Magritte

Βιογραφικό

Ο Ρενέ Φρανσουά Ζισλέν Μαγκρίτ (René François Ghislain Magritte, 1898-1967, Surrealism), γεννήθηκε στις 21 Νοέμβρη 1898, στο Λεσέν, στο Βέλγιο. Ο πατέρας Λεοπόλντ του ήτανε ράφτης κι έμπορος. Είχε και 2 μικρότερα αδέλφια, τους Ρεημόντ και Πωλ. Η επιχείρηση δε πήγαινε καλά κι η οικογένεια έπρεπε να μετακινείται συχνά. Έχασε τη μητέρα του Ρετζίν νωρίς που τραγικά -αυτοκτόνησε γι’ ασαφείς λόγους, πέφτοντας στον ποταμό Sambre, ενώ ο μικρός Ρενέ ήταν μόνο 14 ετών. Το 1916-1918 φοίτησε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στις Βρυξέλλες. Έγινε σχεδιαστής ταπετσαριών κι εμπορικός καλλιτέχνης. Οι πρώτες εργασίες του ήταν επηρεασμένες από κυβισμό και φουτουρισμό (1918-20), κατόπιν εμπνεύστηκε από τους καθαρολόγους και τον Fernand Leger.

Συνέχισε ελάχιστα τις σπουδές του στο athenaeum της πόλης και διάβασε Stevenson, Poe, Maurice Leblanc και Gaston Leroux. Ο πατέρας του ‘χε δώσει φωτογραφική μηχανή Pathé, δημιουργεί μικρά φιλμ. Στη διάρκεια των διακοπών του με την οικογένεια του πατέρα του που διατηρεί ένα κατάστημα υποδημάτων στο Soignies, του αρέσει να παίζει με ένα μικρό κορίτσι σε ένα εγκαταλελειμμένο νεκροταφείο. Στην έκθεση του Charleroi, τον Αύγουστο του 1913 συνάντησε πάλι το 12χρονο κορίτσι, τη Georgette Berger, που ο πατέρας ήταν κρεοπώλης στο Marcinelle. Συναντιόντουσαν τακτικά στο δρόμο για το σχολείο, αλλά χαθήκανε στην αρχή του πολέμου του 1914-1918.
Το 1922 πάντρεύτηκε τη Georgette Berger, που αγαπούσε από 15 ετών κι από το 1920 την είχε μοντέλο του. Η εξοικείωση του με τον Ντε Κίρικο και τους ντανταϊστές, αποτέλεσε σημαντική καλλιτεχνική κρίσιμη καμπή για κείνον. Το 1925 ήρθε κοντά με ομάδα ντανταϊστών και συνεργάστηκε στα περιοδικά Aesophage και Marie, μαζί με τους: Mesens, Arp, Picabia, Schwitters, Tzara και Ray. Το 1926, φιλοτεχνώντας το “Xαμένο Tζόκεϋ”, 1η φορά χαρακτηρίζεται σουρρεαλιστής και δέχεται την επίθεση των κριτικών. Μετά απ’ αυτό καταφεύγει απογοητευμένος (1927) στο Παρίσι. Το 1927-30 έζησε στη Γαλλία και συμμετείχε στις δραστηριότητες των σουρρεαλιστών κι ειδικότερα με τους: Ernst, Dali, Breton κι Eluard. Εκεί διαμορφώνει το ιδίωμα Magritte της εννοιολογικής ζωγραφικής, που παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο τρόπος ζωγραφικής του, σκόπιμα ξερός κι ακαδημαϊκός, “γυάλισε υπό τη τεχνητήν έννοια”, με το ακριβές και καθαρό draughtsmanship που καταδεικνύει μια παράδοξη δυνατότητα ν’ απεικονιστεί αξιόπιστα, με μια πλασματική, αδιανόητη πραγματικότητα. Στα έργα του, τα μορφολογικά παρόμοια αντικείμενα που ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες, ανταλλάσσουν μερικές ιδιότητες ή ενώνουν ως υβρίδια, λάμψεις νύχτας και τοπίων κάτω από τον ουρανό. Καταδεικνύοντας τα προβλήματα της οπτικής αντίληψης και τις ψευδαισθήσεις των εικόνων, χρησιμοποίησε τα σύμβολα των καθρεφτών, των ματιών, των παραθύρων, των σταδίων, των κουρτινών και των εικόνων μες στις εικόνες.
Αγάπησε τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Πολλά από τα έργα ζωγραφικής του απεικονίζουν εντυπώσεις λογοτεχνίας, τις παραισθήσεις και τις φιλοσοφικές μεταφορές. Στη 10ετία του ’40, έκανε 2 προσπάθειες ν’ αλλάξει το ύφος του. Αλλά η αποκαλούμενη “vie-heureuse” ή “plein-soleil” περίοδος του, το 1945-47, όταν ζωγράφισε στο ύφος Renoir κι η “epoque vache” που ακολούθησε, το 1947-48 δεν αποδείχθηκαν αποτελεσματικές κι επέστρεψε ξανά στα προηγούμενα. Στη 10ετία του ’50 φιλοτέχνησε 2 κύκλους νωπογραφιών: τη “Σφαίρα Enchanted” για χαρτοπαικτική λέσχη (1953) και την “Ανίδεη Νεράιδα” (1957) για το Palais Des Beaux-Arts στο Charleroi. Αυτές οι μνημειακές συνθέσεις επαναλαμβάνουνe τα μοτίβα των προηγούμενων έργων του. Στο υπόλοιπο της ζωής του προσπάθησε να κάνει γλυπτά τους πίνακες, που αναπτύσσουν το θέμα του συσχετισμού των διανοητικών κι υλικών πραγματικοτήτων.

Ήταν αριστοτεχνικός ζωγράφος και υπήρξε μία από τις πιο ιδιότυπες και χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες του ευρωπαϊκού υπερρεαλισμού. Πρώην σχεδιαστής αφισών και διαφημίσεων, δημιούργησε πολύ εντυπωσιακά έργα, τοποθετώντας συχνά οικεία αντικείμενα σε ασυνήθιστα περιβάλλοντα. Πίστευε απόλυτα ότι το “μη πραγματικό είναι το κέλυφος του πραγματικού” και πάνω σε αυτή την πεποίθηση ύφανε τη ζωή και την τέχνη του. Αναζητούσε πάντα το παράξενο και το ασύνηθες, συνδυάζοντας απίθανα μεταξύ τους πράγματα τα οποία απέδιδε με ρεαλιστικό τρόπο. Έτσι στα έργα του μπορεί κανείς να δει ένα κλουβί και μέσα ένα αυγό ή ένα ποτήρι νερό πάνω σε μία ομπρέλα. Στους πίνακές του επιδίωκε να αποκαλύψει τις πολλαπλές όψεις της πραγματικότητας δημιουργώντας εξωπραγματική ατμόσφαιρα με την χρήση ονειρικών και υπερλογικών στοιχείων.

Στα έργα του συχνά παραθέτει συνηθισμένα αντικείμενα, ή κάποιο ασυνήθιστο πλαίσιο, δίνοντας νέες ερμηνείες σε γνωστά αντικείμενα. Η χρήση αντικειμένων διαφορετικά απ’ ό,τι φαίνονται, είναι χαρακτηριστική στο έργο του Η προδοσία των εικόνων (La trahison des images), όπου μία πίπα καπνιστή παρουσιάζεται σαν μοντέλο για διαφήμιση μαγαζιού εμπορίας καπνού. Κάτω από την πίπα ο Μαγκρίτ έγραψε την φράση «Αυτό δεν είναι μία πίπα» («Ceci n’est pas une pipe»), που μοιάζει με οξύμωρο, αλλά σημαίνει πως η ζωγραφιά δεν είναι αυτό που φαίνεται. Στο βιβλίο του Αυτό δεν είναι μία πίπα, ο Γάλλος κριτικός Μισέλ Φουκώ αναλύει την ζωγραφική του πίνακα του Μαγκρίτ και αυτό το παράδοξο.
Η τέχνη του δείχνει ένα πιο αντιπροσωπευτικό ύφος του υπερρεαλισμού σε σύγκριση με το «αυτόματο» ύφος που συναντάται σε έργα καλλιτεχνών όπως ο Χουάν Μιρό. Εκτός από φανταστικά στοιχεία, το έργο του είναι συχνά πνευματώδες και διασκεδαστικό. Επίσης ζωγράφισε μια σειρά υπερρεαλιστικής εκδοχής άλλων γνωστών πινάκων.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ περιέγραψε τα έργα του λέγοντας:

Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι -προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: ‘Τι σημαίνει αυτό;’ Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι -είναι απλώς άγνωστο“.

Είχε κοινές πολιτικές απόψεις με τα περισσότερα μέλη του υπερρεαλιστικού κινήματος, αφού δήλωνε κομμουνιστής. Το 1929 εντάχτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βελγίου, από το οποίο αποχώρησε μετά από μόλις λίγους μήνες. Είχε ενταχθεί και αποχωρήσει από το κομμουνιστικό κόμμα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του, λόγω διαφωνιών σχετικά με τις κομματικές αφίσες. Υπήρξε επίσης αγνωστικιστής μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πέθανε από καρκίνο 69 ετών, στις 15 Αυγούστου 1967, στις Βρυξέλλες.

===================================

To Παλάτι Των Αναμνήσεων

Νεαρό Κορίτσι Τρώει Με Βουλιμία Ένα Πουλί

Αυτή Η Πίπα Δεν Είναι Δικιά Μου

Δύο Εραστές

Η Αυτοκρατορία Του Φωτός

Ο Κρυφός Παίκτης

Χωρίς Τίτλο

Το Κόκκινο Μοντέλο

Στο Κατώφλι Της Ελευθερίας

Ο Απειλητικός Δολοφόνος

Μέρα & Νύχτα

Η Θέα Από Το Σχολείο Liebenau

Δυναμική Αναπαραγωγή

Εκλεκτικές Συγγένειες

Ο Ντέντο Μπάμπο

Επικίνδυνες Διασυνδέσεις

Προσπαθώντας Να Πετύχω Το Αδύνατο

Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *