Boris: Μοναδικά Κομμάτια…

                              Βιογραφικό

     Δια χειρός ιδίου: Γεννήθηκα στα Highlands της Σκωτίας, τον Ιούλιο του 1654. Αρχικά με ονόμασαν Dunkan McLeod [είμαι ο γνωστός Highlander, η ζωή μου είναι το θέμα πολυσυζητημένης τηλεοπτικής σειράς], αλλά τελικά κάποιος άλλος είχε καταθέσει αυτό το όνομα στο γραφείο ευρεσιτεχνιών και με ονόμασαν Desmondo Jose Ruiz. Στα βοσκοτόπια της Σκωτίας έμαθα να χειρίζομαι το ξίφος, να πολεμάω σαν άντρας και να ψήνω σουβλάκια. Διακρίθηκα στον Αγγλοσκωτικό πόλεμο και τιμήθηκα με πολλά βραβεία ανδρείας. Μάλιστα στον πόλεμο αυτό, αφότου δέχτηκα ένα θανάσιμο πλήγμα [δέχτηκα βολή από μπαζούκας στο στομάχι] και δεν πέθανα, έγινε ευρέως γνωστό ότι ήμουν αθάνατος.
     Επειδή οι γονείς μου δεν είχαν την οικονομική άνεση να με σπουδάσουν, δούλεψα 12 συναπτά χρόνια σε παγωτατζίδικο και μάζεψα τα απαραίτητα λεπτά για να ιδρύσω το δικό μου πανεπιστήμιο και να σπουδάσω σε αυτό [το γνωστό πανεπιστήμιο της Οξφόρδης]. Όντας συμφοιτητής με σπουδαίες προσωπικότητες [Φουκώ, Άινσταϊν, Μέγας Αλέξανδρος, Τέσλα, Καρβέλας, Βίσση, Τριαντάφυλλος], σφυρηλάτησα μια σιδερένια αποφασιστικότητα και θέληση για επιτυχία. Αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο στα 43 μου χρόνια, αποφάσισα ότι ήταν καιρός να κάνω οικογένεια. Μετά από 12 αποτυχημένους γάμους γνώρισα την αγάπη της ζωής μου, Μεσαλίνα Βαλέρια του Γοδεφρουάδου και της Βικτώριας, με την οποία ζω το υπόλοιπο της ζωής μου σε ένα ήρεμο σπίτι στη Βαλτιμόρη των Αθηνών, μαζί με τα 29 παιδιά μας. 
     Τον 20ο αιώνα αποφάσισα να στραφώ στη φιλανθρωπία και τον Χριστιανισμό. Πούλησα τις επιχειρήσεις μου [McDonalds, BP] και πήγα με την ιεραποστολή στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν. Μια υπέροχη εμπειρία που μου χάρισε φοβερές γνώσεις για τους ανθρώπους και τα μαλλιά τους. 
     Χτυπημένος πλέον από τη χρεοκοπία αναγκάζομαι να πουλάω ξυραφάκια στους συρμούς του ηλεκτρικού στην Αθήνα (αυτό που λένε μυαλό-ξυράφι) και να τρώω καθημερινά στα McDonalds χωρίς κανένας από τους πρώην υπαλλήλους μου -ωιμέ- να με αναγνωρίζει. 
Πρόσφατα, μαζί με τον Bud Spencer συλλάβαμε τον δολοφόνο του Κινέζου Πρέσβη στη Μογγολία, αλλά ακόμα περιμένω την αμοιβή μου από τον ΟΗΕ. 
     Έχοντας πλέον χορτάσει τη ζωή περιμένω κάποιον να έρθει να μου κόψει το κεφάλι, να τελειώνουμε.
     Σημ δική μου: Το μόνο που ξέρουμε είναι πως το μικρό του όνομα είναι Ρωμανός και πως σπούδαζε στο Α’ έτος του Πολυτεχνείου και πως του άρεσε επίσης να ζωγραφίζει και να κάνει κολλάζ. Επίσης ότι ήταν από ευκατάστατη οικογένεια, παράξενος αλλά πολύ ταλαντούχος και σχεδίαζε να πάει να συνεχίσει σπουδές στο εξωτερικό.

                                                         4/10/2001

=================

                             Ο Ασημένιος Καναπές

     Ήταν εκείνη η βραδιά που περίμενε εδώ και χρόνια. Επιτέλους θα ξαναμαζεύονταν όλα τα παλιά φιλαράκια από το στρατό για μια ολονύχτια παρτίδα πόκερ. Οι περισσότεροι είχαν κιόλας φτάσει στο μέρος -είχαν ορίσει ραντεβού στο σπίτι του Τζον, μιας κι εκείνος τα είχε οικονομήσει χοντρότερα απ’ όλους εμάς τους υπόλοιπους. Είχε πλάκα που κοιτούσα τις γέρικες πια φάτσες που προσπαθούσαν να αναπαράγουν παλιά φθαρμένα ανέκδοτα από το στρατό ή να αναθερμάνουν αναμνήσεις από περασμένα καψόνια. Οι πιο πολλοί από μας είχαν κάνει καράφλα, εκείνοι που είχαν ακόμα μαλλιά θα μπορούσαν κάλλιστα να το προσφέρουν στα παιδιά τους ως μαλλί της γριάς ενώ λίγοι δεν είχαν σκαφτεί από ρυτίδες.
    Έτσι που το δωμάτιο κεντραριζόταν όλο γύρω από την πράσινη τσόχα του τραπεζιού και την περίεργη μυρωδιά της. Ήταν φαίνεται φρεσκοπλυμένη. Όπως κι οι τοίχοι ήταν φρεσκοβαμμένοι, το στερεοφωνικό που αντηχούσε ωραίες μελωδίες χαμένες εδώ και τρεις δεκαετίες κι αυτό καινούργιο. Πήρα το καινούργιο μου ποτό κι έκανα ένα γύρο στο σπίτι του Τζον, ενώ περιμέναμε και τον τελευταίο να έρθει.
     Ο Τζον ήταν μεγάλη φίρμα κάποτε στο στρατό. Ήταν ανέγγιχτος από καψώνια γιατί είχε ένα θείο στο υπουργείο αμύνης. Είχε δυο φορές πιο πολλές άδειες από όλους. Έτρωγε μαζί με τους επιλοχίες. Λογικά, όλα αυτά θα ‘πρεπε να τον είχαν κάνει αντιπαθή στους υπόλοιπους μας, κι όμως ο μπαγάσας ο Ζωγόπουλος κατάφερε να είναι συμπαθής. Αυτός και η κιθάρα του. Αυτή η κιθάρα που τώρα έστεκε άχορδη σαν βυθισμένο πλοίο σε έναν δερμάτινο καναπέ είχε υποστεί τα πάνδεινα.
     Γραντζουνίσματα από τον ίδιο, καψίματα με σπίρτα κι άλλα ευτράπελα. Μετά το στρατό βέβαια πέρα από την κιθάρα βυθίστηκαν και άλλα πολλά δικά του τραγούδια. Μύθοι -που ο ίδιος έπλαθε- πως εκείνος δεν θα έπεφτε μέσα στην παραγωγική διαδικασία καταρρίφθηκαν σαν αδέξιοι αλεξιπτωτιστές. Ο Τζον Ζωγόπουλος έφυγε αμέσως μετά το στρατό για την Αμερική. Εκεί, όπως πολλοί άλλοι του τύπου του, πλούτισε, και όταν βέβαια πάτησε τα εξήντα θυμήθηκε και γύρισε στην Ελλάδα. Ήμουν βέβαιος πως αμέσως μετά τη χαρτοριξία θα μας άρχιζε τις στομφώδεις διηγήσεις του για την χώρα των ελεύθερων ή μάλλον διάφορες ιστορίες για το πως έριξε την τάδε υπεργκόμενα σε ένα παρακμιακό στριπτιζάδικο λίγο έξω από το Σαλτ Λέηκ Σίτυ. Αυτός ήταν ο Τζον. Μια λέρα ντυμένη με πεντοχίλιαρα. Ένα τομάρι που ούτε ο ίδιος θυμάται, είμαι βέβαιος, σε τι πτώματα πάτησε για να ανέβει στο βουνό χρημάτων του. 
     Άφησα το ποτήρι μου πάνω σ’ ένα ράφι μιας βιβλιοθήκης και κατέβηκα κάτω να υποδεχτώ εκείνον που μόλις είχε φτάσει. Φυσικά, όπως το είχα φανταστεί, ήταν ο έβδομος. Εκείνος που πάντα αργούσε. Ένας ονειροπαρμένος, χαμένος σε μια διαστημική ταινία συγγραφέας έργων επιστημονικής φαντασίας. Είχε γράψει γύρω στα δέκα βιβλία, όλα δίτομα. Το όνομα του δεν θα ήθελα να σας το πω. Ούτως η άλλως διατηρεί την ανωνυμία του και από το αναγνωστικό του κοινό υπογράφοντας ότι γράφει ως «Άντα». Φυσικά από αυτό θα καταλαβαίναμε όλοι κάτι. Γι’ αυτό φροντίζαμε όλοι να τον αποφεύγουμε κάπως στο στρατό, χωρίς να γινόμαστε πολύ εμφανείς στην απόρριψη του. Ειλικρινά, δεν κατάλαβα γιατί τον κάλεσε και αυτόν ο Τζον, αν και κάτι μου έλεγε πως θα μάθαινα σύντομα.
     Λίγη ώρα αργότερα καθίσαμε όλοι γύρω από το τσόχινο τραπέζι. Ο Τζον είχε φροντίσει και είχε φέρει μεγάλες πολυθρόνες, απομιμήσεις θρόνων. Εφτά γέρικες φάτσες, μετρώντας και μένα μαζί. Θα αρχίσω μια σύντομη περιγραφή του καθενός.
Ακριβώς δίπλα μου καθόταν η «Άντα». Μ’ αυτόν έχετε ήδη γνωριστεί, οπότε δεν σας τον ξαναπεριγράφω.
     Ακολουθώντας τη φορά των δειχτών του ρολογιού, δεξιά του καθόταν ο Νικόλας. Ένα παιδί κατά τη γνώμη μου παντελώς ηλίθιο, ανίκανο να επιτελέσει την οποιαδήποτε λειτουργία. Λέω παιδί γιατί από την τελευταία φορά που τον είχα δει έχουν περάσει τριάντα χρόνια, αν και νομίζω στην περίπτωση του δεν αλλάζουν πολλά. Θα έγινε τίποτα σαν κλητήρας σε ιδιωτική εταιρία (το καλύτερο ενδεχόμενο), ή μπορεί κούριερ σε μεταφορική εταιρία (η επικρατέστερη πιθανότητα). Θυμάμαι ιδιαίτερα ζωντανά ένα περιστατικό που δεν έβρισκε τους καμπινέδες και αναγκάστηκε να κάνει την ανάγκη του στο μικρό δασάκι πίσω από τη σημαία.
     Δίπλα στον Νικόλα καθόταν ο Πωλ. Οικογενειάρχης άνθρωπος, διαμαρτυρόταν αρχικά στον Τζον που του απαγόρευσε να φέρει και τη γυναίκα του μαζί. Ένας άνθρωπος καλός μα απολύτως συνηθισμένος. Είναι από εκείνους που χρησιμοποιούν εντελώς τυχαία κάθε μέρα το τραίνο των εφτά και δέκα, που κάθονται πάλι εντελώς τυχαία στην ίδια ακριβώς θέση και που όχι τυχαία κάθε δευτέρα ή κάθε τρίτη φοράνε τα ίδια ρούχα (και τα αποκαλούν «ποδιά»). Με τον Πωλ έκανα πολύ παρέα τις πρώτες μέρες του στρατού. Ήταν ο πρώτος που μίλησα, και μάλιστα αν θυμάμαι καλά τον είχα ρωτήσει που ήταν ο καμπινές. Ύστερα χαθήκαμε.
     Ακόμα πιο πέρα έξυνε το καραφλό του κεφάλι ο Σπύρος. Απίστευτα νευρικός άνθρωπος, ακόμα και για τα μέτρα της βιαστικής εποχής μας. Ήταν πάντα λίγο εκτός θέματος. Τον είχαμε στην παρέα γιατί οι βάρδιες του έπεφταν πάντα μαζί με του Ζωγόπουλου. Γινήκαν έτσι φίλοι με αυτόν (ειλικρινά δεν μπορώ όμως να φανταστώ τι συζητούν). Δεν έχω ιδέα τι κάνει επαγγελματικά, αλλά το σίγουρο είναι πως πίνει αρκετά για να τον λέμε αλκοολικό.
     Δίπλα στον Σπύρο ήταν ο Τζον. Αυτός ο άνθρωπος κρατάει το όνομα του στα Αγγλικά ακριβώς για να μας θυμίζει πως αυτός έφυγε και γύρισε έχοντας κάνει κάτι. Αυτό το Τζον είχε μια πικρή ειρωνεία μέσα του. Όπως όταν τα παιδιά τσακώνονται για τους βώλους τους και κάνουν μια χειρονομία σαν να ανοίγουν μια τρύπα με το δάκτυλο τους στην άλλη τους παλάμη. Δεν τον εμπιστευόμουνα με τίποτα. Κάποτε έκανε προσπάθειες να γίνουμε κολλητοί κι εγώ τον είχα στην απέξω, μιας και νομίζω πως τα συμφέροντα του δεν συμπίπτουν ούτε συνέπιπταν ποτέ με τα δικά μου. Βέβαια αρκετά ασχοληθήκαμε με αυτόν. Υπόσχομαι να μην σας ξαναμιλήσω σύντομα για τον Τζον Ζωγόπουλο, εκτός βέβαια αν συμβεί κάτι το απρόσμενο ή το ενδιαφέρον.
Τέλος, δίπλα σε μένα από την άλλη μεριά καθόταν ο Ερρίκος. Θα μπορούσα να πω πως από όλους εμάς είναι ο πιο φυσιολογικός (ίσως μετά από μένα). Ο άνθρωπος δουλεύει, βγάζει λεφτά, έχει οικογένεια και δεν έχει κανέναν εθισμό ή τίποτα που να τραβάει την προσοχή. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτά που περιγράφω είναι αρετές, αλλά σίγουρα ο Ερρίκος έχει γλυτώσει από πολλές ατυχίες ή απρόσμενα γεγονότα. Στο στρατό βέβαια δεν ήταν έτσι. Θυμάμαι είχε φάει στρατοδικείο γιατί αρνιόταν πεισματικά να ξυρίσει τη γενειάδα του (εξαιτίας της οποίας κέρδισε το παρατσούκλι Τυδώρ). Ήταν κάποτε ένας θαρραλέος κομμουνιστής, από εκείνους του λίγους που δεν το λένε πως είναι ή δεν τους νοιάζει να απαντήσουν σε τέτοια ερώτηση. Σιγά-σιγά βέβαια, όπως κι ο Τζον, εγκατέλειψε κι αυτός τις ιδέες του στο βωμό του χρήματος.
     Και τώρα έφτασε η σειρά μου. Αν και δεν είναι πολύ άνετα να μιλάω για μένα, εφόσον αυτό έκανα για όλους θα πρέπει να πω δυο λόγια… Ονομάζομαι Γιώργος Χάλκινος. Το ξέρω, τ’ όνομα μου προκαλεί γέλιο, αλλά ποτέ δε θέλησα να τ’ αλλάξω. Γεννήθηκα στην Αθήνα πριν από πενήντα δύο χρόνια και μεγάλωσα σε μια πλήρη οικογένεια. Δεν μου έλειψε ποτέ κάτι. Μετά το στρατό σπούδασα Ηλεκτρονική και τώρα εργάζομαι σε μια εταιρία κατασκευής ηλεκτρονικών υπολογιστών, αν κι έχω αρχίσει να σκέφτομαι την πρόωρη συνταξιοδότηση μου. Είμαι ανύπαντρος χωρίς παιδιά, θα μπορούσατε να με πείτε κι εργένη αν και δεν με θεωρώ τέτοιο. Ας αλλάξω τώρα θέμα.
     Αφού λοιπόν καθίσαμε όλοι γύρω από το στρογγυλό τραπέζι, ήρθε ένας από τους υπηρέτες του Ζωγόπουλου και του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνος είπε «Ευχαριστώ Μουμπάτα». Σηκώθηκε κι είπε πως θα επιστρέψει σε δυο λεπτάκια λόγω ενός τηλεφωνήματος. Αμέσως το τραπέζι ξέφυγε από τη μουγκαμάρα που το είχε φυλακίσει όσην ώρα ο Τζον ήταν μαζί μας. «Τον μπαγάσα», έλεγαν όλοι «πως τα κατάφερε έτσι να πλέει στη χλιδή; Εγώ τον είχα γι αλλιώτικο». Όλοι εκείνοι οι κύριοι που έδειχναν σοβαροί και συγκρατημένοι στην αρχή ‘γιναν ξαφνικά κουτσομπόλες βρωμόστομες… Λίγο έλειψε ν’ αρχίσουν να λένε ο ένας για την κατάντια του άλλου όταν επέστρεψε ο Τζον.
     Αμέσως το τραπέζι κατακάθισε πάλι όπως η σκόνη στο βρώμικο νερό. Ο Τζον ύψωσε το ποτήρι του ψιλά και θέλησε να κάνει μια πρόποση. Ντράπηκα πολύ να τον διακόψω, γιατί είχα ξεχάσει το ποτήρι μου σε ένα ράφι μιας βιβλιοθήκης τότε που ‘κανα τη βόλτα μου στο μέγαρο του. Ένας μορφασμός αηδίας στόλισε το ρυτιδιασμένο κεφάλι του, και τελικά μου είπε να πάω.
     Όση ώρα έλειπα, είμαι σίγουρος πως τα άλλα καλόπαιδα θα σχολίαζαν και τη δική μου κατάντια. Αν κι εγώ τώρα που σας μιλάω δεν με θεωρώ σε κατάσταση κατάντιας, ούτε θεωρώ πως είμαι κακομοίρης για να γελάνε μαζί μου. Όπως βέβαια κι όλοι από αυτούς δεν υποψιάζονται τις σκέψεις που σας εξέθεσα προ ολίγου στο πρόσωπο του καθενός από εκείνους. Δυστυχώς όμως ποτέ δεν ξέρει κανείς τι λένε οι άλλοι για αυτόν, πέρα από ελάχιστες περιπτώσεις, για αυτό και μένα δεν με πολυνοιάζει τι νομίζουν. Στο κάτω κάτω δεν πρόκειται να τους ξαναδώ μετά από εκείνη τη βραδιά. Θα γύριζαν όλοι στις τωρινές ζωές τους κι ας νόμιζαν πως έφαγαν ένα κομμάτι της παλιάς τούρτας τους.
     Παιδεύτηκα πολύ να βρω το ποτήρι μου. Μόλις το βρήκα κατέβηκα όσο πιο γρήγορα τις σκάλες (εδώ που τα λέμε, με τόσα λεφτά θα μπορούσε να είχε βάλει κι ασανσέρ στο ταπεινό του σπιτάκι). Πήγα στο τραπέζι, ζήτησα τη συγγνώμη όλων και κάθισα στη θέση μου. «Όπως έλεγα, λοιπόν», συνέχισε ο Ζωγόπουλος, «θα ήθελα να κάνω μια πρόποση στη φιλία μας. Ελπίζω ποτέ να μη χαθούμε εμείς, ε παιδιά;» Ανέβασε το ποτήρι στο στόμα του και κατέβασε το ρουμπινί υγρό με μια γουλιά. Μετά σκούπισε το στόμα του με το αριστερό μανίκι και μετά βίας συγκράτησε ένα βουβό αλλά εντούτοις απαίσιο ρέψιμο. Ακολούθησαν κι οι άλλοι. Μόλις κατέβασαν και την τελευταία γουλιά και μετά από ποικίλα σχόλια πάνω στην πρόποση που μόλις είχε γίνει, ο Τυδώρ αγανακτισμένος ζήτησε από τον Τζον να φέρει όσο πιο γρήγορα γινόταν την τράπουλα, γιατί είπε πως είχε κάτι δουλειές μετά τη συγκέντρωση. Βέβαια, ήταν ήδη μία η ώρα. Τι δουλειές θα μπορούσε να είχε ένας λογικός άνθρωπος σαν τον Ερρίκο μετά τα μεσάνυχτα; Ειλικρινά δεν ξέρω.
     Ο ίδιος Μουμπάτα με πριν, ένας ταπεινός αραπάκος που λογικά «στρατολόγησε» ο Τζον στα Αμερικάνικα του χρόνια έφερε ένα χρυσό δισκάκι, που πάνω του αναπαυόταν σα χρυσή γυμνή Κλεοπάτρα, η τράπουλα. Έμοιαζε τόσο πολύτιμη για τον Ζωγόπουλο… Ο Μουμπάτα την ακούμπησε τρεμάμενος στο κέντρο του τραπεζιού και το χέρι του απομακρύνθηκε σαν επιδέξιος γερανός από το τραπέζι. Τα μάτια του Τζον είχαν καρφωθεί πάνω στην τράπουλα. Μόνο τα ταμπούρλα έλειπαν. Ένοιωθες εύκολα πως είχαν παρελθόν αυτοί οι δύο… Ο Τζον κι αυτή η συγκεκριμένη, λογικά καταραμένη τράπουλα. Έβλεπες τα όπλα τους να ξεπηδάνε από την πράσινη φρεσκοπλυμένη τσόχα, και ξαφνικά οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι να γεμίζουν αίματα.
     Κούνησα το κεφάλι μου μπας κι αδειάσουν τα σκατά που μαζεύτηκαν εκεί τόσο απότομα. Ο Τζον είχε αρχίσει να μοιράζει. Έπρεπε να είχαν κλείσει τα μάτια μου όση ώρα σκεφτόμουν τα παραπάνω. «Νύσταξες κιόλας, φίλε;» ρώτησε ο Σπύρος ισιώνοντας την ηλίθια γραβάτα του.
     Ξαφνικά μ’ έπιασε διάθεση να γελάσω δυνατά για όλους τους. Όλους μας. Όλες οι γραβάτες σα πουτσοδείκτες στραμμένες προς τα επίμαχα σημεία, τα καραφλά κεφάλια σαν αλεξικέραυνα δορυφορικά πιάτα γυρισμένα προς τα κάτω, και οι ρυτίδες σα τοπίο της ερήμου της Σαχάρα, βαθιές, σκονισμένες. Ποιος ξέρει πόσα μυρμήγκια περπατάνε σε αυτά τα αυλάκια όταν κοιμούνται. Αηδιαστικές εικόνες. Τα σύρματα της κιθάρας του Τζον, ξεχαρβαλωμένα ας ήταν, έμοιαζαν να τεντώνονται, και να κουβαλούν επιδέξιους τσιρκαδόρους. Ο δερμάτινος καναπές έγινε κρεβάτι οργίων, οι πίνακες στους τοίχους έκλειναν σα βρώμικα σαγόνια, το πάτωμα έπιασε φύκια και οι λάμπες έσταζαν καυτερό φως. Κούνησα το κεφάλι μου, προσπάθησα να αποβάλλω τα σκατά από το κεφάλι μου, αλλά οι εικόνες έμοιαζαν ακριβώς τέτοιες. Και αμετάβλητες. Φύκια, και μια απαίσια μυρωδιά ψοφίμι, σα να εξερευνάς τα εντόσθια πεθαμένης σαύρας.
     Τα έξι άλλα πρόσωπα μέναν ίδια. Σμιγμένα μόνο φρύδια. Αυτό είχε αλλάξει. Και μάτια καρφωμένα πάνω μου. Μόνον εγώ τα έβλεπα αυτά, νομίζω. Νύσταζα κιόλας, φίλε. Ο Σπύρος είχε βγάλει κυνόδοντες, ο Τζον σφιγγόταν σα κέρβερος… Ένα ηλίθιο καρτούν όλα… Καρτούν με μένα ως πρωταγωνιστή. Με θέλανε για σούπερμαν, σε κάποια μυθική χειρόγραφη ταινία, να τα βάλω μ’ όλα αυτά τα κτήνη, με μόνον όπλο μου το ξίφος της τράπουλας.
     Αρρώστημενε Ζωγόπουλε! Αρρωστημένε Χάλκινε, θα φώναζε κι εκείνος μέσα του. Τέτοια κακία για ένα μικροπεριστατικό, είκοσι και κάτι χρόνια πίσω. Και τα πάνδεινα της πανδώρας πλησίαζαν το ένα μετά το άλλο.
     Ένιωθα μέσα σε μία οθόνη, σε κάποιο Ουφάδικο της Φωκίονος, με δώδεκα ψαρωμένα ρεμάλια πάνω μου να χαίρονται που με γάμαγαν στο ξύλο τύποι με τσεκούρια και που τα φύκια μπλέκονταν στα πόδια μου. Το φχαριστιόντουσαν οι κόπανοι, το έβλεπα στα άρρωστα τους μάτια και τα άσπρα τους δόντια που γυάλιζαν με τον καπνό ολόγυρα.
     Κάπου σκόνταψα. Συρματοπλέγματα γύρω γύρω και τέσσερα τεράστια δάκτυλα να κοπανάνε μανιασμένα γύρω μου τα συρματοπλέγματα. Και ένας ήχος τόσο απίστευτα παράφωνος και εκκωφαντικός. Σηκώθηκα κι άρχισα να τρέχω προς τη γούβα της κιθάρας του Ζωγόπουλου, κυνηγημένος από μοβόρικα δάκτυλα.
     Ένα πράγμα έμενε, καθώς έτρεχα απεγνωσμένος προς το κουτί της τράπουλας, με μοναδική ελπίδα να μην ακουστεί η αναπνοή μου και να χωράω μέσα του. Έμενε να έρθει ένας από εκείνους τους αφάνταστα κιτς Κέλτες θεούς, να με στραπατσάρει σα σκουλίκι. Κάποιος, με μυθικό όνομα Λουγκ, Τέκτρα ή κάτι παρόμοιο.
     Τσαλακωμένος. Δίπλα σε κάτι σκουπιδοτενεκέδες πεταμένος. Μυρωδιά κρασιού κακής ποιότητας, σκουπιδίλα και ψοφίμι -πάλι. Ο ήχος από ένα τηλέφωνο, στο σπίτι πίσω μου. Πολυκατοικίες. Νύχτα, σκοτεινά. Ένα γυμνό πόδι από την άλλη πλευρά του σκουπιδοτενεκέ. Ένας ταλαίπωρος άστεγος. Σηκώθηκα. Έξυσα το κεφάλι μου κι έπρεπε να έμοιαζα πραγματικά ηλίθιος. Τα ρούχα μου άλλα. Μια καμπαρτίνα παλιά, φθαρμένη, γάντια με τρύπες στη θέση των δακτύλων, μπότες βαριές στο περπάτημα και που με χτύπαγαν. Το μαλλί μου αλλαγμένο μακρύ κι ελαφρά αξύριστος.
Ένοιωσα προς στιγμή να μη με ελέγχω. Τα πόδια μου πήγαιναν μόνα τους. Μετά αυτό καθιερώθηκε. Περπατούσα γρήγορα, με κατεβασμένα φρύδια και σχεδόν ρομποτικό περπάτημα προς Κάπου.
     Οι δρόμοι άδειοι, κάποια παλιά αμερικάνικη συνοικία. Άλλοι σαν εμένα πολλοί. Χαμένοι στο παρελθόν, χωρίς δικό τους σημάδι και στίγμα, χαμένοι και σβησμένοι από κάθε σύστημα πλοήγησης στην εποχή τους. Σύστημα πλοήγησης. Άρχισα να θυμάμαι. Ζωγόπουλος. Το όνομα μου. Ιωάννης Ζωγόπουλος. Έψαξα τις τσέπες μου. Μια ταυτότητα πλαστή, με το όνομα « Γιώργος Χάλκινος» και μια φάτσα γνώριμη. Α! Ο Γιώργης από το στρατό. Εκείνο το μπάσταρδο καθήκι.
     Άνοιξα την άλλη τσέπη.
     Ένα πεντοδόλαρο και μέσα του ένα χαρτί, με τα δικά μου γράμματα: «Καλά να πάθεις, καριόλη».

                                                                  4/10/2001

                    Αλήτες Ποδηλάτες (Το Άλλοθι)

     Βράδυ τώρα, γύριζα από μπυραρία. Είχα φύγει αργότερα από τη δουλειά κι ήθελα λίγο έτσι να ξεχάσω αφεντικά, γυναίκα και παιδιά, να κάτσω να πιώ μια μπύρα όπως το έκανα παλιά, σαν εργένης αξύριστος, βρωμύλος και συνοφρυωμένος, τσαντισμένος από τις μαζεμένες μαλακίες μιας μέρας.
     Και που να τρέχεις, που να γυρνάς στο σπίτι τώρα, να έχεις τη γαμιόλα να σου λέει «και μα και μου και πού ήσουν και τι έκανες», τα παιδιά να σε βάζουν να τους εξηγήσεις τι είνια κλάσμα και πως κάνουμε διαίρεση, και το γαμημένο σταρ τσάνελ με τις ειδήσεις και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά. Ασε φίλε, βαριόμουν μόνο που σκεφτόμουν την εξώπορτα. Ε μάζεψα τον μπάρμαν από το χέρι, του λέω, «πάμε για κόντρες στην παραλιακή, Τζόναθαν;» (αμερικαναθρεμένος γαρ ο μπάρμαν) μου λέει «Μέσα!», και ξεχυνόμαστε με την αμαξάρα απάνω στο καυτό οδόστρωμα.
     Και τι να στα λέω. Κάτι ξανθά γκομενάκια στην άκρη, με τα μουνόχειλα να σε καλούν με ταμπέλες «the party is inside» και γενικά ένα τρελό σκηνικό με πολλή καύλα. Σκοτάδι πλήρες, μιλάμε μιά δυό η ώρα το πρωϊ. Τα μόνα σημάδια στο δρόμο φίλε ήταν τα ξανθά μαλλιά της έκαστης πόρνης. Και ο Τζόναθαν να έχει κολλήσει τη γλώσσα στο τζάμι ο λιγούρης. Εκεί λοιπόν που λιγορευόμασταν ένα σφιχτό ζεστό κωλαράκι, φαίνεται μπροστά ένα κόκκινο κάμπριο αμαξάκι. Και να πηγαίνει το μυαλό μας φυσικά στο εύλογο «που και να το οδηγάει γκομενίτσα αυτό…». «Θα χωθώ» κάνει ο Τζόναθαν, και ανοίγει το παράθυρο, βγάζει και τη ζώνη ο κόπανος για να φανεί πιό μούρης και του στυλ «εγώ ρισκάρω».
     Και ω του θαύματος, το αμαξάκι το κόκκινο κάμπριο το οδηγάει μια γυναικάρα, το όνειρο που κάθε άντρας θέλει να κάνει κάμπριο. Και να τη βλέπεις χωρίς ρούχα απλωμένη πάνω στο μπαμπρίζ ρε φίλε με τα πόδια ανοιχτά. Η να σου παίρνει πίπα όπως θα καθαρίζει το αμάξι. Σατράπικες φαντασιώσεις που τις έχω από το γυμνάσιο. Και πετάει ο Τζόναθαν τη χοντροκαραφλοκεφάλα του έξω από το τζηπ, και κάνει νόημα στο γκομενάκι… Κι εκεί άρχισαν όλα φίλε.
     Πάει να μιλήσει ο δόλιος ο Τζόναθαν κι η γκόμενα τι κάνει… θράσος η κινούμενη κλειτορίδα… Ανάβει το ραδιόφωνο και το βάζει στο τέρμα, το δυναμώνει και καλύπτει τη φωνή του Τζόναθαν. Και πάλι καλά, γιατί μαλακία πήγε να πει. «Είσαι για βόλτα κούκλα;» ή κάποια παρόμοια μαλακισμένη ατάκα. Αυτοί οι αμερικάνοι ρε φίλε δε μπορούνε να κάνουνε σωστό καμάκι. Ασε που η προφορά του έχει αυτό το βαρύ λάμδα που είναι λες και μιλάει τροχαλία, που να στα λέω.
Με το που δυναμώνει η γκόμενα το μπιτάκι, στραβώνει ο Τζόναθαν και όπως πάει να χώσει το κεφάλι ξανά στο αμάξι, πατάει ο μαλάκας το κουμπί του παράθυρου και τον κουτούλησε η πάνω πλευρά του τζαμιού στο αυτί. Ρόμπα έγινε, κανονικά. Κοκκίνησε σα το αμάξι της γκομενίτσας.
     Και να σου το μουνάκι σκάει χαμόγελο ρε φίλε, αφήνει το συμπλέκτη και πατάει το γκάζι τέρμα, σανίδι το έκανε! Μας άφησε χιλιόμετρα πίσω, φάγαμε τη μουνική αστρόσκονη της, μύριζε σανέλ. Ε όπως καταλαβαίνεις σκυλοκαυλώσαμε. Καλύτερος συνδυασμός από γκόμενα με κιβώτιο ταχυτήτων δεν υπάρχει ψηλέ. Με μια ματιά που μου έριξε ο Τζόναθαν, κατάλαβα. «Σκίστηνα». Ε οκ, είπα μέσα μου, βουρ!
     Οι ταχύτητες ανέβαιναν στα ουράνια, άλλαζα λωρίδες σα μαλάκας, δεν έβλεπα και τίποτα γιατί είχανε χαλάσει τα μεγάλα φώτα. Κάααπου εκεί στο βάθος φάνηκε το κόκκινο κωλαράκι της μπέμπας. Ο Τζόναθαν είχε στραβώσει τελείως. Αν δεν υπήρχε το καντράν θα κόλλαγε σαν υδρατμός στο τζάμι. Και τι να του πω να χαλαρώσει, θα με έσφαζε με κανά μπουκάλι βότκας αυτός. Ψυχάκιας μέγιστος δικέ μου ο Τζόναθαν. Με τη πρώτη νείλα τέτοιου είδους στραβώνει σα μαλάκας. Τρώει κάτι απίστευτα κολλήματα τέτοιου τύπου. Τώρα για παράδειγμα στο μυαλό του σίγουρα είχε τον εαυτό του πάνω από το μουνάκι με χειροπέδες και άλλα τέτοια κουλά. Μπορεί να τη φανταζόταν και ψόφια ο άρρωστος.
Τι έλεγα ρε ψηλέ; Α ναι. Φάνηκε που λες το πίσω μέρος του αμαξιού της. Τρελλά γκάζια. Πήγαινα με 120 την ώρα ρε και δεν την είχα φτάσει. Αλλά πλησιάζαμε. Ε αυτή προφανώς θα μας είδε από το καθρεπτάκι της, έτσι όπως θα έφτιαχνε το κραγιόν στα χειλάκια της, και αποφάσισε να κόψει λίγο γκάζι. Σιγά σιγά φτάναμε. Ο Τζόναθαν άφριζε, είχε κοκκινίσει και μάδαγε το κεφάλι του.
     Η γκόμενα κάνει στο πλάι, και σβήνει τη μηχανή. Εδώ είμαστε, λέω από μέσα μου. Η θα τη σφάξει ο Τζόναθαν, η αύριο η γυναίκα μου θα κυκλοφορεί με ένα κέρατο κολλημένο στη μάπα. Βασικά είχα σκυλοκαυλώσει, το γκομενάκι ήταν παραδεισένιο. Ενα κωλαρίνι άλλο πράγμα. Πεταχτό, ξέρεις, σα μηλαράκι ένα πράγμα, και καθόλου χαμηλοκώλα. Είχε κάτι πόδια απέραντα. Μεσούλα δαχτυλίδι, και στήθος στητό. Το αποκορύφωμα βέβαια ήταν στο μουτράκι της. Είχε αυτό το απίστευτα καυλιάρικο πουτανέ υφάκι. Λες και της είχανε γράψει στο μέτωπο με μαρκαδόρο «σκίσε με». Μάσαγε και τσίχλα το πουτανάκι. Κανά σχολιαρόπαιδο θα ήταν, από αυτά τα ξέκωλα που τα πηδάνε οι καθηγητές στους καμπινέδες και θα πήρε το αμάξι του γκόμενου της ή του μπαμπάκα.
     Σταματάω που λες το αμάξι, και κατεβαίνουμε κάτω. Ο Τζόναθαν ευτυχώς είχε χαλαρώσει κάπως. Είδε και το γκομενάκι καλύτερα και κατάλαβε πως ήταν κρίμα να το κομματιάσει. Η γκόμενα είχε καθίσει στο καπώ του αμαξιού, φόραγε μια φουστίτσα ίσαμε τον πάτο της. Ε ρε αυτές οι γυναίκες ξέρουν ακριβώς τι μας κάνει σκυλιά και το εκμεταλλεύονται. Κάλυπτα με τα χέρια μου το παντελόνι μου μη φανεί το καβλιτζέκι που πέταγε. Τέλος πάντων. Καθόμαστε μπροστά της ψηλέ, με τα χέρια στις τσέπες, και να μας αναλύει πατόκορφα. Μας κοίταξε ρε από την κορφή ως τα νύχια. Με μια παρατεταμένη στάση στα κουμπιά του παντελονιού. Είναι από τις γυναίκες που το μάτι τους πέφτει ανάμεσα στα σκέλια του άντρα και δακρύζει ασυνείδητα. Κι η πινακίδα στο μέτωπο της με το «σκίσε με» να έχει γίνει πινακίδα από νέον, και να λάμπει σα φανάρι. Ξέχασα να σου πω, είχα παρκάρει στην απέναντι πλευρά του δρόμου ρε. Κι αυτό ήταν το σκατολάθος μου… Τέλος πάντων.
     Για ένα πολύ μικρό διάστημα κανείς δεν έλεγε τίποτα. Κοιταζόμασταν μόνο. Είχα πει στον Τζόναθαν καθώς βγαίναμε να μη μιλήσει, όχι μόνο γιατί ήταν τσαντίλας, αλλά γιατί γενικά δε σκαμπάζει από καμάκι. Μια γκόμενα σταύρωσε σε όλη του τη ζωή, το μπάζο την Έβελυν, τη γυναίκα του. Γάμησε τα σου λέω, μόνο μια έχει πάρει σε όλη του τη ζωή ο κόπανος. Αυτά μεταξύ μας ε; Μη μαθευτεί παραέξω, το θέλω το κεφάλι μου. Ασε που κερνάει και καμμιά μπύρα το καθήκι ο αγάμητος.
     Και να σου όπως πάω να μιλήσω, ανοίγει το στοματάκι της πρώτη… «Τι θα γίνει ρε παλληκάρια; Θα μιλήσει κανένας σας ή είδατε το φως στο τούνελ;». Κόλλησα. Πρώτη φορά συναντάω τόσο ηλίθια γκόμενα και να μιλάει και σα νταλικιέρης. Μια βραχνή φωνή καυλιάρα πολύ, αλλά που στο κρεββάτι θα σε ξενερώνει αφάνταστα. Τέλος πάντων, τη διαπραγματεύτηκα με κάτι ατάκες άθλιες, ακριβώς που άρμοζαν στο στυλάκι της. «Ελα μαζί μου» και κάτι τέτοια. Κι ο Τζόναθαν να κάθεται μουγκόγιαννος σα το μαλάκα. «Πάμε με το δικό σου αμάξι», πετάει το γκομενάκι.
     Ούτε καν το όνομα της δεν ήξερα, αλλά αυτό ήταν καλό. Δε σκόπευα να συστηθώ, δε ξέρεις ποτέ τι πουτανάκια υπάρχουν. Μπορεί μετά να έβαζε τα χύσια μου σε κανά μπωλάκι και να τα χρησιμοποιούσε σα τεκμήριο για τον και καλά βιασμό της. Άσε, πουτανάκια σου λέω. Δεν την έχω πάθει εγώ έτσι, αλλά ακούγονται διάφορα. Και το κάνουνε μόνο για τα λεφτά φυσικά, και για να σε ταπεινώσουν, γιατί η διαδικασία της μήνυσης είναι μεγάλη και κουραστική. Τι στα τσαμπουνάω όλα αυτά τα νομικά τώρα… Στο ψητό.
     Ρε φίλε, ήταν η δεύτερη φορά μετά την πρώτη φορά μου που είχα περιέργεια να δω τη γκόμενα χωρίς ρούχα. Κι ένοιωθα και κείνο το ρίγος, όπως τότε με την Ελενίτσα στα 16 μου. Να σε πιέζει κάτι στο στομάχι ρε ψηλέ, όπως όταν ανεβαίνει το αεροπλάνο. Κι όλο αυτό το βάρος να φεύγει μόλις το ακουμπήσει με τη γλωσσίτσα της.
     Μπαίνουμε που λες στο αμάξι. Εγώ μπροστά, αυτή στη θέση του συνοδηγού κι ο Τζόναθαν ξαπλωμένος σα πεθαμένος στο πίσω κάθισμα. Είχε ενώσει τα χέρια και τα είχε βάλει πάνω στο μπυρόκοιλο του ο μαλάκας κι έβλεπε τα αστέρια από τη γυάλινη οροφή. Με τέτοιο γκομενάκι σε ακτίνα ενός μέτρου, πως τα κατάφερνε να μη κοιτάει δε ξέρω. Μπορεί να αδερφίζει κιόλας ο μαλάκας.
     Βάζω πρώτη, δευτέρα, ανεβαίνω, αλλάζω λωρίδες. Κι ο μαλάκας τότε συνειδητοποιώ πως δεν είχαμε καθορίσει το «που». Ε τη ρωτάω «που;», και το τσόλι απαντάει «σπίτι σου βέβαια». Συνεχίζω όλο ευθεία. Σε κάποια φάση, ο Τζόναθαν είχε κοιμηθεί και κουτούλαγε η κεφάλα του στην πόρτα. Είχανε χυθεί και τα χέρια του κάτω από κάθισμα, και πηγαίνανε πέρα δώθε σα μαριονέτες αλαφιασμένες. «Αυτόν τι θα τον κάνουμε;» λέει το γκομενάκι. Ε οκ. Το ξέρω πως είμαι πιό όμορφος από το αμερικανογούρουνο, αλλά δε μπορούσα να φανταστώ ότι το γκομενάκι θα ξενέρωνε τόσο με την πάρτη του. «Θα τον αφήσω σπίτι του». Είχα ξεχάσει τελείως ότι είχα γυναίκα και παιδιά. Ποιό σπίτι μου… αλλά άντε να της εξηγείς. «Θα σε πάω στο ξενοδοχείο. Το σπίτι μου έχει πολλές ζημιές από το σεισμό». «Α οκ. Είσαι παντρεμένος». Δεν την πείραζε καθόλου.
     Και τι παθαίνω ρε ψηλέ, πάνω που είχα καυλώσει και προσπαθούσα να απλώσω το πουκάμισο πάνω από το πουλί μου για να το κρύψω; Δε θα το μαντέψεις. Πετάγονται δυό μαλακιστήρια ποδηλάτες, με κράνη, κολάν και τις λοιπές μαλακίες. Και τα μαλακιστήρια ήταν βρεττανάκια φαίνεται κι είχαν περάσει στο αντίθετο ρεύμα. Το γκομενάκι γουρλώνει τα μάτια και ξαφνικά να σου που ξαπλώνεται ο ένας πάνω στο μπαμπρίζι να πούμε, και γεμίζει το σκηνικό κέτσαπ και αίμα να πούμε. Πανικός. Δεν έβλεπα κιόλας. Ο Τζόναθαν πίσω ακίνητος. Μόνο τα χέρια του να πηγαίνουνε πέρα δώθε σα κρεμασμένα μπουφάν. Το ποδήλατο πετάχτηκε κάποια μέτρα πέρα κι ο άλλος ποδηλάτης σε πανικό έπεσε στο κιγκλίδωμα κι έμεινε στον τόπο, τον χτύπησε ένα κλαδί στον αυχένα και τον έστειλε στου διαόλου τον κώλο.
     Σταματάω επί τόπου το τζηπ. Το γκομενάκι είχε παγώσει. Τα είχα σκατώσει ρε ψηλέ. Σκότωσα δυό μαλάκες. Θα μου πεις δεν έφταιγα, αλλά που να τα σκεφτείς όλα αυτά με την πούτσα να σου πιέζει τον αφαλό, καυλωμένος με ένα μουνάκι κόλαση δίπλα σου; Είχα πανικοβληθεί. Η γκόμενα είχε κλείσει τα μάτια της και γρύλιζε το μαλακισμένο.
     Αλήτες ποδηλάτες! Βγαίνω από το αμάξι, το τσουλάκι ακόμα να τσιρίζει σα σειρήνα, ευτυχώς που δεν είχε σπίτια κει γύρω. Και τι κάνω ρε ο κάφρος μέσα στον πανικό μου; Πιάνω τα δυό πτώματα και τα πετάω στη θάλασσα… Το σκέφτομαι ρε και ανατριχιάζω. Είχα φουντώσει ολόκληρος και δεν ήξερα τι έκανα. Πήρα και τα ποδήλατα και τα φούνταρα και αυτά. Κάτι λεκέδες από αίμα που είχανε μείνει στο δρόμο θα τις περνούσανε όλοι για αίμα πατημένων σκυλιών οπότε κανένα πρόβλημα.
     Κοίτα ρε ψηλέ πόσο άρρωστο γίνεται το ανθρώπινο μυαλό σε κατάσταση κινδύνου ρε. Μπαίνω μέσα στο αμάξι και το γκομενάκι να μου λέει «Ο φίλος σου πέθανε». Εκεί πάγωσα… Ο Τζόναθαν είχε πεθάνει ενώ οδηγούσα. Καμμιά ανακοπή. Και τι σκέφτηκε ρε το άρρωστο σκατοκέφαλο μου; «Α ωραία, αν με κατηγορήσουνε θα έχω κι άλλοθι». Λέω στη γκόμενα «Ετσι και πεις τίποτα, σε έσφαξα». Άρχισε να κλαίει αυτή κι έβαλα πλώρη για νοσοκομείο, αφού καθάρισα τα τζάμια από το βρεττανικό αίμα. Εβαλα τον Τζόναθαν σε ένα νοσοκομειακό κρεββάτι, τους είπα ότι πέθανε ενώ βολτάραμε. Η γκόμενα γύρισε σπίτι της πνιγμένη στο κλάμα, είχε ξεβάψει το πρόσωπο της από τα μεκάπια κι ήτανε σαν ανάποδο γαμώ τον ευφράτη. Κι εγώ γύρισα σπιτάκι μου κι είχα άλλοθι στη γυναίκα μου για την αργοπορία μου.
 «Πέθανε ο Τζόναθαν και τον πήγα νοσοκομείο για τα διαδικαστικά».
     Αλήτες ποδηλάτες!

                                              23/12/2001

                                    Μανηφαιστειο
ας μη βαλω τονους.

Ο Ριου δε ξερει τι παει να πει γρανιτα λεμονι γιατι εκει που μενει οι παγωτατζηδες ασχολουνται κυριως με την haute-couture.
Ο Τεντ ποτε του δεν εμαθε να κανει ποδηλατο γιατι εκει που μενει δεν εχει δρομους που να μην ειναι απο χαλικια.

Ο Τεντ κι ο Ριου δε γνωριζονται, μενουν σε διαφορετικες περιοχες. Ο Τεντ εχει φαει γρανιτα λεμονι, ξερει τι ειναι και δε του αρεσει καθολου. Ο Ριου απο την αλλη, πηρε το πρωτο του ποδηλατο οταν ηταν μολις τεσσαρων ετων, απο κεινα που χουν κι αλλες δυο βοηθητικες ροδες πισω κι απο τοτε ονειρευοταν παντα να παει στην ολυμπιαδα.

Ο Κινεζος πρεσβης ξεκρεμασε τη σημαια απο το μπαλκονι του, γιατι καταλαβε πως ολη η βιογραφια του μπορουσε να γραφει πανω σ ενα λεμονι.
Ο στρατηγος Βολκοβοϊ πηρε ενα κουζινομαχαιρο και κλεινοντας το να ματι στοχευσε απο ψηλα το λεμονι, κατεβασε το μαχαιρι κι εκοψε το λεμονι στα δυο. Οι δρακοι ξεχυθηκαν απο μεσα κι ο στρατηγος μοιρασε τα δυο κομματια του λεμονιου στα παιδια του.
Ο Κινεζος πρεσβης κι ο στρατηγος Βολκοβοϊ δεν εχουν παιξει ποτε μπριτζ, αν κι αν γνωριζονταν, σιγουρα θ αναγνωριζαν ο ενας τον αλλον, ως πολυ αξιο αντιπαλο.

Ο Φινλανδος αστροφυσικος, που κατα τυχη ειχε στραπατσαρει καποτε το ποδηλατο του Ριου με το μεγαλο τζηπ του οταν ειχε παει εκδρομη στην Ιαπωνια, ποτε του δεν ειχε φανταστει πως ενα τηλεσκοπιο σαν αυτο θα χε τοσο μεγαλη εμβελεια και καθαροτητα απο τοσο χαμηλο υψομετρο.
Ο Αρτζαϊλ μπορει να κερδισε το τζακποτ στο λαχειο αλλα εξακολουθει να το παιζει τσαντισμενος για να μη χαλασει το ιματζ του.
Ο Αρτζαϊλ ποτε δεν εμαθε ποσο λυπηθηκε ο Ριου που του πατικωσαν το ποδηλατο.
Ο αστροφυσικος ποτε δε θα μαθει αν ο Aρτζαϊλ εισαγει ριγανη ή κοκαϊνη.

Ο νευρωνικος ανθρωπος ποτε του δε καταφερε να μην ειναι τιποτα αλλο απο ενα βιβλιο, ενα ματσο σελιδες με γραφηματα και λεξεις, αν κι ο ιδιος θα θελε πολυ να μπορεσει ν αγγιξει το προσωπο μιας γυναικας, μονο και μονο για να δει αν ειναι πραγματι τοσο απαλο οσο εκεινος φανταζοταν.
Τα παιδικα χρονια του Μαξιμ Γκορκυ θα ειναι παντα ενα βιβλιο με μαυρο εξωφυλλο, παρολο που αν επιβεβαιωθουν οι εικασιες για την δυνατοτητα μας να κινηθουμε κατα βουληση στο χρονο, θα εμοιαζαν με μαρμελαδα λιωμενη πανω σε ενα σβησμενο τζακι.
Ο νευρωνικος ανθρωπος και τα παιδικα χρονια του Μαξιμ Γκορκυ βρισκονται αντικρυστα στη βιβλιοθηκη μου.

Ο Γιαννης πολυ θα θελε να μπορουσε να φοραει τα γυαλια ηλιου του ακομα και τις χειμωνιατικες μερες, γιατι καποτε στο νησι μια σουηδεζα του χε πει πως τονε κανουν ακαταμαχητο. Θα ηθελε επισης να μπορουσε να αφησει μουσι, ακριβως για τον ιδιο λογο, αλλα ηξερε πως το μουσι τον εκανε να μοιαζει μεγαλυτερος.

Καποιοι ναυτικοι θα προτιμουσαν οι αδειες τους στα λιμανια, να μην ηταν τοσο συντομες.

Ο Ραχμανινωφ ποτε του δε γνωρισε τον Τζιμι Χεντριξ, αν κι ειμαι σιγουρος πως θα επαιζαν μπασκετ στην ιδια ομαδα.

Τελικα ο αθρωπας ποτε του δεν ανεβηκε στο φεγγαρι γιατι αυτο ειναι αθρωπινως αδυνατο, γιατι το φεγγαρι ειναι πολυ πιο ψηλα απο το Εβερεστ και το Εβερεστ ειναι το πιο ψηλο σημειο της γης. Τελικα ο αθρωπας ποτε του δεν εφηυρε τον τροχο, γιατι ο τροχος ειχε εφευρεθει πιο πριν απο τα πεινασμενα καγκουρω της Ισπανιας, οταν το νερο εκει λιγοστεψε και θελησαν να μεταφερθουν σε αλλη περιοχη της Παγγαιας.

Θα θελα ολα τα φαγητα που τρωω να φοραγαν κρανος για να προστατευονται απο τα πολυ υγιη και σθεναρα μου δοντια χωρις τερηδονα και κουφαλες. Θα θελα ολα τα μανιταρια που τρωω να μπορουσαν να ακουσουν ποσο λυπαται ο αγροτης που τα κοβει… ποσο λυπαται…

Θα ταν πολυ ενδιαφερον να καταφερνα αυτο που ποτε μου δεν εχω διανοηθει, δηλαδη να σκαρφιστω εναν τροπο να καταφερω αυτο που ποτε δεν εχω καταφερει να διανοηθω, η αυτο που ποτε δεν εχω διανοηθει να καταφερω, γιατι εξαλλου θα ταν πολυ δυσκολο να το καταφερω χωρις πρωτα να το χω διανοηθει, οπως θα ταν πολυ δυσκολο να το διανοηθω χωρις πρωτα να το καταφερω. Θα ηταν τελικα ομως, μια τρυπα στο νερο, οπως κι ολα τα αλλα.

Αντε γεια.                                        23/4/2002

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *