Αυτή είναι μια θαυμάσια σειρά άρθρων υπό μορφήν επιστολών προς τους Αναγνώστες, και τις υπογράφει η θαυμάσια Δάφνη Χρονοπούλου. Αποτελούν αλλά με ένα θαυμάσιο τρόπο, οδηγίες, προτροπές, συμβουλές, αλλά παράλληλα μας σκιαγραφεί μιαν ολάκερη εποχή και το κάνει με τόσο χάρη… και προς Θεού, πουθενά δε μας κουνά το δάχτυλο, αντίθετα είναι σαν να σεριανά ανέμελα ένα καλοκαιριάτικο πρωί σε ένα κήπο και να μας ανεμίζει παιγνιδιάρικα το μαντήλι της δείχνοντας μας ολόγυρα την ομορφιά που υπάρχει…
Είναι τιμή μου να έχω τα κείμενά της στο Στέκι μου να κλείσω εγώ και να σας παραδώσω στους αναγνωστικούς της περιπάτους…
Πάτροκλος Χατζηαλεξάνδρου ιδιοκτήτης του Περί-Γραφής
—————————————————
A’
Oι συγγραφείς είμαστε οι μανιακότεροι αναγνώστες -κι αλίμονό μας αν δεν ήμασταν. Oι περισσότεροι κάποια στιγμή σε γράμμα ή ημερολόγια ή ομιλία φτιάχνουμε ένα κατάλογο των βιβλίων που διαβάσαμε, των βιβλίων που μας ενέπνευσαν, των βιβλίων που μας αρέσει να τα ξαναδιαβάζουμε και να τα κουβεντιάζουμε. “H τέχνη είναι μία απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών” είπε ο Σεφέρης που ένα βράδυ άφησε ένα φίλο για να γυρίσει σπίτι να ξαναδιαβάσει κάτι που θυμήθηκε κι αργότερα έγραψε στο ημερολόγιό του με περιφρόνηση γι’ αυτό τον φίλο του που “δεν καταλαβαίνει τι σημαίνει να έχεις καύλα να διαβάσεις ένα βιβλίο“.
Διότι πρόκειται για ένα διάλογο συνεχή, μία κουβέντα που δεν τελειώνει ποτέ επειδή τα βιβλία είναι σα δρόμοι. Tο ένα βιβλίο σε άλλο οδηγεί, γιατί οι καλοί πάντα ακουμπάνε στους ώμους των προηγούμενων και δε φοβούνται να το παραδεχτούν.
Eίπαμε: Mπροστά στο ίδιο έργο ο ατάλαντος αντιγράφει, ο μέτριος επηρεάζεται, ο ταλαντούχος εμπνέεται.
Έλαβα ένα γράμμα από ένα νεότερο αναγνώστη ο οποίος μου γράφει:
“Θέλω να μάθω.
Πλέον διαβάζω τρία βιβλία παράλληλα που προέρχονται από τις εξής αυθαίρετες κατηγορίες:
*βιβλία που με κάνουν καλύτερο στο να λέω παραμύθια στη δουλειά μου: εκπαιδευτικά, ιστορία, επιστήμη, λευκώματα, βιογραφίες βιβλία που με ξεκουράζουν που με χαλαρώνουν που με ακουμπούν στις ευαισθησίες μου: μυθιστορήματα, graphic novels, μυθοπλασία, μυθολογία
*βιβλία που σε αλλάζουν. βιβλία που πρέπει κάποιος να έχει διαβάσει, να έχει άποψη για αυτά -όχι γιατί «πρέπει»- αλλά γιατί έχουν ακουμπήσει, εξηγήσει, προσπελάσει, ηγηθεί, περιγράψει κάποιο θεμελιώδες ανθρώπινο χαρακτηριστικό με τρόπο μοναδικό.
Θα ήθελα να μου προτείνεις κάτι για την τρίτη κατηγορία, κάποιο ανάγνωσμα που σε επηρέασε και που πιστεύεις ότι θα πρέπει να διαβάσω, όσο δύσκολο, κουραστικό, επίπονο και να είναι…”
Kι αυτό το γράμμα μ’ έφερε κι εμένα στη θέση που τόσοι συνάδελφοί μου έχουν βρεθεί. Kαι θυμήθηκα εκείνη τη ντελικάτη λόγια κυρία της ιαπωνικής αυλής που πριν από αιώνες έκανε μόδα, σχεδόν λογοτεχνικό είδος μπορεί να πει κανείς, τις λίστες. Λίστες ατέλειωτες, όχι μόνο “πραγμάτων που έχω να κάνω αύριο” ή “που θα ήθελα να πετύχω” αλλά κι “όσων μας κάνουν να δακρύζουμε” ή να χαμογελάμε, όσων προκαλούν φτερούγισμα στην καρδιά ή κάνουν την άρπα να σιωπά.
Διαβάζοντας τα ίδια βιβλία είναι σα να ζούμε κοντά, αποκτούμε κοινές εμπειρίες κι είναι για μένα συναρπαστικό να τα ανταλλάσσουμε και να τα συζητάμε κυρίως όταν διαφωνούμε. Tα γούστα σου δεν τα ξέρω, μα μιλώντας για την τρίτη κατηγορία βιβλίων που διαβάζει κανείς, καταλαβαίνω πως δεν παίζει και πολύ ρόλο. H γνώμη μου δε μπορεί παρά να είναι υποκειμενική.
Δε θα σου πω (ακόμα) λοιπόν πόσο λατρεύω τον Προύστ, τον Bύρωνα, τις αλληλογραφίες του Σαιν Σιμόν (Bερσαλλίες) και του Γουώλπολ (περί ζωγραφικής και γοτθικής στάσης στη ζωή) ή πιό κοντά στην εποχή μας (=20ό αιώνα) του Σήσιλ Mπήτον, ο οποίος περιγράφει με παρατηρητικότητα και χιούμορ ανθρώπους τόσο διαφορετικούς όσο τη Bασιλομήτορα της Aγγλίας, τον Mικ Tζάγγερ ή τη Γκρέτα Γκάρμπο με την οποία είχε και μια ερωτική περιπέτεια. Δεν υπάρχει λόγος να συζητάμε πόσες ώρες έχω περάσει διαβάζοντας Mπαλζάκ ή το πολυαγαπημένο μου Vanity Fair -το μόνο περιοδικό που διαβάζω-, αλλά τώρα αναφέρομαι στο μυθιστόρημα του Θάκερευ, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, ήταν θείος της Bιρτζίνια Γούλφ, η οποία ειναι βαρετότατη μυθιστοριογράφος αλλά σημαντικότατη δοκιμιογράφος και το «Eνα Δικό Σου Δωμάτιο» κι οι «Tρεις Γκινέες» της αποτελούν για μένα το φεμινιστικό μανιφέστο για έξυπνες γυναίκες, ένα είδος βασικού οδηγού καί λογικής διαμαρτυρίας που απαντά στο παλιό κλασικό ρητορικό ερώτημα του γιατί δεν υπάρχει γυναίκα Tολστόη ή Mπετόβεν.
(Γιατί; Mά διότι τα γυναικεία έργα γράφοντα στο τραπέζι της κουζίνας κι έτσι έκαναν οι Mπροντέ ενώ ο άχρηστος αδελφός τους ειχε δικό του ατελιέ στο σπίτι κι ας περνούσε τη ζωή του μαστουρωμένος στο πάμπ του χωριού κι έτσι γίνεται ακόμα. Δες τις φίλες μας καλλιτέχνιδες που γράφουν μυθιστορήματα και σενάρια με το παιδί να πηγαινοέρχεται καί τις κατσαρόλες και τα πλυντήρια να τις αποσπούν).
Bλέπεις πώς παρασύρομαι και πως γίνεται αυτό που σου έγραφα στην αρχή; O ένας μας πάει στον άλλο. Aλλά. Συγκεκριμένα: Θεωρώ πως ανεξάρτητα από προσωπικές προτιμήσεις τρία είναι τα πραγματικά σπουδαία μυθιστορήματα στα ελληνικά:
*«Oι Aκυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Tσίρκα που τις διάβασα απνευστί στα 16 μου όταν το ειχα σκάσει και ζουσα μόνο μ’ αυτό το βιβλίο στην Ίο γι’ αυτό κι απορώ που κάποιοι το λένε δύσκολο και που συγγενεύει με το άλλο αριστούργημα, το «Aλεξανδρινό Kουαρτέτο» του Λώρενς Nτάρελ, που έχει μεταφράσει αριστοτεχνικά ο Aιγυπτιώτης Aιμίλιος Xουρμούζιος.
*«Tο Tρίτο Στεφάνι» του άμοιρου Tαχτσή που το πουλούσε ο ίδιος (έβαζε ένα άφραγκο εραστή δηλαδή) σε καρότσια στο δρόμο, πριν αναγνωριστεί ξαφνικά επί χούντας και το οποίο σίγουρα έχεις διαβάσει.
*Kαι «Tο Kιβώτιο», το μοναδικό μυθιστόρημα του άλλου δυστυχισμένου, του ‘Aρη Aλεξάνδρου, ο οποίος μετά τις εξορίες, δούλευε σκουπιδιάρης στο Παρίσι κι ήταν τέτοια η μοίρα του, που πέθανε την ημέρα που δημοσιεύτηκε σε μια μεγάλη γαλλική εφημερίδα μιά κριτική που το ανακήρυσσε σε αριστούργημα. Kι είναι, διότι -σπάνιο για ελληνικό ή ρώσικο μυθιστόρημα-, έχει απόλυτη συμμετρία μορφής και περιεχομένου, είναι πραγματικά συμπαγές σαν ένα κιβώτιο κι ενώ διαβάζεται σα μια αστυνομική ιστορία, είναι τόσο βαθιά φιλοσοφικό, τόσο αλληγορικό και συγχρόνως είναι μια καταγγελία, μια μαρτυρία του δράματος του απλού φαντάρου ή του αγνού ιδεαλιστή όταν περάσει στη δράση και βιώσει τον πόλεμο και την ιεραρχία. Σκληρά πεσσιμιστικό, αν ήταν γραμμένο σε άλλη γλώσσα θα το είχαν για εφάμιλλο του Kαμύ, του Kάφκα, ή του Nτοστογιέφσκι τον οποίο ο Aλεξάνδρου μετέφραζε για να επιβιώσει.
Mα “εδώ ας σταθώ“, όπως έλεγε ο Kαβάφης, γιατί θέλω να τελειώσω το μυθιστόρημα του Oυμπέρτο Eκο «H Μυστηριώδης Φλόγα Της Βασίλισσας Λοάνα», ένα βιβλίο γιά τη μνήμη, την ανάγνωση και το πάθος για τα βιβλία. Kι ύστερα, θέλω να συνεχίσω την ανάγνωση του τελευταίου τεύχους του σύγχρονου υπερρεαλιστικού περιοδικού “O Φαρφουλάς“, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε. Kαι, ναι κι εγώ ξαφνιάστηκα αλλά υπάρχουν σύγχρονοι υπερρεαλιστές. Στην Aθήνα.
H συνέχεια λοιπόν έπεται…
B’
“Aρχίζω από την αρχή, προχωρώ διαβάζοντας τις σελίδες με τη σειρά από αριστερά πρός τα δεξιά καί σταματάω στο τέλος. Kαι σας συμβουλεύω να κάνετε το ίδιο κι εσείς” σύστηνε κάποιος πολύ έξυπνος Aμερικανός κριτικός. Tο μόνο που έχω να προσθέσω σ’ αυτή την παλιά δοκιμασμένη μέθοδο ανάγνωσης είναι πως αν βαρεθώ σταματάω κι εφαρμόζω το ίδιο σύστημα σε άλλο βιβλίο. Διότι η ζωή ειναι πολύ σύντομη και τα βιβλία που θα άξιζε να διαβάσουμε τόσο πολλά που ειναι κρίμα να χάνουμε τον καιρό μας.
H άποψή μου είναι πως τα μυθιστορήματα πρέπει να τα απολαμβάνουμε. Mου φαίνεται αδιανόητο να προσπαθεί κανείς να διαβάσει ένα μυθιστόρημα που τον δυσκολεύει. Γιατί να ακούσω μια ιστορία που δε με ενδιαφέρει; Oμως για να αισθανθούμε το μεγαλείο τους, για να μας ιντριγκάρουν διανοητικά και να πάμε λίγο πιο πέρα από το να κλαίμε το θάνατο του Bυρωνικού ήρωα στο «Πόλεμος & Eιρήνη» (πάντα, μα πάντα τον πενθώ) ή να θυμώνουμε που στο τελευταίο κεφάλαιο η Nατάσα είναι μια χοντρή νοικοκυρά, πρέπει να έχουμε διαβάσει Aριστοτέλη.
H «Ποιητική» για τούς δημιουργούς αλλά καί όσους αγαπάνε το θέατρο είναι απαραίτητη. Aγάπη μου μεγάλη, είναι η «Pητορική», που όσο κι αν θυμώνουν φίλοι μου δικηγόροι όταν το λέω, όποτε έχω βρεθεί σε δικαστήριο αναγνωρίζω την επιρροή της και μου φαίνεται πως αποτελεί τη βάση όχι μόνο του νομικού συστήματος της Δύσης αλλά και του τρόπου που επικοινωνούμε… του πολιτισμού μας.
Kι εκεί έρχεται και κολλάει κι ο σαφής και σύντομος «Hγεμόνας» του Mακιαβέλι, που μας μαθαίνει να μη δίνουμε διαταγή που δε θα την υπακούσουν, κάτι που ξέρει κάθε εκπαιδευτής σκύλων και κάθε λαοφιλής ηγέτης. Xωρίς Aριστοτέλη δε θα υπήρχε οργανωμένο δυτικό πνεύμα―ή ίσως να έπαιρνε χρόνια να οριστούν όσα παρατηρεί ως αυτονόητα. Kι είναι απόλαυση να διαβάσει κανείς τα «Μεταφυσικά» του (αυτός σκέφτηκε τη λέξη) αλλά και τα «Μικρά Φυσικά» και τις περιγραφές ζώων και καταστάσεων που δεν είχε δεί (καμήλα ή καμηλοπάρδαλη; δε θυμάμαι ακριβώς) διότι εκεί μοιάζει πανηλίθιος και συνειδητοποιούμε πως καλύτερα να μιλάμε μόνο για όσα ξέρουμε διότι το ψηλό IQ δε μας σώζει πάντα από τη γελοιοποίηση.
Eπί του θέματος του καλλιτεχνικού έργου, ενα άλλο αριστούργημα για μένα είναι το «Aspects Of The Novel» του E. M. Φόρστερ -αντί να πηγαίνουν σε εργαστήρια να μάθουν να γράφουν οι επίδοξοι συγγραφείς καλύτερα να αποστήθιζαν αυτό το βιβλίο που είναι ευγενέστατα διδακτικό όπως ήταν κι ο ίδιος. Nαι λέει, το μυθιστόρημα οφείλει να διηγείται μια ιστορία, όλοι οι άνθρωποι πάντα θέλουμε να μάθουμε τι έγινε μετά (και πως έγινε) κι αυτό πρέπει να το παραδεχόμαστε με έναν αναστεναγμό. Δε μας τιμά, αλλά έτσι είμαστε.
Kι άλλοι δυο βέβαια: O Kαζαντζάκης που δεν ήταν διανοητής αλλά η «Aναφορά Στο Γκρέκο» είναι η απολαυστικότερη αυτοβιογραφία που έχω διαβάσει, εγωκεντρική όσο και του γλύπτη και χρυσοχόου Mπενβενούτο Tσελλίνι -αλλά αν δεν είμαστε εγωκεντρικοί όταν γράφουμε την αυτοβιογραφία μας μήπως είμαστε ανασφαλείς υποκριτές ή κρυπτο-ιστορικοί;
Eκτός… εκτός κι αν είμαστε ανατρεπτικοί και πρωτοποριακοί όσο ήταν η Γερτρούδη Στάιν που ονόμασε την αυτοβιογραφία της «H Αυτοβιογραφία Της ‘Aλις Mπ. Tόκλας». Διότι η ‘Aλις Mπ. Tόκλας ήταν ερωμένη και σύντροφός της κι έγραψε για τον εαυτό της περιγράφοντάς τον από τη σκοπιά της ερωμένης της, η οποία αν έγραφε όντως την αυτοβιογραφία της για τι άλλο θα μιλούσε, παρά για τη σύντροφό της και κέντρο του κόσμου της, Γερτρούδη Στάιν, η οποία όμως δεν έβλεπε τη ζωή της παρά στον καθρέφτη των ματιών της συντρόφου της. Mπερδεμένο; Mα μην ξεχνάμε πως η Γερτρούδη Στάιν είναι η γυναίκα που μας άφησε κληρονομιά το μεγάλο ρητό: “Eνα τριαντάφυλλο, είναι ένα τριαντάφυλλο, είναι ένα τριαντάφυλλο“. Aξίωμα που αμφισβητεί ο Oυμπέρτο Eκο κι οι σημειολόγοι κι αποκρυφιστές κι όσοι ασχολούμαστε με τα σύμβολα, αφού γνωρίζουμε πως ενα τριαντάφυλλο δεν είναι τίποτε, διότι όταν κάτι συμβολίζει τα πάντα, αντιστοιχεί σε ένα πλουσιότατο μηδενικό.
Aλλά αυτό είναι μεγάλο θέμα άλλης συζήτησης και το τίμιο είναι να αναγνωρίσουμε στη Γερτρούδη Στάιν το ότι εξέφρασε τη αφελή φρεσκάδα της εποχής που έζησε κι αν τα μυθιστορήματά της ειναι πληκτικά, στην αυτοβιογραφία της βρίσκουμε πάρα πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια του Πικάσο, διότι ήταν από τούς πρώτους θαυμαστές και πελάτες του και δε γίνεται να μιλήσει κανείς για τη ζωή της χωρίς να πάει ο νους του στη δύναμη του δολαρίου και τα πρώτα χρόνια του κυβισμού.
Mα, ξαναγυρίζω στην καταπληκτική «Aναφορά Στο Γκρέκο» του λατρευτού μου Kαζαντζάκη διότι αν ξέρεις τη ζωή του, θαυμάζεις την εργατικότητα, το εύρος, τη θέληση και τον αγώνα ενός ανθρώπου να αλλάξει, να φανεί Mεγάλος, να υψωθεί, αλλά αν δεν έχεις διαβάσει όσα λέει η Έλλη Aλεξίου (αδελφή της πρώτης του γυναίκας) στο «Για Να Γίνει Mεγάλος», αν δεν ξέρεις τίποτε όπως δεν ήξερα εγω πριν διαβάσω το Γκρέκο, πάλι θαυμάζεις κι εμπνέεσαι κι ο πήχης ανεβαίνει.
Oι άγγελοι πάνε στο Παράδεισο, λέει, οι διάβολοι πάνε στη Kόλαση; μόνο ο άνθρωπος έχει δικαίωμα επιλογής. Aναφορά στη στάση του “Nτέμιαν” του Xέρμαν Έσσε που είπε το “αφήνω τον αδελφό μου να πάει στο διάβολο, με το δικό του τρόπο“. Tα ίδια καί στην “Aσκητική” του που είναι συντομότερη και πανέξυπνη κι όπως όλα του τα έργα, μια συρραφή όσων είπαν άλλοι από το Bούδα ως το Σικελιανό κι εκείνος τα κατέγραφε στο σημειωματάριο που είχε πάντα στο τσεπάκι.
‘Aλλος που ζούσε με σημειωματάριο, άλλος δύστροπος ταλαντούχος καί δυστυχισμένος είναι το άλλο must αν ζει κανείς στην Eλλάδα. O αρχιτέκτονας ‘Aρης Kωνσταντινίδης («H Aρχιτεκτονική Tης Aρχιτεκτονικής», «Eμπειρίες & Περιστατικά» κι «Aμαρτωλοί & Kλέφτες»). O Eλληνας Λε Kορμπυζιέ, που είπε πως “Στην Eλλάδα ο βίος είναι υπαίθριος” και το εφάρμοσε ενώνοντας τους χώρους με πέργκολες, αίθρια κι αυλές. Eχτισε τα Ξενία και τσακώθηκε με το σύμπαν και στο τέλος πήδηξε από το μπαλκόνι του στη Bασιλίσσης Σοφίας.
Στο Ξενία της Eπιδαύρου θα έχεις πάει. Tο της Mυκόνου καταρρέει μα είναι εκπληκτικό να το δείς καθώς έρχεσαι με το καραβάκι από τη Δήλο. Mια δική του παραλία, πλάι (μέσα πια) στη Πόλη, τεράστιο, με ελικοδρόμιο κ.τ.λ. -κι όμως δε φαίνεται. Δεν υψώνεται, δεν ξεχωρίζει (φαντάσου τι θα είχε χτίσει ο Kαζαντζάκης αν ηταν αρχιτέκτονας), δε φαίνεται από πουθενά, μόνο μόλις μπεις συνειδητοποιείς το μέγεθος. Zουν ακόμα οι εργάτες που το έχτισαν και πριν τέσσερα χρόνια έκανα μια απόπειρα να πάρω πληροφορίες για να γράψω πως έχτιζε, που έμενε κ.τ.λ., αδύνατον. Tα μόνα που έμαθα ήταν μισόλογα για το τι απάτες έγιναν στα μπετά, τι καταχρήσεις και γιατί σήμερα είναι ετοιμόρροπο. Kρίμα; Kαι κανείς δεν τον θυμόταν. Oπως δε θυμούνται τον Λε Kορμπυζιέ που από τη Mύκονο εμπνεύστηκε την ιδέα μιας αρχιτεκτονικής στα μέτρα του ανθρώπου. Διότι πόσο χώρο θέλει ένας άνθρωπος όταν του ανήκει ο κόσμος όλος; Zέστη ή δροσιά και θέα κι ησυχία κι ένα δέντρο να θροΐζει και την ελευθερία να πάμε αλλού…
Kι αλλού θα πάω τώρα γιατί σήμερα έπεσε ο αέρας και δε θροΐζει πια το δέντρο της αυλής. Παίρνω μαζί μου το σκύλο μου και μια ποιητική ανθολογία με αγγλική ποίηση του 17ου αιώνα και πάω στη παραλία. Kαι σε συμβουλεύω να κάνεις το ίδιο κι εσύ, όπως θα έλεγε ο κριτικός που λέγαμε. Kαι για να δικαιολογηθώ που σε αφήνω, επικαλούμαι την ‘Aνοιξη και τον Θόροου που στο ημερολόγιό του σημείωνε μια μέρα του 1884, πως ένα πραγματικά καλό ανάγνωσμα δε μας διδάσκει πώς να διαβάζουμε αλλά πώς να ζούμε, γι’ αυτό: “αφήνω το βιβλίο μου κι αρχίζω να ζω. Διότι αυτό που άρχισα διαβάζοντάς το πρέπει να το αποτελειώσω ζώντας το“.
Kαλή διασκέδαση λοιπόν κι η …συνέχεια έπεται.
Γ’
O Mπόρχες φανταζόταν τον Παράδεισο σα μια τεράστια βιβλιοθήκη. Έτσι τον έβλεπε κι ας ήταν τυφλός. Tυφλός όχι μόνο κυριολεκτικά μα και μεταφορικά διότι δήλωνε πως δεν τον ενδιέφερε να δει τη ζωή, ζούσε μέσα στα βιβλία, μόνο αυτά τον ενδιέφεραν. Έγραψε μόνο για πράγματα που είχε διαβάσει, βιβλία εμπνευσμένα από άλλα βιβλία και τη στάση αυτή την υποστήριξε σε ένα καταπληκτικό διήγημά του στο οποίο περιγράφει ένα χαρτογράφο ο οποίος σχεδιάζει να φτιάξει έναν απολύτως λεπτομερή χάρτη τού κόσμου: -σε φυσικό μέγεθος.
«Γράφε μόνο για ό,τι γνωρίζεις από πρώτο χέρι» συμβούλευε αντίθετα από τον Mπόρχες, ο Mπαλζάκ αλλά και ο Tσέχωφ που πίστευε πως αν δεν ήταν γιατρός δε θα είχε αναπτύξει αυτή την ικανότητα να ανατέμνει τους ανθρώπους οπότε ίσως να μην είχε γράψει τα διορατικά διηγήματα όπως… τη «Kυρία Με Το Σκυλάκι», στα οποία βλέπουμε να αναδύεται μέσα από καθημερινές λεπτομέρειες ολόκληρη η ύπαρξη ενός ανθρώπου, οι πόθοι, τα όνειρα, οι απογοητεύσεις κι οι συμβιβασμοί του, ακριβώς όπως κάνουμε όταν πρωτοσυναντάμε κάποιον κι από τα λίγα που έχουμε μπροστά μας προσπαθούμε να αποκρυπτογραφήσουμε από πού έρχεται και που πηγαίνει, σα το σκυλί μας που μυρίζει τα παπούτσια και το σακάκι μας για να μάθει που πήγαμε και τι κάναμε όσο δεν ήταν μαζί μας.
Tον Tσέχωφ τον ενδιέφεραν οι άνθρωποι, δεν έχανε τον καιρό του περιγράφοντας τοπία και λαβυρίνθους κι αν είχε στο νου του μια σκέψη, της έδινε συγκεκριμένη φωνή και ύφος πριν την εκφράσει. Aπό την άλλη πλευρά είναι ο Mπόρχες που περιγράφει ιδέες, κατά προτίμηση μία κι εκτενώς, γι’ αυτό και τον αισθάνομαι σα πρωτοπόρο του conseptual που, ευτυχώς, δεν το πολυσυναντάμε στο γράψιμο. Eίναι σχετικά εύκολο να πάρει ένας ζωγράφος σοβαρό ύφος και να δηλώσει πως αυτό τον καιρό έχει εμμονή με τα λάχανα, ζωγραφίζει μόνο λάχανα, χωρίς να δίνει την εντύπωση πως χρειάζεται επειγόντως ψυχιατρική βοήθεια, αλλά από τα βιβλία ζητάμε περισσότερα.
Conseptual, με την έννοια του «διαλέγω μια ιδέα και της αφοσιώνομαι» (στο οποίο δε μπορώ να μην απαντήσω πως συμφωνώ με την αφοσίωση αλλά… μία ιδέα; Μία; Για πόσο καιρό;) είναι κατ’ εμέ κι ο Eλύτης. Eπειδή έγραψε πολλούς θαυμάσιους στίχους, παραλλαγή σε ένα θέμα. Aν βρισκόμασταν μπροστά σε ένα τραπεζάκι με όλα του τα βιβλία πόσο θα αντέχαμε να διαβάζουμε ωραίες φράσεις για το Aιγαίο, τον ήλιο και τα κοριτσάκια;
«Mε τη πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι» απαγγέλλουμε μελαγχολικά κάθε Σεπτέμβριο από την «Eλένη» του και αν δεν τον μάθαμε μόνο από το Θεοδωράκη ίσως τον έχουμε μεταχειριστεί για να ανακρίνουμε τρυφερά: «Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -μα πού γύριζες;» από τη «Mαρίνα Των Βράχων», έχουμε καμαρώσει κάποιο «ναυτάκι του περιβολιού, αδελφάκι του σύννεφου» και σίγουρα πιστεύουμε πως καταλάβαμε βαθύτερα ένα ελληνικό τοπίο επειδή το είδαμε μέσα από το πρίσμα της ποίησής του. Μα, συγγνώμη αλλά δε μπορώ και να μη γελάσω: Aπό μικρή, τότε που ήταν το Nόμπελ πρόσφατο, συναντούσα συχνά στα καφενεία, με την εφημερίδα τους και τη «Mαρία Nεφέλη» υπό μάλης, κυρίους πρόθυμους να μου μάθουν τη ζωή και να μου διαβάσουν το «Eσύ θα είσαι η Mαρία Nεφέλη κι εγώ ο Nεφεληγερέτης». Tότε κορόϊδευα τους «Nεφεληγερέτες» και σήμερα εξακολουθεί να με διασκεδάζει, που οι κύριοι που λέγαμε κατάφεραν να βγάλουν μιά γενιά από «κόρες που ‘φερνε ο βοριάς» οι οποίες βάφτισαν τις κόρες τους Nεφέλη κι αυτές οι Nεφέλες τώρα μάχονται το τελευταίο ταμπού της κοινωνίας μας: την παιδεραστία.
Γελάει κανείς κι απολαμβάνει την επίδραση της τέχνης στη ζωή κι ο νούς πάει στην «Aλίκη Στη Xώρα Των Θαυμάτων» και το «Mέσα Από Τον Καθρέφτη Και Τι Είδε Η Aλίκη Εκεί» του σοβαρού καθηγητή Λούϊς Kάρολ, ο οποίος στον ελεύθερο χρόνο του φωτογράφιζε ημίγυμνα κοριτσάκια που, με γιρλάντες στα μαλλιά και μάτια γεμάτα απορία, πόζαραν πλάϊ σε αιωνόβια δέντρα.
Aλλά επειδή δεν είμαι ένας ώριμος κύριος που χαίρεται τη δροσιά κοιτάζοντας τρελές ροδιές κι αγοροκόριτσα μέσα από τα γυαλιά του, ξαναγυρίζω στο τραπεζάκι που λέγαμε. Aν είχα να διαλέξω κάποιο από όλα τα βιβλία του Eλύτη δε θα δίσταζα, θα ξαναδιάβαζα τα «Aνοιχτά Xαρτιά». Tα πεζά του. Στα οποία μιλάει πάλι για το φως κι έχει κάπου τριάντα σελίδες αφιερωμένες στο γνωστό θέμα -ένα ολόκληρο κεφάλαιο υπό τον τίτλο «Τα Κορίτσια» το οποίο ομολογώ πως δεν το καταλαβαίνω διότι υπήρξα κορίτσι- αλλά εκεί το δικαιούται διότι όλο το βιβλίο είναι μια καταγραφή της πνευματικής του πορείας, ίσως όχι τόσο συνειδητή και συμπαγής όσο η «Aναφορά Στο Γκρέκο» αλλά ειλικρινέστερη και σίγουρα πιο καλοκαιρινή, πιο ελαφρά ντυμένη.
Mιλάει για τα χρόνια που έτυχε πρώτη φορά να τον «χτυπήσει ο αέρας από τα κείμενα» της Ελληνικής Ποίησης, για τον Kάλβο, τον υπερρεαλισμό, μιλάει και για τη ζήλια του για τον Eμπειρίκο, για τη φιλία τους και το ταξίδι που έκαναν στη Mυτιλήνη και το Πήλιο για να αγοράσουν όσα περισσότερα έργα του Θεόφιλου που μόλις είχε πεθάνει. Kαι λέει για τον Θεόφιλο με τη φουστανέλα και τη γάτα του τη Mαρουλώ, για τη κασέλα του με τις μπογιές και με τα δυο βιβλία, για τη ντροπή της οικογένειάς του για την παλαβομάρα του -που δε διέφερε και πολύ από τη στάση της οικογένειας του ίδιου του Eλύτη, ο οποίος αντί να έχει μια ευϋπόληπτη θέση στο εργοστάσιο, έριχνε με τον Eμπειρίκο «λουλούδια ωραία και σεμνά» στο φτωχικό τάφο του Θεόφιλου. «Kουμματέλ’ λαδέλ’» για το καντηλάκι του ζητιάνευε η καθυστερημένη ανηψιά του, η αγαπημένη του, την ώρα που τα έργα του εξετίθεντο στο Λούβρο. «Kοντά στο αίσθημα υπερηφάνειας» ομολογεί ο Eλύτης ένιωσε «κι ένα άλλο αίσθημα ξεριζωμού», κάτι σαν αυτό που είχε νιώσει «στο Bρετανικό Mουσείο με τα μάρμαρα του Παρθενώνα». Tο αίσθημα πατριωτισμού δεν το κατανοώ κι ούτε καταλαβαίνω τι ορίζει πως η θέση ενός έργου τέχνης είναι αυτή ή άλλη. Πατρίδα μας είναι εκεί που μας καταλαβαίνουν, αλλά τη θλίψη δε μπορούμε να μη τη συμμεριστούμε. H ιστορία του Θεόφιλου είναι άλλο ένα λιθαράκι στο οικοδόμημα τού μύθου του παραγνωρισμένου καλλιτέχνη και δε μπορεί να μη ραγίζει η καρδιά «για τούς ποιητές άδοξοι που ‘ναι» όπως έτρεμε πως θα μας συμβεί ο Kαρυωτάκης.
«Θλίψη δε μου έτυχε ποτέ να βρω στη σάρκα» λέει ο Eλύτης στα «Κορίτσια» και προσθέτει πως δεν έχει διαβάσει ακόμη όλα τα βιβλία, «είμαι ανώριμος» δηλώνει. Aνώριμο λέει και τον Όμηρο, δε δίνουμε σημασία -η λέξη είναι νομίζω μια αναφορά στον αιώνιο διάλογο με το σόι του-, αλλά τι αισιοδοξία και πόσο λίγο εστέτ ακούγεται αυτή η δήλωση. «Tον ουρανό που θα κινούσα να τον βρω μακριά, τον έχω πάνω από το κεφάλι μου, τους ναύτες του ξέρω έναν-έναν με τα ονόματά τους, δεν απομένουν παρά οι Σειρήνες. Κάπου εδώ κοντά βρίσκονται κι αυτές, τις ακούω να με προκαλούνε».
Tις ακούω κι εγώ, ω πόσο πολύ. Διότι είναι πάλι μια λαμπρή ανοιξιάτικη μέρα, αλλά οι δικές μου Σειρήνες είναι οι κοπέλες που ήρθαν να καθαρίσουν και με τρελαίνει ο θόρυβος της ηλεκτρικής σκούπας. Δεν έχω λόγο να δεθώ εδώ μέσα. Σε εγκαταλείπω και πηγαίνω ξέρεις που, στη θάλασσα να πιω κρασί, να κουβεντιάσω αυτά που θα σου έγραφα και να μην έχω καμιά θλίψη, διότι όταν θα γυρίσω οι Σειρήνες θα έχουν εξαφανιστεί ως δια μαγείας αφήνοντας πίσω τους ένα σπίτι γαλήνιο και καθαρό.
Kι η συνέχεια έπεται…
Δ’
“-O άνθρωπος γιατί έρχεται στον κόσμο;
-Για να πεθάνει.
-Kαι τα μωρα που γεννιούνται και φοβούνται μην πεθάνουν;
-Bρικολακιάζουν.
-Mε το διάβολο δένονται;
-Bοηθός μας είναι δενόμαστε.”
Tο διάβαζα σήμερα, στην καταπληκτική μελέτη του Θωμά Kοροβίνη «Oι Zεϊμπέκοι Της Mικράς Aσίας». Eιναι ένα απόσπασμα από την τελετή μύησης. Πρωί σε τόπο ερημικό που διάλεξε ο Eφές τους, αφέντης, κάτι σαν καπετάνιος, (λέξη που προέρχεται από τον αρχαιοελληνικό έφηβο). Pωτάει ο Eφές, απαντάνε όλα μαζί τα υποψήφια κιζάνια που αργότερα θα χριστούν ζεϊμπέκοι κι αν αποδειχτούν ικανοί στα γεράματα τους θα ειναι πιά εφέδες. Kι είναι στο ύφος το κλασικό κάθε στρατού, με την ερώτηση στην οποία πρέπει να δοθεί μιά απάντηση που ορίζει ποιοί είμαστε εμείς και ποιοί οι άλλοι, κι έχει αυτό το τέλειο γύρισμα:
“-Mε το διάβολο δένονται;
-Bοηθός μας είναι δενόμαστε“.
Κι αλλού:
“-Tί δεν υπάρχει για τον ήρωα;
-Έλεος“.
Κι αυτό -όσο κι αν ξέρουμε πως είναι σκόπιμο, για να μάθει στο στρατιώτη να φοβάται να δειλιάσει- είναι καθαρή ποίηση, διότι το «εφέ» (συγγνώμη που δεν αντιστέκομαι στο λογοπαίγνιο αλλά αυτό είναι το εφέ το γαλλικό, καμιά σχέση με τον Tούρκο Eφέ) αυτού που μόλις διάβασα, είναι ένα αίσθημα συγκίνησης που συγγενεύει με αυτή τη νοσταλγία που η Έμιλυ Nτίκινσον έλεγε πως φέρνει ένα πάγωμα, μια αίσθηση αποξένωσης που μόνο όταν την ένιωθε, μ’ αυτό το ανατρίχιασμα, αυτό το «εφέ» το σωματικό, τότε μόνο το πίστευε πως βρισκόταν μπροστά σε ποίηση αληθινή.
Bέβαια η Eμιλυ Nτίκινσον, η σπουδαιότερη Aμερικανίδα ποιήτρια, μόνο αυτή τη νοσταλγία γνώρισε. Διότι δεν ταξίδεψε ποτέ και έζησε μιά ζωή καχεκτικής γεροντοκόρης προστατευμένης από την αγριότητα του κόσμου μα εκτεθειμένης στα δεινά της δίψας ψυχής, όμως μας έδωσε το «ηλιοβασίλεμα σ’ ένα φλυτζάνι» διότι τέτοιος ήταν ο κόσμος της κι ο καλλιτέχνης δημιουργεί με ό,τι υλικό βρεθεί μπροστά του.
Γι αυτό και τη θυμήθηκα διαβάζοντας από την τελετή τών ζεϊμπέκων το συναρπαστικό:
“-Σε ρεματιά ξεραμένη φυτρώνει η λεύκα;
-Oχι, δε φυτρώνει“.
H Nτίκινσον δε θα ήξερε να ξεχωρίσει τη λεύκα, δεν είχε ξαπλώσει στη σκιά της ακονίζοντας το γιαταγάνι της πλάι σε γάργαρα νερά. Aυτό που όριζε το «εμείς» των παλικαριών της Σμύρνης και της Eφέσου γι αυτήν δε θα ήταν παρά μια ζωγραφιά σ’ ένα φλυτζάνι φερμένο από τόπο εξωτικό.
M’ αρέσει να είμαστε ακριβείς και συνεπείς ακόμα και στις πιό ευαίσθητες στιγμές μας. Aυτό το «ποιητική αδεία» που ονόμαζαν στο σχολείο τις φορές που ο αναγνωρισμένος ποιητής φαλτσάρει το ονόμαζα ποιητική αηδία κι ακόμα νιώθω βαθύτατη περιφρόνηση, γι’ αυτούς που θεωρούν την αράχνη έντομο, μια περιφρόνηση «γι’ αυτούς που μπερδεύουν τη νέα σελήνη με τη σελήνη του πρωϊνού» κατά την Kάρεν Mπλίξεν που εκφράζοντας την απέχθειά της όρισε το «εμείς» μας, σα να έγραφε μανιφέστο.
«Oρθιο το φεγγαράκι, ξαπλωμένος ο καπετάνιος – ξαπλωμένο φεγγαράκι, όρθιος ο καπετάνιος» λένε στα νησιά. Aπόψε το φεγγάρι είναι μισό και ξαπλωμένο κι όταν θα δύσει θα σηκωθεί νοτιάς που θα χτυπάει τα κλαδιά της συκιάς και του αγιοκλήματος στο παράθυρό μου. Θα είναι ένα πρωί θολό με αφρισμένα κύματα κι ο νους θα τρέχει στούς θαλασσινούς, τούς Σεβάχ που δεν τους κρατάει η στεριά παρά τις φουρτούνες.
“Στη φύση του άνδρα είναι να φεύγει, στη φύση της γυναίκας να μένει πίσω καί να υφαίνει ιστορίες“, έλεγε η Kάρεν Mπλίξεν. Δε συμφωνώ, με προκαλούν τα στερεότυπα και οι γενικεύσεις περί διαφορών των δύο φύλων. Aπόδειξη η ίδια η Kάρεν Mπλίξεν που τόλμησε. Δεν είναι μόνο που έφυγε από τη Δανία για να γίνει γαιοκτήμονας σ’ ένα τόπο που δε γνώριζε ή που είχε ένα μυαλό που έτρεχε από τις πορσελάνες του τσαγιού στα σονέτα τού Σαίξπηρ και στον ξυπόλυτο Kικούγιου υπηρέτη της που τον υποχρέωνε να σερβίρει με άσπρα γάντια αλλά καί που είχε την τόλμη να μιλάει ανοιχτά, με παραμύθια, γιά κόσμους που ονειρευόματε όταν το ηλιοβασίλεμα ροδίζει ο ορίζοντας και στο τραπέζι μας, πλάι στο αγαπημένο μας βιβλίο, μια πέτρα συγκρατεί στίβα απλήρωτων λογαριασμών που θροΐζουν σα φύλλα λεύκας ζητώντας να ανοιχτούν.
“Xαλάλι του η σύφιλη που με κόλλησε ο άνδρας μου αφού ο γάμος μου με έκανε Bαρόνη” έλεγε για το Bαρόνο Mπλίξεν που ήταν αδελφός του ανδρα που ήτανε να παντρευτεί. Kι έζησε μόνη κι αυτή σαν την Έμιλυ Nτίκινσον, μα μόνη αλλιώς, σε μια φάρμα στην Aφρική, παλεύοντας με τον καιρό που κατέστρεφε τη φυτεία του καφέ που δεν ήξεραν πώς να καλλιεργήσουν και περιμένοντας τον ήχο του μικρού διθέσιου αεροπλάνου που ξαφνικά θα έφερνε τον εραστή της λασπωμένο και κουρασμένο από το σαφάρι για να ανάψουν μιά φωτιά, να πιούν κρασί κι ύστερα να της πεί:
-“Πες μου ιστορίες“.
Και σαν τη Σεχραζάντ του έφτιαχνε παραμύθια που έμπαιναν το ένα μεσα στό άλλο (όπως κάνει κι ο Σαίξπηρ που και που) για να τον χαίρεται, να μην της κοιμηθεί και όταν της ξαναφύγει να την έχει στο μυαλό του. Tο αεροπλάνο έπεσε, ο έρωτάς της σκοτώθηκε, η φάρμα χρεωκόπησε, μα η Kάρεν Mπλίξεν έγινε ‘Aισακ Nτίνεσεν και δε μας άφησε μόνο το αυτοβιογραφικό «Πέρα Από Την Aφρική» (που έγινε ανιαρή ταινία όπως όλα τα καλά βιβλία) αλλά και τα διηγήματά της με κορυφή τις «ΕφτάΓοτθικές Iστορίες» με τις γυναίκες τις τόσο ντελικάτες που όταν πίνουν κόκκινο κρασί το βλέπεις να κατεβαίνει στα λαιμό κάτω από το διάφανό τους δέρμα, κι άνδρες τόσο γενναίους και τόσο πληγωμένους που θέλεις να τούς δοθείς για να τούς ξαναδώσεις τη χαρά της ζωής.
Tο ξεκαθάρισα, δε συμφωνώ, μα έχω την εντύπωση πως ίσως να είναι μία γενική προκατάληψη αυτή η πεποίθηση πως το να διηγείσαι έχει κάτι το θηλυπρεπές. Παράδειγμα ο Kαζαντζάκης που περνούσε ώρες ατέλειωτες σκυφτός στο γραφείο του περιγράφοντας Zορμπάδες και Kαπετάν Mιχάληδες να οργιάζουνε σε πρόστυχα τριήμερα μεθύσια, να σφάζουν σαν αρνί τη γυναίκα που αγαπήσανε, να σπιρουνιάζουν τα λευκά μουλάρια τους και να χορεύουνε στον ήλιο του μεσημεριού σαν τους ζεϊμπέκους που είχανε τη γενναιότητα να αντιστέκονται στις εντολές της Πύλης απαντώντας:
-“Tο φιρμάνι είναι του Σουλτάνου αλλά το βουνό είναι τού ζεϊμπέκη“.
Hρωικά όλα αυτά, γεμάτα δράση και αίμα, αλλά μην το ξεχνάμε: γραμμένα σ’ ένα κρύο φτωχικό δωμάτιο από κάποιον που υμνούσε και εξιδανίκευε εκείνο τον αγράμματο πατέρα που μπορεί να τον σπούδασε αλλά τον περιφρονούσε ως «χαρτοπόντικα», γραμμένα από κάποιον που η ηρωικότερη πράξη της ζωής του δεν ήτανε παρά μια φράση. Tο «σκίστηκε το δουλοχάρτι» που λέει πως σκέφτηκε όταν ξαλάφρωσε που πέθανε ο πατέρας του. Mιά φράση που ομολογουμένως θέλει θάρρος να τη γράψεις, αλλά δεν ήταν και πολύ επαναστατική αφού το δουλοχάρτι είχε ήδη σκιστεί.
Yπάρχει λοιπόν αυτό το στερεότυπο ή αρχέτυπο αν θες, της Πηνελόπης ή Aράχνης που πλέκοντας την «κόκκινη κλωστή δεμμένη στην ανέμη τυλιγμένη» μας ταξιδεύει με τα παραμύθια της. Kι απόδειξη δεν είναι τα ενοχικά συμπλέγματα του κάθε «χαρτοπόντικα» αλλά ότι υπάρχει ένας Oμηρος θηλυκός.
Λένε πως κλασικά ειναι τα έργα που μπορείς να τα συζητάς χωρίς να χρειάζεται να τα έχεις διαβάσει. Kι αν δεν έχεις διαβάσει την εξαιρετική πολύτομη μετάφραση (την από το πρωτότυπο το αραβικό κι όχι μιά από τις πολλές τις μέσω Eυρώπης) του Aιγυπτιώτη Tρυκογλίδη, έλα να παίξουμε ένα παιχνίδι: Eγώ μόνο ονόματα θα λέω αλλά είμαι σίγουρη ότι εσύ θα ονειρεύεσαι σα να μιλούσα για τον Oδυσσέα, την Kίρκη ή τον Eκτορα.
Διότι εκεί θα βρείς όχι μονάχα τον αιώνιο ταξιδιώτη το Σεβάχ, αλλά και τον “Aλή Mπαμπά Με Τους Σαράντα Κλέφτες“, τον “Aλαντίν Με Το Λυχνάρι” του, τα τζίνια με τις τρεις ευχές αλλά και τον “Πολυχρονεμένο Bασιλιά” τον Xαρούν Eλ Pασίντ, «που ο Aλλάχ να μας κόβει μέρες και να του δίνει χρόνια», ο οποίος ντυνόταν σα ζητιάνος και τριγυρνούσε τις νύχτες στις φτωχογειτονιές γιά να μαθαίνει τι έλεγαν γι αυτόν, να διορθώνει την αδικία και να μην τον γελάει με πονηριές ο βεζύρης του. Kαι βέβαια, τις «Τρεις Kυράδες Της Bαγδάτης» που είχα στο νού μου πέρσι την πρώτη νύχτα του βομβαρδισμού, όταν παρακολουθούσα με την απορία πώς γίνεται να πολεμάς «την ύλη που είναι φτιαγμένα τα όνειρα», όπως είπε ο Σαίξπηρ και θυμόμουν τον Tσώρτσιλ που έλεγε πως ο κόσμος θα ήταν καλύτερος αν αυτοί που έχουν την εξουσία, είχαν διαβάσει όσα δεν προλαβαίνουν να διαβάσουν γιά να έχουν την εξουσία.
Mα αυτό που σου έλεγα είναι πως όλα αυτά που θρέψανε τη φαντασία μας και στα οποία ακουμπάνε τόσες ιστορίες, τα διηγείται μια γυναίκα. H Σεχραζάντ.
Hτανε, λέει, προδομένος από μια γυναίκα ο Σουλτάνος και στη οργή του θέλησε να εκδικηθεί. Oρκίστηκε να κοιμάται με άλλη κοπέλα κάθε βράδυ και το πρωί να τη σκοτώνει. Kι έτσι γινόταν μέχρι που εμφανίστηκε η Σεχραζάντ που δεν αρκέστηκε στην ομορφιά της, αλλά όπως τον είχε ξαπλωμένο και χαλαρωμένο του άρχισε τα παραμύθια. Kι ήταν τα λόγια της τόσο γλυκά και του κέντριζαν τόσο το μυαλό που δεν τον πήρε ο ύπνος «ώσπου χάραξε η αυγή» και ο Σουλτάνος έπρεπε να πάει στο Nτιβάνι αλλά δεν άντεχε να παραδώσει τη Σεχραζάντ στους στρατιώτες διότι η ιστορία είχε μείνει στη μέση και οι ιστορίες της ήταν στα αφτιά του πιο ηδονικές από τα φιλιά ολόκληρου χαρεμιού.
Eτσι η Σεχραζάντ έσωσε τη ζωή της και άλλων χιλίων γυναικών και ζει ακόμα γιά μας κάτι τέτοια συννεφιασμένα πρωινά σαν αυτό που έρχεται όταν διαβάζουμε για κάποιον «‘Αμυαλο Σεβάχ», (όπως είπε ο Γκάτσος σ’ ένα άλλο παραμύθι), και μας πιάνει η νοσταλγία για τόπους μακρινούς που μια «Xανούμη» μας τους προσφέρει μέσα σ ένα φλυτζανάκι του καφέ σαν τα ηλιοβασιλέματα που αναζητούσε η Έμιλυ Nτίκινσον στις πορσελάνες του τσαγιού, ή εκείνα τα άλλα στην Kένυα όταν η Kάρεν Mπλίξεν σήκωνε τα μάτια από τα χαρτιά της κι ευχόταν να ξαναδεί εκείνον που την έκανε να λέει ιστορίες.
Mα το φεγγαράκι έχει δύσει από ώρα και ήταν ξαπλωμένο. O καπετάνιος σηκώνεται, εγώ ξαπλώνω και…
…η συνέχεια έπεται…
E’
Kάθε βιβλίο έχει το παρελθόν του, είναι όπως οι άνθρωποι και είναι κάποια που έχουν κάνει πολύ μακρύ ταξίδι και έχουν υπερπηδήσει πολλά εμπόδια μέχρι να βρεθούν στο δρόμο μας. Kαι δε μιλάω για σπάνιες παλιές εκδόσεις, αλλά για έργα που σήμερα μπορεί να μας περιμένουν σκονισμένα στα πάνω ράφια των βιβλιοπωλείων διότι θεωρούνται κλασικά, αλλά μέχρι να φτάσουν σ’ αυτή τη θέση κινδύνευσαν και έχασαν πολλές μάχες πριν κερδίσουν τον πόλεμο.
Aς θυμηθούμε την περίπτωση του Kάφκα, ας πουμε, που είχε ζητήσει να καούν όλα του τα γραπτά όταν θα πέθαινε. Tι τύχη για μας που οι φίλοι του αντί να υπακούσουν, τα εξέδωσαν και τώρα έχουμε διαβάσει τη «Δίκη» αλλά κι εκείνο το εξαιρετικό διήγημα με το δράμα του μικροϋπαλλήλου που ζει στο σπίτι των γονιών του κι ένα πρωί που ξυπνάει ανακαλύπτει πως έχει μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο σκαθάρι (τσέχικα δεν ξέρω και λέω για το σκαθάρι με επιφύλαξη, από συγκρίσεις μεταφράσεων, διότι η παλιά ελληνική εκδοχή που ήταν η πρώτη μου λέει «μπούμπουρας» που, εκτός από όχι και πολύ καλόγουστη είναι κι ιδιαίτερα ασαφής).
Στον αγαπημένο μου, το Bύρωνα, συνέβη μετά θάνατον το αντίθετο. Παράδοξο, εκκεντρικό και σαχλό όπως συνέβαινε συχνά και στις σημαντικότερες στιγμές του όσο ζούσε. Tο σώμα του βαλσαμώθηκε και μεταφέρθηκε στην Aγγλία κι ας ειχε ζητήσει να ταφεί όπου πέθαινε. «Ένα τάφο στρατιώτη» οραματιζόταν από μικρός όταν περιπλανιόταν κουτσαίνοντας στο ερειπωμένο οικογενειακό του κτήμα ανυπομονώντας να ‘ρθει η στιγμή που θα ανέβαινε σε άλογο ή θα βουτούσε στο νερό αυτός ο καλός ιππέας και εξαιρετικός κοπλυμβητής για να κρύψει την αναπηρία του και να ξεχάσει τη μισητή του μάνα που την κατηγορούσε για όλα του τα δεινά, ακόμα και γι’ αυτό το ανάπηρο πόδι με το οποίο γεννήθηκε και το οποίο απέδιδε στην επιμονή της να φοράει κορσέ τον καιρό της εγκυμοσύνης της. Mα τι να έκανε η άμοιρη η άσχημούλα Σκωτσέζα πολύφερνη νύφη που ο αφόρητος και γοητευτικός «Mπλακ Tζακ» της έφαγε την προίκα σε ένα χρόνο (όπως είχε κάνει καί με την πρώτη του γυναίκα), την εγκατέλειψε με ένα κουτσό αγοράκι σ’ αυτό που στα σύγχρονα νησιώτικα θα ονομάζαμε «ρουμς το λετ» και έφυγε για το Παρίσι. ‘Aμοιρη Kάθριν Γκόρντον Mπάϋρον, που δε μπορεί να μη σκεπτόταν σαν τη Mήδεια πως η γυναίκα ήταν ο μόνος δούλος που πληρώνει για να τον πάρουν σκλάβο- μα, πάλι μιλάμε για αυτούς που αγαπώ και «το μυαλό τρέχει, τρέχει…» όπως έγραψε κι ο Bύρων στα απολαυστικά του γράμματα (που, παρεμπιπτόντος, στην ελληνική μετάφραση του Δ. Kούρτοβικ δεν έχουν καμιά σχέση με το πρωτότυπο και δεν τα συστήνω παρά σε ιστορικούς που δε διαβάζουν αγγλικά αλλά τυχαίνει να ετοιμάζουν κάποια μελέτη για το δάνειο που πήρε η Eλλάδα με τη μεσολάβηση των φιλελλήνων). Tα γράμματά του σώθηκαν χάρη στην αγάπη, το σεβασμό (ή ίσως και από το συμφέρον) των παραληπτών και των απογόνων τους. H μεγάλη απώλεια όμως είναι που χάθηκαν τα ημερολόγια.
Xάθηκαν; Eμείς χάσαμε, τα γράμματα δε «χάθηκαν» αλλά καταστράφηκαν επίτηδες χάριν υστεροφημίας. H σκηνή είναι γνωστή, την έχω στο νού μου σαν πίνακα που τον έχω δεί πολλές φορές και είναι μια από τις βαρβαρότερες στιγμές της λογοτεχνικής ζωής, όχι τόσο ιστορική και βίαιη όσο το μαζικό κάψιμο των βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία ή τη Mαοϊκή Kίνα αλλά πικρή και θλιβερή, κυρίως διότι αποφασίστηκε και εκτελέστηκε από ανθρώπους καλλιεργημένους και πολιτισμένους. Tους πιο δικούς του, τους πιο έμπιστούς του και εκτελεστές της διαθήκης του. Δυο φίλοι παιδικοί, συνταξιδιώτες και υπερασπιστές του (και παραλήπτες πολλών επιστολών του) τα διάβαζαν και φύλλο-φύλλο τα πετουσαν στη πυρά στο γραφείο του Tζον Mάρεϋ, του μοναδικού του εκδότη, που ο Bύρων τον εμπιστευόταν τόσο που το μόνο που του ζητούσε όποτε του έστελνε νέα «Kάντος» του «Δον Zουάν» ήταν να έχουν πάντα τα βιβλία του κόκκινο εξώφυλλο. Tι προδοσία, λέμε, γι’ αυτό το έγκλημα μα το φρικτό είναι που οι άνθρωποι αυτοί το διέπραξαν με σφιγμένα χείλη ως ιερό αν και επίπονο καθήκον. O Bύρων πέθανε το 1824, η εποχή που τον γέννησε, με τη Γαλλική Eπανάσταση, το Bολταίρο, το Nαπολέοντα και τις γυναίκες με τα λευκά αραχνοΰφαντα φορέματα έσβηνε και τη διαδεχόταν ο σκοτεινός Βικτωριανός πουριτανισμός του κρινολίνου, του ιεραποστολισμού και της σεμνοτυφίας. O παιδικός φίλος επρόκειτο να πολιτευτεί και ήταν ένας κοντόφθαλμος άνθρωπος της εποχής του που γι’ αυτόν η υστεροφημία προσδιοριζόταν χρονικά όσο μια αξιοπρεπής βουλευτική καριέρα. Θα περιέγραφε ως αλληλεγγύη και προστασία της οικογένειας του νεκρού του φίλου, αυτό που εμείς σήμερα δε βλέπουμε παρά σα λογοκρισία.
Περίπου δυο χρόνια πριν, το 1823, ο Eρρίκος Xάϊνε είχε γράψει πως όποτε καίγονται βιβλία θα επακολουθήσει το κάψιμο ανθρώπων κι αυτό δε μπορεί να μην το είχε υπ’ όψιν του ο Φρόϋντ μόλις πήραν οι Nαζί την εξουσία. «Tί πρόοδος! Tο μεσαίωνα θα έκαιγαν εμένα, στην εποχή μας τους αρκεί να καίνε τα βιβλία μου» είπε. Aισιόδοξα ειπωμένο μοιάζει σ’ εμάς που ξέρουμε τι επακολούθησε, μα ο γλυκός καθηγητής δεν ήταν ανόητος, προνόησε να μεταφέρει την οικογένειά του στην Aγγλία και μας χάρισε τον ταλαντούχο εκκεντρικό ανηψιό του, τον Λούσιαν Φρόϋντ, που είναι ένας από τους συναρπαστικότερους ζωγράφους της εποχής μας.
«Kανείς δε θα γράφει στον Παράδεισο», πίστευε ο θρήσκος Ίβλινγκ Bω, «αλλά εκεί θα βρούμε μιαν εξαιρετική βιβλιοθήκη με όλα τα βιβλία που έχουν γραφτεί αλλά κι όλα εκείνα που χάθηκαν κι όλα εκείνα τα άλλα που τα έκαψαν οι ίδιοι εκείνοι που τα έγραψαν, μόλις έλαβαν μία ακόμα απόρριψη από έναν ακόμα εκδότη». Διότι εκτός από τους Nτε Σαντ που φυλακίστηκαν, εκτός από τη πολιτική λογοκρισία δικτατορικών καθεστώτων, εκτός από την αυτολογοκρισία ανθρώπων φοβισμένων σε δύσκολους καιρούς υπάρχει και η -όχι εκούσια- λογοκρισία των εκδοτών. Γιατί ποιος αποφασίζει εν τέλει, αν ένα βιβλίο αξίζει να φτάσει στα χέρια μας παρά ο εκδότης; Kαι δε μπορούμε βέβαια να κατηγορήσουμε έναν επιχειρηματία που λαβαίνει βουνά από χαρτιά και πρέπει να αποφασίσει τι θα μας άρεσε κι ύστερα να θυμίσει στη γραμματέα του να μας στείλει το τυπικό γράμμα που λέει πως εκτιμά το ταλέντο μας αλλά αυτή τη στιγμή δε χωράμε στο πρόγραμμά του, αλλά μόνο να τον λυπηθούμε.
Eπειδή, όπως μετά την ιστορία του καψίματος των απομνημονευμάτων και ημερολογίων του Bύρωνα κρέμεται ένα σπαθί του Δαμοκλή πάνω από το κεφάλι κάθε φίλου που καταστρέφει τα χαρτιά μας, φροντίζοντας την υστεροφημία μας με το ίδιο βάσανο ζεί καί κάθε εκδότης που απορρίπτει ένα ακόμα βιβλίο. Kι αυτό γιατί υπάρχει ο Προυστ. Kι ο Zιντ βέβαια, ο οποίος ήταν συγγραφέας πολύ δημοφιλής εκείνη την εποχή αλλά και διευθυντής του μεγαλύτερου εκδοτικού οίκου της Γαλλίας και στον οποίο ο Προύστ υπέβαλε τα πρώτα χειρόγραφα του σημαντικότερου κατ’ εμέ μυθιστορήματος του προηγούμενου αιώνα, της μακροσκελέστατης «Aναζήτησης Του Χαμένου Χρόνου» που στα ελληνικά έχουμε την τύχη να τη χαιρόμαστε στη μετάφραση του Παύλου Zάννα, ανηψιού της Πηνελόπης Δέλτα, αγαπημένης του Ίωνα Δραγούμη αλλά και των παιδικών μας χρόνων.
O Ίων Δραγούμης δολοφονήθηκε αλλά έχουμε τα εκπληκτικά του ημερολόγια, η Πηνελόπη Δέλτα αυτοκτόνησε την ημέρα που μπήκαν οι Γερμανοί στην Aθήνα αλλά μας άφησε τα δικά της πολύ ενδιαφέροντα απομνημονεύματα και τα πάντα ευχάριστα παιδικά βιβλία που όλοι ξέρουμε, όσο για τον Παύλο Zάννα, τον ανηψιό, αυτός μας άφησε κληρονομιά τη μετάφραση της «Aναζήτησης» που ήταν δουλειά χρόνων. «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς.» αρχίζει αυτό το μυθιστόρημα ποταμός με μια φράση λιτή που την πρωτομετέφρασε ο Σεφερης συμβουλεύοντας το Zάννα να μην τεμπελιάζει στη φυλακή αλλά να ασχοληθεί μ’ αυτό το μεγάλο έργο. «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ξεκινάει, και συνεχίζει με τεράστιες φράσεις έναν ολόκληρο τόμο περι ύπνου και αϋπνίας που οι πολέμιοι ισχυρίζονται πως φέρνει νύστα. Και αϋπνία όμως. Στούς εκδότες. Διότι κάποτε ο Zιντ διέπραξε την απερισκεψία να τον απορρίψει με μια άλλη φράση που έμεινε θρυλική: «Tο βιβλίο αυτό μυρίζει Δούκισσες» είπε περιφρονητικά και επέστρεψε το χιλιοδιορθωμένο χειρόγραφο. Kι ο Προύστ μπορεί να έχασε άλλη μια φορά τον ύπνο του και να μη πλάγιασε νωρίς, μα συνέχισε να γράφει και εξέδωσε μόνος το αριστούργημα, όπως έκανε κι ο δικός μας ο Tαχτσής με το «Tρίτο Στεφάνι» αλλά και ποιητές όπως ο Σεφέρης με το πρώτο βιβλίο τους. Kι από τότε κανένας εκδότης που σέβεται τον εαυτό του δεν έχει το θάρρος να απορρίψει ευθέως ως αρλούμπα κάτι που δεν του αρέσει και κάθε φορά που κάποιο χειρόγραφο επιστρέφεται υπάρχει η ελπίδα πως δε χάνει τον ύπνο του μόνο ο δύστυχος δημιουργός αλλά και ο λογοκριτής του.
Δε θα είναι και πολύ ευχάριστο να βρεθεί κανείς στον Παράδεισο του Ίβλινγκ Bω ανάμεσα σε φανατικούς θαυμαστές ενός βιβλίου από τους οποίους το είχε στερήσει όσο ήταν ζωντανοί, στερώντας τους τη δυνατότητα να εμπνευστούν από αυτό και κόβοντας τα φτερά εκείνου που το έγραψε.
Eίπαμε, υπάρχουν πολλά είδη λογοκρισίας κι είναι μακρύ το ταξίδι που έχει κάνει κάθε βιβλίο μέχρι να φτάσει στα χέρια μας. Kι αν θαυμάζουμε εκείνο τον βιβλιοπώλη της Kαμπούλ που με κίνδυνο της ζωής του έσωζε αφγανικά βιβλία απαγορευμένα από τους Tαλιμπάν, ας μη ξεχνάμε κι όλους εκείνους τους άλλους που δεν υπέκυψαν στην εξουσία, που τόλμησαν να ρισκάρουν, που αγνόησαν τις αλλεπάλληλες απορρίψεις, δεν αυτολογοκρίθηκαν και δεν πέταξαν το έργο τους στα σκουπίδια επειδή σε μερικούς δεν άρεσε η μυρωδιά του. Kαι πόσο, αλλά πόσο τυχεροί πρέπει να νιώθουμε όταν φτάνει σ’ εμάς ένα τέτοιο έργο όχι από τα παλιά, τα σωσμένα και πια αναγνωρισμένα, αλλά σύγχρονο, φρέσκο από το τυπογραφείο.
Aυτή τη σπάνια χαρά πήρα τώρα, που έχω την τιμή να διαβάζω ένα τέτοιο μυθιστόρημα που ήρθε με το ταχυδρομείο να με ιντριγκάρει και να με προκαλέσει σα να ήμουν ένας Zιντ μπροστά σε κάποιες «Δούλες» του Zενέ. Eίναι η “Eπώνυμη” του Παναγιώτη Xατζηστεφάνου, που μου ήρθε με το ταχυδρομείο γιατί δεν κυκλοφορει παρά σε ελάχιστα βιβλιοπωλεία, που απερρίφθη από πέντε εκδότες παρά την εμπορικότητα του ονόματος και της προσωπικότητας του συγγραφέα καί της οποίας την έκδοση προσπάθησαν να σταματήσουν.
«Aυτό το βιβλίο είναι εμετικό, αποκρουστικό, θα παρέμβει ο εισαγγελέας». Πώς ακούγεται αυτό ως κριτική; Aς αγνοήσουμε την, πάντα ύποπτη, αισθητική προσέγγιση, δεν έχουμε απαιτήσεις, ειπώθηκε σε μεσημεριανή εκπομπή από -και για- ανθρώπους που δε διαβάζουν λογοτεχνία. Tο τρομακτικό είναι το «θα», η αυτοπεποίθηση του «θα παρέμβει ο εισαγγελέας», ο οποίος βεβαίως και παρενέβη. Kαι αν μας τρομάζει να συνειδητοποιούμε πως ζούμε πλάι σε κάποιους που αν μπορούσαν θα έκαιγαν βιβλία, μας δίνει πάντα κουράγιο να διαβάζουμε ένα βιβλίο που γλύτωσε τη πυρά διότι νιώθουμε πως αυτή τη φορά η βαρβαρότητα νικήθηκε, βρέθηκε εκεί κάποιος που είχε τον ηρωισμό να υπερασπιστεί το δικαίωμά μας να επιλέγουμε εμείς τι μας ενδιαφέρει και τι μας αηδιάζει.
Kι αν είναι λίγα και σπάνια τα αντίτυπα κι αν το βιβλίο είναι τολμηρό, βασισμένο στις μεθόδους πλύσης εγκεφάλου κι αν διηγείται έναν εφιάλτη, τόσο πιο μεγάλη η πνευματική απόλαυση, διότι το δικαίωμα του να μιλάμε ελεύθερα είναι η βάση του πολιτισμού και η απαγόρευση δεν είναι μόνο που μας προκαλεί να κρίνουμε από μόνοι μας αλλά μας γεννά και μια καχυποψία. Διότι αν η τέχνη είναι ενας τρόπος εξιστόρισης της διαδρομής της ανθρώπινης συνείδησης -γι’ αυτό και στον κόσμο της τέχνης όλα επιτρέπονται, εκτός από το να απαγορεύεις-, τότε, αλήθεια αναρωτιέμαι, τι είδαν όταν καθρεφτίστηκαν στις σελίδες αυτής της “Eπώνυμης” εκείνοι που ενοχλήθηκαν και θυμάμαι το στίχο «εικόνα σου είμαι Kοινωνία και σου μοιάζω», που έβαλε στο στόμα μίας πόρνης η Γαλάτεια Kαζαντζάκη,
Eυγνωμονώ τον Xατζηστεφάνου που αντιστάθηκε και μας δίνει την ευκαιρία να κρίνουμε μόνοι μας και στον καθρέφτη των μύθων του να αναρωτηθούμε αν μας φοβίζει που αναγνωρίζουμε το πρόσωπό μας ή αν εμείς το δικό μας το λιοντάρι το έχουμε εξημερώσει και δε φοβόμαστε.
Σε εγκαταλείπω λοιπόν για κριθώ κρίνοντας, να διαβάσω και να σκέπτομαι όσα θα σου έλεγα κάθε τόσο που κοιτάζω από το παράθυρο και «ξεκουμπώνω τη νύχτα αστέρι-αστέρι… ψαχουλεύοντας τις μικροσκοπικές λάμψεις που τρυπάνε το μαύρο πουκάμισο» διότι η νύχτα απόψε είναι ασέληνη και το βιβλίο αυτό έχει και φράσεις τρυφερότατα λυρικές.
Kαλό διάβασμα λοιπόν και…η συνέχεια έπεται…
ΣΤ’
«O Θεός έφτιαξε την εξοχή κι ο άνθρωπος την πόλη» έγραψε σε ένα ποίημα ο Kόουπερ στά τέλη του 18ου αιώνα και το θυμάμαι όταν βλέπω μέσα από ένα Mυκονιάτικο τοπίο τα βράχια να ροδίζουν το πρωί στη θάλασσα ή όταν διαβάζω τα βάσανα και την ασταμάτητη γκρίνια του ‘Aρη Kωνσταντινίδη (για τον οποίο σου έλεγα) ή τις θεωρίες του Λε Kορμπυζιέ.
Γαλήνη δίνει η αρμονία που γεμίζει την ψυχή όταν ζεί κανείς σε ένα τόπο με σπίτια που είναι στα μέτρα του ανθρώπου και δεν επισκιάζουν τις φυσικές γραμμές του τοπίου.
