Βιογραφικό
Ο Γουίλλιαμ Μέηκπις Θάκερυ (William Makepeace Thackeray, 18/7/1811 – 24/12/1863) ήταν Άγγλος μυθιστοριογράφος κι εικονογράφος. Είναι γνωστός για τα σατιρικά του έργα, ιδιαίτερα το μυθιστόρημά του 1847-1848 Vanity Fair, ένα πανοραμικό πορτραίτο της βρεττανικής κοινωνίας, και το μυθιστόρημα του 1844 The Luck of Barry Lyndon, που έγινε ταινία του 1975 από τον Stanley Kubrick.
Ο πατέρας του Thackeray, Richmond Thackeray, γεννήθηκε στο South Mimms και πήγε στην Ινδία το 1798 σε ηλικία δεκαέξι ετών ως συγγραφέας (δημόσιος υπάλληλος) με την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Το όνομα του πατέρα του Ρίτσμοντ ήταν επίσης William Makepeace Thackeray. Ο Ρίτσμοντ απέκτησε μια κόρη, τη Σάρα Ρέντφιλντ, το 1804 με τη Σαρλότ Σοφία Ραντ, πιθανώς την ερωμένη του από την Ευρασία κι η μητέρα κι η κόρη ονομάστηκαν στη διαθήκη του. Τέτοιοι δεσμοί ήταν συνηθισμένοι μεταξύ των κυρίων της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και δεν αποτελούσαν εμπόδιο για το μετέπειτα φλερτ και γάμο του με τη μητέρα του Γουλιέλμου.

Η μητέρα του Thackeray, Anne Becher (γεννημένη το 1792), ήταν «μία από τις βασιλεύουσες ομορφιές της εποχής» και κόρη του John Harmon Becher, συλλέκτη της περιοχής South 24 Parganas (πεθ. Καλκούτα, 1800), μιας παλιάς οικογένειας πολιτών της Βεγγάλης «γνωστής για την τρυφερότητα των γυναικών της». Η Anne Becher, η αδελφή της Harriet κι η χήρα μητέρα τους, επίσης Harriet, είχαν σταλεί πίσω στην Ινδία από την αυταρχική κηδεμόνα γιαγιά της, Ann Becher, το 1809 με τον κόμη Howe. Η γιαγιά της Άννας της είχε πει ότι ο άντρας που αγαπούσε, ο Χένρι Καρμάικλ-Σμάιθ, σημαιοφόρος των Μηχανικών της Βεγγάλης, που τονε συνάντησε σε χοροεσπερίδα το 1807 στο Μπαθ, είχε πεθάνει, ενώ του είπαν ότι η Άννα δεν ενδιαφερόταν πλέον γι’ αυτόν. Κανένας από αυτούς τους ισχυρισμούς δεν ήταν αληθής. Αν κι ο Carmichael-Smyth ήταν από διακεκριμένη στρατιωτική οικογένεια της Σκωτίας, η γιαγιά της Anne έφτασε στα άκρα για να αποτρέψει το γάμο τους. Τα επιζώντα οικογενειακά γράμματα δηλώνουν ότι ήθελε καλύτερο ταίρι για την εγγονή της.
Η Anne Becher κι ο Richmond Thackeray παντρεύτηκαν στη Καλκούτα στις 13 Οκτώβρη 1810. Το μοναχοπαίδι τους, ο Γουίλιαμ, γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1811. Υπάρχει ωραίο μικροσκοπικό πορτραίτο της Anne Becher Thackeray και του William Makepeace Thackeray, ηλικίας περίπου 2 ετών, που έγινε στο Madras από τον George Chinnery περίπου το 1813.

Η εξαπάτηση της οικογένειας της Άννας αποκαλύφθηκε απροσδόκητα το 1812, όταν ο Richmond Thackeray κάλεσε άθελά του τον υποτιθέμενο νεκρό Carmichael-Smyth σε δείπνο. 5 χρόνια μετά, αφού ο Ρίτσμοντ είχε πεθάνει από πυρετό στις 13 Σεπτέμβρη 1815, η Άννα παντρεύτηκε τον Henry Carmichael-Smyth, στις 13 Μάρτη 1817. Το ζευγάρι μετακόμισε στην Αγγλία το 1820, αφού είχε στείλει τον William στο σχολείο εκεί περισσότερα από 3 χρόνια νωρίτερα. Ο χωρισμός από τη μητέρα του είχε τραυματική επίδραση στον νεαρό Thackeray, που τη μίλησε στο δοκίμιό του “On Letts’s Diary” στο The Roundabout Papers.
Ο Thackeray γεννήθηκε στη Καλκούτα της Βρεττανικής Ινδίας και στάλθηκε στην Αγγλία μετά το θάνατο του πατέρα του το 1815. Σπούδασε σε διάφορα σχολεία και παρακολούθησε για λίγο το Trinity College του Cambridge, πριν φύγει για να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Σπατάλησε μεγάλο μέρος της κληρονομιάς του σε τυχερά παιχνίδια κι αποτυχημένες εφημερίδες. Στράφηκε στη δημοσιογραφία για να στηρίξει την οικογένειά του, δουλεύοντας κυρίως για το περιοδικό Fraser’s Magazine, τους Times και το Punch. Η σύζυγός του Isabella υπέφερε από ψυχική ασθένεια. Κέρδισε φήμη με το μυθιστόρημά του Vanity Fair και παρήγαγε πολλά άλλα αξιοσημείωτα έργα. Έθεσε ανεπιτυχώς υποψηφιότητα για το Κοινοβούλιο το 1857 κι εξέδωσε το περιοδικό Cornhill το 1860. Η υγεία του επιδεινώθηκε λόγω υπερβολικής κατανάλωσης, ποτού κι έλλειψης άσκησης. Πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο στα 52 του.

Ξεκίνησε ως σατιρικός και παρωδός, κερδίζοντας δημοτικότητα μέσα από έργα που έδειξαν την αγάπη του για τους αδίστακτους χαρακτήρες. Τα πρώτα έργα του σημαδεύτηκαν από άγριες επιθέσεις στην υψηλή κοινωνία, τη στρατιωτική ανδρεία, το γάμο και την υποκρισία, συχνά γραμμένα με διάφορα ψευδώνυμα. Η συγγραφική του καρριέρα ξεκίνησε με σατιρικά σκίτσα όπως τα The Yellowplush Papers. Τα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του, όπως το Pendennis και το The Newcomes, αντανακλούσαν ώριμο τόνο του, εστιάζοντας στην ενηλικίωση των χαρακτήρων και στις κριτικές απεικονίσεις της κοινωνίας. Στη διάρκεια της βικτωριανής εποχής, κατέλαβε τη 2η θέση μετά τον Dickens, αλλά τώρα είναι κυρίως γνωστός για το Vanity Fair.
Ο Thackeray, μοναχοπαίδι, γεννήθηκε στην Καλκούτα, όπου ο πατέρας του, Richmond Thackeray (1 Σεπτέμβρη 1781-13 Σεπτέμβρη 1815), ήτανε γραμματέας του Συμβουλίου Εσόδων της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Η μητέρα του, Anne Becher (1792-1864), ήτανε 2η κόρη της Harriet Becher και του John Harman Becher, που ήταν επίσης γραμματέας (συγγραφέας) για την Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Ο πατέρας του ήταν εγγονός του Thomas Thackeray (1693-1760), διευθυντή του σχολείου Harrow.
Ο Ρίτσμοντ πέθανε το 1815, γεγονός που ανάγκασε την Άννα να στείλει τον γιο της στην Αγγλία την ίδια χρονιά, ενώ παρέμεινε στην Ινδία. Το πλοίο με το οποίο ταξίδεψε έκανε σύντομη στάση στην Αγία Ελένη, όπου του υπέδειξε τον φυλακισμένο Ναπολέοντα. Μόλις έφτασε στην Αγγλία, εκπαιδεύτηκε σε σχολεία στο Σαουθάμπτον και το Τσίσγουικ και στη συνέχεια στο Charterhouse School, όπου διδάχθηκε από τον John Leech. Αντιπαθούσε το Charterhouse και το παρωδούσε στη μυθοπλασία του ως “Slaughterhouse”. Παρ’ όλ’ αυτά, τιμήθηκε στο παρεκκλήσι Charterhouse με μνημείο μετά το θάνατό του.

Η ασθένεια στο τελευταίο του έτος στο Charterhouse, που στη διάρκειά του φέρεται να μεγάλωσε στο πλήρες ύψος του 6 ft 3 in (1.91 m), ανέβαλε την εγγραφή του στο Trinity College του Cambridge, μέχρι το Φλεβάρη του 1829.
Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε πολύ για ακαδημαϊκές σπουδές, έφυγε από το Cambridge το 1830, αλλά μερικά από τα 1α δημοσιευμένα γραπτά του εμφανίστηκαν σε 2 πανεπιστημιακά περιοδικά, The Snob και The Gownsman.
Στη συνέχεια, ταξίδεψε για κάποιο χρονικό διάστημα στην ηπειρωτική Ευρώπη, επισκεπτόμενος το Παρίσι και τη Βαϊμάρη, όπου συναντήθηκε με τον Goethe. Επέστρεψε στην Αγγλία κι άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Middle Temple, αλλά σύντομα το εγκατέλειψε. Όταν έφτασε στa 21, πήρε τη κληρονομιά από τον πατέρα, αλλά σπατάλησε μεγάλο μέρος της σε τυχερά παιχνίδια και στη χρηματοδότηση 2 αποτυχημένων εφημερίδων, της The National Standard και της The Constitutional, που ήλπιζε να γράψει. Έχασε επίσης μεγάλο μέρος της περιουσίας του στην κατάρρευση 2 ινδικών τραπεζών. Αναγκασμένος να σκεφτεί επάγγελμα να συντηρήσει τον εαυτό του, στράφηκε πρώτα στη τέχνη, που σπούδασε στο Παρίσι, αλλά δεν την ακολούθησε, παρά μόνο τα επόμενα χρόνια ως εικονογράφος μερικών δικών του μυθιστορημάτων κι άλλων γραπτών.
Τα χρόνια της ημιαδράνειας του Thackeray τελείωσαν στις 20 Αυγούστου 1836, όταν παντρεύτηκε την Isabella Gethin Shawe (1816-1894), 2η κόρη της Isabella Creagh Shawe και του Matthew Shawe, συνταγματάρχη που ‘χε πεθάνει μετά από διακεκριμένη υπηρεσία, κυρίως στην Ινδία. Οι Thackerays είχανε 3 παιδιά, όλες κόρες: την Anne Isabella (1837-1919), την Jane (που πέθανε οκτώ μηνών) και τη Harriet Marian (1840-1875), που παντρεύτηκε τον Sir Leslie Stephen, εκδότη, βιογράφο και φιλόσοφο.

Άρχισε τώρα να «γράφει για τη ζωή του», όπως το ‘θεσε, στρεφόμενος στη δημοσιογραφία προσπαθώντας να στηρίξει τη νεαρή οικογένειά του. Εργάστηκε κυρίως για το Fraser’s Magazine, αιχμηρή και καυστική συντηρητική έκδοση που παρήγαγε κριτική τέχνης, σύντομα φανταστικά σκίτσα και 2 μεγαλύτερα φανταστικά έργα, τη Catherine και την τύχη του Barry Lyndon. Μεταξύ 1837 και 1840, έγραψε επίσης κριτική βιβλίων για τους The Times.
Ήταν επίσης τακτικός συνεργάτης των The Morning Chronicle και The Foreign Quarterly Review. Μετά, μέσω της σύνδεσής του με τον εικονογράφο John Leech, άρχισε να γράφει για το νεοσύστατο περιοδικό Punch, που δημοσίευσε το The Snob Papers, που αργότερα συλλέχθηκε ως The Book of Snobs. Αυτό το έργο διέδωσε τη σύγχρονη έννοια της λέξης “σνομπ”. Ήτανε τακτικός συνεργάτης του Punch μεταξύ 1843 και 1854.
Στη προσωπική ζωή του, η σύζυγός του Isabella υπέκυψε στη κατάθλιψη μετά τη γέννηση του 3ου παιδιού τους το 1840. Διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούσε να κάνει καμμία δουλειά στο σπίτι, περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο μακρυά, μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1840, όταν συνειδητοποίησε πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση της συζύγου του. Χτυπημένος από ενοχές, ξεκίνησε με τη σύζυγό του για την Ιρλανδία. Στη διάρκεια του διάπλου, ρίχτηκε από μια ντουλάπα νερού στη θάλασσα, αλλά ανασύρθηκε από τα νερά. Έφυγαν πίσω στο σπίτι μετά από μάχη 4 βδομάδων με τη μητέρα της. Από τον Νοέμβρη του 1840 ως το Φλεβάρη του 1842, η Ισαβέλλα μπαινόβγαινε στην επαγγελματική φροντίδα, καθώς η κατάστασή της χειροτέρευε.

Τελικά επιδεινώθηκε σε μόνιμη κατάσταση απόσπασης από τη πραγματικότητα. Ο Thackeray αναζητούσε απεγνωσμένα θεραπείες γι’ αυτήν, αλλά τίποτα δεν λειτούργησε και κατέληξε σε 2 διαφορετικά άσυλα μέσα ή κοντά στο Παρίσι μέχρι το 1845, μετά ο Thackeray τη πήρε πίσω στην Αγγλία, όπου την εγκατέστησε με τη κυρία Bakewell στο Camberwell. Η Isabella ξεπέρασε τον σύζυγό της κατά 30 χρόνια, στο τέλος φροντίζεται από οικογένεια που ονομάζεται Thompson στο Leigh-on-Sea στο Southend, μέχρι το θάνατό της το 1894. Μετά την ασθένεια της συζύγου του, ο Thackeray δεν δημιούργησε ποτέ άλλη μόνιμη σχέση. Ωστόσο, κυνήγησε άλλες γυναίκες, ιδιαίτερα την κυρία Τζέιν Μπρούκφιλντ και τη Σάλι Μπάξτερ. Το 1851, ο κ. Μπρούκφιλντ απαγόρευσε στον Θάκερεϊ περαιτέρω επισκέψεις ή αλληλογραφία με την Τζέιν. Η Baxter, Αμερικανίδα 20 έτη νεότερη του, που τον γνώρισε στη διάρκεια περιοδείας διαλέξεων στη Νέα Υόρκη το 1852, παντρεύτηκε άλλο άνδρα το 1855.
Στις αρχές της 10ετίας του 1840, είχε κάποια επιτυχία με 2Ο Thackeray πέτυχε μεγαλύτερη αναγνώριση με τα Snob Papers του (σε συνέχειες το 1846/7, που δημοσιεύθηκε σε μορφή βιβλίου το 1848), αλλά το έργο που καθιέρωσε πραγματικά τη φήμη του ήταν το μυθιστόρημα Vanity Fair, που εμφανίστηκε 1η φορά σε συνέχειες απ’ το Γενάρη του 1847. Ακόμη και πριν το Vanity Fair ολοκληρώσει τη σειριακή προβολή του, ο Thackeray είχε γίνει μια διασημότητα, περιζήτητη από τους ίδιους τους άρχοντες και τις κυρίες που σατίριζε. Τον χαιρέτισαν ως ίσο με τον Ντίκενς.
Παρέμεινε «στη κορυφή του δέντρου», όπως το έθεσε, για το υπόλοιπο της ζωής του, που στη διάρκειά της παρήγαγε αρκετά μεγάλα μυθιστορήματα, κυρίως Pendennis, The Newcomes και The History of Henry Esmond, παρά διάφορες ασθένειες, συμπεριλαμβανομένης σχεδόν θανατηφόρας που τον χτύπησε το 1849 στη μέση της συγγραφής του Pendennis. Επισκέφθηκε 2 φορές τις ΗΠΑ σε περιοδείες διαλέξεων στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο μακροχρόνιος δημοσιογράφος της Ουάσιγκτον B.P. Poore περιέγραψε τον Thackeray σε μία από αυτές τις περιοδείες:
Οι πολίτες της Ουάσιγκτον απόλαυσαν σπάνια ευχαρίστηση όταν ο Thackeray ήρθε να δώσει τις διαλέξεις του για τους Άγγλους δοκιμιογράφους, εξυπνάδες και χιουμορίστες του 18ου αι.. Συνηθισμένοι στο στυλ ρητορικής του απλωμένου αετού που επικρατούσε πολύ στο Καπιτώλιο, ήταν ευχαριστημένοι με την ευχάριστη φωνή και τον εύκολο τρόπο του εύσωμου, γκριζομάλλη, ροζ μάγουλου Βρεττανού, που δεν έκανε χειρονομίες, αλλά στεκόταν τις περισσότερες φορές με τα χέρια στις τσέπες, σαν να μιλούσε με φίλους σε ζεστή εστία.

Έδωσε επίσης διαλέξεις στο Λονδίνο για τους Άγγλους χιουμορίστες του 18ου αι. και για τους 1ους 4 μονάρχες του Αννόβερου. Η τελευταία σειρά δημοσιεύθηκε σε μορφή βιβλίου το 1861 ως The Four Georges: Sketches of Manners, Morals, Court, and Town Life, ταξιδιωτικά βιβλία, το The Paris Sketch Book και το The Irish Sketch Book, το τελευταίο χαρακτηρίστηκε από την εχθρότητά του προς τους Ιρλανδούς Καθολικούς. Ωστόσο, καθώς το βιβλίο απευθυνόταν στο αντι-ιρλανδικό συναίσθημα στη Βρεττανία κείνη την εποχή, ανέλαβε τη δουλειά του Ιρλανδού εμπειρογνώμονα του Punch, συχνά με το ψευδώνυμο Hibernis Hibernior (περισσότερο Ιρλανδός παρά Ιρλανδός). Ο Thackeray έγινε υπεύθυνος για τη δημιουργία των διαβόητα εχθρικών κι αρνητικών απεικονίσεων των Ιρλανδών στη διάρκεια του Μεγάλου Ιρλανδικού Λιμού από το 1845 ως το 1851.
Τον Ιούλιο του 1857, έθεσε ανεπιτυχώς υποψηφιότητα ως Φιλελεύθερος για τη πόλη της Οξφόρδης στο Κοινοβούλιο. Αν και δεν ήταν ο πιο φλογερός ταραχοποιός, ήτανε πάντα αποφασισμένος φιλελεύθερος στη πολιτική του κι υποσχέθηκε να ψηφίσει υπέρ της ψηφοφορίας για την επέκταση της ψηφοφορίας κι ήταν έτοιμος να δεχτεί 3ετή κοινοβούλια. Ηττήθηκε οριακά από τον Cardwell, που έλαβε 1.070 ψήφους, έναντι 1.005 για τον Thackeray.
Το 1860, έγινε συντάκτης του νεοσύστατου περιοδικού Cornhill, αλλά ποτέ δεν ένιωσε άνετα στο ρόλο, προτιμώντας να συνεισφέρει στο περιοδικό ως συγγραφέας στήλης που ονομάζεται “Roundabout Papers”.
Η υγεία του χάλασε στη 10ετία του 1850, υπέφερε από επαναλαμβανόμενη στένωση της ουρήθρας που τον καθυστερούσε για μέρες κάθε φορά. Ένιωθε επίσης ότι είχε χάσει μεγάλο μέρος της δημιουργικής του ώθησης. Χειροτέρευε τα πράγματα με το υπερβολικό φαγητό και ποτό και την αποφυγή της άσκησης, αν και του άρεσε να ιππεύει (είχε άλογο). Έχει χαρακτηριστεί ως «ο μεγαλύτερος λογοτεχνικός λαίμαργος που έζησε ποτέ». Η κύρια δραστηριότητά του εκτός από το γράψιμο ήταν ο «εκσπλαχνισμός και το γουργουρητό». Δεν μπορούσε να σπάσει τον εθισμό του στις πικάντικες πιπεριές, καταστρέφοντας περαιτέρω τη πέψη του.

Στις 23 Δεκέμβρη 1863, αφού επέστρεψε από φαγητό έξω και πριν ντυθεί για ύπνο, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του το επόμενο πρωί. Ο θάνατός του στα 52 ήταν απροσδόκητος και συγκλόνισε την οικογένειά του, τους φίλους και το αναγνωστικό κοινό. Υπολογίζεται ότι 7.000 άνθρωποι παρακολούθησαν τη κηδεία στους κήπους του Κένσινγκτον. Θάφτηκε στις 29 Δεκέμβρη στο νεκροταφείο Kensal Green κι αναμνηστική προτομή από τον Marochetti βρίσκεται στο Αββαείο του Westminster.
Ο Thackeray ξεκίνησε ως σατιρικός και παρωδός, γράφοντας έργα που έδειχναν ύπουλη αγάπη για αδίστακτους νεοσύστατους, όπως η Becky Sharp στο Vanity Fair κι οι χαρακτήρες τίτλων του The Luck of Barry Lyndon και της Catherine. Στα 1α του έργα, γραμμένα με ψευδώνυμα όπως Charles James Yellowplush, Michael Angelo Titmarsh και George Savage Fitz-Boodle, έτεινε προς την αγριότητα στις επιθέσεις του στην υψηλή κοινωνία, τη στρατιωτική ανδρεία, τον θεσμό του γάμου και την υποκρισία.
Ένα από τα πρώτα έργα του, το “Timbuctoo” (1829), περιέχει μπουρλέσκ πάνω στο θέμα που ορίστηκε για το Μετάλλιο του Καγκελάριου του Cambridge για τον αγγλικό στίχο. (Ο διαγωνισμός κερδήθηκε από τον Tennyson με ποίημα με τον ίδιο τίτλο, “Timbuctoo”) Η συγγραφική καρριέρα του Thackeray ξεκίνησε πραγματικά με σειρά σατιρικών σκίτσων που τώρα είναι συνήθως γνωστά ως The Yellowplush Papers, που εμφανίστηκαν στο περιοδικό Fraser’s Magazine αρχές του 1837. Αυτά προσαρμόστηκαν για το BBC Radio 4 το 2009, με τον Adam Buxton να παίζει τον Charles Yellowplush.
Μεταξύ Μάη 1839 και Φλεβάρη 1840 ο Φρέιζερ δημοσίευσε το έργο που μερικές φορές θεωρείται το 1ο μυθιστόρημά του, Αικατερίνη. Αρχικά προοριζόταν ως σάτιρα της σχολής αστυνομικής λογοτεχνίας Newgate, κατέληξε να είναι περισσότερο πικαρέσκ ιστορία. Άρχισε επίσης να εργάζεται, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, πάνω στο μυθιστόρημα που αργότερα δημοσιεύθηκε ως A Shabby Genteel Story.
Μαζί με το The Luck of Barry Lyndon, ο Thackeray είναι ίσως πιο γνωστός τώρα για το Vanity Fair. Ο θεωρητικός της λογοτεχνίας Kornelije Kvas έγραψε ότι «η μετεωρική άνοδος της ηρωίδας του Vanity Fair Rebecca Sharp είναι σατιρική παρουσίαση της προσπάθειας για κέρδος, εξουσία και κοινωνική αναγνώριση της νέας μεσαίας τάξης. Παλιά και νέα μέλη της μεσαίας τάξης προσπαθούν να μιμηθούν τον τρόπο ζωής της ανώτερης τάξης (ευγενείς και γαιοκτήμονες) κι έτσι να αυξήσουν τα υλικά τους αγαθά και να κατέχουνε πολυτελή αντικείμενα. Στο Vanity Fair, μπορεί κανείς να παρατηρήσει μεγαλύτερο βαθμό παραβίασης των ηθικών αξιών μεταξύ των μελών της νέας μεσαίας τάξης, γιατί η παρακμή της ηθικής είναι ανάλογη με το βαθμό εγγύτητας του ατόμου με την αγορά και τους νόμους της. Αντίθετα τα μεγάλα μυθιστορήματα απ’ τη περίοδο μετά το Vanity Fair, που κάποτε περιγράφηκαν από τον Henry James ως παραδείγματα «χαλαρών παχύδερμων τεράτων», έχουνε σε μεγάλο βαθμό ξεθωριάσει από τη προβολή, ίσως επειδή αντικατοπτρίζουνε γλυκειά ματιά στον Thackeray, που ‘χε γίνει τόσο πετυχημένος με τις σάτιρές του για τη κοινωνία που φαινόταν να χάνει το κέφι του για να της επιτεθεί. Αυτά τα μεταγενέστερα έργα είναι το Pendennis, Bildungsroman που απεικονίζει την ενηλικίωση του Arthur Pendennis, ενός alter ego του Thackeray, που εμφανίζεται επίσης ως αφηγητής 2 μεταγενέστερων μυθιστορημάτων, The Newcomes και The Adventures of Philip. Το The Newcomes είναι αξιοσημείωτο για τη κριτική απεικόνιση της «αγοράς γάμου», ενώ ο Philip είναι γνωστός για την ημι-αυτοβιογραφική απεικόνιση της πρώιμης ζωής του, που ανακτά μέρος της πρώιμης σατιρικής του δύναμης.

Επίσης αξιοσημείωτο μεταξύ των μεταγενέστερων μυθιστορημάτων είναι Η ιστορία του Henry Esmond, που ο Thackeray προσπάθησε να γράψει μυθιστόρημα στο στυλ του 18ου αι., περίοδο που είχε μεγάλη έκκληση γι’ αυτόν. Σχετικά με αυτό, έχουνε βρεθεί εμφανείς αναλογίες -στη θεμελιώδη δομή της πλοκής. στα ψυχολογικά περιγράμματα των κύριων χαρακτήρων. σε συχνά επεισόδια και στη χρήση μεταφορών- στις Εξομολογήσεις ενός Ιταλού του Ippolito Nievo. Ο Nievo έγραψε το μυθιστόρημά του στη διάρκεια της παραμονής του στο Μιλάνο, όπου, στη βιβλιοθήκη “Ambrosiana”, ήταν διαθέσιμη η Ιστορία του Henry Esmond, μόλις δημοσιεύτηκε. Όχι μόνο ο Esmond αλλά κι ο Barry Lyndon κι η Catherine διαδραματίζονται σ’ αυτή τη περίοδο, όπως κι η συνέχεια του Esmond, The Virginians, που διαδραματίζεται εν μέρει στη Β Αμερική κι έχει τον George Washington ως χαρακτήρα που σχεδόν σκοτώνει έναν απ’ τους πρωταγωνιστές σε μονομαχία.
Ο Thackeray είναι πρόγονος του Βρεττανού χρηματοδότη Ryan Williams κι είναι ο προ-προ-προπάππους του Βρεττανού κωμικού Al Murray. Στη διάρκεια της βικτωριανής εποχής κατατασσότανε 2ος μόνο μετά τον Dickens, αλλά τώρα είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένος κι είναι γνωστός σχεδόν αποκλειστικά για το Vanity Fair. Το μυθιστόρημα έχει γίνει εξάρτημα στα πανεπιστημιακά μαθήματα κι έχει επανειλημμένα προσαρμοστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Την εποχή του Thackeray ορισμένοι σχολιαστές, όπως ο Anthony Trollope, κατέταξαν την Ιστορία του Henry Esmond ως το σπουδαιότερο έργο του, ίσως επειδή εξέφραζε τις βικτωριανές αξίες του καθήκοντος και της σοβαρότητας, όπως έκαναν μερικά από τ’ άλλα μεταγενέστερα μυθιστορήματά του. Ίσως γι’ αυτό το λόγο δεν έχουν επιβιώσει τόσο καλά όσο το Vanity Fair, που σατιρίζει αυτές τις αξίες.
Ο Thackeray είδε τον εαυτό του να γράφει στη ρεαλιστική παράδοση και διέκρινε το έργο του από τις υπερβολές και τον συναισθηματισμό του Ντίκενς. Μερικοί μεταγενέστεροι σχολιαστές αποδέχτηκαν αυτή την αυτοαξιολόγηση και τον είδαν ως ρεαλιστή, αλλά άλλοι σημειώνουν τη τάση του να χρησιμοποιεί αφηγηματικές τεχνικές 18ου αι. όπως παρεκβάσεις κι άμεσες προσφωνήσεις στον αναγνώστη κι υποστηρίζουν ότι μέσω αυτών συχνά διαταράσσει τη ψευδαίσθηση της πραγματικότητας. Η σχολή του Henry James, μ’ έμφαση στη διατήρηση αυτής της ψευδαίσθησης, σηματοδότησε ρήξη με τις τεχνικές του Thackeray.

Η Charlotte Brontë του αφιέρωσε τη 2η έκδοση της Jane Eyre. Το 1887 η Βασιλική Εταιρεία Τεχνών αποκάλυψε μια μπλε πλάκα για να τιμήσει τον Thackeray στο σπίτι στο 2 Palace Green, στο Λονδίνο, που είχε χτιστεί γι’ αυτόν τη 10ετία του 1860. Είναι τώρα η τοποθεσία της ισραηλινής πρεσβείας.
Το πρώην σπίτι του Thackeray στο Tunbridge Wells του Kent, είναι τώρα ένα εστιατόριο που πήρε το όνομά του από τον συγγραφέα.
Ο Thackeray ήταν επίσης μέλος της Albion Lodge του Αρχαίου Τάγματος των Δρυίδων στην Οξφόρδη και της συγγραφέα Joanna Nadin.
Ο Thackeray απεικονίζεται από τον Michael Palin στην τηλεοπτική σειρά ITV του 2018 Vanity Fair.
Ο Miles Jupp παίζει τον Thackeray στην ταινία του 2017 The Man Who Invented Christmas.
Ο Jonathan Keeble υποδύεται τον Thackery στο ηχητικό δράμα του BBC του 2016 Charlotte Brontë in Babylon.
Ένα απόσπασμα από τον Thackeray εμφανίζεται στο επεισόδιο 7 του JoJo’s Bizarre Adventure. Το μικρό όνομα του Will Anthonio Zeppeli είναι πιθανώς μια αναφορά στον Άγγλο μυθιστοριογράφο William Makepeace Thackeray, που αναφέρθηκε μετά το θάνατο του Zeppeli: «Το να αγαπάς και να κερδίζεις είναι το καλύτερο πράγμα. Να αγαπάς και να χάνεις, το επόμενο καλύτερο».
Το απόσπασμα του Thackeray “Η μητέρα είναι το όνομα του Θεού” εμφανίζεται στην ταινία του 1994 The Crow.
Το “The Colonel” του Thackeray αναφέρθηκε από την Άννα Φρανκ στο The Diary of a Young Girl.
ΕΡΓΑ:
Σειρές
Άρθουρ Πέντένις
Η ιστορία του Henry Esmond (1852)
Οι Βιρτζίνια (1857–1859)
Pendennis (1848-1850)
Οι νεοφερμένοι (1854–1855)
Μια ιστορία Shabby Genteel (ημιτελής) (1840)
Οι περιπέτειες του Φιλίππου (1861-1862)
Titmarsh
Έγραψε κι εικονογράφησε 5 χριστουγεννιάτικα βιβλία ως «από τον κ. M. A. Titmarsh». Συλλέχθηκαν με τον ψευδώνυμο τίτλο και το πραγματικό του όνομα το αργότερο το 1868 από τον Smith, Elder &; Co. Το Ρόδο και το Δαχτυλίδι χρονολογείται από το 1855 στη 1η του έκδοση, που δημοσιεύθηκε για τα Χριστούγεννα του 1854.
Mrs. Perkins’s Ball (1846), όπως από τον M. A. Titmarsh
Ο δρόμος μας
Ο γιατρός Birch και οι νεαροί φίλοι του
The Kickleburys on the Rhine (Χριστούγεννα 1850) – «ένα νέο εικονογραφημένο βιβλίο, σχεδιασμένο και γραμμένο από τον κ. M. A. Titmarsh»
Το τριαντάφυλλο και το δαχτυλίδι (Χριστούγεννα 1854)
Μυθιστορήματα
Αικατερίνη (1839–1840) αρχικά πιστώθηκε στο “Ikey Solomons, Esq. Junior
Η τύχη του Barry Lyndon (1844)
Πάρτυ Ματαιοδοξίας (1847–1848)
Γυναίκες ανδρών (1852)
Λόβελ ο χήρος
Denis Duval (ημιτελής) (1864)

Νουβέλες
Ελίζαμπεθ Μπράουνμπριτζ
Σουλτάνος Πελαργός
Μικρός Σπιτζ
Τα κίτρινα βελούδινα χαρτιά (1837)
Ο καθηγητής, χαλαρά βασισμένος στη ζωή του Edward Dando
Δεσποινίς Löwe
Οι τεράστιες περιπέτειες του ταγματάρχη Gahagan
Οι μοιραίες μπότες
Το ημερολόγιο του Cox
Η συνωμοσία Bedford-Row
Η ιστορία του Samuel Titmarsh και του Great Hoggarty Diamond
Τα έγγραφα Fitz-Boodle
Το ημερολόγιο του C. Jeames de la Pluche, Esq. με τις επιστολές του
Ένας θρύλος του Ρήνου
Ένα μικρό δείπνο στο Timmins’s
Rebecca and Rowena (1850), μια παρωδιακή συνέχεια του Ivanhoe
Το φάντασμα του Bluebeard
Σκίτσα και σάτιρες
Το ιρλανδικό βιβλίο σκίτσων (2 τόμοι) (1843)
Το βιβλίο των σνομπ (1846-1848), το οποίο διέδωσε αυτόν τον όρο
Flore et Zephyr
Έγγραφα κυκλικού κόμβου
Μερικά έγγραφα κυκλικού κόμβου
Ο Κάρολος Ντίκενς στη Γαλλία
Σκίτσα χαρακτήρων
Σκίτσα και ταξίδια στο Λονδίνο
Επιστολές του κ. Μπράουν
Ο Proser
Διάφορα
Παίξτε
Οι λύκοι και το αρνί
Ταξιδιωτική γραφή
Notes of a Journey from Cornhill to Grand Cairo (1846), με το όνομα M. A. Titmarsh.
The Paris Sketchbook (1840), με τον Roger Bontemps
Τα μικρά ταξίδια και τα σκίτσα στην άκρη του δρόμου (1840)
Άλλα μη μυθιστορήματα
Οι Άγγλοι χιουμορίστες του 18ου αιώνα (1853)
Τέσσερις Georges (1860–1861)
Κυκλικά έγγραφα (1863)
Το ορφανό του Πίμλικο (1876)
Σκίτσα και ταξίδια στο Λονδίνο
Αδέσποτα χαρτιά: Όντας ιστορίες, κριτικές, στίχοι και σκίτσα (1821–1847)
Λογοτεχνικά Δοκίμια
Οι Άγγλοι χιουμορίστες του 18ου αιώνα: σειρά διαλέξεων (1867)
Μπαλάντες
Διάφορα
Ιστορίες
Μπουρλέσκ
Σκίτσα χαρακτήρων
Κριτικές κριτικές
Δεύτερη κηδεία του Ναπολέοντα
Ποιήματα
Η πλεξίδα
Το δέντρο μαόνι (1847)
============================================
Vanity Fair (Πάρτυ Ματαιοδοξίας)
Ένα μυθιστόρημα χωρίς ήρωα.
(τα πρώτα κεφάλαια)

Πρόλογος
Καθώς ο Διευθυντής της Παράστασης κάθεται μπρος στην αυλαία των σανίδων και κοιτά την Έκθεση, ένα αίσθημα βαθειάς μελαγχολίας τον κατακλύζει στην έρευνά του για το πολυσύχναστο μέρος. Υπάρχει μια μεγάλη ποσότητα φαγητού και ποτού, κάνοντας έρωτα και τρεμούλιασμα, γελώντας και το αντίθετο, καπνίζοντας, εξαπατώντας, τσακώνοντας, χορεύοντας και παίζοντας: υπάρχουν νταήδες που σπρώχνουν, δολάρια που χαζεύουν τις γυναίκες, μαχαίρια που μαζεύουν τσέπες, αστυνομικοί σε επιφυλακή, κομπογιαννίτες (άλλοι κομπογιαννίτες, πανούκλα τους παίρνουν!) που χαζεύουν μπρος από τα περίπτερά τους, και γιόκελ που κοιτάζουν ψηλά τους τενεκεδισμένους χορευτές και τους καημένους παλιούς ρουζ ποδηλάτες, ενώ οι ελαφριοί άνθρωποι λειτουργούν στις τσέπες τους πίσω. Ναι, αυτό είναι το Vanity Fair. δεν είναι ένας ηθικός τόπος σίγουρα. ούτε ένα χαρούμενο, αν και πολύ θορυβώδες. Κοιτάξτε τα πρόσωπα των ηθοποιών και των buffoons όταν βγαίνουν από την επιχείρησή τους κι ο Tom Fool πλένει το χρώμα από τα μάγουλά του πριν καθίσει για δείπνο με τη σύζυγό του και τις μικρές πουτίγκες Jack πίσω από τους καμβάδες. Η αυλαία θα σηκωθεί σύντομα, και θα γυρίσει το κεφάλι πάνω από τα τακούνια και θα φωνάξει, “Πώς είσαι;”
Ένας άνθρωπος με στοχαστική στροφή του μυαλού, περπατώντας μέσα από μια έκθεση αυτού του είδους, δεν θα καταπιεστεί, το νομίζω, από την ιλαρότητα τη δική του ή άλλων ανθρώπων. Ένα επεισόδιο χιούμορ ή καλοσύνης τον αγγίζει και τον διασκεδάζει εδώ κι εκεί -ένα όμορφο παιδί που κοιτά έναν πάγκο με μελόψωμο. ένα όμορφο κορίτσι κοκκινίζει ενώ ο εραστής της μιλά μαζί της κι επιλέγει το φέρινγκ της. Ο καημένος ο Τομ Ανόητος, κρύβεται πίσω από το βαγόνι, μουρμουρίζοντας το κόκκαλο του με την τίμια οικογένεια που ζει απ’ τη πτώση του, αλλά η γενική εντύπωση είναι πιότερο μελαγχολική παρά εύθυμη. Όταν επιστρέφετε σπίτι, κάθεστε με νηφάλιο, στοχαστικό, όχι άσπλαχνο μυαλό κι εφαρμόζετε τον εαυτό σας στα βιβλία σας ή στην επιχείρησή σας.
Δεν έχω άλλο ηθικό δίδαγμα από αυτό για να επισημάνω τη παρούσα ιστορία του “Vanity Fair”. Μερικοί άνθρωποι θεωρούν τα πανηγύρια ανήθικα εντελώς κι αποφεύγουν τέτοια, με τους υπηρέτες και τις οικογένειές τους: πολύ πιθανό να έχουν δίκιο. Αλλά άνθρωποι που σκέφτονται διαφορετικά κι είναι τεμπέληδες, ή καλοπροαίρετοι, ή σαρκαστικοί, μπορεί ίσως να θέλουν να παρέμβουν για μισή ώρα και να δουν τις παραστάσεις. Υπάρχουν σκηνές όλων των ειδών. μερικές φοβερές μάχες, μερικές μεγαλειώδεις και υψηλές ιππεύσεις, μερικές σκηνές υψηλής ζωής και μερικές πολύ μέτριες. κάποια ερωτική για το συναισθηματικό, και κάποια ελαφριά κωμική επιχείρηση: το σύνολο συνοδεύεται από κατάλληλα σκηνικά και φωτίζεται λαμπρά με τα κεριά του ίδιου του συγγραφέα.
Τι άλλο έχει να πει ο Διευθυντής της Παράστασης; -Να αναγνωρίσει την καλοσύνη που έγινε δεκτή σε όλες τις κύριες πόλεις της Αγγλίας απ’ όπου πέρασε η Παράσταση κι όπου έτυχε ευνοϊκής υποδοχής από τους σεβαστούς μαέστρους του Δημόσιου Τύπου, καθώς κι από την ελίτ και την αριστοκρατία. Είναι περήφανος που πιστεύει ότι οι μαριονέτες του έχουνε δώσει ικανοποίηση στη καλύτερη εταιρεία αυτής της αυτοκρατορίας. Η διάσημη μικρή κούκλα Becky έχει χαρακτηριστεί ασυνήθιστα ευέλικτη στις αρθρώσεις και ζωντανή στο σύρμα: η κούκλα Amelia, αν κι είχε μικρότερο κύκλο θαυμαστών, έχει ακόμη σκαλιστεί και ντυθεί με τη μεγαλύτερη φροντίδα από τον καλλιτέχνη: η φιγούρα Dobbin, αν και φαινομενικά αδέξια, χορεύει με πολύ διασκεδαστικό και φυσικό τρόπο: ο χορός των μικρών αγοριών άρεσε σε μερικούς. και παρακαλώ να σχολιάσετε τη πλούσια ντυμένη φιγούρα του Κακού Ευγενή, που δεν έχουν γλιτώσει έξοδα και που ο Old Nick θα φέρει μακρυά στο τέλος αυτής της μοναδικής παράστασης.
Και μ’ αυτό και βαθειά υπόκλιση στους προστάτες του, ο διευθυντής αποσύρεται κι η αυλαία σηκώνεται.
Λονδίνο,
28 Ιουνίου 1848.
_______________________________
ΚΕΦ. 1ον.
ΕΜΠΟΡΙΚΌ ΚΈΝΤΡΟ CHISWICK.
Όσο ο αιώνας που διανύεται ήταν στην εφηβεία του κι ένα ηλιόλουστο λαμπερό πρωινό του Ιουνίου, οδήγησε μέχρι τη μεγάλη σιδερένια πύλη της ακαδημίας της δεσποινίδος Πίνκερτον για νεαρές κυρίες, στο Chiswick Mall, ένα μεγάλο οικογενειακό λεωφορείο, με δύο χοντρά άλογα σε φλεγόμενη ζώνη, οδηγούμενα από έναν χοντρό αμαξά με ένα τρίγωνο καπέλο και περούκα, με ρυθμό τεσσάρων μιλίων την ώρα. Ένας μαύρος υπηρέτης, ο οποίος αναπαυόταν στο κουτί δίπλα στον χοντρό αμαξά, ξεκούμπωσε τα πόδια του μόλις η ισοπαλία έφτασε απέναντι από τη λαμπερή ορειχάλκινη πλάκα της δεσποινίδος Πίνκερτον, και καθώς τράβηξε το κουδούνι, τουλάχιστον μια σειρά από νεαρά κεφάλια φάνηκαν να κοιτάζουν έξω από τα στενά παράθυρα του αρχοντικού παλιού πλινθόκτιστου σπιτιού. Όχι, ο οξύς παρατηρητής μπορεί να αναγνώρισε τη μικρή κόκκινη μύτη της ίδιας της καλοπροαίρετης δεσποινίδος Jemima Pinkerton, που υψωνόταν πάνω από μερικά δοχεία γεράνι στο παράθυρο του σαλονιού αυτής της κυρίας.
«Είναι η προπονήτρια της κυρίας Σέντλεϊ, η αδελφή της», είπε η δεσποινίς Τζεμίμα. «Ο Σάμπο, ο μαύρος υπηρέτης, μόλις χτύπησε το κουδούνι. Και ο αμαξάς έχει ένα νέο κόκκινο γιλέκο».
«Έχετε ολοκληρώσει όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες για την αναχώρηση της δεσποινίδος Σέντλεϋ, δεσποινίς Τζεμίμα;» ρώτησε η ίδια η δεσποινίς Πίνκερτον, αυτή η μεγαλοπρεπής κυρία: η Σεμίραμις του Χάμερσμιθ, η φίλη του γιατρού Τζόνσον, η ανταποκρίτρια της ίδιας της κυρίας Τσάπονε.
«Τα κορίτσια σηκώθηκαν στις τέσσερις σήμερα το πρωί, μαζεύοντας τα μπαούλα της, αδελφή», απάντησε η δεσποινίς Τζεμίμα. «Την έχουμε κάνει ένα δοχείο τόξου».
«Πες μια ανθοδέσμη, αδελφή Τζεμίμα, είναι πιο ευγενική».
“Λοιπόν, ένα booky τόσο μεγάλο σχεδόν όσο μια στοίβα άχυρο. Έχω βάλει δύο μπουκάλια με το νερό gillyflower για την κυρία Sedley, και την απόδειξη για την παρασκευή του, στο κουτί της Amelia».
«Και ελπίζω, δεσποινίς Jemima, ότι έχετε κάνει ένα αντίγραφο της δεσποινίδος Sedley
λογαριασμός. Αυτό είναι, έτσι δεν είναι; Πολύ καλό – ενενήντα τρία κιλά, τέσσερα σελίνια. Να έχετε την καλοσύνη να το απευθύνετε στον John Sedley, στο Esquire, και να σφραγίσετε αυτό το κουτάλι που έχω γράψει στην κυρία του».
Στα μάτια της δεσποινίδος Τζεμίμα ένα αυτόγραφο γράμμα της αδελφής της, της δεσποινίδος Πίνκερτον, ήταν αντικείμενο τόσο βαθύ σεβασμό, όσο θα ήταν ένα γράμμα από έναν ηγεμόνα. Μόνο όταν οι μαθητές της εγκατέλειψαν το ίδρυμα, ή όταν επρόκειτο να παντρευτούν, και κάποτε, όταν η φτωχή δεσποινίς Birch πέθανε από οστρακιά, ήταν γνωστό ότι η δεσποινίς Πίνκερτον έγραφε προσωπικά στους γονείς των μαθητών της. Και ήταν η γνώμη της Jemima ότι αν κάτι θα μπορούσε να παρηγορήσει την κυρία Birch για την απώλεια της κόρης της, θα ήταν αυτή η ευσεβής και εύγλωττη σύνθεση στην οποία η δεσποινίς Pinkerton ανακοίνωσε το γεγονός.
Εν προκειμένω, το “billet” της κ. Pinkerton είχε ως εξής:
“The Mall, Chiswick, 15 Ιουνίου 18——
«Κυρία,—Μετά από έξι χρόνια παραμονής της στο εμπορικό κέντρο, έχω την τιμή και την ευτυχία να παρουσιάσω τη δεσποινίς Αμέλια Σέντλεϋ στους γονείς της, ως μια νεαρή κοπέλα που δεν είναι ανάξια να καταλάβει μια κατάλληλη θέση στον εκλεπτυσμένο και εκλεπτυσμένο κύκλο τους. Αυτές οι αρετές που χαρακτηρίζουν τη νεαρή Αγγλίδα κυρία, εκείνα τα επιτεύγματα που γίνονται η γέννηση και η θέση της, δεν θα βρεθούν ανεπαρκείς στην συμπαθή δεσποινίς Sedley, της οποίας η εργατικότητα και η υπακοή την έχουν κάνει αγαπητή στους εκπαιδευτές της και της οποίας η ευχάριστη γλυκύτητα της ιδιοσυγκρασίας έχει γοητεύσει τους ηλικιωμένους και τους νεαρούς συντρόφους της.
«Στη μουσική, στο χορό, στην ορθογραφία, σε κάθε ποικιλία κεντήματος και κεντητικής, θα βρεθεί να έχει πραγματοποιήσει τις πιο τρυφερές επιθυμίες των φίλων της. Στη γεωγραφία υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να επιθυμηθούν. Και μια προσεκτική και αδιάκοπη χρήση του ταμπλό, για τέσσερις ώρες καθημερινά κατά τη διάρκεια των επόμενων τριών ετών, συνιστάται ως απαραίτητη για την απόκτηση αυτής της αξιοπρεπούς απέλασης και μεταφοράς, τόσο απαραίτητη για κάθε νεαρή κοπέλα της μόδας.
«Στις αρχές της θρησκείας και της ηθικής, η δεσποινίς Σέντλεϋ θα βρεθεί αντάξια ενός κατεστημένου που έχει τιμηθεί με την παρουσία του Μεγάλου Λεξικογράφου και την υποστήριξη της αξιοθαύμαστης κυρίας Τσάπονε. Φεύγοντας από το εμπορικό κέντρο, η δεσποινίς Αμέλια κουβαλάει μαζί της τις καρδιές των συντρόφων της και τους στοργικούς χαιρετισμούς της ερωμένης της, η οποία έχει την τιμή να προσυπογράφει τον εαυτό της,
«Κυρία»,
η πιο υπόχρεη ταπεινή υπηρέτριά σας,
η Μπάρμπαρα Πίνκερτον.
«Υ.Γ. Η δεσποινίς Σαρπ συνοδεύει τη δεσποινίς Σέντλεϊ. Παρακαλείται ιδιαίτερα η παραμονή της κυρίας Σαρπ στην πλατεία Ράσελ να μην υπερβαίνει τις δέκα ημέρες. Η διακεκριμένη οικογένεια με την οποία είναι αρραβωνιασμένη, επιθυμεί να επωφεληθεί από τις υπηρεσίες της το συντομότερο δυνατό».
Αυτή η επιστολή ολοκληρώθηκε, η δεσποινίς Πίνκερτον προχώρησε να γράψει το δικό της όνομα, και της δεσποινίδος Σέντλεϋ, στο φύλλο ενός λεξικού του Τζόνσον – το ενδιαφέρον έργο που παρουσίαζε πάντα στους μελετητές της, κατά την αναχώρησή τους από το εμπορικό κέντρο. Στο εξώφυλλο προστέθηκε ένα αντίγραφο του “Γραμμές που απευθύνονται σε μια νεαρή κοπέλα που εγκαταλείπει το σχολείο της δεσποινίδος Πίνκερτον, στο εμπορικό κέντρο. από τον αείμνηστο σεβαστό γιατρό Samuel Johnson». Στην πραγματικότητα, το όνομα του λεξικογράφου ήταν πάντα στα χείλη αυτής της μεγαλοπρεπούς γυναίκας και μια επίσκεψη που της είχε κάνει ήταν η αιτία της φήμης και της περιουσίας της.
Έχοντας εντολή από τη μεγαλύτερη αδελφή της να πάρει «το Λεξικό» από το ντουλάπι, η δεσποινίς Jemima είχε αποσπάσει δύο αντίτυπα του βιβλίου από το εν λόγω δοχείο. Όταν η δεσποινίς Πίνκερτον τελείωσε την επιγραφή στην πρώτη, η Τζεμίμα, με έναν μάλλον αμφίβολο και δειλό αέρα, της έδωσε τη δεύτερη.
«Για ποιον είναι αυτό, δεσποινίς Τζεμίμα;» είπε η δεσποινίς Πίνκερτον, με φοβερή ψυχρότητα.
«Για την Μπέκι Σαρπ», απάντησε η Τζεμίμα, τρέμοντας πάρα πολύ, και κοκκινίζοντας πάνω από το μαραμένο πρόσωπο και το λαιμό της, καθώς γύρισε την πλάτη της στην αδελφή της. «Για την Μπέκι Σαρπ: θα πάει κι αυτή».
«MISS JEMIMA!» αναφώνησε η δεσποινίς Pinkerton, στις μεγαλύτερες πρωτεύουσες. «Είσαι στα λογικά σου; Αντικαταστήστε το Dixonary στην ντουλάπα και μην τολμήσετε ποτέ να πάρετε μια τέτοια ελευθερία στο μέλλον.
«Λοιπόν, αδελφή, είναι μόνο δύο και εννέα πένες, και η καημένη η Μπέκι θα είναι δυστυχισμένη αν δεν πάρει μία».
«Στείλε αμέσως τη δεσποινίς Σέντλεϊ σε μένα», είπε η δεσποινίς Πίνκερτον. Και έτσι, τολμώντας να μην πει άλλη λέξη, η καημένη η Τζεμίμα έτρεξε μακριά, υπερβολικά ταραγμένη και νευρική.
Ο μπαμπάς της δεσποινίδος Σέντλεϋ ήταν έμπορος στο Λονδίνο και άνθρωπος με κάποια περιουσία. ενώ η δεσποινίς Σαρπ ήταν μαθήτρια, για την οποία η δεσποινίς Πίνκερτον είχε κάνει, όπως νόμιζε, αρκετά, χωρίς να της απονείμει κατά τον αποχωρισμό, την υψηλή τιμή του Dixonary.
Αν και οι επιστολές των Σχολαρχών δεν πρέπει να εμπιστεύονται τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από επιτάφιους στην αυλή της εκκλησίας. Ωστόσο, όπως συμβαίνει μερικές φορές να φεύγει από αυτή τη ζωή ένας άνθρωπος, ο οποίος αξίζει πραγματικά όλους τους επαίνους που ο λιθοκόπος σκαλίζει πάνω από τα οστά του. ο οποίος είναι καλός χριστιανός, καλός γονέας, παιδί, σύζυγος ή σύζυγος. ο οποίος στην πραγματικότητα αφήνει μια απογοητευμένη οικογένεια να θρηνήσει την απώλειά του. Έτσι, στις ακαδημίες του αρσενικού και θηλυκού φύλου συμβαίνει κάθε τόσο, ότι ο μαθητής είναι πλήρως άξιος των επαίνων που απονέμονται από τον ανιδιοτελή εκπαιδευτή. Τώρα, η δεσποινίς Amelia Sedley ήταν μια νεαρή κοπέλα αυτού του μοναδικού είδους. και άξιζε όχι μόνο όλα όσα είπε η δεσποινίς Πίνκερτον στον έπαινό της, αλλά είχε πολλές γοητευτικές ιδιότητες που εκείνη η πομπώδης γριά Μινέρβα μιας γυναίκας δεν μπορούσε να δει, από τις διαφορές τάξης και ηλικίας μεταξύ της μαθήτριάς της και του εαυτού της.
Γιατί δεν μπορούσε μόνο να τραγουδήσει σαν λαγός, ή σαν κυρία Billington, και να χορέψει σαν Hillisberg ή Parisot. και κεντήστε όμορφα. και ξόρκι καθώς και το ίδιο το Dixonary. Αλλά είχε μια τόσο ευγενική, χαμογελαστή, τρυφερή, ευγενική, γενναιόδωρη καρδιά της, που κέρδισε την αγάπη όλων όσων έρχονταν κοντά της, από την ίδια τη Μινέρβα μέχρι το φτωχό κορίτσι στο σφαγείο και την κόρη της μονόφθαλμης τάρτας, στην οποία επιτρεπόταν να πωλεί τα εμπορεύματά της μία φορά την εβδομάδα στις νεαρές κυρίες στο εμπορικό κέντρο. Είχε δώδεκα στενούς και στενούς φίλους από τις είκοσι τέσσερις νεαρές κυρίες. Ακόμη και η ζηλιάρα δεσποινίς Briggs δεν μίλησε ποτέ άσχημα γι ‘αυτήν: η υψηλή και ισχυρή δεσποινίς Saltire (εγγονή του Λόρδου Dexter) επέτρεψε ότι η φιγούρα της ήταν ευγενική: και όσο για τη δεσποινίς Swartz, την πλούσια μαλλιαρή mulatto από το St. Kitt’s, την ημέρα που έφυγε η Amelia, ήταν σε τέτοιο πάθος δακρύων, που ήταν υποχρεωμένοι να στείλουν για τον Δρ Floss, και μισό tipsify της με salvolatile. Η προσκόλληση της δεσποινίδος Πίνκερτον ήταν, όπως μπορεί να υποτεθεί, από την υψηλή θέση και τις εξέχουσες αρετές αυτής της κυρίας, ήρεμη και αξιοπρεπής. αλλά η δεσποινίς Jemima είχε ήδη κοκκινίσει αρκετές φορές στην ιδέα της αναχώρησης της Amelia. και, αλλά από φόβο για την αδελφή της, θα είχε πάει σε εντελώς υστερία, όπως η κληρονόμος (που πλήρωσε τα διπλά) του St. Kitt’s. Αυτή η πολυτέλεια της θλίψης, ωστόσο, επιτρέπεται μόνο στους οικότροφους. Η τίμια Τζεμίμα είχε όλους τους λογαριασμούς, και το πλύσιμο, και την επιδιόρθωση, και τις πουτίγκες, και το πιάτο και τα πιατικά, και τους υπηρέτες να επιβλέπουν. Αλλά γιατί να μιλήσουμε γι ‘αυτήν; Είναι πιθανό ότι δεν θα την ακούσουμε ξανά από αυτή τη στιγμή μέχρι το τέλος του χρόνου, και ότι όταν οι μεγάλες σιδερένιες πύλες θα κλείσουν κάποτε γι ‘αυτήν, αυτή και η φοβερή αδελφή της δεν θα βγουν ποτέ από αυτό σε αυτόν τον μικρό κόσμο της ιστορίας.
Αλλά καθώς πρόκειται να δούμε πολλά για την Αμέλια, δεν είναι κακό να πούμε στην αρχή της γνωριμίας μας, ότι ήταν ένα από τα καλύτερα και πιο αγαπημένα πλάσματα που έζησαν ποτέ. Και ένα μεγάλο έλεος είναι, τόσο στη ζωή όσο και στα μυθιστορήματα, τα οποία (και τα τελευταία ειδικά) αφθονούν σε κακούς του πιο σκοτεινού είδους, που πρέπει να έχουμε για έναν συνεχή σύντροφο, τόσο άδολο και καλοπροαίρετο άτομο. Καθώς δεν είναι ηρωίδα, δεν χρειάζεται να περιγράψουμε το πρόσωπό της. Πράγματι, φοβάμαι ότι η μύτη της ήταν μάλλον κοντή από ό, τι αλλιώς, και τα μάγουλά της πολύ στρογγυλά και κόκκινα για ηρωίδα. Αλλά το πρόσωπό της κοκκίνισε από ρόδινη υγεία, και τα χείλη της με τα πιο φρέσκα χαμόγελα, και είχε ένα ζευγάρι μάτια που έλαμπαν με το πιο λαμπρό και ειλικρινές καλό χιούμορ, εκτός από όταν γέμισαν δάκρυα, και αυτό ήταν πάρα πολύ συχνά. Γιατί το ανόητο πράγμα θα έκλαιγε πάνω από ένα νεκρό καναρίνι πουλί, ή πάνω από ένα ποντίκι, που η γάτα ευτυχώς είχε αρπάξει, ή πάνω από το τέλος ενός μυθιστορήματος, αν ήταν ποτέ τόσο ηλίθιο. Και όσο για το να της πει μια άσχημη λέξη, ήταν κάποιος αρκετά σκληρόκαρδος για να το κάνει, – γιατί, τόσο το χειρότερο γι’ αυτούς. Ακόμη και η δεσποινίς Πίνκερτον, αυτή η αυστηρή και θεοσεβής γυναίκα, έπαψε να την επιπλήττει μετά την πρώτη φορά, και παρόλο που δεν καταλάβαινε περισσότερο την ευαισθησία από την Άλγεβρα, έδωσε σε όλους τους δασκάλους και δασκάλους συγκεκριμένες εντολές να συμπεριφέρονται στη δεσποινίδα Σέντλεϋ με τη μέγιστη ευγένεια, καθώς η σκληρή μεταχείριση ήταν επιβλαβής γι’ αυτήν.
Έτσι, όταν ήρθε η ημέρα της αναχώρησης, ανάμεσα στα δύο έθιμά της να γελάει και να κλαίει, η δεσποινίς Sedley ήταν πολύ μπερδεμένη πώς να ενεργήσει. Ήταν χαρούμενη που πήγε σπίτι, και όμως πολύ λυπημένη που τελείωσε το σχολείο. Για τρεις μέρες πριν, η μικρή Laura Martin, το ορφανό, την ακολουθούσε, σαν μικρό σκυλί. Έπρεπε να κάνει και να λάβει τουλάχιστον δεκατέσσερα δώρα, να κάνει δεκατέσσερις επίσημες υποσχέσεις να γράφει κάθε εβδομάδα: «Στείλε τα γράμματά μου καλυμμένα στον παππού μου, τον κόμη του Ντέξτερ», είπε η δεσποινίς Σάλτιρ (η οποία, παρεμπιπτόντως, ήταν μάλλον άθλια): «Μην ανησυχείτε τα ταχυδρομικά τέλη, αλλά γράψε κάθε μέρα, αγαπητή αγάπη μου», είπε ο ορμητικός και μαλλιαρός, αλλά γενναιόδωρη και στοργική δεσποινίς Swartz. Και η μικρή Λόρα Μάρτιν (που ήταν μόλις στο στρογγυλό χέρι) πήρε το χέρι της φίλης της και είπε, κοιτάζοντας ψηλά στο πρόσωπό της με νοσταλγία, «Αμέλια, όταν σου γράψω θα σε αποκαλώ μαμά». Όλοι
τις οποίες λεπτομέρειες, δεν έχω καμία αμφιβολία, οJones, ο οποίος διαβάζει αυτό το βιβλίο στη Λέσχη του, θα αποφανθεί ότι είναι υπερβολικά ανόητη, ασήμαντη, ταλαντευόμενη και εξαιρετικά συναισθηματική. Ναι; Μπορώ να δω τον Τζόουνς αυτή τη στιγμή (μάλλον ξεπλυμένο με το τσιγαριλίκι του προβάτου και μισή πίντα κρασί), να βγάζει το μολύβι του και να σκοράρει κάτω από τις λέξεις «ανόητος, στριφογυριστός» &c., και να προσθέτει σε αυτές τη δική του παρατήρηση του «αρκετά αληθινού». Λοιπόν, είναι ένας υψηλός άνθρωπος ιδιοφυΐας και θαυμάζει τους μεγάλους και ηρωικούς στη ζωή και τα μυθιστορήματα. Και έτσι καλύτερα να λάβει προειδοποίηση και να πάει αλλού.
Λοιπόν, λοιπόν. Τα λουλούδια, και τα δώρα, και οι κορμοί, και τα κουτιά με το καπό της δεσποινίδος Σέντλεϋ είχαν τακτοποιηθεί από τον κύριο Σάμο στην άμαξα, μαζί με έναν πολύ μικρό και χτυπημένο από τις καιρικές συνθήκες παλιό κορμό από δέρμα αγελάδας με την κάρτα της δεσποινίδος Σαρπ καρφωμένη τακτοποιημένα πάνω του, την οποία παρέδωσε ο Σάμπο με ένα χαμόγελο και συσκευάστηκε από τον αμαξά με ένα αντίστοιχο χλευασμό – ήρθε η ώρα του αποχωρισμού. Και η θλίψη εκείνης της στιγμής μειώθηκε σημαντικά από τον αξιοθαύμαστο λόγο που απηύθυνε η δεσποινίς Πίνκερτον στη μαθήτριά της. Όχι ότι ο αποχαιρετιστήριος λόγος έκανε την Αμέλια να φιλοσοφήσει, ή ότι την όπλισε με οποιονδήποτε τρόπο με μια ηρεμία, αποτέλεσμα διαφωνίας. Αλλά ήταν αφόρητα βαρετό, πομπώδες και κουραστικό. Και έχοντας τον φόβο της μαθήτριάς της πολύ μπροστά στα μάτια της, η δεσποινίς Σέντλεϋ δεν τόλμησε, παρουσία της, να δώσει τη θέση της σε οποιεσδήποτε εκφοβίσεις ιδιωτικής θλίψης. Ένα κέικ σπόρων και ένα μπουκάλι κρασί παρήχθησαν στο σαλόνι, όπως στις επίσημες περιπτώσεις της επίσκεψης των γονέων, και αυτά τα αναψυκτικά που συμμετείχαν, η δεσποινίς Sedley ήταν ελεύθερη να αναχωρήσει.
«Θα πας μέσα και θα πεις μπράβο στη δεσποινίς Πίνκερτον, Μπέκι;» είπε η δεσποινίς Τζεμίμα σε μια νεαρή κοπέλα που κανείς δεν έδωσε σημασία, και η οποία κατέβαινε τις σκάλες με το δικό της κουτί.
«Υποθέτω ότι πρέπει», είπε η δεσποινίς Σαρπ ήρεμα και προς μεγάλη έκπληξη της δεσποινίδος Τζεμίμα. Και η τελευταία, αφού χτύπησε την πόρτα και έλαβε την άδεια να μπει μέσα, η δεσποινίς Σαρπ προχώρησε με πολύ αδιάφορο τρόπο και είπε στα γαλλικά και με τέλεια προφορά: «Mademoiselle, je viens vous faire mes adieux».
“Η δεσποινίς Πίνκερτον δεν καταλάβαινε γαλλικά. Κατηύθυνε μόνο εκείνους που το έκαναν: αλλά δαγκώνοντας τα χείλη της και ρίχνοντας το σεβάσμιο και ρωμαϊκό κεφάλι της, (στην κορυφή του οποίου σχηματιζόταν ένα μεγάλο και επίσημο τουρμπάνι), είπε: «Δεσποινίς Σαρπ, σας εύχομαι καλημέρα». Καθώς μιλούσε η Σεμίραμις, κούνησε το ένα χέρι τόσο ως αντίο όσο και για να δώσει στη δεσποινίς Σαρπ την ευκαιρία να σφίξει ένα από τα δάχτυλα του χεριού που είχε μείνει έξω για το σκοπό αυτό.
Η δεσποινίς Σαρπ δίπλωσε μόνο τα χέρια της με ένα πολύ ψυχρό χαμόγελο και υπόκλιση, και αρνήθηκε να δεχτεί την προσφερόμενη τιμή. στην οποία η Σεμίραμις πέταξε το τουρμπάνι της πιο αγανακτισμένη από ποτέ. Στην πραγματικότητα, ήταν μια μικρή μάχη μεταξύ της νεαρής κοπέλας και της ηλικιωμένης, και η τελευταία ήταν ανήσυχη. «Ο Θεός να σε ευλογεί, παιδί μου», είπε αγκαλιάζοντας την Αμέλια και σκύβοντας την ώρα πάνω από τον ώμο του κοριτσιού στη δεσποινίς Σαρπ. «Φύγε, Μπέκι», είπε η δεσποινίς Τζεμίμα, τραβώντας τη νεαρή γυναίκα μακριά με μεγάλη ανησυχία, και η πόρτα του σαλονιού έκλεισε πάνω τους για πάντα.
Μετά ήρθε ο αγώνας και ο χωρισμός κάτω. Οι λέξεις αρνούνται να το πουν. Όλοι οι υπηρέτες ήταν εκεί στην αίθουσα – όλοι οι αγαπητοί φίλοι – όλες οι νεαρές κυρίες – ο χοροδιδάσκαλος που μόλις είχε φτάσει. Και υπήρχε μια τέτοια συμπλοκή, και αγκαλιές, και φιλιά, και κλάμα, με τα υστερικά yoops
Ο αποχαιρετισμός της Ρεβέκκας της δεσποινίδος Σβαρτς, της οικότροφου, από το δωμάτιό της, όπως καμία πένα δεν μπορεί να απεικονίσει, και καθώς η τρυφερή καρδιά θα λιποθυμούσε. Η αγκαλιά είχε τελειώσει. χώρισαν – δηλαδή, η δεσποινίς Sedley χώρισε από τους φίλους της. Η δεσποινίς Σαρπ είχε μπει στην άμαξα μερικά λεπτά πριν. Κανείς δεν έκλαψε που της δεσποινίδος Σβαρτς, της οικότροφου, από το δωμάτιό της, όπως καμία πένα δεν μπορεί να απεικονίσει, και καθώς η τρυφερή καρδιά θα λιποθυμούσε. Η αγκαλιά είχε τελειώσει. χώρισαν – δηλαδή, η δεσποινίς Sedley χώρισε από τους φίλους της. Η δεσποινίς Σαρπ είχε μπει στην άμαξα μερικά λεπτά πριν. Κανείς δεν έκλαψε που άφησε. άφησε.
Ο Σάμπο με τα μπαστούνια χτύπησε την πόρτα της άμαξας στη νεαρή ερωμένη του που έκλαιγε. Ξεπήδησε πίσω από την άμαξα. «Σταμάτα!» φώναξε η δεσποινίς Τζεμίμα, σπεύδοντας στην πύλη με ένα δέμα.
«Είναι μερικά σάντουιτς, αγαπητή μου», είπε στην Αμέλια. «Μπορεί να πεινάς, ξέρεις. και Becky, Becky Sharp, εδώ είναι ένα βιβλίο για σένα που η αδελφή μου – δηλαδή, εγώ, – Dixonary του Johnson, ξέρεις? Δεν πρέπει να μας αφήσετε χωρίς αυτό. Αντίο. Προχώρα, αμαξάς. Ο Θεός να σε ευλογεί!»
Και το ευγενικό πλάσμα υποχώρησε στον κήπο, ξεπερνώντας τα συναισθήματα.
Αλλά, lo! Και καθώς το πούλμαν έφευγε, η δεσποινίς Σαρπ έβγαλε το χλωμό πρόσωπό της από το παράθυρο και πέταξε το βιβλίο πίσω στον κήπο.
Αυτό σχεδόν έκανε την Jemima να λιποθυμήσει από τρόμο. «Λοιπόν, ποτέ», είπε εκείνη, «τι θράσος»—Το συναίσθημα την εμπόδισε να ολοκληρώσει οποιαδήποτε πρόταση. Η άμαξα κύλησε. Οι μεγάλες πύλες έκλεισαν. Το κουδούνι χτύπησε για το μάθημα χορού. Ο κόσμος είναι μπροστά στις δύο νεαρές κυρίες. και έτσι, αντίο στο Chiswick Mall.
ΚΕΦ. 2ο
ΣΤΗΝ ΟΠΟΊΑ Η ΔΕΣΠΟΙΝΊΣ ΣΑΡΠ ΚΑΙ Η ΔΕΣΠΟΙΝΊΣ ΣΈΝΤΛΕΪ ΕΤΟΙΜΆΖΟΝΤΑΙ ΝΑ ΑΝΟΊΞΟΥΝ ΤΗΝ ΕΚΣΤΡΑΤΕΊΑ.
Εφόοον η δεσποινίς Σαρπ είχε κάνει την ηρωική πράξη που αναφέρθηκε στο τελευταίο κεφάλαιο κι είχε δει τον Ντίξοναρι να πετά πάνω από το πεζοδρόμιο του μικρού κήπου, να πέφτει στα πόδια της έκπληκτης δεσποινίδος Τζεμίμα, η όψη της νεαρής κοπέλας, η οποία είχε προηγουμένως φορέσει ένα σχεδόν ζωηρό βλέμμα μίσους, πήρε ένα χαμόγελο που ίσως δεν ήταν πιο ευχάριστο. Και βυθίστηκε πίσω στην άμαξα με ήσυχο μυαλό, λέγοντας,—«Αυτά όσον αφορά τον Ντίξοναρι. και, δόξα τω Θεώ, είμαι έξω από το Chiswick».
Η δεσποινίς Σέντλεϋ ήταν σχεδόν τόσο ταραγμένη με την πράξη ανυπακοής όσο και η δεσποινίς Τζεμίμα. Γιατί, σκεφτείτε, ήταν μόνο ένα λεπτό που είχε φύγει από το σχολείο, και οι εντυπώσεις των έξι ετών δεν ξεπεράστηκαν σε αυτό το χρονικό διάστημα. Όχι, με μερικούς ανθρώπους αυτά τα δέη και οι τρόμοι της νεότητας διαρκούν για πάντα. Γνωρίζω, για παράδειγμα, έναν ηλικιωμένο κύριο εξήντα οκτώ ετών, ο οποίος μου είπε ένα πρωί στο πρωινό, με πολύ ταραγμένη όψη: «Ονειρεύτηκα χθες το βράδυ ότι με μαστίγωσε ο Δρ Ρέιν». Ο Fancy τον είχε μεταφέρει πίσω μόνο πενήντα χρόνια κατά τη διάρκεια εκείνης της βραδιάς. Ο Δρ Ρέιν και η ράβδος του ήταν εξίσου απαίσιοι γι’ αυτόν στην καρδιά του, τότε, στα εξήντα οκτώ, όπως ήταν στα δεκατρία. Αν ο γιατρός, με μια μεγάλη σημύδα, του είχε εμφανιστεί σωματικά, ακόμη και στην ηλικία των τριών και οκτώ ετών, και είχε πει με απαίσια φωνή: «Αγόρι, κατέβασε το παντελόνι σου**;» Λοιπόν, λοιπόν, η δεσποινίς Sedley θορυβήθηκε υπερβολικά από αυτή την πράξη ανυποταξίας.
«Πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό, Ρεβέκκα;» είπε επιτέλους μετά από μια παύση.
«Γιατί, νομίζεις ότι η δεσποινίς Πίνκερτον θα βγει και θα με διατάξει να επιστρέψω στη μαύρη τρύπα;» είπε γελώντας η Ρεβέκκα.
“Όχι: αλλά——”
«Μισώ όλο το σπίτι», συνέχισε έξαλλη η δεσποινίς Σαρπ. «Ελπίζω να μην το ξαναδώ ποτέ. Μακάρι να ήταν στο κάτω μέρος του Τάμεση, το κάνω. Και αν η δεσποινίς Πίνκερτον ήταν εκεί, δεν θα την διάλεγα, ότι δεν θα το έκανα. Ω, πόσο θα ήθελα να τη δω να επιπλέει στο νερό, τουρμπάνι και όλα, με το τρένο της να τρέχει πίσω της, και τη μύτη της σαν ράμφος ενός wherry.”
«Σώπα!» φώναξε η δεσποινίς Σέντλεϊ.
«Γιατί, θα πει παραμύθια ο μαύρος ποδοσφαιριστής;» φώναξε γελώντας η δεσποινίς Ρεβέκκα. «Μπορεί να γυρίσει πίσω και να πει στη δεσποινίς Πίνκερτον ότι τη μισώ με όλη μου την ψυχή. Και εύχομαι να το έκανε. και μακάρι να είχα ένα μέσο να το αποδείξω κι εγώ. Για δύο χρόνια είχα μόνο προσβολές και οργή από αυτήν. Μου έχουν φερθεί χειρότερα από οποιονδήποτε υπηρέτη στην κουζίνα. Δεν είχα ποτέ έναν φίλο ή μια καλή κουβέντα, εκτός από εσάς. Με ανάγκασαν να φροντίζω τα μικρά κορίτσια στην κατώτερη σχολική αίθουσα και να μιλάω γαλλικά στις δεσποινίδες, μέχρι που βαρέθηκα τη μητρική μου γλώσσα. Αλλά ότι το να μιλάς γαλλικά στη δεσποινίς Πίνκερτον ήταν διασκέδαση, έτσι δεν είναι; Δεν ξέρει ούτε μια λέξη γαλλικά και ήταν πολύ περήφανη για να το ομολογήσει. Πιστεύω ότι ήταν αυτό που την έκανε να χωρίσει μαζί μου. και έτσι ευχαριστώ τον Ουρανό για τα γαλλικά. Vive la Γαλλία! Vive l’Empereur! Βίσε τον Βοναπάρτη!”
«Ω Ρεβέκκα, Ρεβέκκα, από ντροπή!» φώναξε η δεσποινίς Σέντλεϋ. Γιατί αυτή ήταν η μεγαλύτερη βλασφημία που είχε ξεστομίσει μέχρι τότε η Ρεβέκκα. Και εκείνες τις μέρες, στην Αγγλία, το να πεις «Ζήτω ο Βοναπάρτης!» ήταν σαν να έλεγες «Ζήτω ο Εωσφόρος!» «Πώς μπορείς—πώς τολμάς να έχεις τέτοιες πονηρές, εκδικητικές σκέψεις;»
«Η εκδίκηση μπορεί να είναι κακή, αλλά είναι φυσική», απάντησε η δεσποινίς Ρεβέκκα. «Δεν είμαι άγγελος». Και, για να πω την αλήθεια, σίγουρα δεν ήταν.
Γιατί μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια αυτής της μικρής συζήτησης (η οποία έλαβε χώρα καθώς η άμαξα κυλούσε νωχελικά στην όχθη του ποταμού) ότι αν και η δεσποινίς Rebecca Sharp είχε δύο φορές την ευκαιρία να ευχαριστήσει τον Ουρανό, ήταν, πρώτον, επειδή την απάλλαξε από κάποιο άτομο που μισούσε και, δεύτερον, επειδή της επέτρεψε να φέρει τους εχθρούς της σε κάποιο είδος αμηχανίας ή σύγχυσης. Κανένα από τα οποία δεν είναι πολύ συμπαθητικό κίνητρο για θρησκευτική ευγνωμοσύνη, ή τέτοια που θα προβάλλονταν από άτομα με ευγενική και ευσυνείδητη διάθεση. Η δεσποινίς Ρεβέκκα δεν ήταν, λοιπόν, ούτε στο ελάχιστο ευγενική ή ευχάριστη. Όλος ο κόσμος τη χρησιμοποίησε άρρωστη, είπε αυτή η νεαρή μισάνθρωπος (ή μισογύνισσα, γιατί από τον κόσμο των ανδρών μπορεί να θεωρηθεί ότι είχε ακόμη μικρή εμπειρία), και μπορούμε να είμαστε αρκετά σίγουροι ότι τα άτομα και των δύο φύλων που όλος ο κόσμος θεραπεύει άρρωστα, αξίζουν εξ ολοκλήρου τη μεταχείριση που λαμβάνουν. Ο κόσμος είναι ένας καθρέφτης και δίνει πίσω σε κάθε άνθρωπο την αντανάκλαση του προσώπου του. Συνοφρυωθείτε με αυτό, και με τη σειρά του θα σας κοιτάξει ξινά: γελάστε μαζί του και μαζί του, και είναι ένας χαρούμενος καλός σύντροφος. Και ας αφήσουμε λοιπόν όλους τους νέους να κάνουν την επιλογή τους. Αυτό είναι βέβαιο, ότι αν ο κόσμος παραμελούσε τη δεσποινίς Σαρπ, ποτέ δεν ήταν γνωστό ότι έκανε μια καλή πράξη για λογαριασμό κανενός. Ούτε μπορούμε να περιμένουμε ότι είκοσι τέσσερις νεαρές κυρίες θα πρέπει να είναι όλες τόσο συμπαθητικές όσο η ηρωίδα αυτού του έργου, η δεσποινίς Sedley (την οποία επιλέξαμε για τον ίδιο λόγο ότι ήταν η πιο καλοπροαίρετη από όλες, διαφορετικά αυτό που στο καλό θα μας εμπόδιζε να βάλουμε τη δεσποινίς Swartz, ή τη δεσποινίς Crump, ή τη δεσποινίς Hopkins, ως ηρωίδα στη θέση της;) Δεν θα μπορούσε να αναμένεται ότι όλοι θα πρέπει να έχουν την ταπεινή και ευγενική ιδιοσυγκρασία της δεσποινίδος Amelia Sedley. θα πρέπει να εκμεταλλευτεί κάθε ευκαιρία για να νικήσει τη σκληροκαρδία και το κακό χιούμορ της Ρεβέκκας. Και, με χίλια καλά λόγια και αξιώματα, ξεπεράστε, για μια φορά τουλάχιστον, την εχθρότητά της προς το είδος της.
Ο πατέρας της δεσποινίδος Σαρπ ήταν καλλιτέχνης και με αυτή την ιδιότητα είχε δώσει μαθήματα σχεδίου στο σχολείο της δεσποινίδος Πίνκερτον. Ήταν έξυπνος άνθρωπος. ένας ευχάριστος σύντροφος. ένας απρόσεκτος μαθητής. είχε μεγάλη τάση να χρεώνεται και μεροληψία για την ταβέρνα. Όταν ήταν μεθυσμένος, συνήθιζε να χτυπάει τη γυναίκα και την κόρη του. Και το επόμενο πρωί, με πονοκέφαλο, συνήθιζε να καταφέρεται εναντίον του κόσμου για την παραμέληση της ιδιοφυΐας του, και την κακοποίηση, με πολλή εξυπνάδα, και μερικές φορές με τέλειο λόγο, τους ανόητους, τους αδελφούς του ζωγράφους. Καθώς ήταν με τη μέγιστη δυσκολία που μπορούσε να κρατήσει τον εαυτό του, και καθώς χρωστούσε χρήματα για ένα μίλι γύρω από το Soho, όπου ζούσε, σκέφτηκε να βελτιώσει τις συνθήκες του παντρεύοντας μια νεαρή γυναίκα του γαλλικού έθνους, η οποία ήταν στο επάγγελμα μια κοπέλα όπερας. Η ταπεινή κλήση της γυναίκας γονέα της, η δεσποινίς Σαρπ δεν αναφέρθηκε ποτέ, αλλά συνήθιζε να δηλώνει εκ των υστέρων ότι οι Entrechats ήταν μια ευγενής οικογένεια της Γασκώνης και ήταν πολύ υπερήφανη για την καταγωγή της από αυτούς. Και περίεργο είναι, ότι καθώς προχωρούσε στη ζωή, οι πρόγονοι αυτής της νεαρής κοπέλας αυξήθηκαν σε τάξη και λαμπρότητα.
Η μητέρα της Ρεβέκκας είχε κάποια μόρφωση κάπου και η κόρη της μιλούσε γαλλικά με αγνότητα και παριζιάνικη προφορά. Ήταν εκείνη την εποχή μάλλον ένα σπάνιο επίτευγμα, και οδήγησε στον αρραβώνα της με την ορθόδοξη δεσποινίς Πίνκερτον. Επειδή η μητέρα της ήταν νεκρή και ο πατέρας της δεν ήταν πιθανό να αναρρώσει, μετά την τρίτη επίθεση του τρομώδους παραληρήματος, έγραψε ένα ανδροπρεπές και αξιολύπητο γράμμα στη δεσποινίδα Πίνκερτον, συνιστώντας το ορφανό παιδί στην προστασία της, και έτσι κατέβηκε στον τάφο, αφού δύο δικαστικοί επιμελητές είχαν διαπληκτιστεί για το πτώμα του. Η Ρεβέκκα ήταν δεκαεπτά ετών όταν ήρθε στο Chiswick, και ήταν δεμένη ως μαθήτρια, τα καθήκοντά της ήταν να μιλάει γαλλικά, όπως είδαμε, και τα προνόμιά της να ζει δωρεάν. και, με λίγες γουινέα το χρόνο, να συλλέγουν κομμάτια γνώσης από τους καθηγητές που παρακολούθησαν το σχολείο.
Ήταν μικρή και ελαφριά στο πρόσωπο. χλωμό, αμμώδες και με μάτια συνήθως πεταμένα κάτω: όταν κοίταζαν ψηλά ήταν πολύ μεγάλα, περίεργα και ελκυστικά. τόσο ελκυστική, που ο αιδεσιμότατος κ. Crisp, φρέσκος από την Οξφόρδη, και επιμελητής του εφημέριου του Chiswick, ο αιδεσιμότατος κ. Flowerdew, ερωτεύτηκε τη δεσποινίς Sharp. πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε από μια ματιά των ματιών της, η οποία εκτοξεύτηκε σε όλη τη διαδρομή κατά μήκος της εκκλησίας Chiswick από το στασίδι του σχολείου μέχρι το αναγνωστήριο. Αυτός ο ξετρελαμένος νεαρός συνήθιζε μερικές φορές να πίνει τσάι με τη δεσποινίς Πίνκερτον, στην οποία τον είχε παρουσιάσει η μαμά του, και στην πραγματικότητα πρότεινε κάτι σαν γάμο σε ένα υποκλαπέν σημείωμα, το οποίο η μονόφθαλμη μηλιά είχε χρεωθεί να παραδώσει. Η κυρία Crisp κλήθηκε από το Buxton και πήρε απότομα το αγαπημένο της αγόρι. αλλά η ιδέα, ακόμη, ενός τέτοιου αετού στον περιστερώνα του Chiswick προκάλεσε ένα μεγάλο φτερούγισμα στο στήθος της δεσποινίδος Pinkerton, η οποία θα είχε διώξει τη δεσποινίς Sharp, αλλά ότι ήταν δεμένη μαζί της με μια απώλεια, και η οποία ποτέ δεν μπορούσε να πιστέψει πλήρως τις διαμαρτυρίες της νεαρής κοπέλας ότι δεν είχε ανταλλάξει ποτέ ούτε μια λέξη με τον κ. Crisp, Εκτός από τα μάτια της στις δύο περιπτώσεις που τον είχε συναντήσει στο τσάι.
Δίπλα σε πολλές ψηλές και αναπηδώντας νεαρές κυρίες στο ίδρυμα, η Rebecca Sharp έμοιαζε με παιδί. Αλλά είχε τη θλιβερή ακρίβεια της φτώχειας. Πολλά dun είχε μιλήσει, και γύρισε μακριά από την πόρτα του πατέρα της. Πολλοί έμποροι την έπεισαν και την είχαν παρασύρει στο καλό χιούμορ και στη χορήγηση ενός γεύματος περισσότερο. Καθόταν συνήθως με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν πολύ περήφανος για την εξυπνάδα της, και άκουγε τα λόγια πολλών από τους άγριους συντρόφους του – συχνά αλλά ακατάλληλα για ένα κορίτσι να ακούσει. Αλλά ποτέ δεν ήταν κορίτσι, είπε. Ήταν γυναίκα από οκτώ χρονών. Ω, γιατί η δεσποινίς Πίνκερτον άφησε ένα τόσο επικίνδυνο πουλί στο κλουβί της;
Το γεγονός είναι ότι η ηλικιωμένη κυρία σκέφτηκε ότι η Rebecca ήταν το πιο πράο πλάσμα στον κόσμο, τόσο αξιοθαύμαστα, στις περιπτώσεις που ο πατέρας της την έφερε στο Chiswick, χρησιμοποίησε τη Rebecca για να εκτελέσει το ρόλο του ingénue. Τη θεωρούσε ένα σεμνό και αθώο μικρό παιδί. Και μόλις ένα χρόνο πριν από την αξία με την οποία η Ρεβέκκα είχε γίνει δεκτή στο σπίτι της, και όταν η Ρεβέκκα ήταν δεκαέξι χρονών, η δεσποινίς Πίνκερτον μεγαλοπρεπώς, και με λίγη ομιλία, της έκανε δώρο μια κούκλα – η οποία, παρεμπιπτόντως, ήταν η δημευμένη περιουσία της δεσποινίδος Σουίντλ, που ανακαλύφθηκε κρυφά να τη θηλάζει στις σχολικές ώρες. Πώς ο πατέρας και η κόρη γέλασαν καθώς επέστρεφαν μαζί στο σπίτι μετά το βραδινό πάρτι, (ήταν με την ευκαιρία των ομιλιών, όταν όλοι οι καθηγητές ήταν καλεσμένοι) και πώς η δεσποινίς Πίνκερτον θα είχε οργιστεί αν είχε δει την καρικατούρα του εαυτού της που η μικρή μιμήτρια, η Ρεβέκκα, κατάφερε να φτιάξει από την κούκλα της! Συνήθιζε να κάνει διαλόγους μαζί του. Αποτελούσε την απόλαυση της Newman Street, της Gerard Street και της συνοικίας των καλλιτεχνών: και οι νεαροί ζωγράφοι, όταν έρχονταν να πάρουν το τζιν και το νερό τους με τον τεμπέλη τους, διαλυμένο, έξυπνο, πρόσχαρο πρεσβύτερό τους, χρησιμοποιούσαν τακτικά
να ρωτήσουν τη Ρεβέκκα αν η δεσποινίς Πίνκερτον ήταν στο σπίτι: ήταν γνωστή σε αυτούς, φτωχή ψυχή! ως κ. Λόρενς ή Πρόεδρος Γουέστ. Κάποτε είχε την τιμή να περάσει λίγες μέρες στο Chiswick. μετά από αυτό έφερε πίσω την Jemima και έστησε μια άλλη κούκλα ως Miss Jemmy. Γιατί αν και αυτό το τίμιο πλάσμα είχε φτιάξει και δώσει το ζελέ και το κέικ της αρκετά για τρία παιδιά, και ένα κομμάτι επτά σελίνια στο χωρισμό, η αίσθηση γελοιοποίησης του κοριτσιού ήταν πολύ ισχυρότερη από την ευγνωμοσύνη της, και θυσίασε τη δεσποινίς Τζέμμυ τόσο άσπλαχνα όσο και η αδελφή της.
Η καταστροφή ήρθε και μεταφέρθηκε στο εμπορικό κέντρο ως προς το σπίτι της. Η άκαμπτη τυπικότητα του χώρου την έπνιγε: οι προσευχές και τα γεύματα, τα μαθήματα και οι βόλτες, που ήταν οργανωμένα με μια μοναστηριακή κανονικότητα, την καταπίεζαν σχεδόν πέρα από κάθε αντοχή: και κοίταξε πίσω στην ελευθερία και την επαιτεία του παλιού στούντιο στο Soho με τόση λύπη, που όλοι, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, φαντάζονταν ότι ήταν απορροφημένη από θλίψη για τον πατέρα της. Είχε ένα μικρό δωμάτιο στη σοφίτα, όπου οι υπηρέτριες την άκουγαν να περπατά και να κλαίει τη νύχτα. Αλλά ήταν με οργή και όχι με θλίψη. Δεν ήταν πολύ διαφωνούσα, μέχρι τώρα η μοναξιά της την δίδαξε να προσποιείται. Ποτέ δεν είχε αναμειχθεί στην κοινωνία των γυναικών: ο πατέρας της, όσο επιλήψιμος κι αν ήταν, ήταν ένας ταλαντούχος άνδρας· Η συζήτησή του ήταν χίλιες φορές πιο ευχάριστη γι’ αυτήν από τη συζήτηση για το δικό της φύλο όπως συναντούσε τώρα. Η πομπώδης ματαιοδοξία της ερωμένης του παλιού σχολείου, το ανόητο καλό χιούμορ της αδελφής της, η ανόητη κουβέντα και το σκάνδαλο των μεγαλύτερων κοριτσιών και η ψυχρή ορθότητα των γκουβερνάντων την ενοχλούσαν εξίσου. Και δεν είχε μαλακή μητρική καρδιά, αυτό το άτυχο κορίτσι, αλλιώς η φλυαρία και η κουβέντα των μικρότερων παιδιών, με τη φροντίδα των οποίων ήταν κυρίως εμπιστευμένη, θα μπορούσε να την ηρεμήσει και να την ενδιαφέρει. Αλλά έζησε ανάμεσά τους δύο χρόνια, και κανείς δεν λυπήθηκε που έφυγε. Η ευγενική τρυφερή Amelia Sedley ήταν το μόνο άτομο στο οποίο μπορούσε να προσκολληθεί στο ελάχιστο. και ποιος θα μπορούσε να βοηθήσει να συνδεθεί με την Αμέλια;
Η ευτυχία—τα ανώτερα πλεονεκτήματα των νεαρών γυναικών γύρω της, έκαναν στη Ρεβέκκα ανέκφραστες ωδίνες φθόνου. «Τι αέρα δίνει αυτό το κορίτσι στον εαυτό της, επειδή είναι εγγονή ενός κόμη», είπε για έναν. «Πόσο μαζεύονται και υποκλίνονται σ’ εκείνη την Κρεολή, εξαιτίας των εκατό χιλιάδων λιρών της! Είμαι χίλιες φορές πιο έξυπνος και πιο γοητευτικός από αυτό το πλάσμα, παρά τον πλούτο του. Είμαι τόσο καλά αναθρεμμένη όσο και η εγγονή του κόμη, παρά την ωραία γενεαλογία της. Και όμως όλοι με προσπερνούν από εδώ. Και όμως, όταν ήμουν στο σπίτι του πατέρα μου, οι άντρες δεν παράτησαν τους πιο γκέι χορούς και τα πάρτι τους για να περάσουν το βράδυ μαζί μου;» Αποφάσισε σε κάθε περίπτωση να απελευθερωθεί από τη φυλακή στην οποία βρέθηκε και τώρα άρχισε να ενεργεί για τον εαυτό της και για πρώτη φορά να κάνει συνδεδεμένα σχέδια για το μέλλον.
Εκμεταλλεύτηκε, λοιπόν, τα μέσα μελέτης που της πρόσφερε ο τόπος. Και καθώς ήταν ήδη μουσικός και καλή γλωσσολόγος, πέρασε γρήγορα από το μικρό μάθημα σπουδών που θεωρήθηκε απαραίτητο για τις κυρίες εκείνη την εποχή. Τη μουσική της την εξασκούσε ασταμάτητα, και μια μέρα, όταν τα κορίτσια ήταν έξω, και είχε μείνει στο σπίτι, την άκουγαν να παίζει ένα κομμάτι τόσο καλά, που η Μινέρβα σκέφτηκε σοφά, θα μπορούσε να γλιτώσει τον εαυτό της από τα έξοδα ενός δασκάλου για τους νεότερους, και υπαινίχθηκε στη δεσποινίς Σαρπ ότι θα τους δίδασκε μουσική για το μέλλον.
Το κορίτσι αρνήθηκε. και για πρώτη φορά, και προς έκπληξη της μεγαλοπρεπούς ερωμένης του σχολείου. «Είμαι εδώ για να μιλήσω γαλλικά με τα παιδιά», είπε απότομα η Ρεβέκκα, «όχι για να τους διδάξω μουσική και να εξοικονομήσω χρήματα για εσάς. Δώστε μου χρήματα και θα τους διδάξω».
Η Μινέρβα ήταν υποχρεωμένη να υποχωρήσει και, φυσικά, την αντιπαθούσε από εκείνη την ημέρα. «Για πέντε και τριάντα χρόνια», είπε, και με μεγάλη δικαιοσύνη, «δεν έχω δει ποτέ το άτομο που τόλμησε στο σπίτι μου να αμφισβητήσει την εξουσία μου. Έχω θρέψει μια οχιά στην αγκαλιά μου».
«Μια οχιά – ένα βιολί», είπε η δεσποινίς Σαρπ στη γριά, σχεδόν λιποθυμώντας από έκπληξη. «Με πήρες γιατί ήμουν χρήσιμος. Δεν τίθεται θέμα ευγνωμοσύνης μεταξύ μας. Μισώ αυτό το μέρος και θέλω να το αφήσω. Δεν θα κάνω τίποτα εδώ, αλλά αυτό που είμαι υποχρεωμένος να κάνω».
Μάταια η ηλικιωμένη κυρία τη ρώτησε αν γνώριζε ότι μιλούσε με τη δεσποινίς Πίνκερτον; Η Ρεβέκκα γέλασε κατάμουτρα, με ένα φρικτό σαρκαστικό δαιμονικό γέλιο, που σχεδόν έκανε τη μαθήτρια να ξεσπάσει. «Δώσε μου ένα χρηματικό ποσό», είπε το κορίτσι, «και ξεφορτώσου με – ή, αν θέλεις καλύτερα, πάρε μου μια καλή θέση ως γκουβερνάντα στην οικογένεια ενός ευγενή – μπορείς να το κάνεις αν θέλεις». Και στις περαιτέρω διαφωνίες τους, πάντα επέστρεφε σε αυτό το σημείο: «Φέρτε μου μια κατάσταση – μισούμε ο ένας τον άλλον και είμαι έτοιμη να φύγω».
Η άξια δεσποινίς Πίνκερτον, αν και είχε ρωμαϊκή μύτη και τουρμπάνι, και ήταν τόσο ψηλή όσο ένας γρεναδιέρος, και ήταν μέχρι τότε μια ακαταμάχητη πριγκίπισσα, δεν είχε καμία θέληση ή δύναμη όπως αυτή του μικρού μαθητευόμενου της, και μάταια πολέμησε εναντίον της, και προσπάθησε να την καταπλήξει. Προσπαθώντας κάποτε να την επιπλήξει δημόσια, η Ρεβέκκα βρήκε το προαναφερθέν σχέδιο να της απαντήσει στα γαλλικά, το οποίο κατατρόπωσε αρκετά την ηλικιωμένη γυναίκα. Προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία στο σχολείο της, έγινε απαραίτητο να απομακρυνθεί αυτός ο επαναστάτης, αυτό το τέρας, αυτό το φίδι, αυτό το πυροτέχνημα. και ακούγοντας για αυτή τη φορά ότι η οικογένεια του Sir Pitt Crawley χρειαζόταν μια γκουβερνάντα, συνέστησε πραγματικά τη δεσποινίς Sharp για την κατάσταση, το firebrand και το φίδι που ήταν. «Δεν μπορώ, βέβαια», είπε, «να βρω λάθος στη συμπεριφορά της δεσποινίδος Σαρπ, παρά μόνο στον εαυτό μου. και πρέπει να επιτρέψει ότι τα ταλέντα και τα επιτεύγματά της είναι υψηλού επιπέδου. Όσον αφορά το κεφάλι, τουλάχιστον, τιμά το εκπαιδευτικό σύστημα που ακολουθείται στο ίδρυμά μου».
Και έτσι η μαθήτρια συμφιλίωσε τη σύσταση με τη συνείδησή της, και οι οδοντοστοιχίες ακυρώθηκαν και ο μαθητευόμενος ήταν ελεύθερος. Η μάχη που περιγράφεται εδώ σε λίγες γραμμές, φυσικά, διήρκεσε μερικούς μήνες. Και καθώς η δεσποινίς Σέντλεϊ, δεκαεπτά ετών τώρα, ήταν έτοιμη να εγκαταλείψει το σχολείο και είχε μια φιλία με τη δεσποινίς Σαρπ, («αυτό είναι το μόνο σημείο στη συμπεριφορά της Αμέλια», είπε η Μινέρβα, «η οποία δεν ήταν ικανοποιητική για την ερωμένη της»), η δεσποινίς Σαρπ προσκλήθηκε από τη φίλη της να περάσει μια εβδομάδα μαζί της στο σπίτι, πριν αναλάβει τα καθήκοντά της ως γκουβερνάντα σε μια ιδιωτική οικογένεια.
Έτσι ξεκίνησε ο κόσμος για αυτές τις δύο νεαρές κυρίες. Για την Αμέλια ήταν ένας αρκετά νέος, φρέσκος, λαμπρός κόσμος, με όλη την άνθιση πάνω του. Δεν ήταν κάτι καινούργιο για τη Ρεβέκκα – (πράγματι, αν η αλήθεια πρέπει να ειπωθεί σε σχέση με την υπόθεση Crisp, η ξινή γυναίκα υπαινίχθηκε σε κάποιον που πήρε μια ένορκη δήλωση του γεγονότος σε κάποιον άλλο, ότι υπήρχαν πολλά περισσότερα από όσα δημοσιοποιήθηκαν σχετικά με τον κύριο Crisp και τη δεσποινίς Sharp, και ότι η επιστολή του ήταν απάντηση σε μια άλλη επιστολή). Αλλά ποιος μπορεί να σας πει την πραγματική αλήθεια του θέματος; Εν πάση περιπτώσει, αν η Ρεβέκκα δεν ξεκινούσε τον κόσμο, τον ξεκινούσε από την αρχή.
Μέχρι τη στιγμή που οι νεαρές κυρίες έφτασαν στο Κένσινγκτον, η Αμέλια δεν είχε ξεχάσει τους συντρόφους της, αλλά είχε στεγνώσει τα δάκρυά της, και είχε κοκκινίσει πάρα πολύ και είχε χαρεί με έναν νεαρό αξιωματικό της Φρουράς των Αλόγων, ο οποίος την κατασκόπευε καθώς περνούσε και είπε, «Ένα ωραίο κορίτσι, egad!» και πριν φτάσει η άμαξα στην πλατεία Ράσελ, Πολλή συζήτηση είχε γίνει για το σαλόνι, και για το αν οι νεαρές κυρίες φορούσαν πούδρα ή όχι όταν παρουσιάζονταν, και αν έπρεπε να έχει αυτή την τιμή: στον χορό του Λόρδου Δημάρχου ήξερε ότι έπρεπε να πάει. Και όταν έφτασε στο σπίτι, η δεσποινίς Amelia Sedley πήδηξε στο χέρι του Sambo, τόσο χαρούμενο και όμορφο κορίτσι όσο οποιοδήποτε άλλο σε ολόκληρη τη μεγάλη πόλη του Λονδίνου. Τόσο ο ίδιος όσο και ο αμαξάς συμφώνησαν σε αυτό το σημείο, το ίδιο και ο πατέρας και η μητέρα της, όπως και όλοι οι υπηρέτες στο σπίτι, καθώς στέκονταν χοροπηδώντας, και κοφτά και χαμογελώντας, στην αίθουσα, για να καλωσορίσουν τη νεαρή ερωμένη τους.
Μπορείτε να είστε σίγουροι ότι έδειξε τη Ρεβέκκα σε κάθε δωμάτιο του σπιτιού, και τα πάντα σε κάθε ένα από τα συρτάρια της, και τα βιβλία της, και το πιάνο της, και τα φορέματά της, και όλα τα περιδέραια, τις καρφίτσες, τα κορδόνια και τα gimcracks της. Επέμενε να δεχτεί η Ρεβέκκα το λευκό κορνέλιαν και τα τυρκουάζ δαχτυλίδια, και μια γλυκιά μουσελίνα, η οποία ήταν πολύ μικρή γι ‘αυτήν τώρα, αν και θα ταίριαζε στη φίλη της σε μια καλοσύνη. Και αποφάσισε μέσα στην καρδιά της να ζητήσει την άδεια της μητέρας της να παρουσιάσει το λευκό κασμιρένιο σάλι της στη φίλη της. Δεν θα μπορούσε να το γλιτώσει; Και ο αδελφός της ο Ιωσήφ δεν της είχε φέρει μόλις δύο από την Ινδία;
Όταν η Ρεβέκκα είδε τα δύο υπέροχα σάλια από κασμίρι που είχε φέρει ο Τζόζεφ Σέντλεϋ στην αδελφή του, είπε, με απόλυτη αλήθεια, «ότι πρέπει να είναι ευχάριστο να έχεις αδελφό» και εύκολα λυπήθηκε την τρυφερή Αμέλια, που ήταν μόνη στον κόσμο, ορφανή χωρίς φίλους ή συγγενείς.
«Όχι μόνη», είπε η Αμέλια, «ξέρεις, Ρεβέκκα, θα είμαι πάντα φίλη σου και θα σε αγαπώ σαν αδελφή – πράγματι θα το κάνω».
«Α, αλλά να έχεις γονείς, όπως εσύ – ευγενικούς, πλούσιους, στοργικούς γονείς, που σου δίνουν όλα όσα ζητάς. και την αγάπη τους, που είναι πολυτιμότερη από όλες! Ο καημένος ο μπαμπάς μου δεν μπορούσε να μου δώσει τίποτα, και είχα μόνο δύο πέτρες σε όλο τον κόσμο! Και μετά, να έχουμε έναν αδελφό, έναν αγαπητό αδελφό! Ω, πόσο πρέπει να τον αγαπάς!»
Η Αμέλια γέλασε.
«Τι! Δεν τον αγαπάς; Εσύ, που λες ότι αγαπάς τους πάντες;»
«Ναι, φυσικά, το κάνω – μόνο – »
“Μόνο τι;”
«Μόνο ο Τζόζεφ δεν φαίνεται να νοιάζεται πολύ αν τον αγαπώ ή όχι. Μου έδωσε δύο δάχτυλα να κουνήσω όταν έφτασε μετά από δέκα χρόνια απουσίας! Είναι πολύ ευγενικός και καλός, αλλά σχεδόν ποτέ δεν μου μιλάει. Νομίζω ότι αγαπάει την πίπα του πολύ καλύτερα από τη δική του” * * * αλλά εδώ η Αμέλια έλεγξε τον εαυτό της, γιατί να μιλήσει άσχημα για τον αδελφό της; «Ήταν πολύ ευγενικός μαζί μου ως παιδί», πρόσθεσε. «Ήμουν μόλις πέντε χρονών όταν έφυγε».
«Δεν είναι πολύ πλούσιος;» είπε η Ρεβέκκα. «Λένε ότι όλα τα ινδικά nabobs είναι εξαιρετικά πλούσια».
«Πιστεύω ότι έχει πολύ μεγάλο εισόδημα».
«Και είναι η κουνιάδα σου μια ωραία όμορφη γυναίκα;»
«Λα! Ο Ιωσήφ δεν είναι παντρεμένος», είπε η Αμέλια, γελώντας ξανά.
Ίσως το είχε αναφέρει ήδη στη Ρεβέκκα, αλλά εκείνη η νεαρή κοπέλα δεν φαινόταν να το θυμάται. Μάλιστα, ορκίστηκε και διαμαρτυρήθηκε ότι περίμενε να δει αρκετούς από τους ανιψιούς και τις ανιψιές της Αμέλια. Ήταν αρκετά απογοητευμένη που ο κ. Sedley δεν ήταν παντρεμένος. Ήταν σίγουρη ότι η Αμέλια είχε πει ότι ήταν, και το έκανε στα μικρά παιδιά.
«Νομίζω ότι πρέπει να τα βαρέθηκες στο Chiswick», είπε η Amelia, μάλλον αναρωτώμενη για την ξαφνική τρυφερότητα από την πλευρά της φίλης της. και πράγματι, στις μεταγενέστερες ημέρες η δεσποινίς Sharp δεν θα είχε ποτέ δεσμευτεί τόσο πολύ ώστε να προωθήσει απόψεις, η αναλήθεια των οποίων θα είχε εντοπιστεί τόσο εύκολα. Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι μόνο δεκαεννέα ακόμα, ασυνήθιστη στην τέχνη της εξαπάτησης, φτωχό αθώο πλάσμα! και κάνοντας τη δική της εμπειρία στο δικό της πρόσωπο. Το νόημα της παραπάνω σειράς ερωτημάτων, όπως μεταφράστηκε στην καρδιά αυτής της ιδιοφυούς νεαρής γυναίκας, ήταν απλώς το εξής:—«Αν ο κ. Τζόζεφ Σέντλεϋ είναι πλούσιος και άγαμος, γιατί να μην τον παντρευτώ; Έχω μόνο ένα δεκαπενθήμερο, σίγουρα, αλλά δεν υπάρχει κακό να προσπαθώ». Και αποφάσισε μέσα της να κάνει αυτή την αξιέπαινη προσπάθεια. Διπλασίασε τα χάδια της στην Αμέλια. Φίλησε το λευκό κολιέ Cornelian καθώς το έβαλε. Και ορκίστηκε ότι δεν θα το αποχωριζόταν ποτέ, ποτέ. Όταν χτύπησε το κουδούνι κατέβηκε τις σκάλες με το χέρι της γύρω από τη μέση της φίλης της, όπως συνηθίζουν οι νεαρές κυρίες. Ήταν τόσο ταραγμένη στην πόρτα του σαλονιού, που δύσκολα μπορούσε να βρει το θάρρος να μπει. «Νιώσε την καρδιά μου, πώς χτυπάει, αγαπητή μου!» είπε στη φίλη της.
«Όχι, δεν το κάνει», είπε η Αμέλια. «Έλα μέσα, μη φοβάσαι. Ο μπαμπάς δεν θα σου κάνει κακό»…
ΚΕΦ. 3ο
Η ΡΕΒΈΚΚΑ ΕΊΝΑΙ ΠΑΡΟΥΣΊΑ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΎ.
Ένας πολύ γεροδεμένος, πρησμένος άντρας, με δέρμα buckskins και μπότες της Έσσης, με πολλά τεράστια περιδέραια, που έφταναν σχεδόν μέχρι τη μύτη του, με ένα κόκκινο ριγέ γιλέκο και ένα πράσινο μήλο παλτό με ατσάλινα κουμπιά σχεδόν τόσο μεγάλα όσο τα κομμάτια του στέμματος, (ήταν το πρωινό κοστούμι ενός δανδή ή αίμα εκείνων των ημερών) διάβαζε το χαρτί δίπλα στη φωτιά όταν μπήκαν τα δύο κορίτσια, Και αναπήδησε από την πολυθρόνα του, και κοκκίνισε υπερβολικά, και έκρυψε ολόκληρο το πρόσωπό του σχεδόν στα περιδέραιά του σε αυτή την εμφάνιση.
«Είναι μόνο η αδελφή σου, ο Ιωσήφ», είπε η Αμέλια, γελώντας και κουνώντας τα δύο δάχτυλα που άπλωσε. «Γύρισα σπίτι για τα καλά, ξέρεις. και αυτή είναι η φίλη μου, η δεσποινίς Σαρπ, την οποία ακούσατε να αναφέρω».
«Όχι, ποτέ, σύμφωνα με το λόγο μου», είπε το κεφάλι κάτω από το περιδέραιο, τρέμοντας πολύ,—«δηλαδή, ναι,—τι αποτρόπαιο κρύο, δεσποινίς·» —και έτσι έπεσε να σπρώξει τη φωτιά με όλη του τη δύναμη, αν και ήταν στα μέσα Ιουνίου.
«Είναι πολύ όμορφος», ψιθύρισε η Ρεβέκκα στην Αμέλια, μάλλον δυνατά.
«Έτσι νομίζεις;» είπε ο τελευταίος, «θα του πω».
«Αγάπη μου! όχι για κόσμους», είπε η δεσποινίς Σαρπ, ξεκινώντας δειλά σαν ελαφάκι. Είχε προηγουμένως κάνει ένα σεβαστό παρθένο curtsey στον κύριο, και τα σεμνά μάτια της κοίταζαν τόσο επίμονα στο χαλί που ήταν ένα θαύμα πώς θα μπορούσε να βρει την ευκαιρία να τον δει.
«Σ’ ευχαριστώ για τα όμορφα σάλια, αδερφέ», είπε η Αμέλια στο πόκερ της φωτιάς. «Δεν είναι όμορφα, Ρεβέκκα;»
«Ω ουράνια!» είπε η δεσποινίς Σαρπ και τα μάτια της πήγαν από το χαλί κατευθείαν στον πολυέλαιο.
Ο Τζόζεφ συνέχισε να χτυπάει δυνατά το πόκερ και τη λαβίδα, φουσκώνοντας και φυσώντας για λίγο, και κάνοντας τόσο κόκκινο όσο του επέτρεπε το κίτρινο πρόσωπό του. «Δεν μπορώ να σου κάνω τόσο όμορφα δώρα, Τζόζεφ», συνέχισε η αδελφή του, «αλλά όσο ήμουν στο σχολείο, σου κέντησα ένα πολύ όμορφο ζευγάρι σιδεράκια».
“Καλή Gad! Αμέλια», φώναξε ο αδελφός, θορυβημένος, «τι εννοείς;» και βυθίζοντας με όλη του τη δύναμη στο σχοινί της καμπάνας, αυτό το έπιπλο έφυγε από το χέρι του και αύξησε τη σύγχυση του τίμιου ανθρώπου. «Για όνομα του Θεού, δες αν το καρότσι μου είναι στην πόρτα. Δεν μπορώ να περιμένω. Πρέπει να φύγω. Δ—— αυτός ο γαμπρός μου. Πρέπει να φύγω».
Εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο πατέρας της οικογένειας, κουνώντας τις φώκιες του σαν πραγματικός Βρεττανός έμπορος. «Τι συμβαίνει, Έμμυ;» λέει εκείνος.
«Ο Τζόζεφ θέλει να δω αν το δικό του – το καρότσι του είναι στην πόρτα. Τι είναι ένα καροτσάκι, μπαμπά;»
«Είναι ένα παλάνκιν με ένα άλογο», είπε ο ηλικιωμένος κύριος, ο οποίος ήταν ένα βαγόνι στο δρόμο του.
Ο Ιωσήφ ξέσπασε σε άγρια γέλια. στην οποία, αντικρίζοντας το μάτι της δεσποινίδος Σαρπ, σταμάτησε ξαφνικά, σαν να είχε πυροβοληθεί.
«Αυτή η νεαρή κοπέλα είναι φίλη σου; Δεσποινίς Sharp, είμαι πολύ χαρούμενος που σας βλέπω. Εσείς και η Έμμυ τσακώνεστε ήδη με τον Τζόζεφ, ότι θέλει να φύγει;»
«Υποσχέθηκα στον Μπονάμι, της υπηρεσίας μας, κύριε», είπε ο Τζόζεφ, «να δειπνήσω μαζί του».
«Ωχ! Δεν είπες στη μητέρα σου ότι θα δειπνήσεις εδώ;»
«Αλλά σε αυτό το φόρεμα είναι αδύνατο».
«Κοίτα τον, δεν είναι αρκετά όμορφος για να δειπνήσει οπουδήποτε, δεσποινίς Σαρπ;»
Στην οποία, φυσικά, η δεσποινίς Sharp κοίταξε τη φίλη της, και οι δύο ξεκίνησαν σε ένα γέλιο, πολύ ευχάριστο για τον ηλικιωμένο κύριο.
«Είδατε ποτέ ένα ζευγάρι buckskins σαν αυτά στο Miss Pinkerton’s;» συνέχισε, ακολουθώντας το πλεονέκτημά του.
«Ευγενικοί ουρανοί! Πατέρα», φώναξε ο Ιωσήφ.
«Εκεί τώρα, έχω πληγώσει τα συναισθήματά του. Κυρία Sedley, αγαπητή μου, έχω πληγώσει τα συναισθήματα του γιου σας. Έχω αναφερθεί στα buckskins του. Ρωτήστε τη δεσποινίς Σαρπ αν δεν το έχω κάνει; Έλα, Τζόζεφ, γίνε φίλος με τη δεσποινίς Σαρπ και άσε μας όλους να πάμε για δείπνο».
«Υπάρχει ένα pillau, Joseph, όπως ακριβώς σου αρέσει, και ο Papa έφερε στο σπίτι το καλύτερο καλκάνι στο Billingsgate».
«Ελάτε, ελάτε, κύριε, κατεβείτε τις σκάλες με τη δεσποινίς Σαρπ και θα ακολουθήσω με αυτές τις δύο νεαρές γυναίκες», είπε ο πατέρας, και πήρε το χέρι της συζύγου και της κόρης και έφυγε χαρούμενα.
Αν η δεσποινίς Rebecca Sharp είχε αποφασίσει στην καρδιά της να κάνει την κατάκτηση αυτού του μεγάλου ωραίου, δεν νομίζω, κυρίες, έχουμε κανένα δικαίωμα να την κατηγορήσουμε. Γιατί αν και το έργο του κυνηγιού του συζύγου είναι γενικά, και με μετριοφροσύνη, εμπιστευμένο από τους νέους στις μαμάδες τους, θυμηθείτε ότι η δεσποινίς Σαρπ δεν είχε κανέναν ευγενικό γονέα για να κανονίσει αυτά τα λεπτά ζητήματα γι ‘αυτήν, και ότι αν δεν έπαιρνε σύζυγο για τον εαυτό της, δεν υπήρχε κανένας άλλος στον κόσμο που θα έπαιρνε τον κόπο από τα χέρια της. Τι κάνει τους νέους να «βγαίνουν έξω», εκτός από την ευγενή φιλοδοξία του γάμου; Τι τους στέλνει στρατεύματα σε ποτιστήρια; Τι τους κρατάει να χορεύουν μέχρι τις πέντε το πρωί μέσα από μια ολόκληρη θνητή εποχή; Τι τους κάνει να εργάζονται σε σονάτες πιάνου-φόρτε και να μαθαίνουν τέσσερα τραγούδια από έναν μοντέρνο δάσκαλο σε ένα μάθημα γουινέας, και να παίζουν άρπα αν έχουν όμορφα χέρια και τακτοποιημένους αγκώνες, και να φορούν καπέλα και φτερά τοξοόλιθου Lincoln Green, αλλά ότι μπορεί να ρίξουν κάποιον «επιθυμητό» νεαρό άνδρα με αυτά τα φονικά τόξα και βέλη τους; Τι κάνει τους αξιοσέβαστους γονείς να παίρνουν τα χαλιά τους, να στρώνουν τα σπίτια τους και να ξοδεύουν το ένα πέμπτο του ετήσιου εισοδήματός τους σε δείπνα με μπάλες και παγωμένη σαμπάνια; Είναι καθαρή αγάπη για το είδος τους και μια ανόθευτη επιθυμία να δουν τους νέους ευτυχισμένους και να χορεύουν; Ψά! θέλουν να παντρευτούν τις κόρες τους. Και, όπως η ειλικρινής κυρία Σέντλεϋ, στα βάθη της καλοσυνάτης καρδιάς της, έχει ήδη κανονίσει μια σειρά από μικρά σχέδια για την εγκατάσταση της Αμέλια της, έτσι είχε και η αγαπημένη μας αλλά απροστάτευτη Ρεβέκκα, αποφασισμένη να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να εξασφαλίσει τον σύζυγο, ο οποίος ήταν ακόμη πιο απαραίτητος γι’ αυτήν παρά για τη φίλη της. Είχε ζωηρή φαντασία. είχε, άλλωστε, διαβάσει τις «Αραβικές Νύχτες» και τη «Γεωγραφία του Γκάθρι», και είναι γεγονός, ότι ενώ ντυνόταν για δείπνο, και αφού είχε ρωτήσει την Αμέλια αν ο αδελφός της ήταν πολύ πλούσιος, είχε χτίσει για τον εαυτό της ένα μεγαλοπρεπές κάστρο στον αέρα, του οποίου ήταν ερωμένη, με έναν σύζυγο κάπου στο βάθος (δεν τον είχε δει ακόμα, και η φιγούρα του δεν θα ήταν επομένως πολύ ευδιάκριτη)· Είχε παραταχθεί με άπειρα σάλια, τουρμπάνια και διαμαντένια περιδέραια και είχε ανέβει πάνω σε έναν ελέφαντα υπό τον ήχο της πορείας στο Bluebeard, προκειμένου να πραγματοποιήσει μια τελετή επίσκεψης στον Μεγάλο Μογγόλο . Γοητευτικά οράματα Alnaschar! Είναι το ευτυχές προνόμιο της νεολαίας να σας κατασκευάσει, και πολλά ευφάνταστα νεαρά πλάσματα εκτός από τη Rebecca Sharp, έχουν επιδοθεί σε αυτές τις ευχάριστες ονειροπολήσεις πριν από τώρα!
Ο Τζόζεφ Σέντλεϋ ήταν δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος από την αδελφή του Αμέλια. Ήταν στη Δημόσια Υπηρεσία της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών και το όνομά του εμφανίστηκε, κατά την περίοδο της οποίας γράφουμε, στο τμήμα της Βεγγάλης του Μητρώου Ανατολικών Ινδιών, ως συλλέκτης του Boggley Wollah, μιας έντιμης και προσοδοφόρας θέσης, όπως όλοι γνωρίζουν: για να μάθει σε ποιες ανώτερες θέσεις ανέβηκε ο Ιωσήφ στην υπηρεσία, ο αναγνώστης παραπέμπεται στο ίδιο περιοδικό.
Το Boggley Wollah βρίσκεται σε μια ωραία, μοναχική, ελώδη, jungly περιοχή, διάσημη για σκοποβολή, και όπου όχι σπάνια μπορείτε να ξεπλύνετε μια τίγρη. Το Ramgunge, όπου υπάρχει δικαστής, απέχει μόλις σαράντα μίλια και υπάρχει ένας σταθμός ιππικού περίπου τριάντα μίλια μακρύτερα. Γι’ αυτό, ο Ιωσήφ έγραψε στους γονείς του, όταν πήρε στην κατοχή του τη συλλογή του. Είχε ζήσει περίπου οκτώ χρόνια της ζωής του, εντελώς μόνος, σε αυτό το γοητευτικό μέρος, μόλις και μετά βίας έβλεπε ένα χριστιανικό πρόσωπο, εκτός από δύο φορές το χρόνο, όταν το απόσπασμα έφτανε για να μεταφέρει τα έσοδα που είχε συγκεντρώσει, στην Καλκούτα.
Ευτυχώς, αυτή τη στιγμή έπιασε μια ηπατική πάθηση, για τη θεραπεία της οποίας επέστρεψε στην Ευρώπη και η οποία ήταν η πηγή μεγάλης άνεσης και διασκέδασης γι ‘αυτόν στην πατρίδα του. Δεν ζούσε με την οικογένειά του όσο βρισκόταν στο Λονδίνο, αλλά είχε δικά του καταλύματα, σαν ομοφυλόφιλος νεαρός εργένης. Πριν πάει στην Ινδία ήταν πολύ νέος για να απολαύσει τις ευχάριστες απολαύσεις ενός ανθρώπου στην πόλη, και βούτηξε σε αυτές κατά την επιστροφή του, με μεγάλη επιμέλεια. Οδήγησε τα άλογά του στο πάρκο. δειπνούσε στις μοντέρνες ταβέρνες (γιατί η Ανατολική Λέσχη δεν είχε ακόμη εφευρεθεί). Σύχναζε στα θέατρα, όπως ήταν εκείνη την εποχή, ή έκανε την εμφάνισή του στην όπερα, ντυμένος με κόπο με καλσόν και καπέλο.
Επιστρέφοντας στην Ινδία, και από τότε, συνήθιζε να μιλάει για την ευχαρίστηση αυτής της περιόδου της ύπαρξής του με μεγάλο ενθουσιασμό και να σας δίνει να καταλάβετε ότι αυτός και ο Brummel ήταν οι κορυφαίοι της ημέρας. Αλλά ήταν τόσο μόνος εδώ όσο και στη ζούγκλα του στο Boggley Wollah. Δεν γνώριζε σχεδόν ούτε μία ψυχή στη μητρόπολη: και αν δεν ήταν ο γιατρός του, και η κοινωνία του μπλε χαπιού του, και το παράπονο του ήπατος, θα έπρεπε να είχε πεθάνει από μοναξιά. Ήταν τεμπέλης, νευρικός και bon-vivant. η εμφάνιση μιας κυρίας τον τρόμαξε πέρα από κάθε μέτρο. Ως εκ τούτου, σπάνια εντάχθηκε στον πατρικό κύκλο στην πλατεία Ράσελ, όπου υπήρχε άφθονη ευθυμία και όπου τα αστεία του καλοπροαίρετου γέρου πατέρα του τρόμαζαν την αγάπη του. Ο όγκος του προκάλεσε στον Ιωσήφ πολλές ανήσυχες σκέψεις και ανησυχία. Πού και πού έκανε μια απελπισμένη προσπάθεια να απαλλαγεί από το υπεράφθονο λίπος του. Αλλά η νωθρότητά του και η αγάπη του για την καλή ζωή γρήγορα πήραν το καλύτερο από αυτές τις προσπάθειες μεταρρύθμισης, και βρέθηκε ξανά στα τρία γεύματά του την ημέρα. Ποτέ δεν ήταν καλοντυμένος. Αλλά έκανε τους μεγαλύτερους κόπους για να στολίσει το μεγάλο του πρόσωπο και περνούσε πολλές ώρες καθημερινά σε αυτό το επάγγελμα. Ο υπηρέτης του έκανε μια περιουσία από την ντουλάπα του: το τραπέζι της τουαλέτας του ήταν καλυμμένο με τόσα pomatums και αποστάγματα όσα χρησιμοποιούσε ποτέ μια παλιά καλλονή: είχε προσπαθήσει, για να δώσει στον εαυτό του μια μέση, κάθε περίμετρο, διαμονή και ζώνη μέσης που εφευρέθηκε τότε. Όπως οι περισσότεροι χοντροί άντρες, έφτιαχνε τα ρούχα του πολύ σφιχτά και φρόντιζε να έχουν τα πιο λαμπερά χρώματα και νεανικό κόψιμο. Όταν ντυνόταν πολύ, το απόγευμα, έβγαινε μπροστά για να κάνει μια βόλτα χωρίς κανέναν στο πάρκο. και μετά επέστρεφε για να ντυθεί ξανά και να πάει να δειπνήσει χωρίς κανέναν στο καφενείο της Πιάτσα. Ήταν ματαιόδοξος σαν κορίτσι. Και ίσως η ακραία συστολή του να ήταν ένα από τα αποτελέσματα της ακραίας ματαιοδοξίας του. Αν η δεσποινίς Ρεβέκκα μπορεί να πάρει το καλύτερο από αυτόν, και στην πρώτη της είσοδο στη ζωή, είναι ένα νέο άτομο χωρίς συνηθισμένη εξυπνάδα.
Η πρώτη κίνηση έδειξε σημαντική ικανότητα. Όταν αποκάλεσε τον Σέντλεϋ πολύ όμορφο άντρα, ήξερε ότι η Αμέλια θα το έλεγε στη μητέρα της, η οποία πιθανότατα θα το έλεγε στον Τζόζεφ, ή που, εν πάση περιπτώσει, θα ήταν ευχαριστημένη από το κομπλιμέντο που θα έκανε στο γιο της. Όλες οι μητέρες είναι. Αν είχατε πει στη Στυκόραξ ότι ο γιος της Κάλιμπαν ήταν τόσο όμορφος όσο ο Απόλλωνας, θα ήταν ευχαριστημένη, μάγισσα όπως ήταν. Ίσως, επίσης, ο Τζόζεφ Σέντλεϋ να άκουγε το κομπλιμέντο –η Ρεβέκκα μιλούσε αρκετά δυνατά– και άκουγε, και (νομίζοντας στην καρδιά του ότι ήταν ένας πολύ καλός άνθρωπος), ο έπαινος ενθουσίαζε κάθε ίνα του μεγάλου σώματός του και το έκανε να μυρίζει από ευχαρίστηση. Στη συνέχεια, όμως, ήρθε μια ανάκρουση. «Με κοροϊδεύει η κοπέλα;» σκέφτηκε, και αμέσως αναπήδησε προς το κουδούνι και ήταν για να υποχωρήσει, όπως είδαμε, όταν τα αστεία του πατέρα του και οι ικεσίες της μητέρας του τον έκαναν να σταματήσει και να μείνει εκεί που ήταν. Οδήγησε τη νεαρή κοπέλα στο δείπνο με αμφίβολη και ταραγμένη διάθεση. «Πιστεύει πραγματικά ότι είμαι όμορφος;» σκέφτηκε, «ή απλώς με κοροϊδεύει;» Έχουμε μιλήσει για τον Joseph Sedley που είναι τόσο ματαιόδοξος όσο ένα κορίτσι. Ο Θεός να μας βοηθήσει! Τα κορίτσια πρέπει μόνο να γυρίσουν τα τραπέζια και να πουν για ένα από το δικό τους φύλο, «Είναι τόσο ματαιόδοξη όσο ένας άντρας» και θα έχουν τέλειο λόγο. Τα γενειοφόρα πλάσματα είναι εξίσου πρόθυμα για έπαινο, όπως το finikin πάνω από τις τουαλέτες τους, τόσο περήφανα για τα προσωπικά τους πλεονεκτήματα, όσο και για τις δυνάμεις γοητείας τους, όπως κάθε κοκέτα στον κόσμο.
Κάτω από τις σκάλες, λοιπόν, πήγαν, ο Ιωσήφ πολύ κόκκινος και κοκκινισμένος, η Ρεβέκκα πολύ σεμνή και κρατώντας τα πράσινα μάτια της προς τα κάτω. Ήταν ντυμένη στα λευκά, με γυμνούς ώμους λευκούς σαν το χιόνι – την εικόνα της νιότης, της απροστάτευτης αθωότητας και της ταπεινής παρθένας απλότητας. «Πρέπει να είμαι πολύ ήσυχη», σκέφτηκε η Ρεβέκκα, «και να ενδιαφέρομαι πολύ για την Ινδία».
Τώρα ακούσαμε πώς η κυρία Sedley είχε ετοιμάσει ένα καλό κάρυ για το γιο της, ακριβώς όπως του άρεσε, και κατά τη διάρκεια του δείπνου ένα μέρος αυτού του πιάτου προσφέρθηκε στη Rebecca. «Τι είναι αυτό;» είπε εκείνη, στρέφοντας ένα ελκυστικό βλέμμα στον κύριο Τζόζεφ.
«Κεφάλαιο», είπε εκείνος. Το στόμα του ήταν γεμάτο από αυτό: το πρόσωπό του αρκετά κόκκινο από την ευχάριστη άσκηση του gobbling. «Μητέρα, είναι τόσο καλό όσο τα δικά μου κάρυ στην Ινδία».
«Ω, πρέπει να δοκιμάσω μερικά, αν είναι ινδικό πιάτο», είπε η δεσποινίς Ρεβέκκα. «Είμαι σίγουρος ότι όλα πρέπει να είναι καλά που προέρχονται από εκεί».
«Δώσε στη δεσποινίς Σαρπ λίγο κάρυ, αγαπητή μου», είπε ο κ. Σέντλεϊ γελώντας.
Η Rebecca δεν είχε δοκιμάσει ποτέ το πιάτο πριν.
«Το βρίσκετε τόσο καλό όσο οτιδήποτε άλλο από την Ινδία;» είπε ο κ. Sedley.
«Ω, εξαιρετικά!» είπε η Ρεβέκκα, η οποία βασανιζόταν με το πιπέρι καγιέν.
«Δοκίμασε ένα τσίλι με αυτό, δεσποινίς Σαρπ», είπε ο Τζόζεφ, που πραγματικά ενδιαφέρθηκε.
«Ένα τσίλι», είπε η Ρεβέκκα λαχανιασμένη. «Ω ναι!» Σκέφτηκε ότι ένα τσίλι ήταν κάτι δροσερό, όπως εισήγαγε το όνομά του, και σερβιρίστηκε με μερικά. «Πόσο φρέσκα και πράσινα φαίνονται», είπε και έβαλε ένα στο στόμα της. Ήταν πιο ζεστό από το κάρυ. Η σάρκα και το αίμα δεν άντεχαν άλλο. Ξάπλωσε το πιρούνι της. «Νερό, για όνομα του Θεού, νερό!» φώναξε. Ο κ. Sedley ξέσπασε σε γέλια (ήταν ένας χονδροειδής άνθρωπος, από το Χρηματιστήριο, όπου αγαπούν κάθε είδους πρακτικά αστεία). «Είναι πραγματικοί Ινδοί, σας διαβεβαιώνω», είπε. «Σάμπο, δώσε στη δεσποινίς Σαρπ λίγο νερό».
Το πατρικό γέλιο επαναλήφθηκε από τον Ιωσήφ, ο οποίος σκέφτηκε το αστείο κεφάλαιο. Οι κυρίες χαμογέλασαν μόνο λίγο. Νόμιζαν ότι η καημένη η Ρεβέκκα υπέφερε πάρα πολύ. Θα ήθελε να πνίξει τον γερο-Σέντλεϊ, αλλά κατάπιε τη ντροπή της καθώς είχε το αποτρόπαιο κάρυ μπροστά της, και μόλις μπόρεσε να μιλήσει, είπε, με έναν κωμικό, καλοπροαίρετο αέρα:
«Θα έπρεπε να θυμηθώ το πιπέρι που βάζει η πριγκίπισσα της Περσίας στις τάρτες κρέμας στις Αραβικές Νύχτες. Βάζετε καγιέν στις τάρτες κρέμας σας στην Ινδία, κύριε;»
Ο γερο-Σέντλεϊ άρχισε να γελάει και σκέφτηκε ότι η Ρεβέκκα ήταν ένα κορίτσι με καλό χιούμορ. Ο Τζόζεφ είπε απλώς—«Τάρτες κρέμας, δεσποινίς; Η κρέμα μας είναι πολύ κακή στη Βεγγάλη. Χρησιμοποιούμε γενικά κατσικίσιο γάλα. και, “gad, ξέρεις, πρέπει να το προτιμήσω;”
«Δεν θα σου αρέσουν όλα από την Ινδία τώρα, δεσποινίς Σαρπ», είπε ο ηλικιωμένος κύριος. Αλλά όταν οι κυρίες αποσύρθηκαν μετά το δείπνο, ο πανούργος γέρος είπε στο γιο του: «Πρόσεχε, Τζο. Αυτό το κορίτσι σου βάζει το καπέλο της».
«Ωχ! ανοησίες!» είπε ο Τζο, πολύ κολακευμένος. «Θυμάμαι, κύριε, ότι υπήρχε ένα κορίτσι στο Dumdum, κόρη του Cutler του πυροβολικού, και στη συνέχεια παντρεύτηκε τον Lance, τον χειρουργό, ο οποίος με σκότωσε το έτος ‘4 – σε μένα και τον Mulligatawney, τον οποίο σας ανέφερα πριν από το δείπνο – ένας διαβολικός καλός συνάδελφος Mulligatawney – είναι δικαστής στο Budgebudge και σίγουρα θα είναι στο συμβούλιο σε πέντε χρόνια. Λοιπόν, κύριε, το πυροβολικό έδωσε μια μπάλα, και ο Κουίντιν, από τον 14ο του βασιλιά, μου είπε, «Σέντλεϊ», είπε, «στοιχηματίζω ότι δεκατρία με δέκα στοιχηματίζω ότι η Σοφία Κάτλερ θα γαντζώσει είτε εσένα είτε τον Μουλιγκατάουνι πριν από τις βροχές». “Έγινε”, λέω εγώ. Και Egad, κύριε, αυτό το κλαρέτο είναι πολύ καλό. Του Άνταμσον ή του Καρμπονέλ;”
* * *
Ένα μικρό ροχαλητό ήταν η μόνη απάντηση: ο τίμιος χρηματιστής κοιμόταν, και έτσι η υπόλοιπη ιστορία του Ιωσήφ χάθηκε για εκείνη την ημέρα. Αλλά είναι πάντα εξαιρετικά επικοινωνιακός στο πάρτι ενός άνδρα και έχει πει αυτή την ευχάριστη ιστορία πολλές φορές στον φαρμακοποιό του, τον Δρ Gollop, όταν ήρθε να ρωτήσει για το συκώτι και το μπλε χάπι.
Όντας ανάπηρος, ο Joseph Sedley αρκέστηκε σε ένα μπουκάλι κλαρέτο εκτός από τη Μαδέρα του στο δείπνο και κατάφερε μερικά πιάτα γεμάτα φράουλες και κρέμα γάλακτος και είκοσι τέσσερα μικρά κέικ, που βρίσκονταν παραμελημένα σε ένα πιάτο κοντά του, και σίγουρα (γιατί οι μυθιστοριογράφοι έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν τα πάντα), σκέφτηκε πολύ για το κορίτσι στις σκάλες. «Ένα ωραίο, γκέι, χαρούμενο νεαρό πλάσμα», σκέφτηκε στον εαυτό του. «Πώς με κοίταξε όταν πήρα το μαντήλι της στο δείπνο! Το έριξε δύο φορές. Ποιος είναι αυτός που τραγουδάει στο σαλόνι; «Γαδ! Να ανέβω να δω;»
Αλλά η μετριοφροσύνη του όρμησε πάνω του με ανεξέλεγκτη δύναμη. Ο πατέρας του κοιμόταν: το καπέλο του ήταν στην αίθουσα: υπήρχε ένας προπονητής που στεκόταν σκληρά στο Southampton Row. «Θα πάω να δω τους Σαράντα Κλέφτες», είπε, «και τον χορό της δεσποινίδος Ντεκάμπ» και γλίστρησε απαλά στα μυτερά δάχτυλα των μπότων του και εξαφανίστηκε, χωρίς να ξυπνήσει τον άξιο γονέα του.
«Πάει ο Ιωσήφ», είπε η Αμέλια, που κοιτούσε από τα ανοιχτά παράθυρα του σαλονιού, ενώ η Ρεβέκκα τραγουδούσε στο πιάνο.
«Η δεσποινίς Σαρπ τον τρόμαξε», είπε η κυρία Σέντλεϊ. «Καημένε Τζο, γιατί θα είναι τόσο ντροπαλός;»
ΚΕΦ. 4ο.
ΤΟ ΠΡΆΣΙΝΟ ΜΕΤΑΞΩΤΌ ΠΟΡΤΟΦΌΛΙ.
Ο πανικός του Τζο διήρκεσε δύο ή τρεις ημέρες. κατά τη διάρκεια της οποίας δεν επισκέφτηκε το σπίτι, ούτε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου η δεσποινίς Ρεβέκκα ανέφερε ποτέ το όνομά του. Ήταν όλη σεβαστή ευγνωμοσύνη στην κυρία Sedley. ευχαριστημένος πέρα από κάθε μέτρο στα παζάρια. Και σε μια δίνη θαυμασμού στο θέατρο, όπου την πήρε η καλοπροαίρετη κυρία. Μια μέρα, η Αμέλια είχε πόνο στο κεφάλι και δεν μπορούσε να πάει σε κάποιο πάρτι ευχαρίστησης στο οποίο είχαν προσκληθεί οι δύο νέοι: τίποτα δεν μπορούσε να παρακινήσει τη φίλη της να πάει χωρίς αυτήν. «Τι! Εσύ που έδειξες στο φτωχό ορφανό τι είναι ευτυχία και αγάπη για πρώτη φορά στη ζωή της, σε εγκαταλείπεις; ποτέ!» και τα πράσινα μάτια κοίταξαν ψηλά στον Ουρανό και γέμισαν δάκρυα. Και η κυρία Sedley δεν μπορούσε παρά να κατέχει ότι η φίλη της κόρης της είχε μια γοητευτική ευγενική καρδιά της.
Όσο για τα αστεία του κ. Σέντλεϋ, η Ρεβέκκα γέλασε μαζί τους με εγκαρδιότητα και επιμονή που δεν ευχαρίστησε και μαλάκωσε λίγο αυτόν τον καλοπροαίρετο κύριο. Ούτε ήταν μόνο με τους αρχηγούς της οικογένειας που η δεσποινίς Σαρπ βρήκε εύνοια. Ενδιέφερε την κυρία Blenkinsop δείχνοντας τη βαθύτατη συμπάθεια για τη διατήρηση μαρμελάδας βατόμουρου, η οποία λειτουργία συνεχιζόταν τότε στο δωμάτιο της οικονόμου. Επέμενε να αποκαλεί τον Σάμπο «Κύριε» και «Κύριο Σάμπο», προς τέρψη εκείνου του παρευρισκόμενου. Και ζήτησε συγγνώμη από την υπηρέτρια της κυρίας που μπήκε στον κόπο να τολμήσει να χτυπήσει το κουδούνι, με τέτοια γλυκύτητα και ταπεινοφροσύνη, που η Αίθουσα των Υπηρετών ήταν σχεδόν τόσο γοητευμένη μαζί της όσο και το Σαλόνι.
Κάποτε, κοιτάζοντας μερικές ζωγραφιές που είχε στείλει η Αμέλια από το σχολείο, η Ρεβέκκα έπεσε ξαφνικά πάνω σε μια που την έκανε να ξεσπάσει σε κλάματα και να φύγει από το δωμάτιο. Ήταν την ημέρα που ο Joe Sedley έκανε τη δεύτερη εμφάνισή του.
Η Αμέλια έσπευσε να κυνηγήσει τη φίλη της για να μάθει την αιτία αυτής της εκδήλωσης συναισθήματος και το καλοσυνάτο κορίτσι επέστρεψε χωρίς τον σύντροφό της, μάλλον επηρεασμένο επίσης. «Ξέρετε, ο πατέρας της ήταν ο δάσκαλος του σχεδίου μας, η Mamma, στο Chiswick, και συνήθιζε να κάνει όλα τα καλύτερα μέρη των σχεδίων μας».
«Αγάπη μου! Είμαι σίγουρη ότι πάντα άκουγα τη δεσποινίς Πίνκερτον να λέει ότι δεν τα άγγιξε – απλώς τα ανέβασε».
«Ονομαζόταν mounting, Mamma. Η Ρεβέκκα θυμάται το σχέδιο και τον πατέρα της να εργάζεται σε αυτό, και η σκέψη του ήρθε πάνω της μάλλον ξαφνικά – και έτσι, ξέρετε, εκείνη –”
«Το καημένο το παιδί είναι όλη καρδιά», είπε η κυρία Σέντλεϊ.
«Μακάρι να μπορούσε να μείνει μαζί μας άλλη μια εβδομάδα», είπε η Αμέλια.
«Είναι διαβολική σαν τη δεσποινίς Κάτλερ που συναντούσα στο Dumdum, μόνο πιο δίκαιη. Είναι παντρεμένη τώρα με τον Lance, τον χειρουργό πυροβολικού. Ξέρεις, κυρία, ότι κάποτε ο Κουίντιν, του 14ου, με στοιχημάτισε——”
«Ω Ιωσήφ, ξέρουμε αυτή την ιστορία», είπε η Αμέλια γελώντας. «Μην ανησυχείτε να το πω αυτό. αλλά να πείσει τη Mamma να γράψει στον Sir Something Crawley».
“Είχε γιο στους King’s Light Dragoons στην Ινδία;”
«Λοιπόν, θα του γράψεις για άδεια απουσίας για την καημένη αγαπητή Ρεβέκκα: – εδώ έρχεται, με τα μάτια της κόκκινα από το κλάμα».
«Είμαι καλύτερα, τώρα», είπε το κορίτσι, με το πιο γλυκό χαμόγελο, παίρνοντας το καλοπροαίρετο χέρι της κυρίας Σέντλεϊ και φιλώντας το με σεβασμό. «Πόσο ευγενικοί είστε όλοι μαζί μου! Όλοι», πρόσθεσε γελώντας, «εκτός από εσάς, κύριε Τζόζεφ».
«Εγώ!» είπε ο Τζόζεφ, διαλογιζόμενος μια στιγμιαία αναχώρηση. «Ευγενικοί ουρανοί! Καλή Gad! Δεσποινίς Σαρπ!»
“Ναι. Πώς μπόρεσες να είσαι τόσο σκληρός ώστε να με κάνεις να φάω αυτό το φρικτό πιάτο πιπεριού στο δείπνο, την πρώτη μέρα που σε είδα; Δεν είσαι τόσο καλή μαζί μου όσο αγαπητή Αμέλια».
«Δεν σε ξέρει τόσο καλά», φώναξε η Αμέλια.
«Προκαλώ κανέναν να μην είναι καλός μαζί σου, αγαπητή μου», είπε η μητέρα της.
“Το κάρυ ήταν κεφάλαιο. πράγματι ήταν», είπε ο Τζο, αρκετά σοβαρά.
«Ίσως δεν υπήρχε αρκετός χυμός κίτρου σε αυτό—όχι, δεν υπήρχε».
“Και το τσίλι;”
«Από τον Jove, πώς σε έκαναν να φωνάξεις!» είπε ο Joe, παγιδευμένος από τη γελοιοποίηση της περίστασης, και εξερράγη σε ένα ξέσπασμα γέλιου που τελείωσε εντελώς ξαφνικά, ως συνήθως.
«Θα φροντίσω πώς θα σε αφήσω να διαλέξεις για μένα κάποια άλλη φορά», είπε η Ρεβέκκα, καθώς κατέβηκαν ξανά για δείπνο. «Δεν πίστευα ότι στους άντρες άρεσε να πονάνε τα φτωχά αβλαβή κορίτσια».
«Με τον Gad, δεσποινίς Rebecca, δεν θα σας έβλαπτα για τον κόσμο».
«Όχι», είπε εκείνη, «ξέρω ότι δεν θα το έκανες» και τότε του άσκησε τόσο απαλή πίεση με το μικρό της χέρι, και το τράβηξε πίσω αρκετά φοβισμένη, και κοίταξε πρώτα για μια στιγμή στο πρόσωπό του, και μετά κάτω στα χαλιά. Και δεν είμαι έτοιμος να πω ότι η καρδιά του Τζο δεν χτύπησε σε αυτή τη μικρή ακούσια, δειλή, απαλή κίνηση σεβασμού εκ μέρους του απλού κοριτσιού.
Ήταν μια πρόοδος, και ως τέτοια, ίσως, ορισμένες κυρίες αδιαμφισβήτητης ορθότητας και ευγένειας θα καταδικάσουν την ενέργεια ως άσεμνη· αλλά, βλέπετε, η καημένη η αγαπητή Ρεβέκκα είχε όλη αυτή τη δουλειά να κάνει για τον εαυτό της. Αν ένα άτομο είναι πολύ φτωχό για να κρατήσει έναν υπηρέτη, αν και πάντα τόσο κομψό, πρέπει να σκουπίσει τα δωμάτιά του: αν ένα αγαπητό κορίτσι δεν έχει αγαπητή μαμά για να τακτοποιήσει τα ζητήματα με τον νεαρό, πρέπει να το κάνει για τον εαυτό της. Και ω, τι έλεος είναι που αυτές οι γυναίκες δεν ασκούν συχνά τις δυνάμεις τους! Δεν μπορούμε να τους αντισταθούμε, αν το κάνουν. Αφήστε τους να δείξουν τόσο μικρή κλίση, και οι άνδρες πέφτουν στα γόνατά τους αμέσως: γέροι ή άσχημοι, είναι όλα τα ίδια. Και αυτό το κατέθεσα ως θετική αλήθεια. Μια γυναίκα με δίκαιες ευκαιρίες, και χωρίς απόλυτη καμπούρα, μπορεί να παντρευτεί ΠΟΙΟΝ ΤΗΣ ΑΡΕΣΕΙ. Μόνο ας είμαστε ευγνώμονες που οι αγαπημένοι είναι σαν τα θηρία του αγρού και δεν γνωρίζουν τη δύναμή τους. Θα μας ξεπερνούσαν εντελώς αν το έκαναν.
«Egad!» σκέφτηκε ο Joseph, μπαίνοντας στην τραπεζαρία, «αρχίζω ακριβώς να αισθάνομαι όπως στο Dumdum με τη δεσποινίς Cutler». Πολλές γλυκές μικρές εκκλήσεις, μισές τρυφερές, μισές αστείες, του έκανε η δεσποινίς Σαρπ για τα πιάτα στο δείπνο. Γιατί εκείνη την εποχή ήταν σε μια βάση σημαντικής εξοικείωσης με την οικογένεια, και όσο για τα κορίτσια, αγαπούσαν η μία την άλλη σαν αδελφές. Τα νεαρά ανύπαντρα κορίτσια το κάνουν πάντα, αν βρίσκονται σε ένα σπίτι μαζί για δέκα Ημέρες.
Σαν αποφασισμένη να προωθήσει τα σχέδια της Ρεβέκκας με κάθε τρόπο – τι πρέπει να κάνει η Αμέλια, αλλά να υπενθυμίσει στον αδελφό της μια υπόσχεση που έδωσε στις διακοπές του περασμένου Πάσχα – «Όταν ήμουν κορίτσι στο σχολείο», είπε γελώντας – μια υπόσχεση ότι αυτός, ο Τζόζεφ, θα την πήγαινε στη Vauxhall. «Τώρα», είπε, «που η Ρεβέκκα είναι μαζί μας, θα είναι η κατάλληλη στιγμή».
«Ω, υπέροχα!» είπε η Ρεβέκκα, πηγαίνοντας να χτυπήσει τα χέρια της. Αλλά ξαναθυμήθηκε τον εαυτό της και σταμάτησε, σαν ένα σεμνό πλάσμα, όπως ήταν.
«Απόψε δεν είναι η νύχτα», είπε ο Τζο.
«Λοιπόν, αύριο».
«Αύριο ο μπαμπάς σου κι εγώ δειπνούμε έξω», είπε η κυρία Σέντλεϊ.
«Δεν υποθέτετε ότι θα πάω, κυρία Σεντ;» είπε ο σύζυγός της, «και ότι μια γυναίκα των ετών και του μεγέθους σας πρόκειται να κρυώσει, σε ένα τόσο αποτρόπαιο υγρό μέρος;»
«Τα παιδιά πρέπει να έχουν κάποιον μαζί τους», φώναξε η κυρία Σέντλεϊ.
«Άσε τον Τζο να φύγει», είπε ο πατέρας του γελώντας. «Είναι αρκετά μεγάλος». Σε αυτή την ομιλία ακόμη και ο κ. Σάμπο στον μπουφέ ξέσπασε σε γέλια και ο καημένος ο χοντρός Τζο ένιωσε την τάση να γίνει σχεδόν πατροκτόνος.
«Αναιρέστε τις διαμονές του!» συνέχισε ο ανελέητος ηλικιωμένος κύριος. «Πέταξε λίγο νερό στο πρόσωπό του, δεσποινίς Σαρπ, ή ανέβα τις σκάλες: λιποθυμία του αγαπημένου πλάσματος. Καημένο θύμα! Φέρτε τον επάνω. Είναι ελαφρύς σαν φτερό!»
«Αν το αντέξει αυτό, κύριε, είμαι δ——!» βρυχήθηκε ο Ιωσήφ.
«Παράγγειλε τον ελέφαντα του κυρίου Τζος, Σάμπο!» φώναξε ο πατέρας. «Στείλε στο Έξετερ ‘Αλλαγή, Σάμπο», αλλά βλέποντας τον Τζος έτοιμο σχεδόν να κλάψει από οργή, ο γέρος τζόκερ σταμάτησε το γέλιο του και είπε, απλώνοντας το χέρι του στο γιο του, «Είναι όλα δίκαια στο Χρηματιστήριο, Τζος, και, Σάμπο, δεν πειράζει τον ελέφαντα, αλλά δώσε σε μένα και στον κύριο Τζος ένα ποτήρι σαμπάνια. Ο ίδιος ο Boney δεν έχει τέτοια στο κελάρι του, αγόρι μου!»
Ένα κύπελλο σαμπάνιας αποκατέστησε την αταραξία του Joseph και πριν αδειάσει το μπουκάλι, από το οποίο ως ανάπηρος πήρε τα δύο τρίτα, συμφώνησε να πάρει τις νεαρές κυρίες στο Vauxhall.
«Τα κορίτσια πρέπει να έχουν έναν κύριο το καθένα», είπε ο ηλικιωμένος κύριος. «Ο Jos θα είναι σίγουρος ότι θα αφήσει την Emmy στο πλήθος, θα είναι τόσο απορροφημένος με τη δεσποινίς Sharp εδώ. Στείλε στους 26 και ρώτησε τον Τζορτζ Όσμπορν αν θα έρθει».
Σε αυτό, δεν ξέρω καθόλου για ποιο λόγο, η κυρία Sedley κοίταξε τον σύζυγό της και γέλασε. Τα μάτια του κ. Σέντλεϊ έλαμπαν με έναν τρόπο απερίγραπτα απερίγραπτο. Και κοίταξε την Αμέλια, και την Αμέλια να κρέμεται από το κεφάλι της, κοκκινισμένη όπως μόνο οι νεαρές κυρίες δεκαεπτά ξέρουν πώς να κοκκινίζουν, και καθώς η δεσποινίς Ρεμπέκα Σαρπ δεν κοκκίνισε ποτέ στη ζωή της – τουλάχιστον όχι από τότε που ήταν οκτώ ετών, και όταν πιάστηκε να κλέβει μαρμελάδα από ένα ντουλάπι από τη νονά της. «Η Αμέλια καλύτερα να γράψει ένα σημείωμα», είπε ο πατέρας της. «Και ας δει ο Τζορτζ Όσμπορν πόσο όμορφη γραφή φέραμε πίσω από τη δεσποινίς Πίνκερτον. Θυμάσαι όταν του έγραψες να έρθει τη δωδέκατη νύχτα, Emmy, και έγραψες δωδέκατη χωρίς το f;”
«Αυτό ήταν πριν από χρόνια», είπε η Αμέλια.
«Φαίνεται σαν χθες, έτσι δεν είναι, Τζον;» είπε η κυρία Σέντλεϋ στον άντρα της. και εκείνη τη νύχτα σε μια συζήτηση που έλαβε χώρα σε ένα μπροστινό δωμάτιο στον δεύτερο όροφο, σε ένα είδος σκηνής, κρεμασμένη γύρω με chintz πλούσιου και φανταστικού ινδικού σχεδίου, και διπλή με calico ενός τρυφερού ροζ χρώματος. Στο εσωτερικό του οποίου το είδος μαρκίζας ήταν ένα πουπουλένιο κρεβάτι, πάνω στο οποίο υπήρχαν δύο μαξιλάρια, πάνω στα οποία υπήρχαν δύο στρογγυλά κόκκινα πρόσωπα, ένα σε ένα δαντελωτό νυχτικό και ένα σε ένα απλό βαμβακερό, που κατέληγε σε μια φούντα: – σε μια διάλεξη κουρτίνας, λέω, η κυρία Σέντλεϋ κατηγόρησε τον σύζυγό της για τη σκληρή συμπεριφορά του προς τον φτωχό Τζο.
«Ήταν πολύ κακό εκ μέρους σας, κύριε Σέντλεϊ», είπε εκείνη, «να βασανίζετε έτσι το καημένο το αγόρι».
«Αγαπητέ μου», είπε η βαμβακερή φούντα για να υπερασπιστεί τη συμπεριφορά του, «ο Τζος είναι πολύ πιο ματαιόδοξος από ποτέ στη ζωή σου, και αυτό λέει πολλά. Αν και, πριν από τριάντα περίπου χρόνια, το έτος δεκαεπτακόσια ογδόντα –τι ήταν;– ίσως είχατε το δικαίωμα να είστε ματαιόδοξοι.—Δεν το κάνω Πες όχι. Αλλά δεν έχω υπομονή με τον Jos και τη δανδοποιημένη μετριοφροσύνη του. Είναι έξω από τον Ιωσήφ Ιωσήφ, αγαπητέ μου, και όλο αυτό το διάστημα το αγόρι σκέφτεται μόνο τον εαυτό του, και πόσο καλός άνθρωπος είναι. Αμφιβάλλω, κυρία, θα έχουμε κάποιο πρόβλημα μαζί του ακόμα. Εδώ είναι ο μικρός φίλος της Emmy που κάνει έρωτα με τον όσο πιο σκληρά μπορεί. Αυτό είναι αρκετά σαφές. Και αν δεν τον πιάσει κάποια άλλη θέληση. Αυτός ο άντρας προορίζεται να γίνει έρμαιο της γυναίκας, όπως κι εγώ θα συνεχίσω να «αλλάζω κάθε μέρα. Είναι έλεος που δεν μας έφερε πάνω από μια μαύρη νύφη, αγαπητή μου. Αλλά, σημειώστε τα λόγια μου, η πρώτη γυναίκα Όποιος τον ψαρεύει, τον γαντζώνει».
«Θα φύγει αύριο, το μικρό επιδέξιο πλάσμα», είπε η κυρία Σέντλεϊ, με μεγάλη ενέργεια.
«Γιατί όχι τόσο εκείνη όσο και μια άλλη, κυρία Σέντλεϊ; Το κορίτσι είναι ένα λευκό πρόσωπο σε κάθε περίπτωση. Δεν με νοιάζει ποιος τον παντρεύεται. Αφήστε τον Τζο να ευχαριστήσει τον εαυτό του».
Και σύντομα οι φωνές των δύο ομιλητών σιώπησαν, ή αντικαταστάθηκαν από την απαλή αλλά μη ρομαντική μουσική της μύτης. Και εκτός από όταν οι καμπάνες της εκκλησίας χτυπούσαν την ώρα και ο φύλακας το καλούσε, όλα ήταν σιωπηλά στο σπίτι του John Sedley, του Esquire, της πλατείας Russell και του Χρηματιστηρίου.
Όταν ήρθε το πρωί, η καλοπροαίρετη κυρία Σέντλεϊ δεν σκέφτηκε πλέον να εκτελέσει τις απειλές της σχετικά με τη δεσποινίς Σαρπ. Γιατί αν και τίποτα δεν είναι πιο έντονο, ούτε πιο κοινό, ούτε πιο δικαιολογημένο, από τη μητρική ζήλια, εντούτοις δεν μπορούσε να υποθέσει ότι η μικρή, ταπεινή, ευγνώμων, ευγενική γκουβερνάντα, θα τολμούσε να κοιτάξει ψηλά μια τόσο υπέροχη προσωπικότητα όπως ο Συλλέκτης του Boggley Wollah. Η αίτηση, επίσης, για παράταση της άδειας απουσίας της νεαρής κοπέλας είχε ήδη αποσταλεί και θα ήταν δύσκολο να βρεθεί ένα πρόσχημα για την απότομη απόλυσή της. Και σαν όλα τα πράγματα να συνωμοτούσαν υπέρ της ευγενικής Ρεβέκκας, τα ίδια τα στοιχεία (αν και δεν ήταν διατεθειμένη στην αρχή να αναγνωρίσει τη δράση τους για λογαριασμό της) παρενέβησαν για να τη βοηθήσουν. Για το βράδυ που ορίζεται για το πάρτι του Vauxhall, με τον George Osborne να έχει έρθει για δείπνο και τους πρεσβύτερους του σπιτιού να έχουν αναχωρήσει, σύμφωνα με την πρόσκληση, για να δειπνήσουν με τον Alderman Balls, στο Highbury Barn, ήρθε μια τέτοια καταιγίδα όπως συμβαίνει μόνο τις νύχτες του Vauxhall, και όπως υποχρέωσαν οι νέοι, αναγκαστικά, να παραμείνουν στο σπίτι. Ο κ. Όσμπορν δεν φάνηκε καθόλου απογοητευμένος από αυτό το περιστατικό. Αυτός και ο Joseph Sedley ήπιαν μια κατάλληλη ποσότητα κρασιού πόρτο, téte-à-téte, στην τραπεζαρία, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Sedley είπε μερικές από τις καλύτερες ινδικές ιστορίες του. γιατί ήταν εξαιρετικά ομιλητικός στην κοινωνία του ανθρώπου, και μετά η δεσποινίς Αμέλια Σέντλεϋ έκανε τις τιμές του σαλονιού. Και αυτοί οι τέσσερις νέοι πέρασαν ένα τόσο άνετο βράδυ μαζί, που δήλωσαν ότι ήταν μάλλον χαρούμενοι για την καταιγίδα παρά για κάτι άλλο, που τους είχε κάνει να βάλουν από την επίσκεψή τους στη Vauxhall.
Ο Όσμπορν ήταν ο νονός του Σέντλεϊ και ήταν ένας από την οικογένεια οποιαδήποτε στιγμή αυτά τα τρία και είκοσι χρόνια. Σε ηλικία έξι εβδομάδων, είχε λάβει από τον John Sedley ένα δώρο από ένα ασημένιο κύπελλο. σε ηλικία έξι μηνών, ένα κοράλλι με χρυσή σφυρίχτρα και καμπάνες. Από τα νιάτα του, προς τα πάνω, τον «φιλοδώρησε» τακτικά ο ηλικιωμένος κύριος τα Χριστούγεννα. Και επιστρέφοντας στο σχολείο, θυμήθηκε πολύ καλά ότι τον χτύπησε ο Τζόζεφ Σέντλεϋ, όταν ο τελευταίος ήταν ένας μεγάλος, σκυθρωπός, χομπμπάντυοϊ, και ο Τζορτζ ένας αναιδής αχινός δέκα ετών. Με μια λέξη, ο Τζορτζ ήταν τόσο εξοικειωμένος με την οικογένεια όσο θα μπορούσαν να τον κάνουν τέτοιες καθημερινές πράξεις καλοσύνης και συνουσίας.
«Θυμάσαι, Σέντλεϊ, σε τι μανία ήσουν όταν έκοψα τις φούντες από τις μπότες σου από την Έσση, και πώς η δεσποινίς –στρίφωμα!– πώς η Αμέλια με έσωσε από έναν ξυλοδαρμό, πέφτοντας στα γόνατά της και φωνάζοντας στον αδελφό της Τζος, να μην χτυπήσει τον μικρό Τζορτζ;»
Ο Jos θυμόταν πολύ καλά αυτό το αξιοσημείωτο γεγονός, αλλά ορκίστηκε ότι το είχε ξεχάσει εντελώς.
«Λοιπόν, θυμάσαι να κατεβαίνεις σε μια συναυλία στο Dr. Swishtail’s, για να με δεις, πριν πας στην Ινδία, και να μου δίνεις μισή γουινέα και ένα χτύπημα στο κεφάλι; Πάντα είχα την ιδέα ότι ήσουν τουλάχιστον επτά πόδια ψηλός και ήμουν αρκετά έκπληκτος όταν επέστρεψες από την Ινδία που δεν σε βρήκα ψηλότερο από μένα».
«Πόσο καλός είναι ο κύριος Σέντλεϊ που πήγε στο σχολείο σας και σας έδωσε τα χρήματα!» αναφώνησε η Ρεβέκκα, με τόνους ακραίας απόλαυσης.
«Ναι, και αφού είχα κόψει και τις φούντες από τις μπότες του. Τα αγόρια δεν ξεχνούν ποτέ αυτές τις συμβουλές στο σχολείο, ούτε τους δωρητές».
«Απολαμβάνω τις μπότες της Έσσης», είπε η Rebecca. Ο Jos Sedley, ο οποίος θαύμαζε τα πόδια του υπέροχα και φορούσε πάντα αυτό το διακοσμητικό chaussure, ήταν εξαιρετικά ευχαριστημένος με αυτή την παρατήρηση, αν και τράβηξε τα πόδια του κάτω από την καρέκλα του καθώς έγινε.
«Δεσποινίς Σαρπ!» είπε ο Τζορτζ Όσμπορν, «εσύ που είσαι τόσο έξυπνος καλλιτέχνης, πρέπει να κάνεις μια μεγάλη ιστορική εικόνα της σκηνής με τις μπότες. Ο Sedley απεικονίζεται με δέρμα buckskins και κρατά μία από τις τραυματισμένες μπότες στο ένα χέρι. Από την άλλη θα κρατήσει το πουκάμισό μου. Η Αμέλια θα γονατίσει κοντά του, με τα χεράκια της ψηλά. και η εικόνα θα έχει έναν μεγάλο αλληγορικό τίτλο, όπως έχουν οι προμετωπίδες στο Medulla και στο βιβλίο ορθογραφίας».
«Δεν έχω χρόνο να το κάνω εδώ», είπε η Ρεβέκκα. «Θα το κάνω όταν – όταν φύγω». Και έριξε τη φωνή της, και φαινόταν τόσο λυπημένη και αξιολύπητη, που όλοι ένιωθαν πόσο σκληρή ήταν η μοίρα της και πόσο λυπούνταν αν την αποχωρίζονταν.
«Ω, ότι θα μπορούσες να μείνεις περισσότερο, αγαπητή Ρεβέκκα», είπε η Αμέλια.
«Γιατί;» απάντησε ο άλλος, ακόμα πιο λυπημένος. «Για να είμαι μόνο ο πιο δυστυχισμένος – απρόθυμος να σε χάσω;» Και γύρισε το κεφάλι της. Η Αμέλια άρχισε να δίνει τη θέση της σε εκείνη τη φυσική αναπηρία των δακρύων, η οποία, όπως είπαμε, ήταν ένα από τα ελαττώματα αυτού του ανόητου μικρού πράγματος. Ο Τζορτζ Όσμπορν κοίταξε τις δύο νεαρές γυναίκες με μια συγκινημένη περιέργεια. και Ο Joseph Sedley έβγαλε κάτι σαν αναστεναγμό από το μεγάλο στήθος του, καθώς έριξε τα μάτια του προς τις αγαπημένες του μπότες της Έσσης.
«Ας έχουμε λίγη μουσική, δεσποινίς Σέντλεϋ – Αμέλια», είπε ο Τζορτζ, ο οποίος ένιωσε εκείνη τη στιγμή μια εξαιρετική, σχεδόν ακαταμάχητη παρόρμηση να αρπάξει την προαναφερθείσα νεαρή γυναίκα στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει στο πρόσωπο της παρέας. Και τον κοίταξε για μια στιγμή, και αν έπρεπε να πω ότι ερωτεύτηκαν ο ένας τον άλλον εκείνη τη μοναδική στιγμή, θα έλεγα ίσως μια αναλήθεια, γιατί το γεγονός είναι, ότι αυτοί οι δύο νέοι είχαν ανατραφεί από τους γονείς τους για αυτόν ακριβώς τον σκοπό, και οι απαγορεύσεις τους είχαν, όπως ήταν, διαβάζονται στις αντίστοιχες οικογένειές τους οποιαδήποτε στιγμή αυτά τα δέκα χρόνια. Πήγαν στο πιάνο, το οποίο βρισκόταν, όπως συνήθως είναι τα πιάνα, στο πίσω σαλόνι. Και καθώς ήταν μάλλον σκοτεινά, η δεσποινίς Αμέλια, με τον πιο ανεπηρέαστο τρόπο στον κόσμο, έβαλε το χέρι της στο χέρι του κ. Όσμπορν, ο οποίος, φυσικά, μπορούσε να δει τον δρόμο ανάμεσα στις καρέκλες και τους Οθωμανούς πολύ καλύτερα από ό, τι μπορούσε. Αλλά αυτή η διευθέτηση άφησε τον κ. Joseph Sedley τετ-α-τετ με τη Rebecca, στο τραπέζι του σαλονιού, όπου η τελευταία ασχολήθηκε με το δίχτυ ενός πράσινου μεταξωτού πορτοφολιού.
«Δεν υπάρχει λόγος να ρωτάμε οικογενειακά μυστικά», είπε η κυρία Σαρπ. «Αυτοί οι δύο έχουν πει τα δικά τους».
«Μόλις πάρει την παρέα του», είπε ο Τζόζεφ, «πιστεύω ότι η υπόθεση έχει διευθετηθεί. Ο Τζορτζ Όσμπορν είναι τόσο καλός άνθρωπος όσο ποτέ άλλοτε».
«Και η αδελφή σου το πιο αγαπημένο πλάσμα στον κόσμο», είπε η Ρεβέκκα. «Ευτυχισμένος ο άνθρωπος που τη κερδίζει!» Με αυτό, η δεσποινίς Sharp έδωσε έναν μεγάλο αναστεναγμό.
Όταν δύο άγαμα άτομα συναντιούνται και συζητούν για τόσο λεπτά θέματα όπως το παρόν, δημιουργείται τώρα μεγάλη εμπιστοσύνη και οικειότητα μεταξύ τους. Δεν υπάρχει λόγος να δώσουμε μια ειδική αναφορά για τη συνομιλία που έλαβε χώρα τώρα μεταξύ του κ. Sedley και της νεαρής κοπέλας. Διότι η συζήτηση, όπως μπορεί να κριθεί από το προηγούμενο δείγμα, δεν ήταν ιδιαίτερα πνευματώδης ή εύγλωττη. Σπάνια βρίσκεται σε ιδιωτικές κοινωνίες ή οπουδήποτε αλλού, εκτός από πολύ υψηλά και έξυπνα μυθιστορήματα. Καθώς υπήρχε μουσική στο διπλανό δωμάτιο, η συζήτηση συνεχιζόταν, φυσικά, σε χαμηλό και αυξανόμενο τόνο, αν και, για το θέμα αυτό, το ζευγάρι στο διπλανό διαμέρισμα δεν θα είχε ενοχληθεί αν η συζήτηση ήταν τόσο δυνατή, τόσο απασχολημένη ήταν με τις δικές τους επιδιώξεις.
Σχεδόν για πρώτη φορά στη ζωή του, ο κ. Sedley βρέθηκε να μιλάει, χωρίς την παραμικρή δειλία ή δισταγμό, σε ένα άτομο του άλλου φύλου. Η δεσποινίς Rebecca του έκανε πολλές ερωτήσεις σχετικά με την Ινδία, γεγονός που του έδωσε την ευκαιρία να αφηγηθεί πολλά ενδιαφέροντα ανέκδοτα για τη χώρα αυτή και τον εαυτό του. Περιέγραψε τις μπάλες στο Κυβερνείο και τον τρόπο με τον οποίο διατηρούνταν δροσερές στον ζεστό καιρό, με punkahs, tatties και άλλα τεχνάσματα. και ήταν πολύ πνευματώδης όσον αφορά τον αριθμό των Σκωτσέζων τους οποίους προστάτευε ο Λόρδος Minto, ο Γενικός Κυβερνήτης. Και μετά περιέγραψε ένα κυνήγι τίγρης. και ο τρόπος με τον οποίο το mahout του ελέφαντά του είχε τραβηχτεί από το howdah του από ένα από τα εξαγριωμένα ζώα. Πόσο ευχαριστημένη ήταν η δεσποινίς Ρεβέκκα με τους κυβερνητικούς χορούς και πόσο γέλασε με τις ιστορίες των Σκωτσέζων βοηθών του στρατοπέδου και αποκάλεσε τον κύριο Σέντλεϋ ένα θλιβερό κακό σατιρικό πλάσμα. Και πόσο φοβόταν την ιστορία του ελέφαντα! «Για χάρη της μητέρας σας, αγαπητέ κύριε Σέντλεϊ», είπε, «για χάρη όλων των φίλων σας, υποσχεθείτε να μην πάτε ποτέ σε μια από αυτές τις φρικτές αποστολές».
«Pooh, pooh, δεσποινίς Sharp», είπε, τραβώντας τους γιακάδες του πουκαμίσου του. «Ο κίνδυνος κάνει το άθλημα μόνο το πιο ευχάριστο». Ποτέ δεν είχε πάει παρά μόνο μια φορά σε κυνήγι τίγρης, όταν συνέβη το εν λόγω ατύχημα και όταν σκοτώθηκε κατά το ήμισυ – όχι από την τίγρη, αλλά από τον τρόμο. Και καθώς μιλούσε, έγινε αρκετά τολμηρός, και είχε πραγματικά το θράσος να ρωτήσει τη δεσποινίς Ρεβέκκα για ποιον έπλεκε το πράσινο μεταξωτό πορτοφόλι; Ήταν αρκετά έκπληκτος και ευχαριστημένος με τον δικό του χαριτωμένο οικείο τρόπο.
«Για όποιον θέλει ένα πορτοφόλι», απάντησε η δεσποινίς Ρεβέκκα, κοιτάζοντάς τον με τον πιο ευγενικό νικητήριο τρόπο. Ο Σέντλεϋ επρόκειτο να κάνει μια από τις πιο εύγλωττες ομιλίες και είχε αρχίσει, «Ω δεσποινίς Σαρπ, πώς——» όταν κάποιο τραγούδι που εκτελέστηκε στην άλλη αίθουσα έφτασε στο τέλος του, και τον έκανε να ακούσει τη δική του φωνή τόσο καθαρά που σταμάτησε, κοκκίνισε και φύσηξε τη μύτη του με μεγάλη ταραχή.
«Άκουσες ποτέ κάτι σαν την ευγλωττία του αδελφού σου;» ψιθύρισε ο κ. Όσμπορν στην Αμέλια. «Γιατί, ο φίλος σου έχει κάνει θαύματα».
«Όσο περισσότεροι, τόσο το καλύτερο», είπε η δεσποινίς Αμέλια. η οποία, όπως σχεδόν όλες οι γυναίκες που αξίζουν μια καρφίτσα, ήταν προξενήτρα στην καρδιά της, και θα χαιρόταν αν ο Ιωσήφ μετέφερε μια γυναίκα στην Ινδία. Είχε επίσης, κατά τη διάρκεια αυτής της συνεχούς επαφής λίγων ημερών, ζεσταθεί σε μια πολύ τρυφερή φιλία για τη Ρεβέκκα και ανακάλυψε ένα εκατομμύριο αρετές και συμπαθητικές ιδιότητες σε αυτήν, τις οποίες δεν είχε αντιληφθεί όταν ήταν μαζί στο Chiswick. Γιατί η στοργή των νεαρών κυριών είναι τόσο γρήγορη όσο ο μίσχος των φασολιών του Τζακ και φτάνει μέχρι τον ουρανό μέσα σε μια νύχτα. Δεν τους φταίει ότι μετά το γάμο αυτό το Sehnsucht nach der Liebe υποχωρεί. Είναι αυτό που οι συναισθηματιστές, οι οποίοι ασχολούνται με πολύ μεγάλα λόγια, αποκαλούν λαχτάρα για το Ιδανικό, και απλά σημαίνει ότι οι γυναίκες συνήθως δεν ικανοποιούνται μέχρι να αποκτήσουν συζύγους και παιδιά στα οποία μπορούν να επικεντρώσουν τις αγάπες, οι οποίες ξοδεύονται αλλού, σαν να λέγαμε, σε μικρές αλλαγές.
Έχοντας ξοδέψει το μικρό της απόθεμα τραγουδιών ή έχοντας μείνει αρκετό καιρό στο πίσω σαλόνι, φαινόταν τώρα σωστό στη δεσποινίς Αμέλια να ζητήσει από τη φίλη της να τραγουδήσει. «Δεν θα με άκουγες», είπε στον κ. Όσμπορν, (αν και ήξερε ότι έλεγε ένα ψέμα), «αν είχες ακούσει πρώτα τη Ρεβέκκα».
«Προειδοποιώ τη δεσποινίς Σαρπ, όμως», είπε ο Όσμπορν, «ότι, σωστά ή λάθος, θεωρώ τη δεσποινίς Αμέλια Σέντλεϊ την πρώτη τραγουδίστρια στον κόσμο».
«Θα ακούσεις», είπε η Αμέλια. και ο Joseph Sedley ήταν πραγματικά αρκετά ευγενικός για να μεταφέρει τα κεριά στο πιάνο. Ο Όσμπορν υπαινίχθηκε ότι θα ήθελε επίσης να καθίσει στο σκοτάδι. Αλλά η δεσποινίς Σέντλεϋ, γελώντας, αρνήθηκε να του κάνει περισσότερη συντροφιά και οι δυο τους ακολούθησαν τον κ. Τζόζεφ. Η Rebecca τραγούδησε πολύ καλύτερα από τη φίλη της, (αν και φυσικά ο Osborne ήταν ελεύθερος να κρατήσει τη γνώμη του) και προσπάθησε στο έπακρο, και, πράγματι, στο θαύμα της Amelia, η οποία δεν την είχε γνωρίσει ποτέ να παίζει τόσο καλά. Τραγούδησε ένα γαλλικό τραγούδι, το οποίο ο Ιωσήφ δεν καταλάβαινε καθόλου, και το οποίο ο Γεώργιος ομολόγησε ότι δεν καταλάβαινε, και στη συνέχεια μια σειρά από εκείνες τις απλές μπαλάντες που ήταν της μόδας πριν από σαράντα χρόνια, και στις οποίες οι βρετανικές πίσσες, ο βασιλιάς μας, η φτωχή Σούζαν, η γαλανομάτα Μαρία και τα παρόμοια, ήταν τα κύρια θέματα. Δεν είναι, λέγεται, πολύ λαμπρά, από μουσική άποψη, αλλά περιέχουν αναρίθμητες καλοπροαίρετες, απλές εκκλήσεις στις αγάπες, τις οποίες οι άνθρωποι καταλάβαιναν καλύτερα από το γάλα-και-νερό lagrime, sospiri, και felicità της αιώνιας Donizettian μουσικής με την οποία είμαστε ευνοημένοι τώρα-α-μέρες.
Μια συζήτηση συναισθηματικού είδους, που αρμόζει στο θέμα, διεξήχθη μεταξύ των τραγουδιών, στα οποία ο Σάμπο, αφού έφερε το τσάι, το
ενθουσιασμένος μάγειρας, και ακόμη και η κυρία Blenkinsop, η οικονόμος, καταδέχτηκε να ακούσει στο σημείο προσγείωσης. Μεταξύ αυτών των ditties ήταν ένα, το τελευταίο της συναυλίας, και με το ακόλουθο αποτέλεσμα:
Αχ! ζοφερός κι άγονος ήταν ο βάλτος,
Αχ! δυνατή και διαπεραστική ήταν η καταιγίδα,
Η εστία του εξοχικού σπιτιού ήταν σίγουρα καταφύγιο,
Η εστία του εξοχικού σπιτιού ήταν φωτεινή και ζεστή –
Ένα ορφανό αγόρι το πλέγμα πέρασε,
Και, καθώς σημάδεψε τη χαρούμενη λάμψη του,
Ένιωσε διπλά έντονη την έκρηξη του μεσονυκτίου,
Και διπλά κρύο το πεσμένο χιόνι.
Τον σημάδεψαν καθώς προχωρούσε,
με καρδιά που λιποθυμούσε και κουρασμένο μέλος.
Ευγενικές φωνές τον έκαναν να γυρίσει και να ξεκουραστεί,
Και απαλά πρόσωπα τον καλωσόρισαν.
Η αυγή έχει ανατείλει – ο επισκέπτης έχει φύγει,
Η εστία του εξοχικού σπιτιού λάμπει ακόμα.
Ο Θεός λυπάται όλους τους φτωχούς περιπλανώμενους μοναχικούς!
Χαρείτε στον άνεμο πάνω στο λόφο!
Ήταν το συναίσθημα των προαναφερθέντων λέξεων, «Όταν φύγω», ξανά. Καθώς έφτασε στα τελευταία λόγια, η «βαθιά φωνή της δεσποινίδος Σαρπ παραπαίει». Όλοι ένιωσαν τον υπαινιγμό για την αναχώρησή της και για την άτυχη ορφανή κατάστασή της. Ο Joseph Sedley, ο οποίος αγαπούσε τη μουσική και ήταν καλόκαρδος, ήταν σε κατάσταση έξαψης κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του τραγουδιού και συγκινήθηκε βαθιά στο τέλος του. Αν είχε το θάρρος. Αν ο Τζορτζ και η δεσποινίς Σέντλεϋ είχαν παραμείνει σύμφωνα με την πρόταση του πρώτου, στο πιο μακρινό δωμάτιο, η εργένικη ζωή του Τζόζεφ Σέντλεϋ θα είχε τελειώσει και αυτό το έργο δεν θα είχε γραφτεί ποτέ. Αλλά στο τέλος της τάφρου, η Ρεβέκκα εγκατέλειψε το πιάνο και δίνοντας το χέρι της στην Αμέλια, απομακρύνθηκε στο λυκόφως του μπροστινού σαλονιού. Και, εκείνη τη στιγμή, ο κ. Sambo έκανε την εμφάνισή του με ένα δίσκο, που περιείχε σάντουιτς, ζελέ και μερικά λαμπερά ποτήρια και καράφες, στα οποία η προσοχή του Joseph Sedley ήταν αμέσως προσηλωμένη. Όταν οι γονείς του σπιτιού του Σέντλεϋ επέστρεψαν από το δείπνο τους, βρήκαν τους νέους τόσο απασχολημένους να μιλούν, που δεν είχαν ακούσει την άφιξη της άμαξας, και ο κ. Τζόζεφ ήταν έτοιμος να πει: «Αγαπητή μου δεσποινίς Σαρπ, ένα μικρό κουταλάκι του γλυκού ζελέ για να σας στρατολογήσει μετά από τις τεράστιες – δικές σας – τις ευχάριστες προσπάθειές σας».
«Μπράβο, Τζος!» είπε ο κ. Σέντλεϊ. Ακούγοντας τα πειράγματα της γνωστής φωνής, ο Jos υποτροπίασε αμέσως σε μια ανήσυχη σιωπή και γρήγορα πήρε την αναχώρησή του. Δεν έμεινε ξύπνιος όλη τη νύχτα σκεπτόμενος αν ήταν ερωτευμένος ή όχι με τη δεσποινίς Σαρπ. Το πάθος της αγάπης ποτέ δεν παρενέβη στην όρεξη ή στον ύπνο του κ. Joseph Sedley. Αλλά σκέφτηκε πόσο ευχάριστο θα ήταν να ακούει τραγούδια όπως αυτά μετά το Cutcherry – τι ξεχωριστό κορίτσι ήταν – πώς μπορούσε να μιλήσει γαλλικά καλύτερα από την ίδια την κυρία του Γενικού Κυβερνήτη – και τι αίσθηση θα έκανε στους χορούς της Καλκούτας. «Είναι φανερό ότι ο καημένος ο διάβολος είναι ερωτευμένος μαζί μου», σκέφτηκε. «Είναι εξίσου πλούσια με τα περισσότερα κορίτσια που έρχονται στην Ινδία. Μπορεί να πάω μακρύτερα, και να τα πάω χειρότερα, egad!» Και σε αυτούς τους διαλογισμούς αποκοιμήθηκε.
Πώς η δεσποινίς Σαρπ έμεινε ξύπνια, σκεπτόμενη, θα έρθει ή όχι αύριο; Δεν χρειάζεται να ειπωθεί εδώ. Αύριο ήρθε, και, τόσο σίγουρος όσο και η μοίρα, ο κ. Joseph Sedley έκανε την εμφάνισή του πριν από το γεύμα. Ποτέ πριν δεν ήταν γνωστός για να απονείμει μια τέτοια τιμή στην πλατεία Ράσελ. Ο Τζορτζ Όσμπορν ήταν ήδη κατά κάποιο τρόπο εκεί (δυστυχώς «έσβησε» την Αμέλια, η οποία έγραφε στους δώδεκα αγαπημένους της φίλους στο Chiswick Mall) και η Ρεμπέκα απασχολήθηκε στη χθεσινή δουλειά της. Καθώς το αμαξίδιο του Τζο ανέβαινε και ενώ, μετά το συνηθισμένο βροντερό χτύπημα και την πομπώδη φασαρία του στην πόρτα, ο Συλλέκτης του Μπόγκλεϊ Γουόλαχ ανέβηκε τις σκάλες προς το σαλόνι, γνωρίζοντας ότι οι ματιές είχαν τηλεγραφηθεί μεταξύ του Όσμπορν και της δεσποινίδος Σέντλεϊ, και το ζευγάρι, χαμογελώντας αψιδωτά, κοίταξε τη Ρεμπέκα, η οποία πραγματικά κοκκίνισε καθώς λύγισε τα δίκαια δαχτυλίδια της πάνω από το δίχτυ της. Πώς χτυπούσε η καρδιά της καθώς εμφανιζόταν ο Τζόζεφ,—ο Ιωσήφ, φουσκώνοντας από τη σκάλα φορώντας λαμπερές μπότες που έτριζαν,—ο Ιωσήφ, φορώντας καινούριο γιλέκο, κόκκινος από θερμότητα και νευρικότητα, και κοκκινίζοντας πίσω από το βαμβακερό περιδέραιό του. Ήταν μια νευρική στιγμή για όλους. και όσο για την Αμέλια, νομίζω ότι ήταν πιο φοβισμένη ακόμα και από τους ανθρώπους που ενδιαφέρονταν περισσότερο.
Ο Σάμπο, που άνοιξε την πόρτα και ανήγγειλε τον κύριο Τζόζεφ, ακολούθησε χαμογελώντας, στο πίσω μέρος του Συλλέκτη, και κρατώντας δύο όμορφα λουλούδια με μύτες, τα οποία το τέρας είχε πραγματικά τη γενναιότητα να αγοράσει στην αγορά του Κόβεντ Γκάρντεν εκείνο το πρωί – δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο τα άχυρα που κουβαλούν μαζί τους οι κυρίες τώρα, σε κώνους χαρτιού. Αλλά οι νεαρές γυναίκες χάρηκαν με το δώρο, καθώς ο Ιωσήφ παρουσίασε ένα στην καθεμία, με μια υπερβολικά επίσημη και αδέξια υπόκλιση.
«Μπράβο, Τζος!» φώναξε ο Όσμπορν.
«Σ’ ευχαριστώ, αγαπητέ Ιωσήφ», είπε η Αμέλια, έτοιμη να φιλήσει τον αδελφό της, αν είχε τέτοια σκέψη. (Και νομίζω ότι για ένα φιλί από ένα τόσο αγαπητό πλάσμα όπως η Amelia, θα αγόραζα όλα τα ωδεία του κ. Lee από το χέρι.)
«Ω ουράνια, ουράνια λουλούδια!» αναφώνησε η δεσποινίς Σαρπ, και τα μύρισε απαλά, και τα κράτησε στην αγκαλιά της, και σήκωσε τα μάτια της στο ταβάνι, σε μια έκσταση θαυμασμού. Ίσως κοίταξε πρώτα στο μπουκέτο, για να δει αν υπήρχε ένα μπιγιέτο κρυμμένο ανάμεσα στα λουλούδια. Αλλά δεν υπήρχε γράμμα.
«Μιλούν τη γλώσσα των λουλουδιών στο Boggley Wollah, Sedley;» ρώτησε ο Osborne, γελώντας.
«Γλώσσα του βιολιού!» απάντησε ο συναισθηματικός νέος. «Τα αγόρασα στο Nathan’s. πολύ χαρούμενος που σας αρέσει? και ε, Αμέλια, αγαπητή μου, αγόρασα ταυτόχρονα έναν ανανά, τον οποίο έδωσα στον Σάμπο. Ας το έχουμε για tiffin? Πολύ δροσερός και ωραίος αυτός ο ζεστός καιρός.” Η Rebecca είπε ότι δεν είχε δοκιμάσει ποτέ πεύκο και λαχταρούσε πέρα από όλα να δοκιμάσει ένα.
Έτσι η συζήτηση συνεχίστηκε. Δεν ξέρω με ποιο πρόσχημα έφυγε ο Όσμπορν από το δωμάτιο ή γιατί, προς το παρόν, η Αμέλια έφυγε, ίσως για να επιβλέψει τον τεμαχισμό του ανανά. Αλλά ο Jos έμεινε μόνος με τη Rebecca, η οποία είχε ξαναρχίσει τη δουλειά της, και το πράσινο μετάξι και οι λαμπερές βελόνες έτρεμαν γρήγορα κάτω από τα λευκά λεπτά δάχτυλά της.
«Τι όμορφο, byoo-ootiful τραγούδι που τραγούδησες χθες το βράδυ, αγαπητή δεσποινίς Sharp», είπε ο συλλέκτης. «Με έκανε να κλάψω σχεδόν. Προς τιμήν μου το έκανε».
«Επειδή έχετε καλή καρδιά, κύριε Τζόζεφ: όλοι οι Σέντλι έχουν, νομίζω».
«Με κράτησε ξύπνιο χθες το βράδυ και προσπαθούσα να το σιγοτραγουδήσω σήμερα το πρωί, στο κρεβάτι. Ήμουν, προς τιμήν μου. Ο Gollop, ο γιατρός μου, ήρθε στις έντεκα (γιατί είμαι λυπημένος ανάπηρος, ξέρετε, και βλέπω τον Gollop κάθε μέρα) και, gad! Εκεί ήμουν, τραγουδώντας σαν κοκκινολαίμης».
“Ω, εσύ droll πλάσμα! Άσε με να σε ακούσω να το τραγουδάς».
«Εγώ; Όχι, εσύ, δεσποινίς Σαρπ. Αγαπητή μου δεσποινίς Σαρπ, τραγούδησέ το».
«Όχι τώρα, κύριε Σέντλεϊ», είπε η Ρεβέκκα με έναν αναστεναγμό. “Το πνεύμα μου δεν είναι ίσο με αυτό: εκτός αυτού, πρέπει να τελειώσω το πορτοφόλι. Θα με βοηθήσετε, κύριε Σέντλεϊ;» Και πριν προλάβει να ρωτήσει πώς, ο κ. Joseph Sedley, της υπηρεσίας της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών, καθόταν πραγματικά τετ-α-τετ με μια νεαρή κοπέλα, κοιτάζοντάς την με μια πολύ δολοφονική έκφραση. Τα χέρια του απλώνονταν μπροστά της με ικετευτική στάση και τα χέρια του δεμένα σε έναν ιστό πράσινου μεταξιού, τον οποίο ξετύλιγε.
* * *
Σε αυτή τη ρομαντική θέση ο Όσμπορν κι η Αμέλια βρήκαν το ενδιαφέρον ζευγάρι, όταν μπήκαν για να ανακοινώσουν ότι η τίφιν ήταν έτοιμη. Το κουβάρι από μετάξι ήταν μόλις τυλιγμένο γύρω από τη κάρτα. αλλά ο κ. Jos δεν είχε μιλήσει ποτέ.
«Είμαι σίγουρη ότι θα το κάνει απόψε, αγαπητή μου», είπε η Αμέλια, καθώς πίεζε το χέρι της Ρεβέκκας. Κι ο Sedley, επίσης, είχε επικοινωνήσει με τη ψυχή του κι είπε στον εαυτό του: «Gad, θα κάνω την ερώτηση στη Vauxhall».
(τέλος αποσπ.)





