Steen

Βιογραφικό

Ο Γιαν Χάβικζοον Στέυν (Jan Havickszoon Steen, ~1626-1679, Baroque) ήταν Ολλανδός ζωγράφος της «ολλανδικής χρυσής εποχής». Υπήρξεν από τους σημαντικότερους αντιπροσώπους της αξεπέραστης Ολλανδικής τέχνης του 17ου αί. Πραγματεύτηκε πλήθος θεμάτων, αλλά κείνα που τονε κάμανε διάσημο, ήταν οι γεμάτες ζωντάνια ρωπογραφίες, όπου παρουσίασε με μοναδική ακρίβεια, τις ανθρώπινες ιδιοτροπίες κι αδυναμίες. Επίσης παραγωγικός κι αξιοσέβαστος καλλιτέχνης μ’ αναγκάστηκε ν’ ασχοληθεί και μ’ άλλα επαγγέλματα, λόγω της κρίσης της αγοράς τέχνης, εκείνης της εποχής, αφού η χώρα του βρέθηκε 3 φορές σε πόλεμο με την Αγγλία και μια με τη Γαλλία.

     Τα έργα του διακρίνονται για τη ψυχογραφική τους διορατικότητα, την αίσθηση του χιούμορ και την πλούσια χρωματική τους παλέτα. Φιλοτέχνησε τη καθημερινότητα της μεσαίας τάξης. Θεωρείται εκπρόσωπος της ρωπογραφίας του 17ου αιώνα κι ως ιδιοκτήτης μπυραρίας που ήταν, ζωγράφιζε τους πελάτες του σε εύθυμες στιγμές της καθημερινής τους ζωής. Οι μορφές του έχουν λάθη και γενικότερα το έργο του παρουσιάζει ελλειπή καλλιτεχνική επιμέλεια. Παρόλα αυτά, η θεματολογία των έργων του, περίπου 700 πίνακες, είναι ευχάριστα αφηγηματική. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στην παρουσίαση συμποσίων και στην σάτιρα των μικροελαττωμάτων και μικροαδυναμιών των ανθρώπων. Πέθανε αφήνοντας στη χήρα του πολλά παιδιά και βαρύτατα χρέη.
     Γεννιέται στο Λέϊντεν, γιος του Χάβικ, ζυθοποιού και σιτεμπόρου και της Ελίζαμπετ Κάπιτέϊν, κόρης του γραμματέα της κοινότητας. Η ευκατάστατη, καθολική οικογένειά του ασχολούνταν με τη ζυθοποιία και διέθεταν τη ταβέρνα «Ο κόκκκινος ακοντοπέλεκυς» (The Red Halbert) επί 2 γενεές. Ήταν ο μεγαλύτερος από 8 (ή περισσότερα) παιδιά. Όπως ο σύγχρονός του και περισσότερο διάσημος Ρέμπραντ, ο Στέυν φοίτησε στο Λατινικό Σχολείο και σπούδασε στο Λέιντεν. Την εκπαίδευσή του στη ζωγραφική ανέλαβε ο Νικολάες Κνούπφερ (Nicolaes Knupfer, (1603–1660), Γερμανός ζωγράφος ιστορικών και μεταφορικών σκηνών που δραστηριοποιούνταν στην Ουτρέχτη. Η επιρροή του Κνούπφερ είναι εμφανής στη σύνθεση και τα χρώματα που χρησιμοποίησε ο Στέυν. Επίδραση του άσκησαν, επίσης, οι ζωγράφοι Άντριαεν φαν Οστάντε και Ίσαακ φαν Οστάντε, ζωγράφοι αγροτικών σκηνών, που ζούσαν στο Χάαρλεμ. Δεν είναι γνωστό αν ο Στέυν μαθήτευσε σε αυτούς.

     Στα 20 γράφεται στο Πανεπιστήμιο του Λέϊντεν.  Το 1648 μαζί με τον Χάμπριελ Μέτσου (Gabriël Metsu) ίδρυσαν τη Συντεχνία του Αγίου Λουκά στο Λέιντεν. Λίγο αργότερα έγινε βοηθός του φημισμένου τοπιογράφου Γιαν φαν Χόγιεν (Jan van Goyen) και μετακόμισε στο σπίτι του στο κανάλι Bierkade στο κέντρο της Χάγης. Στις 3 Οκτωβρίου 1649 νυμφεύτηκε τη θυγατέρα του φαν Χόγιεν, Χρέτχεν, με την οποία απέκτησαν 8 παιδιά. Ο Στέυν εργάστηκε με τον πεθερό του ως το 1654, οπότε μετακόμισε στο Ντελφτ, όπου διηύθυνε τη ζυθοποιία De Slang («το φίδι» στα ολλανδικά) 3 χρόνια, χωρίς όμως μεγάλη επιτυχία.
     Ύστερα από την έκρηξη της πυριτιδαποθήκης στο Ντελφτ, το 1654, η αγορά έργων τέχνης σχεδόν κατέρρευσε, αλλά ο Στέυν ζωγράφισε το έργο «Ο Δήμαρχος του Ντελφτ κι η θυγατέρα του». Δεν είναι σαφές αν το έργο μπορεί να χαρακτηριστεί πορτραίτο ή σκηνή καθημερινής ζωής.. Το 1651 αποκτά το πρώτο από τα -τουλάχιστον- 7 παιδιά του, τον Ταντέους.
     Το 1654 λήγει ο πρώτος Αγγλο-Ολλανδικός πόλεμος που αφήνει σοβαρό πλήγμα στην αγορά τέχνης κι ο πατέρας του, του βρίσκει δουλειά σε ζυθοποιϊα στο Ντελφτ. 3 χρόνια μετά εγκαταλείπει το επάγγελμα κι η πτώχευση, του αφήνει βαρύτατα χρέη. Ο Στέυν έζησε στο Βάρμοντ, λίγο πιο βόρεια από το Λέιντεν, από το 1656 ως το 1660, οπότε μετακινήθηκε στο Χάαρλεμ ως το 1670. Και στις 2 αυτές περιόδους υπήρξε εξαιρετικά παραγωγικός.

      Το 1665 ξεσπά νέος πόλεμος με την Αγγλία που λήγει σε 2 χρόνια κι η αγορά βρίσκει κάποια γαλήνη. Το 1669 πεθαίνει πρώτα η γυναίκα του κι ύστερα λίγους μήνες η μητέρα του, ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο χάνει και τον πατέρα του. Κληρονομεί σπίτι στο Λέϊντεν και μετακομίζει εκεί. Το 1672 ξεσπά 3ος πόλεμος κι αυτή τη φορά, εκτός της Αγγλίας, μετέχει ως αντίπαλος κι η Γαλλία που ‘χε συνάψει ειρήνη μ’ αυτήν κι η αγορά της Ολλανδίας δέχεται το ισχυρότερό της πλήγμα, στον 17ο αι.
     Το 1762 (που αποκλήθηκε έτος καταστροφής) η αγορά έργων τέχνης κατέρρευσε. Έτσι, ο Στέυν άνοιξε ταβέρνα. Το 1673 νυμφεύτηκε τη Μαρία φαν Έχμοντ (Maria van Egmont), χήρα με 2 παιδιά που προστίθενται στα 6 δικά του και τον επόμενο χρόνο αποκτούνε μαζί ακόμα ένα γιο. Το 1674 έγινε ο επικεφαλής της Συντεχνίας του Αγίου Λουκά. Ο Φρανς φαν Μίερις ο πρεσβύτερος έγινε ένας από τους συντρόφους του στο ποτό. 2 χρόνια μετά, αρρωσταίνει βαριά κι υπογράφει έγγραφο πως ζητά την επιμέλεια των παιδιών του.
     Τέλη Γενάρη 1679 απεβίωσε στο Λέιντεν κι ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου (Pieterskerk) στο Λέιντεν.

Η Οικογένειά του

     Το κεντρικό θέμα των πινάκων του ήτανε σκηνές καθημερινής ζωής. Πολλές παρόμοιες σκηνές που δημιούργησε, όπως στην «Εορτή του Αγίου Νικολάου» είναι ζωηρές μέχρι του σημείου του χάους και της λαγνείας, ώστε η φράση «νοικοκυριό του Στέυν» να φθάσει να σημαίνει τη σκηνή της ακαταστασίας και, στο τέλος, να γίνει ολλανδική παροιμία (een huishouden van Jan Steen). Οι λεπτές νύξεις στους πίνακές του μοιάζουν σαν ο ζωγράφος να προειδοποιεί τον θεατή παρά να τον προσκαλεί να αντιγράψει τη συμπεριφορά που βλέπει. Πολλοί από τους πίνακές του φέρουν αναφορές σε παλιές ολλανδικές παροιμίες ή λογοτεχνικά έργα. Συχνά χρησιμοποιούσε ως μοντέλα μέλη της οικογένειάς του και ζωγράφισε αρκετές αυτοπροσωπογραφίες, στις οποίες δεν επέδειξε καμμία τάση ματαιοδοξίας.
     Δεν περιφρόνησε κι άλλα θέματα: Ζωγράφισε ιστορικές, μυθολογικές και θρησκευτικές σκηνές, πορτραίτα, νεκρές φύσεις και σκηνές απ’ τη φύση. Διάσημα είναι τα πορτραίτα παιδιών που φιλοτέχνησε. Είναι γνωστός για τη μαεστρία που χειριζότανε το φως αλλά και για την επιμονή του στις λεπτομέρειες, που είναι εμφανής σε ορισμένα περσικά χαλιά κι άλλα υφάσματα που κατασκεύασε.

Μέθη

     Ήταν ιδιαίτερα παραγωγικός, αφού δημιούργησε περίπου 800 πίνακες, από τους οποίους διασώθηκαν γύρω στους 350. Η εργασία του έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους συγχρόνους του, γι’ αυτό και πληρωνόταν καλά. Δεν είχε πολλούς μαθητές, καταγράφεται μόνον ο Ρίτσαρντ Μπράκενμπουρχ (Richard Brakenburgh), αλλά τα έργα του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για πολλούς ζωγράφους.
     Το 1945 ο ιστορικός τέχνης Στούρλα Γκουνλάουγκσον (Sturla Gudlaugsson), ειδικός στην Ολλανδική ζωγραφική κι εικονογραφία του 17ου αι. και διευθυντής, τότε, του Ολλανδικού Ιδρύματος για την Ιστορία της Τέχνης και του Mauritshuis στη Χάγη, έγραψε το άρθρο «Οι κωμωδοί στο έργο του Γιαν Στέυν και των συγχρόνων του», που αποκάλυπτε ότι μεγάλη επιρροή στο έργο του Στέυν άσκησε η Συντεχνία των ρητόρων, γνωστών ως Rederijkers και των θεατρικών τους αποπειρών.
     Συχνά εμφανίζονται οι ισχυρισμοί ότι οι πίνακες του Στέυν αποτελούν ρεαλιστική απεικόνιση της καθημερινής ζωής στην Ολλανδία του 17ου αι. Όμως, δεν ήταν όλα όσα ζωγράφιζε ρεαλιστική αναπαράσταση του καθημερινού του περιγύρου. Πολλά έργα του εμπεριέχουν ειδυλλιακές ή βουκολικές φαντασιώσεις με στομφώδη έκφραση, που παραπέμπει στο θέατρο.

Οικογενειακή Υπόθεση

     Η σχέση του καλλιτέχνη με το θέατρο επαληθεύεται εύκολα μέσω της σχέσης του με τους Rederijkers. Υπάρχουν δύο τύποι μαρτυριών για τη σχέση αυτή: 1ον, ο θείος του Στέυν ανήκε στη Συντεχνία ρητόρων του Λέιντεν, όπου ο καλλιτέχνης γεννήθηκε κι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. 2ον, ο Στέυν αποτύπωσε σε πίνακες πολλές σκηνές από τη ζωή των Rederijkers: Παράδειγμα αποτελεί ο πίνακας «Ρήτορες μπροστά στο παράθυρο» του 1662-66, που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Τέχνης της Φιλαδέλφεια. Η ανθρωπιά, το χιούμορ και η αισιοδοξία των μορφών υποδεικνύουν ότι ο Στέυν γνώριζε αυτούς τους ανθρώπους καλά και ήθελε να τους αποτυπώσει θετικά.
     Με το πλούσιο και ηθικοπλαστικό ύφος του είναι λογικό ότι ο Στέυν υιοθέτησε τα θεατρικά στρατηγήματα για τους δικούς του σκοπούς. Υπάρχουν στοιχεία που πιστοποιούν ότι οι χαρακτήρες στους πίνακες του Στέυν είναι, κατά κύριο λόγο, θεατρικοί χαρακτήρες κι όχι προερχόμενοι από τη πραγματικότητα.

Κομπογιαννίτης

     Οι πολυάριθμοι πίνακες του καλλιτέχνη με θέμα «Η επίσκεψη του γιατρού», όπως αυτή του 1665-70 που βρίσκεται στο Ρέικσμουζεουμ δείχνει τη θεατρική του προσέγγιση. Η υπόθεση είναι απλή: Ο γιατρός, που εξετάζει μια νεαρή δεσποσύνη, ανακαλύπτει ότι δεν είναι άρρωστη αλλά στην πραγματικότητα είναι έγκυος. Ο γιατρός απεικονίζεται ως κωμικός χαρακτήρας, που φορά μπιρέτα (λατ. biretum), καπέλο με τέσσερις γωνιές στην κορυφή, ένα doublet (ένδυμα σαν γιλέκο) και μικρό πλισέ περιλαίμιο. Στην πραγματικότητα είναι ντυμένος σύμφωνα με τη μόδα του 1570 και όχι του 1670. Αντίθετα, η κοπέλα φορά αυτά που θα χαρακτηρίζονταν ως «κορυφαίας μόδας» της εποχής που ζωγραφίστηκε ο πίνακας, ένα γιαπωνέζικου στυλ χαλαρό κιμονό.
     Ο αναχρονισμός αυτός μπορεί να εξηγηθεί μόνο με ένα τρόπο: Δεν πρόκειται για πραγματικό γιατρό, αλλά για ηθοποιό, που φορά παραδοσιακή θεατρική ενδυμασία. Σύμφωνα με τον Gudlaugsson, «ποτέ δεν θα μπορούσε ένα τόσο ασυνήθιστο και αναχρονιστικό κοστούμι να εμφανιστεί σε πίνακα του Στέυν».

======================================

‘Αφιξη

 Επισκέπτης

                                         Γιορτή Γενεθλίων

                                                  Γεύμα

       Ξεφάντωμα Χορού Στη Μεγάλη Παμπ

                                     Καυγάς Σε Χαρτοπαιγνείο

        Ένας Κόσμος ‘Ανω-Κάτω (“Προσοχή Στη Λαγνεία!”)

                                    Μάθημα Μουσικής

 Μεθυσμένη

 Ο …Πυρετός Του Έρωτα

                              Οικογένεια Γάτας

              Οικογενειακό Γεύμα Στο Ύπαιθρο

                                               Παιγνίδι

                                              Πάρτυ Φασολιού

 Πρωϊνή Τουαλέτα

 Ρήτορες Στο Παράθυρο

                                   Σκηνή Από Βαφτίσια

                                             Σχολείο Του Χωριού

 Τσούρμο Παιδιών

                                      Ευτυχισμένο Ζευγάρι

                      Υπογράφοντας Τη Γαμήλια Σύμβαση

                                           Χορευτικό Ζευγάρι

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *