Βιογραφικό

Η Σταυρούλα Αντζουλάκου (Mona) είναι γέννημα Αθηνών (11 Ιουνίου 1962) αλλά θρέμμα Λαρίσης. Από παππούδες-γιαγιάδες έχει καταγωγή από Μάνη, Πόντο και Κωνσταντινούπολη, συνεπώς ως κράμα ή πολύ καλό θα έβγαινε ή πολύ μάπα. Μέχρι τώρα δεν έχει καταλήξει.
Από σπουδές έχει να επιδείξει ένα πτυχίο Γαλλικής Φιλολογίας με το οποίο βγάζει πλέον το ψωμάκι της, ενώ πιο πριν δοκιμάστηκε σε άλλες δουλειές. Έχει κι ένα πτυχιάκι γερμανικών, αλλά περισσότερο ως ξένη γλώσσα χρησιμοποιεί κάτι χειροποίητα αγγλικά. Όταν ήταν νέα ήθελε να γίνει δημοσιογράφος, αλλά τρόμαξε από το σινάφι κι εγκατέλειψε την ιδέα. Από μικρή είχε φαντασία και οι εκθέσεις διαβάζονταν στην τάξη, αλλά το μόνο που έγραψε ήταν μερικά ποιηματάκια όταν ήταν φοιτήτρια. Επίσης είχε καλή φωνή και αυτί, αλλά συμμετείχε μόνο σε ένα άγνωστο φιλικό γκρουπάκι. Κανένα όνειρό της δεν κυνήγησε διότι δεν πίστευε αρκετά στον εαυτό της, ούτε είχε γνωστούς να την σπρώξουν.
Μετά από το διαζύγιό της (2004) γνωρίστηκε με τον Πάτροκλο που την ενθάρρυνε να αναρτήσει κάποια πονήματά της στο Στέκι του, μια που είχε αρχίσει να ξαναγράφει πού και πού. Χάρη σ’ αυτή τη φιλοξενία μαζεύτηκαν με τον καιρό κάμποσα. Επίσης έβγαλε το άχτι της για το θέατρο ανεβάζοντας παραστάσεις στα σχολεία όπου υπηρετούσε. Πρώτη απόπειρα Ο Βασιλιάς Πεθαίνει του Ιονέσκο, πράγμα που θεωρήθηκε μεγάλο θράσος, παρόλα αυτά ήταν μια καλλιτεχνική επιτυχία.
Έχει μια κόρη πολυτάλαντη (ζωγραφίζει, γράφει, παίζει θέατρο, μιλά αγγλικά, γερμανικά και γιαπωνέζικα) που πιστέψτε με, δεν την έσπρωξε σε τίποτα, απλώς ενθάρρυνε τις κλίσεις της και που είναι, εννοείται, το καμάρι της καρδιάς της.
Σημ: Όσον αφορά το Mona, που κανονικά είναι μόνα, είναι παρμένο από ένα στιχάκι της Σαπφούς, το «εγώ δε μόνα καθεύδω» (=ενώ εγώ κοιμάμαι μόνη). Ήταν το ψευδώνυμό μου όταν πρωτομπήκα στο διαδίκτυο. Μόλις είχα χωρίσει κι ως εκ τούτου ήμουν συναισθηματικά φορτισμένη.
————————————————————————-
Καρλ Λάρσον: Γυμνό Μοντέλο Γράφει Ευχετήριες Κάρτες
Carl LarssonModel Writing Postcards 1906
Ρόδινα Δωμάτια
Θέλω να ξέρετε ότι εσάς σας αγαπούσα
όπως τα φωτεινά δωμάτια τότε που ήμουνα μικρή
Δεν ξέρω πως, αλλά το φως ήτανε ρόδινο και χρυσό
και δεν τύφλωνε τα μάτια.
Οι κυρίες ήτανε ρόδινες και χρυσές
και μύριζαν ωραία
πιο όμορφα απ’ ό,τι τ’ άνθη μες στα βάζα
σαν πασχαλιές του κήπου απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα
-είχαμε τότε τα παράθυρα ανοιχτά,
είχαμε κήπους, είχαμε πασχαλιές
είχαμε τσουρέκια που σιγοψήνονταν στο φούρνο
ακόμα κι η μαγείρισσα μύριζε μαγιά.
Ερχόταν η κυρία κι έγραφε στο τραπέζι
Έβγαζε τα γοβάκια της κι άφηνε γυμνά τα πόδια στο χαλί
η γάτα τριβότανε στις φτέρνες της
μια στριφογυριστή ουρά στη γάμπα της απάνω
Εσείς τη ζωγραφίζατε, σας έβλεπα
το μάτι έκοβε την κίνηση του αυχένα
και το στεφάνι στα μαλλιά
και πιο λευκό δεν ήταν απ’ αυτό
Λευκό και ρόδινο μαζί κι ο ήλιος στα μαλλιά της
Το μάτι έτρεχε το χέρι αντέγραφε
γεμίζατε με σίγουρες κινήσεις τον καμβά
-πόσα προσχέδια βρεθήκανε μετά,
μα μόνον ένα με τα χρώματα της μνήμης
όπου παράδοξα η κυρία είναι γυμνή
αλλά τα έπιπλα σε ένα ροδί που δεν ξανάδα-
και το μικρό στο πάτωμα βύζαινε το δάχτυλο στο στόμα
Δεν με προσέχατε, κοιτούσατε εκείνη
κι εκείνη έγραφε απαντήσεις σε χάρτινες ευχές.
Δεν το θυμάστε τώρα πια.
Αχ, να ‘χα τις ζωγραφιές σας!
Θα σας τις έδειχνα μόνο να θυμηθείτε.
Είστε κορακοζώητος, κοντά ενενηνταπέντε.
Και σας ταίζουν σα μωρό, μα έχετε μνήμη;
Μόνο σε σας μιλώ
και στην επίσκεψη άπαξ της εβδομάδος
Πινέλα δεν σας δίνουν πια, “πολλές ζημιές” μου λένε
κι ούτε που με θυμάστε πια.
Εγώ όμως σας θυμάμαι,
όχι όπως τώρα που μυρίζετε σα γέρος,
αλλά σα νέο δανδή με τα πινέλα
να κάνετε προσχέδια την όμορφη κυρία
πιο όμορφη απ’ τα λέλουδα και τις νεκρές τις φύσεις
πιο ζουμερή απ’ τα ευωδιαστά τα φρούτα στην πιατέλα
και πιο κομψή απ’ τα σχέδια
που όλο και γίνονταν ψυχρά και σαν καρικατούρες
Είναι εδώ σ’ αυτό το άχρωμο δωμάτιο του ασύλου
που ξαναβρίσκω τα όμορφα δωμάτια που θυμάμαι
ρόδινα και χρυσά και πάλλευκα συνάμα
και που το φως δε πλήγωνε τα μάτια.
Τα Μονοπάτια Της Θλίψης
Δεν θα ξαναπάρω ποτέ αυτά τα μονοπάτια
όσο κι αν ο βαλτότοπος είναι καλή κρυψώνα
όσο κι αν ξέρω -ή θαρρώ πως ξέρω-
κάθε λακούβα, κάθε λόχμη, κάθε στο έδαφος σχισμή.
Πόσο έχω μάθει ακίνητη να μένω, σαν το βατράχι σιωπηλή
πόσο να γίνομαι ένα με το χώμα και το βούρκο.
Οι αναθυμιάσεις έχουν γίνει ο αέρας μου
Έχω ξεχάσει κανονικά να αναπνέω.
Χρόνια στο βάλτο έμαθα τα σουσούμια του
τόσο που σίγουρα δικά μου είναι πια τώρα.
Και τα πατήματά μου άφησαν τα χνάρια τους
ίδια στην ίδια θέση μαρμάρωσε η ιλύς.
Ήταν ο πόνος στην αρχή κι η χαρά του πόνου στο κατόπι.
Τώρα μου έμεινε μονάχα η συνήθεια.
Αλλά βαρέθηκα και λέω να αλλάξω
Αυτά έχω ως χαμαιλέων μ’ αυτά θα πορευτώ.
Κι αν θα με κάψει ο ήλιος της ερήμου
κι αν το δέρμα μου, έτσι όπως ξέμαθε, αν αφυδατωθεί
θα ‘ναι σκληρό αλλά δεν το μπορώ άλλο
Δεν θέλω εδώ στο βάλτο να χαθώ.
Γκόθικ Σίτυ
Δεν θα σου δείξω τη γκόθικ ψυχή μου
αυτή που κρύβεται στα στενά όπου ο άνεμος σφυρίζει
τις νύχτες ακούς μουγκά ουρλιαχτά πίσω απ τις πόρτες
γρίλιες ανοιγοκλείνουν ίσα ν’ αποκαλύψουν την απόγνωση.
Μα θα σου δείξω τις λαμπρές μου λεωφόρους
με τις βιτρίνες τις κατάφωτες
-όχι κατάφορτες, αφού η μόδα προστάζει μινιμαλισμό.
Για δες τα έξυπνά μου τα αστεία
δες τις κινήσεις μου, πώς κουνώ το πόδι με το κομψό γοβάκι
πώς σηκώνω τα φρύδια παιχνιδιάρικα
και το χαμόγελο όλο συνενοχή και κλείσιμο ματιού.
Η συμφωνία ήταν αυτή η άγραφη.
Έτσι θα με δεχτείς σ’ αυτή τη μαύρη τρύπα
που την στολίσαμε με τα λαμπιόνια της γιορτής.
Μερικές φορές ξεχνιόμαστε
κι οι δρόμοι μας γράφουν «Καλό Πάσχα»
ενώ είναι Χριστούγεννα.
Τι θα κάνουμε άμα περάσουν δύο χρόνια
κι εμείς ακόμα φοράμε τα προπέρσινα;
Εδώ που το μόνο που μένει σταθερό
είναι η μαύρη του χάους η ανάσα.
[Κι όμως, χάνεις.
Η Γοτθική μου πολιτεία είναι όμορφη.
Με τα ψηλά της κάστρα και τους καθεδρικούς ναούς
και τη μυσταγωγία της μπα-ρόκ της μουσικής.
Και με τον λύκο να νυχτοπερπατά στους δρόμους της
όλες τις νύχτες, και τις ασέληνες
και τις λουσμένες με το φως του φεγγαριού.
Ο λύκος άγριος, μοναχικός κι αγέρωχος
κι όμως, πόσο μας μοιάζει!
Φοβάται ο καθείς το άγνωστο
μα πιότερο εκείνο που γνωστό του είναι.
Η πολιτεία θα μας εκδικηθεί
μόνο και μόνο διότι απροσπέλαστη θα μείνει.
Εσύ που κιότεψες την αλήθεια μου να ψάξεις
κι εγώ που από δειλία δεν σου δίνω τα κλειδιά.]
Όρθιες Σκέψεις
Μου αρέσουν οι όρθιες σκέψεις
Σαν τις κολώνες στιβαρές
κρατούν στο επιστύλιο ολόκληρους ναούς
και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα
Αλλά ξεχνάμε πως αντίθετα με τις κολώνες
εμείς έχουμε το σαράκι που ροκανίζει από μέσα
και δεν είναι μολύβι, όχι
είναι εύπλαστος μυελός
ζεστός χυλός που τη ζωή κραδαίνει
ζεστός χυμός που τη ζωή γεννά
Μα κείνη σαν κορίτσι που κρυφτό παίζει
κρύβεται χαχανίζοντας σε μικροσκοπικούς μαιάνδρους
κι έπειτα λέει «Φτου!» και βγαίνει
από μια γωνιά που δεν περίμενες
σου βγάζει γλώσσα και πετιέται αλλού.
Σκέψου μονάχα πόσα κτίρια έχουν πέσει
κι ας μείναν όρθιες οι κολώνες
Σε Χρόνο Δανεικό…
Μίλια ήμασταν χωρισμένοι
Αλλά βρισκόμασταν
και τότε υπήρχε μόνο το κρεβάτι
ένα δωμάτιο με κλειστά παράθυρα
να μην ακούν οι γείτονες
τη φουρτουνιασμένη θάλασσα των κραυγών μας
Το μεθύσι το μετρούσαμε με φορές, μ’ εντάσεις
γελώντας το ‘χαμε, λέγαμε,
για θεραπευτικούς σκοπούς
αφού δεν τολμούσαμε να πούμε λέξεις μεγάλες
Γιατί είναι έτσι η αρρώστια των καιρών
κι εμείς είμαστε παιδιά ενός παλιού αιώνα.
‘Αντε μετά να κρύψεις θάλασσα σ’ ένα μπουκάλι.
Να τη μετρήσεις και να τη μελετήσεις
σαν ένα δείγμα κλινικό.
-“Να ζήσω“, έλεγα. “Να κρυφτώ.
‘Ασε μου τα σημάδια σου, κάνε με δική σου“.
-“Βοήθησέ με“, έλεγες. Δεν έστεργα.
Ήτανε δανεικός αυτός ο χρόνος.
-“Θα σου κουρσέψω ό,τι έχεις και δεν έχεις“, είχες πει.
-“Είσαι το σχοινάκι του χαρταετού μου“, είχα απαντήσει.
Σου είχα αφήσει αμανάτι το κορμί μου
αλλά οι μέσα πύλες έμεναν, απόρθητες.
Είναι ρηχή η μνήμη του κορμιού;
Είναι επιφάνεια το δέρμα που σπαράζει;
Είναι ένα τίποτα που γι’ άγγιγμα βοά;
Ούτε να ξαφνιαστούμε δεν προλάβαμε καλά
κι ίσα που χωρέσαμε
σε χρόνο δανεικό…
Στέλλα
Σήμερα η Στέλλα γυάλισε ξανά τα γιατροσόφια.
Είναι που ο καθένας διαλέγει τη θρησκεία του.
‘Αλλος τη θέλει αυστηρή και με θυσίες πολλές,
άλλος εκστατική, φανατική λατρεία του
κι άλλος μονάχα με ομορφιά, οδυνηρή κι ατόφια.
Η Στέλλα είναι ιέρεια μα δεν ξέρει
να τ’ ονομάσει δεν μπορεί, μα νιώθει
το κάλεσμα ακούει και στέργει να βιαστεί
Είναι καθάριο κι επιτακτικό. Ήτανε πάντα εκεί.
Απόψε τα φεγγάρια βαλαντώνουν
Απόψε τα αρώματα σμίγουνε στις γωνιές
από ανατολή κι από πιο πέρα όλα φερμένα
Θυμίζουνε βουνό, θυμίζουν λόχμη
και το αλάτι του μικρού μας παφλασμού.
Απόψε κρουσταλλιάζουν τα χαμόγελα
στράφτουν τα δόντια. Ήμερο κι υποταγμένο τίποτα.
Μάτια όλο μαύρο έρεβος, μάτια σου, μάτια μου, μάτια της
Θα βγούμε στο κυνήγι πάλι απόψε.
Και θα μετρήσουμε λόγια και σιωπές
και βήματα στο πλακόστρωτο
και βήματα στο ζεϊμπέκικο
και παλαμάκια κι απαραίτητοι καπνοί.
Θα θες να είσαι παντού και πουθενά.
Σε ποιον μικρό Θεό θα χύσεις τις σπονδές σου;
Σε ποιον μεγάλο θα προσευχηθείς;
“Ζήτα μου απόψε ό,τι θες, μα να ‘ν’ μεγάλο, ακούς“;
Αυτή η ‘Ανοιξη ζητάει τον Αμνό της.
‘Αδωνη σ’ είπανε, σ’ είπανε Χριστό;
Ποιοί σε λατρέψαν, ποιοί σε προδώσανε ξανά
κι όχι για πέντε αργύρια, μα πέντε δράμια σιγουριά;
Η Στέλλα περπατάει αργά.
Ήτανε πάντα η κορυφαία του χορού,
λιγάκι ξενική για Μυροφόρα.
Κάτι απ’ την άγρια της Μήδειας ομορφιά,
σκληρός ανθός, μοναχικός
και σε κανένα κονοστάσι αφημένος.
Τούτη την ‘Ανοιξη δεν θα την υποτάξεις
Νύχτες ατέλειωτες, σύντομα πρωινά
τρίλιες του Μότσαρτ, παιχνιδιάρικες κραυγές
κι ενίοτε ο βαθύς του πόθου βόγγος.
Τόσο βαθύς σαν ν’ ανασαίνει η γη
τόσο απαλός σαν μάγουλο νιογέννητου.
Τρικλίζουνε πριν να σταθούν τα ελαφάκια,
μα ο χορός τα συνεπαίρνει αμέσως βιαστικά.
Βιαστικά κι αβίαστα συνάμα
Γιατί, όσο κι αν απορείς, πάντα έρχεται το θάμα
Απόψε όλοι στολίζονται δίχως να ξέρουν το γιατί
Αφήνουν να το ξέρει μονάχα το κορμί
Προσευχή Του Ιερώνυμου Μπος
Πάλι τα τέρατα μ’ επισκεφθήκανε Καλή μου
ήρθαν και χεροπόδαρα δέσανε τη ψυχή μου
με το κορμί να σέρνεται πίσω απ’ την αλυσίδα
σαν τρυπημένο φλάμπουρο, σαν άδεια πεταλίδα.
Οι εφιάλτες είναι εδώ. Οι δαίμονες γελάνε.
Μου κλέβουνε τα ρούχα μου και με τραβολογάνε.
Με βασανίζουν μουσικές, αφιονισμένο μπρίο
που ξαφνικά μ’ αφήνουνε μονάχο μου στο κρύο.
Εφτά ‘ναι τ’ αμαρτήματα, εφτά ‘ναι και τα πέπλα
εφτά Σαλώμες μου ζητούν “όσα κι αν έχεις , φέρτα“
“Δεν έχω” λέω, μα ξανά, να μου χορέψουν θέλω
κι αν μου γελούν σαρκαστικά, είμαι σαν τον Οθέλο
Και κολασμένα τις ζητώ κι όσα κι αν έχω δίνω
κι αργύρια και κοσμήματα επί πινάκι αφήνω
μόνο να μπω στον κόσμο τους, στο αιώνιο πανηγύρι
και το κεφάλι πριν κοπεί στον κόρφο τους να γείρει
Μα πριν προλάβω ο δύσμοιρος το στόμα μου ν’ ανοίξω
λίγα κεράσια να γευτώ, λίγο να τις αγγίξω,
αυτές αλλάζουνε μορφή και γίνονται διαβόλοι
“Ξανά στη Κόλαση είσαι βρε!” να μου φωνάζουν όλοι.
Περιγελούν οι δαίμονες και παίζουνε μαζί μου
ώσπου το νιώθω, κλέβουνε στο τέλος τη μορφή μου.
Ας ήταν να διαλέξω εγώ ποιος να ‘ναι ο σταυρός μου
να ξέρω το μαρτύριο που μαίνεται εντός μου.
Μικρός, πικρός κι αχόρταγος είναι ο εγωισμός μου
βοήθησέ με, Δέσποινα, να πάψει ο καημός μου.
Λίγες σταγόνες βάλσαμο και η πληγή θα κλείσει
σαν μπω στο ‘Αβατό σου εδώ πανάρχαιο παρεκκλήσι.
Εικόνες απ’ ονείρατα θα σου χαρίσω Φως μου
του παραδείσου, του εδώ, μα και του κάτω κόσμου.
Έλεος δείξε, Δέσποινα κι ας είμαι τρωγλοδύτης
και εκών-άκων γίνομαι στους εφιάλτες δύτης.
Μα αν για σένα είμαι μικρό κι ασήμαντο ρεμάλι
άσε με το κρασί να πιω που δίνει αιώνια ζάλη
κι έτσι να μην πονάω πια σα χάνομαι κει κάτω
με πίφερα και μουσικές να πέφτω ως τον πάτο!
Το Α της Αγάπης…
Για να μάθεις το Α της Αγάπης
πρέπει να πεθάνεις και ν’ αναστηθείς
ξανά και ξανά και ξανά…
Γιατί όμως να είσαι τόσο Απών;
Οι Λέξεις
Στην πυρά οι όμορφες λέξεις μας
οι κομψές
οι άγριες
οι τραβηγμένες από τα μαλλιά
οι βγαλμένες από ξέπνοα χείλη
ασθμαίνουσες
φονικές
πανέμορφες
και γελοίες.
Οδυνηρά γελοίες.
Συγκινητικά αγνές
και βλακωδώς επιζήσασες,
επιζήσασες πάντως.
Οι λέξεις μας
τα έπεα πτερόεντά μας
και τα scipta manent μας
που και scripta να μην ήταν
πάλι θα μας έμεναν.
Κι αν δεν είχαμε τις λέξεις
θα έπρεπε να τις εφεύρουμε…
Ω Πικρία Μου…
Ω πικρία μου εσύ, προσωπική παντιέρα
της γκρίζας της ζωής μου η σκακιέρα
άγονη θλίψη και πού να σε βολέψω
με τι βοτάνια να σε γιατροπορέψω
Ξεχείλισαν παλιά συρτάρια και σεντούκια
πολλοί μεσαίωνες, λίγες αναγεννήσεις
ήξεις αφίξεις ουκ -και στα γνωστά κουτούκια
ακούγεται χαιρέκακα- εν τω πολέμω θνήξεις
Μικρά στόματα ανοιγοκλείνουν σιωπηλά
Κάτι φωνάζει μα δεν ακούγεται καλά
και του τσιγάρου ο καπνός κι η γεύση
λες κι έβαλε στοίχημα να δούμε αν θ’ αντέξει.
Τελείωσε η γιορτή, χαρτιά, σκουπίδια
και με το χάραμα μείναν τ’ αποκαΐδια
να τα μαζέψω δε βαστώ,
να εγκαταλείψω δε μπορώ
Να σε καλέσω είναι απαγορευμένο
άχρηστο κι ανέφικτο εδώ να περιμένω
όσο αλλάζει δέρμα γι’ άλλη μια φορά
η μέρα, η εποχή και η χρονιά.
Αγρύπνια Ενός Φιλόμουσου Ξεπεσμένου Ευγενούς
Θα ‘πρεπε να ‘χα μιαν απάντηση ως τώρα
Τόσες επιστολές με βουλοκέρι σφραγισμένες
Τόσα σημάδια χαραγμένα χρυσοποίκιλτα
Τόσους πληρωμένους ποιητές
με μερικά δικά μου ενδιάμεσα σοφά αραδιασμένα.
Και τώρα; Ούτε amicasilentialunae δεν μπορώ να πω
Πώς είναι δυνατόν τέτοιες σιωπές να είναι αγαπημένες;
Αδιάφορα αν κι όμορφη η σελήνη αργοπερνά
κι ο βασιλεύς επιστολή δε στέλνει.
Να πάω εκεί αφ’ εαυτού και να προσπέσω;
Δεν θα το κάνω. Έχει κι η δική μου οικογένεια υπερηφάνεια
Ωστόσο ανησυχώ, μήπως οι βάρβαροι στείλουν τις δικές τους τις ορδές.
Ίσως λοιπόν το βασιλέα να ξεχάσω.
Ίσως με τους βαρβάρους συναλλαγή να κάνω.
Βέβαια από ποίηση ετούτοι δε σκαμπάζουν.
Μα μήπως κι οι δικοί μας;
Τζάμπα τα όμορφα τα λόγια τα μεγάλα
Τυλίξαμε την ξιπασιά σε ακριβές περγαμηνές
Να δούμε τώρα πώς απ’ τους αγροίκους το τομάρι μας θα σώσουμε.
Ένα Γλαυκό Κομμάτι
Πώς θα ‘θελα να ‘χα, μάτια μου,
τη λύση του γρίφου εντός μου
όχι να τρέξω να στην πω,
σαν τα παιδιά που ανακαλύπτουν θησαυρούς
ούτε να την κρατήσω μυστική,
σαν καρβουνάκι αναμμένο
στο κέρατο του βονάσου φυλαγμένο
όπως κάνανε οι παλιοί σαν ταξιδεύαν.
Γιατί μια τέτοια γνώση είναι φως
και τέτοιο φως δεν κρύβεται
μόνο διαχέεται και φανερά γλυκαίνει τη ζωή.
Το φως είναι να φαίνεται, το φως για να φωτίζει
Πεθαίνει μέσα σε κλειστά κουτιά και τάφους
αλλά κι εκεί, για δες, σαν ανάμνηση υπάρχει
σαν αντανάκλαση του ήλιου σε πηγάδι.
Πόσο μου έλειψε, γλυκειέ μου αυτό το φως…
Στη φυλακή μου πασπατεύω πλάκες υγρές κι ανήλιες
σαν τυφλοπόντικας χωρίς το ρύγχος που σκάβει γαλαρίες
Μα ξέρω πως στην άκρη με περιμένει ένα γλαυκό κομμάτι
ένα κομμάτι ουρανού, για σένα και για μένα.
Απ-άνθρωπος…
Αχ τι ψυχή θα παραδώσεις στρατιώτη;
Εσύ ήσουν που σκότωσες εκείνο το παιδάκι;
Εσύ που πάτησες κείνο το κουμπί;
Κοίτα στρατιώτη τις φωτογραφίες
κρεάτινα σώματα, πληγωμένοι δρόμοι, καμένα χωριά
Κοίτα στρατιώτη στα μάτια
αυτόν που βασανίζεις
που τα χέρια του δένεις
που τα μυαλά του τινάζεις στον αέρα
που βιάζεις με δυο χιλιάδες τρόπους
και που στα ζάρια παίζεις την οδύνη του
Τι είπες; Εκτελούσες διαταγές…
Τι είπες; Ήσουν φτωχός κι ήθελες να εξασφαλίσεις μια καριέρα
Τι είπες; Εγώ; Εγώ σπιτάκι μου είμαι
Ναι, βλέπω τηλεόραση, μάλλον όχι, δε βλέπω
Είμαι ευαίσθητος και με ταράζουνε αυτά
Αμάν πια, τίποτα καλό δεν έχει να γελάσουμε…
Χωρίς Φειδώ
Τέσσερεις φορές ως τώρα έχω πεθάνει.
Αλλά σα γάτα που ‘μαι μου υπολείπονται άλλες τρεις ζωές.
Ω, χωρίς φειδώ κι αυτές θα τις περάσω.
Έτσι κι αλλιώς κάθε μέρα αυτοκτονώ
τρώγοντας μακαρόνια.
Περίανδρος
Ο νεαρός γλύπτης Περίανδρος ήταν ευσεβής και βλάσφημος μαζί.
Λάτρευε τη Κύπριδα, έκανε ικεσίες και σπονδές στο όνομά της
Με πόση αυτοσυγκέντρωση σκάλιζε τον βράχο
Απαλά πώς χάιδευε μετά τη λειασμένη πέτρα
και μέχρι τα ακροδάχτυλα ριγούσε.
Μα ωστόσο λάτρευε και την ιερόδουλο Κλειτώ, που ήταν το μοντέλο.
Τη μέρα την έστηνε για να πλάσει την Αφροδίτη.
Τη νύχτα παθιασμένα της έκανε έρωτα αχόρταγο κι ασίγαστο.
Όσο κι αν έκανε, μέχρι που έπεφτε χυμένος πάνω στο κορμί της
όσο κι αν έτρεμε πια από εξάντληση, πάλι την ήθελε ακόρεστα
Εκείνη πάλι στα φλογερά του λόγια με χαμόγελο απαντούσε
κι όταν εκείνος τη ρωτούσε κάτι χασμουριότανε,
πρώτα κρυφά, ύστερα φανερά
ώσπου στο τέλος την έπαιρνε ο Μορφέας.
Εκείνος άγρυπνος ως την αυγή στεκόταν
Με τα ακροδάχτυλα καμιά φορά άγγιζε το γοφό της
και ριγούσε.
Έτσι προχώρησε ο καιρός ώσπου το άγαλμα τελείωσε.
Με μουσικές και τελετές και τους πιστούς ένα γύρω
για τα αποκαλυπτήρια είχε φτάσει η στιγμή
κι ήταν κι ο δάσκαλος του γλύπτη εκεί,
ο γέρων πια Γλαύκος, ο γνωστός.
Μα όταν πια φάνηκε η αγαλματένια λάμψη της θεάς όλοι σιγήσανε
υπόκωφη, οδυνηρή η σκέψη ντύθηκε με λέξεις:
-“Διέπραξεν ύβριν ο Περίανδρος!”
Τη λύση έδωσε ο Γλαύκος,
που σκεπτικά μια το γλυπτό κοιτούσε, μια το γλύπτη.
Με σεβασμό και τρυφερότητα, φόρο τιμής απέτισε στο έργο
κι έτσι η στιγμή απεσοβήθη.
Μα τίποτα δεν αλλάζει του μύθου το γραφτό!
Χάθηκε, λένε, ο Περίανδρος
Τρέλα του έδωσε η Θεά στις φρένες, από φθόνο
κι η μαύρη θάλασσα πήρε το παλικάρι,
διότι έτσι είναι πάντα οι Θεές:
ζηλιάρες, θηλυκιές και ματαιόδοξες…
Νιόβη NocturneΤης νύχτας τα πουλιά κρατούν τα μάτια μου ανοιχτά
και ποιος την πείνα μου μπορεί να την κορέσει
Ψάχνω εναγωνίως μια μπουκιά
-αχ, να ‘ναι λίγοι στίχοι
αχ μια εικόνα, μια αγκαλιά-
Στα θυμητάρια μου κολλώ
όσο κι αν ξέρω πόσο άδικα πονώ
Όταν με αρνήθηκες απλά ο κόσμος μου κατέρρευσε
«Θα ζήσω είπα» , κι από τότε ψευτοζώ
Χάνω σιγά-σιγά ακόμα και τα ψεύτικα δωράκια που ‘χαμε ανταλλάξει
Όταν θα γίνουν θρύψαλα εντελώς θα τα ‘χει πάρει κιόλας ο αέρας
μα εγώ θα έχω πετρώσει περιμένοντας
σαν άγαλμα της Νιόβης που ‘χει χάσει τα παιδιά της.
Η Μυστική Γλώσσα Των Απλών Πραγμάτων
Πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι, η ζωή μου
κι εγώ στη μέση να ψελλίζω τα στιχάκια
Θα μου πεις στους χαλεπούς καιρούς
είναι που η ποίηση ανθίζει
κι είναι τα άνθη της κάθε άλλο παρά αθώα
αίμα πηγμένο ή ζωντανό, έχουν τα πέταλά της
και στις σχισμάδες των βράχων προτιμά
παρά στους ήμερους τους κήπους να φυτρώνει
Κι όμως, η ζωή είναι εδώ.
Βοά μες στις σιωπές, σφύζει στις φλέβες
περιγελά τα έργα των ανθρώπων
βγάζει τη γλώσσα στις διδαχές των σοβαρών
-σοβαρά είν’ τα πρόβατα έλεγε ο Καβάφης-
κατρακυλά στις κουπαστές σαν σκανταλιάρικο παιδί
αφήνει ίχνη στα παλιά σου ρούχα
τα ποτισμένα με ξεχασμένες μυρωδιές
Υπήρξε μια στιγμή, -θυμάσαι;-
που πέταξες με χάρη το φουστάνι
με κοίταξες, χαμογέλασες κι έπεσες στο νερό
κι ήταν η στιγμή Ελευθερία
κι ήτανε γέλιο και Νιότη κι Ομορφιά.
Θα πάρω αυτό αποσκευή
μια που το ταξίδι συνεχίζεται
Μακάρι να συγχωρήσεις την ανοησία των καιρών
μακάρι αγάπη να οσμωθείς
μακάρι την ύστατη στιγμή
τ’ όνομά σου να θυμάσαι
και το πρώτο της ζωής σου το χαμόγελο
γιατί εκεί μέσα κρύβεται ο Θεός.
Επειδή Η Αγάπη…
Επειδή η αγάπη
έγινε υπόθεση
ακριβή τόσο
σπάνια τόσο
ξενική τόσο
και δεν έχω να δώσω
εκτός απ’ την καρδιά μου
-ένα σάρκινο μήλο-
και τις φαντασιώσεις
μιας καθωσπρέπει κόρης
το ύστατο φίλημα πάρε
κι απάλλαξέ με λυκαυγές
Έτσι κι αλλιώς
τα όνειρα
είναι υπόθεσις
αυστηρώς προσωπική
Τα Φύλλα
Στις πλάκες της αυλής μου δυο-τρία φύλλα μνήσκουν πεταμένα
Κι όσο κι αν τα σκουπίζω πάντα θα είναι εκεί
να μου θυμίζουν ότι η ζωή κάθε στιγμή πεθαίνει
κι αναγεννάται
πεισματικά
αδυσώπητα
κι αδιάκοπα
Ήταν, Κάποτε, Μια Μέρα…
Η μέρα αυτή ξεχάστηκε
κι έρχεται η νύχτα
μ’ όνειρα ακαθόριστα γεμάτη
που δε θυμάμαι το πρωί.
Μα η σκιά τους μένει
στα βήματα, στις άκρες των χειλιών μου
στο άγριο γέλιο μου ελλοχεύει
στην πείνα την πρωτόγονη
στις ελλιπείς κουβέντες
στις μπουκωμένες τις σιωπές
και στις φρενήρεις ενίοτε κινήσεις
Η μέρα αυτή ξεχάστηκε
έγινε η κηδεία, το μνημόσυνο,
άδεια η σάλα εκδηλώσεων.
Τι εκδηλώσεις πια;
Εδώ τελειώσανε ακόμα κι οι δηλώσεις
Μπαϊράκια
Στις σελίδες που αχόρταγα διάβασα
στα ξενύχτια που ως τον πάτο τα ρούφηξα
στα τσιγάρα που ασίγαστα κάπνισα
στα φιλιά που ακόρεστα ήπια
Θα σηκώνω μπαϊράκια.
Μέχρι εκεί που το δρόμο μου γύρεψα
μέχρι εκεί που απ’ τον πόνο μου λύγισα
κι από κει μες στο θύσαμπο πάλι
τη δική σου σκιά να ζητώ
Θα σου στέλνω καπνού σηματάκια
Και θ’ ανοίγω το άνθος μου πάλι
να ξεχνάω το άχθος στην πάλη
να κερδίζω παράταση άλλη
ξεγελώντας αχνά τον καιρό
μήπως κάποτε, ίσως, σε βρω.
Δανεικός ΕφιάλτηςΧθες βράδυ μπήκε σε όνειρο άλλου
-“Δεν είν’ δικό μου” είπε, “το τοπίο τούτο
η έρημος αυτή η παγωμένη, η ομίχλη“
Ασπρόμαυρο το σκηνικό και μέσα απ’ την αχλύ
άνθρωποι μπαινοβγαίναν
πήγαιναν στους σωρούς των παπουτσιών
ψαχούλευαν λίγο κι έπαιρναν κάτι
και το ‘κρυβαν στον κόρφο τους
και πάλι σκυφτοί έφευγαν
και κρύβανε το πρόσωπό τους και τα χέρια
Πήγε κι αυτός κι άξαφνα κατάλαβε
πως τα παπούτσια ήταν των νεκρών στα κρεματόρια
Γιατί οι Ναζί κράτησαν όλα τα τιμαλφή;
Όλα σε τάξη, όλα με ταμπελίτσες κι ετικέτες
δόντια χρυσά, καδένες, μα τα παπούτσια;
Γιατί αυτά έτσι πρόχειρα, χύμα και σε σωρούς;
Πλησίασε κι έσκυψε. Βρήκε ένα παπουτσάκι παιδικό
αυτό με τη μπαρέτα για μωρά
-“Δικό μου είναι“, είπε και τρόμαξε “ή μήπως να ‘ν’ του γιου μου;”
Το κράτησε σφιχτά κι έψαξε για το ταίρι
Ένα γοβάκι βρήκε: “Μα είναι το δικό της!”
Αχ το βαθούλωμα της καμάρας μόνο δικό της ήταν
Πιο πέρα μια παντόφλα πατημένη -της γιαγιάς του!
-“Ξύπνα!”, του είπε μια φωνή
-“Δε θέλω“, είπε και κράτησε τ’ αγαπημένα απομεινάρια
-“Δεν είν’ δικό σου τ’ όνειρο, θυμάσαι;”
-“Δε θέλω“, και πάλι κλαίγοντας, μα ξύπνησε τελικά.
Στο χέρι του κρατούσε ένα γοβάκι.
Το έστησε στο τραπέζι και έψησε καφέ
-“Δεν είν’ δικός μου εφιάλτης“, απεφάνθη τελικά
Κι άναψε τηλεόραση και τσιγάρο
Αιμορραγία
Στιγμές-στιγμές αισθάνομαι το αίμα μου να ρέει
είναι πληγή που απλώνεται κάτω απ’ την αμυχή
κι ούτε που ορίζω εγώ το σώμα μου που καίει
ούτε και την εξόριστη, τη χαίνουσα ψυχή
Ερώτημα…
Το πρώτο χτύπημα είναι πάντα τρυφερό
και την ανάσα απαλαίνει
Το δεύτερο γίνεται πιο σκληρό
καθώς στα σπλάχνα κατεβαίνει
Το τρίτο το βαρύτερο
ηχεί σαν ειμαρμένη
Να’ ναι αδηφάγα η ψυχή ή πεινασμένη;
‘Aγνωστη Χώρα…
Φορές-φορές αισθάνομαι σε ξέρω
το στόμα σου μου αφήνει γεύση από τσιγάρο και κρασί
και στο μουστάκι που τζουνάει, η αρμύρα έχει φωλιάσει
τα χέρια αργασμένα και τραχιά
σαν των ψαράδων μια φορά στον Πλαταμώνα
Κι άλλοτε μια άγνωστη χώρα είσαι
λεωφόροι απερπάτητες, σκιώδη μονοπάτια
στα μάτια σου δρόμοι νυχτιάς διανύουν τις πορείες
κορδέλες ποταμών φωτός τυφλώνουν κι ανακλώνται
κι οι σκέψεις μας παράλληλες δεν τέμνονται ποτέ
Οχούμαστε στη νύχτα σιωπηλά
Αθήνα-Λάρισα τέσσερις ώρες και μισή
Όταν θα φτάσουμε τα μικρά μας θα κοιμούνται
στο πίσω κάθισμα μαζί
στα νύχια περπατώντας και παίρνοντάς τα αγκαλιά
θα τ’ απιθώσουμε τον ύπνο να συνεχίσουν αταλάντευτα.
Ύστερα… Θα με κοιτάξεις ύστερα; Θα με κρατήσεις;
‘Aλλη μια νύχτα κράτησέ με
στα μπράτσα σου γλυκά να κοιμηθώ
κι αν τιναχτώ μη με αφήσεις
κι αν σου γυρίσω πλάτη μη μ’ αφήσεις
Τόσα ταξίδια θέλουν τον κουρνιαχτό τους να αφήσουν
σαν ίζημα στο δέρμα, σαν κύκλους στους κομμένους μας κορμούς
Αν με αφήσεις τα χνάρια μου θα χάσω
‘Aγνωστες χώρες κι εγώ να ψάχνω τον τορό
κομμάτια από μυρωδιές και γεύσεις μακρινές
όπως αυτά που βλέπουν τα μικρά στα όνειρά τους.
Παραδρομή…
Τα όνειρά μου πάντα ήτανε γαλάζια
με λίγο κόκκινο σαν παπαρούνες σε λιβάδι
Γι’ αυτό και σ’ αναγνώρισα αμέσως
που πήδαγες πάνω απ’ το κύμα
σαν πέταγες τη σαΐτα στο ακρογιάλι
Σε γνώρισα κι απ’ τη νερένια μουσική σου
και μαγεμένη σ’ άκουγα να καλπάζεις.
Ύστερα απορώ: πώς γίνεται να είσαι τόσο απόμακρος
πώς γίνεται η λίμνη σου ήρεμο βαλτοτόπι
πώς νεροπούλια αποδημούν για το Νοτιά
τα μόνα ίχνη οι μικρές λακκούβες κι οι γυρίνοι
που ακόμα να κοάζουν δε μπορούν
Νότες σα βότσαλα και πλιτς!
Ίσως να ‘κανα λάθος τελικά
Ίσως και σένα στ’ όνειρό μου μόνο να σ’ είδα.
Ανακούφιση…
‘Αργησα να γυρίσω αγαπημένε
Ήταν μακρύ ταξίδι κι επίπονο
Χαθήκαμε στα κύματα, σκορπίσαμε στα πλάτη
Τρόμαξα να σε γνωρίσω μες στο γκρίζο
Ψιχία απ’ το παιδί που ήξερα στα μάτια σου
Θραύσματα από τον άντρα που γνώρισα
μέσα στην αγκαλιά σου
Έκλεισα τα μάτια κι είδα και πάλι το παιδί
Ανάσανα…
(Επι)Φυλακή…
Ποια η διαφορά μεταξύ ενός παιδιού κι ενός φυλακισμένου;
Το παιδί θα παίξει με τον ήλιο
Κι αν δεν έχει ένα πράσινο φύλλο θα παίξει με τα δάχτυλά του
Θα γίνονται διάφανα μες απ’ το φως
και μύρια χρώματα θα παρελαύνουνε στο φάσμα
Όταν μεγαλώσει θα ξεχάσει το παιχνίδι
μα δε θα ξεχάσει το πέρασμα απ’ το φως
Ο φυλακισμένος είναι ένα παιδί που έχει ξεχάσει και το φάσμα
Κοκαλωμένος στέκει επί ώρες
στην ίδια στάση κουλουριασμένος
ακίνητο το μάτι μοιάζει να μη βλέπει
κι όμως ολόκληρος παρακολουθεί μιαν ηλιαχτίδα
μια γραμμούλα ηλιόφως που φτάνει απ’ τη γρίλια
Όταν θα δύσει ο φυλακισμένος θα μείνει στο σκοτάδι
μα πάλι τούτη τη γραμμούλα θα προσμένει
ξανά με την αυγή τον κύκλο της να κάνει…
Σου Μιλώ Για Την Αγάπη…
Σου μιλώ για την αγάπη και πονάω
Τι όμορφα που ήταν τα χέρια της
τα χείλη της με τη μικρή ρυτίδα στη γωνία,
και τα γλυκά λακκάκια της
τα μάτια της – ολόφωτα – όταν τα σήκωνε σε σένα…
Σου μιλώ για την αγάπη και παγώνω
Όμηρος είσαι μα όχι ποιητής
Έπη ηρώων σιωπηλών
ανδραγαθήματα μικρά μου γράφεις ότι κάνεις
μα όμηρος κρατιέσαι στην απομόνωσή σου
Σου μιλώ για την αγάπη και κρυφοβαλαντώνω
Πώς άντεξες κι άφησες να σου φύγει…
Χλωμή η όψη της όταν σου είπε αντίο
Δεν είδες καν την έκκληση…
A-Dio θα πει προς τον Θεό… δεν το ‘ξερες;
Έχω Ένα Πίνακα…
Έχω ένα πίνακα παλιό, μισοαρχινισμένο
Πώς άλλες έχουν κέντημα ή άλλοι χτίζουν σπίτι
και λίγο-λίγο το μοχθούν ή απλά παρατημένο
το αφήνουνε να βρίσκεται σα μισοτελειωμένο,
σα Πηνελόπης υφαντό, σα ξόμπλι αραχνιασμένο;
Έτσι κι εγώ τον πίνακα έχω από χρόνια αρχίσει
μη με ρωτάτε τι σχολή, μη με ρωτάτε τίτλο
ξεκίνησα ανατολή, κοντεύω πια στη δύση
και όσο για το θέμα του όλο κι αυτό αλλάζει
όπως αλλάζει κι η ζωή και όπως η ίδια μένει
και μόλο που το τέλος μας κάποτε πλησιάζει
θέλουμε να πιστεύουμε πως κάποιος περιμένει
να δει και πίσω απ’ τον καμβά τι είναι καμωμένο
και πως δε σπαταλήσαμε τα χρόνια μας αδίκως
πως κάτι έμεινε από μας, έστω και ένα ίχνος.
Εγώ μικρούλα το άρχισα, σαν ήμουνα παιδάκι
σαν ο παππούς μου μου ‘δωσε χρώματα και πινέλο
και μια γωνιά του τοίχου του στην καρβουναποθήκη
-«Πάρ’ το δικό σου μάτια μου και γέμισέ το όλο!»
Με τι χαρά το αρχίνισα, τι πόθο και τι πάθος
κι αν οι γονείς μου γκρίνιαζαν κι έλεγαν ήταν λάθος
που όλο γέμιζα μπογιές το σπίτι και τα ρούχα
εκείνος χαμογέλαγε: -«Αφήστε το παιδί…»
Κι έτσι κι εγώ ξεκίνησα και γέμισα τον τοίχο με καράβια,
με δέντρα, ήλιους, πρόσωπα και σπίτια σε λιβάδια
μα μεγαλώνοντας άλλαζα ζωγραφιές
κι ονείρατα παράξενα γέμιζαν τις γωνιές
Ήταν η τρέλα μου αυτή μα τη δεχτήκανε όλοι
σαν άκακη παραξενιά που έκανα στη σχόλη
γιατί μόνο σα πήγαινα εκεί έπιανα τα πινέλα
αλλιώς τύπος κι υπογραμμός και φρόνιμη κοπέλα.
Μα ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι και πέθανε ο παππούς
το σπίτι μας πουλήθηκε, διαλύθηκε η οικογένεια
σπουδές, χρόνια γυμνά, δουλειά και γάμος και παιδιά
ήρθανε λύπες και χαρές, σα που τραβάμε όλοι
ξεχάστηκε ο πίνακας κι εγώ ήμουν πια άλλη.
Μα έτυχε και πέρασα μια μέρα απ’ το χωριό μας
και ζήτησα μία στιγμή να δω το σπιτικό μας
Είχανε βάψει βέβαια τον τοίχο λουλακί
μα από κάτω φαίνονταν τα ίχνη απ’ τα παλιά μου
Δάκρυσα και κανόνισα να το νοικιάσω πάλι
-«Μόνο την αποθήκη», είπα στον έκπληκτο ιδιοκτήτη.
Κι όποτε πνίγομαι από τον κάματο της πάλης
του μέσα και του έξω μου τραβάω για το χωριό
στα χρώματα στα σχήματα τα χέρια μου απλώνω
όσα δεν μπόρεσα ποτέ να εκφράσω ξεδιπλώνω
τύφλα να έχουνε Σαγκάλ, Νταλί, Ντιφί και Σίλε,
μουσείο μου προσωπικό που άλλο μάτι δε θα δει
μια αποθήκη μυστική και μόνο εγώ έχω το κλειδί
κι έτσι ξορκίζω το κακό που το ‘χω στοιχειωμένο
κι απεικονίζω άτεχνα ό,τι έχω ονειρεμένο.
Ύστερα πλένω ενδελεχώς τα χέρια κι επιστρέφω
στο σοβαρό τον κόσμο μας που νόμους δεν αντέχει
άλλους απ’ τους επίσημους τους τάχα θεσπισμένους.
Έχω ένα πίνακα λοιπόν μισοαρχινισμένο
κι ούτε που ξέρω αν ποτέ θα είναι τελειωμένος
Ίσως άμα τελειώσω εγώ τελειώσει και εκείνος
ίσως όμως ατέλειωτος να μείνει εσαεί
ίσως μια μέρα πια λεφτά δεν έχω για το νοίκι
και τότε πάλι οι τοίχοι θα γίνουν λουλακί.
Παρόν…
Ήρθε ένας φίλος και μου είπε:
-«Μάθε να ζεις με το παρόν.
Όλο στο μέλλον πας, όλο στο παρελθόν».
Κοιτώ τα χέρια μου μήπως και νιώσω το παρόν
μα μου γλιστρά σα σεληνόσκονη μες απ’ τα δάχτυλά μου
Κοιτώ τα μάτια μου μ’ ένταση στον καθρέφτη:
σοφία των πανάρχαιων σπηλαίων, σοφία της κοιλιάς, του DNA
αλλά πού είναι το παρόν;
Κοιτώ το παιδί να μεγαλώνει: να ο δικός μου τρόπος να μετρώ το χρόνο
Χρόνος. Ο Χρόνος – Κρόνος των Ελλήνων
Χρόνος, η τέταρτη διάσταση.
Το διηνεκές. Η σταθερά λάμδα. Το Αϊνστάνειο σύμπαν.
Μήπως ξεφεύγει κάτι;
Τί είναι παρόν;
Μια χρυσαφένια μύγα ζουζουνίζει. Ο σκαραβαίος των Αιγυπτίων;
Μια στάλα πέφτει. Ενεστώς. Έπεσε, πάει. Παρελθόν.
Να ετοιμάσω φαγητό. ‘Αμεσο μέλλον.
Γραμματική του σύμπαντος γι’ αμόρφωτους.
Ουφ, δεν το γνωρίζω το παρόν.
Ας πάω καλύτερα να πάρω το μικρό απ’ το σχολείο.
Ένα λεπτό μαζί του είναι παρόν μας συνεχές.
Αχ, πώς το ξέχασα; «Μόνο μικρά παιδιά ζούνε μες στο παρόν τους»
είπε ο φίλος ο σοφός. Το τώρα μονάχα έχει σημασία
-«Ήρθε το “ύστερα” μαμά»;
-«Πάμε μικρό μου να σε βάλω στο κρεβάτι».
Στάλα τη στάλα κυλά ο χρόνος στην κλεψύδρα
Κοιμήσου, αγάπη μου, ζήσε στον άχρονο τον ύπνο του ονείρου…
«Θα Σε Ξεχνάω Κάθε Μέρα…»
Πληθύνανε πλέον οι εκλιπόντες
σχημάτισαν πια τάγματα οι απόντες
Πόσα επιτύμβια ακόμα να χαράξω;
Σε πόσα μνήματα κτερίσματα να ψάξω;
Κι εγώ τώρα καλούμαι για να ζήσω
ξανά το μήλο της Εδέμ να ξεφλουδίσω
Μέσα από σύρματα περνάω και ματώνω
όμως από σήματα εσένα ξαρματώνω
Δίχως τις λέξεις κάθε μέρα κι από λίγο να ξεχνάω
πόσο πολύ, πόσο παράλογα ακόμα σ’ αγαπάω
Όμως εγώ μία μονάχα γλώσσα γεννήθηκα μιλώντας
κι έτσι μόνο τους ανθρώπους γνώρισα, αγαπώντας
Δε με τρομάζουν πια οι μορφές των εκλιπόντων
μα με τσακίζουν οι λιποταξίες των απόντων
Θα βρω το νήμα , θα ψάξω τη γιατρειά
μια μετακόμιση ακόμα σε άλλη γειτονιά
μέσα στις κούτες χύμα οι αναμνήσεις
μες στο πατάρι, τίποτα μην αφήσεις
Δίχως τις λέξεις κάθε μέρα κι από λίγο να ξεχνάω
πόσο πολύ, πόσο παράλογα ακόμα σ’ αγαπάω
Σε Ανάστησα
Σε ανάστησα, τόσες φορές σε ανάστησα
στις ζεστές πτυχές μου σε κράτησα
στα χέρια μου σε ανάστησα
Τα δάχτυλά μου έγιναν διάφανα απ’ το φως
καθώς το θαύμα αναγεννιόταν
Ψυχή από την ψυχή μου σε ανάστησα
τόσες φορές…
Πόσες φορές, μου λες, πρέπει ακόμα να παλέψω ;
Πόσους θανάτους μικρούς μεγάλους να μετρήσω ;
Πόσοι δαίμονες ακόμα να φανούν;
Πόσες φορές το βήμα, το γέλιο, το κλάμα…
Σε ανάστησα, σε κράτησα και φεύγεις χελιδόνι
χείλη κλειστά, χέρια αδειανά
Σε ανάστησα και ακόμα σε ανασαίνω
στις φούχτες μου ζεστό το χνώτο
Μεσημέρια Κυριακής σε ηλιόλουστα σοκάκια
Βράδια του χειμώνα ανάλγητα, κι εσύ να φεύγεις…
πόσες φορές ψυχή απ’ την ψυχή μου εσύ
πόσες φορές…
“Eίμαι τρελλή να σε θυμάμαι με αυτό το βαλσάκι
πάει καιρός που δεν υπάρχει για μένα Ιθάκη…”
ΦθινόπωροΜου αρέσει το φθινόπωρο, κάποτε το ανέδειξα δικό μου
Τα κίτρινα φύλλα, η σκουριά στα δέντρα, οι ριπές
οι ριπές του ανέμου που γεννούν ανατριχίλα
ο ουρανός που σκοτεινιάζει, τα σύννεφα που κυοφορούν βροχή
και το νωπό το χώμα, μαλακό, βουλιάζουν τα παπούτσια
Οι μυρωδιές της σήψης σε υπνωτίζουν
και μαλακά σε ρίχνουν σε χαύνωση γλυκειά
Το φως, πότε χλωμό, πότε λαμπρό
Σε τίποτα δε μειώνει την κρυφή ανησυχία για το χειμώνα που έρχεται
Σε τίποτα δε μειώνει τη λιγωμάρα της ψυχής, γι αυτό που έχασες,
γι αυτό που πέθανε στα χέρια σου
Όποιος δεν το καταλαβαίνει απορεί
εγώ και οι φυλακισμένοι μόνο ξέρουμε
πόσο πολύτιμο είναι το κομμάτι του ουρανού,
αυτό που βλέπεις μέσα απ’ τις γρίλιες, μέσα από τα κάγκελα.
Περιπατούμε ενίοτε στις παρυφές του δάσους
Αρκεί αυτό για τους εν ενεργεία μύστες
Αρκεί αυτό για όσους ψέλναν ελεγείες στην περασμένη τους ζωή
Κι άλλοτε κάνουμε γύρους σε κλειστές αυλές
μικρά τα βηματάκια, σέρνοντας το ποδάρι με το σίδερο δεμένο
Κι άλλοτε μόνο το μικρό κομμάτι του ουρανού μέσα απ’ τις γρίλιες
Φθινόπωρο, φθίνουν οι οπώρες
Φθίνουν τα κύτταρα, κλείνουν προστατευτικά οι πόροι
Πρέπει να προφυλάσσεις και να κρατάς προσεχτικά στις φούχτες
ό,τι κυοφορείται για τους μελλοντικούς χειμώνες
Η Ενδέκατη Μωρή Παρθένα…
Ετοίμαζε το σπίτι με αγαλλίαση
έπλενε και συμμάζευε με προσμονή
έστρωνε τα κιλίμια με προσήλωση
και μέσα της η μελωδία αντηχούσε
“Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται, εν τω μέσω της νυκτός…”
Έτρεχε στα ρουμάνια με αγαλλίαση
μάζευε λουλουδάκια και καρπούς
να τα στολίσει, να μη λείψει τίποτα
και μέσα της η καρδιά της τραγουδούσε
“Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται, λαμπρού αστέρος εοικώς…”
Μα κάτι έλειπε και προφανώς
ο Νυμφίος δεν εφάνη…
Για την ενδέκατη μωρή παρθένα κανείς δεν έγραψε γραμμή
Θα ήταν φαίνεται πολύ μωρή, πολύ παρθένα
και δεν εχώρεσε ούτε σε τόση δα παραβολή
Ιχθείς
Φόρεσα την πανοπλία των λεπιών
μετέτρεψα τους πνεύμονες σε βράγχια
υποδύθηκα τη σοφία των ψαριών
του αχινού τα ζωντανά τα αγκάθια
Κι όλα αυτά για να καταδυθώ στο βάθος
το υδάτινο το λίκνο της κοιλιάς
Φοβήθηκα μην ξανακάνω λάθος
και ξαναπέσω στις φλόγες της φωτιάς
Μα η σοφία δεν κερδίζεται με φόβο
και η σιωπή ένα άλλο τείχος είναι
Ξεχνάμε εύκολα τον πρώτο μας το λόγο
που μας εξέθεσε στον πόνο και στο κρίναι
Τώρα δε θέλω -λέω- πανοπλία να φορώ
μισώ τα λέπια που το δέρμα μου καλύπτουν
με ηδονή και δέος πάλι προσχωρώ
σ’ αυτά που τα δάχτυλά μου ανακαλύπτουν
Φωτεινό Μετέωρο…
Φωτεινό μετέωρο
σκοτεινέ σηματοδότη
της ψυχής μου ανέρωτο
το κρασί που δίνει νιότη
έκανες κι ανάβλυσε
Κέντρισες με μιας την άρπα
και τ’ άστρα τα κρυμμένα
φωταγώγησαν τη στράτα
Κι η δροσιά σου στα φρυγμένα
χείλη μου κατέλυσε
Η ασημιά σου λάμψη ιριδίζει σιωπηλά
το θάνατό μου αναστέλλει έπ’ αόριστο
Θεριεύει πάλι η ελπίδα για γιατρειά
στο μακρινό πλανήτη τον εξόριστο
Όσο το χέρι Του Θεού είναι δυνατό
τόσο του Αδάμ νωχελές και αφημένο
Δεκάδες χρόνια θα σε περιμένω
ωσότου να βρεθούμε σε γη και ουρανό
ΙαχήΕίμαι η νύχτα
αστέρια στραγγίζω από το φως τους
και φεγγοβολώ
Είμαι η μέρα
δουλεύω και προσφέρω και αλυχτώ
και μέσα απ τις δονήσεις μου κερνώ
απ’ το κρασί που παράγω στο αμπέλι μου
Ευτυχισμένος όποιος δίπλα μου περνά
αν ήξερε πόση αγάπη κρύβω
πόση οδύνη, πόση προσφορά
Η κραυγή μου περήφανα πετιέται και βοά
Δεν είμαι ανίκανη
Δεν είμαι ανίκανη
Δεκάδες μίλια έτρεξα σε αγώνες
στη δύναμή μου πάλλονταν λαγόνες
κι απ’ τους μαστούς μου βύζαξαν αιώνες
σταγόνες του ιδρώτα σε στρατώνες
κι ας μη το ήξερα κι ας μη το μολογούσα
Και τώρα που ‘χω περάσει συμπληγάδες
και τώρα που στο διάβα μου σε βρίσκω
σου λέω, σου δηλώνω κι ας το ακούσεις
και αν μπορείς μονάχα να το νιώσεις
πάρε το βήμα, άγγιξέ με και μοιράσου με
Είμαι Γυναίκα είμαι Έρωτας και Γη
είμαι η Μάνα η δική σου κι η δική μου
‘Aκου με πάλι, πάρε τη σκυτάλη
Δεν είμαι ανίκανη
Είμαι και πάλι δυνατή
‘Aρτεμη, Εκάτη και Εκάβη
Ελένη, Αφροδίτη, Νιόβη κι Αθηνά
Ύμνους αν μου γράψεις θα το αξίζω
Σπονδή αν κάνεις θα την πιω
Το χώμα τούτο περιμένει τη βροχή του
Το πνεύμα τούτο περιμένει το φιλί του
Είναι μαγεία, είναι μέθεξη κι αιτία
είναι ύψιστη τιμή, σε προσκαλώ
Κι άμα μπορέσουμε, ποιος ξέρει,
ίσως μια μέρα βρούμε και το αιτιατό
Κι Ο Πίθηκος Το Δάχτυλο Κοιτούσε…
Το ξέρουμε
πως όλα είναι άχρηστα κι εφήμερα
Το ξέρουμε
πως όλα μοναδικά κι αιώνια είναι
Το ξέρουμε
δίχως κανείς να μας το πει
Κάθε στιγμή τα θαύματα μπροστά μας
Κάθε στιγμή ένα μωρό γεννιέται
και κάποιοι ταξιδεύουνε απέναντι,
απ’ τον Αχέροντα στο σκοτεινό τον ‘Αδη
Κάθε στιγμή ένα λουλούδι ανοίγει
κι ύστερα δένεται καρπός
Κάθε στιγμή ένας έρωτας χτυπιέται
κι ύστερα σέρνεται στη γη
Κάθε στιγμή το μάτι μας θα ‘πρεπε να θαμπώνει
Τι είναι αυτό που μονίμως μας στραβώνει;
Σχεδόν τυφλοί διανύουμε τη ζήση
Μα τίποτα τελικά δε θα εμποδίσει
όταν θα φτάσει η στιγμή
γονυπετείς, τρέμοντας και γυμνοί
αναφορά να δώσουμε εκεί
και σιωπηρά να αποτίσουμε τιμή.
Το Δίλημμα Του Δον Χουάν
Προσπάθησα και πόθησα
μια μοίρα να χαράξω
Μια αγάπη και μια εκκλησιά
σεπτά να προσκυνώ
Μία πατρίδα μοναχά
να έχω να λατρεύω
κι ένα μονάχα ορίζοντα
για πάντα ν’ αγναντεύω
Το πόθησα, το πάσχισα
μα πάντα μου διαφεύγει
και χάθηκα σε δαίδαλους
και σάστισα σε πάθη
Σε πένθη που δε γιάτρεψαν
τη δίψα μου ποτέ…
Μονάχος μου, εξόριστος,
κι ας είμαι βετεράνος
και στης αγάπης το φιλί
και στου πολέμου τη κλαγγή
Και τώρα πάλι δίλημμα
και τώρα πάλι μάχη
Όσα χρόνια κι αν πέρασαν
στο ίδιο το σκαλί!
Ό,τι κι αν λέει ο ποιητής,
ποιο θα ‘ναι το βραβείο
κανένας πριν το τέλος μας
δε θα μπορεί να πει
Μήνυμα Σε Μπουκάλι
Με τα στιχάκια να σε κρατήσω προσπαθώ
μα με γερνούν τα λόγια τα χαμένα
η σιωπή σου με βουλιάζει ολοένα
σε μαύρη θάλασσα ν’ αντέξω δε μπορώ
Ήσουν το φως μα σβήνεις όσο πάει
φάντασμα τριγυρνάς στου νου την πόρτα
αχ να σε ένιωθα και πάλι σαν και πρώτα
μα άσκοπα η καρδιά μου σπαρταράει
Είναι άχαρο κι απέλπιδο παιχνίδι
να κάνω πως δεν ξέρω πως σε χάνω
στα δάχτυλά μου τίποτα πια δεν πιάνω
αφού όλα δείχνουν πως έχεις κιόλας φύγει
Η ζωή δείχνει τους τρόπους είχες πει
ποτέ δεν ξέρεις το αύριο τι θα φέρει
μα δεν τολμώ ούτε ένα περιστέρι
να στείλω να σου δώσει μια ευχή
Μόνο μηνύματα μέσα σε μπουκάλι
γενικευμένοι κώδικες σε λέξεις τυλιγμένοι
δήθεν αδιάφοροι, κάπως μεταλλαγμένοι
μην τύχει και το καταλάβουνε οι άλλοι
Η Αγάπη Αργησε Μια ΜέραΗ αγάπη άργησε να ‘ρθει στο ραντεβού μια μέρα
ήταν να πάει Κυριακή μα έφτασε Δευτέρα
κι έτσι τα βρήκε όλα κλειστά, γήπεδα και πλατείες,
καφενεδάκια, μαγαζιά, θέατρα, πολιτείες
Οι φοινικιές της καρτ ποσταλ κιτρίνισαν και τούτες
πού ‘ναι τα λόγια που ‘λεγες, πού ‘ναι τα λόγια που ‘πες
Μόνο το αγέρι ακούγεται το κύμα να χτυπάει
Είναι κι αυτό παρηγοριά γιατί έτσι όπως σκάει
σκεπάζει της καρδούλας μου τον ύστερο το βρόντο
το σιγανό μουρμούρισμα και το δεμένο κόμπο
Μέσα σε στενοσόκακα σε ψάχνω απεγνωσμένα
κι ας είναι όλα πια κλειστά του φθινοπώρου τρένα
ορίστε, σ’ έρημους σταθμούς τι τάχα περιμένω
το ξέρω πως το τρένο σου είναι γι’ αλλού ταμένο
Στη χώρα του Ποτέ-Ποτέ ταξίδεψα ένα βράδυ
νόμιζα θα ‘βρισκα το φως μα ήταν άλλο σκοτάδι
κι αυτό που μίσεψε από ‘με ήτανε η σκιά σου
ποτέ μου εγώ δεν κούρσεψα το κάστρο της καρδιάς σου
Για αρραβώνες μυστικούς, ποτέ σου μη μιλήσεις
αν το κλειδάκι δε μπορείς στην πόρτα να γυρίσεις
Το κύμα σβήνει μαλακά τα ίχνη μας στην άμμο
ζήσαμε και δε ζήσαμε, τι τάχα παραπάνω
να πούμε, να προσμένουμε, δεν ξέρω πού να πάω
πάνε αιώνες κιόλας τρεις που σου ‘πα σ’ αγαπάω
Τα λόγια είναι περιττά, οι στίχοι της ορφάνιας
δεν είναι καν το τρόπαιο χαμένης περηφάνιας
Η αγάπη άργησε να ‘ρθει μόνο μια χιλιετία
το ξέρω, είναι άσκοπο να ψάχνω την αιτία
Πάλι τα σήμαντρα χτυπούν και ξέρω με καλούνε
το πρόσωπό σου δε θα δω κι οι μέρες που θα ‘ρθουνε
άλλες πια γεύσεις, μυρωδιές, κι αρώματα θα έχουν
και μη μου πεις ποτέ ξανά οι καρδιές πως δεν αντέχουν
Δε θα σε ξαναδώ ποτέ, καλό σου κατευόδιο
πάντοτε θα διαβάζω εγώ το μαγικό σου ζώδιο
Θα ζήσεις πιότερο από με, το ξέρω, το μαντεύω
μα τίποτε ούτε για ‘σε ίδιο θα ‘ναι πιστεύω
Αν έστω μόνο τόσο δα με είχες αγαπήσει
ίδια δε θα ‘ναι πια για σε ετούτη εδώ η ζήση
Στο πάνθεόν σου το κρυφό θα ‘μαι μια Μοναλίζα
με ζωντανό χαμόγελο, κι ας είμαι σε κορνίζα
Δεν Είναι Δυνατόν…
Δεν είναι δυνατόν ‘γω να μη θλίβομαι
σα σκέφτομαι πως μόνος τρέχεις
γυρνάς στο σπίτι και πάλι ολομόναχος
κι αναρωτιέμαι πως αντέχεις
Χαμογελάς σα βλέπεις τα παιδιά σου
πονάει η καρδιά σου μα επιμελώς το κρύβεις
Ξανά η νύχτα με τα άστρα στην ποδιά σου
κάποιους παλιούς καημούς αναγνωρίζεις
Ποιήματα, πεζά, πίνακες, τραγούδια
να μερικά από τα δεκανίκια για να βγεις
απ’ το αδιέξοδο «τα ίδια και τα ίδια»
ξανά τη ζήση μην απαρνηθείς
Και σε θυμάμαι φίλε, σαν και μένα
είσαι και συ καβούρι στα ρηχά
ψάχνεις τροφή να θρέψεις την καρδιά σου
που πόθησε μια μέρα να πλεύσει στ’ ανοιχτά
Μέσα στη νύχτα θα κοιμάσαι ίσως
ίσως και όχι, ίσως ξενυχτάς
μα πάλι μόνος δίχως να χορτάσεις
φιλί και χάδι και άρωμα αγκαλιάς.
Σε Ένα Σύγχρονο «Κούρο»
Καλώς τονα τον όμορφο, το μαρμαρένιο Κούρο
πιανιστικώς θα έφτανε ακόμα και το Σγούρο
– αν ήξερε να παίζει! –
Μα είναι βλέπεις άλυτα
προβλήματα πολύπλοκα επάνω στο τραπέζι
Ο Κούρος είναι δυνατός, μα είναι κολλημένος
και με κοιτάει ανήμπορος αφού ‘ν’ έτσι φτιαγμένος
τα χέρια πάνω στα γοφιά
κλεισμένα πάντα σε γροθιά
μ’ ένα μειδίαμα μικρό
ένα κρυμμένο μυστικό
στα χείλη σφραγισμένο
Ποια ρώμη αναδίπλωνε άραγε στα πεδία,
ποια λάμψη και ποια λεβεντιά έδειχνε στα θηρία;
Μα τώρα πέτρινος κοιτά, ακινητοποιημένος,
κι όσο κι αν έχει αρχοντιά
από τα χρόνια τα παλιά
έτσι μονάχα θα κοιτά, για πάντα ο καημένος.
Nύχτα Με Δέκατα
Aρχίζω πλέον να ‘χω μυστικά
πλείστα από σένα, μέσα στο συρτάρι
μες στο σεντούκι μου γράμματα παλιά
κιτρινισμένα,
κι άλλα πιο πρόσφατα,
μισοαρχινισμένα.
Είναι καιρός για σιγαλιά…
Σους, το φεγγάρι δες αρχίζει
τη βόλτα του απ’ τα αριστερά
μισή βαρκούλα ίπταται, αρμενίζει
Είμαστε λίγοι για να κλαίμε, δες
είμαστε Μέγας ο καθένας Κόσμος
ταξίδι μου αλαργινό, μισοταξιδεμένο,
ταμένο σ’ έναν άγνωστο Θεό
μισό εδώ, μισό στον θόλο του άυλου,
δες, πεθαίνω,
μα την αυγούλα πάλι εδώ,
μισό κορμί, μισή ψυχή, μισό κομμένο ρόδι.
Δεν βλέπεις το χαμόγελο, δεν πίνεις καν το δάκρυ,
γεύσεις, εικόνες ζωντανές, δε γεύεσαι, δε βλέπεις
να μην πονάμε, να μη νιώθουμε λοιπόν.
Καλύτερα έτσι
Πάλι ο αέρας φέρνει μυρωδιές,
άγνωστες κι όμως τόσο οικείες
Πού να ‘σαι τώρα δε ρωτώ
κι όμως αντέχω άλλη μια νύχτα να κοιτώ
το πρόσωπό σου πάνω στο στερέωμα
Σαν το φεγγάρι εσύ κοιτάζεις σοβαρά
όλα τα βλέπεις και τα καταλαβαίνεις
βαρύ το τάμα σου μα ελαφρύ το διάβα
Aραγε θα θελήσεις να ‘ρθεις, θα μπορέσεις;
Aραγε το κλειδί μου θα αντέξεις να γυρίσεις;
Κι αν δεν το βρεις; κι αν δεν θελήσεις; δεν αντέξεις;
Τι άνοστα ερωτήματα!
Η νύχτα μου γελά, κοντεύει η μέρα,
ξέρω, δεν ξέρω, ο γρίφος ξεγελά,
ένα παιχνίδι να περνά το νήμα μου πιο πέρα
(Πόσα απ’ τη Μεγκ σε με;
Πόσα απ’ τον Τομ σε σε;
Περίπου εμείς
Καθόλου εμείς
Περίπου περιθώριο
Ακροβατούμε κι ύστερα γλιστράμε
Εθελοντές έκπτωτοι της γιορτής
Δε χάσαμε, μονάχα ξαγρυπνάμε
Δε φταίω εγώ, τα δέκατα μιλάνε
και σου γυρίζουν μπούμερανγκ, ω Τάλε,
Καθόλου εγώ, μονάχα εγώ
Εσύ Απών, Εσύ Παρών
Ωσεί παρών…)
(Παραλήρημα… πειράζει;
Δες το κι αλλιώς και μη σε νοιάζει,
άνοιξη είναι, θα περάσει,
πάλι θα έρθει η λογική
το όνειρο να πιάσει απ’ το μαλλί
μα το πρωί συγνώμη θα ζητήσει
κι αυτό θριαμβευτής θα ξαναρχίσει…)
Λέγε Τί Σιγής Κρείττον ή Σιγήν Κράτει
Ας μιλήσει τώρα η σιωπή
η σιγή του πόνου
των κρυφών δακρύων
Ας κρατήσουμε τώρα σιγή
όσο κρατάει η ανάσα πριν βγει
στο “άραγε θα ‘ρθει;”
Η σιωπή είναι χρυσός
μα ο κρυφός θησαυρός
την καρδιά μου βαραίνει
Πώς μπορείς ν’ αγκαλιάσεις μια πνοή;
Πώς μπορείς ν’ αγαπήσεις μια φωνή;
Μα πώς μπορείς να πάψεις ν’ αγαπάς
τη ψυχή σου ξανά ν’ αρνηθείς;
Against all odds I love you
for what is worth I love you
Am I so stupid waiting a so little something
getting my arms empty
getting my desert soul
I have to go
please forgive me
please forget me
Ενύπνιο…
Τι όμορφα τα γυμνά σου στήθη απλωμένα
μια συστολή, μιαν αθωότητα που βγάζουν
στα όνειρά σου δαχτυλίδια αγοράζεις
στις αγορές της Δαμασκού και της Βαγδάτης
και σταφύλια δαγκώνεις του Λιβάνου
το άρωμά σου απαλά την κάμαρα ευωδιάζει
τόσο απλή, τόσο γεμάτη, τόσο παραμυθένια
στις μύτες πρέπει να πισωπατήσω
αυτή τη χάρη ποτέ να μην ξυπνήσω
τσακ -το τρίξιμο της πόρτας-
με ένα αχ θα αλλάξεις το πλευρό
για ένα λεπτό ακόμα κοντά σου θα σταθώ
το όνειρό σου να μη τσαλαπατήσω
Παραμύθι και ζωή πάντα ενωμένα
χιαστί, ζευγαρωτά, χέρι με χέρι
ένας πλανήτης που ακολουθεί
σοφά κι απεγνωσμένα
το δικό του φωτερό αστέρι
Έχω Ένα Σώμα…
Έχω ένα σώμα
που αντέχει ακόμα
Έχω δυο μάτια που σύννεφα κοιτούν
μπαμπακένια κάστρα, πόρτες πυργωτές
ποιές Πύλες ακόμα είναι κλειστές
Οι Τιτάνες έφυγαν και κρύφτηκαν
νικήθηκαν από τα λούτρινα ζωάκια
του μικρού που κρατάς στην αγκαλιά σου
-του παιδιού που επιζεί στα όνειρά σου-
Ένας μικρός Θεός με χαιρετά
μου κλείνει και το μάτι
κάνω πως δε ξέρω ποιο κλειδί κρατά
και πως με περγελά
κρύβοντάς το πίσω από την πλάτη
Ο καιρός περνά για κάποια κύτταρα παλιά
για κάποια είναι φρέσκος και νεόκοπος
κι αν για κάτι είναι πια αργά
για κάτι άλλο προχωράει απρόσκοπτος
Έχω ένα σώμα
που δονείται ακόμα
Ώριμο στάχυ και φλαμούρι Αμοργιανό
μαγιά το δέρμα μου μυρίζει
κι αν απ’ αυτά τίποτα δε σ’ αγγίζει
πάλι η αύρα σου σήματα θα πάρει
και θα ξυπνήσεις ξαφνικά
με δώρα περιστέρια
κατατιθέμενα πάνω στο μαξιλάρι
Έχω ένα σώμα
που μ’ εκδικείται ακόμα…
ΚαιΠάλιΚυνηγός…
( I’ m a hunter again… DIDO)
Με βλέπω πάλι κι απορώ:
πως σηκώνω το μπράτσο μου απαλά
και κάνει τόξο
Έξοχο έργο τέχνης!
Τεντώνω τα πόδια μου, τανυέμαι
ένα μυρμήγκιασμα απλώνεται παντού
Κάνω ένα βήμα κι ύστερα κι άλλο κι άλλο
Τι αγαλλίαση, τι θαύμα
κινητικής κι ισορροπίας!
Κρατς-κρατς τα φυλλαράκια
κάτω απ’ τις πατούσες μου
Σε λίγο όλοι θα το έχουν πάρει είδηση:
τέλος η μακριά χειμέρια νάρκη
Για δέκα χρόνια η αρκούδα έθρεψε τα παιδιά της
ζεστή κοιλιά στη σκοτεινή σπηλιά
Μα τώρα πάλι άνοιξη κι ύστερα καλοκαίρι…
Όμορφες οι ρίγες της βελουδένιας γούνας μου
Οσφραίνομαι -χείλη ανοιχτά, μουστάκια σ’ έκσταση-
κάτι σιγοτρέμει και γρυλίζει
είναι η δική μου μυρωδιά μα και των άλλων
Είμαι και πάλι κυνηγός
Από το λόφο απάνω ατενίζω τη σαβάνα
Εμείς οι τίγρεις είμαστε -λέει- ζώα μοναχικά
que peu m’ importe
είμαι και πάλι τίγρης
η δύναμη μέσα μου
κι εμπρός μου
η σαβάνα περιμένει
το κάλεσμα και την απόκρισή μου
Είμαι και πάλι κυνηγός
Συνηθίζονται…
Συνηθίζονται,
όλα στο τέλος συνηθίζονται
Να ξυπνάς το πρωί και να πονάς
σα να σ’ έχουνε δείρει όλη τη νύχτα
Να γέρνεις το βράδυ και να κλαις
τη συνήθη ώρα
του ανομολόγητου θρήνου
Η γκριζάδα της πόλης
η μαυρίλα της ψυχής
η ασχήμια της ζήσης
όλα στο τέλος συνηθίζονται
Το ανθρώπινο γένος έχει επιζήσει δεινοσαύρων
έχει επιζήσει κατακλυσμών
έχει επιζήσει αδελφοκτόνων πολέμων
Θα το αντέξουμε κι αυτό…
Μα ένα καρδιά μου δεν το ‘χω συνηθίσει
ούτε και συ, ούτε κανείς
Η απώλεια ακόμα πονάει
οι Πύλες της Εδέμ πάντα κλειστές
μα η νοσταλγία ζωντανή
Αυτό, ψυχή μου, δε συνηθίζεται…
Παραχαράκτης
Παραχαράκτης
μιας πορείας στρεβλής
ατέρμονης κυκλικής επιστροφής
Ζωή μου που δε σ’ έζησα
παρά απ’ τα παρασκήνια
Παραχαράκτης
του χάρτη του κορμιού σου
πόσα μονοπατάκια, πόσες κρυφές σκοτεινές γωνίες
Μ’ αρέσει να πιστεύω πως είμαι ο μόνος
ο πρώτος που σε πάτησα κρυφά
που κούρσεψα τις κορφές και τα λαγκάδια σου
Χρυσό το δέρας της Κολχίδος
Χρυσό και σιταρένιο το δέμας σου
Θα με θυμάσαι άμα φύγεις
Σοφά έχω βάλει τα σημάδια μου
Δεν είμαι καν Ιάσων
ένας φτωχός παραχαράκτης είμαι
Ο Στρατηγός Επιστρέφει…
Ο στρατηγός επιστρέφει απ’ τη μάχη
επιστρέφει από τον πόλεμο
επιστρέφει από το πέλαγο
Η Πάραλος έφτασε στην ώρα της
σωστά τα λάφυρα, μετρημένες οι απώλειες
Καλή η υποδοχή στο λιμάνι
λαμπρή η θυσία στο ναό
όλα καλά λοιπόν…
Τώρα στο σπίτι, οίκαδε
Πώς να ‘ναι η σοδειά
πώς να ‘ναι τα παιδιά
το ‘να μικρούλι τ’ άφησε, βύζαινε της μάνας…
ζει άραγε ο γέρο ταύρος του;
τόσο καιρό καλά ήτανε χωρίς αυτές τις έννοιες
Να θυμηθεί να γυαλίσει λίγο το θωράκιο…
όχι, αυτό είναι δουλειά του παραγιού…
Να φτιάξει έστω τις πτυχές, πως κουρελιάστηκαν όλα
τρεις εποχές ταξίδεψε, μα τώρα φαίνονται έτη
Ωχ, αύριο θα τα σκεφτεί, τώρα είναι κουρασμένος
τελείωσε ο πόλεμος
ήρθε ο καιρός της λήθης
Ας τελειώσει το μονοπάτι που σπίτι μας φέρνει
Ακόμα κι αν χαώδης η αγκαλιά της σπηλιάς
Είναι ένα κάποιο τέρμα, δεν είναι;
Je Te Parle De L’ Eternite
(Σου μιλώ για την αιωνιότητα)
Σου μιλώ…
Κάθε ώρα σου μιλώ
με λέξεις φεγγαρίσιες
και λέξεις γήινες
με λέξεις μισιακές
και λέξεις ονειρεμένες
Κάθε πρωί
και κάθε νύχτα
Μέσα απ’ τα μύχια φύλλα μου
κραυγάζω
μα χάνεται σαν ψίθυρος
όπως κυλάει στο τζάμι η βροχή
ένα απομεσήμερο φθινοπώρου Κυριακής
Αιωνιότητα είναι η κάθε μας στιγμή…
Δε Mένει Πια Εδώ…
Δε μένει πια εδώ
αυτός που κάποτε αναπαυόταν στη ποδιά μου
Έφυγε
εγκατέλειψε
άδεια την αγκαλιά μου
Τerra incognita από δω
terra interdiva από κει
έρημη χώρα
ελαφρώς λεηλατημένη
Βήματα σβήνουν
σκιές που χάνονται
Πού τάχα ν’ απιθώσω την καρδιά μου
πού θε ν’ αφήσω
τα αζήτητα φιλιά μου;
Γιατί ποτέ καμιά εξήγηση δε δόθηκε
και πρέπει ωστόσο να κάνω υπομονή
Εντάξει κουνελάκι μου
Εκεί που πήγες θα σε φάνε οι λύκοι
Εδώ που μένω θα με θάψει η σιωπή
Αχ να μπορούσα να ‘βλεπα το φως
εκείνο το απλό των πρώτων χρόνων
εκείνο το αγνό, το άγιο
το άγριο κρασί της Πρώτης Κοινωνίας
Η Σιωπή Σου Μου Μιλά…
Η σιωπή σου μου μιλά με χίλιους τρόπους.
Μου λέει αυτά που ψιθυρίζουν στο αφτί οι εραστές
μια νύχτα του χειμώνα στο βουνό
και δίπλα ακούγεται βαθιά η ανάσα των αμνών.
Μου λέει το σπαραχτικό τραγούδι των αστέρων
που στέλνουνε τη λάμψη τους έτη φωτός μακράν
ενώ τα ίδια τ’ άστρα έχουνε κιόλας σβήσει.
Μου λέει την απόγνωση μιας κρύας λαμπερής νυχτιάς.
Όλα μιλούνε κάτω από το κέλυφος.
Κι αν είχες το αφτί ν’ ακούσεις πιο βαθιά
θ’ άκουγες το βόμβο της ζωής που πνέει
άλλοτε τα λοίσθια κι άλλοτε τη σπαραχτική κραυγή της γέννας.
Μιλάει ακόμα και μια γλώσσα άγνωστη.
Ποιός είσαι αγαπημένε;
Πώς μιλάς;
Πώς κλαιν’ τα μάτια σου και πώς σωπαίνει η μιλιά σου;
Δεν είναι όλες οι σιωπές ευτυχισμένες,
δεν είναι το ζεστό χάδι του μετά.
Μα είναι μια εκκωφαντική σιωπή.
Μακάρι να ‘ξερα τους κώδικες να λύσω.
Τότε τα λόγια θα ‘τανε όντως άχρηστα.
Ένα σου βλέμμα θα ‘φτανε
ένα χαμόγελο κρυφό, γλυκό,
και τότε το περπάτημα στα κύματα
ήρεμος άθλος και περίπατος θα ήτανε.
Αχ να ‘χα της καρδιάς σου το κλειδί!
τότε οι σιωπές θα ‘ταν αγαπημένες.
Λατρεμένες.
Ελεγεία
Ποιά τείχη θα σε φιλοξενήσουν;
Ποιός γλύπτης θα σκαλίσει τη μορφή σου;
κι ύστερα από χρόνια
αποσβολωμένοι τουρίστες θα χάσκουν να κοιτούν
Ποιός άνεμος θα σε σκορπίσει;
Ποιός έρωτας θα σε ανεβάσει;
Ποιά χείλη θα σε πιούνε;
Ποιό στόμα θα σε τραγουδήσει;
Σε ποιά παραλία τα πόδια θα σε πάνε
γλυκά τα αλμυρό νερό να σε φιλήσει;
Ποιά χέρια θα σε αγγίξουνε;
Ποιά αγκαλιά ζεστά θα σε κρατήσει;
Ποιά πόλη, ποιά χώρα, ποιά εποχή θα σε διεκδικήσει;
Ποιό πρωινό, ποιό βράδυ, ποιά νυχτιά;
Λουλούδι εσύ της άνοιξης, αέναα ανοιχτό,
σκληρό κι απαλό, πνοή, ρομφαία,
‘Αγγελος, εξάγγελος, παράλογα αγνός
όσα κι αν ξέρω, τίποτα δεν είδα,
μόνο το πέρασμά σου ένιωσα κρυφά
κρυφή χαρά, πνιχτός λυγμός και φούσκωμα στα στήθια
Είναι πολύ, κι ας είναι λίγο μοναχά.
Θύλακας
Μες στο κουκούλι σου τυλίχτηκες.
Έσφιξες την κάπα,
έσφιξες τα δόντια,
έσφιξες την κούπα το ζεστό καφέ στα χέρια.
Έσφιξες την καρδιά σου.
Θύλακας μέσα στο σύνολο η μονάδα
Φύλακας ενός κρυμμένου μυστικού.
Ούτε να κλάψεις δεν μπορείς με τόση αγριάδα.
Εκτός κι αν δεις ανεμώνες να ανθίζουν
Εκτός κι αν τα κοτσύφια αφουγκραστείς
Εκτός κι αν κάτι άλλο ψυχανεμιστείς…
Πόσο σκοτάδι, πόση ερημιά μες στο κουκούλι,
παρόλαυτά παρηγοριά και βάλσαμο:
Έξω να μαίνεται ο βοριάς στο κρύο
μέσα να περιφέρονται οι ‘Αλλοι σα σκιές
πιο μέσα -ακόμα στο κουκούλι σου- Εσύ
Μ’ ένα βιβλίο, έναν καφέ και μια ελπίδα.
Θύλακας μέσα στο σύνολο η μονάδα
Φύλακας ενός κρυμμένου μυστικού.
Κατρακυλούν Οι Μέρες…
Κατρακυλούν οι μέρες
Αδηφάγες οι νύχτες
Μα το πρωί έχει ξεπλύνει τις πλάκες της αυλής μας
Κάθε πρωί…
Κάθε φιλί…
Που έδωσες ή που δεν έδωσες
Κάθε σκαλί
Πόσος κόπος η κάθε ανάσα!
Πόσο θάμπος η κάθε στιγμή!
Πόσο το θαύμα σε ένα κοριτσίστικο θρόϊσμα!
“Μ’ αγαπάς; Μ’ αγαπάς ακόμα;”
Πόσο το γέλιο σε ένα παιδί!
Ένα παχουλό χεράκι που παιδεύει ένα παιχνίδι
Ο αετός ζητά να πετάξει
Τραβά το σκοινί και χάνεται στα ουράνια
Θέλει δουλειά και κόπο η λευτεριά
Κατρακυλούν οι μέρες
Αδηφάγες οι νύχτες
Προμηθέας Δεσμώτης η ψυχή μας
Είμαστε ακόμα εδώ…
Καλημέρα!
Μπορείς Και Πιο Πέρα. Όταν πας πέρα από τα όρια του πόνου
ο πόνος δεν υπάρχει πια.
Όταν τον νιώσεις πέρα ως πέρα
τα κύτταρά σου αδειάζουν
και παύεις να πονάς.
Μπορείς και πιο πέρα.
Στα όνειρά μου περιπλανήθηκα
πέρασα απ’ την αγάπη
πέρασα απ’ τον έρωτα
πέρασα απ’ την άρνηση.
Είδα λουλούδια να γερνούν
ζωάκια να πεθαίνουν.
Είδα να φυτρώνει ένας σπόρος
σε μια σχισμάδα βράχου,
μια χούφτα χώμα, δυο μπουκιές.
Μια χούφτα χιόνι
άλιωτο κι αμόλυντο για μήνες.
Είδα πεδιάδες, είδα τον ήλιο να γερνά,
είδα το Τέλος.
Είδα χιλιάδες κορμιά
πεσμένα, άψυχα, παράξενα.
Ο θάνατος στα όνειρα σημαίνει αλλαγή.
Μη τη φοβάσαι.
Ο φόβος είναι αυτός που σε γερνά
που σε κρατά αιχμάλωτο.
Μη τη φοβάσαι.
‘Ασε τα μαλλιά σου να μακρύνουν
να γίνεις γέρος Τειρεσίας,
σοφός Ερμής και Αφροδίτη.
Να γίνεις γελαστό μωρό
‘Αχρηστος μάντης της ανθρώπινης βλακείας.
Ή κόψ’ τα.
Γίνε γυμνός δέκτης, άνοιξε τα μπράτσα
άνοιξε τα σκέλη, γίνε χι.
Γίνε ο άνθρωπος-σταυρός του Ντα Βίντσι.
Γίνε ο σταυρωμένος εαυτός σου
Ξαναγεννήσου.
Ετοιμάσου για το νέο πόνο
τον πόνο της γέννας
τον πόνο της πρώτης ανάσας
ξανά.
Γίνε ελεύθερος
Ξεκίνα.
Χαρούμενο, Απροσδόκητα
Υπάρχουνε παράξενα σημάδια
πότε ένα κόκκινο, πότε ένα φούξια,
πότε ένα μπλε, πότε ένα πράσινο
και στη καρδιά μου ανθίζει ουράνιο τόξο
To χελωνάκι το νεογέννητο
βρίσκει μονάχο του το δρόμο
τραβάει αμετάκλητα για θάλασσα
τι κι αν το φάει το μαύρο ψάρι
αμέσως μόλις μπει,
τι κι αν θα γίνει μαθουσάλας,
ο γέρο βούδας των θαλάσσιων χελωνών
Η ζωή τραβάει την ανηφόρα
κι ύστερα κοντοστέκεται να πιει ένα νερό
να πάρει ανάσα
να κρουσταλλιάσει στη δροσιά
κρυφά από το λιοπύρι
σα νιο κορίτσι να γελάσει και ν’ αστειευτεί
και να φλερτάρει
Υπάρχουνε παράξενα σημάδια
Αpres la pluie le beau temps*
και η καρδιά μου ανοίγει ουράνιο τόξο
On ouvre la fenetre
tu etais la
tu l’ es toujours
derierre le rideau
bonjour, toujours
toujours pour la premiere fois…**
* Μετά τη βροχή ο καλός καιρός
** Ανοίγουν το παράθυρο
ήσουν εκεί
πάντα είσαι
πίσω απ’ την κουρτίνα
καλημέρα, πάντα
πάντα για πρώτη φορά…
Τυχαία Συνάντηση Στο Δρόμο
Πέρασε δίπλα του, ξυστά. Μα μήτε που εστάθη
“Για δες“, εσυλλογίστηκε, “κι όμως την αγαπούσα.
Τώρα τα ξόμπλια κρέμονται, τούφες απ’ τα μαλλιά της
μικρούς θανάτους μαρτυρά η άδεια η ματιά της“.
Είπε και ματαγύρισε την πλάτη για να φύγει
Ήτανε γέρος -και λοιπόν;- μήπως αυτός εθίγη;
Η άλλη έφταιγε -πάντα οι άλλοι φταίνε!
Για τα στραβά, τα άδικα, τα δίκια και τα ίσια
θέλει δουλειά και λεβεντιά να ζεις παλικαρίσια.
Αν μια φορά δεν έστερξες, ζωή να πολεμήσεις
μήτε στο θάνατο κοντά δε θα τη κατακτήσεις.
Μικρές κουβέντες, μισιακές, τίποτα δεν ορίζεις
κι άμα περάσει από μπροστά, δεν την αναγνωρίζεις.
Του Κόσμου Τα Απογέματα…
Του κόσμου τ’ απογέματα είμαι γω
ανοίγουνε οι Πύλες του ουρανού
ανοίγουν οι δικές μου πύλες
το άρωμά μου αψύ
τα ύδατά μου χορταριάζουνε τις όχθες
ποιος θα αρνηθεί το κάλεσμά μου αυτό;
Του κόσμου τ’ απογέματα είμαι γω
είμαι εδώ όταν γυρνάς απ’ τη δουλειά σου
ένα φιλί; Μια ερώτηση απλή
γυρνάς τη πλάτη γερμένος στη φωλιά σου
Είμαι εδώ, μα είσαι αλλού, μέρα τη μέρα
πάρε τα λόγια, γίνε πιστός προσκυνητής
ενός ναού που κείτεται εδώ πέρα
στα πόδια σου τα πόδια μου ανοιχτά
μικρή σπονδή, μικρός βωμός, μεγάλη η θυσία
ενός Θεού που σώπασε και τον αυλό παράτησε
κοιμήθηκε και το όνομά του ξέχασε
Του κόσμου τ’ απογέματα είμαι γω
ξανά οι ίσκιοι θα μακρύνουν, θα κυλήσουν
μα ποιος τα ράμματα θα δέσει της μορφής μου
Του κόσμου οι σιωπές δεν θα καλύψουν
την οιμωγή της ανοιχτής πληγής μου
Του κόσμου τ’ απογέματα είναι δω
αυλές λουλουδιασμένες
βρέξιμο με το λάστιχο να κατακάτσει η σκόνη
βγαίνουν στο δρόμο να τα πουν γειτόνισσες αντάμα
μα εγώ με τα παντζούρια μου κλειστά
αναπολώ το γέλιο και το κλάμα
ξυπνάς και θέλεις τον καφέ σου
όλα ξεχνιούνται και ξανά
τ’ απογέματα περνάνε κι έρχεται το δείλι
το δείπνο, το απόδειπνο στου κόσμου το μαντήλι
σαν άρτος φυλαγμένος στοργικά
κανείς εδώ δεν θα φυλά σκοπιά
σαν έρθει η ώρα η σελήνη να ανατείλλει.
Το Σπίτι Αυτό…
Το σπίτι αυτό κανείς δεν θα το κατοικήσει
Είναι γεμάτο από φαντάσματα και θύμησες παλιές
Βήματα κι απόηχοι ακούγονται, φωνές και ψίθυροι
Μια γριούλα κάθεται στην κουνιστή καρέκλα
Ποιος ν’ αγαπήσει ένα σπίτι παλιό αν δεν αγαπήσει τους κατοίκους του;
Αν τρομάζει στο κάθε φάντασμα που προβάλλει απ’ τις γωνίες;
Ούτε “ενοικιάζεται” ούτε “πωλείται”
Το σπίτι αυτό θα παραμείνει στα αζήτητα.
“What Ιs Α Υouth?”
Τί είναι η νιότη
παρεκτός ένα βούισμα στ’ αφτιά
για τους γηραλέους που στέκονται σους καφενέδες;
Τί είναι η νιότη;
Ένα παιχνίδισμα τόσο σοβαρό
χειλάκια σουφρωμένα απ’ τη προσπάθεια
κι ύστερα ένα χαμόγελο ως τ’ αφτιά
«Σε νίκησα, μπαγάσα»
Παίζουνε μπάσκετ οι νεαροί
ιδρώτας, πείσμα, φούρκα αλλά και θρίαμβος
Στο χόρτο ένα κορίτσι παρακολουθεί
όλα τα αγόρια κι ύστερα μόνο ένα
Μετά θα ‘ρθει και θα καθίσει
ξέπνοο προσωρινά κι αυτό
στο χόρτο, πλάι της
Θα μείνουν ως αργά, όταν θα έχουν φύγει όλοι
ο έρωτας θα πλεχτεί
όπως το στεφανάκι από τα στάχυα τ’ άγρια
που ασυναίσθητα θα πλέκει κείνη, όλη την ώρα
Θα της χαρίσει ένα λουλούδι κι ένα χαμόγελο στραβό
δήθεν για να σκεπάσει τη γλυκιά αιδώ
Παράξενο: χρόνια πολλά μετά εκείνο θα θυμούνται
το πρώτο εκείνο το φιλί
με αγιόκλημα και καλοκαίρι μυρωμένο
Τί είναι η νιότη;
Παράξενο, η άνοιξη με πιάνει όλες τις εποχές
σαν άνθος που ανοίγει στη σιωπή,
γιατί κανείς μας δεν ακούει
τα αλληλούϊα των μικρών εντόμων
Ύστερα ξαφνικά χιλιάδες τύμπανα και μουσικές αέρινες
γεμίζουνε το μέσα και το έξω
Θέλουν να ξεχυθούν
κι εγώ ρουφάω απεγνωσμένα τη ζωή ως το μεδούλι
όπως το βρέφος το μαστό
Στο βάθος όλοι ξέρουμε
και προσκυνάμε σύγκορμοι, μ’ ένα πνιχτό λυγμό,
την Ήβη την αιώνια
και συγχωρούμε το Ρωμαίο που άργησε να ‘ρθει,
την Iουλιέτα που βιάστηκε να πιει φαρμάκι να πεθάνει
‘Αμα δεν ξέρεις να πεθαίνεις από αγάπη,
τότε προς τί ο έρωτας για τη ζωή;
Παραλλαγή
What is a youth
than children’s heart into a game
What is a game
than dream within a dream
and pulse against your chest
What is your “hi”
than a sound without an echo
your last song
your last private dance
your lost, long time ago, saints.
Ο Άνθρωπος Και Το Ξωτικό
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος. Ήταν πολύ καιρό μόνος και απογοητευμένος και συνήθως καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του κλεισμένος σπίτι. Μια μέρα όμως φόρεσε το παλτό του, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και ξεκίνησε σκυφτός να περπατάει, δίχως σκοπό.
Περπάτησε, περπάτησε, περπάτησε χωρίς ν’ ακούει τίποτα ούτε να κοιτάζει γύρω του. Περπάτησε πολύ κι όλο συνέχιζε. Σιγά-σιγά ξεπέρασε τα όρια της πόλης και βγήκε στη δημοσιά. Συνέχισε να περπατά ώσπου έφθασε σε ένα σύδενδρο. Συνέχισε λίγο ακόμα ώσπου βρήκε μια πέτρα και κάθισε να ξεκουραστεί. Ίσως να τον πήρε και λίγο ο ύπνος.
Ξαφνικά άκουσε κάτι χαρχαλέματα. Άμαθος όπως ήταν στη φύση όντας παιδί της πόλης, ανησύχησε. “Ίσως είναι κάποιο ζωάκι“, σκέφθηκε κι άνοιξε λίγο τα μάτια του. Κι αυτό που είδε τον έκανε να τιναχτεί ξαφνιασμένος: Λίγο πιο πέρα, δίπλα του σχεδόν, ήταν ένα πλάσμα μικρό και χαριτωμένο, με ξανθωπά τσουλούφια να πετάγονται από τα μυτερά αυτάκια του που ήταν ιδιαζόντως μεγάλα για το πρόσωπό του, με πρασινωπή φορεσιά και… φτερά στους ώμους. Μικρά φτερά, όχι μεγάλα όπως είχε δει στις εικόνες να έχουν οι άγγελοι.
Το πλάσμα κάτι έκανε. Ο άνθρωπος δεν ήξερε ακριβώς τι, αλλά του φαινόταν πολύ απασχολημένο να σκαλίζει ελαφρά κάτι με το ραβδάκι του. Μα τι ήταν; Τι του θύμιζε; Γιατί είχε την εντύπωση πως κάπου το είχε ξαναδεί. Αλλά πού; Κι εξάλλου αυτό ήταν αδύνατον. Και τότε το θυμήθηκε: Μικρός είχε δει ένα έργο με κινούμενα σχέδια, τον Πήτερ Παν. Τούτος εδώ ο μικρούλης ήταν ολόιδιος ο Πήτερ Παν, εκτός από τα φτερά, βεβαίως.
Ο άνθρωπος είχε καιρό να φάει κανονικά κι από ύπνο ούτε λόγος. Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, δεν ήξερε καν τι μέρα ήταν.
“Αρχίζω να τρελαίνομαι“, είπε μέσα του ήρεμα. Ήρεμα, γιατί δεν τον ένοιαζε τίποτα. Είχε παραιτηθεί εδώ και κάμποσο καιρό. Έτσι λοιπόν παρακολουθούσε με περιέργεια τον Πήτερ Παν να σκαλίζει τα θάμνα.
“Αν είναι να τρελαθώ, ας γίνει“, σκέφθηκε. “Δε βαριέσαι! ” Και κοίταζε ήρεμα μεν, αλλά με απροκάλυπτη περιέργεια το πλάσμα. Θαύμαζε το τι σκαρφίζεται ο νους κι αναρωτιόταν πού το πήγαινε και γιατί να διαλέξει ένα τέτοιο ον το υποσυνείδητό του για να του δείξει… τι άραγε;
Το ξωτικό σιγοτραγουδούσε. Είχε πάρει είδηση τον άνθρωπο φυσικά, αλλά δεν του έδινε σημασία. Είναι γνωστό εξάλλου ότι οι άνθρωποι δεν διακρίνουν τίποτα, δεν βλέπουν τα ξωτικά. Ήταν εξασφαλισμένη η ησυχία του. Τούτος εδώ σα να κοιμόταν κιόλας.
Ξαφνικά είχε την δυσάρεστη αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν. Σηκώνει το κεφάλι και βλέπει δυο μάτια να τον κοιτάζουν ζωηρά. Ο άνθρωπος ήταν ακίνητος, σαν κουβαριασμένος, αλλά τα μάτια του ήταν προσηλωμένα πάνω του, σα να τον σάρωναν απ’ άκρη σ’ άκρη.
-“Τι με κοιτάς, άνθρωπε; ” τον ρώτησε. Ο άνθρωπος αναπήδησε από έκπληξη. Το πλάσμα μιλούσε και μάλιστα φώναζε επιτακτικά και τσιριχτά. “Σαν ενοχλημένο”, σκέφθηκε. Δεν απάντησε. Τι να απαντήσει;
-“Σε ρώτησα κάτι”, ξανάπε το ξωτικό, “δεν ακούς; ”
-”Τί είσαι; ”, ψιθύρισε ο άνθρωπος. Η φωνή του σε αχρηστία τόσο καιρό, ακούστηκε σαν σκουριασμένη βίδα. “Από πότε έχω να μιλήσω σε άνθρωπο;” αναρωτήθηκε πικραμένα. “Αλλά μήπως και τώρα, σε άνθρωπο μιλάω;” Ξερόβηξε λιγάκι και προσπάθησε ξανά:
-“Τι είσαι; “
-“Ξωτικό φυσικά” απάντησε ανυπόμονα το ξωτικό, πριν προλάβει ο άλλος να ολοκληρώσει τη λέξη του. “Εσύ όμως πώς και με βλέπεις; “
-“Εεε…” έκανε αμήχανα ο άλλος. “Έκανες λίγο θόρυβο…“, συμπλήρωσε απολογητικά.
-“Σε ξύπνησα; ” ρώτησε το ξωτικό.
-“Εεε, μάλλον“, μουρμούρισε ο άνθρωπος. Αυτός δεν ήταν ενοχλημένος, μόνο απορημένος. Αλλά και πάλι όχι πολύ.
-“Έτσι εξηγείται! “, είπε με στόμφο το ξωτικό.
-“Τι εξηγείται; ” ρώτησε ο άνθρωπος.
-“Το ότι με βλέπεις. Κανονικά οι άνθρωποι δεν μας βλέπουν“, αισθάνθηκε την ανάγκη να εξηγήσει βλέποντας το ύφος του ανθρώπου. “Εδώ που τα λέμε, πολύ λίγα βλέπετε“, έκανε περιφρονητικά.
-“Τι δε βλέπουμε; “
-“Τίποτα, σου λέω“. Έκανε μια κίνηση κυκλική με το χέρι, κοιτάζοντας γύρω. “Τα πάντα. Ακούς τα σαλιγκάρια; ” ρώτησε επιθετικά.
-“Όχι…” μουρμούρισε ο άνθρωπος. Δεν του πέρασε απ’ το νου να διαμαρτυρηθεί ότι τα σαλιγκάρια δεν έχουν φωνή.
-“Τα κλαριά; “
-“Όχι… ναι, όταν τα σαλεύει ο άνεμος…”
-“Α, θαυμάσια! Και τι λένε; “
-“Πού θες να ξέρω; Μα τι με ρωτάς; “
-“Τα βλέπεις; ” αναφώνησε θριαμβευτικά το ξωτικό. “Τίποτα. Νούλα. Είστε νούλες! ” Και το πιάσανε τα γέλια.
Ο άνθρωπος δυσαρεστήθηκε. Άλλο να το λέει ο ίδιος, άλλο να του το πετάει ο σβόερας* στα μούτρα.
-“Άκου να σου πω...” άρχισε..
-“Τι; ” ρώτησε προκλητικά το ξωτικό. “Τίποτα δεν ξέρετε!“
-“Αυτό ξαναπές το“, μουρμούρισε ξανά ο άνθρωπος και σα να ξεφούσκωσε πάλι. “Αλλά για πες“, συνέχισε αμέσως μετά, “εσένα πώς σε ακούω και σε βλέπω; Μήπως είσαι μέσα στον ύπνο μου; Μήπως ονειρεύομαι;“
-“Χαχα“, γέλασε το ξωτικό. “Είσαι τελείως κουτεντές“.
-“Μα εσύ είπες προηγουμένως…”
-“Είπα πως επειδή κοιμόσουν και σε ξύπνησα, με ακούς. Μου το είχαν πει κάτι παππούδες, ότι συμβαίνει καμιά φορά σε ορισμένους ανθρώπους. Μήπως τελευταίως έχασες κάποιον; Πέθανε κάποιος δικός σου; “
Ο άνθρωπος έμεινε ασάλευτος. Αν είχε χάσει κάποιον δικό του…
-“Πέθανε κανείς; ” ξαναρώτησε, με επαγγελματικό ύφος το ξωτικό.
-“Όχι...” ψιθύρισε βραχνά ο άνθρωπος. “Δηλαδή“, συνέχισε καθαρίζοντας τη φωνή του, “κάθε μέρα πεθαίνουν…”
-“Εννοώ δικός σου, άνθρωπε!” αναφώνησε ανυπόμονα το ξωτικό.
-“Όχι ακριβώς… αλλά έχασα κάτι…κάποιον. Κάποια, ήθελα να πω“.
-“Γυναίκα; ” ρώτησε με ενδιαφέρον το ξωτικό.
-“Ναι…”
-“Τη γυναίκα σου; “
-“Όχι…”
-“Αδερφή; Ξαδέρφη; Μάνα;”
-“Όχι, όχι… Γυναίκα μου ήταν“, προσπάθησε να εξηγήσει, “αλλά δεν ήμασταν παντρεμένοι“.
-“Αγαπιόσασταν; “
-“Ναι… δηλαδή έτσι νόμιζα...” Η φωνή του ανθρώπου όλο και χαμήλωνε. Αλλά το ξωτικό άκουγε, -εδώ μπορούσε να ακούει τα σαλιγκάρια!
-“Πήγε με άλλον;” Το ξωτικό δεν είχε ίχνος λύπησης ή αποδοκιμασίας στη φωνή του.
-“Πήγε… ξαναγύρισε στον άντρα της“.
-“Αχά! ” φώναξε το ξωτικό.
-“Τι; ” ρώτησε αμυντικά ο άνθρωπος.
-“Έτσι εξηγείται!”, ξανάπε με ύφος πολύξερο το ξωτικό. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι άρχισε να σουλατσάρει κορδωμένο. “Κλασική περίπτωση συγκρουσιακού συνδρόμου“, πέταξε με ύφος.
Ο άνθρωπος έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
-“Μήπως εσείς τα ξωτικά σπουδάζετε σε σχολές ψυχολογίας;”, ρώτησε στο τέλος.
-“Χαχα, εμείς όλα τα σπουδάζουμε άμα θέλουμε“, κοκορεύτηκε το ξωτικό. “Αλλά όχι σε σχολές. Δεν τις χρειαζόμαστε. Είμαστε πιο έξυπνοι από σας, άνθρωπε!”
Ο άνθρωπος δε μίλησε. Τι να πει; Το ξωτικό του θύμιζε δυσάρεστα ένα από τα πρώην αφεντικά του. Κι έναν Γυμνασιάρχη που είχαν κάποτε στο σχολείο. “Αν είναι όλοι σαν αυτόν εδώ…” άρχισε να σκέφτεται.
Εκείνη τη στιγμή το ξιπασμένο, έτσι όπως στεκόταν ισορροπώντας στις φτέρνες του, ξαφνικά σα να παραπάτησε και παραλίγο να πέσει. Κατάφερε να το αποτρέψει, αλλά ήταν τόσο αστείο που ο άνθρωπος μετά βίας απέφυγε να γελάσει. Κι αυτό ήταν αξιοσημείωτο, αν σκεφτεί κανείς ότι είχε μήνες να σκάσει το χείλι του.
-“Λοιπόν; ” ρώτησε το ξωτικό.
-“Τι λοιπόν; “
-“Λοιπόν, αφού δεν ήταν γυναίκα σου η παντρεμένη και δεν πέθανε, γιατί είχες αυτό το… αυτή τη σύγκρουση; “
Εκείνη τη στιγμή φευγαλέα πέρασε από το νου του ανθρώπου ότι το ξωτικό του δεν ήταν και τόσο σπουδαγμένο, απλώς του άρεσε να κομπορρημονεί, Αλλά πολύ φευγαλέα, γιατί άλλο τον απασχολούσε.
-“Δεν καταλαβαίνεις…”
-“Και γιατί να μην καταλαβαίνω;”
-“Δεν ξέρω πώς το έχετε εσείς. Εμείς… εμείς … Εγώ είχα έρωτα με αυτή τη γυναίκα“!
-“Και λοιπόν;”
-“Ξέρεις τι είναι ο έρωτας;”
-“Όχι δεν ξέρω, εσένα περίμενα να μου πεις! “
-“Μη θυμώνεις… Απλώς… απλώς για μένα ήταν ολάκερη η ζωή μου. Της έδωσα τα πάντα, κατάλαβες; Τα πάντα… κι εκείνη… όλους τους όρκους μας, όλα μας τα όνειρα τα πρόδωσε, τα ποδοπάτησε…”
-“Φυσικό είναι“.
-“Πώς φυσικό δηλαδή;”
-“Μα ήταν παντρεμένη. Ήδη είχε απατήσει τον άντρα της“, είπε το ξωτικό ανασηκώνοντας τους ώμους.
-“Ναι… Αν ήξερες πώς με πονούσε αυτό…. Από την αρχή το φοβόμουν…”
-“Αχ, μα τότε τίποτα δεν χάρηκες, άνθρωπε! Τι στο καλό το ξεκίνησες;”
-“Ποτέ δεν είχα γνωρίσει κάποια σαν αυτή… ήταν μοναδική για μένα. Ξεχωριστή! “
-“Και μετά τί έγινε;”
-“Μετά; Μετά τίποτα. Ξαναγύρισε στον άντρα της. Δεν ξαναειδωθήκαμε“.
-“Πάει καιρός;”
-“Δυο χρόνια“.
-“Δυο χρόνια; Είσαι χαζός; Πόσα χρόνια ζείτε εσείς οι άνθρωποι“;
-“Καμιά εβδομηνταριά κατά μέσον όρο“.
-“Ελάχιστα! Και τον ξοδεύετε μυξοκλαίγοντας;”
Ο άνθρωπος δεν απάντησε αμέσως. Αισθανόταν ντροπή.
-“Την ξαναείδα“, είπε σιγανά μετά από λίγο.
-“Πότε;”
-“Πρόσφατα“.
-“Σου μίλησε;”
-”Όχι… δεν την είδα από κοντά. Στην τηλεόραση ήταν“.
-“Στην ποια;”
-“Άσε… κάτι δικά μας, ανθρώπων έργα. Είναι ένα μηχάνημα με μια οθόνη, σαν παράθυρο. Μπορείς να δεις εικόνες από μακριά, ή γεγονότα που έχουν ήδη συμβεί“.
-“Ωωω!” φώναξε εντυπωσιασμένο το ξωτικό. Αίφνης φαινόταν σαν παιδάκι. Προφανώς δεν είχαν τηλεόραση τα ξωτικά.
-“Και μπορείς τα δεις τα πάντα στην τηλεόραση;”, ρώτησε.
-“Όχι τα πάντα. Ό,τι αποφασίζουν οι άνθρωποι της τηλεόρασης. Ό,τι αφήνει κέρδος“.
-“Κι αυτή η κυρία άφηνε κέρδος;”
Ο άνθρωπος χασκογέλασε άκεφα.
-“Αυτή η κυρία ήταν σύζυγος ενός δημάρχου. Σε κάποια εκδήλωση του Δήμου όπου είχε παρευρεθεί, τραβήξανε φιλμ κι ήταν κι αυτή μέσα“.
-“Φιλμ;”
-“Ταινία. Πολλές εικόνες μαζί στη σειρά“.
-“Α, μάλιστα. Και;”
-“Και… ήταν σαν να την έχανα δεύτερη φορά“.
-“Γιατί;”
-“Γιατί… δεν ήταν όπως την ήξερα. Ήταν σα να ήταν μια άλλη. Ήταν μια άλλη“.
-“Ασχήμυνε; Γέρασε;”
-“Όχι δε γέρασε. Είναι όμορφη γυναίκα, αντικειμενικά. Αλλά ήταν τόσο στυλιζαρισμένη, έλεγε κάτι πομπώδεις γελοιότητες… ήταν… γελοία“.
-“Γελοία;”
-“Γελοία...”
-“Μα τότε σώθηκες άνθρωπε! Τι κάθεσαι και κλαις;”
-“Δεν σε καταλαβαίνω…”
-“Αν η πρώην αγαπημένη, αν το αντικείμενο του πόθου σου, όπως λένε οι ποιητάδες, που για σένα ήταν ψηλά, γίνεται γελοίο, πάει, σου φεύγει κι ο έρωτας. Γιατρεύεσαι!”
Ο άνθρωπος έμεινε σιωπηλός. Το ξωτικό έκανε μια κίνηση σαν να καθαρίζει τη σκόνη από τα χέρια του.
-“Πάπαλα σου λέω!”, ξεφώνισε χαρούμενα, όλο σιγουριά.
Στον άνθρωπο άρχισε να χαράζει ένα δειλό χαμόγελο. Ήταν το πρώτο, μετά από χρόνια.
-“Ίσως έχεις δίκιο “, παραδέχτηκε.
-“Φυσικά κι έχω δίκιο. Πάντα έχω!”, είπε με αυταρέσκεια.
Αλλά τον άνθρωπο δεν τον ενόχλησε. Είχε αρχίσει να τον κάνει χάζι…
-“Τι σου είχαν πει οι παππούδες; Για τους ανθρώπους που βλέπουν ξωτικά, εννοώ“.
-“Όπως σου είπα, συμβαίνει άμα ξυπνήσουν ξαφνικά κι άμα τους έχει συμβεί κάτι, είτε πολύ καλό είτε πολύ κακό. Ειδικά το δεύτερο. Οι συμφορές κλείνουν τα μάτια, αλλά ανοίγουν τη ψυχή “, είπε παραδόξως απλά, το ξωτικό.
-“Και μετά; Εξακολουθούν να σας βλέπουν;”
-“Ω ναι, μετά είναι αλαφροΐσκιωτοι“.
-“Και τι κάνουν; Έχει αυτό επίπτωση στη ζωή τους;”
-“Εξαρτάται. Συνήθως ναι“.
-“Δηλαδή;”
-“Μερικοί μένουν εδώ, μαζί με μας και τις νεράιδες. Καταλαβαίνεις, μετά μπορούν να δουν κι άλλα μαγικά πλάσματα“.
-“Έχει πολλά;”
-“Φυσικά. Από πού νομίζεις αντλούν τις ιστορίες τους οι παραμυθάδες και οι τροβαδούροι;”
-“Σοβαρά μιλάς;”
-“Ναι… όσοι γυρίζουν πίσω, στον κόσμο των ανθρώπων, έχουν πει ιστορίες που ευτυχώς οι υπόλοιποι δεν τις πιστεύουν, είναι κοντόφθαλμοι κι έτσι έχουμε κι εμείς την ησυχία μας“.
Ο άνθρωπος άκουγε σιωπηλός, χαμογελαστός.
-“Πώς σε λένε;”, ρώτησε μετά από λίγο.
-“Γκότλιμπ. Εσένα;”
-“Τόμας Μαν. Θέλεις να γίνουμε φίλοι;”
-“Δεν βλέπω πώς μπορούμε να το αποφύγουμε“, είπε γελαστά ο Γκότλιμπ.
Και κίνησαν μαζί για το δάσος…
* Σβόερας = ανήσυχος, δραστήριος, ζωηρός σα παιδί (Αργιθεατική διάλεκτος).
Τα Κλειδιά
Δεν ξέρεις πόσο βαραίνουν τα κλειδιά
πόσο τις φούχτες μου πληγώνουν
σε όποια τσέπη κι αν τα κρύψω την τρυπούν
και από μέσα γδέρνουν την ψυχή μου
Είναι και κόπος και βάρος περιττό
και δεν θυμάμαι πια τι αντιστοιχεί σε τι
Να ‘ναι η μικρή αποθηκούλα αριστερά;
Μήπως η αίθουσα με τα ταριχευμένα τα κρανία;
Μήπως και μπέρδεψα την αίθουσα διασκέψεων
μ’ εκείνη όπου βλέπαμε ταινία;
Μήπως και λάθεψα κάτι σοβαρά και κλειδωθώ
μέσα σε τούτο τον λαβύρινθο-οχυρό;
Κάποτε ήταν χαρά κι επίτευγμα
ήξερα πού το καθετί ταιριάζει
τούτο εδώ είν’ το κλειδάκι για τη γάμπα της
αυτό για το μικρό της δαχτυλάκι
αυτό για την μπουκλίτσα στα μαλλάκια της
αυτό για όταν θυμωμένη με κοιτάζει.
Κάποτε έβαζα ετικέτες με τα χρώματα
το ροζ για το παιδί, άλικο της αγάπης
γαλάζιο για τη σκέψη μας, κίτρινο της ζωής μας…
Πώς καταντήσανε όλα γκρι, μία θολούρα όλα
θραύσματα κι ανώνυμα σαν ορφανά ειδώλια
Κι εγώ από τη μια δέσμιος μιας άδειας ειρκτής
κατάντησα δεσμοφύλακας της ίδιας μου της ζωής
Τζόρτζιο Ντε Κίρικο: Το Αίνιγμα Του Πρωινού
Είδα Τα Φαντάσματα… :
Είδα τα φαντάσματα κι ήτανε μέρα μεσημέρι
κι ο ήλιος κατακόρυφος
και οι σκιές σκληρές.
Δεν είχα πού να κρυφτώ.
Και οι σκουριές στ’ ακινητοποιημένα τραίνα
να ζωγραφίζουν το δικό τους αίμα.
Εδώ ο φόνος γίνεται βουβά
και είναι ήδη αργά πριν καν αρχίσει…
Τους είδα, χόρευαν στην αχλή
και δεν φοβόνταν.
Άγνωστα μηχανήματα ενός άλλου αιώνα
αλφαδιασμένα τακτικά
κι εκείνοι άνετοι
σα να μιλούν στην αγορά
Με είδαν. Με αγνόησαν.
Δεν είχα πού να κρυφτώ.
Τους άκουγα
απόηχοι και ψίθυροι
σαν γέλια και πειράγματα.
«Πόσο πιο ζωντανοί!»
σκέφτηκα με ζήλια
και προχώρησα.
Αν θέλω να κρυφτώ πρέπει να ψάξω για σκιές πιο βολικές
να έχω μία δικαιολογία για το κρύο
και τούτη την ψυχρή την αποστέωση…
Κενό
Θα αδειάσω όλους τους φακέλους
Κενό
Θα σβήσω όλα τα μηνύματα
Κενό
Θα πετάξω όλα όσα δεν αντέχω
Κενό…
Θα βάψω άσπρους τους τοίχους στο δωμάτιο
Και θα πεθάνω στο λευκό κελί μου
Με Τη Σιωπή Απάντησες…
Και βέβαια μου απάντησες.
Με τη σιωπή σου απάντησες.
Η σιωπή, απ’ όπου κι αν ορμάει
απ’ όσους δρόμους κι αν περάσει,
σε ένα καταλήγει:
Δεν έχω τίποτα να πω.
Τίποτα να σου πω.
Το τίποτα αυτό
τόσο μικρό και τόσο μεγάλο
τόσο κενό και τόσο πυκνό
τόσο πνιγηρό
και τόσο ασφυκτικό
αυτό το τίποτα,
ένα ο, ένα ο, ένα ο
ένα στόμα ανοιχτό που δεν ακούγεται
βροντοφωνάζει, ωρύεται, γοά
είναι το τίποτα παντού και πουθενά.
———————————————————————————-
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Maintenant Je Sais
Quand j’étais gosse, haut comme trois pommes,
J’parlais bien fort pour être un homme
J’disais, je sais , je sais , je sais , je sais
C’était
l’début, c’était l’printemps
Mais quand j’ai eu mes 18 ans
J’ai dit, je sais , ça y est, cette fois je sais
Et aujourd’hui, les jours où je m’retourne
J’regarde la terre où j’ai quand même fait les 100 pas
Et je n’sais toujours pas comment elle tourne !
Vers 25 ans, j’savais tout : l’amour, les roses, la vie, les sous
Tiens oui l’amour ! J’en avais fait tout le tour !
Et heureusement, comme les copains, j’avais pas mangé tout mon pain
Au milieu de ma vie, j’ai encore appris
C’que j’ai appris, ça tient en trois, quatre mots
Le jour où quelqu’un vous aime, il fait très beau,
j’ peux pas mieux dire, il fait très beau!
C’est encore ce qui m’étonne dans la vie,
Moi qui suis à l’automne de ma vie
On oublie tant de soirs de tristesse
Mais jamais un matin de tendresse!
Toute ma jeunesse, j’ai voulu dire je sais
Seulement, plus je cherchais, et puis moins j’ savais
Il y a 60 coups qui ont sonné à l’horloge
Je suis encore à ma fenêtre,
je regarde, et j’m’interroge?
Maintenant je sais, je sais qu’on ne sait jamais!
La vie, l’amour, l’argent, les amis et les roses
On ne sait jamais le
bruit ni la couleur des choses
C’est tout c’que j’sais ! mais ça, j’le sais…!
Jean-Loup Danadie
Τώρα Ξέρω
Σαν ήμουνα μικρός, δυο σπιθαμές,
μιλούσα δυνατά να φαίνομαι άντρας
κι έλεγα ξέρω, ξέρω, ξέρω, ξέρω!
Ήταν η αρχή, ήταν η άνοιξη
μα όταν έγινα δεκαοχτώ είπα ξέρω,
επιτέλους, αυτή τη φορά ξέρω!
Και σήμερα, τις μέρες που επιστρέφω,
κοιτάζω τη γη όπου παρόλαυτά έκανα και κάποια βήματα
κι όμως δε ξέρω ακόμα πώς γυρίζει!
Στα εικοσπέντε τα ‘ξερα όλα:
τον έρωτα, τα ρόδα, τη ζωή, τα λεφτά…
Α ναι, βέβαια, τον έρωτα! Είχα κάνει όλο τον γύρο!
Ευτυχώς που όπως κι οι φίλοι μου δεν είχα φάει όλα μου τα ψωμιά
Στο μέσο της ζωής μου έμαθα πάλι κάτι
Αυτό που έμαθα χωρά σε δυο λόγια
“Τη μέρα που κάποιος σ’ αγαπά, κάνει λιακάδα!”
Δε μπορώ πιο πλέρια να το πω, έχει θαυμάσιο καιρό!
Αυτό που με εκπλήσσει στη ζωή
εμένα, που πια είμαι στο φθινόπωρο,
είναι πώς ξεχνάμε ολόκληρες νύχτες θλίψης
μα ποτέ ένα πρωινό τρυφερότητας!
Σ’ όλη τη νιότη μου ήθελα να λέω πως ξέρω
μόνο που, όσο πιο πολύ έψαχνα, τόσο λιγότερο ήξερα.
Τώρα πια που ‘χω καβατζάρει τα εξήντα
στέκομαι ακόμα στο παράθυρο, κοιτώ, αναρωτιέμαι…
Τώρα ξέρω, ξέρω πως ποτέ δε ξέρουμε!
Τη ζωή, τον έρωτα, το χρήμα, τους φίλους, τα ρόδα…
Ποτέ δεν ξέρουμε τον ήχο και το χρώμα των πραγμάτων
Αυτό είναι όλο κι όλο που ξέρω.
Αλλά τουλάχιστον το ξέρω!
Sur La Pointe Des Pieds
Il n’ y a plus rien qui reste
entre mes dix doigts
Une ombre qui s’ efface
Au centre
un bruit des pas
Il faut etouffer la voix qui monte trop
Celle qui gemissait et qui ne mourrait pas
Celle qui allait plus vite
C’est vous qui arretiez ce magnifique elan
L’espoir et mon orgueil
qui passaient dans le vent
Les feuilles sont tombees
pendant que les oiseaux comptaient
les gouttes d’ eau
Les lampes s’ eteignaient derriere les rideaux
Il ne faut pas aller trop vite
Crainte de tout casser en faisant trop de bruit
Pierre Reverdy “Sources Du Vent”
COLLECTION LITTERAIRE LAGARDE & MICHARD
Edition BORDAS (XXe siecle) 1973
Στις Μύτες Των Ποδιών
Τίποτα πια δεν μένει
όλα γλιστρούν μέσα απ’ τα δάχτυλά μου
Μια σκιά που σβήνει
Στο κέντρο
θόρυβος βημάτων
Πρέπει να πνίξουμε τη φωνή που παρανέβηκε ψηλά
Εκείνη που παλλόταν και δεν πέθαινε
Εκείνη που παραπήγαινε γρήγορα
Εσείς είστε που αναχαιτίζατε αυτή την υπέροχη φόρα
Την ελπίδα και την περηφάνεια μου
που περνούσανε στον άνεμο
Τα φύλλα έπεσαν
ενόσω τα πουλιά μετρούσαν
τις στάλες της βροχής
Τα φώτα σβήναν πίσω απ’ τις κουρτίνες
Δεν πρέπει να πηγαίνουμε πάρα πολύ γρήγορα
Από φόβο μήπως όλα σπάσουνε μ’ έναν ορυμαγδό.
Πιέρ Ρεβερντύ “Πηγές Του Ανέμου“
Il n’y a Pas d’ Amour Heureux
Rien n’est jamais acquis à l’homme Ni sa force
Ni sa faiblesse ni son coeur Et quand il croit
Ouvrir ses bras son ombre est celle d’une croix
Et quand il croit serrer son bonheur il le broie
Sa vie est un étrange et douloureux divorce
Il n’y a pas d’amour heureux
Sa vie Elle ressemble à ces soldats sans armes
Qu’on avait habillés pour un autre destin
A quoi peut leur servir de se lever matin
Eux qu’on retrouve au soir désoeuvrés incertains
Dites ces mots Ma vie Et retenez vos larmes
Il n’y a pas d’amour heureux
Mon bel amour mon cher amour ma déchirure
Je te porte dans moi comme un oiseau blessé
Et ceux-là sans savoir nous regardent passer
Répétant après moi les mots que j’ai tressés
Et qui pour tes grands yeux tout aussitôt moururent
Il n’y a pas d’amour heureux
Le temps d’apprendre à vivre il est déjà trop tard
Que pleurent dans la nuit nos coeurs à l’unisson
Ce qu’il faut de malheur pour la moindre chanson
Ce qu’il faut de regrets pour payer un frisson
Ce qu’il faut de sanglots pour un air de guitare
Il n’y a pas d’amour heureux
Il n’y a pas d’amour qui ne soit à douleur
Il n’y a pas d’amour dont on ne soit meurtri
Il n’y a pas d’amour dont on ne soit flétri
Et pas plus que de toi l’amour de la patrie
Il n’y a pas d’amour qui ne vive de pleurs
Il n’y a pas d’amour heureux
Mais c’est notre amour à tous les deux
Louis Aragon (La Diane Francaise, Seghers 1946)
Δεν Yπάρχει Eυτυχισμένη Aγάπη
Τίποτα και ποτέ δεν αποκτά στ’ αλήθεια ο άνθρωπος
Ούτε τη δύναμη ούτε την αδυναμία ούτε την καρδιά του
Κι όταν πιστεύει πως ανοίγει τα μπράτσα του
ο ίσκιος του σχηματίζει ένα σταυρό
Κι όταν πιστεύει ότι σφίγγει στα χέρια την ευτυχία του
τη σμπαραλιάζει σπάζοντάς την
Ένα παράξενο κι οδυνηρό διαζύγιο η ζωή του
Δεν υπάρχει ευτυχισμένη αγάπη
Η ζωή του μοιάζει με στρατιώτες δίχως όπλα
που τους είχαν ντύσει γι’ άλλο πεπρωμένο
Σε τι χρησιμεύει να σηκώνονται νωρίς
σ’ αυτούς που το βράδυ βρίσκει άπραγους, αβέβαιους
Πείτε αυτές τις λέξεις “Η ζωή μου” και συγκρατήστε τα δάκρυά σας
Δεν υπάρχει ευτυχισμένη αγάπη
Αγάπη μου, όμορφη, μονάκριβη αγάπη μου, πληγή μου
Σε κουβαλώ εντός μου σαν πουλί τραυματισμένο
Και τούτοι ‘δω μας βλέπουν να περνάμε και δεν ξέρουν
Λένε ξανά τα λόγια που για σένα είχα πλέξει
μα στα μεγάλα μάτια σου έχουν ήδη πεθάνει
Δεν υπάρχει ευτυχισμένη αγάπη
Ο καιρός για να μάθουμε να ζούμε έχει κιόλας περάσει
Κλαίνε τη νύχτα στην ένωσή τους οι καρδιές μας
Πόση δυστυχία θέλει και το πιο μικρό τραγούδι
Πόσες λύπες για να πληρώσεις ένα ρίγος
Πόσοι λυγμοί για μια πνοή κιθάρας
Δεν υπάρχει ευτυχισμένη αγάπη
Δεν υπάρχει αγάπη που να μην έχει πόνο
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε ματώνει
Δεν υπάρχει αγάπη που να μη σε εξουθενώνει
Και πιότερο κι από σένα, η αγάπη για την πατρίδα
Δεν υπάρχει αγάπη που να μην τρέφεται με δάκρυα
Δεν υπάρχει ευτυχισμένη αγάπη
Μα είναι η αγάπη μας, μόνο για μας τους δυο
Λουΐ Αραγκόν (La Diane Francaise, Seghers 1946)
——————————————————————————————-
ΠΕΖΑ
Ολιγόλεπτη Στάση…
Το τρένο της αιωνιότητας κάνει λίγες στάσεις. Ολιγόλεπτες. Ίσα για μερικό ανεφοδιασμό, ίσως να κατέβει ένας υπάλληλος και ν’ ανέβει άλλος. Δεν είναι λες κανονικοί σταθμοί, να ‘χεις προετοιμαστεί, να ‘χεις κατεβάσει τις βαλίτσες από τα ράφια, να ‘χεις φορέσει το παλτό σου και να ‘χεις στηθεί στο διάδρομο για την έξοδο. Καμιά φωνή στο μεγάφωνο δε σε προετοίμασε, κανένα σφύριγμα.
Οι επιβάτες συνήθως κοιμούνται κι αν γίνει δυστύχημα, λίγοι επιζήσαντες θα εξιστορήσουν με γουρλωμένα μάτια τον τρόμο που τους έκανε να πεταχτούν από τον ύπνο, οι υπόλοιποι απλώς θα συνεχίσουν το ταξίδι, αδιατάρακτα …έστω φαινομενικά.
Σ’ αυτές τις ολιγόλεπτες στάσεις, που δεν μοιάζουν καν στάσεις, καθώς ρολάρει ακόμα το τρένο, ακούς ακόμα ντούκου-ντουκ το βουητό, συμβαίνουν πράγματα παράξενα. Ένα παιδί ξυπνά και κουτουλά το κεφάλι στο τζάμι. Μα είναι ένα περιβάλλον που δεν ξέρει κι η περιέργεια θα το κάνει να παραμείνει σιωπηλό. Είναι προνόμιο σπάνιο και θριαμβευτικό να είσαι ξύπνιος όταν οι άλλοι δίπλα σου κοιμούνται.
Λίγοι ήχοι, θόρυβοι πνιχτοί. Ποιός κατεβαίνει; Ποιός σέρνει τι; Να ‘ναι τάχα κάτι σοβαρό ή μήπως απλά ο συνοδηγός θέλει ν’ αφήσει κάτι σ’ ένα ταχυδρόμο; Και ποιός θα κρίνει αν είναι σοβαρό; Μπορεί το ραβασάκι που βιαστικά αφήνει μια κοπέλα στα χέρια του συνεπιβάτη να το πάει στο χωριό, να ‘ναι όντως σοβαρό. Σε λίγες φράσεις κρύβεται καμιά φορά σπαραχτικά η αλήθεια μιας ζωής «Γύρισε πίσω. Σ’ αγαπώ». Ή «Φεύγω», απλά και κοφτερά. Ή ακόμα «Το γάλα είναι στο ψυγείο». Κανείς δε ξέρει τη σπουδαιότητα του κόσμου. Γι’ αυτό το τρένο κάνει αυτές τις στάσεις. Θέλει μερική αποσυμπίεση, αλλιώς θα σκάσει με τόσα που μεταφέρει στη κοιλιά του.
Στα δυο λεπτά που μεσολαβήσανε, παρθήκανε κατά καιρούς αποφάσεις καίριες. Ξέρετε σεις, τα μεγάλα “ναι” και τα μεγάλα “όχι“. Δε φάνηκε ποτέ αυτό. Ήταν μέρος μοναχά του ταξιδιού. Όπως οι φράσεις που λες για να περάσεις, «Με συγχωρείτε, θα κατεβείτε;», τέτοια. Αργότερα όμως, αργότερα. Αργότερα και σε στιγμές ανύποπτες έρχονται ξαφνικά οι εικόνες, οι οσμές, οι ήχοι και γυρεύουνε δικαίωση. Θυμάσαι τα μάτια της, δυο κόσμοι ανοιχτοί στο χάος. Σ’ είχε ρωτήσει τρέμοντας “Τί ώρα είναι;” κι εσύ απάντησες ευγενικά κι αδιάφορα. “Ευχαριστώ“, μουρμούρισε και χάθηκε. Μες στη νύχτα ξαφνικά τί γυρεύει η μορφή της; Και ξέρεις πια με βεβαιότητα ότι δεν ήθελε την ώρα, όχι. Κι εσύ θρίαμβε της βλακείας θεώρησες ότι έκανες το καθήκον σου. Και την έχασες. Ούτε το όνομά της δεν έμαθες ποτέ…
Θυμάμαι κι άλλα. Το τσιγγανάκι αίφνης που το κοροϊδεύανε τ’ άλλα παιδιά κι εκείνο έπεσε στη λάσπη. Ρίψασπις που στάθηκες! Θα ‘τανε δεν θα ‘τανε τεσσάρων, ίσως και λιγότερο. Σπάραζε στο κλάμα. Θα μπορούσες να πεις δυο λόγια στα μεγαλύτερα παιδιά, να τα μαλώσεις. Θα μπορούσες να το σηκώσεις από τη λάσπη και να το πάρεις αγκαλιά. Μια κουβεντούλα τρυφερή και να το παραδώσεις στο μεγάλο του αδέρφι που στεκόταν δίπλα του αμήχανο. Αλλά δεν ήταν στη δική σου γειτονιά! Δεν ήταν η δουλειά σου! Τι βολικές δικαιολογίες!
Στο τρένο φιληθήκαν βιαστικά. «Αντίο», είπαν. «Θα σε ξαναδώ». Και δε ξαναειδωθήκανε. Στο δευτερόλεπτο πριν κατέβει εκείνη, το διαιστάνθηκαν. Αλλά δε θέλησαν να το παραδεχτούνε. Το μπουφάν, τα γένεια του, είχανε τη μυρωδιά της. Αλλά τα ρούχα κάποτε πλένονται. Κι όσο για τα γένεια…
Χρόνια μετά, μερικές φορές το κουλούρι με σουσάμι έχει τη μυρωδιά του γράσου. Ήτανε το τρένο που ξαναξεκίναγε. Ντούκου-ντούκου-ντουκ κι αυτό ήταν. Ο μικρός άφησε το μισοφαγωμένο κουλούρι που του είχαν αγοράσει σ’ ένα κεντρικό σταθμό κι έγειρε το κεφάλι στο πλάι. Έτσι με τη μυρωδιά της μάνας του να τον καθησυχάζει, αποκοιμήθηκε…
Η Mικρή Γοργόνα & Η Αφασία
Όταν πρωτοάκουσα το παραμύθι της μικρής γοργόνας αποφάνθηκα ότι δε μου άρεσε. Χαζή ήταν, σκέφτηκα. Γιατί να μη μάθει ποτέ ο πρίγκιπας ότι εκείνη τον είχε σώσει από το ναυάγιο; Γιατί να δεχτεί έτσι παθητικά εκείνη, να παντρευτεί αυτός μιαν άλλη, επειδή αυτή η άλλη καρπώθηκε τη λανθασμένη ερμηνεία που έδωσε ο πρίγκιπας, ότι τάχα αυτή η άλλη τον είχε σώσει; Καμία δικαιοσύνη! Κι από τα παραμύθια, ειδικά όταν είμαστε μικροί, περιμένουμε απονομή δικαιοσύνης.
Βέβαια κι ο πρίγκιπας δικαιοσύνη πήγε να απονείμει, έλα όμως που έκανε λάθος εκτίμηση. Μήπως από αίσθημα ευγνωμοσύνης και μόνο δεν παντρεύτηκε αυτή την άλλη ο πρίγκιπας; Τότε ο έρωτας πού είναι; Όχι, δεν την αγάπησε τη γοργόνα ο πρίγκιπας, τη λυπήθηκε μόνο, γι’ αυτό και τη κράτησε στο παλάτι του να ζήσει εκεί η φτωχή μουγκή καλλονή. Δεν άξιζε την αγάπη της, αποφάνθηκα. Κρίμα κι αυτή απαρνήθηκε τον κόσμο της, την υπόστασή της, για χάρη του.
Όταν το ξανασκέφθηκα μεγάλη η ιδέα ακριβώς αυτή μ’ έκανε να αναθεωρήσω. Αχ, αυτή η δύναμη της αγάπης, που είναι ικανή για αυταπάρνηση, προκειμένου ο αγαπημένος να είναι καλά! Τι τραγικό, τι συγκινητικό παραμύθι! Απαράμιλλη διδαχή, εξ απαλών ονύχων!
Ωστόσο μόλις τώρα το ξανασκέφτομαι. Η έλλειψη λόγου στο παραμύθι αυτό ισοδυναμεί με έλλειψη επικοινωνίας. Ίσως να τα πήγαιναν καλά ο πρίγκιπας και η γοργόνα, ίσως να ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Αλλά, δεν επικοινωνούσαν! Κι η επικοινωνία είναι το παν σε μια σχέση, έτσι δεν είναι; Έκανε λάθος η γοργονίτσα μας. Πίστεψε ότι η δική της αγάπη ήταν αρκετή. Όχι, εγώ κάνω λάθος. Αυτό επέλεξε. Να ζει κοντά του, έστω και στη σκιά του. Να πονά κάθε μέρα που δεν είναι στην αγκαλιά του, που τον χαίρεται μια άλλη. Που βλέπει τα παιδιά του να γεννιούνται και να μεγαλώνουν δίπλα του. Που δεν υπάρχει πια επιστροφή για την ίδια, ο υγρός κόσμος της θάλασσας της είναι απαγορευμένος, μα και στη ξηρά δεν είναι παρά μια παρίας, ακόμα κι αν έμαθε να περπατά, ίσως και να χορεύει στα νεοαποκτηθέντα ποδαράκια της.
Η αφασία, το να μη μιλάς δηλαδή, χωρίζει τους ανθρώπους. Το τραγικό με τη γοργόνα είναι ότι ήθελε να μιλήσει, όμως δεν μπορούσε. Το τραγικό με τους ανθρώπους είναι ότι ξέρουν να μιλούν, όμως δεν το κάνουν. Το τραγικό με τη γοργόνα είναι ότι ήταν εν γνώσει της, επέλεξε να θυσιαστεί στο βωμό του έρωτά της. Το τραγικό με τους ανθρώπους είναι ότι δεν το επιλέγουν συνειδητά, απλώς εγκλωβίζονται στο να μην εκφράζονται. Τελικά παγιδεύονται. Πόσες ανούσιες κουβέντες κάνουμε, πόσες χαζομάρες λέμε και κάνουμε, μα την ουσία συχνά την χάνουμε, για χρόνια πολλές φορές, για μια ζωή μερικές άλλες.
Θέλει θάρρος αλλά και σοφία να μιλάς κι άλλη τόση να σωπαίνεις. Όμως ο λόγος, κατά τη γνώμη μου, έχει πάντα λόγο να γίνεται, αρκεί φυσικά να υπάρχουν αφτιά να τον ακούσουν.
Ο Άγγελος
Τον περιμέναμε τον άγγελο. Εντούτοις, όταν έφτασε όλοι μας κοντανασάναμε, μας ήρθε ξαφνικό. Εμείς, τα παιδιά, σταματήσαμε να παίζουμε στην πλατεία και μπήκαμε στην αυλή του Αγγέλου. Ήταν φίλος μας. Πριν λίγο καιρό ακόμα έπαιρνε μέρος κι αυτός στα θορυβώδη παιχνίδια μας. Κρυφτήκαμε κάτω από το παράθυρο του φτωχικού σπιτιού. Λοξοκοιτάζαμε κρυφά, και, πράγμα ασύλληπτο για μας, κάναμε μια παράξενη ησυχία.
Η μάνα είπε ένα αδύναμο «Μη!…» και τα μάτια της τα τόσο πονεμένα ξαναβούρκωσαν. Ο άγγελος χαμογέλασε με γλυκύτητα . «Πρέπει», είπε.
Η γυναίκα κατένευσε. «Λίγο ακόμα», παρακάλεσε. «Λίγο να τον ετοιμάσω, να τον πλύνω, να τον στολίσω…» Στην πραγματικότητα δεν είπε τόσα πολλά. Μίλησε με τα μάτια.
Ούτε ήταν ανάγκη να τον πλύνει, πιο καθαρό παιδί από τον ‘Aγγελο δεν υπήρχε. Μάλιστα, ένα παράξενο πράμα, όσο αρρώσταινε τόσο πιο καθαρός μου φαινότανε. Σαν να γινόταν λίγο αόρατος σιγά-σιγά, τα χεράκια του φεγγίζανε, τα δάχτυλά του ήταν σχεδόν διάφανα. Και μοσχομύριζε. Δεν κάνω πλάκα, ευωδίαζε σα μύρο, αλλά όχι βαριά, απαλά κι αέρινα. Το ξέρω, γιατί είχα πάει επίσκεψη με τη γιαγιά μου. Η γιαγιά μου ήταν η μόνη στο χωριό που δε φορούσε τσεμπέρι. Επίσης η μόνη που δε κουτσομπόλευε με τις γειτόνισσες. Καθώς πηγαίναμε, ήταν πολύ στεναχωρημένη. Μου είπε να καθίσω ήσυχος, να μην κάνω φασαρία. Θίχτηκα, μου μιλούσε λες και ήμουν κανένας μικρός, λες και δεν πήγαινα ήδη πρώτη δημοτικού. Όταν πήγαμε κάτσαμε λίγο. Ήταν λίγο σα να ήμαστε στην εκκλησία, σκοτεινά και δροσερά και ήσυχα. Όταν φύγαμε, η γιαγιά μου είχε ξαστερώσει. Έκλαψε λίγο, μα μου είπε: «Αυτό το παιδί θα πάει στον Παράδεισο». Το είπε τόσο ωραία, που σχεδόν ζήλεψα, ήθελα κι εγώ να πάω στον Παράδεισο. Όμως, παραδόξως, δεν είπα τίποτα. Γιατί κι εγώ, χωρίς να έχει γίνει τίποτα συνταρακτικό, ένιωθα ωραία και ησυχασμένος, όπως όταν ήθελα να κοιμηθώ και με παίρνανε αγκαλιά. Βέβαια τώρα μεγάλωσα και βάρυνα, μα πιο μικρός σαν ήμουν μου το κάνανε το χατηράκι.
Ο άγγελος πάλι κατένευσε. «Για λίγο» , σήμαινε το γνέψιμό του, όλοι το καταλάβαμε. Ξαφνικά ο πατέρας σηκώθηκε όρθιος. «Όχι!», είπε. Στύλωσε τα πόδια λίγο ανοιχτά, έσφιξε τις γροθιές του και κοίταξε τον άγγελο προκλητικά στα μάτια. «Όχι», είπε ξανά. «Σαράντη…» ψιθύρισε παρακλητικά η γυναίκα. «Μη…» Ο άντρας γύρισε προς το μέρος της. «Μα Θεανώ θα μας τον πάρει! Κι αυτόν! Δεν γίνεται, όχι!» Έτρεμε σύγκορμος. Στράφηκε προς τον άγγελο: «Όχι ακόμα!» είπε προστακτικά. Ο άγγελος χαμογέλασε λυπημένα. «Πάρε μένα» είπε πάλι ο άντρας.
Νομίζω ότι τον άγγελο τον βλέπαμε όλοι μας, αν και δεν είμαι σίγουρος. Δεν ξανάδα αγγέλους, αν και τότε μου φάνηκε απολύτως φυσιολογικό. Εγώ έβλεπα μια ωραία κοπέλα, κι όταν γεννήθηκε η κόρη μου, μου φάνηκε πως την ξανάδα. Η γυναίκα έβλεπε μια ψηλή ξανθιά φιγούρα του ελέους, με χρυσόλευκο χιτώνα και φτερά, σχεδόν αδύνατον να την αντικρίσεις με το βλέμμα, αλλά την έβλεπες κι αφού έκλεινες τα μάτια σου. Ο άντρας όμως έβλεπε έναν αντίπαλο. Τα μούσκουλα του αγγέλου διαγράφονταν καθαρά κάτω από το χιτώνα , έτσι του φαινόταν εκείνου. Δεν θα τον άφηνε να του πάρει το στερνοπούλι του, όχι δίχως μάχη τουλάχιστον. «Αν πάρω σένα», εξήγησε υπομονετικά ο άγγελος, «θ’ αφήσεις ορφανό αυτό το παιδί και χήρα τη γυναίκα. Μη του στερήσεις τη θέση που ήδη τον περιμένει. Έτσι κι αλλιώς, σε λίγο θα είσαστε μαζί»
Ανατριχιάσαμε όλοι. Την εποχή εκείνη -αλλά ούτε και σήμερα τολμώ να πω- δεν καταλαβαίναμε τόσο τις έννοιες «τώρα», «ύστερα», «σε δέκα χρόνια, σε πενήντα, σ’ εκατό» Αλλά βέβαια για τους αγγέλους η δική μας φθαρτή ζωή είναι απειροελάχιστη, σταγόνα στον ωκεανό.
Ο άντρας κοίταξε τη γυναίκα. Θυμήθηκε όλους τους αγώνες της, τις δύσκολες εγκυμοσύνες της , τις αποβολές της, τη βαθιά μα ανείπωτη λαχτάρα της, τη γέννα της όπου κόντεψε να πεθάνει η ίδια. Και τώρα αυτό… του φαινόταν ασύλληπτη αδικία, δε τη χωρούσε ο νους του. Κοίταξε το παιδί. Ήταν σα να μην ήτανε του κόσμου τούτου, του φάνηκε κιόλας ότι φωτιζόταν το προσωπάκι του… «Σαν άγγελος», συλλογίστηκε κι ανατρίχιασε ολόκληρος. Ξανακοίταξε τον άγγελο. Μετά ξανά τη γυναίκα. Ήταν σαν χυμένη η μορφή της, μα του έκανε σιωπηλά νόημα. Έσκυψε το κεφάλι, κρέμασε.
Ύστερα έγινε κάτι που δεν μπορώ να περιγράψω. Ο άγγελος έσκυψε και φίλησε απαλά το παιδί στο μέτωπο. Ύστερα έτεινε το χέρι, Σαν να τους ευλόγησε. Φως και ουράνια μουσική. Μπορεί και να τα φαντάστηκα. Δε θυμάμαι πώς πήγα σπίτι εκείνο το βράδυ.
Την άλλη μέρα μαθεύτηκε στο χωριό ότι πέθανε ο ‘Αγγελος. Εμείς τα παιδιά ήμασταν ασυνήθιστα σιωπηλά κι ήσυχα, μα λόγω της ημέρας κανείς δεν το πρόσεξε, θα το θεώρησαν φυσικό. Οι γονείς ήταν ήσυχοι, σα να ‘χε περάσει κάτι άγιο από τις μορφές τους και τις είχε εξαϋλώσει. Ύστερα το σχολείο τελείωσε και πήγαμε διακοπές στο χωριό των θείων μας που μας φιλοξενούσαν κάθε χρόνο. Αργήσαμε να επιστρέψουμε, οι γονείς μου είχαν κάτι δουλειές που μας καθυστέρησαν. Όταν τελικά γυρίσαμε το σχολείο είχε αρχίσει, και η μάνα του Αγγέλου είχε ήδη πεθάνει. «Δεν άντεξε η κακομοίρα», μας είπε η γιαγιά. Φορούσε μαύρα. Δεν παραξενεύτηκα. Ο πατέρας άντεξε λίγα χρόνια ακόμα, μα ήταν η σκιά του εαυτού του.
Σπάνια ξαναπαίξαμε στη γειτονιά του Αγγέλου. Μα κάθε φορά, μύριζα κείνο το άρωμα κι ήταν σα να είσαι σ’ εκκλησία, δροσερά, σιωπηλά και παρήγορα.
Η Μάγισσα της Ίσκας
Η δράση φέρνει αντίδραση. Γνωστό και μη εξαιρετέο. Αλλά κι η μη δράση φέρνει αντίδραση, όπως και μη αντίδραση. Όλα τα τα χωράει αυτή η γκλάβα, είμαστε πια τόσο προωθημένοι μερικοί του αιώνα που έφυγε…
Όποιος χώμα τρώει, λάσπη φτύνει… μόνο που οι γνώμες διίστανται αν αυτό είναι θετικό ή όχι…
Ο Πρωτομάστορας έφτυσε στις παλάμες Του, έπλασε από λάσπη τ’ ανθρωπάκια του και μετά κατ΄αλλους τα φύσηξε για να τους δώσει πνοή, κατ’ άλλους, βλάσφημους, τα έφτυσε είτε για να μην τα ματιάσει είτε από άλλη πρόθεση ορμώμενος. ‘Aγνωστο παραμένει αν ακόμα δίνει συγχαρητήρια στον Εαυτό του ή κάτι άλλο.
Αν είχα μεγαλώσει σε παρθεναγωγείο τέτοιες αμαρτωλές σκέψεις θα με βασάνιζαν σε βαθμό να έχω ανάγκη να τιμωρήσω σκληρά τον εαυτό μου. Αν δεν είχα μεγαλώσει εν μέρει σε παρθεναγωγείο τέτοιες σκέψεις ούτε που θα μου περνούσαν ποτέ από το νου. Μα θα έχανα σε ένταση και πλούτο συναισθημάτων πιστεύω.
Κάποτε μια γυναίκα ήταν εξαιρετική μαγείρισσα, γι’ αυτό ξακουστή και περιζήτητη όταν γινόταν τραπέζι σπίτι της. Όμως περισσότερο απ’ όλα φημιζόταν για το ψωμί της.
Μια μέρα μια νεαρή γυναίκα παραφύλαξε στο μαγειριό όπου κλεινόταν η μαγείρισσα να δει ποιο είναι το μυστικό της τόσης νοστιμιάς. Ο λόγος ήταν ότι ήθελε να κερδίσει ξανά τον άντρα της που είχε ξεμυαλιστεί από τα θέλγητρα της μαγείρισσας και όπου και να βρισκόταν άλλο δεν έκανε από το να επαινεί το ψωμί της. Με κατάπληξη και ολίγη αηδία διαπίστωσε ότι η μεγαλύτερη γυναίκα μάζεψε το σάλιο της κι έριξε μια γερή φτυσιά στη ζύμη της. Στη συνέχεια και κατά τη διάρκεια του ζυμώματος το επανέλαβε μερικές φορές, αλλά πιο απαλά και χτυπώντας ελαφρά τη ζύμη μέχρι να έρθει να γίνει λείο ζυμαράκι.
Μετά την πρώτη έκπληξη κι αποστροφή η νεαρή παρακολουθούσε με μεγαλύτερο ενδιαφέρον και κατέγραφε τα πάντα σχολαστικά στο νου της. Όταν η μεγαλύτερη γυναίκα, αφού σκέπασε κανονικά το ζυμάρι της και το άφησε κοντά στη φωτά σκεπασμένο να ανεβεί έφυγε από το μαγειριό της, η νεαρότερη βγήκε στα μουλωχτά από την κρυψώνα της όπου είχε πιαστεί τόσην ώρα. Προσεχτικά πλησίασε στην πήλινη γαβάθα και οσμίστηκε το ζυμάρι: μοσχοβολούσε ήδη το άτιμο!
“Μα τί τρώει άραγε αυτή η γυναίκα;” αναρωτήθηκε. Γιατί στο νου της είχε ήδη αρχίσει να σκέφτεται διάφορους συνδιασμούς διατροφής, που ενδεχομένως έδινε αυτό το εξαιρετικό άρωμα στο τελικά αποτέλεσμα Δεν τόλμησε να το αγγίξει, ήδη το δέος της παραήταν μεγάλο κι εξάλλου δεν ήταν στ’ αλήθεια κακός άνθρωπος, δεν ήθελε να χαλάσει τον κόπο της άλλης.
Επέστρεψε σπίτι της σκεφτική, μα δεν είπε λέξη σε κανένα. ‘Αρχισε όμως να επιδίδεται στην πρακτική αυτή. Την πρώτη φορά δε φάνηκε να προσέχει κανείς τίποτα, από το ψωμί όμως που έφτιαξε η ίδια δεν έμεινε ούτε ψιχουλάκι, έγινε ανάρπαστο! Ευχαριστημένη άρχισε να πειραματίζεται και σε λίγο διαπίστωσε ότι ανάλογα το τι είχε βάλλει στο στόμα της πριν, το ζυμάρι της έπαιρνε εκπληκτικές μυρωδιές και το ψωμί της είχε την ιδιότητα να ευφραίνει και να παρηγορεί. Ενθουσιασμένη αλλά και περίφοβη, άρχισε να προσέχει να μην ζυμώνει άμα η ίδια ήταν άρρωστη ή δυστυχισμένη, γιατί τότε το ψωμί της γινόταν πικρό κι όποιος το’ τρωγε αρρώσταινε.
Μα το εκπληκτικότερο απ’ όλα, αυτό που έκανε τη δική της καρδιά να πετά και το κορμί της να πάλλεται ήταν ότι ο άντρας της δεν είχε μάτια γι’ άλλη και μάλιστα όλο και παράταγε το καφενείο για να είναι κοντά της όσο πιο πολύ γινόταν.
Μια μέρα, καθώς πήγαινε προς την εκκλησία του χωριού είδε από απέναντι την άλλη γυναίκα, τη μαγείρισσα, να έρχεται. Όταν διασταυρώθηκαν τα βήματά τους, η άλλη της χαμογέλασε και σα να της έκλεισε το μάτι αδιόρατα. Η νεότερη τότε ένιωσε μια μεγάλη ανακούφιση. Κατάλαβε ότι η άλλη γυναίκα ήξερε το μυστικό της, ενδεχομένως μάλιστα να την είχε πάρει είδηση όταν εκείνη είχε παραφυλάξει, αλλά ότι δε θα έλεγε κουβέντα σε κανένα. Για πρώτη φορά μετά από μήνες ένιωσε λιγάκι να χαλαρώνει. Χάιδεψε ελαφρά την κοιλίτσα της που είχε αρχίσει ήδη να φουσκώνει κι αυτή σα ζυμαράκι, χαμογέλασε και συνέχισε το δρόμο της ανάλαφρα…
Σε λίγους μήνες θα είχε να ετοιμάσει κάτι καλύτερο ακόμα για τον άντρα της…