Chirico

Βιογραφικό

Ο Tζόρτζιο Nτε Kίρικο (Giuseppe Maria Alberto Giorgio de Chirico, 1888-1978, Modern Art) που οι υπερρεαλιστές θεωρούσαν πρωτοπόρο του κινήματός τους, γεννήθηκε στο Bόλο στις 10 Iουλίου 1888, γιος μηχανικού τραίνων από το Παλέρμο και τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Eλλάδα. Tο 1900 άρχισε σπουδές στο Πολυτεχνείο Aθηνών και συγχρόνως παρακολούθησε νυχτερινά μαθήματα για να μελετήσει το γυμνό, αν και τα πρώτα του έργα ήτανε θαλασσογραφίες και τοπία.
Ο ντε Κίρικο γεννήθηκε στο Βόλο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Εβαρίστο και της Τζέμα ντε Κίρικο. Η καταγωγή του ήταν κατεξοχήν ελληνική, με προγόνους από την Σμύρνη και την Ρόδο.[17] Ο πατέρας του εργαζόταν ως μηχανικός και επέβλεπε την κατασκευή του Θεσσαλικού σιδηροδρομικού δικτύου το 1881, ενώ η μητέρα του ήταν πρώην τραγουδίστρια της όπερας[18]. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα το 1897, 9 χρόνια μετά τη γέννηση του. Ο αδελφός του, Αντρέα Αλμπέρτο, ακολούθησε επίσης σταδιοδρομία στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, χρησιμοποιώντας από το 1914 το ψευδώνυμο Αλμπέρτο Σαβίνιο. Το ελληνικό περιβάλλον και ο ελληνικός πολιτισμός, μέσα στον οποίο μεγάλωσε ο ντε Κίρικο, υπήρξε πηγή έμπνευσης για εκείνον. Σε ένα αυτοβιογραφικό του κείμενο, περιέγραψε τα παιδικά του χρόνια με αναφορά στην αρχαία ελληνική μυθολογία και ειδικότερα στο μύθο της αργοναυτικής εκστρατείας με αφετηρία το Βόλο, γράφοντας: «[…] πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στη γη του κλασικισμού, έπαιξε στις ακτές που είδαν την Αργώ να ξεκινάει το ταξίδι της, στους πρόποδες του βουνού που ήταν μάρτυρας στη γέννηση του γοργοπόδαρου Αχιλλέα και στις σοφές νουθεσίες τού δασκάλου του, του κένταυρου»[19]. Ο Εβαρίστο ντε Κίρικο επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του το επάγγελμα του μηχανικού, ωστόσο ενθάρρυνε τελικά τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των παιδιών του και ανέθεσε σε ιδιωτικούς δασκάλους τη μόρφωσή τους. Πρώτος δάσκαλος του ντε Κίρικο υπήρξε ένας νέος Έλληνας ζωγράφος από την Τεργέστη, ονόματι Μαυρουδής. Αργότερα, την περίοδο 1903-5, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, με δασκάλους τους Γεώργιο Ροϊλό, Κωνσταντίνο Βολονάκη και Γιώργο Ιακωβίδη. Το Μάη του 1905 σημειώθηκε ο θάνατος τού πατέρα του, γεγονός που πιθανώς συνδέεται με την αποτυχία του, την ίδια χρονιά, στις τελικές εξετάσεις της σχολής.

Το φθινόπωρο του 1906, εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα και τον αδελφό του στο Μόναχο, όπου ξεκίνησε σπουδές στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών, παρακολουθώντας μαθήματα σχεδίου και ζωγραφικής. Αποχώρησε από την Ακαδημία πριν ολοκληρώσει τις σπουδές του και το καλοκαίρι του 1909 εγκαταστάθηκε στο Μιλάνο. Την ίδια περίπου περίοδο ήρθε σε στενή επαφή με το έργο του Φρίντριχ Νίτσε, το οποίο επέδρασε καταλυτικά στην εξέλιξή του και στη διαμόρφωση της τεχνοτροπίας του. Το 1910 φιλοτέχνησε Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος, πίνακας που συχνά χαρακτηρίζεται ως το πρώτο δείγμα τής μεταφυσικής ζωγραφικής. Διακρίνεται για την έντονα αινιγματική ατμόσφαιρά του, ενσωματώνοντας παράλληλα ποιητικά στοιχεία και μεταφέροντας αναγνωρίσιμα αντικείμενα ή καθημερινές σκηνές, στη σφαίρα του ανεξήγητου.
Το 1911 μετακόμισε στο Παρίσι, έχοντας προηγουμένως επισκεφτεί για λίγες ημέρες το Τορίνο, το οποίο απεικόνισε αργότερα σε μία σειρά πινάκων του. Εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις τού αδελφού του, στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού, ο ντε Κίρικο έγινε θερμά δεκτός και το 1912 παρουσιάστηκαν 3 έργα του στη Φθινοπωρινή Έκθεση (Salon), μία Αυτοπροσωπογραφία και οι συνθέσεις Το αίνιγμα ενός φθινοπωρινού απογεύματος και Το αίνιγμα του χρησμού. Τον επόμενο χρόνο συμμετείχε επίσης στην Έκθεση των Ανεξάρτητων, με τα έργα Η μελαγχολία της αναχώρησης, Το αίνιγμα της ώρας και Το αίνιγμα της άφιξης και το δειλινό. Ο Γκυγιώμ Απολλιναίρ, σημαίνουσα μορφή της καλλιτεχνικής σκηνής του Παρισιού, υπήρξε από τους πρώτους ένθερμους υποστηρικτές του έργου του και σύντομα ο ντε Κίρικο εντάχθηκε μαζί με τον αδελφό του σε έναν ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών που περιλάμβανε διάσημους ζωγράφους όπως τον Πάμπλο Πικάσο και τον Φράνσις Πικαμπιά.

Στη διάρκεια του Α’ Παγκ. Πολ., η παραγωγικότητά του περιορίστηκε σημαντικά. Ήτανε λιποτάκτης από το Μάρτη του 1912 κι είχε καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης. Όταν το 1915 η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο στην Αυστρία, δόθηκε αμνηστία σε όλους τους λιποτάκτες που θα παρουσιάζονταν άμεσα, γεγονός το οποίο εκμεταλλεύτηκε ο ντε Κίρικο, που παρουσιάστηκε τελικά το Μάη του 1915 στη Φλωρεντία. Τον επόμενο μήνα τοποθετήθηκε στη Φερράρα, όπου συνέχισε να ζωγραφίζει με μειωμένους ρυθμούς, προσπαθώντας παράλληλα να διατηρεί τις επαφές του στο Παρίσι, ειδικότερα με τον Πωλ Γκιγιώμ που αποτελούσε τον αποκλειστικό πωλητή των έργων του. Στη διάρκεια του πολέμου, κατάφερε επίσης να διατηρήσει την επικοινωνία του με τον Απολλιναίρ και τον Τριστάν Τζαρά, συνεισφέροντας σε περιοδικές εκδόσεις των ντανταϊστών. Στη Φερράρα, συνδέθηκε με το ζωγράφο Αρντένγκο Σοφίτσι και το συγγραφέα Τζοβάνι Παπίνι, επιδιώκοντας τη διάδοση της μεταφυσικής ζωγραφικής στην Ιταλία, προσπάθεια στην οποία συνέβαλε επίσης ο Σαβίνιο. Το 1917, ο ζωγράφος Κάρλο Καρά μετατέθηκε στην ίδια πόλη και συνδέθηκε φιλικά με τον ντε Κίρικο, αφομοιώνοντας πολλά στοιχεία της μεταφυσικής ζωγραφικής. Αργότερα, ο Καρά διεκδίκησε την πατρότητά της, γεγονός που οδήγησε στη διαμάχη του με τον ντε Κίρικο.
Στα τέλη του 1918, εγκατέλειψε τη Φερράρα και εγκαταστάθηκε μαζί με τη μητέρα του στη Ρώμη. Λίγους μήνες αργότερα οργανώθηκε η πρώτη μεγάλη ατομική του έκθεση, στη γκαλερί Bragaglia (Casa d’Arte Bragaglia), η οποία όμως δε στέφθηκε με επιτυχία. Πωλήθηκε μόνο ένας πίνακάς του, ενώ ο κριτικός τέχνης Ρομπέρτο Λόνγκι -με σημαντική επιρροή στην ιταλική καλλιτεχνική σκηνή εκείνης της εποχής- σχολίασε αρνητικά την μεταφυσική ζωγραφική του. Τη περίοδο αυτή, ο ντε Κίρικο συνέχισε να δημοσιεύει δοκίμια, κυρίως στο ιταλικό περιοδικό Valori Plastici, το οποίο φιλοξένησε πληθώρα θεωρητικών κειμένων για τη μεταφυσική ζωγραφική. Ο εκδότης του, Μάριο Μπρόλιο (1891-1948), υπήρξε επίσης ο κυριότερος έμπορος έργων του ντε Κίρικο στην Ιταλία, καθώς και ο πρώτος που εξέδωσε μία μονογραφία αφιερωμένη σε εκείνον (Giorgio de Chirico. 12 tavole in fototipia precedute da giudizi critici), που περιλάμβανε σειρά δοκιμίων, μεταξύ άλλων των Απολλιναίρ, Σοφίτσι, Παπίνι, Καρά και Λουί Βοσέλ. Στη Ρώμη, ο ντε Κίρικο υπήρξε μέλος του θεατρικού κύκλου με επίκεντρο τον Ιταλό συνθέτη Αλφρέντο Καζέλα και το συγγραφέα Λουίτζι Πιραντέλο.

Τον Ιούνιο του 1919, ο ντε Κίρικο βίωσε μία «αποκάλυψη», όπως ο ίδιος την αποκάλεσε αργότερα, πιθανότατα στη θέα ενός έργου του Τιτσιάνο στην Πινακοθήκη Μποργκέζε της Ρώμης, σηματοδοτώντας μία μεταβατική φάση στις αρχές της δεκαετίας τού 1920. Στα πλαίσια μίας βαθιάς αλλαγής, ξεκίνησε να αντιγράφει έργα των δασκάλων της Ιταλικής Αναγέννησης, μιμούμενος το ύφος τους και αναπτύσσοντας ένα νεοκλασσικό ύφος, σημαντικά διαφοροποιημένο από τις προγενέστερες δημιουργίες του. Την ίδια περίπου εποχή, τα «μεταφυσικά» έργα του ήταν αντικείμενα θαυμασμού από τους υπερρεαλιστές, οι οποίοι όμως αργότερα τον αποκήρυξαν εξαιτίας της στροφής του στο νεοκλασικό και νεορομαντικό ύφος. Το Μάη του 1925 πραγματοποιήθηκε μία μεγάλη ατομική έκθεση στη Galerie de l’ Effort Moderne του Λεόνς Ρόζενμπεργκ, και στα τέλη του ίδιου έτους εγκαταστάθηκε εκ νέου στο Παρίσι, όπου ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος κατά την οποία απέκτησε σημαντική φήμη, τόσο στη γαλλική πρωτεύουσα όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η 2η παραμονή του στο Παρίσι διήρκεσε μέχρι το 1929, χρονιά που ολοκλήρωσε παραγγελία για τη διακόσμηση του σπιτιού τού Λεόνς Ρόζενμπεργκ, με σκηνές μάχης μεταξύ Ρωμαίων μονομάχων. Την ίδια περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά του, με τίτλο Εβδόμερος (Hebdomeros), ενώ φιλοτέχνησε επίσης σειρά λιθογραφιών για μία επανέκδοση της ποιητικής συλλογής Caligrammes του Απολλιναίρ. Στις αρχές της 10ετίας του ’30 μετακόμισε αρκετές φορές, αναζητώντας κατάλληλες συνθήκες για την έκθεση των έργων του. Έζησε για ένα διάστημα στην Ιταλία, συμμετέχοντας στη Μπιενάλε της Βενετίας και επέστρεψε στο Παρίσι το 1934, όπου ξεκίνησε να φιλοτεχνεί μία νέα σειρά έργων, γνωστά ως Τα μυστηριώδη λουτρά (Bagni misteriosi), τα οποία προορίζονταν για την εικονογράφηση του ποιήματος Μυθολογία (Mythologie) του Ζαν Κοκτώ. Τον Αύγουστο του 1935 εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε για τα επόμενα 2 χρόνια και οργάνωσε συνολικά 5 εκθέσεις έργων του. Παρά την επιτυχία τους, επέστρεψε στην Ιταλία, το Γενάρη του 1938.