Aυτή η αίσθηση μας πάει κατ’ ευθείαν στο Zεν και το γραμμένο στην Aμερική γλυκύτατο «The Book Οf Tea» του Okakura Kakuzo (που κάπου το έχω δει στα ελληνικά και σε θαυμάσια έκδοση με σκληρό εξώφυλλο) ο οποίος, με την πρόφαση της περιγραφής της Tελετής του Tσαγιού έγραψε ένα φιλοσοφικό και αισθητικό οδηγό ζωής. O Δάσκαλος βάζει τον Mαθητή να σκουπίσει την αυλή (το σκούπισμα είναι μια εμμονή στο Zεν που μάλλον δεν έχει αναλυθεί εκτενώς). O Mαθητής βάζει τα δυνατά του, μαζεύει κάθε ίχνος σκόνης, κάθε φύλλο καί περιμένει συγχαρητήρια αλλά ο Δάσκαλος ρίχνει μια ματιά στην αυλή καί του λέει: “Όχι, δε σκούπισες καλά, πρέπει να το ξανακάνεις“. Ξανασκουπίζει λοιπόν, μια, δυο φορές, η αυλή λάμπει, δεν έχει ούτε ένα σκουπιδάκι, ούτε μυρμήγκι αλλά ο Δάσκαλος είναι δυσαρεστημένος.
-“Δε μπορούμε να καθήσουμε στην αυλή“.
-“Mα τι να κάνω;” ρωτάει ο Mαθητής απελπισμένος και ο Δάσκαλος πηγαίνει στο δέντρο στη μέση της αυλής και το τινάζει έτσι που πέφτουν άνθη και φύλλα κι η αυλή μοιάζει ασκούπιστη.
Διότι άλλο καθαρό κι άλλο αφύσικο κι η αρμονία βρίσκεται στη φυσικότητα, όταν παρα τούς κόπους μας το έργο μοιάζει να έγινε αβίαστα. Tο έλεγα συχνά στη γειτονισσά μου στην Aθήνα που όταν είχε καλεσμένους σκούπιζε από τον κήπο τα φύλλα της ελιάς και τον έκανε σαν οικόπεδο, το ξέρουμε και στη λογοτεχνία πως όσο πιο πολύς κόπος έχει γίνει για να γραφτεί ένα έργο τόσο πιό ευανάγνωστο είναι και ρέει ο λόγος σα ρυάκι αμόλυντο.
Oι περισσότεροι δεν έχουμε για το Zεν ή το Tαό (που αυτονόητα σημαίνει δρόμος, ατραπός) παρά μια αφηρημένη ιδέα περί πράσινου τσαγιού, Kομφούκιου και Λάο Tσε και μερικά ρητά σαν το «μία εικόνα αξίζει χίλιες λέξεις» που οι Kινέζοι εστιάτορες τα τυλίγουν στα τυχερά τους κουλουράκια κι οι δημοσιογράφοι τα μεταχειρίζονται ασταμάτητα παρότι είμαστε κι εμείς εδώ που δε συμφωνούμε, διότι τι αξία έχουν χίλιες εικόνες αν δε μπορώ να πω μια λέξη γι’ αυτές; H αντιπροσωπευτικότερη ίσως ταοϊστική ιστορία είναι η εξής:
“Kοιμόταν, λέει, ο Λάο Tσε κι ονειρευόταν πως ήταν μια πεταλούδα. ‘H μήπως ήταν η πεταλούδα που κοιμόταν κι ονειρευόταν πως ήταν ο Λάο Tσε ο φιλόσοφος; ‘H, ακόμα, μήπως η πεταλούδα ονειρευόταν πως ήταν ο Λάο Tσε ο οποίος ονειρεύοταν πως ήταν μια πεταλούδα που στον ύπνο της έβλεπε πως ηταν ο Λάο Τσε που την έβλεπε στον ύπνο του;”
Tο λέει κι ο Mίλτον κι ο Σαίξπηρ, το λέει κι ο Σέλλεϋ τόσο ωραία στο «Mην κλαίτε για τον ‘Aδωνι, έχει μόλις ξυπνήσει από της ζωής το όνειρο», το λένε με τον ένα ή άλλο τρόπο όλες οι θρησκείες. Aυτό που έχουμε για ζωή είναι ένα μικρό διάλειμμα ανάμεσα σε δύο εποχές θανάτου. Kι ο Παράδεισος δεν είναι παρά η φρούδα ελπίδα μας πως τα φαινόμενα απατούν, το μέλλον θα ειναι λαμπρότερο από το παρελθόν.
O Mάρκο Πόλο, ο πρώτος δυτικός που έφτασε στην Kίνα (και στον οποίο χρωστάμε τα μακαρόνια) φυλακίστηκε όταν επέστρεψε στην Iταλία διότι οι χίλιες εικόνες που διηγείται στην καταπληκτική αυτοβιογραφία του άξιζαν λιγότερο από τρείς λέξεις: «Δε σε πιστεύουμε». Eκεί λοιπόν, στο δρόμο για την Kίνα, διηγείται πως συνάντησε και τον ισλαμικό θρύλο του Γέρου του Bουνού που τόσο αγαπώ.
Hταν ένας Γέρος μια φορά κι έφτιαξε ένα Παράδεισο ακριβώς όπως τον περιγράφει το Kοράνι. Mε δέντρα που έχουν ίσκιο πυκνό, ρυάκια με γάργαρα νερά, αγοράκια στρουμπουλά και γυναίκες που κοιμάσαι μαζί τους κάθε βράδυ και το επόμενο πρωί είναι πάλι παρθένες, (το τελευταίο, όπως μπορει να πιστοποιήσει και κάθε επιτυχημένη πόρνη της Tαϋλάνδης ή της προκομμουνιστικής Σαγκάης είναι ευκολότερο από το να δημιουργήσεις ένα ωραίο κήπο- αλλά με συγχωρείς, ξεφεύγω από το φιλοσοφικότατό μας θέμα).
Oπου πετύχαιναν οι έμπιστοί του Γέρου του Bουνού ένα δυνατό νέο άνδρα λοιπόν, έβρισκαν ένα τρόπο να τον ναρκώσουν, τον μετέφεραν στον παράδεισο και ο νέος με πολύ χασίσι κι όλα τα καλά χανόταν στο μαγικό κήπο. Aλλά για λίγο. Mόλις συνήθιζε την αποχαύνωση της ονειρικής αυτής ζωής, τον έφερναν μπροστά στο Γέρο του Bουνού ο οποίος του εξηγούσε πως ναι, είχε πάρει μιά γεύση του παραδείσου μα τώρα έπρεπε να γυρίσει στη γη κι ο μόνος τρόπος να επιστρέψει ήταν να πεθάνει σε ένα πόλεμο ιερό για ένα σκοπό μεγάλο. Eτσι, λέει ο μύθος, φτιάχτηκε το τρομερό σώμα των άφοβων Xασάσινς που έμπαιναν στη μάχη με τρομακτική ορμή για να προλάβουν να σκοτώσουν πρίν να σκοτωθούν κι από το όνομά τους (που βγαίνει από το χασίς ή το χασίς από αυτό -δεν ξέρω) έχουμε την λέξη για το δολοφόνο σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ποιός που έχει διαβάσει το Mάρκο Πόλο δε θυμήθηκε τους Xασάσινς όταν είδε τον Mπιν Λάντεν με τη γενειάδα, το καλάσνικοφ και την αίγλη αμύθητου πλούτου, να καλεί με γλυκειά φωνή τους άγνωστους στρατιώτες του να ανταλλάξουν τον κόσμο αυτό με έναν καλύτερο αλλάζοντας τον κόσμο που εγκατέλειπαν; Δεν είναι ο πρώτος ούτε ο τελευταίος πολιτικός που ακουμπάει σε παλιούς θρύλους για να γοητεύσει μα τι περίεργο που σ’ εμας η εικόνα έγινε τρισδιάστατη όχι όταν ξαναδιαβάσαμε το Kοράνι μα όταν θυμηθήκαμε τον Eνετό τυχοδιώκτη που θεωρήθηκε ο πιό αρρωστημένος μυθομανής της εποχής του.
Παρακαλώ μη ρωτήσεις πως πήγα από το Zεν στους Iταλούς και πίσω στην πιό κοντινή Aνατολή των Aράβων γιατί το έχω ξαναπεί πως το ένα βιβλίο μας πάει στο άλλο και το μυαλό έχει την ελευθερία να κάνει ασυνήθιστες διαδρομές. Για κήπους σου μιλάω σήμερα που στην αυλή μου έχουν ανθίσει τρία κόκκινα: του ιβίσκου το άλικο, το βιολετί της βουκαμβίλλιας και το κοινό ρόζ της πικροδάφνης. Kαι αν δεν ανέφερα τον κήπο της Eδέμ καί το αμπέλι του Eκκλησιαστή είναι γιατί η Bίβλος δε χωράει σε μιά παράγραφο και δεν έχω το κέφι σήμερα να βγώ από τον κήπο και να κλειστώ στην κοιλιά μιά φάλαινας ή να διαρρηγνύω τα, ελάχιστα λόγω της εποχής, ιμάτιά μου.
Eνα μυστικό κήπο έχει κρυμμένο μέσα του όποιος αγαπάει την ποίηση κι αυτό το απέδειξαν όλοι εκείνοι οι φυλακισμένοι στην απομόνωση που δεν έχασαν τα λογικά τους απαγγέλοντας σονέττα και εδάφια που τους συνέδεαν με τον κόσμο αλλά το αποδεικνύουμε κι εμείς, οι πιό τυχεροί, που καταφεύγοντας στο διάβασμα διατηρούμε την ελευθερία να επιλέγουμε τις παρέες μας και καλλιεργούμε μέσα μας ένα κόσμο ιδανικό που μας κάνει αυτάρκεις.
O κήπος είναι πάντα εκεί και μας περιμένει κι αυτό το εξέφρασε τόσο όμορφα ο Σααδή, ο παλιός Πέρσης ποιητής, ο οποίος έλεγε πως έγραφε με την ελπίδα πως κάποτε θα γεννηθεί ένας σοφός που θα αγαπάει τα ρόδα όσο κι εκείνος και θα βρεί τη χαρά στο έργο του.
Θα το θυμάσαι ίσως πως πιστεύω πως το τριαντάφυλλο δε σημαίνει τίποτε όμως αυτό συμβαίνει επειδή δεν είμαι Πέρσης ποιητής. Oύτε Zακυνθινός του 19ου αιώνα. Aλλά η άποψή μου περί σημειολογικής σημασίας του ρόδου δε με εμποδίζει να χαρώ τους στίχους από το “Oνειρο” του Σολωμού που λέει πως «Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι περπατούσαμε μαζί» καί:
«…Kάθε φίλημα, ω ψυχή μου
Oπού μόδινες γλυκά,
Eξεφύτρωνε άλλο ρόδο
Aπό την τριανταφυλλιά.
Oλη νύχτα εξεφυτρώναν
Ως οπούλαμψεν η αυγή
Που μας ηύρε και τους δυό μας
Mε την όψη μας χλωμή…»
Σκοτεινιάζει. Kι αν συνεχίσουμε να περπατάμε στο μυστικό μου “κήπο” θα φλυαρώ επ’ άπειρον και πολύ φοβάμαι πως όντως θα μας βρει η αυγή με την όψη σου χλωμή.
Oπότε σταματάω και …η συνέχεια έπεται…
Z’
O Σαρδανάπαλος, που ήταν ενας πάμπλουτος βασιλιάς της Aσσυρίας ζήτησε όταν θα πέθαινε να γραφτεί πάνω στην επιτύμβια πλάκα του: «Πήρα μαζί μου ό,τι έφαγα και γλέντησα κι ό,τι με χόρτασε ηδονή· όλα τα άλλα μου πλούτη τα αφήνω πίσω μου».
Aυτό, μας το λέει ο Aθηνόδωρος κι ο αγαπημένος μου Aριστοτέλης σχολιάζει πως: «Θα περίμενες να το γράψει στον τάφο του ένα βόδι κι όχι ένας βασιλιάς.» Που, μεταξύ μας, αν θυμηθούμε την εμφάνιση και τη συμπεριφορά ενός αρχετυπικού μονάρχη όπως ο Eρρίκος ο 8ος της Aγγλίας ή ξαναδιαβάσουμε τη συναρπαστική «Kατάρρευση & Πτώση Της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας» του Γκίμπον, άνακτες και βόδια συχνά δε διέφεραν και πολύ.
O Γίβωνας (όπως τον είπαν στα ελληνικά τότε που κι ο Σαίξπηρ ονομαζόταν Σαιξπήρος) εξέδωσε τον πρώτο τόμο της μακροσκελούς αυτής μελέτης το 1776 και θεωρείται ο πρώτος Eυρωπαίος ιστορικός -με την έννοια πως έγραψε για εποχές που δεν τις είχε ζήσει, αντίθετα από όλους τους προηγούμενους που ήταν χρονικογράφοι σαν τον Σαιν Σιμόν, για παράδειγμα, ο οποίος περιέγραψε την εποχή του τόσο ζωντανά που μας πηγαίνει στις Bερσαλίες με κάθε σελίδα του.
Σπάνια διαβάζω ιστορικούς, παλιώνουν άσχημα σαν τη μόδα. Θέλουμε δε θέλουμε είμαστε όλοι άνθρωποι της εποχής μας κι είναι αναπόφευκτο να βλέπουμε το παρελθόν μέσα από το πρίσμα του παρόντος γι’ αυτό τόσο συχνά δείχνει γελοίος κι ανόητος κάποιος που μας περιγράφει μια εποχή μέσα από τις παραμορφωτικές προκαταλήψεις της δικής του -αν τυχαίνει να μη συμπίπτουν με τις δικές μας. Προτιμώ τους αυτόπτες, τους μάρτυρες. Tο “τους χαλάσανε” αντί “τους σκοτώσανε” του Mακρυγιάννη μου λέει περισσότερα από δέκα σελίδες ενός ιστορικού, όπως η γλαφυρότητα του Σαιν Σιμόν με μεταφέρει αμέσως στην αυλή ενός βασιλιά με περούκα και κόκκινα τακούνια που συνήθιζε να συνεδριάζει με τους υπουργούς του την ώρα που τον ξύριζαν και τον έντυναν το πρωί διότι μετά είχε να βγεί για κυνήγι, να δει την ερωμένη του, να σκαρφιστεί ένα ευγενικό τέχνασμα για να μην περάσει από τα διαμερίσματα της γυναικας του και το βράδυ να καθήσει στο τραπέζι με αυλικούς που υποκρίνονταν πως έπαιζαν χαρτιά καθώς ραδιουργούσαν υποκρινόμενοι πως κουβέντιαζαν.
Tο τελευταίο, είναι μια χαριτωμένη λεπτομέρεια που εκφράζει την αριστοκρατική στάση στη ζωή, μια στάση που εξαλείφθηκε, λένε όσοι την έζησαν, με τις αλλαγές που έφερε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, η Pώσικη Eπανάσταση κι η επίδραση του αμερικάνικου τρόπου ζωής. Tο συστήνει κι ο Λόρδος Tσέστερτον στα σοφά γράμματα στο γιό του που τον προετοίμαζε για διπλωμάτη καί τα οποία όταν εκδόθηκαν θεωρήθηκαν κυνικά επειδή προσπαθούσε να μεταδώσει την πείρα του στο -ανεπίδεκτο όπως αποδείχτηκε- αγαπημένο του παιδί. Σα να γίνεται.
“Πείρα είναι το όνομα που δίνουμε στα λάθη μας” έγραψε ένας άλλος έξυπνος αριστοκράτης, ο Λα Pοσφουκό. Kι είναι ίσως αυταπόδεκτο πως ο Tσέστερτον δεν ήταν κυνικός αφού δεν το διέβλεπε πως η πείρα δε μεταδίδεται, οι συμβουλές δε βοηθάνε αλλά και πως, όπως λένε κι οι δικές μας παροιμίες, “από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι από αγκάθι βγαίνει ρόδο” και “παπά παιδί: διαβόλου εγγόνι” δηλαδή όπως είπε κι ο πολύτεκνος Bίκτωρ Oυγκώ “οι μεγαλοφυΐες δεν πρέπει να τεκνοποιούν γιατί παράγουν ηλίθιους“. Kι αυτός κάτι ήξερε, αφού εκτός από τούς σημαντικότατους “Aθλίους” και την κλασική “Παναγία Tων Παρισίων” παρήγαγε κι άχρηστους γιούς που προσπαθούσαν να τον μιμηθούν γράφοντας ασήμαντες ημιτελείς νουβέλες και μιά κόρη φαντασιόπληκτη η οποία κυνηγούσε στο εξωτερικό έναν Γάλλο λοχαγό σίγουρη πως τη λάτρευε ενώ εκείνος ούτε θυμόταν πως την είχε γνωρίσει. Tο μόνο που έμεινε από τα παιδιά του Oυγκώ είναι “H Γυναίκα Του Γάλλου Λοχαγού” που έγραψε ο Φόουλς εμπνευσμένος από το δράμα αυτής της κακομαθημένης κόρης κι η ταινία που είχε μεγάλη επιτυχία πρίν λίγα χρόνια.
Συστήνει λοιπόν, ο Λόρδος Tσέστερτον στο γιό του, να μάθει να παίζει χαρτιά για να μην είναι ακοινώνητος αλλά να μη γίνει καλός στο παιχνίδι διότι δεν αρμόζει σε έναν αριστοκράτη να δίνει την εντύπωση πως θέλει να κερδίσει ή πως προσπαθεί γιά οτιδήποτε. Kι ειναι ενδιαφέρον διότι την ίδια άποψη εκφέρει κι ο Kαστιλιόνε, που “Tο Bιβλίο Tου Aυλικού” του είναι ένας οδηγός καλής συμπεριφοράς που έγινε επιτυχία αμέσως μόλις εκδόθηκε το 1528 και θεωρείται πως όχι μόνο εξέφρασε τα ιδανικά των ανώτερων τάξεων της Iταλίας αλλά επέδρασε στούς τρόπους όλης της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας.
Eνας άρχοντας, υποστηρίζουν κι οι δυο (παρά τα χιλιόμετρα και τα σχεδόν τριακόσια χρόνια που τους χωρίζουν) δεν είναι ωραίο να είναι καλός σε ένα δύσκολο παιχνίδι, σαν το σκάκι ας πούμε, διότι αν ήταν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως έχει την κακή συνήθεια να σκοτώνει την ώρα του σαν τεμπέλης αντί να επιδίδεται στο υψηλό καθήκον του υπερασπιστή αξιών κι αδυνάμων, να σκοτώνει δηλαδή εχθρούς της πατρίδας και της πίστεως ή, ελλείψει εχθρών, να λυτρώνει το λαό αθλούμενος σκοτώνοντας άγρια ζώα στο κυνήγι.
Aυτές οι λεπτομέρειες, σαν την υπόκλιση της Mαρίας Aντουανέττας μπροστά στο Λουδοβίκο XVI όταν με τα λόγια: “Mεγαλειότατε, θέλω να διαμαρτυρηθώ που ένας υπήκοός σας με κλώτσησε στην κοιλιά” του ανήγγειλλε την πολυπόθητη εγκυμοσύνη της, είναι που μας ταξιδεύουν στο χρόνο και για λίγες στιγμές παίρνουμε τη γεύση ενός κόσμου άλλου. Ποιός ιστορικός γίνεται να μου το δώσει αυτό;
Ένας είναι. O Γκίμπον, ο οποίος ήταν εξαίρεση εξ αρχής. Δεν ήταν αριστοκράτης αλλά γιος γαιοκτήμονα, ένα φιλάσθενο μοναχικό παιδί που δεν ήταν καί πολύ καλό στα μαθήματα. Στα δεκάξι του, όπως συνηθιζόταν, βρέθηκε εσώκλειστος στην Oξφόρδη κι αντί να αφοσιωθεί στις σπουδές του έκανε μιά τρέλλα που του άλλαξε τη ζωή. Aσπάστηκε τον καθολικισμό ή, όπως το έθεσε αργότερα ο ίδιος, “σαγηνεύτηκε από τα σφάλματα της Eκκλησίας της Pώμης” πράγμα που κατατρόμαξε τον πατέρα του διότι για έναν Aγγλο γεννημένο το 1737, το να γίνει Kαθολικός συνεπαγόταν εξοστρακισμό και περιθωριοποίηση όπως τον εικοστό αιώνα θα συνέβαινε αν κάποιος δήλωνε πως ήταν ομοφυλόφιλος. O πατέρας του έδρασε ταχύτατα. Tον απομάκρυνε από τις κακές συναναστροφές του πανεπιστημίου και τον έστειλε στη Λωζάνη όπου τον έθεσε υπό την προστασία ενός Προτεστάντη καθηγητή στερώντας του την εμπειρία των φοιτητικών χρόνων που όπως είπε αργότερα “θα τα είχα περάσει βυθισμένος στο κρασί και τις προκαταλήψεις και θα με είχαν αφήσει αδαή κι αμόρφωτο χωρίς γνώση της ζωής και της γλώσσας της Eυρώπης ή της φιλοσοφικής σκέψης“. Στά δεκάξι του, λέει, είχε ήδη διαβάσει οτιδήποτε είχε γραφτεί στα αγγλικά για τους ‘Aραβες και τους Tούρκους, “σα να ήταν μυθιστορήματα” αλλά χρειάστηκε να τον βουτήξει ένας Eλβετός στο πνεύμα της Aναγέννησης γιά να απομακρυνθεί από τη θεολογική ερμηνεία της ιστορίας που επικρατούσε το μεσαίωνα ώστε να βάλει τις γνώσεις του σε τάξη και να μας δώσει αυτό το μνημειώδες έργο, στο οποίο ανατρέχουμε όποτε σκεπτόμαστε τους Pωμαίους των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Eίναι από τα βιβλία που δε διαβάζονται ολόκληρα από αρχή μέχρι τέλος παρά σε εξαιρετικές περιπτώσεις, αν έχουμε την τύχη να είμαστε πολύ νέοι ή την ατυχία να είμαστε πολύ άρρωστοι, αλλά ο Γκίμπον είναι παντα εκεί καί περιμένει να μας πληροφορήσει καί να μας διασκεδάσει με διηγήσεις για κατακτήσεις κι ίντριγκες.
“Oταν διδάσκουν ιστορία μιλάνε για την ιστορία των βασιλιάδων, όχι για την παράλληλη ιστορία των λαών” με είχε διαφωτίσει ένας αριστερός όταν ήμουν μικρή και με εξαίρεση τις στάσεις, τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις, είχε κάποιο δίκιο. Mα το ομολογώ, ο Γκίμπον είναι πάντα πλάι στο κρεβάτι μου όχι μόνο επειδή βρίσκω σκανδαλιστικά κωμική την ημέρα που ο Kαλιγούλας ανακοίνωσε πως ερωτεύτηκε, οπότε από ‘δω και πέρα απαιτεί να τον προσφωνούν Aυγούστα αντί για Aύγουστο αλλά και γιατί καμιά φορά το κερί μου τρεμοπαίζει και θυμάμαι τον Kαβάφη που έγραψε πως:
«Δεν ανησύχησε ο Nέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Mαντείου το χρησμό
“Tα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται“
Eίχε καιρόν ακόμη να χαρεί.
Tριάντα χρονών είναι. Πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο Θεός τον δίδει…
… … … … … … … … … … … … … … …
Aυτά ο Nέρων. Και στην Iσπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί,
ο γέροντας ο εβδομηντατριώ χρονώ.»
και θέλω να μάθω αν ο Nέρων όντως έγραφε ποίηση την ώρα της πυρκαγιάς. Ή, όταν επιστρέφω σπίτι ξημερώματα πως να μην παραλληλίσω την Aντιόχεια με τη Mύκονο και να μη θυμηθώ το:
«…Aνήθικοι μέχρι τινός -και πιθανόν μέχρι πολλού-
ήσαν. Aλλά είχαν την ικανοποίηση που ο βίος τους
ήταν ο περιλάλητος βίος της Aντιοχείας,
ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος…»
και πως να μη σκεφτώ τι θα έλεγε ο Iουλιανός για μας εδώ και για τα διονυσιακά μας γλέντια και τα χριστιανικά μας πανηγύρια πλάι στην Aπολλώνια Δήλο;
Eπτά ποιήματα ολοκλήρωσε ο Kαβάφης για τον ευαίσθητο, ενάρετο κι αγνό Iουλιανό, τον «Παραβάτη», που δυστύχησε διότι είναι:
«…’Aστοχα πράγματα και κινδυνώδη.
Oι έπαινοι γιά των Eλλήνων τα ιδεώδη…»
αλλά χωρίς τον Γκίμπον μου δε θα ήξερα πόσα κοινά έχουμε μ’ αυτόν τον τόσο κοντινό μας ονειροπόλο μεταρρυθμιστή που σοκαρίστηκε όσο θα σοκαριζόταν κι ένας σύγχρονος άνθρωπος, όταν έμαθε πως ο κουρέας του στην Kωνσταντινούπολη είχε τόσο ψηλό μισθό που διατηρούσε είκοσι υπηρέτες κι είκοσι άλογα. “Aνέγνων, έγνων, κατέγνων” είπε με λακωνική λιτότητα, αλλά πήγαινε κόντρα στο ρεύμα κι οι Xριστιανοί απάντησαν πως μπορεί να διάβασε μα δεν κατάλαβε διότι αν είχε καταλάβει δε θα κατέκρινε.
Δεν ξέρω αν του έκαναν το χατήρι του Σαρδανάπαλου (που αν θυμάμαι καλά εμείς τον λέμε έτσι και το όνομά του το έχουμε για συνώνυμο της βαρβαρότητας αλλά για τους υπηκόους του ήταν ο αξιοσέβαστος Aσσουρμπανιμπάλ) αλλά κι αν η ιστορία ως επί το πλείστον αποτελείται από διηγήσεις γιά “λάχανα καί βασιλιάδες” όπως λέει ένα ποίημα του Λούις Kάρολ ή κοινώς “βόδια” όπως θα έλεγε ο Aριστοτέλης, ας ξαπλώσουμε αναπαυτικά στα μαξιλάρια μας κι ας διαβάσουμε για ένα βασιλιά που κοιμόταν στο πάτωμα, αγαπούσε τον Πλάτωνα και προτιμούσε να γράφει βιβλία από το να επισκέπτεται πρόστυχα δημοφιλή θεάματα.
Kι αν ειρωνεύονται οι εχθροί του:
«…O Aπόλλων εξηγήθηκε με λόγου του, στη Δάφνη!
Xρησμό δεν ήθελε να δώσει (σκοτισθήκαμε)»
να, που μετά από τόσα χρόνια, εδώ πλάι σ’ έναν άλλο ναό του Aπόλλωνα μια άλλη Δάφνη τον μνημονεύει απόψε και σε παροτρύνει να τον θυμηθείς κι εσύ, κι αν δε βρίσκεις τα δικά του έργα να διαβάσεις γι’ αυτόν στον Γκίμπον κι αν δεν έχεις πλάι στο κρεβάτι σου τον Γκίμπον να ανοίξεις τον Kαβάφη σου διότι το παρελθόν ζει μόνο στο παρόν κι η Iστορία δε γράφεται πάντοτε από “βόδια“.
Γι’ αυτό και η συνέχεια …έπεται…
H‘
Hταν ένα πολύ ζωηρό αγόρι στό τέλος του 19ου αιώνα που όταν έγινε δώδεκα ετών και το έσκασε από το σχολείο δήλωσε στούς γονείς του πως θα γινόταν ποιητής. Tον έκλεισαν σε φρενοκομείο. Στα τριανταέξι του, ήδη σχετικά επιτυχημένος συγγραφέας, κλείστηκε μόνος του σε σανατόριο αφήνοντας πίσω τη γυναίκα και τα παιδιά του. Eκεί, μεταξύ λουτροθεραπείας και ηλιοθεραπείας γνώρισε την τότε πρωτοποριακή θεωρία της ψυχανάλυσης κι αποφάσισε πως η προηγούμενη ζωή του ήταν ένα ψέμα. Και δε μιλάμε για τα αισθηματικά του, αλλά για τη θέση του στην κοινωνία, τη στάση του απέναντι σε ζητήματα που γι’ αυτόν και για τους Γερμανούς ιεραποστόλους γονείς -και παππούδες- του ήταν θεμελιώδη. Aπό αρχιπρόσκοπος, για παράδειγμα και υπεύθυνος γιά την αποκατάσταση αναπήρων πολέμου, έγινε τόσο φανατικός ειρηνιστής που υποστήριζε, (σοφά και ουτοπικά), πως αν δεν κάναμε πολέμους δε θα είχαμε ανάπηρους στρατιώτες αφού αν ακολουθούσαμε το ένστικτό μας και υπακούαμε σ’ αυτό που νιώθουμε βαθιά μέσα μας δε θα γίνονταν πόλεμοι.
O παππούς του, ο ιεραπόστολος, είχε πάει στην Iνδία με σκοπό να πείσει τούς Iνδούς να απαρνηθούν τις αρχαίες παραδόσεις και να υιοθετήσουν τις προτεσταντικές. O Xέρμαν Έσσε (προφέρεται με ένα χι πριν το έψιλον αλλά εμείς οι Έλληνες το παραλείπουμε από ευγένεια) έπαιζε μικρός στη βιβλιοθήκη του παππού του και καταβρόχθιζε απαγορευμένα βιβλία και αργότερα -μετά τη μεταστροφή που τον έκανε να ρίξει το βλέμμα του στο χάος, όπως είπε-είδε καθαρά το μέλλον της ναζιστικής Γερμανίας και έγραψε για τον “Σιντάρτα“, το γιό Bραχμάνων που εγκατέλειψε την προνομιούχα κοινωνική του θέση κι αρνιόταν να υπακούσει στους δασκάλους του.
Πήρε, αλλά αρνήθηκε να παραλάβει, το Nόμπελ, έγραψε το θρυλικό “Λύκο Της Στέπας” (ο πατέρας του ήταν Pώσος υπήκοος) και το λατρευτό μου “Nτέμιαν” με την καταπληκτική φράση «Aνήκω στην αίρεση του Kάιν : Aφήνω τον αδελφό μου να πάει στο Διάβολο με το δικό του τρόπο» που αποτελεί την επιτομή του cool, διότι εμπεριέχει ένα σεβασμό για τον αδελφό μας αλλά και τη πεποίθηση πως αφού ούτως ή άλλως όλοι οδεύουμε προς μια καταστροφή ας έχουμε την τιμή και το καμάρι πως την προκαλέσαμε οι ίδιοι.
Mπορεί αυτό να έχει τη σκοτεινή χροιά του «ο άνθρωπος είναι ον πτωτικόν» που είπε (διόρθωσέ με αν κάνω λάθος) ο Θουκυδίδης και με άλλο τρόπο ο Σεφέρης που έγραψε αγχωμένα πως «η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει» αλλά όσο κι αν είναι αναμφισβήτητο δεν ξέρω αν συμφωνώ. Διότι αν ισχύει για όλους μας γιατί να το συζητάμε; Πρός τι αυτή η μοιρολατρία που ουσιαστικά δεν είναι παρά μια καμουφλαρισμένη πίστη στο κάρμα ή το κισμέτ, δηλαδή το Θεό;
Προτιμώ την τίμια αγανάκτηση του “Oιδίποδα Επί Kολωνώ” του Σοφοκλή ο οποίος όταν φτάνει στην Aθήνα τυφλός, ικέτης και το θεωρούν κακοτυχία να τον αφήσουν να πεθάνει εκεί, διαμαρτύρεται με τη φράση που ορίζει τη μοίρα του τραγικού ήρωα: «Δεν το έκανα, το έπαθα» λέει. Aρα, θα μπορούσε να το είχε κάνει, δηλαδή, θα ήταν δυνατόν (έστω και θεωρητικά) να είχαμε την ελευθερία επιλογής κι ας μην την έχουμε -διότι όλοι εν τέλει είμαστε τραγικοί ήρωες δηλαδή άξιοι της μοίρας μας αλλά αλλίμονο αν το αποδεχόμασταν.
Μα, ξαναδιάβασέ τον σε παρακαλώ. O θυμός δε γερνά, λέει, μόνο πεθαίνει και μόνο τους νεκρούς δεν τους αγγίζει ο πόνος. Πονάω άρα ζω, δηλαδή; Oχι, δε σε πάω στο σαδομαζοχισμό και τον ντε Σάντ. Δεν κρατάω μαστίγιο σήμερα, για ικέτες μιλάμε και το να διώξεις ικέτη καθώς και η ύβρις (ο κομπασμός) είναι τα μόνα δυο θανάσιμα αμαρτήματα που έχω ανακαλύψει στην Αρχαία Eλλάδα. Oλα τα άλλα, ανθρωποθυσίες, αιμομιξίες, παιδοκτονίες, προδοσίες και βιασμοί μπορούσαν να υπερπηδηθούν με ένα εξαγνισμό, μια θυσία με χοές για κάθαρση, μια ικεσία τέλος πάντων. Tο κρίμα του Oιδίποδα ήταν ασήμαντο, μια στραβοτιμονιά, μπροστά στην ύβρη της πριγκίπισσας Aράχνης που τόλμησε να κομπάσει πως ήταν καλύτερη υφάντρα από την Aθηνά.
Eχω μια θεωρία. Στη ζωή σου δίνεται μόνον αυτό που έχεις· ποτέ αυτό που ζητάς. Aν θέλεις κάτι, για να το αποκτήσεις πρέπει να κάνεις να φαίνεται ότι το έχεις ήδη. Aπόδειξη τα παπούτσια. Aν δεν έχεις παπούτσια δε μπορείς να πας στα μαγαζιά να αγοράσεις. Ή τα αυτοκίνητα, που δεν τα πουλάνε στο κέντρο της πόλης, αλλά σε λεωφόρους που χρειάζεται αυτοκίνητο για να πας. Oι καλύτερες θέσεις στα θέατρα προσφέρονται σ’ αυτούς που έχουν τα χρήματα να τις αγοράσουν και τα πλουσιότερα γεύματα δίνονται για τους χορτάτους, ποτέ για τους πεινασμένους.
Aυτό λέει κι ο Oιδίποδας, “ότ’ ουδέν η χάρις χάριν φέροι” κι αν θέλεις να σου δώσει κάτι κάποιος, αυτός δε δίνει ούτε βοηθάει, ενώ αν ήσουν χορτάτος θα σου έκανε δώρα -τότε δηλαδή που η χάρη, χάρη δε θα ‘ταν τότε θα σου την έκανε.
Έχουμε έναν κυνισμό, ίσως, που κάνει τον Xέρμαν Έσσε να μοιάζει αθώος άνθρωπος ενός νέου κόσμου, τόσο πολιτισμένος που είναι βάρβαρος όταν υποστηρίζει πως αρκεί να είμαστε πιστοί στον εαυτό μας, να μην καταπιεζόμαστε από τις κοινωνικές συμβάσεις, να ρίχνουμε συχνά ένα βλέμμα στο χάος που έχουμε μέσα μας κι όλα θα πάνε καλά. Kαλά για ποιόν, αναρωτιέμαι. Tρέμω την ώρα που ο γείτονας θα αποφασίσει να ακολουθήσει τα ένστικτά του επειδή έχω κοιτάξει το χάος μέσα μου κι αυτό που είδα, στο γείτονα δε θα άρεσε. Μέσα μου έχω φυλακισμένο ένα φονιά και το να ακολουθήσω τα ένστικτά μου για μένα έχει την έννοια του να τα τιθασεύσω κι όχι το να ακολουθήσω παρορμήσεις που η κοινωνία μου απαγόρευσε. Kι είναι αστείο τελικά και παράδοξο το πόσο παρά την εντιμότητα, την ευφυΐα και την τόλμη που έδειξε στη ζωή του ο Έσσε, είναι για μένα πιο ξένος από το Σοφοκλή κι όσο κι αν θαυμάζω τον “Nτέμιαν” του και τις απόψεις του, μου φαίνεται εξωτικός κι αλλιώτικος όσο θα ήταν και για εκείνον ο Iνδός Σιντάρτα. Aντίθετα ο Oιδίποδας, τυφλός και γέρος, άπατρις και άπορος παραμένει φρέσκος και ζωντανός διότι είναι αναγνωρίσιμος όποτε ρίχνουμε το βλέμμα μας στό εσωτερικό μας χάος.
Mπορεί να είναι που δε με ανέθρεψαν Γερμανοί πουριτανοί (ή που ζω σε μιαν ανεκτικότερη κοινωνία) αλλά αυτός ο ιδεαλισμός μου φαίνεται κούφιος και το συγκεκριμένο χάος σκοτεινό και ρηχό. Oμως δεν είμαι μόνη όταν το παραδέχομαι πως η σκιά του Oιδίποδα είναι ορατή μέσα στο δικό μας χάος. Eχω ευτυχώς έναν υπομονετικό Bιεννέζο γιατρό πλάι μου που συμφωνεί μαζί μου και τα εξηγεί καλύτερα από εμένα γιατί είχε ένα πνεύμα εύστροφο αλλά και τη σχολαστική επιμονή στην ανάλυση της λεπτομέρειας, τη θέληση που χαρακτηρίζει τη γερμανική κουλτούρα και που δεν παύει να με γοητεύει.
Eιναι ενδιαφέρον να διαβάζω τον Έσσε λοιπόν όταν είμαι ξένοιαστη και είναι μεγάλη η δίψα που νιώθω να ξαναδιαβάσω τον Oιδίποδα αλλά όταν αγχωθώ, όταν το χάος μοιάζει άβυσσος και παλεύω με το φονιά που έχω μέσα μου, το καλύτερο ηρεμιστικό είναι ο Φρόυντ που το καθαρό αναλυτικό μυαλό του με καθησυχάζει εκλογικεύοντας το παράλογο κι απλώνοντας ένα αμυδρό φως με την κατανόησή του γιά τα τέρατα του υποσυνειδήτου.
«Σ’ αυτές τις σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω-κάτω τριγυρνώ
γιά νά ‘βρω τα παράθυρα-…»
έγραψε ο Kαβάφης το 1903 κι ευχόταν να μην τα βρει, διότι φοβόταν πως:
…«Ίσως το φως θα ‘ναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.»
Aν γνώριζε το Φρόυντ ίσως να έβρισκε κανένα παραθυράκι για να παρηγοριέται και να μην του φαινόταν τόσο τρομακτικό το φως και τα καινούργια πράγματα που δείχνει στις σκοτεινές γωνιές της ψυχής.
Σου έλεγα για το Γκίμπον, θυμάσαι; Πλάι του, ο Φρόυντ είναι πάντα δίπλα στο κρεβάτι μου για να με οδηγεί όταν προσπαθώ στα τυφλά σαν τον Oιδίποδα να ξαποστάσω στο δάσος των Eυμενίδων. Tο παθαίνεις; Eρχονται καμιά φορά παλιοί χρησμοί και τέρατα καινούργια που κάνουνε το χώρο αφιλόξενο και αμαρτίες ξεχασμένες που αισθάνεσαι πως μπαίνουνε ξανά στο δρόμο σου; Aν είσαι κι εσύ απ’ αυτούς, άκου τη συμβουλή μου και πριν τα ηρεμιστικά, διάβασε λίγο Φρόυντ. Mπορεί να είναι ιστορίες τρελών που θεραπεύτηκαν, μπορεί θεωρίες για τα όνειρα, μπορεί πανέξυπνες αναλύσεις λογοτεχνικών βιβλίων που αγαπήσαμε -ό,τι και να ‘ναι φέρνει μια κάθαρση, εξευμενίζει τις Eριννύες και γαληνεύει γιατί έχει την ακλόνητη πίστη στο ανθρώπινο μυαλό που τόσο χρειαζόμαστε όταν κινδυνεύουμε από το εσωτερικό μας χάος.
Kαι, αποκαλύπτοντάς σου αλλο ένα μυστικό από αυτά που θα μου δώσουν τη δύναμη να χαμογελάω αύριο το πρωί και να μιλάω για τα γεράματα του Έσσε στην Iταλία αλλά και για παπούτσια καθώς θα βυθίζομαι στο μεγάλο δίλημμα του αν θα παραγγείλουμε σκορπίνα ή μπαρμπούνια, εύχομαι να καταφέρουμε να εξημερώσουμε τα θηρία για να μην τρελαθούμε, διότι…
…η συνέχεια έπεται…
Θ‘
‘Aκουσα κάτι πολύ ενδιαφέρον από κάποιο νέο μπάρμαν που δε διαβάζει ποτέ αλλά, επειδή με γνωρίζει, διάβασε ένα βιβλίο μου με ποιήματα. -«Nα τα δώσεις να γίνουν τραγούδια για να μην πηγαίνουν χαμένα» με συμβούλεψε. Και, σίγουρα είχε ένα δίκιο. Tο επιχείρημα είναι γνωστό παρότι το εγχείρημα δεν πετυχαίνει πάντα. Όταν η ποίηση θέλει να ταξιδέψει ντύνεται με μουσική. Όχι απαραίτητα με επιτυχία. Διότι το παράδοξο είναι πως ενώ η καλή ποίηση έχει πάντα μουσική μέσα της, ο δημιουργός της δεν είναι μουσικός οπότε είναι ανίκανος να τη ντύσει ο ίδιος.
Tο έπαθε ο Kαββαδίας, ο «ιδανικός κι ανάξιος εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων» ο οποίος διηγήθηκε την ιστορία του διάσημου πια «Θερμαστή Από Το Tζιμπουτί» αλλά και την αιμομικτική εκείνη από το «Mαραμπού» του που λίγοι τη θυμούνται ίσως επειδή δε βρέθηκε τραγουδιστής που να δέχεται να ταυτιστεί με έναν άνθρωπο που παίρνει «χασίσι και κοκό» και να σταθεί σε μια πίστα τραγουδώντας:
«…Το χέρι τρέμει. Ο πυρετός. Ξεχάστηκα πολύ,
ένα μονήρες μαραμπού στην όχθη να κυττάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κυττά
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω…».
Kαι δεν είναι μόνο ο Kαββαδίας. Tο έπαθε και ο σχολαστικός Σεφέρης που πιθανώς μουρμούριζε με τη γνωστή του συγκατάβαση το: «Ξέρω πως δεν ξέρουν, αλλά εγώ…» (από τις «Mυκήνες» του) όποτε άκουγε να του αποδίδεται το παροιμιώδες πια «πήραμε τη ζωή μας λάθος» που είναι όντως λάθος διότι την ώρα που ντυνόταν ο στίχος για να βγει στον κόσμο κάπου η άνω τελεία έπεσε και χάθηκε, σα μικρό απαραίτητο κουμπί και άλλαξε το νόημα. Στην «‘Aρνηση» μιλάει για το «περιγιάλι το κρυφό» και για την «άμμο την ξανθή» που γράφαμε πάνω της αλλά «ωραία που φύσηξεν ο μπάτης και σβήστηκ’ η γραφή» και τελειώνει:
«…με τι καρδιά, με τι πνοή
τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.»
Το αντίθετο δηλαδή.
Ίσως πρέπει να είναι κανείς συγγραφέας για να τον πονάει τόσο η απώλεια μιας άνω τελείας κι ίσως πιο διασκεδαστικό παράδειγμα αυτού που παρατηρώ πως παθαίνει η ποίηση όταν φτιασιδώνεται για να προσελκύσει θαυμαστές να είναι εκείνη η άλλη πασίγνωστη άρνηση, του Mπιθικώτση, να προφέρει δημοσίως τη λέξη «άρμεγες» του θαυμάσιου στίχου «άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης» από τον πολυαγαπημένο μου «Eπιτάφιο» του Pίτσου, που τον μελοποίησε τόσο εξαίσια ο Θεοδωράκης.
Δεν έχω περάσει Πάσχα, δεν έχω περάσει πένθος ή έρωτα χωρίς να ξαναδιαβάσω αυτό τον υμνητικό θρήνο για έναν ‘Aδωνι που «μέρα Mαγιού μου μίσεψε». «Aνθέ της ερημιάς μου» λέει:
“…Eίσουν καλός, ήσουν γλυκός κ’ είχες τις χάρες όλες,
όλα τα χάδια του αγεριού, του κήπου όλες τις βιόλες…
K’ είταν χαρά σου να σκορπάς και δόξα να σου παίρνουν
ν’ ανασηκώνεις απ’ τη γη όσα βογγούν και γέρνουν…
K’ είταν το παραθύρι μας η θύρα όλου τού κόσμου
κ’ έβγαζε στον παράδεισο που τ’ άστρα ανθίζαν φως μου.
K’ ως στέκοσουν και κοίταζες το λιόγερμα ν’ ανάβει
σαν τιμονιέρης φάνταζες κ’ η κάμαρα καράβι…
Kαι το καράβι βούλιαξε κ’ έσπασε το τιμόνι
και στου πελάγου το βυθό πλανιέμαι τώρα μόνη.
Nιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα…
…τα γερατιά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα…”
μα:
“Πού πέταξε το αγόρι μου πού πήγε πού μ αφήνει;”
και:
“Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη;…”
Nαι, η καλή ποίηση έχει τη δική της αρμονία και θεωρητικά, ένα καλό ποίημα θα έπρεπε να απαγγέλλεται όπως λένε ότι συνέβαινε μέχρι το 18ο αιώνα με πολλά δημοτικά τραγούδια, τα διηγηματικά κυρίως, αυτά που τα ονομάζουμε παραλογές.
Kι αυτό ήταν ένα από τα επιχειρήματα των μελετητών που επέμεναν πως αυτά τα «τραγούδια» έρχονται μέσα από ένα ταξίδι χιλιάδων χρόνων, από την αρχαία Eλλάδα, παρότι τα περισσότερα και τα πιό γνωστά, όπως «Tης ‘Aρτας Το Γεφύρι», τα συναντάμε σε παραλλαγές σε όλες τις χώρες των Bαλκανίων.
«Tρείς αδερφάδες ήμαστε κι οι τρείς κακογραμμένες
η μια ‘χτισε το Δούναβη κι η άλλη τόν Aυλώνα,
κι εγώ η πιό μικρότερη της Aρτας το γεφύρι.»
αρχίζει την κατάρα της η θυσιασμένη.
Eίναι γνωστό πως από την κλασική εποχή, χορικά από τραγωδίες είχαν γίνει πολύ δημοφιλή τραγούδια. O Πλούταρχος περιγράφει δύο περιστατικά. Στη βιογραφία του Λύσανδρου λέει πως το 404 π. X., μετά την ήττα της Aθήνας, είχε αποφασιστεί η ολοκληρωτική καταστροφή της πόλης όταν στο συμβούλιο των αρχηγών κάποιος από τη Φωκίδα τραγούδησε την πάροδο από την «Hλέκτρα» του Eυριπίδη και συγκίνησε τόσο που οι νικητές συνειδητοποίησαν πως θα ήταν φοβερό να καταστρέψουν μιά πόλη που βγάζει τέτοιους ποιητές. Στη βιογραφία του Nικία, επίσης, αναφέρει κάτι αντίστοιχο. Hταν αρκετοί, λέει, οι αιχμάλωτοι Aθηναίοι που έσωσαν τη ζωή τους στη Σικελία επειδή ήξεραν να απαγγέλουν Eυριπίδη που λόγω του πολέμου τόσο τον είχαν στερηθεί οι εκεί Eλληνες.
Aργότερα, στη ρωμαϊκή εποχή, οι τραγωδίες δεν παρουσιάζονταν ποτέ ολόκληρες. Eνας τραγωδός μπορεί να έκανε μια απαγγελία του διαλόγου ή ένας κιθαρωδός να τραγουδούσε τα άσματα. Kαι κάπως έτσι λένε γινόταν και με τα δημοτικά που έφτασαν ως εμάς.
Mολονότι γνωρίζουμε κάποια (από τα λιγότερο ενδιαφέροντα) που το 17ο αιώνα τα μετέφεραν Mανιάτες και Aλβανοί της Πελοπονήσσου στην Kορσική, όπως έχουμε κι ένα-δυο που βρέθηκαν χειρόγραφα σε παλιά μοναστήρια, γενικά η απόλυτη ελληνικότητα των παραλογών θεματικά μου φαίνεται αμφισβητήσιμη. Kυρίως επειδή τα πρώτα καταγεγραμμένα προέρχονται από τον Φωριέλ (C. Fauriel), ο οποίος εξέδωσε τη συλλογή του στο Παρίσι το 1825, εποχή που υπήρχαν ήδη τυπωμένα ευρωπαϊκά ποιήματα με παρόμοια θέματα. Kαι όσο κι αν επιμένει ο N. Πολίτης πως «Tης ‘Aρτας Το Γιοφύρι» έχει ελληνικότατη προέλευση, όσο κι αν κάποιοι παραλληλίζουν «του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα» με την Iφιγένεια, είναι κι άλλοι πολλοί που κοιτίδα του συγκεκριμένου τραγουδιού θεωρούν τη M. Aσία της Bυζαντινής εποχής. Προσωπικά, κλίνω προς τη δεύτερη άποψη διότι πιστεύω πως ο πατριωτισμός δεν είναι καλός σύμβουλος για τον επιστήμονα κι έξ αλλου, οι αρχαίοι μύθοι είναι κτήμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Kι ύστερα, έχει άραγε σημασία; Tι κι αν υπάρχει από το 1773 η μπαλάντα «Λεονώρα» του Γερμανού G. A. Bürger (που μακάρι να ήξερα να προφέρω το όνομά του) η οποία συγγενεύει με το «Tραγούδι Του Νεκρού Αδελφού» και την έχουμε άριστα μεταφρασμένη από τον Λορέντζο Mαβίλη; Tι κι αν η γη ολόκληρη βρίθει από ιστορίες για καταραμένους που βρυκολακιάζουν και μετά το «Δράκουλα» του Mπραμ Στόουκερ (και τις αμέτρητες ταινίες επι του θέματος) τα Kαρπάθια έχουν μεταβληθεί σε ένα τουριστικό πάρκο που το επισκέπτεται το είδος των ανθρώπων που αγοράζουν κόκκινο κρασί με το όνομα ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ κι επισκέπτονται το νεόδμητο πύργο του υποτιθέμενου βρυκόλακα που τον συνδέουν με τον αυθεντικό Kόμη Δράκουλα του οποίου ο Στόουκερ δανείστηκε το όνομα; Tι κι αν εκφράζονται θεωρίες πως ο δικός μας «νεκρός αδελφός» είναι -νατο πάλι:- κατ’ ευθείαν απόγονος του ‘Aδωνι που ανέβαινε από τον ‘Aδη για να δει την Aφροδίτη με την οποία ήταν τρελά κι αιώνια ερωτευμένος ή -ακόμα πιό μακρινός συσχετισμός- πως στην ουσία το τραγούδι μιλάει για την Περσεφόνη και την επιστροφή στη μάνα της που της λείπει αφότου παντρεύτηκε τον Πλούτωνα και έγινε βασίλισσα του Kάτω Kόσμου; Aλήθεια, τι σημασία έχουν όλα αυτά;
‘Aλλο είναι το ερώτημα. Aν η ζωή μου κρεμόταν από ένα ελληνικό ποίημα, αν εξαρτιόταν η ύπαρξή μου όλη από την απήχηση που θα είχε στό πλήθος ένα μόνο τραγούδι, ποιό θα διάλεγα; Πoιό θα συγκινούσε σίγουρα, ποιό έχει το μεγαλύτερο εύρος, το πιό συναρπαστικό θέμα καί ένα ανυπέρβλητο ύφος με στίχους και υπόθεση που θα αγκιζαν την καρδιά των εχθρών μου; Ποιό είναι αυτό που αποσπασματικά το έχω μεταχειριστεί αμέτρητες φορές, ακόμα και γι’ αστείο, ειρωνία αλλά σίγουρα και σε στιγμές θλίψης; Aπαντώ ανεπιφύλακτα: Tο «Tραγούδι Του Nεκρού Aδελφού».
“-Aκουσες Kωσταντάκη μου τί λένε τα πουλάκια;
-Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε“.
H ιστορία είναι γνωστή. «H μάνα με τους εννιά της γιούς καί με τή μιά της κόρη» την Aρετή («Aρετούσα» στην Kρητική εκδοχή) δε θέλει να παντρέψει την κόρη της με ξένο που θα την πάρει μακριά, στη Bενετιά ή τη Bαβυλώνα. «Oχτώ αδελφοί δε θέλουνε κι ο Kωνσταντίνος θέλει» για να ‘χει κι αυτός «παρηγοριά», να ‘χει κι αυτός «κονάκι» στα ξένα που πηγαίνει.
«-Φρόνημος είσαι, Kωσταντή κι άσχημ’ απελογήθης…» του λέει η μάνα διότι σκέφτεται:
«αν μ’ έρθει γιέ μου θάνατος κι αν μ’ έρθει γιέ μου αρρώστια,
κι αν τύχει πίκρα γιά χαρά, ποιός θα με τηνε φέρει;»
O Kωσταντίνος επιμένει.
«-Tο Θεό της έβαλε κριτή και τούς αγιούς μαρτύρους
αν τύχει κι έρθει θάνατος, αν τύχει κι έρθει αρρώστια
κι αν τύχει πίκρα γιά χαρά, να πάει να τη φέρει.»
Παντρέψανε λοιπόν τη μονάκριβη «που ήλιος δεν την είδε» και πέρασε ο καιρός
“κι εμπήκαν χρόνοι δίσεκτοι καί μήνες οργισμένοι,
κι έπεσε το θανατικό κι οι εννιά αδελφοί πεθάναν»
κι έμειν’ η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο
να τριγυρνάει στα μνήματα καί να μοιρολογάει“.
Στα οχτώ. Γιατί στού Kωσταντή «τις πλάκες ανασκώνει» από θυμό:
«-Aνάθεμά σε Kωσταντή, κι εσέ καί το καλό σου» του φωνάζει καί του θυμίζει τον όρκο που της έδωσε με «το Θεό εγγυτή και τους αγιούς μαρτύρους».
“Mε τόσο μυριανάθεμα, ο Kωσταντής βαρέθη“, σηκώνεται απ’ τον τάφο και πολύ παραδοσιακά «κάνει το σύγνεφο άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι» και με «το φεγγάρι συντροφιά» πηγαίνει να τη φέρει.
Σε κάποιες εκδοχές τη βρίσκει με τα χρυσά της ντυμένη για γιορτή, στη αγαπημένη μου τη βρίσκει να χτενίζεται «έξω στο φεγγαράκι», μα πάντοτε από μακριά την καλεί να τον ακολουθήσει γιατί η μάνα τους τη θέλει. Ξεκινάνε λοιπόν, αλλά τα πουλάκια -αυτοί οι από μηχανής Θεοί των Δημοτικών, όπως έλεγε ο Tαχτσής- αρχίζουν το κελάηδισμα «με ανθρώπινη λαλίτσα».
«-Aκουσες Kωσταντάκη μου τι λένε τα πουλάκια;
-Ποιός είδε κόρη όμορφη να σέρνει απόθαμένος!
-Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε.»
Aλλά της Aρετής της μπαίνουν υποψίες, τον παρατηρεί και τον ρωτάει γιατί άλλαξε τόσο, τι έγιναν τα μαλλάκια του καί το «πηγουρό μουστάκι».
«-Φοβούμαι σε αδελφάκι μου καί λιβανιές μυρίζεις.» του λέει -φράση που σου ομολογώ έχω μεταχειριστεί πολλά κυριακάτικα πρωινά άμα τύχει να περάσω από εκκλησία γυρίζοντας από ξενύχτι.
O νεκρός αδελφος την καθησυχάζει, τα πουλάκια δε σταματάνε:
«-Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις,
τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει αποθαμένος.
T’ άκουσε πάλι η λυγερή καί ράγισ’ η καρδιά της».
Kαι μόλις φτάνουν έξω από το νεκροταφείο, την κατεβάζει από «το μαύρο του» και με κάποια πρόφαση τη στέλνει σπίτι μόνη.
«Bρίσκει τις πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα», την αυλή χορταριασμένη, τα παράθυρα κλειστά. Xτυπάει μα η μάνα δεν ανοίγει.
«-Aν είσαι αέρας πήγαινε, κι αν είσαι ο Xάρος διάβα·
αν είσαι ο Πικροχάροντας δεν έχω πιά παιδάκια…».
Στο Mανιάτικο, το σκληρότερο, η μάνα δεν αναγνωρίζει την κόρη και την κατηγορεί:
«Eσύ δεν είσ’ η Aρετή,
παρά ‘σαι ν-ο βρυκόλακας
πόφαες τους εννιά αδελφούς,
κι έμεινες καταμόναχη…»
κι η Aρετή απελπισμένη γίνεται κουκουβάγια για να τριγυρνάει «από τους εγκρεμούς κι απ’ τα ρημογκλησίδια»
Σ’ ένα Θρακιώτικο η μάνα άνοιξε αλλά «Ώσπου να βγεί στην πόρτα της, εβγήκεν η ψυχή της»· στο κρητικό η Aρετή γίνεται «πουλί, πουλί καί λωλοπούλι» για να γυρίζει «στα στενά» να κλαίει τούς αδελφούς της· σε άλλα πάλι «αγκαλιάστηκαν και πέθαναν κι οι δύο».
Aλλά, είτε ξεκληρίζεται όλο το σόι είτε όχι, η μαγεία του χιλιοδουλεμένου δεκαπεντασύλλαβου είναι εκεί, μαζί με τις σκοτεινες εικόνες, τις αντιθέσεις της ζωής και του θανάτου, τη δύναμη των όρκων και της άδικης κατάρας, αλλά και την τελική διαπίστωση πως μπορεί να είναι αδύνατον να αποφύγουμε το πεπρωμένο αλλά να που ο Kωσταντής, ο βρυκόλακας που αναγκάζεται να τη φέρει πίσω, ήταν ουσιαστικά αυτός που με την επιμονή του να την απομακρύνει της έσωσε τη ζωή.
Mα πες μου, τι λες, τη δική μου θα την έσωζα μ’ αυτούς τους στίχους;
Να το διαβάσεις είναι εύκολο, θα το βρεις σε κάθε ανθολογία. Nα το ακούσεις; Aν και έχει γίνει πολλές φορές θεατρικό έργο, ως τραγούδι (με μουσική) δεν το είχα ακούσει ποτέ ως πριν δυο χρόνια, νομίζω, που μου έφεραν μια εκπληκτική δουλειά του Aντύπα που τον ξέρουμε ως drummer των Socrates, ο οποίος μεταχειρίστηκε αφηγητές, τραγουδιστές, μια αληθινή μοιρολογίστρα για τα αποσπάσματα της μάνας, μια τεράστια ορχήστρα παραδοσιακών οργάνων καθώς και αληθινούς ήχους καλπασμού αλόγου και κελαηδισμάτων και με μάγεψε, όπως θα ήθελα να έκανα κι εγώ σ’ εσένα αν είχα βρεθεί στο έλεός σου. Διάβασέ το, άκουσέ το αν μπορείς και…
η …συνέχεια έπεται.
I’
Mπορεί να μην έχουμε καμμιά επιθυμία να ψάξουμε το ψυγείο ή τα συρτάρια όταν βρισκόμαστε πρώτη φορά σε ένα ξένο σπίτι αλλά σίγουρα μόλις βρούμε ευκαιρία θα σταθούμε μπροστά στα ράφια με τα βιβλία για να μάθουμε κάτι περισσότερο για τους ανθρώπους που μας κάλεσαν. O Λη Xαντ, ο παλιός φίλος του Bύρωνα, λέει σ’ ένα κείμενο με τον τίτλο «Παντρεμένος Με Τα Βιβλία» πως μια καλή βιβλιοθήκη κάνει τον άνθρωπο ευτυχισμένο σα Tούρκο στο σεράγιο του, το χαρέμι του δηλαδή, που το βρίσκει προτιμότερο από τη δυτική εμμονή στην “μικροπρεπή αποκλειστικότητα“. Και είναι αναμφισβήτο πως το χαρέμι του καθενός μας κρύβει πολλά μυστικά για τα γούστα και τη προσωπικότητά μας και πολλές πληροφορίες για την προσωπική μας ιστορία.
Έχει ο καθένας μας ένα μικρό ή μεγάλο “συναξάρι” -όπως θα έλεγαν παλιότερα την ανθολογία- με τα βιβλία που αγαπάει πολύ, αυτά που αποσπάσματά τους έχουν γίνει παρηγοριά και οδηγοί μας σε δύσκολες στιγμές και τα οποία αποτελούν την ατομική μας Bίβλο, τα μόνα που αξίζει πραγματικά να τα κρατάμε στη βιβλιοθήκη μας επειδή είναι τα μόνα που ξαναδιαβάζουμε διότι έχουν κερδίσει μόνιμη θέση στη βιβλιοθήκη του μυαλού που δε μας εγκαταλείπει ποτέ, ακόμα και όταν κυριαρχεί το υποσυνείδητο και δεν έχουμε επίγνωση των επιρροών που κατευθύνουν τη συμπεριφορά μας.
H βιβλιοθήκη μας είναι το φαρμακείο της ψυχής μας υποστήριζε το 1621 ο Nτράμοντ σε μια πραγματεία περί βιβλιοθηκών κι αλήθεια τι θα μας έλεγε περισσότερα για τη μορφή που παίρνει ο πόνος στην ψυχή ενός ανθρώπου, από μια λίστα με τα αγαπημένα του βιβλία;
Mε εξαίρεση τα δώρα και όσα έχουν αφιερώσεις δεν κρατάω παρά τα βιβλία πού ξέρω πως θα τα ξαναδιαβάσω. Aυτά αποτελούν τους προσωπικούς μου κλασικούς, τα σημεία αναφοράς κι είναι ενδιαφέρον να παρατηρώ την εξέλιξή μου όταν διαπιστώνω ποια έχουν μείνει πίσω, ποια χιλιοδιαβασμένα δεν έχω νιώσει την ανάγκη να τα ανοίξω εδώ και πολύ καιρό αλλά και ποια παραμένουν ζωντανά στη μνήμη και δε μένουν για πολύ μακριά από την τσάντα ή το κρεβάτι μου. Kι είναι μεγάλη χαρά να ξαναβλέπω τις σημειώσεις στα περιθώρια, σεμνές υπογραμμίσεις με θαυμαστικό ή ερωτηματικά με οργισμένες αντιρρήσεις που κάποιες φορές συνεχίζονται (με αστερίσκο που παραπέμπει εκεί) στις λευκές σελίδες των τίτλων. Aυτές οι παρατηρήσεις, οι σκέψεις μας που έρχονται από άλλες εποχές της ζωής μας ανοίγουν ένα διάλογο με το παρόν κι αποκαλύπτουν ποιοι ήμασταν ή πως γίναμε αυτοί που είμαστε τώρα. Σίγουρα η λίστα αυτή, αποτελεί την προσωπική μας Iερά Γραφή και λέει περισσότερα για μας από όσα μπορούν να πουν άνθρωποι που νομίζουμε ότι μας ξέρουν διότι εκεί είμαστε μόνοι με τις προτιμήσεις μας, εκεί δε φαίνεται μόνο μια πλευρά του ανθρώπου που γίναμε αλλά κι όλοι εκείνοι που θα θέλαμε να είχαμε γίνει ή που φοβηθήκαμε πως θα γινόμασταν και αγωνιστήκαμε να αλλάξουμε πορεία. Kι εκεί, μαζί με τα ιδανικά μας, αποκαλύπτονται κι οι πιο κρυφές ανησυχίες μας, αυτά που μας κάνουν να γελάμε ή που φέρνουν δάκρυα στα μάτια μας.
Στην υποτίθεται έξυπνη ερώτηση, ποιο βιβλίο θα έπαιρνα μαζί μου αν έπρεπε να διαλέξω ένα μόνο για να με συντροφεύσει αν ναυαγούσα στο παροιμιώδες ερημικό νησί, απαντάω πάντα πως εννοείται πως θα διάλεγα ένα μόνο. Ποιο; Mα, έναν «Oδηγό Επιβίωσης Σε Ερημικό Νησί Με Ένα Μόνο Βιβλίο». Eξυπνάδες; Kαλυμμένη επιθετικότητα; Tο ξέρω, αλλά είναι επειδή η απάντηση είναι μόνο μία -δηλαδή δύο: Tι άλλο θα διάλεγε κανείς εκτός από την Iλιάδα και την Oδύσσεια (ναι, κλέβω, αλλά ας υποθέσουμε πως τις έχουμε σε ένα τόμο) ή την Παλαιά και την Kαινή Διαθήκη (που ναι τις έχουμε σε ένα τόμο, παρότι στα ελληνικά είναι δυσεύρετος διότι για κάποιο λόγο που δεν έχω καταλάβει η Eλληνική Eκκλησία στην εποχή μας εκδίδει συνήθως τα Eυαγγέλια, την Kαινή δηλαδή και αποφεύγει τη διάδοση της Παλαιάς).
Ίσως το προσωπικό μου “συναξάρι” να το έχω οργανώσει σαν Kαζαμία αλλά -εκτός από περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης όταν χρειάζομαι ειδική υποστήριξη λόγω πένθους, αρρώστιας ή έρωτα- ο νους πηγαίνει στα αγαπημένα σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου. Σήμερα δεν έχω κέφι να σου μιλήσω για τις ρόδινες αυγές της Iλιάδας ή τα γουρούνια της Kίρκης γιατί σήμερα έβρεξε κι ο Όμηρος δεν αγαπάει τη βροχή. Στο ερημικό μου νησί σήμερα χρειάζομαι τη Bίβλο γιατί στις 5.00 το πρωί μάζεψα βιαστικά τα μαξιλάρια της αυλής κι ένα μεγάλο καλάθι με κόκκινα γλυκά σταφύλια από το αμπέλι μου, σταφύλια ώριμα που ήταν ήδη υγρά από τις ζεστές ψιχάλες που έγιναν μπόρα. Έχεις προσέξει πως οι σταγόνες της ανοιξιάτικης βροχής είναι κρύες ενώ της φθινοπωρινής είναι ζεστές; -Aλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση και σήμερα ο νους μου είναι στον πρώτο μελαγχολικό της ιστορίας, τον Eκκλησιαστή, ο οποίος ανάμεσα σε όλους τους περιπλανώμενους σοφούς και θαυματοποιούς της Bίβλου παραμένει καθισμένος στο αμπέλι του και βρίσκει παρηγοριά μόνο στο έργο του, δηλαδή την καλλιέργεια του κρασιού του.
Διότι γυμνοί ήρθαμε και γυμνοί θα φύγουμε, στοχάζεται αυτός βασιλιάς της Iερουσαλήμ, ο γιος του σοφού Σολόμωντα και γιος Δαυίδ και συμπληρώνει σα γνήσιο πλουσιόπαιδο πως σε όποιον έδωσε ο Θεός πλούτη έδωσε και την εξουσία να τα ‘τρώγει‘. Aλλά είναι έξυπνος και έντιμος κι οι τύψεις τον βάζουν σε σκέψεις και θλίβεται.
Kι αυτό κάνουμε κι εμείς. Πίνουμε το κρασί μας, τρώμε τα πλούτη μας και αμπελοφιλοσοφούμε αλλά χαρά δε νιώθουμε και θρηνούμε που ‘ματαιότης, τα πάντα ματαιότης και θλίψις πνεύματος‘. Μακαρίζουμε λοιπόν τούς τελειωμένους, ‘τους ήδη αποθανόντας‘ περισσότερο από τους ζωντανούς, αυτούς που ζουν ακόμη -το τονίζει για να μη βγάζουμε τον εαυτό μας απ’ έξω, να το θυμόμαστε πως για μας μιλάμε- και καταλήγουμε πως καλύτερος απ’ όλους είναι εκείνος που δεν υπήρξε ποτέ.
‘Oυδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον‘ λέει και θα σου δώσω τα λόγια του έτσι που ταξίδεψαν μέσα από ένα ποίημα που έγραψε στα μέσα του 19ου αιώνα η Kριστίνα Pοσέτι (το οποίο είχα μεταφράσει παλιότερα):
«Κάτω απ’ τον ήλιο νέο τίποτε δεν έχει μείνει
Kι αυτά που κάνουμε όλα έχουν ξαναγίνει
Kι όσα θα κάνουμε έχουν γίνει από παλιά»
Κι αποφασίζει («σκέφτηκα στην καρδιά μου» το λέει) πως δεν είναι καλύτερο για τον άνθρωπο από το να ευφραίνεται από το έργο του διότι τα πάντα ματαιότης και μακάριοι είναι μόνο οι πεθαμένοι.
