
Βιογραφικό
Η Nina Grieg (Νίνα Γκριγκ) το γένος Hagerup (Χάγκεραπ) ήτανε Δανο-Νορβηγίδα λυρική σοπράνο, τραγουδίστρια και δασκάλα τραγουδιού, αλλά το όνομά της συνδέεται κυρίως με τον συνθέτη Edvard Grieg, που έζησε μαζί του μακρά καλλιτεχνική ζωή κι απετέλεσε τη μούσα και την έμπνευσή του. Για την ίδια, και σε μεγάλο βαθμό για τους συγχρόνους της, οι ταυτότητες ως σύζυγος καλλιτέχνη κι ως ανεξάρτητου καλλιτέχνη ήτανε στενά συνυφασμένες.
Η Νίνα κι ο Έντβαρντ Γκριγκ ήτανε ξαδέρφια κι ο κοινός παππούς τους ήταν ο κυβερνήτης της κομητείας, Έντβαρντ Χάγκεραπ, παντρεμμένος με την Ίνγκεμποργκ Μπένεντικτ Γιάνσον, που ανήκε σε μία από τις πλούσιες οικογένειες εμπόρων του Μπέργκεν. Ο πατέρας της, Herman Didrik Hagerup, ήταν επιχειρηματίας στο Bryggen στο Μπέργκεν, αργότερα έγινε ιδιοκτήτης στη Δανία κι ήταν επιθεωρητής βύνης στη γενέτειρά του από το 1870 μέχρι το θάνατό του το 1900. Η μητέρα της Luise Adeline Werligh, το γένος Falck, ήτανε κόρη ενός Δανού μουσικού κι ηθοποιός, ήρθε στο Μπέργκεν με τον θίασο του C.A. Werligh το 1840.
Η Νίνα γεννήθηκε στο Μπέργκεν της Νορβηγίας, 24 Νοέμβρη 1845. Όταν ήταν 8 ετών, η οικογένεια μετακόμισε στη Δανία, όπου έλαβε μαθήματα τραγουδιού και πιάνου. Έκανε το ντεμπούτο της ως τραγουδίστρια το 1864 και την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε τον Edvard Grieg, που ‘χε έρθει στη Κοπεγχάγη το 1863. Το ζευγάρι παντρεύτηκε εκεί στις 11 Ιουνίου 1867 κι εγκαταστάθηκε στη Christiania για τα πρώτα χρόνια. Ήταν Ενωτικοί. Εκεί, η κόρη τους Αλεξάνδρα γεννήθηκε στις 10 Απριλίου 1868.
Στη διάρκεια μιας επίσκεψης στο Μπέργκεν την επόμενη άνοιξη, το παιδί πέθανε ξαφνικά από εγκεφαλίτιδα. Η Nina δεν είχε άλλα παιδιά. Η ατεκνία ήταν μεγάλη θλίψη για το ζευγάρι, αλλά συνέβαλε επίσης στη στενότερη καλλιτεχνική κοινότητα κι ενίσχυσε τις ευκαιρίες της γι’ ανεξάρτητη καλλιτεχνική ζωή. Ήταν σχεδόν πάντα με τον σύζυγό της σε ταξίδια συναυλιών κι επισκέψεις στο εξωτερικό, κάτι που ήτανε σημαντικό καλλιτεχνικά και για χάρη της αδύναμης υγείας του. Για μεγάλο μέρος της ζωής τους, το ζευγάρι έζησε μεταναστευτική ζωή πουλιών σ’ όλη την Ευρώπη, αλλά από το 1885 απέκτησαν μόνιμη καλοκαιρινή βάση στο Troldhaugen. Η Κοπεγχάγη, η Kristiania κι η Λειψία έγιναν επίσης σημαντικοί κόμβοι στη περιοδεύουσα ζωή.
Η Nina ήταν επιδέξια πιανίστρια. Έπαιζε με 4 χέρια με τον Έντβαρντ σε συναυλίες και συνόδευε τους μαθητές της στο τραγούδι. Αλλά είναι ως διερμηνέας των ειδυλλίων του Grieg που ‘χει κερδίσει μεγαλύτερη φήμη. Δεν εμφανιζότανε τόσο συχνά στις μεγάλες ορχηστρικές συναυλίες, πιο συχνά στις δικές της βραδιές τραγουδιού και πιάνου κι ακόμη πιο συχνά σε πιο ανεπίσημες μουσικές συγκεντρώσεις στους κύκλους των καλλιτεχνών. Καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της ζωής τους μαζί, παίξανε μαζί και το ζευγάρι έλαβε επευφημίες για την εξαιρετική αλληλεπίδρασή τους και για τη κατανόηση των τραγουδιών του από τη Νίνα. Αυτή η καλλιτεχνική ενότητα είναι εμφανής στον πίνακα του P.S. Krøyer με το ζευγάρι καλλιτεχνών σε δράση σε οικιακό περιβάλλον.
Το ζευγάρι έδινε συχνά συναυλίες μαζί στην Ευρώπη. Στις 6 Δεκέμβρη 1897, ερμήνευσαν μέρος της μουσικής του σε ιδιωτική συναυλία στο Κάστρο του Ουίνδσορ για τη βασίλισσα Βικτώρια και την αυλή της. Ο σύζυγός της Έντβαρντ τη θεωρούσε την καλύτερη ερμηνεύτρια των τραγουδιών του κι οι ερμηνείες της συνήθως λάμβαναν διθυραμβικές κριτικές. Ωστόσο, ένας από τους αυλικούς της Βικτώριας την αποκάλεσε τραγουδίστρια ξεπερασμένη.
Ο συγγραφέας John Paulsen, που ήτανε κοντά στο ζευγάρι, τη περιέγραψε ως τη 1η κριτικό του Grieg και στενότερη καλλιτεχνική σύμβουλο και βοηθό. Περιέγραψε το τραγούδι της ως εξής σε έναν χαιρετισμό γενεθλίων προς αυτήν: “Όταν οι άλλοι τραγουδούν, είναι σαν τον ήχο των νεκρών κουδουνιών. Όταν τραγουδάς, είναι σαν να γελάς και να κλαις για 1η φορά“. Η χαρισματική ικανότητά της να διεγείρει το κοινό της επαινείται επίσης στη συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών. Ο τραγουδιστής Julius Steenberg τη θεωρούσε συνυφασμένη με τη τέχνη του συζύγου της, γεγονός που της έδωσε πολύ ιδιαίτερη ικανότητα να τονίζει τους στίχους και τη μελωδία στα τραγούδια του. Η εκτίμηση του ίδιου του Grieg για το ταλέντο της περιέχεται στον σύντομο και σαφή χαρακτηρισμό της ως “η μόνη αληθινή ερμηνεύτρια των ειδυλλίων μου“. Η ίδια είπε για τα τραγούδια του Grieg ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να τα μάθει, τα ‘χε μέσα της. Ως χήρα, φρόντιζε καλά τη κληρονομιά του συζύγου της, διασφαλίζοντας ότι η αυθεντικότητα των έργων δεν διακυβεύεται από παραστάσεις κι επανεκδόσεις. Συχνά είχε την ευκαιρία να το κάνει αυτό, επειδή οι καλλιτέχνες κι οι εκδότες συχνά την συμβουλεύονταν ως το πρόσωπο που βρίσκεται πιο κοντά στον συνθέτη και καλλιτεχνικά.
Αυτή η έμφαση στην αυθεντικότητα και το φυσικό ταλέντο δείχνει τους Griegs ως αληθινά παιδιά του Ρομαντισμού. Έπαιξαν με πεποίθηση στη λαχτάρα για τη φύση της εποχής και στον οργανικό μυστικισμό της αγάπης, που σε αυτή την περίοδο εμφανίστηκε ως εξέγερση καθαρών ιδανικών ενάντια στους γάμους της λογικής και του συναισθηματικού καταναγκασμού. Ο ρομαντικός μύθος μπορεί επίσης να αναγνωριστεί στη δική τους ιστορία γάμου. Αρραβωνιάστηκαν παρά τη θέληση των γονιών τους και παντρεύτηκαν χωρίς συγγενείς παρόντες. Εκ των υστέρων, υπήρξε εστίαση στο γεγονός ότι το ζευγάρι αντιμετώπισε επίσης συζυγικά προβλήματα, που κορυφώθηκαν όταν ο Έντβαρντ άφησε τη Νίνα για 6 μήνες το 1883. Η σχέση δεν ήταν μόνον η χώρα των θαυμάτων της ποίησης που η Νίνα χαρακτήριζε την εφηβεία της όπως στις μεγαλύτερες μέρες της. Είχε γκρεμιστεί, όπως θα ‘πρεπε να ‘ναι στη ζωή, αναγνώρισε. Αλλά η καλλιτεχνική κοινότητα ήταν σε θέση να χτίσει γέφυρες πάνω σ’ αυτά, και στη τέχνη ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένα μεταξύ τους. Στα δύσκολα χρόνια από το θάνατο της Αλεξάνδρας μέχρι το 1883, υπήρξαν επίσης καλλιτεχνικές κατεδαφίσεις κι εποχές που η μουσική εξέλιξη της Νίνας είχε επισκιαστεί από τη δική του. Μες από τη συζυγική κρίση, ο Έντβαρντ απέκτησε μια διαφορετική άποψη για το ταλέντο της, ταλέντο που προηγουμένως θεωρούσε σχεδόν δεδομένο κι έτσι συχνά παραμελούσε.
Ο Edvard Grieg πέθανε το 1907 και η Nina έμεινε χήρα για 28 χρόνια, που τα πέρασε σε μεγάλο βαθμό με την ανύπαντρη αδελφή της Tonny. Κατά τους χειμερινούς μήνες, οι αδελφές ζούσαν στη Κοπεγχάγη, όπου η Νίνα είχε μεγάλη ζήτηση στη πολιτιστική ζωή κι όπου είχε πολλούς φίλους και μαθητές. Στη Κοπεγχάγη, παρακολούθησε μια Ουνιταριανή εκκλησία. Τα καλοκαίρια τα πέρναγε στη Νορβηγία, τα 1α χρόνια στο Troldhaugen, αργότερα στο Hardanger, στο Voss και στο Bergen. Επίσης, ως χήρα, το 1ο της ενδιαφέρον ήταν η μουσική, πρώτα απ’ όλα η μουσική του Grieg. Δίδαξε μαθητές και συμμετείχε σε συναυλίες με τη τελευταία γνωστή δημόσια συναυλία να είναι στο Όσλο το 1927.
Εμφανίστηκε ως σολίστ στον Ηλία του Felix Mendelssohn με τη Musikselskabet Harmonien (αργότερα γνωστή ως Φιλαρμονική Ορχήστρα του Μπέργκεν) το 1866. Ο Άγγλος συνθέτης Frederick Delius της αφιέρωσε δύο σειρές τραγουδιών κατά τα έτη 1888-1890. Η Nina δεν ηχογράφησε ποτέ επαγγελματικά, αλλά δύο ερασιτεχνικές ηχογραφήσεις που έγιναν σε κυλίνδρους κεριού έχουν διατηρηθεί (σε αρκετά κακή κατάσταση) κι έχουν εκδοθεί στην ετικέτα Simax.
Ο Α’ Παγκ. Πόλ. ήτανε βαρύ οικονομικό βάρος για τη Nina, που ‘χε το κύριο εισόδημά της από τον εκδοτικό οίκο Peters στη Λειψία. Ως εκ τούτου, αναγκάστηκε να πουλήσει το Troldhaugen το 1919 στον πρόξενο Joachim Grieg, μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες να κάνει το κοινό να αναλάβει την ευθύνη για το σπίτι του καλλιτέχνη. Το περιεχόμενο κι η κινητή περιουσία πωλήθηκαν σε δημοπρασία, η καμπίνα του συνθέτη κι ο τόπος ταφής του Grieg μεταφέρθηκαν. Ο δήμος Fana έλαβε το Troldhaugen ως δώρο από τον Joachim Grieg το 1923. Υπό την ηγεσία του Aslaug Mohr, τα αντικείμενα συγκεντρώθηκαν ξανά και το Μάη του 1928 το Troldhaugen άνοιξε ως μουσείο, προς μεγάλη ικανοποίηση της. Πέθανε στη Κοπεγχάγη στις 9 Δεκέμβρη 1935 στα 90 της, μετά από μακρά ζωή στην υπηρεσία της μουσικής. Στις 15 Ιουνίου 1936, στα γενέθλια του Edvard Grieg, η τεφροδόχος της τοποθετήθηκε δίπλα του στο βουνό στο Troldhaugen, έξω από το Μπέργκεν, όπου το ζευγάρι μοιραζόταν ένα σπίτι για τα περισσότερα από τα παντρεμένα χρόνια τους.
=====================================
Βιογραφικό
Ο Έντβαρντ Χάγκεραπ Γκριγκ (Edvard Hagerup Grieg, – 4 Σεπτεμβρίου 1907) ήταν Νορβηγός συνθέτης και πιανίστας. Θεωρείται από τους κορυφαίους συνθέτες της ρομαντικής εποχής κι η μουσική του είναι μέρος του τυπικού κλασσικού ρεπερτορίου παγκοσμίως. Η χρήση της νορβηγικής λαϊκής μουσικής στις δικές του συνθέσεις την έφερε σε μεγάλη φήμη και βοήθησε στην ανάπτυξη εθνικής ταυτότητας, όπως έκανε ο Jean Sibelius στη Φινλανδία κι ο Bedřich Smetana στη Βοημία. Είναι το πιο διάσημο πρόσωπο στη πόλη Μπέργκεν, με πολλά αγάλματα που απεικονίζουν την εικόνα του και πολλές πολιτιστικές οντότητες που πήρανε τ’ όνομά του: το μεγαλύτερο κτίριο συναυλιών της πόλης (Grieg Hall), το πιο προηγμένο μουσικό σχολείο (Grieg Academy) κι η επαγγελματική χορωδία του (Edvard Grieg Kor). Το Μουσείο Edvard Grieg στο πρώην σπίτι του Grieg, Troldhaugen, είναι αφιερωμένο στη κληρονομιά του.