Για σύντομο διάστημα, πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκ. Πολ., έζησε στο Παρίσι πριν επιστρέψει και πάλι στο Μιλάνο. Στη διάρκεια της 10ετίας του ’40, το έργο του παρουσιαζόταν τακτικά στην Ιταλία, ενώ ο ίδιος συνέχισε να αναλαμβάνει δημόσιες παραγγελίες, έχοντας υιοθετήσει ένα νέο ύφος, με στοιχεία νεομπαρόκ, αλλά και μία πολεμική ενάντια στη μοντέρνα τέχνη. Το 1942 συμμετείχε στην 23η Μπιενάλε της Βενετίας, παρουσιάζοντας τα έργα του σε δική του αίθουσα, χωρίς ωστόσο να δεχθεί θετικές κριτικές. To ύστερο έργο του αντιμετωπίστηκε με έντονη διάθεση αμφισβήτησης από τους κριτικούς, ενώ από την πλευρά του ο ντε Κίρικο θεωρούσε τον εαυτό του αδικημένο, με βάση την συνολική προσφορά του στο μοντερνισμό. Μέσα από μία πληθώρα δοκιμίων, εξέφρασε την αντίθεσή του σε αυτό που ο ίδιος αντιλαμβανόταν ως «δικτατορία» του μοντερνισμού, ενώ την περίοδο 1950-3 οργάνωσε «αντι-Μπιενάλε», παρουσιάζοντας έργα «αντι-μοντέρνων» καλλιτεχνών. Τα επόμενα χρόνια σημειώθηκε σειρά από σκάνδαλα και δίκες που σχετίζονταν με πλαστογραφήσεις έργων του. Ο ίδιος ο ντε Κίρικο συνήθιζε να πραγματοποιεί αντίγραφα ή πολλαπλές εκδοχές των πιο γνωστών πινάκων του, γεγονός που ευνόησε σε ένα βαθμό τέτοιου είδους φαινόμενα πλαστογράφησής τους σε μεγάλη κλίμακα. Συνέχισε να εργάζεται μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ασχολήθηκε συστηματικά με το θέατρο, ενώ ξεχωρίζουν επίσης τα «νεομεταφυσικά» έργα του, που εκτέθηκαν για πρώτη φορά στο Μιλάνο, το 1968. Το 1974 τιμήθηκε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών, ενώ τον επόμενο χρόνο διορίστηκε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Ο ντε Κίρικο πέθανε στις 20 Νοεμβρίου του 1978 στη Ρώμη, σε ηλικία 90 ετών. Το 1986 ιδρύθηκε το Ίδρυμα Τζόρτζιο και Ίζα ντε Κίρικο με σκοπό τη διαφύλαξη του έργου του.

O Kόκκινος Πύργος

Mετά το θάνατο του πατέρα του το 1905 εμπνευσμένος από τη Nεορρομαντική Σχολή αποφάσισε να συνεχίσει τις σπουδές του στο Mόναχο, όπου το 1906 επηρεάστηκε όχι μόνο από τις τάσεις της εποχής στη τέχνη αλλά κι από τα βιβλία του Nίτσε και του Σοπενάουερ. Tο 1909 ταξίδεψε στη Pώμη, το 1910 στη Φλωρεντία κι από το 1911 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου ήτανε τακτικός επισκέπτης στο σαλόνι του Aπολιναίρ και γνώρισε τους πρωτοποριακούς ζωγράφους των αρχών του αιώνα.
Λόγω του πολέμου γύρισε στην Iταλία, όπου με τον Φιλίππο Ντε Πίζις και με τον με τον Κάρλο Καρά (Carlo Cara) ίδρυσαν τη Mεταφυσική Σχολή, το 1917. Mετακόμισε στη Pώμη κι εκεί έκανε τη πρώτη του ατομική έκθεση. Aπό τότε έξέθεσε ατομικά στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Nέα Yόρκη. Tο 1929 σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια για το μπαλέτο Σεργκέϊ Nτιαγκίλεφ κι εξέδωσε το μυθιστόρημα “Εβδομερός” (Hebdomeros).
Tα επόμενα χρόνια εξακολούθησε να σχεδιάζει για το μπαλέτο και την όπερα κι έκανε πολλές εκθέσεις σ’ όλο τον κόσμο. Tο 1945 εξέδωσε το πρώτο μέρος της αυτοβιογραφίας του “Aναμνήσεις Της Ζωής Μου”. Aν κι οι Υπερρεαλιστές τον αισθάνονταν δικό τους εξ αιτίας του ταλέντου του να εκφράζει το υποσυνείδητο, το ενδιαφέρον του για την ιστορία και την αρχαιολογία τον οδήγησε σ’ άλλους δρόμους. Eπέλεξε ένα ρεαλιστικότερο τρόπο απεικόνισης, νεο-μπαροκικό κι αυτό έγινε αιτία οι παλιοί του σύντροφοι ν’ αποκηρύξουν τα τελευταία του έργα.

Πέθανε στις 20 Nοεμβρίου 1978 στη Pώμη, όπου είχε ζήσει τα τελευταία 30 χρόνια, σε ηλικία 90 ετών.
(το κείμενο αυτό προσφέρθηκε ευγενικά -κι ευχαριστώ πολύ- από τη Δάφνη Χρονοπούλου.)

===================================

Φθινοπωρινή Περισυλλογή

Το Μεγάλο Εσωτερικό Μεταφυσικό

Άλογο & Ζέβρα

Το Μεγάλο Μεταφυσικό

Μάθημα Ιππασίας

Ερωτικό Τραγούδι

Μυστήριο & Μελαγχολία Σ’ Έρημο Δρόμο

Οι Ανησυχητικές Μούσες

Αίνιγμα Φθινοπωρινού Απογεύματος

Η Σατανική Πονηριά Του Βασιλιά

Ο Μάντης

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *