλιόπη).
     Η Τελέσιλλα ήτανε λυρική ποιήτρια από το Άργος που έζησε τον 5ο-6ο αιώνα π.Χ. Γεννήθηκε το 520-515 π.Χ. και καταγόταν από επιφανή οικογένεια, αλλά ήταν λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη. Έμεινε ονομαστή από τα μελικά της ποιήματα αλλά και το ηρωικό θάρρος της. Όπως καταγράφει ο Παυσανίας η Τελέσιλλα έσωσε το Άργος όταν ο Κλεομένης εκστράτευσε εναντίον του. Mετά τη πανωλεθρία των Αργείων κατά τη μάχη αυτή κατάφερε να συγκεντρώσει και να εξοπλίσει τις γυναίκες της πόλης και να δημιουργήσει μεγάλη γραμμή άμυνας αντιμέτωπη του αλαλάζοντος εχθρού. Οι δε Λακεδαιμόνιοι σκεπτόμενοι ότι αν μεν νικούσανε το κατόρθωμά τους θα χαρακτηριζόταν «άδοξο», αφού θα είχαν νικήσει γυναίκες, αν δε θα έχαναν θα προσάπτονταν σ΄ αυτούς το «όνειδος» ότι από γυναίκες ηττήθηκαν, υποχώρησαν κι επέστρεψαν στη χώρα τους.
     Οι Αργείοι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ανήγειραν προς τιμή της μεγάλη στήλη όπου παριστάνονταν αυτή όρθια έχοντας στα πόδια της βιβλία και κρατώντας στα χέρια κράνος που παρατηρούσε έτοιμη να το φορέσει στο κεφάλι της. Η στήλη αυτή ήταν τοποθετημένη πάνω από το θέατρο του Άργους και μπρος από το ιερό άγαλμα της θεάς Αφροδίτης. Η στήλη αυτή σώζονταν μέχρι το 170 μ.Χ. που την είδε ο Παυσανίας κι ίσως να ήταν αντίγραφο του χαλκού ανδριάντα της ποιήτριας που είχε κατασκευάσει ο Αθηναίος γλύπτης Νικήρατος.



     Με τη ποίηση ασχολήθηκε ύστερα από υπόδειξη του μαντείου των Δελφών («τας Μούσας θεραπεύειν»), όταν θέλησε να το συμβουλευτεί για την υγεία της. Στη συνέχεια αφοσιώθηκε με πάθος στην ποίηση και με το ποιητικό της ταλέντο κατόρθωσε και νόημα να δώσει στη ζωή της και να αναδειχθεί σε πνευματική προσωπικότητα.Συνέθεσε παρθένια κι άλλα λυρικά τραγούδια. Αποσπάσματα από τα ποιήματά της με στίχους ιωνικών παραμέτρων και τροχαϊκή κατάληξη διέσωσε ο Στωβαίος, που εκδόθηκαν από τον Μπεργκ στη συλλογή «Έλληνες λυρικοί ποιηταί» (τόμος Γ’).
     Εντούτοις, η Αργεία ποιήτρια έμεινε περισσότερο γνωστή από την ηρωική άμυνα που αντέταξε κατά του Σπαρτιάτη Κλεομένη το 494 π.Χ. Μετά τη καταστροφή που υπέστη ο στρατός των Αργείων στο ιερό άλσος της Σηπείας μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας, όπου ο Κλεομένης με δόλο και ύστερα με εμπρησμό προκάλεσε το θάνατο 8.000 Αργείων μαχητών, την άμυνα της πόλης οργάνωσε η κοντόσωμη και μαχητική Τελέσιλλα. Όπλισε γυναίκες, γέρους και παιδιά με όπλα και κάθε λογής αντικείμενα και τους παρέταξε στις επάλξεις.
     Στη κρίσιμη στιγμή για τη πατρίδα της, δημηγόρησε με θερμά λόγια πατριωτισμού στις γυναίκες της πόλης, καλώντας αυτές να πολεμήσουν και να θυσιαστούν για την ελευθερία των παιδιών τους και της πόλης τους. Ο λόγος της είχε θαυμαστόν αποτέλεσμα. Όλες οι γυναίκες της πόλης φόρεσαν πανοπλίες κι έζωσαν τα τείχη της πόλης σαν στεφάνι, έτοιμες να την υπερασπιστούν έναντι των οπλιτών του Κλεομένη.
     Ο Παυσανίας αναφέρει πως ο Κλεομένης αντικρύζοντας τις γυναίκες του Άργους, θεώρησε (ορθά) πως η εύκολη νίκη που θα ερχόταν δεν θα πρόσθετε δάφνες δόξας αλλά θα ατίμαζε τα Σπαρτιατικά όπλα. Ο Κλεομένης ρώτησε τους άντρες του κι αυτοί του απάντησαν ότι προτιμάνε να πέσουν από το βουνό παρά να επιτεθούν σε γυναίκες και παιδιά. Έτσι αποφάσισε διακριτική πολιορκία χωρίς μάχες μέχρι να παραδοθούν από τη πείνα. Αλλά μετά από 3 μέρες άλλαξε άποψη γιατί οι δωρική ηθική δεν επέτρεπε να αφήσει παιδιά να πεθάνουν. Έτσι πήρε την ευθύνη και διάταξε υποχώρηση στην Σπάρτη, όπου παρουσιάστηκε μπροστά στους Έφορους και δήλωσε ντροπιασμένος αλλά υπάκουος στον νόμο γιατί δε πολέμησε γυναικόπαιδα και ζήτησε να τον σκοτώσουν γιατί επίσης παραβίασε τον νόμο της Σπάρτης και δείλιασε μπροστά στον εχθρό.
     Τώρα το δίλημμα ήταν στους Εφόρους. Αποφάσισαν ότι ο Κλεομένης δεν θα αναλάβει άλλη εκστρατεία μέχρι νεωτέρας ενώ κι οι άντρες του θα δουλεύουνε στα χωράφια γιατί είχαν επίορκο αρχηγό. Από βασιλιά και στρατιώτη δεν μπορούσαν να τον καθαιρέσουν γιατί το απογόρευε ο νόμος. Για δύο χρόνια δεν του ανατέθηκε άλλη εκστρατεία αλλά μόνο όταν θεώρησαν ότι είχε ντροπιαστεί αρκετά κι επειδή ήταν ο καλύτερος στρατηγός της Σπάρτης επανήλθε αυτός κι οι άντρες του ενεργά στο στράτευμα. Πάντα όμως θα ήταν δακτυλοδεικτούμενοι λόγω δειλίας. Αυτά είναι τα απίστευτα του Σπαρτιατικού Κώδικα!
     Ο Πλούταρχος από την άλλη υποστηρίζει ότι έγινε κανονικά μάχη, όπου οι Σπαρτιάτες ηττήθηκαν κι υποχώρησαν, κάτι που είναι εντελώς απίθανο. Όπως και να ‘χει η Τελέσιλλα κι οι γυναίκες του Άργους έσωσαν τη πόλη τους από σίγουρη καταστροφή επιδεικνύοντας  θάρρος κι ευψυχία σε μιαν εποχή που η θέση της γυναίκας ήταν υποτιμημένη και πάντως εντελώς ασύμβατη με τον πόλεμο. Εις ανάμνησιν της θαυμαστής σωτηρίας της πόλης τους, οι Αργίτες καθιέρωσαν τη γιορτή των “Υβριστικών”. Στην γιορτή αυτή, οι γυναίκες του Άργους ντύνονταν με ανδρικά χιτώνια και χλαμύδες, ενώ οι άνδρες με γυναικεία πέπλα κι ενδύματα. Οι Αργείτισσες τότε, λόγω της λειψανδρίας, πoλιτoγράφησαν περιοίκους και τους παντρεύτηκαν· αλλά με νόμο καθιέρωσαν να βάζουν προσθετά γένια, όταν πλάγιαζαν μαζί τους, για να τους θυμίζουν τη ταπεινή τους καταγωγή.
     Οι Αργείοι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ανήγειραν προς τιμή της Τελέσιλλας μεγάλη στήλη στην οποία παριστάνονταν αυτή όρθια έχοντας στα πόδια της βιβλία και κρατώντας στα χέρια κράνος που παρατηρούσε έτοιμη να το φορέσει στο κεφάλι της. Η στήλη αυτή ήταν τοποθετημένη πάνω από το θέατρο του Άργους και μπροστά από το ιερό άγαλμα της θεάς Αφροδίτης. Η στήλη αυτή σώζονταν μέχρι το 170 μ.Χ. που την είδε ο Παυσανίας.
     Ο Παυσανίας αναφέρει ( ΙΙ, 20, 8 ) ότι στο ιερό της Αφροδίτης, νότια του θεάτρου, είχε δει στήλη με ανάγλυφη παράσταση της Τελέσιλλας, η οποία ετοιμαζόταν να φορέσει το κράνος της, ενώ στα πόδια της ήταν σκορπισμένα τα βιβλία της. Για τη Τελέσιλλα έχουνε γράψει πολλοί αρχαίοι συγγραφείς μέχρι και τον 2ο μ.Χ. αιώνα και στη συνέχεια έχουν δημοσιευτεί αρκετές μελέτες. Οι πληροφορίες από τις αρχαίες πηγές είναι ίδιες και μόνο στις λεπτομέρειες διαφέρουν.
     Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος, που είναι σχεδόν σύγχρονος των γεγονότων κι αναφέρεται διεξοδικά στην επίθεση του Κλεομένη και στον αποδεκατισμό των Αργείων (VI 76-85) δεν τη μνημονεύει καν. Το ίδιο κι ο μεταγενέστερος Αριστοτέλης, ο οποίος αναφέρεται στη πολιτογράφηση των περιοίκων στα «πολιτικά» του (1303 α, β). Η «ποιητική» του Αριστοτέλη δυστυχώς δε μας παρέχει καμία πληροφορία, γιατί ο πρώτος τόμος, που σώθηκε, αναφέρεται μόνο στο έπος και στη τραγωδία. Άλλοι συγγραφείς, αλλά πολύ μεταγενέστεροι, όπως ο Παυσανίας, ο Πλούταρχος, ο Πολύαινος, της πλέκουνε το εγκώμιο, τονίζοντας την ηρωική της αντίσταση κατά των Σπαρτιατών.
     Επισημαίνεται όμως, ότι ο Κλεομένης τότε δεν είχε πρόθεση να καταλάβει το Άργος, αλλά μόνο να το εξασθενήσει και να το ταπεινώσει, ώστε να μην αποτελεί πια υπολογίσιμη δύναμη στη Πελοπόννησο, πράγμα που είχε επιτύχει ήδη με την εξόντωση του ανδρικού πληθυσμού. Δεν μπόρεσε τότε να προβλέψει ότι το Άργος σύντομα θα παρουσίαζε και πάλι μεγάλη ακμή κι ότι η Σπάρτη θα είχε τα ίδια και χειρότερα προβλήματα. Εξάλλου, ο Κλεομένης ήθελε ν’ αποφύγει τυχόν απώλειες από τον αμυνόμενο άμαχο πληθυσμό, που ήταν αποφασισμένος, ιδιαίτερα λόγω της λειψανδρίας που αντιμετώπιζε ανέκαθεν η πατρίδα του και θεώρησε φρόνιμο να μην επιτεθεί στην πόλη. Η Τελέσιλλα πάντως έγινε θρύλος και μυθοποιήθηκε στη συνείδηση του Αργειακού λαού.
     Τόσο σημαντική κι ονομαστή ήτανε στην αρχαιότητα η Τελέσιλλα, μα είναι σχεδόν άγνωστη σε μας, ακόμα και στους Αργείους. Η άγνοια αυτή οφείλεται ίσως στις συγκεχυμένες πληροφορίες που μας παρέδωσε η αρχαιότητα για τη ζωή της και στη μυθολογία που αναπτύχθηκε γύρω από το πρόσωπο της Τελέσιλλας. Γνωρίζουμε ότι καταγόταν από επιφανή οικογένεια του Άργους, που ήταν φημισμένη για κάποιο ένδοξο παρελθόν της σύμφωνα με μαρτυρία του Πλούταρχου, που υποστηρίζει ότι ήταν λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη στη νεανική της ηλικία. Η ασθενική της φύση φαίνεται πως την ανάγκαζε να ζει απομονωμένη, κλεισμένη στον εαυτό της, χωρίς συναναστροφές και κοινωνικότητα, ώσπου αποφάσισε να απευθυνθεί στο Μαντείο για να μάθει για την εξέλιξη της υγείας της. Το «Μαντείο του Θεού» απάντησε στη μικρόσωμη κι ασθενική Τελέσιλλα ότι θα βρει την υγεία και την επιτυχία της, εφόσον υπηρετεί τις Μούσες. Η μαντική προσταγή «τας Μούσας θεραπεύειν» σε συνδυασμό με το έμφυτο ποιητικό της ταλέντο και την έφεσή της για τη μουσική έκαναν τη Τελέσιλλα να αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και τη μουσική, να βρει νόημα στη ζωή της και να κατακτήσει την πνευματική ομορφιά. Επιβεβαιώνεται έτσι η παράδοση που θέλει να αποδίδει τα πνευματικά χαρίσματα σε άτομα που στερούνται το σωματικό κάλλος.
     Πότε έγιναν αυτά, πότε έζησε δηλαδή η Τελέσιλλα δε γνωρίζουμε ακριβώς. Κανένας συγγραφέας, αρχαίος ή σύγχρονος, απ’ αυτούς που λίγο ή πολύ αναφέρουν και σχολιάζουν τη ποιήτρια στα έργα τους, δε δίνει ακριβείς πληροφορίες για το χρόνο της γέννησής της και για την ηλικία της. Όλες οι πηγές, αρχαίες και νεώτερες, αναφέρουν την Τελέσιλλα ως πρωταγωνίστρια που έσωσε το Άργος, όταν ο Σπαρτιάτης Κλεομένης εξεστράτευσε εναντίον του Άργους. Η χρονολογία όμως αυτής της εκστρατείας του βασιλιά Κλεομένη και της μάχης που επακολούθησε ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Τοποθετείται στο 519, στο 509 ή στο 494 π.Χ. Η τελευταία αυτή χρονολογία φαίνεται  η πιθανότερη.
     Ο συσχετισμός της Τελέσιλλας μ’ αυτά τα γεγονότα οδηγεί τις περισσότερες πηγές να αναφέρουν δίπλα στο όνομά της τη χρονολογία 510 π.Χ. χωρίς να διευκρινίζουν αν αυτή αναφέρεται στη γέννηση της ποιήτριας ή στη μάχη των γυναικών του Άργους και των Σπαρτιατών. Αν υποθέσουμε ότι η Τελέσιλλα γεννήθηκε στα 510 π.Χ. θα πρέπει να ήταν 16 χρονών, όταν το 494 π.Χ. έγινε η επίθεση των Σπαρτιατών εναντίον του Άργους. Τέτοια όμως υπόθεση αποκλείεται, γιατί θα ήταν δύσκολο να δεχθούμε ότι σε τόσο μικρή ηλικία  είχε τη δύναμη να ξεσηκώσει τις συμπατριώτισσές της και να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες. Λογικότερο φαίνεται να τοποθετήσουμε τη γέννησή της ανάμεσα στο 520 -515 π.Χ., οπότε στα γεγονότα του 494 π.Χ. θα είχε ηλικία τουλάχιστον 20-25 χρόνω και συνεπώς τη ψυχική και πνευματική ωριμότητα να υπερασπιστεί την πατρίδα της που κινδύνευε. Σύγχρονη λοιπόν του Πίνδαρου και της Κόρρινας η Τελέσιλλα, δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή της. Από την ΕΑ μαθαίνουμε ότι είχε σύζυγο τον Ευξενίδα, ο οποίος μετά το θάνατό της  ίδρυσε μνημείο προς τιμήν της με το εξής επίγραμμα:

 Μνημείο, γλυκειά Τελέσιλλα, έστησε εδώ Ο  Ευξενίδας για τη γυναίκα που παντρεύτηκε, γιατί πάντα ήταν γεμάτη πίστη, εύνοια, αρετή κι αγάπη. Ας μένει και για τους μεταγενέστερους
η φήμη σου αξέχαστη για πάντα.

     Ιδανική σύζυγος λοιπόν η Τελέσιλλα, αλλά και μεγάλη ποιήτρια αναγνωρισμένη πανελλήνια και καύχημα για το Άργος, δεν υστερούσε σε φιλοπατρία κι ηρωισμό, αρετές που την οδήγησαν στο λαμπρό κατόρθωμα να σώσει το Άργος, την πόλη της, από την επιβουλή των στρατιωτών του Κλεομένη. Αξίζει να παρακολουθήσουμε αυτή τη δραστηριότητα της Τελέσιλλας, που παραδίδεται απ’ όλες τις αρχαίες πηγές με διάφορες παραλλαγές, χωρίς όμως κανείς να αμφισβητεί την ιστορική αλήθεια των γεγονότων.
     Η Σπάρτη μετά τη νίκη στο Β’ Μεσσηνιακό πόλεμο (669-657) είχε την άνεση και την επιθυμία να διεκδικήσει την ηγεμονία σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο. Στην προσπάθειά της αυτή εμπόδιο στεκόταν το Άργος. Οι δυο πόλεις ποτέ στην αρχαιότητα δεν είχαν καλές σχέσεις, λειτουργούσαν ανταγωνιστικά και πάντοτε είχαν διαφορές σε επίμαχα ζητήματα.
     Στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. κυρίαρχη στον Ελλαδικό χώρο ήταν η Πελοποννησιακή συμμαχία με κύριους ισχυρότερους εταίρους της την Σπάρτη του Βασιλιά Κλεομένη Α΄ και την Κόρινθο. Η ισχυρότερη πόλη εκτός της συμμαχίας αυτής ήταν το Άργος, ο μεγάλος ανταγωνιστής της Σπάρτης για πάνω από 2 αιώνες. Για να κατακτήσουν λοιπόν οι Σπαρτιάτες την ηγεμονία της Πελοποννήσου έπρεπε να εξασθενήσουν και να ταπεινώσουν το Άργος. Επιχείρησαν, πράγματι, μακροχρόνια στρατιωτική και διπλωματική επίθεση εναντίον του. Το 550 π.Χ. κατέλαβαν με τη βία τα Κύθηρα και τα παράλια του Μαλέα, που ήτανε κτήσεις του Άργους. Γύρω στο 546 π.Χ. μετά από σκληρό αγώνα πήραν από το Άργος τις περιοχές της Κυνουρίας και της Θυρέας. Η κρίσιμη στρατηγική σημασία των περιοχών αυτών ανάγκασε τους Αργείους, όταν συνήλθαν από τις ήττες, να επιχειρήσουν καταστρεπτικό πόλεμο για την ανάκτηση της Κυνουρίας.
     Τη περίοδο αυτή (520-487 π.Χ.) βασίλευε στη Σπάρτη ένας ικανός, θαρραλέος και σκληρός άνδρας, ο Κλεομένης ο Α’, γιος του Αναξανδρίδα του 15ου του  βασιλικού οίκου των Αγιαδών. Ο Κλεομένης αποφάσισε να ξεκαθαρίσει οριστικά με τους Αργείτες κατακτώντας τη πόλη τους και προετοίμασε με κάθε λεπτομέρεια την επιχείρησή του. Δεν παρέλειψε μάλιστα να ζητήσει και σχετικό χρησμό από το Μαντείο των Δελφών, που του απάντησε ότι θα κυριεύσει το Άργος. Γύρω στο 500 π.Χ. εκστρατεύει εναντίον του Άργους και φθάνει στον ποταμό Ερασίνο, που κατά τον Ηρόδοτο ξεκινά από τη λίμνη Στυμφαλία, χύνεται σ’ ένα κρυφό χάσμα κι αναφαίνεται στο Άργος.
     Ο Κλεομένης, τηρώντας πιστά τα θρησκευτικά έθιμα για να διασφαλίσει την επιτυχία της εκστρατείας του, θυσίασε στον ποταμό Ερασίνο, αλλά η θυσία δεν του έδωσε καλά σημεία κι αναγκάστηκε να πάρει το στρατό του και να υποχωρήσει στη Θυρέα, στη περιοχή του Άστρους. Εκεί θυσίασε ένα ταύρο στη θάλασσα, επιβίβασε το στρατό σε πλοία, το άνθος των Σπαρτιατών οπλιτών στο Ναύπλιο ,αποβιβάστηκε στη περιοχή της Σήπειας, μεταξύ Ναυπλίου και Τίρυνθας κι από εκεί βάδισε προς το Άργος.  Οι Αργείοι έσπευσαν να στρατοπεδεύσουν στη Σήπεια, απέναντι από το Στρατό των Σπαρτιατών, χωρίς να φοβούνται την αναμέτρηση, παρά μόνο μήπως νικηθούν με δόλο από τους Σπαρτιάτες, γιατί όταν απειλήθηκαν από τον Κλεομένη ζήτησαν και πήραν χρησμό από την Πυθία, που έλεγε:

 “Όταν η θηλυκή νικήσει τον αρσενικό, τον διώξει και δοξασθεί ανάμεσα στους Αργείους, τότε πολλές Αργείτισσες θα ξεσχίσουν τα μάγουλά τους, ώστε κάποτε να πει κάποιος μεταγενέστερος: ο φοβερός τριπλοτυλιγμένος όφις χάθηκε νικημένος από δόρυ“.

     Θηλυκή για τους Αργείους ήταν η Σήπεια κι αρσενικός ο Κλεομένης, αλλά φοβόντουσαν το φοβερό όφι, το δόλο, γι’ αυτό αποφάσισαν να ακολουθούν πιστά τα σήματα του κήρυκα των αντιπάλων, για να μην εξαπατηθούν. Ό,τι έλεγε ο κήρυκας να κάνουν οι Σπαρτιάτες, το ίδιο έκαναν κι οι Αργείοι. Ο πανέξυπνος Κλεομένης όμως αντελήφθη την τακτική των Αργείων και παράγγειλε κρυφά στους στρατιώτες του να πάρουν τα όπλα και να ετοιμασθούν για επίθεση, όταν ο κήρυκας δώσει το σύνθημα για μεσημεριανό φαγητό, για «άριστον».
     Έτσι, όταν ο κήρυκας έδωσε σήμα για φαγητό, οι Αργείοι κάθισαν για συσσίτιο, οι Λακεδαιμόνιοι τους επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κι οι Αργείοι ζαλισμένοι από τον αιφνιδιασμό δεν πρόλαβαν  να αντισταθούν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν, ενώ όσοι γλύτωσαν κατέφυγαν στο πυκνό άλσος της Σήπειας, που οι Αργείτες  το θεωρούσαν ιερό, γιατί ήταν αφιερωμένο στον Άργο, γιο του Δία και της Νιόβης και διάδοχο του βασιλιά Φορωνέα, από τον οποίο πήρε κι η πόλη το όνομά της. Ο Κλεομένης, μια κι ήταν ανόσιο να εισβάλει με το στρατό του στο ιερό άλσος, μεταχειρίστηκε και πάλι το δόλο για να εξοντώσει τους αποκλεισμένους Αργείους.
     Πληροφορήθηκε από αυτομόλους Αργείους, που είχε κοντά του, τα ονόματα όσων είχαν αποκλεισθεί στο ιερό άλσος κι έστειλε κήρυκα να τους καλεί ονομαστικά να βγουν λέγοντάς τους ότι είχε πάρει τα λύτρα για την απελευθέρωσή τους. Πενήντα Αργείτες που ανταποκρίθηκαν στη πρόσκληση και βγήκαν έξω τους συνέλαβε ο Κλεομένης και τους σκότωσε. Κάποια στιγμή όμως ένας από τους αποκλεισμένους στο πυκνό άλσος Αργείους ανέβηκε σ’ ένα δέντρο κι είδε τι γινόταν έξω.
     Από κείνη τη στιγμή σταμάτησαν να βγαίνουν έξω αυτοί που προσκαλούνταν. Τότε ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να συσσωρεύσουν φρύγανα γύρω από το άλσος, κατόπιν έβαλε φωτιά και το έκαψε μαζί με τους αποκλεισμένους Αργείους. Την ώρα που καιγόταν το Άλσος ο Κλεομένης ρώτησε έναν αυτόμολο σε ποιον είναι αφιερωμένο κι όταν εκείνος του απάντησε ότι είναι αφιερωμένο στον Άργο, πίστεψε ότι αυτό ήταν το «Άργος» που του είχε πει ο χρησμός ότι θα κυριεύσει κι αναφώνησε με αναστεναγμό. «Απόλλωνα που δίνεις τους χρησμούς, πόσο με εξαπάτησες λέγοντάς μου ότι θα κυριεύσω το Άργος! Καταλαβαίνω ότι ο χρησμός που μου ’δωσες ξεπληρώθηκε».
     Οι Αργείτες πάντως αποδεκατίστηκαν απ’ όλο το μάχιμο ανδρικό πληθυσμό τους, αφού σκοτώθηκαν στη Σήπεια 7.777 Αργείοι κατά τον Πλούταρχο και τον Πολύαινο ή 5.000 κατά τον Παυσανία ή 6.000 κατά τον Ηρόδοτο. Μετά απ’ αυτά, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο που φαίνεται ότι αντλεί τις πληροφορίες του από Σπαρτιατικές πηγές, ο Κλεομένης διέταξε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του να επανέλθει στη Σπάρτη και με χίλιους μόνο επίλεκτους πήγε στο Ηραίον του Άργους για να θυσιάσει. Ο ιερέας της Ήρας του το απαγόρευσε λέγοντας ότι δεν είναι όσιο να θυσιάζουν οι ξένοι κι ο Κλεομένης διέταξε τους είλωτες να τον μαστιγώσουν και θυσίασε δια της βίας. Το άγαλμα της θεάς τότε έβγαλε φωτιά από το στήθος κι όχι από το κεφάλι, όπως έπρεπε κι ο Κλεομένης κατάλαβε ότι η θεά δεν ήταν διατεθειμένη να αφήσει απροστάτευτο το Άργος κι επανήλθε στη Σπάρτη χωρίς να επιχειρήσει επίθεση στο Άργος.
     Εκεί κατηγορήθηκε από τους εχθρούς και τους αντιπάλους του ότι δωροδοκήθηκε για να μη καταλάβει το Άργος, αλλά υποστηρίζοντας στην απολογία του πως πίστεψε ότι εκπληρώθηκε ο χρησμός του Δία με την κατάληψη του ιερού του Άργου κι ότι αποτράπηκε με τη στάση της Ήρας από τη κατάληψη του Άργους, έπεισε τους εφόρους, που ανήκαν άλλωστε στην παράταξή του και τον αθώωσαν με μεγάλη πλειοψηφία. Η διήγηση αυτή απέβλεπε προφανώς να δικαιολογήσει τους Σπαρτιάτες και τον Κλεομένη για την αποτυχία τους να κυριεύσουν το Άργος μετά τη νίκη τους στη Σήπεια.
     Πιστότερα τη πραγματικότητα όμως φαίνεται να απεικονίζουν ο Παυσανίας και ο Πολύαινος, που αποδίδουν τη σωτηρία του Άργους στον ηρωικό ρόλο της ποιήτριας Τελέσιλλας. Σύμφωνα μ’ αυτές τις πηγές, λοιπόν, ο Κλεομένης μετά τη νίκη του στη Σήπεια βάδισε εναντίον του Άργους, που ήλπιζε ότι θα το κυριεύσει εύκολα απογυμνωμένο από τους άνδρες υπερασπιστές του. Το Άργος κινδύνευε άμεσα με μόνους  υπερασπιστές τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες κάθε ηλικίας.
     Η τρομερή είδηση έφτασε στην πόλη κι έριξε σ’ απελπισία κι απόγνωση γυναίκες, γέρους και παιδιά.  Τότε ήταν που μια φωνή ξεχώρισε, μια γενναία γυναίκα.  Ήταν η ποιήτρια Τελέσιλλα, μια λεπτοκαμωμένη και φιλάσθενη κοπέλα, που τις κάλεσε σε αντίσταση.  Ήταν ένας στρατός γυναικών, που παρατάχθηκε έξω απ’ τα τείχη της πόλης, ακλόνητος κι αποφασισμένος να προασπίσει τα ιερά και τα όσια της πατρίδας, να υπερασπιστεί το δίκιο και την τιμή του Aργους, να μην υποταχθεί και να μην υποκύψει. Τη κρίσιμη αυτή στιγμή η ποιήτρια Τελέσιλλα συγκέντρωσε τους γέρους, τα παιδιά και τις γυναίκες του Άργους, τους έδωσε κάθε λογής όπλο που βρήκε στα σπίτια και τους ναούς, τόξα και βέλη, κοντάρια, ασπίδες, μαχαίρια, σπαθιά, ξύλα και πέτρες και τις παρέταξε στα τείχη και τις επάλξεις έτοιμες για αντίσταση.
     Ο στρατός των Σπαρτιατών έφτανε αλαλάζοντας.  Μακρυμάλληδες τρομεροί αγριωποί Σπαρτιάτες, μεθυσμένοι απ’ τη νίκη τους, σίγουροι πια για την κατάκτηση της πόλης-κράτους του Άργους. Όταν πλησίασαν, με μεγάλην έκπληξη, είδαν τις Αργείτισσες απτόητες μπρος τους και τη Τελέσιλλα στραμμένη προς τον ουρανό να αναπέμπει δεήσεις στους θεούς: «Ω Άρτεμη, ω Απόλλωνα! Βοηθήστε μας να σώσουμε την πατρίδα!».
     Αιφνιδιάστηκαν φυσικά από την αυτοσχέδια καθοδηγήτρια, που έδινε το σύνθημα του συναγερμού και τις κατευθύνσεις για την άμυνα του Άργους και βρέθηκαν σε δίλημμα φοβερό: Αν έκαναν επίθεση και τις σκότωναν, θα γίνονταν μισητοί κι άνανδροι που σκότωσαν γυναίκες. Αν αποτύγχαναν στην επίθεσή τους, θα ήτανε καταγέλαστοι που ξακουστοί πολεμιστές αυτοί νικήθηκαν από γυναίκες με επικεφαλής, μάλιστα, μια ποιήτρια, τη Τελέσιλλα. Δοκίμασαν να τις τρομάξουν με αλαλαγμούς κι αντάρα, αλλ’ αυτές στέκονταν ακλόνητες στις επάλξεις.
     Έκαναν κάποιες επιθέσεις εναντίον τους, αλλά οι γυναίκες τις απέκρουσαν. Τελικά οι περήφανοι Σπαρτιάτες του Κλεομένη αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να βγουν από το αδιέξοδο με ακέραιη την αξιοπρέπειά τους. Τελικά το Άργος δεν έπεσε! Σώθηκε από τον ηρωισμό των γυναικών του και τη γενναιότητα της έξοχης ποιήτριας Τελέσιλλας, που διέψευσε μ’ αυτό τον τρόπο πανηγυρικά το γνωστό αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη». Όπως και να ‘χει η Τελέσιλλα κι οι γυναίκες του Άργους έσωσαν τη πόλη τους από σίγουρη καταστροφή επιδεικνύοντας θάρρος κι ευψυχία σε μια εποχή που η θέση της γυναίκας ήταν υποτιμημένη και πάντως εντελώς ασύμβατη με τον πόλεμο. Γι ̉αυτή τη πράξη της θαυμάστηκε και μνημονεύεται πιο πολύ από τις αρχαίες πηγές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υστέρησε στη ποιητική δημιουργία.
     Αντίθετα η Τελέσιλλα είχε αφοσιωθεί με πάθος στην ποίηση και στη μουσική μετά το χρησμό που πήρε από το θεό και μ’ αυτή τη δραστηριότητά της κατάφερε όχι μόνο να δυναμώσει το σώμα της και να αποκαταστήσει την υγειά της, αλλά και να τη θαυμάσουν όλοι οι Αργείτες και, προπαντός, οι Αργείτισσες για την «ποιητική» της. Φαίνεται ότι ο ενθουσιασμός που προκαλούσε με τα ποιήματά της ήταν εκείνος με τον οποίο κατάφερε, ως άλλος Τυρταίος, τις γυναίκες, τα παιδιά και τους γέρους να υπερασπισθούν οπλισμένοι τα τείχη της πατρίδας τους που κινδύνευε. Τα ποιήματά της έφεραν τον τίτλο «άσματα» και ήταν ύμνοι προορισμένοι για χορούς, κυρίως παρθένων, ένα ποιητικό είδος που το εκτιμούσαν πολύ στην εποχή της. Τις λυρικές αυτές δημιουργίες της αφιέρωνε στις μούσες και στους θεούς Άρτεμη κι Απόλλωνα, που ήταν οι κυριότεροι εμπνευστές της.
     Δυστυχώς, από τα ποιήματα αυτά σωθήκαν ελάχιστα μόνο αποσπάσματα κι άλλες πληροφορίες για το έργο της από έμμεσες πηγές. Από μια επιγραφή της Επιδαύρου, που αναφέρει ο Παυσανίας, μαθαίνουμε ότι «στη κορυφή του όρους Κορυφός (ή Κόρυφον, νοτιοανατολικά του ιερού της Επιδαύρου υπάρχει ιερό της κορυφαίας Αρτέμιδος, το οποίο μνημονεύει σε κάποιο ποίημα της η Τελέσιλλα».  Απ’ αυτό, πιθανόν, το άσμα έχουν σωθεί 2 μόνο στίχοι:

«Την Άρτεμη τραγουδήστε, κόρες,
που αποφεύγει τον Αλφειό
…»

     Από τους στίχους αυτούς μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ποίημα ήταν εμπνευσμένο από το μύθο για τον ποταμό Αλφειό. Σύμφωνα, λοιπόν, μ’ αυτό το μύθο, ο Αλφειός, που λατρευότανε στην αρχαιότητα σα προσωποποιημένος θεός με τεράστιες ικανότητες πλουτοδοσίας, ένιωθε για την Άρτεμη ασίγαστο ερωτικό πάθος. Η θεά, κόρη του Δία και δίδυμη αδελφή του Απόλλωνα, για να μη πέσει στα χέρια του Αλφειού, άλειφε με λάσπη το πρόσωπό της και τα πρόσωπα των Νυμφών που τη συνόδευαν κι ο Αλφειός δε μπορούσε να την αναγνωρίσει. Ο θρύλος του ερωτοχτυπημένου Αλφειού με την Άρτεμη, που τον απέφευγε, ήταν, φαίνεται, η αιτία που  την Άρτεμη στη περιοχή  της Ηλείας την ονόμαζαν «Αλφειούσα, Αλφειαία, Αλφειωνία ή Ποταμία». Και την εικόνα της φυγής της θεάς συνθέτει με έμμετρο τρόπο το 2στιχο της Τελέσιλλας.
     Σύμφωνα με άλλη πληροφορία η Τελέσιλλα είχε συνθέσει μια ωδή για τον Απόλλωνα, που ονομαζόταν «Φιληλιάς», αυτός δηλ. που αγαπάει τον Ήλιο. Το άσμα αυτό το τραγουδούσαν, ίσως, οι εργάτες, όταν πήγαιναν  με συννεφιά στα χωράφια να δουλέψουν και παρακαλούσαν τον ήλιο να βγει από τα σύννεφα και να ζεστάνει την ατμόσφαιρα.
     Κάποιο άλλο ποίημα της Τελέσιλλας πρέπει να ήταν αφιερωμένο στη Νιόβη και στα παιδιά της, γιατί ο Απολλόδωρος μας δίνει τη πληροφορία ότι «από τα αγόρια της Νιόβης σώθηκε ο Αμφίων κι από τα κορίτσια η Χλωρίς η μεγαλύτερη, που τη νυμφεύτηκεν ο Νηλέας, σύμφωνα όμως με τη Τελέσιλλα σώθηκαν ο Αμύκλας κι η Μελίβοια, που  σκότωσαν με τόξο τον Αμφιώνα». Από το ποίημα όμως αυτό της Τελέσιλλας δε σώθηκε ούτε λέξη!
     Κατά πάσα πιθανότητα είχε συνθέσει κι ένα ποίημα για τους γάμους του Δία με την Ήρα, αν κρίνουμε από σχόλιο στο στίχο 64 του ποιήματος του Θεόκριτου «Συρακόσιαι ή Αδωνιάζουσαι», που περιέχεται σε πάπυρο (αρ.1487 Ρ.) κι αναφέρει ότι «όλα τα ξέρουν οι γυναίκες, ακόμα και πως ο Δίας παντρεύτηκε την Ήρα». Τον υπαινιγμό αυτό τον αποδίδουν στη Τελέσιλλα.
     Τα ποιήματά της ήταν κυρίως ύμνοι για χορούς κοριτσιών, ένα είδος ιδιαίτερα αγαπητό την αρχαία εποχή, αφού οι γονείς στα διάφορα χοροστάσια είχανε την ευκαιρία να καμαρώσουν τις κόρες τους που χόρευαν. Μάλιστα είχε καθιερώσει δικό της μέτρο, που οι Αλεξανδρινοί φιλόλογοι ονόμασαν «Τελεσίλλειο» για τη μοναδικότητά του.
     Από τη ποίησή της δεν σώθηκαν παρά ελάχιστα αποσπάσματα και μόνον έν ολόκληρο, χαραγμένο μεταγενέστερα σε λίθο, που βρέθηκε στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. Πρόκειται για ύμνο με 28 στίχους, αφιερωμένο στη μητέρα των θεών Ρέα, η οποία διεκδικεί από το γιο της Δία το μερίδιό της στη μοιρασιά του σύμπαντος. Ο μύθος της σύγκρουσης του Δία με τη μητέρα του Ρέα ή Κυβέλη δε μας είναι γνωστός από άλλη πηγή κι ίσως να είναι πνευματικό δημιούργημα της Τελέσιλλας.
     Το μοναδικό ποίημα της Τελέσιλλας που σώθηκε ολόκληρο και μάλιστα όχι σε πάπυρο, αλλά ως επιγραφή χαραγμένη σε λίθο του 3ου ή 4ου μ.Χ. αιώνος, που βρέθηκε στο ιερό του Ασκληπιού στην Επίδαυρο, είναι ένας ύμνος στη «μητέρα των θεών», που αξίζει να τον παραθέσουμε, όπως μας παραδόθηκε στο αρχαίο κείμενο και σε μετάφραση. Είναι και μια προτροπή, αφιέρωση,  στις βασανισμένες φτωχές γυναίκες που στις μέρες μας τιμώνται και με σεβασμό μπρος στο δράμα τους, ιδού στο κλίμα της αρχαίας ποίησης, η μετάφραση ενός λαϊκού τραγουδιού της αρχαιότητας, που με δικαιοσύνη αποδίδει στο γυναικείο φύλο το μερίδιο που δικαιούται στον ουρανό, στη γη και στη θάλασσα::

   Ματρί Θεών Στη Μητέρα των Θεών

Ω Μνημόσυνας κόραι                                   Κόρες της Μνημοσύνης
Δευρ’ έλθετε απ’ ωρανώ                              ελάτε εδώ απ’ τον ουρανό
και μοι συναείσατε                                       και τραγουδήστε μαζί μου
ταν ματέρα των θεών,                          τη μητέρα των θεών, που ήρθα,
ως ήλε πλανωμένα                                       αφού περιπλανήθηκα
κατ’ ώρεα και νάπας                                    στα όρη και στις πηγές
σύρουσα αβρόταν κόμαν,                            με ανεμοπαρμένα τα μαλλιά
κατωρημένα φρένας.                                    ξετρελαμένη στα βουνά.
Ο Ζεύς δ’ εσιδών άναξ                               Κι ο βασιλιάς Δίας σαν είδε
ταν Ματέρα των θεών,                                τη μητέρα των θεών
κεραυνόν έβαλλε και                                    έριξε κεραυνό και
τα τύμπαν’ ελάμβανε,                                  πήρε τα τύμπανα,
πέτρας διέρρησε και                                     έσπασε τα βράχια
τα τύμπαν’ ελάμβανε                                   και πήρε τα τύμπανα.
Μάτηρ, άπιθ’ εις θεούς,                             -Μητέρα, φύγε στους θεούς
και μη κατ’ όρη πλανώ,                                και μη γυρνάς στα όρη,
μη σε χαροποί λέοντες                                  γιατί τ’ άγρια λιοντάρια
ή πολιοί λύκοι                                                  και οι γκρίζοι οι λύκοι
[έδωσι πλανωμέναν.]                                  [θα σε φάνε κυνηγημένη.]
και ουκ άπειμι εις θεούς,                             -Δε θα φύγω στους θεούς
αν μη τα μέρη λάβω,                                    αν δεν πάρω μερίδια,
το μεν ήμισυ ουρανώ,                                   το μισό απ’ τον ουρανό,
το δε ήμισυ Γαίας,                                          τ’ άλλο μισό απ’ τη γη
πόντω το τρίτον μέρος˙                         το τρίτο απ’ τη θάλασσα,
χούτως απελεύσομαι,                                    κι έτσι θ’ αποχωρήσω.
χαιρ’ ω μεγάλα άνα                                     -Χαίρε, μεγάλη βασίλισσα,
σα Μάτερ Ολύμπω.                                       Μητέρα του Ολύμπου.
________________________________________

                Κλεοβουλίνα η Ρόδια

      Η Κλεοβουλίνα ήταν αρχαία ποιήτρια του 6ου π.Χ. αιώνα, γνωστή για τα έμμετρα αινίγματα και τα ποιήματά της 3 από τα οποία -που αποδίδονται σ’ αυτήν- σώζονται μέχρι σήμερα. Σύμφωνα με τον Αθηναίο και το Διογένη Λαέρτιο, γεννήθηκε στη Λίνδο της Ρόδου κι ήτανε κόρη ενός από τους αρχαίους 7 σοφούς, του Κλεόβουλου. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, εκανε παρέα με τον άλλο σοφό της αρχαιότητας από τους 7, το Θαλή τον Μιλήσιο, ενώ ο Λαέρτιος ισχυρίζεται πως ήτανε μητέρα του. Όποιος ισχυρισμός κι αν ισχύει, μαρτυρα πωε ξεκίνησε τη δράση της στο ξεκίνημα του 6ου π.Χ. αιώνα. Ο Πλούταρχος λέει επίσης πως το πραγματικό της όνομα ήταν Ευμέτις που σημαίνει “Έξυπνη” αλλά αυτό μπορεί να ‘ναι εύρημά του ή της πηγής του.
     Από τα έργα της που περιελάμβαναν πεζό και ποιητικό λόγο, μόνο τρία αινίγματα που αποδίδονται σ’ αυτήν μας σώζονται. Ο ένας ήταν σαφώς γνωστός στην αρχαιότητα, καθώς αναφέρθηκε δύο φορές από τον Αριστοτέλη, καθώς κι από τον Πλούταρχο, τον Δημήτριο το Γαληνό και τον Αθηναίο. άλλος επιβιώνει σε παραπομπή από έναν ανώνυμο φιλόσοφο κι ο τρίτος επιβιώνει στα Ηθικά του Πλούταρχου. Στην αρχαιότητα, πιθανότατα αποδόθηκε ένας μεγαλύτερος αριθμός αινιγμάτων στη Κλεοβουλίνα, καθώς ο Αθηναίος αναφέρει μια πραγματεία πάνω τους από τον άλλον άγνωστο Διότιμο τον Ολυμπιο.
     Μας είναι γνωστές αν και δε σώζονται 2 ακόμα κωμωδίες που αφιερωθήκαν στη Κλεοβουλίνα, η πρώτη γράφτηκε από τον κωμωδιογράφο της Παλαιάς Κωμωδίας, Κρατίνο, και πρέπει να γράφτηκε το 451 π.Χ,, -καθώς μας λέει ο Ευσέβιος, κείνη την εποχή ήτανε πια πασίγνωστη- κι η μετέπειτα από τον Αλέξιο (που ήτανε κωμικός ποιητής που γεννήθηκε στη Σαντορίνη της Μεγάλης Ελλάδας κι ήρθεν αργότερα στην Αθήνα, ενεγράφη πολίτης της, και στη φυλή του Λεοντίδη, διέμενε στο Δήμο Οίον. Λέγεται πως πέθανε στα 106 του χρόνια και πέθανε στη σκηνή ενώ στεφότανε νκητής. Στη Σουίδα αναφέρεται πως ήταν αδελφός του πατέρα του Μενάνδρου κωμικού συγγραφέα της Νέας Κωμωδίας και πως έγραψε 245 κωμωδίες από τις οποίες σώζονται μόνον αποσπάσματα από τις περίπου 130 εξ αυτών).
     Το παρακάτω επίγραμμα φέρεται να ανήκει είτε στον πατέρα Κλεόβουλο, είτε στη θυγατέρα του Κλεοβουλίνη.:

Είμαι χάλκινη κόρη, στον τάφο του Μίδα εδώ.
Όσο φύλλα πρασινίζουν στα δέντρα κι όσο ρέει νερό,
όσο λάμπει ο ήλιος και φεγγάρι αργυρό, 
όσο τρέχουν ποτάμια και τα κύματα αχούνε, 
τόσο πάνω σε στο μνήμα, σ’ αυτούς που περνούνε, 
θα λαλώ πως ο πολύκλαυστος Μίδας κείτεται ‘δώ.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *