“…Είμαι ευτυχής και πλέον μπορώ να αναπαυθώ εφ’ όσον αισθάνομαι ότι αφήνω μίαν ανθηράν βλάστησιν τής σποράς την οποίαν εμείς αι ολίγοι πρωτοπόροι εσπείραμεν εις την άγονον και πετρώδη γην και είμαι βεβαία ότι από εσάς θα δημιουργηθεί η τέλεια γυναίκα τής αύριον…“.
“Η Ελληνίς δύναται να αναλάβη τον της αναπτύξεώς της αγώνα μόνη, χωρίς την συνδρομήν του ανδρός. Διότι ούτος αδιαφορεί και εν τω εγωισμώ του εν επιθυμεί και θέλει, την δουλικήν υποταγήν της γυναικός εις τα νεύματά του“.

Βιογραφικό
Η Καλλιρρόη Παρρέν, το γένος Σιγανού, ήταν η 1η Ελληνίδα δημοσιογράφος, συγγραφέας, λογία και μια από τις πρώτες Ελληνίδες φεμινίστριες, που το έργο της ήτανε ποικίλο και πολυεπίπεδο, -η σημαντικότερη μορφή του Ελληνικού φεμινιστικού κινήματος, μαχητική οπαδός της ισοτιμίας των δύο φύλων και με απόλυτο σεβασμό στο θεσμό της οικογένειας, που ονομάστηκε “Μάνα της νεώτερης Ελληνίδος“. Η γνωριμία της με σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής και το πάθος της για ενημέρωση πάνω σε πνευματικά, πολιτικά και κοινωνικά θέματα, τη στιγμάτισε: “Παρακολουθούσα τας συζητήσεις των δημοσιογράφων και σιγά-σιγά εξύπνησε μέσα μου και πάλιν ο πόθος να γράψω, όπως αυτοί, όχι μόνον για τον εαυτόν μου αλλά και για τους άλλους“, δήλωσε κάποτε. Η Παρρέν πίστευε ότι το μεγαλείο της Πατρίδας έγκειται στο μεγαλείο των θυγατέρων της και στήριξε το φεμινιστικό της έργο στη βαθειά γνώση της Ιστορίας και των Ελληνικών παραδόσεων, ενώ δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την εισαγωγή γυναικών στα Ανώτατα Ιδρύματα και κατάργησε το άβατο των δημοσίων υπηρεσιών. Βοήθησε να κατοχυρωθεί η μείωση των ωρών κι η βελτίωση των όρων εργασίας, η αύξηση του ημερομισθίου και προετοίμασε το έδαφος για το δικαίωμα της ψήφου, του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, τη 1η Μάη 1859 και συγκεκριμένα στα Πλατάνια Αμαρίου. Η Καλλιρρόη κατάγονταν από αρχοντική οικογένεια, με σημαντική πνευματική παράδοση κι είχε τρία αδέλφια, το Θεόδωρο, την Αθηνά και τη Μαρίκα. Ο πατέρας της Στυλιανός Σιγανός, έναν χρόνο μετά την επανάσταση τού 1866 εγκατέστησε την οικογένειά του στον Πειραιά κι επέστρεψε στη Κρήτη να συνεχίσει τον αγώνα. Αργότερα ήρθε και ο ίδιος στον Πειραιά κι έγινε πρόεδρος.της Επιτροπής Κρητών Προσφύγων. Αρχικά φοιτά στο σχολείο Σουρμελή και στη συνέχεια στη γαλλική σχολή των καλογραιών στον Πειραιά. Το 1878 παίρνει το πτυχίο της δασκάλας με το βαθμό Άριστα, από το Αρσάκειο. Όπως συνέβαινε με τις περισσότερες δασκάλες την εποχή εκείνη, μόλις πήρε το πτυχίο της πήγε στην Οδησσό για να διευθύνει το Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο τής Ελληνικής Κοινότητας κι αργότερα στην Αδριανούπολη όπου εργάστηκε ως διευθύντρια στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο. στην Ανδριανούπολη στην Ανατολική Θράκη κι εργάστηκε 9 έτη Ιεραπόστολος της γλώσσας, της Θρησκείας και των πατροπαράδοτων ηθών κι εθίμων. Μετά από μια 2ετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα κι Αγγλίδας μητέρας, που ήταν ο ιδρυτής και 1ος Δευθυντής του (ΑΠΕ) Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων -που τη βοήθησε να γνωρίσει τον κόσμο τής δημοσιογραφίας και τής συγγραφής και τη συνέστησε στους ανθρώπους του χώρου και με τον οποίο κατοικούσανε σε σπίτι επί της οδού Πανεπιστημίου 27, απέναντι από το κτίριο της Ακαδημίας στην Αθήνα.
Έχοντας την υποστήριξη του συζύγου της, που την ενθάρρυνε στους αγώνες της, αποφασίζει ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα της δημοσιογραφίας. Έτσι η πρώτη Ελληνίδα φεμινίστρια διεκδικεί και τον τίτλο της πρώτης Ελληνίδας δημοσιογράφου, εκδότριας και διευθύντριας όταν στις 8 Μάρτη 1887 άρχισε να εκδίδει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς Των Κυριών, το πρώτο ελληνικό φεμινιστικό έντυπο, που κυκλοφόρησε ως το 1917 και συνέδεσε το όνομά της με το ελληνικό γυναικείο κίνημα, που συντασσόταν αποκλειστικά από γυναίκες κι απευθυνότανε σε γυναίκες κυρίως της Αθήνας και του Πειραιά. Η εφημερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται για 30 σχεδόν έτη μέχρι το 1918 όταν η Καλλιρρόη εξορίστηκε στην Ύδρα για τα πολιτικά της φρονήματα. Στόχος της εφημερίδας ήταν να εισαγει και στην Ελλάδα τους φεμινιστικούς προβληματισμούς που ήδη απασχολούσανε τις γυναίκες των δυτικοευρωπαϊκών κρατών και ν’ αφυπνίσει τις συνειδήσεις των γυναικών της τότε εποχής.
Η έκδοση, που την έγραφε στην αρχή μόνη της και στη συνέχεια με τη βοήθεια κυριών που είχαν μορφωθεί στο εξωτερικό, πρόβαλε και συζητούσε τα προβλήματα της πνευματικής μόρφωσης και ψυχικής καλλιέργειας της Ελληνίδας της εποχής. Παρουσιάστηκαν επίσης για 1η φορά, γυναικεία προβλήματα όπως το δικαίωμα στην ανώτερη μόρφωση, της ασφάλειας στην εργασία, του ελάχιστου ημερομίσθιου, του εργατικού ωραρίου, των συνθηκών εργασίας και της ελλείψεως πρόνοιας. Στα δύο πρώτα φύλλα υπογράφει ως Εύα Πρενάρ αναγραμματίζοντας το επίθετο του συζύγου της. Το 1ο φύλλο κυκλοφόρησε σε 3.000 αντίτυπα που εξαντλήθηκαν, όπως και τα 7.000 φύλλα της ανατυπώσεως (!). Η ιδρύτρια, ιδιοκτήτρια, διευθύντρια και συντάκτρια, γρήγορα χαρακτηρίστηκε αναρχική, εισπράττοντας ειρωνικά, υβριστικά κι απειλητικά σχόλια.
Η Παρρέν αντιπροσώπευσε την Ελλάδα σε διάφορα διεθνή τότε συνέδρια στο Παρίσι (1889, 1891 και 1896) στο 1ο των οποίων είχε προεδρεύσει ο φιλόσοφος Ζυλ Σιμόν. Το 1893 αντιπροσώπευσε τις Ελληνίδες στο Διεθνές Συνέδριο Σικάγου και το ίδιο έτος μετά την επιστροφή της ίδρυσε την Ένωση υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών προς βοήθεια πιότερο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης των απόρων γυναικών. Ίδρυσε επίσης πολλά κοινωφελή ιδρύματα κι οργανώσεις όπως τη Σχολή της Κυριακής, απόρων γυναικών και κορασίδων (1890), που την έθεσε υπό τη προστασία και προεδρεία της Βασίλισσας Όλγας, το Άσυλο Ανιάτων Γυναικών μαζί με τη Ναταλία Σούτσου το (1896), το Άσυλο της Αγίας Αικατερίνης και την Ένωση των Ελληνίδων υπό τη διεύθυνση της Αικατερίνης Λασκαρίδου, και 2 έτη μετά τον Πατριωτικό Σύνδεσμο (1898, που μετεξελίχθηκε σε ΠΙΚΠΑ), ενώ δεν έπαψε και τις κινήσεις υπέρ της παροχής ίσων ευκαιριών συμμετοχής στην εκπαίδευση και τη πολιτική ζωή της χώρας, στις γυναίκες, που όλες δυστυχώς από τις κρατούσες τότε κυβερνήσεις ατύχησαν.
Το 1900 ίδρυσε τη Σχολή Επαγγελματικής Οικοκυρικής αλλά και Σχολή Νοσηλείας. Η αναγκαιότητα αυτής τής σχολής έγινε καταφανής κατά τον Α’ Παγκ. Πόλ., όταν οι Ελληνίδες νοσοκόμες προσφέρανε τις υπηρεσίες τους στο πολεμικό μέτωπο. Εξάλλου, βλέποντας τη μανία μίμησης ξένων προτύπων, σκέφτηκε πως ο καλύτερος τρόπος για τη διατήρηση τής ελληνικής ταυτότητας ήταν η διαφύλαξη της ελληνικής παράδοσης κι η καταγραφή των εθίμων. Έτσι, αυτό το πάθος της, την οδήγησε στις 19 Φλεβάρη 1911 να δημιουργήσει το Λύκειο των Ελληνίδων, έγινε στα πρότυπα των Lyceum Clubs, που ξεκίνησε στη περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, τη καταγραφή, διδασκαλία και παρουσίαση παραδοσιακών χορών, ενώ η δράση του είναι γνωστή μέχρι και σήμερα, αριθμώντας σε Ελλάδα κι εξωτερικό πολλά μέλη, με σκοπό την εξυπηρέτησιν της προόδου του φύλου των γυναικών» και την αναγέννησιν και διατήρησιν των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων. Κατά την Ιωάννα Παπαντωνίου, η Παρρέν συγκαταλέγεται μαζί με τη Μ. Ζάχου, την Αγγελική Χατζημιχάλη κι άλλες γυναικείες μορφές της εποχής της στις εμπνευσμένες Ελληνίδες που αγωνίστηκαν για τη διατήρηση της ελληνικής λαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά και για τη σύνδεση της Αρχαίας Ελλάδας με τη νεότερη. Μετά από δικά της διαβήματα, η κυβέρνηση Δηλιγιάννη επέτρεψε τη φοίτηση των γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, όταν πλέον αυτό είχε γενικευθεί στην Ευρώπη. Επίσης, ήταν η 1η που κίνησε το θέμα της παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, ήδη από τη 10ετία του 1890, που όμως καμμία κυβέρνηση δεν αποδέχτηκε, ούτε του Βενιζέλου, ούτε του Παπαναστασίου, μέχρι που κατέληξε να γίνει πραγματικότητα μετά από 70 χρόνια. Ήτανε φανατική μοναρχική κι αντιβενιζελική. Το 1921 οργάνωσε το Α’ Εθνικόν Γυναικείον Συνέδριον και τον ίδιο χρόνο έπεισε τον πρωθυπουργό Δημήτριο Γούναρη να ταχθεί υπέρ της παροχής δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες.
Η Παρρέν έγραψε επίσης πολλά άρθρα, δοκίμια, θεατρικά και μυθιστορήματα, με βασικό θέμα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήματα, όπως τη 3τομη Ιστορία της γυναικός (1889), Η μάγισσα (1901), Το νέον συμβόλαιον, που δημοσιεύθηκε και στη Revue Litteraire,(1902), το τρίπρακτο δράμα Η νέα γυναίκα, (που ανέβασε η Μαρίκα Κοτοπούλη το 1907), το μυθιστόρημα Η χειραφετημένη, που δημοσιεύτηκε και στη Journal de debats (1900) κι Η ζωή ενός έτους, Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή (1896-1897). Ως αρθρογράφος συνεργάστηκε επίσης με τις εφημερίδες Ακρόπολις, Εστία κι Εμπρός καθώς και με το Ημερολόγιο του Σκόκου. Ανέπτυξε παράλληλα και πολιτική δραστηριότητα με διαβήματα υπέρ της καλυτέρευσης της κοινωνικής θέσης της Ελληνίδας στις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη και Τρικούπη. Για τη προσφορά της τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος (από το βασιλιά Γεώργιο Β’ το 1936) και το αργυρό μετάλλιο Ακαδημίας Αθηνών, ενώ τον ίδιο χρόνο πραγματοποιήθηκε τιμητική βραδιά στην αίθουσα του Παρνασσού υπέρ των 50 ετών της δράσης της και των 25 ετών λειτουργίας του Λυκείου των Ελληνίδων.
Η Καλλιρρόη Παρρέν πέθανε στην Αθήνα στις 16 Γενάρη 1940, σε ηλικία 81 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο. Στις 6 Ιουνίου 1992, πάνω από 50 έτη μετά το θάνατό της, τιμήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, (όπου κι ετάφη δημοσία δαπάνη) αριστερά της εισόδου προ των μεγάλων μαυσωλείων. Προηγουμένως, στις 4 Νοέμβρη 1945, μία προτομή της αποκαλύφθηκε στον περίβολο χώρο του Λυκείου Ελληνίδων, προκειμένου να τιμηθεί η προσφορά της. Η πνευματική διαθήκη της φανερώνεται στα παρακάτω λόγια της: “(…) είμαι ευτυχής κι ήσυχη πλέον μπορώ να αναπαυθώ, εφ’ όσον αισθάνομαι πως αφήνω μίαν ανθηράν βλάστησιν της σποράς, την οποίαν εμείς, αι ολίγαι πρωτοπόροι, εσπείραμεν εις τη τότε άγονον και πετρώδη γη κι είμαι βεβαία ότι από σας, καλαί μου συνεργάτιδες, θα δημιουργηθή η τελεία γυναίκα της αύριον (…)”.
Στα πλαίσια της φεμινιστικής της δραστηριότητας κινήθηκε κι η ενασχόλησή της με τη λογοτεχνία. Τη 1η της επίσημη εμφάνιση ως συγγραφέας πραγματοποίησε με την έκδοση του μυθιστορήματος η Χειραφετημένη το 1900, που είχε δημοσιευτεί προηγουμένως σε συνέχειες στην Εφημερίδα των Κυριών κι αποτέλεσε το 1ο μέρος της 3λογίας Τα βιβλία της αυγής· τα 2 επόμενα ήταν Η μάγισσα και Το νέον συμβόλαιον. Ακολούθησαν μυθιστορήματα, θεατρικά, ιστορικά και ταξιδιωτικά έργα, όλα με τον ίδιο προσανατολισμό και χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις. Βασικό χαρακτηριστικό του λογοτεχνικού έργου της στο σύνολό του είναι η σκόπιμη στράτευσή του στον αγώνα υπέρ του γυναικείου ζητήματος, που αποτέλεσε στόχο ζωής για τη συγγραφέα και που τελικά εξυπηρέτησε τόσο με τη πεζογραφική, όσο και με τη δραματική παραγωγή της.
Ένα από τα πλέον φωτισμένα μυαλά τού τόπου μας, η 1η Ελληνίδα δημοσιογράφος, η εκπληκτική πρωτοπόρος και τολμηρή αγωνίστρια για τα δικαιώματα των Ελληνίδων, η μεγάλη μορφή τού υγιούς φεμινισμού όπως την αποκάλεσε ο Ξενόπουλος, ήταν απόφοιτος τού Αρσακείου. Ευφυής και διορατική, γρήγορα συνειδητοποίησε την άνιση μεταχείριση που η ελληνική κοινωνία της εποχής επεφύλασσε στις γυναίκες κι αποφάσισε να διεκδικήσει ίσες ευκαιρίες συμμετοχής των γυναικών στην εκπαίδευση αλλά και στη πολιτική ζωή τής χώρας. Αγωνίστηκε κατά της αμάθειας και των προλήψεων, εκφράζοντας έναν υγιή φεμινισμό που ζητούσε ισοτιμία των δύο φύλων κι όχι αναστροφή των ρόλων. Δεν αμφισβήτησε το ρόλο της οικογένειας, όμως αγωνίστηκε για να έχουν οι γυναίκες δικαίωμα στη μόρφωση, αλλά και στο να μπορούν να χρησιμοποιούν επαγγελματικά τη μόρφωσή τους. Η επιτυχία της έγκειται στο ότι δεν αμφισβήτησε την επικρατούσα τότε άποψη της γυναικείας φύσης, αλλά εν ονόματι της γυναικείας φύσης διεκδίκησε την άρση τού κοινωνικού αποκλεισμού των γυναικών.
Η άριστη γνώση τής ελληνικής γλώσσας, η έμφυτη δύναμη της πέννας και τού λόγου της βοηθήσανε στη διάδοση των αντιλήψεών της που έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με τις απόψεις και τις πεποιθήσεις τής εποχής. Είναι γεγονός ότι Η εκπαίδευσις των κορασίων, ακόμα και για τους ένθερμους υποστηρικτές της, αποτελούσε έν ακόμα εχέγγυο πως η νέα γυναίκα θα γινότανε καλύτερη μητέρα και σύζυγος. Το επάγγελμα της δασκάλας ήτανε το μόνο κοινωνικά αποδεκτό, λόγω των ιστορικών συγκυριών που αντιμετώπιζε το έθνος. Λίγοι όμως ήταν αυτοί που αντιλήφθηκαν ότι όταν παρέχεις παιδεία δεν έχεις τη δυνατότητα να ελέγξεις ή να περιορίσεις το που και πως θα τη χρησιμοποιήσει ο δέκτης. Έτσι, όταν η Καλλιρρόη άρχισε να διατυπώνει τις απόψεις της και μάλιστα γραπτώς, ενέπνευσε αυτοπεποίθηση όχι μόνο στις γυναίκες, αλλά κατάφερε να μεταβάλλουνε τις απόψεις τους πολλοί άνδρες και να εμπιστευτούνε τις γυναικείες ικανότητες.
Η Εφημερίς των Κυριών, που άρχισε να εκδίδει το 1887, διευθυνόταν από την ίδια κι ήταν στελεχωμένη αποκλειστικά με γυναίκες. Η έκδοσή της ανά 15ήμερο σταμάτησε το 1918, όταν η ίδια εξορίστηκε στην Ύδρα για τα φρονήματά της, όπως απαιτούσαν οι ταραγμένοι καιροί. Οι θέσεις κι οι δράσεις της καθορίστηκαν από τη πίστη της ότι η πνευματική κι η πολιτική χειραφέτηση κι η ισοτιμία των γυναικών ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την εξασφάλιση γι’ αυτές παιδείας κι εργασίας. Ο αγώνας της βασιζότανε στην αποδοχή του παραδοσιακού ρόλου τής γυναίκας και τη διεκδίκηση περισσοτέρων δικαιωμάτων γι’ αυτήν, ώστε να αντεπεξέρχεται καλύτερα στο έργο της. Αυτή η αποδοχή τού παραδοσιακού ρόλου τής έδινε την ευχέρεια να γίνεται δεκτή από τους διοικούντες, ακόμα κι όταν αυτοί δεν ήταν έτοιμοι να δεχτούν όλα τα αιτήματά της. Απόδειξη του σεβασμού της στον παραδοσιακό ρόλο των γυναικών είναι το γεγονός ότι στο μηνιαίο παράρτημα της Εφημερίδας των Κυριών, με τον τίτλο Οικιακή Εφημερίς, έδινε πρακτικές οδηγίες κοπτικής, ραπτικής, μαγειρικής, υγιεινής διατροφής, οικιακής οικονομίας, καλής συμπεριφοράς κι εθιμοτυπίας. Παρ’ όλ’ αυτά οι ιδέες της θεωρηθήκανε ριζοσπαστικές, γιατί προέβαλε το δικαίωμα τής γυναίκας να χρησιμοποιεί τις γνώσεις της για βιοπορισμό, ασκώντας συγκεκριμένο επάγγελμα. Σύμφωνα με το καταστατικό του, σκοπός του Λυκείου ήταν: “Ο μεταξύ γυναικών των γραμμάτων, των επιστημών, των τεχνών σύνδεσμος προς εξυπηρέτησιν και προστασίαν αυτών και προς αναγέννησιν και διατήρησιν των ελληνικών εθίμων και παραδόσεων“.
Οι απόψεις της ξεσήκωσαν απ’ τη πρώτη στιγμή θυελλώδεις αντιδράσεις. “Θα τη συντρίψω διότι μαστροπεύει τας γυναίκας. Έχω και μάννα και αδελφήν άγαμον” δήλωνε ο διευθυντής τής εφημερίδας Επιθεώρησις. “Αι γυναίκες είναι πετεινόμυαλαι κι ελαφραί. Δεν αξίζει τον κόπον να ασχοληθώμεν“, έγραφε ο διευθυντής της Ακροπόλεως. Υπήρχανε βέβαια και φανατικοί υποστηρικτές των θέσεών της. Ο Ξενόπουλος έγραψε γι’ αυτήν: “Η συντροφιά σου είναι πολύτιμη. Το ήθος σου, η τόλμη σου κι η γραφή σου θαύμα. Εύγε σου, δέσποινα τής φιλαλληλίας και τής προόδου. Στηρίζω τους αγώνες σου, των γυναικών τους αγώνες με όλη μου τη δύναμη“, ενώ ο Βλάσσης Γαβριηλίδης τη θεωρούσε “κοινωνική δύναμη για την αλλαγή του καθεστώτος σχετικά με τη θέση τής γυναίκας στην ελληνική κοινωνία” κι ο Εμμανουήλ Ροϊδης έλεγε: “Δύο επαγγέλματα αρμόζουν εις τας γυναίκας. Εκείνα της νοικοκυράς και της εταίρας“.
Ούτε το Σχολείο απ’ όπου αποφοίτησε ξέφυγε από το κριτικό της πνεύμα. Με άρθρο της στην “Εφημερίδα των Κυριών” βάλλει κατά τού Αρσακείου διαμαρτυρόμενη για το ότι οι υποψήφιες δασκάλες διδάσκονταν πολλά αντικείμενα άχρηστα γι’ αυτές και για την άσκηση του επαγγέλματός τους. Η Παρρέν πίστευε ότι: “Το σχολείον είναι η οδός δι’ ής η κόρη προπαρασκευαζομένη εις τας πραγματικότητας του βίου εισάγεται εν τη κοινωνία”, (Εφημερίς των Κυριών, έτ. Β’, αρ. 65, 5 Ιουνίου 1891). Από το οξυδερκές πνεύμα της δε ξέφυγε το γεγονός ότι μαζί με τις υποψήφιες δασκάλες στο Αρσάκειο φοιτούσανε κι άλλες μαθήτριες που επιδιώκανε γενικότερη μόρφωση. Οι 2 αυτές κατηγορίες μαθητριών παρακολουθούσανε το ίδιο ακριβώς πρόγραμμα μαθημάτων, εκτός από τη θεωρία και την εφαρμογή τής Αλληλοδιδακτικής Μεθόδου, που έπρεπε να διδάσκεται το τελευταίο 6μηνο των σπουδών. Αυτό συνέβαινε γιατί η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία δεν είχε προχωρήσει στο διαχωρισμό του Ανώτατου Παρθεναγωγείου, όπου διδάσκονταν όσα μαθήματα πρέπει να γνωρίζει “ένα κοράσιον μέλλον να ζήση εν τη κοινωνία” (δηλαδή όσες κοπέλες ήθελαν να έχουν έν ακόμα προσόν για ένα καλό γάμο), από το Διδασκαλείο, που θα φοιτούσαν οι μέλλουσες δασκάλες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στο πρόγραμμα των διδασκομένων μαθημάτων να περιλαμβάνονται τα λεγόμενα διακοσμητικά μαθήματα, όπως καλλιγραφία, ιχνογραφία, σκιαγραφία, χειροτεχνήματα, οργανική μουσική, χορός, ενώ στη τελευταία τάξη του Διδασκαλείου δεν διδάσκονταν αριθμητική και γεωμετρία διότι θεωρούνταν ακατάλληλα για τη φύση των γυναικών.
Είναι αλήθεια ότι ο διττός σκοπός τού Σχολείου κι οι δυσκολίες που παρουσίαζε η πραγμάτωσή του είχεν απασχολήσει αρκετά τους εταίρους της ΦΕ και προκάλεσε σωρεία αντιρρήσεων. Και δεν ήταν λίγοι (μεταξύ αυτών και ο Γ. Γεννάδιος από το 1850) που είχαν εγκαίρως επισημάνει αυτή τη δυσκολία. Η δίκαιη αντίδραση της Εφημερίδας των Κυριών ήρθε να προστεθεί στις παρατηρήσεις πολλών εταίρων. Ο διαχωρισμός των 2 Σχολείων πραγματοποιήθηκε τελικά το 1881 με νόμο τού κράτους. Τότε ήτανε που προστεθήκανε και τα μαθήματα της Εμπειρικής Ψυχολογίας μετά στοιχειώδους Λογικής, Παιδαγωγική και Διδακτική & Μεθοδική μετ’ ασκήσεων. Εξάλλου μες από την Εφημερίδα των Κυριών η ίδια και πολλές άλλες Αρσακειάδες ζητούσαν να μη διορίζονται στα Σχολεία τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ξένες διευθύντριες. Το ΔΣ πήρε το μήνυμα και το 1898 εμπιστεύθηκε στη γνωστή τότε παιδαγωγό Καλλιόπη Κεχαγιά τη θέση τού Επόπτου Σχολείων. Άλλωστε η τελευταία ξένη διευθύντρια του Αρσακείου ήταν η Γιοχάνα Κλέμπε, που ήτανε διευθύντρια στον εορτασμό της 50ετηρίδας της ΦΕ.
Η Καλλιρρόη Παρρέν αγωνίστηκε για τη δυνατότητα φοίτησης των Ελληνίδων στη μέση εκπαίδευση, ώστε να διεκδικήσουν έτσι επί ίσοις όροις την είσοδό τους στα πανεπιστήμια. Διεκδίκησε ακόμη επαγγελματική εκπαίδευση για τις γυναίκες. Το 1892 μ’ επιστολή της προς τον πρωθυπουργό της χώρας Χαρίλαο Τρικούπη, που την υπέγραφαν 2.850 Ελληνίδες (!), ζητούσε ίδρυση δημοσίων λυκείων θηλέων και Πρακτική & Καλλιτεχνική Σχολή “διά να μαθαίνουν αι πτωχαί κόραι γυναικείας τέχνας κι επαγγέλματα“. Τελικά μόλις το 1890 ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης επέτρεψε τη φοίτηση γυναικών στο Πανεπιστήμιο και το Πολυτεχνείο, αφού το μέτρο είχε γενικευθεί στην Ευρώπη. Ήταν επίσης η 1η που κίνησε το θέμα τής παραχώρησης δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες ήδη από το 1890, που όμως δεν δέχτηκαν ούτε ο Βενιζέλος ούτε ο Παπαναστασίου αφού είναι γνωστό πως στην Ελλάδα οι γυναίκες απέκτησαν δικαίωμα ψήφου το 1952. Με τους αγώνες της όμως έγινε αιτία να κατοχυρωθεί νομικά η μείωση των ωρών εργασίας, καθώς κι η αύξηση του ημερομισθίου για τις γυναίκες, αλλά κι η αναγνώριση της προσφοράς της γυναίκας στην οικογένεια ως νοικοκυράς, συντρόφου, μητέρας και παιδαγωγού.
Η σχέση του Αρσακείου και του Λυκείου των Ελληνίδων ήτανε στενή. Όχι μόνον η Παρρέν αλλά κι η Άννα Τριανταφυλλίδου, που τη διαδέχτηκε στη προεδρία τού Λυκείου, ήταν Αρσακειάδες. Το 1936 συνέπεσε ο εορτασμός των 100 χρόνων τού Αρσακείου και των 25 χρόνων τού Λυκείου των Ελληνίδων. Από τα Αρχεία τής ΦΕ γίνεται γνωστό πως τη Παρασκευή 29 Οκτώβρη 1936, 2η μέρα του εορτασμού των 100 χρόνων τής ΦΕ που πραγματοποιήθηκε στο Αρσάκειο Ψυχικού, ο ΣΑΦΕ με τη σύμπραξη τού Λυκείου των Ελληνίδων, τού οποίου πάρα πολλά μέλη ήταν Αρσακειάδες, οργάνωσε γιορτή στο θέατρο τού Αρσακείου. Σ’ αυτήν 17 Αρσακειάδες απ’ όλα τα μέρη τής Ελλάδος αλλά κι από το εξωτερικό μιλήσανε για το Σχολείο τους. Στη διάρκεια των ομιλιών εμφανίζονταν στη σκηνή τού θεάτρου μαθήτριες που φορούσανε τοπικές παραδοσιακές στολές από την περιοχή που εκπροσωπούσε η κάθε ομιλήτρια, που τις είχε παραχωρήσει το Λύκειο των Ελληνίδων. Στο Αρχείο τής ΦΕ σώζονται ακόμα τα μικρά σημαιάκια με τη γαλανόλευκη που πάνω τους αναγράφεται τ’ όνομα της περιοχής απ’ όπου προερχόταν η ομιλήτρια. Πολύτιμο δώρο προς τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία αποτελεί και σειρά παραδοσιακών ενδυμασιών που προσέφερε το Λύκειο των Ελληνίδων στο Αρσάκειο Ψυχικού και στο Τοσίτσειο.
Στις 8 Μαρτίου 1887 αποφάσισε να εκδώσει την εβδομαδιαία εφημερίδα Εφημερίς των Κυριών, που αποτελούσε το 1ο γυναικείο έντυπο στην ελληνική επικράτεια και τη καθιέρωσε ως τη 1η Ελληνίδα δημοσιογράφο κι εκδότρια. Η 1η γυναικεία εφημερίδα γνώρισε τη μεγάλη ανταπόκριση του κόσμου, φτάνοντας τα 5.000 αντίτυπα (!), εντός κι εκτός Ελλάδος, το 1892, ενώ πρωτοστάτησε σε κινήματα υπέρ των γυναικών. Της απενεμήθη ο Χρυσούς Σταυρός τού Τάγματος από τον βασιλέα Γεώργιο τον Β’. Βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Το 1992 ο Δήμος Αθηναίων τοποθέτησε τη προτομή της στο Α’ Νεκροταφείο.
Στον πυρήνα των συνεργατών της συγκαταλέγονταν δασκάλες, επιστήμονες, ποιήτριες, πεζογράφοι, λόγιες, αλλά και γυναίκες με μεγάλο κοινωνικό κύρος και φιλανθρωπική δράση όπως η Αγαθονίκη Αντωνιάδου, 8 επιστολές της οποίας από την αλληλογραφία της με τη Καλλιρρόη περιλαμβάνονται στο βιβλίο Καλλιρρόη Παρρέν: Η ζωή και το έργο–Η συνετή απόστολος της γυναικείας χειραφεσίας, της Μαρίας Αναστασοπούλου, η Σαπφώ Λεοντιά, η Κρυσταλλία Χρυσοβέργη, η Φλωρεντία Φουντουκλή-Σπινέλη, η Άννα Σερουίου, η Σωτηρία Αλιμπέρτη, η Μαρίκα Φιλιππίδου, η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η Αγγελική Παναγιωτάτου, η Ναταλία Σούτσου, σύζυγος του Αλέξανδρου Γεωρ. Σούτσου, αλλά κι η Σοφία Σλίμαν. Συνεχίζοντας αυτό που η ιδρύτριά του βροντοφώναξε, “Έλληνες πολίτες κρατείστε ότι είναι ελληνικό. Είναι δουλικότητα, ξιπασιά, αμάθεια η ξενομανία. Είναι πιθηκισμός. Έχουμε τα πάντα ελληνικά, είναι πιο όμορφα από κάθε τι ξένο“. Η Ελληνική κυβέρνηση μετέτρεψε αργότερα, το Λύκειο σε Εθνικό Ίδρυμα.
Αποκορύφωμα ήταν η υποβολή στη κυβέρνηση Τρικούπη 2.851 υπογραφών γυναικών υπέρ της γυναικείας εκπαίδευσης, αλλά και σ’ εθνικό επίπεδο, με συμμετοχή στη διεθνή εκστρατεία για τον πόλεμο του 1897. Η κυκλοφορία της εφημερίδας, η οποία κυκλοφορούσε δύο φορές το μήνα, συνεχίστηκε χωρίς διακοπή για 31 χρόνια, μέχρι την απότομη διακοπή της το Νοέμβρη 1917, λόγω των πολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν στο ελληνικό προσκήνιο. Η ίδια η Παρρέν εξορίστηκε στην Ύδρα από το Μάρτη του 1917 μέχρι το Νοέμβρη του 1918, “διά τας πολιτικάς πεποιθήσεις της“.
Η Καλλιρρόη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη κατοχύρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις γυναίκες. Η 1η της προσπάθεια έγινε το 1895, όταν απευθύνθηκε στον τότε πρωθυπουργό Τρικούπη, ζητώντας τη κατοχύρωση των πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών. Αργότερα, το 1921 διοργάνωσε το 2ο γυναικείο συνέδριο στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να πείσει τον τότε πρωθυπουργό Γούναρη να τοποθετηθεί προσωπικά υπέρ την χορήγησης ψήφου. Η κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες άργησε πολύ να χορηγηθεί κι είχε τη ατυχία να μη δει ποτέ το όνειρό της για τη γυναικεία χειραφέτηση να γίνεται πραγματικότητα στη πολιτική σκηνή της χώρας.
Η Ελληνίδα σήμερα απολαμβάνει δικαιώματα αυτονόητα στις μέρες μας, για τα οποία όμως εκείνη και κάποιες άλλες κυρίες αγωνιστήκανε περί τα τέλη τού 19ου αι.. Οι στίχοι που της αφιέρωσε ο Παλαμάς θ’ αποτελούνε πάντα δίκαιη αναγνώριση τού έργου της:
Χαίρε γυναίκα εσύ, Αθηνά, Μαρία, Ελένη, Εύα.
Να η ώρα σου. Τα ωραία φτερά δοκίμασε κι ανέβα.
Και καθώς είσαι ανάλαφρη και πια δεν είσαι σκλάβα
Προς τη μελλούμενη Άγια γη πρωτύτερα εσύ τράβα
Κι ετοίμασε τη νέα ζωή, μιας νέας χαράς υφάντρα
Κι ύστερα αγκάλιασε, ύψωσε και φέρε εκεί τον άντρα.
Η Παρρέν έγραψε άρθρα, δοκίμια, μυθιστορήματα και θεατρικά έργα.
Πεζογραφήματα
«Η ιστορία της γυναικός», [το 1889, σε τρεις τόμους],
«Τα βιβλία της αυγής», [το 1900, συλλογή 3 μυθιστορημάτων]
Μυθιστορήματα
«Η χειραφετημένη», [εκδόθηκε το 1900 και το 1915 παίχθηκε στο θέατρο «Κυβέλη», ενώ μεταφράστηκε στα γαλλικά το 1907],
«Η ζωή ενός έτους»,
«Επιστολαί Αθηναίας προς Παρισινήν»,
«Το νέο συμβόλαιο», [το 1902, μεταφράστηκε και στα γαλλικά],
«Η νέα γυναίκα», [τρίπρακτο δράμα, παίχθηκε το 1907 στο θέατρο «Μαρίκα Κοτοπούλη»]
«Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από τη Ρωσία, την Αμερική, τη Σουηδία».
Βραβεύσεις
Η Παρρέν εκπροσώπησε την Ελλάδα σε Διεθνή Συνέδρια στο Παρίσι το 1889, το 1891 και το 1914 στο Λονδίνο και το Μάη του 1893 στο Διεθνές Συνέδριο Γυναικών στο Σικάγο. Το 1936 πραγματοποιήθηκε τιμητική βραδυά στην αίθουσα του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός για τα 50 έτη της δράσεως της και των εικοσιπέντε χρόνων λειτουργίας του Λυκείου των Ελληνίδων.
Τιμήθηκε με:
Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών του Σωτήρος, [(από τον βασιλιά Γεώργιο Β’, το 1936) ]
Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών
Μετάλλιο τη Πόλεως των Αθηνών.
Στις 6 Ιουνίου 1992, επί δημάρχου Αθηναίων του Λεωνίδα Κουρή, τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τα αποκαλυπτήρια της προτομής της, την οποία φιλοτέχνησε ο γλύπτης Κώστας Καλσάμης, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

==========================
ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟΝ ΖΗΤΗΜΑ
Το γυναικεῖον ζήτημα ἀπησχόλησε τοὺς σοφοτέρους ἄνδρας τοῦ αἰῶνος τούτου. Ὁ μέγας Γλάδστων υἱοθέτησεν αὐτό. Ὁ ἀθάνατος Οὐγκὼ προελείανε τὴν ὑπὲρ τῆς αἰσίας λύσεώς του ὁδόν. Ὁ πατὴρ τοῦ προέδρου τῆς Γαλλικῆς δημοκρατίας γερουσιαστὴς Καρνὼ διὰ φλογερῶν ἀγορεύσεων καὶ ἄρθρων του ἀνήγαγεν αὐτὸ εἰς τὴν ἐμπρέπουσαν περιωπήν. Ὁ Δουμᾶς, ὁ Michelet, ὁ Κρίσπης καὶ ἄλλοι ἐπιφανεῖς, ἐμόχθησαν καὶ ἠγωνίσθησαν τὸν εὐγενῆ ἐπὶ τοῦ γυναικείου ζητήματος ἀγῶνα. Μετὰ πολλὰς δὲ συζητήσεις, ἐνδοιασμοὺς, μελέτας ἠθικὰς, φιλοσοφικὰς καὶ κοινωνικὰς, ἡ λύσις αὐτοῦ ἀπεδείχθη ἐπείγουσα ὑπ’ αὐτῆς τῆς κοινωνικῆς τῶν πραγμάτων φορᾶς.
Εἰς τὴν ἀκάθεκτον ὅθεν τῶν κοινωνικῶν νόμων δύναμιν ὀφείλεται ἡ κοινωνικὴ μεταρρύθμισις ὡς μεταβαλοῦσα ἐπαισθητῶς τὸν πνευματικὸν καὶ ἠθικὸν βίον τῆς γυναικὸς καὶ οὐχὶ εἰς νεωτερισμὸν ἀπορρέοντα ὑπὸ καινοφανῶν θεωριῶν, τροποποιουσῶν ἀσκόπως καὶ ἀλόγως τὸ πρώην καθεστώς.
Κακῶς ὅθεν ἐκλαμβάνεται παρὰ τῶν ἐπιπολαίως κρινόντων τὰ πράγματα ὅτι αἱ γυναῖκες ἐπιδιώκουσι τὴν χειραφέτησίν των, ὑπείκουσαι ἁπλῶς εἰς ἰδέας νεωτεριστικὰς ἢ σκοποῦσαι νὰ ἀναπετάσωσι τὴν σημαίαν τῆς ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς ἀνεξαρτησίας των, ἵνα προσκτήσωνται ἐλευθερίας καὶ πολιτικὰ δικαιώματα, ἢ τέλος ἵνα ἀποτινάξωσι τὸν ζυγὸν, ὑφ’ ὃν αἱ κοινωνικαὶ προλήψεις ἐκράτουν αὐτὰς δεσμίας. Ἡ γυνὴ, τὸ τρυφερὸν καὶ εὐαίσθητον πλάσμα, ἡ παρημελημένη αὕτη καὶ τέως ἀδρανὴς δύναμις, ἐξελθοῦσα βαθμηδὸν καὶ κατ’ ὀλίγον τῆς μηδαμινότητος, ἐν ᾗ ἐκράτει αὐτὴν ἡ ἀμάθεια καὶ ἡ δύναμις τοῦ ἰσχυροτέρου, ἤρξατο ἔχουσα συνείδησιν τῆς ἀξίας καὶ τοῦ προορισμοῦ της, ἤρξατο συναισθανομένη ὅτι ὁ ὑλισμὸς καὶ ὁ σκεπτικισμὸς τοῦ αἰῶνος ἡμῶν θέλει ἀναντιρρήτως ἐπενέγκει τὴν ἀποσύνθεσιν τῆς οἰκογενείας καὶ κοινωνίας, εἰ μὴ αὕτη ἐξεγερθῇ καὶ διὰ τῆς ἰδίας ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς ἀναπτύξεως, διὰ τῆς ἰδίας ἐργασίας ἀποκτήσῃ τὸ δικαίωμα καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἰδίας προσωπικότητος, ὡς τοιαύτη δὲ ἀντιτάξῃ ἰσόρροπον ἀντιστάθμισμα ἐν τῇ διασαλευθείσῃ ἁρμονίᾳ τοῦ οἰκογενειακοῦ καὶ κοινωνικοῦ βίου.
Ἡ γυνή ἡ φύσει καὶ κατ’ ἐξοχὴν συντηρητικὴ δὲν ἔρχεται λοιπὸν ἵνα ἀνατρέψῃ, ἀλλ’ ἵνα διὰ τῆς ἰδίας δράσεως, διὰ τῆς ἰδίας ἐργασίας, διὰ τοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ καὶ τῷ πνεύματι αὐτῆς ἐναποταμιευμένου ἀνεκμεταλλεύτου ἠθικοῦ καὶ πνευματικοῦ πλούτου ρυθμίσῃ, ἰσοσταθμίσῃ, παγιώσῃ τοὺς διασαλευθέντας κοινωνικοὺς νόμους. Ἡ γυνὴ εἶναι ἡ ἀποθεματικὴ δύναμις, ἣν ὁ Πλάστης ἐν τῇ ἀπείρῳ αὐτοῦ προορατικότητι ἀφῆκε μέχρι σήμερον ἄθικτον, ἀνέπαφον, ἄγνωστον καὶ εἰς αὐτὸν τὸν ἄνδρα, τὸ ἕτερον ἥμισυ τῆς ἀνθρωπίνης μονάδος. Σήμερον δὲ ὅτε ἡ καταπληκτικὴ ἐξάντλησις πάσης ὀργανικῆς καὶ ἀνοργάνου δυνάμεως βαίνει πρὸς τὸ μοιραῖον τέλος, σήμερον ὅτε ἡ ὕλη κατακλύσασα πόλεις καὶ κώμας ἀπειλεῖ γενικὴν ἀποσύνθεσιν, ἡ γυνὴ ἐγείρεται τοῦ ληθάργου. Ἡ μέχρι τῆς χθὲς δειλὴ καὶ ἀσθενὴς εὑρίσκει ἐν αὐτῇ τῇ φυσικῇ ἀσθενείᾳ της τὴν δύναμιν ἐκείνην, ἥτις πρόκειται νὰ καταστρέψῃ τὴν ἐκ τοῦ σκεπτικισμοῦ καὶ τοῦ ὑλισμοῦ προαχθεῖσαν κοινωνικὴν ἀνωμαλίαν.
Ἡ δύναμις αὐτῆς ἀψηφεῖ πᾶσαν διεκδίκησιν, ὡς ἀψηφεῖ πᾶσαν ἀνάλυσιν. Εἶναι σθένος ψυχικὸν, εἶναι λάμψις τοῦ πνεύματος. Δὲν ὀφείλει τὴν ἀρχήν της εἰς ἰσχυροὺς μῦς καὶ νεῦρα. Δὲν ὑπόκειται ὅθεν εἰς τοὺς φυσικοὺς τῆς ἀναλύσεως ὅρους. Εἶναι πυρσὸς φαεινὸς ὀφείλων τὸ φῶς, τὴν θερμότητα καὶ τὴν δύναμίν του εἰς φαεινὸν σπινθῆρα. Τὸν σπινθῆρα τοῦτον ἃς ἐξετάσωσιν οἱ φυσιολόγοι καὶ ἃς ἀναλύσωσιν ἂν δύνανται οἱ τῶν στοιχείων μελετηταί. Ἡμεῖς αἱ γυναῖκες τὸν αἰσθανόμεθα μόνον. Τοῦτο ἀρκεῖ.
Ἡ ἐπιστήμη ἡ μεγάλη αὕτη ἀλήθεια καί τοι συστηματικῶς δὲν ἐνεκλιματίσθη ἔτι εἰς τὸν ἐγκέφαλόν μας, πλανᾷ ἐν τούτοις τὸ φῶς της ἐν αὐτῷ. Δι’ αὐτοῦ βλέπομεν μακρὰν πολὺ μακρὰν, προαισθανόμεθα τὸν κίνδυνον καὶ προσπαθοῦμεν νὰ ἀπομακρύνωμεν αὐτόν. Ἡ ἐξέγερσις λοιπὸν ἡμῶν δὲν ἀποβλέπει εἰς τὴν ἐξάσκησιν καὶ διεκδίκησιν τῶν πολιτικῶν ἡμῶν δικαιωμάτων, δὲν ἀποβλέπει εἰς τὴν περιφρόνησιν καὶ καταπάτησιν τῶν ἠθικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀρχῶν, ἀλλὰ τοὐναντίον εἰς τὴν ἐπικράτησιν τοῦ ἠθικοῦ καὶ πνευματικοῦ βίου ἐπὶ τοῦ ὑλικοῦ καὶ εἰς τὴν καταπολέμησιν τοῦ σκεπτικισμοῦ διὰ τῆς ἐν ἡμῖν ἀκαταβλήτου ἠθικῆς δυνάμεως.
Οὐδόλως ἐπιλανθανόμεθα ὅτι ὡς μητέρες καὶ ὡς πολίτιδες εἴμεθα οἱ φυσικοὶ τῆς οἰκογενείας καὶ τῆς κοινωνίας στύλοι. Τίς λοιπὸν δύναται νὰ καταμεμφθῇ ἡμῶν, ἐὰν ὑπὸ τὴν ἱερὰν ταύτην ἰδιότητά μας, ἐὰν εἰς ἐπίτευξιν τῶν ἐπιβαλλομένων ἡμῖν καθηκόντων, ζητῶμεν συστηματικωτέραν ἠθικὴν καὶ πνευματικὴν μόρφωσιν, καταφεύγωμεν ὑπὸ τὴν ἱερὰν καὶ ἀπαραβίαστον σκιὰν τῆς ζωοδότιδος καὶ ἀνθρωποσωτείρας ἐργασίας;
Ὡς πολίτιδες συνδεόμεθα πρὸς τὴν πατρίδα δι’ ἀδιαρρήκτων δεσμῶν, ὡς λογικὰ τῆς κοινωνίας μέλη συνδεόμεθα πρὸς τὴν κοινωνίαν καὶ ὡς ἱδρύτριαι καὶ παραστάτιδες τῆς οἰκογενείας φέρομεν τὸ σκῆπτρον ἐν αὐτῇ. Τίνι λοιπὸν δικαιώματι θέλουσι νὰ ἀπορφανώσωσι τὴν πατρίδα, τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν οἰκογένειαν τῆς σωτηρίου καὶ εὐεργετικῆς ἐπιδράσεως ἡμῶν!
ΑΙ ΩΡΑΙΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΝ;
Τίς τολμᾷ νὰ ἀρνηθῇ τοῦτο; Μὴ οἱ ποιηταὶ δὲν τονίζουσιν ὑπὲρ αὐτῶν τὰς παθητικωτέρας τῆς λύρας των χορδάς, καὶ ἡ λαλοῦσα αὐτῶν ζωγραφία δὲν συγκινεῖ τὰς καρδίας ἐκ βαθυτάτων; Μὴ οἱ ζωγράφοι ἐν ταῖς ὡραίαις δὲν εὑρίσκωσι τὸ ἴνδαλμα τῆς γραφομένης αὐτῶν ποιήσεως; Νέοι καὶ γέροντες, πλούσιοι καὶ πτωχοὶ μὴ δὲν ὑποκλίνωνται εὐσεβάστως πρὸ τῆς ὡραίας γυναικός; Διὰ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῆς βλέπουσι, διὰ τῆς πνοῆς αὐτῆς ζωογονοῦνται, διὰ τοῦ μειδιάματος αὐτῆς μεθύσκονται. Ἡ καλλονὴ θεωρεῖται ἀπαραίτητος, καθῆκον σχεδὸν διὰ τὴν γυναῖκα.
Ἡ ἀποθέωσις τῆς καλλονῆς συνεπάγεται τὴν ἐγκατάλειψιν καὶ τὸν παραγκωνισμὸν μεγάλης μερίδος γυναικῶν. Τίς μέχρι σήμερον ἀνέλαβε τὴν ὑπεράσπισιν τῶν καταπατουμένων δικαιωμάτων αὐτῶν καὶ τίς ἀπελογήθη, οὕτως εἰπεῖν, διὰ τὴν καταδίκην, ἣν ἄνευ ἀπολογίας ὑφίστανται αὗται; Εἶναι ἆρα ὀρθὸν νὰ ἀποθεῶται ἡ ὡραία, παραγκωνίζηται δὲ ἡ ὑπὸ τῆς φύσεως ἀδικηθεῖσα, χρήσιμος ὅμως καὶ εὐεργετικὴ διὰ τῶν ἐπικτήτων ἀρετῶν αὐτῆς καθισταμένη; Εἶναι δίκαιον νὰ καταπατῆται ἀνηλεῶς αὕτη ὑπὸ τοῦ θριαμβευτικοῦ ἅρματος ἐκείνης;
Ἔχετε δύο θυγατέρας· ἡ ὡραιοτέρα σᾶς εἶναι καὶ προσφιλεστέρα. Εἶσθε ἐπιεικὴς πρὸς τὰ ἐλαττώματα ταύτης, ἀναίσθητος δὲ πολλάκις πρὸς τὰς ἀρετὰς ἐκείνης. Ἡ ὡραία καὶ ἀμελὴς μαθήτρια σπανίως τιμωρεῖται, ἡ ἄσχημος καὶ ἐπιμελὴς σπανίως ἱκανοποιεῖται.
Ἡ ὡραιότης ἄρα εἶναι ἐλεύθερον διαβατήριον τῆς γυναικός. Πρὸ τῆς καλλονῆς πᾶσαι αἱ θύραι ἀνοίγονται, πᾶν στάδιον εἶναι ἐλεύθερον, πᾶσα δυσκολία ἐξομαλύνεται. Ἡ ὡραία γυνὴ λατρεύεται ὡς τέλειος τύπος τῆς θείας δημιουργίας, καὶ ἡ αἰσθητικὴ ῥυθμίζει ἐντελῶς τὴν ἐν τῷ βίῳ εὐτυχίαν αὐτῆς.
Ταῦτα πάντα εἶναι βεβαίως ἀληθῆ καὶ ἀδιαφιλονείκητα, ὡραῖαί μου Κυρίαι. Ἀλλά…. ὑπάρχει ἓν ἀλλά, ὡς βλέπετε. Ἀλλά…. ἡ βασιλεία τῶν ὡραίων εἶναι πρόσκαιρος, ματαία, ψευδής, διαβατική. Προσομοιάζει αὕτη τῇ βασιλείᾳ τῶν ῥόδων, ἅτινα μίαν μόνην ἡμέραν θάλλουσι. Καὶ ὅπως ἐὰν μὲν εἶναι εὐώδη τὰ ῥόδα, τὸ ἄρωμα μόνον αὐτῶν μένει, οὕτω καὶ αἱ ὡραῖαι ἐὰν ἔχωσιν ἀρετὰς καὶ προτερήματα, ζῶσι καὶ πέραν τοῦ μαρασμοῦ τῆς καλλονῆς των. Μὴ ἀπομακρύνησθε τῆς ἀρχῆς ταύτης, σεῖς οἱ γονεῖς, οἱ ἐν τῇ καλλονῇ τῶν τέκνων ὑμῶν ἐναποθέτοντες τὰς περὶ τοῦ μέλλοντος αὐτῶν ἐλπίδας ὑμῶν.
Ὑμεῖς δὲ αἱ ὑπὸ τῆς φύσεως ἀδικηθεῖσαι, μὴ ἀλγῆτε καὶ θορυβῆσθε ἐπὶ τοῖς ἐφημέροις θριάμβοις ἐκείνων. Μὴ ἀποθαρρύνησθε. Διαρκὴς εὐτυχία εἶναι μᾶλλον ὑμῖν ἢ ἐκείναις ἐξησφαλισμένη. Αἱ ἀρεταὶ καὶ τὰ προτερήματά σας ἐὰν ἔχητε τοιαύτας, θέτουσιν ὑμᾶς εἰς τὸ ἠθικὸν ἐκεῖνο ὕψος, ἔνθα μετὰ ψυχῶν εὐγενῶν καὶ ἐκλεκτῶν τίθεσθε εἰς ἐπικοινωνίαν.
Πόσαι ὡραῖαι δὲν γίνονται θύματα τῆς καλλονῆς αὐτῶν; Πόσας βλέπομεν ἐξ αὐτῶν τυραννουμένας, προδιδομένας καὶ ἀνηλεῶς ἐγκαταλειπομένας; Ὅπως λοιπὸν δὲν ὑπάρχει ῥόδον ἄνευ ἀκανθῶν, οὕτω καὶ ὡραία γυνὴ ἄνευ πικριῶν καὶ θλίψεων. Ὁ ὡραῖος τὴν ὄψιν καρπὸς εἶναι σπανίως γευστικὸς καὶ ὑγιεινός. Καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸς ἔτι ἀρέσκεται μᾶλλον εἰς τὸ ἄσχημον, ἀφοῦ ἡ ὡραιότης εἶναι σπανία. Ἡ ὡραιότης δὲν εἶναι ἀρετή, δὲν εἶναι δῶρον ἐπίκτητον, δὲν εἶναι διαρκὴς καὶ αἰωνία, ἀφοῦ ἀσθένεια ἢ θλίψις ἢ πόνος καταστρέφουσιν αὐτήν. Ἔχετε πάντοτε τὰς λέξεις ταύτας ὑπὸ τὰς ὄψεις ὑμῶν, ὡραῖαι μου, καὶ προσπαθεῖτε διὰ τῶν εὐγενῶν ὑμῶν αἰσθημάτων, διὰ τῆς ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς ὑμῶν ἀναπτύξεως νὰ ἀντιμετωπίσητε μετὰ θάρρους τὸν ἠθικὸν τῆς ὑπάρξεως ἀγῶνα, ὃν πᾶς ἄνθρωπος ὀφείλει νὰ ἀγωνισθῇ.
ΚΑΛΛΙΡΡΟΗΣ ΠΑΡΡΕΝ Διευθύντριας Ἐφημερίδος τῶν Κυριῶν