Πριν ξεκινήσω το άρθρο οφείλω να πω πω το συγκεκριμένο, δε θα μπορούσα να το φτιάξω, αν δεν είχα τρομερή βοήθεια από τη Μαρία Αρκουλή, την οποίαν ευχαριστώ πάρα πολύ και της εκφράζω το βαθύτατο σεβασμό μου!
Αφορά σε γλωσσάρι από τους βυζαντινούς και κρητικούς χρόνους, μέχρι κάποιο σημείο στα τέλη 19ου αι. Επίσης στο τέλος φιλοξενώ κι ένα ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ακόμα για τα ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ της εποχής εκείνης.
Α
Α,.Σύνδ. υποθ.=αν
αβδέλλα = η βδέλλα
αβοκάτος = δικηγόρος
άβολδούρα = ιταλ. awoltura, avvolgere = περιτυλίσσω, τυλιγμένος ρουχισμός
άβουλα = άνευ θελήσεως
αγάλη (αγάλια) = ήρεμα, σιγανά
αγαλιώ = αγάλλομαι
αγανάκτησι = ταλαιπωρία
αγαφτικός = αγαπητικός
άγ(γ)ουρος = νέος, νεανίας
αγελιά (αελιά) = αγελάδα
αγενίζω = υβρίζω
αγδίκιωτος = ατιμώρητος
αγκούσα = στεναχώρια, θλίψη
αγκουσεύγω = στεναχωριέμαι
αγνεία = αγνότης
αγνωσά = άγνοια
άγνωστος = αμαθής
αγογιάρος = μαινόμενος, μανικός
αγριάδα = αγριότης
αγριεύγω = αγριέυω
αγρινιάζω = θυμώνω, οργίζομαι
άγωμε = πήγαινε, άμε
αδελφοποιτός = αδελφοποιητός
αδερφομοίρι = μερίδιο αδελφού
αδικοκρίτης = άδικος κριτής
αδόντι = δόντι
αδυνατός = ισχυρός
αδυνατεύγω = αδυνατίζω
αζάπης = ταλαίπωρος, καημένος
αζουδιά = γρουσουζιά
αθάλη = τέφρα, σποδός
αθιβολή = λόγος, ομιλία
αθόγαλο = ο επίπαγος του γάλακτος, καϊμάκι
άθος = τέφρα, στάχτη
αθός = ανθός
αθυμώ = δυσθυμώ, στεναχωριέμαι, λυπάμαι
αθώ = ανθίζω
αϊδα (αϊδάρω) = βοήθεια, βοηθώ, βεν. aidar
αίστησι = αίσθηση
ακάμωτος = αγίνωτος, ανεκτέλεστος
ακαρεί = ακαριαία, άμεσα, αμέσως
άκαρπή = στείρα
α(ν) καλά = αν και
ακαρτερώ = αναμένω
ακάτεχος = άπειρος, μη γνωρίζων
ακινάκης = (αρσ., ο,) μικρό ξίφος, σπαθάκι
ακλουθώ = ακολουθώ
ακορδάδος = ιταλ. accordo = ζυγοσταθμισμένο, ρυθμισμένο πλοίο
ακρανιά = κρανιά, (είδος δέντρου)
ακρέμων = ακριανό κλαρί, ακρόκλαρο
ακριβός = πολύτιμος, προσφιλής, φιλάργυρος
ακριβειά = φιλαργυρία
ακριβίζω = ακριβαίνω
ακριμάτιστος = αναμάρτητος
ακρυζώ = ζω λίγο
άκταιρα = τάρταρα
αλάκερος = ολόκληρος
αλάργο = μακράν
αλάφι = ελάφι
αλλάματα = μεταβολές του χρόνου
άλούπια = τα αλεποτόμαρα
αμάδι = ομάδα
αμάλαγος = άδηλος, αγνός
αμαχεύω = οργίζομαι, εχθρέυομαι, επιτίθεμαι
άμβρα = (θηλ. η,) είδος αρώματος
άμε = πήγαινε
αμμέ = αλλά
αμμή = ει δε μη, αλλά, όμως
αμιράς-αμίρισσα *χαιδ.= άρχων-κυρά
αμνόγω – αμνέγω = ορκίζομαι
άμοιαστος = παράλογος, άτυπος
αμμολλάρω ή αμολάρω = αφήνω να πέσει. ιταλ. ammollare, mollare
αμπόδιστρο = εμπόδιο
αμπώθω = απωθώ
αμπωστιά = σπρώξιμο
αμφιλαφής = πλατύκλωνος
ανάβλεμμα – ανάμπλεμμα = ο τρόπος που προσβλέπει κάποιος
ανάδια = αντίκρυ
αναθιβάνω = λέγω, ομιλώ
ανακάτωσι = επαφή
ανακύπτω = (μτφ.) συνέρχομαι, αναλαμβάνω
αναλαμπάνω = ανάβω, καίγομαι
αναλιγώνω = λιώνω
ανάμελος = αμελής
αναμιγή = ταραχή, θόρυβος, αναταραχή
αναμιγίζω = θορυβώ, ταράσσω
αναμνιάζω – ανεμνιάζω = θυμάμαι
αναμουρδώνω = μολύνω
αναπεύγω = αναπαύω
ανάπλαγον = πλαγιά βουνού
αναπλέκομαι – αναπλεμένος = λύνω την πλεγμένη κόμη
αναπνιά = αναπνοη
ανάρετος = ο μη ενάρετος
αναρρίματα = οι κινήσεις και τα σχήματα του σώματος, παράστημα.
ανασπώ – ανεσπασμένος = εκριζώ
ανάστολος = κακόστολος
αναχασκίζω = ανοίγω το στόμα
αναψηφισμένος = ο υπ’ ουδενός λαμβανόμενος σοβαρά υπόψιν.
ανέ – ανέν = αν
ανεγδίκιωτος = ανεκδίκητος
ανέγλυτος = παρθένος, άγαμος
ανέγνοιαστος – ανέγνοιος = αμέριμνος
ανεγνωριά = αγνωμοσύνη
ανέγνωρος = ο μη γνωρίζων, αχάριστος
ανεμιγισμένος = τετεραγμένος
ανεμική = ισχυρός άνεμος, θύελλα
ανεντρανίζω – αναντρατίζω = σηκώνω το κεφάλι, κοιτώ
ανεντράνισμα = ανάβλεμμα
ανεξείκαστος – αξείκαστος = μέγας, υπέρμετρος
ανεπαψάρης = αδρανής, αμελής
ανεπόλπιστος = ανέλπιστος, απροσδόκητος
ανεργισμένος = ενεργητικός, δραστήριος
ανέφελος = ανωφελής
ανισωστάς = αν ίσως
άνοιξι ( το ) = άνοιγμα
ανόριστα = άνευ ορισμού ή διαταγής
αντενοκάταρτον = ναυτική λέξη = σφηνίσκος, πίκι
αντήρητα = χωρίς φόβο
αντιβαδιάζω = αντενεργώ, αντιπολιτεύομαι
αντιμεύγω = ανταμείβω
αντιμέψι = ανταμοιβή
αντιπόρτια = πράγματα, κυρίως ρουχισμός, που παίρνει η νύφη πηγαίνοντας στο σπίτι του συζύγου.
αντιτείνω = αντιλέγω
αξαζόμενος = άξιος
αξαμώνω – ξαμώνω = σημαδεύω, σκοπεύω
αξαργιτού – ξαργιτού = επίτηδες
αξάφτω – ξάφτω = εξάπτω
αουτόρες = συγγραφέας
απαίρω = απέρχομαι, αποχωρώ, φεύγω, αναχωρώ (απήρον, αόριστος)
απάκι = καπνιστό κρέας
απακούω – ‘πακούω = υπακούω
απανωγραμμένα = τα άνω γεγραμμένα
απαραμύθητος = απαρηγόρητος
απαρθινός – απαρθινά = αληθής, αληθώς
απαρκιάδος = έτοιμος
απατά = βεβαίως
απατός ( μου, σου ) = αυτός ο ίδιος
απείς – απείτις = αφού, αφότου, απ’ όπου, από τη στιγμή που, απήτις
απερνώ = παρέρχομαι
απεταχτός = ιπτάμενος
άπικόνουν = ιταλ. appiccare, appiciare, appicco που σημαίνει ενώνω, προσθέτω επιπλέον, στριμώχνω
απιλογιά = απάντηση, απόκριση
απιλογιάζω – απιλογούμαι = αποκρίνομαι
απλικάρω = εφαρμόζω, προσαρμόζω
απογλακώ = καταδιώκω
αποδεκεί = από κει
αποδομένος = καταντημένος
αποζυγώνω = καταδιώκω
αποκαλεμή = η μετά το θερισμό υπολοιπόμενη στον αγρό καλάμη.
απόκεις – απόκει = έπειτα, μετά
αποκλαμός = παραφυάδα ή ρίζα φυτού
αποκολώνω = οπισθοχωρώ
απόκοττα = τολμηρά, θαρραλέα
αποκοττιά – αποκοττώ = τόλμη, θάρρος – τολμώ
αποκουτσουρίδα = απερίσκεπτη ενέργεια
απολιγαίνω = λιγοστεύω
απομαθαίνω = μαθαίνω καλά
απομονάρης = λοιπός, υπόλοιπος
απονέματα = απειλές, λόγια σκληρά
απονούμαι = εχθρεύομαι, μνησικακώ, απειλώ
άποπτος = μη διακριτός, αφανής, μακρινός, απόμακρος, η “εν απόπτω” σημ: μακρόθεν, από μακρυά
απού = από
απού = ο οποίος
αποσάζω – αποσάζομαι = τακτοποιώ – καλλωπίζομαι
απόσταν – αποστάν = αφ’ ότου
αποστέματα = αποστήματα, πληγές
αποταχιά = ταχέως, γρήγορα
αποταχινός = ο προ ολίγου εμφανισθείς
αποφρύσσω = αποξηραίνομαι
απόχωστος = κούφιος
άπραγος = αδαής
απρεζενταρισθή = ιταλ. presentare = παρουσιάζομαι.
αραδιάζω = αράσσω βλ πιο κάτω
αράσσω, (‘ράσσω) = προσορμίζομαι, αγκυροβολώ (αλλά κι εφορμώ) αράζω
αργατινή = η εσπέρα
άργιτα = αργοπορία, βραδύτις
αργομεντάρω = συμπεραίνω
αργώνω = αργώ
αρίφνητος = άπειρος, αναρίθμητος
άρκλα = κτιστός τάφος, λάρνακα
αρκό = κεραυνός
αρμάδα = στόλος, ναυτική δύναμη, ιταλ. armata
αρνεύγω = ειρηνεύω, καταπραύνω
αρχιά ( τα ) η πρώτερη κατάσταση
ασβολωμένος = σκοτεινός, δυστυχής
ασκημάδι = ψόγος, απρέπεια
ασκιά = σκιά
ασούσουμος = αγνώριστος, ελεεινός
ασπαίρω = σπαρταρώ
ασπάλαθος = φυτό
ασπίδα =φίδι
αστοχιά = σιτοδεία
άσφαλτος – άσφαλτα = ασφαλής, σταθερός – βεβαίως
αταξάδα = αταξία
ατζί = πόδι
ατιμάζω = κατηγορώ
ατιμολογώ = υβρίζω, κακολογώ
ατσετάρω = δέχομαι
ατυχιά = πονηρία, κακία
άτυχος = ασθενής, αδύνατος,άθλιος, πονηρός
αυχμηρός = ξηρός, αποξηραμένος, λιπόσαρκος, άνυδρος
αφιδαρεύω = εμπιστεύομαι
αφορμάγρα = μανία, τρέλλα
αφορμάζω = μαίνομαι
αφουκρούμαι = ακροάζομαι
αφούσα = κάψα, φλόγωση
αφριματώ = ξεφυσώ σα ζώο-άλογο
άφτω,αφτομένος, αφτούμενος = ανάβω, αναμμένος
αχαμνός = χαλαρός, αδύνατος
αχάμνωσι = αδυναμία
άχριστα = ασεβώς
αψά = σύντομα
αψόθυμος = οξύθυμος
αψοφιτί = αθόρυβα
Β
βαγίτσα = υπηρέτρια
βαλιδέ-σουλτάνα = μητέρα σουλτάνου, σουλτανομήτωρ
βάνομαι = βουλεύομαι, σκέπτομαι
βάρα = ίσως από το bar=sorta di peso
βαρά = βαρέως
βαρένω = δίδω βάρος, δυσχεραίνω
βαρίσκω = πλήτω, χτυπώ
βάρος = στεναχώρια, δυστυχία
βασιλιός = βασιλιάς
βασκεστίζω = αλλάζω γνώμη, μετανιώνω
βαστέλι = αγγείο, λεκάνη
βγενειά = ευγένεια
βεργαναλεμένος = ψηλός και λυγερός σα βέργα.
βέρσα = στίχοι
βερτόνι – βελτόνι = βέλος
βίγλα = σκοπιά
βιγλίζω = κατοπτεύω
βιζίρης = βεζύρης, υπουργός εσωτερικών
βιόλα = βιολέτα
βίσεκτος = δίσεκτος
βλεπάτορας = φύλακας, φρουρός
βλέπω – βλέπησι = φυλλάτω, προσέχω – φύλαξη
βολά, βολίτσα = φορά
βουηθώ = βοηθώ
βούκινο = σάλπιγγα
βουλή = σκέψη, γνώμη, συμβουλή, απόφαση
βουλώ = γκρεμίζω
βουλισμένος = γκρεμισμένος
βράσι = θερμότητα, στεναχώρια
βουλώ – βυθίζω, βουλιάζω κάτι, καταβυθίζω
βουτσί = οινοβάρελο
βρομένω = σαπίζω
βρουχούμαι = μουγκρίζω
βρώμος = κακοσμία, δυσωδία
Γ
γαλαχτιά = δοχείο γάλακτος
γαληνώνω = καθίσταμαι γαλήνιος
γδικιά = εκδίκηση
γδύνω = λεηλατώ, διαρμίζω, διαγουμίζω
γείρωμαι = εγείρομαι
γεις = εις
γελασιάρης = γελαστός
γενοβέζε = Γενουάτης
γέρα = γηρατειά, γήρας
γέρνομαι = εγείρομαι
γέροντας = προεστός
γη = ή
γιαγέρνω = επιστρέφω
γιαμιά = μεμιάς, αμέσως
γιαπάς = κάθε φορά
γιόστρα, γκιόστρα = κονταροχτύπημα
γιούζμπασης = λοχίας
γκόλφι = εγχειρίδιο, μενταγιόν
γλάκι – γλακώ = τρέξιμο – τρέχω
γλύω = γλυτώνω, ελευθερώνω
γούδουρος = είδος θάμνου
γούμενα = κάλως, σχοινί
γρά = γριά
γράτζια = χάρη
γουβερνάρω = διοικώ
γρινιάζω, γρινιώ = σκυθρωπιάζω
Δ
δάβνη = δάφνη
δαερές = (αρσ. ο,) διαμέρισμα
δαμάκι = μικρό, λίγο
δαμινός = αμυδρός, λίγος
δημησόριον = βεν. dimissoria = quello che la donna possiede oltre la sua dote = εξώπροικη περιουσία.
δημοτελής = δημοσία δαπάνη, ό,τι γίνεται με έξοδα του δήμου
διαβαυκαλίζω = εξαπατώ, ξεγελώ
διάγω, διάζω = πράττω, ερευνώ
διακονούμαι = υπηρετώ
διάξι = τρόπος, διαγωγή
διάρμισι = νοικοκύρεμα
διάταμα = νουθεσία, συμβουλή
διαφορά = κέρδος, έριδα
δίδω = πλήττω
δίπλα (η) = ρυτίδα
διχωστάς = δίχως, άνευ
διώμα = η καλή εξωτερική παράσταση
διωματάρης = χαριτωμένος
δ(ντο)οβλέτι = κράτος, δημόσιο, πολιτεία
δολερός = ταλαίπωρος, αξιολύπητος
δοξάρι = τόξο
δοξεύγω = τοξεύω
δόσα (τα) = δώρα
δότομος = ενήλικας, σε ώρα γάμου
δούδω = δίνω, παρέχω
δουκάτον = νόμισμα
δουμίν = λίγο
δράμω = τρέχω
δριμιά = οξέως, σφοδρα
δριμώνω = οργίζομαι
δυνάζομαι = μπορώ
δυναμερός = δυνατός
δύσμηνος = ταλαίπωρος, δυστυχής, κακόμοιρος
Ε
ε – εν = είναι
εγδέχομαι = αναμένω
εγδοχή = προσδοκία
εγκορδυλώ = τυλίσσω, καλύπτω επιμελώς, (μτφ) κρύβω
έγνοια = φροντίδα, μέριμνα
εγνοιανός = σπουδαίος, σοβαρός
εγνωριμάδι = γνώρισμα
εδά = τώρα
έδε = ιδού, να
εδεπά = ενταύθα
εδέτσι – εδέτις = έτσι, ακριβώς
εδικιότητα = δίκαιο
εδικός = δικός
εις μιό = με μιάς
εκσοβώ = εκφοβιίζω, εκδιώκω, απομακρύνω
εκχωρώ = αποχωρώ, φεύγω, αδειάζω
έλαψι = λάμψη
ελίγος = λίγος
ελικιά = παράστημα (γενικά η ομορφιά)
έμβασμα = το μπάσιμο, εμπασιά
εμιλιά = ομιλία
εναβρυντικός = καμαρωτός, περήφανος
εναγής = ένοχος σε άγος, ανοσιούργος, καταραμένος
έναι = είναι
έντρομα = πρόχειρα, εύκολα
εξά – εξιά = εξουσία – προσωπική ελευθερία
εξαγορία = εξομολόγηση
εξαφνίζομαι = ξαφνιάζομαι, αιφνιδιάζομαι
έξοδος – (πληθ) έξοδες = έξοδο, δαπάνη, πράξη, περιπέτεια, κηδεία
εξοιδώ = εξογκώνομαι, πρήζομαι, (μτφ, φουσκώνω, καμαρώνω, κομπάζω)
επά = εδώ
επαίρω = εξαίρω, δημιουργώ έπαρση, ξεσηκώνω, “παίρνω τα μυαλά”
επακούομαι = υπακούω
επαρχιά = χώρα, εξουσία, αξίωμα
επαφρόδιτον = χάρη, θελκτικότητα, υγεία
(ε)πιβουλιά = κακή σκέψη
επιπροσθώ = βρίσκομαι ή μπαίνω μπρος από κάτι, εμποδίζω
εράθυμος = πονηρός
εργολαβία = ερωτική εξομολόγηση, ερωτοτροπία
εσαμεντζάρω = ερευνώ
εσέβην = (γ’ πρόσωπο) μπήκε.
