Βιογραφικό
Ο Νικόλαος Γκίκας-Χατζηκυριάκος, (1906-1994), ήτανε γιος του ναυάρχου Αλέξανδρου Χατζηκυριάκου (από ναυτική οικογένεια των Ψαρών, που συμμετείχε στην εξέγερση του 1770) και της Ελένης Γκίκα (εγγονής του Γεωργίου Αντωνόπουλου, συμβούλου του Δ. Υψηλάντη κι οπλαρχηγού, αργότερα δημογέροντα Ναυπλίου, που συμμετείχε στη πολιορκία κι άλωση της Τριπολιτσάς) μεγάλωσε σε περιβάλλον που του παρείχε, ως κάτι το αυτονόητο, την οικονομική άνεση και τη συναναστροφή με σημαντικά πρόσωπα της εποχής. Ο πατέρας του, που συμμετείχεν ενεργά στην επανάσταση του 1909 κι αρχικά ήταν υποστηρικτής του Βενιζέλου, κατέληξε φανατικός αντιβενιζελικός μέσα της 10ετίας του ’20 και πολιτεύθηκε με τον Τσαλδάρη.
Γεννήθηκε στην Αθήνα 26 Φλεβάρη 1906 κι ήτανε σημαντικός Έλληνας ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης, εικονογράφος, συγγραφέας κι ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο κι ιδρυτικό μέλος του ελληνικού τμήματος της “AICA” (Association Internationale des Critiques d’Art, Διεθνής Ένωση Κριτικών Τέχνης).
Τη Γερμανίδα νταντά που έμενε στο πατρικό σπίτι και τους ιδιωτικούς δασκάλους που του παρείχαν τη 1η παιδεία διαδέχθηκαν πρώτα το εκπαιδευτήριο Μακρή, μετά το παρισινό Λύκειο Janson de Sailly στο Ρassy, ιδιωτικά μαθήματα ζωγραφικής με τον Παρθένη (μεσολάβησε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου), τέλος, η Λεόντειος στην Αθήνα (απ’ όπου αποφοίτησε το 1923) και σπουδές γαλλικής φιλολογίας, αισθητικής και ελληνικής φιλολογίας για μικρό διάστημα στη Σορβόννη. Η γερή αυτή κατάρτιση άφησε τα χνάρια της στα γραπτά του, στη μεθοδικότητα που πραγματεύεται το κάθε θέμα του και στους ευρωπαϊκούς ορίζοντες που οριοθετούν τον κόσμο του. Τα κείμενα των διαλέξεων που είχε κατά καιρούς δώσει, πότε προγραμματικά, πότε διδακτικά («Η γέννηση της νέας τέχνης», 1947, «Αποκατάσταση της ελληνικότητας», 1949, η «Τέχνη της Κίνας», 1957), έρχονται σίγουρα πίσω από εκείνα που έγραψε με βάση την άμεση παρατήρηση και εμπειρία, γεμάτα αισθαντικότητα και μια γοητευτική ικανότητα περιγραφής («Λόγος για την Ύδρα»), περιγραφές από το ταξίδι στην Ινδία, «Σκόρπιες σημειώσεις», «Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο» κ.ά.

Η οικονομική άνεση της οικογένειάς του (σημαντικά ακίνητα στη καρδιά της Αθήνας και μεγάλο πακέτο μετοχών της ΑΓΕΤ, που ‘χε ιδρύσει ο θείος του Ανδρέας Χατζηκυριάκος, πρόεδρος για πολλά χρόνια του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων κι υπουργός Εθνικής Οικονομίας της κυβέρνησης της 4ης Αυγούστου) τού επέτρεψε να ταξιδέψει και ν’ αποκτήσει μοναδική για τα ελληνικά πράγματα εικαστική παιδεία.
Από το 1924, που θα αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα στην Αcademie Ranson, μέχρι το 1934, θα ζήσει στο Παρίσι, όπου θα κάνει και την πρώτη ατομική έκθεση στην Gallerie Ρercier, το 1927. Πρώτη έκθεση στην Αθήνα, στην Αίθουσα Στρατηγόπουλου το 1928. Ένα χρόνο μετά παντρεύεται την Αντιγόνη («Τίγκη») Κοτζιά. Συμμετέχει σε ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και στο εξωτερικό. Το 1933 εκθέτει 20 λάδια στην Γκαλερί Vavin-Raspail και ένα χρόνο αργότερα στην γκαλερί του περιοδικού «Cahiers d’ Αrt», που εξέδιδε ο Χρίστος Ζερβός, παρουσιάζει γλυπτά και λάδια του μαζί με έργα τών Αrp, Ηelion και Τaeuber-Αrp. Το 1935 εκθέτει μαζί με Γουναρόπουλο και Τόμπρο 61 έργα του στην Αίθουσα Λέσχης Καλλιτεχνών. Τον ίδιο χρόνο ο Αnatole Jakovski ανάμεσα στα 23 χαρακτικά κορυφαίων Ευρωπαίων καλλιτεχνών εκείνης της εποχής συμπεριλαμβάνει στο Αlbum που εκδίδει στο Παρίσι κι ένα του Γκίκα. Είναι η 2η μεγάλη αναγνώριση διεθνούς σημασίας.
Ομάδα φίλων εκδίδει το περιοδικό «Το 3ο μάτι» (διευθυντής Στρατής Δούκας, επιμέλεια έκδοσης Πικιώνης, Γκίκας, Παπαλουκάς, Καραντινός, αλλά τη δουλειά την επωμίζονται οι 2 πρώτοι). Θα κυκλοφορήσουνε 4 τεύχη ανάμεσα στον Οκτώβρη του 1935 και του 1937, που θα αποτελέσουν, παρ’ όλο τον συγκρατημένο ριζοσπαστισμό τους, μια πετριά στον βάλτο της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας εκείνων των χρόνων. Γενάρη 1938 δημοσιεύει στο περιοδικό «Το Νέον Κράτος», θεωρητικό όργανο της μεταξικής δικτατορίας, τη μελέτη του «Περί ελληνικής τέχνης». Κάνει τα σκηνικά και τα κοστούμια για το «Όπως αγαπάτε» του Σαίξπηρ, που ανεβάζει ο θίασος της Μαρίκας Κοτοπούλη το 1937. Η ενασχόληση αυτή με το θέατρο θα τον απασχολήσει αρκετά και στο μέλλον («Η ζήλεια του Βarbouille» του Μολιέρου για τη Νέα Δραματική Σχολή στο Θέατρο Ολύμπια το 1938, «Νεφέλες» του Αριστοφάνη στο Εθνικό το 1951, παράσταση που θα ανέβει και στην Comedie-Francaise το 1952, «Περσεφόνη» του Stravinsky στο Covent Garden το 1961 κ.ά.).

Το 1941 είναι υποψήφιος με άλλους 16 καλλιτέχνες (ανάμεσα στους οποίους είναι ο Απάρτης, ο Γουναρόπουλος, ο Βιτσώρης, ο Παπαλουκάς κι ο Κόντογλου) για την έδρα ελευθέρου σχεδίου στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου. Η επιτροπή (Εμμ. Κριεζής, Α. Δημητρακόπουλος και Α. Κιτσίκης) «εντοπίζει» τούς Βιτσώρη, Γουναρόπουλο, Παπαλουκά και Γκίκα και «προτιμά ομόφωνα» τον Γκίκα «διά την εξέλιξιν ολοκλήρου του έργου τού οποίου», γράφει στην έκθεσή της, «θα ήτο δυσχερές να ομιλήσει, αφού το πλείστον εξετέθη και ευρίσκεται εις Παρισίους όπου ο καλλιτέχνης ούτος συγκατελέγετο μεταξύ των κυριοτέρων εργατών της νέας τέχνης και όπου η αξία και η Ελληνικότης των αρετών του είχεν αναγνωρισθή από τους πλέον διακεκριμένους των συγχρόνων τεχνοκριτών».
Στις 27 Ιουλίου 1943 διορίζεται από τον Νικόλαο Λούβαρη, υπουργό Παιδείας της κυβέρνησης Ιωάννου Ράλλη, μέλος της επιτροπής «ενισχύσεως και προστασίας των πνευματικών και ηθικών αρχών της χώρας». Το 1950, μαζί με τους Γεωργιάδη, Ζαΐρη, Μπουζιάνη, Σοφιανόπουλο, Απάρτη και Τάσσο εκπροσωπεί την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το 1958 χωρίζει με τη Τίγκη και 3 έτη μετά παντρεύεται την Βarbara Judith Ηutchinson, σύζυγο σε 1ο γάμο του Victor Rothschild και σε 2ο του Rex Warner, φίλου τού Γκίκα από τότε που ήταν διευθυντής του Βρεττανικού Ινστιτούτου. Το 1968 η Whitechapel Gallery του Λονδίνου οργανώνει μεγάλη αναδρομική έκθεση έργων του. Η Ακαδημία Αθηνών τού απονέμει το 1970 το Αριστείον Καλών Τεχνών και στις 17 Φλεβάρη 1972 τον εκλέγει τακτικό μέλος της (διορισμός με Προεδρικό Διάταγμα στις 23 Γενάρη 1974). Τον Μάη του 1973 το ζωγραφικό του έργο (164 πίνακες) παρουσιάζεται πανηγυρικά στην Εθνική Πινακοθήκη. Το 1975 συμμετέχει στην έκθεση που οργανώνεται στα πλαίσια του «Ελληνικού Μήνα στο Λονδίνο», στην Γκαλερί Wildenstein: «Four Ρainters of 20th century Greece: Θεόφιλος, Κontoglou, Ghikas, Τσαρούχης», ενώ τον επόμενο χρόνο θα κάνει αναδρομική στην ίδια γκαλερί. Το 1988 η Royal Αcademy of Αrts του Λονδίνου τον εκλέγει μέλος της και οργανώνει προς τιμήν του μεγάλη αναδρομική έκθεση.

Ήδη από το 1987 είχε αποφασίσει να δωρίσει τη πολυκατοικία της οδού Κριεζώτου και τα πάσης φύσεως κινητά αντικείμενα (πίνακες, έργα τέχνης, έγγραφα, βιβλία, έπιπλα) στο Μουσείο Μπενάκη υπό τον όρο ότι θα διατηρηθεί ως εκθεσιακός χώρος επισκέψιμος από το κοινό με τον τίτλο «Οικία & Μουσείο Χατζηκυριάκου-Γκίκα». Τον Απρίλη του 1991, 3 χρόνια πριν πεθάνει, έγιναν τα εγκαίνια της μόνιμης έκθεσης των έργων του στον οριστικά διαμορφωμένο χώρο του σπιτιού του. Με το να μην είναι νεόπλουτος, με το να συχνάζει επί 10ετίες σε σπίτια Γάλλων κι ‘Αγγλων μεγαλοαστών κι αριστοκρατών και μ’ εφόδιο τη δική του στέρεη αστική παιδεία και γούστο, εξόπλισε τ’ ατελιέ και τα σπίτια που έμενε κατά τρόπον εξαιρετικό. Έτσι, ως αντίβαρο στην εγκληματική καταστροφή του σπιτιού του Παρθένη και στη τραγική εγκατάλειψη του χώρου όπου στεγαζόταν η Συλλογή Κουτλίδη, η Αθήνα (που είχε ήδη τα σπίτια όπου έζησε ο Μπουζιάνης, ο Τσαρούχης κι ο Γουναρόπουλος) απέκτησε ακόμη ένα σπάνιο μνημείο που καθρεφτίζει τη ζωή και τα ιδανικά μιας εξέχουσας καλλιτεχνικής φυσιογνωμίας.
Οι μεγάλες επιτυχίες του στο εξωτερικό οδήγησαν τους Έλληνες θαυμαστές του σε αξιολογήσεις υπέρτατης ακρότητας. Ανακηρύχθηκε «Πρύτανις Των Ελλήνων Καλλιτεχνών» και «Κορυφή Της Νεοελληνικής & Ευρωπαϊκής Ζωγραφικής Του Αιώνα μας!» Η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Κατ’ αρχή, βέβαια, ουδέποτε υπήρξε ή θεωρήθηκε εκτός Ελλάδος «κορυφή της ευρωπαϊκής ζωγραφικής». Και το ενδιαφέρον είναι ότι η διεθνής αναγνώρισή του έχει περιορισμένα εθνικά όρια. Προσανατολίζεται από μικρός, από τους δικούς του, παρά τη Γερμανίδα Fraulein, προς τη Γαλλία. Η πρώτη φάση της καλλιτεχνικής εξέλιξής του είναι γαλλική και κρατάει είκοσι συναπτά έτη: θεωρείται και προβάλλεται ως μέλος της Εcole de Ρaris. Μέχρι το τέλος του Β’ Παγκ. Πολ., εξέθεσε στο εξωτερικό μόνο στη Γαλλία, ενώ συμμετείχε σε μια περιοδεύουσα έκθεση της Εcole de Ρaris σε Ζυρίχη, Οττάβα και Νέα Ορλεάνη.
H κατάσταση αλλάζει ριζικά μετά τα Δεκεμβριανά και την εμπλοκή των ‘Αγγλων στην Ελλάδα. Το Foreign Οffice πιέζει το Βρετανικό Συμβούλιο να ανοίξει ένα πολιτιστικό κέντρο στην ελληνική πρωτεύουσα, αποδεχόμενο την άποψη ότι η Ελλάδα «είναι μία από τις 2 χώρες της Ευρώπης που είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μας να επηρεάσουμε τη κοινή γνώμη κι είναι ενάντια στο γενικό μας συμφέρον να καθυστερεί περαιτέρω η λειτουργία ενός Βρεττανικού Ινστιτούτου στην Αθήνα» (έγγραφο στο Ρublic Record Οffice). Έτσι αρχίζει τη λειτουργία του το Βρεττανικό Ινστιτούτο στο κτίριο της Πλατείας Κολωνακίου, οι πολιτιστικές δραστηριότητες του οποίου ήταν τότε εντυπωσιακές: εκθέσεις ζωγραφικής, διαλέξεις, η «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», ένα από τα αξιολογότερα περιοδικά που κυκλοφόρησαν ποτέ στη χώρα μας (1945-1955).

Γρήγορα έγινε στενός φίλος με τους Βρεττανούς διπλωμάτες κι υπευθύνους του Βρεττανικού Ινστιτούτου: τον Woodhouse, αρχηγό της βρεττανικής αποστολής στην Αθήνα μετά την Κατοχή, τον Rex Warner, διευθυντή του Βρεττανικού Ινστιτούτου μέχρι το καλοκαίρι του 1947, τον πρέσβη της Αγγλίας στην Ελλάδα από το 1946 Clifford Νorton και τη γυναίκα του, που είχε παλαιότερα γκαλερί στο Λονδίνο που όχι μόνο θα αγοράσει αρκετούς πίνακές του, αλλά κυρίως θα μεσολαβήσει για να οργανωθούν εκθέσεις στην Αγγλία και να αγοραστούν έργα του από Βρεττανούς συλλέκτες. Έτσι, το Βritish Council τον καλεί να συμμετάσχει σε 2 εκθέσεις στο Λονδίνο που οργανώνει το ίδιο στις αρχές του 1946 (μια σε συνεργασία με τη Royal Αcademy 15.2-17.3.1946 «Εxhibition of Greek Αrt 3000 Β.C. – Α.D. 1945» και μία στο Greek Ηouse, 1-15 Μαρτίου). Τέλος, από τις 15 μέχρι τις 25 Νοεμβρίου 1946, το Βρεττανικό Συμβούλιο οργανώνει στην Αθήνα αναδρομική έκθεση 42 πινάκων του. Από αυτή τη χρονιά αρχίζει η βρεττανική περίοδος του Γκίκα, που θα κρατήσει μέχρι τον θάνατό του και θα σταθεί ισοδύναμη δίπλα στη γαλλική, αν δεν την επισκιάσει, ενώ θα παραμείνει ουσιαστικά άγνωστος στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η από κάθε άποψη οριακή περίπτωση του εντοπίζεται και στη πρόσληψή του: κανένας άλλος Έλληνας καλλιτέχνης του 20ού αι. δεν είχε μια τόσο αισθητή παρουσία σε καλλιτεχνικά κέντρα όπως το Παρίσι και το Λονδίνο και σ’ αυτό το γεγονός ήταν ίσως αναπόφευκτο να δοθούν διαστάσεις υπερβολικές απ’ ορισμένους, αν και τούτο έγινε για λόγους λιγότερο καλλιτεχνικούς και περισσότερο κοινωνικούς και πολιτικούς. Πράγματι, το δεύτερο εξίσου οριακό φαινόμενο εντοπίζεται στην αποδοχή τής «εξτρεμιστικής» για τα αθηναϊκά σαλόνια ζωγραφικής του. Ο πρίγκιπας Νικόλαος, συνεπέστερος με τις πεποιθήσεις του, είχε δηλώσει σ’ έναν δημοσιογράφο το 1927: «Είδα την έκθεσιν Γκίκα (Χατζηκυριάκου). Τι τρομερά πράγματα! Δεν είναι μήτε κυβισμός, μήτε φουτουρισμός, μήτε ιμπρεσιονισμός, μήτε σουρρεαλισμός, δεν ξεύρει κανείς τι είναι. Είναι Χατζηκυριακισμός». Σε μια χώρα, όμως, όπου η άρχουσα τάξη αναζητούσε απεγνωσμένα τίτλους ευγενείας για τη νομιμοποίησή της, η καταγωγή του ήταν ένα βασικό σημείο αναφοράς. Η άκρως συντηρητική ιδεολογία του ήταν ένα δεύτερο. Αξίζει να αναφερθεί πως όταν ο Χένρι Τάσκα, πρέσβης των ΗΠΑ επί δικτατορίας και σταθερός υποστηρικτής των Ελλήνων συνταγματαρχών, εξέθεσε τον Απρίλη του 1974 τα ζωγραφικά του έργα στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, ο Χατζηκυριάκος έπλεξε το εγκώμιό του στα εγκαίνια (με ομιλία που δημοσιεύθηκε «Τhoughts on an exhibition of paintings by Μr. Τasca»).
Υπήρξε πράγματι οπαδός όλων των αυταρχικών καθεστώτων με μόνη εξαίρεση το σταλινικό. Έτσι κι η αποδοχή του υπήρξε ανάλογη: η κομμουνιστική αριστερά κατήγγειλε προπολεμικά τον «μπουρζουά Χατζηκυριάκο» ως εκπρόσωπο «της τέχνης της παρακμής», ενώ η άλλη πλευρά τον τίμησε με κάθε τρόπο κι αφορμή! Κατηγορήθηκε από πολλούς κι όχι άδικα, για τον εκλεκτικισμό του: «Υπήρξε θύμα ενός υπερβολικά ενεργητικού και ενσυνείδητου εκλεκτικισμού», έγραψε γι’ αυτόν ο William Ρacker. Τo ζήτημα όμως είναι ότι αυτός ο εκλεκτικισμός είχε σαφή όρια που, αν τα προσέξουμε, θα διεισδύσουμε και στην αισθητική του.

Κινήθηκε σταθερά μεταξύ του purisme ενός Le Corbusier, των διδαγμάτων που έβγαλε ο Juan Gris από τον κυβισμό και της μετακυβιστικής ζωγραφικής του Βraque. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο λίγο τον απασχόλησε ο Ρicasso. Αυτή είναι μια σταθερά στο έργο του που μπορούμε να την αποκαλέσουμε διακοσμητική, με την καλύτερη σημασία αυτής της λέξης. Αυτή έδωσε μερικά κορυφαία έργα στην περίοδο 1952-1956, όπως το «Σκοπευτήριο» (Εθνική Πινακοθήκη), τις «Παρισινές Στέγες» (Συλλογή Κριεζώτου), τα «Σπίτια Στο Παρίσι» (Εθνική Πινακοθήκη) κι άλλα σε ξένες κυρίως συλλογές, και στα χρόνια 1938-1939 και 1947-1948 μερικά αριστουργηματικά νησιώτικα τοπία (το πιο γνωστό από αυτά είναι σίγουρα το «Μεγάλο Τοπίο Της Ύδρας» του 1948, που ανήκε στον εφοπλιστή Γιάννη Καρρά), όπου δίκαια ο Ελύτης ένιωσε «τη θέρμη του ήλιου και το βουητό του ανέμου ν’ αναδίνονται από τις απλές αυτές επιφάνειες με τα ασκητικά σχήματα». Ο αδηφάγος χρόνος μπορεί να εξαφανίσει πολλά στο πέρασμά του, το τμήμα όμως αυτό της παραγωγής του θα μείνει ως μία υψηλή στιγμή της νεοελληνικής ζωγραφικής. Όπως κι ο ίδιος θα ξεχωρίζει ως ένας από τους ελάχιστους συνδετικούς κρίκους της καλλιτεχνικής μας ζωής με τα ατελιέ του Παρισιού στα χρόνια της ακμής τους.
Ο καλλιτέχνης πεθαίνει στις 3 Σεπτέμβρη του 1994 στα 88 του χρόνια
=======================================

Λουόμενες Στη Σπηλιά

Σκιά Κι Ουσία

Η Αθήνα

Αθηναϊκό Μπαλκόνι

Θαλασσινή Γιορτή

Τραυματισμένη Γυναίκα

Επιπλάδικο Απόλλων

Σπίτια

Γυναίκα

Άντρας

Κορίτσι

Ανοιχτή Πόρτα

Νεκρή Φύση Με Σύκα

Νεκρή Φύση

Νεκρή Φύση Με Σερβίτσιο

Το Στούντιο Του Καλλιτέχνη