Πρόλογος
Ξέρω τί θα πείτε: Πως όλο λέω τέλος, νάσου και ξεπετιέται κι άλλο ένα άρθρο, μα δεν φταίω εγώ… αυτές φταίνε και χαίρομαι γι’ αυτό. 21ο άρθρο για μιαν ακόμα πολύ ξεχωριστή Γυναίκα Του Κόσμου και σε τί εποχή ε; Πάντως πολύ παλιά. Φυσικά αγγίζει, αλλά πολύ ελαφρά, τα όρια του μύθου, πλην όμως τα γεγονότα υπάρχουνε, τι κι αν η τυχόν σάλτσα που τα πλαγιοσυμπληρώνει μπορεί να είναι και μύθευμα για να περπατήσει πιο καλά το στόρυ. Λέω όπως πως μια μικρή κι ανεπαίσθητη σαλτσούλα χρειάζεται για να γιομίσει τα τεράστια κενά που υπάρχουνε λόγω του χρόνου που κύλησε από τότε, σαν ένας γλύπτης κι εξαφάνισε τις λεπτομέρειες…
Δεν πολυλογώ άλλο, και να περάσουμε αμέσως σε μιαν εισαγωγή, ώστε να διαγραφεί το υπόβαθρο της ιστορίας. Πάμε παρεούλα.
Εισαγωγή
Βρισκόμαστε στον 6ο αι. π.Χ. κι όπως όλοι πια ξέρουμε, στοιχεία πολλά δεν υπάρχουνε. Ξέρουμε όμως πως ακόμα δεν έχουνε σχηματιστεί οι Πόλεις-Κράτη με τη πλήρη έννοια, ξέρουμε επίσης πως ο Θάμυρις έχει ήδη ζήσει, η Σαπφώ κι ο Αλκαίος κάπου εδώ γύρω θα ‘ναι, πως σε λίγα χρόνια θα ξεκινήσει σαν ιδέα η τραγωδία και πως ο Ηρόδοτος μας άφησε στις ιστορίες του, πως θεωρούσε τον Κύρο τον Μέγα, ως τον πιο μεγάλο ηγέτη που πέρασε ως τότε στα χρονικά. Εμείς όμως θα φύγουμε από την Ελλάδα, να πάμε πιο πέρα και πιο πάνω κι από τα παράλια της Μικράς Ασίας και θα βρούμε πως εκεί, στις στέππες αυτές, ζούσαν άλλες φυλές, άγνωστες στον ελληνικό χώρο. Σάκα, Μασσαγέτες, Χωρέσμιοι, Δαόι, Ισσηδόνες κι οι τρομεροί Σκύθες, που μας τους παρουσιάζει ο Όμηρος σαν άξενη κι άγρια φυλή και φυσικά κι οι γνωστοί μας Πέρσες, αλλά πιο κάτω και λίγο πιο πέρα από τα μικρασιατικά παράλια. Επίσης η Αίγυπτος πιο πέρα και κάτω προς τα δεξιά, με τον πολιτισμό της και τις Πυραμίδες της. Εμείς όμως απλά περιγράψαμε περίπου το τί υπήρχε τότε και δεν θα ασχοληθούμε μ’ αυτά, εμάς μας ενδιαφέρει μια συγκεκριμένη φυλή, οι Μασσαγέτες, που επίσης πολλοί μετέπειτα ιστορικοί, τους ονομάζουνε -μάλλον εσφαλμένα- Σκύθες.
Αυτοί λοιπόν οι Σκύθες (Μασσαγέτες) ήτανε μια πολύ ισχυρή φυλή με αρχηγό τους τον Σπαργκάπη. Αυτός ο γενναίος ηγέτης, είχε μια κόρη, που γέννησε και πέθανε αμέσως μετά, η γυναίκα του Μποπάη. Τότε οι φυλές της στέππας δεν είχανε καθόλου όμοια με μας συνήθεια, (πρόγονοι των Μογγόλων κατά μιαν έννοια), καθώς από μικροί μαθαίνανε τα όπλα και τα άλογα. Επίσης σπάνια ξεχωρίζανε κορίτσια από αγόρια, ως προς την εκπαίδευση σ’ αυτά. Ο Σπαργκάπη περίμενε φυσικά γιο για κληρονόμο του, έπνιξε τη πίκρα από το χαμό της γυναίκας του και τυχόν την όποια απογοήτευση από το κοριτσάκι που ‘φερε στον κόσμο και το αγάπησε με όλη τη δύναμη της γενναίας αλλά μεγάλης καρδιάς του. Όπου πήγαινε το ‘παιρνε μαζί, του μάθαινε το σπαθί, το τόξο κι ιππασία, αλλά όχι δεν ήτανε μόνον αυτά που ζητούσε. Ήθελε να τη μάθει να ηγείται κι αυτό επιτυγχάνεται όχι μόνο με την ισχύ σε δύναμη και τέχνη στα όπλα κι ιππεύοντας άρτια, αυτό μαθαίνεται με τις περιστάσεις όπου λαμβάνεται η διδαχή. Πάντως η μικρή έδιχνε να τα παίρνει τα… γράμματα κάθε φορά και με κάθε διδαχή.
Κι όπως είναι σύνηθες σε μεγάλους ηγέτες, ήρθε η ώρα της πτώσης του από προδοσία, τη στιγμή που η μικρή ήτανε κοριτσάκι και μάλιστα ίσα που τη γλύτωσε ένας από τους έμπιστους του Σπαργκάπη και τη πήρε μακρυά. Την έκρυψε κάμποσα χρόνια κι όταν έγινε έφηβη γλύτωσε άλλη μια φορά από κάποιους περαστικούς κλέφτες, που ωστόσο σκοτώσανε όλους τους υπόλοιπους. Τους κυνήγησε και τους σκότωσε και τους έξι μετά βέβαια, αλλά τί να το κάνεις όταν μένεις ολομόναχη σ’ ολάκερη στέππα κι άγνωστη. Τη περιμάζεψε μια άλλη φυλή που είχανε καλές σχέσεις με τους Σκύθες (Μασσαγέτες) και πέρασε κάμποσο διάστημα μαζί τους που κι εκεί διακρίθηκε σε θάρρος, τέχνη των όπλων, ιππασία, αλλά και στην γρηγοράδα σκέψης κι εξυπνάδα και διπλωματία.
Η Λιονταρίνα Της Στέππας
Όταν ο Κύρος είχε πετύχει τη κατάκτηση των Βαβυλωνίων, είχε πλέον επιθυμία να φέρει τους Μασσαγέτες στη κυριαρχία του. Αυτοί λέγεται πως ήτανε μεγάλο και πολεμικό έθνος, που κατοικεί προς την ανατολή του ήλιου, πέρα από τον ποταμό Αράξη (Σήμερα λέγεται Συρ-Ντάρια) κι απέναντι απ’ τους Ισσηδόνες (αρχαίοι λαοί της Κεντρικής Ασίας στο τέλος της εμπορικής οδού που οδηγούσε βορειοανατολικά από τη Σκύθεια, που περιγράφεται στη χαμένη Αριμασπία του Αριστέα, από τον Ηρόδοτο στην Ιστορία του κι από τον Πτολεμαίο στη Γεωγραφία του). Εδώ ξεκινά τη διήγηση ο Ηρόδοτος κι εμείς ακούμε:
Από πολλούς θεωρούνται φυλή των Σκυθών, στο ντύσιμο και στον τρόπο ζωής τους, οι Mασσαγέτες μοιάζουνε με τους Σκύθες. Μάχονται τόσο με άλογο όσο και με τα πόδια, καμμία μέθοδος δεν είναι περίεργη γι’ αυτούς: χρησιμοποιούνε τόξα και λόγχες, αλλά το αγαπημένο τους όπλο είναι το τσεκούρι μάχης. Τα χέρια τους είναι καλυμμένα ολάκερα από χρυσό ή ορείχαλκο. Για τις αιχμές των βελών τους και για τις άκρες των δοράτων και τα τσεκούρια τους χρησιμοποιούν ορείχαλκο. για καλύμματά του κεφαλιού και ζώνες το χρυσό. Το ίδιο ισχύει και με τη προστασία των αλόγων τους, τους βάζουνε θώρακες από ορείχαλκο, αλλά χρησιμοποιούνε χρυσό για τα ηνία και τα λοιπά προστατευτικά τους. Δεν χρησιμοποιούν ούτε σίδερο ούτε ασήμι, γιατί δεν είχανε στη χώρα τους, αλλά είχαν άφθονο ορείχαλκο και χρυσό.
Μερικά από τα έθιμά τους: Κάθε άντρας έχει μόνο μία γυναίκα, αλλά όλες οι γυναίκες κρατούνται από κοινού. γιατί αυτό είναι ένα έθιμο των Μασσαγετών κι όχι των Σκυθών, όπως λένε λανθασμένα οι Έλληνες. Η ανθρώπινη ζωή δεν φτάνει στο φυσικό της τέλος με αυτούς τους ανθρώπους. αλλά όταν ένας άντρας μεγαλώνει, όλοι οι συγγενείς του μαζεύονται και τον προσφέρουνε σε θυσία. προσφέροντας ταυτόχρονα μερικά βοοειδή. Μετά τη θυσία βράζουνε τη σάρκα και γιορτάζουνε κι όσοι τελειώνουνε τις μέρες τους υπολογίζονται οι πιο χαρούμενοι. Αν ένας άντρας πεθάνει από ασθένεια, δεν τον τρώνε, αλλά τονε θάβουνε στο έδαφος, θρηνώντας τη κακοτυχία του ότι δεν γιορτάστηκε με τη θυσία του. Δεν σπέρνουνε, αλλά ζούνε από τα κοπάδια τους, και με ψάρια, που υπάρχουνε σε αφθονία στον Αράξη. Το γάλα είναι αυτό που πίνουνε κυρίως. Ο μόνος θεός που λατρεύουν είναι ο ήλιος και σε αυτόν προσφέρουν άλογο σε θυσία. με την έννοια ότι δίνουμε στους ταχύτερους από τους θεούς το ταχύτερο από όλα τα θνητά πλάσματα. Εδώ συνεχίζει ο περίπου μύθος:
Ας γυρίσουμε πίσω στην έφηβη πλέον κοπέλλα που μεγαλώνει με τους φιλικούς προς αυτήν και τον πατέρα της γείτονες και γίνεται ένα μαζί τους. Τους πείθει μάλιστα, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες, να εκδικηθούνε τους προδότες που σκοτώσανε τον πατέρα της και τώρα σφετερίζονταν το θρόνο του. Μπαίνοντας κι η ίδια επικεφαλής της επίθεσης φτάνουνε μπροστά στον παρατεταγμένο αντίπαλο, που ήτανε πιο μεγάλος κι ηγείτο από τους προδότες -που είχανε κάνει τη βρωμοδουλειά κρυφά. Τότε κι ενώ ετοιμαζόντουσαν για επίθεση, η κοπέλλα πια, Τόμυρις, καλπάζει με θάρρος και φτάνει μπροστά στους αντιπάλους.
-“Λαέ μου” τους φωνάζει με δυνατή και καθάρια φωνή, “δεν έχω κάτι μαζί σας, αντίθετα σας αγαπώ όπως ο πατέρας μου, Σπαργκάπη“.. Στο άκουσμα του ονόματος, μια αναταραχή ξέσπασε, οι δυο προδότες προσπάθησαν να την εμποδίσουν να συνεχίσει, αλλά οι πιο κοντινοί τους συγκράτησαν και τους ανάγκασαν σε ησυχία. Η Τόμυρις συνέχισε: “Ναι είμαι η κόρη του άξιου Σπαργκάπη, που από προδοσία αυτών των δυο που τώρα ηγούνται, σκοτώθηκε κι εγώ ίσα που γλύτωσα. Είχανε συνεννοηθεί με τους Χωρέσμιους για συνεργασία, πράγμα που ο πατέρας μου δεν έστερξε, γιατί με αυτούς δεν έχουμε κανένα κοινό. Έτσι κι αφού τον είχανε σκοτώσει ξεκίνησε η συγκεκριμένη συνεργασία. Τώρα είμαι εδώ μπροστά σας ζητώντας εκδίκηση για το αίμα του πατέρα μου κι αρχηγού σας“.
Οι δυο προδότες προσπάθησαν να αντιδράσουν αλλά σε λίγα δευτερόλεπτα τα κεφάλια τους κοσμούσανε το άλογο της Τομύριδος εν μέσω επευφημιών κι εναγκαλισμών. Αυτό ήτανε. Την είχανε δεχτεί σαν ηγέτιδα και μάλιστα με λατρεία, χωρίς να χυθεί στάλα αίμα. Κι όχι μόνον αυτό, είχανε πλέον και τη συνεργασία των γειτόνων που εκτιμώντας το θάρρος και τη γενναιότητά της την είχανε σαν αδελφή και σύμμαχο. Η Τόμυρις δεν ήτανε πια κοριτσάκι, ήτανε μια πολεμίστρια αρκετά ικανή και μια ηγέτις εξαιρετικά διπλωματική κι έξυπνη.
Όταν ήρθε η ώρα να διαλέξει ένα σύζυγο και να του αποθέσει την ηγεσία, διάλεξε τον πιο κατάλληλο, τον Ρούσταη. Του έκανε κι ένα γιο τον Σπαργκασίδη ο οποίος μεγάλωνε με τις ίδιες αρχές που μεγάλωναν όλα τα παιδιά των Μασσαγετών κι η ίδια. Η επόμενη κίνηση ήταν να στραφεί και να εξαφανίσει τους Χωρέσμιους κι όταν το πέτυχε κι αυτό ήτανε πια πανίσχυρη δύναμη στη στέππα. Όλοι πλέον οι γειτονικοί λαοί της δείχνανε τον πρέποντα σεβασμό και καθώς κανέναν δεν αδίκησε ποτέ, δεν είχανε και κανένα λόγο να της πάνε κόντρα. Εδώ παραδίδω τη συνέχεια στον Ηρόδοτο και πάλι:
~530 π.Χ. Εκείνη τη στιγμή τους Μασσαγέτες κυβερνούσε μια βασίλισσα, τ’ όνομά της, Τόμυρις, που μετά το θάνατο του συζύγου της, ξανανέβηκε στο θρόνο. Σε αυτήν, ο Κύρος έστειλε πρεσβευτές, με οδηγίες να της παραδώσουνε πρόταση γάμου και πρόσκληση να τη καλέσουνε στο παλάτι του, για να συζητήσουνε, ενώ στα σχέδιά του είχε να τη σκοτώσει για να μη βρει αντίσταση. Ωστόσο, εκείνη κατάλαβε πως ήταν το βασίλειό της κι όχι την ίδια, που φλερτάρει ο Κύρος κι απαγόρευσε στους άντρες του να πλησιάσουν. Γιατί όπως είπαμε, οι άντρες σύζυγοι υπερισχύουνε των γυναικών, βάσει των εθιμων τους κι η ίδια είχε αποτραβηχτεί στον σύζυγό της, κι έτσι του αντιπρότεινε μιαν άλλη λύση. Ο Κύρος είχε μια κόρη, την Άτοσσα, κι αυτή είχε τον γιο της τον Σπαργκασίδη, οπότε έξυπνα του ‘κανε ρελάνς-προξενιό, πράγμα που φυσικά αυτός δεν δέχτηκε κι έτσι, λοιπόν, διαπιστώνοντας ότι δεν προωθούσε τα σχέδιά του από αυτή την έμπνευση, βαδίζει προς τον Αράξη κι εμφανίζει ανοιχτά τις εχθρικές του προθέσεις. Άρχισε να κατασκευάζει μια γέφυρα που ο στρατός του θα μπορούσε να διασχίσει τον ποταμό κι άρχισε να χτίζει πύργους πάνω στα σκάφη που επρόκειτο να χρησιμοποιηθούν στο πέρασμα. Αλλά ποιός ήταν αυτός ο Κύρος και γιατί τάχα τον είπανε Μέγα; Να το δούμε κι αυτό- μια παρένθεση λοιπόν:
_______________________________
Προικισμένος Αντίπαλος
Ο Κύρος Β’ της Περσίας (~602 ή 600 π.Χ. – 530 π.Χ.), γνωστός κοινώς ως Κύρος ο Μέγας και Κύρος ο Πρεσβύτερος, ήταν ο ιδρυτής της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας, της πρώτης Περσικής Αυτοκρατορίας. Ήτανε μεγάλος κατακτητής κι ο σημαντικότερος βασιλιάς της Περσίας από τη δυναστεία των Αχαιμενιδών. Η βασιλεία του σύμφωνα με τις πηγές, διήρκεσε 29 ή 31 χρόνια, είναι ο ιδρυτής της μεγάλης Περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών με πλήθος από τίτλους. Ο Ξενοφών αναφέρει πως ήταν γιος του Καμβύση Α’ και της Μανδάνης, κόρης του βασιλιά των Μήδων, Αστυάνη που μεγάλωσε στην αυλή του, και σε ηλικία μόλις 16 χρονών νίκησε κι έδιωξε τους Ασσύριους. Κήρυξε τον πόλεμο εναντίον του παππού του Κύρου Α’ και τελικά επικράτησε. Μεγάλωσε την έκταση του κράτους του κατακτώντας τους διάφορους γειτονικούς του λαούς, στους οποίους φέρθηκε με επιείκεια. Με τη σειρά: Νίκησε τους Μήδους και πήρε την εξουσία από τον Αστυάγη το 549, νίκησε τους Ληδούς το 547 και τον Κροίσο, τον οποίο πήρε σύμβουλό του λόγω της γνωστής μας ιστορίας με τον Σόλωνα. Νίκησε και προσάρτησε επίσης, το 539 τους Βαβυλώνιους του Βαλτάζαρ. Είχε σκοπό να περάσει νικηφόρα τη στέππα και να επιτεθεί στην Αίγυπτο.
Οι κατακτήσεις του επεκτάθηκαν από το Αιγαίο Πέλαγος και τον Ελλήσποντο ως τον Ινδό ποταμό, ήταν η μεγαλύτερη αυτοκρατορία που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία, οι κατακτήσεις του Κύρου τον έκαναν κυρίαρχο της Ασίας. Οι σπουδαιότερες αυτοκρατορίες που κατέλαβε ήταν οι Βαβυλώνιοι, οι Μήδοι και το πανίσχυρο κείνη την εποχή βασίλειο των Λυδών του Κροίσου που κυριαρχούσε σ’ ολόκληρη τη Μ.Ασία. Η κατάκτηση της Λυδίας κι η κατάλυση του βασιλείου του Κροίσου ολοκλήρωσε τη κατάκτηση της Ασίας για λογαριασμό του Κύρου, η επόμενη περιοχή που σχεδίαζε να κατακτήσει ήταν η Αίγυπτος αλλά δεν έγινε επειδή τον πρόλαβε ο θάνατος.
Ο Κύρος Β’ σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, είναι ο πρώτος βασιλιάς στην ιστορία που έκανε τη διακήρυξη των ανθρώπινων δικαιωμάτων, τα κατέγραψε από το 539 π.Χ. ως το 530 π.Χ. στον περίφημο Κύλινδρο του Κύρου. Μοίρασε την απέραντη αυτοκρατορία του σε σατραπείες με ανώτερο κυβερνήτη τον ίδιο τον μεγάλο βασιλιά (σάχη) κι είχε τα ανάκτορα του στις Πασαργάδες. Είναι επιπλέον, ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της Βίβλου, περιγράφεται σαν ο μεγάλος φιλάνθρωπος βασιλιάς των Περσών που επέτρεψε στους Ιουδαίους να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα και να λατρέψουν ελεύθερα το θεό τους. Εξέδωσε τα διατάγματα της αποκατάστασης, γι’ αυτό πήρε από τη Βίβλο τον τίτλο του χρισμένου. Τέλος όρισε διάδοχο του τον μεγαλύτερο γιο του Καμβύση Β’ αλλά σύμφωνα με εντολή της διαθήκης του κληροδότησε στον μικρότερο γιο του Σμέρδι τις ανατολικές σατραπείες της αυτοκρατορίας του. Εδώ επιστρέφω στον Ηρόδοτο για τη συνέχεια από τη στιγμή που πήρε την απόφαση να διαβεί τη στέππα.
_________________________________
Ενώ ο Πέρσης ηγέτης ασχολιόταν με αυτά, η Τόμυρις του έστειλε ένα πρεσβευτή, που του είπε: “Βασιλιά των Μήδων, σταμάτα αυτή τη προαπάθεια, γιατί δεν μπορείς να ξέρεις αν η τελική έκβαση θα ‘χει ευνοϊκό αποτέλεσμα. Μείνε ευχαριστημένος με το να κυβερνάς ειρηνικά το δικό σου βασίλειο, κι άσε εμάς να βασιλεύουμε το δικό μας, ειρηνικά και φιλικά. Ωστόσο, ξέρω ότι δεν θα επιλέξεις να ακολουθήσεις αυτή τη συμβουλή, καθώς δεν υπάρχει τίποτα λιγότερο επιθυμητό από την ειρήνη και την ησυχία, έλα τώρα, αν επιθυμείς τόσο πολύ να συναντήσεις τη Τομύριδα, μη κάνεις τζάμπα κόπο για τη κατασκευή γέφυρας. Ας αποτραβηχτούμε κι οι δυο λαοί τρεις ημέρες πορεία από την όχθη του ποταμού και θα περάσουμε μεις αφού τραβηχτείτε εσείς σε κάποια απόσταση κι αν πάλι θέλετε μάχη, ας δοθεί σε τούτη τη μεριά του ποταμού“.
Ο Κύρος, με αυτή τη προσφορά, κάλεσε τους αρχηγούς των Περσών κι έθεσε το ζήτημα ενώπιον τους, ζητώντας τους να τονε συμβουλέψουνε τι πρέπει να κάνει. Όλες οι ψήφοι ήταν υπέρ του να αφήσει τη Τομύριδα να διασχίσει το ρεύμα και να δώσει μάχη στο περσικό έδαφος. Όμως ο Κροίσος ο Λυδός (ο γνωστός μας από τον Σόλωνα), που ήτανε παρών στη συνάντηση των αρχηγών, απέρριψε αυτή τη συμβουλή, σηκώθηκε λοιπόν κι είπε: “Δυστυχώς, τα δικά μου βάσανα, από τη πολύ πικρία τους, με δίδαξαν να βλέπω τους κινδύνους. Αν θεωρείς τον εαυτό σου αθάνατο κι ο στρατός σου είναι στρατός αθάνατων, η συμβουλή μου αναμφίβολα θα πεταχτεί στα σκουπίδια Αλλά αν αισθάνεσαι τον εαυτό σου ως άντρα και κυβερνήτη αντρών, βάλε το καλά στο νου, πως υπάρχει ένας τροχός στον οποίο περιστρέφονται οι υποθέσεις των αντρών κι ότι η κίνησή του απαγορεύει στον ίδιο άνθρωπο να είναι πάντα τυχερός. Τώρα σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα, η κρίση μου έρχεται σε αντίθεση με την κρίση των άλλων συμβούλων σου. Γιατί αν συμφωνήσεις να δώσεις στον εχθρό είσοδο στη χώρα σου, σκέψου τι κίνδυνο διατρέχει! Γιατί, σίγουρα, αν κερδίσει τη μάχη, δεν θα επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά θα βαδίσει προς τα κράτη της αυτοκρατορίας σου. Ή, αν κερδίσεις τη μάχη, τότε κερδίζεις πολύ λιγότερα απ’ ό,τι αν ήταν απέναντι από το ρέμα, όπου θα μπορούσατε να βαδίσετε εσείς στα μέρη τους. Αντί να σε νικήσουνε στο δικό σου έδαφος, πρέπει να ορίσεις το δικό τους σε παρόμοια περίπτωση. Πέρασε το στρατό στην άλλη πλευρά του ποταμού κι έχεις πρόσβαση αμέσως στη καρδιά της χώρας τους. Επιπλέον, δεν θα ήταν απαράδεκτο για τον Κύρο, τον γιο του Καμβύση να οπισθοχωρήσει και να παραδώσει έδαφος σε μια γυναίκα; Η συμβουλή μου, λοιπόν, είναι ότι διασχίζουμε το ποτάμι και στρατοπεδεύουμε εκεί. Μου λένε ότι δεν γνωρίζουνε τα καλά πράγματα που ‘χουμε μεις οι Πέρσες και δεν έχουνε δοκιμάσει ποτέ τις υπέροχες απολαύσεις της ζωής. Ας προετοιμάσουμε λοιπόν μια γιορτή με αυτά στο στρατόπεδο μας, αφάχτε αρνιά κι αφήστε κρασί άφθονο ώστε να προμηνά γλέντι κι αφήνοντας πίσω το πιο αδύναμο μέρος του στρατέύματος να απομακρυνθούμε προς την άκρη του ποταμού. Εκτός αν κάνω πάρα πολύ λάθος, όταν δούνε το καλό γλέντι θα ξεχάσουν όλα τ’ άλλα και θα πέσουν. Τότε κι αφού θα ‘χουμε ποτίσει το κρασί με χασίς, επιστρέφουμε και τους νικάμε εύκολα“. (Μάγκας ο Κροίσος -καμμένος από εμπειρία και πλέον σοφότερος).
Ο Κύρος, όταν τα δύο σχέδια τέθηκαν σε αντιπαράθεση μπροστά του, άλλαξε γνώμη και προτίμησε τη συμβουλή που ‘χε δώσει ο Κροίσος, έστειλε απάντηση στη Τομύριδα ότι πρέπει να αποσυρθεί κι ότι θα διασχίσει αυτός το ποτάμι. Αποτραβήχτηκε λοιπόν αυτή κι αφήνοντας στον Κροίσο τη φροντίδα του γιου του Καμβύση (τον οποίο είχε διορίσει για να τον διαδεχθεί στο θρόνο), με αυστηρή εντολή να του ‘χει κάθε σεβασμό που αρμόζει και να τον μεταχειρίζεται καλά, αν η αποστολή αποτύγχανε τους έστειλε και τους δυο πίσω στη Περσία. Έπειτα διέσχισε τον ποταμό με τον στρατό του.
Τη πρώτη νύχτα μετά το πέρασμα, καθώς κοιμότανε στη χώρα του εχθρού, του εμφανίστηκε ένα όραμα. Φαινόταν να βλέπει στον ύπνο του τον μεγαλύτερο από τους γιους του Υστάσπη, με φτερά στους ώμους του, να σκιάζει με τη μία φτερούγα Ασία και την Ευρώπη με την άλλη. Τώρα ο Υστάσπης, ο γιος του Αρσέμη, ήταν από τη φυλή των Αχαϊμενιδών κι ο μεγαλύτερος δικός του γιος, ο Δαρείος, ήταν τότε μόλις είκοσι ετών. Άρα, επειδή δεν ήταν ακόμα στην ηλικία για να πάει σε μάχες, είχε μείνει πίσω στη Περσία. Όταν ο Κύρος ξύπνησε και σκέφτηκε καλά το όραμα, του φάνηκε ότι έχει σημασία. Επομένως, μήνυσε στον Υστάσπη: “Υστάσπη, ο γιος σου μαθαίνω πως συνωμοτεί εναντίον μου για το στέμμα. Θα σου πω πώς το ξέρω σίγουρα. Οι θεοί προσέχουν την ασφάλειά μου και με προειδοποιούν εκ των προτέρων. για κάθε κίνδυνο. Τώρα χθες το βράδυ, πλαγιασμένος στο κρεβάτι μου, είδα σε ένα όραμα τον μεγαλύτερο από τους γιους σου με φτερά στους ώμους του, να σκεπάζει με τη μία φτερούγα την Ασία και την Ευρώπη με την άλλη. Από αυτό είναι σίγουρο, πέρα από κάθε πιθανή αμφιβολία, ότι ασχολείται με κάποια συνωμοσία εναντίον μου. Γύρνα αμέσως στη Περσία και να ‘σαι σίγουρος πως όταν επιστρέψω από την κατάκτηση τών Μασσαγετών, ο γιος σου θα λογοτήσει σε μένα“.
Έτσι, ο Κύρος μίλησε, με τη πεποίθηση πως είχε συνωμοτήσει ο Δαρείος. αλλά έχασε την αληθινή έννοια του ονείρου, το οποίο στάλθηκε από τον Θεό για να τον προειδοποιήσει, ότι έμελλε να πεθάνει εκεί και τότε, κι ότι το βασίλειό του θα ‘φτανε στα χέρια του Δαρείου. Ο Υστάσπης δε, του απάντησε ως εξής: “Δεν υπάρχει κανένας Πέρσης που θα συνωμοτούσε εναντίον σας! Αν υπάρχει κάποιος, θα θανατωθεί γρήγορα, τους κάνατε ελεύθερους άντρες, όταν τους βρήκατε σκλαβωμένους και τους κάνατε κυρίαρχους όλων. Αν ένα όραμα έχει φανερώσει πως ο γιός μου συνωμοτεί εναντίον σας, τον παραδίδω στα χέρια σας για να τον κάνετε ό,τι θέλετε“. Έπειτα πέρασε τον Αράξη κι επέστρεψε στη Περσία για να προσέχει τον Δαρείο.
Εν τω μεταξύ, ο Κύρος, έχοντας προχωρήσει μια πορεία μιας μέρας από το ποτάμι, έκανε όπως του είχε συμβουλέψει ο Κροίσος και, αφήνοντας το άχρηστο τμήμα του στρατού του στο στρατόπεδο, αποχώρησε με τα καλά του στρατεύματα προς τον ποταμό. Λίγο αργότερα, ο στρατός της Τομύριδος, κατά το ένα τρίτο,με επικεφαλής το γιο της Σπαργκασίδη, πέφτει πάνω στο στράτευμα που ‘χεν αφ΄σει ο Κύρος και τους λιανίζει.. Στη συνέχεια, βλέποντας το συμπόσιο που τους περίμενε, κάθισαν κι άρχισαν να γιορτάζουν. Όταν καλόφαγαν και καλόπιαν, τους πήρε ο ύπνος, όπως ακριβώς είχε προβλέψει ο Κροίσος. Ο στρατός του Κύρου που περίμενε πιο πέρα, πέσαν επάνω τους και τους λιανίσανε. Σκοτώσανε το μεγαλύτερο μέρος του και πιάσανε πολλούς αιχμαλώτους -μεταξύ αυτών κι ο γιος της.
Εκείνη όταν έμαθε τι είχε συμβεί στον γιο της και στον στρατό της, έστειλε το εξής μήνυμα στον Κύρο: “Αιμοδιψή Κύρο, δεν μπορείς να περηφανεύεσαι γι’ αυτή τη κακή επιτυχία: ήτανε το κρασί κι η μέθη του -που, όταν το πίνεις, σε κάνει να είσαι τόσο τρελός κι άμυαλος και μεθυσμένος όντας λες και πολλές χαζομάρες. Ήταν αυτό το δηλητήριο που παγίδεψες το παιδί μου κι έτσι τον νίκησες κι όχι σε δίκαιο ανοιχτό αγώνα. Τώρα άκου αυτό που θα σε συμβουλέψω και να ‘σαι βέβαιος πως θα ‘ναι για το καλό σου. Στείλε μου πίσω τον γιο μου ζωντανό και φύγε από τη γη μου ήσυχα και δε θα σε πειράξει κανείς. Αν αρνηθείς σου ορκίζομαι στον ήλιο, εγώ η ηγέτιδα των Μασσαγετών, μιας κι είσαι διψασμένος για αίμα, θα στο ποτίσω να το πιείς με τα ίδια μου τα χέρια“!
Ο Κύρος έλαβε το μήνυμα και γέλασε χωρίς να το σεβαστεί καθόλου. Ο δε Σπαργκασίδης, όταν συνήλθε από τη μέθη κι είδε με τα καθαρά πλέον μάτια του το ύψος της καταστροφής, ζήτησε χάρη από το βασιλιά να του λύσουνε τα χέρια, πράγμα που έγινε αμέσως. Τότε κι όταν είχε ξεφύγει τη προσοχή όλων, άρπαξε ένα σπαθί κι αυτοκτόνησε. Η Τόμυρις, όταν διαπίστωσε πως δεν ελήφθη στα σοβαρά από τον Κύρο, συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις της στέππας κι ετοιμάστηκε για τη τελική αναμέτρηση, -που είχε μεταξύ άλλων και προσωπικό πλέον χαρακτήρα γεμάτο κι εγωισμό, εκτός από εκδίκηση και πείσμα. Κι έτσι ξημέρωσε λοιπόν κείνη η μεγάλη μέρα: Καλοκαίρι, 530 π. Χ.

Όταν παρέταξε όλο το στράτευμά της -όλες οι φιλικές και μη, φυλές φοβούμενες τις επιπτώσεις μιας ήττας και τις συνέπειες, είχανε σπεύσει σύσσωμες- τους μίλησε με δυνατή και καθάρια φωνή, όπως πάντα, λέγοντάς τους τα εξής: “Φίλοι, γείτονες, αδέρφια και συ αγαπημένε μου λαέ, βρισκόμαστε μπροστά σε μια πολύ μεγάλη και πρωτόφαντη απειλή. Ο διψασμένος για αίμα Κύρος δεν χρωστάει να κάνει καλό σε κανένα. Στο νου του έχει μόνο τις κατακτήσεις και να σκλαβώνει στην εξουσία του λαούς που δεν τονε πειράξανε και ζούσαν ειρηνικά στις χώρες τους. Κι εμείς όμως ενώ είμαστε ισχυροί, δεν απειλήσαμε ποτέ κάνενα και ζούσαμε στις πατρίδες μας φιλειρηνικά, με τα συνήθειά μας, τις οικογένειές μας, τα ζωντανά μας και τους θεούς μας. Τώρα αυτά όλα απειλούνται κι οφείλουμε να τα υπερασπιστούμε με το ίδιο μας το αίμα, γι’ αυτό λέω να μη του δώσουμε αυτή τη χαρά, αντίθετα να τονε βουτήξουμε στο ίδιο του το αίμα“. Ενθουσιασμός ακολούθησε τα τελευταία της λόγια, όλοι ζητωκραυγάσανε κι αμέσως πήρανε τις θέσεις τους μπροστά στον παρατεταγμένο ήδη μεγάλο αντίπαλο.
Από όλες τις μάχες στις οποίες οι βάρβαροι έχουν εμπλακεί μεταξύ τους, θεωρώ πως ήταν η πιο σκληρή κι απ’ ό,τι καταλαβαίνω ήτανε κυρίως ο τρόπος που διεξήχθη: Πρώτα οι δύο στρατοί ρίξανε βροχή από βέλη ο ένας στον άλλο κι όταν αδειάσαν οι φαρέτρες, άρχισαν να πολεμούν σώμα με σώμα, τσεκούρι το τσεκούρι, μαχαίρι με μαχαίρι και φυσικά με τ’ άλογα. Αυτό συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να υποχωρεί κανείς. Τελικά επικράτησε η Τόμυρις κι οι σύμμαχοί της. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού των Περσών καταστράφηκε κι ο ίδιος ο Κύρος έπεσε, αφού βασίλεψε εννέα κι είκοσι χρόνια. Μ’ εντολή της βασίλισσάς τους αρχίσανε να ψάχνουν εναγωνίως τις σωρούς των σφαγμένων, για το σώμα του κι όταν τονε βρήκανε του κόψανε το κεφάλι και το πήγανε σε κείνη. Αυτή πήρε ένα μεγάλο δοχείο και γεμίζοντάς το ανθρώπινο αίμα, βούτηξε το κεφάλι μέσα, φωνάζοντάς του περήφανα: “Έζησα και σε κέρδισα στη μάχη κι όμως από σένα καταστράφηκα, γιατί μου πήρες τον μονάκριβο γιο μου με δόλο. Τώρα ήρθε η ώρα να σε πληρώσω όπως σου το ‘χα υποσχεθεί κι εσύ γελούσες. Ορίστε αιμοδιψή Βσσιλιά πιές το αίμα που διψάς“! Από τους πολλούς διαφορετικούς μύθους που λέγονται για το θάνατο του Κύρου, αυτό που γράφω τώρα μου φαίνεται πιο σωστό.(Εδώ τελειώνει ο Ηρόδοτος -κι η… λίγη σαλτσούλα- τη διήγησή του).
Η εικόνα της Βασίλισσας Τομύριδος είναι πολύ δημοφιλής στη βιβλιογραφία. Διατηρούσε έναν τεράστιο αριθμό μύθων, θρύλων, ολόκληρων επικών. Γραπτά έργα κι έργα λογοτεχνικά κι ένα μπαλέτο. Η βασίλισσα Τόμυρις παρουσιάζεται συνήθως σαν μια όμορφη γυναίκα, με σκούρο δέρμα, πλούσια μαύρα μαλλιά, με μεγάλη εξυπνάδα, εμπειρία και θέληση. Επίσης, στην εικόνα αυτής της ηρωίδας υπάρχει πάντα η τραγωδία της μητέρας που έχασε τον αγαπημένο μονάκριβο γιο της. Παρά το γεγονός ότι κυβερνούσε τη χώρα των Σάκα (Μασσαγετών) πολύ καιρό, η ιστορία της παραμένει σχετικά άγνωστη, καθώς αυτά τα γεγονότα δεν έχουνε μόνον ιστορικό ενδιαφέρον αλλά και λογοτεχνικό. Υπάρχουν απόψεις ότι είναι το πρωτότυπο των Αμαζόνων στην ελληνική μυθολογία, συμφωνεί ακόμη και το ότι πολλές πολεμίστριες Σάκα στερήθηκαν τον ένα μαστό για την ευκολία της χρήσης του τόξου, αλλά αυτό δεν συνέβη με αυτήν. Ας το δούμε από τη πλευρά της ιστορίας λοιπόν.
Η βασίλισσα των Σάκα, Τόμυρις, που ονομάζεται επίσης βασίλισσα των Μασσαγετών και (μασαγκέτ σημαίνει η “mas-sak-ta” η μεγάλη ορδή των Σάκα) ήταν απόγονος του ηγέτη Ishpakaya, εγγονή της ηγέτιδας Madiya και κόρης του θρυλικού Σπαργκάπη. Οι Σάκα λοιπόν ήτανε μεγάλη, πολεμική φυλή που ζούσε πέρα από τον ποταμό Αράξη (σημερινό Συρ-Ντάρια), στην ανατολική ακτή της Κασπίας θάλασσας, στο σημερινό Τουρκεστάν. Οι περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτούς φτάσανε σήμερα χάρη στον Ηρόδοτο. Έτσι, έχουνε περάσει περίπου τρεις χιλιάδες χρόνια από τότε που η βασίλισσα Τόμυρις κυβερνούσε τους Σάκα στις ατέλειωτες στέπες. Οι Σάκα περιπλανηθήκανε, σύμφωνα με τους θρύλους, από τον Δούναβη μέχρι το ίδιο το Αλτάι (οροσειρά στο Καζακστάν -χρυσό βουνό). Οι εκτάσεις αυτές κατοικούνταν από ανθρώπους που οι Έλληνες ονόμαζαν κένταυρους που γεννήθηκαν στη σέλα κι ο Ηρόδοτος έγραψε πως ο ίδιος ο Ηρακλής ήτανε γιος βασιλιά Σάκα.
Οι εκτάσεις αυτές ήταν τόσον αχανείς που κανείς δεν μπορούσε να τις κατακτήσει. Οι Σάκα δεν είχανε κανονικό στρατό, αλλά ο πληθυσμός ήτανε μάχιμος και κινητοποιήθηκε αμέσως κι οι γυναίκες στη τέχνη του πολέμου δεν ήτανε καθόλου κατώτερες από τους άνδρες. Η δύναμη του πνεύματος των γυναικών πολεμιστών Saka τρομοκρατούσε τους εχθρούς κι ενέπνευσε τους ήρωες να τους μιμηθούν. Μια από τις κορυφαίες ήταν η Βασίλισσα Τόμυρης. Σε διάφορα μέρη δημιουργήθηκαν τραγούδια, όπου η ηγέτις ονομαζότανε Tumar κι ακόμη και Tamar. Η τεχνική των όπλων και των στρατιωτικών ενεργειών ήτανε γνωστή από την παιδική ηλικία, ο πατέρας δίδαξε μόνο τη κόρη του και συνεπώς πάντα την έπαιρνε μαζί του και πολλές φορές έπρεπε να ξεφύγει κυνηγημένη στο άλογο του πατέρα.
Την ιππασία τη μάθαινε από τα πέντε χρόνια της, και το πρώτο κοντό σπαθί – akinak – από τα έξι. Κι η Τόμυρις, η βασίλισσα του Σάκα, ήταν τρελλή για τα πολεμικά. Μετά το θάνατό της, χρειάστηκαν ταυτόχρονα τρεις άρχοντες για το βασίλειο Σάκα. Ευέλικτη στρατιωτικός στρατηγός με μεγάλη εξουσία. Όχι άδικα προς τιμήν της, το 1906, Τόμυρις ονομάστηκε ένας μόλις ανακαλυφθείς αστεροειδής, στη μνήμη της ζωής της για χιλιάδες χρόνια.

Μία από τις φυλές Μασσαγετών ονομάστηκε ως επικεφαλής κι εκεί εκλέγονταν οι ηγέτες τους: εκεί κι η Tόμυρις όταν πέθανε ο σύζυγός της. Ο γάμος της ήταν επίσης ενδιαφέρων κι αξίζει μια ξεχωριστή αναφορά, αλλά οι πληροφορίες ανάμεσα σε εκδοχές στα έπη είναι σημαντικά διαφορετικές μεταξύ τους. Εκτός από τον ηρωικό όμορφο Rustam, που ήταν ο σύζυγος, αναφέρεται επίσης ένας εραστής -κάποιος Bakhtiyar, ο οποίος έγινε προδότης στις σημαντικότερες μάχες. Με λίγα λόγια, η λογοτεχνική εικόνα της αρχαίας βασίλισσας είναι ιδιαίτερα πλούσια κι ενδιαφέρουσα. Ενώ η πραγματική κόρη του Σπαργκάπη μεγάλωνε, στη Κεντρική Ασία, οι ιερείς Αχαιμενίδες, υπό την ηγεσία του διαβόητου Κύρου, επεκτεινόταν ενεργά. Ο Κύρος ο ανίκητος, που ηττήθηκε από τη Βασίλισσα Τομύριδα; Θα μπορούσε. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι φυλές Σάκα, που δεν είχανε συνηθίσει να υπόκεινται σε κανέναν, επηρεάστηκαν βαθμιαία από την επεκτατικότητα. Μέχρι κείνη τη στιγμή, η βασίλισσα είχε ήδη μεγαλώσει, είχε παντρευτεί κι είχε κάνει γιο που έγινε πολεμιστής.
Η φυλή των Σάκα, νομάδες στις ατέλειωτες εκτάσεις της Ασίας -μια ακόμη πιο φωτεινή εικόνα τόσο για την ιστορία όσο και για τη λογοτεχνία. Αυτοί οι όμορφοι και πολύ πολεμοχαρείς, οι υπέροχοι αναβάτες κι εξαιρετικοί σκοπευτές έγιναν τα πρωτότυπα των ηρώων τόσων μυθικών ιστοριών. Όχι μόνο οι Αμαζόνες ήρθαν στην Ελλάδα από τις ασιατικές στέππες, αλλά κι οι κένταυροι. Οι Έλληνες πολέμαρχοι περιέγραψαν τη σκυθική επίθεση ως πονηρή κι απροσδόκητη. Ο στρατός βλέπει μιαν αγέλη αλόγων, όμοια με τα άγρια και ξαφνικά ιππείς εμφανίζονται μπροστά τους κι επιτίθενται στους στρατιώτες που δεν είναι έτοιμοι να απωθήσουν την επίθεση. Οι Σάκα κατάφεραν να κρυφτούν στη ράχη του αλόγου, ώστε να μην ήταν ορατοί. Έτσι οι Έλληνες έδωσαν στους Σκύθες τις ιδιότητες των κένταυρων. Και καθώς οι γυναίκες Σάκα συμπεριφέρονται με τον ίδιο τρόπο στη μάχη -εντελώς ισάξιες με τους άνδρες, οι Έλληνες μιλάνε για τις φυλές των Αμαζόνων -υπερφυσικά όμορφες γυναίκες, γενναίες και δυνατές. Η βιογραφία της Τομύριδος επιβεβαιώνει πλήρως αυτές τις ιστορίες, εκτός από ότι δεν κόβανε το στήθος τους. Οι Έλληνες είναι ειδικευμένοι αφηγητές, αν και μερικές φορές μπερδεύονται στις μαρτυρίες τους.
Ορισμένες αρχαίες πηγές μιλάνε για τους Σάκα ως φιλόξενο, ευγενή, ευγενικό, ειλικρινή και θαρραλέο λαό. Άλλοι υποστηρίζουν ότι όλοι οι Σκύθες είναι αδυσώπητοι και σκληροί, δειλοί κι ύπουλοι. Κατ’ αρχήν, δεν υπάρχει τίποτα ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο κι ακατανόητο σε αυτά τα χαρακτηριστικά, δεδομένου πως η κατάσταση υπαγορεύει τη συμπεριφορά κι είναι αναγκαίο να εξεταστούν χωριστά. Αλλά σε μία και μοναδική, όλες οι πηγές -τόσον ελληνικές όσο και περδικές- συγκλίνουν. Όταν λένε πως οι Σάκα είναι εξαιρετικοί λάτρεις της ελευθερίας κι εξαιρετικά ταλαντούχοι σε στρατιωτικές υποθέσεις. Ο τρόπος ζωής των Ελλήνων και των Σάκα, των Περσών και των Σάκα για να συγκρίνουμε, φυσικά, είναι αδύνατο. Η φιλοσοφία τους ήτανε πολύ διαφορετική. Ακόμη κι από τους Πέρσες, παρόλο που κάπου οι γλώσσες είναι παρόμοιες κι οι άνθρωποι συνδέονται.
Αλλά οι Σάκα δεν είναι ένας λαός, αλλά η ένωση πολυάριθμων σκυθικών φυλών. Έχουν μια κοινοτική δομή ζωής, μόνο οι ηγέτες εκλέγονται χωρίς το δικαίωμα να κληρονομηθούν. Αυτοί είναι βοσκοί που περιπλανιούνται σε μικρές ομάδες -αυτή είναι ίσως η πιο ακριβής περιγραφή. Μικρές φυλές μερικές φορές προσωρινά συγχωνεύονται σε δυο, σε τρεις και στη συνέχεια η κάθε μια διασκορπίζεται επίσης ελεύθερα προς τη δική τους κατεύθυνση. Στη διάρκεια της βασιλείας της Τομύριδος υπήρχανε τέσσερις αρκετά μεγάλες ενώσεις φυλών. Οι εκτάσεις είναι τεράστιες, υπήρχε αρκετός χώρος για όλους. Αλλά εν όψει κάθε γενικού κινδύνου, θα μπορούσανε πολύ γρήγορα να συγκεντρωθούνε σε μια τεράστια και τρομερή φυλή. Τη στιγμή του πολέμου ή σε περίπτωση φυσικών καταστροφών, εκλεγόταν ένας ηγέτης -ένας κοινός ηγέτης κι όλες οι φυλές τον υπάκουαν χωρίς αμφιβολία και τυφλά. Ήταν ένας τέτοιος ηγέτης που κάποτε εξέλεξαν: η Σάκα βασίλισσα Τόμυρις.
Οι στέππες, στις οποίες περιπλανιόταν ο ελεύθερος Σάκα, μοιάζανε πολύ δελεαστικές για τη σταδιακή απόκτηση όλο και περισσότερης δύναμης στους Πέρσες. Κι εκεί, στο θρόνο, καθόταν ο βασιλιάς των βασιλιάδων, ο γιος του Καμβύση, ιδρυτής της περσικής αυτοκρατορίας, αλλά που δεν επιβίωσε στην ακμή του, που διήρκεσε σχεδόν μέχρι την άφιξη του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο βασιλιάς Κιάραους, ο βασιλιάς Κύρος, βασιλιάς-ήλιος (όπως μεταφράζεται το όνομά του). Είχεν ήδη κατακτήσει σχεδόν το μισό του κόσμου, μόνον η Αίγυπτος είχε ξεφύγει για το μέλλον, αφού τα κενά της Ασίας ήταν υπερβολικά στα νέα όρια της εξουσίας του. Ο Κύρος ήταν ένας ταλαντούχος διοικητής κι ένας καλός διπλωμάτης, καθώς κι ένας υποδειγματικός Ζωροαστριανός (αν και το σώμα του δεν κάηκε ποτέ). Ο πρόγονος της λατρείας των Αχαιμενίδων, όμοιος με τη λατρεία του Φαραώ, έζησε μόνο χαρούμενα και μοναδικά νικηφόρα γεγονότα. Ο περσικός πολιτισμός παρουσίασε πρωτοφανή ανάπτυξη. Ο Κύρος βρισκόταν στις ρίζες μιας άλλης λατρείας -των Αρίων, των πιο ευλογημένων από τα έθνη.
Ποιοί ήταν αυτοί οι νομαδικοί Σάκα σε σύγκριση με τους Πέρσες; Με την ίδια επιτυχία είναι δυνατό να συγκρίνουμε τους Ρωμαίους με τους Γαλάτες. Σάκα -ποιμένες, τί να πάρουν από αυτούς, εκτός από το δέρμα και το κρέας; Είναι αλήθεια ότι οι Σάκα μισθοφόροι μάχονται πολύ καλά. (Παρεμπιπτόντως, οι Σάκα κερδίζανε κάποια χρήματα από καιρό σε καιρό, αφού ήταν άριστοι αναβάτες και τοξευτές. Οι ηγέτες των φυλών τους προσέφεραν μισθοφορικήν ενίσχυση σε κείνους που ήθελαν). Η θρησκεία τους ήταν η πιο πρωτόγονη. Λατρεύονταν τα πνεύματα των προγόνων και της φύσης τους -ο ήλιος, η βροντή, ο άνεμος και τα παρόμοια, δεν είχαν ούτε ιερείς ούτε ναούς. Ακόμη κι οι κανόνες συμπεριφοράς δεν είχανε τεκμηριωθεί: το φυλετικό συμβούλιο αποφάσιζε τι ήτανε κακό και τι ήτανε καλό, πώς θα τους μίλαγαν οι νεκροί πρόγονοι. Και στη Περσία -η πιο προηγμένη θρησκεία της εποχής με τέλειους μηχανισμούς δυαδικότητας που ‘χουν επιζήσει ως σήμερα. (Ο Freddie Mercury πέθανε Ζωροαστριστής).
Οι Πέρσες κατάφεραν να κάνουν τους υποτακτικούς λαούς να χτίσουν υπέροχα παλάτια στη Περσία και κάθε Πέρσης θα μπορούσε να στήσει έναν κήπο ο ίδιος, αυτό το έργο εθεωρείτο ευλογημένο. Ακόμη κι ο βασιλιάς των βασιλιάδων, ο Κύρος εργάστηκε πρόθυμα στη γη κι ήτανε περήφανος για τους καρπούς του ροδιού, όπως και με τις στρατιωτικές νίκες του. Οι Πέρσες τήρησαν αυστηρά τους μακροχρόνιους κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς, όπου τηρήθηκε αυστηρά η ιεραρχία. Κι οι Σάκα που απ’ όλα αυτά δεν ήθελαν να ξέρουνε τίποτε, δεν τους ενδιέφεραν, συμπεριφέρθηκαν όπως νόμιζαν ότι χρειάζονταν και δεν είχαν υποταχτεί ποτέ σε κανέναν. Οι Πέρσες συμπεριφέρθηκαν υπερήφανα κι αλαζονικά στους ξένους και μεταξύ τους ήταν διπλωματικοί και φιλόξενοι, επειδή έκριναν ότι είναι οι καλλίτεροι απ’ όλους. Σ’ αυτό κι οι Σάκα ήταν ακριβώς ίδιοι: περήφανοι κι αγενείς, αναγνώριζαν μόνο τους δικούς τους. Οι Πέρσες δεν θεωρούσανε τους βάρβαρους ως ανθρώπους κι οι Σάκα θεωρούσαν τους Πέρσες δειλούς, πονηρούς κι αλαζονικούς απατεώνες.
Ο Κύρος αναγκάστηκε να ξεκινήσει μιαν εκστρατεία για τους Σάκα, που ήτανε μοιραία γι’ αυτόν. Ήταν το καλοκαίρι του 530 π.Χ., οπότε σκεφτείτε τον αιώνα στον οποίο η βασίλισσα Τομίρης κυβερνούσε. Ο Ηρόδοτος έγραψε λεπτομερώς γι’ αυτή την εκστρατεία. Πώς, διασχίζοντας τον Άραξη, ο στρατός του Κύρου υπέστη μια συντριπτική ήττα. Είναι αλήθεια ότι πολλά ιστορικά γεγονότα από αυτήν την αφήγηση θεωρούνται από τους ιστορικούς ότι δεν είναι αρκετά αξιόπιστα, αλλά πόσο όμορφη και ταιριαστή είναι η εκδοχή της Τομύριδος! Το γεγονός είναι ότι είναι γνωστό για ορισμένους πως ο Κύρος ετάφη στις Πασαργάδες. Εκεί, ο Μέγας Αλέξανδρος θαύμαζε τα κατάλοιπά του, στην εποχή του.
Σύμφωνα με τους μύθους, ο Κύρος ήθελε αρχικά να νικήσει με διπλωματία κι έστειλε στη βασίλισσα ένα κάρρο φορτωμένο με κοσμήματα, καθώς και πρεσβευτές για τη καθιέρωση διπλωματικών σχέσεων. Ήταν οι πρεσβευτές που έπρεπε να κάνουνε συμμαχία με τους Σάκα. Ο Κύρος ήξερε και του αρέσαν οι πολεμικές ιδιότητες αυτών των μισθοφόρων πολεμιστών κι ο πόλεμος έπρεπε να είναι μεγάλος με την Αίγυπτο. Ο ηλικιωμένος πια Κύρος αποφάσισε ακόμη να νυμφευτεί ξανά και πρότεινε στη βασίλισσα γάμο. Οι Περσικοί, αλλά και των Σάκα, νόμοι επιτρέπουν μόνο την κυριαρχία των ανδρών κι ως εκ τούτου, έχοντας γίνει σύζυγός της, θα ήτανε και βασιλιάς στις τεράστιες εκτάσεις των. Ωστόσο, η βασίλισσα δεν ήταν ηλίθια. Πρότεινε μια άλλη εκδοχή: Ο Κύρος είχε μια κόρη την Άτοσσα, κι εκείνη το γιο της Σπαργκασίδη κι έτσι να τους παντρέψουνε για την ειρήνη και την ευημερία. Αλλά ο Κύρος για τον ίδιο λόγο, δεν ήθελε καθόλου να είναι η κόρη του το όχημα για να μπει ηγέτης ξένος. Άλλωστε ο κληρονόμος έχει ήδη επιλεγεί κι η Άτοσσα είχε εμπλακεί. Μια τέτοια καλή κίνηση, την άγρια βασίλισσα όχι μόνο την άφησε έκπληκτη αλλά κι εξοργισμένη με τον Κύρο: δεν πίστευε ότι την ήξερε καλά, δεν καταλάβαινε ότι η αυτοκρατορία του Κύρου ήτανε τεράστια κι ισχυρή και κανείς Σάκα δεν μπορούσε να μπει, ούτε είχε σπουδάσει γεωγραφία. Επιπλέον, κατέστησε ξεκάθαρο ότι οι Σάκα γελάνε με τους Πέρσες κι όχι μόνο δεν τους θεωρούν αντάξιους αντιπάλους στο ανοικτό πεδίο μάχης. Και τότε έπεσε το τελεσίγραφο του Κύρου: είτε οι Σάκα υπακούουν είτε παύουν να υπάρχουν. Η Τόμυρις απάντησε ότι δεν ήθελε να χυθεί αίμα. Σύμφωνα με το μύθο, ο Κύρος απάντησε ότι είχε δίψα κι ήθελε να μεθύσει με το αίμα των Σάκα. Λοιπόν, έτσι κι έγινε.
Ο Κύρος είναι ο άρχοντας του μισού κόσμου, η Περσία είναι μια υπερδύναμη, πώς μπορεί κανείς να κυριαρχήσει στην εδώ κατάσταση, αν όχι με τον πόλεμο; Έπειτα ήταν η προσβολή που προκλήθηκε από τη βασίλισσα των βοσκών. Ο Κύρος έφτιαξε ήδη ένα άλλο κλουβί (λάτρεψε τους εμπνευστές των κλουβιών που προηγήθηκαν, για μεταφορά, ακόμα κι ο ίδιος ο Κροίσος ταξίδεψε έτσι, στον δικό τους πόλεμο). Έτσι ώστε το κακό παράδειγμα των Σάκα δεν το ανέθεσε σε άλλους κι έπρεπε να γίνει σύντομα (το πολύ δύο εβδομάδες για όλα- σχεδόν Barbarossa!) και να τους κάνει σκόνη. Ναι, οι Πέρσες δεν είχανε ξαναδεί τέτοια μάχη -τέτοιου είδους μάχη. Οι Σάκα δεν είχανε τίποτα: ούτε πόλεις, ούτε φρούρια ούτε οχυρώσεις -τι να πολιορκήσουνε; Πώς να κατακτήσουν αυτό το “τίποτα”; Κι ο στρατός στη μάχη σώμα με σώμα δεν προσφέρεται. Τα κινητά Σάκα αποσπάσματα πεντακοσίων ιππέων ρίχνονταν από το πουθενά κάναν ό,τι κάναν και γοργά απομακρύνονταν χωρίς να μένουνε. Θα πέφτανε, θα δαγκώνανε και θα κρυβόντουσαν κι όλα αστραπιαία. Οι Σάκα δεν κάνανε μεγάλες μάχες. Μόνον αυτά τα αποσπάσματα αλλά, υπήρχανε πολλές εκατοντάδες τέτοιων αποσπασμάτων.
Ο Ηρόδοτος περιγράφει τον πόλεμο ως εξής: ένα μικρό απόσπασμα των Σάκα επιτέθηκε στους Πέρσες τη νύχτα όταν ξεκουράστηκαν. Πεντακόσιοι βοσκοί, αλλά άρτιοι ιππείς κι έξοχοι τοξευτές μπορούσαν να σκοτώσουν αρκετές χιλιάδες ανθρώπους του τακτικού στρατού και να αναγκάσουν αυτόν τον στρατό να υποχωρήσει σε αταξία. Δηλαδή, όλες οι αξίες έχουν εγκαταλειφθεί. Συμπεριλαμβανομένων των τροφίμων και του κρασιού. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι όλες οι πληροφορίες των Σάκα τους περιγράφουν πως ήτανε πότες μεν αλλά με μέτρο. Το αλκοόλ το δοκιμάσανε για πρώτη φορά για πρώτη φορά κείνη τη νύχτα που περιγράφηκε και τους άρεσε, με τις γνωστές συνέπειες.
Μετά όμως πλέον ενήμεροι οι βοσκοί, δεν ηρέμησαν κι άρχισαν να τσιμπούν όλο και πιο οδυνηρά τον περσικό στρατό. Οι Πέρσες άρχισαν να γκρινιάζουν και να διψούν για μια γενική μάχη ή επιστροφή στα σπίτια τους – ήτανε κουρασμένοι, ο πόλεμος κρατούσε πολύ. Για μια αποτυχία που φάνηκε λίγο πιο μεγάλη κι ολόκληρος στρατός τα χρειάστηκε. Δεν ήτανε παγιδευμένοι, αλλά κατέληξαν στην έρημο χωρίς φαγητό, νερό ή οδηγούς και σε σύντομο διάστημα, εξαντλημένοι από τη δίψα, κάλυπταν τον πολυαναμενόμενο μεγάλο στρατό. Η Τόμυρις βρισκόταν στο κεφάλι σε μια λευκή φοράδα. Ο περσικός στρατός ηττήθηκε κι ο Κύρος σκοτώθηκε στη μάχη. Περαιτέρω, ο θρύλος λέει ότι η Τόμυρις μάζεψε αίμα σε ένα δοχείο δερμάτινο και βούτηξε κε το κεφάλι του Κύρου με τις λέξεις: “Διψάς για αίμα; Πιές λοιπόν“!
…Όταν ο Κύρος έκανε υποχείριό του και το λαό αυτόν (Βαβυλώνιους), τον κυρίεψε η επιθυμία να υποτάξει τους Μασσαγέτες. Ο λαός αυτός, καταπώς λένε, είναι μεγάλος και γενναίος και κατοικεί κατά τα μέρη που φέγγει κι από όπου ανατέλλει ο ήλιος, πέρα από τον ποταμό Αράξη, απέναντι στους Ισσηδόνες.
Αυτός ο Αράξης άλλοι λένε πως είναι μεγαλύτερος κι άλλοι μικρότερος από τον Ίστρο. Και διηγούνται ακόμη πως μέσα σ᾽ αυτόν υπάρχουν πολλά νησιά, μεγάλα όσο περίπου η Λέσβος, και πως εκεί μένουν άνθρωποι που τρέφονται το καλοκαίρι με ρίζες κάθε λογής, που τις βγάζουν από τη γη, ενώ τους καρπούς των δένδρων που βρίσκουν την εποχή που είναι ώριμοι, τους αποθηκεύουν για τη διατροφή τους, και μ᾽ αυτούς τρέφονται το χειμώνα. Λένε ακόμη πως οι άνθρωποι αυτοί έχουνε βρει κι άλλου είδους δένδρα, που βγάζουνε καρπούς με τέτοιες κάπως ιδιότητες: Αφού συγκεντρωθούν ομάδες ομάδες στο ίδιο μέρος κι ανάψουνε φωτιές, κάθονται ένα γύρω και ρίχνουνε στη φωτιά από τους καρπούς αυτούς· μυρίζοντας ύστερα τους καρπούς που έριξαν και που καίγονται, μεθούνε με τη μυρωδιά τους, όπως οι Έλληνες με το κρασί, και όσο περισσότερους καρπούς βάζουνε πάνω στη φωτιά, τόσο και πιο πολύ μεθούνε, ώσπου σηκώνονται και το ρίχνουν στο χορό και στο τραγούδι. Τέτοια λένε πως είναι η ζωή των ανθρώπων αυτών.
Όσο για τον ποταμό Αράξη έρχεται από τη χώρα των Ματιανών, όπως κι ο Γύνδης (αυτόν που τον χώρισε ο Κύρος στα τριακόσια εξήντα κανάλια που είπαμε) και χύνεται σε σαράντα στόματα που όλα, έξω από ένα, καταλήγουν σε βάλτους και σε έλη κι εκεί, όπως λένε, κατοικούν άνθρωποι που τρέφονται με ψάρια ωμά κι έχουν συνήθειο να ντύνονται με δέρματα από φώκιες. Το ένα όμως από τα παρακλάδια αυτά του Αράξη τρέχει ανεμπόδιστα και καθαρά ώς τη Κασπία θάλασσα. Η Κασπία θάλασσα είναι απομονωμένη, δίχως να επικοινωνεί με την άλλη θάλασσα. Γιατί όλη αυτή η θάλασσα που με τα πλοία τους διασχίζουν οι Έλληνες, ακόμη κι εκείνη που βρίσκεται έξω από τις Στήλες του Ηρακλή και λέγεται Ατλαντίς κι η Ερυθρά επίσης συναποτελούν μιαν ενιαία θάλασσα.

Η Κασπία όμως είναι μια θάλασσα χωριστή κι απομονωμένη· το μήκος της, για να το διασχίσει κάποιος πλέοντας με καράβι που έχει και κουπιά, χρειάζεται δεκαπέντε μέρες, ενώ το πλάτος της, εκεί που είναι πιο πλατιά, οχτώ μέρες. Στη δυτική πλευρά αυτής της θάλασσας εκτείνεται ο Καύκασος, ένα βουνό που και σε μήκος είναι το πιο μεγάλο και σε όγκο το πιο ψηλό. Κατοικούνε πάνω στον Καύκασο πολλοί και κάθε λογής λαοί, που όλοι σχεδόν τρέφονται μ’ άγριους καρπούς. Στα μέρη τους, λένε, υπάρχουνε δένδρα που έχουνε φύλλα τέτοιας λογής, ώστε τριμμένα κι ανακατωμένα με νερό τα χρησιμοποιούνε για να ζωγραφίζουνε πάνω στα ρούχα τους διάφορες παραστάσεις κι αυτές οι ζωγραφιές δε βγαίνουν με το πλύσιμο, παρά παλιώνουν μαζί με το ρούχο, σαν να ήταν υφασμένες μαζί του από την αρχή. Αυτοί οι άνθρωποι, καταπώς λένε, σμίγουνε μεταξύ τους στα φανερά, όπως τα ζώα.
Λοιπόν από τη δυτική μεριά τη θάλασσα αυτή, που έχει το όνομα Κασπία, τη κλείνει ο Καύκασος, προς τη μεριά που φέγγει κι από όπου ανατέλλει ο ήλιος, απλώνεται μια πεδιάδα απέραντη, που χάνεται το μάτι του ανθρώπου. Από τη μεγάλη αυτή πεδιάδα ένα κομμάτι -κι όχι το μικρότερο- το πιάνουν οι Μασσαγέτες, που εναντίον τους ζήτησε ο Κύρος να κινήσει το στρατό του. Γιατί ήταν πολλές και μεγάλες οι αιτίες που τον ξεσήκωναν και τον παρακινούσαν σ’ αυτό τον Κύρο: πρώτα η γέννησή του, που τον έκανε να πιστεύει πως είναι κάτι παραπάνω από άνθρωπος· ύστερα η επιτυχία του στους προηγούμενους πολέμους, γιατί όπου έβαζε στο νου του να εκστρατεύσει, δεν υπήρχε τρόπος ο λαός αυτός να του γλιτώσει.
Στο μεταξύ οι Μασσαγέτες, ύστερα από το θάνατο του ανδρός της, είχαν βασίλισσά τους τη γυναίκα του. Τ’ όνομά της ήταν Τόμυρις. Σ᾽ αυτή λοιπόν έστειλε ανθρώπους του ο Κύρος και τη ζήταγε σε γάμο, λέγοντας τάχα πως τη θέλει για γυναίκα του. Όμως η Τόμυρις, που κατάλαβε ότι ο Κύρος δεν ορεγόταν αυτή την ίδια αλλά τη βασιλεία των Μασσαγετών, του αρνήθηκε την άδεια να παρουσιαστεί μπροστά της. Ύστερα από αυτό ο Κύρος (αφού το πράγμα δεν πέτυχε με την απάτη) προχώρησε προς τον ποταμό Αράξη και φανερά πια κινούσε το στρατό του εναντίον των Μασσαγετών, ρίχνοντας γεφύρια για να περάσει ο στρατός του το ποτάμι και χτίζοντας πάνω στα πλοία, που χρησίμευαν για το πέρασμα του ποταμού, πύργους.
Κι ενώ ο Κύρος καταγινόταν μ᾽ αυτά, η Τόμυρις του έστειλε κήρυκα που είπε τα εξής: “Βασιλιά των Μήδων σταμάτα τα έργα που με πολλή σπουδή ετοιμάζεις, γιατί δεν είναι δυνατό να ξέρεις αν η εκτέλεσή τους θα σου βγει σε καλό. Σταμάτα, μείνε βασιλιάς στους δικούς σου, και καταδέξου να μας βλέπεις και μας να ορίζουμε ό,τι ορίζουμε. Ωστόσο ξέρω, δε θα θελήσεις να ακούσεις τις συμβουλές μου, αλλά θα κάνεις οτιδήποτε άλλο, μόνο ήσυχος δε θα μείνεις. Αν λοιπόν τόσο μεγάλος είναι ο πόθος σου να αναμετρηθείς με τους Μασσαγέτες, πάψε πια να σκοτίζεσαι προσπαθώντας να γεφυρώσεις το ποτάμι, εμείς θα απομακρυνθούμε από την όχθη του σε απόσταση τριών ημερών και συ πέρασε αντίκρυ στη χώρα μας. Αν πάλι θες να μας δεχθείς καλλίτερα στη χώρα σου, κάνε εσύ αυτό το ίδιο“. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Κύρος, κάλεσε σε συμβούλιο τους πρώτους ανάμεσα στους Πέρσες κι εκεί μπροστά σ᾽ όλους που είχε μαζέψει εξέθεσε το ζήτημα, ζητώντας τη συμβουλή τους, τί από τα δύο να έκανε. Κι όλων αυτών οι γνώμες συνέπεσαν: του συνιστούσαν να δεχτεί τη Τομύριδα και το στρατό της στη χώρα του.

Όμως εκεί ήταν κι ο Κροίσος ο Λυδός που κατηγόρησε τη γνώμη αυτή κι είπε μιαν άλλη, αντίθετη από την πρόταση των άλλων, λέγοντας: “Βασιλιά μου, κι άλλοτε σου το είπα: μια κι ο Δίας με παρέδωσε σε σένα, όποιο κακό κι αν βλέπω να απειλεί το σπιτικό σου, θα κοιτάζω το κατά δύναμιν να το αποτρέψω. Γιατί εμένα τα παθήματα, όσο πικρά κι αν στάθηκαν, μου γίνανε μαθήματα. Αν βέβαια πιστεύεις πως είσαι αθάνατος κι ότι κυβερνάς ένα στρατό παρόμοιο, δε θα είχα κανένα λόγο να σου αναλύω τις σκέψεις μου. Αν όμως παραδέχεσαι πως άνθρωπος είσαι και συ κι ότι τέτοιοι είναι κι αυτοί που κυβερνάς, τούτο πρώτα στοχάσου· πως οι τύχες των ανθρώπων είναι δεμένες σ’ ένα τροχό, που όλο γυρίζει και δεν αφήνει πάντα τους ίδιους να ευτυχούν. Και τώρα για το προκείμενο ζήτημα: η γνώμη μου είναι αντίθετη απ’ ό,τι αυτών εδώ. Γιατί αν θελήσουμε να δεχτούμε τους εχθρούς στη χώρα μας, να ποιός κίνδυνος υπάρχει σ᾽ αυτή τη λύση: Αν νικηθείς, χάνεις κοντά στη μάχη κι όλο το βασίλειό σου· γιατί είναι φανερό πως αν νικήσουν οι Μασσαγέτες, δε θα φύγουν πάλι πίσω, αλλά θα κινηθούν να χτυπήσουν τις σατραπείες σου. Αν πάλι νικήσεις, η νίκη σου δε θα είναι τόσο μεγάλη, όσο αν περνώντας απέναντι και νικώντας τους Μασσαγέτες, τους έπαιρνες από πίσω στο φευγιό τους· γιατί τότε θα στρέψω αυτό που είπα προηγουμένως από εκείνους σε σένα: πως δηλαδή εσύ, νικώντας αυτούς που θα σου αντισταθούν, θα προχωρήσεις ύστερα κατευθείαν για το βασίλειο της Τομύριδος. Αλλά κι ανεξάρτητα από όσα είπαμε, είναι ντροπή αβάσταχτη, ο Κύρος του Καμβύση ο γιος, να αποσυρθεί στη χώρα του υποχωρώντας μπροστά σε μια γυναίκα. Τώρα λοιπόν η γνώμη μου είναι να περάσουμε το ποτάμι, να προχωρήσουμε τόσο, όσο εκείνοι θα υποχωρήσουν κι από τη θέση αυτή να δοκιμάσουνε να τους νικήσουμε εφαρμόζοντας το εξής σχέδιο: Όπως πληροφορούμαι οι Μασσαγέτες δεν ξέρουν τις απολαύσεις των Περσών, ούτε και γεύθηκαν χαρές μεγάλες, για τέτοιους λοιπόν άνδρες ας σφάξουμε, δίχως να τα φειδωλευτούμε, πολλά γιδοπρόβατα κι αφού τα ετοιμάσουμε, ας στρώσουμε εκεί μπροστά στο στρατόπεδό μας τραπέζι, κι ας στέκουν πλάι κρατήρες ξέχειλοι από αγνό κρασί κι άλλα φαγώσιμα κάθε λογής. Ύστερα αφήνουμε εκεί τους χειρότερους από τους στρατιώτες μας, κι οι άλλοι ας ξεκινήσουμε πίσω για το ποτάμι. Αν δεν αποδειχτεί λάθος η γνώμη μου, οι Μασσαγέτες βλέποντας τα πολλά αγαθά, θα ριχτούν πάνω σ᾽ αυτά -και τότε είναι ευκαιρία για μας να μεγαλουργήσομε“.
Αυτές οι δύο γνώμες ακούστηκαν, κι ο Κύρος απορρίπτοντας την πρώτη πρόταση προτίμησε τη δεύτερη του Κροίσου. Ειδοποίησε λοιπόν την Τομύριδα να τραβηχτεί προς τα πίσω, γιατί σχεδίαζε να περάσει το ποτάμι κι έτσι να χτυπηθεί μαζί της. Εκείνη αποτραβήχτηκε, όπως εξάλλου το είχε υποσχεθεί από την αρχή. Ο Κύρος τότε εμπιστεύθηκε πρώτα τον Κροίσο στα χέρια του γιου του, του Καμβύση, που τον όρισε διάδοχό του βασιλιά και του άφησε πολλές παραγγελίες να τιμά τον Κροίσο και να του φέρνεται καλά, για την περίπτωση που το πέρασμα και η εισβολή στη χώρα των Μασσαγετών δε θα ευοδωνόταν. Ύστερα από τις παραγγελίες, αυτούς τους δύο τούς έστειλε πίσω στην Περσία, ενώ ο ίδιος και ο στρατός του άρχισαν να περνούν τον ποταμό.

Όταν πια πέρασε ο Κύρος τον Αράξη, είχε κιόλας νυχτώσει κι έπεσε να κοιμηθεί στη χώρα των Μασσαγετών, όπου όμως είδε το ακόλουθο όνειρο: Του φάνηκε πως είδε στον ύπνο του τον μεγαλύτερο από τους γιους του Υστάσπη να έχει στους ώμους του φτερούγες, και η μία να ρίχνει τη σκιά της στην Ασία, ενώ η άλλη πάνω στην Ευρώπη. Ο μεγαλύτερος από τους γιους του Υστάσπη, γιου του Αρσάμη, από τη γενιά των Αχαιμενιδών, ήταν ο Δαρείος, ηλικίας τότε περίπου είκοσι χρόνων, που είχε μείνει πίσω στη Περσία· γιατί δεν ήταν ακόμη σε ηλικία για στρατιώτης. Όταν λοιπόν σηκώθηκε από τον ύπνο συλλογιζόταν μόνος του το όνειρο. Κι έτσι που το όνειρο του εφάνη βαρυσήμαντο, φώναξε τον Υστάσπη και παίρνοντάς τον κατά μόνας τού είπε: “Υστάσπη, έπιασα το γιο σου να επιβουλεύεται κι εμένα και τη βασιλεία μου, το πώς το ξέρω αυτό ασφαλώς, να σου τω πω: Εμένα με προστατεύουν οι θεοί, κι ό,τι κακό είναι να ‘ρθει, όλα μού τα προμαντεύουν. Έτσι λοιπόν χθες βράδυ στον ύπνο μου είδα τον μεγαλύτερό σου γιο να έχει στους ώμους του φτερούγες, που η μια τους έριχνε τη σκιά της στην Ασία, ενώ η άλλη πάνω στην Ευρώπη. Ύστερα από ένα τέτοιο όνειρο, δεν υπάρχει κανένα απολύτως ενδεχόμενο να μη με επιβουλεύεται ο γιος σου. Γι’ αυτό λοιπόν γύρισε το γρηγορότερο πίσω στην Περσία και κανόνισε τα πράγματα έτσι, που όταν εγώ υποτάξω τη χώρα αυτή κι επιστρέψω εκεί, να μου παρουσιάσεις το γιο σου για ανάκριση“.
Έτσι μιλούσε ο Κύρος, πιστεύοντας πως ο Δαρείος συνωμοτούσε εναντίον του, ενώ στη πραγματικότητα κάποιος θεός τού προμάντευε ότι του ίδιου τού έμελλε να πεθάνει εκεί στα ξένα, ενώ η βασιλεία θα περνούσε στα χέρια του Δαρείου. Ωστόσο ο Υστάσπης τού αποκρίθηκε μ’ αυτά τα λόγια: “Βασιλιά μου, εύχομαι να μην έχει γεννηθεί κανένας Πέρσης που θα σε επιβουλευόταν· αν όμως υπάρχει, τότε να αφανιστεί το γρηγορότερο. Εσένα, που από δούλους έκανες τους Πέρσες να ζουν ελεύθεροι, κι αντί να τους ορίζουν άλλοι, αυτοί να ορίζουν όλο τον κόσμο! Αν πράγματι κάποιο όνειρο σου προμαντεύει ότι ο γιος μου συνωμοτεί εναντίον σου, εγώ στον παραδίνω κι εσύ κάνε τον ό,τι θέλεις”. Έτσι αποκρίθηκε ο Υστάσπης, και περνώντας τον Αράξη τράβηξε για τη Περσία, για να κρατήσει το γιο του τον Δαρείο στη διάθεση του Κύρου.
Στο μεταξύ ο Κύρος προχώρησε από τον Αράξη μιας μέρας δρόμο κι ακολούθησε τις υποδείξεις του Κροίσου. Ύστερα, όταν ο Κύρος και το μάχιμο τμήμα του περσικού στρατού τραβήχτηκαν πίσω στον Αράξη, ενώ εκεί έμειναν μόνο οι άχρηστοι στρατιώτες, όρμησαν πάνω τους οι Μασσαγέτες, έσφαξαν τους στρατιώτες που είχε αφήσει πίσω του ο Κύρος, παρόλο που αυτοί αντιστάθηκαν και κατόπιν βλέποντας μπρος τους στρωμένο το τραπέζι (αφού πια είχαν εξολοθρεύσει τους αντιπάλους τους) κάθισαν κι άρχισαν το φαγοπότι κι όταν πια γέμισε η κοιλιά τους από φαΐ και κρασί το έριξαν στον ύπνο. Τότε κάναν οι Πέρσες επίθεση, πολλούς απ’ αυτούς τους σφάξαν, ακόμη όμως πιότερους τους πιάσαν αιχμαλώτους, ανάμεσα μάλιστα στους άλλους και το γιο της Τομύριδος, που ‘ταν αρχηγός του στρατού των Μασσαγετών κι ονομαζόταν Σπαργκαπίσης.
Όταν η Τόμυρις έμαθε τί είχε πάθει ο στρατός της κι ο γιος της, έστειλε στον Κύρο έναν κήρυκα, που του έλεγε τα εξής: “Αιμοβόρε Κύρε, μη περηφανευτείς μ’ αυτό σου το κατόρθωμα, που χάρη στον καρπό του αμπελιού -αυτόν με τον οποίο οι ίδιοι φουσκώνετε και γίνεστε σαν τρελοί, έτσι που όταν το κρασί κατέβει στο στομάχι σας, ανεβαίνουν στη γλώσσα σας λόγια ντροπής, μη περηφανευτείς αν μ’ ένα τέτοιο δηλητήριο για δόλωμα νίκησες το γιο μου κι όχι σε μάχη με τη δύναμή σου. Τώρα λοιπόν θα σου δώσω μια καλή συμβουλή και λάβε υπόψη σου τα λόγια μου: Δώσ’ μου πίσω το γιο μου και φύγε από τη χώρα αυτή με το αζημείωτο κι ας εξευτέλισες το ένα τρίτο από το στρατό των Μασσαγετών. Αν όμως δεν το κάνεις, ορκίζομαι στον Ήλιο, τον κύριο μας, πως, κι αν είσαι αχόρταγος για αίμα, εγώ θα σε χορτάσω“.

Ο Κύρος στα λόγια αυτά που του είπανε δεν έδωσε καμμιά σημασία. Όσο για το γιο της βασίλισσας, τον Σπαργαπίση, μόλις συνήλθε από το κρασί και κατάλαβε τί συμφορά τον είχε βρει, ικέτευε τον Κύρο να του λύσει τα δεσμά, κι αυτός το έκανε, όμως, ευθύς ως λύθηκε εκείνος από τα δεσμά του κι έμειναν τα χέρια του λεύτερα, αυτοκτονεί. Ο Σπαργαπίσης λοιπόν πεθαίνει μ’ αυτόν τον τρόπο που είπαμε. Κι η Τόμυρις, επειδή ο Κύρος δεν άκουσε τη συμβουλή της, συγκέντρωσε όλη της τη στρατιωτική δύναμη και χτυπήθηκε με τον Κύρο. Αυτή η μάχη πιστεύω πως στάθηκε η πιο σκληρή από όσες μάχες έγιναν μεταξύ βαρβάρων. Και μάλιστα πληροφορούμαι πως εξελίχθηκε ως εξής: Καταπώς λένε, στην αρχή κρατώντας οι αντίπαλοι απόσταση μεταξύ τους, έριχναν ο ένας στο άλλο βέλη, ύστερα, όταν τα βέλη τούς τελείωσαν, ήρθαν στα χέρια κι άρχισαν να χτυπιούνται με λόγχες και με μαχαίρια. Ώρα πολλή συμπλέκονταν και μάχονταν κι ούτε ο ένας ούτε ο άλλος έλεγε να τραβηχτεί. Στο τέλος όμως νίκησαν οι Μασσαγέτες.
Έτσι αφανίστηκε στο πεδίο της μάχης το μεγαλύτερο μέρος του περσικού στρατού, και το σπουδαιότερο: σκοτώνεται ο ίδιος ο Κύρος, ύστερα από βασιλεία που κράτησε συνολικά τριάντα χρόνια παρά ένα. Η Τόμυρις τότε, έχοντας γεμίσει έναν ασκό με αίμα ανθρώπινο, έψαχνε ανάμεσα στους νεκρούς των Περσών το πτώμα του Κύρου κι όταν το βρήκε, του βύθισε το κεφάλι μέσα στον ασκό κι ενώ κακοποιούσε τον νεκρό, του έλεγε ταυτοχρόνως τα παρακάτω λόγια: “Εσύ μ’ αφάνισες εμένα, κι ας ζω κι ας σ’ έχω νικήσει στη μάχη, αφού έπιασες μ’ απάτη το γιο μου, εσένα λοιπόν κι εγώ με τη σειρά μου, σύμφωνα με τις απειλές μου, θα σε χορτάσω με αίμα”. Ανάμεσα στα όσα λέγονται -και λέγονται πολλά- για το τέλος του Κύρου, ανέφερα τη παράδοση που κατά τη γνώμη μου είναι η πιο αξιόπιστη.
Οι Μασσαγέτες ντύνονται όπως κι οι Σκύθες, όμοιος είναι κι ο τρόπος της ζωής των. Μάχονται και πάνω από άλογα και δίχως άλογα (γιατί είναι επιτήδειοι και στα δύο), χρησιμοποιούν και τόξο κι ακόντιο κι έχουν συνήθειο να κρατούν σαγάρεις (είδος τσεκουριού μάχης). Μεταχειρίζονται γενικά χρυσό και χαλκό. Γιατί προκειμένου για τις λόγχες, τις μύτες από τα βέλη και τις σαγάρεις, χρησιμοποιούν πάντα χαλκό, ενώ ό,τι φορούνε στο κεφάλι, τους ζωστήρες τους και τους μασχαλιστήρες τα κοσμούν με χρυσό. Το ίδιο και με τα άλογά τους: το στήθος τους το σκεπάζουν με θώρακες χάλκινους, τα χαλινάρια όμως τα στόμια και τα φαλάρια τα δουλεύουν με χρυσάφι. Αντίθετα δε χρησιμοποιούν καθόλου σίδερο κι ασήμι· γιατί ούτε έχουνε από αυτά στη χώρα τους, ενώ χρυσάφι και χαλκός υπάρχουν σε αφθονία.
Τα έθιμά τους είναι τα ακόλουθα: Καθένας παντρεύεται από μια γυναίκα, παρόλα όμως αυτά υπάρχει κοινογαμία σ’ αυτούς. Οι Έλληνες λένε ότι αυτό το κάνουν οι Σκύθες κι όμως δεν είναι οι Σκύθες που το συνηθίζουν, αλλά οι Μασσαγέτες. Όταν ένας Μασσαγέτης επιθυμήσει μια γυναίκα, κρεμά τη φαρέτρα του μπροστά στην άμαξά της κι έτσι άφοβα σμίγει μαζί της. Δεν έχουν βάλει οι Μασσαγέτες κανένα άλλο όριο στη ζωή του ανθρώπου, όταν όμως κανείς παραγεράσει, οι συγγενείς του μαζεύονται όλοι και τον θυσιάζουν μαζί και μ’ άλλα σφάγια κι ύστερα ψήνουνε τα κρέατα και τρώγοντας γλεντούν. Αυτό πιστεύουν οι Μασσαγέτες πως είναι το πιο ευτυχισμένο τέλος· όποιος όμως πεθαίνει από αρρώστια, αυτόν δεν τον τρώνε, αλλά τον παραχώνουνε στη γη, θεωρώντας συμφορά του, που δεν έφτασε ο νεκρός στην ηλικία για να θυσιαστεί. Δε σπέρνουν τίποτε, παρά ζούνε από τα κτήνη κι από ψάρια, τα έχουν αυτά άφθονα στη διάθεσή τους από τον ποταμό Αράξη. Πίνουνε γάλα. Από θεούς λατρεύουν μόνον τον ήλιο, που του θυσιάζουν άλογα. Και νά ποιό είναι το νόημα της θυσίας αυτής: στο πιο γρήγορο θεό προσφέρουν το πιο γρήγορο ζώο από όλα όσα υπάρχουν στη γη.
Ηροδότου Κλειώ 1.203-1.294
Συμπεράσματα
Τώρα ήρθε η ώρα να μιλήσει κι ο γράφων, κλείνοντας αυτό το άρθρο κι επειδή ο γράφων δεν ήτανε μπροστά -και δεν θα μπορούσε να είναι λόγω των… πραγμάτων- μπορεί μόνο να “δείξει” τα σίγουρα γεγονότα ώστε να υπάρξουνε κάποιες ενδείξεις για το αν ισχύει ή όχι αυτός ο μύθος και γιατί. Φυσικά ούτε ιστορικός είμαι, ούτε ειδικευμένος σε τέτοιου είδους μελέτες, πλην όμως δεν παύω να παραμένω λογικός -δεν ξέρω φυσικά για πόσον ακόμα- και με αυτή την έννοια μπορώ να σταχυολογήσω κάποια πράγματα που σίγουρα υπάρχουν. Πάμε λοιπόν παρέα για λίγο ακόμα, να δούμε πως θα καταλήξουμε. Φύγαμε:
Γεγονός 1: Ο Κύρος ο Β’ βασίλεψε από το 561 ή 559 π.Χ. -κι αυτή η απόκλιση εξαρτάται από την αμφιλεγόμενη χρονιά γέννησης- και για 29 συναπτά έτη, μέχρι το 530 π.Χ. που έχασε τη μάχη με τους Σάκα. Δεν το λέω εγώ αυτό, το λένε όλα τα βιογραφικά του και συγκεκριμένα διάλεξα την Βικιπαίδεια.
Γεγονός 2: Ο Καμβύσης Β’ (558 π.Χ. – 522 π.Χ.) ήτανε βασιλιάς της Περσίας από τη δυναστεία των Αχαιμενιδών από το 530 ως το 522 π.Χ. γιος του Κύρου Β’ και της Σισυγάμβριδος. Το 530 ανέβηκε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του Κύρου Β’ στη μάχη ενάντια στους Μασσαγέτες Σκύθες (Σάκα) (περιοχή Αζοφικής). Ούτε αυτό το λέω εγώ, κι ομοίως κλπ, από τη Βικιπαίδεια.
Γεγονός 3: Θάφτηκε στις Πασαργάδες. Ομοίως κλπ, δεν το λέω εγώ, ωστόσο, δηλαδή θα ήταν αφύσικο να ζητήθηκε από τη Τομύριδα να προσφέρει τη σορό για να θαφτεί, έστω και χωρίς κεφάλι; Ρωτάω απλά. Αποδεικνύει κάτι ο υπάρχων τάφος, ως προς το τί περικλείει; Δεν θα μπορούσε να ‘χανε κάνει μια τιμητική ταφή για έναν πραγματικό ηγέτη τέτοιου βεληνεκούς; Αυτόν που κι ο ίδιος ο Ηρόδοτος τον είχε περί πολλού;
Γεγονός 4: Ο Ηρόδοτος γεννήθηκε περίπου το 485 π.Χ. κι άρχισε να το ψάχνει γυρνώντας τον τότε κόσμο, από το 455 π.Χ. κι εντεύθεν, δηλαδή σταθείτε λιγάκι να υπολογίσω… περίπου 80 χρόνια μετά. Ήτανε κανείς άλλος ιστορικός κοντύτερα χρονικά από τον Ηρόδοτο; Γύριζε κι άλλος τον κόσμο ρωτώντας και μαθαίνοντας;
Γεγονός 5: Εκτός από τους Σάκα και… τις Αμαζόνες, γνωρίζουμε κανέναν άλλο λαό, να ‘χε σε περίοπτη θέση τη Γυναίκα σε όλα της και χωρίς περιορισμούς; Άρα μήπως γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο “κρύφτηκε” γενικά η ιστορία της “γιατί πως μια γυναίκα τόλμησε κι αντέκρουσε νικητήρια έναν τέτοιο μεγάλο άντρα κι άρα, άσε μη βγάλουμε τη βρώμα και ξυπνήσουνε κι οι δικές μας”; Απλά κι απαλά ρωτάω, έτσι! Ρωτάω γιατί στη πάροδο των ετών και των άρθρων μου, έχουνε διαβάσει πολλά τα ματάκια μου κι είμαι επιφυλακτικός πολύ κι άλλωστε δεν ήμουνα παρών, αλλά ούτε και κανείς άλλος φρονώ, απ’ όσους επιχειρούν να ανατρέψουνε το “μύθο”! Άρα;
Γεγονός 6: Και κλείνω για να μη κουράσω και κουραστώ κι εγώ κι άλλο. Γιατί ο Ηρόδοτος απ’ όλους τους μύθους επέλεξε σαν ισχυρότερο αυτόν; Και ποιός; Επαναλαμβάνω: ήτανε φανατικός λάτρης του Κύρου Β’. Για κάποιον ή κάποιους λόγους σίγουρα, που αναγκάστηκε να διαλέξει αυτή την εκδοχή, αλλά δεν μπορούμε να μάθουμε πλέον. Τί κρίμα! Πάντως γι’ αυτό και για άλλες παρόμοιες επιλογές, ο Ηρόδοτος χαρακτηρίστηκε “αδύνατος” ιστοριογράφος. Αλλά από ποιούς; Μήπως από κάποιους που “προσαρμόζουνε” την ιστορία κατά το δοκούν, το…. λογικό δοκούν; Ρωτάω απλά.
Η γνώμη μου έστω κι ανίσχυρη ιστορικά, εμένα είναι πως καλά έκανε ο Ηρόδοτος που στήνοντας τον Μύθο της Τομύριδος, την εμφάνισε σαν την άλλη άποψη του προσδοκώμενου, που ύψωσε το ανάστημά της πιο ψηλά, μεταδίδοντας τα κατάλληλα μηνύματα, έστω κι αν είναι μόνο μύθος, εμείς δεν πρέπει να το δούμε έτσι. Αλλά σαν κάτι που υπήρξε κι έδρασε για το σωστό. Η Τόμυρις ποτέ δεν κινήθηκε εναντίον κάποιου λαού, αντίθετα οι Πέρσες συνεχίσανε την ίδια ιστορία μέχρι που τους έβαλε χέρι ο Μέγας Αλέξανδρος και τους διέλυσε. Αλήθεια, για τον Μέγα Αλέξανδρο ξέρουμε, έτσι; Και γενικά για όοοοολους τους Μεγάλους Άντρες!!!!
Μέχρι το επόμενο άρθρο χαιρετώ κι ελπίζω να το απολαύσετε αυτό, όσο κι εγώ όσο το ‘φτιαχνα!
Χ.Π.