Pissarro

Βιογραφικό

O Γιακόμπ Αμπραάμ Καμίλ Πισαρό (Jacob Abraham Camille Pissarro, 1830-1903, Impressionism), χαρακτηρίστηκε σαν ο “ζωγράφος της γης”. Συμμετείχεν ολόψυχα στον Ιμπρεσσιονισμό μα διατήρησε τη γαλήνια φωτεινότητα του, εξιστορώντας έτσι με το δικό του τρόπο κι όλο του το έργο, τη ζωή των αγρών, τα οργωμένα χωράφια, τα τοπία, τα ζωντανά, τους ανθρώπους και τους κόπους τους, το χωριό που κοιμάται και τη πόλη που σφύζει από ζωή. Χαρακτηρίστηκεν επίσης ο “Πατριάρχης του Ιμπρεσσιονιστών”, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του στυλ του, αλλά και κυριολεκτικά μιας κι ήταν ηλικιακά ο γηραιότερός τους.
Γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου στην αποικία του Αγίου Θωμά, στις Γαλλικές Αντίλλες το 1830 κι έλαβε τις βασικές σπουδές του εκεί. Στα 12 τον έστειλαν να τις συνεχίσει, στη Γαλλία κι έτσι γράφεται στο Κολλέγιο Πασί, κοντά στο Παρίσι. Επιστρέφει στα 17 κι ο πατέρας του, ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης στο λιμάνι Καρολίνα-Μαρία, τονε “στρώνει” αμέσως στη δουλειά, στην οποία τα πάει θαυμάσια κι έχει πολύ καλές αποδοχές, μα πάντα αναζητά ελεύθερο χρόνο για να ζωγραφίζει, πράμα που ‘κανε και στο σχολείο, μη προσέχοντας μάλιστα τα μαθήματά του.

Έτσι λοιπόν, το 1852 “δεν αντέχει άλλο”, τα παρατά και πηγαίνει στο Καράκας. Ο πατέρας του παρόλο που δε συμμερίστηκε ποτέ τη τάση του αυτή, δε του ‘φερε προσκόμματα, τουναντίον μάλιστα ενίσχυσε, μερικώς έστω, με χρηματικόν επίδομα, τούτη τη προσπάθεια του γιου του. Επιστρέφει στο Παρίσι το 1855 και προλαβαίνει ίσα-ίσα, να παραστεί στη τότε μεγάλη έκθεση. Εκεί βλέπει όλους τους μεγάλους παριζιάνους καλλιτέχνες της εποχής –Ντελακρουά, Ενγκρ κ.ά.-, μαγεύεται και συγκινείται από τη πανδαισία εικόνων και χρωμάτων. Επιλέγει σα μελλοντικό του δάσκαλο τον πιο μετριοπαθή, συγκρατημένο και μοναχικό Κορό, που τονε προτρέπει να παρατήσει τα ατελιέ και τους κλειστούς χώρους, να ξεχάσει ό,τι ήξερε ή είχε ακούσει μέχρι τότε και να βγει να ζωγραφίσει έξω, στους ανοιχτούς χώρους, στην ύπαιθρο.

Το 1859 συμμετέχει στο Σαλόν μ’ ένα πίνακα, ενώ τις 2 επόμενες χρονιές απορρίπτεται. Το 1861 παντρεύεται τη Ζουλιέτ Βερλέ. 2 χρόνια μετά, γίνεται δεκτός στο Σαλόν Των Απορριφθέντων με 3 έργα του. Γεννιέται ο γιός του Λουσιέν. Τις 2 επόμενες χρονιές, όχι μόνο γίνεται δεκτός στο Σαλόν, αλλά παίρνει και καλές κριτικές. Εν τω μεταξύ, από το 1864 γνωρίζεται και διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους, Ρενουάρ, Μονέ, Σισλέ, Μπαζίλ και λίγο αργότερα και με τον Μανέ. Το 1866 εγκαθίσταται με την οικογένειά του στο Ποντουάζ, χωριό στην επαρχία Βεξέν. Ο Ζολά, επαινεί τα έργα του στο Σαλόν της ίδιας χρονιάς κι ιδιαίτερα τις “Όχθες Του Μάρνη”. Περνά δύσκολα χρόνια μέχρι το 1869 λόγω που -παρά τις καλές κριτικές- δε κάνει πωλήσεις. Εγκαθίσταται στη Λουβισιέν και στηρίζεται κυρίως στη γενναιοδωρία των φίλων.

Στα έργα του κείνης της περιόδου, διόλου δε βγαίνει η αψάδα των προηγουμένων ετών, αλλά τουναντίον είναι πιο ήρεμα, πιο γλυκά και πιο ήπια. Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσσικού Πολέμου καταφεύγει οικογενειακώς στην Αγγλία και πιο συγκεκριμένα στο Σάρεϋ, όπου ζει η μητέρα του. Η αγγλική ύπαιθρος με τα χρώματα και τα τοπία της, επιδρά πάνω του, καθώς επίσης κι οι πίνακες των Κόνσταμπλ και Τέρνερ, του διδάσκουνε πως να “βλέπει το φως”. Το 1871 επιστρέφει στη Γαλλία, στο Ποντουάζ κι αποκτά επαφή με τον Σεζάν. Στα επόμενα χρόνια, αντλεί έμπνευση από τα χρώματα και τα τοπία της κοιλάδας Ουάζ, ενώ παράλληλα συσπειρώνεται όλο και πιο πολύ η Ομάδα Των Ιμπρεσσιονιστών.

Ζει δύσκολα μα δε χάνει τη δύναμη και το θάρρος του, αντίθετα μάλιστα στηρίζει τους φίλους. Σα να μην έφτανε τούτο, το 1874 χάνει τη μοναδική του κόρη, τη Ζαν-Ρασέλ κι είναι η κακή κείνη χρονιά, που ‘χει παταγώδη αποτυχία, στην έκθεση που διοργανώνει με δική του πρωτοβουλία, για όλους τους Ιμπρεσσιονιστές. Ίδια χρονιά που ο κριτικός Λερουά, “ονοματίζει” το Κίνημα, εξ αφορμής του πίνακα του Μονέ, “Εντύπωση: Σούρουπο”, σαν Ιμπρεσσιονιστικό (δηλαδή Ιmpression = Eντύπωση), αλλά και που στεφανώνει με χλευασμούς κι ειρωνείες σύσσωμο το κριτικό και μη, κοινό.

Μόνο μετά το 1875 μπορεί και γίνεται αντιληπτό το μήνυμα που προσπαθεί να μεταδώσει κι αυτό του δίνει φτερά. Επιστρέφει στο Ποντουάζ, το 1882 και συμμετέχει σ’ όλες τις Ιμπρεσσιονιστικές εκθέσεις -9 τον αριθμό- μέχρι και το 1886. Το 1890 εγκαθίσταται στο Ερανί-Μπαζενκούρ, λόγω κλονισμένης υγείας, ενώ 2 χρόνια μετά, επιτέλους η επιτυχία του χτυπά τη πόρτα. Μέχρι το 1900 ταξιδεύει πάρα πολύ: Αγγλία, Βέλγιο, Ολλανδία κι επίσης, Λονδίνο, Ρουέν, Παρίσι και κάθε φορά, νέα ευρήματα, νέες ιδέες! Τα τελευταία έργα του είν’ ακόμα πιο πλούσια, πιο φωτεινά, πιο υπέροχα.

Στις 13 Νοέμβρη 1903, -του μαύρου έτους της χαρούμενης “εντυπωσιακής” ζωγραφικής-, η εξοχή της Γαλλίας, τα χωριά της, οι δρόμοι του Παρισιού κι όλοι οι άνθρωποι τους, χάνουνε τον “ποιητή” τους κι ο κόσμος καταλαβαίνει πως έχασε ένα μεγάλο και γνήσιο δάσκαλο, που σημάδεψε τη τέχνη της εποχής του, με τη προσωπική του σφραγίδα. Ήταν 73 ετών.

=================================

Συγκομιδή

Το Κάρρο Με Το Άχυρο

Orchard in Bloom, Louveciennes

Βοσκοτόπι

Πλατεία Στο Καράκας

Αλέα Στο Δάσος Του Μαρλύ

Αλέα Στο Δάσος

Ο Δρόμος Για Το Μπαθ

Λεωφόρος Μονμάρτρ

Η Γέφυρα Του Τσέλσυ

Two Women Chatting by the Sea, St. Thomas

Συγκομιδή Ι

Κήπος Του Μαθουρέν Στο Ποντουαζ

Συγκέντρωση Θημωνιάς

Τροπικό Τοπία

Βροχερός Καιρός Στο Λιμάνι

Οδός Ντε Σαιντ Ονορέ


Υποβολή απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *