Βιογραφικό

Ο Γιώργος Κόκκινος ξεκίνησε τη συγγραφική του δραστηριότητα το 2004 κι έκτοτε συνεχίζει να γράφει αποσπασματικά, στιχουργήματα αποκλειστικά στο διαδίκτυο ως διαδικτυακός εραστής της τέχνης. Είναι μέλος της ΠΕΛ από το 2007 κι έχει στο ενεργητικό του το Γ’ Βραβείο Ποίησης του διαγωνισμού της ΠΕΛ για το έτος 2006.
Γεννήθηκε στη Κηφισιά Αττικής, Σεπτέμβρη του 1977 και ζει ακόμα στην Αθήνα, έχοντας επιπλέον στο ενεργητικό του δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά -έντυπα και του διαδικτύου- (Περί-Γραφής, Εξιτήριον, Ποιείν, Βακχικόν, Λογοτεχνικά Επίκαιρα, Πνευματική Ζωή, Νέα Αριάδνη, Συμπαντικές Διαδρομές, MusicHeaven, apostaktirio και στο pontokomicomblogspot) καθώς και συμμετοχές σε επετειακά-ετήσια ημερολόγια κι ανθολογίες ποίησης (Μενεξέδες Eφήμερη Oμορφιά Κηφισιά 2009, Κι Eγώ Θα Σ’ Αγαπάω Κάθε Μέρα. Δεκέμβρης 2007 Εμπειρία Εκδοτική, Τα Λουλούδια Της Ψυχής Μας, Έκδοση stixoi, 2006).
Συμμετέχει ως συντάκτης στο eBooks4Greeks, από τον Αύγουστο του 2018, ενώ σε αυτό, στο openbook, στο free-ebooks και στο Τwirpx, έχουν αναρτηθεί τμηματικά από τον Αύγουστο του 2018 τα ηλεκτρονικά του βιβλία : Φυγείν Εστί, Τα Λυρικά, Πρότερον Θνητοί, Πρότερον Θνητοί – (μετεγγραμμένα σε γραφή Μπράιγ -κι εύγε γι’ αυτό Π.Χ.) και Κατηγορώ. Τέλος, διατηρεί και το μπλογκ: Πορφυράδα, καθώς και σελίδα στο Facebook, με τίτλο: Συμβατός Δότης Συναισθημάτων, όπου κι εκεί ενημερώνει τακτιικά για δουλειές του αλλά και άλλων που του αρέσουνε.
Στο Στέκι φιλοξενείται κι εδώ: Γιώργος Κόκκινος========================
VIΙ: Ποιήματα (Τα Ανένταχτα)
Αυτοσχέδιο
Τα δόντια μας μια κίτρινη απόχρωση έχουν πάρει
-θαρρώ και η ψυχή μας-
κι αν έστεκε άσπρη και αμόλυντη, κιτρίνισε
γεράσαμε με κάτι χρόνια να μας κάθονται στην πλάτη
και κάποιες λέξεις ζόρικες στο σβέρκο μας να φαίνονται
ταμπέλες, μιας περίεργης αγάπης
γεράσαμε με κάτι σκέψεις να γυρίζουν στο κεφάλι
και κάποιες άμορφες ιδέες να ζαλίζουνε τη σκέψη μας
μα νιώθω πως δεν πέρασε ούτε μέρα
κι άλλοτε πάλι ξεψυχώ, μετρώντας χρόνια ένα-ένα
τόσα που λέω να σταματήσω…
μακρύναν τα μαλλιά μας
τόσο που λέω να τα κόψω, να μη χύνονται στο σώμα σου
κουράστηκα να περιμένω κι όμως ήρθες
ήρθες, την πόρτα διάπλατα ανοίγοντας και κάθισες
κι ας γνώριζες όλα πως ήταν ένα λάθος, μα περπάτησες
κι ωστόσο δεν μπορείς να ξαναφύγεις
και τί να λέει αν σφιχτά κρατώ το χέρι σου;
πιο δυνατά μας έχουν δέσει οι αιτίες
– χρόνια μελαγχολία και θλίψη μες τα μάτια σου –
εμείς το αποτέλεσμα κι εκείνες συμφορά
που δεν ξεπλένονται από πάνω μας οι μνήμες
ανάγκη γίνεται η αγάπη κι υπάρχει ανάγκη ν’ αγαπά
κι αυτό σε δένει πιο σφιχτά μες την καρδιά μου
έχω ανάγκη από σένα μα φοβάμαι την κατάληξη
να πολεμάω τις αιτίες που οδηγούν στην μοναξιά
ανάγκη γίνεται η αγάπη κι υπάρχει ανάγκη ν’ αγαπά
κι αυτό τη δένει πιο σφιχτά μες την καρδιά μου…
07-10-2009
Και Τώρα…;
Ένα σκαλί πριν να σου πω “Αντίο”
και πριν στερνά σε χαιρετίσω
μια ώρα που θα κοιτάζω τα μάτια σου
κι ο αγέρας θα τραμπαλίζει, τα μπλεγμένα μαλλιά σου
δεν έφταιξα μόνο εγώ
αλλά κι οι δύο
ίσως γιατί το γρήγορο της ώρας, πέρασε
όπως θα πέρναγε ένα τραίνο απ’ το κατώφλι σου
δίχως ποτέ να σταματήσει να σε πάρει
και δε σε πήρα, ούτε σε γνώρισα
ούτε ξαπόστασα, μήτε περίμενα
πως θα ‘ταν έτσι η πρώτη αρχή στην κατηφόρα
τώρα η ζωή κατρακυλάει, σε παρασέρνει
τις αναμνήσεις σου διαγράφει απ’ τη μνήμη
-σώπα-
να μην ακούς τι λέει ο κουρασμένος επιβάτης
ούτε κι ο δύστυχος ζητιάνος
που ναυάγησε, στο πρώτο σκαλοπάτι σου
“Ζωή”, έτσι ειν’ τα πρώτα καρδιοχτύπια
κι οι παιδικοί μας έρωτες, αρρώστιες
που δε γιατρεύονται ποτέ κι ούτε πονάνε
μονάχα σφάζουν τις πληγές που μας πληγώσανε
εμείς εκεί
είμαστε μέτοχοι στο πανηγύρι του έρωτα
και ψάχνουμε φτηνές δικαιολογίες να τον πιούμε…
-φτάνει-
εγώ ζωγράφισα τα μεσιανά κατάρτια σου
κι εσύ ένα πλοίο
που μπαρκάρισε για άγνωστο λιμάνι
τώρα, να μη ζητάς συγνώμες κι υποσχέσεις
πρωί-πρωί θα ανεβάσω άγκυρα να ταξιδέψω
και τις φτωχές, τις ορφανές ιδέες μου θα δέσω
να μην τις κλέψουν οι επόμενοι σουλτάνοι
γιατί μπορεί να έκαμα το λάθος να σ’ αγγίξω
μα τα θολά σου μάτια, δε θα βλέπω αν με κοιτούνε
-άρα-
φτάσαμε εδώ που τα πουλιά αργοπατούνε
που αργοπεθαίνουν τα λουλούδια
εδώ που φτάσαμε ειν’ το τέρμα
κι άλλος πια δρόμος, να βρεθούμε
δε χαράχτηκε…
06-07-2007
Μαρία
Λοιπόν μη διαμαρτύρεσαι
εσύ επέλεξες να κλείσεις τις οδούς της επικοινωνίας
ανάμεσά μας φρούρια
να πάρεις μια νυχτιά το δρόμο της φυγής
να κλείσεις και τα μάτια
να μην ακούς καμιά απ’ τις τελευταίες μου λέξεις
ακόμα βγαίνει απ’ τα χείλη μου η αγάπη
μα εσύ, μια κέρινη κούκλα, δε τη νιώθεις
κι ο έρωτας, πουλί, που πια δε φτερουγίζει
γιατί κοκάλωσες, τι να ‘χεις πάθει;
δύναμη δεν έχω πια στα χείλη, μόνο για τ’ όνομά σου
η Μαρία μου, η Μαρία μου
Μαρία μου, Μαρία μου
Μαρία, Μαρία, Μαρία, Μα ..
κι άλλο κουράγιο δεν υπάρχει
κι αντί να φέρεις το αθάνατο νερό
στον πεθαμένο έρωτά σου, κοίτα
ήπιες τ’ αμίλητο νερό και δεν προφέρεις λέξη
κι ούτε ένας φθόγγος δε γεννιέται απ’ τη μιλιά σου
που να ‘σαι τώρα αγαπημένη;
σε ποια βιτρίνα, οι θνητοί, να ακουμπούν τα υπάρχοντά σου
και του κορμιού που λάτρεψα, τα πλούσια τερτίπια
ανάμεσά μας, φρόντισες, να εγκαταστήσεις σύνορα
κι όμως τα σύνορα η αγάπη δε τα ξέρει
πετά σαν άγριο πουλί πάνω απ’ τα σύρματα
σαν την ψυχή μου που κρατάς φυλακισμένη…
λοιπόν μην απορείς
αφού προσπάθησες διέξοδο να βρεις
κι αφού προσπάθησα τα ακατόρθωτα
αφού κουράστηκες στο δρόμο της ανημποριάς
κι αφού κουράστηκα να λέω
κάθισα εδώ και ξεκουράζομαι
κοιτάζοντάς σε, απέναντί μου, νεκρωμένη.
04-11-2007
Ταξείδιον
΄΄Με πιάνει μια μελαγχολία, τις νύχτες
δεν ξέρω πως να πνίξω τον καημό
και πως να μοιραστώ το παράπονο
άλλοτε ζωγραφίζω βουνά κι άλλοτε σχεδιάζω χαράδρες
άλλοτε πάλι ανεβαίνοντας
κουτρουβαλιάζομαι στις σκάλες
και χύνομαι στο πέλαγος
-μέσα σ’ ένα ρέμα από πυγολαμπίδες βουλιάξαμε-
νομίζοντας πως το εικονικό τους φως
ήταν η διέξοδος στην απόγνωση
τώρα μένουμε σιωπηλοί -μουντοί-
σαν τον μουντό καιρό που συννεφιάζει
αλλά δε λέει να βρέξει
κι εμείς δε λέμε ακόμα να φωνάξουμε
και να ομολογήσουμε όλα εκείνα τ’ ανομολόγητα
του τύπου
”σε θέλω κοντά μου γιατί δεν ζω”
”θα ‘θελα να ‘σουν εδώ γιατί πεθαίνω” -ή-
”κράτα το χέρι μου, να βαστήξω το δικό σου”
-κι άλλες τέτοιες ανοησίες-
σιχάθηκα, έβρισα, φώναξα, μίσησα, αγάπησα
έπεσα, σηκώθηκα, πληγώθηκα, αναστέναξα
εν τέλει συνήθισα να περιμένω…
βλέπω κάτι ερωτευμένα ζευγαράκια κι αναρωτιέμαι
” να πιστεύουν;”
λοιπόν, δεν ξέρω πως ναυάγησα
γιατί νιώθω σα ναυαγός σε μια ξέρα
που συντηρείται με τα λίγα και του είναι αρκετά
και πλέον περιμένει κάθε ημέρα, την ίδια ώρα
το σωστικό συνεργείο να έρθει από θαλάσσης
ύψωσα σημαία -κατάμαυρη-
στο πιο πολυσύχναστο ύψωμα
για να δηλώσω πως είμαι χαμένος
…κι ακόμα να με βρούνε…!
τσάμπα και τα χρόνια που χαλάλησα στα ταξίδια
και τους έρωτες
το μόνο της ζωής μου ”ταξείδιον”
έγινε με έναν φιόγκο στο λαιμό
που κάθε ημέρα τον σφίγγω και περισσότερο
κι έφτασε να μοιάζει μ’ ένα κόμπο που ‘κατσε το φαΐ
απ’ το μεσημέρι
και δε λέει να κατέβει…
-λυπούμεθα, μάθαμε να αγαπάμε…-΄΄
07-11-2017

Μύρισε Θάνατος Στην Αγκαλιά Μου
Μύρισε θάνατο η αγκαλιά μου, σιωπή παντού
μαύρο τσιγάρο, πικρός καφές
ίδιο το πένθος να μοιάζει στο χθες
πέθανε ο έρωτας, πες μου γιατί
φταίξαμε κάπου καρδιά μου ορφανή;
εμείς δεν τρέξαμε πάνω στις ράγες;
και το πουλί στην παλιά σκαλωσιά
πέταξε ανάποδα, αχ και κρεμάστηκε
κλαίει μανούλα μου, μαύρο το δάκρυ του
άγριο το κλάμα αυτού του οιωνού
πως περιμέναμε, άκου μανούλα μου
μες τα θεμέλια μιας φυλακής
τον ερχομό του λοιπόν περιμέναμε
του πελαργού να μας φέρει αγάπη
κάπου την είχαμε, κάπου την χάσαμε
ή την ξεχάσαμε μες στο ντουλάπι
την αγαπώ, την αγαπώ, θα το φωνάζω
όλο με δύναμη κι όσο θα ζω
μέχρι τα μάτια μου να με προδώσουν
μέχρι το φως μου να χάσω κι εγώ
με αγαπά, με αγαπά, να το φωνάζει
με τη φωνή που δε φοβάται να ουρλιάζει
κι αυτά τα δυο τα σ’ αγαπώ να ενωθούνε
πάνω στο τζάκι που έκαμε στάχτη αυτή την αγάπη
σπάσαν μανούλα μου, κούπες οι αγάπες
και τα κομμάτια μας πρέπει να βρούμε
χτύπησε ο χάρος την πόρτα να βγούμε
μα τον τρομάξαμε με μια ματιά
την αγαπώ, την αγαπώ, θα το φωνάζω
όλο με δύναμη κι όσο θα ζω
μέχρι τα μάτια μου να με προδώσουν
μέχρι το φως μου να χάσω κι εγώ
κουνώ το χέρι και χαϊδεύω τα μαλλιά της
έχει την όψη μιας νεκρής και δε με νιώθει
στο παρελθόν που φώναζα αγάπη τη Μαρία
αυτή στα μάτια μου ζωγράφιζε πορεία
και στο χαρτί μ’ ένα μολύβι τριαντάφυλλο
έγραφε εμάς, το σ’ αγαπώ, την ευτυχία
σε μια γαλάζια οροφή, σ’ ένα κερί
σ’ ένα αστέρι είχε κρεμάσει τη ζωή μας
και για εικόνισμα μια σέπια κοινή φωτογραφία
αντίο ζωή, αντίο Μαρία
δε σου αρκεί να σε φωνάζω συναισθήματα;
πάθος, φιλί, ζεστή αγκαλιά, μια ροζ καρδιά
ζωγραφισμένη με μαγεία
έτσι φαινόταν η αγάπη μας στην τελική ευθεία
τρόμαξε ο χάροντας και πήγε και κρεμάστηκε
κι εμείς εδώ, εμείς γιατί, πες μου τί φταίξαμε;
μαύρο κρασί, ρέει το δάκρυ από τις φλέβες
μια χαρακιά πάνω στον δείχτη είναι η πένα μας
γράφουμε κόκκινη λοιπόν την ιστορία…
22-02-2009
Adios
Ζεσταίνω τις κόκκινες, καυτές ανάσες
λίγο πριν ν’ αποστομίσω το μεγάλο αντίο
ξέρεις;
εγώ αποτυπώνω στο διάβα μου
πολύχρωμες πεταλούδες
από τα βάθη της ψυχής μου
– τις κάνω στίχους, με μελωδία και άρπα –
γίνονται νότες που τραγουδούν τα μεσάνυχτα
κι αφήνω σκούρα και βαριά βήματα
στους δρόμους που περπάτησες
– ακολουθώ τα ίχνη σου –
γίνονται ανήσυχοι αρχιμουσικοί
που απαγγέλλουν αποχαιρετιστήριους ψαλμούς
με θυμιατήρια
όπως τυχαίνει η ζωή, κάπου-κάπου
να μας κάνει να συναντιόμαστε στο πουθενά
– λίγο πριν έρθει το πρωινό να πάρει τη φαντασία –
και μένω ξοπίσω σου να μαζεύω τα τριαντάφυλλα
στα ξεραμένα βήματα που πάτησες
ένα απόλυτο τικ-τακ, είναι οι στίχοι μου
ήχοι από συγκερασμένα κλειδοκύμβαλα
– σαν εξωτικά λουλούδια που ανθίζουν το Χειμώνα –
ξέρεις;
βρήκα ένα πράσινο κοχύλι
κι ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
στα χείλη σου
που μ’ έκλεισαν σ’ ένα μπουντρούμι, καστανό
κι απρόσιτο σαν τη ματιά σου
και παραμένω ένας ήλιος
που ντρέπεται να ανατείλει
στα παραθύρια του ‘’είναι’’ σου
αυτός ειν’ ο δικός μου κόσμος, που αστράφτει…
10-02-2007
Μακριά

Θα φύγω μακριά σου
Γιατί η ζωή δε με βαστάει πια να μένω στο φεγγάρι σου
Εδώ οι ώρες και οι σκέψεις δε σηκώνουν τις ψυχές μου
Έχω ξεχάσει τ’ όνομά σου κι εγώ αρκετά σου κράτησα παρέα
Καιρός να πάρω το βαπόρι και να φύγω για μια νέα αγάπη
Τί κέρδισα άλλωστε από σένα και τί γύρεψα;
Ήμουν φτερό κι ήσουν αγέρας που παρέσυρε σε δύστροπη αγάπη
την αγάπη μου
Τη μια γλυκό αεράκι που θροΐζει στοργικά τα θερινά βλαστάρια και της γης τ’ αγριολούλουδα
Σα μητρικό χαδάκι που αλείφει το γυρτό κορμί για να περάσει ο πόνος
Την άλλη αδιάκοπος βοριάς που σχίζει η μαχαιριά την άσπιλη καρδιά με φόρα
Το μπαϊράκι σου δεν πρόκαμα να κουμαντάρω
Κι από ατρόμητος λοιπόν θαλασσοπόρος έφτασα ναύτης στο κατώφλι σου
Ει καπετάνισσα θα φύγω μακριά, τ’ ακούς;
Κι εσύ θα ψάχνεις χρόνους χίλιους για να βρεις τα βήματά μου
Και θα φιλάς τις πέτρες όπου πάτησα να πάω
Θα προσκυνάς κάθε σημείο του κορμιού σου που το θώπευσα
Θ’ αναπολείς κάθε λεπτό που σε κοιτούσα μες τα μάτια
Καιρός να φύγω απ’ το λιμάνι τούτο για να βρω τα λογικά μου
Κι ίσως αν είμαι τυχερός, μι’ αμόλυντη πριγκίπισσα να ‘ρθει να με διαλέξει
Δε λογαριάζω τα παλάτια και στο τόνισα
Μα στο δικό σου ουρανό δε με βαστά η ζωή κι έτσι θα πρέπει να χαθώ απ’ τον ορίζοντα
Τί κέρδισα άλλωστε από σένα και τί γύρεψα;
Ήμουν φτερό κι ήσουν αγέρας που παρέσυρε σε δύστροπη αγάπη
την αγάπη μου.
16/12/2007
======================================================
Οι Πρώτες Σταγόνες Δροσιάς ακολουθούν:
“ 4 2 Σ Τ Α Γ Ο Ν Ε Σ Δ Ρ Ο Σ Ι Α Σ “======================
Αγάπη Αγνή
Αγάπη αγνή, αληθινή, απέραντη αγάπη
Βαπτίζεσαι βροχής βοή, βαλσαμικό βοτάνι
Γεμίζεις γη γαρύφαλα, γεννάς γιορτής γαρδένιες
Δύο διαμάντια διαλεχτά, δασκάλες δακρυσμένες.
Έναν έβγαλες έρωτα, έναν είπες ελπίδα
Ζηλέψαν ζευγαρώματα, ζωγράφισες ζαφείρια
Ήσαν ηλίου ηφαίστεια, ηδονική ηλιακτίδα
Θάλασσες θυσιάστηκαν, θανάτου θυμιατήρια.
Ινδάλματα ίσως ίλαρχου, ίδια ιππότη ινία (*)
Κατακτητής κατέλαβα, κάθε καρδιάς κηλίδα
Λάτρεψα λάμψης λάβαρα, λάφυρα λύπης, λεία
Μήτε μπιγόνιες μίσεψα, μήτε μικροστολίδια.
Νιώσαν νερό νεόσταλτο, νιώσανε νιότης νιάτα
Ξέσπασαν ξένοι, ξέμακρα, ξέφυγαν ξένα ξάρτια
Όραμα ονειρεύτηκα, οίκους ουράνιων όντων
Πλάσανε πλέον παράδεισο, προνομιούχων πόνων.
Ρόδα ροδιάς, ροδίσανε, ροδιάς ροδανθισμένης
Στέφανα συλλογίστηκα, στεριάς στιγματισμένης
Τέλος, τα τείχη τσάκισα, της τελευταίας τέχνης
Ύστερα ύφαλο ύψωσα, ύλης υπνωτισμένης.
Φιλιά φωτίζω φειδωλά, φεγγίζουν φάλτσο φάρο
Χείλη χλωμά, χιλιόμετρα, χάδια χορδών χωράω
Ψεύτικα ψήγματα ψυχής, ψυχορραγία ψευδίζουν
Ώστε ως ωχρά, ωφέλιμα ωστόσο, ωριμάζουν.
………………….
(*) ινίον= αρχ.: μυϊκή δύναμη, σθένος, ιατρ. ορ.: πίσω μέρος του κρανίου,
………………….
Αν Έρθεις
Αν έρθεις
θα πω στα πουλιά
να κελαϊδήσουν
και στα παιδιά
να τραγουδήσουν
μια μελωδία γλυκειά.
Θα κρατάω λουλούδια
με φιλιά και τραγούδια
να σε γεμίσω ευωδιές
να δω τα μάτια σου πάλι
για μένα να βγάζουν φωτιές
και να λάμπουν τον έρωτα.
Χωρίς μια λέξη
να μου λες πολλά
έστω για μία φορά
αν σε κρατήσω σφιχτά
να λατρέψω τα κάλλη σου
σαν είμαι μες στην αγκάλη σου.
Να φωνάξω το πάθος μου
να ομολογήσω το λάθος μου
και μια κουβέντα μικρή
να σου πω
πως με γεμάτη καρδιά
σ’ αγαπώ
και πως θα μείνω
για πάντα μαζί σου
αν έρθεις.
Αστέρι Αν Είσαι
Και να που φως
απ’ το παράθυρό μου μπαίνει
άξιζε ο χρόνος που έτρωγε η αναμονή
όλα ανθίζουν στολισμένα
κι απ’ του έρωτα το μέλι
τώρα σταγόνες πέφτουνε
κι αλλάζει η ζωή.
Όλα τα φώτα
είναι της πόλης αναμμένα
στολίδια ίδια φωτεινά
σαν καρτερούν
εικοσιοκτώ χρόνια ολόκληρα
περίμεναν για σένα
και θα υπομένουν
και θα καρτερούν
μέχρι ώσπου λίγο τα μάτια σου
δάκρια να στάζουν
και θα περιμένουν
από τη συγκίνηση
λουσμένα να τα δούν.
Έχει ανθίσει όλη η πλάση
κι όπου πατείς
κι όπου σταθείς
σμίγουν τα πέλαγα
ο κόσμος να γιορτάσει
και τα μπουμπούκια στα κλαδιά
σε κρυφοκοιτούν.
Αστέρι αν είσαι
δως μου δύναμη να ζήσω
τα όμορφα χέρια
τύλιξε γύρω μου
πάρε με αγκαλιά
θέλω πριν έρθει το πρωινό
να σ’ ανταμώσω
να γίνω ένα
με τ’ αστέρια τα λευκά.
Ω, περιστέρια την αυγή
τραγούδι πιάστε
σμίξτε τα ρόδα με τα γιούλια
κι ένα στεφάνι φτιάξτε
κάντε το όνειρο ετούτο
να κρατήσει μια ζωή.
WEB MESSENGER
Απο τον Μάρτιο μιλώ
με μια εικόνα κι ένα σχέδιο
δεν έχω δει, τα λαμπερά μαλλιά της
μήτε τα χείλη της, τα ροδοκόκκινα.
Η επικοινωνία, έχει μπατάρει
και η στεριά, φαίνεται μέσα απο καλώδια.
Κι αν τ’ όνομά σου το γνωρίζω
τα μάτια σου δε βλέπω
αν πλέουν, σε περιβόλι γκρίζο.
Μία φατσούλα είναι που κλαίει
μα, γιατί κλαις φατσούλα μου;
Τα δάκρυά σου, δεν πλημμυρίζουν
ούτε το στόμα, μήτε τα μάτια σου
ψυχρή κι απρόσωπη εικόνα
μία απρόσιτη οθόνη, είναι το βλέμμα σου
κι η φαντασία να πλάθει όνειρα
πως τάχα είσαι το κορίτσι μου
και περιμένω να σε δω, για έναν αιώνα.
Μα, γιατί κλαις λατρεία μου;
Τα γράμματά σου τα γνωρίζω
στο πληκτρολόγιο τα κατέθεσες
μες στη ψυχή σου, ν’ αρμενίζω
κάθε παράθυρο μικρό, μα ατελείωτο
ένα απέραντο λιμάνι, η αγκαλιά σου
είναι χιλιόμετρα πολλά, τα όνειρά σου
και δε χωράνε στον παγκόσμιο ιστό.
Φως Του Δειλινού
Δεν είμαι αγέρας, είμαι στάλα της βροχής
είμ’ αδερφός της καταχνιάς, στη καταιγίδα
τα όνειρά μου, τα παράτησα νωρίς
και σαν παιδιά ορφανά, γυρεύουν την ελπίδα.
Τα ‘χω αφήσει, σε μια γέρικη εκκλησιά
και τα ποτίζω με το δάκρυ μου, τα βράδια
σαν ναυτικός, που δε λησμόνησε στεριά
κι όλου του κόσμου τα πανέμορφα πετράδια.
Δεν είμαι άστρο, είμαι φως του δειλινού
ένα βλαστάρι ξένης γης, σ’ άλλη πατρίδα
είμαι κομμάτι ενός ναού, μικρό κερί
που λιώνει κάθε Σαββατόβραδο, απο πίκρα.
Έχω πονέσει κι έχω κλάψει για πολλά
μα δε λυπήθηκα, για κείνα που ‘χω ζήσει
κι αμα το ήθελε, μια νύχτα η καρδιά
φωνή θα έβγαζε, η ψυχή, για να μιλήσει.
Είμαι φτωχός, ένας αλήτης του καιρού
και σαν ζητιάνος, την αγάπη μου γυρεύω
ψάχνω μια στάλα ευτυχίας, να γευτώ
ένα Θεό και σαν πιστός, να τον λατρεύω.
Θέλω τα όνειρα που σκόρπισα, να βρω
για να τα δω, πως έχουν τώρα μεγαλώσει
κι αν δεν κατάφεραν να ζήσουν, θα χαρώ
αν ένας φίλος, τα δικά του, θα μου δώσει.
Στιγμές
Μικρές
μικρούλικες
στιγμούλες
ευτυχίας
σ’ ένα μπολ
απο γαλάζιο
του βυθού πλαγκτόν
σταλίτσες πλάνας
ερωτιάρας αμαρτίας
στάλες λαγνείας
ευαισθησίας
και λατρείας
κομμάτια γέρικου
ξεθωριασμένου παζλ
κι αν λείπουν κάποια
τι μας πειράζει
τα συμπληρώνουν
οι κατάλληλες
οι πιο αυθόρμητες ματιές
μνήμες του σήμερα
του αύριο ή του χθες
κι είναι μονάχα
της αλήθειας οι πληγές
μα δε μιλάνε
δεν απαντάνε σαν κλαίς
ούτε ματώνουν
ούτε κρυώνουν
λίγο πονούν μονάχα
και της καρδιάς
τους χτύπους
φαρμακώνουν
κι είναι περίεργο
που ‘ναι
οι πιο όμορφες
κραυγές
φωτογραφίες
του χθες
μικρές
μικρούλικες
στιγμές…
———————————————————————–
Κομμάτια από τη ποιητική συλλογή του 42 Σταγόνες Δροσιάς
———————————————————————–
Ελένη
Σ’ έλουσε ο ήλιος
στα χρυσαφένια σου μαλλιά
οι ακτίδες παίζουν
παιχνίδι στ’ όνειρο, Ελένη
κι εσύ, αρχόντισσα του κάστρου
ποιόν περιμένεις να φανεί;
τα χρόνια τρέχουνε στα μάτια σου
μ’ αόρατα άλογα, οι ανέμοι
σε μια κλωστή αγκιστρωμένη
γλυκά κεράσια
όπως γυαλίζουνε τα χείλη σου
βγες από τ’ όνειρο, Ελένη
μια νέα ζωή σε περιμένει
τρέχα να φέρεις την ελπίδα
μα να κρατάς τη καταιγίδα
σ’ ένα μπουντρούμι φυλαγμένη
στο πιο στενό κελί σου, κλείσ’ τη
και βρες του ήλιου
την πιο όμορφη ακτίδα
εσύ, πριγκίπισσα των κύκνων
μ’ άσπρα φτερά, τ’ αστέρια μέτρα
πέτα μακριά κι από τα ίχνη
γαλάζιου ορίζοντα
σ’ έλουσε ο έρωτας, Ελένη
τί με κοιτάς απορημένη;
είναι η αλήθεια
που στα μάτια σου τη κοίταξα.