Γεννήθηκε 15 Ιουνίου 1843 στο Μπέργκεν της Νορβηγίας (τότε μέρος της Σουηδίας-Νορβηγίας). Οι γονείς του ήταν ο Alexander Grieg (1806-1875), έμπορος και Βρεττανός υποπρόξενος εκεί κι η Gesine Judithe Hagerup (1814-1875), δασκάλα μουσικής και κόρη του δικηγόρου και πολιτικού Edvard Hagerup. Το οικογενειακό όνομα, αρχικά γραμμένο Greig, συνδέεται με το Scottish Clann Ghriogair (Clan Gregor). Μετά τη μάχη του Κάλοντεν στη Σκωτία το 1746, ο προπάππους του Γκριγκ, Αλεξάντερ Γκρέιγκ (1739-1803), ταξίδεψε πολύ πριν εγκατασταθεί στη Νορβηγία περίπου το 1770 κι ιδρύσει επιχειρηματικά συμφέροντα στο Μπέργκεν. Οι προ-προ-παππούδες του πατέρα του Γκριγκ, ο Ιωάννης (1702-1774) κι η Άννα (1704-1784), είναι θαμμένοι στην εγκαταλελειμμένη αυλή της ερειπωμένης εκκλησίας του Αγίου Εθέρναν στο Rathen, Aberdeenshire, Σκωτία.
Μεγάλωσε σε μουσική οικογένεια. Η μητέρα του ήταν η 1η του δασκάλα πιάνου και τονε δίδαξε να παίζει απ’ τα 6. Σπούδασε σε διάφορα σχολεία, συμπεριλαμβανομένου του Tanks Upper Secondary School. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1858, ο Grieg γνώρισε τον επιφανή Νορβηγό βιολιστή Ole Bull, που ήταν οικογενειακός φίλος. Ο αδελφός του Bull ήτανε παντρεμένος με τη θεία του Grieg. Ο Μπουλ αναγνώρισε το ταλέντο του 15χρονου αγοριού κι έπεισε τους γονείς του να το στείλουν στο Ωδείο της Λειψίας, στο τμήμα πιάνου που διηύθυνε ο Ignaz Moscheles.
Αφού γράφτηκε στο ωδείο, επικεντρωμένος στο πιάνο κι απόλαυσε τις πολλές συναυλίες και ρεσιτάλ που δόθηκαν στη Λειψία, δεν του άρεσε η πειθαρχία του ωδειακού κύκλου σπουδών. Εξαίρεση ήταν το όργανο, που ήταν υποχρεωτικό για τους μαθητές πιάνου. Σχετικά με τις σπουδές του στο ωδείο, έγραψε στον βιογράφο του, Aimar Grønvold, το 1881: “Πρέπει να παραδεχτώ, σε αντίθεση με τον Σβέντσεν, ότι έφυγα από το Ωδείο της Λειψίας εξίσου ηλίθιος όπως μπήκα σε αυτό. Φυσικά, έμαθα κάτι εκεί, αλλά η ατομικότητά μου ήταν ακόμα κλειστό βιβλίο για μένα” . Την άνοιξη του 1860 επέζησε από 2 απειλητικές για τη ζωή ασθένειες των πνευμόνων, τη πλευρίτιδα και τη φυματίωση. Καθ ‘όλη τη διάρκεια της ζωής του, η υγεία του επηρεάστηκε από κατεστραμμένο αριστερό πνεύμονα και σημαντική παραμόρφωση της θωρακικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης. Υπέφερε από πολλές αναπνευστικές λοιμώξεις και τελικά ανέπτυξε συνδυασμένη πνευμονική και καρδιακή ανεπάρκεια. Έγινε δεκτός πολλές φορές σε ιαματικά λουτρά και σανατόρια στη Νορβηγία και στο εξωτερικό. Αρκετοί από τους γιατρούς του έγιναν φίλοι του. Στη διάρκεια του 1861, έκανε το ντεμπούτο του ως πιανίστας κονσέρτων στο Karlshamn της Σουηδίας. Το 1862 ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Λειψία και πραγματοποίησε τη 1η του συναυλία στη γενέτειρά του, όπου το πρόγραμμά του περιελάμβανε τη σονάτα Pathétique του Μπετόβεν. Το 1863, πήγε στη Κοπεγχάγη κι έμεινε εκεί 3 χρόνια. Γνώρισε τους Δανούς συνθέτες J.P.E. Hartmann και Niels Gade. Γνώρισε επίσης τον συνάδελφό του Νορβηγό συνθέτη Rikard Nordraak (συνθέτη του νορβηγικού εθνικού ύμνου) κι έγινε καλός φίλος και πηγή έμπνευσης. Ο Nordraak πέθανε το 1866 κι ο Grieg συνέθεσε ένα νεκρώσιμο εμβατήριο προς τιμήν του.