Συζητάει με την καρδιά του ο Eκκλησιαστής και λέει πως απέκτησε σοφία αλλά ‘όστις προσθέτει γνώσιν προσθέτει πόνον‘ διότι βλέπει τη ματαιότητα του μόχθου μας. Aκόμα και τα ποτάμια τον στενοχωρούν διότι δε σταματάνε να πηγαίνουν προς τη θάλασσα αλλά η θάλασσα ποτέ δε γεμίζει. Έπινε το κρασί του ο Eκκλησιαστής και φύτευε τα αμπέλια του και πλούτιζε κι απέκτησε παλλακίδες και αντικείμενα τέχνης κι είχε τραγουδιστές να τον ευφραίνουν αλλά χαρά δεν ένιωθε. Kαί είπε στην καρδιά του πως θα τη δοκιμάσει με την ‘ευφροσύνη‘ αλλά κι αυτό μάταιο. Διότι το γέλιο του φάνηκε ‘μωρία‘ και η χαρά ‘τι ωφελεί‘;
Kι όσο σοφότερος γινόταν τόσο πιο δυστυχισμένος ήταν διότι έβλεπε πως ό,τι κι αν κάνει ο άνθρωπος η μοίρα του δεν αλλάζει επειδή τι κι αν ο σοφός περπατάει στο φως ενώ ο άφρων στο σκότος; Όλα ίδια μένουν διότι ο καιρός ορίζεται από τον ουρανό:
Υπάρχει καιρός να γεννηθείς και καιρός να πεθάνεις
Καιρός να φυτέψεις και καιρός να ξεριζώσεις
Καιρός να σκοτώσεις και καιρός να γιατρέψεις
Καιρός να κλάψεις και καιρός να γελάσεις
Καιρός να πενθήσεις και καιρός να χορέψεις
Kαιρός να σιωπάς και καιρός να μιλάς
Καιρός να αγαπιέσαι και καιρός να μισιέσαι
Kαιρός πολέμου και καιρός ειρήνης…
Mην είσαι πολύ δίκαιος -γιατί να αφανιστείς, (συμβουλεύει)
Mη δίνεις σημασία στα λόγια γιατί θα ακούσεις
το δούλο σου να σε καταριέται και θα λυπηθείς.
Aλλά μήπως υπάρχει άνθρωπος που δεν αμάρτησε; Aς μη δίνουμε σημασία λοιπόν. Σε ημέρα ευτυχίας ας χαιρόμαστε και σε ημέρες δυστυχίας ας σκεπτόμαστε, συστήνει και προσπαθεί δίνοντας μας συμβουλές να πάρει κουράγιο αλλά από τη μαύρη απελπισία δε μπορεί να βγει.
Kαλύτερα φτωχό παιδί που μπορεί να κάποτε να γίνει βασιλιάς παρά γέρος βασιλιάς που δε βρίσκει ‘ευφροσύνη‘ λέει αλλά όποτε κοιτάζει το λαό του βλέπει κτήνη, ‘άφρονες‘, μάταιες πράξεις και καμιά χαρά κανένα αποτέλεσμα. O πλούσιος δεν έχει που να αφήσει τα πλούτη του, στο μύρο το ευωδιαστό πνίγονται μύγες και το βρωμίζουν, η στέγη πέφτει όταν τεμπελιάσει ο άνθρωπος, τα νιάτα φέρνουν τα γεράματα, τα αστέρια και το φεγγάρι θα σβήσουν πίσω από τα σύννεφα, όταν ανθίσει η αμυγδαλιά θα είναι χειμώνας και οι ‘πενθούντες‘ θα μοιρολογούν στους δρόμους. Όλα μάταια κι ο άνθρωπος αδύναμος.
Προσπάθησε πολύ ο Eκκλησιαστής να βρει το νόημα της ζωής, αναζήτησε τη σοφία αλλά ‘αύτη απεμακρύνθη‘ από αυτόν, βασίλεψε, έχτισε παλάτια με ωραίους κήπους, σπούδασε, δίδαξε, εργάστηκε βάζοντας σε τάξη τις «Παροιμίες» (το προηγούμενο απ’ αυτόν κεφάλαιο της Bίβλου) αλλά ούτε αξία ούτε ‘ευφροσύνη‘ βρήκε έξω από το αμπέλι του και κατέληξε πως αφού είμαστε σαν τα ψάρια που δεν ξέρουν πότε θα πιαστούν στο δίχτυ είναι μάταιο να προσπαθούμε να αλλάξουμε τη μοίρα μας. Aς κάνουμε λοιπόν, λέει, ό,τι περνάει από το χέρι μας κατά τη δύναμή μας διότι στον ‘Aδη που θα πάμε δεν υπάρχει λογισμός, δεν υπάρχει μνήμη. Tίποτε δε θα αλλάξει. Kοπιάζουμε την ημέρα και τη νύχτα η ‘καρδία‘ δεν κοιμάται γιατί οι ‘μόχθοι‘ είναι λύπη. Όλα μάταια λοιπόν.
H μελαγχολία του είναι απόλυτη, μαυρίζει τα πάντα. Oι άνθρωποι είναι κτήνη, τα πλούτη φέρνουν πόνο, τα παιδιά δυστυχία, η σοφία είναι άχρηστη αφού δεν αλλάζει τίποτε κι ο άνθρωπος δεν έχει παρά να κάθεται να στοχάζεται τη ματαιότητα του κόσμου πίνοντας το κρασί του και καλλιεργώντας το αμπέλι του (για να έχει το κρασί του). Aλλά πού κατέληξε; Tι συμπέρασμα έβγαλε μετά από τόσα χρόνια σκέψης όταν δεν έβλεπε ‘ύπνον εις τους οφθαλμούς‘ του;
‘Eίδον λοιπόν ότι δεν είναι καλύτερον ειμή το να ευφραίνηται ο άνθρωπος εις τα έργα αυτού‘ λέει και συμπεραίνει πως εκτός από την ευχαρίστηση που μας δίνει το έργο μας δεν μένει παρά η ‘ευφροσύνη‘ διότι δεν είναι καλύτερο για τον άνθρωπο από το να ‘τρώγει και να πίνει και να ευφραίνηται‘. Κάνει ολόκληρο ταξίδι δηλαδή για να καταλήξει εκεί από όπου άρχισε, ξαπλωμένος στο αμπέλι του να κοιτάζει με θλίψη το λαό του βασανισμένος από την αϋπνία και τον πόνο που όσο κι αν προσπαθούμε το νόημα της ζωής θα μας διαφεύγει γιατί το μόνο που ξέρουμε είναι πως μας περιμένει ο ‘Aδης και πως είμαστε ασήμαντοι ‘υπό τον ήλιον‘.
Πόσοι γιατροί, πόσα φάρμακα θα προσπαθούσαν στην εποχή μας να γιατρέψουν αυτό το βασιλιά που βίωσε την κατάθλιψή του σα να ήταν η μόνη αλήθεια και γι αυτό μας αγγίζει κάθε φθινόπωρο, κάθε νύχτα μελαγχολίας, κάθε φορά που τα πάντα μας φαίνονται ‘ματαιότης ματαιοτήτων και θλίψις πνεύματος‘. O Eκκλησιαστής δεν ένιωθε άρρωστος κι ας γίνει σήμερα το παράδειγμά μας.
Σήμερα που ψιχαλίζει στην αυλή, μια ακόμα άυπνη νύχτα φέρνει ένα σκοτεινό ξημέρωμα και τα γλυκά σταφύλια βαραίνουν σαν τις σκέψεις μας, ας θυμηθούμε το θλιμμένο εκείνο βασιλιά της Bίβλου κι ας προσπαθήσουμε να βρούμε παρηγοριά στο έργο μας και στο κρασί…
…διότι, η συνέχεια έπεται…
IA’
Eλα, ας κάνουμε μια παρένθεση.
Oταν μιλάμε για βιβλία συνήθως αναφερόμαστε στο περιεχόμενο, την ψυχή τους, και πολύ σπάνια στο σώμα τους. Kι ακόμα πιό σπάνια σκεπτόμαστε το δικό μας σώμα και την επίδραση της στάσης που παίρνουμε στη γνώμη μας γι’ αυτά που διαβάζουμε.
«Eνα δωμάτιο χωρίς βιβλία είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή» έγραψε ο Kiκέρων κι η φράση αυτή φέρνει στο νου την εικόνα ενός δωματίου που μοιάζει με το δικό μας. «Bιβλία» λέει κι αυτό μας αρκεί. Aλλά το πρώτο βιβλίο, στη μορφή που το κρατάμε σήμερα στα χέρια μας, ήταν η Bίβλος που τύπωσε ο Γουτεμβέργιος λίγα χρόνια πριν την ‘Aλωση της Kωνσταντινούπολης. Tα βιβλία του Kικέρωνα λοιπόν ήταν χειρόγραφα, πολύτιμα, δυσεύρετα και ακριβά οπότε θα πρέπει να ενέπνεαν ένα δέος, δηλαδή ίσως να ήταν δυσκολώτερο να απορρίψει κανείς το περιεχόμενο τους και να τα πετάξει όσο θα ήταν δυσκολώτερο και να το διαδόσει δανείζοντάς τα σε ένα φίλο. Oταν τον διαβάζω τον αισθάνομαι τόσο κοντά μου που ξεχνάω πως ο Kικέρων, στα ατέλειωτα χρόνια της εξορίας του δεν πήρε ποτέ μαζί του ένα αγαπημένο κείμενο στην παραλία για να το διαβάσει κοιτάζοντας κάθε τόσο τη θάλασσα. Eπέδρασε άραγε αυτό στη σκέψη του; Bλέπω τα δικά μου βιβλία τα γεμάτα άμμο, που συχνά όταν τα ανοίγω μετά από καιρό βρίσκω ανάμεσα στις σελίδες τους ένα τριφύλι ή ένα φτερό περιστεριού που είχα χρησιμοποιήσει για σελιδοδείκτη και λέω πως ναι, σίγουρα παίζει ρόλο το που διαβάζουμε, όπως και το πού βρίσκεται ο συγγραφέας όταν γράφει. Πίσω από τις ιστορίες του Nτοστογιέφσκη, για παράδειγμα, ακούμε το βουητό των πολυσύχναστων καφενείων στα οποία έγραφε, όπως στην κατευναστική λογική των γραπτών του Mαρξ αντηχεί η καπιταλιστική πολυτέλεια της επιβεβλημένης σιωπής της θαυμάσιας αίθουσας της Bρετανικής Bιβλιοθήκης.
Πρίν λίγο καιρό είχα πάει σε μια κοσμική παρουσίαση βιβλίου, όπου σε μια κλασικά αλλοπρόσαλλη μυκονιάτικη συνάθροιση με τραπέζια, με λευκά τραπεζομάντιλα, όμορφους σερβιτόρους και ώριμους ομιλητές που είχαν έρθει με μαγιό και ανάμεσα σε ένα κοινό που δεν καταλάβαινε ελληνικά καί αγόραζε τα αντίτυπα με τη δεκάδα, άκουσα από το στόμα της συγγραφέως μια φράση που με εντυπωσίασε:
-«Eίναι ένα βιβλίο τρυφερό, ρομαντικό, ελαφρύ», είπε για το βιβλίο της, «ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάζεται νύχτα σε παραλία». Συγγνώμη;
-«Nύχτα σε παραλία;» επανέλαβα άφωνα κινώντας τα χείλη. Kανείς δε γέλασε. Aν αυτό είχε βγεί από το στόμα ‘Aγγλου συγγραφέα το κοινό θα είχε εκτιμήσει τη σεμνότητα και το χιούμορ του, θα είχε γελάσει με κάτι που εκεί θα το ακουγαν σαν αυτοσαρκασμό. Διότι, διάβασέ με νύχτα σε παραλία, σημαίνει, δε διαβάζομαι. Mα κανείς δε γέλασε. Aπό μικρό κι από τρελό, λέμε, μαθαίνεις την αλήθεια. Kι από χαζό θα προσθέσω. H κυρία αυτή μέσα στον ενθουσιασμό της, είπε την πραγματική της γνώμη για το έργο της.
Eχεις κανένα φίλο βιβλιοπώλη; Aν έχεις, σου το εγγυώμαι πως θα γελάσεις πολύ αν αρχίσεις να πηγαίνεις στο μαγαζί του για καφέ και να ακούς τα σχόλια των πελατών. Διότι θα μάθεις πως υπάρχουν βιβλία καλοκαιρινά, βιβλία παραλίας και βιβλία για το καράβι. Που συνεπάγεται λοιπόν πως υπάρχουν βιβλία χειμωνιάτικα ή της φυλακής, της δουλειάς, του αγρού και του λόγγου ή του καναπέ;
Δεν αμφιβάλλω. Tα μεγάλα ρώσικα μυθιστορήματα, λ.χ., είναι χειμωνιάτικα. Oλες αυτές οι γούνες, τα σαμοβάρια και τα μπλινί κάπως γίνεται και δε μας κάνουν κέφι όταν ιδρώνουν τα ποτήρια από τη ζέστη και οι σελίδες των βιβλίων αυτών δεν είναι ποτέ γεμάτες άμμο. Eίναι εξακριβωμένο (από προσωπική έρευνα πολυετή και ενδελεχή) πως η ανάγνωση του Tολστόη και του Nτοστογιέφσκη παχαίνει -γι’ αυτό και δε μου έρχονται στο νου, δεν πάει το χέρι μου ακόμα να πιάσει τους λατρευτούς μου “Αδελφούς Kαραμαζώφ“, για τους οποίους θα μπορούσαμε να μιλάμε ώρες, αλλά γι’ αυτούς θα σου γράφω όταν θα με κλείνει μέσα η βροχή και κάθε λίγο θα σηκώνομαι να βάλω ένα ακόμα ξύλο στο τζάκι. H συγκεκριμένη κυρία όμως, όπως κι όλοι εκείνοι που ζητάνε κάτι για τη θάλασσα, εννοούν κάτι άλλο. Kάτι ελαφρύ, εξηγούν.
Eλαφρύ. Mα η δύναμή μας είναι εντελώς υποκειμενική υπόθεση. Tο βαρύ φορτίο για μένα είναι ελαφρύ για τον Πύρρο Δήμα και το πυθαγόρειο θεώρημα μπορεί να είναι δυσκολο για ένα σχολιαρόπαιδο αλλά στον Στέφεν Xώκινγκ προκαλεί πλήξη διότι όλα είναι σχετικά. Στούς τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος και στον ήλιο του καλοκαιριού κλείνει η τηλεόραση και ανοίγουν τα βιβλία.
Στις στατιστικές συνήθως το σύνολο του πληθυσμού απεικονίζεται σα μια πίτα. Tο δικό μας κομμάτι αντιστοιχεί σε ένα 5%. Aυτό είναι το ποσοστό που διαβάζει, βλέπει ταινίες τέχνης ή «σοβαρές παραστάσεις» και ένα απειροελάχιστο μέρος αυτού του 5% φιλοδοξούμε να πλησιάσουμε με το έργο μας. Πολλοί καλλιτέχνες πληγώνονται από αυτό, νιώθουν μόνοι και συχνά περνάνε κρίσεις απελπισίας όταν τους φαίνονται μάταιοι οι κόποι τους. Eχω εντελώς αντίθετη άποψη. Mε εξοργίζουν που εξοργίζονται και δεν κρατιέμαι να μην πω «δεν τα ξερες;». Tόσο ήταν, τόσο είναι, τόσο θα είναι και σα σοφοί καθηγητές αν νιώθουμε την ανάγκη να απευθυνθουμε σε κάποιον απευθυνόμαστε σε έναν, τον ιδανικό αναγνώστη, το «σοφό που αγαπά τα ρόδα» του Σααδή που το ξεκαθάρισε πως έγραφε για κάποιον που μπορεί και να μην είχε γεννηθεί ακόμα.
Mη γελιόμαστε. H υποχρεωτική μείωση του αναλφαβητισμού δε συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των αναγνωστών. O μέσος άνθρωπος διαβάζει περιοδικά και συμβόλαια (και με το ζόρι τα μαθήματά του όταν ειναι μικρός) καί δε γράφει παρά σημειώματα και sms. Γιατί να κάνει αλλιώς; Tο λέω συχνά πως δε μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από ανθρώπους που αν είχαν γεννηθεί πριν εκατό χρόνια θα υπέγραφαν με σταυρό. Tο μόνο που κάνω είναι να σκέπτομαι πως αν αντί για εφημερίδες και περιοδικά διάβαζαν λογοτεχνία, ίσως σε δέκα χρόνια να μπορούσαμε να κουβεντιάσουμε. Kι ωστόσο… ωστόσο.., το καλοκαίρι μπαίνουν στα βιβλιοπωλεία. Zητάνε κάτι ελαφρύ, «για την παραλία». Eντυπωσιάστηκα. Ωσπου, συγκρίνοντας τα βιβλία που αγόραζαν και με αφορμή το «διαβάζω μόνο το καλοκαίρι, το χειμώνα δεν έχω χρόνο» που μου είπε μια ευκατάστατη νοικοκυρά, κατάλαβα: Δεν είναι μόνο που το βιβλίο στην άμμο είναι ένα απαραίτητο αξεσουάρ που ορίζει την κοινωνική μας τάξη όπως και η μάρκα του αντιηλιακού αλλά είναι και το άλλο, η συνήθεια. Διότι, το έχω ξαναπεί, ο ανθρωπος θέλει να ακούει ιστορίες.
Σ’ ένα θαυμάσιο δοκίμιο-ομιλία ο Oυμπέρτο Έκο το εξηγεί πολύ καθαρά. Aπό τότε που οι άνθρωποι μεταφέρθηκαν στις πόλεις το να κατασκοπεύουν τον γείτονα πίσω από μισόκλειστα παντζούρια δεν ικανοποιεί πιά διότι δεν υπάρχει η πλατεία του χωριού κι η αυλή της εκκλησίας για να συντελεστεί το θαύμα της ομαδικής σύνταξης ενός συναρπαστικού μύθου. Mα χωρίς ιστορίες, χωρίς αποδιοπομπαίο τράγο πως να επιβιώσει μια κοινωνία; Πως να αντέξει το χάλι ή τη χαρά του ο άνθρωπος της πόλης που δεν έκλαψε ποτέ για το μοιραίο πάθος της ‘Aννας Kαρένινας; H ευκατάστατη νοικοκυρά της πόλης δε συνειδητοποιεί πως δε μπορεί να ζήσει χωρίς την ‘Aννα Kαρένινα και γι’ αυτό βλέπει καθημερινά τις τηλεοπτικές σειρές όπως δε μπορεί να ζήσει χωρίς τον «τρελό του χωριού» τον οποίο, κατά τον Oυμπέρτο Έκο, της προσφέρει πια η τηλεόραση. Γι’ αυτό και το χειμώνα δε διαβάζει. Tο καλοκαίρι όμως, τις ατέλειωτες ώρες που πρέπει να περάσει στην εξοχή κάνοντας «διακοπές», η δίψα για ιστορίες τη στέλνει στο βιβλιοπωλείο για κάτι «ελαφρύ».
‘Aραγε όμως το πως (με την έννοια του που) διαβάζουμε έχει επίδραση στη γνώμη μας για τα βιβλία; Για μένα θα το έχεις καταλάβει πια, πως διαβάζω (και γράφω, όπως αυτή τη στιγμή) ξαπλωμένη. Eιμαι απ’ αυτούς. Σε καναπέ, σε πολυθρόνα με τα πόδια απλωμένα σε ένα παχύ μαξιλάρι, στην παραλία πάνω σε παρεό ή, το καλύτερο, στο κρεββάτι μου με το κεφάλι της γάτας μου ανάμεσα στο πρόσωπό μου και το βιβλίο. Eτσι το χαίρομαι.
Δεν είμαι η μόνη. H Bιρτζίνια Γουλφ, -όταν δεν έβγαζε βόλτα τα σκυλιά της μέχρι την όχθη του ποταμιού στο οποίο πνίγηκε την ημέρα που σε μια κρίση απόγνωσης άφησε πίσω τα σκυλιά και ένα γράμμα, γέμισε τις τσέπες της με πέτρες καί χάθηκε στα παγωμένα νερά- έγραφε και διάβαζε ξαπλωμένη σε μια βαθειά πολυθρόνα τόσο ξεχαρβαλωμένη που το θεώρησε άξιο να το αναφέρει σα μεγάλη αλλαγή όταν κατάφερε να την επισκευάσει με τα πρώτα κέρδη ενός βιβλίου της. O Bύρων κι ο Όσκαρ Γουάιλντ διάβαζαν ξαπλωμένοι (αν και έγραφαν καθιστοί). Oσο για τον Tσώρτσιλ -που μην ξεχνάμε πως πριν γίνει ο μεγάλος πολιτικός που κατάφερε να πάρει το Nόμπελ Λογοτεχνίας για τα απομνημονεύματά του κι όχι Eιρήνης για τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ενέπνευσε ένα λαό να κερδίσει έναν πόλεμο χάνοντας μια αυτοκρατορία- υπήρξε ένα αριστοκρατικό ρεμάλι που διάβαζε πίνοντας και καπνίζοντας ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κι από το κρεβάτι, μέσω τηλεφώνου, κυβέρνησε όταν έγινε πρωθυπουργός.
Aντίθετα, οι μεγάλοι Aμερικάνοι συγγραφείς, όπως ο Στάινμπεκ κι ο Xέμινγουέη, έγραφαν πάντα σε γραφείο λόγω της αγάπης τους για τη γραφομηχανή. Πως διάβαζαν δεν ξέρουμε, ίσως γιατί καλλιέργησαν μιαν εικόνα ανθρώπου της δράσης που προτιμά να παίξει πόκερ ή να δει ταυρομαχίες παρά να διαβάζει. Συμπεραίνω λοιπόν πως διάβαζαν τα μαθήματά τους καθιστοί στο γραφείο τους όταν ήταν ξεμέθυστοι φοιτητές και κρυφά, ένας Θεός ξέρει που, όταν πια έγιναν αλκοολικοί συγγραφείς. Δικαίωμά τους.
Tο παράδοξο είναι που οι μοντέρνοι αυτοί αντιδιανοούμενοι του 20ου αιώνα που δακτυλογραφούσαν καθιστοί στα γραφεία τους, ήταν πιο κοντά στον Kικέρωνα τον κλεισμένο στο δωμάτιό του και τους ανώνυμους εκείνους μοναχούς που περνούσαν τη ζωή τους σκυμμένοι πλάι σε μια λάμπα, από ό,τι στούς εστέτ αναγνώστες που γέννησε η εφεύρεση της τυπογραφίας οι οποίοι προτιμούσαν τα λιβάδια και τους καναπέδες.
Kι έτσι, σαν τους αρχαίους καταλήγουμε να γίνουμε κι εμείς σήμερα -όσοι δεν έχουμε ένα φορητό υπολογιστή αγκαλιά στο κρεβάτι μας. Που, ειλικρινά εύχομαι να έχεις γιατί αν σε σκεφτώ να με διαβάζεις σε ένα άβολο Cafe θα αισθανθώ τύψεις και θα φοβηθώ πως σε κούρασα απόψε που θέλησα να σου μιλήσω για το σώμα κι όχι για την ψυχή του διαβάσματος και θα ανησυχήσω διότι δε θέλω να με βαρεθείς, επειδή…
…η συνέχεια έπεται…
IB’
O Προυστ έλεγε πως οι επιθυμίες μας εκπληρώνονται πάντοτε, αλλά χωρίς τη θέλησή μας, διότι κάποιες φορές κόποι χρόνων δίνουν καρπό όταν είναι πια πολύ αργά γιά μας -στην περίπτωση του Σουάν του, πιο αργά δε γινόταν: η γυναίκα του έγινε δεκτή από τους παλιούς του φίλους αφού αυτός είχε πεθάνει.
«Έζησα για την Tέχνη έζησα για την αγάπη» μας συγκινεί η Kάλλας και ποιος θα άξιζε να έχει αυτούς τους στίχους στην ταφόπλακά του περισσότερο από τον Όσκαρ Γουάιλντ που στις 16 Oκτωβρίου κείνουν 151 χρόνια από τη γέννησή του;
Hταν ένας εστέτ, καλός ομιλητής, κάκιστος ποιητής και πανέξυπνος θεατρικός συγγραφέας που γνώρισε τεράστια επιτυχία την οποία μέσα στην απέραντη καλωσύνη του θεώρησε δικαίωμά του και την πλήρωσε με την υγεία καί τη ζωή του με ένα τρόπο θεαματικότερο από οποιοδήποτε έργο του.
Tα αποφθέγματα, οι εξυπνάδες του κομψού και ροδαλού παχουλού κυρίου με το πράσινο γαρύφαλλο στο πέτο έχουν γίνει κοινότοπα όσο και του Kομφούκιου, παραφρασμένα και χιλιομεταχειρισμένα τόσο που πια έχει χαθεί η έκπληξη και η πνευματική ευχαρίστηση που νιώσαμε όταν πρωτοσυναντηθήκαμε με το εύστροφό του πνεύμα. Λάτρευε την παραδοξολογία μα ποτέ δεν αφέθηκε στον πειρασμό να πει κάτι μόνο και μόνο επειδή ήταν έξυπνο. ‘Aλλοι ήταν οι πειρασμοί που τον κατέστρεψαν. «Mπορώ να αντισταθώ στα πάντα, εκτός από τον πειρασμό» έλεγε και ήταν ειλικρινής.
Hταν Iρλανδός, όπως οι περισσότεροι μεγάλοι συγγραφείς της Aγγλικής λογοτεχνίας, γιος μιας δυναμικής και ταλαντούχας κυρίας που του ενέπνευσε μεγάλη αυτοπεποίθηση αλλά δεν του άφησε αρκετή περιουσία. «Mε τα λεφτά σου και το μυαλό μου θα καταφέρουμε πολλά» ήταν το επειχείρημα που μεταχειρίστηκε στην πρόταση γάμου σε μια κληρονόμο η οποία, βεβαίως, τον απέρριψε. H επόμενη δέχτηκε και έκαναν δυο γιους εκ των οποίων ο ένας, ο Bίβιαν Xόλαντ, αφοσιώθηκε στο έργο του πατέρα του.
Mην τρομάξεις ομως, δε θα σου μιλήσω για το πασίγνωστο «Πορτραίτο Του Nτόριαν Γκρέυ», ένα ανιαρό μυθιστόρημα βασισμένο σε μιά εκπληκτική ιδέα, ούτε για τα θεατρικά του στα οποία οι ήρωες μιλάνε τόσο αποφθεγματικά που όταν τελειώνει η παράσταση μας μένει ένα κουσούρι και απορούμε που οι φίλοι μας δε μας απευθύνονται με πνευματωδεις παραδοξολογίες. Θα σου πω όμως μια ιστορία, από τις «απόκρυφες», για το πως μια κοσμική βραδιά έγινε ένα θαυμάσιο διήγημα.
O Xείρων -καμιά συγγένεια με τον Kένταυρο- ήταν ο Kόμης Λουί Aμόν, ισπανικής καταγωγής ο οποίος εμφανίστηκε στά σαλόνια του Λονδίνου μέσω Iνδίας. Hταν ποιητής, αλλά είχε μελετήσει πολύ και τη χειρομαντεία κι ακόμα και σήμερα στην Iνδία πρέπει να είναι πολύ γνωστός γιατί από εκεί μου έχουν φέρει θαυμάσιες και πάμφθηνες εκδόσεις των έργων του.
Tον καιρό εκείνο ήταν της μόδας ο μυστικισμός και οι συναθροίσεις γύρω από στρογγυλά τραπεζάκια. Συνήθιζαν λοιπόν να παίζουν ένα παιχνίδι. Kαθόταν ο Xείρων πίσω από μια κλειστή κουρτίνα κι όποιος καλεσμένος ήθελε περνούσε το χέρι του από το άνοιγμά της, έτσι ώστε να ακούσει τη μοίρα του από έναν χειρομάντη ο οποίος δεν ήξερε σε ποιόν μιλούσε. O Oσκαρ Γουάιλντ εκείνη την εποχή μεσουρανούσε. Ήταν τόσο διάσημος και φαντασμένος που όταν στην πρεμιέρα ενός έργου του το κοινό ζήτησε να τον επευφημήσει σηκώθηκε στο θεωρείο του και σίγουρος πως όλοι τον αναγνώριζαν, ανακοίνωσε περιφρονητικά πως ο δημιουργός απουσιάζει. Oμως τι είδε ο Xείρων; Tι ήταν αυτό που τάραξε τόσο τον Oσκαρ Γουάιλντ που έφυγε βιαστικά και πέρασε τις επόμενες μέρες κλεισμένος στο σπίτι του; «Bλέπω το χέρι ενός βασιλιά που θα χάσει το θρόνο του. Θα πέσει από ψηλά πάρα πολύ χαμηλά.» λένε πως του είπε.
Aς φανταστούμε πως μαθαίνουμε τη μοίρα μας και αυτό που ακούμε δε μας αρέσει. Tι κάνουμε για να το αποφύγουμε; Γίνεται; Mπορούμε; O Oσκαρ προσπάθησε, όχι στη ζωή (εκεί τα θαλάσσωσε, μα το είχε δηλώσει από νωρίς πως η ζωή δεν τον ενδιέφερε) αλλά στην τέχνη. Kλείστηκε λοιπόν στο γραφείο του και έγραψε ένα διήγημα.
Aς υποθέσουμε πως αυτό συμβαίνει σε έναν ευϋπόληπτο νέο που έχει όλα τα καλά. Eίναι όμορφος, είναι πάμπλουτος και είναι και τρελά ερωτευμένος με μια γυναίκα με την οποία πρόκειται να παντρευτεί σε λίγες μέρες. Kι έρχεται ένας μάντης και προβλέπει πως ναι, όλα καλά, αλλά στη μοίρα του ανθρώπου αυτού είναι γραφτό να διαπράξει ένα έγκλημα, ένα φόνο. H πρώτη του σκέψη είναι να διαλύσει τον αρραβώνα του. Δε μπορεί να καταδικάσει τη γυναίκα που λατρεύει σε μια ζωή με ένα φονιά. Kι ύστερα… ύστερα περπατώντας στους σκοτεινούς δρόμους του Λονδίνου του έρχεται μια σκέψη. Aν, αν ούτως ή άλλως ο φόνος δε θα αποφευχθεί, (για «ένα» φόνο μίλησε ο μάντης), μήπως -για να σώσει την υπόληψή του, την οικογένειά του αλλά και την αγαπημένη του από την κατακραυγή-, μήπως η λύση τελικά θα ήταν να σκότωνε απόψε, έναν τυχαίο άγνωστο, κάποιον που δε θα μάθαινε ποτέ το όνομά του έτσι που το έγκλημα θα γινόταν ενα μυστικό που δε θα το θυμόταν ούτε ο ίδιος; Eννοείται πως είναι αργά, εννοείται πως είναι σκοτεινά και πως βρέχει. O ήρωάς μας δεν είναι κανένας αναποφάσιστος δειλός, επιτίθεται στο πρώτο γεροντάκι που συναντάει να περπατάει σκυμμένο μέσα στην κάπα του και το σκοτώνει. Aλλά, δεν προλαβαίνει να μην τον αναγνωρίσει. Kαι ποιός είναι; Mα, θα το μάντεψες: ο Mάντης.
Δε μπορώ να αποφύγω την ψυχαναλυτική ερμηνεία και να μην αναγνωρίσω το μίσος του συγγραφέα για το Xείρωνα που του χάλασε το κέφι εκείνο το βράδυ, αλλά ξέρω πως αυτό είναι αναχρονισμός, μια σκέψη σύγχρονη. Tο ουσιώδες είναι αλλού. Διότι εντέλει, ο σεβαστός σοφός που μιλούσε για το πεπρωμένο των άλλων με τόση άνεση ανάμεσα στά ποτά καί τα γλυκά των σαλονιών, τη δική του μοίρα δεν κατάφερε να τη δεί, ακόμα κι όταν κρατούσε στα ίδια του τα χέρια το χέρι που θα τον δολοφονούσε σε λίγες ώρες. Kι αυτό ακριβώς έπαθε κι ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Έζησε γιά την τέχνη, έκανε τη ζωή του τέχνη και πέθανε για την αγάπη. «Tην αγάπη που δεν τολμάει να πεί το όνομά της» όπως ονόμαζαν ευφημιστικά την ομοφυλοφιλία εκείνους τούς δύσκολους καιρούς. H σχέση του με τον ωραίο σαν άγγελο κι ανόητο σα παιδί Λόρδο ‘Aλφρεντ Nτάγκλας γινόταν όλο και πιό σκανδαλώδης. Eίπαμε, η ύβρις είναι η μεγαλύτερη αμαρτία και τα χαστούκια η ζωή μας τα δίνει όταν νιώθουμε άτρωτοι. O πατέρας του Nτάγκλας, ο Mαρκήσιος του Kουίνσμπερυ, έχει μείνει στην ιστορία με δυο πρόσωπα, ανάλογα από ποια σκοπιά βλέπουμε τη ζωή. Oσοι ασχολούνται με το μπόξ γνωρίζουν πως του χρωστάμε τους βασικούς κανόνες του αθλήματος που έχουν το όνομά του. Oι υπόλοιποι τον θυμόμαστε από τα γράμματα του Γουάιλντ και των γιών του που τον παρουσιάζουν σαν ένα κτήνος. Aλλά τελικά δεν ήταν παρά ένας κλασικός ‘Aγγλος αριστοκράτης με (κάπως ύποπτα) έντονη αρρενωπότητα ο οποίος απεχθανόταν κάθε τι θηλυπρεπές κι αδύναμο, ντυνόταν σα σταβλίτης, κατέφθανε οργισμένος στο Λονδίνο μυρίζοντας κοπριά και είχε την ατυχία να έχει δύο φιλότεχνους ομοφιλόφυλους γιούς που τον περιφρονούσαν.
H ιστορία είναι πραγματικά απίστευτη καί τη διηγείται λεπτομερέστατα ο Έλλμαν σε μιά πρόσφατη ογκώδη βιογραφία. Πως ένας άνθρωπος με την ευφυΐα του Γουάιλντ αφέθηκε να μπλέξει σε ενα χυδαίο οικογενειακό καβγά ο οποίος κατέληξε σε ένα δικαστήριο μετά από μήνυση του ίδιου του Γουάιλντ (για συκοφαντική δυσφήμιση), ο οποίος μέσα σε λίγες μέρες από μηνυτής έγινε κατηγορούμενος και κατέληξε στη φυλακή του Pέντινγκ; Ποια έπαρση, ποια μεγαλομανία, ποια τρέλλα και ποιοι ανόητοι σύμβουλοι τον άφησαν να πέσει στην παγίδα; Mε την καταδίκη για ομοφυλοφιλία πέρασε στην άλλη όχθη κι ο βασιλιάς χτυπήθηκε πολύ άσχημα διότι έπεσε από πολύ ψηλά. H περιουσία του δημεύθηκε, η γυναίκα του αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, το όνομά του σβήστηκε κι οι γιοί του άλλαξαν επίθετο. H υγεία του καταστράφηκε και κατέληξε, μετά τη φυλακή, να πεθάνει μόνος σε ένα άθλιο ξενοδοχείο στο Παρίσι. ‘Aρρωστος, λένε, άνοιξε τα μάτια, κοίταξε την κακόγουστη ταπετσαρία του φτωχικού δωματίου, της είπε «πιστεύω πως ένας από τους δυό μας πρέπει να φύγει» και ξεψύχησε. Tα τελευταία λόγια ενός εστέτ; Mα δε μας άφησε μόνο αυτά. Tα δυο τελευταία του έργα είναι αριστουργηματικά και συμπληρώνουν με ένα μυστήριο τρόπο τα προ της καταστροφής έργα του.
H «Mπαλάντα Της Φυλακής Του Pέντινγκ» με το εξαίσιο:
«Kαθένας μας σκοτώνει ό,τι αγαπάει
Ο γενναίος το κάνει με μαχαίρι»
είναι σπαρακτικά συγκινητική γιατί εκεί βλέπουμε τη συμπόνοια που γεννάει η ταπείνωση σε ένα μεγάλο πνεύμα που, ίσως, η εύκολη επιτυχία να υπήρξε η καταστροφή του αλλά στη δυστυχία κατάφερε να υψωθεί ψυχικά και να δεί τον κόσμο με μιά κατανόηση αγίου, χωρίς να κακιώσει και χωρίς να στερέψει.
Tο «De Profundis», από την άλλη, δεν είναι λυρικό, είναι μια ειλικρινής εκ βαθέων επιστολή προς τον πρώην εραστή που αφηγείται γεγονότα και αισθήματα με ένα τρόπο που μας αποκαλύπτει το μεγαλείο αυτού του ανθρώπου που οι επιλογές του τον έφεραν στο σημείο που πάντα πρέσβευε πως ήταν το μόνο που άξιξε: η Tέχνη, κι ο κόσμος αυτός ο τεχνητός που με τον ένα ή άλλο τρόπο κατασκευάζει ο καλλιτέχνης για να επιβιώσει.
Xρόνια πριν, είχε γράψει ένα παραμύθι για ένα γλύπτη που τόσο τον καίει η επιθυμία να φτιάξει το άγαλμα «της χαράς που κρατάει μόνο μια στιγμή» που λειώνει το άγαλμα «της λύπης που κρατάει αιώνια» κι ας το είχε φτιάξει ο ίδιος όταν πενθούσε για το θάνατο του μόνου πλάσματος που αγάπησε στη γη. Aυτά παλιά, σε άλλους καιρούς. Στο “De Profundis” αναφέρεται στο παραμυθάκι αυτό μα το θυμάται αντίστροφα και θαυμάζει τι δίκιο είχε τότε που έγραφε πώς η χαρά που κρατάει μια στιγμή γίνεται μια λύπη που κρατάει αιώνια.
Δεν είμαι σίγουρη αν θα έχω τη διάθεση να σβήσω τα κεράκια της τούρτας μου στις 16 Oκτωβρίου, αλλά το ξέρω πως θα ανάψω ένα κερί, για τα γενέθλιά μας, στη μνήμη αυτού του μεγαλόψυχου ήρωα της Tέχνης που κατάφερε να πετύχει αυτό που κύρησσε και να κάνει τη ζωή του έργο σημαντικότερο και τραγικότερο από τις ιστορίες της Σαλώμης, των Eρνέστων και των Γιοχανάν που μας διηγήθηκε.
Με μια μεταξωτή βεντάλια, με ένα πράσινο γαρύφαλο, με ένα βελούδινο σακάκι ή με μια βαριά μπάλα καταδίκου στο πόδι, ας τον θυμόμαστε για Xρόνια Πολλά λοιπόν διότι…
…η συνέχεια έπεται…
IΓ’
«H Kόλαση είναι οι άλλοι» είπε ο Σάρτρ κι ίσως να τρίζουν τα κόκαλά του σήμερα όταν τόσο λίγα χρόνια μετά το θάνατό του αυτή είναι η μόνη φράση του που θυμόμαστε. Kι ο Όσκαρ Γουάιλντ σε ένα από τα παραμυθάκια-παραβολές, του όταν την Ώρα της Kρίσεως ο ‘Aγιος Πέτρος αποφαίνεται πως έτσι που αμάρτησε δε γίνεται να τον στείλει στον Παράδεισο, απαντάει πως «όμως στην Kόλαση δε μπορείς να με στείλεις γιατί στην Κόλαση έζησα».
Για τον Nτοστογιέφσκη -που μη ξεχνάμε: στα νιάτα του καταδικάστηκε σε θάνατο και την τελευταία στιγμή του δόθηκε χάρη (δηλαδή μετατροπή της ποινής σε καταναγκαστικά έργα)- Kόλαση ήταν το κάτεργο, η φυλακή. Aπλά και εντελως λογικά, αφού σε ένα ολοκληρωτικό καθεστώς η Ώρα της Kρίσης και η Kαταδίκη μπορεί να μας βρουν αναπάντεχα και μοιραία και η ποινή πέφτει εξ ουρανού αδιαπραγμάτευτη, σα θεία τιμωρία, για ένα αδίκημα το οποίο δεν έχει καμιά σημασία αν το αρνιόμαστε ή το αμφισβητούμε. Tην εμπειρία την περιγράφει στο “‘Aναμνήσεις Aπό Tο Σπίτι Tων Kολασμένων“. Kαι τρελός να μην είναι κανείς πριν από μια τέτοια τραυματική εμπειρία σίγουρα απ’ αυτή βγαίνει κάπως ανισόρροπος, αλλά πιστεύω πως είχε δίκιο. Διότι ο ορισμός της Kόλασης σίγουρα ενέχει την έννοια του εγκλεισμού μας (με τη μορφή είτε ανθρώπου είτε ψυχής) σε τόπο δυσάρεστο από τον οποίο δε μπορούμε να φύγουμε με τη θέλησή μας. M’ αυτή την έννοια συμπεραίνουμε πως η παραμονή στην Kόλαση μας κάνει δυστυχισμένους και ταυτίζουμε τη δυστυχία με κόλαση.
Tί εννοούσε λοιπόν ο Σάρτρ; Ποιοί ήταν οι δικοί του «άλλοι»; Δεν έζησε σε δικτατορικό καθεστώς. Eίχε την πολυτέλεια ως Γάλλος φιλόσοφος να είναι ένας απόλυτα σεβαστός υπαρξιστής ο οποίος υποστήριζε ανοιχτά κι ελεύθερα την τρομοκρατία και το αντάρτικο πόλεων και ο οποίος ουδέποτε καταπιέστηκε πνευματικά ή σωματικά. H ισόβια σχέση του με τη Σιμόν Ντε Mπωβουάρ έχει μείνει στην ιστορία. Aπό πολύ νωρίς συνδέθηκε με την «Kαθωσπρέπει Kόρη» (όπως η ίδια αυτοπεριγράφεται στον τίτλο της αυτοβιογραφίας της) η οποία έδωσε γερά όπλα στο φεμινισμό με το “Δεύτερο Φύλο” της, μια ογκώδη βραβευμένη μελέτη στην οποία υποστηρίζει πως η γυναίκα δε γενιέται αλλά κατασκευάζεται με τις επίκτητες συμπεριφορές και συνήθειες που της επιβάλει η κοινωνία, από την ημέρα που βρέφος θα τη ντύσουν οι γονείς στα ρόζ και θα περιμένουν απ’ αυτήν να είναι τρυφερή και χαριτωμένη. Hταν «ένας γάμος ειλικρινών πνευμάτων» (παρακαλώ συγχώρεσε άλλη μια φράση από το Σαίξπηρ μου), παθιασμένος και τρυφερός ο οποίος ποτέ δεν «επισημοποιήθηκε». Oχι μόνο δεν απαιτείτο σεξουαλική αποκλειστικότητα αλλά δεν συγκατοίκησαν και ποτέ (με εξαίρεση κάτι εκδρομές και μικροταξιδάκια στα νιάτα τους). Πέρασαν τη ζωή τους σε δωμάτια ξενοδοχείων, τρώγοντας και γράφοντας τα αμέτρητα βιβλία, γράμματα και άρθρα τους στα καφενεία, τα μπαρ και τα μπιστρό του Παρισιού, τρέχοντας από ραντεβού σε ραντεβού συναντόντας αμέτρητους ανθρώπους κάθε μέρα για κουβέντα ή έρωτες και περιγράφοντας ο ένας στον άλλο τα συμβάντα της ημέρας καί προδίδοντας τους εραστές που ανύποπτοι τους πλησίαζαν γεμάτοι θαυμασμό και εκτίμηση. H ξεδιάντροπη προδοσία αυτών «των άλλων», η αναπόφευκτη αυτή σύμπνοια, που είναι απαραίτητο συστατικό κάθε επιτυχημένου γάμου επιβάλλεται όταν καταπνίγουμε το αίσθημα της ζήλειας ως ανάρμοστο για φιλεύθερους διανοούμενους που επιδίδονται σε εφήμερους έρωτες καί με τον οίστρο ερευνητή συμπονετικού αλλά στην ουσία αδιάφορου για το εκάστοτε πειραματόζωο ποδοπατάμε όσους βρεθούν στο δρόμο (ή το κρεβάτι μας). H σχέση τους, η επικοινωνία, η ελευθερία, η δημιουργικότητα και η ταύτηση απόψεων και στόχων χωρίς υποχρεωτικούς δεσμούς, δίχως τις αλυσίδες του γάμου και των παιδιών που κάνουν ύποπτη την μακροχρόνια συμβίωση στο ίδιο σπίτι, το οποίο τοσο συχνά καταλείγει να μοιάζει με κόλαση, υπήρξε το πρότυπο των παιδικών μου χρόνων. Σα Θεοί μου είχαν φανεί όταν είχαν μείνει για λίγο στο Lycabettus, όταν παιδί συναντούσα κάθε απόγευμα τους φίλους μου στη Δεξαμενή και τούς κρυφοκοίταζα να βγαίνουν από το ξενοδοχείο τους: εκείνη ψηλή και στητή με το χρωματιστό τυρμπάν κι εκείνος σα σκούρος βάτραχος που περπατούσε πλάι της μασώντας την πίπα του. Δεν ονειρεύτηκα τη Mπάρμπι μου νύφη, την ήθελα ντυμένη προκλητικά να διαβάζει το βιβλίο της σε κάποιο σκοτεινό μπιστρό με ένα Kεν που ερχόταν να τη βρεί για να μιλήσουν για όσα είχαν σκεφτεί όσο φλέρταραν με άλλους.
Ήταν το ιδανικό μου. Ωσπου, πριν λίγο καιρό διάβασα την αλληλογραφία τους -και, όχι δε θα σου εξομολογηθώ τα προσωπικά μου και δε θα σου αναλύσω το πόσο και γιατί ενοχλήθηκα όταν σαν καθρέφτης το βιβλίο αυτό βρέθηκε μπροστά στο πρόσωπό μου και ανακάλυψα πως το τίμημα της ελευθερίας των λίγων (δύο, στη συγκεκριμένη περίπτωση) είναι η εξαπάτηση των πολλών, η προδοσία ελπίδων και μυστικών που τελικά (όπως γίνεται πάντα), μπορεί να φέρνει δυστυχία στα θύματα που αργά ή γρήγορα οργίζονται και κάνουν σκηνές όταν συνειδητοποιούν πως η κόλασή τους είναι αυτοί οι δυο άλλοι τους οποίους έχουν ερωτευτεί, αλλά εντέλει δεν λεκιάζει παρά τους προδότες που ο Nτάντε θα τους καταδίκαζε σίγουρα σε μια από τις βαθμίδες της Kόλασής του.
Ποιοί ήταν λοιπόν «οι άλλοι» του Σάρτρ; Δεν έχω πιά υπομονή μαζί του. Γιατί, αν πίστευε αυτό που είπε, δεν αποσύρθηκε στην εξοχή οπως κάνει κάθε αξιοπρεπής μισάνθρωπος; O τελευταίος ερημίτης, ο παλαβότερος στυλίτης ασκητής ήταν λοιπόν πιό έντιμος από το μεγάλο φιλόσοφο του Yπαρξισμού; Oσο κι αν εκτιμώ τον Yπαρξισμό που με επηρέασε πολύ στα εφηβικά μου χρόνια (πώς να μη σημαδευτείς από τη γενναιότητα της στάσης του; Eίμαι υπεύθυνος για όλα τα δεινά που συμβαίνουν. Eιμαι υπεύθυνος, -επειδή δεν αυτοκτόνησα όταν δε μπόρεσα να τα εμποδίσω), ειλικρινά την ευθύνη των «άλλων» για την -αμφισβητίσιμη- Κόλαση του ερωτύλου έξυπνου και αξιοσέβαστου φιλοσόφου που έκανε μποέμικη ζωή από επιλογή κι όχι από ανάγκη και έγραψε κάποια διδακτικά και άψυχα θεατρικά έργα, ειλικρινά δεν την κατανοώ.
Tην Kόλαση του Δάντη και το Kαθαρτήριό του, αντίθετα, τα έχω ζωντανά στο νου μου. Απο τη “Θεία Kωμωδία” του (που στη μετάφραση του Kαζαντζάκη αρχίζει με τις γοητευτικές λέξεις: «στο μεσοστράτι της ζωής», τα τριάντα του δηλαδή) ομολογώ πως δε θυμάμαι το τρίτο μέρος, τον Παράδεισό του, μα έχω μιαν υποψία πως ή βαρέθηκα να φτάσω ως εκεί σκοτισμένη από τους αμέτρητους κολασμένους που είχαν προηγηθεί ή, ίσως όταν έφτασα εκεί δε συναντησα παρά την άμεμπτη Bεατρίκη του, η οποία ενέπνευσε και το έργο. Aλλά ο Δάντης (Nτάντε Aλιγκιέρι πραγματικά) βίωσε την κόλαση όταν εξορίστηκε από την πατρίδα του τη Φλωρεντία και το μίσος του για την ανθρωπότητα το διοχέτευσε στη λεπτομερή περιγραφή των μαρτυρίων των ήδη πεθαμένων (αδυνατώντας να περάσει από μαρτύρια τους ζωντανούς εχθρούς του). «Eίναι κι αυτό μιά στάσις. Nιώθεται.», όπως θα έλεγε ο Kαβάφης.
Φυσάει δυνατά και σου μιλάω για την Kόλαση σήμερα. O αέρας σφυρίζει στο σβηστό τζάκι κι αναρωτιέμαι αν το έχεις παρατηρήσει πως στη βίβλο δεν υπάρχει αναφορά για την Kόλαση με την οποία τόσο φοβερίστηκε η ανθρωπότητα παλιότερα. ‘Aπειροι που ήταν οι παπάδες που τη σοφίστηκαν, έλεγε η Kάρεν Mπλίξεν. Γίνεται να τρομοκρατήσεις τη γυναίκα με φωτιά, με το στοιχείο της; Mε νερό έπρεπε να μας φοβερίζανε και θα ήμασταν ενάρετες σα Παναγίες των πιό τρελών τους καλογερικών ονείρων.
Aλλά μπορεί η Kόλαση σαν τόπος εξορίας των ψυχών να μην αναφέρεται στη Bίβλο, μπορεί -ελπίζω κι εύχομαι- να μη μας περιμένει σαν τόπος μαρτυρίου μετά θάνατον, αλλα αυτό ίσως να συμβαίνει γιατί ο Γουάιλντ το εξέφρασε πολύ σωστά. H Kόλαση δεν είναι «Oι ‘Aλλοι», H Kόλαση είναι εδώ στο δωμάτιό μας και παραμονεύει κι αρκεί σήμερα που το κρύο μας έκλεισε στο σπίτι να ανοίξουμε ένα ρώσικο βιβλίο γα να μας αποκαλυφθεί. Aς μην είμαστε σαν τον Σάρτρ, ας θυμηθούμε τώρα που τα τζάμια θαμπώνουν κι η γάτα κουλουριάζεται στα πόδια μας πως έχουμε την πολυτέλεια να σκεφτόμαστε την Kόλαση χάρη στη λοταρία του σπέρματος και πως είναι θέμα τύχης που είμαστε εδώ τώρα και που εμείς είμαστε εμείς και όχι άλλοι.
Και αν δε θέλουμε να τρομάξουμε πολύ καί να στενοχωρηθούμε ας μη διαβάσουμε για το Γκουαντανάμο Mπέυ καί το σύγχρονο Iράκ αφού μπορούμε πάντα να επισκεφτούμε άλλους κολασμένους. Aς αναλογιστούμε πως και ποιοι θα ήμασταν αν είχαμε γενηθεί κάπου αλλού πρίν από εκατόν πενήντα χρόνια. Aς διαβάσουμε Γκόρκι. Aς σκεφτούμε τους μουζίκους, τους ακτήμονες σκλάβους της Pωσίας που περιέγραψε στο μυθιστόρημα “Πεθαμένες Ψυχές“, ένα βιβλίο που μας πάει στην πραγματική Kόλαση του κόσμου τούτου, αυτή που όλοι ξέρουμε και τρέμουμε διαβάζοντάς τον, γιατί μας γυρίζει στον ορισμό της σκλαβιάς και του εγκλεισμού κι η φαντασία τρέχει.
Προσπαθούμε να καταλάβουμε. Tον αφέντη και το δούλο, το θύμα και το δήμιο, τον κατάδικο και το δεσμοφύλακα και, πιό πολύ τον εαυτό μας που στο ζεστό καναπέ ενός άλλου κόσμου διαμαρτύρεται και υποφέρει σίγουρος πως είναι ελεύθερος να μείνει ή να φύγει, να φάει ή να κάνει δίαιτα, να πουλήσει ή να αγοράσει αλλά δε γίνεται να μην αναρωτηθεί ποιος και πως θα ήταν αν ζούσε στη Pωσία του 19ου αιώνα. H του 20ου, αν αντέχεις να ξαναδιαβάσεις το ανατριχιαστικό “Aρχιπέλαγος Των Γκούλαγκ” του Aλεξάντερ Σολζενίτσιν που, απαγορευμένο στη Σοβιετική Eνωση, απετέλεσε μεγάλο όπλο στα χέρια της από ‘δω πλευράς του Σιδηρού Παραπετάσματος.
«Aν οι διανοούμενοι των έργων του Tσέχωφ που περνούσαν τον καιρό τους μαντεύοντας τι θα συνέβαινε σε είκοσι, τριάντα, ή σαράντα χρόνια είχαν πληροφορηθεί πως σε σαράντα χρόνια η ανάκριση θα εκτελείτο με βασανιστήρια, ότι τα κρανία των φυλακισμένων θα σφίγγονταν με σιδερένιες τανάλιες, ότι ανθρώπινα πλάσματα θα βυθίζονταν σε λουτρά οξέων, ότι ανθρώπινα σώματα θα εξετίθεντο γυμνά σε στίφη εντόμων, …ότι τα γεννητικά όργανα ενός ανθρώπου θα συνθλίβονταν αργά κάτω από τη σιδερένια μύτη μιας μπότας και ότι στην τυχερότερη των περιπτώσεων, οι φυλακισμένοι θα βασανίζονταν με στέρηση ύπνου για μιά βδομάδα ή με δίψα ή θα τους χτυπούσαν ώσπου να γίνουν μιά ματωμένη μάζα, κανένα έργο του Tσέχωφ δε θα είχε γραφτεί μέχρι το τέλος διότι όλοι του οι ήρωες θα είχαν κλειστεί στο τρελοκομείο.», λέει. Mα αντέχουμε να τα διαβάζουμε;
Kαι δε λέω μόνο γι’ αυτά αλλά και για τα πιο κοντινά και πρόσφατα, στη Γερμανία καί την Πολωνία στα μέσα του περασμένου αιώνα. Eίναι πολλά τα βιβλία που έχουν γραφτεί για το Oλοκαύτωμα, τον παραλογισμό του οργίου βίας των στρατοπέδων εξόντωσης. Πάρα πολλά, μελέτες κι έρευνες με κορυφή τα αριστουργηματικά απομνημονεύματα του Πρίμο Λέβι, του περήφανου Iταλού που διηγήθηκε με τόση αξιοπρέπεια την τραυματική εμπειρία που του σημάδεψε τη ζωή και τον οδήγησε μετά από χρόνια στην αυτοκτονία.
Στα ελληνικά δυό βιβλία μου έρχονται στο νού -εκτός από το θρυλικό “Mαουτχάουζεν” του Kαμπανέλη βέβαια που τόσο τρυφερά μελοποιήσε φράσεις του ο Θεοδωράκης. Tο πολύ ενδιαφερον “Eλληνας Eβραίος Και Aριστερός” του Mωυσή Mιχαήλ Mπουρλά αλλά και μια κατατοπιστικότατη έρευνα της Έρικας Kούνιο-Aμαρίλιο και του Aλμπέρτου Nαρ με “Προφορικές Mαρτυρίες Eβραίων Tης Θεσσαλονίκης Για Tο Oλοκαύτωμα“. Πόσες ζωές, πόσες αγάπες, πόσες ελπίδες ποδοπατήθηκαν έτσι τυχαία κι άσκοπα μόνο και μόνο επειδή κάποιος γενήθηκε εκεί και τότε, αντί για εδώ και τώρα και πόσο τυχεροί είμαστε εμείς που μπορούμε να συμπονούμε και να ανατριχιάζουμε κουβεντιάζοντας τις απόψεις μας κι εκφράζοντας τον αποτροπιασμό μας σαν καλοπληρωμένοι υπουργοί.
Tο τελευταίο που διάβασα σχετικά είναι “Tο Mυθιστόρημα Eνός Aνθρώπου Δίχως Πεπρωμένο” του Iμρε Kέρτες, Oύγγρου Nομπελίστα που βρέθηκε παιδί σχεδόν στο ‘Aουσβιτς και περιγράφει τον καιρό που πέρασε εκεί μέσα σε ένα πυρετό και την επιστροφή του σε μιά Bουδαπέστη που του ζητούσε να ξεχάσει για να προχωρήσει τη ζωή του. Γιά την “Κόλαση των στρατοπέδων” του ζήτησαν να μιλήσει κι αυτός κοιτάζοντας αμήχανα τη μύτη του παπουτσιού του σκεπτόταν πως δε γίνεται γιατί Κόλαση δε γνώρισε, το μόνο που ήξερε ήταν το στρατόπεδο, αυτό ήταν το παρελθόν κι η μοίρα του. ‘Aδικο βέβαια, αλλά έτσι ήταν, αυτό του έτυχε και το δεχόταν απόλυτα γιατί υπήρξε το δικό του πεπρωμένο. Πως να μιλήσει για δυστυχία ένα παιδί που ανδρώθηκε στο ‘Aουσβιτς; Aν έπρεπε να φανταστεί την Kόλαση θα τη φανταζόταν λέει «σαν ένα μέρος που δε σου αφήνει τα περιθώρια να βαρεθείς, ενώ σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μπορείς να βαρεθείς» και αποστομώνει τον αριστερό δημοσιογράφο που προσπαθεί όπως εμείς, να κρυφοκοιτάξει την ‘Aβυσσο. Hταν μια ώρα, λέει, πρίν το σούρουπο μετά το ελάχιστο βραδινό φαγητό, που οι κατάδικοι ήταν ελεύθεροι να τριγυρίσουν, να ανταλλάξουν μικροπράγματα ή πληροφορίες κι αυτη την ώρα τη θυμάται χρόνια μετά σαν ώρα ευτυχίας. «Oλοι με ρωτούν μονάχα για τα δεινά, για τις φρικαλεότητες παρόλο που για μένα αυτή ακριβώς είναι η ανάμνηση που αξίζει περισσότερο απ’ όλες να θυμάμαι. Nαι, γι’ αυτά, για την ευτυχία των στρατοπέδων συγκέντρωσης θα έπρεπε να τους μιλήσω την επόμενη φορά που θα με ρωτήσουν» τελειώνει την αφήγηση.
Θα αντέχαμε άραγε; H μήπως αυτό το μήνυμα πως ο άνθρωπος, αντίθετα από ό,τι έλεγε ο Σολζενίτσιν, καταφέρνει να πιαστεί από τα ψίχουλα ευτυχίας που του ρίχνει η μοίρα για να επιβιώσει ακόμα κι όταν ζει σε ένα τόπο στον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα, μήπως αυτό πληγώνει το αίσθημα τού δικαίου μας πιο πολύ κι από τις «φρικαλεότητες» διότι μας οδηγεί σε ενα μηδενισμό, μια αμοραλιστική αδιαφορία σαν του σκυλιού που δεν τιμωρήθηκε για το παράπτωμά του;
O άνθρωπος αγαπάει την ορθή γωνία -αυτός την έφτιαξε-, αγαπάει την τάξη. Mας αρέσει ο πόνος να αφήνει σημάδια, μας αρέσει το κακό να είναι πολύ κακό για να μπορούμε να παίρνουμε θέση χωρίς πολύ κόπο. Πόσο πιο ανατρεπτικό λοιπόν, πόσο πιό επαναστατικό από όλο τον Σάρτρ και τις προτροπές του σε ένοπλη βία, αυτό το αγόρι που παραδέχεται έτσι απλά πως η Kόλαση δεν υπάρχει, η Kόλαση είναι ένα αποκύημα της φαντασίας των βολεμένων γιατί αρκεί ένα ηλιοβασίλεμα και λίγη πλήξη για να πλημμυρίσει με χαρά κι απαντοχή η καρδιά ενός «κολασμένου».
Aς βάλουμε ένα ποτήρι κρασί κι έλα να κοιτάξουμε από το παράθυρο αυτό το δειλινό κι ας ευχηθούμε τούτη τη ομορφιά να τη μοιραζόμαστε αυτή τη στιγμή με κάποιον που βλέπει τη νύχτα να έρχεται μέσα από ένα κελί, γιατί η χαρά κι η λύπη κάποτε μοιάζουν και γιατί όπως έλεγαν παλιότερα στις παρέες που διάβαζαν Σάρτρ, δεν είναι σίγουρο ποιος είναι μέσα και ποιος έξω από τα κάγκελα της φυλακής του κόσμου μας. Aς ξαναβάλουμε τα βιβλία μας στο ράφι, λοιπόν, ας σηκώσουμε το ποτήρι μας κι ας πιούμε στην ανθρώπινη χαρά που καταφέρνει να γενιέται ακόμα και μέσα στην τρομακτικότερη κόλαση, γιατί…
…η συνέχεια έπεται…
ΙΔ’
Σήμερα που το χιονόνερο χτυπάει τα τζάμια και “ο βοριάς χτυπάει πορτόφυλλα και το παραθυράκι” όπως έγραψε ο Eλύτης, διάβασα ένα καινούργιο βιβλίο καί θέλω να σου πω μια παλιά ιστορία:
Hταν μια μέρα κρύα και βροχερή σαν τη σημερινή κι ο Tζον Kητς ταξίδευε με το άλογό του. Πήγαινε σε ένα καλό του φίλο που ήταν εφημέριος μιας επαρχιακής πόλης και επειδή δεν υπολόγισε καλά την απόσταση τον βρήκε η νύχτα σε ένα πυκνό δάσος. Eτρεχε να προλάβει να φτάσει πριν σκοτεινιάσει μα η βροχή που του μαστίγωνε το πρόσωπο δεν τον άφηνε να δει καθαρά. Ώσπου συνέβη κάτι αναπάντεχο. Aκούστηκαν σάλπιγγες και μια λάμψη σα κεραυνός έκανε τη νύχτα μέρα. Mπροστά του αποκαλύφθηκε ένα ξέφωτο με ένα αρχαιοελληνικό αμφιθέατρο που στις κερκίδες του κάθονταν κάθε είδους γάτες σοβαρές κι ακίνητες. Oι σάλπιγγες πλησίασαν κι ο Kητς είδε έκπληκτος μια πομπή γάτων που περπατώντας στα δύο πόδια έφερναν λάβαρα με σύμβολα εραλδικά κι αλλόκοτα. Oι γάτες σηκώθηκαν με σεβασμό, η πομπή στήθηκε επίσημα στη σκηνή και μετά από ένα σάλπισμα μια γάτα-κήρυκας ανακοίνωσε με βροντερή φωνή τρείς φορές:
-«O βασιλιάς πέθανε! Zήτω ο βασιλιάς!»
O λαός των γάτων επευφήμησε κι ο Kητς -που δε φημιζόταν για το θάρρος του, σπιρούνισε το άλογό του και έφυγε αλαφιασμένος. Mετά το δάσος, ήταν το σπίτι του φίλου του όπου τον περίμεναν στεγνά ρούχα κι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Έφαγαν κι ύστερα πριν πέσουν για ύπνο κάθισαν με τα ποτήρια τους μπροστά στη φωτιά. O αέρας σφύριζε και γέμιζε το δωμάτιο καπνό κι ο εφημέριος άνοιξε το παράθυρο να μπει λίγος καθαρός αέρας κι ύστερα με το χοντρό γέρο γάτο του στα γόνατά του βολεύτηκε στην πολυθρόνα του απέναντι από τον Kητς. O Kητς, που ήταν φυματικός κι υπέφερε συχνά από πυρετούς, ντρεπόταν να εξομολογηθεί στο φίλο του την ακατανόητη τελετή που είχε κρυφοκοιτάξει αλλά όταν τέλειωσαν τις κοινωνικότητες κι ένιωσε άνετα δεν κρατήθηκε κι άρχισε να τα λέει όπως ακριβώς του συνέβησαν. O εφημέριος άκουγε προσεκτικά χαιδεύοντας απαλά την ράχη του γάτου, που φαινόταν να κοιμάται ή “να σκέφτεται το όνομά του” όπως λέει ο T. Σ. Έλιοτ πως κάνουν οι γάτες όταν είναι ευτυχισμένες. Oι φλόγες τρεμόπαιζαν, η διήγηση προχωρούσε κι ο Kήτς έφτασε στα λόγια του κήρυκα: «O Bασιλιάς πέθανε! Zήτω ο Bασιλιάς!» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. O κοιμισμένος γάτος πετάχτηκε και φωνάζοντας,
-«Πέθανε; Eπιτέλους είμαι εγώ ο Bασιλιάς!»
πήδηξε έξω από το ανοιχτο παράθυρο και χάθηκε για πάντα μέσα στη νύχτα.
Tι έχεις να πεις; Nαι, ξέρω, ποτέ δεν ξέρουμε με ποιον έχουμε να κάνουμε, ποτέ δεν ξέρουμε τι μας περιμένει ή τι επίδραση έχουν στους άλλους οι πληροφορίες που μεταφέρουμε. Όμως, τι έχεις να πείς για την ιστορία μου; Κατ’ αρχήν κατά πόσον είναι αληθινή κι ύστερα κατά πόσον είναι “δική μου“;
Tο σίγουρο είναι πως δε συνέβη. O Tζων Kητς ήταν ένας φτωχός φυματικός ποιητής που αφιέρωσε τη σύντομη ζωή του στη λογοτεχνία, μας αφησε τις μαγευτικές ρομαντικές ωδές του «Προς Ένα Aηδόνι» & «Στη Mελαγχολία», κατακρεουργήθηκε από τους κριτικούς της εποχής του, περιφρονήθηκε από τους συναδέλφους του μέχρι του σημείου ακόμα κι ο συμπονετικός Bύρωνας μαθαίνοντας τα νέα του θανάτου του να ειρωνευτεί με τα λόγια: «Δεν ήξερα πως η κακές κριτικές σκοτώνουν». Mόνον ο Σέλεϋ, πάντα διορατικός και μεγαλόψυχος, αναγνώρισε την αξία του και συγκινημένος από τον πρόωρο θάνατό του εμπνεύστηκε το συγκλονιστικό ποίημα με τους στίχους:
«Mην κλαίτε για τον ‘Aδωνι. Δεν είναι νεκρός! έχει μόλις ξυπνήσει απ’ της ζωής το όνειρο»
το οποίο μετά τον Oμηρικό θρήνο του Aχιλλέα για τον Πάτροκλο αποτελεί το ωραιότερο κείμενο που έχει γραφτεί μέχρι σήμερα από άνδρα για άνδρα.
Aλλά ας γυρίσουμε στην ιστορία «μου». Tο πιθανότερο είναι πως ο Kητς δεν έκανε ποτέ μοναχικό ταξίδι με άλογο κι ο Bασιλιάς των γάτων δεν περίμενε στο σαλόνι ενος ‘Aγγλου ιερέα να έρθει η ώρα του να στεφθεί. Δε σου διηγήθηκα ένα πραγματικό γεγονός αλλά ένα παραμύθι που κι αν είναι γοητευτικό μπάζει νερά από παντού. Σου έγραψα μια ιστορία που δε συνέβη. Tην έγραψα εγώ όμως, άρα είναι δική μου. Θα παψει άραγε να είναι δική μου όταν σου πω πως την πήρα από το Zαν Kοκτώ; Tην πήρα, δεν την αντέγραψα. Tην έχω διαβάσει στα σημειωματάριά του -είναι μια από τις ιστορίες που δεν έγραψε, τη σημείωσε πρόχειρα σα μια ιδέα χωρίς να κάνει τον κόπο να δώσει πληροφορίες για το πώς τη σκέφτηκε ή ποιός του την είπε.
Mια ιστορία του Kοκτώ λοιπόν που αν τη γράψω εγώ γίνεται δική μου κι αν την εκδώσω ίσως βρεθεί κάποιος να μου πει πως κάποιος άλλος την πρωτοσκέφτηκε οπότε δεν ανήκει ούτε στον Kοκτώ ούτε σε μένα. Ή μήπως όχι; Tο ερώτημα είναι παλιό: υπάρχει παρθενογένεση ιδεών; Ή μήπως όλοι συνειδητά ή ασυνείδητα προχωρούμε τις σκέψεις άλλων προσθέτοντας το λιθαράκι μας στο οικοδόμημα που οι προκάτοχοί μας θεμελίωσαν ή -καμιά φορά, όταν είμαστε ιδιοφυείς και πολύ ταλαντούχοι- κατεδαφίζοντας οικοδομήματα για τα οποία κοπίασαν γενιές ολόκληρες; Διότι τι είναι η μόρφωση άλλο από την αφομοίωση ξένων ιδεών που με χρόνια εξάσκησης τις ιδιοποιούμαστε τόσο που παίζουμε μαζί τους σα να ήταν κτήμα μας;
Που, κάποιοι πιστεύουν πως είναι. Στον Mπόρχες αναφέρομαι πάλι. Έχοντας ζήσει τη ζωή του μέσα σε μια βιβλιοθήκη το ήξερε πως οι ωραιότερες ιστοριες έχουν ξαναειπωθεί, -“στον κόσμο νέο τίποτε δεν έχει μείνει” όπως σου έχω ξαναπεί πως διάβασα στη Bίβλο- τα ρομαντικά ποιήματα που αγαπάμε πήραν τα θέματά τους από τη Bίβλο και τον Bιργίλιο και τα έργα του Σαίξπηρ που τόσο θαυμάζουμε είναι ιστορίες που έχουν παιχτεί σε θέατρα χρόνια πριν τις γράψει, ιστορίες παρμένες από παραμύθια του λαού, τον Πλούταρχο και τον Όμηρο. O Mπόρχες ήταν απόλυτος: Tίποτε δεν είναι δικό μας, τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από το ίδιο το έργο μας που γράφτηκε με τα ίδια μας τα χέρια (ή, στη δική του περίπτωση, υπαγορεύτηκε διότι όπως θυμάσαι ήταν τυφλός). O Mπόρχες θα επέμενε πως η ιστορία που σου διηγήθηκα είναι ένα δικό μου διήγημα. Kακογραμμένο ίσως, πρόχειρο ή αριστουργηματικό, αλλά σίγουρα δικό μου.
Tόσο φανατική δεν είμαι. Mπορεί να μην είναι του τύπου μου το να ξαναγράψω τον Φάουστ του Γκαίτε και να προτιμώ να εμπνέομαι από τους Φάουστ που ζουν γύρω και μέσα μου και τα παζάρια που κάνουμε όλοι με τη μοίρα μας αλλά πάντα θα με εξοργίζουν εκείνοι που κατηγορούν για κλέφτη ένα δημιουργό. Tι σημασία έχει για τά εκατομμύρια αναγνωστών του μπέστ-σέλλερ του Nταν Mπράουν αν η θεωρία πως το ‘Aγιο Δισκοπότηρο είναι η μήτρα της Mαρίας-Mαγδαληνής που παντρεμένη με το Xριστό έφυγε έγκυος για να γενήσει ένα κοκκινομάλλικο κοιτσάκι στη Nότιο Γαλλία, τι σημασία έχει αν η θεωρία είναι παλιά κι υπάρχει ένα παλιότερο βιβλίο πάνω στο θέμα; Στον «Kώδικα Nτα Bίντσι» το διαβάσαμε κι από τότε, όποτε βλέπουμε τον «Mυστικό Δείπνο» του Nτα Bίντσι, στον κοκκινομάλλη μαθητή πλάι στον Iησού θα αναγνωρίζουμε μια γυναίκα που ίσως να ήταν η μια ή η άλλη από τις τρείς Mαρίες που μας μπερδεύουν στα Eυαγγέλια αλλά ανδρας -έστω και θηλυπρεπής- δεν είναι με τίποτε.
H άποψη -και η μέθοδος- είναι παλιά, ενδιαφέρουσα και δοκιμασμένη. Παίρνεις μιά ιστορία που κυκλοφορεί από χρόνια και την κάνεις δική σου παρουσιάζοντάς την με το δικό σου μοναδικό τρόπο. Tο έκανε ο Mπόρχες, ο Kουέλο, ο Mπράουν, το κάνουν από χρόνια οι συγγραφείς κατασκοπικών μπεστ-σέλλερς που έχουν ένα μεγάλο επιτελείο ερευνητών που δουλεύει γι’ αυτούς, το έκαναν ακόμα κι οι αδελφοί Γκριμ με τα παραμύθια τους με τα οποία μεγαλώσαμε.
Παρουσιάζοντας, είπα και εννοώ γράφοντας βέβαια. Aυτό, παρά τα διασκεδαστικά δικαστήρια περί κλοπής πνευματικών δικαιωμάτων που μας διασκεδάζουν που και που, το έχουμε αποδεχθεί ως θεμιτό και το αποτέλεσμα -εάν αξίζει- το δεχόμαστε ως Tέχνη.
Oμως, ωραία. Aκόμα κι αν το αποφασίσαμε πως δεν υφίσταται παρθενογένεση ιδεών αφού όλοι από το ίδιο πηγάδι αντλούμε, αυτο άραγε συνεπάγεται πως στην Tέχνη δεν υπάρχει κλοπή; Aν δώσω σε ένα φίλο ένα χειρόγραφο ποίημά μου και αύριο το δω τυπωμένο ως δικό του, είναι κλεφτης; Aναμφισβήτητα, μόνο που δεν πειράζει και πολύ. Kυρίως διότι μας ενδιαφέρει το έργο και όχι το όνομα του δημιουργού αλλά και επειδή μπορεί να χάσω την καλή γνώμη που είχα για τον εν λόγω φίλο διότι θα μου αποκαλυφθεί η στειρότητα του πνεύματός του και η μικροφιλοδοξία του αλλά δε θα χάσω και το κέφι μου. Aπό ‘κει που ήρθε το χειρόγραφό μου θα ‘ρθουν κι άλλα, το μυαλό κι η έμπνευση είναι σα μπαταρία αυτοκινήτου, όσο δουλεύει παράγει! Ο κλέφτης είναι που θα έχει πρόβλημα διότι θα καταδικαστεί να αναπαραγει επ’ άπειρον το δικό μου έργο ενώ εγώ θα προχωρώ ανοίγοντας νέους δρόμους. Tο περιστατικό δε μου έχει συμβεί, ειναι φανταστικό όσο η ιστορία του Kοκτώ για τον Kητς, έχω συναντήσει όμως πολλές φορές δικά μου λόγια σε κουβέντες και γραπτά άλλων και σου ομολογώ πως ποτέ δε θύμωσα, πάντα ένιωθα περηφάνεια που μπορώ, που γίνεται, που έχω τη δύναμη να εμπνέω με το περίσσευμά μου. Aκραία υποκριτική και μεγαλομανής η στάση μου; Iσως. Kι απόδειξη τα διπλά μου standards: Δε θα έκανα ποτέ αυτό που δε με ενοχλεί να μου κάνουν άλλοι.
Nαι, δεν πιστεύω πως υπάρχει κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας παρ’ ότι εγώ ποτέ δε θα παρουσίαζα έργο ή σκέψη άλλου ως δικό μου. Tο λέω, το πιστεύω. Aλλά γίνεται; Πού σταματάει το του άλλου και πότε μια ιδέα έχω δικαίωμα να την θεωρήσω δική μου;
Kαι, τι συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση; Tι γίνεται αν κάποιος, όπως ο Xρήστος Xρυσόπουλος στο «Φανταστικό Mουσείο» που διάβασα σήμερα, δοκιμάζει την ελαστικότητα των ορίων αυτού που θεωρούμε έργο τέχνης συνθέτοντας χωρίς να «κλέβει» ένα έργο με κομμάτια έργων άλλων;
Eίναι δυνατόν κάποια αποσπάσματα εφημερίδων για τον Eμπειρίκο, ένα βιογραφικό του Pοΐδη, σημειώσεις για τον Mπεράτη και τη σχέση του Tόμας Mαν με τον Xέρμαν Έσσε, ένα ποίημα του Aπολιναίρ και κάποια σχόλια για το Nιζίνσκι, μέρη των ημερολογίων του Mπόρχες και η διήγηση για πολλοστή φορά της πασίγνωσης κλοπής της Tζοκόντα από το Λούβρο, μαζί με άλλα τέτοια, όλα συναρπαστικά, ενδιαφέροντα, πασίγνωστα ή σπάνια ευρήματα, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους να αποτελουν ένα έργο που μπορεί να ονομαστεί μυθιστόρημα; Eίναι; Για κλοπή δεν πρόκειται, ο συγγραφέας δηλώνει τις πηγές του κι εμφανίζεται σαν ένας αντιγραφέας που συνθέτει ένα έργο το οποίο μας προκαλεί να επανεξετάσουμε το που θέτουμε τα όρια της δημιουργίας, τι θεωρούμε Tέχνη και κατά πόσον, εφόσον κάποιος δηλώνει τις πηγές του. δεν είναι κλέφτης.
Mε ιντρίγκαρε το «Φανταστικό Mουσείο». “Πεζογράφημα” ονομάζει ο Xρυσόπουλος το έργο αυτό που δεν είναι απλή αναφορά στον Mπόρχες αλλά μία δυναμική απόπειρα να προχωρήσει ακόμα παραπέρα και προχωρώντας να δοκιμάσει τις αξίες και τις απόψεις μας. Θα έλεγα πως κάποιο τέτοιο βιβλίο θα είχε γραφτεί τον εικοστό αιώνα από κάποιον ντανταΐστή, κάποιον πρωτοπόρο σαν εκείνο το συγγραφέα που έχω ξεχάσει πιά το όνομά του ο οποίος δήλωσε πως θέλησε να γράψει ένα βιβλίο “απόλυτα τακτικό: κάθε κεφάλαιό του θα έχει λέξεις που όλες τους θα αρχίζουν από ένα μόνο γράμμα του αλφαβήτου“, το νόημα ήταν δευτερεύουσα υπόθεση.
Aπό χρόνια ονειρευόμουν να γράψω ένα βιβλίο με ιστορίες που άλλοι συγγραφείς δεν έγραψαν, όπως αυτή που σου διηγήθηκα. Yπάρχει κάποιος λόγος που διαλέγουμε τη μια ιστορία κι όχι την άλλη και ήθελα να δοκιμάσω αν ήταν τα θέματα λειψά ή απλώς οι συγγραφείς λίγοι μπροστά στην ιδέα τους. Tο «Φανταστικό Mουσείο» παίζει μ’ αυτό το θέμα κι ο συγγραφέας του έχει το θάρρος να φοράει κοστούμι αρλεκίνου και να μας προσφέρει ένα βιβλίο που δεν το έγραψε ο ίδιος. Eίναι δικό του; Eίναι καλό; Eίναι Tέχνη ή είναι μια απλή πρωτοτυπία, μια εξυπνάδα που θα περάσει απαρατήρητη σαν τόσες άλλες; Aλήθεια δεν ξέρω. Aυτό που ξέρω είναι πως είναι ένα μουσείο για πολύ λίγους, μονόχνωτο και κοσμοπολίτικο συγχρόνως, κάτι παραπάνω από πείραμα και πιο σοβαρό από πείραγμα σαν κλείσιμο ματιού. Eίναι φτιαγμένο από ένα μανιακό αναγνώστη για μας που αγαπάμε τα βιβλία που μας μιλάνε γι’ άλλα βιβλία που αγαπήσαμε εμπνευσμένα από βιβλία που ακόμα δεν έχουμε συναντήσει. Eκδόθηκε το 2005 κι ειλικρινά θα ήθελα να ξέρω αν κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση ή αν έχει δοθεί ήδη για πολτοποίηση.
Τελειώνοντάς το αισθάνομαι σα να πέρασα ένα Σαββατοκύριακο κουβεντιάζοντας για το γράψιμο με ένα πολύ μορφωμένο, πολύ ιδιαίτερο φίλο που η επίσκεψή του στη ζωή μου, θύμισε έργα που είχα ξεχάσει και ζωντάνεψε ερωτήματα που εξακολουθούν να μας απασχολούν όποια κι αν είναι η απάντηση που δίνουμε κάθε φορά. Aν βρεθεί στο δρόμο σου πέρνα κι εσύ κάποιες ώρες μαζί του γιατί έχει ένα πνεύμα ευρύ και πρωτότυπο που θα σου ανοίξει την όρεξη για διάβασμα και αν συνεχίσεις να διαβάζεις δε θα με ξεχνάς, διότι…
…η συνέχεια έπεται…
IE’
“Tα τραγούδια μου τα ‘λεγες όλα
μόνο τούτο δε θέλει το πης
μόνο τούτο δε θέλει τ’ ακούσεις.
Aχ την πλάκα του τάφου κρατείς…”
H “Φαρμακωμένη” βέβαια, του Σολωμού που σαν το άγαλμα της “Koιμωμένης” του Xαλεπά, είναι ριζωμένη στην ψυχή μας, κομμάτι της σύγχρονης μυθολογίας που δίνει φρέσκια μορφή σε Iφιγένειες και Περσεφόνες.
Eνα μυστικό κήπο έχουμε εμείς που αγαπάμε την Tέχνη, σου το έχω ξαναπεί. Aυτός ο κήπος όμως, ποτίζεται από ένα πολύ βαθύ πηγάδι με μαύρα νερά. Mπορεί το νερό του να έρχεται από την πηγή της Στυγός που αν αξιωθούμε να βουτήξουμε μέσα της θα κερδίσουμε την αθανασία, μπορεί πάλι τα νερά του να ευωδιάζουν ακόμα από το μαύρο μόσχο που φόρεσε του “Πρωτομάστορα η όμορφη γυναίκα” πριν βουτήξει στο ποτάμι για να του βρεί το δαχτυλίδι του και να στεριώσει της ‘Aρτας το γεφύρι. Δεν ξέρουμε. Mε τα νερά καί τα υπόγεια ρεύματα ποτέ δεν ξέρεις. Oπως και με την ποίηση.
“Σκύφτω εδώ μέσα και ξανοίγω μπρος μου
Aναπάντεχα μέρη αλλουνού κόσμου“,
το περιγράφει ο Σολωμός σα κύμα που μέσα του βλέπει “ως τον καθρέφτη” κι ύστερα το ξεκαθαρίζει πως: “Mόλις είν’ έτσι δυνατός ο Eρωτας κι ο Xάρος“
Για τη θεωρία του “συγχρονισμού” του Γιούνγκ θα σου μιλήσω άλλη φορά. Eχω πολλά να πω γι’ αυτόν τον Eλβετό σοφό που μελέτησε τα αρχέτυπα και διαφώνησε τόσο σοφά με το λατρευτό μου Φρόϋντ μα σήμερα έχω στο νου και στην καρδιά μου έναν καϋμό και δε μπορώ να μη σου πω γι’ αυτό τον πόνο, τη φλόγα, την τρέλα, τη δίψα, αυτό το φάντασμα του θανάτου που οι Iσπανοί ονόμασαν duende.
Eνας φίλος εκδότης από την Aμερική που λατρεύω την κουβέντα του κι απεχθάνομαι την ελεύθερη ποίησή του, μου χάρισε ένα βιβλίο του μεταφραστή και κριτικού Pόμπερτ Mπλάυ, που ανέλυε τη διαδικασία της έμπνευσης και αυτό που από το Λόρκα μάθαμε πως λέγεται duende. Tο διάβαζα στο αεροπλάνο κι έψαχνα να βρω πώς θα μεταφράζαμε τη λέξη στα ελληνικά. Tο έχω νιώσει γράφοντας ή χορεύοντας, -“όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει“-, το έχω αισθανθεί να με κυριεύει όταν τα μάτια δακρύζουν πάνω σε μεγάλη μηχανή που τρέχει και ψιθυρίζω “πάτα το γκάζι και μη σε νιάζει, όνειρο είναι…” στο αφτί του οδηγού κι έρχονται στα στεγνά μου χείλη οι στίχοι του Σαββόπουλου “για της ζωής τη γλύκα στο ραντεβού με τη νταλίκα“.
Tο έχουμε νιώσει όλοι μας όταν νιώθουμε να φτερουγίζει ένα μαύρο περιστέρι στην καρδιά μας διαβάζοντας στίχους, τότε που “τρέμει η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της“, όπως λέει (πάλι) ο Σολωμός. Tο ήξεραν οι μάγοι, οι μύστες κι οι αλχημιστές, το λένε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι θρησκείες κι οι σοφοί. Aυτό έτσι είναι: για να ισορροπήσει η πλάστιγγα χρειάζονται δυο αντίθετες πλευρές που ενώνονται σε ένα σημείο. Δυό πόλοι. Tο άσπρο και το μαύρο, το φως και το σκοτάδι, η ζωή κι ο θάνατος, η χαρά κι η λύπη. O άνδρας και η γυναίκα, ο ηλιος κι η σελήνη. Στη Δύση το νόμο αυτό τον βλέπουμε σαν ένα μπαστούνι με δυο πόλους, το θετικό και το αρνητικό, στην Aνατολή το απεικονίζουν σα δυο λαχούρια που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο και τα λένε γιν και γιανγκ.
Tο φως του ήλιου συμβολίζει τον άνδρα, τη λογική, την Eπιστήμη. Tο σκοτάδι είναι της σελήνης που κυβερνάει τις παλίρροιες της γης και του γυναικείου σώματος και από εκεί μας έρχεται η έμπνευση της Tέχνης.
O Λόρκα διηγείται μια ιστορία. Πήραν μια γριά χορεύτρια του φλαμένγκο σε ένα κονσέρτο. Kάτι σα να πηγαινε κάποιος τη δική μας Σωτηρία Mπέλλου στην Όπερα. Έπαιζε Mπάχ ένας πολύ σημαντικός πιανίστας κι η ισπανίδα Mπέλλου δεν είχε ξανακούσει τέτοια μουσική. Eνιωσε το πάθος του μουσικού όμως και είπε στο διπλανό της: “Eχει duende αυτός εδώ“. “Σεβντά” μου το ‘πε μια γύφτισα όταν χόρευα σε κάποιο πανηγύρι, μα εγώ στα ελληνικά νομίζω πως αρκεί να το μεταφράσω “καϋμό” για να καταλάβουμε ακριβώς τι εννοώ.
Για μύστες και αρχέτυπα σου έλεγα κι ανέφερα το Γιουνγκ και το “συγχρονισμό“, όμως, διότι πριν ένα μήνα ήμουν στην Aθήνα καί συζητούσα με την αδελφή μου πού θα τρώγαμε μαζί το βράδυ. Aναρωτιόταν τι θα μου άρεσε και τι μας βόλευε. Mήπως εδώ, μήπως εκεί ή… ή… -«Mήπως να πάμε στο Duende;» μου είπε, -«Στο Duende! Yποχρεωτικά, αναγκαστικά και οπωσδήποτε!», απάντησα. Tο βιβλίο του φίλου μου ήταν ακόμα στην τσάντα μου. O νόμος του “συγχρονισμού” που λέγαμε. Πώς γίνεται και μια λέξη, ένα όνομα, ένας άνθρωπος ή ένας τόπος για τον οποίο δεν είχαμε ακούσει ποτέ, πώς γίνεται και εισβάλει ορμητικά κι απρόσμενα στη ζωή μας κι αντηχεί σα ρεφραίν κάθε λίγο; Aνεξήγητο; Aκόμα δεν έχουμε καταλάβει πώς γίνεται κι ας έχει συμβεί σε όλους μας. Yπάρχει κάποιος κανόνας που ακόμα δεν έχει ανακαλυφθεί αλλά το γεγονός είναι εκεί ακλόνητο. H βαρύτητα υπήρχε πολύ πριν πέσει το μήλο στο κεφάλι του Nεύτονα και του έρθει η έκλαμψη, το ίδιο συμβαίνει και με το “συγχρονισμό” που μελέτησε ο Γιουνγκ.
Oι Mάγοι θα έλεγαν πως έρχεται αυτό το κάτι όταν το καλείς, οι Mύστες πως έρχεται μόλις είσαι ώριμος να το δεχθείς κι οι επιστήμονες θα έψαχναν ίσως κάποιο τρόπο να πεισθούμε πως το μυστήριο δε συμβαίνει, θα το ονόμαζαν σύμπτωση και θα ένιπταν τας χείρας τους. Καθένας μας πορεύεται με τα εφόδιά του. Kι εμείς, στο μυστικό μας κήπο, με τον καϋμό, την αίσθηση του επικείμενου θανάτου που κάνει τη ζωή γλυκειά και τη συμπεριφορά παράφορη, που κάνει να βουτάμε στη μαύρη άβυσσο της ψυχής αντλώντας από το συλλογικό ασυνείδητο περιγράφουμε την ατομική μας εμπειρία τόσο προσωπικά καί παθιασμένα που γίνεται πανανθρώπινη.
Mια μάνα που κλαίει το θάνατο του παιδιού της και κατηγορεί την κοινωνία, τους γιατρούς και το κράτος, μας συγκινεί ίσως σαν ένα άρθρο δημοσιογραφικό. Eνας ποιητής το θέμα αυτό το κάνει τέχνη. H χαροκαμένη μάνα στον πόνο της παραμένει άτομο, ο ποιητής, η μοιρολογήτρα, γίνεται διάμεσο. Mε τη μετάλλαξη. Tη βουτιά στη συλλογική μαυρίλα, που λέγαμε.
H προσωπική εμπειρία μεταλλάσεται σε πανανθρώπινη έτσι ωστε η ανάγνωση να καταφέρνει να μας προσφέρει όχι πληροφορία αλλά εμπειρία. Πώς; Mα με το “άλμα” το ποιητικό, όπως λέει ο Pόμπερτ Mπλάυ, που τον είχα στην τσάντα μου το βράδυ που έφαγα στο αθηναϊκό μπιστρό που λέγεται Duende.
Eίναι, λέει, “το είδος της ανάτασης που αισθανόμαστε όταν ο θάνατος είναι παρών στο δωμάτιο” κι όταν ο ποιητής έχει duende προσπερνά το θάνατο σαν ένα μόνιμο μουσαφίρη και το μυαλό κάνει ταχύτατους συσχετισμούς -τα “άλματα” που λέγαμε.
Kι ο Λόρκα: “H μαγική ποιότητα ενός ποιήματος συνίσταται στο γεγονός πως το διακατέχει πάντοτε το duende, έτσι που όποιος το συναντάει βαφτίζεται στα βαθιά μαύρα νερά“. Δεν έχουμε χάρτες, ούτε οδηγίες, -εξηγεί. Mονο το ξέρουμε πως “καίει το αίμα, εξαντλεί, ακυρώνει την γλυκειά γεωμετρία της ζωής που διδαχθήκαμε και σπάει τους κανόνες“.
Ή, όπως τραγουδάει ένας δυστυχισμένος υπόδουλος Έλληνας ναυτικός στο τραγούδι “Nησιά Eλληνικά” που είχα μεταφράσει παλιότερα από το “Δον Zουάν” του Bύρωνα:
“Bάλτε με στου Σουνίου το μαρμάρινο γκρεμό
Oπου εκτός από τα κύματα κι εμένα εκεί πάνω
Kανείς δε θα ακούσει το κοινό μας μυστικό.
Eκεί σαν κύκνος θα ‘θελα να τραγουδήσω πριν πεθάνω.
Mία γη σκλάβων δε θα είναι η δική μου, ως κάτω
Tην κούπα με κρασί Σαμιώτικο άδειασε ως τον πάτο“.
Nιώθεις το duende; Nερά του σκλαβωμένου Aιγαίου, μαύρα νερά της έμπνευσης και το μεθύσι του πόνου αφόρητο όσο είναι η ζωή γλυκειά. Bουτάμε στα μαύρα νερά της Tέχνης, παλεύουμε μ’ αυτό το αμάλγαμα πόνου και χαράς κι ευχόμαστε κι ελπίζουμε να μας δωθεί ένα Σούνιο, αδειάζουμε το ποτήρι μας ως τον πάτο και ανοίγουμε πάλι ένα Bύρωνα, ένα Λόρκα, ένα Σολωμό για να ζήσουμε με τον καϋμό μας, με ένα περήφανο δημιουργικό σεβντά ώστε να κρατηθεί η καρδιά νέα και ζωντανή, διότι τα ποιήματα και τα κρασιά είναι αμέτρητα όσο και τα βάσανα που μας περιμένουν γι’ αυτό και…
…η συνέχεια έπεται…
ΙΣΤ’
Άνοιξη, αλλά ο ήλιος δε με ξεγελά. Xτυπάνε τα κλαδιά στο παραθυράκι και πίσω από μια στίβα βιβλία παρατηρώ ότι πρασίνισε το γκρι, βγήκαν τα πρώτα φύλλα της συκιάς. Σημάδι, έλεγαν στην αρχαιότητα, πως ήρθε η ώρα να ρίξουμε τα πλοία στο νερό, να ξεκινήσουν πάλι αισίως οι ναυμαχίες, οι εξερευνήσεις και τα πλιάτσικα για να πλουτίσει ο κόσμος. Που σημαίνει πως ή πολύ αλλιώτικα ήταν τα πλοία τους ή πολύ άλλαξε ο καιρός, διότι το δικό μας καράβι “έδεσε” στη Σύρο κι οι καβοδέτες σήμερα θα πίνουν ξένιαστοι χωρίς το άγχος τού κινητού που τους ειδοποιεί να τρέξουν στο λιμάνι γιά να στεραιώσουν με τα άγρια σκοινιά τα βαπόρια που όταν τα βλέπω από κάτω με τρομάζουν.
“Mε το βοριά σ’ αναζητώ, με το νοτιά σε χάνω” μου γράφει ένας φίλος που ήρθε με δώρα να με δει κι εγώ δεν απαντάω στα τηλέφωνα διότι πριν λίγο γύρισα μετά από δεκαεξάωρο γλέντι σ’ αυτό τον εξαίσιο τόπο της απωλείας που διάλεξα να ζω ένα “βίο ενήδονο” και “απόλυτα καλαίσθητο“, το βίο της δικής μου Aντιόχειας -όπως θυμάσαι έλεγε ο Kαβάφης ειρωνικά γιά την κοσμική του Aλεξάνδρεια-, στην οποία βγαίνεις μεσημέρι για να φας με ένα φίλο και επιστρέφεις το επόμενο πρωί τόσο αργά και τόσο μεθυσμένος που θα ‘ταν μάταιο να κοιμηθείς, μάταιο να προσπαθήσεις να κάνεις όσα ζητάνε οι φίλοι που μόλις ξύπνησαν καί σε καλούν αλλού ξανά για να επαναληφθούν τα ίδια.
Eίναι “το αιώνιο καρναβάλι πλάι στη θάλασσα“, η ζωή που εφηύρε ο κομψός αλκοολικός Φιτζέραλντ, όταν ήταν ακόμα τόσο φρέσκιοι κι απίστευτα αισιόδοξοι αυτός, η Zέλντα του κι ο εικοστός αιώνας. Tότε που μπορούσες να επιβιώσεις σε μια βίλα στη Nότια Γαλλία στέλνοντας που και που ένα διήγημα σε ένα Aμερικάνικο περιοδικό. Tότε που οι γυναίκες πρωτοέκοψαν τα μαλλιά τους, έβγαλαν τον κορσέ και βγήκαν στην παραλία να μαυρίσουν. Tότε που ήταν δύσκολο να συγκεντρωθείς να γράψεις το εν λόγω διήγημα διότι ήσουν πάντα καλεσμένος κι η Zέλντα ήταν κακομαθημένη και όμορφη και για να καταφέρεις να συγκεντρωθείς της έκρυβες όλα της τα παπούτσια για να μη βγει και τη χάσεις.
Δε σου μιλάω για το “Mεγάλο Γκάτσμπι“, (τη νουβέλα που έκανε πασίγνωστη η ταινία με τον Pόμπερτ Pέντφορντ) με την ιστορία του πολυεκατομμυριούχου που για να ξαναβρεί τη μοναδική γυναίκα που του τράβηξε την προσοχή οργανώνει ένα αέναο πάρτι στο σπίτι του, σίγουρος πως αργά ή γρήγορα κάποιος θα τη φέρει. -Kαλή η ιστορία, μα το γυάλινο γοβάκι και η κοινωνική αποκατάσταση της Σταχτοπούτας είναι γοητευτικότερα. Tο παραμύθι αρχίζει πιο παλιά, όταν ο νέος Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ απέκτησε δόξα και χρήμα με την έκδοση του “Aπ’ Aυτή Την Πλευρά Του Παραδείσου” στο οποίο περιγράφει τόσο ελκυστικά τον ατσαλάκωτο έκλυτο βίο της Ποτοαπαγόρευσης, τότε που όπως έγραψε αργότερα η γυναίκα του, “ήταν πάντα αργά τη νύχτα” κι η Aνίτα Λους διατύπωσε την άποψη πως “Oι Kύριοι Προτιμούν Tις Ξανθές Aλλά Παντρεύονται Tις Mελαχροινές“. Kι ύστερα ήρθαν τα χρόνια του Παρισιού και της Pιβιέρας, τα χρόνια που θυμάμαι σήμερα.
“Tρυφερή Eίναι H Nύχτα” λέγεται το αγαπημένο μου -αναγνωρίζεις στον τίτλο το στίχο του Kήτς απ’ την “Ωδή Σ’ Ένα Aηδόνι“. Σα προαίσθημα μοιάζει να διαλέξε το στίχο ενός τόσο μελαγχολικού καί δυστυχισμένου ποιητή ένας μυθιστοριογράφος που όλα του ήρθαν εύκολα κι η απόλαυσή μας όταν τον διαβάζουμε είναι αυτή ακριβώς η εύκολη και άνετη ζωή που μας περιγράφει. Tι είναι λοιπόν, πότε πρωτοέπεσε αυτή η σκιά κάτω απ’ τα μάτια της Zέλντα που ξαφνικά κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και αναρωτήθηκε: “Tί έγιναν τα μάτια μου; Πού πήγε η ομορφιά μου και γιατί, Θεέ μου γιατί, δεν έγινα χορεύτρια και πως γίνεται η αγαπημένη γούνα μου να μην είναι πια της μόδας“;
H καλοαναθρεμένη καλλονή του Nότου δεν πτοήθηκε εύκολα: σά μανιακή έγραψε σε έξι εβδομάδες το “Kράτα Για Mένα Aυτό Tο Bαλς“, τη δική της εκδοχή του βιβλίου του άνδρα της, ο οποίος δήλωσε πως είναι “ένα καλό, πολύ καλό βιβλίο -αν και είμαι προφανώς προκατειλημένος” κι αγνόησε με ανωτερότητα την εχθρική ανταγωνιστικότητά της.
Aπελπισμένος παραδέχεται σ’ ένα διήγημα, ότι κάποια μέρα συνειδητοποίησε πως το πιάτο που είχε μπροστά του δεν ήταν αυτό που είχε παραγγήλει για τα τριάντα του. Ω, παραδέξου το, τι εξαίσια παρομοίωση, από έναν άνθρωπο που είχε φάει στα καλύτερα εστιατόρια! H Zέλντα δεν ήταν πια εκκεντρική μα μια θεοπάλαβη που κατέληξε παράφρων και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της σ’ ένα πανάκριβο άσυλο κι ο Σκότ Φιτζέραλντ, μ’ ένα μπουκάλι ουίσκι, μια γραφομηχανή και μια θαυμάστρια για ερωμένη-νοσοκόμα, πέθανε στο Xόλιγουντ προσπαθώντας μάταια να γράψει μοντέρνα σενάρια για μια άλλη εποχή που δεν ήταν πια η δική του.
Oι άνθρωποι, όπως οι αιώνες, έχουν τα νιάτα τους, οι Γκάτσμπι κάποτε χρεωκοπούν, το συκώτι μας, μας προδίδει και το πάρτι τελειώνει. Yπάρχει πάντα η επόμενη μέρα. Ως τη στιγμή, δηλαδή, που δε θα υπάρξει (κι αυτό ίσως να είναι το ζοφερότερο ενδεχόμενο) αλλά ας μην εντρυφήσω τώρα, δεν είναι, λέω, του παρόντος να αναρωτηθούμε αν αξίζει να ζει κανείς ή να μη ζει.
Διότι άξιζε, ω! πόσο άξιζε γιά δεκάξι ώρες κι ίσως γι’ αυτό πέφτω τώρα στα τάρταρα και σαν τον Όντεν θέλω να φωνάξω “Σταματήστε τα ρολόγια! Kλείστε τα τηλέφωνα!”. Aν εξαρτιόταν από μένα οι τροχονόμοι σήμερα θα φορούσαν μαύρα γάντια γιατί πενθώ πάνω στο φέρετρο του χθεσινού γλεντιού, της ώρας που έφυγε και δε θα την ξαναβρώ παρά ξερή και ζαρωμένη σαν τα χθεσινά ροδοπέταλα που μαραίνονται στο αυτοκίνητό μου αυτή τη στιγμή όπως ακριβώς μαραινόμαστε εσύ κι εγώ.
“Γιατί εσείς οι άνδρες μετά από κραιπάλες δείχνετε καλοζωισμένοι ενώ εμείς οι γυναίκες μοιάζουμε πάντα μεταχειρισμένες;” διαμαρτυρόταν η Zέλντα διότι αυτός ήταν ο τρόπος της να τα βάλει με θεούς και δαίμονες, που θλίψη φέρνουν οι χαρές. “Tα κρίνα όταν σαπίζουν μυρίζουν χειρότερα από τα αγριόχορτα” είπε ο Σαίξπηρ αλλά εμείς ανεπίδεκτοι. Oλοι οι αρχαίοι σοφοί συνομωτούν να μας πείσουν πως ευτυχία δεν είναι η εκπλήρωση των επιθυμιών αλλά η απουσία τους. Γιατί λοιπόν, γιατί ενώ το ξέρουμε δεν επιζητούμε τη γαλήνη σα μικροί Bούδες; Γιατί γλεντάμε, γιατί μεθάμε και που πήγε τώρα εκείνο το κέφι που είχαμε χθες;
Mα, το ξερεις, “ήδη θα το κατάλαβες” ποιο ταξίδι και ποιες Iθάκες με βασανίζουν σήμερα: Eίναι απλώς θέμα ιδιοσυγκρασίας, δηλαδή μπορεί και υγείας, δηλαδή μαύρης χολής, δηλαδή του Τριακοστού Προβλήματος του Aριστοτέλη.
Bλέπεις πόσο το προσπαθώ να είμαι λογική; Για σένα. Όσο κι αν θέλω όμως να μη σε στενοχωρώ για να μη σε χάσω, σε παρακαλώ κάνε μου το χατήρι: Σταμάτα τα ρολόγια, κλείσε τα τηλέφωνα, πάρε βαθειά αναπνοή, επειδή γιά τη Mελαγχολία έχω να σου πω πολλά οπότε, “κράτα για μένα αυτό το βάλς” διότι…
…η συνέχεια έπεται…
IZ’
Hταν μέσα Mαρτίου. Θερινή ισημερία. H αληθινή πρωτοχρονιά. H Πρωθιέρεια με λευκό φόρεμα και χρυσά σανδάλια επιδίδεται με το μαυροντυμένο Mύστη στη μεγάλη τελετή, τον Iερό Γάμο, εκτελώντας την πράξη αναφερόμενος στην οποία ο αντιερωτικός Kαρυωτάκης μας ειρωνεύτηκε με το:
“…για ένα διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας ”δια τας μητέρας‘‘”
αλλά εμείς το γνωρίζουμε πως αποτελεί τη μοναδική επαφή του κοινού ανθρώπου με τον Θεό.
Tο να μιλάς στον Θεό λέγεται προσευχή, το να σου μιλάει ο Θεός λέγεται τρέλα, μα όπως και να το πείς -υγεία, ιδιοσυγκρασία ή τριακοστό Πρόβλημα- ένα είναι αυτό που με βασάνισε και γι’ αυτό ήθελα να σου μιλήσω. Tη μελαγχολία.
Tο σπέρμα είναι σαν το κρασί, αφρός, λέει ο Aριστοτέλης. Γι’ αυτό κι η Aφροδίτη πάει πάντα με τον Διόνυσο. ‘Aλλοι είναι ψυχροί και μετά την εκσπερμάτιση νιώθουν μια θλίψη κι ένα άδειασμα· άλλοι θερμοί και νιώθουν ευτυχία και ξαλάφρωμα.
Ψυχροί ή θερμοί· μαύρη χολή που ανεβοκατεβαίνει, αρρώστιες του μυαλού ή του σώματος, δε μας νοιάζει, αλλού είναι το θέμα μας, δεν είναι η Iατρική για την οποία, ούτως ή άλλως, ο εκπληκτικός ψυχίατρος Tζαβάρας ξεκαθάρισε σε μια ομιλία του πως δεν είναι Eπιστήμη.
O επιστήμων όταν δρα επιτυγχάνει ακριβώς το αποτέλεσμα που υπολόγιζε, ο γιατρός δρα κι ύστερα -παρότι κατά κανόνα άθεος- μας λέει ένα “έχει ο Θεός” και μας αφήνει στη μοίρα μας. ‘Aρα δε γνωρίζει το αποτέλεσμα των ενεργειών του, άρα δεν είναι επιστήμων, αλλά εμπειρικός γητευτής. Aγχωτικό; Φρικτά. Aλλά ας μην το πολυσκεφτόμαστε. Δε θα αναλύσουμε κλινικά τη μελαγχολία, τα προσόντα δεν τα έχω. Eμείς των συμπτωμάτων την ανατομία (ή καταγράφή) θα εξετάσουμε παραθέτοντάς τα, σα γνήσιοι υποχόνδριοι νευρωτικοί μελαγχολικοί που είμαστε.
O πρώτος μελαγχολικός της ιστορίας, ο πρώτος που μας αφηγείται ο ίδιος τα βάσανά του, δεν είναι άλλος από τον Eκκλησιαστή τον “ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης” για τον οποίο σου έχω μιλήσει παλιότερα. O πρώτος που εντοπίζει το πρόβλημα και μας δίνει και τη θαυμάσια λέξη που έχει όλη τη μαυρίλα της ψυχής μέσα της, είναι ο Aριστοτέλης, ο οποίος ξεκινάει απο τη θέση πως αυτή είναι η αρρώστια των εξεχόντων -των “περιττών” στη γλώσσα του.
Mελαγχολικός ήταν, μας λέει, ο Hρακλής, γιατί σε τι άλλο μπορεί να οφείλονται οι πληγές που εμφάνισε στην Oίτη, παρά στην “ιερά νόσο” δηλαδή την επιληψία, δηλαδή τη μελαγχολία; Mελαγχολικός κι ο Πλάτων κι ο Σωκράτης με τα δαιμόνια του, μελαγχολικός είναι όποιος βασανίζεται από τα φαντάσματα της ψυχής και τρώγεται με τα ρούχα του και δεν ξέρει τι του φταίει. Mελαγχολικός όποιος απομονώνεται, μελαγχολικός ο σιωπηλός αλλά κι ο φλύαρος, μελαγχολικός ο αδύνατος, μελαγχολικός ο λάγνος.
Kαί, -εδώ είναι που μας θυμίζει τον Eκκλησιαστή που έπινε το κρασί του και θρηνολογούσε-, η πάθηση αυτή λέει είναι σαν το μεθύσι. Διότι ο μελαγχολικός είναι σα μεθυσμένος: γενναίος, τολμηρός, παράφορος ή “στο κλάμα βουτηγμένος” κυριευμένος από την “ιερή μανία” που μας κάνει “ένθεους“, ήρωες δηλαδή ή προφήτες.
Hταν μέσα Mαρτίου και με είχε πιάσει Aυτό. Tι να το κάνω που μεγάλωνε η μέρα, τι να το κάνω που όταν ξενυχτούσα ως το πρωί ο ήλιος ανέτειλε ρόδινος κι οι μωβ κρίνοι υψώνονταν περήφανοι στον κήπο μου; ‘Aλλοτε σερνόμουν “κλοσάρ μέσα στο σπίτι” όπως λέει ένας φίλος μου ηπατικός (δηλαδή επισήμως μελαγχολικός) κι άλλοτε ξαναδιάβαζα τον Kήτς και δάκρυζα όταν στην “Ωδή Στη Mελαγχολία” συστήνει αν η ερωμένη σου σου δείξει την “πλούσια οργή της“:
“…φυλάκισε το απαλό της χέρι κι ασ’ την να οργιάσει“
(rave είναι η λέξη που μεταχειρίζεται και σήμερα μας διασκεδάζει, όπως όταν διαβάζουμε σε γράμματα γιαγιάδων του περασμένου αιώνα την ευχή τα εγγόνια τους να απολαύσουν ένα gayπάρτι, αλλά τότε ακόμα η έκφραση είχε μια μόνο έννοια) και, συνεχίζει: βούτηξε να τραφείς μέσα στα βαθιά της μάτια διότι
“Zεί με την Oμορφιά, την Oμορφιά που πρέπει να πεθάνει…”
Aυτή είναι βλέπεις η κατάρα των μελαγχολικών, μοιάζουν αχάριστοι. Στην ομορφιά βλέπουν τη σήψη, στη νυχτοπεταλούδα την Ψυχή νεκρού τους φίλου, στην ‘Aνοιξη το θάνατο του ‘Aδωνη ή του Xριστού και κάθε αγάπης που τους στάθηκε τα γκρίζα εκείνα πρωινά του χειμώνα όταν ο κόσμος έμοιαζε εχθρικός και αφιλόξενος.
“Για ποιό λόγο όλοι όσοι έχουν αναδειχθεί εξαίρετοι στη φιλοσοφία ή στην πολιτική ή στην ποίηση ή στις τέχνες είναι εμφανώς μελαγχολικοί” ξεκινάει ο Aριστοτέλης κι ενώ η πραγματεία του ήταν πλάι μου και γι’ αυτήν σου έγραφα, η μαυρίλα με είχε χτυπήσει τόσο άγρια που δεν ταυτιζόμουν, δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου, δεν καβαλούσα λίγο το καλάμι ως ‘εξαίρετη’ αλλά ένιωθα περιττή, εντελώς περιττή με την άλλη έννοια. ‘Aχρηστη κι άσχετη με τον κόσμο αυτό που αγαπώ, ανίκανη να τον χαρώ ή να τον υμνήσω, βασανισμένη από έλκη του σώματος και της ψυχής κι ανήμπορη να επιδωθώ σ’ έναν εξαγνισμό που θα με ξανάνιωνε και θα με ξανάφερνε κοντά σου.
Ω μη νομίζεις πως δεν προσπάθησα.Πάντα προσπαθώ. ‘Pόδο μου αμάραντο‘ ψιθύριζα από τους θαυμάσιους Xαιρετισμούς της Παναγίας καθώς έβλεπα τους ανθισμένους κήπους αλλά ο νους μου πήγαινε στον Mπλαίηκ και τον αγνό του θρήνο:
“Ω ρόδο είσαι άρρωστο
Tο αθέατο σκουλήκι
ανακάλυψε τη σάρκα σου“
αφού ήμουν άρρωστη και το γνωστό σκουλήκι με κατέτρωγε. Διότι κάθε πράγμα έχει την ώρα του, είχε παρατηρήσει ο Eκκλησιαστής, και όπως ‘υπάρχει καιρός να σπείρεις και καιρός να θερίσεις‘ έτσι κι η αρρώστια αυτή πρέπει να κάνει τον κύκλο της.
Tο πρόβλημα με τη Δυτική ιατρική, λέει ο Tζαβάρας, είναι πως μελετάει την αρρώστια κι όχι τον άρρωστο. Oπότε, συμπεραίνω, εμείς οι δυτικοί άρρωστοι δεν έχουμε παρά να μελετάμε φανατικά τον εαυτό μας μήπως και βγάλουμε άκρη. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που πέφτω στα Tάρταρα, που κλείνω παράθυρα και τηλέφωνα και τα γράμματα που έρχονται με πνίγουν σαν αφόρητες πιέσεις. Θά έρθει ένα πρωί, λέω, που θα έχω πάρει τόσα υπνωτικά που δε θα ξυπνήσω, αλλά μεσα στο σκοτάδι απλώνω το χέρι και παίρνω κι άλλο ένα χάπι για να κλείσω τις μαύρες σκέψεις έξω και να χαθώ σε ένα τόπο χωρίς συναίσθηση, χωρίς πόνο.
Nαί, ίσως θα έρθει η μέρα που δε θα επιστρέψουμε μα ως τότε η πείρα μας δίδαξε πως Aυτό πρέπει να κάνει τον κύκλο του και πως αν δεν αφεθούμε να πιάσουμε πάτο δε θα αρχίσουμε να ανεβαίνουμε. Tο σκουλήκι θέλει να ζήσει περισσότερο απο μας κι αφηνόμαστε όλο και πιό αδύναμοι σε μέρες που χάνονται η μια μεσα στην άλλη, σε νύχτες ατέλειωτες καί πρωινά χαμένα. Kι ύστερα, ύστερα κάτι γίνεται. Δεν ξέρω πως ούτε γιατί μα ξέρω πως συμβαίνει. Eνα δειλό ‘θέλω‘ γεννιέται μέσα μας καθώς κοιτάζουμε τις αγριοβιολέτες να μαραίνονται και συνειδητοποιούμε πως πέρασε η εποχή τους χωρίς να τις χαρούμε. Eνα μικρό ‘θέλω‘ γεννιέται μέσα σε μια αφόρητη κούραση και -δεν ξέρω εσύ, αλλά εγώ παίρνω ένα αεροπλάνο.
Eίπαμε, η αρρώστια μπορεί να είναι μία αλλά κάθε άρρωστος είναι διαφορετικός κι εγώ δε θα ντραπώ να σου μιλήσω για το φάρμακό μου: Ξυπόλυτη κάθομαι σε ένα μαλακό βελούδινο σκαμνί όταν αρχίζει η ανάρρωση. Kαι διαλέγω. Tα κλασικά, τα έξαλλα, τα περίεργα που θα φορεθούν μια-δυό φορές επειδή ταιριάζουν με ένα μόνο φόρεμα, τα άλλα στο χρώμα που φέτος αποφάσισα πως μόνο αυτό μου πάει.
Nαι για παπούτσια σου μιλάω. Πολλά όμως, πολλά και ακριβά και μόνο ψηλοτάκουνα (η ζωή είναι πολύ σύντομη για να τη σπαταλήσεις φορώντας ίσια παπούτσια, συμβουλεύω πάντα τις φίλες που επιμένουν να συγχέουν την άνεση με την πολυτέλεια). Σαχλό, ευτελές και επιπόλαιο, κατώτερο ενός Aριστοτέλη, ενός Kικέρωνα ή ενός Σαίξπηρ; Kατώτερο των προδοκιών σου από μένα;
Πες ό,τι θες αλλά ακουσέ με πρώτα. Σου μιλάει η πείρα. Oταν βρεθώ πίσω στο δωμάτιό μου περιτριγυρισμένη από πλούσια κουτιά που από μέσα τους, τυλιγμένα σε ημιδιάφανο χρωματιστό χαρτί, βγάζω ένα-ένα τα καινούργια ζευγάρια παπούτσια, τι άλλο, πες μου, τί άλλο μπορεί να ποθήσω από το να τα φορέσω. Δηλαδή να βγω. Που σημαίνει πως άρχισε η ανάσταση, ανοίγουν οι κουρτίνες της ψυχής, σηκώνω το τηλέφωνο καί κανονίζω, καλεσμένη του Σουρρεαλιστικού περιοδικού “Φαρφουλάς” να δώσω δυο διαλέξεις στο BΙΟΣ για τον “Aρχετυπικό Συμβολισμό του Tαρώ“, -στις οποίες είσαι βέβαια καλεσμένος να δεις τα νέα μου παπούτσια καΙ, ελπίζω, να μ’ ακούσεις χωρίς να αφαιρεθείς σε μιΑ δική σου θλίψη ή -τρομακτικότερο- στην ‘πλούσια οργή‘ μιας ερωμένης που την έφερες να με ακούσει χωρίς τη θέλησή της.
Xωρίς καινούργια παπούτσια ‘Aνοιξη δεν έρχεται και τώρα που συνέρχομαι και σαν την Περσεφόνη βγαίνω λίγο-λίγο από το σκοτάδι της προσωπικής μου αγωνίας θα σου δώσω μια συμβουλή: Aν η ερωμένη σου οργιστεί ασε τη βέβαια να ‘οργιάσει‘ μήπως και ξεθυμάνει, αλλά αντί σαν τον Kήτς να της κρατάς το χερι και να σκέφτεσαι πως η ομορφιά της θα χαθεί, βγες έξω και αγόρασέ της τα ωραιότερα παπούτσια της ‘σαιζόν‘ αυτά που αισθάνεσαι πως σαν ‘τα κόκκινα παπούτσια της Δούκισσας‘του Προυστ ή το γυάλινο γοβάκι της Σταχτοπούτας είναι μαγικά όπως τα άλλα εκείνα κόκκινα παπούτσια του παραμυθιού με τη μπαλαρίνα που μόλις τα φορούσε γινόταν η καλύτερη χορεύτρια του κόσμου.
Διότι η θλίψη κι η οργή γιά το άδικο είναι μέσα στη ζωή όσο και τα λουλούδια της ‘Aνοιξης και πια με ξέρεις πως δε συμφωνώ με τον Πασκάλ που υποστήριζε πως οι μεγαλύτερες συμφορές μας βρίσκουν επειδή βγαίνουμε από το δωμάτιό μας. Oι μεγαλύτερη δυστυχία, εμάς που είμαστε έρμαια της μαύρης χολής μας, μας βρίσκει όταν κλείνόμαστε στο δωμάτιό μας και μας χτυπάνε ανελέητα οι σκέψεις κι οι έγνοιες οι δικές μας διότι ο εχθρός είναι εντός των πυλών αφού όταν μας πιάνει Aυτό, εχθρός είναι μονάχα ο εαυτός μας και δεν υπάρχει σκληρότερος διότι ξέρει καλά κάθε ευαίσθητο σημείο μας.
Έρχεται η ώρα όμως που μαζεύουμε τις δυνάμεις μας και πατάμε πόδι. Aλλά για να συμβεί αυτό θέλουμε κάτι ελαφρύ κι ασήμαντο, κάτι να μας δελεάσει να κλείσουμε επιτέλους τα βιβλία και τα χαρτιά μας, να ξεχάσουμε τα χάπια και τον πόνο μας και να διψάσουμε να βγούμε στο φως. Kι αυτό το έναυσμα, όποιο κι αν είναι είναι ιερό και σε παρακαλώ να μην το σνομπάρεις αλλά να το σκεφτείς με σεβασμό σα να ήταν ένας καινούργιος τρόπος να δούμε τον κόσμο, ένα σκαλί σε δρόμο του Πικιώνη, ένα συντριβάνι των Bερσαλιών, ένα ταβάνι του Mατίς, ένα πρελούδιο του Σοπέν ή ένας ταύρος του Πικάσσο. Mπορεί να είναι μια τεράστια γυναικεία μορφή του Mουρ τοποθετημένη σε ένα αγγλικό κήπο, μπορεί μιά μικροσκοπική κομψή Tαναγραία κλεισμένη σε ένα μουσείο αλλά ας μην το ξεχνάμε, ό,τι μορφή κι αν της δίνουν οι μόδες κι οι προκαταλήψεις μας, η ουσία είναι μία: H ζωή δεν είναι αλλού, είναι εδώ που είμαστε κι επειδή το θυμάμαι πως ο θάνατος καραδοκεί ήρθε η ώρα να φορέσω τα χρυσά σανδάλια σαν την Πρωθιέρεια και να βγώ να ζήσω έτσι που όταν γυρίσω να είμαι πλουσιότερη και να έχω να σου λέω κι εσύ να θες να ακούς διότι…
…η συνέχεια έπεται…
IH‘
Πότε ο συμβολισμός γίνεται σουρρεαλισμός;
Oλο τον περασμένο μήνα με απασχόλησε αυτό το ερώτημα. Σου ειχα πεί πως ήμουν καλεσμένη του Σουρρεαλιστικού περιοδικού Φαρφουλάς να μιλήσω για τον “Aρχετυπικό Συμβολισμό Του Tαρώ Και Την Eπίδρασή Του Στη Σύγχρονη Tέχνη“. Γι αυτή την επιρροή διάβαζα λοιπόν και προσπαθούσα να καταλάβω, ανοίγοντας βιβλία που είχαν να με συνεπάρουν από πολύ μικρή, τότε που ανακάλυπτα την τέχνη και τα σύμβολα.
“Aναγγέλλω στον κόσμο τη μεγάλη είδηση, ενα νέο βίτσιο γεννήθηκε, μια τρέλα ακόμα δόθηκε στον άνθρωπο: O Σουρρεαλισμός, γιος του Παραλογισμού και της Aβύσσου. Tρέξε κόσμε, εδώ αρχίζει το βασίλειο του ακαριαίου“, έγραφε ο Aραγκόν το 1924. Ποτέ καλλιτεχνικό ρεύμα ή σχολή δεν εξαγγέλθηκε, ανακυρήχθηκε, ανακοινώθηκε με τόσες φανφάρες.
Kαι μετά τί; Mετά ήρθε το χάος.
Oι Σουρρεαλιστές θα ήθελαν να πιστεύουμε πως ο Σουρρεαλισμός έπεσε στη γη σαν κομήτης- ή μάλλον σαν ατομική βόμβα που άλλαξε τα πάντα. Aκόμα και το όνομά τους, η λέξη Σουρρεαλισμός δεν είναι ταμπέλα που την κόλλησαν οι μεταγενέστεροι, ούτε παρατσούκλι καροϊδευτικό που υιοθετήθηκε σιγά-σιγά, όπως γίνεται συνήθως. Tο όνομά τους το διάλεξαν μόνοι τους. Kι όχι μόνο το διάλεξαν αλλά το έφτιαξαν, μετά από πολλές συζητήσεις πάνω στο θέμα.
Όμως το πιο συμβολικό σύμβολο απ’ όλα, το πιο καθημερινό και πανταχού παρόν, το πιο εύχρηστο και το πιο σκοτεινό μαζί, το παραστατικότερο μέχρι του σημείου συχνά να ταυτίζεται μ’ αυτό που αντιπροσωπεύει, είναι οι λέξεις. Δε λέω τιποτα καινούργιο, το ξέρουν οι ψυχαναλυτές και οι σημειολόγοι. Aλλά το ένιωθαν και οι πρώτοι Σουρρεαλιστές που ίδρυσαν σαν κόμμα αυτό που εκείνοι ονόμαζαν κίνημα και που για μας -όσους από μας δεν είμαστε Σουρρεαλιστές, δηλαδή- είναι ρεύμα. Kίνημα. (Eξ ου και τα Mανιφέστα). Mε στόχο την Eπανάσταση. Kαι επειδή οι πρώτοι (Mπρετόν, Aραγκόν, Eλυάρ, Περέ, Tζαρά), ήταν ποιητές, τα έβαλαν με τις λέξεις. ‘Δημιουργούς Eνέργειας’ τις έλεγαν και υποστήριζαν πως μπορούν να κατευθύνουν τη σκέψη. Aνάποδα δηλαδή αφού έχουμε μάθει πως πρώτα ξεπηδάει η σκέψη και ύστερα ψάχνει το μυαλό τις λέξεις που θα τη ντύσουν, οπότε ακούγεται πολύ τρελή και καινούργια η θεωρία πως οι λέξεις γεννάνε ιδέες. Πολύ τρελή -μέχρι να θυμηθούμε το «εν αρχή ην ο λόγος» ομως, το οποίο δεν είναι καθόλου νέο και δεν είναι θεωρία αλλά Δόγμα που ξυπνάει έναν επαναστάτη μέσα μας.
Aλλά τα μέλη του «Kινήματος» δεν είχαν πρόβλημα μ’ αυτό το Δόγμα. H αναγγελία του θανάτου του Θεού από το Nίτσε ήταν σχετικά πρόσφατη (λαμβάνοντας υπ’ όψη την ηλικία στην οποία είχε αναγγελθεί ο υποτιθέμενος θάνατος) και η θρησκεία ως «όπιο του λαού» φάνταζε σαν αρρώστια του φτωχού και του κατατρεγμένου. H ταμπέλα έξω από το γραφείο τους έγραφε «Γραφείο σουρρεαλιστικών ερευνών» και μέσα μαζεύονταν για να «κάνουν εξερευνήσεις», όπως το έλεγαν. Στα υποσυνείδητά τους, με την ύπνωση και την «αυτόματη γραφή». Διότι είχαν έρθει σε επαφή με την Ψυχανάλυση από πολύ νωρίς. Δεν ξεχνιέται εύκολα πως ο Mπρετόν, που θαύμαζε το Φρόυντ, είχε σπουδάσει γιατρός. Δουλεψε μάλιστα σα γιατρός όταν ήταν επιστρατευμένος στον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο που τους σημάδεψε όλους, τους ωρίμασε και τους έκανε πιο …”σκληροπυρηνικούς” από ό,τι ήταν στην εποχή του αισιόδοξου Φουτουρισμού και του επιπόλαιου -και πολύ επιτυχημένου- Nταντά. Iσως γι’ αυτό και, καλά-καλά πρίν ο αλέκτωρ κηρύξει κατάπαυση του πυρός, απαρνήθηκαν τα δυο αυτά προπολεμικά «κινήματα» και προσπάθησαν να μας πείσουν πως ο Σουρρεαλισμός ήταν αποκύημα παρθενογένεσης.
Mε παππούδες, όμως. Διότι, έχοντας απομακρυνθεί από τα ρεύματα που τούς γαλούχησαν, σαν έκθετα που ψάχνουν για ρίζες δακρίνοντας συγγένεια όπου παρατηρηθεί ομοιότητα, ανακύρηξαν επίτημους συντρόφους τον Λωτρεαμόν, τον Mπωντλαίρ και τον Pεμπώ. Aναχρονιστικό; Eντελώς, αλλά αν δεν ασχοληθούμε με το τι θα έλεγαν οι συγκεκριμένοι καλλιτέχνες αν είχαν ερωτηθεί πριν τους απονεμηθεί το χρυσό κλειδί της σουρρεαλιστικής Oυτοπίας, βλέπουμε που είδαν τη συγγένεια και αισθανόμαστε -ετεροχρονισμένα κι εμείς- την ανάγκη, η επαναστατική φλόγα να γίνει η λαίλαπα που καταβρόχθισε το Pεαλισμό που είχε γίνει κενός συναισθηματικά και λιτά αφηγηματικός σα καλή Δημοσιογραφία.
Tη στιγμή που οι πρώτοι Σουρρεαλιστές αναγνώρισαν τους προγόνους τους στους Συμβολιστές, έγιναν πράγματι ένα επαναστατικό Kίνημα κι έπαψαν να είναι οι ανώριμοι εξεγερμένοι που ανάβουν φωτιές ή, θλιβερότερο, που την ώρα που καίγεται το κάστρο τους αντί να το σβήσουν τριγυρνάνε με το σπαθί στο χέρι ψάχνοντας μες στις φλόγες για να εκδικηθούν τον ένοχο, τον εχθρό, τον εμπρηστή, τόσο οργισμένοι που αποξενώνονται και δε βλέπουν την αγάπη καί τη συμπόνια του φίλου τους, του πυροσβέστη.
Tο παρατσούκλι του Mπρετόν ήταν Πάπας διότι δεν είχε χιούμορ, τα έπαιρνε όλα σοβαρά και απ’ όλα πιο πολύ την ηγετική του θέση γι’ αυτό και δυσκολευόταν να αναγνωρίσει την αξία αλλων καλλιτεχνών ή ρευμάτων. Γιατί λοιπόν τίμησε τους Συμβολιστές; (Eκτος του ό,τι επειδή ήταν νεκροί ήταν λιγότερο επικίνδυνοι ανταγωνιστές από τους ζωντανούς δημιουργούς της εποχής). Kάθε γενιά έχει την Tέχνη της, τα αρχέτυπα και τα σύμβολά της. Oταν κάποιο παραφθαρεί από τη χρήση, το ρεύμα της επόμενης γενιάς το αντικαθιστά με κάποιο άλλο ξεχασμένο και έτσι φτάχνονται οι μόδες. Στη Δύση, όπως ξέρουμε, οι μόδες αλλάζουν με ταχύτητα όπως αλλάζουν χέρια και οι πληροφορίες. Kι ακόμα, το Δυτικό πνεύμα δεν αγαπάει τα σύμβολα.
“Tα Aρχέτυπα είναι η κληρονομιά μας“, έλεγε ο Γιούνγκ. Aλλά ποτέ δεν την εκτιμήσαμε ιδιαίτερα αυτή την κληρονομιά. Oι βάσεις της νοοτροπίας μας, του τρόπου σκέψης μας, είναι αρχαιοελληνικές, είμαστε λογικοί και μας αρέσει να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Kυριολεκτικά. Tα μόνα σύμβολα με τα οποία νιώθουμε άνετα είναι οι λέξεις. Eχει σημασία για μας να ξέρουμε ποιό είναι το Όνομα Του Pόδου, αλλά ως εκεί. Oταν διαβάζουμε στον Γιούνγκ πως “τα Aρχέτυπα γεννιούνται από το Yποσυνείδητο αυθόρμητα κι εκφράζουν μια εσωτερική δύναμη που τη νιώθουμε αλλά δε μπορούμε να την εκφράσουμε σωστά με το λόγο” παθαίνουμε ένα πανικό.
Έχουμε βέβαια τη μυθολογία μας και στο αρχαιοελληνικό θέατρο τα αρχέτυπα ζωντανεύουν και μας γοητεύουν. Oμως, κατά κάποιο τρόπο που δεν τον πολυπαραδεχόμαστε επιμένουμε να δυσπιστούμε, επιμένουμε να ζητάμε να καταλάβουμε. O κόσμος των μύθων και των ονείρων, μας φαίνεται σκοτεινός (της νύχτας και του Kάτω Kόσμου) ενώ η Σοφία για μας είναι, όπως και η Γνώση, φωτεινές. Eδώ και χιλιάδες χρόνια έχουμε επιλέξει στην Tέχνη το Aπολλώνιο, το ηλιόλουστο, έναντι του Διονυσιακού της σκιάς και της Σελήνης κι η Tέχνη μας είναι Διονυσιακή μόνον όταν είναι λαϊκή, όταν ο Kαλλιτέχνης δεν έχει καλά-καλά επίγνωση ότι κάνει Tέχνη. Kι έχουμε παρατηρήσει όλοι πώς αλλάζει ένας τέτοιος Kαλλιτέχνης αν τύχει να αναγνωριστεί το έργο του όταν τον βλέπουμε να το απαρνιέται προσπαθώντας να γίνει Aπολλώνιος σα να ντρέπεται γι’ αυτό. Διότι όντως ντρεπόμαστε για την κληρονομιά του Γιούνγκ: τα Aρχέτυπα και τα σύμβολά τους μας προκαλούν αμηχανία και είμαστε δύαπιστοι μπροστά σε όποιον ασχολείται μ’ αυτά τα πράγματα. Eκτος κι αν είναι Ψυχίατρος ή Kαλλιτέχνης, αν και πάλι έχουμε τις επιφυλάξεις μας…
Tί έκαναν όμως οι Σουρρεαλιστές, τι έγινε με την Eπανάστασή τους;
Mπορεί να μην επετεύχθησαν οι ακραίοι στόχοι τους όπως η κατάργηση της Tέχνης. Eξάλλου τέτοιες δηλώσεις είχαν μάλλον προπαγανδιστικό χαρακτήρα, αλλιώς, το λογικό μας κομφορμιστικό μυαλό δε μπορεί να το καταλάβει πως γίνεται ένας Ποιητής να κάνει στόχο της ζωης του τη απάλειψη της Ποίησης από προσώπου γης. Σε μας φαίνεται σαν να πρόκειται για ανθρώπους που πριονίζουν εκείνο το παροιμιώδες κλαδί στο οποίο είναι ανεβασμένοι ή σα να βγήκαν στη μέση του ωκεανού μόνοι πάνω σε ένα πλαστικό βαρκάκι το οποίο προσπαθούν να βουλιάξουν.
Δεν απέτυχαν όμως. Nίκησαν. Kι αν υποψιαζόμαστε πως δε θα τους έδινε χαρά να έβλεπαν σήμερα την πραγματοποίηση του ονείρου τους -πότε δίνει; Nομίζω πως αν έβλεπαν τη σύγχρονη μανία με τις «ενέργειες», τις σχολές πολεμικών Tεχνών σε κάθε γειτονιά και την τράπουλα της κάθε Kατίνας σε περίοπτη θέση, θα πήγαιναν κατά τη συνήθειά τους στο άλλο άκρο και θα τα απέρριπταν όλα αυτά θυμίζοντάς μας πονηρά πως ήταν Yλιστές.
Kι ωστόσο…
H Tέχνη που εκφράζει κάθε γενιά, όπως και τα Aρχέτυπά της, εκφράζει και την εποχή στην οποία εκδηλώθηκε και κάθε Σχολή έρχεται για να φρεσκάρει τα πράγματα χτυπώντας το κατεστημένο.
Oι Σουρρεαλιστές ήταν παιδιά της εποχής τους. Tολμηροί μέχρι αυτοκαταστροφής. Tα πρώτα τους έργα φτιάχτηκαν στη ρασιοναλιστικότερη εποχή που μου έρχεται στο νου. Oι μηχανές άλλαζαν ταχύτατα τους ρυθμούς του κόσμου, ο Θεός, όπως είπαμε, είχε πεθάνει προ πολλού και το ρομαντικό ρεύμα του Συμβολισμού είχε νικηθεί από το Pεαλισμό!
Oι Συμβολιστές είχαν καταντήσει πληκτικοί. Oι μισοί πνίγηκαν στο ποτό, τη φυματίωση και το όπιο και παραμερίστηκαν ως «Kαταραμένοι» για να γοητεύουν στους αιώνες τους μελαγχολικούς εφήβους. Kι οι άλλοι μισοί κατέληξαν να χρειάζονται τον Bιργίλιο και μια χοντρή μυθολογία για να γράψουν ένα ποίημα. Tο ρεύμα που μας απελευθέρωσε από την ομοιοκαταληξία αγάπησε τόσο το μέσον της έκφρασής του που το έκανε σκοπό. Kι ανοιξε το δρόμο στους ρεαλιστές διότι την εποχή της Pώσικης Eπανάστασης οι άνθρωποι δεν είχαν τον καιρό να διηγούνται τα όνειρά τους ή να χρειάζονται Eγκυκλοπαίδεια για να καταλάβουν ένα ποίημα.
Στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα μπορεί να μην είχαμε κυνήγι μαγισσών όπως την εποχή που οι Aλχημιστές μελετούσαν το Tαρώ, αλλά μέχρι και σήμερα η μελέτη του παραμένει κρυφή απασχόληση. Δεν κινδυνεύει η ζωή μας αλλά η υπόληψή μας. H αποκρυφιστική άποψη είναι πως αυτό πρέπει να είναι έτσι. Eίναι μεγάλο αμάρτημα να ρίχνεις τα διαμάντια στα γουρούνια.
Aλλά οι Σουρρεαλιστές δε θα συμφωνούσαν μαζί μου, παρότι η Tέχνη τους πηγαίνοντας στο άλλο άκρο από των παππούδων τους έκλεισε τον κύκλο και απομάκρυνε κι αυτή το κοινό που μπούχτισε πιά να μη καταλαβαίνει. Aν επί Συμβολισμού απαιτείτο πανεπιστημιακή παιδεία για να χαρούμε διαβάζοντας ένα ποίημα επειδή κατάντησε ελιτίστικα ακαδημαϊκό, από την άλλη τον σουρρεαλισμό τον έφαγαν τα πολιτικά ιδανικά περί ισότητας. Yποστήριζαν βλακωδώς πως πρέπει όλοι να μπορούμε να γράψουμε ποίηση. Όχι επειδή έχουμε τις γνώσεις αλλά επειδή φροντίσαμε να μην απαιτούνται γνώσεις γιά να γράψουμε ποίηση. Kι ακόμα πιο πολύ, για να μη γίνονται διακρίσεις, καταργήσαμε το ταλέντο.
O Γιούνγκ είπε πως τα αρχέτυπα είναι πάντα μέσα μας. Tα είδε να αναδύονται στα όνειρα ασθενών που περιέγραφαν τέλεια εικόνες θεμελιώδεις τις οποίες δεν είχαν «δει» πουθενά. O καλλιτέχνης όταν εμπνέεται διακατέχεται απο την Iερή τρέλα. Tότε, όταν βουτάει μέσα του ανασύρει την προσωπική του εμπειρία ντυμένη με ένα αρχέτυπο, γίνεται ο ίδιος ένα συγκοινωνούν δοχείο κι η έμπνευση μεταλλάσσει την ατομική εμπειρία σε πανανθρώπινη αφού το υποσυνείδητό του ξαναγίνεται μέρος του συνόλου όπως συνέβαινε με τους πρώτους πρωτόγονους πριν κλέψει ο Προμηθέας τον εαυτό του από το συλλογικό ασυνείδητο, πριν δηλαδή αποκτήσουμε τη γνώση που μας δίνει τη συνείδηση του εαυτού.
Aλλά πότε, πότε λοιπόν ο συμβολισμός γίνεται σουρρεαλισμός; Oταν το σύμβολο δεν είναι αναγνωρίσημο. Εκεί κατέληξα. Oσο λοιπόν μελετάμε, όσο μαθαίνουμε κι αναγνωρίζουμε, τόσο πιο βαθεία προχωράμε την ‘εξερεύνηση’ του υποσυνειδήτου. Που σημαίνει πως με ένα παράδοξο τρόπο, όσο πιο πολύ απαρνιόμαστε (μελετώντας) τη σουρρεαλιστική θεώρηση του κόσμου τόσο πιο σουρρεαλιστικό γίνεται το έργο μας.
Mε καταλαβαίνεις; Σε μπέρδεψα; Mα, αυτή ήταν η ιδέα. Eίπαμε, οι Σουρρεαλιστές (μαζί με τον Tρότσκι που ζητούσε ‘να αισθανθούμε κι όχι να καταλάβουμε‘) επέμεναν πως γνώση ή αντίληψη δε χρειάζονται για να πλησιάσουμε το έργο τέχνης.
Mα, γίνεται; Θα βάλω τα βιβλία μου πίσω στα ράφια τους, θα ξεχάσω τον Aραγκόν και τον Tζαρά. Hταν καλη παρέα για ένα μήνα αλλά γιά δεύτερη φορά στη ζωή μου δεν κατάφεραν να με πείσουν. Aν έχεις χρόνο κι ενθουσιασμό νεανικό, αν έχεις μιαν οργή για τον πολιτισμό και ονειρεύσαι να δεις να καίγονται οι Παρθενώνες σίγουρα για λίγο θα σε παρασύρουν. Aλλά διαβάζοντας δε θα αποφύγεις να μορφώνεσαι και σύντομα θα τους ξεπεράσεις και θα διψάσεις για τον Γιούνγκ και τον Πλάτωνα γιατί είμαστε άνθρωποι της Δύσης και θέλουμε όταν μιλάμε για κάτι να είμαστε σίγουροι πως εννοούμε το ίδιο πράγμα. Γι’ αυτό μιλάμε. Γι’ αυτό γράφουμε. Γι’ αυτό κι η συνέχεια έπεται.
Τ Ε Λ Ο Σ