
Γενικά & Ιστορία
Οι φυλές Αϋμάρα και Κέτσουα, κατοικούνε στα υψίπεδα των Κεντρικών Άνδεων, μεταξύ Περού και Βολιβίας, ενώ είναι από κοινού η πλειοψηφία των Βολιβιανών ιθαγενών φυλών αλλά κι η πλειοψηφία των ορεινών κατοίκων της χώρας. Οι γλώσσες που μιλούν ονομάζονται Αϋμάρα και Κέτσουα αντίστοιχα, ενώ παράλληλα μιλάνε κι ισπανικά. Οι 2 ιθαγενείς φυλές μοιράζονται αρκετά κοινά πολιτιστικά χαρακτηριστικά, όπως η πίστη σε θεότητες που ‘χουνε ρίζες σε παραδόσεις στις Άνδεις, ενώ οι οικονομικές τους δραστηριότητες συνδέονται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου με γεωργία και κτηνοτροφία. Τα κέτσουα είναι η πιο διαδεδομένη, γεωγραφικά κι αριθμητικά, από τις αμερικανικές ιθαγενείς γλώσσες και μιλιέται από περίπου 8 με 10 εκατομμύρια άτομα στη Νότια Αμερική. Οι Ίνκας μιλούσαν ως μητρική μια διάλεκτό της. Αρχική κοιτίδα της ,πολύ πριν την άφιξη των Ισπανών ήτανε το Περού. Η κέτσουα είχε ήδη αρχίσει να γίνεται στις Άνδεις κοινή γλώσσα συνεννόησης συναλλαγών κι εμπορίου ακόμη και πριν την άνοδο των Ίνκας. Κατόπιν η γλώσσα ακολούθησε την επέκταση της Αυτοκρατορίας των Ίνκας νοτιότερα στη Χιλή.
Οι Κέτσουα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της γεωργικής ραχοκοκκαλιάς του πολιτισμού των Άνδεων από τις αρχές του 15ου αι. περίπου, όταν κατακτήθηκαν από τη φυλή των Τσάνκας, που με τη σειρά τους κατακτηθήκανε κι οι ίδιοι από τους Ίνκας στα τελευταία χρόνια του ίδιου αιώνα. Η καθημερινή ζωή της φυλής Κέτσουα δεν άλλαξε ιδιαίτερα από το συμβάν αυτό, στο 16ο αι. όμως, μετά τη κατάκτηση της αυτοκρατορίας των Ίνκας από τους Ισπανούς, οι κοινότητες των αναγκάστηκαν ν’ ακολουθήσουν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής. Απαιτήθηκε καλλιέργεια μεγάλων ποσοτήτων γεωργικών προϊόντων άγνωστων μέχρι τότε στη φυλή, ενώ μεγάλο ποσοστό των παραδοσιακών τους καλλιεργειών δίνονταν ως φόρος τιμής (encomienda) στους Ισπανούς κατακτητές. Εξαναγκάστηκαν επίσης να κατοικήσουνε σε οικισμούς πολύ μεγαλύτερους και πολυπληθέστερους, σε αντίθεση με τον καθιερωμένο τρόπο ζωής τους, ενώ αρκετοί ιθαγενείς τάχθηκαν με το μέρος των κατακτητών, γεγονός που αλλοίωσε τη πολιτισμική ταυτότητα των ομάδων κι έβλαψε σε μεγάλο βαθμό τους κοινοτικούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη. Με τη λήξη της ισπανικής κυριαρχίας στον 19ο αι., οι κοινότητες των Κέτσουα είχανε διαστρεβλωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε αρκετοί ιθαγενείς παρέμειναν ως υπηρέτες σε ισπανικά κτήματα (haciendas). Από τις αρχές του 20ου αι., οι Κέτσουα ζουν απομονωμένοι στα ορεινά εδάφη των Άνδεων, εξασκώντας παραδοσιακές χειροτεχνίες ινών, επεξεργαζόμενοι το μαλλί και τα υφάσματα για οικιακή χρήση και πώληση των προϊόντων αυτών σε τρίτους. Λόγω της έλλειψης διακριτής ανθρωπολογικής ταυτότητας μεταξύ των ομιλητών της διαλέκτου Κέτσουα και κείνων που διατηρούνε τη πολιτισμική κληρονομιά της φυλής, οι εκτιμήσεις του πληθυσμού στις αρχές του 21ου αι. κυμαίνονται από 13-16 εκατομμύρια. Επιπροσθέτως, έχουν αποτελέσει αντικείμενο πολυάριθμων βιολογικών κι ιατρικών μελετών που στοχεύουνε στη κατανόηση της φυσιολογικής προσαρμογής στη διαβίωση σε μεγάλα υψόμετρα.

Η φυλή των Αϋμάρα ανέρχεται πληθυσμιακά στα 3 εκατομμύρια, σύμφωνα με απογραφές που πραγματοποιήθηκαν στα πρώτα χρόνια του 21ου αι.. Πριν κατακτηθούν όπως κι οι Κέτσουα από τους Ίνκας, ζούσανε σε σειρά από ανεξάρτητα κρατίδια, που τα πιο σημαντικά είναι το Kolla και το Lupaca. Από το 1430 και μετά, οι Ίνκας, με αυτοκράτορα τον Virakocha, επεκτεινότανε διαρκώς νότια από τη πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Cusco, τα εδάφη των Αϋμάρα αποτελέσανε σημαντικό ποσοστό των κατακτήσεων των Ίνκας, αν και σημειωθήκανε 10δες εξεγέρσεις και πράξεις αντίστασης εκ μέρους των. Η σημαντικότερη ιστορικά περίοδος εξέγερσης άρχισε το 1780, που στη διάρκειά της οι ιθαγενείς κυνηγήσανε και σκοτώσανέ μεγάλο αριθμό Ισπανών, συνεχίστηκε μέχρι την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Περού από την ισπανική κορώνα το 1821. Οι Ισπανοί κατακτητές, από κοινού μ’ ευρωπαίους καλόγερους του τάγματος του Αγίου Δομίνικου αλλά κι Ιησουίτες, που κατευθύνθηκαν προς τη Λατινική Αμερική με προσηλυτιστικές βλέψεις, υποδούλωσαν τους Αϋμάρα, εξαναγκάζοντας τουςς να εργάζονται χωρίς αμοιβή κι υπό άθλιες συνθήκες σε γεωργικές καλλιέργειες, ορυχεία και φυτείες κόκας που προορίζονταν για τη παρασκευή ναρκωτικών ουσιών.
Μέσα 10ετίας ’70, αναδύθηκε το κοινωνικό κίνημα Katarismo, που δομήθηκε επί 2 βασικών ιδεών: αφενός ότι η αποικιοκρατία δεν έληξε με την ανεξαρτησία των χωρών της Λατινικής Αμερικής, αλλά συνέχισε ουσιαστικά να υφίσταται και μετά απ’ αυτή κι αφετέρου ότι ο ιθαγενής πληθυσμός αποτελούσε τη πλειοψηφία του πληθυσμού στη Βολιβία. Το κίνημα εξέφραζε σε μεγάλη κλίμακα το αίτημα προστασίας των ιθαγενών φυλών από τη πολιτική και τη φυλετική καταπίεση. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1953 επέτρεψε σε ομάδα νέων Αϋμάρα να ξεκινήσουνε πανεπιστημιακές σπουδές στη Λα Παζ της Βολιβίας στη 10ετία του ’60. Εκεί η ομάδα αντιμετώπισε προκαταλήψεις και πέφτανε συχνά θύματα φυλετικών διακρίσεων κι αποκλεισμών από ακαδημαϊκές και κοινωνικές δραστηριότητες, γεγονός που ‘δωσε ζωή στο Katarismo. Από την ομάδα αυτή επίσης δημιουργήθηκε το Julian Apansa University Movement (MUJA), που οργανώθηκε γύρω από αιτήματα πολιτισμικής κυρίως φύσεως, συμπεριλαμβανομένης της δίγλωσσης εκπαίδευσης. Ο σημαντικότερος ηγέτης του ήταν ο Jenaro Flores Santos, που μετά ηγήθηκε και της 1ης ανεξάρτητης εθνικής συνομοσπονδίας χωρικών (Confederacion Sindical Unica de Trabajadores Campesinos de Bolivia – CSUTSB) της Βολιβίας.
Στο 6ο Εθνικό Συνέδριο Αγροτών του 1971, οι Kataristas εμφανίστηκαν ως ευρεία, οργανωμένη παράταξη εναντίων των φιλοκυβερνητικών δυνάμεων. 2 έτη μετά, το 1973, τουλάχιστον 13 αγρότες Κέτσουα σκοτώθηκαν στη σφαγή τoυ Tolata που διαπράχθηκε από κυβερνητικά στρατεύματα. Μετά τα τραγικά γεγονότα, οι Kataristas εξέδωσαν νέο, ριζοσπαστικοποιημένο μανιφέστο, που αναγνώριζε την ιθαγενή φυλή Κέτσουα ως οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά εκμεταλλευόμενη και καταπιεσμένη από πολιτιστική και πολιτική άποψη. Τέλη του 1970, το κίνημα των Kataristas διασπάστηκε σε 2 διαφοροποιημένες ιδεολογικά πτέρυγες: η 1η -πιότερο ρεφορμιστική- ηγήθηκε από τον Victor Hugo Cartenas, που μετά υπηρέτησε ως αντιπρόεδρος υπό τον Gonzalo Sanchez de Lozada, ενώ υπήρξε εισηγητής κι υποστηρικτής νεοφιλελεύθερης, κρατικής ηγεσίας πολυπολιτισμικότητας. Η 2η πτέρυγα που δημιουργήθηκε, καλλιέργησε εθνικιστικά αισθήματα υπέρ των Αυμάρα, που εκφράστηκε μέσα από τη διαμόρφωση του επαναστατικού κινήματος Tupaj Katari (MRTK), μ’ εκπρόσωπο τον Felipe Quispe. Αργότερα, εξελίχθηκε στο κίνημα MIP (Indigenous Movement Pachakuti), που υπήρξε σθεναρός επικριτής της νεοφιλελεύθερης συναίνεσης της Ουάσιγκτον και συσπειρώθηκε γύρω από το όραμα της εθνικής αλληλεγγύης. Ο πρώην Αντιπρόεδρος της Βολιβίας, Alvaro Garcia Linera, ήταν μέλος αυτής της ομάδας. Οι οργανωτικές δράσεις των ομάδων των Kataristas καταλάγιασαν περίπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Η πρόοδος που επιτεύχθηκε μετά τις διεκδικήσεις των αυτόχθονων πληθυσμών περιλαμβάνει σήμερα τη συνταγματική αναγνώριση των ιθαγενών φυλών, τη λαϊκή συμμετοχή, τη 2γλωσση εκπαίδευση και τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Οι τροποποιημένοι νόμοι για τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις συνέβαλαν στην αναδιανομή αυξανόμενου όγκου γης σε αυτόχθονες κοινότητες, αν κι αυτές εξακολουθούν να διεκδικούνε πολλά περισσότερα. Οι διαμαρτυρίες εναντίον πολυεθνικών εταιρειών που επεκτείνουνε διαρκώς τις εγκαταστάσεις τους, μειώνοντας τον ζωτικό χώρο των ιθαγενών φυλών στην ορεινή βολιβιανή ύπαιθρο, εξακολουθούν ν’ αποτελούνε σημαντικό μέρος της εγχώριας πολιτικής, από κοινού με υποστήριξη της εθνικοποίησης των πηγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τοπικές οργανώσεις εις βάρος των φυλών Αϋμάρα και Κέτσουα.
Η Κέτσουα (Runa Simi, Qhichwa simi, Qichwa simi, Kichwa shimi) ή και Ρούνα Σίμι είναι ιθαγενής γλωσσική οικογένεια της Νότιας Αμερικής. Ήταν η γλώσσα της Αυτοκρατορίας των Ίνκας κι ομιλείται σήμερα σε διάφορες διαλέκτους από τουλάχιστον 10 εκατομμύρια ανθρώπους στη Νότια Αμερική και κυρίως στο Περού και στις γύρω χώρες. Είναι η πιο διαδεδομένη απ’ όλες τις ιθαγενείς γλώσσες της αμερικανικής ηπείρου ενώ παραμένει επίσημη γλώσσα στο Περού και στη Βολιβία. Τη γλώσσα των απογόνων του παν-ανδικού πολιτισμού των Ίνκας, τη μιλούν σήμερα σ’ 6 χώρες της νότιας Αμερικής: στη νοτιοδυτική Κολομβία, στον Ισημερινό, κυρίως στο Περού, σε ορισμένες περιοχές της Βολιβίας, στη βόρεια Αργεντινή και στη Χιλή (βόρεια του Σαντιάγο), ενώ μεγάλος αριθμός κατοίκων αυτών των χωρών τη μιλάνε σα 2η γλώσσα, παράλληλα με την ισπανική. Πρόδρομός της θεωρείται η Χακάρου, η αρχαϊκή γλώσσα των Αϊμάρα της Βολιβίας.
Χωρίζεται σε 2 κύριες διαλέκτους: τη quechua I waywash και τη quechua II wampu. Αυτή, διακρίνεται επίσης σε 3 ιδιώματα, το Α, το Β και το C. Μεταξύ αυτών, η quechua wampu chínchay sureño II C cusqueño-boliviano, ήταν η επίσημη αυτοκρατορική γλώσσα του Κούζκο, στο νότιο Περού, απ’ τον 6ο ως τον 15ο αι. μ.Χ., που δημιουργήθηκε η κλασσική ποίηση των Ίνκας. Ανάμεσα στις διαλέκτους του βορρά (Εκουαδόρ) και του νότου (Χιλή), υπάρχει χρονική και γλωσσική διαφορά 10 αιώνων. Στην εποχή μας, οι γλωσσολόγοι έχουνε προσαρμόσει τα διεθνή σύμβολα της φωνητικής στους ήχους αυτής της γλώσσας, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η μελέτη της λογοτεχνίας της.
* Να Quechua– Οι Ινδιάνοι εναι όλοι άνθρωποι που μιλάν αυτή τη γλώσσα. Ωστόσο, είναι τόσο διαφορετική στις επιμέρους διαλέκτους που πολλοί δεν μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Περίπου 10 εκατομμύρια Κέτσουα ζούνε κυρίως στο Περού κι άλλες χώρες της Νότιας Αμερικής. Η Κέτσουα είναι η γλώσσα των Ίνκας, αλλά μιλούνταν κι από πληθυσμιακές ομάδες που ήταν εχθρικές απέναντί τους. Συο Περού η Κέτσουα ανακηρύχθηκε 1 από τις 2 επίσημες γλώσσες το 1969. Ζούνε απ’ τη διαχείριση της οικονομίας με παραδοσιακό τρόπο. Βόσκουνε τα ζώα τους στις υψηλότερες περιοχές και συλλέγουνε τις καλλιέργειες που αναπτύσσονται.
Η τυπική κοινότητα των Άνδεων βρίσκεται πάντα σε 2 επίπεδα, έτσι ώστε και τα 2 να ‘ναι δυνατά. Εκμεταλλευόμενοι για γεωργικές εργασίες στα δικά τους εδάφη στη διάρκεια της αποικιακής περιόδου, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες οικειοποιήθηκαν τη γη που καλλιεργούσαν οι Ινδιάνοι Κέτσουα μετά την ίδρυση των ανεξάρτητων δημοκρατιών, μόνον ο Simón Bolivar τη διένειμε ίσα το 1825. 2 10ετίες μετά, ωστόσο, περιήλθαν και πάλι στην ιδιοκτησία του κράτους και στη συνέχεια στα χέρια ιδιωτών επενδυτών. Η εκδίωξή τους από εξεγερμένους αγρότες βοήθησε τη χούντα να πάρει τον έλεγχο της κρατικής εξουσίας στο Περού το 1968.
Η ζωή των Ινδιάνων Κέτσουα περιελάμβανε πάντα την ύφανση από το μαλλί των αλπακά και λάμα, χτίσιμο σπιτιών με τούβλα από πηλό και στέγες από άχυρο ή καλάμια. Η διαφοροποίηση της άλλοτε κοινής γλώσσας οφειλόταν πρωτίστως στον αλλαγμένο τρόπο ζωής που προκλήθηκε από την επέκταση της εξόρυξης κι από τη μετανάστευση στα μεγάλα Städte (φάρμες). Ο εμφύλιος πόλεμος στη 10ετία του ’80 στοίχισε περίπου 70.000 ζωές μεταξύ των Ινδιάνων Κέτσουα κι επηρεάστηκε επίσης μαζικά από την αναγκαστική στείρωση. Υπήρξε σκάνδαλο στο κοινοβούλιο το 2006 όταν εκλεγμένοι αντιπρόσωποι θέλησαν να ορκιστούν στη γλώσσα των Ινδιάνων Κέτσουα. Οι Κέτσουα ήτανε Καθολικοί από την ισπανική κατάκτηση της χώρας τον 20ο αι, οι προτεσταντικές θρησκευτικές κοινότητες εξαπλώθηκαν σταδιακά. Σε πολλά μέρη, η παραδοσιακή θρησκεία έχει αναμειχθεί με χριστιανικά στοιχεία. Οι Ινδιάνοι Κέτσουα τα πάνε ιδιαίτερα καλά. Ταξίδια στο Περού και παρατηρούν στον βιότοπό τους.
Αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τη νότια Κολομβία έως τη βόρεια Χιλή. Το κοινό χαρακτηριστικό που ένωνε όλες αυτές τις διαφορετικές φυλές και λαούς ήταν η γλώσσα. Οι Ίνκας ονόμαζαν την αυτοκρατορία τους Tawantinsuyu, από το συνθετικό tawa που στα κέτσουα θα πεί τέσσερα και suyu που σημαίνει μέρος. Οπότε Tawantinsuyu στη γλώσσα των Ίνκας σήμαινε την ένωση των 4 επαρχιών της αυτοκρατορίας τους. Διοικητικό κέντρο της ήταν η πόλη Κούσκο στο σημερινό Περού. Κεντρική θεότητα των ο Ίντι,ο θεός ήλιος. Ο αυτοκράτορας τους Ινκας, (ίνκα στα κέτσουα θα πει βασιλιάς) θεωρούταν sapa Inca, Παιδί του Ήλιου. Η runa simi πουθα πει η ´γλώσσα του λαού’, αποτελείται από πολλές διαλέκτους, κάποιες τόσο διαφορετικές που στη πραγματικότητα είναι χωριστές. Ο όρος δηλαδή κέτσουα πιο συγκεκριμένα αναφέρεται σε ομάδα συγγενικών γλωσσών παρά σε μία. Αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό τους είναι ότι έχουν μόνο 3 φωνήεντα, τα α, ι και ου. Το ίδιο συμβαίνει με τα αρχαία αιγυπτιακά που έχουν επίσης αυτά τα 3. Σύμφωνα με κάποιους, αυτά εντοπίζονται και στη μινωϊκή γραφή, τη γραμμική Α.
Οι Ισπανοί με την άφιξή τους συνέχισαν να χρησιμοποιούν τα Κέτσουα ως γλώσσα συννενόησης με τους Ινδιάνους και μάλιστα της δάνεισαν και το λατινικό αλφάβητο για τη γραφή της και την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Σήμερα τα κέτσουα συνεχίζουν να μιλιούνται κυρίως στο Περού, τη Βολιβία, τον Ισημερινό και την Αργεντινή, αλλά και στη Χιλή και τη Κολομβία. Στις 2 πρώτες είναι επίσημη γλώσσα μαζί με τα ισπανικά. Μάλιστα στο Περού το 1/4 του πληθυσμού τη μιλά ως μητρική.
Ανήκει στην ομάδα των συμφυρματικών ή συγκολλητικών γλωσσών και λειτουργεί -όπως κι οι Ουρο-αλταϊκές (Ιαπωνική, Τουρκική, Φινλανδική κι Ουγγρική)- με προσφύματα, επιθήματα και μεσαίες συλλαβές που επικολλώνται στις ρίζες των λέξεων κι ολοκληρώνουν το νόημά τους ως προς το χρόνο, την εξέλιξη και τη ταχύτητά της, τον τόπο και την απόσταση, (σε κίνηση ή στάση), το υποκείμενο, το άμεσο ή έμμεσο αντικείμενο ή κατηγορούμενο και τον αριθμό ή τη ποσότητά τους, τη κτήση, την άρνηση ή αντίθεση, τη κατάφαση ή την αποδοχή, την απορία και την αίτηση άδειας, την βεβαιότητα ή την ανασφάλεια, την ολότητα ή τον επιμερισμό, τη πτώση, τον τρόπο, το μέσον, την εμπειρία και τη συνειδητότητα, την υποχρέωση, τη τιμή και το συναίσθημα, το σκοπό ή και τη συνέργια και την αιτία της πράξης, ή της έννοιας -συγκεκριμένης ή αφηρημένης- που δηλώνεται, ή άλλες γραμματικές και συντακτικές σχέσεις. Μέχρι και τα βοηθητικά ρήματα, δηλώνονται με συλλαβές στη μέση των λέξεων. Κύριο μέλημα, λοιπόν, αυτής της γλώσσας είναι η ακρίβεια στη δήλωση. Γι’ αυτό κι η μετάφρασή της είναι δύσκολη, κι ορισμένες στιγμές ακατόρθωτη. Η Κέτσουα έχει πάντα τον τονισμό στη προτελευταία συλλαβή της λέξης. π. χ.:
Pacha Kamaq (ο θεός της γης), ισπ. Pachacámac, κατά προσέγγιση προφορά στα ελληνικά Πατσακάμακ
Wayna Qhapaq (ένας αυτοκράτορας των Ίνκας), ισπ. Huayna Cápac, προφορά στα ελληνικά Ουάινα Κάπακ
Tupaq Amaru (ένας αυτοκράτορας των Ίνκας), ισπ. Túpac Amaru, προφορά στα ελληνικά Τούπακ Αμάρου
Η ακουστική της βασίζεται σε ήχους ουρανικούς και λαρυγγικούς: έχει, π.χ., 6 τύπους του φθόγγου «κ»: k, k’, kh, q, q’, qh, ανάλογα με την ένταση του ήχου και το σημείο της στοματικής κοιλότητας ή του λάρυγγα που τον δημιουργεί.
Τα ρήματα έχουν τύπο στιγμιαίο αλλά και διαρκείας, μόνο στη καταφατική τους μορφή, ενώ στην αρνητική περιορίζονται στο στιγμιαίο. Π.χ.: takini = τραγουδώ γενικά, yo canto (στα ισπανικά), I sing (στα αγγλικά). Takishani = τραγουδώ τώρα, yo estoy cantando (στα ισπανικά) κι I am singing (στα αγγλικά). Manan takinichu = δεν τραγουδώ, είτε γενικά, είτε τώρα, yo no canto, yo no estoy cantando (στα ισπανικά), I do not sing, I am not singing (στα αγγλικά). Όλα μαζί σ’ αρνητικό τύπο. Κι αυτό βασίζεται στη νοοτροπία αυτού του λαού (κάθε γλώσσα, είναι η έκφραση πολιτισμικής νοοτροπίας), στη φιλοσοφία τους, που συνάδει με την αριστοτελική κι υπαγορεύει ότι το μη ον δεν υφίσταται, ούτε ως προς τον τόπο ούτε ως προς το χρόνο˙ είναι απουσία κυριότητας ή πράξης. Αν υπάρξει άρνηση, τότε παύει να υφίσταται η πραγματικότητα ή η αλήθεια. Κι επειδή το ρήμα ειμί (είμαι, υπάρχω, γίνομαι, είμαι παρών, υφίσταμαι), estar στα ισπανικά, to be στα αγγλικά, και kay ή και -sha- στη γλώσσα των Quechua, σχηματίζει τον ενεστώτα διαρκείας, εκλείπει από την άρνηση. Παράδειγμα δημιουργίας ρηματικού τύπου
tapu = ρίζα της έννοιας ρωτώ
tapuy = απαρέμφατο του ρήματος ρωτώ
tapuni = πρώτο πρόσωπο ενεστώτα οριστικής (εγώ ρωτώ)
tapuykuni = εγώ ρωτώ συνειδητά και λαμβάνοντας τη τιμή
tapu(y)kushani = εγώ λαμβάνω ΤΩΡΑ τη τιμή να ρωτήσω συνειδητά
tapu(y)kuspa kani = εγώ βρίσκομαι ΤΩΡΑ στη τιμητική θέση να σε ρωτήσω συνειδητά
tapuyuni = εγώ ρωτώ με τελετουργικό τρόπο
tapuyku = εγώ σε ρωτώ
tapuyukusayki = εγώ λαμβάνω τη τελετουργική τιμή να σε ρωτήσω
tapuyuykimanchu = μπορώ εγώ να σε ρωτήσω μία φορά;
(Οι δύο τελευταίοι τύποι χρησιμοποιούνται στη καθημερινή γλώσσα)
Η κλασσική γλώσσα των Ίνκας, που, όπως η ιαπωνική κι η τουρκική, θέτουνε το ρήμα στο τέλος. Δημιουργούνε, δηλαδή, φαινόμενο ανάλογο της γερμανικής Endstellung:
Noqa wayñuta Qosqopi páywan takishani.
Εγώ «γουάϋνιου» το, Κούσκο στο, εκείνη με, χορεύω είμαι.
Δηλαδή: Εγώ τώρα χορεύω «γουάϋνιου» με κείνη στο Κούσκο.
Σήμερα πλέον, η νέα υβριδική quechua ακολουθεί την ισπανική σύνταξη: υποκείμενο-ρήμα-αντικείμενο. Πριν την άφιξη των Ισπανών και την εισαγωγή του λατινικού αλφαβήτου η Κέτσουα δεν είχε σύστημα γραφής -ήτανε προφορική γλώσσα. Απέκτησε γραφή με τη χρήση του λατινικού αλφαβήτου από την ισπανική κατάκτηση του Περού μέχρι τον 20ο αι., ενώ η ορθογραφία της βασίστηκε στα ισπανικά. Παραδείγματα: Inca (Ίνκα), Huayna Cápac (Ουάινα Κάπακ), Collasuyo (Κογιασούγιο), Mama Ocllo (Μάμα Όκλιο ή Μάμα Όκγιο), Viracocha (Βιρακότσα), quipu (κίπου), tambo (τάμπο), cóndor, (κόνδωρ). Αυτή η ορθογραφία είναι η πιο γνωστή στους ισπανόφωνους κι έχει χρησιμοποιηθεί για τους περισσότερους δανεισμούς σε άλλες γλώσσες.
χρησιμοποιεί w αντί του hu για τον ήχο /w/
διακρίνει το υπερωικό k από το σταφυλικό q
χρησιμοποιεί το ισπανικό σύστημα πέντε φωνηέντων
Οι διαφορετικές ορθογραφίες είναι ακόμα ιδιαίτερα αμφισβητούμενες στο Περού. Οι υπερασπιστές του παραδοσιακού συστήματος θεωρούν ότι οι νέες ορθογραφίες φαίνονται πάρα πολύ ξένες.
Το Πάτερ Ημών:
Yayayku hanaq pachapi kaq,
sutiyki yupaychasqa kachun.
Kamachikuq-kayniyki takyachisqa kachun,
munayniyki kay pachapi ruwakuchum,
Imaynan hanaq pachapipas ruwakun hinata.
Sapa p’unchay mikhunaykuta quwayku.
Huchaykutapas pampachawayku,
imaynan ñuqaykupas contraykupi
huchallikuqniykuta panpachayku hinata.
Amataq watiqasqa kanaykuta munaychu,
aswanpas saqramanta qispichiwayku.
Qanpan kamachikuq-kaypas, atiypas,
wiñaypaqmi yupaychasqa kanki.
Θρύλοι για παλιούς και ξεχασμένους προκολομβιανούς θεούς, εξιστορήσεις για την καταγωγή του ανθρώπου ή των φυτών, αρχέγονες μνήμες για το πώς δημιουργήθηκε η Κορικότσα (η Χρυσαφένια Λίμνη) ή πώς πλημμύρισε η στεριά και χάθηκαν κάποτε οι άνθρωποι, παραμύθια των Κέτσουα των περουβιάνικων βουνών, όπως του Κόνδορα που ερωτεύτηκε μια κοπέλα, παραμύθια με πνεύματα βουλιμικά κι ανάγωγα, δημιουργήματα της φαντασίας των Σουάρ και των Σιπίμπο-Κονίμπο, μύθοι με πρωταγωνιστές ζώα πονηρά όσο και πανούργα, αλλά και η μοναχική περιπλάνηση της Σιμιντγιού σε ένα δάσος όπου όλα διαφοροποιούνται και μεταμορφώνονται, μέσα σε έναν κόσμο όπου τίποτα δεν είναι όπως δείχνει. Στο Περού και τη Βολιβία λέγονται Κέτσουα, άλλα στον Ισημερινό Κίτσουα (Kichwa). Στη πραγματικότητα δεν πρόκειται για ενιαία εθνοτική ομάδα. Ουσιαστικά είναι γλώσσα, που με τα χρόνια απέκτησε και την έννοια της εθνότητας.
Η Κίτσουα είναι άλλη διάλεκτος της Κέτσουα. Ταυτόχρονα με την γνωστή ως γλώσσα των Ίνκας και η Κίτσουα έχει διαφορετικές διαλέκτους. Η Κίτσουα στην Αμαζονία διαφέρει από αυτή που μιλάνε στις Άνδεις. Οι αμαζονιακοί Kichwas ή Napu runas είναι η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στην Αμαζονία του Ισημερινού. Με τη σειρά τους χωρίζονται σε δυο υποομάδες, που επίσης έχουν διαφορετική διάλεκτο. Στην επαρχία Napo και Sucumbios λέγονται Napu-Kichwas και στην επαρχία Pastaza ονομάζονται Canelo-Kichwas ή Pastaza-Kichwas. Για το από πού προέρχονται υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Η επικρατέστερη λέει ότι είναι απομεινάρια φυλών, κυρίως των Quijos, που είχαν απομείνει από τις διώξεις των Ευρωπαίων. Αυτές ενώθηκαν με τον χρόνο και χρησιμοποίησαν τη Κίτσουα ως κοινή γλώσσα για να συνεννοούνται. Η μυθολογία τους λέει ότι κατάγονται από τον ιαγουάρο. Είναι δηλαδή παιδιά του Amazanga Runa (προστάτης των ζώων της ζούγκλας), γιοι και κόρες των Ανθρώπων της Μεσημβρίας ή των Ανθρώπων του Ζενίθ και ζουν εκεί από αμνημονεύτων χρόνων.
Ο όρος Άνθρωποι του Ζενίθ προέρχεται από μια αρχαία προφητεία. Αυτή υποστήριζε ότι το Σαραγιάκου θα γίνει πυλώνας εδαφικής, πολιτιστικής και πνευματικής υπεράσπισης, αχτίδα φωτός τόσο δυνατή, όσο ο ήλιος τη στιγμή που φτάνει στο ψηλότερο σημείο πάνω από το δάσος. Είναι φυλή με όμορφα χαρακτηριστικά, μοιάζαν εξωτερικά πολύ με τους Κίτσουα των Άνδεων κι όχι με αμαζονιακούς. Ίσως να πρόκειται για ομάδες ορεσίβιων Κίτσουα που κατέβηκαν από τις Άνδεις για να γλυτώσουν από τους κονκισταδόρες ή απλώς εποίκισαν την Οριέντε1 και διαμόρφωσαν νέα κουλτούρα σύμφωνα με το νέο τους περιβάλλον, επηρεασμένοι και από τις ήδη βρισκόμενες εκεί αμαζονιακές φυλές.
1 Έτσι ονομάζουνε στον Ισημερινό τις ανατολικές επαρχίες της Αμαζονίας.

Ο γεωγραφικός χώρος του Περού παρουσιάζει μεγάλες διαφορές: από την οροσειρά των Ανδεων μέχρι τη ζούγκλα της Αμαζονίας και τη περιοχή της ακτής του Ειρηνικού, που σημαίνει και μεγάλη κλιματολογική ποικιλία. Οι γηγενείς πολιτισμοί του Περού καλύπτουν μια περίοδο, που εκτείνεται στο χρόνο από την πρώτη χιλιετία πριν από τη χρονολογία μας μέχρι και την αυτοκρατορία των Ινκα (1400-1532 μετά τη χρονολογία μας) και αναδείχνουν ψηλή στάθμη. Οι γλώσσες των γηγενών είναι πολυάριθμες (με την Κέτσουα και την Αϊμάρα να ξεχωρίζουν), ενώ προστίθενται σε μια πορεία ο ευρωπαϊκός πολιτισμός (που, βεβαίως, κατάστρεψε σε μεγάλο βαθμό το γηγενή πολιτισμό χωρίς ωστόσο να καταφέρει να τον εξοντώσει τελείως) και ο πολιτισμός των μαύρων, που τους έφεραν σαν σκλάβους από το 16ο αι., καθώς και ο πολιτισμός των Κινέζων, που ήρθαν αρχικά σαν υπηρέτες από τον 19ο αι. Εχουμε να κάνουμε, επομένως, με ένα αμάλγαμα πολύμορφο από γεωγραφική, εθνολογική, ιστορική και πολιτισμική άποψη, που μέχρι σήμερα έχει διατηρήσει μια ετερογένεια. Καταλαβαίνει κανείς, πόσο έντονα τίθεται και στο Περού το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας.
Χρονικογράφοι του 16ο και του 17ο αι. ήδη είχαν αρχίσει να συγκεντρώνουν θρύλους κι ιστορίες της ινκαϊκής αυτοκρατορίας και των λαών της Αμαζονίας. Υπήρχε μια ευρύτερη προφορική παράδοση, η οποία γίνεται σε μια πορεία γραπτή, μια και όχι μόνο οι χρονικογράφοι συγκεντρώνουν το υλικό, αλλά και πολλοί Περουβιανοί συγγραφείς αφομοιώνουν και αξιοποιούν την προφορική παράδοση της χώρας τους. Από τα τέλη του 19ου αιώνα το ενδιαφέρον για τα γραπτά διηγήματα αρχίζει να μεγαλώνει. Διαβάζουμε στον πρόλογο: “Στη διάρκεια της ισπανικής αποικιοκρατίας (από το 1532 ίσαμε το 1821 -έτος ανακήρυξης της Ανεξαρτησίας) δεν παρουσιάστηκαν διηγήματα ούτε νουβέλες στο Περού. Ο μοντερνισμός, το ρεύμα που εγκαινίασε τη λογοτεχνία στη Λατινική Αμερική (ερχόμενη από την Ευρώπη, Α.Ι.) εξελίχθηκε στο Περού βασικά από το 1890 μέχρι το 1920 καθιερώνοντας, τελικά, το γραφτό διήγημα στο Περού». Στην έκδοση περιλαμβάνονται διηγήματα των κυριότερων εκπροσώπων σε παναμερικανική κλίμακα, όπως του Αβραάμ Βαλδελομάρ, του Ενρίκε Λόπες Αλμπούχαρ και του Βεντούρα Γκαρσία Καλδερόν. Το λεγόμενο αυτό ρεύμα του τοπικισμού, που έχει τις ρίζες του στον ευρωπαϊκό ρεαλισμό του 19ου αιώνα, με ανοίγματα στην κοινωνικο-πολιτική κριτική σε σχέση με τα εθνικά προβλήματα της χώρας, αρχικά άνθισε πολύ. Αργότερα, στις δεκαετίες του 1930 και του ’40, εμφανίζεται το ρεύμα του κοινωνικού ρεαλισμού, που συνδέεται στενά με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό της σοβιετικής Ρωσίας: «Πάνω σ’ αυτό αναφέρουμε το διήγημα ‘Πάκο Γιούνκε’ του Σέσαρ Βαγιέχο και το έργο του Σέσαρ Φαλκόν. Αυτό το ρεύμα συνεχίστηκε στη δεκαετία του ’50 και του ’60 με το έργο του προλεταριακού συγγραφέα Χουλιάν Γουανάι».
Παρ’ όλη τη στροφή του Περουβιανού αναγνώστη στο ρεαλισμό των ίδιων των προβλημάτων της ζωής του, δημιουργήθηκαν στις 10ετίες αυτές οι προϋποθέσεις να ξεπεραστούν οι παραδοσιακές καταβολές και να προβληθούν γενικότερα κοινωνικά ζητήματα. Το φαινόμενο αυτό εκδηλώθηκε με μια πρωτοποριακή αναζήτηση, προϊόν της εποχής, μ’ ένα πέρασμα από την ηθογραφία στη διηγηματογραφία της πόλης, γιατί τα μεγάλα αστικά κέντρα με το νέο προλεταριάτο μπήκαν στο επίκεντρο της προσοχής, αλλά επίσης αλλάζει ο τοπικισμός και μετατρέπεται σε μαγικό ρεαλισμό, έναν ιθαγενισμό φορτισμένο με μυθικό όραμα του κόσμου. Από τη δεκαετία τελικά του ’50 αρχίζει να επικρατεί αυτό που λέμε «σύγχρονο αφηγηματικό λόγο». Στον πρόλογο του Βιχίλ αναφέρονται αρκετά ονόματα, που μέχρι και τη δεκαετία του ’80 ήταν οι πιο χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι του περουβιανού διηγήματος και έτσι μας δίνει μια πολύτιμη και σύντομη ιστορική διαδρομή αυτού του λογοτεχνικού είδους. Βέβαια, τα ανθρώπινα αισθήματα είναι παγκόσμια, αλλά από τα διηγήματα γίνεται ολοφάνερο, ότι οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων κάνουν να τα βιώνουν και να τα εκδηλώνουν με διαφορετικό τρόπο.========================
Η Σαμπίνα Κι Οι Λέξεις
Η μία μετά την άλλη κατακεραύνωναν τη Σαμπίνα οι άγνωστες λέξεις που άκουγε στα ισπανικά. Προσπαθούσε, αλλά της ήταν αδύνατο να καταλάβει όσα έγραφε εκείνο το «όμορφο βιβλίο», που με τόση συγκίνηση είχε διαλέξει η δασκάλα να τους διαβάσει. Και όμως, τα σπινθηροβόλα μαύρα μάτια της δασκάλας λαμπύριζαν τόσο έντονα, λες και για πρώτη φορά ανακάλυπτε μία μία τις λέξεις του βιβλίου, που διάβαζε στα παιδιά. Για τη Σαμπίνα, όμως, οι λέξεις αυτές δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ήχους κενούς, τίποτα δεν είχαν να της πουν. Μπορούσε να πιάσει μερικές όπως: μαλλιά, χρυσό, γύπας, άντρας, βοσκοπούλα, αλλά η ιστορία του βιβλίου παρέμενε για κείνη κρυμμένη στο χαρτί.
Η Σαμπίνα φοβόταν. Ένιωθε σαν ένα τριζόνι να έχει φωλιάσει κάτω από το στήθος της. Φοβόταν μήπως η δασκάλα τη ρωτήσει κάτι σχετικά με την ιστορία που τους διάβαζε. Ύστερα, κάτι συνέβη, σαν κάποιος να την κάλεσε από ένα μέρος μακρινό και μυστηριώδες. Ήταν τη στιγμή που η δασκάλα άφησε το βιβλίο, που μέχρι τότε διάβαζε στα παιδιά, και στα χέρια της έπιασε ένα άλλο. Οι λέξεις του δεύτερου βιβλίου ήταν γραμμένες στη γλώσσα των Κέτσουα. Αυτήν τη φορά η Σαμπίνα παρατήρησε τα σπινθηροβόλα μαύρα μάτια της δασκάλας και αμέσως μπόρεσε πιο εύκολα από ποτέ, να διακρίνει πώς βουτούσαν τις λέξεις μια μια και έπλεκαν μ’ αυτές ολόκληρη ιστορία, μια ιστορία που ξεκάθαρα πια, μιλούσε για κάποιο γύπα που είχε απαγάγει μια χρυσόμαλλη βασιλοπούλα.
Όλα τα παιδιά της τάξης, σαν να ήταν μαγεμένα, δεν έβγαζαν άχνα. Είχαν χαθεί μέσα στην ιστορία. Προσπαθούσαν να καταλάβουν πώς ο νεαρός βοσκός κατάφερε κάθε μέρα να παίρνει από μια τρίχα της χρυσόμαλλης βοσκοπούλας και πώς ο γύπας το καταλάβαινε, μετρώντας καθημερινά μία μία τις τρίχες του κεφαλιού της.
Μόλις η ιστορία τελείωσε, τα παιδιά -για πρώτη φορά- ζήτησαν από τη δασκάλα να τους διαβάσει άλλη μία. Η Σαμπίνα ήθελε να δει το βιβλίο, να το αγγίξει, να το χαιδέψει, να το μυρίσει. Ο βοσκός ήταν πολύ λιγότερο όμορφος στις εικόνες του βιβλίου απ’ ό, τι στη φαντασία της, ωστόσο, η Σαμπίνα ήθελε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο να δει με τι έμοιαζαν οι λέξεις αυτού του βιβλίου, έτσι που ήταν γραμμένες στη γλώσσα των Κέτσουα. Στο βάθος της καρδιάς της, το ίδιο τριζόνι με πριν -όλο χαρά αυτήν τη φορά- ήθελε να φωνάξει.
Τη νύχτα, κι ενώ στριφογύριζε ολομόναχη στο κρεβάτι της, η Σαμπίνα ένιωσε να την επισκέπτεται το ίδιο τριζόνι -τώρα, ήθελε να τραγουδήσει. Μια ανατριχίλα τη διαπέρασε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Τώρα το τριζόνι ήθελε να τραγουδήσει με όση δύναμη είχε και δεν είχε. Και όλα αυτά είχαν συμβεί εξαιτίας της γλώσσας των Κέτσουα, της γλώσσας των προγόνων της, της γλώσσας των γεροντότερων της πόλης όπου ζούσε. Τώρα πια η Σαμπίνα ήξερε πάρα πολύ καλά πως όμορφες ιστορίες μπορούσαν να γραφτούν ακόμα και στη γλώσσα των Κέτσουα.
Με το κεφάλι της γυρτό στο μαξιλάρι, ταξίδεψε σε όλες εκείνες τις ιστορίες που είχε ακούσει από τους παππούδες και τις γιαγιάδες της. Ήταν τόσο πολλές! Με τα μάτια της φαντασίας της μπορούσε να τις δει να ξετυλίγονται μπροστά της μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου γραμμένου στη γλώσσα των Κέτσουα. Μπορούσε να δει την πολύχρωμη εικονογράφησή του και τα ωραιότερα τοπία της πόλης που έμενε να απλώνονται γύρω της σε φύλλα χαρτιού. Τότε, ένιωσε το τριζόνι της χαράς να αναπηδά και πάλι μέσα στο στήθος της.
Μετά αποφάσισε κάτι πολύ σημαντικό και προσωπικό μαζί. Αποφάσισε να χτίσει με λόγια, εντελώς μόνη της, όλες αυτές τις μοναδικές και έξοχες σκέψεις, που περνούσαν από το μυαλό της, και να τις κάνει ιστορίες που θα τις αφηγούνταν τα παιδιά στη γλώσσα των Κέτσουα. Κράτησε το μυστικό της και δεν το μοιράστηκε με κανέναν, ακόμα και τις στιγμές εκείνες που ένιωθε πως το τριζόνι που έκρυβε βαθιά μέσα της ανυπομονούσε να φτερουγίσει και να ψελλίσει λέξεις εδώ κι εκεί. Αυτό θα ήταν το μεγάλο της μυστικό!
Έψαξε να βρει ένα παλιό τετράδιο, στο οποίο θα μπορούσε και να σχεδιάζει. Έκοψε όσες σελίδες της χρειάζονταν και αποφάσισε πως αυτό θα γινόταν το πρώτο της βιβλίο στη γλώσσα των Κέτσουα. Έγραψε τον τίτλο του βιβλίου της με χοντρό κόκκινο μαρκαδόρο. Γύρω από τις λέξεις του τίτλου σχεδίασε μικρά, χαρούμενα λουλουδάκια σε διάφορα μεγέθη. Στο κάτω αριστερό μέρος της σελίδας σχεδίασε ένα τετράγωνο. Έγραψε την πρώτη της πρόταση. Ύστερα από λίγο άρχισε να σχεδιάζει ένα κουνέλι, που έτρεχε να βρει την αιώνια εχθρό του, την αλεπού. Η Σαμπίνα ήταν περισσότερο βυθισμένη και χαμένη στις σκέψεις της από ποτέ. Ήταν λες και οι σελίδες αυτού του παλιού τετραδίου είχαν πάρει σάρκα και οστά, και μαζί μ’ αυτές ο λαγός και η αλεπού. Βρίσκονταν όλοι οι ήρωες της ιστορίας εκεί μπροστά της, ζωντανοί μόνο και μόνο επειδή εκείνη τους είχε φέρει στη ζωή.
Κάθε νύχτα, στο κρεβάτι της, σε κάποιο απόκρυφο μέρος του μυαλού της, συναντούσε τις σελίδες που έλειπαν, για να ολοκληρωθεί το βιβλίο της -κάθε νύχτα που περνούσε οι σελίδες του γίνονταν ακόμα πιο πολύχρωμες και πιο όμορφες.
Έπειτα από λίγες μέρες, η Σαμπίνα έβαλε το παλιό τετράδιο με την ιστορία μέσα στη σχολική της τσάντα. Στιγμή δε σταμάτησε να παλεύει με το φόβο, που φώλιαζε βαθιά στην καρδιά της. Ήταν λες και το τριζόνι που έκρυβε μέσα της είχε πολλαπλασιαστεί, λες και τώρα εκατοντάδες τριζόνια τραγουδούσαν μαζί. Ήθελε περισσότερο από ποτέ να πλησιάσει τη δασκάλα της, αλλά και κάτι την τραβούσε πίσω. Ξαφνικά, η Σαμπίνα αποφάσισε να αφήσει την ιστορία της πάνω στην έδρα και μια φωνούλα, που μονάχα ο Θεός ξέρει από πού ακούστηκε, είπε: «Κυρία, εγώ έχω γράψει αυτό το μικρό βιβλίο».
Το χαρούμενο βλέμμα της δασκάλας στράφηκε προς το μέρος της, ενώ την ίδια στιγμή τα ζωηρά, μαύρα μάτια της άρχισαν να ρουφούν μια μια τις λέξεις της ιστορίας, που είχε γράψει η Σαμπίνα.
Έτρεμε ολόκληρη, ταυτόχρονα τα εκατοντάδες τριζόνια, που είχαν μαζευτεί βαθιά μέσα στην καρδιά της, τερέτιζαν αδιάκοπα.
Σε λίγο, ακούστηκε η φωνή της δασκάλας: «Παιδιά, σας έχω μια έκπληξη. Σαμπίνα, κάτσε στη θέση σου!».
Οι λέξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Ήταν όλες λέξεις από τη γλώσσα των Κέτσουα.
Η φασαρία, που μέχρι πριν λίγο επικρατούσε στην τάξη, είχε μετατραπεί σε απέραντη σιωπή. Οι λέξεις των προγόνων τους έμοιαζαν να τους τυλίγουν.
Μετά το τέλος της ιστορίας, όλοι οι μαθητές ήθελαν να δουν, να μυρίσουν και ν΄αγγίξουν το βιβλίο της Σαμπίνας.
Εκείνη τη νύχτα, η Σαμπίνα ονειρεύτηκε ότι ένα γέρικο, σοφό τριζόνι ξεπήδησε από την καρδιά της και της είπε πως έπρεπε να βάλει στόχο στη ζωή της να γεμίσει τα σπίτια των παιδιών με ιστορίες και βιβλία.
Μέχρι το τέλος του χρόνου, η Σαμπίνα είχε γράψει δεκάδες ιστορίες και βιβλία, όλα γραμμένα στη γλώσσα των Κέτσουα, ένα για κάθε συμμαθητή της. Μόνο για τη δασκάλα της με τα μαύρα, χαρούμενα μάτια, έγραψε το πρώτο της βιβλίο στα ισπανικά.
Γκάμπι Βαγιέχο Κανέδο
(Gaby Vallejo Canedo, Cochabamba 24/9/1941 – 20/1/2024)
(Βολιβία Ιστορίες απ’ όλο τον κόσμο, εκδ. Κέδρος, μτφρ.: Εύα Καλισκάμη)
__________________________
Βιογραφικό
Η Γκάμπι Βαγιέχο Κανέδο (Gaby Vallejo Canedo) ήτανε Βολιβιανή συγγραφέας. Με πάνω από 40 δημοσιευμένα έργα, ασχολήθηκε με αφηγηματικά είδη όπως μυθιστορήματα και παιδική λογοτεχνία.
Γεννήθηκε στη Cochabamba στις 24 Σεπτέμβρη 1941. Σπούδασε στο Κανονικό Καθολικό Ινστιτούτο Κοτσαμπάμπα, αποκτώντας τον τίτλο της Καθηγήτριας Λογοτεχνίας και κέρδισε άδεια στις Επιστήμες Αγωγής Πανεπιστήμιου San Simón. Ολοκλήρωσε το δίπλωμά της στη Λατινοαμερικανική Λογοτεχνία στο Ινστιτούτο Caro and Cuervo Μπογκοτά.
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο San Simón για 18 χρόνια. Ήταν μέλος της Academia Boliviana de la Lengua από τις 27 Ιουλίου 2001, λαμβάνοντας την έδρα “H”.
Εκτός από τη παραγωγική λογοτεχνική της καρριέρα, η Vallejo ήτανε συνιδρύτρια της Παιδικής Βιβλιοθήκης Th’uruchapitas, ενός ζωτικού χώρου για την εκπαιδευτική και πολιτιστική ανάπτυξη των παιδιών και των νέων στην Κοτσαμπάμπα, μια κληρονομιά που θα αντέξει μέσα από τις πολυάριθμες πρωτοβουλίες που ηγήθηκε, όπως τα Βιβλία στις Πλατείες και τα Φεστιβάλ Αφήγησης.
Ο δημοσιογράφος Wilson García Mérida, ο οποίος ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές της, εξήγησε τη προέλευση του ονόματος της Παιδικής Βιβλιοθήκης που δημιουργήθηκε από τη Vallejo:
“Τα παιδιά στα οποία σκέφτηκε η δασκάλα-συγγραφέας τη στιγμή της κυοφορίας της αφήγησης των παιδιών της, συμβολίζονται από εκείνα τα μικρά παιδιά των αγροτών από την κοιλάδα και τα punas των οποίων τα πρόσωπα μαυρίζονται από το φιλί του ανέμου και καίγονται από τον ήλιο altiplano. Τα μάγουλά της «chaposita» έχουν ένα ροζ χρώμα λάσπης που εντείνει την αθώα εμφάνιση των μαύρων ματιών της. Στη γλώσσα κέτσουα ονομάζονται «th’uruchapitas», κάτι σαν «λασπώδη μάγουλα». Αυτά τα τρυφερά μάγουλα από πηλό, όπως εξηγεί η δασκάλα με τα δικά της λόγια: «είναι αυτό που έχουν τα φτωχά παιδιά στα πρόσωπά τους, αποτέλεσμα του ανέμου, της γης, του κρύου, του ήλιου του αλτιπλάνου, που δεν πλένεται με τίποτα“.
Πέθανε στη Cochabamba από καρδιακή προσβολή στις 20 Γενάρη 2024, στα 82. Η κόρη της Grissel Bolívar είπε:
“Αφήνει πολύ μεγάλο κενό, αλλά ταυτόχρονα αφήνει εξαιρετικά σημαντική παρακαταθήκη γιατί μέσα από όλη τη παραγωγή των σχεδόν 50 βιβλίων που έχει γράψει έχει φτάσει σε πολλούς ανθρώπους, πολλές καρδιές, πολλά παιδιά, νέους κι ενήλικες“.
Στη κηδεία που πραγματοποιήθηκε στο Parque de las Memorias, η ηθοποιός και συγγραφέας Melita del Carpio, Πρόεδρος του PEN-Cochabamba, αφιέρωσε αποχαιρετιστήρια λόγια στην ιδρύτρια του παραρτήματος του PEN σε αυτή τη πόλη:
“Ήδη στον τελευταίο αποχαιρετισμό, στο νεκροταφείο, ένιωσα ότι τα δικά της λόγια γραμμένα στα Γράμματα σε έναν νεκρό άγγελο μπορούσαν να πουν αυτό που αισθανόμουν: Όταν πεθαίνει ένας συγγραφέας, όταν τα αφιερώματα σιωπούν και τα δάκρυα στεγνώνουν, τα βιβλία του συνεχίζουν να μιλούν κι έτσι χλευάζουμε τον θάνατο“.
Βραβεία και διακρίσεις
Πρώτη μνεία για το Εθνικό Βραβείο Μυθιστορήματος Erich Guttentag (1976)
Εθνικό Βραβείο Μυθιστορήματος Erich Guttentag (1977)
Hans Christian Andersen Honor Roll (Όσλο, 1988)
Ονομάστηκε Άξιος Πολίτης της Κοτσαμπάμπα (1989)
Βραβείο Dante Aliguieri, Accademia Cassentinese, για την υπεράσπιση της δημοκρατίας μέσω της λογοτεχνίας (Βενετία, 1991)
Βραβείο Νεανικής Λογοτεχνίας, Υπουργείο Παιδείας (1996)
Εθνικό Βραβείο Σκέψης και Πολιτισμού (Sucre, 2001)
Βραβείο Προώθησης Ανάγνωσης IBBY-ASAHI (2003)
Χρυσή σημαία, χορηγούμενη από την Εθνική Γερουσία (2008)
Μετάλλιο Πολιτιστικής Αξίας (Pro Arte, 2010)
Διεθνές Βραβείο του Ισπανικού Λογοτεχνικού και Πολιτιστικού Ινστιτούτου (Παραγουάη, 2011)
Αναγνώριση λογοτεχνικής σταδιοδρομίας από το Πανεπιστήμιο του San Simón (2013)
Επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του San Simón (2019)
Ονομάστηκε Παγκόσμια Πρέσβειρα Πολιτισμού από την Ένωση Συγγραφέων και Καλλιτεχνών Tarija και την Ένωση Συγγραφέων Λατινικής Αμερικής της UNESCO (2019)
ΕΡΓΑ:
Το αφηγηματικό ύφος της Vallejo έχει οριστεί ως αυτό του λογοτεχνικού ρεαλισμού. Το μυθιστόρημά της ¡Hijo de opa! προσαρμόστηκε στην ταινία του 1984 Los Hermanos Cartagena, σε σκηνοθεσία Paolo Agazzi. Το 2017, η λογοτεχνική της παραγωγή αναλύθηκε από τον Willy Oscar Muñoz και το αποτέλεσμα δημοσιεύθηκε στο βιβλίο La Narrativa Contestataria y Social de Gaby Vallejo Canedo.
Μυθιστορήματα
Οι Ευάλωτοι (1973)
¡Hijo de opa! (1977)
Γιουβενάλ Νίνα (1981)
Mi primo es mi papá (1989)
La sierpe empieza en cola (1991)
Con los ojos cerrados (1993)
Encuentra tu ángel y tu demonio (1998)
Amalia desde el espejo del Tiempo (2012)