Στις 11 Ιουνίου 1867, παντρεύτηκε τη 1η του ξαδέλφη, Νίνα Χάγκεραπ (1845–1935), λυρική σοπράνο. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε το μοναχοπαίδι τους, η Αλεξάνδρα. Η Αλεξάνδρα πέθανε το 1869 από μηνιγγίτιδα. Στη διάρκεια του καλοκαιριού του 1868, έγραψε το Κοντσέρτο για πιάνο σε λα ελάσσονα, ενώ βρισκότανε σε διακοπές στη Δανία. Ο Έντμουντ Νόιπερτ έδωσε στο κοντσέρτο τη πρεμιέρα στις 3 Απρίλη 1869 στο Casino Theatre της Κοπεγχάγης. Ο ίδιος δεν μπόρεσε να είναι εκεί λόγω υποχρεώσεων στη Christiania (τώρα Όσλο). Στη διάρκεια του 1868, ο Franz Liszt, που δεν είχε ακόμη συναντήσει τον Grieg, έγραψε μαρτυρία γι’ αυτόν στο Νορβηγικό Υπουργείο Παιδείας, που ‘χε ως αποτέλεσμα ο Grieg να λάβει υποτροφία ταξιδιού. Οι δύο άνδρες συναντήθηκαν στη Ρώμη το 1870. Στη διάρκεια της 1ης επίσκεψης του Grieg, εξέτασαν τη Σονάτα για βιολί No. 1 του Grieg, που ευχαρίστησε πολύ τον Liszt. Στη 2η επίσκεψή του τον Απρίλη, έφερε μαζί του το χειρόγραφο του Κοντσέρτου για πιάνο, που το διάβασε ο Liszt (συμπεριλαμβανομένης της ορχηστρικής ενορχήστρωσης). Η ερμηνεία του Liszt εντυπωσίασε πολύ το κοινό του, αν κι ο Grieg του είπε ευγενικά ότι έπαιξε τη 1η κίνηση πολύ γρήγορα. Ο Liszt έδωσε επίσης στον Grieg κάποιες συμβουλές σχετικά με την ενορχήστρωση (για παράδειγμα, να δώσει τη μελωδία του 2ου θέματος στη 1η κίνηση σε σόλο τρομπέτα, που ο ίδιος ο Grieg επέλεξε να μη δεχτεί).
Στη 10ετία του 1870, έγινε φίλος με τον ποιητή Bjørnstjerne Bjørnson, που μοιραζόταν τα ενδιαφέροντά του για τη νορβηγική αυτοδιοίκηση. Ο Grieg μελοποίησε αρκετά από τα ποιήματά του, συμπεριλαμβανομένων των Landkjenning και Sigurd Jorsalfar. Τελικά, αποφάσισαν για όπερα βασισμένη στον βασιλιά Olav Trygvason, αλλά διαφωνία ως προς το αν η μουσική ή οι στίχοι θα ‘πρεπε να δημιουργηθούνε πρώτα τον οδήγησε να εκτραπεί να εργαστεί σε τυχαία μουσική για το έργο του Henrik Ibsen Peer Gynt, που φυσικά προσέβαλε τον Bjørnson. Τελικά, η φιλία τους συνεχίστηκε. Η παρεμπίπτουσα μουσική που συντέθηκε για τον Peer Gynt κατόπιν αιτήματος του συγγραφέα συνέβαλε στην επιτυχία του και ξεχωριστά έγινε μερικές από τις πιο οικείες μουσικές του συνθέτη διατεταγμένες ως ορχηστρικές σουίτες.
Ο Grieg είχε στενούς δεσμούς με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Μπέργκεν (Harmonien) κι αργότερα έγινε μουσικός διευθυντής της ορχήστρας από το 1880 έως το 1882. Το 1888, ο Grieg συναντήθηκε με τον Τσαϊκόφσκι στη Λειψία. Ο Γκριγκ εντυπωσιάστηκε που εκτιμούσε πολύ τη μουσική του, επαινώντας την ομορφιά, τη πρωτοτυπία και τη ζεστασιά της. Στις 6 Δεκέμβρη 1897, ο Γκριγκ κι η σύζυγός του ερμήνευσαν μέρος της μουσικής του σε ιδιωτική συναυλία στο Κάστρο του Ουίνδσορ για τη βασίλισσα Βικτώρια και την αυλή της. Ο Grieg τιμήθηκε με δύο επίτιμους διδάκτορες, πρώτα από το Πανεπιστήμιο του Cambridge το 1894 και το επόμενο από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1906.
Η νορβηγική κυβέρνηση τυ χορήγησε σύνταξη καθώς έφτασε σε ηλικία συνταξιοδότησης. Την άνοιξη του 1903, ο Grieg έκανε 9 ηχογραφήσεις γραμμοφώνου 78 στροφών της μουσικής του για πιάνο στο Παρίσι. Όλοι αυτοί οι δίσκοι έχουν επανεκδοθεί τόσο σε LP όσο και σε CD, παρά τη περιορισμένη πιστότητα. Ηχογράφησε ρολά μουσικής πιάνου για το σύστημα πιάνου Hupfeld Phonola και το σύστημα αναπαραγωγής Welte-Mignon, που σώζονται κι ακούγονται σήμερα. Συνεργάστηκε επίσης με την Αιολική Εταιρεία για τη σειρά ρολών πιάνου ‘Autograph Metrostyle’, όπου υπέδειξε τη χαρτογράφηση του ρυθμού για πολλά από τα κομμάτια του.