εσνάφιον = το συνάφι, συντεχνία, παρέα, συντροφιά
έστοντας = επειδή, με το να, επειδή συνέβαινε/συνέβη να (μτχ. αορ. του ρ. είμαι σε θέση αιτιολ. συνδ.)
εταστικώς = εξεταστικά, διερευνητικά
ετζέλι = πεπρωμένο, μοίρα
έτοιο = τοιούτος
ετσά και = αφού
εύκαιρος – εύκαιρα = πρόσκαιρος, μάταιος, κενός – μάταια
ευδία = καλοκαιρία, αιθρία
ευελπισ(τ)ία = εμπιστοσύνη, (ευπιστία)
ευομίλητος = ευπροσήγορος, καταδεχτικός, γλυκομίλητος
εφέντης = άρχοντας
έφορος = ο κομιστής
έχει (τα) = πλούτη, περιουσία
έχω = θεωρώ, πρόκειται
Ζ
ζαβάγρα = αδεξιότητα
ζαβός = αδέξιος, μωρός
ζαβώνω = κάνω ζαβό, μωραίνω
ζάλο = βήμα
ζαμπέτι = άρωμα υάκινθου ή ίριδας
ζαπτιές = χωροφύλακας
ζάρι = κύβος
ζάρω = συνηθίζω, συμπαθώ, ιταλ. usare
ζαφορίζω = βάφω με ζαφορά
ζιγανεύγω, αζιγανεύγω = απατώ
ζιμιό = ευθύς, αμέσως
ζο, οζό = ζώο
ζουγλαίνω =πηρώ,καθιστώ κάποιον ανάπηρο,ατελή
ζουγλός = ανάπηρος
ζυγαρίζω =ταλαντεύομαι
ζυγκί (ή ζεγκί) = το χαλινάρι
ζυγώνω = διώκω, προσπαθώ να συλλάβω
ζυπόνι = επενδύτης
Η
ήγουν = δηλαδή
ήθος = συνήθεια, έθιμο
ημπαρκάρω = επιβιβάζω σε πλοίο
ηταίρι = σύντροφος
Θ
θαράπαψι = εκπλήρωση πόθου, ευχαρίστηση
θαράπειο = ευχαρίστηση
θαρεύγομαι = εμπιστεύομαι
θάρρος = πεποίθηση
θεόσδοτος = δοσμένος από το Θεό
θέτω = κατακλίνομαι, πλαγιάζω
θώρη = όψη
θωριά = βλέμμα
Ι
ιμάμης = μωαμεθανός ιερέας
ιμερόεις =ποθητός (εκ του ίμερος)
ιμιτάρω = μιμούμαι
ιντάγια. βενετ. tagia. tagliato, δηλαδή κομμένη.
ιντερογάρω = ερωτώ
ιππάρι = άλογο
ίτις = έτσι
ι(χιτάς) = επιφώνημα ευαρέσκειας
Κ
καβαλλιέρος = ευγενής
καβάδια = μακρύς κι ευρύχωρος επενδύτης περσικής ή ασσυριακής προέλευσης που τα χρόνια αυτά θεωρούνταν ένδυμα προυχόντων (καβάδιον, καφτάνι). Στη βυζαντινή περίοδο έτσι ονομαζόταν το είδος φαρδιού επενδύτη που τον φορούσαν οι στρατιώτες. καβάδιον.
κάβος = μέτρο μήκους με σχοινί, ιταλ. cavo = καλώδιο, σχοινί
καβούκι = κάλυμμα κεφαλής, κουκούλα
κάηλα, κάημα = κάψα, θέρμη, φλόγωση
καδέγλα = καρέκλα
κάθα = καθένας
καθείργω = φυλακίζω
κακαποδομένος = ο έχων κακή έκβαση
κακόβιος = κακοζωισμένος
κακοδιαρμίστρα = κακή νοικοκυρά
κακομάζαλος = κακορίζικος, άτυχος
κακωσυνεύγω = γίνομαι ή φαίνομαι κακός
κακωσύνη = έχθρα, οργή
καλά και = αν και
καλ(λ)ιβώνω ή καλ(λ)ιγώνω = πεταλώνω, βάζω πέταλα
καλλιά = καλύτερα
καλοπόδαρος = ευτυχής, αίσιος
καματερή = εργάσιμη ημέρα
κάμερα = κάμαρα
καμμυώ = μισοκλείνω τα βλέφαρα, μισοκοιμάμαι
κάμνω = κουράζομαι (απόκαμνα)
καμουκάς = πολυτελές ύφασμα ή φόρεμα
καμποσάκι = λίγο
κανισκεύω – κανίσκι = δωρούμαι – δώρο
κάποθεν = κάποτε
κάπονας = ευνούχος πετεινός
καπονέρα = όρνιθα καπόνων
καπουδάν-πασά = ναύαρχος, αρχηγός στόλου ή καπετάν-πασά τουρκ.
καπούτσο (το) = σκούφος, κουκούλα των φραγκοκαλόγερων
καρδιοφλογίζομαι = στεναχωριέμαι
κασσιδιάρης = ψωριάρης
καταδίκη = καταστροφή
καταλυμός = φθορά, καταστροφή
καταλυώ – καταλώ = φθείρω, αφανίζω
κατανταίνω = κλείνω, αποβαίνω
καταπεδουκλώνομαι = εμπλέκομαι
καταρδινιάζω = ετοιμάζω, παρασκευάζω
κατάρθε = κατέπεσε, κατήντησε
κατασκεπαστός = απόκρυφος, αφανής
κατασπώ = σπάζω, τελείως
κατασταίνω = φέρνω εις πέρας, καθίσταμαι, γίνομαι
κατατάσσω = ησυχάζω, ηρεμώ
κατάχερα = μόλις
κατάχωστα = κρυφά, αφανώς
κάτεργο = γαλέρα, καράβι
κατεχάρης, κατεχάρα = ειδήμων, έμπειρος – η
κατηγορούμαι – κατηγορημένος = εξασθενώ – εξασθενημένος
κατήνες = αλυσίδες
κατνή = ίσως από το ιταλ. catino = λατ. cattinus = γλαυκός, το γκρίζο χρώμα ή το γκριζωπό.
καυκί (του γιαλού) = η θαλάσσια λεκάνη
καυκούμαι = καυχιέμαι
κεμέρι = το πουγκί, κρυφή τσέπη για χρήματα, βαλάντιο, κομπόδεμα
κεντώ = κεντρίζω, καίω, κατακαίω
κενώ = αδειάζω, εκκενώνω
κιαουλιάς = καθόλου
κιάς – σκιάς = καν, τουλάχιστον
κιαχαγιάς = γραμματεύς
κιβόρι = τάφος
κιντινάρι = εκαντοντάδα
κιρκέλι = κρίκος
κισμέτ(ι) = τυχερό, πεπρωμένο, μοίρα
κλαδοτσύμπαλον = μουσικό όργανο, κλειδοκύμβαλο
κλάημα = κλάμα
κλιέντοι = πελάτες
κλινάρι = κλίνη
κλιτός = κατηφής, άθυμος, ταπεινός, επίρρ. κλιτά = ταπεινά, με συντριβή
κλιτότη = ταπεινότητα, σεβασμός
κνογελώ = μισοχαμογελώ
κόβγομαι = προαισθάνομαι, μαντεύω, καταπονούμαι
κοιτωνίτης = νυχτικό, πυζάμα
κόκκαλος = το ισχίο, ο μηρός
κοκκιάζω = τοποθετώ το βέλος στο τόξο για να τοξεύσω
κοκκιαστός = ο έχων τοποθετήσει το βέλος στην εντομή του τόξου για τόξευση
κοκκινάδι άλούπια = τομάρια αλεπούδων χρώματος κόκκινου.
κοκκινίζομαι = φτιασιδώνομαι
κόμπωμα = απάτη, προσποίηση
κομπώνω = απατώ, πλανώμαι
κονσέγιο = συμβουλή
κονταρά = βολή κονταριού, ακόντισμα
κοντάρεμα = κονταροχτύπημα
κοντετάρω = ευχαριστώ
κοντέυγομαι = βραχύνομαι
κοντό = άραγε
κοράτζα = θώρακας
κουκλώνω = σκεπάζω, καλύπτω
κουκουβίζω = κουρνιάζω
κουκούρης = άνθρωπος του βουνού, αγροίκος
κουλουμουντρίζω = κουτρουβαλώ
κουμπανιά (η) = τρόφιμα
κουνενός = πήλινο αγγείο
κούντουρος = βραχύς, κοντός
κουράδι = κοπάδι
κουρμπάνι = εξιλαστήριο θύμα
κουρνός = ο έχων το χρώμα της κουρούνας
κουρούπι = πυθάρι
κουρφαναδακρυώνω = κρυφοδακρύζω
κουρφανεντραντίζω = προσβλέπω κρυφά
κουρφεύγω = κρύβω
κουρφός, κρουφός = κρυφός
κούτομαι = νομίζω
κουτρούλης = κουρεμένος, φαλακρός
κοφτά = σκαλιστά
κοχλός = βλάκας, ηλίθιος
κρατημένος = υπόχρεος
κρέδω = πιστεύω
κριάς = το κρέας
κριγιός = κριάρι
κριματίζω = κολάζω
κριμένη = βασανιστική, βασανισμένη
κρίσι = απόβαση, βάσανο
κριτήριο = βάσανο, βασανιστήριο, δικαστήριο
κρούβγομαι = κρύβομαι
κρουσεύγω = λεηλατώ
κρυγαίνω – κρυγιός = ψύχομαι, απόθαρρύνομαι – ψυχρός
κτάσσομαι = διανοούμαι, σκοπεύω
κύρις = πατέρας
Λ
λαβρίζω = φλέγω, καίω
λαγκά (το) = λαγκάδι, κοιλάδα, φαράγγι
λαγούτο = βάρβιτος
λαήνι = αγγείο
λάλος = κελαρυστός
λάμνω = κωπηλατώ
λαμπάνω = καίγομαι
λαντουρώ = ραντίζω
λάρι = κριθαράκι ( ασθένεια του ματιού )
λαχαίνω = πετυχαίνω
λεβάδα = αποπλέει, (φράση: κάνει λεβάδα), ανοιχτό λιμάνι βεν. levada
λειώ = δυαλύω, αναλύω
λεμεντίστρα = γκρινιάρα, παραπονιάρα
λεμεντάρομαι = παραπονιέμαι
λευχείμων = φορών λευκά ρούχα, λευχειμονώ = φορώ λευκά
λιγαίνω = λιγοστεύω, αδυνατίζω
λιγύφθογγος = υψίφωνος, καλλίφωνος
λιγώνομαι = λιποθυμώ
λιμιώνας = λιμάνι
λίμπρο = βιβλίο
λινόξυλα = τα ξύλα (φρύγανα) που απομένουν μετά τη σπάθιση του λιναριού.
λιόντας,λεντάρι = λιοντάρι
λογάρι = θησαυρός
λογούμαι = θεωρούμαι
λουμπάρδα – λυμπαρδιά = κανόνι – κανονιά
λοντζάρω = διαμένω, καταλύω, εγκαθίσταμαι, βεν. lozar
λούπης = αρπακτικό όρνεο, είδος γερακιού
λουχτούκισμα = λυγμός
λουχτουκιώ = κλαίω με λυγμούς
λόχη = γλώσσα πυρός, φλόγα
λυγερή = κόρη
λύμη = φθορά
λυσίκομη = με λυμένα μαλλιά, αχτένιστη
λύω = καταστρέφω
λωφώ = παύω
Μ
μαγάρι = μακάρι
μαγατζάς = αποθήκη, κατάστημα, εργαστήριο
μαγληνός = μαλακός, λείος
μαγνιά = ύφασμα, λεπτό και αραιό
μα(γ)ούνα = φορτηγίδα
μαδί = το χρήμα
μάθημα = συνήθεια
μαΐστρα κάνναβα = μαΐστρα = κύριον ιστίο, μεγάλα πανιά από κάνναβι.
μαλάκα = είδος τυριού, μυζήθρα
μαλιά (η) = πόλεμος
μάλλιος – μαλλιοστός = μάλλον – μάλιστα
μαλοκοπιέμαι = καυγαδίζω, μαλλώνω, φιλονικώ
μανάρι = πέλεκυς
μανίζω = οργίζομαι
μάνιτα = θυμός
μανιφέστο = προκήρυξη
μαντρέτο = είδος σπαθισμού, χτύπημα σπαθιού (όρος ξιφασκίας)
μαργώνω = παγώνω, κρυώνω, μαραίνομαι
μαρτυρεύω = βασανίζω
μαστίζω = μαστιγώνω
ματοπίναι = βρυκόλακες ,(δηλ. οι Τούρκοι)
μελισταγής = μελιστάλαχτος, γλυκομίλητος
μελλέτικο = πεπρωμένο
με(ι)ντέρι = ανάκλιντρο, καναπές, χαλί, στρώμα
μεντζαρόλα = κλεψύδρα
μερχαμέτι = έλεος, χάρη, συγχώρεση
μεσοξετρουμισμένος = πανικοβλημένος
μεταθεμός = μεταβολή, τροποποίηση
μετζέτι = χώρος προσευχής
μέτρο = κατάσταση, περίσταση
μητάτο = τυροκομείο
μικιάνι = χώρος διαμονής, έδρα, τόπος στάθμευσης
μισοφορμάρης = σχεδόν τρελλός
μισσεύω = αναχωρώ, φεύγω
μίσσος (το) = μερίδα φαγητού
μιστός = μισθός
μιτσός = μικρός
μνέγω, μνόγω = ορκίζομαι
μνημούρι = μνήμα
μόδος = τρόπος
μόνιος = μόνος
μονιτάρου = εξ ολοκλήρου, εντελώς
μονόπλατο-ες = σιδερένια μανίκια
μορπί (το) = έφεση, επιθυμία
μοσκολαντουρούμαι = λούζομαι με αρώματα
μουγκούμαι, μουγκάζομαι = μουγκρίζω, βγάζω άγριες φωνές ή βογγώ
μουλώνω = σκύβω, ζαρώνω
μουχαγιάρι = από την αραβική mukhayyar = ύφασμα ελαφρύ μάλλινο (αγγλ. mohair), από μαλλί κατσίκας angora
μοχαλεμπί = γλύκισμα ανατολίτικο
μπακίρα = χύτρα, καζάνι
μπαριάκι = μπαϊράκι, σημαία / μπαριακτάρης = μπαϊρακτάρης, σημαιοφόρος
μπαστολοϊζω = δέρνω, ραβδίζω
μπέης = αξιωματούχος, τουρκ. bey
μπιτάρω = γεμίζω, εποικίζω, ξε-μπιτάρω = ερημώνω, απομακρύνω με βία τους κατοίκους
μπομαδένιος = λουστραρισμένος
μπορά = μπορεί…να
μπουκούνι = εκλεκτό φαγητό
μπουμπάρδα, μπουμπαρδιά = κανόνι, κανονιά
μπουρέκι = είδος γλυκού, είδος φαγητού
μπουφούνα = υβρ.επίθ. γυναικός
Ν
ναίσκε = ναι, μάλιστα
νάκαρα = σωματικές δυνάμεις
νάτο (το) = σχήμα , κομψή κίνηση του σώματος
νειδίζω = κατηγορώ, μέμφομαι
νεκατωμένος = ανακατωμένος, ανάμικτος
νένα = τροφός
νετζεσάριο = βόθρος
νέφαλο = νεφέλη
νιάκαρη = μουσικό όργανο, σάλπιγγα
νίκος (το) = η νίκη
νιψίδι = φτιασίδι
νοστιμίζω = αρέσω
ντελόγ(κ)ο = πάραυτα, αμέσως
ντεσπούτα = συζήτηση
ντεσπιεζέρω ή ντεσπιαζέρω = απαρέσκω, δυσαρεστώ ιταλ. dispiagere
ντετόρος – ντεντόρες = ιατρός – δικηγόρος
ντήρησι = φόβος, δειλία
ντηρούμαι = δειλιάζω
ντισκορέρω = συζητώ
ντόνια = η επικράτεια, ο ντουνιάς, ο κόσμος
ντόσια = η λέξη μάλλον προέρχεται από τη γαλλική dos=πλάτη και την ιταλική dosso, dorso, dorsum. Εδώ προκειμένου για ένδυμα, έχει τη σημασία του επενδεδυμένου ρούχου και μάλιστα τέτοιου που να καλύπτει τη πλάτη
ντουλαμάδια = Ένδυμα μακρύ, κάνδυς, επανωφόρι.
ντουναλμάς ή ντουνανμάς = στόλος , τουρκ. donanma
νυχτοπαρωρώ = αγρυπνώ και περιφέρομαι τη νύχτα
νώμος = ώμος
Ξ
ξάβνου = ξαφνικά
ξάζω, ξιάζω = αξίζω
ξαμώνω = σημαδεύω, σκοπεύω
ξαναγιαγέρνω = επιστρέφω πάλι
ξανασάζομαι = διορθώνομαι εκ νέου
ξανοίγω = βλέπω, παρατηρώ
ξαργιτού, αξαργιτού = επίτηδες, από σκοπού
ξαρρωστικό = αναρρωτικό έδεσμα
ξαφορμίζω = τρελλαίνω με φωνές, αποδοκιμάζω θορυβωδώς ,τρελλαίνομαι.
ξάφτω = εξάπτομαι, θυμώνω, εκ του εξάπτομαι
ξεβγάνω = φονεύω
ξεβουρβουλώ = πηγάζω, αναβλύζω
ξεγκουσεμός = απαλλαγή
ξεγκουσεύγω = απαλλάσσω από στεναχώριες
ξειδωτόν = οίνος φτιαγμένος με άγουρα σταφύλια
ξεκαθαρίζω = διατάζω, ορίζω
ξεκινώ – ξεκινημός = παρακινώ – παρακίνηση
ξεκοκκινίζω = γίνομαι κόκκινος, ερυθραίνομαι
ξεκουτρουμίζω = τρομάζω
ξέλαμπρος = υπέρλαμπρος
ξελιγώνομαι = συνέρχομαι από λιγοθυμία
ξεμιστεύγω = διαχωρίζω
ξενίζομαι = παραξενεύομαι
ξεπεριορίζομαι = αποβάλλω τας φρένας
ξεσειρίζω = βγαίνω από τη σειρά
ξέσκλισμα = ξέσκισμα
ξεστήχου = από στήθους
ξεσφαίνω = σφάλλομαι, λησμονώ
ξετραχηλισμένος = ατημέλητος, ρακένδυτος
ξετρέχω = διώκω, αναζητώ
ξετρουμίζω – ξετρουμισμένος = εκπλήττω, τρομάζω – παράφρων
ξετουλουμιάζω = γδέρνω
ξεχάνω = λησμονώ
ξήλαμπρος = περίλαμπρος
ξιππάζω = τρομάζω
ξιφτέρι = γεράκι
ξόδι = κηδεία
ξόμπλι = παράδειγμα
ξομπλιάζω = εξετάζω, παρατηρώ προσεχτικά
ξορίζω = φυγαδεύω
ξύλο = πλοίο
ξωμένω = μένω έξω, διανυκτερεύω κάπου
ξώφαλσος, ξώφαρσος = επιπόλαιος
Ο
ογάι, ογό = αλίμονο
ογούρι = όρεξη, κέφι
οδεύγω = περπατώ
οζό, οζά = ζώο, ζώα
οκ = εκ, από
οινάρι = οίνος
οκάπου = κάπου
ολοτενιάς = ολότελα, παντελώς
ολπίδα, ορπίδα = ελπίδα
ολπίζω = ελπίζω
ολωνομπρός = πρώτιστα
ομάδι = μαζί
ομνέγω = ορκίζομαι
ομπεδίρω ή ομπιδίρω = υπακούω, ιταλ. obbedire ή obbidire
όντε(ν), όντες = όταν
όντις-όντινας = καθένας
ορανός = ουρανός
οργιάν = βυζαντινό μέτρο γης αντιστοιχούσε με 9 σπιθαμές ή 27 γρόνθους, το μέτρο που ισοδυναμούσε με την απόσταση των εκτεταμένων βραχιόνων
όργιτα = έχθρα, μίσος
ορδινιά = τάξη, ετοιμασία, διαταγή
ορδινιάζω = διευθετώ, συμβουλεύω, διατάζω, προετοιμάζω, ορμηνεύω
ορθώνω = τακτοποιώ
ορίζω = διατάζω, κυβερνώ
ορ(γ)υάκι = ρυάκι
όσταλιάν = ιταλ. ostale = φιλοξενία, άσυλο (ospitai, hôtel), η κατόπιν αδείας παραμονή του πλοίου σε λιμάνι.
όφκαιρος = άδειος, μάταιος
οφτό = ψητό
οχ = εκ, από
οψές = χθες
οψές αργάς = χθες βράδυ
Π
παβάνα = είδος χορού
παβιόνι = σκηνή, στρατόπεδο
παγουνάντζα = paonazzo, pagonazzo=colore tra azzuro e nero
παιγνίδι = πολεμικό μουσικό όργανο
παίδα = βάσανο, στεναχώρια
παιδογγονώ, παδοκομώ = αποκτώ απογόνους
παιδωμή = ταλαιπωρία
παλαμίζω = ορκίζομαι
παλέτσα = είδος χονδρού στρώματος
παλλάδα ή παλάδα= βολή σφαίρας, συγχρονισμένο χτύπημα κουπιών, ιταλ. palada ή palata
πανέγλυκες = παρθένες
πάντα = είδος σπαθισμού
παντήχω = συναντώ
παραβγαίνω = πέφτω σε παράπτωμα
παραγδικιώνω = εκδικούμαι υπερβολικά
παραγροικώ = εννοώ εσφαλμένα
παραζιγανεύω = αδικώ, απατώ
παραθεσμιά – παραθεσμώ = αναβολή, βραδύτης – αναβάλλω
παραθεσμιάρης = αναβλητικός και αδρανής
παραμανίζω = οργίζομαι, θυμώνω
παρασυνηφέρω = συνέρχομαι λίγο, αναλαμβάνω λίγο
παράταξι = διασκέδαση, θεραπεία, άνεση
παράχωστος = απόκρυφος, αδρανής
παρτίδο = μέρος, μερίδα
παρτολογώ = μεροληπτώ υπέρ κάποιου
πάρωρα = πολύ αργά
πάσκω = προσπαθώ
πασπάλη = σκόνη
πασσάτα = είδος σπαθισμού
παστικά = άσματα εγκωμιαστικά των νυμφίων
πατίρω = υποφέρω, υφίσταμαι
πατούχα = πατούσα πέλμα
πεδουκλώνω = συμπλέκομαι
πελελάδα = ανοησία
πελελός = μωρός
περαζόμενος (καιρός) = παρελθόν
περγέλια = εμπαιγμοί, περιπαίγματα
περιδιαβάζω = διασκεδάζω
περιδιάβασι = ψυχαγωγία
περιλαμπάνω = περιλαμβάνω, περιπτύσσομαι
περιμπλέματα = εναγκαλισμοί
περιτρέχει = συμβαίνει
περιλαμπαστός = αγκαλιασμένος
περμαζώνω = συναθροίζω
περιορίζομαι = στεναχωριέμαι
περίκολο = κίνδυνος
περιτοπλιάς = ναι μάλιστα, ιδίως, προπάντων
πέρπυρα = είδος νομίσματος
πέτουμαι = περηφανεύομαι, κομπορρημονώ
πηλά (τα) = λάσπη
πηνάτα = στάμνα, δοχείο πήλινο
πιλαλώ = τρέχω, πηλαλώ
πιναρός = ακάθαρτος, βρώμικος
πιπιρίζω = τρύζω, πιπίζω ( στα πτηνά )
πιστιοκαπλόδετα = δερμάτινοι ιμάντες που στερεώνουν το σαμάρι στο μεταφορικό ζώο
πίσω (τα) = μέλλον
πιτίμιον = επιτίμηση, τιμωρία
πιττάκι = επιστολή
πλαντώ = αποπνίγομαι, στεναχωριέμαι
πλήσος, πλήσιος = άφθονος, πλούσιος
πλήσκω = πλήττω, βαριέμαι
πλιά = πλέον
πλουσιοφραμένος = ο απολαμβάνων άφθονα
ποδιά = κόλπος
ποδόζαλα = τα ίχνη των ποδιών
ποέτα = ο ποιητής
ποδότης = πρωρεύς, πιλότος
ποθεμπού = από που
ποθές = κάπου
πόκος = δέρμα προβάτου, μαλλί κουρεμένου αρνιού
πολλά = πολύ.
πολιτική = γυνή ελαφρών ηθών
πολυταρίχνω, πολύταρώ = ρίχνω μακριά, απορρίπτω
πορπατέ (η) = το βάδισμα
πορτίζω = πιάνω λιμάνι, ξε-πορτίζω = αφήνω το λιμάνι
πόρτο = λιμάνι
ποταμίδα = εντομοφάγο πτηνό
ποτάσσω = κτώμαι, κατέχω
ποτούρι = είδος παντελονιού
πουναλιά = μαχαιριά
πουνιάλο = μαχαίρι
πουργώ = βοηθώ
πούρι = λοιπόν, βεβαίως, εν τούτοις, άραγε, αρκεί μόνο
πουσούνιν = πετσέτα
πράσσω = ενεργώ, φοιτώ
πρέζα = λάφυρο
πρεζίντιο = φρουρά της πόλης
πρεκάτσο = όφελος
πρικαίνω – πρίκα,πρικύς = πικραίνω – πίκρα, πικρός
πρικορρίζικο (το) = πικρή μοίρα
πρίχου = πριν
πρόζα = πεζός λόγος
προθυμερός = πρόθυμος
προπονέρω = προτείνω
προσερέγομαι = ευχαριστιέμαι
προσέττα = στιχούργημα
προυκί, προυκιό = προίκα
πρωτοφθαίστης = πρωταίτιος
πρωτινός = προηγούμενος
πυροβολικά = τσακμακόπετρα για άναμμα φωτιάς
Ρ
ραθυμώ = στεναχωριέμαι, αδημονώ
ράζον = είδος υφάσματος πολύ λεπτού και λείου.
ρασά = μάλλινο ύφασμα
ράσσω = επιτίθεμαι, ορμώ
ρεμέδιο = γιατρικό
ρέμπεμαι = υπερηφανεύομαι
ρετόρικα = ρητορική
ρετράτο ή ριτράτο = εικόνα, πορτρέτο, προσωπογραφία ιταλ. ritratto
ρηγάτο = βασίλειο
ριζικάρης = ευτυχής
ριζιμιό = ριζωμένο, φυσικό
ριμάρω = στιχουργώ
ρίφι = ερίφιο
ροβέρσο = είδος σπαθισμού
ρόγα = μισθός
ροζονάρω = κουβεντιάζω
Σ
σάζω = διορθώνω, διακοσμώ
σάλαγος = θόρυβος, ταραχή
σάσμα = διόρθωση
σαψάλης = οκνηρός, τεμπέλης, ανεπρόκοπος
σβίγα = τροχός
σγαλεμπράττο = είδος σπαθισμού
σγευρός = ολόκληρος
σεκέστρα: μεγάλα καλάθια ή μπαούλα βεν. secchia = ο μεγάλος κάδος.
σεκρέτο = μυστικό
σελαμλίκι = διαμέρισμα ανδρών, ανδρωνίτης
σεπέτι = σεντούκι
σερασκέρης = αρχηγός, στρατηγός, / σερασκέρατο = αρχηγείο, στρατηγείο
σερβέτα = το σαρίκι
σερνούμενο = ερπετό
σέρνω = αποσύρομαι, απομακρύνομαι
σιγανεύγω = ηρεμώ, ησυχάζω
σιγανότητα = ηρεμία
σκαλέρι = βαθμίδα, σκαλοπάτι
σκανίζω = βρωμίζω
σκάννι = σκαμνί, εδώλιο, θρανίο, γραφείο ιταλ. scanno
σκέμμα = σκέψη, διανόημα
σκεντζεύω = ταλαιπωρώ, βασανίζω, τυραννώ
σκιανάδα = σκιά
σκιανός (ο) = σκιά
σκίμπους = σκαμνάκι
σκολάρος = μαθητής
σκονάδι = ηθική μομφή, ελάττωμα
σκούζα = συγνώμη
σκούταρι = ασπίδα
σκουτέλι = πήλινο σκεύος
σκριτόριο = γραφείο
σμαϊδα = τζαμί
σμίξι = γάμος
σόθεμα = σόθεμα, η τάξη του σώματος, συμμετρία
σοθέτω = τακτοποιώ
σοκκόρσο = βοήθεια, ενίσχυση, ιταλ. soccorso
σολ(ν)τάδος = στρατιώτης
σοναδόρος = μουσικός
σονάρε (το) = η μουσική
σονάρω = παίζω όργανο
σοπάτι = ισόπατο, ισόπεδο
σουβαρής = μέλος καταδιωκτικού αποσπάσματος
σουρμαλίζομαι = βάφομαι με μαύρο χρώμα
σουρτούκης = ακατάστατος, ανοικοκύρευτος, αλήτης
σουσούμι = σημείο, γνώρισμα, τόπος
σουσουμιάζω = παρομοιάζω
σοφτάς = μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής
σπαλιέρα = εσάρπα από την ιταλ. spalla = ράχη, πλάτη.
σπεδίρω, σπιδίρω = στέλνω (βοήθεια) ιταλ. spedire
σπέρματα = τα σπαρτά
σποδώνω = διαφθείρω, βλάπτω, εμποδίζω
σπούδα = σπεύση, βιάση
σπουδάζω = βιάζω, ταχύνω
σπουδαχτικός = επείγων, σπεύδων
σπούρδα = φαρέτρα
σταλάρω = σταματώ
στανικώς = με το ζόρι, παρά τη θέληση
στάνιος = ιταλ. stagno, προκειμένου για πλοίο, το καλά καλαφατισμένο
στένω = στέκομαι, σταματώ, προσηλούμαι (επι οφθαλμού)
στερεύγω = φυλάω, κρατώ,φείδομαι
στερίδιον = προφανώς από το ρήμα στερρώ, αποστερρώ, έχει τη σημασία του υπόλοιπου.
στοιχίζω = υπηρετώ ως δούλος
στοναχή = αναστεναγμός
στεριά = στέρεα
στομώνομαι = ακονίζομαι
στόρησι = ζωγραφιά, εικόνα
στραβοθωρώ = προσβλέπω απειλητικά
στρεπιτάρω = θορυβώ
στρέπιτο = θόρυβος
στρηνιώδης = αλαζονικός
στρουφταλίζω = αστράφτω, γυαλίζω
συβάζω = συμβιβάζω
σύβασι – συβαστικός = συμφωνία – σύμφωνος, συμβιβαστής
συγκεραστικός = ανάμικτος, ήπιος
σύγκλυση = πλημμύρα
σύγκρατος = συγκρέατος, μετα του κρέατος
συνήβασι = συμφωνία
συνηφέρνω = συνέρχομαι
συντηρώ = παρατηρώ, βλέπω
σύνωρος = πρόσφατος, νέος
συργουλιά , συργουλιστά = θωπεία, κολακευτικά
συργουλίζω = θωπεύω, καλοπιάνω
συσταίνω = διευθετώ, τακτοποιώ
συχνανεντρανίσματα = το συχνό ανάβλεμμα
σφαίνω, σφάνω = σφάλλομαι, αμαρτάνω
σφάκα = πικροδάφνη, ροδοδάφνη
σφάκελα = αλίμονο
σφαράσσω = σπαρταρώ
σφονδήλια άλουπών = εδώ τράχηλοι, λαιμοί, αυχένες αλεπούδων.
σφορά = συμφορά
σω = σείω, σείομαι
σώνω =φτάνω
Τ
τακάρω = επιτίθεμαι, συγκρούομαι
τακρίρι = απόφαση, ετυμηγορία
ταμπούκι = τουμπελέκι, μικρό τύμπανο, ανακαράς
ταρκάσσι = φαρέτρα
τάσσιμο = υπόσχεση
τάσσω = υπόσχομαι
ταχιά = αύριο, πρωί
ταχινή = πρωία
ταχτικός = κόσμιος
τεζιάχιο = ο πάγκος
τέρνο = τρία
τετραλύγιστος = ευλύγιστος, λυγερός.
τεφέζα = άμιλλα διαξιφισμού
τζάκο = αλυσιδωτός θώρακας
τζαμεντάνι = είδος υπενδύτη, γιλέκο
τζαντουνιά = πολυτελή υφάσματα
τζάπα = τσάπα, μαδέρι, επιγκενίς, ζωστήρ, λυσόξυλο
τζάτζαλα = κουρέλια, φλυαρίες
τζελάδα = ασπίδα
τζέλεγος = στρουθίο, σπουργίτι
τζεντάδια = πολύτιμα, ελαφρύτατα, μεταξωτά ύφασματα (zendado)
τζίλοτζα = διχτυωτό καφάσι
τζισβές = το μπρίκι του καφέ
τζίτερα = κιθάρα
τζόγια = στεφάνι, κόσμημα
τζυκάλι = τσουκάλι
τίβετας, τίβετσι, τίβοτσι = τίποτα, τι
τιπελίδικος = θολωτός, υψηλός
το(υ)ζλούκι = είδος γκέττας
τοκάρω = αρμόζω, πρέπει
τόμου = ευθύς, ως, μόλις
τονθορύζω = μιλώ χαμηλόφωνα, ψιθυρίζω
τόπακας = σωματώδης, ογκώδης
τόρνεσι, πληθ. τορνέσα = νόμισμα, χρήματα
τορνίτζα = ιταλ. tornicolo = attrezo navale (ναυτικό εξάρτημα)
τούμβα = ύψωμα, λόφος
τρα = τρία
τράβα (η) = δοκός
τραϊτοριά = δόλος , επιβουλή
τράλα = σκοτοδύνη, ζάλη
τράντα = τριάντα
τρατάρω (λόγια) = λέω, θεωρώ
τράφος = φράχτης με ξερολιθιά
τρίχαπτον = λεπτή καλύπτρα
τροπώνω = ράβω
τρώγουσα = ασθένεια
τσακπίνι = πονηρός, κατεργάρης, απατεώνας
τσαμαρδαρός = ρακένδυτος
τσαπράζ-ντιβάν = καναπές με κρόσσια
τσαρδίνια = είδος υποδημάτων
τσαρσί = αγορά, το παζάρι
τσ(ζ)ελάτης = εκτελεστής, μέλος εκτ. αποσπάσματος, δήμιος
τσιμέρι, κιμέρι = κορυφή, λόφος κράνους
τσιράκι = παραγυιός, βοηθός, μαθητευόμενος, αρχάριος, πρωτάρης, υπηρέτης, οπαδός, ακόλουθος
τυχαίνω = αρμόζει, είναι ανάγκη
Υ
υποσκάζω = κουτσαίνω
ύστερα (τα) = η τελευταία στιγμή
Φ
φάδι = το υφάδι
φαλλιρίζω = σφάλλω
φάλσο μάνκο = τέχνασμα της ξιφασκίας
φάμα (η) = φήμη
φαμέγιος = υπηρέτης
φανίζομαι = φάνηκε, κρίθηκε καλό
φαντός = υφαντός, υφασμένος
φαρί (το) = άλογο
φασκουλούλουδο = άνθος πικροδάφνης
φεγγαροκούτελος = ευρυμέτωπος
φέγγος = φεγγαρόφωτο
φεραρόλι (το) = ο επενδύτης των αστών
φέρνω (το νου) = συνέρχομαι
φιαούτο = φλάουτο
φιλιά = φιλία, ερωτική φιλία
φιλιάζομαι = γονιμοποιούμαι (στα δέντρα)
φλακή = φυλακή
φλακιάζω = φυλακίζω
φλάμπουρο = σημαία
φλέγα = φλόγα
φότισι, φόρσι = ίσως
φορνήδος, φουρνίδι = ιταλ. Fornire, γαλ. Fournir = προμηθεύω, χορηγώ, εφοδιάζω, δόση, έτοιμο πράγμα, εφόδιο.
φόρος = αγορά, πλατεία
φόσσα = τάφρος
φούμη = φήμη
φουνταλαμός = καλλωπισμός με καινούργια φορέματα
φουσσάτο = στρατός
φούσκωσι = θυμός
φρα, φράρος = ο φραγκοκαλόγερος
φρύσσω = ξηραίνω, στερεύω
φτώσι = πτώση
Χ
χαβέσι = το κέφι
χαίνης = αποστάτης, προδότης, χαϊνετεύγω = προδίδω, γίνομαι προδότης
χαροκοπάζω = διασκεδάζω
χάχαρα = χάχανα
χειλοπόταμο = όχθη
χερικό = αρχή έργου κάποιου
χιλιάδα βενετική = μέτρο βάρους, 10 καντάρια ή 1000 λίτρες βαριές
χιτάς = επιφώνημα ευαρέσκειας
χρεία, χρειά = ανάγκη
χρήζω = έχω ανάγκη
χρήσις = τιμή, υπόληψη
χρύσινος = χρυσό νόμισμα
χουλούζης = ελαττωματικός
χτάσσομαι = διανοούμαι, σκοπεύω, επιδιώκω
χωστός = κρυφός
Ψ
ψαράδα = γκρίζα τρίχα
ψέγω = κατηγορώ
ψειρομασκάλα = υβριστικό επιθ. γυναικών
ψη = ψυχή
ψίαμος = η ψάθα
ψόμα – ψοματινός ή ψώμμα = ψέμα – ψευδής
ψύγω = μαραίνω, ξηραίνω
ψυχάρι = ο λυχνοσβήστης, χάρη, ψυχικό
Ω
ωγιά = για
ωγιάντα = γιατί
ωριόπλουμος = περικαλλής
ώφου = όιμε, αλίμονο
=================
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ: ΝΟΜΊΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
Το άσπρον (akçe) ήταν αργυρό νόμισμα κι επίσημη νομισματική μονάδα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως τον 17ο αι., οπότε κόπηκε το γρόσι (gurus, πιάστρο, δολλάριο). Κόπηκε επί της εποχής του Σουλτάνου Ορχάν (1324-1359) ως αντίστοιχο νόμισμα του βυζαντινού μιλιαρεσίου (ύπέρπυρον). 50 άσπρα ισοδυναμούσαν μ’ ένα δουκάτο. Το άσπρο υποδιαιρούνταν σε τέσσερα χάλκινα (magir). Άλλη υποδιαίρεση του άσπρου, όπως αποκαλύπτει το έγγραφο, ήταν τα τορνέζια. Μάλλον εδώ πρόκειται για τα tornesselli del Levante, χάλκινα νομίσματα που κόπηκαν από τους Βενετούς επί της εποχής του Δόγη Ανδρέα Δάνδολου (1343-1354) κατ’ απομίμηση των φράγκικων τορνεζίων, τα που ήταν ασημοχάλκινα κι είχανε κοπεί στο νομισματοκοπείο της Γλαρέντζας, ίσως πριν ίσως μετά τη συνθήκη του Βιτέρμπο (1267), από τον ηγεμόνα Γουλιέλμο Β’. Τα φράγκικα τορνέζια αποτέλεσαν το βασικό νόμισμα συναλλαγών στον ελληνικό χώρο κι η παρουσία τους μαρτυρείται μέχρι τα μέσα του 15ου αι. Η κοπή των torneselli συνεχίστηκε μέχρι τα χρόνια του Δόγη Φραγκίσκου Βενιέρ (1554-1556), αλλά η κυκλοφορία τους συνεχίστηκε για έναν ακόμη αιώνα επειδή προτιμούνταν από το εμπορικό κοινό ως μικρά κι εύχρηστα στις καθημερινές συναλλαγές.
Το νόμισμα εξάλλου, όπως η ονομασία του υπονοεί, εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο το εμπόριο της Ανατολής. Σε πίνακα του νομισματικού συστήματος των Ιπποτών της Ρόδου, 1 άσπρο ισοδυναμούσε με 16 torneselli κι αντίστοιχα το δουκάτο με 20 άσπρα και 320 torneselli. Ωστόσο δεν μπορούμε να υπολογίσουμε αντίστοιχα, με βάση αυτόν τον πίνακα, τα νομίσματα της εποχής για την οποία μιλάμε, οπότε το δουκάτο στην Κέρκυρα ισοδυναμεί με 50 ή 40 άσπρα, γιατί τα νομίσματα έχουν υποστεί διαδοχικές υποτιμήσεις, διατιμήσεις, αναπροσαρμογές και νοθείες. Έτσι θα στηριχτούμε στον πίνακα του νομισματικού συστήματος της Κρήτης αυτή την εποχή, υπολογίζοντας ότι αφού 1 δουκάτο=7,20 λίρες και 1 λίρα=240 tornesi (torneselli), άρα 7,20 λίρες αντιστοιχούσαν με 60 άσπρα ή 1730 tornesi περίπου.
Το άσπρο λοιπόν ισοδυναμούσε με 30-35 περίπου tornesi. Έτσι λοιπόν τα 18 τορνέζια (τουρνέσια) του εγγράφου ισοδυναμούσαν περίπου με μισό και κάτι παραπάνω του άσπρου. Το ποσό βέβαια θα μπορούσε να θεωρηθεί πολύ μικρό αν κρίνει κανείς από την τιμή των αγαθών στην Κωνσταντινούπολη 80 χρόνια αργότερα (1600) όταν δηλ. το δουκάτο αντιστοιχούσε με 120 άσπρα, τα διπλάσια δηλαδή και με το 1 άσπρο αγόραζε κανείς 200 δράμια ψωμιού. Την εποχή για την οποία μιλάμε που η αντιστοιχία τζεκινιού – άσπρου ήταν 1/60 η ίδια ποσότητα ψωμιού ετιμάτο με μισό άσπρο. Δεν μπορούμε ωστόσο τα πράγματα να τα δούμε έτσι, αφ’ ενός γιατί υπάρχει απόσταση χρόνων κι αφ’ ετέρου γιατί μεσολάβησαν διάφορες διατιμήσεις, αναπροσαρμογές, ανατιμήσεις, ανατροπές ισοτιμιών και νομισματικών αντιστοιχιών, υποτιμήσεις με διαφορετικό ρυθμό από τόπο σε τόπο και με μεγάλες, ως εκ τούτου, διακυμάνσεις στην κίνηση των τιμών.
Η αντιστοιχία του άσπρου και του υπέρπυρου, σύμφωνα με τις ενδείξεις των αρχειακών εγγράφων που έχουμε υπόψη, είναι 1/2 για τις 2 πρώτες, τουλάχιστον 10ετίες του αιώνα αυτού. Στα μέσα όμως περίπου του αιώνα αυτού η αντιστοιχία αυτή διαταράσσεται και παρατηρείται ότι έχει διαμορφωθεί στη τιμή 1/5 το 1549. Στα δύο παραπάνω τελευταία έγγραφα υπάρχει για το υπέρπυρο ο προσδιορισμός των Κορυφών, πράγμα που μας οδηγεί σε προηγούμενη άποψη, που διατυπώθηκε εδώ, ότι στην Ανατολή κυκλοφορούσαν υποτιμημένα νομίσματα. Αλλά βέβαια εκεί που κυρίως πρέπει να αποδοθεί η ανατροπή αυτή των δύο παραπάνω νομισματικών αντιστοιχιών είναι στο πολεμικό γεγονός που τάραξε το Μεσογειακό κόσμο εκείνη την εποχή, δηλαδή στον Γ’ βενετοτουρκικό πόλεμο (1537-1541).
Με τον εκλαϊκευμένο όρο φλουρί ή φλωρί(ον) χαρακτηρίζεται στο νεοελληνικό κοινό, όπως είναι γνωστό, κάθε χρυσό νόμισμα. Τα βασικότερα χρυσά νομίσματα του ελληνικού χώρου την εποχή που μιλάμε, ήταν το ducato d’oro ή zechino της Βενετίας και το fiorino d’ oro, το αντίστοιχο του δουκάτου χρυσό νόμισμα της Φλωρεντίας, το οποίο είχε κοπεί το 1525 και από το 1422 περίπου είχε αρχίσει να κυκλοφορεί, με άδεια του Σουλτάνου, και στην Ανατολή. Στο έγγραφο μας εξ αιτίας βεβαίως της βενετικής επικυριαρχίας αλλά και της επιβεβαιωμένης ονομασίας του zechino ώς φλωρίου ή φλωρίνιου πρόκειται πιθανώς για το βενετικό χρυσό δουκάτο ή τζεκίνι.
Το δουκάτο κόπηκε στη Βενετία το 1284 κατ’ απομίμηση του fiorino d’ oro και κυκλοφόρησε ευρέως στην Ανατολή και τη Δύση μέχρι τη πτώση της Βενετικής Δημοκρατίας με μικρότερη βέβαια κίνηση στις εμπορικές συναλλαγές στους 2 τελευταίους αιώνες εξ αιτίας της εμφάνισης του γροσίου και του σκούδου στους δύο κόσμους. Την εποχή που εξετάζουμε το δουκάτο ισοδυναμούσε με 7,20 λίρες, σύμφωνα με διατίμηση της 12/11/1515, ενώ το fiorino σταθερά από το 1502 ως το 1530 με 7 λίρες. Υποπολλαπλάσια του δουκάτου στη Κρήτη, για το νομισματικό σύστημα της οποίας, το 16ο αι. υπάρχει δημοσιευμένο υλικό, εκτός από τη λίρα ήταν η πέρπερα (υπέρπυρον), τα σολδίνια και τα τορνέσια (1 δουκάτο ή zechino = 24 ½ πέρπερες = 784 σολδίνια = 313 τορνεσέλλι). Τα υποπολλαπλάσια του fiorino αντίστοιχα στη Φλωρεντία, τον ίδιο αιώνα, ήταν εκτός από τη λίρα, τα soldi και τα dennari piccioli δηλ. 1 fiorino = 7 λίρες =140 soldi = 1680 dennari piccioli. Οι τιμές ωστόσο αυτές θα ‘τανε διαφορετικές για την αγορά της Ανατολής. Στη Κέρκυρα, οι πληροφορίες αναφέρουν, την ύπαρξη χρυσών κι αργυρών τζεκινίων τον 16ο αι.
Για την ισοτιμία του αργυρού τζεκινιού με άλλα νομίσματα της εποχής δεν έχουμε, αυτή τουλάχιστον τη στιγμή, στοιχεία, αφού οι πηγές δεν προσδιορίζουν αντιστοιχίες του. Εκείνο που μπορεί να σημειωθεί σχετικά και μάλλον προς σύγκριση είναι ότι με 5 αργυρά τζεκίνια στη Κέρκυρα το 1573 αγόραζε κανείς 10 μέτρα κρασί ενώ με τρία, 6 ξέστες λάδι. Οι πηγές αποκαλύπτουν ότι 4 τζεκίνια το 1581 ισοδυναμούσαν με 36 λίρες, δηλ. το 1 τζεκίνι ήταν ίσο προς 9 λίρες και λίγο αργότερα το 1601 (24 Ιουνίου) 2 χρυσά τζεκίνια προς 111/2 άσπρα το καθένα. Για τη 2η περίπτωση μπορούμε, νομίζω, ανεπιφύλακτα να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για χρυσά τζεκίνια παλαιάς κοπής άρα υποτιμημένα, όσο για τη 1η η υπερτίμηση αυτή μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες. Πάντως το ποσό των 13 χρυσών νομισμάτων (φλωρίων) του χρέους, που γίνεται λόγος στο έγγραφο μας, δεν είναι ευκαταφρόνητο, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ο μισθός του δημοσίου διδασκάλου της Κέρκυρας, λίγα χρόνια αργότερα, το 1546, αντιστοιχούσε σε 80 δουκάτα το χρόνο.
Από διάφορα έγγραφα του ΙΑΚ που αναφέρονται σε χρηματικές συναλλαγές, συνάγεται ότι στη Κέρκυρα τον 16ο αιώνα, εκτός από τα βενετικά νομίσματα (τσεκίνια ή δουκάτα), κυκλοφορούσαν και βυζαντινά (υπέρπυρα), φράγκικα (τορνέσια), φλωρεντινά (φλωρία ή φλωρίνια), τουρκικά (άσπρα) κι ευρωπαϊκά (σκούδα, τάλληρα). Η αξία των νομισμάτων αυτών καθοριζόταν από επίσημες διατιμήσεις στις οποίες προέβαινε κατά καιρούς η εξουσία και βέβαια δεν ήταν ίδια με τα αντίστοιχα νομίσματα της μητρόπολης. Έτσι συχνά στα έγγραφα υπάρχουν οι χαρακτηριστικές μνείες υπέρπυρα τώνΚορυφών\ δουκάτα των Κορυφών. Το αργυρό υπέρπυρο, όπως ειπώθηκε παραπάνω, που αντικατέστησε το 13ο αιώνα το βυζαντινό ασημένιο μιλιαρέσι, ήταν υποδιαίρεση του «χρυσού ιστάμενου». Κατά το 16ο αι. στη Κρήτη το νόμισμα αποκαλείται perpera, αποτελεί το τρέχον νόμισμα του νησιού κι είναι ασημένιο. Η ύπαρξη του ίδιου νομίσματος στη Κέρκυρα μαρτυρείται σε πολλά αρχειακά έγγραφα με τη διαφορά ότι εδώ η βυζαντινή ονομασία διατηρείται ή τουλάχιστον δεν υπάρχει παραφθορά στη λέξη. Πίναξ με τις τιμές κι υποδιαιρέσεις καθώς και τις αντιστοιχίες του με άλλα νομίσματα, αργότερα στα τέλη του 16ου αι. και για το νησί της Κρήτης, δίδεται από τον ΧΑΤΖΙΩΤΗ.
Δεν είναι γνωστό πόσον οι τιμές αυτές αποκλίνουν από τις τιμές του νομίσματος στη Κέρκυρα την ίδια εποχή κι αν η απόκλιση αυτή είναι αμελητέα ή όχι. Ελλείψει όμως άλλων στοιχείων και με την επιφύλαξη ότι οι τιμές δεν αποκλίνουν πολύ απ’ τη πραγματικότητα, θα προσπαθήσω να υπολογίσω την αξία των 60 υπερπύρων του εγγράφου με βάση τον παραπάνω πίνακα, αξιολογώντας ταυτόχρονα τις πληροφορίες της τελευταίας χρονολογικά διατίμησης επί της ισοτιμίας των κυκλοφορούντων νομισμάτων που εκδόθηκε από τη Βενετία στη Κεφαλλονιά στις 12/10/1515. Το υπέρπυρο υποδιαιρούνταν σε σολδίνια και τορνέσια. Έτσι τα 60 ύπέρπυρα του εγγράφου ισοδυναμούσαν με 1.920 σολδίνια και 7.680 τορνέσια ή 32 λίρες ή 4,4 περίπου zechini.