ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Α4: Μια… Έλληνας Στη Νάπολι

Με τα μάτια της… “Απελπισίας”

                                              Βιογραφικό

     Στο ιστορικό νησί των Σπετσών έζησαν 2 εκπληκτικές γυναίκες. Η πασίγνωστη ηρωίδα, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα κι η ζωγράφος Ελένη Μπούκουρα, λιγότερο γνωστή βέβαια, αλλά με εξίσου εντυπωσιακή πορεία ζωής. Έζησε και μεγάλωσε κι αυτή σε μια κοινωνία συντηρητική που ο ρόλος της γυναίκας ήταν να ζει υποταγμένη. Το πάθος της όμως την έκανε να προχωρήσει και να καλλιεργήσει το ταλέντο της στη ζωγραφική, που ήτανε τόσον έντονο που νίκησε όλα τα εμπόδια κι έλαμψε. Έλαμψε με την αισθητική της και με τη καλλιέργειά της. Η Ελένη ήταν η 1η Ελληνίδα ζωγράφος μετά το ’21! Η 1η γυναίκα που κατόρθωσε να μπει στο αντρικό άβατο των καλλιτεχνικών Ακαδημιών της Ιταλίας! Η 1η γυναίκα που δίδαξε στο Αρσάκειο!
     Η Ελένη Μπούκουρα (Σπέτσες, 1821 – Σπέτσες, 19 Μαρτίου 1900) ήταν Ελληνίδα ζωγράφος του 19ου αι., που η τραγική ζωή της έγινε το θέμα ενός μυθιστορήματος, Ελένη Ή Ο Κανένας (1998) της Ρέας Γαλανάκη κι ενός θεατρικού με τίτλο, Ελένη Αλταμούρα του Κώστα Ασημακόπουλου, (2005). Είναι η 1η γυναίκα ζωγράφος της Μετεπαναστατικής Ελλάδας. Η τραγική της ιστορία παραμένει άγνωστη για τους μεγάλους λογοτέχνες, ποιητές ή σκηνοθέτες. Άγνωστη ίσως και για τα φεμινιστικά μας κινήματα που συνήθως έχουνε ξένα πρότυπα. Ήτανε κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα (ή Μπούκουρη), του μετέπειτα 1ου θεατρώνη της Αθήνας, και της ήσυχης αξιαγάπητης καπετάνισσας Μαρίας.
     Δεν είναι απλά η 1η Ελληνίδα ζωγράφος, αλλά η 1η γυναίκα που κατόρθωσε να μπει στο ανδρικό άβατο της Καλλιτεχνικής Ακαδημίας της Ρώμης και της Νάπολι. Μπαίνει μεταμφιεσμένη σε “νεαρό Έλληνα“. Αριστεύει κι αποσπά τον θαυμασμό συμμαθητών και καθηγητών. Σε μια εκδήλωση για την εθνική μας γιορτή στην Ιταλία, αποκαλύπτει άθελα της τη πραγματικότητα. Πάνω στον ενθουσιασμό φιλά μιαν Ελληνίδα που απήγγειλε με ωραία φωνή ένα ποίημα του Ρήγα. (Τα επαναστατικά γεγονότα ήταν εντελώς πρόσφατα). Ξεσπά σκάνδαλο κι απειλείται… εμφύλια σύρραξη. Έτσι αναγκάστηκε ν’ αποκαλύψει τη ταυτότητα της και βέβαια ο θαυμασμός γι’ αυτή γίνεται μεγαλύτερος.


 Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα: “Αυτοπροσωπογραφία” (τελευταία1896

     Η Ελένη ξεχώριζε από τα άλλα της αδέρφια, 2 κορίτσια κι 1 αδερφό. Είχε μια ανεξάρτητη καλλιτεχνική ψυχή και τρομερή παρατηρητικότητα. Ο Ιωάννης Μπούκουρης, ο πατέρας της, κατάλαβε ότι στις Σπέτσες δεν μπορούσε να μορφώσει τα παιδιά του. Γι’ αυτό τα ‘γραψε σε γαλλικό σχολείο στο Ναύπλιο κι αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα όπου έβαλε τις κόρες του σε κάποιο παρθεναγωγείο. Η Ελένη έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Ναύπλιο. Αργότερα φοίτησε ως εσωτερική μαθήτρια στη σχολή Χιλλ. Γνώριζε άριστα Ιταλικά, Αγγλικά, αρχαία Ελληνικά, ενώ αγαπούσε πάντα τα αρβανίτικα που μιλούσανε στην οικογένεια και στο νησί. Από αυτές τις κινήσεις του πατέρα αλλά κι από άλλες παρακάτω, καταλαβαίνει κανείς πόσο προοδευτικός ήτανε για την εποχή του και πόσο καλλιεργημένη ψυχή είχε. Ήθελε κι επιδίωξε, να καλλιεργήσει το νου και τη ψυχή των παιδιών του με όλους τους δυνατούς τρόπους. Υπόδειγμα πατέρα υπήρξε, γιατί προσπάθησε με όποιο τρόπο ήτανε δυνατόν εκείνη την εποχή να διευρύνει τους πνευματικούς ορίζοντες των παιδιών του, να δυναμώσει την αντίληψή τους, να αναπτύξει την κρίση τους, να πολλαπλασιάσει τα ενδιαφέροντά τους, να ευαισθητοποιήσει τη ψυχή τους.
     Στο παρθεναγωγείο που σπούδαζε, η Ελένη, εκδήλωσε το πάθος της για τη ζωγραφική. Όταν το αντιλήφθηκε ο πατέρας της αποφάσισε να πάρει δασκάλους στο σπίτι για να τη μυήσουνε στα μυστικά της ζωγραφικής τέχνης. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι (Raffaelo Ceccoli) που βρισκόταν από το 1843 στην Αθήνα, για να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στην Ελένη. Η διδασκαλία του, αν και συστηματική, δεν άφηνε αρκετά περιθώρια προσωπικής έκφρασης και δημιουργίας, εξαιτίας του ακαδημαϊκού προσανατολισμού της, Ωστόσο βοήθησε πολύ τη Σπετσιώτισσα ζωγράφο ν’ αναπτύξει το φυσικό της χάρισμα. Μια μέρα λοιπόν είπε στον πατέρα της, ότι η μαθήτριά του τον έχει όχι μόνο φτάσει αλλά και ξεπεράσει! Ακούγοντας τα λόγια του, αποφάσισε να στείλει τη κόρη του στην Ιταλία για να συνεχίσει εκεί τις σπουδές της. Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές. Βασικός εμψυχωτής λοιπόν της Ελένης υπήρξε ο πατέρας της, που είχε καλλιτεχνική ψυχή. Λίγοι γνωρίζουν ότι αυτός έχτισε το 1ο θέατρο στην Αθήνα, το Θέατρο Μπούκουρα, που το γκρέμισαν μετά από χρόνια κι απόμεινε στη θέση του μόνο η πλατεία γνωστή ως Πλατεία Θεάτρου.


                 Η Πλατεία Θεάτρου σήμερα

    Η Αθηνά Ταρσούλη που έγραψε για τη ζωή τής Ελληνίδας ζωγράφου σημειώνει: “Η μεθοδική διδασκαλία του Τσέκκολι την υπέταξε στη πειθαρχία του ακαδημαϊσμού, χωρίς όμως να της περιορίζει την ορμή του ενθουσιασμού της“.
     Είναι πράγματι θαυμάσιο κι εκπλήσσει το ότι ο πατέρας της, θέλησε να δώσει στη κόρη του πράγματα αδιανόητα για κείνη την εποχή και με τη νοοτροπία που επικρατούσε σχετικά με τη θέση της γυναίκας στη κοινωνία. Αυτός ο απλός άνθρωπος είχε καταλάβει πως η τέχνη λυτρώνει, ανακουφίζει, διδάσκει, μορφώνει, εξευγενίζει, ωριμάζει. Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί πως θα καλλιεργούσε ακόμη περισσότερο το ταλέντο της κόρης του, πως θα ‘χε δει την ανάγκη της να εφραστεί και δε θα προσπαθούσε να τη καταπνίξει! Κι ήτανε τολμηρός θαλασσοπόρος, αγράμματος μα ευαίσθητος Αρβανίτης αγωνιστής του ’21 και γενναιόδωρος πατριώτης. Τα κατορθώματα του, λένε οι εγκυκλοπαίδειες ήτανε παγκοσμίως γνωστά, μα αυτός ο Αρβανίτης είχε καλλιτεχνική ψυχή κι εκτός του ότι δημιούργησε την Ελένη με τη πεισματική του επιμονή, έκτισε και το 1ο θέατρο στην Αθήνα. (Σημ.: Το επώνυμο “Μπούκουρας” ή “Μπούκουρης”, προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη “Μπούκουρ-ι-α=όμορφ-ος-η).
     Κι έτσι ένα πρωινό Απρίλη του 1848, πατέρας και κόρη έπλεαν μ’ ένα μικρό ιστιοφόρο προς τις ακτές της Ιταλίας. Η Ελένη, φτάνοντας στη Ρώμη, ήτανε ντυμένη με αντρικά ρούχα, είχε τα μαλλιά της κομμένα αντρικά κι ύφος αγορίστικο. Τη βοηθούσε και το παρουσιαστικό της σ’ αυτή τη μεταμφίεση, μιας και τα χαρακτηριστικά της ήταν αδρά, το σώμα της αδύνατο χωρίς καμπύλες κι η έντονη έκφρασή της σχεδόν αρρενωπή. Δεν ήταν όμορφη αλλά πολύ συμπαθητική. Όλη αυτή η αλλαγή έγινε γιατί η Σπετσιώτισσα ζωγράφος κι ο πατέρας της είχαν ενημερωθεί πως στην Ιταλία οι καλλιτεχνικές Ακαδημίες δέχονταν μόνον άντρες. (Η σπουδή του γυμνού που ήθελε η Ελένη να διδαχθεί, ήταν αυστηρά απαγορευμένη στις γυναίκες). Παράτολμη η απόφαση που πήρε να ντυθεί άντρας, το πάθος της όμως για τη ζωγραφική ήτανε τόσο βαθύ που αγνόησε όλους τους κινδύνους και προχώρησε.


Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα: “Ελένη Μπούκουρα”

ο     “Ναι, ήταν αλήθεια ότι ντύθηκα άνδρας για να αποκτήσω ένα πτυχίο, μα και να μελετήσω με γυμνό μοντέλο. Υπήρχε άλλωστε φωτογραφία μου ως Ελένης άντρα και ζωγράφου. Δεν είχα άλλο τρόπο να παραβιάσω το απαγορευμένο. Παλιότερα καμάρωνα πολύ για αυτό. Ακόμη, ότι κρατούσα φυλακτό κάτω από τα αντρικά μου ρούχα, του πατέρα μου τα λόγια, ως ότου τα απορρόφησε το δέρμα μου και πια δεν ήξερα αν ήταν ευχή ή κατάρα το να ξεχνώ πως είμαι Ελληνίδα“. 
     Ο πατέρας της μένει λίγο καιρό μαζί της και στη συνέχεια επιστρέφει στην Ελλάδα. Η Ελένη αρχίζει τις σπουδές της στη καλλιτεχνική Ακαδημία της Ρώμης. Όταν στη σχολή της προκηρύσσεται διαγωνισμός ανάμεσα στα έργα που βραβεύονται είναι και το έργο του Χρυσίνη Μπούκουρη με τίτλο: Η Απελπισία. Τον πίνακα αυτόν η Ελένη δεν τονε πούλησε αν και της προτείνανε πολύ καλή τιμή για να τον αγοράσουνε. Τον έστειλε δώρο στον πατέρα της με ειδική ιδιόχειρη αφιέρωση. Στο βιβλίο της για τη μεγάλη ζωγράφο, Ελένη Ή Ο Κανένας, (1998), η Γαλανάκη γράφει: “Η Ελένη μπήκε στα αντρικά ρούχα όπως οι Έλληνες στο Δούρειο Ίππο για να εκπορθήσουνε τη Τροία. Παύει να είναι η Ελένη Μπούκουρη. Είναι το φοβερό «Κανένας». Είναι η Οδύσσεια μιας γυναίκας“.
     Η θαρραλέα ζωγράφος δε ζωγράφιζε μόνο τη φύση. Ζωγράφιζε και τη ψυχή της, τα συναισθήματά της, τον πόνο, τη μοναξιά, τους φόβους της. Όσο τα χρόνια περνούν η Ελένη ακούραστη μελετά και σπουδάζει τη ζωγραφική τέχνη. Στην Ιταλία, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στη Νάπολι, στη Ρώμη ίσως και στη Φλωρεντία. Αποφασισμένη να γίνει ζωγράφος με κάθε τίμημα, κατεβάζει μια απίστευτη, όσο κι επικίνδυνη ιδέα. Να μεταμφιεστεί σε άντρα. Έτσι ξεκινά να παρακολουθεί τα μαθήματα, μεταμφιεσμένη σε άντρα. Απαγορευόταν η φοίτηση στις γυναίκες στις Ακαδημίες Τέχνης, λόγω του γυμνού σώματος των μοντέλων που πόζαραν για τους φοιτητές. Η απόφαση αυτή της έδωσε τη δυνατότητα να φοιτήσει στην Καλλιτεχνική Ακαδημία της Ρώμης, ειδικότερα στις τάξεις του γυμνού και της ανατομίας. Ανάλογες συνθήκες βέβαια επικρατούσαν και στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου πολλές γυναίκες έπαιρναν ανδρικό ψευδώνυμο για να προβάλλουν τα έργα τους, όπως η δούκισσα Castiglionecello.
     Στη Νάπολι, στη σχολή των Καλών Τεχνών εκεί, διδάσκει ο καθηγητής Σαβέριο Αλταμούρα. Έχει συμπαθήσει πολύ το αγόρι που ακούει στο όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης. Μια αγνή φιλία συνδέει τους δυο νέους. Η ιδέα της θα δουλέψει και θα παρακολουθήσει για 4 χρόνια μαθήματα ζωγραφικής στη Νάπολη και τη Ρώμη. Εκεί, ανάμεσα στις ακουαρέλλες και το μπλε του κοβαλτίου, γνώρισε κι ερωτεύτηκε το νεαρό τότε Ιταλό ζωγράφο και καθηγητή της, Φρανσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα.


Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα: Η Κηδεία Του Buondelmonte

    Στης Ελένης τη ψυχή όμως, αυτή η φιλία μετατράπηκε σε βαθύ έρωτα. Σε μια εορταστική βραδιά ο νεαρός σπουδαστής από την Ελλάδα γνωρίζει μια Ελληνίδα που έχει ωραία φωνή. Όλοι τη παρακαλούν να απαγγείλει κάτι ελληνικό. Η Ελληνίδα αποφασίζει ν’ απαγγείλει κάτι που τυχαίνει να μιλήσει στη ψυχή της Ελένης. Η ψυχή της Σπετσιώτισσας εκείνη τη στιγμή δονείται από νοσταλγία για τη πατρίδα της, για τον πατέρα της, για τα παιδικά της χρόνια. Ξεχνά πώς είναι ντυμένη, ξεχνά πως τόσα χρόνια προσποιείται τον άντρα, ορμάει στο κορίτσι που μόλις πριν είχε απαγγείλει κι αρχίζει να τη φιλά και να κλαίει ασταμάτητα. Όλοι αγανακτούν με τη συμπεριφορά της κι είναι έτοιμοι να της επιτεθούν. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, χωρίς να διστάσει, ομολογεί σε όλους ότι είναι γυναίκα κι ότι όλη αυτή η μεταμφίεση οφείλεται στο ότι ήθελε να σπουδάσει τη ζωγραφική τέχνη για να μπορεί με τα πινέλλα της να εκφράζεται και να εκφράζει τον εσωτερικό της κόσμο.
     Το ανώτερο όνειρο της ζωής της, τη μεγάλη της επιδίωξη, τον υψηλό της στόχο, εκείνη τη στιγμή τον εξομολογήθηκε σε όλους τους καλεσμένους της εορταστικής βραδιάς. Η γυναίκα αυτή ψύχραιμα, τολμηρά και θαρραλέα αντιμετώπισε το πλήθος χωρίς να φοβηθεί ή να διστάσει. Ήτανε προικισμένη με πολλές αρετές η νεαρή ζωγράφος κι όλοι τη θαύμασαν εκείνη τη νύχτα. Ο δε Σαβέριο ύστερα απ’ αυτή τη συνταρακτική αποκάλυψη την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Τώρα πια η Ελένη του εκδηλώνει ελεύθερη τον απόλυτο έρωτά της. Ερωτεύθηκε τον Ιταλό ζωγράφο καταγόμενο από την Κέρκυρα. Εκτός από ζωγράφος ήτανε θερμός γαριβαλδινός εθνικιστής και συμμετείχε στην Ιταλική Επανάσταση. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά κατόρθωσε να αποδράσει. Ο επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) απέκτησε μαζί της 3 εξώγαμα παιδιά: τον Ιωάννη (1852), τη Σοφία (1854) και τον Αλεσσάντρο (1855).


               Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα

     Προκειμένου να νομιμοποιήσει τη σχέση της ασπάστηκε το καθολικισμό και τονε παντρεύτηκε το 1852. Την εποχή του γάμου της πηγαινοέρχεται στο σπίτι τους μια ωραία Αγγλίδα με την οποία η Ελένη έχει αναπτύξει φιλικές σχέσεις και την εμπιστεύεται απόλυτα. Δυστυχώς όμως ο σύζυγός της, γοητεύεται από αυτή σε τέτοιο βαθμό που παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τη γυναίκα του και τα παιδιά του και να φύγει μαζί της. Το 1857 λοιπόν, την εγκατέλειψε κι έφυγε με την ερωμένη του, την αγγλίδα φίλη της, ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ (Jane Benham Hay), παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους, Αλεσσάντρο (Alessandro Altamura). Ο Αλταμούρα έγραψε στην αυτοβιογραφία του: “Η Ελένη έπασχε από τη νοσταλγία της πατρίδας, διάβαζε Όμηρο και Πίνδαρο, όπως εμείς διαβάζουμε εφημερίδα για να κοιμηθούμε, δύσπιστη στις γνωριμίες, μελαγχολική, όχι φτιαγμένη για κανονική ζωή, δυστυχισμένη όταν έπρεπε να φορέσει γυναικεία ρούχα“.
     Από εδώ και πέρα η ζωή της γίνεται τραγική. Είναι μόνη σ’ ένα ξένο τόπο με 2 παιδιά. Αποφασίζει να γυρίσει στην Ελλάδα και να μείνει μαζί με τον πατέρα της στην Αθήνα. Έτσι επέστρεψε στην Ελλάδα, με τον Ιωάννη και τη Σοφία κι άρχισε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλλες της Αθήνας. Ύστερα από λίγο καιρό άλλο ένα χτύπημα της μοίρας έρχεται. Χάνει τον πατέρα της που τον υπεραγαπούσε. Αρχίζει συστηματικά πλέον να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής για να μπορέσει να συντηρήσει την οικογένειά της.


                                        Σκίτσο της

    Φτάνοντας στην Αθήνα, εγκαταστάθηκε στη Πλάκα. Ήτανε πλέον αναγνωρισμένη ζωγράφος και με τις σπουδές της είχε καταφέρει να ενταχθεί γρήγορα στους κόλπους των επιφανών Αθηναίων. Μάλιστα, το 1859 και το 1870 εξελέγη, μαζί με τον Λύτρα, μέλος της επιτροπής των Ολυμπίων και μαζί με τους Αλέξανδρο ΡαγκαβήΓεώργιο ΜαργαρίτηΕρνέστο Τσίλλερ και Γεράσιμο Μαυρογιάννη, μέλος της εξεταστικής επιτροπής του Καλλιτεχνικού Τμήματος του Πολυτεχνείου. Από το 1863 άρχισε να παραδίδει μαθήματα σε πλούσιες Αθηναίες και φοιτήτριες του Αρσακείου. Ανάμεσά τους θα βρισκότανε κι η νεαρή τότε Βασίλισσα Όλγα.
     Με τη βοήθεια τού παλατιού διορίστηκε στο Αρσάκειο, όπου ανέλαβε να οργανώσει και ν’ ανανεώσει το μάθημα της Ζωγραφικής. Υπέβαλε μάλιστα στο Δ.Σ. κι έκθεση-μελέτη για τη βελτίωση τής διδασκαλίας τού μαθήματος. Είχε λείψει από τη πατρίδα 8 χρόνια: τα 4 χρόνια σπουδών μεταμφιεσμένη και 4 που ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές τής Ιταλίας κρατώντας σημειώσεις και σχέδια, που τα συγκέντρωσε σε λευκώματα, με την επιγραφή Studi fatti a Perugia e ad Assisi. Εκεί συνυπήρχαν αντιγραφές από τα έργα του Giotto, του Perugino, του Andrea del Sarto κ.ά., αλλά κι αρχιτεκτονικά σχέδια και σχέδια αγγείων και νομισμάτων.
     Σιγά-σιγά άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια δυστυχίας. Το 1872 αρρώστησε η κόρη τής Σοφία από φυματίωση. Η Ελένη, που είχε ήδη βάναυσα αποχωριστεί το ένα της παιδί, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στις Σπέτσες, στο σπίτι του αδελφού της, Αναστάση Μπούκουρη, ώστε η νεαρή Σοφία να έχει καλλίτερες συνθήκες διαβίωσης λόγω τού κλίματος τού νησιού. Όμως η Σοφία πέθανε το 1874 στα 18 της χρόνια, η Eλένη, 53 χρόνων πλέον. ζει μόνη στις Σπέτσες, είναι βουτηγμένη στο πένθος, αλλά βαθμιαία συνέρχεται. Xάρη στις περιποιήσεις συγγενών που έρχονται από την Aθήνα, ξαναβρίσκει το ενδιαφέρον της για τη ζωή. Zωγραφίζει, διαβάζει μυθιστορήματα, ξεκοκκαλίζει εφημερίδες και φροντίζει να ενημερώνεται. Μάλιστα το 1874 ήρθε να τη γνωρίσει κι ο μικρός της γιος Αλεσσάντρο, που ‘χε μεγαλώσει με τον πατέρα. Όμως η ήρεμη ζωή πάλι δεν κράτησε πολύ.
    Ο γιος της Ιωάννης έχοντας κληρονομήσει το ταλέντο της ζωγραφικής από τους γονείς του, στέλνεται από το βασιλιά Γεώργιο να σπουδάσει ζωγραφική στη Κοπεγχάγη, κοντά στον ζωγράφο Καρλ Σόρενσεν με υποτροφία της Σχολής Καλών Τεχνών. Εκεί διακρίθηκε ανάμεσα στους πρώτους Ευρωπαίους θαλασσογράφους. Επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα μαζί με την αδερφή της μητέρας του. Το 1876 ο γιος της κι ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Κοπεγχάγη κι επέστρεψε στην Αθήνα γεμίζοντας με χαρά τη χαροκαμένη μητέρα. Όμως η χαρά της διήρκεσε πολύ λίγο, ο Ιωάννης προσβλήθηκε κι αυτός από φυματίωση και πέθανε τον Μάη του 1878. Μέχρι σήμερα θεωρείται από τους καλλίτερους Έλληνες θαλασσογράφους. Η απώλεια των 2 νέων ωστόσο, προκάλεσε νευρικό κλονισμό στη 57άχρονη μητέρας και την οδήγησε μέχρι και στη τρέλλα.


Ο γιός της Ιωάννης Αλταμούρας, ο θαλασσογράφος

     Η Καλλιρρόη Παρρέν κι η Αθηνά Ταρσούλη διέσωσαν αρκετές πληροφορίες για τη ζωή της. Το έργο της όμως παραμένει άγνωστο εκτός από λίγα έργα. Ένα από αυτά είναι το έργο Απελπισία (!!! λες και το ‘ξερε), που το υπέβαλε στο διαγωνισμό της Σχολής όπου φοιτούσε, με την υπογραφή Χρυσίνης Μπούκουρης. Μάλιστα στην Ιταλία της προσφέρανε πολλά χρήματα σαν αμοιβή για την αγορά του, εκείνη όμως προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση. Στο έργο αυτό ο συμβολισμός της απελπισίας, δείγμα ρομαντικής διάθεσης, αποδίδεται με νεοκλασσική αντίληψη. Την ίδια εποχή ζωγράφισε την αυτοπροσωπογραφία της, όπου εικονίζεται με σκούρο φόρεμα να ζωγραφίζει αφοσιωμένη μπροστά στο καβαλέτο. Χαρακτηριστική είναι η συγκρατημένη έκφρασή της κι η λιτότητα στο σχέδιο.
     Σε ηλικία 60 ετών η Ελένη, συντετριμμένη, επιστρέφει κι απομονώνεται στις Σπέτσες στο σπίτι του αδελφού της Aναστάση I. Mπούκουρα. Η επίδραση των αλλεπάλληλων θανάτων του πατέρα και των παιδιών της υπήρξε κυριολεκτικά συντριπτική για τη ζωή και το έργο της. Περιφέρεται μέσα στο σπίτι σα φάντασμα, βουτηγμένη μέσα στον πόνο του χαμού. Από τότε η διανοητική της κατάσταση δεν ήταν φυσιολογική, αν και ασχολιόταν με διάφορες εργασίες, όπως η συντήρηση του πατρικού της σπιτιού και οι οικονομικές διεκπεραιώσεις διαφόρων εργασιών. Βρίσκει λίγη παρηγοριά στο Θεό και στην αθανασία της ψυχής. Πιστεύει ότι τα αγαπημένα πρόσωπα που έχασε βρίσκονται κάπου κοντά της. Ελπίζει ότι κάποτε θα τα συναντήσει. Όλα αυτά τα χρόνια της μοναξιάς και της δυστυχίας έχει κοντά της μια πιστή υπηρέτρια, τη κουτσή Λασκαρίνα που τη φροντίζει και της συμπαραστέκεται.
     H κορυφαία Eλληνίδα ζωγράφος είναι απαρηγόρητη. Tο κτύπημα της Mοίρας είναι βαρύ κι ο μητρικός πόνος αβάσταχτος. H δυστυχισμένη μάνα, αργά αλλά σταθερά, περιέρχεται σε μια κατάσταση κοινωνικής απομόνωσης και ψυχικής συντριβής που τη συνθλίβουν. Όσο περνάνε τα χρόνια, κάτω από την επίδραση κι άλλων θανάτων συγγενών, βουλιάζει όλο και πιο πολύ σε μια κατάθλιψη, σε μιαν άνοια που αυξάνει με το γήρας. Aλλά κι η διανοητική της κατάσταση παρουσιάζει διακυμάνσεις.
     Παραταύτα, η ζωή της δεν είναι ολότελα βυθισμένη στο σκοτάδι. Έχει και κάποια διαλείμματα φωτεινά, αλλά και κάποιες σταγόνες χαράς.Το 1896 καταφέρνει να φτιάξει τη τελευταία αυτοπροσωπογραφία της, που σώζεται ως σήμερα. Βλέπουμε ότι για άλλη μια φορά βρίσκει παρηγοριά στο κόσμο της ζωγραφικής. Χάνεται μες στα χρώματα της δημιουργίας και για λίγο αναπνέει. Προσπαθεί με ήσυχο τρόπο να ανακτήσει τη ψυχική της γαλήνη. Έτσι κύλησε η υπόλοιπη ζωή της ως το θάνατό της. Ανάμεσα στις αναμνήσεις και σε κάποιες μικρές στιγμές που της έδιναν λίγη ανάσα, όπως η επίσκεψη κάποιων συγγενών, η αλληλογραφία με τη μητέρα της, τον αδερφό της και τα δύο ταξίδια που έκανε στην Αθήνα.



      Μοναδική φορά που δέχτηκε να φύγει από το σπίτι της ήτανε λίγο πριν το θάνατό της όταν η διευθύντρια της Εφημερίδας των Κυριών Καλλιρρόη Παρρέν την επισκέφθηκε για να της πάρει συνέντευξη. Την έπεισε μάλιστα να έρθει μαζί της, για λίγες μέρες, στην Αθήνα. Η οξυδερκέστατη Παρρέν, αγωνίστρια κι η ίδια για τα δικαιώματα των γυναικών στην εκπαίδευση, θέλησε να γνωρίσει τη γυναίκα που 50 περίπου χρόνια πριν διεκδίκησε το δικαίωμά της στη μόρφωση και τη καλλιτεχνική δημιουργία, ανατρέποντας το κατεστημένο στην Ελλάδα και την Ιταλία.
     Για τη 1η Ελληνίδα δημοσιογράφο, η μαυροφορεμένη και μεγάλη πλέον ζωγράφος ήταν ένα αίνιγμα. “Ανήκει εις τας προσωπικότητας εκείνας ας κι ο οξυδερκέστερος ψυχολόγος αδυνατεί να χαρακτηρίση εκ πρώτης όψεως“, έγραψε η Καλλιρρόη Παρρέν στην εφημερίδα της. Η Ρέα Γαλανάκη στο βιβλίο της περιγράφει τη συνάντηση των δύο γυναικών ως εξής:

     “Αρνήθηκα να τη δεχτώ. Καθώς τής απαντούσα με τη Λασκαρίνα ότι εδώ και χρόνια δεν δεχόμουν επισκέψεις, αναρωτιόμουν ποίαν από όλες τις Ελένες που υπήρξα εννοούσε ακριβώς, και τι άραγε θα της ζητούσε. Μου εξήγησε με τον επόμενο άνθρωπο που έστειλε. Τής αρνήθηκα ξανά. Δύο μέρες πέρασαν, ώσπου να υποκύψω στον τελευταίο της αγγελιοφόρο. Ερχόταν πια από το σπίτι τού δημάρχου κι εξαδέλφου μου Κυριακού, που είχε αναλάβει τη φιλοξενία εκείνης της κυρίας, η οποία μάθαινα πως διηύθυνε την ήδη τριετή αθηναϊκή Εφημερίδα των Κυριών. Εξάλλου, έπρεπε τούτη η επίμονη γυναίκα να καταλάβει ότι εγώ ζούσα με διαφορετικό από τον δικό της τρόπο και να μυηθεί σε άλλο ρυθμό. Όντας ευαίσθητη το εννόησε αμέσως και, νομίζω, το σεβάστηκε. Όντας και δραστήρια, δεν άφησε ανεκμετάλλευτο το μυητικό της διήμερο.
     Έγραψε ένα πολυσέλιδο άρθρο στην εφημερίδα της για όσα είδε τούτες τις δύο ημέρες, πριν με συναντήσει. […]. Την επόμενη άνοιξη σχεδίαζε να κάνει στα γραφεία τής εφημερίδας της την πρώτη έκθεση γυναικών ζωγράφων, και για τούτο με είχε αναζητήσει. Διότι εγώ είχα σπουδάσει κι είχα ασκήσει τη τέχνη τής ζωγραφικής, μια τέχνη που οι γυναίκες ακόμη δεν είχαν δικαίωμα ούτε να τη σπουδάζουν ούτε να την ασκούν ως επάγγελμα στην Ελλάδα. Στο μάτι μου θα πρέπει να άναψε μια σπίθα, που παρατήρησα ότι δεν της διέφυγε προτού σβήσει λέγοντάς της να με εξαιρέσει οπωσδήποτε από τον κατάλογο τής έκθεσης, ενδεχομένως κι από τη τέχνη τής ζωγραφικής […]. Η επισκέπτρια μού ζήτησε ευγενικά να δει τα έργα μου. Τής έδειξα πάνω στον τοίχο τη ζωγραφιά του «Αγγέλου με την κόρη». Ήταν η μόνη που είχε διασωθεί, αφού μιλούσε για τον αρραβώνα τής Σοφίας. Έριξε μια ματιά και σε κάποιες μεταγενέστερες σπουδές, καμωμένες σε ώρες αργίας και μελαγχολίας με μαύρο μολύβι ή μελάνι…



     Παθαίνει νευρική κρίση και παραλογίζεται. Πάνω στον παροξυσμό και στην απελπισία της, ανάβει φωτιά στην αυλή του σπιτιού της και καίει τα ομορφότερα έργα της, τα σχέδιά της, τα πιστοποιητικά των σπουδών της. Όλα γίνανε στάχτη κι απομονώνεται απ’ όλο τον κόσμο. Σε κάποια κρίση φτάνει στο σημείο να ξεθάψει τα παιδιά της και να τα φέρει στο σπίτι της. Ένα σπίτι που παρέμεινε στη μνήμη των Σπετσιωτών σαν “στοιχειωμένο”. Αποπειράθηκε πολλές φορές ν’ αυτοκτονήσει, μα έζησε ως τα βαθιά γεράματα.
    Έτσι ήσυχα πέθανε τη νύχτα της Kυριακής 19, ξημερώνοντας Δευτέρα 20 Mάρτη του 1900, στο πατρικό της σπίτι παρέα με την έμπιστη, κουτσή υπηρέτριά της Λασκαρίνα. Η ψυχή της γαλήνεψε, γέμισε χρώματα γιατί πήγε κοντά στα παιδιά της. Εκεί συνάντησε ότι μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε χάσει.Τις ψυχές του πατέρα, του Ιωάννη και της Σοφίας, τους καμμένους πίνακες, τις ελπίδες της, τα όνειρα που δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει. Kηδεύτηκε στο κοιμητήρι της Aγίας Άννας, στην ίδια περιοχή. Aργότερα, τα οστά της, όπως κι εκείνα της Σοφίας και του Γιάννη, μεταφέρθηκαν από τους απογόνους της στο A’ Nεκροταφείο Aθηνών, σε κοινό τάφο της οικογενείας Mπούκουρη-Aλταμούρα. Στη μαρμάρινη σαρκοφάγο (έργο του Ιάκωβου Μαλακατέ, που είχε αναλάβει κάποιες μαρμαρογλυπτικές εργασίες και στο πατρικό της σπίτι στη Πλάκα) αναγράφεται το έτος 1824 ως έτος γέννησης. Το σπίτι της περιήλθε στους κληρονόμους της. Ένα σπίτι που έμεινε στη μνήμη των Σπετσιωτών σαν στοιχειωμένο. 


  Ο Τάφος της στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών
 
    Φημολογείται πως, κατά μίαν εκδοχή, τα έργα της καταστράφηκαν από συγγενείς της που καθάρισαν το σπίτι της μετά τον θάνατό της. Ότι κι αν πιστεύει κανείς για τη πορεία της ζωής της, που είναι μια συνταρακτική τραγωδία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αντοχές της κι οι δυνατότητές της στη τέχνη, άγγιξαν τα όρια του ιδανικού. 
    Η Ελένη Μπούκουρη-Αλταμούρα υπήρξε κορυφαία ζωγράφος του 19ου αιώνα, που η ζωή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μυθιστορηματική, περιπετειώδης και, συνάμα, τραγική. Υπήρξε, ίσως, η πρώτη γυναίκα της νεώτερης Ελλάδας που ξεπέρασε με τόλμη τις δυσκολίες ενός ανδροκρατούμενου κατεστημένου και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον πόθο της δημιουργίας, -και πλήρωσε πολύ ακριβό αντίτιμο γι’ αυτό. Παρά τις λεπτομερείς βιογραφικές πληροφορίες για τη ζωγράφο, που διασώσαν η Παρρέν κι η Ταρσούλη, το ζωγραφικό της έργο παραμένει άγνωστο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.
     Ανάμεσα σε αυτές είναι η Απελπισία (!!!) που η ζωγράφος, με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης, πήρε μέρος στο διαγωνισμό της σχολής που φοιτούσε στην Ιταλία. Αναφέρεται ότι για το συγκεκριμένο έργο της προτάθηκε υψηλή αμοιβή για να πειστεί να το πουλήσει, εκείνη, όμως, προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση. Αν και πρόκειται για πρώιμη προσπάθεια, αποκαλύπτει ορισμένα χαρακτηριστικά στοιχεία της καλλιτεχνικής προσωπικότητας και των αναζητήσεών της. Ο συμβολισμός της απελπισίας, δείγμα ρομαντικής διάθεσης, αποδίδεται με νεοκλασσική αντίληψη. Η κλειστή, συσπειρωμένη σχεδόν γύρω από τον άξονά της φόρμα του γυναικείου σώματος και το στυλιζάρισμα των ανεμισμένων μαλλιών και των πτυχώσεων του χιτώνα, αποπνέουν ελεγχόμενη δραματικότητα κι αποκαλύπτουνε σειρά από συναισθηματικές καταστάσεις που κυμαίνονται ανάμεσα στην εγκαρτέρηση, τη θλίψη και τον τρόμο.


             Ελένη Μπούκουρα: “Απελπισία”

     Στην ίδια περίοδο αποδίδεται και το έργο, Αυτοπροσωπογραφία: Ζωγραφίζοντας Στο Ατελιέ. Εικονίζεται η ίδια με σκούρο φόρεμα να ζωγραφίζει αφοσιωμένη μπροστά στο καβαλέτο. Χαρακτηριστική είναι η συγκρατημένη έκφραση, χωρίς ίχνος θεατρικής πόζας, καθώς κι η λιτότητα στο σχέδιο. Δυστυχώς, οι πληροφορίες που υπάρχουνε για τα έργα που ακολούθησαν είναι εξαιρετικά ελάχιστες κι ως ένα βαθμό, έχουν υποκειμενικό χαρακτήρα, ειδικότερα της περιόδου 1857-1874 που η καλλιτέχνις έζησε κι εργάστηκε στην Αθήνα. Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε πως κινήθηκε στα πλαίσια των νεοκλασσικών κατευθύνσεων που διδάχθηκε στην Ιταλία χρησιμοποιώντας, παράλληλα, το ρομαντικό στοιχείο στη σύλληψη των έργων, που τελικά, φέρουν έντονη τη σφραγίδα του προσωπικού της δράματος.
     Η πρωτοκόρη κι αγαπημένη του πατέρα της Γιάννη Μπούκουρα, η Ελένη, γεννήθηκε τη χρονιά της επανάστασης του ’21. Του έμοιαζε μάλιστα πολύ. Όχι τόσο στην όψη, όσο στην περηφάνεια και την αποκοτιά. Αυτός ο αγράμματος, μα ευαίσθητος Αρβανίτης αγωνιστής του ’21 υπήρξε ο βασικός εμψυχωτής της. Στη συνέχεια, η απόφαση του καπετάν Γιάννη να μετοικήσει με όλη του τη φαμίλια στην Αθήνα, που μόλις είχε ανακηρυχτεί πρωτεύουσα, άλλαξε τη ζωή της. Μες στο καράβι, που θα την οδηγούσε εκεί, η Ελένη είδε τον εαυτό της μέσα στο πλήθος που αποχαιρετούσε το καράβι. Δεν κατάλαβε τότε αν τη χαιρετούσε ή της παράγγελνε κάτι. Σκέφτηκε, όμως, πως όποιος μπορεί να ζωγραφίζει, ενδέχεται να βλέπει και τον εαυτό του απέναντί του, άρα δεν έπρεπε να ξαναφοβηθεί ούτε την όραση ούτε τα οράματά της.
    Τα ταραγμένα χρόνια του ξεσηκωμού, όπου μεγάλωσε αυτή η κόρη, εξηγούσανε, κατά τον κύρη της, τη μανία της να ζωγραφίζει. Επιπλέον, η μεγάλη και συλλογική επανάσταση του ’21 επηρέασε την Ελένη κι αλλιώς: Θα έκανε κι αυτή πολλές μικρές, ατομικές επαναστάσεις, ανατρέποντας προαιώνια ήθη και διαταράσσοντας κατεστημένες νοοτροπίες. Άλλωστε εκείνα τα τρομερά χρόνια ανέσυραν από τον καθένα, μικρό ή μεγάλο, κάτι παραπάνω από αυτό που σε κανονικές συνθήκες έδειχνε πως ήταν. Αυτά τα δύσκολα χρόνια αλλά και τα παραμύθια που άκουγε η Ελένη από τις γυναίκες των ψαράδων για τα βάσανα και τις ανδραγαθίες της Μεγάλης τους Κυράς, της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, την έκαναν να πλάθει με το νου της τις εικόνες.

           Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα

     Τότε αποφάσισε ότι θα γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε να μείνει διά βίου διαφορετική από τα συνομήλικα κορίτσια κι από τις γυναίκες του σογιού της. Στο αθηναϊκό σπίτι στη Πλάκα, ήρθαν μοδίστρες και ράψανε στολές για την Ελένη και τις 2 αδερφές της, προκειμένου να φοιτήσουνε στο Παρθεναγωγείο. Στα διαλείμματα, η ομοιομορφία της στολής έσπρωχνε την Ελένη ν’ ανακαλύπτει τις διαφορές των κοριτσιών ανάμεσά τους, σπουδάζοντας το πρόσωπο και τις κινήσεις της καθεμιάς, για να τις ζωγραφίσει. Έφτασε μάλιστα κάποια στιγμή στη τιμωρία, αφού το πάθος της για τη ζωγραφική θεωρήθηκε παρέκκλιση και δεν είχε καμμιά σχέση με τη διδασκαλία του διακοσμητικού σχεδίου και με την υποταγή, που απαιτούσανε τα χειροτεχνήματα των κοριτσιών, που προορίζονταν για κυρίες της Αυλής ή σύζυγοι πλούσιων αστών.    
     Αξημέρωτα κατέβαινε κρυφά στη κουζίνα και στους έρημους διαδρόμους του σχολείου κι έκλεβε τα απομεινάρια από τα κεριά και τα σπερματσέτα, που είχαν ανάψει σ’ αυτούς τους κοινόχρηστους χώρους. Κι αργά τη νύχτα, όταν όλα τα κορίτσια παραδίνονταν στην εφηβεία των ονείρων τους, η Ελένη άναβε τα απομεινάρια των κλεμμένων κεριών και σπερματσέτων, για να μπορεί να ζωγραφίζει στα κρυφά.
     Η λειτουργία του Σχολείου των Τεχνών στην Αθήνα συνέπεσε με τον ερχομό στην πρωτεύουσα του Τσέκολι, ζωγράφου, αρχαιολόγου και γιατρού. Ο διωγμός του από το Βασίλειο των Δύο Σικελιών, σε συνδυασμό με τη φυματίωση της μοναδικής του θυγατέρας, τον προώθησε προς κλίματα πιο νότια και ξηρότερα. Ο Ιωάννης Μπούκουρας βρήκε εύκολα τον Ιταλό ζωγράφο και του ζήτησε να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στη κόρη του Ελένη. Άλλωστε, ο παλιός καπετάνιος είχε καταλάβει πως η αγάπη που είχε η κόρη του στη ζωγραφική έμοιαζε με το δικό του πάθος για τα θαλασσινά ταξίδια. Κι ακόμα πως ήταν κάτι που δεν τιμωρείται, αφού δεν είχε αμαρτία.


Ελένη Μπούκουρα: “Αυτοπροσωπογραφία, Ζωγραφίζοντας Στο Ατελιέ”

     Έτσι η Ελένη άρχισε με τον Τσέκολι μαθήματα ζωγραφικής. Τα μαθήματά τους κράτησαν αρκετά χρόνια. Άρχισε να αντιλαμβάνεται τον πίνακα σαν μια οργάνωση ζωής, ένα δίχτυ αναφορών κι αισθημάτων, όπου πιανόταν η ανθρώπινη ψυχή, όχι για να φυλακιστεί, μα αντίθετα για να πετάξει από κει ελεύθερη από τα δεσμά της ύλης και του μετρημένου χρόνου. Ο δάσκαλός της μάλιστα πίστευε πως “Το πάθος της για τη ζωγραφική, μολονότι απαγορευμένο στις γυναίκες, δεν έπρεπε να μαραζώσει, μα να καλλιεργηθεί και να καρποφορήσει. Σαν να ήταν άντρας…”. Κι όταν  άρχισε να διδάσκει ελαιογραφία στο Σχολείο των Τεχνών με μισθό, υποσχέθηκε στην Ελένη να της μαθαίνει ακριβώς όσα θα δίδασκε στους σπουδαστές του, αφού δεν επιτρεπότανε στις γυναίκες να παρακολουθάνε τα μαθήματα. Να της προσφέρει όμως μια γνώση περίκλειστη και μελαγχολική, αφού χωρίς τα απαραίτητα χαρτιά θα έμενε για πάντα μη ανταγωνιστική, φυλακισμένη στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού.
     Τον επόμενο χρόνο ο Ιωάννης Μπούκουρας με το κεφάλαιο από την εκποίηση του ιστιοφόρου του Θαλάσσιος Ίππος αγόρασε το πρώτο λιθόκτιστο θέατρο της Αθήνας, το Θέατρο Των Αθηνών για τις εφημερίδες, αλλά Θέατρο Μπούκουρα για τον κόσμο. Η Ελένη ενθουσιάστηκε με την ιδέα του πατέρα της. Έμαθε εκεί τη σημασία της μίμησης­ γνώση που στάθηκε καθοριστική για τη ζωή της. Όμως η ζωγραφική τη τραβούσε πιο πολύ από το θέατρο, πλην όμως περιοριζόταν από το γεγονός πως ήτανε γυναίκα. Ετσι η Ελένη πήρε με τον πατέρα της το καράβι, για να ταξιδέψει από τον Πειραιά στη Νάπολι, με σκοπό να σπουδάσει ζωγραφική. (Σημ.: Ο  Καποδίστριας μ’ επιστολή του, ανακοινώνει στον Ιωάννη Μπούκουρα, ότι του δίνεται ο τίτλος του πλοιάρχου κι αμύθητο ποσό προκειμένου να ξαναποκτήσει ό,τι προσέφερε για την Επανάσταση του ’21. Εκείνος αρνήθηκε, όπως έκανε και σε ίδια πρόταση του Όθωνα.)


  Ελένη Μπούκουρα: “Αυτοπροσωπογραφία

     Η καπετάνισσα Μαρία, η μάνα της, δέχτηκε τότε πολύ φαρμάκι από την αλαφροΐσκιωτη 1η της θυγατέρα. Ο ξενιτεμός της απομάκρυνε τη πιθανότητα του γάμου, που τότε θεωρούνταν η φυσιολογική εξέλιξη στη ζωή κάθε γυναίκας, στην ηλικία της. Αποχαιρετώντας την η Ελένη μέσα από το καράβι έβλεπε τα ρούχα της να ξεμακραίνουν κι αποχαιρετούσε μαζί όλες εκείνες τις κοινωνικές συμβάσεις και παραδοσιακές αξίες, που η ίδια δεν ήθελε να τηρήσει. Ο καπετάν Γιάννης από την άλλη πίστευε ότι το κράμα του αρβανίτικου αίματος και της ελληνικής ιδέας θ’ αποτελούσανε το πιο σίγουρο φυλαχτό για την Ελένη.
     Βγαίνοντας όμως από τη Νάπολι, για να πάει στη Ρώμη έπρεπε να μεταμφιεστεί. Αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία στη διάρκεια του ταξιδιού της επέβαλε αυτή τη μεταμφίεση, για λόγους ασφαλείας. Ο καπετάν Γιάννης την εγκατέστησε στη Ρώμη κι επέστρεψε στη θεατρική επιχείρηση στην Αθήνα. Έδειξε έτσι απόλυτη κατανόηση στις επιλογές της κόρης του -όσο τολμηρές κι αν ήταν αυτές- και μάλιστα σε μια ιδιαίτερα δύσκολη εποχή. Και τη 1η ρωμαϊκή της νύχτα την επισκέφτηκε στ’ όνειρό της η Μεγάλη Κυρά, η Λασκαρίνα, και τη συμβούλεψε να συνεχίσει να ντύνεται σαν άντρας, γιατί έτσι θα μάθει τα 2 κι από τους άντρες κι από τις γυναίκες. Το άλλο πρωί, ανήσυχη με τ’ όνειρο της νύχτας, είδε σ’ αυτό προφητικό σημάδι. Εξάλλου θα ‘δινε σύντομα εξετάσεις στη Σχολή των Ναζαρηνών ζωγράφων.


                     Το σπίτι της στις Σπέτσες

     Καθώς στο μοναστήρι δεν έκαναν δεκτές για τη ζωγραφική γυναίκες -πράγμα που είχε αποκρύψει από τον πατέρα της- το αποφάσισε. Γέννησε, λοιπόν, η Ελένη εκείνο το πρωί τον εαυτό της ως Κανένα. Θα ζούσε εφεξής ως Κανένας. Έγινε δεκτή σε μια από τις ανώτερες τάξεις. Και μέσα στο μοναστήρι και στη πόλη απέφευγε τις συναναστροφές, μήπως αθέλητά της προδοθεί. Ήταν πια ένας μοναχικός, συνεσταλμένος, μάλλον άσχημος και ανήσυχος άντρας, βυθισμένος στη προοπτική των δίχως όρια ταξιδιών και των περιπλανήσεων, που θα του επέτρεπαν η αμφίεση κι οι σπουδές του.
     Έφερνε όμως στο μυαλό της και την αλλοτινή Ελένη, που έκλεβε τα αποκέρια στο σχολείο, για να ζωγραφίζει στο σκοτάδι. Αναρωτιόταν συχνά ποια θα ήτανε τώρα η τιμωρία της, μιας κι η παραβίασή της ήτανε βέβαια πιο σοβαρή. Η απελπισία τη κυρίευε αραιά και που, αφού με πονηριά και ψέμματα κέρδιζε την απαγορευμένη γνώση. Τελειώνοντας τη σχολή των Ναζαρηνών εξακολούθησε να φορά κοστούμια, για να ζει μόνη και να ταξιδεύει με ασφάλεια. Η Ελένη είχε μάθει να γίνεται αόρατη. Μόλις περνούσε το μαγικό δαχτυλίδι των αντρίκειων ρούχων, την αντικαθιστούσε αμέσως η εικόνα ενός νέου άντρα, ονομαζόμενου Κανένας. Απελευθερώθηκε σταδιακά μετά τη μετακίνησή της από τη κλειστή κοινωνία των Σπετσών στην αθηναϊκή κοινωνία κι έπειτα σε μια ξένη χώρα. Απολάμβανε πια την ελευθερία του ξένου, του ξεριζωμένου.

     Ύστερα, μια πολιτεία της ενδοχώρας, στάθηκε μοιραία για την Ελένη: Η Φλωρεντία, κι ο έρωτας για το ζωγράφο Σαβέριο Αλταμούρα. 1η φορά, μετά από πολλά χρόνια, η εντός της Ελένη εξεγέρθηκε εναντίον του Κανένα, όπως πάντα εξεγείρεται η ζωή εναντίον του θανάτου. Αν νικούσε η Ελένη, θα ‘χανε όλα τα προνόμια που της υποσχόταν ο Κανένας. Αν νικούσε ο Κανένας, τότε η Ελένη θα έχανε για πάντα τη ψυχή της. Αποφάσισε, λοιπόν, να ενώσει τη ζωή της με τη δύναμη αυτού του ανέμου, του Σαβέριο. Ο άνεμός του τη σήκωσε σε δυνατή και τρυφερή αγκάλη και την ταξίδεψε για λίγο στους εφτά ουρανούς. Εκεί γεννήθηκαν τα 2 της παιδιά, ο Ιωάννης και η Σοφία. Αναγκάστηκε, μάλιστα, να ασπαστεί τον καθολικισμό, για να στεφανωθεί το Σαβέριο, προδίδοντας την παμπάλαιη γονεϊκή της πίστη. Κι ύστερα ήρθε ο 2ος γιος, ο Αλεσσάντρο.
     Κι όταν μετά από κάποια χρόνια την εγκατέλειψε ο Σαβέριο, για να φύγει με την Αγγλίδα φίλη της και ζωγράφο Τζέιν, η Ελένη κίνησε με το πλοίο της επιστροφής για την Ελλάδα. Τον Ιωάννη και τη Σοφία άλλωστε ανέτρεφαν οι γονείς της στη πατρίδα. Τον Αλέξανδρο, βρέφος ακόμα, τον πήρε μαζί του ο Σαβέριο. Και στο ταξίδι αυτό η Ελένη επέλεξε να ενδυθεί τα αττικά της φορέματα, αφήνοντας πίσω της για πάντα το αντρικό κοστούμι του Κανένα.


                 Γιάννης Αλταμούρας: Ναυάγιο

     Στην Αθήνα άρχισε να εργάζεται, ντυμένη στα γυναικεία μακριά φορέματα, στα γυναικεία μαλλιά. Έπρεπε να αποδείξει την αξία των γραμμάτων και για τις γυναίκες, δικαιολογώντας έτσι τη μεταμόρφωσή της σε άντρα, για να μορφωθεί. Από τη μαυρίλα της μελαγχολίας, που την επισκεπτόταν συχνά, την ελευθέρωναν τα δυο μικρά παιδιά της. Ο Ιωάννης, μάλιστα, από πολύ μικρός μαθήτευε κοντά της στη ζωγραφική. Κι η Ελένη τ’ άφηνε να πιστεύουν πως κάποια μέρα ο πατέρας τους θα ερχότανε να τα αγκαλιάσει φέρνοντας δώρο τον μικρό Αλεσσάντρο.
     Οικονομικά ανεξάρτητη, ασκώντας τη τέχνη της ως επάγγελμα κι απολαμβάνοντας τη γενική εκτίμηση, έζησε επί 20 χρόνια μια ζωή που ελάχιστες γυναίκες της εποχής της είχανε τη δυνατότητα να γνωρίσουν. Οι πίνακές της πωλούνταν έναντι σεβαστού ποσού και συνεργαζόταν με γνωστούς ζωγράφους της εποχής. Παράλληλα με την επαγγελματική της επιτυχία, ήταν αφοσιωμένη μητέρα που παρακολουθούσε με περηφάνεια τη σταδιοδρομία των παιδιών της.
     Μόλις, όμως η αρρώστια χτύπησε τη κόρη της, Σοφία, στα 18 της χρόνια, η Ελένη την έφερε στο σπίτι του νησιού, στις Σπέτσες. Και σαν ήρθε η ώρα της για το τελευταίο ταξίδι, η Ελένη τη ζωγράφισε στην αγκαλιά του αγγέλου. Κι ένιωσε τότε πως η μοίρα την εκδικήθηκε, γιατί προσπάθησε να δραπετεύσει από τη προκαθορισμένη επανάληψή της. Να δραπετεύσει προς την ελευθερία της δικής της φύσης. Και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς που έφυγε η Σοφία, έφυγε κι ο Ιωάννης, για να συνεχίσει τις ζωγραφικές του σπουδές στην Ακαδημία της Κοπεγχάγης. Κι ο αποχαιρετισμός αυτός πόνεσε την Ελένη. Όμως δεν έπρεπε να αρνηθεί στο γιο της τη περιπλάνηση στη γνώση, αφού ούτε κι ο αγράμματος, πλην ευφυής, πατέρας της αρνήθηκε πριν σ’ αυτήν.


Κάρλο Τρόγια: Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα

     Το επόμενο καλοκαίρι ο μικρότερος γιος, ο Αλεσσάντρο, ήρθε στο σπίτι των Σπετσών, για να γνωρίσει τη μητέρα του. Κι η Ελένη αλίευε συγκινημένη από το πρόσωπο και τη συμπεριφορά του γιου της θραύσματα από τον πρώτο της έρωτα, σαν από ένα αρχέτυπο ζωής. Του έδειξε, μάλιστα, καθετί το ορατό, καθετί που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να τη προσεγγίσει. Κι όταν αυτός ζήτησε να φύγει από το νησί, εκείνη κατάλαβε πως εκείνος θα έμενε πάντα ξένος γι’ αυτήν κι εκείνη πάντα ξένη γι’ αυτόν.
     Ωστόσο, ο Ιωάννης, μετά την επιστροφή του από τη Δανία, ήρθε να ζήσει κοντά στην Ελένη, στις Σπέτσες. Ζωγράφιζε ασταμάτητα, σαν να μην ήθελε να πάει χαμένη ούτε η παραμικρή στιγμή, από όσες μετρημένες του είχαν απομείνει. Κι όταν αναχώρησε κι αυτός, στα 26 του χρόνια, για το μεγάλο ταξίδι, ξεκίνησε κι η Ελένη για τη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών, όπως την αποκαλούσε. Ουρλιάζοντας, πέφτοντας καταγής, λύνοντας και τραβώντας τα μαλλιά της ξεκρέμασε έναν-έναν τους πίνακές της, τους κουβάλησε στη βεράντα πάνω από τη θάλασσα και τους έκαψε. Πίστευε πως έτσι έκαιγε όλη τη προηγούμενη ζωή της: τη δειλία της να σκοτωθεί, τα δύο παιδιά που γέννησε δίχως ουράνιες κι επίγειες ευχές, την αλλαγή του ορθόδοξου δόγματος με το καθολικό, το αντρικό ντύσιμό της, που πλήγωσε τη νηνεμία του γυναικείου πανάρχαιου κόσμου. Κι ακόμα πίστευε πως η φλόγα αυτή θα ήταν ο φάρος για τον Ιωάννη, για να θυμάται πού ήτανε το φως και να μπορεί να επιστρέφει.
     Από κει και πέρα τίποτε δεν είχε πια σημασία γι’ αυτήν, όσο οι φωνές κι οι επισκέψεις των αγαπημένων της. Γέμιζε τις λεκάνες με νερό, άφηνε πάνω στο τραπέζι κοντυλοφόρο και λευκό χαρτί και περίμενε. Ή έστρωνε και ξέστρωνε τα κρεββάτια των παιδιών της. Καμμιά φορά τους τραγουδούσε με τη ραγισμένη της φωνή. Από κείνη τη μέρα θα σταματούσε τη κοινωνική συναναστροφή. Κλείστηκε στον εαυτό της τροφοδοτώντας τα κουτσομπολιά της εποχής στη κλειστή κοινωνία των Σπετσών. Κλείστηκε στον εαυτό της κι αδιαφορούσε παντελώς για τα κουτσομπολιά τής κλειστής κοινωνίας των Σπετσών που τη θεωρούσαν τρελλή. Η κορύφωση του δράματος συντελέστηκε, όταν σε μία τρομακτική έκρηξη της μητρικής οδύνης, έκαψε τα καλλίτερά της έργα στην αυλή του σπιτιού της. Έζησε τα λοιπά έτη της ζωής ερημίτης κι η γενικά ιδιόρρυθμη συμπεριφορά της τροφοδοτούσε σχόλια στη μικρή κοινωνία του νησιού, μαζί με διάφορες σχετικές διηγήσεις.


     Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα: Γάμος

     Όταν, μετά χρόνια, η Ελένη, η κυρα-Λένη για τις γειτόνισσες, αναχώρησε νύφη για το στερνό της ταξίδι, η Λασκαρίνα, η κουτσή της υπηρέτρια, φάνηκε στη πόρτα και τους είπε να κοπιάσουν. Κι άρχισαν οι Αρβανίτισσες τα θρηνητικά τους τραγούδια, λέγοντας στη κυρα-Λένη να πάει στο καλό, αφού τη ζήτησε ο Θεός στη δούλεψή του. Ένα μήνα αργότερα, Μεγάλη Τρίτη πρωί, ο Αναστάσης Μπούκουρας, ο αδελφός της Ελένης, αποσφράγισε το σπίτι των Σπετσών. Και δυο μέρες μετά, τη Μεγάλη Πέμπτη, περιδιαβαίνοντας στα δωμάτια αυτού του σπιτιού, ανάστατος από την τρέλλα που αντίκρυζαν τα μάτια του, πήρε την απόφασή του : Εξάλειψε με την πυρά όλα τα ίχνη, εξαερώνοντας μια για πάντα τη προδοσία, την αμαρτία, τα μαγικά.
     Ο χαρακτήρας της είναι γυναικοκεντρικός, με σημείο αναφοράς το διχασμό, τη διπλή ταυτότητα, το διώνυμο πρόσωπο, που παλεύει απεγνωσμένα να συμφιλιώσει τα δύο μισά κομμάτια του εαυτού του και οδηγείται τελικά στην ήττα και στην τρέλα. Κυρίαρχο μοτίβο είναι αυτό της μεταμφίεσης, που συνδέεται με την αναζήτηση της αλήθειας και δηλώνει την προσπάθεια απεγκλωβισμού από τα στενά, περιοριστικά όρια του φύλου. Έτσι, διαμορφώνεται μια νέα ταυτότητα στην ηρωίδα και εμφανίζεται μια νέα εικόνα, αποδεκτή όχι μόνο από τον εαυτό της αλλά και από τους άλλους. Η Ελένη είναι ένα σύμβολο της διαφορετικότητας και του στοιχείου του Άλλου μέσα στο Ίδιο. Προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην αρβανίτικη και την ελληνική καταγωγή της, το ορθόδοξο και το καθολικό δόγμα, την ιδιότητά της ως γυναίκας και μητέρας και τη ζωγραφική, που είναι πάντα η προτεραιότητά της.
     Ο γυρισμός στην Αθήνα κι η επιστροφή στα γυναικεία ρούχα αφαιρούν από την Ελένη το δυναμισμό και τη σιγουριά που της έδινε το κοστούμι του Κανένα. Το ταξίδι της, με την έννοια της αναζήτησης μιας ταυτότητας, βρίσκεται πλέον σε τελικό στάδιο. Τα πένθιμα γυναικεία ρούχα, όπως τα αποκαλεί, είναι σαν μαύρα πανιά επιστροφής. Επειδή έκαψε το σύνολο σχεδόν του εικαστικού της έργου, που θα μας επέτρεπε να συναγάγουμε κάποια συμπεράσματα, παραμένει για μας μια μυστηριώδης και σίγουρα τραγική μορφή. Υπήρξε τόσο αυτόνομη κι ανεξάρτητη, που παρουσιάζει σημάδια αποκοπής, τόσο από τον οικογενειακό όσο και από τον κοινωνικό της περίγυρο. Αυτή η τρομακτική ανεξαρτησία κι απόσυρση είναι που θα οδηγήσει στη δυσαρέσκεια των οικογενειακών της προσώπων και στο χαρακτηρισμό της ως μάγισσας από την κοινωνία των Σπετσών.
     Υπήρξε κορυφαία ζωγράφος του 19ου αιώνα.

¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ:

     Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Φλωρεντία ή Νάπολι, 1852 – Σπέτσες, Μάης 1878) ήταν Έλληνας ζωγράφος του 19ου αι., που διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του. Πατέρας του ήταν ο Ιταλός ζωγράφος κι επαναστάτης Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα (Francesco Saverio Altamura) και μητέρα του η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα, κόρη σημαντικής σπετσιώτικης οικογένειας κι η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος. Το 1857 ή 1859 οι γονείς του χώρισαν κι ο Ιωάννης μαζί με τη Σοφία ακολούθησαν τη μητέρα τους στην Αθήνα.


Ιωάννης Αλταμούρας: Αυτοπροσωπογραφία

     Από τα παιδικά του χρόνια, έδειξε την έμφυτη κλίση του προς τη ζωγραφική, που στην τέχνη της μυήθηκε από τη μητέρα. Έγινε δεκτός στην Σχολή των Τεχνών (τη μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας), όπου μελέτησε ζωγραφική κοντά στον Νικηφόρο Λύτρα στη 2ετία 1871-2. Με υποτροφία του βασιλιά Γεωργίου Α’, συνέχισε τις σπουδές του στη Κοπεγχάγη στη περίοδο 1873-6 κοντά στον Καρλ Φρέντερικ Σόρενσεν (Carl Frederik Sørensen). Το 1875, ενώ βρίσκονταν ακόμα στη Κοπεγχάγη, έστειλε στην έκθεση των Ολυμπίων στην Αθήνα το έργο του Το Λιμάνι Της Κοπεγχάγης, έργο που τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο Β’ τάξεως.


Ιωάννης Αλταμούρας: Το Λιμάνι Της Κοπεγχάγης

     Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, άνοιξε εργαστήριο ζωγραφικής στην Αθήνα, ενώ η φήμη του άρχισε να αυξάνεται με τον ίδιο να αναδεικνύεται στον πιο ακριβοπληρωμένο Έλληνα ζωγράφο της εποχής του. Προσβλήθηκε από φυματίωση και πέθανε το 1878 στις Σπέτσες, σε ηλικία 26 ετών. Ο θάνατός του αλλά κι ο θάνατος της αδελφής του, που είχε συμβεί λίγα χρόνια πριν -επίσης από φυματίωση- οδήγησε την μητέρα του στον νευρικό κλονισμό και την τρέλλα.


Ιωάννης Αλταμούρας: Λιμάνι Του Σκάγκεν

     Πεθαίνοντας νέος, ο Ιωάννης Αλταμούρας άφησε πίσω του λίγα αλλά σημαντικά ζωγραφικά έργα. Το 1878, χρονιά του θανάτου του, δύο πολεμικές θαλασσογραφίες του –Η Πυρπόληση Της Πρώτης Οθωμανικής Φρεγάτας Στην Ερεσσό Από Τον Παπανικολή κι Η Ναυμαχία Του Ναυάρχου Μιαούλη Εναντίον Δύο Οθωμανικών Φρεγατών Στην Είσοδο Της Πάτρας– παρουσιάστηκαν στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Ο 2ος πίνακας παρουσιάστηκε και στην Έκθεση Μνημείων του Ιερού Αγώνα στο Πολυτεχνείο Αθήνας το 1884. Τέλος, θαλασσογραφία του παρουσιάστηκε στην Διεθνή Έκθεση της Ρώμης το 1911.


Ιωάννης Αλταμούρας: “Μπαίνοντας Στο Λιμάνι”

     Περισσότερο από έναν αιώνα μετά το θάνατό του και συγκεκριμένα το 2011, το Μουσείο Μπενάκη διοργάνωσε στην Αθήνα μεγάλη έκθεση έργων του ζωγράφου, καθώς κι έργων του πατέρα του, της μητέρας του και του αδελφού του Αλεσσάντρο. Αν και κατατάσσεται στην ακαδημαϊκή Σχολή Του Μονάχου (ήταν επίσης επηρεασμένος και από την ακαδημαϊκή σχολή της Δανίας εν τούτοις η φωτεινότητα των έργων του, ο ανοιχτός ορίζοντας κι η κίνηση δείχνουν ότι ο Αλταμούρας είχε αρχίσει να ξεπερνάει την αυστηρή γραμμή του ακαδημαϊσμού και να στρέφεται προς τον πρώιμο Ιμπρεσσιονισμό.


       Ιωάννης Αλταμούρας: Θαλασσογραφία

      Tο 1876 ο Γιάννης γυρίζει στην Aθήνα, όπου τον περιμένει μια λαμπρή καρριέρα, μετά από σπουδές στο Σχολείο των Τεχνών και στην Ακαδημία της Κοπεγχάγης, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα (1874) παρουσιάζοντας εξαιρετικά δείγματα της τέχνης του, που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους που ασχολήθηκαν με τη θαλασσογραφία. Eκεί στήνει το εργαστήρι του κι εργάζεται με πυρετώδεις ρυθμούς. Zωγραφίζει θαλασσογραφίες μεγάλης πνοής, όπως η “Nαυμαχία Πατρών” κ.ά. Ο ίδιος έγραψε σε κάποιες σημειώσεις του:


     Ιωάννης Αλταμούρας: Καΐκι Στις Σπέτσες

     “Καθώς ήλθαμε από την Ιταλία στην Αθήνα εγώ πηγαίνω στη Σχολή των Τεχνών κι η Ελένη συχνάζει στο παλάτι, διδάσκει σχέδιο τα παιδιά της βασιλικής οικογένειας. Ο βασιλιάς, εκτιμώντας το ταλέντο μου, με στέλνει με υποτροφία στη Δανία. Όπως ακούγεται εδώ στη Κοπεγχάγη, τα έργα μου είναι τα πιο καλά στο είδος τους. Έτσι έχουμε, πως αργότερα χαρακτηρίστηκα ο καλλίτερος Έλληνας θαλασσογράφος. Έχω την αίσθηση τα δανέζικα βιώματα μαζί με την ελληνική καταγωγή κι εμπειρία μου μετέτρεψαν τη ζωγραφική μου σ’ ένα παράξενο σύμπλεγμα στοιχείων που ξένιζε του Δανούς κι αργότερα προκάλεσε στην Ελλάδα αντιδράσεις των υποστηρικτών του δόγματος της ελληνικότητας και της σχολής του Μονάχου“.

¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥¥

Ο Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα, γεννήθηκε στη Φότζια, αλλά μετακόμισε στη Νάπολι το 1840, αρχικά με σκοπό να σπουδάσει ιατρική. Εγγράφηκε στο σχολείο των ιερέων της Σκολόπi. Αλλά τα ενδιαφέροντά του τον οδήγησαν να παρακολουθήσει την Accademia di Belle Arti στο πλευρό του Domenico Morelli, έγινε φίλος και με τον Michele De Napoli. Αλλά όπως κι ο φίλος του, έγινε μέρος των διαδηλώσεων στην εξέγερση του 1848. Πολέμησε στα οδοφράγματα της Santa Brigida. Συνελήφθη σε λίγο και καταδικάστηκε σε θάνατο, διέφυγε και μετά από αυτό, κατέφυγε στην εξορία στο L’ Aquila, στη συνέχεια μέχρι το 1850 στη Φλωρεντία.


               Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα

     Εκεί μπήκε στον κύκλο των καλλιτεχνών που συχνάζουνε στο Caffè Michelangiolo και στους ζωγράφους της σχολής της Τοσκάνης των Macchiaioli. Ωστόσο, οι πίνακες του Francesco, σε αντίθεση με εκείνους των Macchiaioli, επικεντρώθηκαν σε ιστορικά και πολιτικά γεγονότα. Το 1855, με τους Morelli και Serafino De Tivoli, ταξίδεψε στη Παγκόσμια Έκθεση στο Παρίσι.



     Το 1860, επέστρεψε στη Νάπολη, αυτή τη φορά πολεμώντας στο πλευρό των δυνάμεων του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι. Στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στη πολιτική καθώς και στη τέχνη. Το 1861, υπέβαλε τον πίνακα της κηδείας του Buondelmonte στη Prima esposizione nazionale που πραγματοποιήθηκε στη Φλωρεντία. Το 1865, τοιχογραφεί το παρεκκλήσι του Palazzo Reale της Νάπολης.



     Το 1892, ζωγράφισε πέντε βωμούς και τέσσερις καμβάδες για τον αναπαλαιωμένο ενοριακό ναό Castrignano de Greci στην επαρχία του Λέτσε. Η 1η του γυναίκα, η Έλενα Μπουκούρα, ήταν Ελληνίδα ζωγράφος, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά, μια κόρη, τη Σοφία και δύο γιους που έγιναν ζωγράφοι Ιωάννης κι Αλεσσάντρο. Στη συνέχεια όμως είχε δύο ακόμη συντρόφους, την Ελληνίδα ζωγράφο Ελένη Σιόντι, και τέλος τη ζωγράφο Τζέιν Μπένχαμ Χέι, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον ζωγράφο Μπερνάρντο Χέι. Μεταξύ των μαθητών του Altamura ήταν ο Vincenzo Acquaviva.



     Ο Φραντσέσκο πέθανε στη Νάπολη. Το 1901, ένα μνημείο προς τιμήν του ανεγέρθηκε στη Φότζια.

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *