
Ο λόγιος Θωμάς Ακινάτης, σημαντικός μεσαιωνικός φιλόσοφος
& θεολόγος εκπρόσωπος της σχολής του Σχολαστικισμού
Πρόλογος
Πριν ξεκινήσω ν’ αραδιάζω τα του Μεσαίωνα, πρέπει να ξανατονίσω κι εδώ όπως και στο άρθρο με τις Τεχνοτροπίες, πως ο Μεσαίωνας δεν είναι τεχνοτροπικό ρεύμα, αλλά το 1/3 της ανθρώπινης ιστορίας, έτσι ως έχει κατατμηθεί. Αρχαιότητα-Μεσαίωνας-Νεώτερη Ιστορία. Αλλά κι αυτά τα 3 μεγάλα κυρίως τμήματα, χωρίζονται επί μέρους σε άλλα μικρότερα κι ούτω καθ’ εξής. Μπορεί να μην είναι λοιπόν τεχνοτροπία αυτά τα χίλια περίπου χρόνια, αλλά υπήρξανε τόσα πολλά, δια μέσου των, που επηρεάσανε λογικά τα πάντα. Εδώ λοιπόν θα τα δούμε λιγάκι μόνον εκτενώς περιληπτικά, ώστε να μπορέσουμε να ‘χουμε ιδέα για το τί ρεύματα, τάσεις, ιδέες κλπ, επικρατήσανε στον κόσμο κι ως εκ τούτου και στη Τέχνη αναγκαστικά. Επίσης θα υποδειχτεί, ποιές από τις μέχρι σήμερα αναφερόμενες τεχνοτροπίες αλλά και τεχνικές, σχηματιστήκαν ή δημιουργηθήκανε, μέσα σε κείνα τα χίλια χρόνια και θα αναφερθούνε μία-μία με χρονική σειρά και μόνον ονομαστικά-απαριθμητικά ώστε μετά να πάτε στα αντίστοιχα άρθρα και να τις μελετήσετε.
Θα επέμβω όμως πριν απ’ όλα, με προσωπικό σχόλιο-συμπέρασμα κι αν λαθέψω το κρίμα στο λαιμό μου. Όλα όσα θα διαβάσατε από δω και κάτω, σίγουρα θα σας δημιουργήσουνε σκέψεις, κρίσεις, απόψεις για ό,τι επικράτησε. Σίγουρα θα σας περάσει από το νου πως οι μεσαιωνικοί άνθρωποι ήσαν αγράμματοι, αμόρφωτοι, ακαλλιέργητοι κι ως επί το πλείστον, βάρβαροι. Πως η μεσαιωνική τέχνη ήτανε κατακάθι ολάκερης της ιστορίας της τέχνης κι ίσως να μην έχετε δα και πολύ άδικο, όπως το κοιτάμε από τούτα τα χρόνια κι από τούτη τη θέση. Καθήστε και σκεφτήτε, αναλογιστήτε λιγάκι μόνο, πως αυτοί οι άνθρωποι δε ζήσανε ζωή που να βρίθει επιλογών, παρά μια ζωή που τους επιβλήθηκε και παρόλο που δεν είχανε τα μέσα αλλά και το χρόνο να σπουδάσουνε, να καλλιεργήσουνε το πνεύμα τους, ωστόσο παρήγαγαν τέχνη κι όπως θα δείτε προς το τέλος του άρθρου από τα δείγματα που θα παραθέσω -και τηρουμένων των αναλογιών φυσικά- ήταν αρκετά άξια λόγου.
Αυτό δείχνει τη θέληση ενός ανθρώπου να εκφράσει το μέσα του σαν μια ανάγκη κι έπειτα να εκφραστεί κατά επόμενο λόγο, κι αυτά με ό,τι μέσο κατάφερε να συλλέξει σε ζωή δύσκολη και -το ξανατονίζω- μη επιλεγμένη παρά επιβληθείσα ή μην έχοντας άλλη καλλίτερη. Και τέλος, άλλο ένα που ‘χω παρατηρήσει: έκαστος εκφράζεται με τα πιο κατάλληλα μέσα που διαθέτει και μπορεί και βάσει των εκάστοτε ερεθισμάτων που αποκομίζει. Άρα λοιπόν με μια φράση αυτοί οι “βάρβαροι κι απολίτιστοι αυτών των μαύρων αιώνων” έδωσαν αυτό που μπορούσαν να διαθέσουνε κι όπως λέει κι ένας αγαπημένος μας: Τόσο που κάνανε λίγο δεν είναι, κι αυτό που φτιάξανε, μεγάλη δόξα!
Ο Χορός του Θανάτου (Danse Macabre)
αλληγορία Θανάτου σύνηθες θέμα Ύσ. Μεσαίωνα
Η ιδέα μου για τούτο το πόνημα, ξεκίνησε σαν απόπειρα εμπλουτισμού κείνων εκεί των άρθρων με τις τεχνοτροπίες και τις Τεχνικές, -κι ακόμα είναι και θα γίνει κι αυτό τώρα που άρχισα- μιας και μου φαίνονται φτωχικές οι πληροφορίες που ΄χω συλλέξει μέχρι τώρα και ξεκίνησα από τη 1η αναφερόμενη, που ήταν ο… Μεσαίωνας και… τα λοιπά σας τα είπα. Πρέπει να ξέρετε πριν ξεκινήσει αυτή η βαθειά βουτιά στο χρόνο, πως πρόκειται για τεράστιο και πολυποίκιλλο θέμα κι αμφιβάλλω αν το καλύψω κι αμφιβάλλω αν είναι μπορετό ποτέ να καλυφθεί σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό. Αρκετά όμως είπαμε, πάμε τώρα στο θέμα μας.
Παραδοσιακά ορίζουμε το Μεσαίωνα ως την ιστορική περίοδο που ακολουθεί την αρχαιότητα και προηγείται των νεωτέρων χρόνων. Πρέπει να πούμε, όμως, ότι αυτή η χρονολογική τομή δεν έχει νόημα παρά για την ιστορία της Ευρώπης. Η ιστορία του υπόλοιπου κόσμου είναι ουσιαστικά ακατανόητη αν εξετάσουμε εφαρμόζοντας αυτή τη χρονολογική τομή. Ποια είναι τα χρονολογικά του όρια του Μεσαίωνα; Το ερώτημα αυτό είναι, επίσης, υπό συζήτηση. Ξεκινά μ’ εκχριστιανισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το 313 μ. Χ., ή με καθαίρεση του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα το 476 μ. Χ.; Τελειώνει με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453 ή τελειώνει με το έτος 1492, όταν ο Κολόμβος ανακαλύπτει την Αμερική κι ανοίγει νέους θαλάσσιους δρόμους; Δεν έχει προταθεί καμμία πειστική λύση. Ορισμένοι ιστορικοί προτείνουν μάλιστα κι άλλα χρονολογικά όρια, που φθάνουν ως το 1789 και τη Γαλλική Επανάσταση. Δεν μπορούμε να προτείνουμε μια ικανοποιητική απάντηση. Κανείς άνθρωπος που ζούσε το 1453 δεν είπε, “τώρα τελείωσε ο Μεσαίωνας“. Αλλά για πρακτικούς λόγους, στο πλαίσιο και μόνον αυτού του άρθρου, θα κρατήσουμε τις χρονολογίες μεταξύ 5ου & 15ου μ. Χ. αι..
Αν τα χρονολογικά όρια, για να ορίσουμε τη περίοδο, είναι ασαφή άλλο τόσο ασαφής είναι κι η ονομασία Μεσαίωνας. Κανείς άνθρωπος της εποχής εκείνης δεν έλεγε Μεσαίωνας. Ούτε θα θεωρούσε τον εαυτό του άνθρωπο του Μεσαίωνα. Η χρησιμοποίηση του όρου media tempestas (μέση εποχή) αποδίδεται στον επίσκοπο της Αλέρια, Ιωάννη Ανδρέα Μπούσι (Giovanni Andrea Bussi) που τη χρησιμοποίησε τα τέλη του 15ου αι., αλλά ‘ εντελώς διαφορετικό νόημα. Η έννοια αυτή, όπως τη γνωρίζουμε περίπου σήμερα, πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Iταλό ιστορικό της τέχνης Βασάρι, στα μέσα του 16ου αι., αντιθετικώς προς την έννοια rinascita, που σήμαινε την επιστροφή στους κανόνες της αρχαίας ομορφιάς. Μεταξύ της εποχής αρχαιότητας και της επιστροφής σ’ αυτήν, τοποθετήθηκε τότε, τον 16ο αι., μια περίοδος που θεωρήθηκε ενδιάμεση, “μέση”.
Τμήμα Ταπισερί του Μπαγιέ που απεικονίζει Νορμανδούς & Αγγλοσάξονες
στρατιώτες μ’ αλυσιδωτή πανοπλία. Μπαγιέ, Νορμανδία, Γαλλία (1070)
Αυτό ήταν η αρχή για μια σειρά παρεξηγήσεων. Οι Ρομαντικοί τον 19ο αι. ταύτισαν τον Μεσαίωνα με το θέμα του ιπποτικού έρωτα, των τροβαδούρων και των ιπποτών. Ακόμα και σήμερα οι άνθρωποι που ζήσανε τον Μεσαίωνα θεωρούνται, από το αμόρφωτο κοινό, ως βάρβαροι ή μισό-βάρβαροι, ως “βρώμικοι” κι “αμόρφωτοι”, ως “σκοταδιστές” και χειραγωγημένοι από την Εκκλησία. Κυρίως θεωρούνται, πάντα από τους αμόρφωτους, ότι υπήρξανε πολύ “βίαιοι”, ότι καίγανε στη πυρά, ότι εφάρμοζαν φρικτά βασανιστήρια, ότι είχανε φριχτές φυλακές στα κάστρα τους. Ο Μεσαίωνας θεωρείται, από τους αμόρφωτους και τους ημιμαθείς, ως “μακρά περίοδος κρύας νύκτας όπου οι μόνες φωτιές που άναβαν, ήταν αυτές που άναβαν οι μάγισσες“. Το επίθετο “μεσαιωνικός” σημαίνει όλα αυτά τα αρνητικά στερεότυπα και χρησιμοποιείται ως συνώνυμο της αρχαϊκότητας, της βίας και της μισαλλοδοξίας.
Καταρχάς έχουμε να κάνουμε με τη συνέχεια και τη διαδοχή του δυτικού τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία μοιράστηκε το 395 σε 2 μέρη: το ανατολικό και το δυτικό. Το ανατολικό ονομάστηκε αργότερα βυζαντινό, αν κι οι κάτοικοί του ονόμαζαν τους εαυτούς τους Ρωμαίους (αργότερα Ρωμιούς), ενώ οι Δυτικοί τους ονόμαζαν Έλληνες (Grecos). Το δυτικό δε, τμήμα της αυτοκρατορίας, από γεωγραφική άποψη, ήτανε κάτι περισσότερο και κάτι λιγότερο από την έκταση που κάλυπτε η μεσαιωνική δύση. Οι αραβικές κατακτήσεις του 7ου και του 8ου αι., του είχαν αφαιρέσει όλη τη Βόρεια Αφρική και το μεγαλύτερο μέρος της Ισπανίας. Από την άλλη μεριά η επέκταση των Φράγκων προς τα ανατολικά, οι αποστολές εκχριστιανισμού κι οι κατακτήσεις προς Βορρά και προς τις σκανδιναυικές ή τις ανατολικές χώρες (Γερμανία, Βοημία, Ουγγαρία, Πολωνία) είχαν επεκτείνει τα εδάφη πολιτισμού του δυτικού τμήματος κι επιπλέον είχανε προετοιμάσει τις μεγάλες ανακαλύψεις που θα πραγματοποιηθούνε τον 15ο αι.. Επίσης ετοιμάζανε το έδαφος για την ανάκτηση της Ιβηρικής Χερσονήσου από τους μουσουλμάνους. Η Δύση ήτανε λοιπόν χώρος σε διαρκή εξέλιξη για περισσότερο από 10 αιώνες.
Σταδιακά, και με τη δημιουργία του φραγκικού κράτους τον 8ο αι., που σχεδιάστηκε ως ανανέωση της αυτοκρατορίας (renovatio imperii), η Δύση άρχισε να γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, συνώνυμη της έννοιας Ευρώπη, μιας γεωγραφικής έννοιας που βαθμηδόν αποκτά πολιτική και θρησκευτική σημασία. Ευρώπη σημαίνει, όλο και πιότερη χριστιανοσύνη, δηλαδή τα βασίλεια κι η αυτοκρατορία που υπακούουνε στη Δυτική Εκκλησία, την Εκκλησία της Ρώμης. Οι κάτοικοι εκτός της Ευρώπης, θεωρημένης υπό αυτήν την έννοια, δεν θεωρούνταν ρωμαιο-καθολικοί χριστιανοί κι οι μη ρωμαιο-καθολικοί χριστιανοί “δεν είχαν θέση” στην Ευρώπη. Η Δύση ορίζει, λοιπόν, τον εαυτό της σε σχέση με τους γείτονές της. Δεν θεωρεί δυτικά, τα μέρη που δεν εξαρτώνται από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, δηλαδή τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο που αντιμετωπιζόταν ως άπιστος, και το βυζαντινό κόσμο που αντιμετωπίστηκε εν τέλει ως σχισματικός.
Αλλά κι έτσι, ακόμα, η μεσαιωνική δύση δεν ήταν ενοποιημένος χώρος. Ίσως μόνον η Εκκλησία διατηρούσε ενιαίο χαρακτήρα κι αποτελούσε το κοινό σημείο για κόσμο όπου όλα ήτανε διαφορετικά, οι γλώσσες, τα έθιμα, τα νομίσματα, κι όπου οι εξουσίες ήτανε συχνά τοπικές, ενώ η κεντρική ή η εθνική οργάνωση βρισκότανε σ’ εμβρυακό στάδιο. Η μεσαιωνική δύση ήτανε μωσαϊκό λαών και περιοχών (pagi), δηλαδή μικρών εδαφικών ενοτήτων που ζούσανε σε διαφορετικούς ρυθμούς.
Εισαγωγή
Ο Μεσαίωνας είναι εποχή μακράς διάρκειας, πάνω κάτω ~1000 ετών κι ως εκ τούτου καταλαμβάνει πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα της ανθρώπινης ιστορίας. Στη καθημερινότητά μας συνεχώς ακούμε φράσεις όπως π.χ. “μεσαιωνικές συνθήκες”, “μεσαιωνικά βασανιστήρια”, “μεσαιωνικές πόλεις”, “μεσαιωνικά κάστρα” και πολλές άλλες. Γενικότερα, στο άκουσμα της λέξης, μας έρχονται στον νου έννοιες όπως ο σκοταδισμός, η οπισθοδρόμηση, η βαρβαρότητα κι η στασιμότητα. Εν ολίγοις, εξοβελισμός ανθρώπινων αξιών και παύση κάθε πολιτιστικής εξέλιξης. Τι ακριβώς λοιπόν ήταν ο Μεσαίωνας; Ας προσπαθήσουμε να τον οριοθετήσουμε και ν’ αναδείξουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του.
Καταρχάς, να τον τοποθετήσουμε σε χρονικό πλαίσιο, αν είναι εφικτό φυσικά, διότι ο Μεσαίωνας δεν ξεκίνησε ξαφνικά μια μέρα, αλλά ήτανε συνάρτηση διαφορετικών κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων. Επομένως, κάθε περιοχή της Ευρώπης, με τις ιδιαίτερές της παραδόσεις και θεσμούς, βίωσε υπό διαφορετικές συνθήκες την έναρξη αυτής της σημαντικής περιόδου. Δηλαδή, δε βγήκαν απεσταλμένοι των κυβερνώντων σε πόλεις και χωριά για να ανακοινώσουνε πως από κείνη τη μέρα και μετά ξεκίνησε μεσαίωνας! Αργά διαμορφωθήκανε τέτοιες συνθήκες, παρόμοιες σε όλο τον ευρωπαϊκό κόσμο, με κοινά χαρακτηριστικά, με αποτέλεσμα οι κατοπινοί ιστορικοί να ονοματίσουν έτσι τη συγκεκριμένη περίοδο. Εν ολίγοις, οι άνθρωποι που ζήσανε στην αρχή αυτής της περιόδου, δεν γνώριζαν ότι ζούνε στο Μεσαίωνα, αλλά, όπως κι εμείς σήμερα, θεωρούσανε πως ζούνε στη σύγχρονη γι’ αυτούς εποχή!
Τα συμβατικά χρονικά πλαίσια λοιπόν, ορίζονται συνήθως από το 330 μ.Χ. ως το 1453 μ.Χ. (εγκαίνια & κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς). Υπάρχουν όμως και διαφορετικές απόψεις που μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Έτσι, πολλοί ιστορικοί θεωρούν ως αφετηρία το έτος 476 μ.Χ., το έτος όπου οριστικά καταλύεται το Δυτικό ρωμαϊκό κράτος από τις ορδές των γερμανικών φύλων. Άλλοι ιστορικοί θεωρούν πως το 529 μ.Χ., όταν ο Ιουστινιανός σφράγιζεν οριστικά το τελευταίο ειδωλολατρικό προπύργιο (των εθνικών), τη Φιλοσοφική σχολή του Πλάτωνα, κι είναι μια σχετικά καλή αφετηρία για να οριστεί. Ουσιαστικά, για τους πληθυσμούς της Αν. Μεσογείου, σύμφωνα και με τον Ostrogorsky, τα 1α μεσαιωνικά χαρακτηριστικά εμφανίζονται στη βασιλεία του Ηρακλείου στο Ανατολικό ρωμαϊκό κράτος (Βυζάντιο). Είναι πάντως δύσκολο να οριστεί με ακρίβεια η αφετηρία αυτής της εποχής, διότι τα παλαιά στοιχεία της ύστερης αρχαιότητας εμπλέκονται με τα νέα του πρώιμου Μεσαίωνα, καθώς αντιλήψεις, νοοτροπίες και θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν εξαφανίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη. Τα 2 βασικά χαρακτηριστικά της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου είναι η εισβολή των βαρβαρικών φύλων στις περιοχές του παλαιού Imperium Romanum (Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) κι η επικράτηση σχεδόν παντού πλέον του χριστιανισμού με τον παράλληλο μαρασμό των αρχαίων θρησκειών.
Ψηφιδωτό που απεικονίζει τον Ιουστινιανό (<547)
Βασιλική Αγίου Βιταλίου, Ραβέννα, Ιταλία
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός πως οι μεταναστεύσεις των λαών του βορρά ήτανε το μεγάλο ιστορικό συμβάν που σάρωσε την Ευρώπη. Έχετε δει καταιγίδα να πλησιάζει μια καλοκαιρινή μέρα; Στην αρχή δεν βλέπετε τίποτα, αλλά νιώθετε πως κάτι προμηνύεται. Ακούτε τους κεραυνούς, αλλά δεν καταλαβαίνετε από πού ακριβώς. Δεν κουνιέται φύλλο, αλλά πυκνά σύννεφα μαζεύονται στον ουρανό. Αναμένετε. και ξαφνικά ξεσπά: αστράφτει και βροντά παντού. Οι σταγόνες πέφτουν με δύναμη κι ο άνεμος θερίζει. Όταν κωπάσει η καταιγίδα κι έρθει η έναστρη νύχτα, σχεδόν δε θυμόσαστε πού ήταν αυτά τα πυκνά σύννεφα και ποια αστραπή γέννησε ποια βροντή. Μια τέτοια καταιγίδα συνέτριψε τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία! Τα γερμανικά, κι όχι μόνο, φύλα περάσανε τα σύνορα και πέσανε λυσσαλέα πάνω στη γερασμένη αυτοκρατορία, που 3 αι. πριν, Κίμβροι και Τεύτονες, αν και σκληροτράχηλοι δεν τα καταφέρανε. Στις αρχές του 5ου αι. οι Βησιγότθοι με αρχηγό τον θρυλικό Αλάριχο, αφού δεν μπόρεσαν να καταλάβουνε τη Κωνσταντινούπολη, στράφηκαν στη Δύση και καταλάβανε τη Ρώμη. Όμως με το θάνατο του αρχηγού τους κινηθήκανε προς τη Γαλατία και καταλήξανε στην Ιβηρική Χερσόνησο. Στη συνέχεια, οι τουρκο-μογγολικής καταγωγής Ούννοι, μικρόσωμοι με ουλές, κίτρινοι άνθρωποι, ίδιοι δαίμονες, φτάσανε κοντά στη Ρώμη, αλλά το βασίλειο τους διαλύθηκε με το θάνατο του βασιλιά τους Αττίλα. Οι Ρωμαίοι ανακάλεσαν όλο το συνοριακό στρατό τους, από Γαλατία, Βρεττανία. Ρήνο και Δούναβη. Τα πολυάριθμα γερμανικά φύλα, που περίμεναν αιώνες αυτή τη στιγμή, όρμησαν μέσα στην αυτοκρατορία. Σουηβοί, Φράγκοι, Αλαμανοί, Βάνδαλοι και πολλά άλλα φύλα κατά χιλιάδες περάσανε τα σύνορα. Οι Βάνδαλοι λεηλατήσανε τη Ρώμη και περάσανε στη Σικελία και στη Βόρειο Αφρική. Προξενήσανε τόσες καταστροφές κι από αυτό δημιουργήθηκε νέα λέξη: βανδαλισμός! Ο ρωμαϊκός στρατός που αποτελούνταν κυρίως από Γερμανούς, αφού οι ρωμαίοι είχαν εκφυλιστεί μεταφορικά και κυριολεκτικά, εκθρόνισε τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα το 476, το Ρωμύλο Αυγουστύλο. (Σύμπτωση! Ο ιδρυτής της κι ο τελευταίος της αυτοκράτορας, συνονόματοι!) Ο Γερμανός στρατηγός Οδόακρος αυτοανακηρύχτηκε βασιλιάς των Γερμανών της Ιταλίας. Ήτανε το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας!
Εν τω μεταξύ, οι Οστρογότθοι, που ‘χανε κατακλύσει τα Βαλκάνια, πείστηκαν από το Ανατολικό ρωμαϊκό κράτος (Βυζάντιο) να μετακινηθούνε στην Ιταλία και με αρχηγό το Θεοδώριχο (τον Ντίτριχ των γερμανικών επών) καταλάβανε τη χώρα. Αργότερα, ο Ιουστινιανός θέλοντας να ενώσει όλα τα παλαιά εδάφη του Imperium Romanum, έδωσε επικές μάχες με τους Οστρογότθους και τους Βανδάλους. Κατάφερε να τους συντρίψει κι οι ελάχιστοι εναπομείναντες εξαφανιστήκανε προς βορρά. Ήτανε το τέλος μιας μεγάλης φυλής. Η ρωμαϊκή (Βυζαντινή) κυριαρχία στην Ιταλία δεν κράτησε πολύ. Το 568 Λομβαρδοί κατεβήκανε και κατακτήσαν μεγάλο μέρος της χώρας. Ήταν η τελευταία βροντή της καταιγίδας. Τα σύννεφα διαλύθηκαν κι αποκαλύφθηκε για τα καλά ο Μεσαίωνας.
Το Μαυσωλείο του Θεοδώριχου, Ραβέννα Ιταλία (526)
μοναδικό σωζόμενο δείγμα της αρχιτεκτονικής των Οστρογότθων.
Μετά τη πτώση της Ρώμης, λίγοι ήταν αυτοί που ξέραν να διαβάζουνε και λίγοι γνωρίζανε τι συνέβαινε στον κόσμο. Σ’ όλη την Ευρώπη επικρατούσε εικόνα διάλυσης! Οι άνθρωποι γενικά ήτανε προληπτικοί και διηγούνταν ιστορίες και παραμύθια με θαύματα! Τα σπίτια ήταν μικρά και σκοτεινά, ενώ οι δρόμοι κι οι λεωφόροι των Ρωμαίων είχανε καταστραφεί. Οι ρωμαϊκές πόλεις μετατραπήκανε σε χορταριασμένα ερείπια. Οι ρωμαϊκοί νόμοι είχανε ξεχαστεί και τα ωραία ελληνικά αγάλματα είχανε γίνει κομμάτια. Οι άνθρωποι φοβούνταν τους μάγους, τις μάγισσες και πάνω απ’ όλα το διάβολο. Μόνο μέσω της πίστης θα αντιμετωπίζονταν αυτά τα κακά. Ήταν η εποχή της ολοκληρωτικής επικράτησης του χριστιανισμού! Πολλοί τότε θέλησαν ν’ ακολουθήσουνε το νόμο του Θεού. Κάποιοι αποτραβήχτηκαν από τις πόλεις, όπου οι πειρασμοί ήτανε πολλοί και κατέφυγαν σ’ έρημους τόπους για να προσευχηθούνε και να μετανοήσουν. Ήταν οι 1οι χριστιανοί μοναχοί! Ειδικώτερα οι Βενεδικτίνοι ήταν οι μόνοι που ασχολήθηκαν με τη σκέψη και τις ανακαλύψεις της αρχαιότητας. Συγκεντρώνανε τους παλιούς πάπυρους για να τους μελετήσουνε και τους αντέγραφαν. Έτσι, διέσωσαν μεγάλο τμήμα της αρχαίας σοφίας.
Σ’ αυτές τις άγριες εποχές δεν υπήρχανε πολλά πανδοχεία κι ο τολμηρός ταξιδιώτης έβρισκε κατάλυμα σε κάποιο μοναστήρι, όπου ήταν ασφαλής. Οι μοναχοί μαθαίνανε στα ελάχιστα παιδιά (από εύπορες οικογένειες) γειτονικών περιοχών να γράφουν, να διαβάζουν, να μιλάνε λατινικά και να καταλαβαίνουνε τη Βίβλο. Ήτανε τα μόνα μέρη που ανθούσε η μάθηση κι η μετάδοση της γνώσης κι όπου η ανάμνηση της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής σκέψης ήταν ακόμα ζωντανή. Γενικώτερα, οι άνθρωποι της χριστιανικής εκκλησίας ήτανε σχεδόν οι μόνοι με γνώσεις κι αναλαμβάνανε για λογαριασμό των βασιλιάδων και των αρχόντων να καταγράφουνε τους νόμους, όλα τα έγγραφα και τις επιστολές. Η εκκλησία λοιπόν, ουσιαστικά, είχε πάρει τον έλεγχο των πάντων κι είχε επιβληθεί παντού. Οι πιο ισχυροί άνθρωποι κάθε περιοχής επισκέπτονταν ναούς και μονές και δώριζαν μεγάλες εκτάσεις γης κι όχι μόνο, για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες τους. Έτσι, η χριστιανική εκκλησία και τα μοναστήρια γίνανε πανίσχυρα.
Εφημερίδες και ταχυδρομεία δεν υπήρχανε κι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ήξεραν τι συνέβαινε σε μέρη που απείχανε λίγες μέρες ταξίδι από τον τόπο τους. Μένανε σε κοιλάδες και δάση, καλλιεργούσανε τη γη τους κι η γνώση τους έφτανε μέχρι τις γειτονικές φυλές με τις οποίες τις περισσότερες φορές βρίσκονταν σε διαμάχη. Κάναν επιδρομές και κλέβανε κοπάδια και μετά βάζανε φωτιές στα αγροκτήματα! Ωστόσο, οι περισσότεροι αγρότες που ζούσανε στην επικράτεια του εκάστοτε ηγεμόνα δεν ήταν ελεύθεροι αλλά δεμένοι με τη γη που ήταν ιδιοκτησία ενός αριστοκράτη γαιοκτήμονα. Είναι οι γνωστοί δουλοπάροικοι! Ανήκανε στη γη που καλλιεργούσανε. Δεν είχανε δικαίωμα να πηγαίνουν όπου θέλουν ή να αποφασίσουν αν θα καλλιεργούν τα χωράφια. Βέβαία κανείς δεν μπορούσε να τους πουλήσει ή να τους σκοτώσει. Απλά οι γαιοκτήμονες τους διέταζαν να κάνουν το οτιδήποτε: να τους προμηθεύουνε τροφή και ποτά, να εργάζονται όπου υπήρχε ανάγκη και γενικά να πηγαίνουν όπου τους όριζαν. Το κομμάτι αυτό της γης, όπου είχε παραχωρηθεί στους αριστοκράτες από το βασιλιά, ονομαζόταν φέουδο κι οι ιδιοκτήτες φεουδάρχες.
Σύγχρονη αναπαράσταση χωριού της πρώιμης μεσαιωνικής περιόδου
Βαυαρία, Γερμανία
Αυτοί οι φεουδάρχες στο μέσο μεσαίωνα εξελίχτηκαν σε αυτούς που αποκαλούμε ιππότες. Ζούσαν σε μεγάλα κάστρα, με πλατειά τάφρο γεμάτη νερό. Το άνοιγμα της πύλης γινόταν με τη βοήθεια μιας κινητής γέφυρας με αλυσίδες που έκλεινε σε περίπτωση ανάγκης. Πίσω από το τείχος υπήρχε 2ο και 3ο τείχος πριν φτάσει κανείς στο προαύλιο. Η αυλή οδηγούσε στα δωμάτια των αριστοκρατών. Κάπου εκεί δίπλα υπήρχε κι ένα παρεκκλήσι, που ο εφημέριος ασκούσε λειτουργία. Φυσικά όλ’ αυτά τα ‘χανε χτίσει δουλοπάροικοι. Ας το ‘χουμε υπόψη μας, όταν θαυμάζουμε υπέροχα και καλοδιατηρημένα μεσαιωνικά κάστρα. Γύρω απ’ αυτά τα κάστρα στηθήκανε κι οι μετέπειτα μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις, καθώς και γύρω από τις διάφορες επισκοπές. Οι φτωχοί σιγά-σιγά άρχισαν να μεταφέρονται γύρω απ’ τα κάστρα και τις επισκοπές όπου νιώθανε πιο ασφαλείς σε περίπτωση κινδύνου κι έμπαιναν μέσα να σωθούν από τους επιδρομείς. Με κέντρο λοιπόν αυτά τα οχυρά άρχισε να σχηματίζεται με αργούς ρυθμούς η μετέπειτα αστική τάξη, προς τα τέλη του μεσαίωνα. Αυτοί οι μικροί συνοικισμοί άρχισαν να σφύζουν από ζωή, αφού διάφοροι τεχνίτες στήνανε τα μαγαζιά τους και περιπλανώμενοι έμποροι άρχισαν να έχουνε πιο σταθερή βάση. Ασφαλώς και κυριαρχούσε η ανταλλακτική οικονομία αλλά με το πέρασμα των αιώνων άρχισε να κυκλοφορεί πλέον και το χρήμα, όπου και γιγάντωσε τη τότε πρωτόγονη αστική τάξη. Αργότερα, οι πρώην φτωχοί και κατατρεγμένοι μικρέμποροι και μικροτεχνίτες άρχισαν να πλουτίζουνε και να μπορούν να υψώνουνε τ’ ανάστημα τους στους ευγενείς αριστοκράτες και να διεκδικούν ακόμα και την εξουσία. Σταδιακά όλο και πιότεροι άνθρωποι άρχισαν να μορφώνονται και να ‘χουνε τις δικές τους πνευματικές αναζητήσεις, ώσπου κάποια στιγμή ανακαλύψανε τις χάρες της αρχαιότητας και τα μεγάλα επιτεύγματά της. Οι άνθρωποι άρχισαν ν’ αναζητάνε πάλι το αρχαίο μεγαλείο και να επαναφέρουνε τις αξίες της ένδοξης αρχαιότητας. Αλλά αν συνεχίσουμε θα εισχωρήσουμε σε νέα περίοδο της ανθρωπότητας, την Αναγέννηση!
Σίγουρα, θα μπορούσαμε να πούμε πολλά ακόμα, δίχως τελειωμό, για το χιλιόχρονο μεσαίωνα. Προσπαθήσαμε να δώσουμε μια περιληπτικήν αίσθηση κείνης της μακρόχρονης εποχής, διότι πολλοί από μας ακούμε γι’ αυτήν αλλά δεν τη κατανοούμε. Τη μελετάμε διότι δεν επιθυμούμε να ξαναζήσουμε μια παρόμοια στασιμότητα, αν κι υπάρχουν αρκετοί… φορείς σήμερα που θα ικανοποιούνταν αν συνεχίζαμε να ζούμε στο σκοταδισμό που μας επιβάλλουνε! Θέλω όμως να πιστεύω πως ο καθένας μας θα βιώσει τη δική του εσωτερική αναγέννηση κι όλοι μαζί θα ξεμπλέξουμε από το τέλμα της δικής μας μεσαιωνικής εποχής. Κι αφού είπαμε κι αυτά, ας πάμε να δούμε τα πράγματα του Μεσαίωνα πιο αναλυτικά.
Μεσαίωνας
Μεσαίωνας ονομάζεται η χρονική περίοδος της Ευρωπαϊκής ιστορίας, από τον 5ο μέχρι το 15ο αι. μ.Χ.. Ξεκίνησε με τη κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους (476 μ.Χ.) ή κατ’ άλλους με το θάνατο του Ιουστινιανού Α’ (565 μ.Χ.), του αυτοκράτορα υπό τον οποίο αναβίωσε η παλαιά ισχύς κι έκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Μεσαίωνας είναι η μεσαία από τις 3 παραδοσιακές διαιρέσεις της Δυτικής Ιστορίας: Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεώτερη. Ο Μεσαίωνας με τη σειρά του παραδοσιακά διαιρείται σε τρεις υποπεριόδους, τον Πρώιμο, τον Ώριμο ή Μέσο, και τον Ύστερο Μεσαίωνα.
Η Κοίμηση Της Θεοτόκου γλυπτό στο καθεδρικό Στρασμπούρ (13ος αι.)
Η μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού, η σμίκρυνση των μεγάλων αστικών κέντρων, οι επιδρομές κι η μετακίνηση φύλων, που ‘χαν ήδη ξεκινήσει από την Ύστερη Αρχαιότητα, συνεχίστηκαν στη διάρκεια του Πρώιμου Μεσαίωνα. Οι βάρβαροι επιδρομείς, κυρίως Γερμανικά φύλα, δημιούργησαν νέα βασίλεια σ’ ό,τι απέμεινε απ’ το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Κατά τον 7ο αι. μ.Χ., η Β. Αφρική κι η Μ. Ανατολή, κάποτε κομμάτια του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους βρέθηκαν υπό τον έλεγχο του Χαλιφάτου, μιας Ισλαμικής Αυτοκρατορίας, μετά την ολοκλήρωση των κατακτήσεων του Μωάμεθ και των διαδόχων του. Παρόλο που γίνανε σημαντικές αλλαγές στις κοινωνικο-πολιτικές δομές, η ρήξη με την Αρχαιότητα δεν υπήρξε ολοκληρωτική. Η ακόμη εκτενής Βυζαντινή Αυτοκρατορία επιβίωσε στην Ανατολή και παρέμεινε αξιοσημείωτη δύναμη. Το νομικό της σύστημα, ο Ιουστινιάνειος Κώδικας, ανακαλύφθηκε εκ νέου στη Βόρεια Ιταλία το 1070 και κέρδισε μεγάλο θαυμασμό τους επόμενους αιώνες. Στη Δύση τα περισσότερα βασίλεια απορροφήσανε τους λίγους διασωθέντες ρωμαϊκούς θεσμούς. Τα μοναστήρια δημιουργήθηκαν ενώ συνεχίζονταν οι εκστρατείες εκχριστιανισμού της παγανιστικής Ευρώπης. Οι Φράγκοι με τη Καρολίγγεια Δυναστεία, ιδρύσανε για σύντομο διάστημα, από τα τέλη του 8ου αι. μέχρι τις αρχές του 9ου αι., Αυτοκρατορία που κάλυπτε το μεγαλύτερο τμήμα της Δυτικής Ευρώπης. Η τελευταία τελικά υπέκυψε στις πιέσεις εμφύλιων συγκρούσεων σε συνδυασμό με πιθανόν πρόσκαιρες εισβολές από το εξωτερικό (Βίκινγκς από Βορρά, Μαγυάροι από Ανατολή και Σαρακηνοί από Νότο) που την αποδυναμώσανε και δημιουργήσανε τις προϋποθέσεις για σχηματισμό νέων αυτοχθόνων κρατιδίων.
Η Μάχη του Κρεσύ (1346) σε χειρόγραφο του 1415
Βρεττανική Βιβλιοθήκη, Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο
Στη διάρκεια του Ώριμου Μεσαίωνα, που ξεκίνησε μετά το 1000 μ.Χ., ο πληθυσμός της Ευρώπης αυξήθηκε εξαιρετικά καθώς νεωτερισμοί στη τεχνολογία και στις μεθόδους καλλιέργειας της γης επιτρέψανε την άνθηση του εμπορίου, ενώ η κλιματική αλλαγή της Μεσαιωνικής Θερμής Περιόδου βελτίωσε σημαντικά την απόδοση της αγροτικής παραγωγής. Ο φεουδαλισμός, η πολιτική οργάνωση όπου οι ιππότες -κι εν γένει οι ευγενείς- ώφειλαν στρατιωτικές υπηρεσίες στους ηγεμόνες τους με αντάλλαγμα το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται οικονομικά τη γη που καλλιεργούσανε χωρικοί που ώφειλαν ενοίκιο κι εργασία στους ευγενείς, ήτανε το σύστημα που οργανώθηκε ιεραρχικά κι οικονομικά η κοινωνία τη περίοδο αυτή. Οι Σταυροφορίες, που ξεκίνησανε 1η φορά το 1095, υπήρξανε στρατιωτικές προσπάθειες των Χριστιανών της Δ. Ευρώπης ν’ αφαιρέσουνε τον έλεγχο των Αγίων Τόπων απ’ τους Μουσουλμάνους. Οι βασιλείς έγιναν η κεφαλή συγκεντρωτικών κρατών, μειώνοντας την εγκληματικότητα και τη βία, απομακρύνοντας, ωστόσο, από τη πραγματικότητα την ιδέα ενός ενιαίου χριστιανικού κράτους. Τη πνευματική ζωή χαρακτήρισε ο σχολαστικισμός, φιλοσοφία που ‘δινε έμφαση στη συνύπαρξη της Πίστης με τη Λογική, κι η ίδρυση πανεπιστημίων. Η θεολογία του Θωμά Ακινάτη (1225-1274), τα έργα ζωγραφικής του Τζιότο (1266-1337), η ποίηση του Δάντη (περ. 1265-1321) και του Τσόσερ (περ. 1343-1400), τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο (1254-1324) κι η ανέγερση Γοτθικών Καθεδρικών Ναών, όπως εκείνος στη Σαρτρ, είναι μερικά από τα επιφανέστερα επιτεύγματα αυτής της περιόδου.
Ο Ύστερος Μεσαίωνας στιγματίστηκε από δοκιμασίες και κινδύνους όπως ο λιμός, η πανούκλα κι ο πόλεμος, που μειώσανε κατά πολύ τον πληθυσμό της Δ. Ευρώπης. Μεταξύ των ετών 1347-50 η Μαύρη Πανώλη ή ο Μαύρος Θάνατος εξόντωσε τα 2/5 περίπου του ευρωπαϊκού πληθυσμού. Οι αμφιγνωμίες η εμφάνιση αιρέσεων και τα σχίσματα στους Κόλπους της Εκκλησίας εμφανιστήκανε παράλληλα με διακρατικούς πολέμους, εμφύλιες συγκρούσεις κι επαναστάσεις χωρικών. Πολιτιστικές και τεχνολογικές πρόοδοι μεταμορφώσανε την ευρωπαϊκή κοινωνία, γράφοντας τον επίλογο του Ύστερου Μεσαίωνα και δίνοντας τη σκυτάλη στη Πρώιμη Νεώτερη Περίοδο της Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Ο Μεσαίωνας είναι μια από τις 3 κύριες περιόδους στο επικρατέστερο σχήμα ανάλυσης της ευρωπαϊκής ιστορίας: Κλασσική Αρχαιότητα, Μεσαίωνας και Νεώτερη Εποχή.
Περιπλανώμενοι Μουσικοί μικρογραφία από ισπανικό χειρόγραφο (1529)
Εθνική Βιβλιοθήκη Μαδρίτη
Οι μεσαιωνικοί συγγραφείς μοιράζανε την ιστορία σε περιόδους όπως οι “Έξι Εποχές” ή οι “Τέσσερις Αυτοκρατορίες” και θεωρούσαν την εποχή τους τελευταία πριν τη καταστροφή του κόσμου. Όταν αναφέρονταν στη δική τους εποχή, χρησιμοποιούσαν την έννοια της “μοντέρνας εποχής”. Στη 10ετία του 1330, ο ουμανιστής και ποιητής Φραγκίσκος Πετράρχης (1304-1374) αναφερότανε στη περίοδο της ιστορίας πριν την έλευση του Χριστού ως antiqua (αρχαία) και στη χριστιανική περίοδο ως nova (νέα). Ο Λεονάρντο Μπρούνι (1370-1444) ήταν ο 1ος ιστορικός που χρησιμοποίησε 3μερή διαίρεση της ιστορίας στο έργο του Ιστορία Των Φλωρεντίνων (1442). Ο Μπρούνι κι οι μεταγενέστεροί του ιστορικοί θεωρούσαν ότι η Ιταλία είχε επανακάμψει μετά την εποχή του Πετράρχη και κατ’ επέκταση προσθέσανε 3η εποχή. Ο όρος Μεσαίωνας εμφανίστηκε 1η φορά στη λατινική γλώσσα ως media tempestas. Στα 1α χρόνια χρήσης του όρου, υπήρχανε πολλές εναλλακτικές, όπως medium aevum, όρος που ανάγεται στο 1604 και media saecula, όρος του 1625. Ο σημερινός αγγλικός όρος medieval ή mediaeval προέρχεται από το medium aevum. Η 3μερής περιοδολόγηση καθιερώθηκε μετά τη διαίρεση της Ιστορίας απ’ το Γερμανό ιστορικό Κριστόφ Κελλάριους (1638-1707) σε μέρη: Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεώτερη.
Το επικρατέστερο σημείο εκκίνησης του Μεσαίωνα είναι το 476 μ.Χ. που 1ος πρότεινε ο Μπρούνι. Για την Ευρώπη σα σύνολο, το 1500 συχνά θεωρείται το τέλος της περιόδου αυτής, ωστόσο δεν υπάρχει καθολικά αποδεκτή από τους μελετητές χρονολογία. Ανάλογα με το αντικείμενο μελέτης, γεγονότα όπως το 1ο ταξίδι του Κολόμβου (1451-1506) στην Αμερική το 1492, η Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453, ή η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση το 1517 έχουνε κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί. Οι Άγγλοι ιστορικοί συχνά χρησιμοποιούν τη Μάχη του Μπόσγουορθ το 1485 για να οριοθετήσουν το Μεσαίωνα. Για την Ισπανία, οι ημερομηνίες που συνηθίζονται πιότερο είναι ο θάνατος του Βασιλιά Φερδινάνδου Β’ της Αραγωνίας το 1516, ο θάνατος της Βασίλισσας Ισαβέλλας Α’ της Καστίλλης το 1504 ή η Κατάκτηση της Γρανάδα το 1492. Οι ιστορικοί των λατινόγλωσσων κρατών τείνουν να διαιρούνε το Μεσαίωνα σε 2 τμήματα: τη 1η Υψηλή και τη μεταγενέστερη Χαμηλή περίοδο. Οι αγγλόφωνοι ιστορικοί, ακολουθώντας τους γερμανόφωνους συναδέλφους, συνήθως διαιρούνε το Μεσαίωνα σε 3 τμήματα: τον Πρώιμο, τον Ώριμο ή Μέσο, και τον Ύστερο. Το 19ο αι., ο Μεσαίωνας στο σύνολό του συχνά αναφερόταν ως οι “Σκοτεινοί Αιώνες”, όμως μετά την υιοθέτηση των διαιρέσεων που περιγραφήκανε παραπάνω, η χρήση του όρου περιορίστηκε να χαρακτηρίζει τον Πρώιμο Μεσαίωνα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τους ιστορικούς.
Πανούκλα μικρογραφία (15ος αι.), Εθνική Βιβλιοθήκη Παρίσι
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειο της εδαφικής της εξάπλωσης κατά το 2ο αι. μ.Χ. Τους επόμενους 2 η ρωμαϊκή επιρροή στα εδάφη αυτά μειώθηκε σταδιακά. Οικονομικά προβλήματα, όπως πληθωρισμός σε συνδυασμό με πίεση που άσκησαν εξωτερικοί παράγοντες στα σύνορα, μετατρέψανε τον 3ο αι. περίοδο πολιτικής αστάθειας που στη διάρκειά της Αυτοκράτορες ανέβαιναν στο θρόνο για ν’ αντικατασταθούνε τάχιστα από νέους σφετεριστές. Τα χρήματα που απαιτούνταν για στρατιωτικούς σκοπούς αυξάνονταν σταθερά, κυρίως ως αποτέλεσμα των πολέμων με τη Περσία των Σασσανιδών, που αναζωπυρώθηκε στα μέσα του 3ου αι.. Ο στρατός διπλασιάστηκε σε μέγεθος, ενώ το ιππικό και μικρότερα σώματα αντικατέστησαν τη λεγεώνα ως το κύριο τακτικό σώμα στρατού. Η ανάγκη για εισοδήματα οδήγησε στην αύξηση της φορολογίας και στη συρρίκνωση της τάξης των curiales (έμποροι, επιχειρηματίες κι ιδιοκτήτες γης μεσαίας κοινωνικής τάξης), ενώ ολοένα και λιγότεροι απ’ αυτούς δείχνανε προθυμία ν’ αναλαμβάνουν αξιώματα στις πόλεις τους. Αναγκαία έγινε η αύξηση των γραφειοκρατών που θα αναλάμβαναν να υποστηρίζουνε τη κεντρική διακυβέρνηση για την αντιμετώπιση των αναγκών του στρατού, κάτι που οδήγησε σε παράπονα των πολιτών ότι υπήρχανε πλέον πιότεροι συλλέκτες φόρων από ό,τι φορολογούμενοι.
Ο Αυτοκράτορας Διοκλητιανός (κυβ. 284-305) μοίρασε την Αυτοκρατορία σε 2 αυτόνομα διοικητικά τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό το 286. Η Αυτοκρατορία δεν θεωρούνταν χωρισμένη στην αντίληψη των κατοίκων και των διοικούντων της, καθώς νομικές και διοικητικές επιταγές του ενός τμήματος ίσχυανε και στο άλλο. Το 330, μετά από περίοδο εμφύλιων συγκρούσεων, ο Κωνσταντίνος ο Μέγας (κυβ. 306-337) ίδρυσε στη θέση του Βυζαντίου νέα πρωτεύουσα του Ανατολικού Κράτους, τη Κωνσταντινούπολη. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού δυναμώσανε τη διοικητική γραφειοκρατία, αναδιαμορφώσανε τη φορολογία κι ισχυροποιήσανε το στρατό, κάτι που εξαγόρασε χρόνο στην Αυτοκρατορία. Ωστόσο δεν έλυσε κι οριστικά τα προβλήματα που τη ταλανίζανε: δυσβάστακτη φορολογία, υπογεννητικότητα και πιέσεις στα σύνορα ήταν μερικά απ’ αυτά. Εμφύλιοι πόλεμοι μεταξύ αντιπάλων Αυτοκρατόρων ήτανε κοινό φαινόμενο στη πορεία του 4ου αι., αποσπώντας στρατιώτες απ’ τα σύνορα κι επιτρέποντας σε εισβολείς να προβαίνουνε σε καταπατήσεις. Στο μεγαλύτερο μέρος του 4ου αι., η ρωμαϊκή κοινωνία σταθεροποιήθηκε σε νέα μορφή, διαφορετική από κείνη της κλασσικής περιόδου, με το χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς να διευρύνεται ολοένα κι η ζωτικότητα των μικρότερων πόλεων να φθίνει. Άλλη σημαντική αλλαγή ήταν ο εκχριστιανισμός της Αυτοκρατορίας, η στροφή δηλαδή του πληθυσμού της προς το Χριστιανισμό, σταδιακή διαδικασία που κράτησε απ’ το 2ο μέχρι τον 5ο αι..
Απεικόνιση Τετραρχών, 2 Αυτοκρατόρων & 2 Καισάρων, κυβερνήσανε
τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά απ’ τις μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού
Βασιλική Αγίου Μάρκου, Βενετία, Ιταλία
Το 376, οι Οστρογότθοι, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους Ούννους, έλαβαν άδεια από τον Αυτοκράτορα Ουάλη (κυβ. 364-378) να εγκατασταθούνε στη ρωμαϊκή επαρχία της Θράκης στα Βαλκάνια. Ο αποικισμός δεν εξελίχθηκε ομαλά κι, όταν οι ρωμαίοι αξιωματούχοι χειριστήκανε λανθασμένα τη κατάσταση, οι Οστρογότθοι ξεκίνησαν να κάνουν επιδρομές και λεηλασίες. Ο Ουάλης, προσπαθώντας να επαναφέρει την τάξη, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Οστρογότθους στη Μάχη της Αδριανούπολης στις 9 Αυγούστου 378. Εκτός από την εξωτερική απειλή των εχθρών στο Βορρά, εσωτερικές έριδες και κυρίως θρησκευτικές διαμάχες, διαταράξανε τη τάξη. Το 400, οι Βησιγότθοι εισβάλανε στη Δ. Ρωμ. Αυτοκρατορία και, παρόλο που εκδιωχθήκανε προσωρινά από την Ιταλία, το 410 λεηλατήσανε τη Ρώμη. Το 406 οι Αλανοί, οι Βάνδαλοι κι οι Σουηβοί εισήλθανε στη Γαλατία (Γαλλία). Στα επόμενα 3 χρόνια εξαπλωθήκανε και το 409 πέρασαν μέσω των Πυρηναίων στην Ιβηρική χερσόνησο. Έτσι ξεκίνησε η Εποχή των Μετακινήσεων, οπότε και διάφορα φύλα, κυρίως γερμανικά στην αρχή, μετακινηθήκανε κατά μήκος της Ευρώπης.
Οι Φράγκοι, οι Αλεμάνοι κι οι Βουργουνδοί καταλήξανε στη Β. Γαλατία, ενώ οι Άγγλοι, οι Σάξονες κι οι Ιούτοι εγκατασταθήκανε στη Βρεττανία. Στη 10ετία του 430 οι Ούννοι ξεκίνησαν εισβολές στα εδάφη της Αυτοκρατορίας. Ο ηγεμόνας τους, Αττίλας (κυβ. 434-453), καθοδήγησε εισβολές στα Βαλκάνια το 442 και το 447, στη Γαλατία το 451 και στην Ιταλία το 452. Η απειλή των Ούννων παρέμεινε μέχρι το θάνατο του Αττίλα το 453, οπότε κι ο συνασπισμός των ουννικών φύλων διαλύθηκε. Αυτές οι εισβολές αλλάξανε δραματικά πολιτικό και δημογραφικό σκηνικό στο κομμάτι που ‘χε κάποτε αποτελέσει το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος. Μέχρι το τέλος του 5ου αι., το δυτικό κομμάτι της Αυτοκρατορίας είχε διαιρεθεί σε μικρότερα πολιτικά σώματα, που καθένα του βρισκόταν υπό τη κυριαρχία φυλών που είχαν εισβάλλει σ’ αυτά στις αρχές του αι… Η εκθρόνιση του τελευταίου Αυτοκράτορα της Δύσης, του Ρωμύλου Αυγουστύλου, το 476 παραδοσιακά σηματοδοτεί το τέλος της Δυτ. Ρωμ. Αυτοκρατορίας. Αυτή που συχνά αναφέρεται με την επωνυμία Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά τη πτώση του Δυτικού Κράτους, είχε ελάχιστη δύναμη ώστε να αξιώσει τον έλεγχο των χαμένων εδαφών στη Δύση. Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες εξακολουθούσαν να τα διεκδικούν ως κληρονομιά τους, ωστόσο ούτε κάποιος από τους νέους βασιλείς στη Δύση τόλμησε ν’ αυτοανακηρυχθεί Αυτοκράτορας της Δύσης, ούτε οι Βυζαντινοί είχανε την ισχύ να επανακαταλάβουνε και να διατηρήσουνε τον έλεγχο στα χαμένα δυτικά εδάφη. Η ανάκτηση της ιταλικής χερσονήσου και των παραλίων της Μεσογείου από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό τον Μέγα (κυβ. 527-565) αποτέλεσε τη μοναδική, και προσωρινή, εξαίρεση.
Μικρογραφία σε χειρόγραφο του 14ου αι.
ο Άγγλος μαθηματικός κι ωρολογοποιός Ριχάρδος Γουόλινγκφορντ
πραγματοποιεί μετρήσεις ακριβείας με διαβήτη
Οι πολιτικές δομές της Δυτικές Ευρώπης αλλάξανε σημαντικά μορφή μετά τη κατάλυση της ενωμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Παρόλο που οι μετακινήσεις διαφόρων φύλων στη διάρκεια της περιόδου αυτής περιγράφονται στη πλειοψηφία των περιπτώσεων ως εισβολές, στη πραγματικότητα δεν πρόκειται απλώς για στρατιωτικές εκστρατείες αλλά για μεταναστεύσεις ολόκληρων λαών εντός της Αυτοκρατορίας. Υποβοηθήθηκαν από την άρνηση των Ρωμαίων αριστοκρατών να στηρίξουνε το στρατό ή να καταβάλλουνε τους φόρους που ‘ταν απαραίτητοι σ’ αυτό για τη παρεμπόδιση των μεταναστεύσεων. Οι Αυτοκράτορες του 5ου αι. ήτανε συχνά υποχείρια ισχυρών στρατιωτικών όπως ο Στιλίχων (πεθ. 408), ο Άσπαρ (πεθ. 471), ο Ρισίμερος (πεθ. 472) κι ο Γούντομπαντ (πεθ. 516), που ‘χανε μισές ή και καθόλου ρωμαϊκές καταβολές. Επιγαμίες, ωστόσο, μεταξύ των νέων βασιλέων και των Ρωμαίων αριστοκρατών ήτανε σύνηθες φαινόμενο. Αυτό οδήγησε στη συγχώνευση εθιμικών στοιχείων του ρωμαϊκού πολιτισμού με κείνα των επιδρομέων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι λαϊκές συνελεύσεις που επιτρέπανε στα ελεύθερα αρσενικά μέλη μιας φυλής να συμμετέχουνε στη διακυβέρνηση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι συνέβαινε στο ρωμαϊκό κράτος. Τα αρχαιολογικά ευρήματα που αφήσανε πίσω οι Ρωμαίοι κι οι εισβολείς παρουσιάζουνε συχνά ομοιότητες, με κείνα των φυλών να μιμούνται συχνά τα αντίστοιχα ρωμαϊκά. Μεγάλο κομμάτι της γραμματείας των νέων βασιλείων επίσης βασίστηκε στη ρωμαϊκή γραπτή παράδοση. Μια σημαντική διαφορά, εντούτοις, ήταν η σταδιακή απώλεια εισοδήματος των διοικούντων μέσω της φορολογίας. Πολλές από τις νέες πολιτικές ενότητες δε χρηματοδοτούσανε πλέον το στρατό τους μέσω φόρων, αλλά προσφέρανε στους στρατιώτες κτήματα ή ενοίκια. Αυτή η αναθεώρηση της ανάγκης για φορολογία οδήγησε και στη παρακμή των συστημάτων συλλογής φόρων. Οι πολεμικές συγκρούσεις ήτανε πάντως συχνές μεταξύ και στο εσωτερικό των νέων βασίλείων. Η δουλεία μειώθηκε μαζί με τη προσφορά κι οι κοινωνικές δομές επικεντρωθήκανε στην αγροτική παραγωγή.
Η Αποβίβαση Του Κολόμβου Στις Ακτές του Νέου Κόσμου
Μεταξύ 5ου κι 8ου αι., νέοι λαοί κι ισχυρές προσωπικότητες καλύψανε το κενό που άφησε πίσω της η ρωμαϊκή κεντρική διακυβέρνηση. Οι Οστρογότθοι εγκατασταθήκανε στην Ιταλία στα τέλη του 5ου αι. υπό το Θεοδώριχο (πεθ. 526). Δημιουργήσανε βασίλειο που χαρακτήρισε η συνεργασία ανάμεσα στους γηγενείς Ιταλούς και τους Οστρογότθους, τουλάχιστον μέχρι και τα τελευταία χρόνια της ηγεμονίας του Θεοδώριχου. Οι Βουργουνδοί εγκατασταθήκανε στη Γαλατία κι αφού το 1ο βασίλειό τους συνετρίβη από τους Ούννους το 436, δημιουργήσανε 2ο στη 10ετία του 440. Στη περιοχή μεταξύ των σημερινών πόλεων της Γενεύης και της Λυών, χτίστηκε το ισχυρό κράτος της Βουργουνδίας στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 6ου αι.. Στη Β. Γαλατία, οι Φράγκοι κι οι Βρεττανοί δημιουργήσανε μικρά κρατίδια. Το Βασίλειο των Φράγκων είχε επίκεντρο τη ΒΑ Γαλατία κι ο 1ος Βασιλιάς τους που σώζονται αρκετές πληροφορίες είναι ο Χιλδέριχος (πεθ. 481). Υπό την ηγεμονία του Χλωδοβίκου (κυβ. 509-511), γιου του Χιλδέριχου, το Βασίλειο των Φράγκων επεκτάθηκε και προσηλυτίστηκε στο Χριστιανισμό. Οι Βρεττανοί, που σχετίζονταν με τους γηγενείς κατοίκους της Μπριττάνια (Μεγάλη Βρεττανία), εγκατασταθήκανε στη περιοχή που σήμερα αποκαλείται Βρετάνη (τμήμα της σύγχρονης Γαλλίας). Άλλα βασίλεια δημιουργήθηκαν από τους Βησιγότθους στην Ισπανία, τους Σουηβούς στη ΒΔ. Ισπανία και τους Βανδάλους στη Β. Αφρική. Τον 6ο αι., οι Λομβαρδοί εγκατασταθήκανε στη Β. Ιταλία, αντικαθιστώντας το Βασίλειο των Οστρογότθων μ’ ένα σύνολο από δουκάτα που κατά διαστήματα εκλέγανε κοινό ηγεμόνα. Στα τέλη του 6ου αι., αυτός ο διακανονισμός είχεν αντικατασταθεί από μόνιμη και σταθερή μοναρχία.
Οι εισβολές φέραν νέες εθνοτικές ομάδες στην Ευρώπη, αν κι ορισμένες περιοχές δέχτηκαν μεγαλύτερη εισροή φύλων σε σχέση μ’ άλλες. Στη Γαλατία, π.χ., οι εισβολείς εγκατασταθήκανε σε μεγαλύτερο βαθμό στα ΒΑ. σε σχέση με τα ΝΔ. Τα σλαβικά φύλα προτιμήσανε τη Κ. κι Αν. Ευρώπη, καθώς και τα Βαλκάνια. Η εγκατάσταση αυτή νέων λαών οδήγησε και στην αλλαγή των επικρατουσών γλωσσών. Τα λατινικά της Δυτ. Ρωμ. Αυτοκρατορίας αντικατασταθήκανε σταδιακά από γλώσσες που βασίζονταν σ’ αυτά, αλλά ήτανε παρόλαυτά διακριτές, γνωστές με τη συλλογική ονομασία ρομανικές γλώσσες. Αυτή η μετάβαση από τα Λατινικά στις νέες γλώσσες είχε φυσικά διάρκεια πολλούς αιώνες. Η ελληνική γλώσσα παρέμεινε η επίσημη γλώσσα της Βυζ. Αυτοκρατορίας, αλλά οι μεταναστεύσεις σλαβόφωνων λαών προσέθεσε και τις σλαβονικές γλώσσες στην Αν. Ευρώπη.
Ο Αττίλας έφιππος σε μάχη
Καθώς η Δ. Ευρώπη γινόταν μάρτυρας του σχηματισμού νέων βασιλείων, η Αν. Ρωμ. Αυτοκρατορία παρέμενε ανέπαφη, γνωρίζοντας οικονομική αναζωογόνηση που κράτησε μέχρι τις αρχές του 7ου αι.. Στο αν. τμήμα της γίνανε λίγες εισβολές, περισσότερες από τις οποίες στα Βαλκάνια. Οι ειρηνικές σχέσεις με τη Περσία, παραδοσιακό εχθρό της Ρώμης, διατηρηθήκανε στο μεγαλύτερο κομμάτι του 5ου αι.. Στην Αν. Αυτοκρατορία παρατηρηθήκανε στενές σχέσεις Κράτους κι Εκκλησίας, με τα διάφορα θεολογικά ζητήματα ν’ αποκτούνε πολιτική σημασία με τρόπο που δε συνέβη στη Δύση. Στον τομέα της Νομοθεσίας αξιοσημείωτο γεγονός είναι η κωδικοποίηση του Ρωμαϊκού Δικαίου. Η 1η προσπάθεια, ο Θεοδοσιανός Κώδικας, ολοκληρώθηκε το 438. Υπό τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α’ (κυβ. 527-565), θεσπίστηκε ο Ιουστινιάνειος Κώδιξ (Corpus Juris Civilis). Ο ίδιος Αυτοκράτορας είναι επίσης υπεύθυνος για την ανοικοδόμηση του ναού της Αγίας Σοφίας στη Πόλη, καθώς και για την επανάκτηση της Β. Αφρικής από τους Βανδάλους και της Ιταλίας από τους Οστρογότθους, υπό τη στρατιωτική καθοδήγηση του Βελισσάριου (πεθ. 565). Η κατάκτηση της Ιταλίας δεν ήταν ολοκληρωτική καθώς θανατηφόρο ξέσπασμα λοιμού το 542 είχεν αποτέλεσμα να επικεντρωθεί ο Ιουστινιανός για το υπόλοιπο της βασιλείας του σε αμυντικά μέτρα, παρά σε νέες κατακτήσεις. Μετά το θάνατό του, οι Βυζαντινοί ήλεγχαν το μεγαλύτερο κομμάτι της ιταλικής χερσονήσου, τη Β. Αφρική κι ένα μικρό πάτημα στη Ν. Ισπανία. Οι εκστρατείες αυτές της επανάκτησης των χαμένων εδαφών από μέρους του έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από ιστορικούς που θεωρούν ότι επεκτάθηκε υπερβολικά, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις μουσουλμανικές κατακτήσεις. Πολλές από τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι διάδοχοί του δεν οφείλονταν μόνο στην υπερ-φορολόγηση για να πληρωθούν οι πόλεμοι που διεξήγαγε, αλλά στον κατ’ ουσίαν πολιτικό χαρακτήρα της Αυτοκρατορίας, που καθιστούσε δύσκολη τη συγκέντρωση στρατού.
Ναός του Αγίου Γεωργίου & Φλαγγινιανό Φροντιστήριο Στη Βενετία
χαλκογραφία Βενετία Ελληνικό Ινστιτούτο
(Η ελληνική παροικία εκεί ήταν από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη
κι υπήρξε σημαντικό πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού).
Η αργή διείσδυση των Σλάβων στα Βαλκάνια ήταν μια ακόμη δυσχέρεια για τους διαδόχους του Ιουστινιανού. Ξεκίνησε σταδιακά, αλλά μέχρι τα τέλη της 10ετίας του 540 σλαβικά φύλα βρίσκονταν στη Θράκη και την Ιλλυρία, ενώ νικήσανε και τον αυτοκρατορικό στρατό κοντά στην Αδριανούπολη το 551. Στη 10ετία του 560 οι Άβαροι ξεκίνησαν να εξαπλώνονται από τη βάση τους στις βόρειες όχθες του Δούναβη. Μέχρι τα τέλη του 6ου αι. ήταν η ισχυρότερη δύναμη στη Κ. Ευρώπη κι αναγκάζανε κατ’ εξακολούθηση τους Αυτοκράτορες της Ανατολής να τους καταβάλλουνε χρηματικά ποσά. Παρέμειναν υπολογίσιμη δύναμη μέχρι το 796. Πρόσθετο πρόβλημα προέκυψεν όταν ο Αυτοκράτορας Μαυρίκιος (κυβ. 582–602) ενεπλάκη στη περσική πολιτική έχοντας αναμειχθεί σε διαμάχη για θέματα διαδοχής. Σαν αποτέλεσμα ακολούθησε, βραχεία περίοδος ειρήνης αλλά, μετά την εκθρόνιση του Μαυρίκιου, οι Πέρσες εισβάλλανε στη διάρκεια της ηγεμονίας του Αυτοκράτορα Ηρακλείου (κυβ. 610–641). Πήρανε τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων της Αυτοκρατορίας, όπως την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μ. Ασία, μέχρι την επιτυχημένη εκστρατεία αντεπίθεσης του Ηρακλείου. Το 628 η Αυτοκρατορία, μετά τη νικηφόρα μάχη της Νινευΐ, συνήψε συνθήκη ειρήνης κι ανέκτησε όλα τα χαμένα εδάφη της.
Στη Δ. Ευρώπη, ορισμένες από τις παλαιότερες ρωμαϊκές αριστοκρατικές οικογένειες εξέλιπαν, ενώ άλλες απασχοληθήκανε πιότερο με την Εκκλησία παρά με τις κοσμικές υποθέσεις. Αξίες που συνδέονταν με τη λατινική λογιότητα και την εκπαίδευση χαθήκανε και παρόλο που η εγγραμματοσύνη παρέμεινε σημαντική, αντιμετωπίστηκε πιότερο σα πρακτική ικανότητα παρά δείγμα υψηλής κοινωνικής θέσης. Κατά τον 4ο αι. ο Ιερώνυμος (πεθ. 420) είδε σε όραμα ότι ο Θεός τον επέπληξε επειδή ξόδευε πιότερο χρόνο μελετώντας τον Κικέρωνα παρά τις Γραφές. Τον 6ο αι. ο Γρηγόριος της Τουρ (πεθ. 594) αναφέρει παρόμοιο όραμα, που όμως έλαβε επίπληξη επειδή μάθαινε στενογραφία. Μέχρι τα τέλη του 6ου αι. σε κύρια μέσα θρησκευτικής επιμόρφωσης στην Εκκλησία είχαν μετατραπεί η τέχνη κι η μουσική κι όχι η ανάγνωση κειμένων. Οι περισσότερες λόγιες προσπάθειες κινούνταν προς τη μίμηση της κλασσικής γραμματείας, αν και δημιουργηθήκανε και κάποια πρωτότυπα έργα, από κοινού με προφορικές συνθέσεις που δε σώζονται στις μέρες μας. Τα γραπτά των Σιδώνιου Απολλινάριου (πεθ. 489), Κασσιόδωρου (πεθ. περ. 585) και Βοήθιου (πεθ. περ. 525) είναι χαρακτηριστικά της εποχής.
Εργασίες Στην Ύπαιθρο μικρ. από ημερολόγιο του 12ου αι.
Οξφόρδη Bodleian Library
Αλλαγές παρατηρούνται επίσης ανάμεσα στους λαϊκούς. Οι βασιλείς κι οι ευγενείς υποστήριζαν οικονομικά ένα περίγυρο από πολεμιστές που αποτελούσανε και τη ραχοκοκκαλιά των στρατιωτικών σωμάτων. Ο ρουχισμός των ευγενών έφερε πλούσιο διάκοσμο με πετράδια και χρυσό. Η καλλιέργεια του πνεύματος πέρασε σε 2η μοίρα απέναντι στις αρετές της πίστης, του θάρρους και της τιμής. Οι οικογενειακοί δεσμοί μεταξύ ευγενών είχαν ιδιαίτερη σημασία, μπορούσαν, ωστόσο, να οδηγήσουνε και σε μακροχρόνιες έριδες μεταξύ οίκων, που επιλύονταν είτε με τα όπλα είτε με κάποια αποζημίωση. Οι γυναίκες της αριστοκρατικής τάξης περιορίζονταν στο ρόλο της συζύγου και της μητέρας ανδρών, ενώ οι μητέρες Ηγεμόνων έχαιραν μεγάλου σεβασμού στη Γαλατία των Μεροβίγγειων. Οι βασιλομήτορες είχανε πιο περιορισμένο ρόλο στην αγγλοσαξονική κοινωνία, λόγω της απουσίας παιδιών-ηγεμόνων σε αυτή, ωστόσο εξέχοντα ρόλο διαδραμάτιζαν οι ηγουμένισσες των μονών. Μόνο στην Ιταλία φαίνεται πως οι γυναίκες θεωρούνταν πάντα υπό τη προστασία και τον έλεγχο κάποιου άρρενα συγγενή.
Η καθημερινή ζωή των χωρικών έχει καταγραφεί ελάχιστα σε σχέση με κείνη των ευγενών. Οι περισσότερες από τις πληροφορίες που σήμερα βρίσκονται στη διάθεση των μελετητών προέρχονται από την αρχαιολογική έρευνα: λίγες λεπτομερείς γραπτές μαρτυρίες για τον καθημερινό βίο των κατώτερων τάξεων χρονολογούνται πριν τον 9ο αι.. Οι περισσότερες από τις περιγραφές αυτές προέρχονται είτε από νομικά έγγραφα είτε από γραπτά ανθρώπων υψηλώτερης τάξης. Η γαιοκτησία δεν ακολουθούσε ομοιόμορφο μοτίβο στο σύνολο της Δύσης. Κάποιες περιοχές παρουσίαζαν μεγάλο κατακερματισμό των γαιών, ενώ σ’ άλλες οι μεγάλες συνεχείς ιδιοκτησίες γης ήτανε το σύνηθες. Οι διαφορές αυτές επιτρέψανε τη δημιουργία μεγάλης ποικιλίας αγροτικών κοινωνιών, σε κάποιες από τις οποίες κυριαρχούσαν οι αριστοκράτες γαιοκτήμονες, ενώ άλλες απολάμβαναν μεγάλο βαθμό αυτονομίας. Ο εποικισμός γης διέφερε επίσης σημαντικά από περίπτωση σε περίπτωση. Κάποιοι χωρικοί μένανε σε μεγάλα χωριά που μπορούσαν να ‘χουνε πληθυσμό μέχρι και 700 κατοίκους. Άλλοι ζούσανε σε μικρές ομάδες περιτριγυρισμένοι από συγγενείς, ενώ άλλοι μένανε σε απομονωμένες φάρμες διασκορπισμένες στην ύπαιθρο. Τέλος, υπήρχανε και περιοχές που εφαρμόζονταν πιότερα από ένα συστήματα. Αντίθετα με την Ύστερη Ρωμαϊκή Περίοδο, δεν υπήρχε βαθύ χάσμα ανάμεσα στη κοινωνική θέση ενός ελεύθερου χωρικού κι ενός ευγενούς, ενώ ήταν εφικτό η οικογένεια του πρώτου να ανέλθει κοινωνικά με το πέρασμα κάποιων γενεών μέσω της παροχής στρατιωτικών υπηρεσιών σε ισχυρούς άρχοντες.
Αναπαράσταση του Αββαείου του Κλυνύ στη περίοδο ακμής του
Η ρωμαϊκή αστική ζωή και κουλτούρα άλλαξε δραματικά κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Παρόλο που οι ιταλικές πόλεις παραμείνανε κατοικημένες, το μέγεθός τους συρρικνώθηκε. Η Ρώμη, για παράδειγμα, από πληθυσμό εκατοντάδων χιλιάδων βρέθηκε ν’ αριθμεί κάπου 30.000 μέχρι τα τέλη του 6ου αι.. Οι ρωμαϊκοί ναοί μετατραπήκανε σε χριστιανικούς και τα τείχη της πόλης παρέμειναν εν χρήση. Στη Β. Ευρώπη οι πόλεις επίσης μικρύναν, ενώ τα μνημεία κι άλλα δημόσια κτίρια καταστραφήκανε για να χρησιμοποιηθούνε ξανά τα οικοδομικά υλικά τους. Η ίδρυση νέων βασιλείων συνήθως είχε συνέπεια τη μεγέθυνση των πόλεων που επιλέγονταν ως πρωτεύουσες. Σ’ ό,τι αφορά στις εβραϊκές κοινότητες των παλαιών ρωμαϊκών πόλεων, μετά τον εκχριστιανισμό της Ευρώπης οι Εβραίοι υπέστησαν σε διάφορες περιπτώσεις διωγμούς. Επισήμως ήταν ανεκτοί, αν και δέχονταν πιέσεις προσηλυτισμού και κατά καιρούς ενθαρρύνονταν ν’ απομακρυνθούνε προς άλλες περιοχές.
Στα τέλη του 6ου αι. και στις αρχές του 7ου αι., η κατάσταση αναφορικά με την επικρατούσα θρησκεία στην Ανατολική Αυτοκρατορία και τη Περσία ήτανε ρευστή. Ο προσηλυτισμός πληθυσμών στον Ιουδαϊσμό ήτανε συχνό φαινόμενο και τουλάχιστον ένας πολιτικά ισχυρός Άραβας στράφηκε σ’ αυτόν. Χριστιανοί ιεραπόστολοι ανταγωνίζονταν τους Πέρσες οπαδούς του Ζωροαστρισμού στην αναζήτηση πιστών, κυρίως ανάμεσα στους κατοίκους της αραβικής χερσονήσου. Αυτή η διάσπαση σταμάτησε με την εμφάνιση του Ισλάμ στην Αραβία κατά τη διάρκεια της ζωής του Μωάμεθ (πεθ. 632). Μετά το θάνατό του οι ισλαμικές δυνάμεις κυρίευσαν μέγα τμήμα της Βυζ. Αυτοκρατορίας και της Περσίας, ξεκινώντας με τη Συρία το 634-635 και φτάνοντας στην Αίγυπτο το 640-641, στη Περσία μεταξύ των ετών 637-42, τη Β, Αφρική στα τέλη του 7ου αι. και την ιβηρική χερσόνησο το 711. Μέχρι το 714 οι ισλαμικές δυνάμεις είχανε κερδίσει τον έλεγχο σημαντικού τμήματος της τελευταίας, περιοχή που αποκαλούσαν Αλ-Ανταλούς. (πρλ. Ανδαλουσία)
Οι ισλαμικές κατακτήσεις έφτασαν το απόγειό τους στα μέσα του 8ου αι.. Η ήττα των μουσουλμάνων στη Μάχη του Πουατιέ το 732 είχεν αποτέλεσμα την επανάκτηση της Ν. Γαλλίας από τους Φράγκους. Εν τούτοις, η κύρια αιτία της παύσης της ισλαμικής επέκτασης στην Ευρώπη ήταν η εκθρόνιση των Ομεϋαδών από τους Αββασίδες. Οι τελευταίοι μεταφέρανε τη πρωτεύουσά τους στη Βαγδάτη κι ασχοληθήκανε πιότερο με τη Μ. Ανατολή παρά με την Ευρώπη, χάνοντας τον έλεγχο ορισμένων κατεκτημένων περιοχών. Οι απόγονοι των Ομεϋαδών καταλάβανε την ιβηρική χερσόνησο, οι Αγλαβίδες πήρανε τον έλεγχο της Β.ς Αφρικής κι οι Τολουνίδες έγιναν οι ηγεμόνες της Αιγύπτου. Στα μέσα του 8ου αι. η εικόνα του εμπορίου στη Μεσόγειο είχε λάβει νέα μορφή: το ρωμαϊκό εμπόριο είχαν αντικαταστήσει οι συναλλαγές ανάμεσα στους Φράγκους και τους Άραβες. Οι Φράγκοι εμπορεύονταν ξυλεία, γούνες, σπαθιά και σκλάβους με αντάλλαγμα μεταξωτά κι άλλα υφάσματα, μπαχαρικά και πολύτιμα μέταλλα από τους Άραβες.
Οι μεταναστεύσεις κι οι εισβολές 4ου & 5ου αι. ταράξανε την εμπορική δραστηριότητα γύρω από τη Μεσόγειο. Τα αγαθά από την Αφρική σταμάτησαν να βρίσκουνε διέξοδο προς την Ευρώπη και γίνανι σπάνια, αρχικά στην ενδοχώρα κι αργότερα παντού, μ’ εξαίρεση κάποια μεγάλα αστικά κέντρα, όπως Ρώμη και Νάπολη. Στα τέλη του 7ου αι., σαν αποτέλεσμα των ισλαμικών κατακτήσεων, τα αφρικανικά προϊόντα εξαφανίστηκαν εντελώς από τη Δυτ. Ευρώπη. Η αντικατάσταση αγαθών που προέρχονταν από το υπερπόντιο εμπόριο με άλλα που παράγονταν τοπικά ήταν εκτεταμένο φαινόμενο στα παλαιά ρωμαϊκά εδάφη κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Παρατηρήθηκε δε εντονώτερα σε περιοχές που δεν συνόρευαν με τη Μεσόγειο, όπως η Β. Γαλατία κι η Βρεττανία. Προϊόντα που έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές και που δεν παρήχθησαν τοπικά αφορούνε κυρίως προϊόντα πολυτελείας. Στα βόρεια τμήματα της Ευρώπης, όχι μόνο τα εμπορικά δίκτυα ήτανε τοπικής εμβέλειας, αλλά και τα αγαθά που μεταφέρονταν ήταν απλά, μ’ ελάχιστα είδη κεραμικής ή άλλα περίπλοκα στη κατασκευή προϊόντα. Γύρω από τη Μεσόγειο, τα κεραμικά αγγεία παραμένανε κύριο ανταλλακτικό προϊόν και φαίνεται πως το εμπόριό τους εκτεινότανε σε δίκτυα μέσης εμβέλειας κι όχι μόνο τοπικά. Όλα τα γερμανικά κράτη της Δύσης χρησιμοποιούσαν νομίσματα που αποτελούσαν απομίμηση υπαρκτών ρωμαϊκών και βυζαντινών μορφών. Το χρυσάφι εξακολουθούσε ν’ αντλείται απ’ ορυχεία μέχρι τα τέλη του 7ου αι., οπότε κι αντικαταστάθηκε από το ασήμι. Το βασικό ασημένιο νόμισμα των Φράγκων ήτανε το δηνάριο, ενώ η αγγλοσαξονική εκδοχή του ονομαζόταν πένα. Από τις περιοχές αυτές, τα 2 αυτά νομίσματα εξαπλωθήκανε σ’ ολάκερη την ήπειρο στο διάστημα μεταξύ των ετών 700-1000. Νομίσματα από χαλκό ή ορείχαλκο δεν κόπηκαν, ενώ χρυσά κυκλοφορούσαν μόνο στη Ν. Ευρώπη. Επίσης τα ασημένια νομίσματα δεν είχαν υποδιαιρέσεις.
Κάτοικοι της Τουρναί κηδεύουν θύματα του Μαύρου Θανάτου
λεπτ. εικονογραφημένου χειρόγραφου Βασιλική Βιβλιοθήκη Βρυξέλλες
Ο Χριστιανισμός ήταν σημαντικός ενοποιητικός παράγοντας Ανατ. και Δυτ. Ευρώπης πριν τις αραβικές κατακτήσεις. Ωστόσο, η κατάκτηση της Β. Αφρικής κλόνισε τη θαλάσσια επικοινωνία μεταξύ των 2 περιοχών. Σταδιακά η Βυζαντινή κι η Δυτ. Εκκλησία άρχισαν να διαφοροποιούνται ως προς τη λειτουργική γλώσσα, τις πρακτικές και το τυπικό της Θείας Λειτουργίας. Στην Αν. Εκκλησία επικράτησε η ελληνική γλώσσα έναντι των λατινικών στη Δυτική. Αναδύθηκαν έτσι θεολογικές και πολιτικές διαφορές και περίπου στις αρχές και τα μέσα του 8ου αι. ζητήματα όπως η λατρεία των εικόνων, ο γάμος των κληρικών κι ο έλεγχος της Εκκλησίας απ’ το Κράτος γίνανι τόσον ακανθώδη που τελικά οι λίγες διαφορές απέκτησαν μεγαλύτερη βαρύτητα από τις πολλές ομοιότητες. Το επίσημο Σχίσμα έλαβε χώρα το 1054, όταν ο Πάπας της Ρώμης και το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης συγκρουστήκανε για το ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας. Ακολούθησε εκατέρωθεν αφορισμός, που διαίρεσε το Χριστιανισμό στα 2. Το δυτικό παρακλάδι έγινε η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και το ανατολικό η Ορθόδοξη.
Η εκκλησιαστική δομή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επιβίωσεν απ’ τις φυλετικές μεταναστεύσεις και τις εισβολές και παρέμεινε σχεδόν ανέπαφη. Ωστόσο, ο Πάπας έχαιρε μικρής εκτίμησης κι ελάχιστοι από τους δυτικούς επισκόπους απευθύνονταν στον Επίσκοπο της Ρώμης για θρησκευτική ή πολιτική καθοδήγηση. Πολλοί από τους Πάπες πριν το 750 ασχολήθηκαν πιότερο με τα προβλήματα της Βυζ. Αυτοκρατορίας και τις θεολογικές διαμάχες που γινόντουσαν στην Ανατολή. Το αρχείο των επιστολών του Πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου (590-604) σώζεται μέχρι σήμερα κι από αυτές, που ξεπερνούνε τις 850 σε αριθμό, η πλειοψηφία έχει θέμα, ζητήματα στην Ιταλία ή τη Πόλη. Το μόνο κομμάτι της Ευρώπης που ο Πάπας είχεν επιρροή ήταν η Βρεττανία, όπου ο Γρηγόριος έστειλε ιεραποστόλους το 597 για να προσηλυτίσουνε τους Αγγλοσάξονες στο Χριστιανισμό. Στη Δυτ. Ευρώπη σημαντικό τέτοιο έργο επέδειξαν Ιρλανδοί ιεραπόστολοι μεταξύ 5ου κι 7ου αι., πηγαίνοντας πρώτα στην Αγγλία και τη Σκωτία κι ακολούθως στα ηπειρωτικά. Υπό τη καθοδήγηση μοναχών όπως ο Κολούμπα κι ο Κολουμπάνους ίδρυσαν μοναστήρια, διδάξαν ελληνικά και λατινικά και συγγράψανε κοσμικά και θρησκευτικά έργα.
Κοινωνική Διαστρωμάτωση Μεσαίωνα: Ιερέας Στρατιώτης Χωρικός
Ο Πρώιμος Μεσαίωνας υπήρξε περίοδος ανόδου του μοναχισμού στη Δύση. Η μορφή του ευρωπαϊκού μοναχισμού καθορίστηκε από παραδόσεις κι ιδέες προερχόμενες από τους Πατέρες που μόνασανε στις ερήμους Αιγύπτου και Συρίας. Τα περισσότερα μοναστήρια έδιναν έμφαση στη κοινοτική εμπειρία της πνευματικής ζωής, πρακτική που αποκαλείται κοινοβιτισμός,που πρωτοπόρος της ήταν ο Παχώμιος κατά τον 4ο αι.. Τα ιδεώδη του μοναχισμού εξαπλώθηκαν από την Αίγυπτο στη Δ. Ευρώπη 5ο κι 6ο αι. μέσω συγγραμμάτων όπως ο Βίος Του Αντωνίου. Ο Βενέδικτος της Νουρσίας συνέγραψε τον Κανόνα Των Βενεδικτίνων για το Δυτικό Μοναχισμό στη διάρκεια του 6ου αι., ορίζοντας λεπτομερώς τις διοικητικές και πνευματικές υποχρεώσεις μιας κοινότητας μοναχών υπό τη καθοδήγηση ενός αββά, δηλαδή ηγουμένου. Οι μοναχοί και τα μοναστήρια είχαν μεγάλη επίδραση στη θρησκευτική και πολιτική ζωή του Πρώιμου Μεσαίωνα, λαμβάνοντας σε πολλές περιπτώσεις το ρόλο του φύλακα γης για τις ισχυρές οικογένειες, δρώντας ως κέντρα προπαγάνδας κι υποστήριξης του βασιλιά σε νεοκατακτηθείσες περιοχές αλλά κι ως βάσεις για ιεραποστολές και προσηλυτισμό. Ήταν επίσης τα κύρια και πολλές φορές τα μόνα κέντρα εκπαίδευσης και μάθησης σε κάποια περιοχή. Πολλά απ’ τα σωζόμενα χειρόγραφα των Ρωμαίων κλασσικών συγγραφέων αντιγράφηκαν στα μοναστήρια στον Πρώιμο Μεσαίωνα. Μοναχοί υπήρξαν επίσης συγγραφείς πρωτότυπων έργων, όπως ο Βέδας με καταγωγή από τη Βόρεια Αγγλία που δραστηριοποιήθηκε στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αι., με θέμα την ιστορία, τη θεολογία κι άλλες επιστήμες.
Το Βασίλειο των Φράγκων στη Β. Γαλατία διαιρέθηκε σε 3 μικρότερα που ονομάζονταν Αυστρασία, Νευστρία και Βουργουνδία στη διάρκεια των 6ου, 7ου αι.. Και τα 3 βρίσκονταν υπό τη διακυβέρνηση της Δυναστείας των Μεροβίγγειων, με κοινό πρόγονο το Χλωδοβίκο Α’. Ο 7ος αι. ήτανε διαταραγμένη περίοδος πολέμων ανάμεσα στην Αυστρασία και τη Νευστρία. Τη κατάσταση εκμεταλλεύτηκε ο Πεπίνος (πεθ. 640), ο Μαγιορδόμος (βλ. Παράρτημα) της Αυστρασίας, που ‘ταν η πραγματική εξουσία πίσω απ’ το θρόνο. Μεταγενέστερα μέλη της οικογένειάς του κληρονομήησανε το αξίωμα, δρώντας ως σύμβουλοι κι αντιβασιλείς. Ένας απ’ τους απογόνους του, ο Κάρολος Μαρτέλος (πεθ. 741) ήταν ο νικητής της Μάχης του Πουατιέ το 732, σταματώντας την επέκταση των μωαμεθανών στα Πυρηναία. Η Μ. Βρεττανία διαιρέθηκε σε μικρά κρατίδια πάνω στα οποία κυριαρχούσανε τα Βασίλεια της Νορθούμπρια, της Μερκία, του Ουέσσεξ και της Αν. Αγγλίας (Ηστ Άνγκλια), που αποτελούσανε κληρονομιά των αγγλοσαξόνων εισβολέων. Μικρότερα βασίλεια στη σύγχρονη Ουαλλία και Σκωτία βρίσκονταν ακόμη υπό τον έλεγχο των γηγενών Βρεττανών και των Πίκτων Η Ιρλανδία διαιρέθηκε σε ακόμη μικρότερες πολιτικές μονάδες, που συνήθως αποτελούσαν φυλετικά βασίλεια, υπό τον έλεγχο βασιλέων. Υπήρχαν ίσως μέχρι και 150 τοπικοί βασιλείς στην Ιρλανδία, με βαθμό σημασίας που ποικίλλει.
Η Καρολίγγεια Δυναστεία, όπως είναι γνωστοί οι διάδοχοι του Καρόλου Μαρτέλου, έλαβε επισήμως τον έλεγχο των βασιλείων της Αυστρασίας και της Νευστρίας μέσω πραξικοπήματος το 753 υπό τον Πεπίνο το Βραχύ (κυβ. 752-768). Ένας χρονικογράφος της εποχής υποστηρίζει ότι ο Πεπίνος ζήτησε κι έλαβε έγκριση για να προχωρήσει στο πραξικόπημα από τον Πάπα Στέφανο Β’ (θητεία 752-757). Η ανάληψη της εξουσίας από τον Πεπίνο ενισχύθηκε με προπαγάνδα που παρουσίαζε τους Μεροβίγγειους σαν ανίκανους (rois fainéants) ή απάνθρωπους ηγεμόνες, που προέβαλε με κάποιαν υπερβολή τα επιτεύγματα του Καρόλου Μαρτέλου και που εξήρε την ευσέβεια της νέας βασιλικής οικογένειας. Όταν απεβίωσε το 768, ο Πεπίνος κληροδότησε το βασίλειό του στα χέρια των δύο γιων του, του Καρόλου (κυβ. 768–814) και του Καρλομάνου (κυβ. 768–771). Όταν ο 2ος πέθανε από φυσικά αίτια, ο Κάρολος ματαίωσε τη διαδοχή του νεαρού γιου του αδερφού του κι επέβαλε τον εαυτό του ως ηγεμόνα της ηνωμένης Αυστρασίας και Νευστρίας. Ο Κάρολος, που συνήθως αναφέρεται στα ιστορικά βιβλία ως Κάρολος ο Μέγας ή Καρλομάγνος (λατινικά: Carolus Magnus), ξεκίνησε εκστρατεία συστηματικής επέκτασης των εδαφών του το 774 που ενοποίησε μεγάλο ποσοστό της ευρωπαϊκής ηπείρου, ελέγχοντας στο σημείο της μεγαλύτερης ακμής της τη σύγχρονη Γαλλία, τη Β. Ιταλία και τη Σαξονία. Στη διάρκεια των πολέμων που κρατήσανε πέρα από το 800, προσέφερε σαν ανταμοιβή στους συμμάχους του πολεμικά λάφυρα κι έλεγχο τμημάτων γης. Το 774, ο Καρλομάγνος κατέκτησε τη Λομβαρδία, γεγονός που απελευθέρωσε τον Πάπα από το φόβο της λομβαρδικής κατάκτησης, σηματοδοτώντας τις απαρχές των Παπικών Κρατών.
Η στέψη του σαν Αυτοκράτορα. Χριστούγεννα του 800, θεωρείται κρίσιμο σημείο της μεσαιωνικής ιστορίας, που σηματοδοτεί μια μορφή αναβίωσης της Δ. Ρωμ. Αυτοκρατορίας, καθώς ο νέος Αυτοκράτορας ήλεγχε πολλά από τα εδάφη που κάποτε ανήκανε σε αυτήν. Επίσης είχε αποτέλεσμα αλλαγή στις σχέσεις του Καρλομάγνου με τη Βυζ. Αυτοκρατορία, καθώς η ανάληψη του αυτοκρατορικού τίτλου από τη Δυναστεία του, την εξίσωνε με κείνες των Αυτοκρατόρων της Ανατολής. Υπήρχαν αρκετές διαφορές ανάμεσα στη νεοϊδρυθείσα Καρολίγγεια Αυτοκρατορία τόσο με τη παλαιά Δυτική όσο και με τη σύγχρονή της Βυζαντινή. Τα φραγκικά εδάφη είχαν αγροτικό χαρακτήρα, με ελάχιστες, μικρές σε μέγεθος, πόλεις. Οι περισσότεροι υπήκοοι ήτανε χωρικοί που κατοικούσανε σε μικρές φάρμες. Διατηρούσαν ελάχιστες εμπορικές σχέσεις, κυρίως με τα βρεττανικά νησιά και τη Σκανδιναυία, σε αντιδιαστολή με τη παλαιά Ρωμαϊκή, που διατηρούσε εκτενείς εμπορικούς δρόμους σ’ ολάκερη τη Μεσόγειο. Ο Καρλομάγνος δημιούργησε τις μαρκιωνίες για να προστατέψει τα σύνορα του εναντίον των ξένων εχθρών του, των Αράβων στην Ισπανική Μαρκιωνία, των Σάξονων στη Μαρκιωνία της Σαξωνίας, των Βρετόνων στη Μαρκιωνία της Νευστρίας, των Λομβάρδων -μέχρι που ηττήθηκαν- στη Μαρκιωνία της Λομβαρδίας και των Αβάρων στην Αβαρική Μαρκιωνία. Αργότερα, δημιούργησε μια ακόμα για τους Μαγυάρους, τη Μαρκιωνία του Φρίουλι. Τα εδάφη ήταν οργανωμένα σε κομητείες και δουκάτα (ενώσεις διαφόρων κομητειών ή μαρκιών). Τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας είχε αναλάβει μια περιοδεύουσα Αυλή που ταξίδευε μαζί με τον Αυτοκράτορα, καθώς και 300 περίπου αξιωματούχοι υποτελείς στον Καρλομάγνο (Κόμητες, Μαρκήσιοι και Δούκες), καθένας από τους οποίους είχε υπό την εποπτεία του μία από τις περιοχές που είχε διαιρεθεί η Αυτοκρατορία. Ο κλήρος κι οι τοπικοί επίσκοποι είχαν επίσης αρμοδιότητες αξιωματούχων, όπως και μια ομάδα που αποκαλούνταν missi dominici, η οποία ουσιαστικά αποτελούνταν από περιοδεύοντες επιθεωρητές που αντιμετώπιζαν τα αναδυόμενα προβλήματα.
Σελίδες από το βιβλίο Ωρών του Δούκα του Μπερί, (~1415) Σαντιγύ, Γαλλία
διασημότερο και καλλίτερα σωζόμενο δείγμα της γοτθικής τέχνης
Ο Καρλομάγνος διαπραγματευόταν ισότιμα με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις της εποχής, όπως τη Βυζ. Αυτοκρατορία, το Εμιράτο της Κόρδοβα και το Χαλιφάτο Αββασσιδών. Αν κι ο ίδιος ως ενήλικας δεν γνώριζε γραφή (πράγμα σύνηθες για την εποχή, -μόνο κάποιοι κληρικοί γνώριζαν), ακολούθησε πολιτική πολιτιστικού κύρους και προώθησε έν αξιόλογο καλλιτεχνικό πρόγραμμα. Επιδίωκε να περιβάλλεται ο ίδιος από αυλή σοφών ανθρώπων και ξεκίνησε εκπαιδευτικό πρόγραμμα με βάση τα trivium και quadrivium, με το οποίο προσκάλεσε διανοούμενους της εποχής στα εδάφη του, προωθώντας με τη συνεργασία του Αλκουίνου της Υόρκης τη λεγόμενη Καρολίγγεια Αναγέννηση. Στα πλαίσια αυτής της εκπαιδευτικής προσπάθειας διέταξε τους ευγενείς του να μάθουνε γραφή, κάτι που και ο ίδιος επιχείρησε, αν και ποτέ δεν έφτασε σε θέση να το κάνει με ευκολία. Η αυλή του Καρλομάγνου στο Άαχεν ήτανε λίκνο μιας νέας άνθησης των έργων πολιτισμού, που συνηθίζεται να αποκαλείται με την ονομασία Καρολίγγεια Αναγέννηση. Την εποχήν αυτή χαρακτήρισαν η αύξηση του αριθμού των εγγράμματων, νέες εξελίξεις στον τομέα των τεχνών, της αρχιτεκτονικής και της νομικής επιστήμης, καθώς κι η διάδοση της μελέτης των λειτουργικών κειμένων και των ιερών γραφών. Ο Άγγλος μοναχός Αλκουίνος (πεθ. 804) προσκλήθηκε στο Άαχεν, μετέφερε τις γνώσεις που ήτανε διαθέσιμες στα μοναστήρια της Νορθούμπρια. Η Καγκελαρία του Καρλομάγνου, δηλαδή το επίσημο γραφείο του, χρησιμοποίησε νέο σύστημα γραφής, που σήμερα είναι γνωστό ως καρολίγγεια μικρογράμματη, δημιουργώντας κοινό πρότυπο που διαδόθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Ο Καρλομάγνος χρηματοδότησε αλλαγές στο λειτουργικό κομμάτι της εκκλησιαστικής ζωής, επιβάλλοντας το ρωμαϊκό τυπικό για τις διάφορες τελετές σ’ όλα τα εδάφη της επικράτειάς του, καθώς και το γρηγοριανό μέλος στη λειτουργική μουσική. Μια σημαντική δραστηριότητα για τους λογίους της εποχής, που ενθάρρυνε τη διάδοση της γνώσης, ήταν η αντιγραφή, διόρθωση και διάδοση βασικών έργων θρησκευτικού και κοσμικού περιεχομένου. Επίσης παρήχθησαν νέα πρωτότυπα έργα θρησκευτικού χαρακτήρα, αλλά και σχολικά εγχειρίδια. Οι γραμματικοί της εποχής τροποποιήσανε τη λατινική γλώσσα, αλλάζοντάς τη από τα Κλασσικά Λατινικά της Ρωμ. Αυτοκρατορίας σε μια πιο ευέλικτη μορφή που ταίριαζε καλλίτερα στις ανάγκες Εκκλησίας και διακυβέρνησης. Την εποχή της βασιλείας του Καρλομάγνου η γλώσσα είχε απομακρυνθεί σε τέτοιο βαθμό από κείνη της αρχαιότητας, που σε μεταγενέστερες εποχές έμεινε γνωστή σαν Μεσαιωνικά Λατινικά.
Καρολίγγεια Αρχιτεκτονική: Καθεδρικός Κόρβεϊ Γερμανία 873-886
χαρακτηριστικό: μεγάλες προσόψεις, -είναι ο μονος που σώζεται άθικτος
Ο Καρλομάγνος σκόπευε να συνεχίσει τη παράδοση των Φράγκων της διαίρεσης του βασιλείου του μεταξύ των διαδόχων του, ωστόσο αυτό δε στάθηκε εφικτό εφόσον μόνον ο Λουδοβίκος ο Ευσεβής (κυβ. 814-840), ήταν ακόμη εν ζωή το 813. Πριν το θάνατο του το 814 έστεψε το Λουδοβίκο διάδοχό του. Η 26ετής βασιλεία του Λουδοβίκου χαρακτηρίστηκε από πολυάριθμες συγκρούσεις μεταξύ των απογόνων του, με στόχο την επικράτηση σε διάφορα τμήματα του παλαιού κράτους. Πριν πεθάνει μοίρασε την Αυτοκρατορία μεταξύ του μεγαλύτερου γιου του, Λοθάριου (πεθ. 855), που πήρε τη διακυβέρνηση της ανατολικής Φραγκίας ανατολικά του ποταμού Ρήνου και του νεότερου γιου του, Καρόλου (πεθ. 877), που πήρε τη δυτική Φραγκία. Ένας μεσαίος γιος σε δυσμένεια, ο Λουδοβίκος (πεθ. 876) ανέλαβε τη διοίκηση της Βαυαρίας ως υποτελής του Καρόλου. Μετά το θάνατο του πατέρα, οι 3 γιοι αμφισβητήσανε τη διανομή αυτή και ξέσπασε μεταξύ τους εμφύλιος πόλεμος. Η 3ετής αυτή διαμάχη έληξε με την υπογραφή της Συνθήκης του Βερντέν (843). Ο Κάρολος έλαβε τα εδάφη της Δύσης που χονδρικά αντιστοιχούν στη σύγχρονη Γαλλία, ο Λουδοβίκος τη Βαυαρία και τα ανατολικότερα εδάφη που σήμερα ανήκουνε στη Γερμανία, ενώ ο Λοθάριος διατήρησε τον τίτλο του Αυτοκράτορα και τη διακυβέρνηση της Μέσης Φραγκίας, που βρισκόταν ανάμεσα στις επικράτειες των αδερφών του, καθώς και στα αρχικά του εδάφη στη Βόρεια Ιταλία. Τα βασίλεια αυτά με τη σειρά τους διασπαστήκανε περαιτέρω κι η συνοχή τους χάθηκε οριστικά. Η Δυναστεία του Καρλομάγνου έσβησε στην ανατολική Φραγκία το 911 με το θάνατο του Λουδοβίκου Δ’ το 911 και την ενθρόνιση του Κορράδου Α’, που δεν είχε δεσμούς αίματος με τους προγενέστερους βασιλείς. Στα Δυτικά επιβίωσε λίγο περισσότερο κι αντικαταστάθηκε οριστικά από τη Δυναστεία των Καπετιδών όταν ενθρονίστηκε ο Ούγος Καπέτος (κυβ. 987-996).
Δηνάρια της εποχής του Καρλομάγνου 768-814
Νομισματοκοπείο Τουλούζης
Η διάσπαση της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας συνοδεύτηκε από εισβολές, μεταναστεύσεις κι επιδρομές από εξωτερικούς εχθρούς. Ο Ατλαντικός κι οι ακτές της Β. Ευρώπης παρενοχλούνταν από τους Βίκινγκ. Οι τελευταίοι κάναν επιδρομές στα βρεττανικά νησιά κι αργότερα εγκαταστάθηκαν εκεί, καθώς και στην Ισλανδία. Το 911, ο φύλαρχος των Βίκινγκ Ρόλλο (πεθ. περ. 931) έλαβε την άδεια από το βασιλιά των Φράγκων, Κάρολο τον Απλό (κυβ. 898-922) ν’ αποικήσει τη περιοχή που ‘ναι γνωστή ως Νορμανδία. Τα ανατολικά τμήματα των Φράγκικων βασιλείων, ιδίως η Γερμανία κι η Ιταλία, βρίσκονταν συνεχώς υπό την απειλή των Μαγυάρων, μέχρι την ήττα των τελευταίων στη Μάχη του Λέχφελντ το 955. Η διάσπαση του κράτους των Αββασσιδών την ίδια περίοδο είχεν αποτέλεσμα τον κατακερματισμό του ισλαμικού κόσμου σε μικρότερες πολιτικές ενότητες, ορισμένες από τις οποίες προσπάθησαν να επεκταθούνε στην Ιταλία και τη Σικελία, αλλά και πέρα από τα Πυρηναία στα νότια τμήματα των φράγκικων εδαφών. Οι προσπάθειες των τοπικών βασιλέων να αναχαιτίσουνε τους εισβολείς οδηγησανε στο σχηματισμό νέων πολιτικών ενοτήτων. Στην αγγλοσαξονική Αγγλία, ο βασιλιάς Αλφρέδος ο Μέγας (κυβ. 871-899) ήρθε σε συμφωνία με τους Βίκινγκς στα τέλη 9ου αι., με αποτέλεσμα τη δημιουργία δανέζικων αποικιών (Danelagh ή Danelaw) στη Νορθούμπρια, τη Μερκία και τμήματα της Ανατολικής Αγγλίας. Στα μέσα του 10ου αι., οι διάδοχοι του Αλφρέδου κατακτήσανε τη Νορθούμπρια κι ανακτήσανε τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος του νότιου κομματιού της Μ. Βρεττανίας. Στη Β. Βρεττανία, ο Κένεθ ΜακΆλπιν (Cináed mac Ailpín) (πεθ. περ. 860) ένωσε τους Πίκτους και τους Σκώτους στο Βασίλειο της Άλμπα.
Ο Ευαγγελισμός Της Θεοτόκου υαλογράφημα παραθύρου (12ος αι.)
Καθεδρικός Ναός Σαρτρ
Στις αρχές του 10ου αι., η Οθώνεια Δυναστεία είχεν εδραιωθεί στη Γερμανία κι ήταν απασχολημένη με την αναχαίτιση των Μαγυάρων. Οι προσπάθειές της κορυφώθηκαν με τη στέψη το 962 του Όθωνα Α’ (κυβ. 936-973) σε ηγεμόνα της μετέπειτα αποκληθείσης Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 972 εξασφάλισε την αναγνώριση του τίτλου του από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα, που επισφραγίστηκε με το γάμο του γιου του, Όθωνα Β’ (κυβ. 967–983) με τη Θεοφανώ (κυβ. 991), ανηψιά του Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (κυβ. 969-976). Στα τέλη του 10ου αι. η Ιταλία είχε τεθεί στην οθώνεια σφαίρα επιρροής μετά από περίοδο αστάθειας. Το δυτικό φραγκικό κράτος ήτανε πιότερο κατακερματισμένο και παρόλο που οι βασιλείς είχανε κατ’ όνομα τη διακυβέρνηση, στην ουσία μεγάλο μέρος της πολιτικής δύναμης ανήκε στους ευγενείς του εκάστοτε τόπου. Η αποστολή ιεραποστολών στη Σκανδιναβία κατά τους 9ο και 10ο αι. ενδυνάμωσε τα βασίλεια της Σουηδίας, της Δανίας και της Νορβηγίας, που κερδίσανε δύναμη κι εδάφη. Ορισμένοι ηγεμόνες προσηλυτιστήκανε στο Χριστιανισμό, ωστόσο όχι όλοι πριν το 1000. Οι Σκανδιναυοί επίσης ίδρυσαν αποικίες κι επεκταθήκανε σε διάφορα μέρη στην Ευρώπη. Εκτός από τις αποικίες στην Ιρλανδία, την Αγγλία και τη Νορμανδία, περαιτέρω εγκαταστάσεις γίνανε σε εδάφη της σύγχρονης Ρωσίας και στην Ισλανδία. Σουηδοί έμποροι κι επιδρομείς κατέβηκαν νότια μέσω των ποταμών της ρωσικής στέππας κι έφτασαν μέχρι το σημείο να πολιορκήσουν τη Κωνσταντινούπολη το 860 και το 907.
Η χριστιανική Ισπανία, ενώ αρχικά είχε περιοριστεί σε μικρό κομμάτι στα βόρεια της χερσονήσου, εξαπλώθηκε αργά νότια με τη πάροδο του 9ου και 10ου αι., δημιουργώντας τα βασίλεια των Αστουριών (Regnum Asturorum) και της Λεόν (Regnum Legionense). Παράλληλα στον ισπανικό ανατολικό βορρά δημιουργήθηκε το βασίλειο της Παμπλόνα μαζί με διάφορες άλλες μικρές κομητείες όπως της Αραγωνίας, της Καστίλης, της Σερδάνια, της Βαρκελώνης, της Ριβαγόρθα και του Ουρθέλ, πολλές από τις οποίες αρχικά ιδρύθηκαν από τους Φράγκους στα τέλη του 8ου αι. ως μέρος της Ισπανικής Μαρκιωνίας για τη προστασία τον παραμεθόριων περιοχών της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας από τους μουσουλμάνους της Αλ-Άνταλους.
Η Σταύρωση λεπτ. από τον άμβωνα του Αγίου Ανδρέα
Πιστόια, Τζιοβάνι Πιζάνο (~1300).
Στην Αν. Ευρώπη, το Βυζάντιο γνώρισε μεγάλη ακμή υπό τον Αυτοκράτορα Βασίλειο Α’ (κυβ. 867-886) και τους διαδόχους του, Λέοντα ΣΤ’ (κυβ. 886-912) και Κωνσταντίνο Ζ’ (κυβ. 913-959), μέλη της Μακεδονικής Δυναστείας. Το εμπόριο αναπτύχθηκε κι οι ηγεμόνες αυτοί φρόντισαν να ασκείται ομοιόμορφη διοίκηση σε όλες τις επαρχίες. Ο βυζαντινός στρατός αναδιοργανώθηκε, κάτι που επέτρεψε στους Αυτοκράτορες Ιωάννη Α’ Τσιμισκή (κυβ. 969-976) και Βασίλειο Β’ (κυβ. 976-1025) να επεκτείνουνε τα εδάφη του κράτους προς όλες τις κατευθύνσεις. Η αυτοκρατορική αυλή έγινε το επίκεντρο αναβίωσης των κλασσικών σπουδών, που είναι σήμερα γνωστή με τον όρο Μακεδονική Αναγέννηση. Συγγραφείς όπως ο Ιωάννης Γεωμέτρης (ακμ. αρχές 10ου αι.) συνέθεσαν νέους ύμνους, ποιήματα κι άλλα έργα. Η αποστολή ιεραποστόλων, τόσον από την Ανατολή όσο κι από τη Δύση, συμβάλανε στον εκχριστιανισμό των Μοραβών, των Βουλγάρων, των Βοημών, των Πολωνών, των Μαγυάρων και των σλάβικης καταγωγής Ρως του Κιέβου. Αυτοί οι προσηλυτισμοί συμβάλανε στην ίδρυση πολιτικών κρατών στα εδάφη των λαών αυτών: τη Μοραβία, τη Βουλγαρία, τη Βοημία, τη Πολωνία, την Ουγγαρία και το Κράτος των Ρως του Κιέβου. Η Βουλγαρία, που δημιουργήθηκε περίπου το 680, εκτεινότανε στην ακμή της από τη Βουδαπέστη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα κι από τον ποταμό Δνείπερο στη σύγχρονη Ουκρανία μέχρι την Αδριατική Θάλασσα. Το 1018 οι τελευταίοι Βούλγαροι ευγενείς είχανε δηλώσει υποταγή στη Β. Αυτοκρατορία.
Μεταξύ των Κωνσταντίνειων βασιλικών του 4ου αι. και των κτισμάτων του 8ου αι. στηθήκανε λίγα μεγάλα πέτρινα κτίρια, παρόλο που πολλά μικρότερου μεγέθους κτίστηκαν μεταξύ 6ου κι 7ου αι.. Στις αρχές του 8ου αι., η Καρολίγγεια Αυτ. αναβίωσε τον αρχιτεκτονικό μορφότυπο της βασιλικής, χαρακτηριστικό της οποίας τη περίοδο αυτή είναι η χρήση κλίτους κάθετου προς τον κυρίως ναό, σχηματίζοντας σταυρό. Επίσης η ύπαρξη πυργίσκου στο σημείο τομής των κεραιών του σταυρού για φωτισμό, καθώς κι οι μνημειακού χαρακτήρα προσόψεις που συνήθως βρίσκονταν στο δυτικώτερο σημείο του κτιρίου. Η αυλή του Καρλομάγνου φαίνεται πως ήταν η 1η που εισήγαγε τα μνημειακά γλυπτά στη χριστιανική τέχνη και προς τα τέλη του Μέσου Μεσαίωνα, οι ανθρωπόμορφες παραστάσεις σχεδόν φυσικού μεγέθους ήταν εξαπλωμένες στις μεγαλύτερες εκκλησίες.
Η καρολίγγεια τέχνη απευθυνότανε σε μικρό σύνολο προσώπων της Αυλής και στα μοναστήρια και τις εκκλησίες που χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι. Οι καλλιτέχνες μέσω του έργου τους προσπάθησαν να αναβιώσουνε το πνεύμα και τις μορφές της ρωμαϊκής και βυζαντινής τέχνης, ενώ η αγγλοσαξονική τέχνη από τη πλευρά της είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού χαρακτηριστικών της ιρλανδικής, κελτικής και γερμανικής παράδοσης με τα διακοσμητικά στοιχεία που εισήχθησαν από τη Μεσόγειο, θέτοντας πρότυπα που ακολουθήθηκαν σε ολόκληρο το Μεσαίωνα. Τα θρησκευτικά τέχνεργα που σώζονται μέχρι σήμερα είναι στη πλειοψηφία τους εικονογραφημένα χειρόγραφα και σκαλίσματα σε ελεφαντοστό, που αρχικά αποτελούσανε τμήματα έργων μεταλλοτεχνίας που το μεταλλικό τους τμήμα κάποια στιγμή αφαιρέθηκε. Τα αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα ήταν οι επιφανέστερες μορφές τέχνης, αλλά σχεδόν όλα έχουνε σήμερα χαθεί εξόν κάποιους σταυρούς, όπως ο Σταυρός του Λοθάριου κι αρκετές λειψανοθήκες. Άλλα τέτοια αντικείμενα έχουνε βρεθεί σ’ ανασκαφές, όπως στο χώρο της αγγλοσαξονικής Ταφής του Σάτον Χου, στο Γκουρντόν της Γαλλίας των Μεροβίγγειων, στη Guarrazar της Ισπανίας των Βησιγότθων και στο Nagyszentmiklós, στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας. Σώζονται ακόμη μεγάλες καρφίτσες, σημαντικό στολίδι ενδυμασίας των ευγενών, όπως για παράδειγμα η ιρλανδική Καρφίτσα Τάρα. Τα βιβλία με περίτεχνο διάκοσμο ήτανε κυρίως εκκλησιαστικού περιεχομένου και σώζονται σε μεγαλύτερους αριθμούς, όπως π.χ. το Βιβλίο Του Κελς (Leabhar Cheanannais), τα Ευαγγέλια Του Λίντισφαρνε κι ο Αυτοκρατορικός Codex Aureus του Αγίου Έμμεραμ, έν από τα λίγα έργα που διατηρούνε τη πολύτιμη βιβλιοδεσία τους με χρυσό κι ένθετα πετράδια.
Στα χρόνια της ύστερης Αυτοκρατορίας, οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αναπτύξουν αποτελεσματικό τύπο ιππικού κι οι κατάφρακτοι (βλ. παράρτημα) ιππείς με το βαρύ οπλισμό ανατολίτικης προέλευσης ήτανε πρόταση υπό εξέταση. Καθώς όμως ο αναβολέας δεν χρησιμοποιήθηκε στην Ευρώπη πριν τον 8ο αι., η χρησιμότητα του ιππικού ως επιθετικού μέσου ήτανε περιορισμένη, επειδή δεν ήταν εφικτό να αξιοποιηθεί η πλήρης δύναμη αλόγου κι αναβάτη κατά τα χτυπήματα χωρίς τον κίνδυνο ο τελευταίος να βρεθεί στο έδαφος. Σαν αποτέλεσμα, το ιππικό ήταν απαραιτήτως ελαφρύ και το αποτελούσανε κυρίως τοξότες εξοπλισμένοι με σύνθετα τόξα. Οι φυλές των εισβολέων έδιναν έμφαση σε τύπους στρατιωτών που ποικίλλουν, από τους αγγλοσάξονες εισβολείς της Βρεττανίας που ήτανε κυρίως οργανωμένοι σε σώματα πεζικού μέχρι τους Βανδάλους και τους Βησιγότθους που διατηρούσαν υψηλό ποσοστό ιππέων στους στρατούς τους. Η σημασία του πεζικού και του ελαφριού ιππικού σταδιακά μειώθηκε κατά τη πρώιμη καρολίγγεια περίοδο, ενώ επικράτησε το βαρύ ιππικό με την εισαγωγή των αναβολέων. Άλλη καινοτομία που ‘χεν αντίκτυπο και στο στρατιωτικό τομέα ήταν η εφεύρεση του μεταλλικού πετάλου, που επέτρεψε τη χρήση των αλόγων σε όλα τα είδη εδάφους.
Το εξώφυλλο του Codex Aureus του Αγίου Έμμεραμ, στολισμένο με χρυσό
κι ένθετα πετράδια, Βαυαρική Κρατική Βιβλιοθήκη, Μόναχο
Τη τέχνη του πολέμου επηρέασε σημαντικά κι η εξέλιξη της ρωμαϊκής σπάθας που επιμηκύνθηκε και τελειοποιήθηκε για να δώσει τη θέση της στο μεσαιωνικό σπαθί, καθώς επίσης κι η σταδιακή αντικατάσταση της φολιδωτής πανοπλίας (scale armour) από την αλυσιδωτή (mail armour) και την ελασματική πανοπλία (lamellar armour). Η στρατολόγηση ανδρών από τον ελεύθερο πληθυσμό μειώθηκε τη περίοδο της Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας, με το στρατό να γίνεται πιότερο επαγγελματικός. Εξαίρεση παρατηρήθηκε στην αγγλοσαξονική Αγγλία όπου τον στρατό εξακολουθούσαν να απαρτίζουν ντόπιοι στρατολογημένοι άνδρες που συνθέτανε σώματα γνωστά με την ονομασία φυρντ (fyrd) και που καθοδηγούνταν από κατά τόπους ευγενείς.
Στον Ώριμο Μεσαίωνα παρατηρήθηκε ραγδαία δημογραφική ανάπτυξη. Οι ιστορικοί εκτιμούν ότι ο ευρωπαϊκός πληθυσμός αυξήθηκε από τα 35 στα 80 εκατομμύρια μεταξύ των ετών 1000-1347, κάτι που κατά καιρούς αποδίδουνε στη βελτίωση των μεθόδων αγροτικής παραγωγής και των κλιματικών συνθηκών, στην αύξηση των καλλιεργησίμων εδαφών χάρη στην αποψίλωση των δασών και στην απουσία εισβολών. Οι χωρικοί καταλαμβάνανε πάνω από 90% του πληθυσμού. Δεν κατοικούσανε πια σε απομονωμένα αγροκτήματα, αλλά συγκεντρώνονταν σε μικρές κοινότητες (αγγλικά: manors, γαλλικά: seigneuries). Σε πολλές περιπτώσεις ήταν υποτελείς στους ευγενείς που τους όφειλαν υπηρεσίες κι ενοίκιο σε αντάλλαγμα του δικαιώματος καλλιέργειας της γης. Ο αριθμός των ελεύθερων χωρικών ήτανε πολύ μικρός, ενώ ήτανε περισσότεροι στο Νότο παρά στον ευρωπαϊκό Βορρά. Ολόκληρη η κοινωνική κι οικονομική δραστηριότητα των χωρικών βρισκότανε περιορισμένη στο χώρο. Ήτανε δεμένοι στο κτήμα που εργάζονταν, χωρίς δυνατότητες αντίληψης των πραγμάτων πέρ’ απ’ τη καθημερινότητα του φέουδου και τις υποχρεώσεις τους σε αυτό.
Λειψανοθήκη ρομανική τέχνη στη κοιλάδα του ποτ. Μέυση
Μουσείο του Λούβρου, Παρίσι, Γαλλία
Οι ευγενείς, τόσο κείνοι που έφεραν ανώτερους τίτλους όσο κι οι απλοί ιππότες, βασίζονταν οικονομικά στις κοινότητες και τους χωρικούς, παρόλο που οι γαίες δεν αποτελούσαν προσωπική τους περιουσία. Στη πραγματικότητα λάμβαναν δικαίωμα εκμετάλλευσης των εισοδημάτων των γαιών από έναν υψηλότερα ιστάμενο στη κοινωνική πυραμίδα, ευγενή, δια μέσου του συστήματος του φεουδαλισμού. Στη διάρκεια των 11ου και 12ου αι., αυτές οι γαίες, γνωστές με την ονομασία φέουδα ή τιμάρια (τσιφλίκια), κατέληξαν αντικείμενο κληρονομικού δικαιώματος. Στις περισσότερες περιοχές, μετά το θάνατο του ευγενούς, οι γαίες του έπαψαν να διαιρούνται μεταξύ όλων των τέκνων του, όπως συνέβαινε κατά τον Πρώιμο Μεσαίωνα, αλλ’ αντίθετα, κληροδοτούνταν στο μεγαλύτερο από τους άρρενες απογόνους του. Η κυριαρχία των ευγενών στηριζότανε στα εισοδήματα των γαιών, στον έλεγχο κάστρων, στη παροχή στρατιωτικών υπηρεσιών σα βαρύ ιππικό, καθώς και στην απαλλαγή από φόρους κι άλλες υποχρεώσεις. Τα ισχυρά οχυρά, που αρχικά κατασκευάζονταν από ξύλο και κατόπιν από πέτρα, άρχισαν να ανεγείρονται κατά τον 9ο και 10ο αι. σαν αντίδραση στη γενική αταξία κι έλλειψη ασφάλειας που χαρακτήριζε την εποχή αυτή. Τα τελευταία προσφέρανε προστασία τόσον απ’ τους ξένους εισβολείς, όσο κι από τις βλέψεις αντιπάλων ευγενών. Οι οχυρώσεις αυτές ήτανε παράγοντας σταθεροποίησης του φεουδαρχικού συστήματος καθώς εξασφαλίζανε σχετικήν αυτονομία στους ευγενείς απ’ τους βασιλείς κι άλλους ισχυρούς άρχοντες. Η τάξη των ευγενών είχεν επίσης υποκατηγορίες. Οι βασιλείς κι οι ανώτατοι ευγενείς έλεγχαν μεγάλες επικράτειες ενώ παράλληλα εξουσίαζαν άλλους κατώτερους ευγενείς. Οι τελευταίοι είχανε τον έλεγχο μικρότερων εκτάσεων και λιγότερου αριθμού χωρικών. Ακόμη χαμηλότερα στη κοινωνική πυραμίδα ήταν οι ιππότες, ο χαμηλώτερος βαθμός ευγενείας, που δεν είχανε στη κατοχή τους δική τους γη κι όφειλαν να προσφέρουνε τις υπηρεσίες τους σε ισχυρώτερους άρχοντες. Κατά συνέπεια, παρατηρείται πυραμιδοειδής δομή, όπου ο ηγεμόνας είχε περιορισμένες δυνατότητες και βασιζότανε στην ανταπόκριση των φεουδαρχών στις υποχρεώσεις τους, για να συγκεντρώσει δυνάμεις για να αντιμετωπίσει ένα πρόβλημα και μετά αυτές οι δυνάμεις διαλύονταν για να επιστρέψουνε στη διάθεση του τοπικού χωροδεσπότη και τη καλλιέργεια της γης.
Ο κλήρος ήταν επίσης διαιρεμένος σε 2 κατηγορίες: στον κοσμικό κλήρο, που κατοικούσε και δρούσε μες στη κοινωνία και στον μοναχικό κλήρο. Σ’ ολάκερη αυτή τη περίοδο οι κληρικοί ήτανε πολύ μικρό ποσοστό του ολικού πληθυσμού κι υπολογίζεται πως δεν ξεπερνούσε το 1%. Τα περισσότερα μέλη του μοναχικού κλήρου (κι ειδικά των μοναχικών Ταγμάτων) αντλούνταν από τη τάξη των ευγενών, απ’ όπου προέρχονται και τα ανώτερα μέλη του κοσμικού κλήρου. Οι τοπικοί ιερείς στις διάφορες ενορίες προέρχονταν συνήθως από τη τάξη των χωρικών. Οι αστοί βρίσκονταν κοινωνικά σ ενδιάμεση κατάσταση καθώς δεν ενσωματώνονταν στον παραδοσιακό 3μερή διαχωρισμό της κοινωνίας σε ευγενείς, κληρικούς και χωρικούς. Παίρνοντας ώθησην απ’ τη δημογραφική αύξηση, ο αστικός πληθυσμός μεγάλωσε πολύ κατά το 12ο και 13ο αι., καθώς ιδρύθηκαν νέα αστικά κέντρα και τα ήδη υπάρχοντα επεκτάθηκαν. Και πάλιν όμως οι κάτοικοι των πόλεων στη διάρκεια του Μεσαίωνα δε ξεπεράσανε ποτέ το 10% του συνολικού ευρωπαϊκού πληθυσμού.
Στη διάρκεια του Ώριμου Μεσαίωνα, οι Εβραίοι κατοικούσανε κυρίως στην Ισπανία και σε κοινότητες που εμφανιστήκανε σε Γερμανία κι Αγγλία τον 11ο και 12ο αι.. Οι Εβραίοι απολαμβάνανε σχετικήν ασφάλεια στη μουσουλμανική Ισπανία, ενώ στην υπόλοιπη Ευρώπη δέχονταν πιέσεις ν’ ασπαστούν το Χριστιανισμό, αποτελώντας συχνά θύματα πογκρόμ, όπως κατά τη διάρκεια της Α’ Σταυροφορίας. Η πλειονότητα αυτών ήταν υποχρεωμένη να κατοικεί περιορισμένα σε πόλεις καθώς δεν είχε δικαίωμα να κατέχει γη. Έτσι στραφήκανε για βιοποριστικούς λόγους στο εμπόριο, με το επάγγελμα να κληροδοτείται από πατέρα σε γιο. Εκτός από τους Εβραίους υπήρχαν κι άλλες μειονότητες στο περιθώριο της Ευρώπης, θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως παγανιστές Σλάβοι στην Ανατολική Ευρώπη και Μουσουλμάνοι στο Νότο.
Αίθουσα διδασκαλίας Πανεπιστήμιο Μπολόνια 14ος αι.
Liber ethicorum des Henricus de Alemannia
Στο Μεσαίωνα ήτανε κοινωνική επιταγή οι γυναίκες να ζουν εξαρτώμενες από κάποιον άνδρα, που μπορούσε να ‘ναι πατέρας, σύζυγος ή κάποιος άλλος άρρενας συγγενής. Οι χήρες, που γενικά είχαν μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας, υπόκεινταν επίσης σε νομικούς περιορισμούς. Οι γυναικείες δραστηριότητες περιορίζονταν στις δουλειές του νοικοκυριού και στην εκπαίδευση των παιδιών. Στην ύπαιθρο λάμβαναν επίσης μέρος στη συγκομιδή, στη φροντίδα των οικόσιτων ζώων, ενώ μπορούσαν να συνεισφέρουνε στα έσοδα του νοικοκυριού παρασκευάζοντας νήμα ή ζύθο εντός του σπιτιού. Οι γυναίκες των πόλεων, όπως και της υπαίθρου, απασχολούνταν κυρίως με τις δουλειές του νοικοκυριού, ωστόσο είχαν επίσης δυνατότητα ανάμειξης στο εμπόριο. Το είδος κι η έκταση αυτού ποικίλουν ανάλογα με τη χώρα και την εποχή. Από τις γυναίκες ευγενικής καταγωγής υπήρχε η απαίτηση να φροντίζουνε την εύρυθμη λειτουργία του οίκου και κατά περιόδους αναλάμβαναν τη διαχείριση της ιδιοκτησίας κάποιου άρρενα συγγενή όταν αυτός απουσίαζε, αν κι αποκλείονταν από τη λήψη αποφάσεων για ζητήματα διακυβέρνησης και για ζητήματα στρατιωτικής φύσης. Ο μοναδικός ρόλος που κάποια γυναίκα μπορούσε να έχει εντός της Εκκλησίας ήταν εκείνος της καλόγριας, καθώς δεν είχε δικαίωμα στην ιεροσύνη.
Βιτρώ με προσωπογραφία του Καρλομάγνου
Καθεδρικός Ναός της Μουλέν, 15ος αι.ς
Στην Ιταλία και τη Φλάνδρα, η ανάπτυξη των πόλεων που απολαμβάνανε σχετική διοικητική αυτονομία έδωσεν ώθηση στις οικονομικές δραστηριότητες, ενθαρρύνοντας τη δημιουργία νέων μορφών εμπορίου. Οι πόλεις που βασίζανε την οικονομία τους σε αυτές γύρω από τη Βαλτική δημιουργήσανε συνασπισμό με την ονομασία Χανσεατική Ένωση. Οι ιταλικές Δημοκρατίες που βασίζανε την ισχύ τους στη θάλασσα όπως η Βενετία, η Γένοβα κι η Πίζα ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων της Μεσογείου. Μεγάλες εμποροπανηγύρεις δημιουρηθήκανε, κυρίως στη Βόρεια Γαλλία, όπου γίνονταν οι συναλλαγές μεταξύ εμπόρων από ολόκληρη την ήπειρο. Στα τέλη του 13ου αι. ανακαλύφθηκαν, επίσης, νέοι εμπορικοί δρόμοι προς την Άπω Ανατολή, που τους διέδωσε μέσω των υπαγορευμένων απομνημονευμάτων του ένας από τους εμπόρους αυτούς, ο Μάρκο Πόλο (πεθ. 1324). Εκτός από τις νέες εμπορικές ευκαιρίες, διάφορες τεχνολογικές καινοτομίες βοήθησαν στην αύξηση της γεωργικής παραγωγής, που με τη σειρά της βοήθησε ακόμη πιότερο το εμπόριο. Τέτοιες καινοτομίες ήταν η εφαρμογή της 3ετούς αμειψισποράς (βλ. παράρτημα), η χρήση νέας μορφής αρότρου, η εκτεταμένη χρήση νερόμυλων κι αργαλειών. Η άνθηση του εμπορίου είχεν αποτέλεσμα την ανάπτυξη και νέων χρηματοοικονομικών τεχνικών όπως η τήρηση λογιστικών βιβλίων με το διπλογραφικό σύστημα κι η ενέγγυα πίστωση. Στο πλαίσιο αυτό η Ιταλία ξεκίνησε εκ νέου να κόβει χρυσά νομίσματα, κάτι που εξαπλώθηκε αργότερα και σε άλλες χώρες.
Μοντέλο Πορτογαλικής Καραβέλλας, χωρούσε μέχρι 20 άτομα
Ο Ώριμος Μεσαίωνας ήτανε περίοδος που σχηματιστήκανε τα σύγχρονα ευρωπαϊκά κράτη της Δ. Ευρώπης. Οι βασιλείς της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ισπανίας εδραιώσανε τη δύναμή τους και δημιουργήσανε θεσμούς διακυβέρνησης που αντέξανε στο χρόνο. Νέα βασίλεια όπως εκείνο της Ουγγαρίας και της Πολωνίας έγιναν ισχυρές πολιτικές δυνάμεις στη Κ. Ευρώπη μετά τον προσηλυτισμό των κατοίκων τους στο Χριστιανισμό. Οι Μαγυάροι οριοθετήσανε την Ουγγαρία γύρω στο 900, στα χρόνια του βασιλιά Árpád (πεθ. περ. 907) μετά από αλληλουχία εισβολών τον 9ο αι.. Οι Βόρειες Σταυροφορίες κι η επέκταση των χριστιανικών βασιλείων και στρατιωτικών ταγμάτων σε περιοχές που μέχρι τότε είχανε παγανιστικές καταβολές στη Βαλτική και τη βορειοανατολική Φινλανδία, οδηγήσανε πολυάριθμες φυλές γηγενών σε αναγκαστική ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή κουλτούρα.
Στο αρχικό στάδιο του Μέσου Μεσαίωνα τη Γερμανία κυβερνούσε η Οθωναία Δυναστεία που βρισκότανε σε διαρκή ανταγωνισμό για την εξουσία με ισχυρούς Δούκες, όπως εκείνους της Σαξονίας και της Βαυαρίας, που η επικράτειά τους είχεν οριοθετηθεί ήδη από την Εποχή των Μεγάλων Μεταναστεύσεων. Το 1024, τους Όθωνες διαδέχθηκε η Φραγκονιανή Δυναστεία (ή Σάλια Δυναστεία), μέλος της οποίας, ο Αυτοκράτορας Ερρίκος Δ’ (κυβ. 1084-1105), συγκρούστηκε με τον Πάπα για το ζήτημα του δικαιώματος διορισμού των επισκόπων. Οι διάδοχοι συνέχισαν να μάχονται τη Ρώμη και τους Γερμανούς ευγενείς. Περίοδος αστάθειας ακολούθησε το θάνατο του Ερρίκου Ε’ (κυβ. 1111-1125), που πέθανε χωρίς διάδοχο, μέχρι την ενθρόνιση του Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα (κυβ. 1155–1190). Παρόλο που κυβέρνησε αποτελεσματικά, τα ουσιαστικής φύσης προβλήματα δεν έπαψαν να υφίστανται, με αποτέλεσμα οι διάδοχοί του να τα αντιμετωπίζουνε και το 13ο αι.. Ο εγγονός του, Φρειδερίκος Β’ (κυβ. 1220–1250), που ήταν επίσης διάδοχος του θρόνου της Σικελίας δια μέσου της μητέρας του, συγκρούστηκε κατ’ εξακολούθηση με τον παπισμό κι αφορίστηκε σε πολλές περιστάσεις.
Ιππότης & Αγαπημένη Του μικρογραφία σε χειρόγραφο της εποχής
Βιβλιοθήκη Χαϊδελβέργης
Στην Ανατολή, στα μέσα του 13ου αι., σημαντικώτερο γεγονός είναι οι κατακτήσεις των Μογγόλων, τα στρατεύματα των οποίων υπό τον Μπατού Χαν συνέτριψαν εκείνα των Ρώσων αρχικά (Μογγολική εισβολή των Ρως, 1237-1240), και κατόπιν αυτά των Πολωνών, των Ούγγρων και των Γερμανών (Μάχη της Λέγκνιτσα, 1241), κάνοντας ευρεία χρήση της κινεζικής πυρίτιδας που εισήγαγαν στην Ευρώπη. Υπό τη σκιά εσωτερικών προβλημάτων διαδοχής, οι Μογγόλοι υποχωρήσανε τελικά αν και συνέχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις μέχρι το τέλος του αι.. Από τη πλευρά τους, η Βουλγαρία του Βόλγα και το Κράτος των Ρως καταλύθηκαν από τη Χρυσή Ορδή κι οι λαοί τους υποχρεώθηκαν να πληρώνουν φόρους υποτελείας.
Στα 1α της βήματα η Δυναστεία των Καπετιδών στη Γαλλία δεν ήλεγχε πραγματικά παρά κάποια εδάφη στην Ιλ-ντε-Φρανς. Ωστόσο η επιρροή της εξαπλώθηκε σταδιακά κατά το πέρασμα του 11ου και 12ου αι.. Ανάμεσα στους ισχυρώτερους ευγενείς της περιόδου δεσπόζουν οι Δούκες της Νορμανδίας. Ένας από αυτούς, ο Γουλιέλμος Α’ ο Κατακτητής (κυβ. 1035-1087) υπέταξε την Αγγλία (κυβ. 1066–1087) και δημιούργησε ισχυρό κράτος με εκτάσεις κι από τις 2 πλευρές της Μάγχης, που επιβίωσε με διάφορες μορφές μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα. Νορμανδοί επίσης εγκατασταθήκανε στη Σικελία και τη Ν. Ιταλία, όταν ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος (πεθ. 1085) αποβιβάστηκε εκεί το 1059 και δημιούργησε Δουκάτο, που αργότερα έμεινε γνωστό ως Βασίλειο της Σικελίας. Οι Ανδεγαυοί βασιλείς της Αγγλίας, Ερρίκος Β’ (κυβ. 1154-1189) και γιος του Ριχάρδος Α’ ο Λεοντόκαρδος (κυβ. 1189-1199), κυβερνήσανε κατόπιν στα εδάφη της Αγγλίας και σε σημαντικό τμήμα της νοτιοδυτικής Γαλλίας χάρις στο γάμο του 1ου με την Ελεονώρα της Ακουιτανίας (πεθ. 1204). Ο μικρότερος αδερφός του Ριχάρδου, Ιωάννης Ακτήμων (κυβ. 1199-1216), έχασε τη Νορμανδία και τις υπόλοιπες κτήσεις του στη Βόρεια Γαλλία το 1204, από το Γάλλο Βασιλιά Φίλιππο Β’ (κυβ. 1180-1223). Αυτό επέσυρε την αγανάκτηση των Άγγλων ευγενών, ενώ οι φόροι που επέβαλε προκειμένου να χρηματοδοτήσει την εκστρατεία ανάκτησης των χαμένων εδαφών οδήγησε στην υπογραφή το 1215 της Μάγκνα Κάρτα, σημαντικού εγγράφου που προσδιόριζε δικαιώματα και προνόμια των ελεύθερων ανδρών στην Αγγλία. Ο γιος του Ερρίκος Γ’ (κυβ. 1216-1272) οδηγήθηκε σε νέες υποχωρήσεις που περιορίσανε τη βασιλική εξουσία. Στην αντίθετη κατεύθυνση, ο βασιλείς της Γαλλίας συνέχισαν να περιορίζουνε την ισχύ των ευγενών, προσέθεσαν νέα εδάφη στη βασιλική σφαίρα επιρροής και συγκέντρωσαν υπό κοινό κέντρο τη διοίκηση. Με το Λουδοβίκο Θ’ (κυβ. 1226-1270), το βασιλικό κύρος έφτασε σε νέα ύψη, τέτοια που ο βασιλιάς έγινε ρυθμιστής διαφορών σ’ ολάκερη την Ευρώπη. Κατά συνέπειαν αγιοποιήθηκε από τον Πάπα Βονιφάτιο Η’ το 1297 (θητεία 1294-1303). Στη Σκωτία δε, οι προσπάθειες εισβολής των Άγγλων προκάλεσαν μια σειρά πολέμων κατά το 1ο μισό του 14ου αι. που επιτρέψανε στο βασίλειο αυτό να διατηρήσει την ανεξαρτησία του.
Καθεδρικός Ναός της Μπουρζ Κ. Γαλλία, 12ος-13ος αι.
δείγμα πρώιμου γοτθικού ύφους
Στην ιβηρική χερσόνησο, τα χριστιανικά βασίλεια που ‘χανε περιοριστεί στο βδ τμήμα της, άρχισαν να απωθούνε σταδιακά τα όρια της ισλαμικής επιρροής προς τα νότια, με την ιστορική αυτή περίοδο να μένει γνωστή με την ονομασία Reconquista (επανακατάκτηση). Το 1150 περίπου ο χριστιανικός βορράς είχεν οργανωθεί σε 5 μεγάλα βασίλεια: Λεόν, Καστίλλη, Αραγωνία, Ναβάρρα και Πορτογαλία. Ο μουσουλμανικός νότος, αρχικά ενωμένος υπό το Χαλιφάτο της Κόρδοβα, κατακερματίστηκε τη 10ετία του 1030 σε πολυάριθμα ανεξάρτητα βασίλεια που αποκαλούνταν ταϊφά. Αυτά συγκρούονταν με τους Χριστιανούς μέχρι τη 10ετία του 1170, οπότε και ξαναοργανωθήκανε σε κοινή πολιτική ενότητα σα κομμάτια του Χαλιφάτου των Αλμοχαδών. Η χριστιανική επέκταση προς το νότο συνεχίστηκε τα 1α χρόνια του 13ου αι., με αποκορύφωμα τη κατάληψη της Σεβίλλης το 1248. Το Βασίλειο της Αραγωνίας μετά τη δυναστική ένωση το 1150 με τη Κομητεία της Βαρκελώνης, πλέον ως Στέμμα της Αραγωνίας άρχισε να επεκτείνεται κι ανατολικά προς τη Ν. Ευρώπη ενσωματώνοντας κι άλλα βασίλεια, κομητείες και δουκάτα όπως τη Βαλένθια, τη Σερδάνια, το Ροσελιό, το Ουρζέλ, τη Προβηγκία, τη Μαγιόρκα, τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Αθήνα, τη Νεοπάτρια κλπ.
Εκτέλεση ενός από τους πρωτεργάτες της Μεγάλης Ζακερί
(1358) χειρόγραφο του 14ου αι.
Τον 11ο αι. οι Σελτζούκοι Τούρκοι, που προέρχονταν από τη Κ. Ασία κατέκτησαν μεγάλο κομμάτι της Μ. Ανατολής, καταλαμβάνοντας τη Περσία τη 10ετία του 1040, την Αρμενία τη 10ετία του 1060 και την Ιερουσαλήμ το 1070. Το 1071 ο τουρκικός στρατός υποχρέωσε σε ήττα το βυζαντινό στη Μάχη του Μάτζικερτ, αιχμαλωτίζοντας παράλληλα τον Αυτοκράτορα Ρωμανό Δ’ (κυβ. 1068-1071), και πλέον ήταν ελεύθερος να εισβάλλει στη Μ. Ασία. Η Βυζ. Αυτοκρατορία δέχθηκε σοβαρό πλήγμα εφόσον έχασε ορισμένες από τις πιο πυκνοκατοικημένες επαρχίες της και σημαντικά οικονομικά κέντρα. Παρόλο που το Βυζάντιο ανασυντάχθηκε και ξαναπήρε τον έλεγχο ορισμένων περιοχών, δεν ανέκτησε ωστόσο ποτέ ξανά το σύνολο της Μ. Ασίας και βρέθηκε πολλές φορές στη θέση του αμυνόμενου. Είχε ν’ αντιμετωπίσει και την αναγεννημένη Βουλγαρία, που το 12ο και 13ο αι. άρχισε να εξαπλώνεται πάλι στα Βαλκάνια. Οι Τούρκοι υπέφεραν επίσης από ατυχίες, χάνοντας τον έλεγχο της Ιερουσαλήμ από τους Φατιμίδες της Αιγύπτου το 1098 και βιώνοντας εσωτερικές εμφύλιες συγκρούσεις.
Κύριος σκοπός των περίφημων Σταυροφοριών ήταν η ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Μουσουλμάνους. Η 1η Σταυροφορία διακηρύχθηκε από τον Πάπα Ουρβανό Β’ (θητεία 1088–1099) στη Σύνοδο του Κλερμόν το 1095. Ο Ουρβανός υποσχέθηκε άφεση αμαρτιών στους συμμετέχοντες και σαν αποτέλεσμα μυριάδες άνδρες απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα κινητοποιηθήκανε κατά μήκος της Ευρώπης για να μεταβούνε στη Μ. Ανατολή. Χαρακτηριστικό της εποχής στις ευρωπαϊκές πόλεις, καθώς οι Χριστιανοί αναχωρούσαν, ήταν τα πογκρόμ εναντίον ντόπιων Εβραίων. Αυτά ήταν ιδιαιτέρως βίαια στη διάρκεια της 1ης Σταυροφορίας, οπότε κι οι εβραϊκές κοινότητες στη Κολωνία, στο Μάιντς και στη Βορμς καταστράφηκαν, όπως κι άλλες σε πόλεις μεταξύ των ποταμών Σηκουάνα και Ρήνου. Άλλο φαινόμενο που σχετίζεται με τις Σταυροφορίες είναι η εμφάνιση ενός νέου τύπου μοναστικού τάγματος, όπως οι Ναΐτες κι οι Ιωαννίτες Ιππότες, που συνδυάζανε πρακτικές του μοναχισμού με στρατιωτικές υπηρεσίες.
Ο Αυτοκράτορας Του Βυζαντίου Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος (~11ος αι.)
Η Ιερουσαλήμ έπεσε το 1099 κι οι Σταυροφόροι σταθεροποιήσανε τις κατακτήσεις τους ιδρύοντας στη περιοχή Σταυροφορικά Κράτη. Στη διάρκεια του 12ου και 13ου αι., γίνανε σειρά από ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ των κρατών αυτών και των ισλαμικών που τα περιτριγύριζανε. Τα αιτήματα για υποστήριξη που στείλανε προς τον Πάπα, οδηγήσανε σε περαιτέρω Σταυροφορίες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη 3η, που διεξήχθη με σκοπό την ανακατάληψη της Ιερουσαλήμ που ‘χεν ανακαταλάβει το 1187 ο Σαλαντίν (πεθ. 1193). Η 4η Σταυροφορία παρεξετράπη του αρχικού της στόχου και μείωσε το κύρος του παπισμού. Τα ενετικά πλοία που μεταφέρανε τους Σταυροφόρους στους Αγίους Τόπους, αλλάξανε πορεία αποβιβάζοντας τα στρατεύματα στη Κωνσταντινούπολη. Η Πόλη κατελήφθη το 1204, οπότε κι ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Οι Βυζαντινοί ανακτήσανε τον έλεγχο της πρωτεύουσάς τους το 1261, ωστόσο το πλήγμα αποδείχθηκε τόσο μεγάλο που δεν ανακτήσανε ποτέ τη παλιά τους δύναμη. Οι επόμενες Σταυροφορίες ήσαν ολοένα και μικρότερης έκτασης και σημασίας κι ήταν αποτελέσματα πρωτοβουλίας συγκεκριμένων βασιλέων όπως ο Λουδοβίκος ο Θ’ της Γαλλίας σε ό,τι αφορά 7η κι 8η Σταυροφορία. Αυτές αποτύχανε στο ν’ αποτρέψουνε την απομόνωση των Σταυροφορικών Κρατών, που ‘χανε πέσει όλα σε μουσουλμανικά χέρια μέχρι το 1291. Το κατ’ όνομα μόνον Βασίλειο της Ιερουσαλήμ επιβίωσε με έδρα το νησί της Κύπρου για αρκετά χρόνια ακόμη.
Οι Πάπες κηρύξανε Σταυροφορίες και σ’ άλλα μέρη εκτός από τους Αγίους Τόπους: στην Ισπανία, τη νότια Γαλλία και στη Βαλτική. Οι Ισπανικές Σταυροφορίες συνδέθηκαν με το κίνημα της Ρεκονκίστα, της ανάκτησης της χερσονήσου από τους Άραβες. Παρόλο που οι Ναΐτες κι οι Ιωαννίτες Ιππότες έλαβαν μέρος στις μάχες στην Ισπανία, δημιουργηθήκανε και τοπικά ανάλογα τάγματα όπως αυτά του Καλατράβα και του Σαντιάγο στις αρχές του 12ου αι.. Άλλες Σταυροφορίες είχανε στόχο τη κατάπνιξη αιρέσεων από τη Καθ. Εκκλησία, όπως οι εκστρατείες κατά των Καθαρών και κατά των Χουσιτών. Η Β. Ευρώπη επίσης παρέμενε εκτός της χριστιανικής σφαίρας επιρροής μέχρι τον 11ο αι. κι οι παγανιστές που ζούσαν εκεί γίνανε στόχοι Σταυροφόρων. Το Τάγμα των Αδελφών του Ξίφους δημιουργήθηκε κι έδρασε στη περιοχή στις αρχές του 13ου αι., μέχρι την απορρόφησή του από το Τάγμα των Τευτόνων Ιπποτών. Το τελευταίο, παρόλο που αρχικά είχεν ιδρυθεί στα Σταυροφορικά Κράτη, μετά το 1225 μετέφερε τη δράση του στη Βαλτική, ιδρύοντας θεοκρατικό κράτος μ’ έδρα το Μάριενμπουργκ στη Πρωσσία, σε βάρος της Πολωνίας και της Λιθουανίας.
HERRAD του Λάντσμπεργκ: Χέραντ Αλσατία, 1125-1195
Ηγουμένη του Χόχενμπουργκ, συγγραφέας, επιστήμονας
Τον 11ο αι., εξελίξεις στο χώρο της φιλοσοφίας και της θεολογίας οδηγήσανε στην αύξηση της πνευματικής κίνησης. Οι υποστηρικτές του ρεαλισμού αντιταχθήκανε σε κείνους του νομιναλισμού για την έννοια των καθολικών πραγμάτων. Οι φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις αναθερμάνθηκαν μετά την εκ νέου ανακάλυψη του έργου του Αριστοτέλη και της έμφασης που αυτός έδινε σ’ εμπειρισμό και ρασιοναλισμό. Λόγιοι όπως ο Πέτρος Αβελάρδος (πεθ. 1142) κι ο Πέτρος Λομβαρδός (πεθ. 1164) εισήγαγαν την αριστοτέλεια λογική στη θεολογία. Στα τέλη του 11ου κι αρχές 12ου αι. παρατηρήθηκε κατά μήκος της Ευρώπης άνθηση των εκκλησιαστικών σχολείων, σηματοδοτώντας μετάβαση της μάθησης από τα μοναστήρια στις μεγάλες πόλεις. Τα εκκλησιαστικά σχολεία αντικαταστάθηκαν με τη σειρά τους από τα πανεπιστήμια που ιδρυθήκανε στις μεγάλες ευρωπαϊκές πόλεις. Η φιλοσοφία κι η θεολογία ενωθήκανε στο σχολαστικισμό, προσπάθεια από τους λογίους του 12ου και 13ου αι. να γεφυρώσει τη χριστιανική θεολογία με την αρχαία φιλοσοφία. Αποκορύφωμα του ρεύματος αυτού ήταν το έργο του Θωμά Ακινάτη (πεθ. 1274) γνωστού για τη συγγραφή του Επιτομή Της Θεολογίας (λατινικά: Summa Theologica).
Σε αυλές βασιλέων κι ευγενών αναπτύχθηκε η ιδεολογία ιπποσύνης κι ευγενούς έρωτα. Εκφράστηκε κυρίως με χρήση της καθομιλουμένης κι όχι μέσω των λατινικών, περιλαμβάνοντας ποιήματα, αφηγήσεις, θρύλους και παραδοσιακά τραγούδια που διέδιδαν οι τρουβέροι κι οι περιπλανώμενοι μενεστρέλοι. Οι αφηγήσεις συχνά καταγράφονταν στη μορφή των ηρωικών εποποιιών όπως το Τραγούδι Του Ρολάντ, το Τραγούδι Της Αντιόχειας και το Τραγούδι Του Χίλντεμπραντ. Κοσμικές και θρησκευτικές ιστορίες έκαναν επίσης την εμφάνισή τους. Ο Γοδεφρείδος του Μονμάουθ (πεθ. περ. 1155) συνέθεσε το έργο Historia Regum Britanniae, συλλογή από αφηγήσεις και θρύλους γύρω από το Βασιλιά Αρθούρο. Άλλα έργα ήταν ιστορικού περιεχομένου με τη σημερινή σημασία, όπως το Gesta Friderici Imperatoris του Όθωνα φον Φράιζινγκ (πεθ. 1158), που έχει θέμα τη βασιλεία του Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Βαρβαρόσσα, αλλά και το έργο Gesta Regum του Ουίλιαμ του Μάλμσμπουρυ (πεθ. περ. 1143) με θέμα τους βασιλείς της Αγγλίας.
Πρόοδος επίσης σημειώθηκε στον τομέα της Νομικής στο 12ο αι.. Το Κοσμικό Δίκαιο, ή Ρωμαϊκό Δίκαιο, δέχθηκε νέα πνοή όταν ανακαλύφθηκε ξανά τον 11ο αι. ο Ιουστινιάνειος Κώδιξ (Corpus Juris Civilis) και ξεκίνησε να διδάσκεται στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια, έν από τα αρχαιότερα του κόσμου. Σαν αποτέλεσμα ξεκίνησε αναθεώρηση κι αναδιοργάνωση του Δικαίου σε πολλές περιοχές της Ευρώπης. Το Κανονικό Δίκαιο, δηλαδή το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, αναπτύχθηκε εξίσου γύρω στο 1140, όταν ο μοναχός Γρατιανός συνέγραψε το έργο Decretum, που τυποποίησε τους εκκλησιαστικούς κανόνες. Υπό την επίδραση της αρχαίας ελληνικής κι ισλαμικής διανόησης στη περίοδο αυτή, τα ρωμαϊκά αριθμητικά ψηφία αντικαταστάθηκαν με τα δεκαδικά με τη θεσιακή σημειογραφία, ενώ η εφεύρεση της Άλγεβρας επέτρεψε τη βαθύτερη μελέτη και πρόοδο της επιστήμης των Μαθηματικών. Η Αστρονομία επίσης γνώρισε άνθηση μετά τη μετάφραση της Αλμαγέστης του Κλαύδιου Πτολεμαίου (πεθ. 168) από τα ελληνικά στα λατινικά, ενώ η Ιατρική αποτέλεσε ένα ακόμη αντικείμενο μελέτης, ειδικά στη Ν. Ιταλία, όπου η ισλαμική ιατρική άσκησε επιρροή στην Ιατρική Σχολή του Σαλέρνο (Schola Medica Salernitana).
Ο 12ος και 13ος αι. χαρακτηρίστηκαν από οικονομική ανάπτυξη και καινοτομίες στις μεθόδους παραγωγής. Ανάμεσα στις σημαντικότερες ανακαλύψεις της περιόδου αυτής συγκαταλέγονται ο ανεμόμυλος, ο νερόμυλος, το μηχανικό ρολόι, η παρασκευή ποτών μέσω απόσταξης, καθώς κι η χρήση αστρολάβου. Τα 1α γυαλιά όρασης εφευρεθήκανε γύρω στο 1286 από άγνωστο Ιταλό τεχνίτη, πιθανώς στην ή κοντά στη Πίζα. Η αμειψισπορά (βλ. παράρτημα), που υιοθέτησε σταδιακά ολάκερη Ευρώπη, επέτρεψε τη διεύρυνση των καλλιεργήσιμων εδαφών, οδηγώντας σε αύξηση της συνολικής γεωργικής παραγωγής. Τη καλλιέργεια των βαρύτερων εδαφών διευκόλυνε η εμφάνιση νέας μορφής αρότρου, ενώ η εφαρμογή κολλάρου στα ζώα που το τραβούσανε στο όργωμα επέτρεψε την αντικατάσταση των βοδιών με άλογα (που είναι ταχύτερα και χρειάζονται λιγότερη τροφή). Η κατασκευή καθεδρικών ναών και κάστρων οδήγησε σε τεχνολογικές προόδους στο χώρο της αρχιτεκτονικής, δίνοντας ώθηση στη κατασκευή μεγάλων λίθινων κτισμάτων, αλλά κι άλλων κατασκευών όπως διοικητικά κτίρια, κατοικίες, γέφυρες κι αχυρώνες.
Στον τομέα της Ναυπηγικής εμφανίστηκε νέα τεχνική κατασκευής πλεούμενων σύμφωνα με την αρχή ο σκελετός πρώτα, που πάνω του προσαρμόζονταν οι σανίδες του κελύφους, που χρειαζότανε συχνά καλαφάτισμα με πίσσα. Αντίθετα σ’ όλη την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα το κέλυφος του υπό κατασκευή πλοίου ολοκληρωνότανε πριν τη τοποθέτηση του εσωτερικού σκελετού, ενώ κατάρτι υψωνόταν ουσιαστικά μετά τη καθέλκυση του πλοίου. Άλλη σημαντική αλλαγή είναι η ανακάλυψη του μονού πηδαλίου, που μετακινούσε το πλοίο πολύ πιο εύκολα από το ένα ή τα δύο μεγάλα κουπιά που παλιότερα υπήρχανε κοντά στη πρύμνη. Την ίδια περίπου περίοδο πρέπει να γενικεύτηκε κι η χρήση των τριγωνικών πανιών, που συνοδεύτηκε από τη ναυπήγηση ακόμη ελαφρότερων εμπορικών πλοίων, που είναι γνωστά ως λατίνια. Αυτές οι αλλαγές έδωσαν τη δυνατότητα στα πλοία να ταξιδεύουν εκμεταλλευόμενα στο έπακρο τον άνεμο, κάνανε τους κωπηλάτες σχεδόν περιττούς κι επέτρεψαν να γίνονται ταξίδια σε μεγαλύτερες αποστάσεις.
Σ’ ό,τι αφορά τη πολεμική τακτική, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την αύξηση των σωμάτων πεζικού με ειδικευμένους ρόλους. Στο πλευρό του βαρέος ιππικού που ακόμη κυριαρχούσε, οι στρατοί συχνά περιελάμβαναν έφιππους ή πεζούς τοξότες με βαλλίστρες, καθώς και σκαπανείς και μηχανικούς. Τα τόξα-βαλλίστρες, γνωστά από την Ύστερη Αρχαιότητα, εξαπλώθηκαν εν μέρει επειδή αυξήθηκαν οι πολιορκίες κατά το 10ο και 11ο αι.. Η παρουσία των τόξων αυτών στα πεδία μαχών του 12ου και 13ου αι. είχεν αποτέλεσμα και την ανάπτυξη κράνους που προστατεύει παράλληλα και το πρόσωπο, της βαρειάς πανοπλίας για το σώμα, καθώς και της ειδικής πανοπλίας για τα άλογα. Η πυρίτιδα ήταν ήδη γνωστή στην Ευρώπη γύρω στα μέσα του 13ου αι. με τη 1η καταγεγραμμένη χρήση της από τους Άγγλους εναντίον των Σκωτσέζων το 1304, αν και χρησιμοποιήθηκε απλά σαν εκρηκτική ύλη κι όχι πραγματικά ως όπλο. Χρησιμοποιηθήκανε κανόνια σε πολιορκίες τη 10ετία του 1320, ενώ πυροβόλα όπλα χειρός είχαν εμφανιστεί τη 10ετία του 1360.
Οικοδόμοι & Ξυλουργοί μικρογραφία (1447-1455)
Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι
Η εξάπλωση ναών και μοναστηριών το 10ο αι. οδήγησε στην ανάπτυξη λίθινων έργων αρχιτεκτονικής που τελειοποίησαν κοσμικές ρωμαϊκές φόρμες, από όπου και προέρχεται ο όρος Ρομανική Τέχνη (Romanesque). Όπου ήτανε διαθέσιμα, υλικά παλαιότερων τούβλινων και πέτρινων ρωμαϊκών κτισμάτων ανακυκλωθήκανε κι επαναχρησιμοποιηθήκανε. Το νέον είδος άνθισε κι απλώθηκε κατά μήκος της Ευρώπης με αξιοσημείωτην ομοιομορφία. Λίγο πριν το έτος 1000 κύμα κατασκευής πέτρινων ναών απλώθηκε σε ολάκερη την ήπειρο. Τα κτίρια του ρεύματος αυτού φέρουν ογκώδεις πέτρινους τοίχους, ανοίγματα με ημικυκλικές αψίδες στη κορφή, μικρά παράθυρα και, κυρίως στη Γαλλία, πέτρινες τοξωτές καμάρες. Η μεγάλη θύρα με τα χρωματισμένα ανάγλυφα εξελίχθηκε σε κύριο χαρακτηριστικό των προσόψεων, κυρίως στη Γαλλία, ενώ τα κιονόκρανα ήτανε συχνά λαξευμένα ώστε να αναπαριστούν αφηγηματικές σκηνές με φανταστικά τέρατα και ζώα. Σύμφωνα με τον ιστορικό της τέχνης, Σ.Ρ. Ντόντγουελ, “σχεδόν όλες οι εκκλησίες στη Δύση ήταν διακοσμημένες με τοιχογραφίες“, ελάχιστες από τις οποίες σώζονται. Ταυτόχρονα με την άνθηση της ναοδομίας έγινε κι η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής μορφής του κάστρου, αποτελώντας στοιχείο εξέχουσας σημασίας στη πολιτική και στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Η Ρομανική Τέχνη ιδίως σε ό,τι αφορά τη μεταλλοτεχνία, έφτασε στο απώγειό της στη κοιλάδα του ποταμού Μεύση (διαρρέει Γαλλία, Βέλγιο κι Ολλανδία). Εκεί γίνανε διακριτές συγκεκριμένες καλλιτεχνικές προσωπικότητες όπως ο Νικολά του Βερντέν (πεθ. 1205) κι επίσης, εκεί αναπτύχθηκε ένα σχεδόν κλασσικό ύφος που διακρίθηκε σε έργα όπως η Κολυμπήθρα Της Λιέγης, που έρχεται σε αντιδιαστολή με τα σφαδάζοντα ζώα που αναπαρίστανται στο ακριβώς σύγχρονό της Κηροπήγιο Του Γκλόσεστερ. Ογκώδεις εικονογραφημένες Βίβλοι και ψαλτήρια αποτελούσανε τη τυπική μορφή πολυτελών χειρογράφων. Η τέχνη της Τοιχογραφίας (φρεσκό) άνθιζε στους ναούς, ακολουθώντας συνήθως το μοτίβο της Δευτέρας Παρουσίας στο δυτικό τοίχο, του Παντοκράτορα στο ανατολικό άκρο κι αφηγηματικές βιβλικές σκηνές κατά μήκος του κεντρικού κλίτους ή στη θολωτή σε μορφή βαρελιού οροφή (με πιο αξιοπρόσεκτο παράδειγμα το Ναό του Σαντ-Σαβίν-σιρ-Γκαρτέμπ).
Από τις αρχές του 12ου αι., οι Γάλλοι χτίστες ανέπτυξαν το Γοτθικό Ρυθμό, που χαρακτηρίζουν οι θόλοι με νευρώσεις, τα οξυκόρυφα τόξα, οι αντηρίδες και τα μεγάλα βιτρώ παράθυρα. Εφαρμόστηκε κυρίως σε εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς συνεχίζοντας να κυριαρχεί μέχρι και το 16ο αι. σε μεγάλο κομμάτι της Ευρώπης. Κλασσικά παραδείγματα του αρχιτεκτονικού αυτού ρεύματος είναι ο Καθεδρικός Ναός της Σαρτρ στη Γαλλία κι ο Καθεδρικός Ναός του Σώλσμπερυ στην Αγγλία. Τα βιτρώ εξελιχθήκανε σ’ εξέχουσας σημασίας κομμάτι του σχεδιασμού των ναών, που συνέχιζαν να διακοσμούνται μ’ εκτεταμένες τοιχογραφίες, μα δυστυχώς σχεδόν καμμία από τις οποίες δεν επιβιώνει ως σήμερα.
Κεντρικό κλίτος του Ναού του Αγίου Σερνέν (11ος-12ος αι.)
Τη περίοδο αυτή, η εικονογράφηση χειρογράφων σταδιακά πέρασε από τα μοναστήρια στα κοσμικά εργαστήρια, έτσι ώστε, σύμφωνα με την ιστορικό Τζανέττα Μπέντον, “μέχρι το 1300 οι περισσότεροι μοναχοί αγόραζαν τα βιβλία τους από καταστήματα“. Παράλληλα το Βιβλίο Των Ωρών έγινε το συνηθέστερο λατρευτικό ανάγνωσμα για τον απλό κόσμο. Η μεταλλοτεχνία συνέχισε να ‘ναι η επιφανέστερη μορφή τέχνης, με το σμάλτο από τη Λιμόζ να ‘ναι δημοφιλής και σχετικά προσιτή επιλογή για αντικείμενα όπως λειψανοθήκες και σταυροί. Στην Ιταλία οι καινοτομίες των Τσιμαμπούε (πεθ. 1302) και Ντούτσιο (πεθ. περ. 1318), που τους ακολούθησε ο σημαντικός καλλιτέχνης του Τρετσέντο, ο Τζιότο (πεθ. 1337), είχαν μεγάλη συμβολή στον εξευγενισμό και στην αναγνώριση της σημασίας της τέχνης της ζωγραφικής σε πλαίσιο ή τοίχο. Η οικονομική ευμάρεια του 12ου αι. βοήθησε τη παραγωγή έργων τέχνης μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Διαζώζονται πολλά λαξευμένα σε φίλντισι αντικείμενα, όπως παιχνίδια, χτένες και μικρά θρησκευτικά αγαλματίδια.
Ένα από τα κλίτη του Καθεδρικού Ναού της Αμιένης (13ος αι.)
Η μεσαιωνική μουσική ήτανε κυρίως θρησκευτικού χαρακτήρα. Το γρηγοριανό μέλος ήταν η επικρατούσα φόρμα. Διαφοροποιήθηκε στο Μέσο Μεσαίωνα με την εμφάνιση του οργάνου (παλαιότερο είδος πολυφωνικής μουσικής), του conductus, του μοτέτου. Η μουσική σημειογραφία επινοήθηκε επίσης τη περίοδο αυτή.
Η μεταρρύθμιση αναφορικά με το τρόπο λειτουργίας των μονών ήταν από τα σημαντικότερα ζητήματα συζήτησης του 11ου αι., καθώς άρχουσες τάξεις ανησυχούσανε πως οι άνθρωποι του κλήρου δεν περιορίζονταν στην αυστηρή θρησκευτική ζωή. Το Αββαείο του Κλυνύ, που χτίστηκε στη Μακόν της κεντροανατολικής Γαλλίας το 909, ιδρύθηκε στα πλαίσια ευρύτερης προσπάθειας επαναπροσδιορισμού της μοναστηριακής πειθαρχημένης ζωής. Είχε στόχο τη διατήρηση της υψηλού επιπέδου πνευματικής ζωής υπό την άμεση προστασία και καθοδήγηση από τον Πάπα. Εξέλεγε εκ των έσω το δικό του αββά χωρίς τη παρέμβαση εξωεκκλησιαστικών προσώπων, διατηρώντας έτσι την οικονομική και πολιτική του ανεξαρτησία από τους τοπικούς λαϊκούς άρχοντες. Οι μοναχοί του Κλυνύ γίνανε γρήγορα ονομαστοί για την αυστηρότητα και τη λιτότητα του βίου τους, αποτελώντας πρότυπο μίμησης για τους μοναχούς ολόκληρης της ηπείρου.
Οι μοναστηριακές μεταρρυθμίσεις εμπνεύσαν αλλαγές και στη κοσμική εκκλησία. Τα ιδεολογικά τους θεμέλια έθεσε ο Πάπας Λέων Θ’ (θητεία 1049-1054). Η ιδέα της αυτοδιάθεσης του κλήρου ήταν αίτιο σειράς δυναμικών συγκρούσεων στα τέλη του 11ου αι.. Επίκεντρο αυτών ήταν ο Πάπας Γρηγόριος Ζ’ (θητεία 1073-1085) κι ο Αυτοκράτορας Ερρίκος Δ’ (κυβ. 1084–1105). Οι τελευταίοι ήρθαν αρχικά σε αντιπαράθεση για το ποιος είχε το δικαίωμα διορισμού επισκόπων, κάτι που εξελίχθηκε σε ανοιχτή διαμάχη για ζητήματα ανέλιξης στην εκκλησιαστική ιεραρχία, για το αν θα έπρεπε οι κληρικοί να έχουν ή όχι δικαίωμα στο γάμο, καθώς και για το ακανθώδες θέμα της Σιμωνίας, της προαγωγής, δηλαδή, κληρικών και μοναχών σε εκκλησιαστικό αξίωμα με προσφορά οικονομικών ανταλλαγμάτων. Ο Αυτοκράτορας θεωρούσε πως η προστασία της Εκκλησίας ενέπιπτε στα δικά του καθήκοντα, ενώ, παράλληλα, επιθυμούσε να διατηρήσει ο ίδιος το δικαίωμα διορισμού επισκόπων στις έδρες εντός των δικών του εδαφών. Αντίθετα ο Πάπας επέμενε: η Εκκλησία θα ‘πρεπε να ‘ναι τελείως ανεξάρτητη από τους λαϊκούς ηγεμόνες. Το περίφημο Κονκορδάτο της Βορμς το 1122 επέλυσε τα ζητήματα αυτά μόνον εν μέρει. Ωστόσο είχε πλέον γίνει σημαντικό βήμα για τη δημιουργία μιας παπικής μοναρχίας ξεχωριστής κι ίσης με τις λαϊκές αρχές. Επιπλέον, είχε σα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα την ενδυνάμωση των τοπικών Γερμανών αρχόντων-πριγκίπων σε βάρος των Αυτοκρατόρων.
Εσωτερικό Μαγαζιού μικρογραφία (1454-55)
Δημοτική Βιβλιοθήκη Ρουέν
Ο Ώριμος Μεσαίωνας ήτανε περίοδος έντονης θρησκευτικής κινητοποίησης, που εκφράστηκε για παράδειγμα με τη δημιουργία νέων μοναστικών ταγμάτων όπως οι Καρθουσιανοί κι οι Σιστερσιανοί. Αυτά δημιουργήθηκαν ως απάντηση στις ανησυχίες του απλού λαού, που εκτίμησε πως ο μοναχισμός στα πρότυπα των Βενεδικτίνων δεν ανταποκρινότανε πια στις ανάγκες του και που επιθυμούσε την επάνοδο του αναχωρητισμού των 1ων χριστιανικών χρόνων. Τα ταξίδια με σκοπό το προσκύνημα τύχαν μεγάλης ενθάρρυνσης την εποχή αυτή. Παλαιά κέντρα προσκυνήματος όπως η Ρώμη, η Ιερουσαλήμ κι η Διαδρομή του Αγίου Ιακώβου της Κομποστέλα προσέλκυαν αυξανόμενο αριθμό επισκεπτών, ενώ νέοι προορισμοί όπως το Μόντε Γκαργκάνο και το Μπάρι κέρδισαν μεγαλύτερη φήμη. Το 13ο αι. Φραγκισκανοί και Δομινικανοί, τα λεγόμενα επαιτικά τάγματα, λάβαν επίσημη αναγνώριση από τον Πάπα. Οι μοναχοί που ανήκανε σ’ αυτά παίρναν όρκους που τους απέτρεπαν ν’ αποκτήσουν υλικά αγαθά και ζούσανε ζητιανεύοντας. Άλλες θρησκευτικές ομάδες, όπως οι Βαλδένσιοι, οι Ουμιλιάτοι κι οι Καθαροί, που επίσης είχανε σαν κέντρο της διδασκαλίας τους την επιστροφή στις απαρχές του χριστιανισμού, γίνανε στόχος του παπισμού ως αιρετικοί. Κι έτσι διωχθήκανε συστηματικά κι εξουδετερώθηκαν μ’ εκστρατείες όπως η Σταυροφορία των Αλβιγηνών, απ’ τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση.
Αφέντης & Δουλοπάροικοι, Βρεττανία (1310)
Τα 1α χρόνια του 14ου αι. χαρακτηρίστηκαν από την αργή μετάβαση από τη Μεσαιωνική Θερμή Περίοδο στη Μικρή Εποχή των Παγετώνων. Κατά τα έτη 1313-1314 και 1317-1321 σε ολόκληρη την Ευρώπη σημειώθηκαν εκτεταμένες βροχοπτώσεις. Σειρά από χαμένες σοδειές είχεν αποτέλεσμα σοβαρές ελλείψεις τροφίμων εκ των οποίων η σημαντικότερη, κείνη του 1315-1317 προκάλεσε πολλά εκατομμύρια θανάτους από υποσιτισμό. Η κλιματική αλλαγή συνοδεύτηκε από πτώση της μέσης θερμοκρασίας που με τη σειρά της οδήγησε σε μαρασμό της οικονομικής ζωής. Τη δυσχερή αυτή κατάσταση ακολούθησε το 1347 ο Μαύρος Θάνατος, πανδημία που εξαπλώθηκε στην Ευρώπη σε χρονικό παράθυρο 3 ετών. Ο απολογισμός άγγιζε πιθανόν τα 35.000.000 νεκρούς Ευρωπαίους, -κάπου το 1/3 του συνολικού πληθυσμού. Τα αστικά κέντρα χτυπηθήκανε πιότερο εξαιτίας της πυκνοκατοίκησης, με χαρακτηριστικό παράδειγμα η πόλη του Λύμπεκ στη Γερμανία που έχασε το 90% των κατοίκων της. Οι συνθήκες χειροτερέψανε περαιτέρω εξαιτίας της περιοδικής επανεμφάνισης του λοιμού για το υπόλοιπο του 14ου αι., αλλά κι αραιώτερα μέχρι το τέλος του Μεσαίωνα. Το τραύμα της πανούκλας έδωσεν ώθηση στην ευσέβεια, κάτι που διαφαίνεται από την εμφάνιση νέων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και του κινήματος των αυτομαστιγούμενων. Παράλληλα παρατηρήθηκε αύξηση των διωγμών κατά των Εβραίων που χρησιμοποιήθηκαν ως αποδιοπομπαίοι τράγοι επειδή τάχα προκαλέσανε την επιδημία. Οι εβραϊκές κοινότητες εκδιώχθηκαν από την Αγγλία το 1290 κι από τη Γαλλία το 1306. Αν κι ορισμένοι επιστρέψανε σταδιακά στη Γαλλία, στους περισσότερους δεν επετράπη, με αποτέλεσμα να μεταναστεύσουνε στ’ ανατολικά, κυρίως σε Πολωνία κι Ουγγαρία. Οι Εβραίοι εκδιώχθηκαν από την Ισπανία το 1492, σκορπίζοντας στη Τουρκία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ολλανδία.
Ζωγραφική σε ξύλο: Πανούκλα: Βέλη που στέλνει ο Θεός στους ανθρώπους
1424, Αννόβερο (Γερμανία), Μουσείο του Κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας.
Μεγάλες εκτάσεις γης έμειναν μ’ ελάχιστους κατοίκους, με αποτέλεσμα οι γαιοκτήμονες να μη διαθέτουν αρκετούς πρόθυμους καλλιεργητές των εδαφών τους χωρίς να αυξήσουνε τις αμοιβές τους, με συνέπεια να δούνε τα εισοδήματά τους να μειώνονται δραστικά. Την ίδια στιγμή οι δουλοπάροικοι της Δύσης κατάφεραν να μετατρέψουνε την εργασία που στο παρελθόν οφείλανε στους γαιοκτήμονες σε ενοίκια τοις μετρητοίς. Το ποσοστό των δουλοπάροικων μεταξύ του απλού λαού μειώθηκε από το υψηλό 90% στο αρκετά χαμηλώτερο 50% μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής. Γαίες με χαμηλήν απόδοση εγκαταλειφθήκανε κι οι επιζώντες επικεντρωθήκανε στις γονιμότερες ζώνες. Ενώ στη Δ. Ευρώπη το σύστημα της φεουδαρχίας παρήκμασε, στην Ανατολή γνώρισε άνθηση καθώς επιβλήθηκε έντονα σε πληθυσμούς που μέχρι τότε απολάμβαναν μεγαλύτερην ελευθερία. Οι ιδιοκτήτες γης απ’ τη πλευρά τους ευαισθητοποιηθήκανε πιότερο στο συμφέρον που μοιράζονταν με τους γείτονές τους και συμμαχήσανε προκειμένου ν’ αντλήσουν πιότερα προνόμια από τους κυβερνώντες.
Δεήσεις & Αυτομαστιγώματα για τη Πανούκλα τοιχογραφία 1
Εν μέρει εξαιτίας της πίεσης των γαιοκτημόνων, οι κυβερνώντες προσπάθησαν να επιβάλλουν νομοθετικά μέτρα που θα επανέφεραν τις οικονομικές συνθήκες πριν την εξάπλωση της πανούκλας. Λόγω έλλειψης εργατικών χεριών τα ημερομίσθια αυξηθήκανε στη Δύση, κάτι που αντιμετωπίστηκε από την άρχουσα τάξη με νομοθετικά μέτρα, όπως το Εργατικό Διάταγμα του 1349 στην Αγγλία, που οριοθετούσε τις εργατικές αμοιβές και τις τιμές των προϊόντων, αποτελώντας την απαρχή του Αγγλικού Εργατικού Δικαίου. Οι συνθήκες αυτές προκάλεσαν εξεγέρσεις όπως η Μεγάλη Ζακερί στη Γαλλία το 1358, η Επανάσταση Των Χωρικών στην Αγγλία το 1381, καθώς κι άλλους ξεσηκωμούς στη Φλωρεντία της Ιταλίας, τη Γάνδη και τη Μπρυζ της Φλάνδρας. Εμπορική επανάσταση, μαζί με 1η ανάπτυξη του τραπεζικού συστήματος, εμφανίστηκε στην Ιταλία του 13ου αι.. Οι επιχειρηματίες του τομέα αυτού, όπως οι Φούγγερ στη Γερμανία, οι Μέδικοι στην Ιταλία κι άλλες προσωπικότητες όπως ο Ζακ Κερ (πεθ. 1456) στη Γαλλία, συγκεντρώσανε σημαντικές περιουσίες κι απέκτησαν μεγάλη πολιτική επιρροή. Η εξάπλωση των τραπεζών συνεχίστηκε και το 14ο αι., χάρη στις πολλές πολεμικές συγκρούσεις της περιόδου αυτής και τις αυξανόμενες ανάγκες του παπισμού να κυκλοφορεί χρήματα μεταξύ των βασιλείων. Τραπεζικές επιχειρήσεις δανείζανε χρήματα σε βασιλείς με μεγάλο κίνδυνο, καθώς πολλές χρεωκόπησαν όταν αυτοί αρνήθηκαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους.
Αυτομαστιγώματα & Ικεσίες για τη Πανούκλα τοιχογραφία 2 (1410)
Νέο σύστημα χρηματοδότησης επέτρεψε στη Βενετία ν’ απασχολήσει χιλιάδες εργάτες παράγοντας πλεούμενα με ρυθμούς σχεδόν βιομηχανικούς. Στις πόλεις αναπτύχθηκαν συντεχνίες για κάθε επαγγελματικό κλάδο, ενώ διάφοροι οργανισμοί εξασφάλισαν εμπορικά μονοπώλια. Αντίστοιχα, οι εμποροπανηγύρεις παρήκμασαν με τη δημιουργία θαλάσσιων δρόμων μεταξύ της Μεσογείου και της Β. Ευρώπης. Πόλεις όπως η Μπρυζ μετατραπήκανε σε οικονομικά κέντρα, όπου κάνανε την εμφάνισή τους τα 1α χρηματιστήρια. Στα πλαίσια όλων αυτών, το ποσοστό των εγγράμματων μεταξύ των μη-κληρικών ολοένα κι αυξανόταν, ενώ οι αστοί ξεκίνησαν να δείχνουν ενδιαφέρον για την ιπποσύνη μιμούμενοι τους ευγενείς. Μετά τη δραστική μείωση του πληθυσμού που επέφερε η πανούκλα, ο αστικός πληθυσμός άρχισε να αυξάνεται εντυπωσιακά. Μέχρι το 1500, η Βενετία, το Μιλάνο, η Νάπολη, το Παρίσι κι η Πόλη είχαν να επιδείξουνε πιότερους από 100.000 κατοίκους έκαστη, ενώ 20 ακόμη πόλεις είχανε πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 40.000. Ο Ύστερος Μεσαίωνας υπήρξε μάρτυρας της ανόδου ισχυρών, χτισμένων γύρω από τη βασιλική εξουσία κρατών-εθνών σ’ ολάκερη την ευρωπαϊκή ήπειρο, ιδίως στην Αγγλία, στη Γαλλία και στα χριστιανικά βασίλεια της ιβηρικής χερσονήσου: Αραγωνία, Καστίλλη και Πορτογαλία. Οι μακρές συγκρούσεις της εποχής αυξήσανε τη βασιλική επιρροή έναντι των τοπικών αρχόντων και μεγαλώσανε την επικράτεια που αυτή κάλυπτε. Ωστόσο, η διεξαγωγή πολέμων απαιτούσε περισσότερους φόρους, καθώς κι αύξηση αποτελεσματικότητας του τρόπου που θα συλλέγονταν. Η ανάγκη της διατήρησης της υποστήριξης των βασιλέων από τους φορολογούμενους σήμαινε και την αύξηση των εξουσιών αντιπροσωπευτικών σωμάτων, όπως το Αγγλικό Κοινοβούλιο κι οι Γενικές Τάξεις στη Γαλλία.
Σε ολόκληρη τη διάρκεια του 14ου αι., οι Γάλλοι βασιλείς προσπάθησαν να επεκτείνουν την επιρροή τους σε βάρος των τοπικών ευγενών, όμως η απόπειρα απόσπασης από τους Άγγλους των εδαφών που ήλεγχαν στα νοτιοδυτικά της Γαλλίας οδήγησαν στον Εκατονταετή Πόλεμο (1337-1453). Στην αρχή του πολέμου οι Άγγλοι υπό τον Εδουάρδο Γ’ (κυβ. 1327-1377) και το γιο του Εδουάρδο, το Μαύρο Πρίγκιπα (πεθ. 1376), κέρδισαν τις μάχες του Κρεσύ (1346), του Πουατιέ (1356) και του Αζινκούρ (1415), καταλάβανε το Καλαί και πήρανε τον έλεγχο πολύ μεγάλου μέρους της Γαλλίας. Οι ζυμώσεις που ακολούθησαν οδηγήσανε σχεδόν στην αποσύνθεση του γαλλικού βασιλείου. Στις αρχές του 15ου αι., ωστόσο, η κατάσταση ανεστράφη όταν οι στρατιωτικές επιτυχίες της Ιωάννας της Λωρραίνης (πεθ. 1431) προς τα τέλη της 10ετίας του 1420 φέρανε τη νίκη των Γάλλων απέναντι στους Άγγλους, καθώς και τη κατάληψη των τελευταίων αγγλικών κτήσεων στα ηπειρωτικά το 1453 (με εξαίρεση το Καλαί). Μολαταύτα, το κόστος ήτανε δυσβάστακτο καθώς η οικονομική δραστηριότητα είχε πληγεί κι ο πληθυσμός της Γαλλίας στο τέλος του πολέμου είχε κατά πάσα πιθανότητα μειωθεί γύρω στο μισό σε σχέση με την αρχή του. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος είχε σαν αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας και των 2 λαών, ενώνοντας τις τοπικιστικές συνειδήσεις σε κοινό εθνικό ιδεώδες. Η σύγκρουση με τη Γαλλία βοήθησε επίσης στη πολιτιστική διαφοροποίηση της Αγγλίας από τη γαλλική κουλτούρα, που ήταν η επικρατούσα τάση στα βρεττανικά νησιά πριν την έναρξη του 100ετούς Πολέμου. Στη διάρκεια του τελευταίου, όπως είναι αναμενόμενο, παρατηρηθήκανε και τεχνολογικές εξελίξεις στον οπλισμό, με το αγγλικό μακρύ τόξο (longbow) να προσφέρει μεγάλην αποτελεσματικότητα στις αρχές, για ν’ αποβεί υποδεέστερο των κανονιών προς τα τέλη των συγκρούσεων.
Αραβικός Αστρολάβος του Ahmad ibn Muhammad al-Naqqhash της Σαραγόσα
1080 Εθνικό Μουσείο, Νυρεμβέργη, Γερμανία
Η Αγγλία, μετά την ήττα της στον 100ετή Πόλεμο, υπέφερε από μακροχρόνιο εμφύλιο σπαραγμό, γνωστό στους σύγχρονους ιστορικούς με την ονομασία ως Πόλεμος Των Ρόδων (1455–1487) που τερματίστηκε μόνον όταν ο Ερρίκος Τυδώρ (κυβ. 1485–1509 ως Ερρίκος Ζ’) ανήλθε στο θρόνο, μετά τη καθοριστική νίκη του απέναντι στο Ριχάρδο Γ’ (κυβ. 1483-1485) στη Μάχη του Μπόσγουορθ το 1485. Η Σκωτία ανεξαρτητοποιήθηκε από τους Άγγλους υπό το Ροβέρτο Α’ Μπρους (κυβ. 1306-1329), που εξασφάλισε τη παπική αποδοχή το 1328. Στα εδαφικά όρια του σημερινού κράτους της Γερμανίας η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξακολούθησε να υφίσταται, εντούτοις το γεγονός ότι το στέμμα μεταβιβαζόταν με διαδικασία εκλογής δεν επέτρεψε τη δημιουργία ενός κράτους με επίκεντρο ισχυρή δυναστεία. Ανατολικώτερα, τα βασίλεια της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Βοημίας κέρδιζαν ολοένα και περισσότερο σε ισχύ. Στην ιβηρική χερσόνησο τα χριστιανικά έθνη κέρδιζαν όλο και περισσότερα εδάφη από τους Μουσουλμάνους. Η Πορτογαλία επικεντρώθηκε στη δημιουργία θαλασσοκρατορίας τη στιγμή που τα άλλα βασίλεια μαστίζονταν από διάφορες έριδες, κυρίως για θέματα διαδοχής. Η Σκανδιναυία απόλαυσε περίοδο σταθερότητας κι ενότητας υπό την Ένωση του Κάλμαρ (τέλη 14ου κι αρχές 15ου αι.), μα διασπάστηκε ξανά μετά το θάνατο της Μαργαρίτας Α’ της Δανίας (κυβ. 1387–1412), που κυβερνούσε ενωμένες τη Νορβηγία, τη Δανία και τη Σουηδία. Η ισχυρότερη πολιτική δύναμη στη περιοχή της Βαλτικής Θάλασσας παρέμενε από τον Μέσο Μεσαίωνα η Χανσεατική Ένωση, μια συνομοσπονδία πόλεων-κρατών με εμπορικά συμφέροντα από τη Δυτική Ευρώπη μέχρι τη Ρωσία.
Η 1η σελίδα του 1ου τόμου της Βίβλου του Γουτεμβέργιου τυπώθηκε το 1455
Τα διακοσμητικά έγχρωμα αρχικά φιλοτεχνήθηκαν εκ των υστέρων με το χέρι
Παρόλο που η Δυναστεία των Παλαιολόγων ανέκτησε τη Πόλη από τους Δυτικοευρωπαίους το 1261, δεν κατόρθωσε ποτέ να επαναφέρει την Αυτοκρατορία στα παλιά της σύνορα. Ο έλεγχός της περιορίστηκε σε μικρό μόλις τμήμα των Βαλκανίων γύρω από τη πρωτεύουσα, στην ίδια τη πόλη και σε ορισμένες παραθαλάσσιες περιοχές στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και του Αιγαίου. Τα εδάφη των Βαλκανίων που στο παρελθόν ανήκανε στους Βυζαντινούς μοιράστηκαν μεταξύ του Βασιλείου της Σερβίας, της 2ης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και της Δημοκρατίας της Βενετίας. Την εξουσία των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων απείλησε μια νέα φυλή τουρκικής καταγωγής, οι Οθωμανοί, που εδραιώσανε τη κυριαρχία τους στην Ανατολία το 13ο αι.. Οι Οθωμανοί απλωθήκανε σταδιακά το 14ο αι. προς την Ευρώπη, υποτάσσοντας τη Βουλγαρία μέχρι το 1366 και καταλαμβάνοντας τη Σερβία μετά την ήττα της στη Μάχη του Κοσσόβου το 1389. Οι Δυτικοί εισάκουσαν εν τέλει τις ικεσίες για βοήθεια των χριστιανικών λαών των Βαλκανίων οργανώνοντας νέα σταυροφορία το 1396. Ισχυρός στρατός εστάλη στη χερσόνησο, για να ηττηθεί ωστόσο στη Μάχη της Νικοπόλεως την ίδια χρονιά. Η ίδια η Πόλη έπεσε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών το 1453 γράφοντας τον επίλογο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά από ~1000 χρόνια ιστορίας.
Στη διάρκεια του ταραγμένου 14ου αι. έγινε η προσωρινή μεταφορά της παπικής έδρας στη πόλη Αβινιόν της Νότιας Γαλλίας (1305–1378). Η μπερδεμένη αυτή κατάσταση αυτή προέκυψε αρχικά εξαιτίας της σύγκρουσης του Πάπα Βονιφάτιου Η’ (θητεία 1294-1303) με το βασιλιά Φίλιππο Δ’ της Γαλλίας (κυβ. 1285–1314) αναφορικά με τα όρια της παπικής εξουσίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής -που αποκλήθηκε Βαβυλώνια Αιχμαλωσία του Παπισμού (αναφορά στη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία των Εβραίων)- η Εκκλησία βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο Γαλλικού Στέμματος. Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΑ’ (θητεία 1370-1378) επέλεξε να επιστρέψει στη Ρώμη το 1377, αλλά η πολιτική αστάθεια στην Ιταλία κι ο αναμορφωτικός αυταρχισμός του διαδόχου του, Ουρβανού ΣΤ’ (θητεία 1378-1389) προκαλέσανε το Μέγα Σχίσμα της Ρωμ/Καθ. Εκ. Η περίοδος αυτή της εκκλησιαστικής ιστορίας, κράτησε από το 1378 μέχρι το 1418, οπότε και συνυπήρχανε 2 ή 3 αντιμαχόμενοι για το αξίωμα Πάπες, που καθέναν τους υποστηρίζανε για πολιτικούς λόγους κι άλλοι συνασπισμοί κρατών. Στις αρχές του 15ου αι., μετά από 1 αι. έριδας, οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας υπό την αιγίδα του Αυτοκράτορα Σιγισμόνδου (κυβ. 1433-1437) συναντήθηκαν στη Κωνσταντία της Γερμανίας το 1414. Τον επόμενο χρόνο η Σύνοδος αυτή καθαίρεσε τον έναν από τους Πάπες, αφήνοντας πλέον 2 διεκδικητές του θρόνου του Αγίου Πέτρου. Ακολούθησαν κι άλλες καθαιρέσεις, μέχρι που το Νοέμβρη του 1417 η Σύνοδος αναγόρευσε Πάπα το Μαρτίνο Ε’ (θητεία 1417-1431) και το Σχίσμα της Ρωμ. Εκκλησίας έληξε.
Η Παπική Έδρα & Παλάτι του Πάπα στην Αβινιόν
Εκτός από το Μέγα Σχίσμα, η Δ. Εκκλησία υπέφερε επιπλέον από θεολογικές αποκλίσεις στο επίσημο δόγμα της, μερικές από τις οποίες αντιμετωπιστήκανε και πατάχθησαν ως αιρέσεις. Ο Τζον Γουάικλιφ (πεθ. 1384), Άγγλος θεολόγος, καταδικάστηκε ως αιρετικός το 1415. Αυτό συνέβη επειδή δίδασκε πως οι λαϊκοί θα ‘πρεπε να ‘χουνε δικαίωμα προσωπικής μελέτης της Βίβλου, αλλά και γιατί διατύπωσε απόψεις για τη Θεία Ευχαριστία που ήταν αντίθετες με τις επίσημες διδαχές της Εκκλησίας. Η διδασκαλία του Γουάικλιφ επηρέασε με τη σειρά της 2 από τις κύριες αιρέσεις του Ύστερου Μεσαίωνα: το Λολλαρδισμό στην Αγγλία και τον Ουσσιτισμό στη Βοημία. Οι Βοημοί δέχθηκαν επιρροή από τη διδασκαλία του Γιαν Χους, που καταδικάστηκε τελικά από τη Σύνοδο της Κωνσταντίας ως αιρετικός και κάηκε στη πυρά το 1415. Οι οπαδοί του, ωστόσο, παρόλο που γίνανε στόχοι διώξεων, συνέχισαν να δραστηριοποιούνται για πολλά χρόνια, ξεπερνώντας το χρονικό πλαίσιο του Μεσαίωνα. Άλλες κατηγορίες για αίρεση φαίνεται πως ήτανε ψευδείς με κρυφά οφέλη για τους κατηγόρους, όπως π.χ. οι κατηγορίες εναντίον των Ναϊτών. Αυτές οδηγήσανε στη διάλυση του Τάγματος το 1312 και στο διαμοιρασμό του τεράστιου υλικού πλούτου του μεταξύ του Γάλλου Βασιλιά Φιλίππου Δ’ και των Ιωαννιτών Ιπποτών.
HILDEGARD VON BINGEN Χίλντεγκαρντ Φον Μπίνγκεν 1099-1179
Ηγουμένη, μυστικίστρια, μουσικός, συγγραφέας, επιστήμων
Έγραψε μουσική σώζεται σε CD, πολλά βιβλία, πολυγραφότατη,
οι μελέτες της για τη βαρύτηταα ήτανε σωστές αιώνες πριν τον Νεύτωνα
Η Εκκλησία υπό τον Πάπα αποσαφήνισε πιότερο την έννοια της μετουσίωσης στη διάρκεια του Ύστερου Μεσαίωνα, υποστηρίζοντας ότι μόνον οι κληρικοί θα ‘πρεπε να ‘χουνε πρόσβαση στον οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Κατά συνέπεια μεγάλωσε η απόσταση που χώριζε τους κληρικούς από τους λαϊκούς. Οι τελευταίοι συνέχισαν, ωστόσο, να λαμβάνουν μέρος σε προσκυνήματα, να λατρεύουνε τα ιερά λείψανα και να πιστεύουνε στη δύναμη του Διαβόλου. Μυστικιστές όπως ο Διδάσκαλος Έκχαρτ (πεθ. 1327) ή ο Θωμάς α Κέμπις (πεθ. 1471) συγγράψανε κείμενα και μέσω αυτών προτρέπανε τους απλούς ανθρώπους να επικεντρώνονται στην εσωτερική τους πνευματικότητα, προετοιμάζοντας το δρόμο για τη Προτεσταντική Μεταρρύθμιση. Εκτός από το μυστικισμό εξαπλώθηκε επίσης η δεισιδαιμονία, με την Εκκλησία να συνηγορεί μέχρι τα τέλη του 15ου αι. στο λαϊκίστικο φόβο κατά των μαγισσών καταδικάζοντας επίσημα μάγισσες το 1484 και δημοσιεύοντας το 1486 το Malleus Maleficarum, αλφαβητάρι για τους επίδοξους κυνηγούς μαγισσών.
Στη διάρκεια του Ύστ. Μεσαίωνα εξαπλώθηκε ρεύμα αντίδρασης προς τη μέχρι τότε επικρατούσα τάση του σχολαστικισμού. Πρωτεργάτες του κινήματος αυτού ήταν ο Σκωτσέζος Τζον Ντανς (πεθ. 1308) κι ο Άγγλος φραγκισκανός μοναχός Γουλιέλμος του Όκαμ (πεθ. περ. 1348). Οι 2 λόγιοι διαφωνούσαν με την ανάμειξη της λογικής σκέψης και της θρησκευτικής πίστης. Ο Όκαμ επέμενε στην άποψη ότι η ανεξαρτησία της λογικής από τη πίστη θα επέτρεπε το διαχωρισμό της Επιστήμης από τη Θεολογία και τη Φιλοσοφία. Σ’ ό,τι αφορά τη νομική επιστήμη, ο ρωμαϊκός νόμος απέκτησε βαρύτητα σε τομείς που μέχρι τότε κυριαρχούσε το εθιμικό δίκαιο. Εξαίρεση στην εξέλιξη αυτή αποτέλεσε η Αγγλία, όπου το εθιμικό δίκαιο (common law) παρέμεινε ισχυρό. Νέα νομοθετικά έργα λάβανε χώρα σε κράτη όπως η Καστίλλη, η Πολωνία κι η Λιθουανία.
Τυπογραφείο της εποχής
Η εκπαίδευση εξακολουθούσε να επικεντρώνεται γύρω από τη διαμόρφωση των μελλοντικών μελών του κλήρου. Η βασική εκπαίδευση στη γραφή, στην ανάγνωση και στην αριθμητική γινότανε στο οικογενειακό περιβάλλον ή υπό την εποπτεία του τοπικού ιερέα. Ωστόσο η μελέτη των πιο εκλεπτυσμένων αντικειμένων του trivium (γραμματική, ρητορική και διαλεκτική) πραγματοποιούταν στα εκπαιδευτικά ιδρύματα των καθεδρικών ναών ή στα πανεπιστήμια των αστικών κέντρων τα οποία πλήθυναν. Επίσης αυξηθήκαν οι εμπορικές σχολές και κάποιες ιταλικές πόλεις διαθέτανε περισσότερες από μία. Μια νέα τάση ήταν η αυξανόμενη χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας στη γραμματεία, με χαρακτηριστικά παραδείγματα συγγραφείς όπως ο Δάντης (πεθ. 1321), ο Πετράρχης (πεθ. 1374) κι ο Βοκκάκκιος (πεθ. 1375) στην Ιταλία, ο Τζέφρι Τσώσερ (πεθ. 1400) κι ο Ουίλιαμ Λάνγκλαντ (πεθ. περ. 1386) στην Αγγλία κι οι Φρανσουά Βιγιόν (πεθ. 1464) και Κριστίν ντε Πιζάν (πεθ. περ. 1430) στη Γαλλία. Τα συγγράμματα θρησκευτικού περιεχομένου ήτανε κι η πλειοψηφία των εκδοθέντων έργων παρόλο που μεγάλο μέρος τους γραφότανε στη λατινική γλώσσα, αυξήθηκε η ζήτηση βίων αγίων και λατρευτικών κειμένων από τους λαϊκούς στη καθημερινή κι ευρέως κατανοητή γλώσσα. Την εξάπλωση του φαινομένου βοήθησε το κίνημα Devotio Moderna κι ο σχηματισμός της Αδελφότητας της Κοινής Ζωής, καθώς και το έργο Γερμανών μυστικιστών όπως ο Μάιστερ Έκχαρτ κι ο Γιοχάνες Τάουλερ (πεθ. 1361). Τη περίοδο αυτή παρουσίασε άνθηση και το θέατρο με ποικιλία θεμάτων, αν κι η πλειοψηφία ήτανε θρησκευτικού υποβάθρου. Παρουσιάζονταν λαϊκά έργα με κωμικό θέμα αλλά κυρίως τα λειτουργικά δράματα που αργότερα εξελιχθήκανε στα “μυστήρια” ή “θαύματα” και στις “ηθικές αλληγορίες”. Προς το τέλος του Μεσαίωνα, η εφεύρεση της τυπογραφίας γύρω στο 1450 οδήγησε στην εγκαθίδρυση εκδοτικών οίκων σ’ ολάκερη την Ευρώπη, διευκολύνοντας τη μαζική παραγωγή και τη διάδοση συγγραμμάτων κι ιδεών. Το ποσοστό των εγγράμματων αυξήθηκε σε σχέση με το παρελθόν αν και με τα σύγχρονα δεδομένα παρέμενε πολύ χαμηλό: μόλις 1 στους 10 άνδρες και 1 στις 100 γυναίκες περίπου, υπολογίζεται πως γνώριζεν ανάγνωση το 1500.
CHRISTINE DΕ PISAΝ Κριστίν Ντε Πιζάν 1383-1431
Ιταλίδα, επιστήμονας, φιλόσοφος, μουσικός , συγγραφέας, ηγουμένη
Ήδη από τα τέλη του 13ου αι., οι Ευρωπαίοι εξερευνητές όπως ο Ενετός Μάρκο Πόλο (πεθ. 1324) αναζήτησαν νέους εμπορικούς δρόμους προς την Ασία. Το κίνητρο του πλουτισμού και της απόκτησης προϊόντων από την Άπω Ανατολή, που την προμήθειά των ήλεγχαν μέχρι τότε οι Άραβες μονάρχες κι η Βενετία, δώσαν ώθηση αναζήτησης νέων τρόπων παράκαμψης του μονοπωλίου αυτού. Σημείο εκκίνησης αρχές του 15ου αι., οι χώρες της ιβηρικής χερσονήσου χρηματοδότησαν ταξίδια εξερευνητικού σκοπού πέρα από τα όρια της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ο Πρίγκηπας της Πορτογαλίας, Ερρίκος ο Θαλασσοπόρος (πεθ. 1460) οργάνωσε αποστολές που ανακάλυψαν τα Κανάρια Νησιά, τις Αζόρες και το Πράσινο Ακρωτήρι. Η δημιουργία αξιόπιστων κι ανθεκτικών τύπων καραβιών, όπως η καραβέλλα, επέτρεψε στους εξερευνητές να κάνουνε πιο φιλόδοξες διαδρομές. Μετά το θάνατο του Ερρίκου, ο Βαρθολομαίος Ντιάζ (πεθ. 1500) περιέπλευσε το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας το 1486 κι ο Βάσκο ντα Γκάμα (πεθ. 1524) περιέπλευσε την Αφρική μέχρι την Ινδία το 1498. Τις επιτυχίες των Πορτογάλων έσπευσαν να μιμηθούν κι άλλες χώρες. Οι ισπανικές μοναρχίες της Καστίλλης και της Αραγωνίας χρηματοδότησαν το 1492 το ταξίδι του Γενοβέζου Χριστόφορου Κολόμβου (πεθ. 1506) που άνοιξε το δρόμο για την εξερεύνηση της αμερικανικής ηπείρου. Η Αγγλία, την εποχή του Ερρίκου Ζ’, χρηματοδότησε το 1497 το ταξίδι του Τζον Κάμποτ (πεθ. 1498) που έφτασε στο νησί Κέιπ Μπρετόν της σημερινής Νέας Σκωτίας στις καναδικές ακτές.
Έρικ ο Βίκινγκ ή Έρικ ο Κόκκινος
Ωστόσο ένας μόνον ήτανε θαλασσοπόρος μέσα στο χρονικό πλαίσο του μεσαίωνα κι αυτός κανονικά δεν πρέπει να λογαριαστεί καθώς έζησε μακρυά από τα βασικά τεκταινόμενα της εποχής, δεν ενεπλάκη σε καμμιά πολιτική διαμάχη ή σε πόλεμο. Πρόκειται για τον Έρικ Τον Κόκκινο. Γεννήθηκε στη Νορβηγία ( ισλ.: Eiríkur Rauði, νορβ: Eirik Torvaldsson), 4 Μάη 950 και πέιθανε στο Brattahlid το 1003. Μεγάλωσε στη Νορβηγία κι επειδή ήτανε πολύ ταραχώδης κι είχε κάτι φόνους στη ράχη, έχοντας επίσης ακούσει για νέους κόσμους, ξεκίνησε να εξερευνήσει τις γύρω θάλασσες κι ανακάλυψε τη Γροιλανδία (Greenland), κι ίδρυσε αποικία και μάλιστα με καλά και γνωστά αποτελέσματα. Όταν δε, ρωτήθηκε γιατί την ονόμασεν έτσι αφού είναι λευκή, απάντησε πως το όνομα αυτό θα προσείλκυεν ευκολώτερα αποίκους. Όταν πέθανε ανέλαβαν οι 2 γιοί του, ο ένας ο μεγαλύτερος ο Λέιφ Έριξον, τον αντικατέστησε στα διοικητικά της νέας αυτής περιοχής κι ο άλλος, ο Θόρβαλντ στις εξερευνήσεις.
Λέιφ Έριξον
Ο Λέιφ το 1002 ξεκίνησε κι αυτός κι ανακάλυψε τη Βίνλαντ, το σημερινό Κεμπέκ στο Καναδά. Αυτός, σύμφωνα με τη Σάγκα των Γροιλανδών, ήτανε μεγάλος θαλασσοπόρος κι έφτασε ως την Αμερική και την ανακάλυψε πριν τον Κολόμβο. Γεννήθηκε στη Νορβηγία το 970 και πέθανε περίπου το 1020, στη Γροιλανδία. Φαίνεται πως ανακάλυψε τη σημερινή νήσο Μπάφιν, προχώρησε μέχρι το σημερινό Λαμπραντόρ, το Κεμπέκ και τη νέα γη. Ξεχειμώνιασε γύρισε πίσω στη Γροιλανδία κι αντικατέστησε τον θανόντα πατέρα στη διοίκηση του νησιου. Συνέχισε ο αδελφός του Θόρβαλντ (972-1006) όπου το ταξίδι του στη Νέα Γή τον έφερε και στις πρώτες επαφές με τους ιθαγενείς, τους οποίους ονόμασε Σκρέλινγκ (Skraeling) (Εξαθλιωμένοι). Σε κάποια ένοπλη σύγκρουση με αυτούς σκοτώθηκε κι οι άντρες του τον έθαψαν εκεί.. Σημειωτέον ότι όλο αυτό το διάστημα νομίζανε κι οι δυο τους πως η γη που χανε βρει ήτανε… συνέχεια της Γροιλανδίας.
Μια από τις κύριες εξελίξεις στη σφαίρα των στρατιωτικών επιχειρήσεων της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου ήταν η ολοένα κι αυξανόμενη χρήση του πεζικού και του ελαφριού ιππικού. Οι Άγγλοι οργάνωσαν επίσης σώματα τοξοτών, άλλες χώρες ωστόσο δε στάθηκεν εφικτό να οργανώσουνε κάτι ανάλογο με την ίδια επιτυχία. Οι τεχνίτες εξακολούθησαν να πειραματίζονται στους τρόπους βελτίωσης της αμυντικής πανοπλίας, απάντηση στο ολοένα κι αποτελεσματικώτερο τόξο-βαλλίστρα, αλλά και στην ανάπτυξη πυροβόλων όπλων χειρός. Επίσης, επιπλέον κερδίσανε σε δημοφιλία τα δόρατα κι άλλα είδη λόγχης, ιδίως ανάμεσα στους στρατιώτες του φλαμανδικού και του ελβετικού πεζικού. Η στρατιωτική τακτική εξελίχθηκε περαιτέρω μ’ εμφάνιση μισθοφορικών σωμάτων, όπως ήτανε π.χ. οι κοντοττιέροι στις ιταλικές πόλεις-κράτη. Αντίστροφα, τη περίοδο αυτή κάνανε την εμφάνισή τους και τα 1α μόνιμα επαγγελματικά σώματα στρατού, όπως ήταν οι γαλλικές compagnies d’ordonnance.
Στην αγροτική παραγωγή παρατηρήθηκε προτίμηση προς την εκτροφή προβάτων που διέθεταν μαλλί με μακρές ίνες, που επέτρεπε κατασκευή ισχυρότερων νημάτων. Άλλη σημαντική εξέλιξη στη νηματουργία ήταν η αντικατάσταση της παραδοσιακής ρόκας από την ανέμη, που 3πλασίασε τη παραγωγή σε σχέση με τη χειρωνακτική μέθοδο. Μια λιγώτερο εξεζητημένη καινοτομία, που ‘χεν ωστόσο σημαντικό αντίκτυπο στη καθημερινή ζωή, ήταν η χρήση των κουμπιών στα ενδύματα που επέτρεψε τη καλλίτερη εφαρμογή τους. Οι ανεμόμυλοι γίνανε παραγωγικότεροι με την εμφάνιση του μύλου-πύργου, που επέτρεπε το πάνω τμήμα του να στρέφεται, προς οποιαδήποτε κατεύθυνση τύγχανε να φυσά ο άνεμος. Η υψικάμινος που έκανε την εμφάνισή της περίπου το 1350 στη Σουηδία, αύξησε τη ποσότητα και βελτίωσε τη ποιότητά του παραγόμενου σιδήρου. Ο 1ος νόμος ευρεσιτεχνίας εφαρμόστηκε 1η φορά στη Βενετία το 1447, προστατεύοντας τα δικαιώματα των εφευρετών στις ανακαλύψεις τους.
Πολιορκία μκρογραφία που δείχνει νέες πολεμικές τεχνικές κι όπλα
15ος αι. Εθνική Βιβλιοθήκη Παρίσι
Το τελευταίο στάδιο της ευρωπαϊκής μεσαιωνικής ιστορίας αντιστοιχεί πολιτισμικά στο Τρετσέντο και στη Πρώιμη Αναγέννηση της ιταλικής τέχνης, παρόλο που η Β. Ευρώπη κι η Ισπανία συνέχισαν να χρησιμοποιούν παραλλαγές του γοτθικού ύφους, ολοένα και πιο περίτεχνου καθώς ο 15ος αι. βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο Διεθνής Γοτθικός Ρυθμός ήταν η επικρατούσα τάση στις ευρωπαϊκές αυλές στις 10ετίες λίγο πριν και λίγο μετά το 1400, παράγοντας αριστουργήματα όπως το εικονογραφημένο χειρόγραφο γνωστό ως Très Riches Heures du Duc de Berry. Σ’ ολάκερη την ήπειρο η κοσμική τέχνη συνέχισε να εξαπλώνεται τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα. Το 15ο αι. η κοινωνική τάξη των εμπόρων της Ιταλίας και της Φλάνδρας ήταν ο βασικός χρηματοδότης πλούσιας παραγωγής έργων, παραγγέλνοντας για παράδειγμα προσωπικά πορτραίτα-ελαιογραφίες, καθώς και πληθώρα πολυτελών αντικειμένων όπως κοσμήματα, κασετίνες από ελεφαντόδοντο, περίτεχνα μπαούλα και πορσελάνινα αγγεία. Παρόλο που οι βασιλείς ήταν ιδιοκτήτες τεράστιων συλλογών από πιατικά και παρόμοια αντικείμενα, ελάχιστα σώζονται σήμερα. Επίσης αναπτύχθηκε ιταλική μεταξουργία, σε τέτοιο βαθμό ώστε οι Εκκλησίες κι οι ευγενείς της Δύσης δεν ήτανε πλέον υποχρεωμένοι να βασίζονται στα είδη εισαγωγής από το βυζαντινό και τον ισλαμικό κόσμο. Στη Γαλλία και τη Φλάνδρα η ύφανση εντυπωσιακών ταπισερί, όπως η Η Λαίδη κι ο Μονόκερως, αποτέλεσαν ουσιαστικά μια προσοδοφόρα βιομηχανία ειδών πολυτελείας.
Βιβλίο του μεσαίωνα προ τυπογραφίας
Οι εκτενείς συνθέσεις γλυπτών στις προσόψεις των πρωτογοτθικών ναών έδωσαν πρωτοκαθεδρία στον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο, καθώς τα ταφικά μνημεία γίνανε περίτεχνα. Άλλα στοιχεία, όπως οι άμβωνες για παράδειγμα, συχνά λαξεύονταν με εντυπωσιακά γλυπτά όπως ο Άμβωνας του Αγίου Ανδρέα της Πιστόια από τον Τζιοβάνι Πιζάνο (πεθ. 1315). Τα ζωγραφισμένα ή σκαλισμένα σε ξύλο έργα για Άγιες Τράπεζες γίνανε σύνηθες φαινόμενο, ιδίως σε ναούς που περιλαμβάνανε πολλά μικρότερα πλευρικά παρεκκλήσια. Η Πρώιμη Ζωγραφική των Κάτω Χωρών, που είχε να επιδείξει μεγάλους καλλιτέχνες όπως ο Γιαν βαν Άικ (πεθ. 1441) κι ο Ροχίρ φαν ντερ Βάιντεν (πεθ. 1464), ανταγωνιζόταν εκείνη της Ιταλίας, όπως και τα εικονογραφημένα χειρόγραφα της Β. Ευρώπης, που κατά το 15ο αι. άρχισαν να συλλέγονται εκτενώς από τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Οι τελευταίες επίσης παρήγγειλαν βιβλία κοσμικής θεματολογίας, ιδίως ιστορικά. Από το 1450 περίπου και μετά τα τυπωμένα βιβλία γίνανε πολύ δημοφιλή αν και δεν ήτανε προσιτά οικονομικά σε όλους. Κυκλοφορήσανε περίπου 30.000 διαφορετικές εκδόσεις αρχέτυπων, βιβλία δηλαδή που τυπώθηκαν στα χρόνια πριν το 1501, ενώ πλέον τα εικονογραφημένα χειρόγραφα ζητούσαν μόνο βασιλείς κι ελάχιστοι άλλοι. Πολύ μικρά έργα χαρακτικής, σχεδόν όλα θρησκευτικού περιεχομένου, μπορούσαν να αγοραστούν ακόμη κι από χωρικούς σε τμήματα της Β. Ευρώπης από τα μέσα του 15ου αι. και μετά. Ακριβώτερα κομμάτια απευθύνονταν στους πιο εύπορους πολίτες, με ποικιλία θεμάτων. Στη Μουσική, η πολυφωνική Νέα Τέχνη (ars nova) που αντιπροσωπεύεται κυρίως από Γάλλους δημιουργούς, όπως οι Φιλίπ ντε Βιτρύ (πεθ. 1361) και Γκιγιώμ ντε Μασώ (πεθ. 1377), αντικατέστησε τη Παλαιά Τέχνη (ars antiqua) που τη χαρακτήριζε το cantus planus.
Τραπεζίτης Με Τη Σύζυγό Του (1539) Πράδο Μαδρίτη
Συμπεράσματα
Μετά τη πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η Γαλατία (Gallia) έγινε μωσαϊκό από βαρβαρικά βασίλεια. Δεν υπάρχει οργανωμένο κράτος. Το 500 μ.Χ. εκχριστιανίστηκε το φραγκικό βασίλειο με επικεφαλής τον Κλοβίς τον Α’, Clovis Ier, (466-511) 1ο χριστιανό βασιλιά των Φράγκων, που η δυναστεία του, Μεροβίγγειοι, βασίλεψε 300 έτη. Κυριάρχησαν πάνω στ’ άλλα βαρβαρικά βασίλεια, αποκαταστήσανε την εδαφική ακεραιότητα της Γαλατίας και δώσανε στη χώρα το νεότερο όνομα France. Στα ελληνικά διατηρήθηκε η παλιά ονομασία Γαλλία από το λατινικό Gallia. Οι διάδοχοι του Κλοβίς όμως εμπλέκονταν διαρκώς σε πολεμικές επιχειρήσεις, οικογενειακούς κι αδελφοκτόνους πολέμους. Η ρωμαϊκή ειρήνη εξαφανίστηκε. Σιγά-σιγά κλείσανε τα σχολεία και ξέχασαν όλοι, εκτός από την Εκκλησία, τη λατινική παιδεία. Ο επίσκοπος Γρηγόριος της Τουρ μας περιγράφει κόσμο φριχτό, που η βιαιότητα αυτών των ημιβάρβαρων δεσποτών ξεσπά πάνω στους γιους τους, στις γυναίκες τους, ακόμη και πάνω στους ιεράρχες. Ωστόσο ο Δαγοβέρτος (Dagobert), 629-639, είναι ακόμη βασιλιάς ισχυρός. Ύστερα από αυτόν οι Μεροβίγγιοι βρίσκονται σε πλήρη παρακμή. Η εποχή αυτή είναι θλιβερή, βάναυση και συγκεχυμένη. Οι Γαλλο-Ρωμαίοι δεν κυβερνώνται πια από διοίκηση με το ρωμαϊκό σύστημα. Η ιδέα του νόμου και της κρατικής δικαιοσύνης έχει εκμηδενισθεί, καθένας επικαλείται τα έθιμα της φυλής του. Αυτό το τρομακτικό κενό θα καλυφθεί αργότερα από την Εκκλησία, τη Φεουδαρχία και τη Μοναρχία.
Το 732, μουσουλμανικός στρατός ξεκίνησε από την Ισπανία και διαμέσου των Πυρηναίων προσπάθησε να καταλάβει τη Γαλλία, χωρίς επιτυχία όμως, γιατί κατατροπώθηκε από τους Φράγκους. Εμβληματική φυσιογνωμία, ήρωας των Γάλλων ο αυλάρχης Κάρολος Μαρτέλος, που στη μάχη του Πουατιέ το 732 εκδίωξε τους Άραβες, σώζοντας την Ευρώπη και τη Χριστιανοσύνη. Η συγκεκριμένη μάχη θεωρείται μεγίστης στρατηγικής σημασίας, γιατί σταμάτησε τη προέλαση των Ισλαμιστών από την Ιβηρική χερσόνησο προς το βορρά βοηθώντας να διατηρηθεί ο Χριστιανισμός ως κύρια θρησκεία στην Ευρώπη σε χρονική περίοδο όπου το Ισλάμ τρυγούσε τα εναπομείναντα εδάφη της πάλαι ποτέ κραταιάς Ρωμ. Αυτοκρατορίας. Οι Μεροβίγγιοι είχαν εγκαταλείψει σταδιακά την εξουσία τους στα χέρια των αυλαρχών, περνώντας στο περιθώριο της ιστορίας με την ονομασία νωθροί βασιλείς (rois fainéants & μαγιορδόμοι, βλ. Παράρτημα στο τέλος του άρθρου).
Ο Κάρολος Μαρτέλος, γόνος μιας ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας, υπήρξε ο ιδρυτής μιας νέας δυναστείας, της δυναστείας των Καρολιδών, που διαδέχθηκε τους Μεροβίγγειους υπό τις εξής συνθήκες: Ο πάπας, απειλούμενος από τους Λογγοβάρδους που ετοιμάζονταν να βαδίσουνε κατά της Ρώμης, ζήτησε βοήθεια από τους Φράγκους, στέφοντας το γιο του Καρόλου Μαρτέλου, Πιπίνο, ελέω Θεού βασιλέα των Φράγκων (754). Η παπική ευλογία προσέδωσε στη φραγκική βασιλεία μεγάλο ηθικό κύρος και με τη στέψη αυτή επικράτησε στην Ευρώπη η αντίληψη της ελέω Θεού βασιλείας. Ο Πιπίνος Α’ ο Βραχύς, ως αντάλλαγμα, εκδίωξε τους Λογγοβάρδους και δώρισε στην Αγία Έδρα τη περιοχή από τη Ραβέννα μέχρι τη Ρώμη, που ‘γινε κι ο πυρήνας του Παπικού Κράτους. Έτσι μες στο χάος του 8ου αι. υπήρχανε 2 δυνάμεις στην Ευρώπη. Ο φραγκικός στρατός του Πεπίνου κι η Παποσύνη. Μπήκε μια κάποια τάξη.
Ο σημαντικότερος βασιλιάς αυτής της δυναστείας ήταν ο Κάρολος ο Μέγας (Καρλομάγνος) 742-814, γιος του Πεπίνου. Την εποχή του Καρλομάγνου (Charlemagne) η ιστορία της Γαλλίας συγχέεται με την ιστορία ολόκληρης της Δυτικής Ευρώπης (εξ ου κι επιμονή μου σε τούτο το χρονικό σημείο Π.Χ.). Ο Καρλομάγνος με συνεχείς πολέμους κατόρθωσε να επεκτείνει το Φραγκικό κράτος κ’ανοντάς το πανίσχυρο στη Δ. Ευρώπη. Τα σύνορα της χώρας είχαν επεκταθεί πολύ και περιλαμβάνανε τμήματα της σημερινής Αυστρίας, Γερμανίας κι Ιταλίας. Τον αποκάλεσαν Πατέρα της Ευρώπης (pater Europae) γιατί ένωσε το μεγαλύτερο μέρος της Δ. Ευρώπης, για 1η φορά μετά τη Ρ. Αυτοκρατορία. Τα Χριστούγεννα του 800 στέφθηκε από τον Πάπα τον ίδιο, αυτοκράτορας της (Νέας) Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Στην πρωτεύουσά του, το Ακυίσγρανον (σημ. Άαχεν, παλιότερα Αιξ-λα-Σαπέλ), ίδρυσε ένα είδος Ακαδημίας, όπου συγκεντρώνονταν συγγραφείς, ποιητές, καλλιτέχνες, θεολόγοι, φιλόσοφοι, αρχιτέκτονες και μουσικοί, προερχόμενοι απ’ όλη την Ευρώπη και συζητούσανε για θέματα εκκλησιαστικά, καλλιτεχνικά κι επιστημονικά. Στο αυτοκρατορικό αυτό Διδακτήριο δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην αντιγραφή βιβλίων και καθιερώθηκε νέο είδος γραφής, πιότερο ευανάγνωστης, η καρολίδεια μικρογράμματη γραφή. Εκεί ανακαλυφθήκανε κείμενα της λατινικής λογοτεχνίας και χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπα στην ποίηση, ενώ η ρωμαϊκή τέχνη επηρέασε αποφασιστικά τους καλλιτέχνες της αυλής του Καρόλου. Εκεί ακόμη διδάσκονταν λατινικά κι ελληνικά, ρητορική, γεωμετρία, γεωγραφία, μουσική κ.ά, ενώ ο αυτοκράτορας διέταξε την ίδρυση σχολείων στην επικράτειά του. Υπαγόρευσε νόμους, τους Κεφαλαιώδεις (Capitulaires) και μετέφρασε τη Βίβλο στα Λατινικά. Η μικρής διάρκειας αυτή πνευματική κίνηση, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην ευρεία αντίληψη και διορατικότητα του Καρλομάγνου, δικαιολογημένα ονομάστηκε Καρολίδεια Αναγέννηση.
Μετά το θάνατο του Καρλομάγνου οι διάδοχοί του διένειμαν την αυτοκρατορία του με τη συνθήκη του Βερντέν (843) σε 3 τμήματα που αντιστοιχούσανε περίπου στη σημερινή Γαλλία, Γερμανία κι Ιταλία. Έτσι η συνθήκη αυτή θεωρήθηκε πως αποτέλεσε την απαρχή της νέας Ευρώπης αλλά και της Γαλλίας, ως αυτόνομου κράτους. Το κράτος που εδαφικά αντιστοιχούσε με τη σημερινή Γαλλία έλαβε ο Κάρολος ο Φαλακρός (823-877). Ο διαμελισμός της αυτοκρατορίας συνεχίστηκε και μετά τη συνθήκη. Νέες εισβολές τρομοκρατούνε την ύπαιθρο. Οι Νορμανδοί (Βίκινγκς) έφταναν μέχρι τις εκβολές του Σηκουάνα και τελικά τους παραχωρήθηκε μια περιοχή στα βόρεια της Γαλλίας, το Δουκάτο της Νορμανδίας.
Το 987 πέθανε κι ο τελευταίος βασιλιάς απ’ τη δυναστεία των Καρολιδών. Στο διάστημα αυτό η Γαλλία είχε αρχίσει να διαλύεται πια σαν κράτος. Απ’ τη παράλυση της μοναρχίας αυτής γεννήθηκε ο φεουδαλισμός. Ο κάθε μεγάλος γαιοκτήμονας έκανε δικό του ανεξάρτητο κρατίδιο, που προσπαθούσε με τους πολέμους να το επεκτείνει σε βάρος των γειτόνων του. Οι πολεμιστές του, περίφημοι ιππότες, άρχισαν ν’ αποτελούν νέα κοινωνική τάξη, που αργότερα θα γινότανε κι η κυρίαρχη τάξη των αριστοκρατών. Παντού πόλεις ξεκληρισμένες, εμπρησμοί, χωράφια παρατημένα. Επειδή δεν υπήρχανε κάτοικοι, τα δάση σκεπάζανε τα ξεχερσωμένα χωράφια. Τα αγρίμια απειλούσανε τα χωριά. Η αναρχία που κυριαρχούσε, ώθησε τους ανίσχυρους να μπουν υπό την προστασία των ισχυρών. Το σύστημα, παρ’ όλα τα αρνητικά του, γίνεται δεκτό από το λαό επειδή αντιπροσωπεύει πρόοδο από τη κατάσταση της αναρχίας. Έτσι εγκαταστάθηκε σταδιακά το φεουδαρχικό σύστημα στη Δύση. Ο φεουδάρχης έχτιζε οχυρωμένο κάστρο στη κορφή ενός λόφου. Τα χωριά μαζεύονταν κάτω από το κάστρο και σε περίπτωση κινδύνου οι κάτοικοι κατέφευγαν πίσω από τα χοντρά τείχη. Ο φεουδάρχης απέκτησε δικαιώματα που άλλοτε ανήκανε στο κράτος: απονομή δικαιοσύνης, φορολογία, γεώμορα, δικαιώματα πάνω στις αγοραπωλησίες και τα μονοπώλια και πολλά άλλα προνόμια. Πολλά φρούρια και κάστρα του Μεσαίωνα έχουν διατηρηθεί ως σήμερα.
Η φεουδαρχία εξασθένισε ιδιαίτερα το βασίλειο της Γαλλίας, όταν τον βασιλιά Κάρολο το Φαλακρό (843-877), που είχε υποχρεωθεί να παραχωρήσει στους μεγάλους φεουδάρχες κληρονομικό δικαίωμα των κτήσεών τους – οι οποίες αρχικά τους είχαν παραχωρηθεί μόνο εν όσω ζούσαν- διαδέχθηκαν ηγεμόνες χωρίς δύναμη και ανίκανοι να περιορίσουν τις αξιώσεις των φεουδαρχών και να αποκρούσουν τις βαρβαρικές επιδρομές. Όλο το 10ο αι. η ιστορία της Γαλλίας είναι η ιστορία των πολέμων ανάμεσα στους βασιλείς και τους φεουδάρχες που κατόρθωσαν να γίνουνε τόσο δυνατοί ώστε να επιβάλλουνε 3 φορές στο θρόνο έναν από τους δικούς τους. Το 987 στέφεται βασιλιάς ο Ούγκο Καπέτος (Hugues Capet) (987-996) κι έτσι αρχίζει η δυναστεία των Καπέτων. Έκανε μόνιμη πρωτεύουσα το Παρίσι, η κατάσταση όμως ήτο δύσκολη κι η εξουσία του ουσιαστικά σκιώδης μιας και λίγο έξω απ’ το Παρίσι κυβερνούσαν οι φεουδάρχες. Η Γαλλία είχε γίνει σύμπλεγμα από φεουδαλικά κύτταρα, που το καθένα είχε για πυρήνα ένα κάστρο. Η δυναστεία αυτή όμως υποστήριξε αλλά κι υποστηρίχτηκε από την εμπορική και την αστική τάξη των πόλεων, με αποτέλεσμα την ισχυροποίηση της μοναρχίας και την αρχή της παρακμής του φεουδαρχικού συστήματος. Ο Ούγος Καπέτος είναι ο 1ος Φράγκος βασιλιάς που δε μιλούσε γερμανικό ιδίωμα αλλά “le roman”, που αργότερα θα γίνει “le francien” κι έπειτα “le français”. 3 σημαντικά γεγονότα κυριαρχούν στον 11ο αιώνα:
1. Η κατάκτηση της Αγγλίας από τους Νορμανδούς. Οι άνθρωποι του Βορρά που είχαν εγκατασταθεί στο δουκάτο της Νορμανδίας, είχαν εμποτιστεί από το λατινικό πνεύμα ταχύτατα. Διοικούσανε σοφά, διαχειρίζονταν σωστά τα οικονομικά τους, έχτιζαν ωραίες εκκλησίες και προσκαλούσαν σοφούς στα μοναστήρια τους για την ανάπτυξη των γραμμάτων. Το 1066 ο Γουλιέλμος ο Νόθος, που αργότερα ονομάσθηκε ο Κατακτητής, κατέλαβε την Αγγλία (η κατοχή διήρκεσε περίπου 3 αι.) κι ανακηρύχθηκε βασιλέας της Αγγλίας, παραμένοντας συγχρόνως και δούκας της Νορμανδίας. Από τότε κι έπειτα, ήτανε διαρκής απειλή για τη Γαλλία.
2. Οι Σταυροφορίες. Λίγο αργότερα, το 1095, αρχίζουν οι σταυροφορίες. Ξεκίνησαν ως η ιδέα μίας ιερής εκστρατείας από μέρους των Δυτικών (Καθολικών) Χριστιανών, με σκοπό την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων (Παλαιστίνη, Ιερουσαλήμ) από τους μουσουλμάνους. Θα διαρκέσουν έως τον 13ο αι., και θα εξαντλήσουν οικονομικά τους άρχοντες.
3. Η ανάπτυξη των πόλεων. Νέες οχυρωμένες πόλεις δημιουργήθηκαν και οι κάτοικοι αυτών των άστεων (bourgs) ονομάζονταν αστοί (bourgois).Αναπτύχθηκε το εμπόριο, δημιουργήθηκαν οι πρώτες συντεχνίες. Οι πόλεις αποκτούν κανονισμούς, διορίζονται άρχοντες. Προσπαθούν να επιτύχουν ένα καταστατικό χάρτη, ελευθερίες, προνόμια. Ο βασιλιάς ευνοεί αυτή την κίνηση επειδή οι αγορές είναι γι αυτόν μια νέα πηγή εσόδων, συνεργάζεται δηλαδή με τη νέα αστική τάξη, εις βάρος του καθεστώτος της φεουδαρχίας. Πολλές μεσαιωνικές πόλεις στέκουν ανέγγιχτες στο χρόνο, μια από αυτές είναι η Carcassonne, στο νότο της Γαλλίας, ωραίο παράδειγμα της ευημερίας και της άνθησης του εμπορίου του Μεσαίωνα.
Παρά τις Σταυροφορίες, που στοιχίζανε πανάκριβα, τον πόλεμο κατά των φεουδαρχών καθώς και τον πόλεμο εναντίον των Άγγλων που προσπαθούσαν να καταλάβουν γαλλικές περιοχές, ο Φίλιππος ο Β, ο επονομαζόμενος Αύγουστος επειδή αύξησε εδαφικά τη Γαλλία (1180 – 1223), καθώς κι οι διάδοχοί του Λουδοβίκος ο 9ος (Louis IX -ο άγιος Λουδοβίκος 1226-1270) και ο Φίλιππος ο Ωραίος, (Philippe le Bel, 1285-1314) μεταμόρφωσαν τη Γαλλία δημιουργώντας διοικητικές δομές. Η βασιλική πολιτική ήταν η ανασύσταση της ρωμαϊκής έννοιας περί κράτους. Ανασυγκροτήθηκε η κεντρική εξουσία. Τοποθετήθηκαν επαρχιακοί διοικητές, που 3 φορές το χρόνο έπρεπε να ‘ρχονται στο Παρίσι για να εκθέτουνε τις υποθέσεις της περιφέρειάς τους και να λογοδοτούν. Όλ’ αυτά δώσανε δυνατό χτύπημα στη φεουδαρχία. Οι Καπέτοι είχανε συνδέσει τόσο στενά το Στέμμα με το εθνικό συμφέρον που κανείς δεν αμφισβητούσε την εξουσία τους. Αυτή την εποχή της ανάπτυξης αρχίζουν να κατασκευάζονται ο καθεδρικός ναός της Παναγίας των Παρισίων το 1163, αλλά κι οι ναοί άλλων πόλεων, όπως της Chartres το 1145, Reims το 1211, Amiens το 1220 και Strasbourg to 1176. Το 1190 ο Φίλιππος Αύγουστος κατασκεύασε το Λούβρο, ένα μεγάλο οχυρό, που αργότερα οι διάδοχοί του θα μετατρέψουνε σταδιακά σε πολυτελή βασιλική κατοικία κι αργότερα θα μετατραπεί σε μουσείο.
Ο 13ος αι. που βασίλεψε ο Λουδοβίκος Θ’ ονομάστηκε «Χρυσός αιώνας του Αγίου Λουδοβίκου». Ο Λουδοβίκος ήταν ο σημαντικότερος Ευρωπαίος ηγεμόνας του 13ου αι., με το πιο ισχυρό κι εύρωστο βασίλειο και τον ισχυρότερο στρατό. Ήτανε προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών. Η τεράστια φήμη που ‘χε αποκτήσει σαν βασιλιάς στηριζότανε πιότερο στη μόρφωση και στο χαρακτήρα του, στον στρατιωτικό τομέα αντίθετα δεν στάθηκε τόσο ικανός με αποτέλεσμα να ηττηθεί σε 2 Σταυροφορίες. Στήριξε την ίδρυση του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, ιδρύθηκε το 1257 από τον Ρομπέρ ντε Σορμπόν, το κορυφαίο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο μέχρι τις μέρες μας. Ο Λουδοβίκος ήταν ο 1ος Γάλλος βασιλιάς που οργάνωσε στην αυλή του ειδικό δικαστικό σώμα, ειδικό οικονομικό σώμα και το ελεγκτικό συμβούλιο. Η γεωργία της χώρας σημείωσε μεγάλη ανάπτυξη, άκμασε το εξωτερικό εμπόριο και στις συντεχνίες των πόλεων παράγονταν εξαιρετικής ποιότητας προϊόντα. Μεγάλη άνθηση παρουσιάσανε τα γαλλικά πανεπιστήμια, που αποτελέσανε τα σπουδαιότερα πνευματικά κέντρα της Ευρώπης.
Λόγω του υποδειγματικού τρόπου ζωής του ενσάρκωνε στο πρόσωπό του ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο, οι υπόλοιποι βασιλιάδες τονε χρησιμοποιούσανε σα δικαστή για να λύσουνε τις διαφορές τους. Ενσάρκωνε τη προσωποποίηση του χριστιανισμού και της χριστιανικής θρησκείας γι’ αυτό οι προσπάθειες του να αγιοποιηθεί ξεκίνησαν από την εποχή που ζούσε.
Κατά τα τέλη των μεσαιωνικών χρόνων άρχισε μία σοβαρή φιλονικία ανάμεσα στο βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Δ’ τον Ωραίο (1285-1314) και την Εκκλησία. Ο Φίλιππος χρειαζότανε χρήματα προκειμένου να καλύψει τα πολεμικά του έξοδα. Στράφηκε πρώτα ενάντια στους Εβραίους, που τους εξόρισε (1306) και δήμευσε τις τεράστιες περιουσίες τους. Όταν στράφηκε και κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας κι αποφάσισε αυθαίρετα να υψώσει πιότερο τις τιμές στον ετήσιο φόρο των εκκλησιαστικών κτημάτων, ξέσπασε μεγάλη δυσαρέσκεια στους κόλπους της Καθολικής εκκλησίας και του Πάπα. Κατακρίθηκε λοιπόν για το σπάταλο τρόπο ζωής του και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Πάπα.
Με τις ραδιουργίες του τελικά κατάφερε να ανεβάσει στον παπικό θρόνο Πάπα της αρεσκείας του, τον αρχιεπίσκοπο του Μπορντώ που εξελέγη με το όνομα Κλήμης Ε’. Μετέφερε τη παπική έδρα στην Αβινιόν στη Ν. Γαλλία, δημιουργώντας ρήγμα στη Καθολική Εκκλησία, που κράτησε 68 χρόνια (1309-1377), με την ύπαρξη 2 Παπών, ένα στη Ρώμη κι ένα στην Αβινιόν. Στα 70 επόμενα χρόνια οι πάπες γίνανε τυφλά όργανα των Γάλλων βασιλέων. Η έδρα του παπισμού μεταφέρθηκε και πάλι πίσω στη Ρώμη το 1378.
Η αιχμαλωσία της Αβινιόν ήταν μια από τις μεγαλύτερες ταπεινώσεις που υπέστη ποτέ η κεφαλή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Εξαιτίας της το ηθικό κύρος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας τραυματίστηκε ανεπανόρθωτα. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και φαινόμενα διαφθοράς στους κόλπους της ιεραρχίας (φιλαργυρία, εξαγορά αξιωμάτων, ευνοιοκρατία).`Ετσι, τέλη Μεσαίωνα, άρχισε να διατυπώνεται το αίτημα για θρησκευτική μεταρρύθμιση.
Φίλιππος ο Ωραίος
Σ’ αυτούς τους διαπληκτισμούς μεταξύ Γαλλίας και Ρώμης το θλιβερώτερο γεγονός υπήρξεν η δίκη των Ναϊτών Ιπποτών. Οι Ναΐτες, το τάγμα των οποίων είχε ιδρυθεί επί Σταυροφοριών για τη προστασία των Αγίων Τόπων, είχαν αποκτήσει μεγάλη περιουσία στη Γαλλία. Για να σφετερισθεί λοιπόν ο Φίλιππος ο Ωραίος τον πλούτο τους τους εξόντωσε καταδικάζοντάς τους στη πυρά. Ο μέγας Μάγιστρος, ο Ιάκωβος ντε Μολαί, πριν πεθάνει καταράστηκε το βασιλιά και τον Πάπα να πεθάνουνε τον ίδιο χρόνο. Ήταν η 11η Μαρτίου 1314 κι ο Πάπας Κλήμης Ε’ πέθανε ένα μήνα μετά, ο δε βασιλιάς στις 29 Νοεμβρίου 1314, στη διάρκεια ενός κυνηγιού, κατασπαράχτηκε από έναν αγριόχοιρο.
Στη διακυβέρνηση των Βαλουά και σε όλο τον 14ο και μισό 15ο αι. η χώρα σπαράσσεται από τον 100ετή πόλεμο με τους Άγγλους. Αμέσως μετά καταπιάστηκαν με πόλεμο στην Ιταλία. Εκεί ήρθανε σε 1η επαφή με τη τέχνη της Αναγέννησης, μαγευτήκανε και τη φερανε στη χώρα τους. Με τις διαδοχικές τους προσπάθειες, οι Βαλουά βοηθήσανε στη στερέωση της μοναρχίας και στη δημιουργία σύγχρονης Γαλλίας.
Οι 3 γιοί του Φιλίππου σκοτωθήκανε στους πολέμους κι έτσι δημιουργήθηκε θέμα διαδοχής. Βασιλιάς ανακηρύχθηκε από τις Γενικές Τάξεις ο Φίλιππος του Βαλουά (1328-1350). Μ’ αυτόν αρχίζει νέα δυναστεία, η δυναστεία των Βαλουά, που βασίλεψε από το 1328 έως το 1589. Όμως ο βασιλιάς της Αγγλίας πρόβαλε απαιτήσεις πάνω στο γαλλικό θρόνο, λόγω της γαλλικής καταγωγής του. Αυτό το γεγονός αποτέλεσε την αρχή εχθροπραξιών ανάμεσα στις 2 χώρες, που κρατήσανε πάνω από έναν αιώνα. Ο πόλεμος αυτός έμεινε γνωστός στην ιστορία ως 100ετής πόλεμος και κατά τη διάρκεια του οι Άγγλοι κερδίσανε πολλές μάχες. Η Γαλλία έχασε σημαντικά εδάφη κι υπέστη σοβαρή οικονομική κρίση, που επιδεινώθηκε από το Μαύρο Θάνατο, την επιδημία πανώλης (από το 1347 έως το 1350 και που επανεμφανίζονταν κατά περιοδικά διαστήματα στα επόμενα 100 χρόνια αποδεκατίζοντας τον πληθυσμό) που έπληξε κείνη την εποχή την Ευρώπη.
Το Κάψιμο Του Μεγάλου Μάγιστρου των Ναϊτών, Μολαί
Οι Άγγλοι όμως δεν επέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό, τη κατάληψη του γαλλικού θρόνου. Στη περίοδο 1420-30 μία νεαρή χωριατοπούλα, η Jeanne d’ Arc, εμφανίστηκε στη γαλλική αυλή, λέγοντας πως πήρε από το Θεό τη διαταγή να μπει επικεφαλής του γαλλικού στρατού και να στεφτεί ο Κάρολος, ο νόμιμος κληρονόμος του θρόνου, στη Ρενς. Η Ζαν ντ’ Αρκ ανέλαβε πράγματι την ηγεσία του στρατού, με αποτέλεσμα να εμψυχωθούν οι Γάλλοι και να διώξουνε τους Άγγλους εισβολείς. Η ίδια όμως προδόθηκε και βρήκε τραγικό θάνατο. Ο Κάρολος στέφτηκε βασιλιάς ως Κάρολος Ζ΄. Οι Γάλλοι ως το 1450 πετύχανε την επανάκτηση του μεγαλύτερου μέρους της χώρας και το τέλος του πολέμου βρήκε ισχυροποιημένο το γαλλικό θρόνο και τη χώρα ενωμένη.
Από την αρχή της ιστορίας της, η Γαλλία πέρασε από διάφορες καταστάσεις. Είχε αποτελέσει μέρος της Ρωμ. Αυτοκρατορίας. Μετά τη πτώση της τεμαχίστηκε από τους εισβολείς σε βαρβαρικά βασίλεια. Δημιούργησε η ίδια μια Αυτοκρατορία, του Καρλομάγνου. Διαιρέθηκε, μετά το διαμελισμό αυτής της αυτοκρατορίας, σε πολλά φέουδα. Έπειτα, ένας από τους φεουδάρχες-αυθέντες, ο βασιλιάς, συγκόλλησε ένα προς ένα τα κομμάτια της επικράτειας. Το 15ο αι., στο τέλος του Μεσαίωνα, η εθνική ενότητα της Γαλλίας έχει συντελεστεί γύρω σε ένα μονάρχη. Ένας νέος τύπος ζωής είχε δημιουργηθεί. Ο πολιτισμός αυτός χρωστούσε πολλά στους αρχαίους πολιτισμούς, στο χριστιανικό πολιτισμό, ακόμη και σε ορισμένους βαρβαρικούς λαούς. Αλλά από τα ετερόκλητα αυτά στοιχεία, η Γαλλία είχε δημιουργήσει ένα δικό της πρωτότυπο πολιτισμό. Οι καθεδρικοί ναοί, τα επικά ποιήματα, ο ιπποτισμός, η αβρότητα των τρόπων, είναι καινούργιες και θαυμάσιες επινοήσεις που αποτελέσανε τα θεμέλια του σύγχρονου κράτους και του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η οικονομική ανάπτυξη που άρχισε στη δυτική Ευρώπη τον 11ο αιώνα σταμάτησε στις αρχές του 13ου αι.. Ο πληθυσμός έχει αυξηθεί πολύ κι η γη δεν είναι αρκετή για να τονε θρέψει. Δεν έχουμε νέα εδάφη για καλλιέργεια γιατί δε γίνονται πια εκχερσώσεις και, όταν γίνονται, περιορίζουνε τη κτηνοτροφία. Τα κτήματα μοιράζονται σε πολλούς καλλιεργητές κι έτσι λιγοστεύει η γη που έχει μια αγροτική οικογένεια. Οι άνθρωποι παντρεύονται σε πιο μεγάλη ηλικία κι επειδή δε χρειάζονται πια πολλά εργατικά χέρια, δεν κάνουνε πολλά παιδιά. Το στάρι είναι λίγο κι η τιμή του ψωμιού ανεβαίνει. Στη συνέχεια, όταν δεν υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι για να το αγοράσουν, η τιμή του πέφτει πάρα πολύ. Πολλοί άνθρωποι δεν τρέφονται κανονικά, ο οργανισμός τους αδυνατίζει κι έτσι αρρωσταίνουνε πιο εύκολα. Στις πόλεις, οι αστικές κοινότητες οργανώνονται για να αποθηκεύσουν το στάρι. Σ’ αυτές τις συνθήκες, στα μέσα του 14ου αι. ξεσπά μεγάλη επιδημία πανούκλας που ονομάστηκε Μαύρος Θάνατος.
Το 1347 έφτασε στη Μεσόγειο γενοβέζικο καράβι από τη Μαύρη Θάλασσα. Το μικρόβιο της πανούκλας το έφεραν μάλλον οι ψύλλοι που υπήρχανε στους αρουραίους του καραβιού. Μετά πέρασε στους ανθρώπους και διαδόθηκε με την ανθρώπινη επαφή. Μεταδόθηκε πολύ γρήγορα σ’ όλη σχεδόν τη Δ. Ευρώπη. Μέσα σε λίγα χρόνια χάθηκε το 1/3 από τον πληθυσμό της. Ο θάνατος χτυπά πλούσιους και φτωχούς. Ο μόνος τρόπος για να σωθεί κάποιος ήταν να φύγει και να ζήσει μακριά από τους άλλους. Ο πληθυσμός μειώνεται σημαντικά, γεγονός που ‘χε σοβαρές κοινωνικές συνέπειες:
α). Ολόκληρα χωριά ερημώνουν
β). Η γη εγκαταλείπεται και παράγονται λιγότερα αγροτικά προϊόντα
γ). Μειώνεται η ζήτηση για αγροτικά προϊόντα κι οι τιμές τους πέφτουν
δ). Μειώνονται τα βιοτεχνικά προϊόντα και το εμπόριο
ε). Πέφτει το ηθικό των πληθυσμών και στροφή προς τα ιερά
Τη πείνα και τις επιδημίες ακολούθησαν και πόλεμοι, που κρατήσανε πολλά χρόνια κι άφησαν πίσω τους ερείπια. Ο 100ετής Πόλεμος (1337-1453) ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία ερήμωσε τη γαλλική ύπαιθρο. Το 14ο αι. ξεσπάνε λαϊκές εξεγέρσεις στην ύπαιθρο και στις πόλεις σ’ όλη τη Δ. Ευρώπη. Οι μεγάλες καταστροφές επηρεάσανε τις ιδέες των ανθρώπων. Οι καλλιτέχνες την εποχή αυτή δείχνουν με τα έργα τους το απαισιόδοξο κλίμα της εποχής. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Θεός έστειλε τη πανούκλα για να τιμωρήσει τους αμαρτωλούς. Κάποιοι νομίζουν ότι θα σωθούν με ευλαβικές πράξεις. Άλλοι δεν είναι σίγουροι πια πως η πίστη τους μπορεί να τους σώσει. Σε ορισμένες περιοχές διαδόθηκε η φήμη ότι για την επιδημία έφταιγαν οι Εβραίοι και τότε αν κι ο πάπας ήταν αντίθετος, οργανώσανε σφαγές εναντίον τους. Στην ύπαιθρο, εξ αιτίας της κρίσης, τα εργατικά χέρια μειώνονται. Οι γαιοκτήμονες βλέπουνε τη παραγωγή και τα έσοδά τους να λιγοστεύουν. Αντιδρούν με 2 τρόπους: ζητούν από τους αγρότες στη χωροδεσποτεία τους πιο μεγάλο νοίκι για τη γη και τους βάζουνε κι άλλους φόρους. Φόρους όμως ζητούσαν και οι βασιλιάδες. Τότε, όσοι από τους αγρότες ήτανε σε καλλίτερη οικονομική κατάσταση ξεσηκώθηκαν ενάντια στους χωροδεσπότες και στους βασιλιάδες. Σε πολλές περιοχές οι γαιοκτήμονες ήταν πολύ σκληροί. Αυτό οδήγησε σε μεγάλες αγροτικές εξεγέρσεις.
Λουδοβίκος ΙΧ
Από το τέλος του 14ου αι. εξεγέρσεις ξεσπάνε και σε αρκετές πόλεις, στη Γαλλία, στην ιταλική χερσόνησο, στη Φλάνδρα. Οι έμποροι χάνουν μεγάλο μέρος από τα κέρδη τους. Οι εργάτες στις βιοτεχνίες αντιμετωπίζουνε τη φτώχεια, την ανεργία και τους φόρους που ζητούν οι βασιλιάδες. Αλλού (όπως στο Παρίσι) ξεσηκώνονται ενάντια σ’ αυτούς που μαζεύουνε τους φόρους κι αλλού (όπως στη Φλωρεντία) τα κατώτερα μέλη από τις συντεχνίες συγκρούονται με τους πλούσιους αστούς που κυβερνάνε τη πόλη. Οι εξεγέρσεις που γίνονται στα τέλη του Μεσαίωνα φανερώνουνε και κάτι άλλο: αντίθετα με παλιότερα, αρκετοί άνθρωποι τώρα, πιστεύουν ότι η κοινωνική θέση που γεννήθηκαν μπορεί να αλλάξει.
Στο 2ο μισό του 15ου αι. η Δ. Ευρώπη αρχίζει να ξεπερνά τη κρίση. Σιγά-σιγά οι ασθένειες υποχωρούν, οι πόλεμοι μειώνονται και, σε σχέση με τη προηγούμενη περίοδο, υπάρχει ειρήνη. Έτσι ο πληθυσμός αυξάνεται πάλι κι αναπτύσσονται η γεωργία, η κτηνοτροφία κι η βιοτεχνία. Στους χερσαίους και θαλάσσιους δρόμους υπάρχει ασφάλεια. Αρχίζει να επιστρέφει το χαμόγελο ξανά. Αυτό βοηθά το εμπόριο ν’ αναπτυχθεί. Παράλληλα δυναμώνει η βασιλική εξουσία σε σχέση με παλιότερα. Μαζί με την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη εμφανίζεται νέος θεσμός: το κράτος.
Πηγές της εποχής μας πληροφορούν ότι πολλοί αγρότες επιστρέφουνε στα χωριά τους που τα είχαν αφήσει. Αρχίζουν να καλλιεργούν ξανά τα χωράφια, και αναπτύσσεται κι η κτηνοτροφία. Όμως τα πράγματα είναι πια διαφορετικά. Παρ’ όλο που ο πληθυσμός αυξάνεται, τα εργατικά χέρια είναι ακόμη λίγα. Έτσι, οι χωροδεσπότες, για να καλλιεργήσουνε τη γη τους, αναγκάζονται να δώσουνε στους αγρότες πιότερα προνόμια. Μετά τη κρίση και τις εξεγέρσεις, η κατάσταση σε πολλές περιοχές στη δυτική Ευρώπη γίνεται καλλίτερη για τους αγρότες. Συνεχίζουν να πληρώνουν φόρους στο χωροδεσπότη, αλλά αυτοί που βρίσκονται σε καλλίτερη οικονομική κατάσταση αποκτούνε πιο πολλά δικαιώματα στη γη που καλλιεργούν. Η δουλοπαροικία, δηλαδή η εξουσία που έχουν οι χωροδεσπότες στους αγρότες, αδυνατίζει.
Βάση για τη διατροφή συνεχίζουν να είναι τα δημητριακά. Επειδή όμως όσο κράτησε η κρίση η τιμή του σιταριού έπεφτε, οι αγρότες τώρα αρχίζουν να καλλιεργούνε κι άλλα είδη: φρούτα, περισσότερα αμπέλια για κρασί, φυτά για την υφαντουργία (π.χ. λινάρι, βαμβάκι). Επίσης αυξάνεται η κτηνοτροφία κι οι άνθρωποι καταναλώνουνε πιο πολύ κρέας. Όταν τελειώνουν οι πόλεμοι, η βιοτεχνία και το εμπόριο ακμάζουν. Όμως κι εδώ έχουμε αλλαγές σε σχέση με παλιότερα. Όσο κράτησε η κρίση, πολλοί έμποροι, για να μεταφέρουν με ασφάλεια εμπορεύματα και χρήματα, άρχισαν να ψάχνουν νέους δρόμους και νέους τρόπους. Πολλές πόλεις πάνω στους παλιούς εμπορικούς δρόμους παρακμάζουν, ενώ αρχίζουν να ακμάζουν άλλες, που βρίσκονται σε καινούριους εμπορικούς δρόμους. Οι βιοτέχνες, όταν δε βρίσκουνε τις Α’ ύλες που χρειάζονται για τα βιοτεχνικά προϊόντα, κατασκευάζουν νέα είδη. Παράλληλα υπάρχουν νέες ανάγκες. Π.χ. οι πόλεμοι με τα πυροβόλα όπλα φέρνουν ανάπτυξη στη μεταλλουργία: εκτός από εξαρτήματα για τα πυροβόλα όπλα, κατασκευάζονται κι άλλα αντικείμενα (όπως καμπάνες, χάλκινα έργα τέχνης). Πολλοί άνθρωποι αλλάζουνε τον τρόπο που ζούνε: αυτό φαίνεται στο ντύσιμό τους, στο φαγητό τους και στη διακόσμηση στα σπίτια τους.
Οι αλλαγές αυτές είναι πιο φανερές στους πλούσιους αστούς. Όταν τελειώνουν οι πόλεμοι οι δρόμοι γίνονται ξανά ασφαλείς. Το εμπόριο αναπτύσσεται και πάλι. Δίπλα στους εμπόρους από την Ιταλική χερσόνησο και τη Φλάνδρα έχουμε και νέους, όπως είναι, π.χ., οι έμποροι της Χάνσα, που ελέγχουνε το εμπόριο στη Βόρεια και στη Βαλτική Θάλασσα. Επωδός: Το 14ο αι. στη Δ. Ευρώπη οι βασιλιάδες καταφέρνουν να βγουν από τη κρίση πιο δυνατοί:
-Στην Αγγλία, που νικήθηκε από τη Γαλλία στον 100αετή Πόλεμο, ξεσπά ένας δυναστικός πόλεμος, που ονομάστηκε πόλεμος των δύο Ρόδων (1455-1485). Παρ’όλ’αυτά το κράτος επεκτείνεται κι οργανώνεται.
-Στη Γαλλία ο βασιλιάς βγαίνει πιο ισχυρός από τον 100ετή Πόλεμο με την Αγγλία. Έτσι, μπορεί ν’ αντιμετωπίσει το κοινοβούλιο και τους αριστοκράτες, που ζητούν αξιώματα και προνόμια.
-Στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, που αποτελείται από πολλές μικρές ηγεμονίες, ο αυτοκράτορας δεν έχει πραγματική δύναμη απέναντι στους τοπικούς ηγεμόνες και στις πόλεις.
-Στην Ιβηρική χερσόνησο, το 1492, ο βασιλιάς Φερδινάνδος της Αραγώνας κι η βασίλισσα Ισαβέλλα της Καστίλλης ενώνουνε τα βασίλειά τους, κατακτούνε το μουσουλμανικό κράτος της Γρανάδα και διώχνουνε τους Εβραίους και τους μουσουλμάνους που αρνούνται να γίνουνε χριστιανοί. Όπως είπαμε, πολλοί Εβραίοι πήγανε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
-Στην Ιταλική χερσόνησο υπάρχουνε πολλά κράτη: το Παπικό Κράτος, το Βασίλειο της Νάπολι, η Δημοκρατία της Βενετίας κι οι εμπορικές πόλεις-κράτη. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν η Φλωρεντία κι η Γένοβα.
-Παρά τις διαφορές που έχουν μεταξύ τους, Γαλλία, Αγγλία κι Ισπανία την εποχή αυτή είναι κράτη με ισχυρή κεντρική εξουσία κι οι βασιλιάδες τους ελέγχουν ακόμη και την Εκκλησία στη χώρα τους. Η δύναμή τους στηρίζεται στη διοίκηση, στο δικαστικό μηχανισμό, στη φορολογία και στο στρατό.
-Αριστοκράτες, αστοί, νομικοί και πλούσιοι έμποροι, υπηρετούνε στη κρατική διοίκηση και στη δικαιοσύνη στο όνομα του βασιλιά: επιβάλλουνε τη τάξη για χάρη του, δικάζουνε στ’ όνομά του, μαζεύουνε τους φόρους γι’ αυτόν. Φόρους τώρα πληρώνουν σχεδόν όλοι κι η φορολογία γίνεται ένα σημαντικό κομμάτι από τα κρατικά έσοδα (πέρα από τα έσοδα που έχει ο βασιλιάς από τα κτήματά του).
-Αλλαγές γίνονται και στο στρατό: αντί για τα φεουδαρχικά στρατεύματα, τώρα υπάρχουν μόνιμοι στρατιώτες, που πληρώνονται για να πολεμούν. Άλλωστε ο πόλεμος γίνεται πια με νέα όπλα: κανόνια και πολιορκητικές μηχανές.
Η κρίση που πέρασε η δυτική Ευρώπη το 13ο και το 14ο αι. είχε συνέπειες και για τη Καθολική Εκκλησία: οι άνθρωποι αρχίζουν να αμφισβητούν τη κοσμική και τη θρησκευτική εξουσία που είχαν οι πάπες. Όσο κράτησε η κρίση, πολλοί κληρικοί αφήσανε τις θέσεις τους, παραμέλησανε τα καθήκοντά τους κι άρχισαν να ζουν με τρόπο που δεν ταίριαζε για κληρικούς. Συνάμα, αρκετοί πιστοί άρχισαν να μην εμπιστεύονται τον κλήρο, να χάνουνε το στήριγμά τους σε μια εποχή πάρα πολύ δύσκολη, που κυριαρχούσαν οι επιδημίες κι ο φόβος για το θάνατο. Έτσι, σταματούν να σέβονται τους επισκόπους, τους κληρικούς γενικά, ακόμη και τους μοναχούς. Τους κατηγορούν ότι δε φροντίζουνε τους πιστούς τους όπως πρέπει κι ότι το μόνο που τους νοιάζει είναι να μαζεύουνε πλούτη κι εξουσίες.
Αλλά αυτά τα προβλήματα δεν ήταν τα μόνα. Ο πάπας αλλάζει έδρα κι από τη Ρώμη, πάει στην Αβινιόν. Τη περίοδο από το 1307 μέχρι το 1377 που οι πάπες έχουν έδρα την Αβινιόν κι όχι τη Ρώμη οι ιστορικοί την ονομάζουν Αιχμαλωσία της Αβινιόν. Tο διάστημα αυτό οι πάπες κάνανε πολυέξοδους πολέμους και προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουνε τα οικονομικά τους προβλήματα βάζοντας πολλούς φόρους ή πουλώντας εκκλησιαστικά αξιώματα. Όταν η Ρώμη έγινε πάλι έδρα του πάπα, δημιουργήθηκαν νέα προβλήματα. Για 40 χρόνια (1378-1417) υπήρχανε 2 πάπες, που ήταν αντίπαλοι μεταξύ τους: ο ένας είχε έδρα τη Ρώμη κι ο άλλος την Αβινιόν. Κάποιοι ηγεμόνες στη δυτική Ευρώπη υποστήριξαν τον έναν πάπα και κάποιοι τον άλλο, με πολιτικά κριτήρια. Αυτό ήταν το Μεγάλο Σχίσμα που απείλησε σοβαρά τη θρησκευτική ενότητα στη Δ. Ευρώπη. Όταν τέλειωσε, η Καθολική Εκκλησία κι ο πάπας χάσανε μεγάλο μέρος από τη δύναμη και την εξουσία που είχαν. Επίσης, δημιουργήθηκαν θρησκευτικές κινήσεις που κάνανε κριτική στον κλήρο και ζητούσαν μεταρρυθμίσεις. Η Καθολική Εκκλησία θεωρούσε τις κινήσεις αυτές αιρετικές και τις καταδίκαζε. Μες απ’ αυτή τη κρίση στην Εκκλησία εμφανίζεται ο ουμανισμός (βλ. Παράρτημα).
Την εποχή αυτή, χριστιανοί λόγιοι που ονομάζονται ουμανιστές μελετούν με κριτικό τρόπο αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα, καθώς και την αρχαία τέχνη. Πιστεύουν ότι τα κείμενα αυτά είναι θεμέλια (η βάση δηλαδή) για την εκπαίδευση. Σ’ αυτά ψάχνουν απαντήσεις για τον κόσμο, για τη φύση, για το πώς θα κάνουνε καλλίτερο τον άνθρωπο. Σε πολλές μελέτες τους αμφιβάλλουνε για κάποιες ιδέες που τις δέχονταν όλοι μέχρι τότε. Οι λόγιοι αυτοί είναι πιστοί καθολικοί. Δε μελετούν όμως τον κόσμο και τον άνθρωπο μες από τη θρησκεία (όπως κάναν οι λόγιοι τον 11ο και το 12ο αι.), αλλά βασίζονται πιότερο στη λογική. Γι’ αυτό μελετάνε την Αγία Γραφή όπως γράφτηκε και τη μεταφράζουνε στις γλώσσες τους.
Στα μέσα του 15ου αι. στη γερμανική πόλη Μάιντς (Μαγεντία) ο Ιωάννης Γκούτεμπεργκ (Γουτεμβέργιος) τελειοποίησε τη τυπογραφία. Χρησιμοποίησε μεταλλικές πλάκες και κινητά στοιχεία (γράμματα, κόμματα, τελείες κτλ.) από μολύβι. Τα στοιχεία αυτά τα βάζαν το ένα δίπλα στο άλλο για να φτιάξουνε λέξεις και φράσεις. Έπειτα, τα περνούσαν με μελάνι και με τη πρέσα, τα στοιχεία άφηναν το ίχνος τους στο χαρτί. Έτσι μπορούσαν να παράγουνε πολλά κείμενα και βιβλία που παλιότερα τα αντέγραφαν με το χέρι. Η εφεύρεση της τυπογραφίας στη Δ. Ευρώπη επηρέασε πάρα πολύ τους ανθρώπους και τη σκέψη τους. Τώρα πια πιο πολλοί μπορούν να αποκτήσουνε γνώσεις, αφού τα βιβλία είναι πιο φτηνά από τα χειρόγραφα. Οι ιδέες κυκλοφορούνε πιο εύκολα και φτάνουνε σε περισσότερο κόσμο. Όμως πρέπει να πούμε ότι τα γράμματα κι η γνώση διαδόθηκαν αργά και κυρίως στον πληθυσμό των πόλεων. Οι κάτοικοι στην ύπαιθρο δε συμμετέχουνε σ’ όλα αυτά κι οι πιο πολλοί δεν ξέρουν να διαβάζουνε και να γράφουν. Σπουδαία έργα της εποχής, όπως η Θεία Κωμωδία του Δάντη, το Δεκαήμερο του Βοκκάκκιου, ο Ηγεμόνας του Μακκιαβέλλι γράφονται στα ιταλικά και μπορούν να διαβαστούν από πολλούς ανθρώπους. Στη Γαλλία από τους σπουδαιότερους συγγραφείς ήταν ο Φρανσουά Ραμπελέ, που γράφει στα γαλλικά.
Με την τυπογραφία οι ουμανιστές, τα έργα και οι ιδέες τους έγιναν γνωστά σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Γύρω στο 1500 περίπου 10.000.000 βιβλία έχουν ήδη εκδοθεί. Η Αγία Γραφή είναι το βιβλίο που τυπώθηκε περισσότερο. Από τα βιβλία που τυπώνονται το 15ο αι. τα πιο πολλά είναι θρησκευτικά. Εκδίδονται όμως και λογοτεχνικά, νομικά κι επιστημονικά βιβλία. Η Βενετία κι η Αμβέρσα είναι τα μεγάλα κέντρα για την τυπογραφία την εποχή αυτή. Φιλόσοφοι και θεολόγοι γράφανε στα λατινικά αλλά από τον 11ο αι. υπήρχανε στη Γαλλία τροβαδούροι και τρουβέροι που εκφράζονταν στα Γαλλικά. Αυτοί πήγαιναν από πύργο σε πύργο και στις δημόσιες πλατείες, απαγγέλλοντας ηρωικά τραγούδια, αρχικά σύντομα, αργότερα μακροσκελείς ωδές με δράση (Chansons de geste).Τα επικά άσματα που μας παραδοθήκαντ γραπτά εξυμνούσανε τις πολεμικές αρετές, αντλούσανε δε το θέμα τους από το παρελθόν, από την εποχή του Καρλομάγνου ή ακόμη παλιότερα. Στο Έπος Του Ρολάνδου (la chanson de Roland), από τα 1α έργα γραμμένα στα γαλλικά, βρίσκουμε επίσης αίσθημα πατριωτισμού, την αγάπη για τη “γλυκιά Γαλλία”.
Αναπτύχθηκε επίσης η μυθιστορία, έμμετρη ποίηση αρχικά και πεζό αργότερα. Ήταν μυθοπλαστικές αφηγήσεις που περιγράφανε φανταστικές ιστορίες να ψυχαγωγήσουνε και να καταπλήξουνε το κοινό και σε αντίθεση με το έπος δεν είχανε διδακτικό ή ηθικό σκοπό. Σαν επίκεντρο είχανε τη Γυναίκα και σαν θέμα τον Έρωτα. Έναν έρωτα όμως εξιδανικευμένο, υποταγμένο, αιθέριο. Στις βασιλικές και πριγκηπικές αυλές αναπτυχθήκανε τα αβρά (courtois) ήθη. Η αβρότης αυτή είχε κι άλλες συνέπειες, που θα διαρκούσανε πολύ. Δεν παρήγαγε μόνο ερωτικά τραγούδια και μυθιστορίες, όπως το Roman de la rose, αλλά κι αγωγή των ηθών και των τρόπων, που ήταν μεγάλο βήμα προς τον πολιτισμό. Παράλληλα βλέπει το φως μια ολόκληρη λογοτεχνία που ονομάστηκε “ηθικοδιδακτική”, κάτι σαν αντίθεση προς τα επικά ποιήματα, μια σάτιρα ισοπεδωτική, επίσης γραμμένη στα Γαλλικά με μεγάλη ευχέρεια ύφους.
Ένα άλλο λογοτεχνικό είδος που καλλιεργήθηκε είναι η λυρική ποίηση. Αρχικά οι ποιητές είναι ανώνυμοι αλλά σταδιακά εμφανίζονται ονόματα όπως ο Ρυτμπέφ τον 13ο αι. ή ο Κάρολος της Ορλεάνης κι ο Βιγιόν τον 14-15ο αι.. Είναι ποιητές που η ζωή τους μας είναι γνωστή κι αντανακλάται μέσα στα έργα τους. Το ίδιο και οι ιστορικοί όπως ο Φρουασάρ κι ο Κομμύν. Χρονικογράφοι όσο κι ιστορικοί κι οι 2, έχουνε ζήσει τα γεγονότα που περιγράφουν. Από το 10ο αι. αναστήθηκε πάλι το θέατρο. Πήρανε τη συνήθεια, στη λειτουργία του Πάσχα αρχικά κι αργότερα σε πολλές μεγάλες γιορτές της Χριστιανοσύνης, να “σκηνοθετούν” τις συνομιλίες των αγίων γυναικών μπρος στον τάφο. Ολόκληρη η πόλη μαζευόταν να δει το Μυστήριο των Παθών. Λειτουργικά δράματα σταδιακά άρχισαν να παίζονται στα προαύλια των ναών και τέλος, στα ίδια τα χωριά και τις πόλεις. Καθιερώθηκε να μιλάνε τη καθομιλουμένη κι όχι λατινικά κι απομακρύνθηκαν από το λειτουργικό χαρακτήρα που είχαν αρχικά. Γίνανε γνωστά σα Μυστήρια και παίζονταν από επαγγελματίες ηθοποιούς. Τα εκκλησιαστικά άμφια αντικαταστάθηκαν από ρούχα της εποχής και τα σκηνικά έγιναν πιο ρεαλιστικά. Σιγά-σιγά στο κεντρικό θρησκευτικό θέμα ενσωματώθηκαν κωμικά ιντερλούδια. Έτσι το θέατρο πήρε τον κοσμικό χαρακτήρα που είχε και κατά τη κλασσική αρχαιότητα, αν και διατήρησε πάντα το χριστιανικό ήθος. Εμφανίστηκαν επίσης διάφορα είδη κωμωδίας, όπως η φάρσα, η μωρία κι η διακωμώδηση των θείων κηρυγμάτων.
Τέλος στον Μεσαίωνα παρατηρείται κυρίως ανάπτυξη της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής, δηλαδή που σχετίζεται με εκκλησίες και ναούς. Στην Ευρώπη κυριαρχεί ο Γοτθικός ρυθμός και πριν από αυτόν ο Ρομανικός ρυθμός. Ο 1ος άνθισε από το 1130 μέχρι το 1500. Πολλοί καθεδρικοί ναοί χτιστήκανε σύμφωνα μ’ αυτό τον ρυθμό, όπως η Παναγία των Παρισίων. Επίσης σημαντικά αναπτύχθηκε και η Βυζαντινή αρχιτεκτονική, με κλασσικό δείγμα την Αγία Σοφία στη Πόλη.
Ο ιστορικός Edward Gibbon (Γκίμπον 1737-1794), γνήσιο πνευματικό τέκνο του Διαφωτισμού, θεωρεί τη τελική επικράτηση των θεσμών της πρωτοχριστιανικής περιόδου με την άνωθεν επιβολή ενός επίσημου θρησκευτικού δόγματος, ως ριζική οπισθοδρόμηση. Με αυτό το ανατολίτικο δάνειο διακόπτεται ο πλουραλισμός κι η ανεκτικότητα που χαρακτηρίζουνε τον ελληνο-ρωμαϊκό πολιστισμό κι εισάγεται η μεσαιωνική ομοιομορφία σ’ όλους τους τομείς της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής. Όπως κι αν εκτιμήσει κάποιος τις ραγδαίες αλλαγές εκείνης της ιστορικής περιόδου, γεγονός αδιαμφισβήτητο είναι ότι, στα 1000 χρόνια πριν από την αρχή του Μεσαίωνα και στα 500 μετά από αυτόν, δηλαδή από την Αναγέννηση μέχρι σήμερα, η ποσοτική αύξηση και ποιοτική βελτίωση των γνώσεων σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από αυτή στα χρόνια του Μεσαίωνα, ο οποίος έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί ως εποχή στασιμότητας.
Όσον αφορά ειδικότερα την Επιστήμη και τη Τεχνική, δεν έμειναν αυτές εντελώς στάσιμες, ιδίως κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, αφού στη συγκεκριμένη περίοδο υλοποιήθηκαν μερικές θεμελιώδεις κατασκευές και προκύψανε λίγες, αλλά καίριες εφευρέσεις. Συγκρίνοντας το εύρος και το μέγεθος των εξελίξεων πριν και μετά απ’ αυτά τα 1000 χρόνια, μπορεί οι βελτιώσεις κι οι νεωτερισμοί της εποχής του ύστερου Μεσαίωνα να μη θεωρηθούνε τόσο σημαντικά έργα, είναι όμως ακριβώς αυτά, όπου στηρίχτηκαν οι μεταγενέστεροι ερευνητές και τεχνικοί για να θεμελιώσουνε τη ραγδαία εξέλιξη της επιστήμης και των εφαρμογών της που ακολούθησε. Κι ενώ δεν υπήρξανε στην εποχή του Μεσαίωνα έργα συγκρίσιμα με κείνα της Αρχαιότητας και της Αναγέννησης, δεν είναι αμελητέο το γεγονός ότι διάφοροι πρωτοπόροι μηχανικοί κατέγραψαν οραματισμούς εκείνης της εποχής (13ος αι.), επιθυμίες και προβλέψεις για το μέλλον, το σημερινό αναγεννησιακό παρελθόν!
Γράφει ο Roger Bacon (Μπέικον, Βάκων, ~1214-1294):
“Είναι δυνατόν να κατασκευάσουμε σκάφη ναυσιπλοΐας χωρίς κωπηλάτες, έτσι ώστε τα πολύ μεγάλα (…) πλοία να μπορούν, με οδηγό ένα και μόνο κυβερνήτη, να ταξιδεύουν πολύ ταχύτερα από τα πλοία που κωπηλατεί ένα πλήθος αντρών. Είναι επίσης δυνατόν να κατασκευάσουμε ιπτάμενες μηχανές, έτσι ώστε ένας άντρας (…) να μπορεί να την οδηγεί, χρησιμοποιώντας κάποιο εργαλείο…
Μετά από περίπου 3 αιώνες, στο πέρασμα από το Μεσαίωνα στην Αναγέννηση, ετοίμασε ο Leonardo Da Vinci σχέδια γι’ αυτές τις φαντασιώσεις του Μπέικον κι έφερε τον τεχνικό κόσμο ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίησή τους.
Ο κόσμος της εποχής του πρώιμου Μεσαίωνα ήτανε τα υπολείμματα της ρωμ. αυτοκρατορίας, περιτριγυρισμένα από διάφορους λαούς, που άλλοτε ενσωματώνονται και συμμετέχουνε στη δημιουργία πολιτισμού κι άλλοτε απλώς απομυζούν. Στην Ανατολή είχε διαμορφωθεί το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, όπως προέκυψε το έτος 395, μετά τη διανομή που έκανε ο Θεοδόσιος A’ (Flavius Theodosius, 347-395) στους 2 γιους του και το οποίο ονομάστηκε Ρωμανία, αλλά από τα χρόνια περί την οριστική υποταγή στους Οθωμανούς και μετά άρχισε να αναφέρεται ως Βυζάντιο (Γεννάδιος, Έρασμος, Βολφ, Μοντεσκιέ, Γίβων.) Το κράτος αυτό, πολυφυλετικό και πολυγλωσσικό εκ γενετής, εξελληνίστηκε σταδιακά.
Το ανατολικό κράτος περιελάμβανε αρχικά ελληνικούς, ρωμαϊκούς, ιουδαϊκούς, αρμενικούς, φρύγιους, παφλαγονικούς, καππαδοκικούς, λύδιους, καυκάσιους, γαλατικούς, ιλλυρικούς, γοτθικούς, σκανδιναβικούς, βανδαλικούς, σλάβικους (μετά τη κάθοδό τους στη Βαλκανική) κι άλλους πληθυσμούς της σημερινής Ελλάδας, της Μ. Ασίας, της Μ. Ανατολής και διαφόρων άλλων επαρχιών, καθώς επίσης και πληθυσμούς με περσικές, αραβικές κ.ά. καταβολές στη Μ. Ασία και στα εδάφη της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, όσο αυτές οι χώρες ανήκανε στην αυτοκρατορία. Οι εκπρόσωποι τόσο διαφορετικών λαών, είτε ήταν αυτόχθονες για αρκετές χιλιετίες ήδη, είτε είχαν εγκατασταθεί κατά καιρούς, άλλοτε ύστερα από επιδρομές και προσωρινές καταλήψεις περιοχών, άλλοτε ως μισθοφόροι ή δούλοι. Την εποχή του Ιουστινιανού ομιλούνταν στη Κωνσταντινούπολη καταμετρημένες πάνω από 70 γλώσσες! Εκτιμάται ότι αυτή την εποχή ο ελληνόφωνος πληθυσμός στο Βυζάντιο ήτανε λιγώτερος από το 1/3 του συνολικού πληθυσμού (C. Mango). Από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου ελάχιστοι είχαν ελληνική καταγωγή αλλά, αφενός η δύναμη της συγκροτημένης ελληνικής γλώσσας και του αρχαιοελληνικού πολιτισμού γενικώτερα, αφετέρου η συρρίκνωση του Βυζαντίου, από μια εποχή κι ύστερα (αραβική επέκταση), στα εδάφη όπου υπερίσχυαν ελληνόφωνοι πληθυσμοί, οδήγησε στη σταδιακή ελληνοποίηση του κράτους.
Στη Δύση ο ρωμαϊκός πληθυσμός αναμίχθηκε στις βόρειες και δυτικές περιοχές με τους Γαλάτες, τους Κέλτες και τον κύριο όγκο των γερμανικών λαών και διαμόρφωσαν με τη πάροδο του χρόνου από κοινού, μέσα από τις ανάγκες του γεωγραφικού χώρου και της ιστορικής συγκυρίας, μια διαφορετική αντίληψη για τη ζωή και τον κόσμο από κείνη των ανατολικών, όποτε αυτή η αντίληψη μπόρεσε να εκφραστεί ενιαία. Τα διάφορα κράτη που διαμορφωθηκανε κατά καιρούς από τους Ρωμαίους, τους Γαλάτες και τα πολλά γερμανικά (βαρβαρικά) φύλα, με σημαντικώτερο και μεγαλύτερο εξ αυτών το κράτος των Φράγκων του Καρόλου και κεντρικό πόλο εξουσίας, με μικρά διαλείμματα, τον επίσκοπο (πάπα) της Ρώμης, βρίσκονταν διαρκώς σε διαδικασίες εναλλασσόμενων συμμαχιών κι αντιπαλοτήτων, σε συνεχή ανταγωνισμό με στόχο τη διατήρηση ή επέκταση της ζώνης επιρροής, τη κατάκτηση εδαφών και τη συγκέντρωση πλούτου. Ο μεταρρωμαϊκός κόσμος ήταν λοιπόν στη παγκόσμια κλίμακα της εποχής διπολικός αφού μεταξύ, αφενός του ανατολικού κράτους κι αφετέρου του όποιου δυτικού ή εν απουσία συγκεκριμένου κράτους, του πάπα της Ρώμης, υπήρχε πάντα ένας ανταγωνισμός. Αυτός ο ανταγωνισμός είχε μεν ως εικαζόμενη επιδίωξη την επιρροή ή κι επικυριαρχία της μιας πλευράς πάνω στην άλλη, οφειλόταν όμως σε μεγάλο βαθμό και στη διαφορετικότητα των πληθυσμών που απαριθμήθηκαν προηγουμένως και των αντιλήψεων που αυτοί οι πληθυσμοί διέθεταν ή που διαμόρφωσαν στη πορεία.
Είναι προφανές ότι ο Μεσαίωνας άρχισε με πολιτισμικό προβάδισμα για την Ανατολή, που διέθετε το πλεονέκτημα της συνέχειας του ελληνικού κι ελληνιστικού πολιτισμού. Την ίδια εποχή, τα γερμανικά, γαλατικά και κέλτικα φύλα στη Δύση δεν είχαν ακόμη αφομοιώσει το ρωμαϊκό πολιτισμό κι υστερούσανε σημαντικά έναντι των Ανατολικών. Οι ανατολικοί πληθυσμοί απώλεσαν όμως σταδιακά αυτό το πλεονέκτημα, κυρίως λόγω πολλαπλών μακροπρόθεσμων, άστοχων επιλογών των ηγεσιών του κράτους και των ομάδων που κατείχανε το μονοπώλιο της παιδείας. Κατάληξη ήταν να υποβαθμιστούνε πολιτισμικά αυτοί οι πληθυσμοί, με τη πάροδο των αιώνων και να υποταχθούνε στα μέσα της 2ης χιλιετίας, περίπου μοιραία, στην εξ ανατολών ανερχόμενη δύναμη, τους Οθωμανούς Τούρκους.
Αντίθετα με τη σταθερά πτωτική πορεία της Ανατολής, ίδίως μετά την εμφάνιση των Αράβων ως κυρίαρχης δύναμης, στη Δύση αναδείχθηκε, μες στις συγκεκριμένες γεωγραφικές συνθήκες και τους κοινωνικούς συσχετισμούς που ‘χανε διαμορφωθεί, μέσα από πολλαπλές αντινομίες και συγκρούσεις αιώνων, νέος πολιτισμός. Στον τεχνολογικό τομέα αρχίζει να ριζώνει αυτός ο πολιτισμός κατά τη μέση κι ύστερη μεσαιωνική εποχή με τη δημιουργία πόλεων και την κατασκευή μνημειωδών κτηρίων κι αποστραγγιστικών καναλιών στα βορειοδυτικά παράλια, για τα οποία χρειάστηκε να προηγηθεί η κατασκευή μεγάλων μηχανημάτων (γερανοί, ανεμόμυλοι και υδρόμυλοι, αντλίες κ.α.). Μια επίσης καίρια εφεύρεση του ύστερου Μεσαίωνα που επηρέασε σημαντικά την εξέλιξη της τεχνολογίας είναι τα μηχανικά ρολόγια, τα οποία αποτέλεσαν τα πρώτα ακριβή όργανα μέτρησης στα χέρια των ερευνητών, αλλά και το έναυσμα για την ανάπτυξη της λεπτομηχανικής. Αυτός ο πολιτισμός διαδόθηκε σταδιακά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε όλο το σημερινό κόσμο κι ονομάζεται ευρωπαϊκός ή δυτικός.
Εντυπωσιακό σ’ αυτή τη διαφορετική πορεία που ακολούθησαν Ανατολή και Δύση είναι ότι, μέχρι τέλους, ακόμα και τις ύστατες 10ετίες πριν από την οριστική κατάρρευση των υπολειμμάτων του ανατολικού κράτους, οι ηγετικές δυνάμεις του Βυζαντίου, κυρίως οι εκκλησιαστικοί κύκλοι κι οι εξαρτημένοι απ’ αυτούς πολιτικοί κι οικονομικοί παράγοντες, αντιμετώπιζαν με υπεροψία, αλαζονεία και περιφρόνηση τη Δύση (Παν. Κανελλόπουλος: Γεννήθηκα στο 1402), χαρακτηρίζοντας τους διανοούμενούς της βάρβαρους κι αγροίκους. αυτοί οι χαρακτηρισμοί είχανε διαδοθεί από τους προηγούμενους αιώνες κι είχανε διατηρηθεί ως στερεότυπα, λόγω μειωμένης επικοινωνίας κι έλλειψης κατανόησης για τα τεκταινόμενα στη Δύση. Ο Lemerle συμπεραίνει ότι η βυζ. κοινωνία ήτανε “κλεισμένη σ’ ένα κόσμο δίχως δυνατότητα επικοινωνίας, στον κλειστό κόσμο του ακούραστου και μονότονα επαναλαμβανόμενου θεολογικού λόγου”.
Στο σημερινό μελετητή δημιουργείται η βεβαιότητα πως οι Ανατολικοί δεν αντιλαμβάνονταν, από καλογερικό πείσμα ή από αδυναμία, τις αλλαγές που είχαν αρχίσει να δημιουργούν μόνιμες καταστάσεις πολιτισμικής ποιότητας. Η εκδοχή δε ότι οι ηγετικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι της Ανατολής στήριζαν, από μια εποχή και μετά, αυτή τη κατάσταση άγνοιας κι αντιπαλότητας, αποβλέποντας σε μελλοντική αναβάθμιση του ρόλου τους σε πολιτισμικά υποβαθμισμένο περιβάλλον, δεν είναι καθόλου ανίσχυρη, κρίνοντας από το γεγονός της μετέπειτα αγαστής συνεργασίας με τους Οθωμανούς.
Ο Μεσαίωνας κλείνει με την εφεύρεση της τυπογραφίας, που άλλαξε εκ βάθρων τις διαδικασίες αναπαραγωγής και διάδοσης της γνώσης και με την έναρξη των μεγάλων θαλασσοποριών και τη δημιουργία αποικιών στην Ασία, την Αφρική και την Αμερική. Η εκμετάλλευση των αποικιών και το δουλεμπόριο οδήγησαν στη συσσώρευση πλούτου στα κράτη της Ευρώπης, ο οποίος βοήθησε τις εξελίξεις στη πολιτική, την οικονομία και τη κοινωνία, αλλά κυρίως, όσον αφορά αυτή τη μελέτη, στην επιστήμη, τις τέχνες και τα γράμματα.
Η περίοδος του Μεσαίωνα συχνά υποτιμάται ως “εποχή της αμάθειας και των προλήψεων” οπότε οι άνθρωποι τοποθετούσαν “το λόγο των θρησκευτικών αρχών πάνω από την προσωπική εμπειρία και τη λογική σκέψη“. Η προσέγγιση αυτή είναι κατάλοιπο τόσο της Αναγέννησης όσο και του Διαφωτισμού, όταν οι λόγιοι συνήθιζαν να υπογραμμίζουν την αντίθεση της δικής τους σκεπτόμενης κουλτούρας με κείνη των προκατόχων τους. Οι λόγιοι της Αναγέννησης υποστήριζαν ότι ο Μεσαίωνας ήτανε περίοδος παρακμής από τον υψηλό πολιτισμό του κλασσικού κόσμου. Από τη πλευρά τους οι λόγιοι του Διαφωτισμού, που θέτανε τη λογική σε υψηλώτερο βάθρο από τη πίστη, αντιμετωπίζανε το Μεσαίωνα σαν εποχή αμάθειας και προλήψεων.
Άλλοι μελετητές, ωστόσο, αντικρούουν ότι η λογική απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης στη διάρκεια του Μεσαίωνα. Ο ιστορικός της Επιστήμης Έντουαρντ Γκραντ γράφει: “Αν ποτέ εκφράστηκαν [στη διάρκεια του 18ου αι.] επαναστατικές λογικές σκέψεις, αυτό στάθηκε μόνο εφικτό επειδή η μακρά μεσαιωνική παράδοση εδραίωσε τη χρήση της λογικής ως μια από τις σημαντικότερες ανθρώπινες δραστηριότητες“. Επίσης, αντίθετα με την αντίληψη που επικρατεί μέχρι και τις μέρες μας, ο Ντέιβιντ Λίντμπεργκ γράφει ότι: “ο λόγιος του όψιμου Μεσαίωνα σπάνια βίωνε τη καταπιεστική εξουσία της Εκκλησίας και θεωρούσε τον εαυτό του ελεύθερο (ιδίως σε ό,τι αφορά τις φυσικές επιστήμες) να ακολουθήσει τη λογική και την παρατήρηση όπου αυτές τον οδηγούσαν“. Θέλω να θυμίσω εδώ στο κλείσιμο, πως δεν πρέπει να λησμονάμε και τη γραφή επιγραμμάτων, που ουσιαστικά δε σταμάτησε από την αρχαιότητα και μάλιστα με μεγάλη τέχνη ως τα τέλη του 17ου αι. και το ξέρω γιατί στα άρθρα μου για τα επιγράμματα, φιλοξενώ δημιουργούς ως εκείνο τον αιώνα, στα σίγουρα.
Η υποτίμηση της εποχής επίσης αντανακλάται σε μερικές πολύ συγκεκριμένες αντιλήψεις. Μια εσφαλμένη αντίληψη, που πηγάζει από το 19ο αι. και παραμένει μέχρι σήμερα πολύ διαδεδομένη, είναι πως οι άνθρωποι το Μεσαίωνα πίστευαν ότι η Γη είναι επίπεδη. Αυτό είναι αναληθές, καθώς οι διδάσκαλοι στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια συχνά προσέφεραν επιχειρήματα υπέρ του ότι η Γη είναι σφαιρική. Οι Λίντμπεργκ και Ρόλαντ Νάμπερς, μελετητές της περιόδου, επισημαίνουν ότι “μετά βίας υπήρχε κάποιος Χριστιανός λόγιος το Μεσαίωνα που δεν αναγνώριζε τη σφαιρικότητα της Γης και που δεν γνώριζε κατά προσέγγιση τη περιφέρειά της“. Άλλες παρανοήσεις όπως “η Εκκλησία απαγόρευε τις νεκροψίες και το διαμελισμό σωμάτων στη διάρκεια του Μεσαίωνα“, “η εξάπλωση του Χριστιανισμού αποτελείωσε την αρχαία επιστήμη“, “η μεσαιωνική Εκκλησία υπονόμευσε την ανάπτυξη της φυσικής φιλοσοφίας“, όλες αναφέρονται από το Νάμπερς ως παραδείγματα μύθων που μέχρι σήμερα πολλοί θεωρούν ιστορικές αλήθειες, παρόλο που η σύγχρονη ιστορική έρευνα δεν τις υποστηρίζει.
Ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας μοιάζει πολιτικά υποδεέστερος και κοινωνικοοικονομικά υπανάπτυκτος: εδαφική πολυδιάσπαση σε διαρκώς αντιμαχόμενα κρατίδια, παρακμή πόλεων κι αστικού πολιτισμού, νέκρωση εμπορίου, επιδείνωση συνθηκών διαβίωσης, μικρή επιστημονική πρόοδος, όλ’ αυτά ήτανε φαινόμενα ενδημικά σε πολλές περιοχές και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο όρος σκοτεινοί χρόνοι μπορούμε να πούμε πως αληθώς ταιριάζει στη Δύση τους 1ους 3-4 αιώνες, πριν την έλευση του Καρλομάγνου. Οι νέες πολιτικές εξελίξεις, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί και τα διανοητικά ρεύματα μετά τον 15ο αι. δημιούργησανε κόσμο πολύ διαφορετικό, που ένιωθε την ανάγκη να επιβληθεί επί της μεσαιωνικής ανάμνησης.
Προφανώς η επόμενη μέρα μετά τον κατακερματισμό της Δ. Ρωμ. Αυτοκρατορίας απ’ τα γερμανικά φύλα ήτανε ζοφερή και χαώδης. Όμως για πολλούς λαούς ο Μεσαίωνας υπήρξεν εποχή άνθησης κι εξέλιξης. Σε σχέση με την αρχαιότητα π.χ., η Γερμανία, η Ρωσία κι η B.Ευρώπη γνωρίσανε πολύ ψηλότερη πολιτική ανάπτυξη, πολιτιστική δημιουργία και κοινωνική οργάνωση κατά το Μεσαίωνα, που έχει να επιδείξει κάποια από τα ωραιότερα δείγματα αρχιτεκτονικής, λογοτεχνίας και καλών τεχνών. Οι άνθρωποι της εποχής, παρά τα πενιχρά τους μέσα, χτίσσανε κάποια απ’ τα εντυπωσιακώτερα μνημεία του ανθρωπίνου πολιτισμού. Καθ’ όλη τη διάρκειά του, γλύπτες, ξυλουργοί, ζωγράφοι, χρυσοχόοι κι υαλουργοί εργαστήκανε κι αφήσανε κληρονομιά εξεζητημένα κοσμήματα, λεπτοδουλεμένα αγάλματα, θαυμάσιες εικόνες, μαγευτικά, πολύχρωμα βιτρώ (οι Δυτικοί) και ψηφιδωτά (οι Βυζαντινοί). Τα μεσ. χειρόγραφα είναι αληθινά κομψοτεχνήματα καλλιγραφίας και ζωγραφικής. Και μιλώντας για ζωγραφική, ποιος άνθρωπος με τη στοιχειώδη αισθητική δε αναρριγά στη θέα της Θεοτόκου του Βλαδιμίρ, του Ευαγγελισμού της Αχρίδος ή των πινάκων του Τζιότο;
Φθάνοντας στη γραμματεία παρατηρούμε ότι παρά τον υψηλό αναλφαβητισμό, το φιλολογικό απόθεμα από την εποχή είναι τεράστιο. Ιστορικά έργα, χρονογραφίες, ιατρικοί οδηγοί, συλλογές ύμνων, ποιήματα και παραμύθια συνθέτουνε σκηνικό τεράστιας γραμματειακής παραγωγής. Η παραγωγή αυτή φτάνει από τα ακριτικά έπη του Βυζαντίου, τις Ιστορίες του Καντέρμπουρυ και τα ιπποτικά μυθιστορήματα, μέχρι τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, το Χρονικό του Μωρέως και τη Πανοπλία Δογματική. Η μουσική γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, τόσο στο σχεδιασμό της (νότες, αρμονία), όσο και στο αποτέλεσμα: μέχρι σήμερα μελετώνται κι ακούγονται ευχάριστα τα έργα της μεσαιωνικής μουσικής, από τους βυζαντινούς και λατινικούς γρηγοριανούς ψαλμούς μέχρι τους ζωηρούς, κεφάτους ρυθμούς που τραγουδούσαν οι τροβαδούροι στα πανηγύρια της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Ιδίως από τα μέσα προς τέλη, έχει να παρουσιάσει πλήθος εφευρέσεων και γενικά καινοτομιών, που συμβάλανε στη μετέπειτα τεχνική κι υλική πρόοδο του ανθρώπου. Σαν εποχή με πολλούς πολέμους και διαρκείς απειλές ασφαλείας (ενσαρκωμένες στο Σαρακηνό πειρατή και το Βίκινγκ επιδρομέα ή στις ορδές των Μαγυάρων και των Σελτζούκων), ο Μ. γνώρισε αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας των όπλων. Το μακρύ τόξο της Ουαλλίας, η βαλλίστρα κι οι καταπέλτες με αντίβαρο (τρεμπουσέτο) φέραν επανάσταση στη μάχη εξ αποστάσεως, ενώ οι τελειότατες πανοπλίες -αριστουργήματα της σιδηρουργίας- και τα μεγάλα ξίφη εξοπλίσανε τους θρυλικούς ιππότες, από τους καλλίτερους πολεμιστές της ιστορίας. Μπορεί να μοιάζει οξύμωρη η ανάπτυξη των φονικών οργάνων του πολέμου ως θετική εξέλιξη, αλλά πρέπει να λάβει κανείς υπ’ όψην ότι κείνη την εποχή η Ευρώπη δεν ήτανε το κέντρο του κόσμου. Ήταν η εξαιρετική εκπαίδευση, το ανώτερο υλικό κι η ψηλότερη μαχητική ικανότητα που επιτρέψανε στους Βυζαντινούς και τους Δυτικούς ν’ ανταπεξέλθουνε στις περιοδικές εισβολές των δυνάμεων της Ασίας, που πολλάκις λίγο έλλειψε να καταπιούνε τη Γηραιά Ήπειρο.
Τρεμπουσέ (trébuchet), καταπέλτης πανίσχυρος μακρυνής απόστασης
Ο μεσαιωνικός άνθρωπος υπήρξεn εξαιρετικά καινοτόμος, κατασκευάζοντας διαρκώς νέα εργαλεία και μηχανές ή βελτιώνοντας αρχαία. Συχνά κάποιες απ’ αυτές τις κατασκευές είχαν ασιατική προέλευση, αλλά στον μεσαιωνικό Ευρωπαίο πιστώνεται η πρωτότυπη και μαζική χρήση τους, που βοήθησε στην ανάπτυξη της Γηραιάς Ηπείρου ως 1ης οικονομικής και τεχνικής δύναμης στον κόσμο. Οι αρχαίοι νερόμυλοι αναβαθμiστήκανε και πέρ’ απ’ την αλευροποιία πλέον θέτανε σε κίνηση πριονιστήρια, σιδηρουργεία και λατομεία. Η εφεύρεση των ανεμόμυλων έδωσε τεράστια ώθηση στη γεωργία. Κατασκευάστηκεν η χειράμαξα εργασίας, η 4τροχη άμαξα, το τροχοφόρο υνί, τ’ άλογα απέκτησαν κολλάρα έλξης και πέταλα, ενώ στήθηκαν οι 1ες πρέσες οινοποιείων. Πολύπλοκοι γερανοί βοηθήσανε στο κτίσιμο μεγαλοπρεπών κτηρίων, ενώ δημιουργηθήκανε τα 1α τζάκια με καπνοδόχους όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Η μέτρηση της ώρας έγινε ευκολότερη με τις κλεψύδρες άμμου και τα μηχανικά ρολόγια. Η τριζωνική καλλιέργεια κι η αγρανάπαυση κάνανε τη γη πιο προσοδοφόρα και τις σοδειές πιο πλούσιες. Οι Ευρωπαίοι παρουσίασαν αξιοθαύμαστη πρόοδο στη ναυπηγική, που παρήγαγε νέα είδη πλοίων, καταλλήλων είτε για τις ανοικτές θάλασσες του Ατλαντικού είτε για τη πολυσχιδή, νησιωτική ακτογραμμή της Μεσογείου.
Ο Μεσαίωνας έχει συνδυαστεί με τη θεοκρατία, τη φεουδαρχία και τη μοναρχία. Παρ’ ότι αυτές οι παρατηρήσεις είναι σωστές, παραβλέπονται τόσο οι θετικές πτυχές τους, όσο κι άλλα συστήματα της εποχής. Η φεουδαρχία της Δ. Ευρώπης μοιάζει δυσκίνητη και καταπιεστική -και με τα σημερινά δεδομένα όντως ήταν- όμως αποτελούσε το βέλτιστο τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης του χάους του πρωίμου Μεσαίωνα και της οργάνωσης τόσο της παραγωγής, όσο και της άμυνας. Στο Βυζάντιο από την άλλη μπορούμε μ’ ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε πρωτότυπη, αιρετή μοναρχία που παρά το δεσποτισμό της είχε σειρά δικλείδων ασφαλείας κατά της αυθαιρεσίας του αυτοκράτορα, όπως αυτό που οι ιστορικοί ονομάζουν “νόμιμο δικαίωμα στην επανάσταση” αν ο κάτοχος του θρόνου αποδεικνυόταν ανάξιος του θείου λειτουργήματος του. Η δε Καρολίγγεια αυτοκρατορία κι ύστερα η Αγία Ρωμαϊκή διάδοχος της έχουνε θεωρηθεί ως πρωτοπόρα ενοποιητικά σχήματα πληθώρας λαών και χωρών υπό κοινήν εξουσία που τρόπον τινά υπήρξανε πρόγονοι των συγχρόνων εγχειρημάτων ευρωπαϊκής ενοποίησης (γι’ αυτό και σήμερα μεγάλοι υπέρμαχοι της ΕΕ τιμώνται με το παράσημο του Καρλομάγνου). [Βέβαια, ξεχνά ο ιστορικός μας, να μας πει πως από το κάθε επίτευγμα, εκτός πως ο σκοπός ήτανε καθαρά για τους ευγενείς και τους ιερείς ουσιαστικά, σπάνια πήγαινε και κάτι μπόλικο στη τσέπη των απλών, άρα αίρεται κατά πολύ ο ισχυρισμός του κι αναιρείται και το… δικαίωμα στην επανάσταση, καθώς όλες σχεδόν όσες λάβανε χώρα την εποχή αυτή, πνιγήκανε στο αίμα ή στην αγχόνη (φωτός). Ε ναι!!! σχ δικό μου].
Η πολιτική στο Μεσαίωνα ήτανε πολύ πιο αποκεντρωμένη από ό,τι σήμερα ή τη πρώιμη νεώτερη εποχή. Ακόμη και μετά τη παρακμή της φεουδαρχίας, χάρη στην οποία οι βασιλείς εδραίωσανε την εξουσία τους επί των ευγενών, βλέπουμε ένα σύστημα διακυβέρνησης που εκτεινότανε πολύ πέρα της ανακτορικής αυλής. Στη δύση από τον 13ο αι. και μετά βλέπουμε ραγδαία άνοδο θεσμών και συστημάτων τοπικής αυτοδιοίκησης, πόλεις αυτόνομες και προστατευμένες από τους φεουδάρχες βάσει καταστατικών χαρτών, συλλόγους και σωματεία κληρικών κι ιδιωτών με αντικείμενο φιλανθρωπίες ή ποικίλες κοινωνικές δραστηριότητες, πανίσχυρες συντεχνίες επαγγελματιών και βέβαια την Εκκλησία.
Επίλογος
Σε αυτό το κομμάτι του άρθρου, λέω να βάλω μια σύνοψη των καλλιτεχνικών ρευμάτων, των τεχνών και των καλλιτεχνών εκείνης ολάκερης της περιόδου, αλλά μόνον επιγραμματικά, -πλην όμως θα ‘ναι ταγκαρισμένα με τον αντίστοιχο σύνδεσμο (όπου υπάρχει) στο Στέκι, με το βιογραφικό και τα έργα του.
Κατ’ αρχήν κυρίως 3 ρυθμοί τέχνης (τεχνοτροπίες) επικρατήσανε κατά τη μακρά διάρκεια του Μεσαίωνα: Ο Ζωωομορφικός, ο Ρομανικός κι ο γνωστός μας Γοτθικός ρυθμός. Οτιδήποτε τυχόν άλλο που δεν πέφτει μέσα σε αυτούς και το χάσαμε στη πορεία τούτη, ας του δώσουμε τον όρο Μεσαιωνικός γενικά κι ας το αφήσουμε προς το παρόν. Και κυρίως μόνο μια τεχνική, εκείνη της Τοιχογραφίας (φρεσκό). Οι τέχνες που θα περάσουν αυτή τη κρισάρα είναι η Λογοτεχνία, η Ζωγραφική-χαρακτική-ξυλογλυπτική, η Αρχιτεκτονική, κι η Γλυπτική. Κατά συνέπειαν, οι καλλιτέχνες που θ’ απαριθμηθούν, θα ανήκουνε σε κάθε μια απ’ αυτές και φυσικά με τη χρονολογική τους σειρά. Πάμε γερά λοιπόν:
Μοναχοί Εν Ώρα Λειτουργίας λεπτ.
φρεσκό του Τζιότο (14ος αι.)
Ζωγραφική-χαρακτική-ξυλογλυπτική
“Cimabue” Cenni Di Pepo (1240-1302) Γοτθικός
Giotto Di Bondone (1267-1337) Γοτθικός
Lorenzetti Ambrogio (1290-1348) Γοτθικός
Theophanes The Greek (1330-1410) Γοτθικός
Eyck Jan Van, (1390-1441) Πρ. Αναγέννηση (πρώιμοι Φλαμανδοί)
Γκουίντο ντι Πιέτρο Beato Angelico, Φρα Αντζέλικο (1387-1455) Γοτθικός
“Uccello” Dono Di Paolo (1397-1475) Πρ. Αναγέννηση
Rogier Van Der Weyden (1399-1464) Πρ. Αναγέννηση (πρ. Φλαμανδοί)
”Masaccio” Tommaso Cassai (1401-1428) Πρ. Αναγέννηση
Lippi Filippo (Fra Lippi) (1406-1469) Πρ. Αναγέννηση
Piero Della Francesca (1416-1492) Πρ. Αναγέννηση
“Ghirlandaio” Bigordi Domenico Di Tommaso (1449-1494) Πρ. Αναγέννηση
“Giorgione” Barbarelli Giorgio Da Castelfranco (1477–1510) Πρ. Αναγέννηση
————————————————————————————

Καθεδρικός του Άαχεν δείγμα Γοτθικού ρυθμού
Γλυπτική-Αρχιτεκτονική
Brunelleschi Filippo (1377-1446) Πρ. Αναγέννηση
“Donatello” Bardi Donato Niccolò Betto (1383-1466) Πρ. Αναγέννηση
Bartolo Lorenzo Di Ghiberti (1378-1455) Πρ. Αναγέννηση
———————————————————————————
Άνω: Γουτεμβέργιος αριστ. κι ο χρηματοδότης του
Κάτω: α, φτιάξιμο χαρτιού, β, κάσα με τυπ στοιχεία γ, πρέσα τυπωσης
Λογοτεχνία
Λι Πο ( 李白 , 701–762 μ.Χ.) Κινέζικη ποίηση
Bilhana ή Chauras (11ος αι. Κασμίρ) Σανσκρ. ποίηση
Άννα Κομνηνή (1083-1153) Βυζαντινή Λογοτεχνία
“Πτωχοπρόδρομος” Θεόδωρος Πρόδρομος (1115-1160) Βυζ. Ποίηση
Κωνσταντίνος Μανασσής (1115-~1187;) Βυζαντινή Ποίηση
Γλυκάς Μιχαήλ (1125-1204) Βυζαντινή Ποίηση
Νασρεντίν Χότζα (13ος αι.) ιδιότυπο σατιρικό
Βοccaccio Giovanni (1313-1375) Πρ. Αναγέννηση
Σαχλίκης Στέφανος (1331-1403) Κρητική Ποίηση
Φαλιέρος Μαρίνος (1397-1474) Κρητική Ποίηση
Francois Villon (1431-1463) Γοτθικός
Αμπού Αμπνταλάχ Μουχάμαντ Αλ Ναφζάουι (2ο μισό 15ου αι.) ιδιότυπο
Μπεργαδής (~1430-1502) ιδιότυπο Κρητική Ποίηση
Εδώ τέλειωσε η ξενάγηση στους καλλιτέχνες κείνης της εποχής, στις τεχνικές και τεχνοτροπίες τους, και το ξέρω πως θα ‘ναι κι άλλοι, αλλά η εδώ ξενάγηση, αφορούσε σ’ αυτούς που έχω εγώ στο Στέκι. Οπως επίσης θα παρατηρήσετε σ’ αυτή τη ξενάγηση, κάτι μας λένε λάθος οι κ.κ. ιστορικοί. Έτσι όπως τα διάβασα κι εγώ μαζί σας, γράφοντάς τα κι έτσι όπως βλέπω τα πράματα, κατ’ εμέ, ο Μεσαίωνας σπάει σε 2 μέρη: συμφωνώ και με τα 2 πρώτα, Πρώιμος ως τον 10ο αι., Ύστερος ως το τέλος της πανούκλας και λίγο μετά, μέχρι να κατακάτσει ο κουρνιαχτός της, δηλαδή γύρω στο 1400, κι από κει και πέρα Πρώιμη Αναγέννηση. Τώρα στα ενδιάμεσα αν θέλουνε να κόψουνε κι άλλα κομμάτια, με γειά τους και με χαρά τους. Πάντως Μεσαίωνας τέλος μετά τη πανούκλα. Επίσης, για αρχή δε με νοιάζει, ας την ορίσουν όπου θένε, πάντως μεσαίωνας μετά τη πανούκλα τέλος. Να το εξηγήσω… αλλά δε χρειάζεται, δείτε μόνοι σας τη λίστα άνωθεν κι αν εσείς τολμάτε να βάλετε Ντονατέλλο, Μπρουνελέσκι και Γκιμπέρτι (κι όχι μόνον αυτούς) στα μεσαιωνικά χρόνια, με γειά σας και χαρά σας, εγώ αρνούμαι. Τώρα να πούμε πως όλος ο λοιπός κόσμος είχε… μεσαίωνα και αυτοί μόνον οι συγκεκριμένοι είχανε περάσει πέρα, θα μας περάσουνε κι εμάς πέρα… για πέρα παλαβούς. Έπειτα να το πιάσουμε κι αλλιώς: Σκεφθείτε έναν αιώνα που περιέχει: Τυπογραφία, όλους αυτούς τους καλλιτέχνες και παράλληλα και τις νέες ανακαλύψεις και φυσικά Κολόμβο κι Αμερική! Ωστόσο τί να κάνεις; Γνώμες είναι αυτές και λέμε, σεβαστότατες. Όποιος έχει μάτια κρίνει.
Παρακάτω θα παρουσιαστούνε μερικά έργα πρώιμου μεσαίωνα, δειγματοληπτικά!
Μεσαιωνικά Έργα-Δειγματοληπτικά
Το τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας αρχίζει το 488 μ.Χ. όταν η Ιταλία κατακτήθηκε από τους Οστρογότθους. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αποσυντίθεται κι οι επαρχίες της διαιρούνται σε βαρβαρικά βασίλεια που πολεμούν μεταξύ τους. Η περίοδος 500-1500 μ.Χ. ονομάζεται μεσαίωνας συμβολίζοντας τα σκοτεινά χρόνια και το διάλειμμα ανάμεσα σε 2 λαμπρές εποχές, τη κλασσική αρχαιότητα την αναγέννηση.
Για πολύ καιρό θεωρείτο ότι κι η μεσαιωνική τέχνη ήταν με παρόμοιο τρόπο χοντροειδής και πρωτόγονη. Σήμερα όμως ο μεσαιωνικός πολιτισμός είναι κατανοητός ως η πάλη ανάμεσα στο παλαιό και το νέο, ένα μείγμα χριστιανικής κι ελληνορωμαϊκής παράδοσης. Οι λαοί από το βορρά που καταλαμβάνουνε την Ιταλία είναι Κέλτες και γερμανικοί λαοί. Οι Ρωμαίοι τους ονομάζουν βαρβάρους. Ο όρος όμως “βάρβαρος” που έχει βασικά επιβληθεί στα ελληνικά δεν πρέπει πάντα να μεταφράζεται κυριολεκτικά. Οι Κέλτες είναι νομάδες και κινούμενοι πληθυσμοί, δραστήριοι λαοί με ενεργητικό πνεύμα, χαρακτηριστικά που θα αναγνωρίσουμε στην τέχνη τους.
Σε όλη αυτή την ανακατωσούρα και τα συνεχή πhγαινέλα, ο χριστιανισμός λειτουργεί ως ενοποιητικός παράγοντας. Καθοδηγεί τα άγρια ένστικτα των πολεμιστών και μονοπωλεί την εκπαίδευση στα μοναστήρια. Αυτή απαρτίζεται από την εκμάθηση της λατινικής γλώσσας, του ρωμαϊκού δικαίου και της διοίκησης.
Ιωάννα Της Λωρραίνης
Τον 13ο αι. η εκκλησία είναι στο απώγειο της δύναμής της και κυριαρχεί στις τέχνες και την επιστήμη. Επιβάλλει δογματικό τρόπο με τον οποίο τα πράγματα αναπαριστώνται στη τέχνη, αλλά και τον τρόπο που μελετώνται κι ερμηνεύονται τα φυσικά φαινόμενα Σε αυτή τη περίοδο ξεκινά κι η μετέπειτα εξουσία της καθολικής εκκλησίας όπως τη ξέρουμε σήμερα.
Οι βάρβαροι λαοί που έρχονται από το βορρά είναι ήδη χριστιανοί κι έτσι συνεισφέρουνε στη δύναμη και το γόητρο του πάπα. Ο χαρακτήρας αυτών των βαρβάρων βασίζεται στη πίστη τους στη μοίρα, το αναπόφευκτο και τις προκαταλήψεις. Οι ήρωές τους πολεμούν ενάντια σε τρομερά τέρατα, φανταστικά πλάσματα και κατοικούνε στα βόρεια σκοτεινά δάση από τα οποία αυτοί προέρχονται. Φέρνουν μαζί τους ζωόμορφες και δαιμονικές μορφές τις οποίες μεταγγίζουνε στη τέχνη του μεσαίωνα με τη μορφή διαβόλων και δαιμόνων της κόλασης. Φέρανε λοιπόν στη χριστιανική μεσαιωνική τέχνη τις φυλετικές τους εμπειρίες και τις μνήμες δασών γεμάτων με τέρατα. Έτσι η τέχνη αυτών των νομαδικών λαών που για 2 χιλιετηρίδες κινούνταν ακατάπαυστα πάνω-κάτω στην Ευρώπη ονομάζεται ζωομορφική τέχνη. Αυτού του είδους η τέχνη παρατηρείται κυρίως σε μικρά αντικείμενα, φορητά κι ανταλλάξιμα.
Οι Σκυθικοί λαοί είναι οι κύριοι κατασκευαστές και διανομείς της ζωομορφικής τέχνης. Αυτή βρέθηκε στους τάφους των βασιλιάδων τους και βασικά σε μορφή διακόσμησης και κοσμημάτων.
Παρακάτω θα παρατεθούν μερικά δείγματα και μορφές τέχνης που ανήκουνε καθαρά στη μεσαιωνική εποχή, ώστε να υπάρχει μια πρώτη ιδέα του πως κινείτο αυτή εκείνους τους αιώνες.
Τίτλος: Κεφαλή δράκοντα
Χρονολογία: 825 μ.Χ.
Υλικό: Ξύλο
Περιγραφή: Ένα παράδειγμα τέχνης των Βίκινγκς (πειρατές, στη γλώσσα τους).
Οι Βίκινγκς ήτανε λοιπόν πειρατές που έρχονται από τη Σκανδιναβία, εκχριστιανίζονται κι εγκαθίστανται στο μέρος της Γαλλίας που ονομάζουμε Νορμανδία. Ήταν εξαιρετικά καλοί στη τέχνη του σκαλίσματος ξύλου. Εδώ παρατηρούμε μία λεπτομέρεια από την διακόσμηση της πλώρης ενός Νορβηγικού επιτάφιου πλοίου από το Όσενμπεργκ, από το οποίο έχουν εναπομείνει μόνο ορισμένα κομμάτια.
Στυλιστική περιγραφή: Είναι χαρακτηριστικό το διαπλεκόμενο σχέδιο που διακοσμεί το κεφάλι του ζώου με μορφές πλεγμένες μεταξύ τους με φιδίσια κίνηση. Παρόλαυτά, η κίνηση αυτή φαίνεται να είναι ελεγχόμενη: το σκάλισμα ακολουθεί το κυρτό σχήμα της πλώρης. Υπάρχει θα μπορούσαμε να πούμε αντίθεση ανάμεσα στην αγριωπή όψη του ζώου (μάτια γουρλωμένα και φουσκωμένα ρουθούνια) και το ελεγχόμενο και συγκρατημένο μοτίβο. Με άλλα λόγια, υπάρχει μία αντίθεση ανάμεσα στην έκρηξη ενέργειας κι επιθετικότητας και τον έλεγχο και το όριο. Αυτή είναι μία αισθητική που εκφράζει το αδάμαστο πνεύμα των λαών αυτών.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα δαντελωτά μοτίβα και τα μοτίβα ζωικών μορφών είναι το βασικό αλφάβητο της τέχνης του μεσαίωνα. Εξάλλου αυτά δεν έπαιζαν απλά το ρόλο διακόσμησης, αλλά θεωρείτο ότι ασκούσαν μαγεία και ξορκίζανε τα κακά πνεύματα.
Τίτλος: ∆ιακοσµητική σελίδα του Ευαγγελίου του Λιντισφάρνε
Χρονολογία: 7ος αιώνας.
Υλικό: Τέµπερα πάνω σε µεµβράνη.
Περιγραφή: Είναι σηµαντικό δείγµα εικονογραφηµένου χειρόγραφου µεσαιωνικής περιόδου. Αυτά ήταν διακοσµηµένες σελίδες εκκλησιαστικών βιβλίων. Τα βιβλία αυτά ήταν µικρά και φορητά καθόσον αποτελούσανε σηµαντικό μέσο για τη διάδοση ιδεών και την εγκαθίδρυση την εξουσίας της εκκλησίας μέσω των μεταναστεύσεων και των ιεραποστολικών αποστολών της. Σκοπός τους λοιπόν ήταν ο εκχριστιανισμός των βαρβάρων καθώς κι η ανταλλαγή καλλιτεχνικών ιδεών. Πιθανόν αυτά τα βιβλία είναι υπεύθυνα για το ομοιόμορφο καλλιτεχνικό στυλ που κυριαρχούσε τότε στην Ευρώπη.
Στυλιστική περιγραφή; Παρατηρούμε το σφικτό συμπαγές μοτίβο με τα ελικοειδή διαπλεκόμενα μοτίβα φανταστικών ζωόμορφων σχεδίων. Φαίνεται να καταβροχθίζουν το ένα το άλλο, να στριφογυρίζουν, να επιστρέφουν, να σφαδάζουνε και ν’ αποκτούν ελαστική κίνηση. Δημιουργείται σαφώς η εντύπωση της κίνησης: ορισμένες μορφές την μια εξαπλώνονται και την άλλη συστέλλονται δημιουργώντας ρυθμό. Ο σταυρός στη μέση, στατικός και βαρύς δημιουργεί αντίθεση με όλη αυτή τη κινητικότητα, αλλά και την επιτείνει. Τα μοτίβα εμφανίζονται σε συμμετρίες: αναστροφή, αντιστροφή κι επαναλήψεις. Πραγματικά αυτό το σχέδιο πρέπει να μελετηθεί με προσοχή. Μόνον έτσι καταλαβαίνει κανείς την εντύπωση του παλμού και της δόνησης, αλλά και της αρμονίας. Παρατηρούμε το πλούσιο χρώμα, που όμως είναι ψυχρό. Έχει συνδυαστεί έξυπνα με τη σύνθεση καθόσον αν ήταν θερμό, η όλη εντύπωση της σελίδας θα ήταν πολύ έντονη για το μάτι. Αυτό το έργο αποκαλύπτει πειθαρχία και γνώση της δεξιοτεχνίας της εικονογραφίας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μακράς παράδοσης και καλλιέργειας των καλλιτεχνικών συμβάσεων αυτού του είδους τέχνης.
Τίτλος: Άγιος Ματθαίος
Χρονολογία: 800 μ.Χ.
Υλικό: Μελάνι & τέμπερα σε μεμβράνη
Περιγραφή: Ίδιο θέμα, αυτή την φορά στο ευαγγέλιο του Καρλομάγνου. Λέγεται ότι ήταν το αγαπημένο του ευαγγέλιο και πράγματι βρέθηκε τοποθετημένο στα γόνατά του όταν ανοίχτηκε ο τάφος του.
Στυλιστική περιγραφή: Μας ενδιαφέρει η διαφορετική παράδοση εικονογράφησης που έχει χρησιμοποιηθεί εδώ. Η προηγούμενη εικόνα ήτανε σχηματική, ενώ εδώ έχουμε παράδειγμα ρεαλισμού. Βλέπουμε πραγματικά έναν απόγονο κλασσικού τρόπου αναπαράστασης που ‘χουμε δει στα αγάλματα και στη ζωγραφική της αρχαίας Ελλάδας. Ο άγιος θα μπορούσε πραγματικά να ‘ναι φιλόσοφος ή ποιητής που κάθεται και γράφει. Προσέχουμε τον τρόπο που ο καλλιτέχνης έχει χρησιμοποιήσει τη πινελιά για να αναπαραστήσει τον όγκο πειστικά στο πρόσωπο. Έχει προφανώς χρησιμοποιήσει τεχνική φωτοσκίασης. Βλέπουμε επίσης τη κλασσική παράδοση των πτυχώσεων: το ύφασμα τυλίγεται και ξεδιπλώνεται αποκαλύπτοντας τις μάζες του σώματος από κάτω. Όσον αφορά στο τοπίο στο φόντο, έχει εμφανώς γίνει σίγουρα προσπάθεια αναπαράστασης βάθους.
Τίτλος: Άγιος Ματθαίος, Ευαγγέλιο του Έμπο
Χρονολογία: 816-835 μ.Χ.
Υλικό: Μελάνι και τέμπερα σε μεμβράνη.
Στυλιστική περιγραφή: Προφανώς εδώ έχουμε περίπτωση αντιγραφής από το ίδιο πρωτότυπο. Η αντιγραφή ήτανε σημαντικό χαρακτηριστικό της μεσαιωνικής τέχνης. Οι μεσαιωνικοί καλλιτέχνες δεν χρησιμοποιούσανε τη φύση ως μοντέλο, αλλά πρωτότυπες εικόνες από βιβλία που ήταν αποδεκτά από την εκκλησία. Η αντιγραφή εξασφάλιζε τη διαιώνιση του λόγου του Θεού. Το να αμφισβητήσεις αυτή την ιερή εξουσία της εκκλησίας, δηλαδή το να εξετάζεις και να μελετάς τη φύση μόνος σου, σήμαινε ότι αμφισβητείς την αλήθεια του Θεού. Θεωρούνταν βλασφημία κι αίρεση κάτι που γίνεται πιο κατανοητό αν θυμηθούμε πως ο χριστιανισμός ήτανε σχετικά νέα ακόμη θρησκεία. Μία εικόνα λοιπόν μπορούσε να ‘χε μακράν ιστορία από αντιγραφές που οδηγούσε στο πρωτότυπο. Η σύγκριση παραδειγμάτων εικονογράφησης του ίδιου θέματος με διαφορετικό στυλ μας αποκαλύπτει αυτή την ιστορία. Στα 2 τελευταία έργα έχουμε 2 διαφορετικές εφαρμογές του ίδιου πρωτότυπου. Το προηγούμενο παρουσιάζει κλασσική ηρεμία και σταθερότητα, ενώ την εικονογράφηση του Έμπο χαρακτηρίζει ενέργεια και κίνηση σε βαθμό παροξυσμού. Οι πτυχώσεις π.χ. συστρέφονται και δονούνται ακολουθώντας παράδοση των διαπλεκόμενων μοτίβων. Ο καλλιτέχνης του Έμπο μετέφρασε το αρχικό κλασσικό πρότυπο στη δικιά του παράδοση της συστρεφόμενης κίνησης, των σπειρών και των ελικοειδών σχημάτων. Σκοπός του ήταν η έκφραση έντονης αυτοσυγκέντρωσης, έκφρασης του πάθους και της προσπάθειας του γραφέα. Το έργο έγινε σε κατάσταση ζωηρής συγκίνησης κι έχουν μείνει λίγα στοιχεία από το κλασσικό στυλ όπως η καθαρή κι ήρεμη οργάνωση του προηγούμενου παραδείγματος. Φαίνεται πως ο καλλιτέχνης έχει προσπαθήσει να δώσει έμφαση στη πράξη του γραψίματος κι όχι στην ακρίβεια των αναλογιών του σώματος. Παραδείγματος χάριν τα χέρια είναι μεγάλα σε σχέση με το σώμα. Το κέντρο της σύνθεσης είναι τα χέρια στο κέρας του μελανιού και στο βιβλίο. Το τοπίο είναι ζωντανό αλλά η αναπαράσταση του βάθους δεν είναι πειστική.
Τίτλος: Τοιχοτάπητας (ταπισερί/πάντα) του Μπαγιέ
Χρονολογία: 1070-1080 μ.Χ.
Υλικό: Έχει υφανθεί με το βελονάκι πάνω σε λινό ύφασμα.
Καλλιτέχνης: Το κέντημα έγινε από αγγλίδες κεντήστρες του Κεντ. Σίγουρα όμως, όπως μαρτυρά η ενότητα της όλης σύνθεσης, η σύλληψή της είναι ενός σχεδιαστή ή μιας σχολής.
Περιγραφή: Οι διαστάσεις του είναι ½ μέτρο πλάτος κι 70 μέτρα μήκος βλέπουμε δε μόνον ένα τμήμα του στην εικόνα. Είναι δηλαδή μία συνεχής φρίζα που αφηγείται μια πολύ σημαντική στιγμή στην ιστορία της Αγγλίας. Αναπαριστά την ήττα των Άγγλο-Σαξόνων στο Χέιστινγκς που τους ανάγκασε να υποταχθούνε στους Νορμανδούς ενώνοντας την Αγγλία και μεγάλο μέρος της Γαλλίας κάτω από την ίδια εξουσία.
Στυλιστική περιγραφή: Είναι εικονογραφημένο χρονικό που μας θυμίζει τη λειτουργία της στήλης του Τραϊανού. Η εικονογραφημένη αναπαράσταση εξάλλου συνοδεύεται από επιγραφές που τη σχολιάζουν. Το ενδιαφέρον χαρακτηριστικό εδώ είναι ότι αναπαριστά με λεπτομερή τρόπο ένα σύγχρονο γεγονός λίγο μετά δηλαδή αφού αυτό συνέβη. Πιθανόν στην αφήγηση αυτή βοήθησαν και ζωντανοί μάρτυρες. Το έργο λοιπόν αυτό δεν είναι σημαντικό μόνο σαν ένα έργο τέχνης, αλλά και σαν ένα πολύτιμο ιστορικό ντοκουμέντο. Το κομμάτι φρίζας που εξετάζουμε εμείς αναπαριστά την επίθεση του Νορμανδικού ιππικού. Η πάνω μπορντούρα διακοσμείται με διάφορα θηρία και πουλιά που μας θυμίζουνε τη ζωόμορφη τέχνη του πρώιμου μεσαίωνα. Παρατηρούμε τη σχηματοποίηση κι απλοποίηση των μορφών, την επιπεδότητα, την έλλειψη σκιών και το ουδέτερο φόντο. Παρόλαυτά έχουμε εκπληκτικά ακριβή περιγραφή των όπλων, των πανοπλιών, της δράσης, των στάσεων και των χειρονομιών. Η επιλογή λοιπόν του καλλιτέχνη ήταν η οικονομία των μέσων κι η προσήλωση στο σημαντικό: στη περιγραφή των στρατιωτών.
Παράρτημα
Οι κατάφρακτοι ήταν μονάδα βαρέος ιππικού του βυζαντινού στρατού (αλλά όχι μόνο). Οι κατάφρακτοι ιππείς εμφανίζονται ως στρατιωτική μονάδα κι ως όρος στην ιστορία, στο βασίλειο των Πάρθων, τον 3ο αι. π.Χ.. Έπειτα χρησιμοποιούνται τόσον από το βασίλειο των Σελευκιδών, όσο κι από τους Σασσανίδες της Περσίας, αλλά κι από τους Ρωμαίους. Στη Βυζ. Αυτοκραατορία, παρότι δεν έπαψε ποτέ η χρήση διαφόρων μορφών βαρέος ιππικού, επανεμφανίζονται τον 10ο αι.. Ονομάζονται κατάφρακτοι ή κλιβανοφόροι ή λωρικάτοι. Οι τακτικές τους παρουσιάζουν ομοιότητες με τους Εταίρους της αρχαίας Μακεδονίας, με τους κατάφρακτους να ‘ναι πολύ πιο θωρακισμένη η μορφή τους. Ως επίλεκτη μονάδα του στρατού έφεραν βαρύ οπλισμό.
Ως κράνος φέρανε το σύνηθες του βυζαντινού στρατού, το κασίδιον -συνήθως από περισσότερα του ενός μεταλλικά τμήματα, καρφωμένα μαζί, χωρίς επιρρίνιο κι από τον 12ο-13ο αι. με μεταλλικό γείσο. Από το κράνος κρεμόταν αλυσιδωτό ή φολιδωτό καταυχένιο, ενώ άλλες φορές αλυσιδωτό κάλυμμα για ολόκληρο το πρόσωπο, με οπές για τα μάτια μόνο. Ως θώρακα φέρανε το κλιβάνιον (εξ ου και κλιβανοφόροι), αποτελούμενο από μεταλλικές πλάκες ραμμένες τόσο μεταξύ τους, όσο και με δερμάτινες οριζόντιες λωρίδες. Σπάνια χρησιμοποιούσαν τις άλλες μορφές βυζαντινών θωράκων -το λωρίκιον (φολιδωτός θώρακας) και τη ζάβα (αλυσιδωτός). Επιπλέον κάτω από το κλιβάνιο φορούσαν ενίοτε ζάβα, η πάνω από αυτό το καββάδιον -(από παραγεμισμένο ύφασμα ή δερμάτινο). Το κλιβάνιον είχε κατά κανόνα πτέρυγες για τη προστασία των βραχιόνων και της οσφύος (μεταλλικές-σπανιότερα δερμάτινες). Οι πήχεις προστατεύονταν από τα μεταλλικά χειρόκτια, τα χέρια από αλυσσιδωτά γάντια, ενώ οι κνήμες από κνημίδες και τα πόδια από αλυσσιδωτά υποδήματα. Έφεραν ακόμη ασπίδα (σκουτάριον) μικρή στρογγυλή ή αμυγδαλωτή. Στη κορφή του κράνους καθώς και στους ώμους υπήρχανε τα τουφία, λοφία από τρίχες αλόγου. Κύριο επιθετικό όπλο ήταν το δόρυ (κοντάριον), ενώ ακόμη χρησιμοποιούσαν το απελατίκι (σιδερένιο ρόπαλο με κεφαλή, στρογγυλή ή με καρφιά), καθώς και ξίφη -το σπαθίον (ευθύ) ή το παραμήριον(ελαφρώς κυρτό). Τέλος ορισμένοι ήταν εξοπλισμένοι με τόξο και βέλη ή αργότερα, με τη τζάγρα (αρμπαλέτα). Τα άλογα τους έφεραν επίσης προστατευτικά, από μεταλλικά προστερνίδια και προμετωπίδια, ως πλήρη θωράκιση δερμάτινη ή μεταλλική.
Αναπαράσταση αγγλοσαξονικού κράνους 7ος αι.
από ανασκαφή στο Σάτον Χου Ν.Α. Αγγλία
Οι κατάφρακτοι τάσσονταν στο πεδίο της μάχης σε 8 στίχους η κάθε μονάδα, από τους οποίους οι 1οι 4 φέρανε κοντάριον, ενώ οι επόμενοι χρησιμοποιούσανε τουλάχιστον στη 1η φάση της μάχης, τόξο. Παρατάσσονταν κατά κανόνα σε σχηματισμό σφήνας, ενός τραπεζίου με στενή μικρή βάση, στο κέντρο της βυζαντινής παράταξης. Αποστολή τους στο πεδίο της μάχης ήταν με την επέλαση τους, να προκαλέσουνε ένα συντριπτικό πλήγμα στις αντίπαλες γραμμές, δημιουργώντας χάσμα, όπου θα μπορούσαν να διεισδύσουν άλλα τμήματα του στρατού. Προέρχονταν από τις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας, τις μόνες που μπορούσαν να διατηρήσουνε τόσον ακριβό οπλισμό. Στελέχωναν μονάδες των ταγμάτων (στρατού της πρωτεύουσας), αποτελώντας μέρος των Σχολών. Όλοι οι ανώτεροι αξιωματούχοι του στρατού μάχονταν εξοπλισμένοι ως κατάφρακτοι.
Οι κατάφρακτοι αποτέλεσαν ουσιαστικό συστατικό των νικηφόρων πολέμων του Βυζαντίου κατά τη περίοδο της λεγόμενης βυζαντινής εποποιίας (950-1025) Ήτανε τόση δε η φήμη τους κι ο τρόμος που προκαλούσανε στους αντιπάλους, με αποτέλεσμα και μόνο το άκουσμα της άφιξης τους να αρκεί πολλές φορές για την υποχώρηση του εχθρού (όπως έγινε επί Βασιλείου Β’, όταν λύθηκε η πολιορκία του Χαλεπίου από τους Φατιμίδες της Αιγύπτου, και το 1030 σε ανάλογη πορεία στη Συρία). Οι κατάφρακτοι ακολούθησανε τη παρακμή της αυτοκρατορίας, μειούμενοι συνεχώς σε αριθμό, λόγω των οικονομικών δυσκολιών και της χρήσης μισθοφόρων.
—————
Ο Μαγιορδόμος είναι μεσαιωνικός τίτλος και σημαίνει κύριος του παλατιού. Η λέξη αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης maior domus (γερμ. Hausmeister, Majordomus -αγγλ. Mayor of the Palace) ή και majordomo.Υπό τη Δυναστεία των Μεροβίγγειων ο Μαγιορδόμος ήταν ο διαχειριστής του παλατιού του Βασιλιά των Φράγκων. Το αξίωμα υπήρχε από τον 6ο αι., και στη διάρκεια του 7ου εξελίχθηκε σε “εξουσία πίσω από το θρόνο” στο βορειοανατολικό βασίλειο της Αυστρασίας. Το 751 ο Μαγιορδόμος Πεπίνος ο Βραχύς οργάνωσε την εκθρόνιση του Χιλδέριχου Γ’ και στέφτηκε βασιλιάς στη θέση του.
Οι Μαγιορδόμοι κατείχανε τη πραγματική εξουσία να λαμβάνουν αποφάσεις που επηρεάζανε το βασίλειο, ενώ οι βασιλιάδες είχανε περιοριστεί κυρίως σ’ εθιμοτυπικό ρόλο, κάτι που τους καθιστούσε σχεδόν διακοσμητικά στοιχεία (rois fainéants, βασιλιάς τεμπέλης). Το αξίωμα του Μαγιορδόμου μπορεί να συγκριθεί ως ισοδύναμο με αυτό του Πέσβα (ή Πεσβά), του Σόγκουν ή του Πρωθυπουργού, αξιώματα τα οποία έχουνε το χαρακτηριστικό πως είναι η πραγματική δύναμη πίσω από έναν εθιμοτυπικό μονάρχη.
Στην Αυστρασία το αξίωμα του Μαγιορδόμου είχε γίνει κληρονομικό της οικογένειας των Πεπινιδών. Το 687, μετά από νίκη του επί του δυτικού βασιλείου της Νευστρίας, ο Πεπίνος του Χέρσταλ πήρε τον τίτλο του Δούκα των Φράγκων για να τονίσει την αύξηση της εξουσίας του. Ο γιος και διάδοχός του, Κάρολος Μαρτέλος, έπαψε να ασχολείται με το façade, τον επίφαση βασιλιά, και τα τελευταία 4 χρόνια της ηγεμονίας του (743-7) ήταν ουσιαστικά ο βασιλιάς, καθώς ο προκάτοχός του είχε πεθάνει χωρίς να ορίσει διάδοχο.
—————
Ουμανισμός (σημαίνει ανθρωπισμός, μεταφορά από το νεολατινικό Humanismus) είναι η πνευματική κίνηση που εκδηλώθηκε στη Δ. Ευρώπη, κατά το τέλος του Ύστερου Μεσαίωνα, συγκεκριμένα μεταξύ 1400-1650, με την αρχή της περιόδου της Αναγέννησης. Ήτανε ρεύμα πνευματικό, που στόχευε στη πολιτιστική κι εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του θεοφοβικού μοντέλου που επικρατούσε ως τότε. Χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στα αρχαία κείμενα, ως ένα μοντέλο ζωής, γραφής και σκέψης. Γενικώτερα ο όρος Humanitas /Ανθρωπιστής νοείται ως ο πολιτισμός που ολοκληρώνοντας τις φυσικές ιδιότητες του ανθρώπου, τον κάνει άξιο του ονόματός του. Αυτή η αναζωπύρωση ενδιαφέροντος για τα αρχαία κείμενα κι η προσπάθεια εξύψωσης του ανθρώπινου πνεύματος στη κριτική κι ορθολογική του διάσταση με επιστροφή στις κλασσικές πηγές της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας ξεκίνησε από τη Φλωρεντία και τη Νάπολη. Οι Ανθρωπιστές της Αναγέννησης χαρακτηρίζονται από τη βούλησή τους να ερευνήσουν αρχαία κείμενα και ν’ αφομοιώσουν τις αξίες του κλασσικού κόσμου σε όλα τα επίπεδα, από τη τέχνη μέχρι και τη μελέτη πρακτικών και φυσικών επιστημών. Στους Ανθρωπιστές της Αναγέννησης επικρατεί η έντονη αίσθηση του ατόμου να κατανοήσει και ν’ αλλάξει τόσο τον εαυτό του όσο και τον κόσμο, αναζητώντας ορθολογικές απαντήσεις κι όχι θρησκευτικές. Ως κίνημα αποτελεί την εκβάθυνση ή και την απάντηση που προσέφερε η περίοδος της Αναγέννησης στο ρεύμα του Σχολαστικισμού του Μεσαίωνα. (Πρόκειται ακριβώς για αντίθετα ρεύματα). Μερικοί ουμανιστές παρατίθενται κάτωθι:
Θεόδωρος Γαζής
Βασίλειος Βησσαρίων
Βοκκάκκιος
Πετράρχης
Άλδος Μανούτιος
—————-
Σχολαστικισμός ονομαζότανε το φιλοσοφικό ρεύμα ή μαθησιακή μέθοδος που αποσκοπούσε στη συμφιλίωση της φιλοσοφίας που αναπτύχθηκε από τους αρχαίους κλασσικούς φιλοσόφους, με τη μεσαιωνική θεολογία και, γενικώτερα, στην ερμηνεία των φυσικών φαινομένων με βάση τις χριστιανικές αρχές. Αυτή η φιλοσοφική μέθοδος αντίληψης των πραγμάτων διδασκόταν από καθηγητές των μεσαιωνικών πανεπιστημίων από τον 12ο ως τον 14ο αι.. Η μη ρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας οδήγησε τον σχολαστικισμό σε παρακμή. Καλλιεργήθηκε από Ρωμαιοκαθολικούς μοναχούς, ενώ σημαντικότεροι εκπρόσωποί του θεωρούνται οι εξής:
Πέτρος Αβελάρδος (1079-1142)
Φραγκίσκος της Ασίζης (1182-1226)
Ρογήρος Βάκων (1214-1294)
Μποναβεντούρα (1221-1274)
Θωμάς Ακινάτης (1225-1274)
—————
Η Αμειψισπορά είναι η εναλλαγή καλλιεργειών στο ίδιο χωράφι, μπορεί να περιέχει κι αγρανάπαυση. Σκοπός της είναι ο εμπλουτισμός του εδάφους με συστατικά που άλλα φυτά απορροφούνε κι άλλα αποδίδουνε στο έδαφος. Η καλλιέργεια ενός μόνο φυτού (μονοκαλλιέργεια) έχει αποτέλεσμα να μειώνονται τα συστατικά του εδάφους, που το φυτό απορροφά σε κάθε καλλιεργητική περίοδο. Η αμειψισπορά μαζί με την αγρανάπαυση ήταν απαραίτητες διαδικασίες πριν την εμφάνιση των σύγχρονων καλλιεργητικών τεχνικών. Η ανάγκη εναλλαγής των καλλιεργειών έχει προκύψει από τον τρόπο που τα φυτά αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον. Όλα τα φυτά δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες σε θρεπτικά στοιχεία. Άλλα φυτά όπως τα ψυχανθή συντελούνε στη συσσώρευση αζώτου στο έδαφος. Άλλα χρειάζονται σημαντικές ποσότητες αζώτου όπως τα σιτηρά. Οι νέοι τρόποι καλλιέργειας έδωσαν τη δυνατότητα μονοκαλλιέργειας όμως τα προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν. Το έδαφος “κουράζεται”, αυξάνονται οι οικονομικές απαιτήσεις σε λιπάσματα, ζιζανιοκτόνα και φυτοφάρμακα γενικά και μειώνεται η γονιμότητα του εδάφους. Ο πλήρης κύκλος της εναλλαγής της καλλιέργειας ονομάζεται σύστημα αμειψισποράς.
Συνήθως χωρίζεται η γη σε αγροτεμάχια και σε καθένα απ’ αυτά καλλιεργείται διαφορετικό φυτό αλλά σύμφωνο με το σύστημα που χρησιμοποιεί η περιοχή. Έτσι έχουμε κάθε χρόνο όλα τα φυτά του συστήματος. Στο σύστημα που ακολουθείται εξαρτάται τόσον από το αποτέλεσμα που θέλουμε να έχουμε (αύξηση της γονιμότητας του εδάφους, βελτίωση της δομής του,μείωση προβλημάτων από ζιζάνια και ασθένειες) όσο κι από τις τοπικές συνθήκες (είδος εδάφους, ανάγκες της περιοχής κλπ). Διακρίνονται ως προς τον τρόπο αποκατάστασης του εδάφους (σκαλιστικά, διαδοχικά, σιδηρούχα κλπ) κι από οικονομική άποψη σε σιτηρών και κτηνοτροφών.
Στην Ελλάδα συνηθίζεται το 2χρονο σύστημα αμειψισποράς:
* Για ξερά και φτωχά εδάφη: α) αγρανάπαυση, β) σιτάρι,
* Για σχετικά γόνιμα και δροσερά εδάφη: α) αραβόσιτος, β) σιτάρι.
Η 3ετής είναι: α) Αγρανάπαυση β) Όψιμα χειμερινά σπαρτά -σίκαλη- γ) Πρώιμα σπαρτά -σιτηρά.
Η Κτηνοτροφική σπάει σε 3:
* Λειμώνων=Εξασφαλίζει βοσκή, πράσινη τροφή και σανό για τη κτηνοτροφία. Χρησιμοποιείται κυρίως για βελτίωση των φυσικών βοσκοτόπων που έχουν μικρή γονιμότητα,
* Φάρμας=Καλλιεργούνται φυτά κτηνοτροφίας που δεν είναι εύκολη η μεταφορά τους. Χρησιμοποιείται σε χωράφια που βρίσκονται όσο πιο κοντά γίνεται στις κτηνοτροφικές μονάδες,
* Προστατευτική του εδάφους=Καλλιεργούνται κυρίως πολυετή χόρτα. Χρησιμοποιείται σε εδάφη που κινδυνεύουν από διάβρωση.
Οι ωφέλειες με την εφαρμογή ενός καλού συστήματος αμειψισποράς: αποφεύγονται τα μειονεκτήματα της μονοκαλλιέργειας, παρέχεται εργασία στα μέλη της αγροτικής οικογένειας στις διάφορες εποχές του έτους, μετριάζονται οι κίνδυνοι από την αποτυχία μιας μόνο καλλιέργειας, παράγεται ποικιλία προϊόντων και με την επέκταση της καλλιέργειας των κτηνοτροφικών φυτών εξασφαλίζεται η επιτυχία μιας βελτιωμένης κτηνοτροφίας με όλα τα γνωστά πλεονεκτήματα. Με την εφαρμογή μιας βελτιωμένης αμειψισποράς αυξάνονται, χωρίς άλλη ιδιαίτερη επιβάρυνση, οι στρεμματικές αποδόσεις της σιτοκαλλιέργειας και των άλλων εξαντλητικών καλλιεργειών. Με την αμειψισπορά προλαμβάνεται κι η διάβρωση του εδάφους από τις βροχές.
T E Λ Ο Σ