Το 1899, ακύρωσε τις συναυλίες του στη Γαλλία σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την υπόθεση Dreyfus, αντισημιτικό σκάνδαλο που συγκλόνιζε τη γαλλική πολιτική κείνη την εποχή. Σχετικά με αυτό, είχε γράψει πως ήλπιζε ότι οι Γάλλοι θα μπορούσαν σύντομα να επιστρέψουν στο πνεύμα του 1789, όταν η γαλλική δημοκρατία δήλωσε ότι θα υπερασπιστεί τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Ως αποτέλεσμα των δηλώσεών του σχετικά με την υπόθεση, έγινε στόχος πολλών γαλλικών μηνυμάτων μίσους εκείνη τη μέρα. Στη διάρκεια του 1906, γνώρισε τον συνθέτη και πιανίστα Percy Grainger στο Λονδίνο, που ήταν μεγάλος θαυμαστής της μουσικής του και γρήγορα δημιουργήθηκε ισχυρή ενσυναίσθηση. Σε συνέντευξή του το 1907, δήλωσε: “Έχω γράψει Νορβηγικούς Αγροτικούς Χορούς που κανείς στη χώρα μου δεν μπορεί να παίξει κι εδώ έρχεται αυτός ο Αυστραλός που τους παίζει όπως θα ‘πρεπε να παίζονται! Είναι ιδιοφυΐα που εμείς οι Σκανδιναβοί δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτ’ άλλο παρά ν’ αγαπάμε“.
Ο Έντβαρντ Γκριγκ πέθανε στο Δημοτικό Νοσοκομείο του Μπέργκεν στις 4 Σεπτέμβρη 1907 στα 64 από καρδιακή ανεπάρκεια. Είχε υποφέρει από μακρά περίοδο ασθένειας. Τα τελευταία του λόγια ήταν: “Λοιπόν, αν πρέπει να είναι έτσι”. Η κηδεία προσέλκυσε μεταξύ 30.000 και 40.000 ανθρώπων στους δρόμους της γενέτειράς του για να τον τιμήσουν. Υπακούοντας στην επιθυμία του, το δικό του Νεκρικό Εμβατήριο στη Μνήμη του Rikard Nordraak παίχτηκε μ’ ενορχήστρωση από τον φίλο του Johan Halvorsen, που είχε παντρευτεί την ανιψιά του. Επιπλέον, παίχτηκε το κίνημα Funeral March από τη Σονάτα για πιάνο αρ. 2 του Σοπέν. Ο Grieg αποτεφρώθηκε στο 1ο νορβηγικό κρεματόριο που άνοιξε στο Μπέργκεν μόλις εκείνο το έτος και οι στάχτες του θάφτηκαν σε μια ορεινή κρύπτη κοντά στο σπίτι του, το Troldhaugen. Μετά το θάνατο της συζύγου του, οι στάχτες της τοποθετήθηκαν δίπλα στις δικές του.
Οι Γκριγκ ήσαν Ουνιταριανοί κι η Νίνα παρακολούθησε την Ουνιταριανή εκκλησία στη Κοπεγχάγη μετά το θάνατό του. Έναν αιώνα μετά το θάνατό του, η κληρονομιά του εκτείνεται πέρα από το πεδίο της μουσικής. Υπάρχει ένα μεγάλο γλυπτό του Grieg στο Σιάτλ, ενώ ένα από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία στο Μπέργκεν (γενέτειρά του) ονομάζεται Quality Hotel Edvard Grieg κι ένας μεγάλος κρατήρας στον πλανήτη Mercury πήρε το όνομά του από τον Grieg. Μερικά από τα πρώιμα έργα του περιλαμβάνουν συμφωνία (που μετά απέσυρε) και σονάτα για πιάνο. Έγραψε 3 σονάτες για βιολί και μια σονάτα για βιολοντσέλο. Ο Grieg συνέθεσε την παρεμπίπτουσα μουσική για το έργο του Henrik Ibsen Peer Gynt, που περιλαμβάνει τα αποσπάσματα “In the Hall of the Mountain King” και “Morning Mood”. Σ’ επιστολή του 1874 προς το φίλο Frants Beyer, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για το “Dance of the Mountain King’s Daughter”, ένα από τα κινήματα στην παρεμπίπτουσα μουσική του Peer Gynt, γράφοντας: “Έχω γράψει επίσης κάτι για τη σκηνή στην αίθουσα του βασιλιά του βουνού -κάτι που κυριολεκτικά δεν αντέχω να ακούω γιατί μυρίζει απολύτως αγελαδόπιτες. υπερβολικός νορβηγικός εθνικισμός και τρολ αυτοϊκανοποίησης! Αλλά έχω ένα προαίσθημα ότι η ειρωνεία θα είναι ευδιάκριτη“
Η σουίτα Holberg του Grieg γράφτηκε αρχικά για πιάνο κι αργότερα ενορχηστρώθηκε από τον συνθέτη για ορχήστρα εγχόρδων. Έγραψε τραγούδια που έθεσε στίχους των ποιητών Heinrich Heine, Johann Wolfgang von Goethe, Henrik Ibsen, Hans Christian Andersen, Rudyard Kipling κι άλλων. Ο Ρώσος συνθέτης Nikolai Myaskovsky χρησιμοποίησε θέμα του Grieg για τις παραλλαγές με τις οποίες έκλεισε το Τρίτο Κουαρτέτο Εγχόρδων του. Η Νορβηγίδα πιανίστρια Eva Knardahl ηχογράφησε ολόκληρη τη μουσική του συνθέτη για πιάνο σε 13 LP για την BIS Records από το 1977 ως το 1980. Οι ηχογραφήσεις επανεκδόθηκαν στη διάρκεια του 2006 σε 12 cds, επίσης από την BIS Records. Ο ίδιος ο Grieg ηχογράφησε πολλά από αυτά τα έργα για πιάνο πριν από το θάνατό του το 1907. Η πιανίστα Bertha Tapper επιμελήθηκε τα έργα του Grieg για πιάνο για δημοσίευση στην Αμερική απ’ τον Oliver Ditson. Η μουσική του Νορβηγού συνθέτη Edvard Grieg έχει χρησιμοποιηθεί εκτενώς στα μέσα ενημέρωσης, τη μουσική εκπαίδευση και τη λαϊκή μουσική.
Η Νορβηγία διοργάνωσε το 1993 εορτασμό για τη 150η επέτειο από τη γέννηση του Grieg, συμπεριλαμβανομένου του “Grieg in the Schools”, με προγράμματα για παιδιά από τη προσχολική ως τη 2βάθμια εκπαίδευση. Τα προγράμματα επαναλήφθηκαν στη Γερμανία το 1996, όπου πάνω από 1000 μαθητές συμμετείχαν στο Grieg in der Schule. Οι εορτασμοί κάλυψαν 39 χώρες, από το Μεξικό ως τη Ρωσία. Περαιτέρω εορτασμοί και της μουσικής του πραγματοποιήθηκαν το 2007, την 100η επέτειο του θανάτου του. Η Βοσνία & Ερζεγοβίνη πραγματοποίησε μεγάλη γιορτή, με τον Peer Gynt και το Κοντσέρτο για πιάνο σε μια δημόσια συναυλία για παιδιά κι ενήλικες. Τον Ιούλιο του 2007 το Συνέδριο Παιδαγωγικής Πιάνου της Αυστραλασίας παρουσίασε έργα του Grieg. Το Bergen University College κι αργότερα το Πανεπιστήμιο του Bergen ονόμασαν τα 3βάθμια μουσικά τους τμήματα Griegakademiet (Ακαδημία Grieg), προς τιμή του συνθέτη.
Το 1960 ο Duke Ellington ηχογράφησε τζαζ ερμηνεία του Peer Gynt στο άλμπουμ του Swinging Suites των Edward E. και Edward G. Ακολούθησε αγώνας στη Νορβηγία μεταξύ του Ιδρύματος Grieg και των υποστηρικτών του, που βρήκαν τις ηχογραφήσεις προσβλητικές για τη νορβηγική κουλτούρα και των Νορβηγών υποστηρικτών του Ellington. Οι εκδόσεις του αποσύρθηκαν από τη διανομή στη χώρα μέχρι το 1967, όταν έληξαν τα πνευματικά δικαιώματα του Grieg. Η κινηματογραφική ταινία The First Legion χρησιμοποιεί τη Σονάτα για πιάνο σε μι ελάσσονα του Grieg σαν τρόπο να εισαγάγει την προσευχή ενός Ιησουίτη ιερέα. Ο ιερέας, πατέρας Fulton, παίζει τη σονάτα σα τρόπο σύνδεσης με τους άλλους Ιησουίτες, όταν αναγκάζεται ν’ αναθεωρήσει τα πρότυπα πίστης τους αφού βιώσει πρώτα αυτοσχέδιο κι αργότερα πραγματικό θαύμα. Το δημοτικό τραγούδι Brothers, Sing On! (Sangerhilsen στο πρωτότυπο νορβηγικό) γράφτηκε από τον Grieg, με στίχους του Sigvald Skavlan και με στίχους στην αγγλική γλώσσα από τον Herbert Dalmas ή/και τον Howard McKinney. Η Ένωση Ανδρικής Χορωδίας Mohawk-Hudson (MHMCA) παρουσίασε το Brothers, Sing On!: μαζική συναυλία με 90 άνδρες τραγουδιστές στο ιστορικό Troy Savings Bank Music Hall στις 3 Μάη 2008, με το ομώνυμο τραγούδι να υιοθετείται ως θεματικό τραγούδι του οργανισμού το 1974. Είχαν προηγουμένως ερμηνεύσει το ίδιο τραγούδι στον ίδιο χώρο το 2002.
Το μιούζικαλ του 1944 Song of Norway, βασισμένο πολύ χαλαρά στη ζωή του Grieg και χρησιμοποιώντας τη μουσική του, δημιουργήθηκε το 1944 από τους Robert Wright και George Forrest. και μια κινηματογραφική έκδοση κυκλοφόρησε το 1970.
Το κινηματογραφικό μιούζικαλ του 1957 The Pied Piper of Hamelin χρησιμοποιεί τη μουσική του Grieg σχεδόν αποκλειστικά, με το “In the Hall of the Mountain King” να είναι η μελωδία που παίζει ο αυλητής (Van Johnson) για να απαλλάξει την πόλη από τους αρουραίους.
Το εναρκτήριο θέμα του πρώτου μέρους του Κοντσέρτου για πιάνο σε λα ελάσσονα του Grieg χρησιμοποιήθηκε από τον Jimmy Wisner, ηχογραφώντας με το όνομα “Kokomo”, στο τραγούδι “Asia Minor”, ένα top-ten pop hit στις ΗΠΑ το 1961.
Ο Eric Morecambe έπαιξε περίφημα «όλες τις σωστές νότες, αλλά όχι απαραίτητα με τη σωστή σειρά» του Κοντσέρτου για πιάνο του Grieg σε ένα σκετς στο Morecambe and Wise Christmas special του 1971 στο οποίο συμμετείχε ο Andre Previn.
Ο “Grieg” είναι ένας κρατήρας στον Ερμή. Έχει διάμετρο 59 χιλιόμετρα. Το όνομά του υιοθετήθηκε από τη Διεθνή Αστρονομική Ένωση (IAU) το 1985. Το Grieg πήρε το όνομά του από τον Νορβηγό συνθέτη Edvard Grieg, ο οποίος έζησε από το 1843 έως το 1907. Το Grieg βρίσκεται μέσα σε ένα μέρος της Borealis Planitia. Στα δυτικά του είναι ο κρατήρας Sor Juana και στα νοτιοανατολικά είναι ο Monet. Στα βόρεια βρίσκεται το Abedin.
Κατάλογος συνθέσεων του Grieg
Σονάτα για πιάνο σε Μι ελάσσονα, Έργο 7
Σονάτα για βιολί No. 1 σε φα μείζονα, Έργο 8
Εισαγωγή συναυλίας το φθινόπωρο, έργο 11
Σονάτα για βιολί No. 2 σε σολ μείζονα, Έργο 13
Κοντσέρτο για πιάνο σε λα ελάσσονα, έργο 16
Παρεμπίπτουσα μουσική στο έργο του Bjørnstjerne Bjørnson Sigurd Jorsalfar, Op. 22
Παρεμπίπτουσα μουσική στο έργο του Henrik Ibsen Peer Gynt, Op. 23
Μπαλάντα με τη μορφή παραλλαγών σε νορβηγικό λαϊκό τραγούδι σε σολ ελάσσονα, έργο 24
Κουαρτέτο εγχόρδων σε σολ ελάσσονα, Έργο 27
Δύο ελεγειακές μελωδίες για έγχορδα ή πιάνο, Έργο 34
Τέσσερις νορβηγικοί χοροί για πιάνο με τέσσερα χέρια, έργο 35 (περισσότερο γνωστό στις ενορχηστρώσεις του Hans Sitt και άλλων)
Σονάτα για βιολοντσέλο σε λα ελάσσονα, έργο 36
Σουίτα Holberg για πιάνο, αργότερα διασκευή για ορχήστρα εγχόρδων, Έργο 40
Σονάτα για βιολί No. 3 σε ντο ελάσσονα, Έργο 45
Peer Gynt Σουίτα Τεύχος 1, Έργο 46
Λυρική Σουίτα για ορχήστρα, Έργο 54 (ενορχήστρωση τεσσάρων Λυρικών Κομματιών)
Peer Gynt Σουίτα Τεύχος 2, Έργο 55
Τέσσερις Συμφωνικοί Χοροί για πιάνο, αργότερα διασκευή για ορχήστρα, Έργο 64
Χαουγκτούσσα Κύκλος τραγουδιών μετά τον Arne Garborg, Op. 67
Εξήντα έξι λυρικά κομμάτια για πιάνο σε δέκα βιβλία, Opp. 12, 38, 43, 47, 54, 57, 62, 65, 68 και 71, μεταξύ των οποίων: Arietta, To the Spring, Little Bird, Butterfly, Notturno, Wedding Day at Troldhaugen, At Your Feet, Longing For Home, March of the Dwarfs, Poème érotique and Gone.